You are on page 1of 20

ΜΠΥΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥ


ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ ΚΡΗΝΙΔΕΣ ΚΑΒΑΛΑΣ: ΟΙ
ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ

Η ιστορία της Καππαδοκίας

ΚΡΗΝΙΔΕΣ 2012-2013
1
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ ΚΡΗΝΙΔΕΣ ΚΑΒΑΛΑΣ: ΟΙ
ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ

Η ιστορία της Καππαδοκίας

2
Μέλη Ομάδας Υποθέματος Ερευνητικής Εργασίας:
1. Θεοδωρίδης Γεώργιος
2. Κουτουσάκη Παρασκευή
3. Μπύρου Μαρία
4. Συμεωνίδου Ανατολή
5. Τσομπανάκης Γεώργιος

Εποπτεία:
Γκούμα Όλγα

3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος...............................................................................................5

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

1. Καταγραφή του προσφυγικού ελληνισμού των Κρηνίδων .........................6

2. Γενικά στοιχεία για τα προσφυγικά φύλλα στις Κρηνίδες...........................7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

1.Γενικά στοιχεία για την Καππαδοκία.......................................................11

2.Ετυμολογία της λέξης..........................................................................11

3. Γεωγραφία της περιοχής.....................................................................12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

1.Η γεωμορφολογία της Καππαδοκίας γενικότερα.......................................14

2. Τα κυριότερα αξιοθέατα της Καππαδοκίας..............................................14

Επίλογος..............................................................................................18

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ......................................................................................19

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

4
Το μάθημα της Ερευνητικής Εργασίας(Project) μιας ομάδας μαθητών της Β'
Λυκείου, είχε ως θέμα του την Πολιτισμική Χαρτογράφηση του Προσφυγικού
Ελληνισμού των Κρηνίδων Καβάλας με ιδιαίτερη αναφορά στους Καππαδόκες.

Η Α' Ομάδα η οποία αποτελείται από τους μαθητές Θεοδωρίδη Γεώργιο,


Κουτουσάκη Παρασκευή, Μπύρου Μαρία, Συμεωνίδου Ανατολή και Γεώργιο
Τσομπανάκη μελέτησε και συνέλεξε στοιχεία σχετικά με την ιστορία της
Καππαδοκίας από τις απαρχές της μέχρι και την επικράτηση των Σελτζούκων.
Πιο συγκεκριμένα η ομάδα είχε αναλάβει να συλλέξει πληροφορίες για την
ετυμολογία της λέξης Καππαδοκία, τη γεωγραφία της περιοχής, τα ιστορικά
στοιχεία της καθώς και για τα ιδιαίτερα γεωλογικά της χαρακτηριστικά.

Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ήταν κυρίως η άντληση πληροφοριών από το


διαδίκτυο, από την προτεινόμενη με το θέμα βιβλιογραφία,από συνεντεύξεις
κατοίκων της περιοχής, καθώς και από τις εισηγήσεις των εποπτευόντων
καθηγητών.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
5
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΚΡΗΝΙΔΩΝ
Αρχικά πρέπει να επισημανθεί ότι οι Κρηνίδες είναι προσφυγικό χωριό,
επομένως δεν έχει ντόπιους. Ωστόσο υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι
αυτοαποκαλούνται ντόπιοι. Αυτοί είναι κυρίως Σαρακατσάνοι ή και Βλάχοι στην
καταγωγή, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σαν μειονότητες στο χωριό κατά τις
εσωτερικές τους μεταναστεύσεις .
ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ:
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΣΥΧΝΟΤΕΡΗ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΥΧΝΟΤΕΡΑ
ΟΜΑΔΑ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΕΠΙΘΕΤΑ
(περίπου)
Πόντιοι Σαμψούντα, 400 Τα περισσότερα σε
Τραπεζούντα -ίδης.
Νιτερλήδες Πόντος 70 Σιμεωνίδης,
Αυγητίδης,
Πασχαλίδης
Γαρασαριώτες Νικόπολη 50 Τοπάλογλου,
Ζαχαριάδης,
Καρκαϊτίδης
Παφραίοι Πόντος 100 Μήτσογλου,
Σεφέρογλου,
Παφραίας,
Καρασακαλίδης
Καππαδόκες Καππαδοκία 150 Καραμανλής,
Καραβελίδης,
Μωυσιάδης
Θρακιώτες Ραιδεστός 80 Μαυράκης,
Σφακιανάκης,
Ρεβίδης, Παγκάκης
Σαρακατσάνοι - 50 Τσάκαλος,
Κούτρας
Βλάχοι - 30 Γιαννάκης
Σημείωση: Συχνά στην περιοχή των Κρηνίδων ακούγονται επίθετα σε -άκης.
Αυτά τα επίθετα δεν είναι κρητικά, αλλά θρακιώτικα. Η εξήγηση του φαινομένου
αυτού είναι εφικτή από τις ακόλουθες μαρτυρίες:
1η Μαρτυρία(ισχύει κυρίως για τους κατοίκους της Λυδίας): "Πολλοί Θρακιώτες
ήρθαν από την Κρήτη και γι' αυτό τα επίθετα τους τελειώνουν σε -άκης”
2η Μαρτυρία(ισχύει γι' αυτούς που κατάγονται κυρίως απ' τη Ραιδεστό): “Όταν
έφτασαν οι Θράκες στο χωριό, ο τότε γραφέας της περιοχής, κρητικός στη
καταγωγή, επειδή τα θρακιώτικα ονόματα του φαίνονταν περίεργα, τα
κατέγραψε σε -άκης για να του είναι οικεία.”
Τα στοιχεία του πίνακα γράφτηκαν σχετικά με μαρτυρίες και πληροφορίες που δόθηκαν από
ηλικιωμένους της περιοχής.

6
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΦΥΛΛΑ ΣΤΙΣ
ΚΡΗΝΙΔΕΣ

ΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΦΥΛΑ:
1. Πόντιοι
2. Παφραίοι
3. Θρακιώτες
4. Σαρακατσάνοι
5. Βλάχοι

1. Πόντιοι:

Ονομάζονται οι Έλληνες που κατάγονται από την περιοχή του Πόντου δηλαδή
τα νότια παράλια της Μαύρης θάλασσας (Εύξεινος Πόντος), στη σημερινή
βορειοανατολική Τουρκία. Η παρουσία Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου
ανάγεται από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους, οπότε η
πλειονότητά τους (οι χριστιανοί Πόντιοι) μεταφέρθηκε στην Ελλάδα με την
ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή του
1922.
Η ιστορία του Ελληνισμού στον Πόντο έχει ως επίσημη αφετηρία την ίδρυση
της Σινώπης στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας από ναυτικούς περίπου το
800 π.Χ. Από τη Σινώπη ερευνητές ίδρυσαν άλλες πόλεις. Η κυριότερη αυτών
των πόλεων ήταν η Τραπεζούντα το 783 π.Χ. Οι Έλληνες του Πόντου
αναφέρονται από αρκετούς αρχαίους συγγραφείς. Από τον Πόντο καταγόταν ο
αρχαίος αστρονόμος Ηρακλείδης ο Ποντικός καθώς και ο ιστορικός και
γεωγράφος Στράβων.
Το διάστημα μετά από την οθωμανική κατάκτηση (κυρίως ο 18ος και ο 19ος
αιώνας) χαρακτηρίζεται από μεταναστευτικά ρεύματα στη νότια Ρωσία και
στον Καύκασο, όπου δημιουργούνται μεγάλες ποντιακές κοινότητες. Στο έργο
του “Αποσπάσματα από την Ανατολή” (1845) ο Γιάκομπ Φίλιπ
Φαλμεράυερ περιγράφει τις επαφές του με χριστιανούς ελληνόφωνους
Ποντίους, που συναντά ταξιδεύοντας τον Εύξεινο Πόντο. Τους χαρακτηρίζει ως
7
«Βυζαντινούς Έλληνες» και την γλώσσα τους ως «ελληνικά της Ματσούκας».
Τους περιγράφει ως ελληνόφωνους που προσκυνούν την Παναγία Σουμελά.
Για την καταγωγή των σημερινών Ποντίων που ζουν στην Ελλάδα γίνονται
ακόμα και σήμερα πολλές συζητήσεις. Η επικρατέστερη άποψη στην Ελλάδα
είναι πως πρόκειται για απογόνους εκείνων των αρχαίων Ποντίων Ελλήνων που
έζησαν κάποτε στην περιοχή, φυσικά με τις αναπόφευκτες επιρροές
από Λαζούς, Γεωργιανούς, Αρμενίους και άλλους γειτονικούς λαούς.

2. Παφραίοι:

Η Πάφρα είναι πόλη του Δυτικού Πόντου, η «Αλύα» των αρχαίων και
«Γαζηλών» κατά το Στράβωνα. Βρίσκεται μεταξύ της Σινώπης και Αμισού.
Επίνειο της είναι το Κουμτσουγκάζ της Μαύρης θάλασσας, το αρχαίο
«Κωνώπειον» του Αρριανού. Στην Πάφρα υπήρχαν ελληνόφωνοι αλλά και
τουρκόφωνοι. Οι Παφραίοι διατήρησαν τα ελληνικά σχολεία και μάλιστα πολλοί
διατήρησαν τη γραφή των τούρκικων λέξεων με τους ελληνικούς χαρακτήρες.
Η επαρχία της Πάφρας, είχε την πόλη της Πάφρας, 116 χωριά αμιγώς ελληνικά,
1 επισκοπική εκκλησία, 107 ναούς, 1 μονή (Παναγία η Μάγαρα), 1 ημιγυμνάσιο,
80 σχολεία αρρένων, 17 σχολεία θηλέων, 2 νηπιαγωγεία και 4.500 μαθητές, 2
αδελφότητες, 3 συλλόγους, 1 αναγνωστήριο, 1 θέατρο 400 θέσεων. Τη μαύρη
περίοδο 1914-1922 σκοτώθηκαν ή εξοντώθηκαν περισσότεροι από 30.000
Παφραίοι. Η ξυλεία ήταν από τα σημαντικά εξαγωγικά προϊόντα της περιοχής. Η
Πάφρα, εμπορικό κέντρο για τα εκατό και πλέον χωριά της περιοχής της,
παρήγαγε επίσης αρκετά μεγάλες ποσότητες μαύρου χαβιαριού και, βέβαια, τα
περίφημα καπνά που έφεραν το όνομά της. Οι περισσότεροι Παφραίοι έπειτα
από την εξοντωτική πορεία στην Ανατολία, εγκαταστάθηκαν σε οικισμούς της
8
Βορείου Ελλάδος, με κυριότερο τη Νέα Πάφρα Σερρών, διατηρώντας άσβηστες
τις παραδόσεις της μαρτυρικής πατρίδας τους.

3. Θρακιώτες

Η Θράκη είναι μια ιστορική και γεωγραφική περιοχή των Βαλκανίων στη
νοτιοανατολική Ευρώπη. Σήμερα το όνομα Θράκη υποδηλώνει μια περιοχή που
εκτείνεται στη νότια Βουλγαρία (βόρεια Θράκη), τη βορειοανατολική Ελλάδα
(δυτική Θράκη), και την ευρωπαϊκή Τουρκία (Ανατολική Θράκη). Σύνορα της
Θράκης σε τρεις θάλασσες: η Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και η Προποντίδα.
Στην Τουρκία, καλείται επίσης Ρούμελη.
Τα ιστορικά όρια της Θράκης ποικίλουν. Η αρχαία Θράκη (δηλ. το έδαφος όπου
ζούσαν οι θρακικές φυλές) συμπεριελάμβανε την σημερινή Βουλγαρία, την
ευρωπαϊκή Τουρκία, τη βορειοανατολική Ελλάδα και τμήματα της
ανατολικής Σερβίας και της ΠΓΔΜ. Τα όριά της ήταν μεταξύ του ποταμού
Δούναβη στο Βορρά και του Αιγαίου στο νότο, στην ανατολή η Μαύρη Θάλασσα
και η Προποντίδα (Θάλασσα του Μαρμαρά) και στη δύση οι ποταμοί Αξιός και
Μοράβας. Η ρωμαϊκή επαρχία της Θράκης ήταν κάπως μικρότερη, έχοντας τα
ίδια ανατολικά και νότια θαλάσσια όρια, και σύνορα στο Βορρά ως το
όρος Αίμος. Η ρωμαϊκή επαρχία επεκτείνονταν στα δυτικά μέχρι τον
ποταμό Νέστο.

4. Σαρακατσάνοι

Οι Σαρακατσάνοι, γνωστοί και


ως Καρακατσάνοι ή Σαρακατσαναίοι,
είναι ελληνική νομαδική φυλή που βρίσκεται
διασκορπισμένη σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα.
Σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των Σαρακατσάνων
έχει εγκαταλείψει το νομαδικό βίο και ζει μόνιμα στα
χωριά όπου ασχολείται με την κτηνοτροφία, ενώ οι
απόγονοί τους έχουν εγκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό στα

9
μεγάλα αστικά κέντρα. Μικρός αριθμός Σαρακατσάνων βρίσκεται επίσης
στη Βουλγαρία και την ΠΓΔΜ.
Ως προς την ονομασία των Σαρακατσάνων υπάρχουν διάφορες θεωρίες.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη από αυτές, το
όνομα Σαρακατσάνος έχει τουρκική προέλευση και είναι σύνθετη λέξη
αποτελούμενη από το kara (καρά) που σημαίνει «μαύρος, μαυροντυμένος» και
το kacan (κατσάν) που σημαίνει «φυγάς, ανυπότακτος». Έτσι από
το Karakacan (Καρακατσάν) προήλθε με παραφθορά η λέξη Σαρακατσάνος. Ο
λόγος για την ονομασία αυτή είναι ότι οι Σαρακατσάνοι μετά την Άλωση της
Κωνσταντινούπολης φορούσαν μαύρη ενδυμασία ως ένδειξη πένθους, ενώ
έσφαζαν τα λευκά πρόβατα και κρατούσαν μόνο τα μαύρα. Επίσης κατέφυγαν
ως κλέφτες στα βουνά ώστε να μην υποταχθούν στον κατακτητή και να τον
πολεμούν από εκεί. Έτσι οι Τούρκοι τους προσέδωσαν την
ονομασία Καρακατσάν, δηλαδή «μαύρος φυγάς». Οι ίδιοι οι Σαρακατσάνοι
άρχισαν να χρησιμοποιούν αυτό το όνομα μετά το 1812, το οποίο είναι σχετικά
νέο, προσδιορίζοντας έναν λαό που προϋπήρχε του ονόματος.

5. Βλάχοι

Στην Ελλάδα η λέξη Βλάχος (με κεφαλαίο Β) χρησιμοποιείται για να


προσδιορίσει τους ομιλούντες την Βλάχικη γλώσσα (Αρμάνοι) ή τους ομιλούντες
την Βλαχομογλενίτικη. Με την υποχώρηση της γλώσσας που παρατηρήθηκε τις
τελευταίες δεκαετίες, η λέξη αναφέρεται πλέον και σε όσους προέρχονται από
βλαχόφωνες οικογένειες χωρίς απαραίτητα να γνωρίζουν και να ομιλούν τη
βλάχικη.

Η ιστορική έρευνα δεν έχει καταλήξει σε ένα γενικώς αποδεκτό συμπέρασμα για
την προέλευση της λέξης και η έλλειψη ομοφωνίας σχετίζεται ως ένα βαθμό με
τις διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν για την καταγωγή των Βλάχων. Η
ονομασία Βλάχος είναι ασαφής με γενικό κανόνα να σημαίνει τον λατινόφωνο.

10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ

Η Καππαδοκία (Τουρκικά Kapadokya), αρχαία ελληνική λέξη που προέρχεται


από το Περσικό: Κατπατούκα που σημαίνει "η χώρα των όμορφων αλόγων",
είναι μία από τις μεγαλύτερες περιοχές της ανατολικής Μικράς Ασίας. Σήμερα το
έδαφός της ανήκει σε πέντε τουρκικές επαρχίες: Καισάρειας, Νίγδης, Κιρ-
Σεχίρ, Ακσαράι, Νεβσεχίρ.

Οι κάτοικοι της Καππαδοκίας λέγονται Καππαδόκες(εν. Καππαδόκης -κη (καθ.


Καππαδόκης -ου, αλλά και Καππάδοξ -κος).

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ

Η προέλευση της ονομασίας «Καππαδοκία», που μαρτυρείται για πρώτη φορά


από τον Ηρόδοτο, αποδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς είτε σε έναν
ομώνυμο Πέρση, στον οποίο εκχωρήθηκε η περιοχή αυτή ως ανταμοιβή επειδή
έσωσε τον Πέρση βασιλιά από ένα λιοντάρι, είτε στον Ασσύριο ήρωα
Καππάδοκο, το γιο του Νινύου, ή, τέλος, στον ποταμό Καππάδοκο. Σύμφωνα με
τους νεότερους ερευνητές αποτελεί τη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα του
πιθανότατα μη περσικού τοπωνυμίου “Katpatuka”, που σημαίνει «η χώρα των
ωραίων αλόγων», και το οποίο με τη σειρά του συνιστά πιθανόν επιβίωση της
χεττιτικής ονομασίας “Kizzuwatna”. Παρ' όλα αυτά επικρατεί και μία άλλη άποψη

11
περί της προέλευσης του ονόματος της λέξης Καππαδοκίας. Η ονομασία, λοιπόν,
σύμφωνα με μερικούς προέρχεται απ' τον Ασσύριο βασιλιά Καππαδόξ.

Οι αρχαίες πηγές μνημονεύουν την περιοχή και ως «Ασσυρία», «Λευκοσυρία»,


«Λευκοσυριακή», οι δε κάτοικοι της εκτός από «Καππαδόκες» καλούνταν και
«Σύριοι», «Ασσύριοι» και «Λευκοσύροι», εθνικά που συνδέονται με την
ασσυριακή κυριαρχία στην περιοχή αυτή, αφού «Σύριους» αποκαλούσαν οι
Έλληνες τους Ασσύριους. Αντίθετα, η ονομασία «Συρία» δεν χρησιμοποιούνταν
ποτέ για την περιοχή αυτή αλλά μόνο για την παλαιστινιακή Συρία. Ειδικά όσον
αφορά την ονομασία «Λευκοσύροι», οι αρχαίοι συγγραφείς απέδιδαν το πρώτο
συνθετικό της στο χρώμα της επιδερμίδας του λαού αυτού, που ήταν
ανοιχτότερο από εκείνο των κατοίκων της νότιας Συρίας. Την ερμηνεία αυτή
δέχεται μόνο μια μερίδα των νεότερων μελετητών, ενώ άλλοι τη θεωρούν ως
λαϊκή ετυμολογία των αρχαίων Ελλήνων που μετέγραψαν στην ελληνική το
θέμα “Lukki-” ή “Lyko” μερικών μικρασιατικών ονομάτων ως «Λευκο-». Τέλος, η
αρμενική ονομασία “Gamirk” της Καππαδοκίας συνδέεται με επιδρομές των
Κιμμερίων στη χώρα αυτή.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

Ο γεωγράφος Στράβων, στον οποίο ανήκει η πληρέστερη σωζόμενη περιγραφή


της περιοχής, παραλληλίζει την Καππαδοκία με τον ισθμό μιας μεγάλης
χερσονήσου, της Μικράς Ασίας, ο οποίος ορίζεται από τον Εύξεινο Πόντο στο
βορρά και τον Ισσικό κόλπο στο νότο. Σύμφωνα με την περιγραφή του, οι
Καππαδόκες κατοικούσαν στην περιοχή που συνόρευε στα δυτικά με
την Παφλαγονία, τη Φρυγία, τη Γαλατία και τη Λυκαονία, στα ανατολικά με την
12
Κολχίδα, τη Μικρή και τη Μεγάλη Αρμενία, βόρεια με τον Εύξεινο Πόντο και
νότια με την Τραχεία Κιλικία. Τα ακριβή σύνορά της με τις γειτονικές της
περιοχές γνώρισαν πολλές μεταβολές στη διαχρονία.
Ως εκ τούτου η ονομασία Καππαδοκία δεν προσδιόριζε την ίδια γεωγραφική
περιοχή σε όλη τη διάρκεια της Αρχαιότητας ούτε οι εγκαταστάσεις των
Καππαδοκών περιορίζονταν τοπικά εντός των συνόρων της περιοχής αυτής.

Ειδικά όσον αφορά τα βορειοδυτικά όριά της γνωρίζουμε ότι σε χρόνους


προγενέστερους του 5ου αι. π.Χ. οι οικισμοί των Καππαδοκών Συρίων, όπως
αποκαλούνταν οι κάτοικοί της, εκτείνονταν και δυτικά του Άλυος ποταμού, σε
παράκτιες περιοχές που αργότερα ανήκαν στην Παφλαγονία. Τουλάχιστον από
τον 5ο αι. π.Χ. ο Άλυς αποτέλεσε το φυσικό σύνορό της προς δυσμάς, ενώ προς
ανατολάς η Καππαδοκία οριοθετούνταν πιθανόν από τον ποταμό
Θερμόδοντα. Τα νότια σύνορα της Καππαδοκίας γνώρισαν μεγάλη μεταβολή με
το πέρασμα των χρόνων. Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. έφταναν μόλις βορείως του
Άλυος, ενώ η νοτίως του Άλυος κείμενη περιοχή, όπου σε μεταγενέστερους
χρόνους οργανώθηκε το βασίλειο της Καππαδοκίας, την εποχή εκείνη ανήκε
στην Κιλικία. Μέχρι τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. πιθανότατα είχαν ενταχθεί στην
Καππαδοκία τα εδάφη νοτίως του Άλυος έως την οροσειρά του Ταύρου η οποία
αποτέλεσε στο εξής το φυσικό σύνορο της περιοχής προς νότο.

Προς δυσμάς η Καππαδοκία οριοθετούνταν από τον Άλυ, τη λίμνη Τάττα και τον
Ταύρο. Τέλος, στα ανατολικά η περιοχή του Ευφράτη πρέπει να αποτελούσε το
ανατολικό σύνορο με την Αρμενία, σύνορο το οποίο εκτεινόταν στη
γραμμή Μελιτηνή-Σεβάστεια-Θεμίσκυρα.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Καππαδοκία έφτασε στη μέγιστη έκτασή της
την περίοδο μεταξύ 5ου και 1ου αι. π.Χ. περίπου. Τον 1ο αι. π.Χ. παραδίδεται
για πρώτη φορά η ονομασία «Πόντος» για το βόρειο τμήμα της, η οποία
επικράτησε στους μεταγενέστερους χρόνους με αποτέλεσμα το βόρειο σύνορο
της Καππαδοκίας να μετατοπιστεί πολύ νοτιότερα, στις οροσειρές εκατέρωθεν
του άνω Άλυος. Έκτοτε τα σύνορα της Καππαδοκίας ταυτίστηκαν με εκείνα του
βασιλείου της Μεγάλης Καππαδοκίας. Η έκταση της περιοχής αυτής υπολογίζεται
περίπου στα 80.000 τχλμ .

13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

Η ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ

Το τμήμα της Καππαδοκίας που διατήρησε αυτή την ονομασία και μετά τον 1ο
αι. π.Χ. καταλάμβανε το κεντρικό οροπέδιο της Μικράς Ασίας σε ύψος περίπου
1.000 μ. από τη θάλασσα. Στην περιοχή αυτή δεσπόζουν ηφαιστειογενή βουνά,
με υψηλότερο το όρος Αργαίος (3.916 μ.). Η ηφαιστειογενής δράση τους σε
συνδυασμό με τη διάβρωση που επέφεραν τα στοιχεία της φύσης δημιούργησε
ιδιόμορφους κωνικούς ορεινούς όγκους. Οι μονολιθικοί αυτοί σχηματισμοί
λάβας αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα του καππαδοκικού τοπίου, ιδιαίτερα
δυτικά της Καισάρειας, γύρω από τα Κόραμα.

Το δυτικό μέρος της Καππαδοκίας είναι σχεδόν άδενδρο με πυκνή βλάστηση


καλυπτόταν μόνο το όρος Αργαίος καθώς και οι οροσειρές του Ταύρου και του
Αντίταυρου, όπου υπήρχαν και άφθονα νερά. Ο Άλυς στα ΒΔ και ο Ευφράτης
στα ανατολικά πρέπει να ήταν τα φυσικά σύνορα της περιοχής. Στην Καταονία
πήγαζαν οι ποταμοί Σάρος και Πύραμος, ο τελευταίος μάλιστα ήταν πλωτός.
Άλλοι ποταμοί της Καππαδοκίας ήταν ο Μέλας που πήγαζε στο όρος Αργαίος
κοντά στην Καισάρεια και ο Καρμάλας που διέρρεε τη Σαργαραυσηνή και την
Καταονία.

ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

1. Γκιόρεμε

Το Γκιόρεμε (Κόραμα) βρίσκεται 10 χλμ.


ανατολικά του Νεβσεχίρ (Νύσσα). Σε μικρή
απόσταση από τον σημερινό οικισμό απλώνεται
το ομώνυμο υπαίθριο μουσείο που αποτελεί
μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς. Εδώ μπορεί να συναντήσει
κάποιος τις περισσότερες και σημαντικότερες
υπόσκαφες βυζαντινές εκκλησίες της
Καππαδοκίας.
14
Κτίστηκαν μεταξύ 7ου και 13ου αι. και σε αρκετές σώζεται μεγάλο μέρος του
αγιογραφικού τους διακόσμου.

Ξεχωρίζουν η εκκλησία του Ελμαλί με τους τέσσερις κίονες και τις νωπογραφίες
από ερυθρή ώχρα, μια τεχνική που απαντάται και στα μικρότερα παρεκκλήσια
της Αγίας Βαρβάρας και του Αγίου Βασιλείου.
Ο ναός του Αγίου Ονουφρίου (Γιλανλί) στις νωπογραφίες του οποίου
διακρίνονται οι ερημίτες άγιοι της Ορθοδοξίας και η περίφημη Μαύρη ή Σκοτεινή
εκκλησιά (Καρανλίκ), που ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του ελάχιστου φωτισμού
της από έναν πολύ μικρό φεγγίτη.

Η τελευταία είναι σταυροειδής και ακριβώς λόγω του σκοταδιού της, οι


αγιογραφίες της διατήρησαν στο ακέραιο τους χρωματισμούς τους.
Στα βόρεια του Γκιόρεμε και πριν φτάσετε στην κωμόπολη Αβανός, φημισμένη
για τα κεραμικά και την ταπητουργία της, υπάρχει άλλη μια συστοιχία από
βραχόσπιτα, ναούς κι ασκηταρειά που χρησιμοποιήθηκαν από τους παλιούς
Καππαδόκες. Βρίσκεται στη θέση Ζέλβη και η πρόσβαση γίνεται οδικώς μόνο
από τη δεύτερη διακλάδωση για την κοιλάδα, καθώς η πρώτη είναι κλειστή
λόγω των συχνών καθιζήσεων.

Το Γκιόρεμε απέκτησε τουριστική υποδομή πολύ πρόσφατα κι αυτό χάρη στους


μπακπάκερ που έβρισκαν τα ξενοδοχεία στο Οργκιούπ και το Νεβσεχίρ ακριβά.
Άρχισαν λοιπόν να χτυπάνε την πόρτα και να ζητούν φιλοξενία στις αγροικίες
του Αβσιλάρ, ενός οικισμού μόλις 1,5 χλμ. από την είσοδο του υπαίθριου
μουσείου. Έτσι το χωριό σταδιακά ταυτίστηκε με το σημαντικότερο αξιοθέατο
της Καππαδοκίας και το αρχικό του όνομα ξεχάστηκε.
Το Οργκιούπ (Προκόπι) είναι μια γραφική κωμόπολη 15.000 κατοίκων που έχει
αδελφοποιηθεί με τη Λάρισα. Διαθέτει πολλά εμπορικά καταστήματα, ταβέρνες,
καφενεία, υπαίθρια παζάρια και κέντρα διασκέδασης, καθώς εδώ χτυπά η
καρδιά της τουριστικής κίνησης που αφορά στην Καππαδοκία.

Το υπαίθριο μουσείο, τώρα, του Goreme αποτελεί μνημείο παγκόσμιας


πολιτιστικής κληρονομιάς, με την καλύτερη συλλογή από ξωκλήσια και σπίτια,
τα περισσότερα από τα οποία χρονολογούνται γύρω στον 11ο αιώνα. Στον
επιβλητικό βράχο δίπλα στην είσοδο του μουσείου, βρίσκεται το περίφημο
τετραώροφο γυναικείο μοναστήρι που περιλαμβάνει στοές και εκκλησίες με
ωραίες τοιχογραφίες.

2. Βυζαντινές τοιχογραφίες
Παρά τις διαβρώσεις από τις διάφορες καιρικές συνθήκες και τους
βανδαλισμούς, πολλές από τις τοιχογραφίες αποτελούν ακόμη ένα από τα
λαμπρότερα, πολύχρωμα αξιοθέατα της περιοχής. Η μαύρη ή σκοτεινή εκκλησιά
(Karanlik Kilise), αποτελεί ένα από καλύτερα παραδείγματα: πολύχρωμοι
άγγελοι στολίζουν τους πυλώνες και τις θολωτές οροφές, μαζί με σκηνές όπως
η γέννηση του Ιησού. Η έλλειψη του φωτός στην εκκλησία, έχει συντηρήσει τις
αναπαραστάσεις αυτές, οι οποίες εξακολουθούν να φαίνονται φρέσκες και
ζωηρές μετά από μια χιλιετία.
15
3. Οι καμινάδες των νεαράιδων
Ένα ιδιαίτερα θαυμαστό δημιούργημα της φύσης που βρίσκεται στην
Καππαδοκία, είναι οι Καμινάδες των Νεραϊδών (στα τουρκικά Peribacalarύ), που
βρίσκονται ανάμεσα στις πόλεις Ουργκιούπ, Ουτσχισάρ και Αβανος, σε
απόσταση 3 χιλιομέτρων από το Goreme. Πρόκειται για περίτεχνους κωνικούς
πυργοειδείς βράχους, ύψους μέχρι και 40 μέτρων, που θυμίζουν καμινάδες με
ένα «καπέλο» από βασάλτη στην κορυφή τους.
Σχηματίστηκαν από τη διάβρωση των ηφαιστειογενών πετρωμάτων της
περιοχής, από τη βροχή και τα φυσικά φαινόμενα στη διάρκεια των αιώνων
κατά την 4η Γεωλογική Περίοδο και είναι απροστάτευτες καθώς η φθορά τους
από τα φυσικά φαινόμενα συνεχίζεται.

4. Υπόγειες πόλεις

Οι Χριστιανοί της Καππαδοκίας εκδιώχτηκαν, πρώτα από τους Ρωμαίους και στη
συνέχεια από μουσουλμανικές επιδρομές, γι’ αυτό και αναζήτησαν κρυψώνες
που θα τους προστάτευαν από τις εχθρικές δυνάμεις. Όταν άκουγαν λοιπόν τις
οπλές των αλόγων, μεταφέρονταν, μέσω των υπόσκαφων εκκλησιών, σε ένα
δίκτυο πάνω από 30 υπογείων πόλεων , οι οποίες στέγαζαν μέχρι και 10.000
άτομα η καθεμιά. Η μεγαλύτερη είναι σχεδόν δέκα επίπεδα κάτω από το
έδαφος, με στενά, λαβυρινθώδη περάσματα που συνδέουν τους ορόφους.
Στις υπόγειες πόλεις υπάρχουν επίσης στάβλοι με λαβές που χρησιμοποιούνταν
για να δένονται τα ζώα, εκκλησίες με αγίες τράπεζες και κολυμπήθρες, τοίχοι με

16
τρύπες για την κυκλοφορία του αέρα, σιταποθήκες με μυλόπετρες και κουζίνες
με φούρνους. Τα φρέατα εξαερισμού ήταν «μεταμφιεσμένα» σε πηγάδια και οι
ογκώδες πόρτες από πέτρα που έκλεινα τις στοές εισόδου, αποτελούσαν την
τελευταία λύση άμυνας.

Αν και δεν υπάρχουν πολλά καθημερινά αντικείμενα από την τότε ζωή, καθώς
οι κάτοικοι των υπογείων πόλεων τα πήραν όταν επέστρεψαν στην επιφάνεια, οι
υπόγειες πόλεις δίνουν μια αίσθηση της τότε ζωής σε σκληρές συνθήκες.

Στα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα περιλαμβάνονται χαμάμ σε σπηλιές,


λαξευμένες καμάρες στους βράχους, τοίχοι με σχέδια από ηφαιστειακό χρώμα
και πανοραμικές βεράντες που «βλέπουν» τις κοιλάδες. Θα ανακαλύψετε κι
εσείς γρήγορα ότι γνωρίζουν οι ντόπιοι εδώ και αιώνες: οι βράχοι κρατούν τα
δωμάτια δροσερά το καλοκαίρι και ζεστά το χειμώνα.

5. Οινική παράδοση

Η Καππαδοκία έχει μία από τις παλαιότερες βιομηχανίες κρασιού στον κόσμο,
που πάει πίσω περίπου 4.000 χρόνια, στους Χετταίους, οι οποίοι πρώτοι
αναγνώρισαν την αμπελουργική ποιότητα του ηφαιστειογενούς εδάφους και
έφτιαξαν κελάρια στους βράχους.

17
ΕΠΙΛΟΓΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Αν και γνωστό στους μαθητές της Β' Λυκείου, το μάθημα της Ερευνητικής
Εργασίας αποδείχτηκε ιδιαίτερα συναρπαστικό και ενδιαφέρον. Τόσο οι
πληροφορίες που βρέθηκαν στα χέρια τους για τα διάφορα πολιτισμικά φύλλα
του τόπου τους και συγκεκριμένα για τους Καππαδόκες, όσο και οι χοροί που
έγιναν σε συνδυασμό με το μάθημα προκάλεσαν το αμείωτο ενδιαφέρον τους.

Οι ερευνητικοί μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν οι εξής: αρχικά, με τη


μέθοδο της συνέντευξης, ρωτήθηκαν ηλικιωμένοι κάτοικοι της περιοχής για τα
προσφυγικά –και όχι μόνο- φύλα που κατέφυγαν στην ευρύτερη περιοχή των
Κρηνίδων Καβάλας με αφορμή τα παιχνίδια που τους έπαιξε η ιστορία και η
μοίρα. Τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων αυτών καταγράφηκαν σε αντίστοιχο
πίνακα.
Έπειτα, άντλησαν πληροφορίες από το διαδίκτυο συνδυάζοντας το υλικό που
βρήκαν στις ανεπίσημες συνεντεύξεις τους με ότι η επιπλέον πληροφοριακό
υλικό η σύγχρονη τεχνολογία τους πρόσφερε.
Κατόπιν ασχολήθηκαν κατά ομάδες με την Καππαδοκία. Η Α' Ομάδα ερεύνησε
τη γεωγραφία της περιοχής, την ετυμολογία της λέξης, τα βασικά ιστορικά
στοιχεία και τα γεωλογικά της χαρακτηριστικά. Το υλικό που προέκυψε κατά
την έρευνα τους το κατέγραψαν σε ατομικές, αλλά και ομαδικές εργασίες ,οι
οποίες και παραδόθηκαν στους υπεύθυνους καθηγητές.

Κάνοντας ένα γενικότερο απολογισμό ,θεωρώ πως η Α' Ομάδα και λόγω του ότι
τα μέλη της έχουν ξαναδουλέψει μαζί, αλλά και επειδή τους δένουν φιλικοί
δεσμοί, είχε μια πολύ καλή επικοινωνία μεταξύ των μελών της και θα τολμούσα
να πω πως η συνεργασία τους ήταν υπέροχη .

Τα τελικά συμπεράσματα της έρευνας μας είναι τα ακόλουθα:

Οι Κρηνίδες Καβάλας είναι ένα προσφυγικό χωριό και οι κάτοικοι του έχουν
καταγωγή κυρίως από τις περιοχές του Πόντου, αλλά και από άλλες αλύτρωτες
περιοχές του Ελληνισμού όπως από την Καππαδοκία την οποία και
διερευνήσαμε αναλυτικότερα .
Η ετυμολογία της λέξης Καππαδοκία αποδίδεται από νεότερους ερευνητές ως «η
χώρα των όμορφων αλόγων». Η Καππαδοκία στο διάβα των αιώνων
επηρεάστηκε από διάφορους πολιτισμούς και η επιρροή αυτή “έχει αφήσει πίσω
της” στοιχεία.
Είναι, τέλος, μια περιοχή γεμάτη όχι μόνο από τόπους που αξίζει κανείς να
επισκεφθεί(Γκιόρεμε, Υπόγειες Πόλεις),αλλά ένας ιδιαίτερος τόπος με τις δικές
του μεθυστικές γεύσεις, χρώματα, αρώματα, συνταγές αλλά και παραδόσεις,
ήθη, έθιμα και χορούς που δεν πρέπει κανείς να χάσει.
Όσο για εμάς, θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μας το επόμενο
εξάμηνο.
18
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΒΙΒΛΙΑ

 Γιάννης Σταματιάδης, «Βραχοκκλησίες και Πετρομονάστηρα της


Καππαδοκίας», Έκδοση ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ. 2003.
 Βασίλειος Τατάκης, « Η συμβολή της Καππαδοκίας στη Χριστιανική
σκέψη», Κ.Μ.Σ. Αθήνα , 1998.
 Θεόδωρος Θεοδωρίδης, «Φαρασιώτικες παραδόσεις, μύθοι και
παραμύθια», «Λαογραφία» τόμος ΚΑ (ΧΧΙ) 1964, Αθήνα, σελ. 269-336.
 Μάξιμος Χαρακόπουλος, «Ρωμιοί της Καππαδοκίας», ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΑΘΗΝΑ 2003.
 Εμμανουήλ Τσαλίκογλου, «Ελληνικά Εκπαιδευτήρια και ελληνορθόδοξες
κοινότητες της περιφέρειας Καισαρείας», Κ.Μ.Σ. Αθήνα 1976.
 Τάκης Σαλκιτζόγλου, «Η Σύλλη του Ικονίου. Μία ελληνική κωμόπολη
στην καρδιά της Μικράς Ασίας», ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ,
ΑΘΗΝΑ 2005.
 Δ. Λουκόπουλος – Δ. Πετρόπουλος, «Παροιμίες των Φαράσων», Κ.Μ.Σ.,
1951.
 Δ. Λουκόπουλος – Δ. Πετρόπουλος, « Η Λαϊκή λατρεία των Φαράσων»,
Κ.Μ.Σ. 1951.
 Σεφέρης Γιώργος, «Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας»,
Κ.Μ.Σ. 2005.
 Βασίλης Π. Κέκης , «Καππαδοκία, Προσκύνημα από γης και ουρανού»,
Εκδόσεις Ακρίτας , Αθήνα 2008.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

 el.wikipedia.org/.../Καππαδοκία

 www.traveltips.gr/.../Turkey

19
 www.rodostoday.gr/index.p.

 www.ethnos.gr

 (Εκπαιδευτική Τηλεόραση - Καππαδοκία) www.edutv.com-index.

 www.24grammata.com

 www.clubs.pathfinder.gr

 www.clickatlife.gr

 www.tripadvisor.com.gr

 www.google.gr/εικόνες

20

You might also like