You are on page 1of 12

AΔΙΚΟΠΡΑΞΙΕΣ – ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ (Προϋποθέσεις – Συνέπειες)

Ι. ΖΗΜΙΑ

Πρωταρχική προϋπόθεση της αστικής ευθύνης από αδικοπραξία είναι η


ζημία.

Αποτελεί το «κατώφλι» του αστικού ενδιαφέροντος. Μια παράνομη και


υπαίτια πράξη που δεν προκαλεί ζημία είναι αδιάφορη για το αστικό δίκαιο.

Θεμελιώδες ερώτημα: Ποιος πρέπει να φέρει το βάρος της ζημίας που


επέρχεται σε ορισμένο πρόσωπο, ως συνέπεια της προσβολής δικαιωμάτων
και γενικότερα εννόμων συμφερόντων αυτού;

Στις περιπτώσεις ιδίως που η προσβολή του εννόμου συμφέροντος και η εξ


αυτής απορρέουσα ζημία είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς (πράξης ή
παράλειψης) κάποιου άλλου προσώπου, τίθεται το ερώτημα αν θα πρέπει το
βάρος της ζημίας να παραμείνει στον ζημιωθέντα ή ενδεχομένως να
μετακυλισθεί στον ζημιώσαντα (εν όλω ή εν μέρει). Αυτήν ακριβώς την
«κατανεμητική» λειτουργία (κατανομή του βάρους της ζημίας) επιτελούν στις
διάφορες έννομες τάξεις οι κανόνες του δικαίου της αστικής ευθύνης.

Κανόνας: “casum sentit dominus”

Εφόσον συντρέχουν όμως ιδιαίτεροι λόγοι, το δίκαιο μετακυλίει την ευθύνη


σε άλλο πρόσωπο. Τα αξιολογικά κριτήρια και οι ειδικότεροι όροι για τη
μετακύλιση της ευθύνης ποικίλουν από έννομη τάξη σε έννομη τάξη και
συνήθως διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος της ευθύνης.

Στο ελληνικό δίκαιο η θεμελίωση αστικής ευθύνης και η συνακόλουθη


μετακύλιση της ζημίας σε πρόσωπο διαφορετικό από τον ζημιωθέντα μπορεί
να δικαιολογείται είτε λόγω της υπαίτιας αθέτησης εκ μέρους του προσώπου
αυτού μιας προϋφιστάμενης ενοχικής υποχρέωσης (δικαιοπρακτική ή
ενδοσυμβατική ευθύνη) είτε λόγω της υπαίτιας παραβίασης εκ μέρους του
κάποιου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα συμπεριφοράς (αδικοπρακτική
ευθύνη) είτε για άλλους λόγους.

Οι προβλεπόμενοι στον νόμο λόγοι που δικαιολογούν τη μετακύλιση της


ευθύνης από τον ζημιωθέντα σε τρίτο πρόσωπο, γεννώντας υποχρέωση του
τελευταίου προς αποζημίωση, καλούνται νόμιμοι λόγοι ευθύνης.

Εφόσον επήλθε ζημία εις βάρος ορισμένου προσώπου και πληρούνται οι


όροι κάποιου νόμιμου λόγου ευθύνης, γεννάται ενοχή προς αποζημίωση,
δηλαδή αξίωση του προσώπου αυτού κατά του ζημιώσαντος προς
αποκατάσταση της επελθούσας ζημίας, στο μέτρο που η ζημία αυτή αποτελεί
αποτέλεσμα του ΝΛΕ.
Ο νομοθέτης του Αστικού Κώδικα προέταξε τις ΑΚ 297 επ., οι οποίες
ρυθμίζουν τα περί «διαφέροντος», έναντι της ειδικότερης ρύθμισης των
επιμέρους λόγων ευθύνης. Η ζημία αποτελεί κοινό όρο του πραγματικού όλων
των νόμιμων λόγων ευθύνης (βλ. π.χ. ΑΚ 335, 914 κλπ.).

Εκτός από αναγκαίο όρο του πραγματικού της ΑΚ 914 και των λοιπών
νόμιμων λόγων ευθύνης, η ζημία καθορίζει ταυτόχρονα και την έννομη
συνέπεια αυτής: αντικείμενο της ενοχής προς αποζημίωση είναι ακριβώς η
αποκατάσταση της ζημίας.

1. Η έννοια της ζημίας και η διάκριση της από τις λοιπές προϋποθέσεις των
νόμιμων λόγων ευθύνης:

Ο Αστικός Κώδικας δεν περιέχει ορισμό της ζημίας. Κατά τον πλέον
διαδεδομένο σε θεωρία και νομολογία ορισμό, ζημία είναι κάθε δυσμενής
μεταβολή που επέρχεται στα υλικά ή άυλα αγαθά ενός προσώπου (ζημία με
τη φυσική έννοια). ΠΡΟΣΟΧΗ: δεν πρέπει να συγχέεται με την
αποκαταστατέα ζημία, εκείνη δηλαδή που τελικά θα αποτελέσει το αντικείμενο
της ενοχής προς αποζημίωση. Ο προσδιορισμός της αποκαταστατέας ζημίας
απαιτεί τη διαπίστωση της συνδρομής και των λοιπών προϋποθέσεων της
ευθύνης, πέραν της ζημίας, δηλαδή του νόμιμου λόγου ευθύνης και του
αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημίας και νόμιμου λόγου ευθύνης. ≠
ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΖΗΜΙΑΣ: η ζημία προσδιορίζεται από το ίδιο το
θετικό δίκαιο και δεν ταυτίζεται με την εξωνομική κατανόηση του όρου
(περιλαμβάνει αξιολογικές εκτιμήσεις, οι οποίες οδηγούν άλλοτε σε κατάφαση
ζημίας χωρίς περιουσιακή μείωση και άλλοτε σε άρνηση της υπάρξεως ζημίας
παρά την προκύπτουσα διαφορά στη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης
του ζημιωθέντος μετά από το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε
άνευ του ζημιογόνου γεγονότος π.χ. διαφυγόν κέρδος που θα αποκτούσε ο
ζημιωθείς κατά τρόπο παράνομο ή ανήθικο, όπως από εμπορία ναρκωτικών).

Στην έννοια εμπίπτει τόσο η περιουσιακή ζημία όσο και η μη-περιουσιακή


ζημία, η οποία καλείται «ηθική βλάβη» (βλ. ΑΚ 299, 932).

Περιουσιακή ζημία: αυτή που προκαλείται σε αγαθά που έχουν οικονομική


αξία (μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα).

Ηθική βλάβη: η βλάβη σε μη περιουσιακά αγαθά (ζωή, υγεία, ελευθερία, τιμή


κλπ. εκφάνσεις της προσωπικότητάς)

Πολύ συχνά βέβαια η προσβολή τέτοιων αγαθών έχει συγχρόνως και


οικονομικές επιπτώσεις (π.χ. τραυματισμός, νοσήλεια και απώλεια
ημερομισθίων). Πρόκειται για περιουσιακές ζημίες. Ηθική βλάβη είναι λοιπόν
κάθε ζημία που δεν αποτιμάται σε χρήμα. Ακριβώς επειδή οι ηθικές αξίες δεν
είναι αποτιμητές σε χρήμα, ο νομοθέτης αντιμετωπίζει με δισταγμό την
αποκατάσταση ηθικής βλάβης - θέτει φραγμό με την ΑΚ 299 (ουσιαστικά μόνο
σε 59 και 932). Δεν χρησιμοποιεί τον όρο «αποζημίωση» αλλά χρηματική
ικανοποίηση διότι δεν έχουμε πλήρη αποκατάσταση μιας (αγνώστου έκτασης)
ζημίας, αλλά μια παρηγοριά, μια ικανοποίηση, μια ανακούφιση για τον
ζημιωθέντα.

Ειδική περίπτωση ηθικής βλάβης είναι η ψυχική οδύνη, δηλαδή ο ψυχικός


πόνος που αισθάνεται ένα πρόσωπο λόγω της προσβολής ενός αγαθού του ή
ενός αγαθού τρίτου προσώπου με το οποίο συνδέεται. Η ικανοποίηση της
ψυχικής οδύνης συνυπολογίζεται μέσα στην ικανοποίηση για ηθική βλάβη (αν
αφορά το ίδιο το πρόσωπο του ζημιωθέντος), άρα δεν έχει αυτοτέλεια.
Ικανοποίηση ψυχικής οδύνης τρίτων προσώπων προέβλεψε ο ΑΚ στην ΑΚ
932 εδ. γ΄ υπέρ της οικογένειας του θύματος μόνο σε περίπτωση θανάτωσής
του.

«Οικογένεια»: Κατά νομολογία οι κατιόντες (τέκνα, εγγόνια κλπ.), οι γονείς,


οι παππούδες-γιαγιάδες, τα αδέλφια, οι σύζυγοι (ακόμα και εν διαστάσει:
ΕφΑθ 7404/2002), οι σύμβιοι με σύμφωνο συμβίωσης, οι μνηστοί και οι
αγχιστείς α΄ βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός κ νύφη). ΟΧΙ οι θείοι, τα
ανίψια και τα πρώτα ξαδέλφια. Δεν δέχεται επίσης για τον σύντροφο σε
ελεύθερη ένωση (ΑΠ 1735/2006).

2. Υπολογισμός περιουσιακής ζημίας:

Για τον υπολογισμό της έκτασης της ζημίας η κρατούσα γνώμη καταφεύγει
στη θεωρία της διαφοράς (Differenztheorie), η οποία επιβάλλει μια σύγκριση
μεταξύ δύο περιουσιακών καταστάσεων: Το ένα από τα συγκρινόμενα μεγέθη
είναι η τωρινή (πραγματική) περιουσιακή κατάσταση του ζημιωθέντος, όπως
έχει διαμορφωθεί μετά το ζημιογόνο γεγονός· το άλλο μέγεθος είναι η
υποθετική περιουσιακή κατάσταση, στην οποία θα βρισκόταν ο ζημιωθείς
τώρα (δηλαδή κατά το ίδιο ακριβώς χρονικό σημείο που μετράται και η
πραγματική περιουσιακή κατάσταση) αν δεν είχε λάβει χώρα το ζημιογόνο
γεγονός. Η διαφορά μεταξύ των δύο μεγεθών (το ποσό δηλαδή που
προκύπτει αν αφαιρέσουμε το πρώτο μέγεθος από το δεύτερο) παριστά τη
ζημία, γι’ αυτό και ονομάζεται διαφέρον. Η διαφορά αυτή μπορεί να
αποδίδει είτε τη μείωση του ενεργητικού ή αύξηση του παθητικού (θετική
ζημία - κατά τη λαϊκή έκφραση: ό,τι βγήκε ή θα βγει από την τσέπη) είτε τη
ματαίωση αύξησης της περιουσίας (διαφυγόν κέρδος - ό,τι δεν θα μπει στην
τσέπη). ΑΚ 298 αποκαθίσταται και το διαφυγόν κέρδος.

Κατ’ εφαρμογήν της θεωρίας της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη η επίπτωση


του ζημιογόνου γεγονότος σε όλη την περιουσία του ζημιωθέντος και όχι μόνο
στο συγκεκριμένο αγαθό που προσβλήθηκε. Π.χ., σε περίπτωση
καταστροφής ενός αυτοκινήτου, για τον υπολογισμό της ζημίας με βάση τη
θεωρία της διαφοράς, δεν περιοριζόμαστε μόνο στην αξία του
καταστραφέντος αυτοκινήτου, αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη και τη ζημία
που υφίσταται ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου στην περιουσία του εξαιτίας της
στέρησης της χρήσης αυτού, ιδίως αν πρόκειται για προσοδοφόρο αντικείμενο
(π.χ. ταξί). Κανόνας λοιπόν: Συγκεκριμένος υπολογισμός, ωστόσο υπάρχουν
και εξαιρέσεις, αφηρημένος υπολογισμός (π.χ. ΑΚ 345, 808).

Από την άλλη πλευρά, η θεωρία της διαφοράς επιβάλλει -τουλάχιστον κατά
κανόνα- τη συνεκτίμηση όχι μόνο των αρνητικών αλλά και των θετικών
συνεπειών του ζημιογόνου γεγονότος στην όλη περιουσιακή κατάσταση του
ζημιωθέντος (π.χ. στο παραπάνω παράδειγμα πρέπει να συνεκτιμηθούν και
οι δαπάνες που εξοικονομεί ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου από τη μη
λειτουργία του, ιδίως τα καύσιμα). Επιβάλλεται δηλαδή καταρχήν ο
συνυπολογισμός του όποιου κέρδους ή εξοικονόμησης δαπανών στη ζημία
(βλ. κ ΑΚ 930 § 3). Κριτήρια συνυπολογισμού ζημίας-κέρδους: Κρατούσα
Νομολογία Μόνο εκείνα τα οφέλη συνυπολογίζονται, που μπορεί να
προβλεφθεί ότι θα επέλθουν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων
(πρόσφορη αιτιότητα) ≠ Μειοψηφούσα γνώμη σε νμλγ κ θεωρία
(Σταθόπουλος): Κρίσιμο το κριτήριο αν η παροχή από την οποία προέρχεται
το κέρδος εξυπηρετεί ίδιο σκοπό (διαφορετικό από εκείνο του δικαίου της
αποζημίωσης). Πολλές κατηγορίες κερδών επέρχονται ως αυτόματη συνέπεια
του ζημιογόνου γεγονότος: τότε δεν υπάρχει παροχή που να στηρίζει αυτά τα
κέρδη άρα πάντα συνυπολογίζονται (π.χ. σκοτώνω ζώο κ μένει το κρέας ως
υπόλειμμα) – Αντίθετα, άλλα κέρδη απορρέουν από παροχή για εξυπηρέτηση
σκοπών διαφορετικών από εκείνους του δικαίου της αποζημίωσης (π.χ.
παροχή τρίτου προς ανακούφιση του ζημιωθέντος). Γενικότερα, σε
περίπτωση παροχών τρίτων προς τον ζημιωθέντα με σκοπό τη μέριμνα προς
το πρόσωπο αυτού (π.χ. ασφαλιστικές αποζημιώσεις), ο ζημιώσας δεν
απαλλάσσεται (αυτό δεν σημαίνει ότι ο ζημιωθείς θα κρατήσει σωρευτικά κ
την παροχή κ την αποζημίωση).

Ενόψει του ότι η ζημία είναι ένα μέγεθος χρονικά μεταβλητό, ο υπολογισμός
της μέσω της θεωρίας της διαφοράς προϋποθέτει ότι έχει ήδη καθορισθεί ο
χρόνος, στον οποίο θα επιχειρηθεί η σύγκριση και η εξακρίβωση της
διαφοράς ανάμεσα στην πραγματική και την υποθετική (άνευ μεσολαβήσεως
του ζημιογόνου γεγονότος) περιουσιακή κατάσταση του ζημιωθέντος. Με άλλα
λόγια, ο υπολογισμός της ζημίας στη βάση της θεωρίας της διαφοράς
εξαρτάται από την επίλυση του προβλήματος του χρόνου υπολογισμού της
ζημίας, το οποίο προηγείται λογικώς. Κρατούσα γνώμη: Κρίσιμος ο χρόνος
συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

3. ΣΚΟΠΟΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ: Πανθομολογούμενος σκοπός της


αποζημίωσης, ανεξάρτητα από τον εκάστοτε νόμιμο λόγο ευθύνης, είναι η
αποκατάσταση της επελθούσας ζημίας. Παράλληλα, δεν μπορεί να αγνοηθεί
ότι η αποζημίωση λειτουργεί και ως μέσο πρόληψης ζημιών.

4. ΠΛΗΡΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ: Αρχή «ΟΛΑ Η ΤΙΠΟΤΑ».


Εφόσον δηλαδή συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη γέννηση ευθύνης προς
αποζημίωση, η αποκατάσταση της ζημίας πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση
πλήρης. Και αντιθέτως· εάν δεν συντρέχει έστω και μια από τις προϋποθέσεις
της ευθύνης, δεν επιδικάζεται καθόλου αποζημίωση. Αποκρούονται, έτσι,
διακρίνουσες από λόγους επιείκειας λύσεις.

Δεν λείπουν πάντως και περιπτώσεις, όπου προβλέπεται περιορισμός της


καταβλητέας αποζημίωσης, έτσι ώστε αυτή να μην καλύπτει ολόκληρη την
προκληθείσα ζημία (κάτι λιγότερο από το «όλα» - π.χ. αφηρημένος
υπολογισμός ζημίας σε ΑΚ 345, σε ν. 2112/1920 για αποζημίωση απόλυσης
κλπ.), καθώς και περιπτώσεις, στις οποίες δεν συντρέχουν μεν όλες οι
προϋποθέσεις του νόμιμου λόγου ευθύνης, αλλά για λόγους επιείκειας
αναγνωρίζεται στον δικαστή η δυνητική ευχέρεια να καταδικάσει τον
ζημιώσαντα σε «εύλογη» αποζημίωση (κάτι περισσότερο από το «τίποτε» -
π.χ. 145).

5. ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ή ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ;

Αποκαθίσταται ολόκληρη η ζημία που υπέστη ο ζημιωθείς στη


συγκεκριμένη ατομική περίπτωση ή αυτή που συνήθως υφίσταται υπό τις ίδιες
συνθήκες ένας υποθετικός «μέσος κοινωνός»;

Αποκαταστατικός χαρακτήρα της αποζημίωσης και αρχή της πλήρους


αποκατάστασης της ζημίας: Επιβάλλεται κατά τον υπολογισμό της
αποζημίωσης να ληφθούν υπόψη οι υποκειμενικές σχέσεις και περιστάσεις
του προσώπου που την υπέστη. Ο κανόνας είναι δηλαδή ότι αποκαθίσταται
ολόκληρη η ζημία που υπέστη ο συγκεκριμένος ζημιωθείς (εφόσον βέβαια
συνδέεται αιτιωδώς με τον νόμιμο λόγο ευθύνης), ανεξάρτητα από το ποια
ζημία θα υφίστατο υπό τις αυτές συνθήκες ένας μέσος κοινωνός.

Ισχύει δηλαδή η αρχή του συγκεκριμένου υπολογισμού της ζημίας.

Κρίσιμα πάντως για την έννοια της συγκεκριμένης ζημίας είναι μόνον
αμιγώς οικονομικά κριτήρια, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη εντελώς
αστάθμητοι και μεταβλητοί υποκειμενικοί παράγοντες, όπως π.χ. το αν και
κατά πόσο «αισθάνθηκε» τη ζημία ο ζημιωθείς.

Δεν αποκαθίσταται η λεγόμενη «από διαθέσεως» αξία, δηλαδή εκείνη που


αποδίδεται στο πράγμα αποκλειστικώς από τον ζημιωθέντα και ανάγεται σε
ηθικούς και συναισθηματικούς λόγους, ούσα συνήθως πολύ ανώτερη από την
αγοραία τιμή του πράγματος (π.χ. καταστροφή μιας φωτογραφίας
προσφιλούς προσώπου ή ενός ασήμαντης αξίας οικογενειακού κειμηλίου).

Δεν λείπουν πάντως και εξαιρέσεις από τον κανόνα του συγκεκριμένου
υπολογισμού της ζημίας, οι οποίες προβλέπονται με ειδικές διατάξεις που
εισάγουν αφηρημένα στοιχεία για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης
(βλ. π.χ. ΑΚ 345 και 808, άρθρο 3 του ν. 2112/1920), με σκοπό είτε να
θέσουν όρια στην ευθύνη του οφειλέτη είτε να διευκολύνουν την απόδειξη για
τον δανειστή είτε κ τα 2.

6. ΤΡΟΠΟΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ (αυτούσια κ λογιστική ζημία):

Εφόσον η αποκατάσταση της ζημίας επιτυγχάνεται με την επαναφορά της


ίδιας προηγούμενης κατάστασης ή έστω με τη διαμόρφωση μιας κατάστασης
όμοιας -κατά το δυνατόν- με την αρχική, γίνεται λόγος για αυτούσια (in natura)
αποκατάσταση της ζημίας (στην πρώτη περίπτωση για «γνήσια αυτούσια
αποκατάσταση» και στη δεύτερη για «αναπληρωτική αποκατάσταση»).

Εναλλακτικός τρόπος αποκατάστασης της ζημίας είναι η παροχή


χρηματικού ανταλλάγματος στον ζημιωθέντα, έτσι ώστε να διατηρηθεί η
συνολική περιουσιακή κατάστασή του σταθερή. Στην περίπτωση αυτή γίνεται
λόγος για λογιστική αποζημίωση, αφού αποκαθίσταται η ζημία ως λογιστικό
μέγεθος, δηλαδή η διατυπωμένη σε ορισμένο χρηματικό ποσό μείωση της
αξίας που υφίσταται η περιουσία του ζημιωθέντος ως σύνολο, και όχι η
αυτούσια ζημία που αυτός υπέστη.

Κανόνας: Η λογιστική αποκατάσταση της ζημίας

ΟΜΩΣ: ΑΚ 297 εδ. β΄: Το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις ειδικές


περιστάσεις, να διατάξει την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης,
εφόσον η αποζημίωση με τον τρόπο αυτό δεν προσκρούει στο συμφέρον του
δανειστή.

7. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ:

ΑΚ 298: Θετική ζημία= μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του


ζημιωθέντος + διαφυγόν κέρδος (αποθετική ζημία)= ματαίωση της
αναμενόμενης αύξησης της περιουσίας του ζημιωθέντος

ΚΡΙΤΗΡΙΟ: Θετική ζημία: Ό,τι βγαίνει από την τσέπη ≠Διαφ. κέρδος: ό,τι δεν
μπαίνει στην τσέπη

Διαφυγόν κέρδος (ΑΚ 298 εδ. β΄): Πλήρης απόδειξη δεν νοείται ως προς τα
διαφυγόντα κέρδη. Για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης σε τέτοιες
περιπτώσεις αρκεί το αποδεικτικό υλικό που επικαλείται ο αιτών την
αποζημίωση να ικανοποιεί ένα ελαττωμένο μέτρο απόδειξης. Εφόσον είναι
από τη φύση του πράγματος αδύνατη η επίτευξη βεβαιότητας σχετικά με την
υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων άνευ μεσολαβήσεως του ζημιογόνου
γεγονότος, για τη θεμελίωση της αξίωσης του ζημιωθέντος όσον αφορά
διαφυγόντα κέρδη αρκεί η πιθανολόγηση. Δεν αρκεί πάντως μια οποιαδήποτε
πιθανότητα, αλλά πρέπει αυτή να βασίζεται στη «συνηθισμένη πορεία των
πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα
που έχουν ληφθεί».
8. ΜΕΙΩΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΛΟΓΩ ΣΥΝΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ
ΖΗΜΙΩΘΕΝΤΟΣ:

Αν ο ζημιωθείς συνετέλεσε με δική του συμπεριφορά στην πρόκληση ή την


έκταση της ζημίας (π.χ. ατύχημα με μηχανάκι από υπαιτιότητα του άλλου
αλλά ο ζημιωθείς δεν φορούσε κράνος) ΜΕΤΡΙΑΣΜΟΣ της αποζημίωσης
(διακριτική ευχέρεια δικαστή να μειώσει ή κ να μην επιδικάσει καθόλου
αποζημίωση). – ΑΚ 300

Παρόλο που το 300 αναφέρει «πταίσμα» μπορεί η συμβολή του


ζημιωθέντος στη ζημία να είναι ανυπαίτια, εφόσον έχουμε περίπτωση
αντικειμενικής ευθύνης (εκεί κριτήριο κατανομής θα είναι ο βαθμός της
αιτιώδους συμβολής καθενός)- π.χ. Ο Α στην προσπάθειά του να αποφύγει
άγρια επίθεση από τον σκύλο του Β, προκαλεί μεγάλη ζημία σε αντικείμενο
του Β. Εδώ με ΑΚ 924 υπάρχει αντικειμενική ευθύνη του Β για τον σκύλο του.
Μπορεί λοιπόν να μειωθεί η αποζημίωση που θα λάβει από τον Α για τη
βλάβη του αντικειμένου του.

Συμβολή στην πρόκληση ή στην έκταση της ζημίας (π.χ. κπ με χτυπάει στο
πρόσωπο κ αμελώ να πάω στο νοσοκομείο με συνέπεια να επιδεινωθεί η
κατάστασή μου).

II. YΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ

Αρχή της υπαιτιότητας – Κανόνας η υποκειμενική ευθύνη.

Κάθε μορφή υπαιτότητας - Αρκεί κ ελαφρά αμέλεια. Η έκταση της


αποζημίωσης ΔΕΝ εξαρτάται από τον βαθμό του πταίσματος (βλ. όμως ΑΚ
932).

Υπάρχουν όμως κ εξαιρέσεις: περιπτώσεις όπου ο νόμος προβλέπει την


ευθύνη ενός προσώπου ανεξάρτητα από υπαιτιότητα – Ειδικές διατάξεις (δεν
υπάρχει γενικός κανόνας αντικειμενικής ευθύνης)

Στον ΑΚ: ΑΚ 918, 922, 924, 925.

Εκτός ΑΚ: Ν. ΓσανΠΝ/1911 για ευθύνη ιδιοκτήτη αυτοκινήτου, άρθρο 6 ν.


2251/1994 για ευθύνη παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων κ.ά.

Ειδική περίπτωση αντικειμενικής ευθύνης: Ευθύνη από διακινδύνευση =


όταν είμαι κάτοχος πηγής κινδύνου (π.χ. αυτοκινήτου, ζώου, κτίσματος – ν.
ΓσανΠΝ/1911, ΑΚ 924, 925, ν. 1650/1986 για προστασία περιβάλλοντος
κλπ.). Γενική αρχή: Όποιος απολαμβάνει τις ωφέλειες από την πηγή κινδύνου
θα ευθύνεται κ για τις ζημίες.
ΙΙΙ. ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ

Παράνομο: καθετί που απαγορεύεται από διάταξη νόμου

Κρατούσα γνώμη: ΑΚ 914 είναι ΛΕΥΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ως προς την


προϋπόθεση του παρανόμου, δηλ δεν προκύπτει από την ίδια διάταξη πότε
μια συμπεριφορά είναι παράνομη, αλλά αυτή παραπέμπει σε όλη την
υπόλοιπη νομοθεσία.

Μειοψηφούσα γνώμη (την επικαλείται ενίοτε η νμλγ ως obiter dictum):


Ευθύνη για αποζημίωση σε κάθε περίπτωση που κάποιος ζημιώνει άλλον
υπαιτίως (αρχή του μη ζημιούν άλλον υπαιτίως) – Ουσιαστικά καταργεί την
προϋπόθεση του παρανόμου (contra legem).

Παράνομο: Αόριστη νομική έννοια: Παρανομία υπάρχει σε κάθε περίπτωση


που υπάρχει αντίθεση σε απαγορευτική ή επιτακτική διάταξη νόμου.

Άρση του παρανόμου: ΑΚ 282, 284, 285 (άμυνα, επιτρεπόμενη αυτοδικία,


κατάσταση ανάγκης) + συναίνεση παθόντος.

2 διορθωτικές επεμβάσεις:

Α) Προς περιορισμό της ευθύνης: Δεν συνιστά παράνομη πράξη με βάση την
ΑΚ 914 κάθε παράβαση κανόνα δικαίου.

Κάθε κανόνας προστατεύει συγκεκριμένα αγαθά. Εάν με την παράβαση


προσβληθούν κπ άλλα αγαθά που βρίσκονται έξω από τον προστατευτικό
σκοπό του κανόνα, ο φορέας τους δεν νομιμοποιείται να επικαλεστεί τον
κανόνα αυτόν και την παράβασή του για να ζητήσει αποζημίωση. Παρανομία
υπάρχει εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας χορηγούσε δικαίωμα στο
θιγόμενο πρόσωπο. Αυτό ισχύει καταρχήν όταν πρόκειται για απόλυτα
δικαιώματα (εμπράγματα, πνευματικής ιδιοκτησίας, προσωπικότητας). Όχι για
ενοχικά δικαιώματα.

Βήματα έρευνας παρανομίας:

I. Εξετάζω αν προσβάλλεται απόλυτο δικαίωμα – Αν ναι τότε έχουμε σίγουρα


παρανομία

ii. Αν όχι απόλυτο δικαίωμα, αλλά προσβάλλεται μόνο κπ συμφέρον του


θιγόμενου προσώπου, εξετάζω αν το συμφέρον που θίγεται εμπίπτει στον
προστατευτικό σκοπό της διάταξης που παραβιάσθηκε (π.χ. διατάξεις που
τίθενται για την προστασία δημοσίων μόνο συμφερόντων κ όχι ατομικών
όπως οι πολεοδομικές δεν θεμελιώνουν παρανομία) – Απαιτείται τελολογική
ερμηνεία διάταξης.

Β) Προς διεύρυνση του παρανόμου (αξιοποίηση ΑΚ 281, 288):


Πρόκειται για περιπτώσεις που προκαλείται ζημία όχι από παραβίαση
ειδικής διάταξης νόμου αλλά εξαιτίας της μη τήρησης της επιμέλειας που
μπορεί κ πρέπει να δείχνει ένας μέσος άνθρωπος για την ασφάλεια κ
προστασία προσώπων κ αγαθών με τα οποία η συμπεριφορά του έρχεται σε
επαφή.

Παρανομία δηλ υπάρχει κ όταν παραβιάζεται η γενική υποχρέωση


ασφάλειας κ προστασίας των άλλων που επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες, ιδίως
η καλή πίστη (ΑΚ 281, 288). Π.χ. ο εργολάβος οικοδομής παραλείπει να βάλει
κιγκλιδώματα – κπ ανοίγει λάκκο στον δρόμο κ δεν τον καλύπτει- μη λήψη
προστατευτικών μέτρων για αποτροπή κινδύνου πυρκαγιάς – μη ανάρτηση
προειδοποιητικών πινακίδων π.χ. για ολισθηρότητα δαπέδου.

Ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο αυτό έχουν οι ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ, συνήθως σε


αυτές θεμελιώνεται παρανομία με διεύρυνση παρανόμου. Γενικά: Όταν κπ
δημιουργεί κινδύνους με τη δραστηριότητά του οφείλει κατά την καλή πίστη να
λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις επιβαλλόμενα προστατευτικά μέτρα που
είναι αναγκαία για την αποτροπή κάθε ζημίας τρίτων (η παράλειψη της
οφειλόμενης αυτής ενέργειας συνιστά την παρανομία κατ’ ΑΚ 914, 281+288).

IV. Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς κ


ζημίας

1. Φυσική (εξωνομική) αντίληψη (η αιτιότητα όπως την αντιλαμβάνεται η


λογική και οι φυσικές επιστήμες): Θεωρία του ισοδυνάμου των όρων: Ένας
όρος θεωρείται και αιτία ενός αποτελέσματος, όταν δεν μπορεί να θεωρηθεί
ελλείπων χωρίς να συνεκλείπει κ το συγκεκριμένο αποτέλεσμα (κατά τον
χρόνο κ με τον τρόπο που επήλθε).

Για ένα αποτέλεσμα μπορεί να υπάρχουν περισσότεροι όροι που είναι


μεταξύ τους ισοδύναμοι – Ανάγκη να περιοριστεί η ευθύνη στο Αστικό Δίκαιο
γτ υπάρχει και αντικειμενική ευθύνη, οπότε η αποδοχή της θεωρίας θα
διεύρυνε υπερβολικά τις περιπτώσεις ευθύνης.

Αυτό δεν σημαίνει πάντως ότι δεν είναι ΑΝΑΓΚΑΙΑ. Η ύπαρξη αιτιώδους
συνδέσμου όπως τον αντιλαμβάνεται η θεωρία αυτή είναι ΑΝΑΓΚΑΙΑ αλλά
ΟΧΙ ΕΠΑΡΚΗΣ για την κατάφαση της αιτιώδους συνάφειας.

Η ανάγκη να περιορίσουμε τα όρια της ευθύνης οδήγησε στην ανάπτυξη


πολλών νομικών θεωριών για τον αιτιώδη σύνδεσμο.

2. Θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας (Κρατούσα ακόμη στην Ελλάδα): Από


τους περισσότερους όρους επιλέγει εκείνον (ή εκείνους) που μπορεί να
θεωρηθεί πρόσφορος για την πρόκληση της ζημίας, δηλ εκείνον που είχε
γενικά την τάση – κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων- να την προκαλέσει
(δεν αρκεί δηλ ότι έτυχε στη συγκεκριμένη περίπτωση να την προκαλέσει).
Η θεωρία αυτή έχει κ νομοθετικό έρεισμα (ΑΚ 298 εδ. β΄) όσον αφορά τα
διαφυγόντα κέρδη. Όχι όμως και για τη θετική ζημία.

Κριτική: Μερικές οριακές περιπτώσεις είναι υπό αμφισβήτηση (έχουμε μια


αόριστη νομική έννοια – προσφορότητα).

Κρίσιμο το κριτήριο της προβλεψιμότητας: δυνατότητα πρόγνωσης του


μέσου παρατηρητή (θυμίζει το κριτήριο της υποκειμενικής αμέλειας)

Κριτική: Αφήνει εκτός τις απαραίτητες αξιολογήσεις.

3. Θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου (κρατούσα στη Γερμανία):


Κρίσιμος είναι ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει ο κανόνας δικαίου – Με βάση
αυτόν θα εξετασθεί ποια συμφέροντα και σε τι βαθμό προστατεύονται. Αν τα
αγαθά που προσβλήθηκαν εμπίπτουν στον προστατευτικό σκοπό του κανόνα
που παραβιάσθηκε, τότε θα υπάρχει ευθύνη. Αν όχι, δεν θα υπάρχει.

Π.χ. 1: Ο Α περνά με κόκκινο κ τραυματίζει περαστικό. Ο κανόνας που


παραβιάστηκε είχε προφανώς ως σκοπό την αποτροπή τραυματισμών κ
θανάτων, άρα υπάρχει αιτιώδης συνάφεια. Π.χ. 2: Ο Α κτίζει σπίτι σε
οικόπεδο κ υπερβαίνει το συντελεστή δόμησης, κτίζοντας έναν όροφο
παραπάνω, με αποτέλεσμα να κρύβει τη θέα στο γείτονα. Εδώ υπάρχει ζημία
του γείτονα, όμως ο παραβιασθείς πολεοδομικός κανόνας αποβλέπει στην
προστασία του γενικού συμφέροντος κ μόνον, κ όχι στην προστασία ατομικών
συμφερόντων, άρα δεν έχει ο Α ευθύνη έναντι του γείτονα, ελλείψει αιτιώδους
συνάφειας.

4. Συνδυασμός θεωριών: Σε πρώτο στάδιο εξετάζω αν υπάρχει αιτιώδης


συνάφεια με την έννοια της conditio sine qua non. Σε δεύτερο στάδιο εξετάζω
το κριτήριο της προσφορότητας κ αποκλείω με αυτό τις απρόσφορες ζημίες.
Σε τρίτο στάδιο περιορίζεται περαιτέρω η ευθύνη με βάση τον σκοπό του
παραβιασθέντος κανόνα δικαίου.

Κριτική: Τα κριτήρια της προσφορότητας κ του σκοπού του κανόνα δικαίου


εντάσσονται στη διερεύνηση άλλων προϋποθέσεων του ΝΛΕ κ συγκεκριμένα
η προσφορότητα εξετάζεται κατά την έρευνα της υπαιτιότητας (αμέλειας) κ ο
σκοπός του κανόνα δικαίου εξετάζεται κατά την έρευνα της παρανομίας. Αρκεί
δηλ η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων κ ο απαιτούμενος περιορισμός της
ευθύνης επιτυγχάνεται μέσω των λοιπών προϋποθέσεων ευθύνης
(υπαιτιότητας κ παρανομίας). Όλα αυτά προκύπτουν από αυτό που ειπώθηκε
στην αρχή, ότι η ζημία πρέπει να είναι αποτέλεσμα όχι απλώς της πράξης ή
παράλειψης του ζημιώσαντος αλλά της παράνομης και υπαίτιας πράξης του
ζημιώσαντος (δηλ να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ΝΛΕ κ ζημίας).

V. AK 919
- Προϋποθέσεις: α) ΖΗΜΙΑ, β) ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ (α, β όπως σε 914), γ)
ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΤΑ ΧΡΗΣΤΑ ΗΘΗ (αντιστοιχεί σε παρανομία 914 αλλά είναι κάτι
ευρύτερο) κ δ) ΔΟΛΟΣ (αντιστοιχεί σε υπαιτιότητα 914 αλλά είναι κάτι
στενότερο).

- Χρηστά ήθη: Ιδέες του κατά την κοινή αντίληψη χρηστώς κ εμφρόνως
σκεπτομένου κοινωνικού ανθρώπου (αντικειμενικό κριτήριο).

- Με την αποδοχή της διεύρυνσης παρανόμου της 914 που είδαμε, η


ανηθικότητα μιας συμπεριφοράς μπορεί να ενταχθεί στην παρανομία του 914,
άρα θεμελιώνεται με βάση την τελευταία διάταξη ευθύνη ούτως ή άλλως κ
μάλιστα ακόμα κ σε περίπτωση αμέλειας! Μάλλον περιττή η ΑΚ 919.

- Δεν γίνεται μια συμπεριφορά να είναι ανήθικη χωρίς να είναι κ δόλια!


Ανηθικότητα χωρίς δόλο του δράστη δεν νοείται. Η ύπαρξη του δόλου
συμβάλλει στην κρίση περί ανηθικότητας. Οι δύο προϋποθέσεις είναι
αλληλένδετες.

- Κατά την κρατούσα πλέον άποψη η ΑΚ 919 καθιερώνει ένα ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΟ


πραγματικό αδικοπραξίας, δηλ τυποποιεί μια ειδική κατηγορία παρανόμου (τη
δόλια ανηθικότητα), αίροντας έτσι τυχόν αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη
αδικοπραξίας στην περίπτωση αυτή.

- Αποκτά πρακτική σημασία όταν κπ τρίτος με δόλο παρακινεί κάποιον να


αθετήσει συμβατικές υποχρεώσεις (διά της ΑΚ 919 μπορεί να θεμελιωθεί
ευθύνη τρίτου για παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης!).

VΙ. Σχέση ενδοσυμβατικής κ αδικοπρακτικής ευθύνης

Καταρχάς οι δύο αυτοί λόγοι μπορεί να συρρέουν (συρροή νομίμων


βάσεων της αξίωσης)

ΠΟΤΕ? Όταν η αθέτηση της ενοχής συνιστά ταυτόχρονα κ παρανομία, όταν


δηλ το παράνομο της ΑΚ 914 υφίσταται κ ανεξάρτητα από τη σύμβαση που
εξελίσσεται ανώμαλα (π.χ. παράβαση παρεπόμενων υποχρεώσεων
πρόνοιας).

Πρακτικά οι διαφορές ενδοσυμβ/κής κ αδικοπρακτικής ευθύνης:

1. Βάρος απόδειξης: Σε ενδοσ/κή το βάρος απόδειξης της υπαιτιότητας είναι


ανεστραμμένο. Καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο ότι ο οφειλέτης παραβίασε
υπαίτια τις υποχρεώσεις του – τεκμαίρεται η υπαιτιότητα (νόθος αντικειμενική
ευθύνη) ≠ Σε αδικοπραξίες ο ενάγων/ζημιωθείς πρέπει να αποδείξει την
υπαιτιότητα του ζημιώσαντος.
2. Ηθική βλάβη: Σε ενδ/κή δεν μπορεί ο ζημιωθείς να ζητήσει χρημ ικαν για
ηθική βλάβη (ΑΚ 299), εκτός αν υπάρχει κ προσβολή προσωπικότητας (ΑΚ
59) ≠ Σε αδικοπραξίες μπορεί να ζητηθεί (ΑΚ 932).

3. Πταίσμα προστηθέντος: Σε ενδοσυμ/κή ο βοηθός εκπλήρωσης μπορεί να


είναι κ εντελώς ανεξάρτητος σε σχέση με τον προστήσαντα (ΑΚ 334). Ο
προστήσας ανέλαβε απέναντι στο αντισυμβαλλόμενό του μια υποχρέωση κ
δεν ενδιαφέρει τον τελευταίο ποιόν θα χρησιμοποιήσει για να εκπληρώσει –
«Εσύ ανέλαβες την υποχρέωση απέναντί μου, εσύ θα ευθύνεσαι» ≠ Σε
αδικοπραξίες απαιτείται εξάρτηση προστηθέντος από προστήσαντα (ΑΚ 922)
– Ακριβώς επειδή απουσιάζει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ ζημιωθέντος κ
προστήσαντος, ο τελευταίος δεν μπορεί να δεσμεύεται έναντι του πρώτου για
κάθετι που κάνει στο όνομά του ο κάθε άσχετος τρίτος Άρα σε ενδοσ/κή
είναι ευκολότερη η μετακύλιση του πταίσματος, στην αδικ/κή απαιτείται μια
επιπλέον προϋπόθεση.

4. Παραγραφή: Ενδοσυμβατική Κανόνας 20ετία (ΑΚ 249) κ εξαιρέσεις 5ετία


(ΑΚ 250) ή ειδικές διατάξεις ≠ Αδικοπρ/κή 5ετία (ΑΚ 937).

5. Απαλλακτικές ρήτρες: Χωρούν μόνο στην ενδοσυμβατική ευθύνη.

You might also like