Professional Documents
Culture Documents
Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 1.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 2.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
αἴρομαι = υψώνομαι.
αἴρω τεῖχος = υψώνω τείχος× αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοία×
αἴρω ταῖς ναυσὶ= αποπλέω× αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώ.
αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο (τον
πόλεμο).
αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι, μαθαίνω.
αἰσχρός = επονείδιστος.
αἰσχύνη = ντροπή.
αἰσχύνω = ασχημίζω, ντροπιάζω.
αἰσχύνομαι = ντρέπομαι, σέβομαι.
αἰτέω-ῶ & αἰτοῦμαι = ζητώ, παρακαλώ.
αἰτία = αιτία, αφορμή, κατηγορία× αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω) =
κατηγορούμαι× ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώ× ἀπολύω τινά τῆς
αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία.
αἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ.
αἰών = ζωή, αιώνας× ὁ σύμπας αἰών = αιωνιότητα.
ἀκμάζω = είμαι ακμαίος× ὁ σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμος.
ἀκμή = ακμή, αιχμή.
ἀκολασία = ασωτία.
ἀκούω = ακούω× εὖ ἀκούω = επαινούμαι× κακῶς ἀκούω =
κακολογούμαι.
ἄκρα = ακρωτήριο.
ἀκραιφνής (< ἀκεραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής, ολόκληρος.
ἀκρασία = ακολασία, ακράτεια.
ἀκρατής = αχαλίνωτος, ο μη εγκρατής.
ἀκρισία = σύγχυση.
ἄκριτος = συγκεχυμένος.
ἀκροάομαι-ῶμαι = ακούω.
ἄκρον = κορυφή, ακρωτήριο.
ἄκων = χωρίς τη θέληση.
ἀλγέω-ῶ = πονώ, θλίβομαι.
ἀλγηδών = πόνος, θλίψη.
ἄλγος = πόνος, θλίψη.
ἀλήτης = περιπλανώμενος.
ἀλίσκομαι = κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, καταδικάζομαι.
ἀλκιμος = ρωμαλέος, ανδρείος.
ἀλλάτω = αλλάζω, μεταβάλλω, ανταλλάσσω.
ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού.
ἀλλαχόθεν = από αλλού.
ἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέρος.
olgapal@otenet.gr 3.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 4.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 5.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 6.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 7.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 8.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
ἄσιτος = νηστικός.
ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση.
ἀσταθής = αβέβαιος, ασταθής.
ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις.
ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο.
ἀταξία = ακαταστασία, απειθαρχία.
ἀτιμάζω = δεν τιμώ, βρίζω, προσβάλλω.
ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα.
ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα.
ἀτραπός = οδός, μονοπάτι.
ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω, νικιέμαι.
αὐθάδεια = θράσος.
αὐθάδης = θρασύς.
αὖθις = πάλι, πίσω, στο μέλλον.
αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου.
αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία.
αὐτόματος = αυτόματα, αυθόρμητα× αὐτόματος θάνατος = ο
φυσικός θάνατος.
αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία.
αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος.
αὐτόχθων-ονος = γηγενής, ντόπιος.
ἀφαιρέω-ω & ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ.
ἀφανής = αόρατος, άσημος, σκοτεινός.
ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ, εξηγώ.
ἀφίημι = αφήνω, ελευθερώνω, αθωώνω.
ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω, έρχομαι.
ἀφίστημι = απομακρύνω, εμποδίζω.
ἀφίσταμαι = απέχω, αποφεύγω, αποστατώ, επαναστατώ.
ἀφροσύνη = απερισκεψία.
ἄφρων-ονος = ανόητος, παράφρων.
ἀχαριστία = αγνωμοσύνη.
ἄχθομαι = αγανακτώ, στενοχωρούμαι.
ἄχθος = βάρος, λύπη.
olgapal@otenet.gr 9.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 10.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
τά γνωσθέντα = οι αποφάσεις.
γνώμη = σκέψη, κρίση.
προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή× ἀποφαίνομαι
γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου× τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι =
έχοντας τέτοιες αντιλήψεις× ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω
πάντα στην ίδια γνώμη×
τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου
μου× γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω× ἀπάγω τήν γνώμην =
απομακρύνω τη σκέψη.
γράφω νόμον = συντάσσω νόμο.
γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο.
γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως.
ὁ γραψάμενος = ο κατήγορος.
γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή.
olgapal@otenet.gr 11.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
δηόω-ῶ = λεηλατώ.
διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας.
διαβολή = συκοφαντία.
διαγίγνομαι = ζω.
διαγιγνώσκω = διαχωρίζω, εκφέρω γνώμη, αποφασίζω, διακρίνω.
διάγω = ζω τη ζωή μου, διαρκώς κάνω κάτι, ζω.
διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι, μάχομαι, τελειώνω τον αγώνα.
διάδηλος = ολοφάνερος.
δίαιτα = ζωή, τρόπος ζωής.
διαιτησία = λύση διαφοράς.
διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος.
διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω.
διαλέγω = εκλέγομαι× διαλέγομαι = συζητώ, μιλώ, συνεννοούμαι.
διαλείπω = απέχω, μεσολαβώ× οὐ διαλείπω + Κατηγ. μ.τ.χ. =
διαρκώς.
διαλείπω + μ.τ.χ. = παύω να…
διαλλαγή = συμφιλίωση, συμφιλιωτική προσπάθεια.
διαλλάττω = συμφιλιώνω.
διανέμω = μοιράζω.
διάνοια = νους, πνεύμα, σκοπός, γνώμη.
χρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματα.
διαπλέω = (διά μέσου) πλέω.
διάπλους = διάπλευση, ταξίδι, πορθμός.
διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι, πετυχαίνω, κατορθώνω,
αποπερατώνω.
διαπυνθάνομαι = ρωτώ, ζητώ να μάθω.
διαρρήδην = ρητά, σαφώς.
διασκεδάννυμι = διασκορπίζω.
διατίθημι = τακτοποιώ, διαθέτω.
διαφέρω = διαφέρω, υπερέχω, υπερισχύω.
διαφθείρω = καταστρέφω, φονεύω.
δίγλωττος = διερμηνέας, δόλιος.
δίδωμι = δίνω, παρέχω× δίδωμί τινι + απρμφ. = αξιώνω κάποιον να×
δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι.
διεκπλέω = διαπλέω, διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου
της.
Διέκπλους = ο πλους δια μέσου, διάσπαση εχθρικής γραμμής.
διέξειμι & διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς, εκθέτω× ὁ τόν
λόγον διεξιών = ο ομιλητής.
διέχω = απέχω, αποχωρίζομαι.
olgapal@otenet.gr 12.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 13.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 14.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 15.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 16.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 17.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 18.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 19.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 20.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
ἥβη = νεότητα.
ἡγεμονία = αρχηγία, αρχή, κυριαρχία.
ἡγεμών = αρχηγός, οδηγός.
ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι, οδηγώ, είμαι αρχηγός, θεωρώ, νομίζω,
πιστεύω× περί πολλοῦ (πλείονος, πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω
μεγάλη (μεγαλύτερη, μεγίστη) σημασία σε κάτι.
ἥδομαι = ευχαριστούμαι.
ἡδονή = ευχαρίστηση, τέρψη.
ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή, απολαύσεις.
ἡδύς = γλυκός.
ἡδέως = με ευχαρίστηση.
ἥκιστα = καθόλου.
ἥκω = έχω έλθει, έχω καταντήσει.
ἡλικιώτης & ἧλιξ= συνομήλικος.
ἡλίκος = πόσο μεγάλος, πόσο μικρός.
ἡμέτερος = δικός μας.
ἠμί = λέγω× ἦν δ’ ἐγώ = είπα εγώ× ἦ δ’ ὅς = είπε αυτός.
ἤπειρος = στεριά.
Ἤπειρος = η Ασία.
ἡσυχία = ησυχία× ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω.
ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος, νικιέμαι, υστερώ.
olgapal@otenet.gr 21.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω.
ἴδιος = δικός μου, ιδιωτικός, προσωπικός, ατομικός.
τά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσεις.
ἰδίᾳ = ιδιαίτερα, προσωπικά.
ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης.
χώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγου.
ἱδρύω = ιδρύω, κτίζω× ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια.
ἱερός = ιερός, αφιερωμένος× γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν
ευνοϊκές.
ἵημι = ρίχνω, εκπέμπω× ἵεμαι = ορμώ.
ἱκετεύω = παρακαλώ.
ἱκέτης = ικέτης.
ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι.
ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία.
ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου.
ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος.
ἵστημι = στήνω, διεγείρω× ἵσταμαι = στέκομαι, κείμαι.
ἰσχύς = δύναμη.
ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός.
olgapal@otenet.gr 22.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 23.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
κατάδηλος = ολοφάνερος.
καταδουλόω-ῶ & καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω.
καταισχύνω = ντροπιάζω.
καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή.
καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο, στρατολογώ, καταριθμώ,
εκθέτω κατά τάξη.
καταλείπω = κληροδοτώ, αφήνω πίσω, εγκαταλείπω, παραδίδω.
καταλλαγή = ανταλλαγή, συμφιλίωση.
καταλλάσσω = συμφιλιώνω.
κατάλυσις = διάλυση, κατάργηση.
καταλύω = λύνω, καταβάλλω, καταργώ.
καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία.
καταπλέω = προσορμίζομαι.
κατάπληξις = έκπληξη, φόβος.
καταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιον.
καταπλήσσομαι = φοβάμαι.
κατάπλους = κατάπλους σε λιμάνι.
κατασήπομαι = σαπίζω.
κατατρίβω = αφανίζω, καταστρέφω.
καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ, περηφανεύομαι.
καταψηφίζομαι = καταδικάζω.
κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ, διατυπώνω κατηγορίες.
κατοικέω-ῶ = κατοικώ.
κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους.
κατοικτείρω & κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ.
κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ.
καῦμα = καύσωνας.
καῦσις = καύση, καυτηρίαση.
κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος, έχω ταφεί.
κελεύω = διατάζω, προτρέπω, συμβουλεύω, παρακαλώ.
κενός = αδειανός, στερημένος.
κεράννυμι = αναμειγνύω, συνδυάζω.
κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως, πτέρυγα, σάλπιγγα.
κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη.
κερδαλέος = επικερδής.
κηδεστής = συγγενής, γαμβρός.
κηδεστία = συγγένεια.
κήδομαι = φροντίζω.
κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο.
ὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενος.
olgapal@otenet.gr 24.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 25.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ.
μακρηγορία = μακρολογία.
μάλα – μαλλον - μάλιστα = πολύ, περισσότερο, πάρα πολύ.
μανία = παραφροσύνη, μανία.
μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω, καταθέτω.
μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες.
μάτην = μάταια, άσκοπα, απερίσκεπτα.
μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη× μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενος.
olgapal@otenet.gr 26.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 27.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 28.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
ξενηλασία = απέλαση.
ξενία = φιλοξενία.
ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα.
ξένιος = φιλόξενος× ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων.
ξένια = δώρα φιλοξενίας.
ξένος = φιλοξενούμενος, ξένος, φίλος.
olgapal@otenet.gr 29.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 30.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 31.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 32.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 33.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 34.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
πρόσοικος = γειτονικός.
προσπίπτω = πέφτω επάνω σε…, προσκρούω, επέρχομαι
ξαφνικά.
προσπλέω = πλησιάζω, πλέω προς, πλέω εναντίον.
πρόσφορος = χρήσιμος, ωφέλιμος, κατάλληλος, πρέπων.
πρότερος = πιο μπροστά, προηγούμενος.
προὔργου (< πρό + ἔργου) = χρήσιμος, ωφέλιμος× μηδέν
προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει.
πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ×
πρύμναν λύω = αποπλέω.
πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω, πληροφορούμαι, ακούω.
πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα.
olgapal@otenet.gr 35.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 36.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
τακτός = καθορισμένος.
τάττω = τακτοποιώ, παρατάσσω.
τείχισμα = οχύρωμα.
τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους.
τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους.
τελευτάω-ῶ = τελειώνω, καταλήγω× τελευτῶ (τόν βίον) =
πεθαίνω× τελευτῶν (επιρ.) = τελικά.
τελευτή = θάνατος, τέλος.
τελέω-ῶ = εκτελώ, πληρώνω.
τέλος = αποτέλεσμα, τέλος, σκοπός, πληρωμή, φόρος× οἱ ἐν
τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος, τά τέλη, τά οἴκοι τέλη)
= οι άρχοντες (στην πατρίδα).
τέμνω = κόβω, διαιρώ, χωρίζω× τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν)
= καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα).
τίθημι = τοποθετώ, θέτω, κατατάσσω× τίθημι ἀγῶνα =
προκηρύσσω, διοργανώνω αγώνα× τίθημι νόμον = εισάγω,
olgapal@otenet.gr 37.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 38.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
ὔστατος = τελευταίος.
ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα.
ὕστερος = επόμενος, μεταγενέστερος, κατώτερος.
ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω, δείχνω το δρόμο.
ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω.
ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι, υπόσχομαι.
olgapal@otenet.gr 39.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
olgapal@otenet.gr 40.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
ψέγω = κατηγορώ.
ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας.
ψεύδω = διαψεύδω, απατώ.
Ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω, απατώμαι σε κάτι.
ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μου.
ψηφίζω = ψηφίζω.
ψηφίζομαι = ψηφίζω, αποφασίζω, εγκρίνω.
ψήφισμα = απόφαση, ψήφισμα.
τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω, εκδίδω απόφαση× ψῆφον
ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία.
ψιλός = γυμνός, ακάλυπτος, άδενδρος.
ψῦχος = ψύχος, χειμώνας.
olgapal@otenet.gr 41.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
ὠμότης = σκληρότητα.
ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω.
ὠνή = αγορά.
ὠνητός = αγοραστός.
ὡρα = ώρα, εποχή, κατάλληλος χρόνος.
ὧραι = εποχές του έτους.
ὠφελέω-ῶ = βοηθώ, ωφελώ.
ὠφέλιμος = ωφέλιμος, χρήσιμος.
ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Α. ἀγγέλλω, ἀγορεύω, ἄγω, αἰνῶ, αἴρω, αἱρῶ, αἰσθάνομαι,
αἰσχύνω, αἰτῶ, αἰτιῶμαι, ἀκούω, ἁλίσκομαι, ἀλλάττω, ἁμαρτάνω,
ἀξιῶ, ἄρχω.
Ζ. ζητῶ, ζῶ.
Η. ἡγοῦμαι, ἡττῶμαι.
Θ. θνῄσκω, θύω.
olgapal@otenet.gr 42.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού
Ρ. ῥίπτω.
Ψ. ψεύδομαι, ψηφίζω.
Ω. ὠφελῶ.
olgapal@otenet.gr 43.