You are on page 1of 2

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (1907-1909)

Η μενεξεδένια πολιτεία (απόσπασμα)

Ο Γιάννης ο Μαρούκης ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, να δει.


Η ψαλμωδία ζύγωνε, κίνησε ο κόσμος κατά κάτω. Βγάλανε όλοι τα καπέλα τους, έβγαλε κι
αυτός το δικό του.
- Μου δίνετε, σας παρακαλώ, κύριε, ν’ ανάψω;
Άναψε τη λαμπάδα του από το διπλανό του και, για μια στιγμή, ένας κόμπος του ανέβηκε στο
λαιμό, μια λύπη για τη μάννα του, που την είχε αφήσει μονάχη της, χρονιάρα μέρα. «Ό,τι και να
κάνω εγώ, πάντα θα μετανιώνω», είπε μέσα του.
Και σταυροκοπήθηκε γιατί περνούσε το Άγιο Σώμα.
Ήταν ήσυχη η νύχτα και γλυκιά. Θερμή η ανάσα της κόλπωνε πάνω από την πολιτεία τον
έναστρο θόλο τ' ουρανού, κι ο αέρας έφερνε απαλό το μύρο από βιολέτες. Οι καμπάνες σημαίνανε
αργά.
Αργά. Με το πένθιμο τούτο εμβατήριο, ο κόσμος πορευόταν, πασχίζοντας να κρατήσει το ήρεμο
βάδισμά του, ενώ στα πλάγια κόρωνε1 κιόλας ο συνωστισμός και κάποιοι μπερδεύονταν, μπλέκανε
και τσαλαπατιόνταν. Η ψαλμωδία, μόλις ξανοίχτηκε στο ύπαιθρο, λιγοθύμησε κι έσβυσε.
Τραβήχτηκε κι ο Μαρούκης στο πεζοδρόμιο και περίμενε να περάσει το μεγάλο μπουλούκι, για ν'
ακολουθήσει κι αυτός.
Εκείνη τη στιγμή, καθώς κοίταζε αφαιρεμένος την πόρτα της εκκλησίας, βλέπει να βγαίνει,
πιασμένη μπράτσο με κάποιαν άλλη, τη γαλανή κοπελίτσα με τα ξανθά μαλλιά. Την είδε,
σιγοπερπάτητη να προχωρεί, ισκιώνοντας τη φλόγα της λαμπάδας της με τόνα χέρι, ενώ η λάμψη
της γέμιζε φως το πρόσωπο. Τα μάτια της, έτσι, φαίνονταν απίστευτα διάφανα. Το χεράκι που
φύλαγε τη φλόγα ήτανε μικρούλι, κουκλίστικο. Κι ολάκερο το κορμί, το μικροκαμωμένο κι ελαφρό,
είχε μιαν αγγελική χάρη.
Αναδεύτηκε, σηκώθηκε στα νύχια να την ιδεί και κίνησε κατά κείθε. Ο κόσμος τον εμπόδιζε,
κρουνέλιαζε2 αργά κάτω, κι αυτός πάσχιζε να κόψει το ρέμα του λοξά. Έσπρωχνε βιαστικός, τ’ αυτί
του έπιασε κάποιες θυμωμένες μουρμούρες, ωστόσο προχώρησε, αδιαφορώντας για όλα. Στην
πρώτη γωνιά, έφτασε κοντά της.
Πήγαινε τώρα μπροστά του, ακουμπισμένη στο μπράτσο της φιλενάδας της, και το πένθιμο αυτό
βήμα φαίνεται πως δεν της ταίριαζε, γιατί πότε άνοιγε τα ποδαράκια της σε βήματα υπερβολικά
μεγάλα, και πότε τα στένευε σε πολύ-πολύ μικρά. Βάδιζε άρρυθμα, κοντοστέκοντας κάθε τόσο, με
μιαν αδεξιότητα μικρού παιδιού. Η φιλενάδα, ψηλή και μελαχρινή, με χοντρά χείλη αράπικα,
έσκυβε και όλο κάτι της έλεγε στ’ αυτί γελώντας.
Τις ακολουθούσε κατά βήμα κι ήταν ευτυχισμένος. Το χεράκι ανέβαινε συχνά μπροστά στο κερί
και προφύλαγε τη φλόγα. Έτσι φωτισμένο άπλετα, φανέρωνε τις πιο μικρές του γραμμούλες, τη
χουφτίτσα με τις ζάρες της, τις ρογούλες που καμπουρώνονταν απαλά. Ήταν ένας κόμπος σάρκινος
μέσα στην απίθανη εκείνη αγγελική οπτασία. Κάπου-κάπου ακουγότανε και το γέλιο της, πνιχτό.
Τότε οι μικροί ώμοι, οι σκεπασμένοι μ' ένα ζακετάκι πράσινο πλεχτό, χοροπηδούσαν.
Στάθηκαν οι παπάδες και διάβασαν στο σταυροδρόμι. Στο μεταξύ ο κόσμος περίμενε, κι ο
Γιάννης, με τρόπο, λόξεψε κι ήρθε από δίπλα. Της ήτανε βέβαια ολότελα άγνωστος, όμως μια
ξαφνική επιθυμία τον είχε πιάσει τώρα να νιώσει πως, έστω και για μια στιγμούλα, τον κοιτάζει.
Ήθελε τα μάτια της, ας ήταν και σε μιαν αστραπή, ν' αντικαθρεφτίσουν το είδωλό του.

1937
1
αυξανόταν
2
τρέχω σαν από μεγάλη βρύση (>κρουνός)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α1. Να προσδιορίσετε τα βασικά πρόσωπα του αποσπάσματος. (9 μονάδες)
α.2. Στο απόσπασμα γίνεται αναφορά σε θρησκευτική εορτή της Μεγάλης Εβδομάδας. Να την
αναγνωρίσετε τεκμηριώνοντας την απάντησή σας με τέσσερα (4) παραδείγματα από το κείμενο.
(16 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
β
β1. Η νεαρή κοπέλα περιγράφεται στο κείμενο με υποκοριστικά. Να καταγράψετε πέντε (5) από
αυτά. (15 μονάδες) Πώς συνδέονται, κατά τη γνώμη σας, με τον τρόπο που τη βλέπει ο ήρωας; (10
μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

You might also like