You are on page 1of 27

Η γυναίκα στο Α-14

Ήταν την εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, το 1969, στην Tegucigalpa (Τεγκουσιγκάλπα), στην
Ονδούρα, στη τοποθέτηση του συζύγου μου στο Υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π. Ήταν μία πολυάσχολη
εβδομάδα και όλοι ήταν απασχολημένοι με δραστηριότητες του σχολείου, της εκκλησίας ή του κλαμπ, καθώς
και με τις προετοιμασίες για τον οικογενειακό γιορτασμό στο σπίτι.
Η Ένωση Γυναικών της Κυβέρνησης των Η.Π. είχε σχεδιάσει το ετήσιό μας φιλανθρωπικό γεγονός, ένα
χριστουγεννιάτικο πάρτι στο Γηροκομείο. Σαν γραμματέας της USGWA (United States Goverment Women
Assosiation), είχα τη δουλειά του να καλέσω όλα τα μέλη για να τους ζητήσω να ψήσουν κέικ και να έρθουν
να μας βοηθήσουν να ψυχαγωγήσουμε τους ασθενείς. Αυτό που συνέβαινε πιο συχνά, όταν επικοινωνούσα
μ' ένα μέλος στο τηλέφωνο ήταν ότι θα έλεγε, "Θα χαιρόμουνα να ψήσω ένα κέικ, όμως δε νομίζω ότι θα
μπορέσω να έρθω στο πάρτι." Και όταν ήρθε η ώρα που έκανα το τελευταίο τηλεφώνημα, ένας μικρός κόμπος
αποστροφής είχε σχηματιστεί στο στομάχι μου. "Αυτό είναι υπέροχο!" Σκέφτηκα, μεγαλώνοντας την
αποστροφή μου ενάντια σ' όλους εκείνους που είχαν αρνηθεί. "Πού είναι η αίσθηση του καθήκοντος και η
φιλανθρωπία; πάρτι που θα είναι! Οχτώ γυναίκες, από μία πιθανότητα τριανταπέντε, είχαν πει ότι θα είναι
εκεί για να βοηθήσουν με το σερβίρισμα σχεδόν διακοσίων ασθενών!"
Η γκριμάτσα αποστροφής ήταν ακόμη στο πρόσωπό μου την ημέρα του πάρτι, όταν έφτασα στο Γηροκομείο
για να κάνω το μέρος μου. Η Γκλάντυς, η πρόεδρος της USGWA, ήταν ήδη πίσω από ένα μακρύ τραπέζι όπου
διανέμονταν τα κέικ. Η σύζυγος του πρέσβη ανακάτευε το πάντς και έκοβε τα κέικ. Η χούφτα των γυναικών
που εμφανίστηκε για να βοηθήσει όλες ήταν απασχολημένες με τη διακόσμηση, το φτιάξιμο των καρεκλών και
με το να κάνουν παράξενες δουλειές αναγκαίες για να βάλουν το πάρτι σε κίνηση.
"Είναι πραγματικά ντροπή," Παραπονέθηκα στην Γκλάντυς. "Εύχομαι να ήταν περισσότερες γυναίκες εδώ
για να βοηθήσουν. Με τι θέλεις να αρχίσω;" Το ζεστό χαμόγελο της Γκλάντυς σχεδόν έλειωσε την πίκρα μου,
όμως όχι αρκετά, καθώς μου ζήτησε να κουβαλήσω τα κέικ στους ασθενείς που δεν μπορούσαν να αφήσουν
τα δωμάτιά τους. "Εντάξει," Απάντησα, αρπάζοντας ένα δίσκο, "Καλύτερα να αρχίσω. Θα μου πάρει μία
αιωνιότητα να τους σερβίρω όλους!"
Η μουσική άρχισε καθώς κάποιος οδηγούσε τους ασθενείς να μαζευτούν στο πλακόστρωτο τραγουδώντας
χριστουγεννιάτικα τραγούδια, όμως εγώ δεν είχα καιρό για να τους ακούσω.
Πάνω κάτω έτρεχα, κέικ και πάντς, και σχεδόν ούτε που κοιτούσα τους ασθενείς στους οποίους μοίραζα
το φαγητό, μία μικρή σακούλα με γλυκά και ένα δώρο στον κάθε ασθενή στον Οίκο. Τα πόδια μου πονούσαν
από το να τρέχω πάνω στις σκάλες, καθώς πήγαινα από την μια πτέρυγα στην άλλη, και η αποστροφή μου
μέσα μεγάλωνε μαζί με κάθε βήμα.
Σε μια από τις διαδρομές μου, καθώς έφτασα στην κορυφή από τις σκάλες, μια γηραιά κυρία μ' ένα
σχισμένο φόρεμα μ' ένα ξεθωριασμένο σχέδιο άπλωσε το χέρι της δειλά και άγγιξε το δικό μου. "Με
συγχωρείτε, Δεσποινίς," ψιθύρισε. "Μήπως θα μπορούσατε να αλλάξετε το δώρο μου, σας παρακαλώ;"
Ενοχλημένη, γύρισα προς αυτήν. "Να αλλάξω το δώρο σας; Τι στραβό έχει; Πήρατε κάτι που είναι για
άντρα;"
"Όχι...όχι," τραύλισε. "Βλέπετε, πήρα μαργαριτάρια, και τα μαργαριτάρια σημαίνουν δάκρυα. Δε θέλω άλλα
δάκρυα."
Τι ανόητη δεισιδαιμονία, σκέφτηκα! Και θα σκεφτόσουν ότι θα εκτιμούσαν ότι και να 'έπαιρναν. "Λυπάμαι,"
είπα απότομα. "Είμαι πολύ απασχολημένη τώρα. Ίσως αργότερα." Και αμέσως έφυγα για να ξαναγεμίσω το
δίσκο, ξεχνώντας αυτόματα τη γριά γυναίκα.
Μ' ένα δίσκο γεμάτο με κέικ, πήγα βιαστικά στην πτέρυγα των γυναικών στον πρώτο όροφο. Ανοίγοντας
την πόρτα του δωματίου Α-14, ακούμπησα με την πλάτη μου σπρώχνοντάς της για να ανοίξει, γυρνώντας όταν
ήμουν μέσα στο δωμάτιο. Με την πρώτη μου ματιά στο εσωτερικό εκείνου του δωματίου δέχτηκα ένα σοκ
που έκανε το δίσκο να άρχισε να τρέμει στα χέρια μου. Εκεί μέσα στο μελαγχολικό, γκριζόμαυρο δωμάτιο,
πάνω σε ένα κρεβάτι με γκρι σεντόνια, ντυμένη με μία ξεχειλωμένη νυχτικιά από μουσελίνα, ήταν ξαπλωμένη
η μητέρα μου! Η μαμά; Δεν ήταν δυνατόν! Η μαμά μου είχε πεθάνει, και ακόμα κι αν ήταν ζωντανή, ποτέ δε
θα ήταν σε ένα τέτοιο μέρος. Αυτό ήταν ένα σπίτι για τους άστεγους, τους ερημωμένους, τους ηλικιωμένους
άρρωστους ανθρώπους χωρίς αγαπημένους για να τους φροντίσουν.
Όχι, τα μάτια μου με ξεγελούσανε. Τα έκλεισα σφιχτά και τίναξα το κεφάλι μου. Όταν τα άνοιξα ξανά, η
αδύνατη γριά γυναίκα πάνω στο κρεβάτι ήρθε καθαρά σε εστιασμό. Δεν ήταν καθόλου η μητέρα μου, αλλά
μία γκριζομάλλα γυναίκα με μπλε μάτια που ούτε καν της έμοιαζε της μητέρας μου. Τι με είχε πιάσει να
σκέφτομαι ότι εκείνη η δύστυχη ψυχή ήταν η ίδια η μητέρα μου; Όχι, ήταν κάποιου άλλου, όχι η δικιά μου η
μητέρα. Τότε γιατί δεν αισθάνθηκα ανακούφιση; Ο πόνος φούσκωνε μέσα μου, υψώνοντας ένα τεράστιο
λυγμό μέσα στο λαιμό μου.
Χωρίς μία λέξη βγήκα έξω από την πόρτα μόλις προλαβαίνοντας πριν τα δάκρυά μου αρχίσουν να
πλημμυρίζουν τα μάγουλά μου μέσα στο σκοτεινό διάδρομο. Γρήγορα γύρισα στο τραπέζι με τα κέικ όπου η
Γκλάντυς δούλευε χαρούμενα. Θα πρέπει να φαινόμουν τόσο αξιοθρήνητη όσο αισθανόμουν, επειδή η
έκφρασή της άλλαξε σε μία έκφραση ανησυχίας.
"Γιατί, Μπέτυ, τι συμβαίνει;" ρώτησε, βάζοντας ένα χέρι στην πλάτη μου.
"Η ... μητέρα μου," κλαψούρισα. "Απλώς είδα τη μητέρα μου μέσα εκεί! Δε- δε-δε μπορώ να το κάνω αυτό
άλλο πια."
"Απλώς είσαι κουρασμένη, γλυκιά μου," είπε η Γκλάντυς. "Κάνε ένα διάλειμμα." Οι άλλοι κοντά στο τραπέζι
γύρισαν για να κοιτάξουν προς την κατεύθυνσή μου. Άρπαξα μία χαρτοπετσέτα από το τραπέζι και έτρεξα
μακριά από τα πρόσωπα που με χάζευαν για να είμαι μόνη.
Προχώρησα προς το σκοτεινό πλατύσκαλο στις σκάλες που οδηγούσαν στην πτέρυγα των αντρών και
βούλιαξα κάτω σε μία γωνία, συνεχίζοντας το κλάμα μου. "Θεέ μου," προσευχήθηκα, "τι πάει στραβά με μένα;
Πάω να χάσω το μυαλό μου;" Σχεδόν αμέσως ήρθε η απάντηση, όχι με ακουστά λόγια, αλλά μέσα στις σκέψεις
που στροβιλιζότανε μέσα στο κεφάλι μου: "Και αν διανείμω τα υπάρχοντά μου για να θρέψω του φτωχούς ...
και δεν έχω αγάπη, δε με ωφελεί σε τίποτα." (Α' Κορινθίους 13:3)
Αντιλήφθηκα ότι αυτό το μήνυμα ήταν σίγουρα για μένα. Σήμερα είχα ψήσει κέικ, περπάτησα μίλια,
κουβάλησα φαγητό, και για τι όλα αυτά; Ποιόν είχα υπηρετήσει; Για ποιόν είχα νοιαστεί, ή για ποιο ζήτημα,
ποιόν είχα ενοχληθεί να κοιτάξω; Ήταν όλοι απρόσωποι άνθρωποι που δε σήμαιναν τίποτα για μένα μέχρι που
είδα κάποιον που αγαπούσα σ' ένα πρόσωπο που υπέφερε. Έπειτα έγιναν πραγματικοί. "Συγνώμη, Θεέ μου,"
ψιθύρισα. "Τα έκανα όλα λάθος. Πρέπει να αρχίσω ξανά από την αρχή."
Παίρνοντας μία βαθιά αναπνοή και σκουπίζοντας τα μάτια μου, γύρισα στο τραπέζι με τα κέικ. Η Γκλάντυς
κοίταξε επάνω από τη δουλειά της καθώς πλησίαζα. "Έκανες αρκετά για σήμερα, Μπέτυ," είπε. "Γιατί δε πας
στο σπίτι σου. Εμείς θα τα καταφέρουμε."
"Ω, μη με διώχνεις τώρα," απάντησα. "Μόλις που αρχίζω." Ήμουν έτοιμη να φύγω μαζί μ' ένα ακόμη δίσκο,
όταν η σκέψη με χτύπησε. "Γκλάντυς, έχεις ακόμα ένα γυναικείο δώρο; Πρέπει να κάνω μία ανταλλαγή." Η
Γκλάντυς μου έδωσε ένα μικρό κουτί που περιείχε μία μικρή καρφίτσα με το σχήμα μιας καρδιάς με
φανταχτερά κόκκινα πετράδια. "Σ' ευχαριστώ, αυτό θα είναι τέλειο." της είπα, παίρνοντας το κουτί και
τρέχοντας βιαστικά προς το πλακόστρωτο.
"Θεέ μου, βοήθησέ με να βρω εκείνη τη γυναίκα," προσευχήθηκα σιωπηλά. Ούτε που καν είχα να
ενοχληθεί να κοιτάξω το πρόσωπο εκείνης της γυναίκας, καθώς ήμουν πάρα πολύ απασχολημένη για να
νοιαστώ και απλώς "είχα περάσει στην άλλη πλευρά." Έψαξα μέσα στο πλήθος, τη μία σειρά μετά την άλλη
γεμάτη από λαμπερά, χαμογελαστά πρόσωπα που τραγουδούσαν ύμνους καθώς έπαιζε η μουσική. Για πρώτη
φορά εκείνη την ημέρα, άρχισα να αισθάνομαι καλά.
Έπειτα είδα το κουρελιασμένο σχέδιο στο φόρεμα. Καθόταν μόνη ακουμπώντας στον τοίχο, με τα γλυκά
της που δεν είχε φάει και τα μαργαριτάρια στα πόδια της. Φαινόταν τόσο λυπημένη και εγκαταλειμμένη. Πήγα
βιαστικά κοντά της.
"Εδώ είσαι. Έψαξα παντού για σένα. Σου έφερα ένα διαφορετικό δώρο." Κοίταξε επάνω ξαφνιασμένη, κι
έπειτα πήρε το κουτί σχεδόν απολογητικά και το άνοιξε. Τα μάτια της φωτίστηκαν σαν ένα Χριστουγεννιάτικο
δέντρο καθώς λαμποκόπησε μ' ένα πλατύ χαμόγελο ευχαρίστησης. "Ω, σας ευχαριστώ, δεσποινίς," είπε
κλαίγοντας. Έπρεπε να καταπιώ ακόμη έναν κόμπο στο λαιμό μου, αλλά αυτή τη φορά δεν πείραζε.
"Έλα, άσε με να το καρφιτσώσω επάνω σου," είπα, " και ας ξεφορτωθούμε εκείνα τα μαργαριτάρια.
Σίγουρα δε θέλουμε άλλα δάκρυα τα Χριστούγεννα."
Όταν την άφησα, είχε ενωθεί με τους άλλους, τραγουδώντας Χριστουγεννιάτικα τραγούδια στο
πλακόστρωτο, & εγώ αισθανόμουν σαν να είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από τους ώμους μου. Υπήρχε ένα
μόνο ακόμη πράγμα που έπρεπε να κάνω πριν τελειώσει το πάρτι, και αυτό ήταν να γυρίσω στο δωμάτιο Α-
14. Έπρεπε να βρω κάποιο τρόπο να ευχαριστήσω εκείνη την ασθενή, και δεν ήμουν σίγουρη πώς να το κάνω.
Όταν έσπρωξα την πόρτα ανοίγοντάς την, η γυναίκα καθόταν στο κρεβάτι τρώγοντας κέικ & χαμογέλασε καθώς
έμπαινα. "Καλά Χριστούγεννα, Mamacita (μαμασίτα=αγαπημένη μητερούλα)," είπα.
"Σ' ευχαριστώ που ξανάρθες," είπε. "Ήθελα να σας ευχαριστήσω όλες εσάς τις κοπέλες που ήρθατε
σήμερα. Θα ήθελα να σου κάνω ένα δώρο, αλλά δεν έχω τίποτα για να σου δώσω. Να σου τραγουδήσω ένα
τραγούδι;"
Δεν μπορούσα να κρατήσω εκείνο το κόμπο στο λαιμό μου άλλο πια, κι έτσι κούνησα το κεφάλι μου
καταφατικά. Κάθισα στο κρεβάτι καθώς τραγουδούσε, με μία βραχνή φωνή, τρεις στροφές από το πιο
λυπητερό, το πιο μη Χριστουγεννιάτικο τραγούδι που άκουσα ποτέ, όμως τα χαμογελαστά μάτια της
ξεπερνούσαν τα λόγια του τραγουδιού και στερέωναν το μήνυμά της μέσα στην καρδιά μου - Άγια Νύχτα.
Χριστούγεννα του 1914.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος ήταν μόνο λίγων μηνών, όμως ήδη οι δύο πλευρές ήταν "καθηλωμένες" σ’
ένα τρομερό νέο σχέδιο πολέμου χαρακωμάτων. Και οι Βρετανοί και οι Γερμανοί είχαν μάθει να φτυαρίζουν
λάκκους με μήκος μιλιών στην βραχώδη Γαλλική γεωργική γη, λάκκους απ’ όπου οι άντρες χτυπούσαν ο ένας
τον άλλον με οπλοπολυβόλα και με όλμους. Σ’ αυτά τα λασπωμένα, γεμάτα ποντικούς χαρακώματα, οι
βρετανοί στρατιώτες άνοιξαν ένα μουσκεμένο Χριστουγεννιάτικο χαιρετισμό από το Βασιλιά Γεώργιο ενώ
λίγες γιάρδες πιο μακριά τα Γερμανικά στρατεύματα διάβαζαν ένα μήνυμα από τον Κάιζερ.
Ενώ οι άντρες που τουρτουρίζανε μέσα στις γραμμές των χαρακωμάτων σκεφτόντουσαν για τις οικογένειες
τους στο σπίτι, ανάμεσά τους βρισκόταν μία ερημωμένη γη ουδέτερης ζώνης, μια ζώνη γεμάτη με κρατήρες
και κομματιασμένα δέντρα όπου οτιδήποτε κινούνταν αμέσως το πυροβολούσαν. Τόσο στενή ήταν εκείνη η
λωρίδα που οποτεδήποτε υπήρχε προσωρινός κατευνασμός του βρυχηθμού των όπλων, κάθε πλευρά
μπορούσε να ακούσει το κροτάλισμα της μαγειρικής δραστηριότητας από την άλλη.
Αργά την Παραμονή των Χριστουγέννων, με το χιονόνερο να οξύνεται και τη θερμοκρασία να πέφτει, ένας
βρετανός στρατιώτης σε σκοπιά με την Πέμπτη Σκοτσέζικη Μεραρχία Πεζικού άκουσε ένα διαφορετικό ήχο να
αναδύεται μέσα από την ουδέτερη ζώνη. Στα γερμανικά χαρακώματα ένας άντρας τραγουδούσε.
"Stille Nacht, heilige nacht..." (Στίλλε ναχτ = Αγια Νύχτα) (Η Άγια Νύχτα πρωτογράφτηκε στα Γερμανικά)
Ήταν ο σκοπός που ο βρετανός στρατιώτης αναγνώριζε σαν την "Άγια Νύχτα". Ο σκοπός άρχισε να
σιγοτραγουδά μαζί κι αυτός την ίδια μελωδία. Έπειτα, πιο δυνατά, τραγουδούσε και το τραγούδι με τα Αγγλικά
λόγια, κάνοντας ένα παράξενο ντουέτο με τον εχθρό πίσω από τα συρματοπλέγματα.
"...heilige Nacht..."
"...holy night..."
Ένας δεύτερος βρετανός στρατιώτης ήρθε έρποντας στο φυλάκιο της σκοπιάς και ενώθηκε μαζί τους. Σε
λίγο κι άλλοι και από τις δύο πλευρές πιάσανε το τραγούδι, ανακατεύοντας τις τραχιές φωνές τους κατά μήκος
της κατατρυπημένης από βλήματα περιοχής. Οι Γερμανοί συνέχισαν μ’ ένα δεύτερο Χριστουγεννιάτικο σκοπό,
"O Tannenbaum" (το έλατο), και οι βρετανοί απάντησαν με το "God rest you Merry Gentleman." Συνέχεια και
χωρίς σταματημό εξακολουθούσε το αντιφωνικό τραγούδι. Ένας βρετανός στρατιώτης με κιάλια ανέφερε ότι
οι Γερμανοί είχαν ανυψώσει ένα κουρελιασμένο έλατο με αναμμένα κεριά στα κλαδιά της κορυφής ενός
οδοφράγματος με σακιά άμμου. Καθώς ξεπρόβαλλε η αυγή της Μέρας των Χριστουγέννων, πινακίδες
εμφανίστηκαν και στις δύο μεριές, σε δύο γλώσσες: "Καλά Χριστούγεννα!"
Σπρωγμένοι από μία δύναμη πιο ισχυρή από το φόβο, ένας-ένας οι στρατιώτες άρχισαν να αφήνουν κάτω
τα όπλα τους, έρποντας κάτω από τα συρματοπλέγματα και γύρω από τις τρύπες των όλμων μπαίνοντας μέσα
στην ουδέτερη ζώνη. Στην αρχή ήταν μόνο λίγοι άντρες, κι έπειτα περισσότεροι και περισσότεροι, μέχρι που
δεκάδες από τα βρετανικά και τα Γερμανικά στρατεύματα συναντήθηκαν μαζί στο πρώτο φως της Μέρας των
Χριστουγέννων. Τα παιδιά έφερναν μαζί τους φωτογραφίες από τις μητέρες τους και τις γυναίκες τους,
αντάλλαζαν δώρα από γλυκά και τσιγάρα. Κάποιος έβγαλε μία μπάλα ποδοσφαιρική και οι άντρες έπαιζαν
πάνω σε λίγες γιάρδες ελεύθερου από κρατήρες εδάφους.
Έπειτα η Ανακωχή των Στρατιωτών τελείωσε.
Κοντά στη μέση του πρωινού της Μέρας των Χριστουγέννων, τρομοκρατημένοι αξιωματικοί είχαν διατάξει
τους άντρες τους πίσω στα χαρακώματα, οι πυροβολισμοί είχαν ξαναρχίσει. Μέσα σε μερικές ώρες η Πέμπτη
του Σκοτσέζικου Πεζικού εξέδωσε μία διαταγή απαγορεύοντας κάθε παρόμοια επαφή: "Είμαστε εδώ για να
πολεμήσουμε, όχι για συναδερφωθούμε." Οι στρατιώτες υπάκουσαν.
Όμως υπήρχε μία ανεξίτηλη ανάμνηση στο μυαλό τους σε κείνους που έζησαν για να αναπολήσουν
εκείνα τα πρώτα Χριστούγεννα στο μέτωπο. Τη ανάμνηση των λίγων ωρών που ο Κύριός τους δεν ήταν ούτε ο
Βασιλιάς της Αγγλίας , ούτε ο Κάιζερ της Γερμανίας, αλλά ο Πρίγκιπας της Ειρήνης - ο Ιησούς.
Το δώρο που συνέχισε να δίνει.

Από την Marion Bond West ( Με την άδεια του «The New Guideposts Christmas Treasury»)
Έντεκα χρόνια πριν, την παραμονή των Χριστουγέννων, και τα μικρά μας κοριτσάκια μάς έδωσαν ένα
μοναδικό δώρο - τόσο μοναδικό που συνεχίζει να δίνει, τον ένα χρόνο μετά τον άλλον.
Η Τζούλη και η Τζένιφερ ήταν έξη και οχτώ. Οι δίδυμοι γιοι μας, ο Τζόν και ο Τζέρεμυ, δεν ήταν ακόμη
δύο. Θυμάμαι ότι ήμουν κουρασμένη. Τα αγόρια απαιτούσαν συνεχή προσοχή. Όμως ακόμα, είχα κάνει όλα
τα πράγματα που έκανα πάντα τα Χριστούγεννα. Το ψηλό δέντρο ήταν στολισμένο, τα δώρα ήταν όμορφα
τυλιγμένα. Το μαγείρεμα είχε γίνει. Η πόρτα ήταν στολισμένη. Τα δώρα για τα παιδιά είχαν διαλεχτεί
προσεκτικά.
Ήμουν κουρασμένη αλλά ευτυχισμένη. Η Τζούλη με σταμάτησε στην κουζίνα. «Μαμά, η Τζένιφερ και
εγώ έχουμε ένα δώρο για σένα και τον μπαμπά. Δεν είναι κάτι που μπορείς να το τυλίξεις. Θέλουμε εσύ και ο
Μπαμπάς να καθίσετε στον καναπέ και να κρατήσετε τα αγόρια, για να μπορέσουμε να σας το δώσουμε.» Είχα
μερικά πράγματα της τελευταίας στιγμής να κάνω, και δεν ήθελα να καθίσω εκείνη τη στιγμή.
«Σε παρακαλώ μαμά,» παρακάλεσε η Τζούλη, «Θα πάρει μόνο λίγα λεπτά.» Μαλάκωσα τη στάση
μου και φώναξα τον άντρα μου. Μου χρειάστηκε λίγη δουλειά για να κάνω τα αγόρια να καθίσουν ήσυχα στα
γόνατά μας. Τελικά, ωστόσο, ήμασταν έτοιμοι για το δώρο.
Η Τζούλη και η Τζέννιφερ σταθήκανε νευρικά κοντά στο τζάκι, κρατώντας τα χέρια τους. «Πρώτα θα
πρέπει να σβήσουμε τα φώτα,» είπε η Τζούλη με μία ψιθυριστή φωνή. «Θέλουμε μόνο τα φώτα από το
Χριστουγεννιάτικο δέντρο να λάμπουν,» εξήγησε η Τζένιφερ.
Κοιτώντας ίσια μπροστά, μετά, τραγοδησαν το «Άγια Νύχτα». Έπειτα η Τζούλη απάγγειλε ένα ποίημα
για την αγάπη του Θεού. Μετά όταν τέλειωσε, η Τζούλη ρώτησε τον μπαμπά της, ντροπαλά, «Θα μας
διαβάσεις σε παρακαλώ την Χριστουγεννιάτικη ιστορία από τη Βίβλο, για τον Ιησού που γεννήθηκε; Ο δάσκαλό
μας στο κατηχητικό μας την διάβασε την προηγούμενη Κυριακή.»
Ο άντρας μου, ο Τζέρυ, πήρε τη Βίβλο του και διάβασε την ιστορία, γέρνοντας προς το δέντρο για να
μπορεί να βλέπει. Όλοι μας ακούγαμε. Ακόμα και τα δίδυμα ήταν ήσυχα και καθόταν ακίνητα. Όταν τελείωσε
η Τζούλη τον ρώτησε τόσο σιγά που μόλις που μπορούσαμε να την ακούσουμε, «Τώρα μπορούμε να
προσευχηθούμε μαζί;»
Ποτέ δεν είχαμε κάνει κάτι τέτοιο και δεν ήμασταν σίγουροι πώς να αρχίσουμε την προσευχή. Όμως,
παρ’ όλ’ αυτά, λίγο ντροπαλά, προσευχηθήκαμε, όλοι μας , ο ένας μετά τον άλλον. Ήξερα ότι κάτι πολύ
ξεχωριστό συνέβαινε στην οικογένειά μας. Από το δώρο των κοριτσιών μας μάθαμε ότι μπορούσαμε να
προσευχόμαστε μαζί. Κι έτσι, μέσα στα χρόνια συνεχίσαμε να περνάμε ώρα για προσευχή μαζί, όχι μόνο τα
Χριστούγεννα, αλλά και μέσα στον υπόλοιπο το χρόνο.
Το μικρό δώρο των κοριτσιών μας για την οικογένειά τους, εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων,
ήταν το δώρο της πίστης. Έχει μεγαλώσει και έχει δώσει στήριγμα στην οικογένειά μας από τότε και μετά. Ήταν
ένα δώρο που συνεχίζει να δίνει.
Marion Bond West ( Με την άδεια του «The New Guideposts Christmas Treasury»)
Το Χριστουγεννιάτικο ποδήλατο.

Tο ποδήλατο ήταν όμορφο και ολοκαίνουργιο. Ήταν κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και είχε τα
ονόματα των δύο μου αδερφών κοριτσιών, του αδερφού μου και του εαυτού μου επάνω του. Δε βλέπαμε
τίποτα άλλο. Ήμουν εννιά χρόνων και δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Η χρονιά ήταν το 1940 και για μας, όπως και για τόσους άλλους ανθρώπους το Μεγάλο Κραχ δεν είχε
περάσει ακόμα. Κι έτσι το δώρο ήταν σχεδόν πέρα από τη φαντασία μας. Ένας φίλος της μαμάς και του μπαμπά
μας το είχε δώσει και εμείς είχαμε ξετρελαθεί. Το καβαλούσαμε, ανεβαίναμε επάνω του, χορεύαμε γύρω του-
- και οι τέσσερις μας προσπαθούσαμε να το τρέξουμε μέσα από το καθιστικό την ίδια στιγμή. Το χιόνι δεν είχε
αρχίσει να πέφτει ακόμα εκείνο το χρόνο και όλο το πρωί το καβαλούσαμε πάνω κάτω στο δρόμο, κυριολεκτικά
και οι τέσσερις μας επάνω του.
Το μεσημέρι της Μέρας των Χριστουγέννων, ήμασταν ανυπόμονοι να το δείξουμε στον παππού. Ο
παππούς και η γιαγιά θα ερχόταν για το Χριστουγεννιάτικο δείπνο με το λεωφορείο. Κάποτε ήταν ένας καιρός
παλιά, δώδεκα χρόνια πριν, όταν αυτοί είχαν υπηρέτες και έναν σοφέρ και δύο μεγάλα σπίτια και αυτοκίνητα.
Το Κραχ τα πήρε όλα, οι υποθήκες έγιναν κατασχέσεις και τελικά ήμασταν δέκα από μας σε ένα μικρό σπίτι
χωρίς χρήματα.
Ο παππούς ήταν ένα πολύ περήφανος άνθρωπος. Κάποτε ήταν κυβερνήτης της Μασαχουσέτης,
Πρόεδρος της Συνταγματικής Επιτροπής της και τώρα ήταν άφραγκος. Ήταν γύρω στα 70 του, και πολύ
περήφανος, όμως αυτή τη μέρα ακόμα και το εισιτήριο του λεωφορείου ήταν δανεισμένο.
«Έρχονται--έρχονται!» φώναξαν οι δύο αδερφές μου, βλέποντας τα δύο άτομα να βγαίνουν από το
λεωφορείο.
Ήμασταν έτοιμοι να τρέξουμε έξω με το καινούργιο μας ποδήλατο όταν ο αδερφός μου μου φώναξε,
«Κρύψε το ποδήλατο, γρήγορα,» δεν κατάλαβα. Έπειτα , κοιτώντας έξω από το παράθυρο, είδα τον παππού
να τσουλάει ένα ποδήλατο--ξεφτισμένο, λυγισμένο, χτυπημένο, όμως φρέσκο και άσχημα βαμμένο
φανταχτερό κόκκινο.
Ο παππούς χαμογελούσε. Ήταν το μεγαλύτερο χαμόγελο που είχα δει για χρόνια. Ο παππούς
περπατούσε ψηλός σα να έδειχνε ένα βραβευμένο άλογο ιπποδρόμου. Οι τέσσερίς μας κοιτάξαμε ο ένας τον
άλλον και ο αδερφός μου, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, γρήγορα κουβάλησε το νέο ποδήλατο του πρωινού
κάτω στο υπόγειο. Έπειτα τρέξαμε για να τον καλωσορίσουμε.
«Μαντέψτε για ποιον είναι αυτό; είπε ο παππούς, με το στήθος του να φουσκώνει σαν ένα περήφανο
παγώνι. «Δεν είναι και το πιο δυνατό, όμως ...»
«Μας αρέσει, παππού! Φώναξε ο αδερφός μου, χαδεύοντας με τα δάχτυλά του τις λαβές του τιμονιού
από σκουριασμένο χρώμιο.
Είναι το καλύτερο Χριστουγεννιάτικο δώρο που είχαμε ποτέ!» συνέχισαν οι αδερφές μου, γεμίζοντας
τον παππού και τη γιαγιά με αγκαλιές και φιλιά.
Το καβαλήσαμε και ξανά και οι τέσσερίς μας προσπαθούσαμε να ανεβούμε για να το τρέξουμε. Η
μπροστινή ρόδα ξεφούσκωσε. Την ξαναφουσκώσαμε. Αργότερα μάθαμε ότι ο παππούς είχε πάει στο Στρατό
της Σωτηρίας, πλήρωσε μερικές δεκάρες για το παλιό ποδήλατο, το πήρε σπίτι, το έφτιαξε όσο καλύτερα
μπορούσε, και μετά το έβαψε φανταχτερό κόκκινο.
Καβαλούσαμε μόνο το ξεχαρβαλωμένο ποδήλατο όσο καιρό ο παππούς και η γιαγιά ήταν εκεί. Και αυτοί
δεν έφυγαν από το προαύλιο εκείνο το απόγευμα. Ο παππούς στεκόταν εκεί ακούραστος βλέποντάς μας να
τρέχουμε πίσω μπρος πάνω στο ασταθές ποδήλατο. Και ξέρω τώρα ότι αυτό ήταν το καλύτερο δώρο που θα
μπορούσαμε να είχαμε δώσει στον παππού. Γιατί ποτέ δεν φαινόταν ψηλότερος ή πιο περήφανος από ότι όταν
έσκυψε κάτω για να πάρει ένα μαντήλι από την τσέπη της ποδιάς της γιαγιάς και ήσυχα σκούπισε τα μάτια
του.
Η Χριστουγεννιάτικη κούκλα

Από την Pat Sullivan


Η κούκλα ήταν κάποτε όμορφη, με χρυσές μπούκλες, μεγάλα μπλε μάτια που άνοιγαν και έκλειναν, και
με ένα τριανταφυλλένιο στόμα. Όμως τώρα είχε παλιώσει, και τα ρούχα της είχαν σχιστεί και είχαν
κουρελιαστεί. Οι μπούκλες είχαν φύγει από τα μαλλιά της, και ήταν με άδεια μέρη, και φαλακρή σε μερικά
μέρη. Τα μάτια της δεν άνοιγαν, και το πριονίδι έβγαινε από ένα σχισμένο σημείο στο πόδι της.
Η μαμά μου είπε ότι αν ήμουν καλή, ο Άγιος Βασίλης θα μου έφερνε μια καινούργια κούκλα για τα
Χριστούγεννα, κι έτσι, ανακουφισμένη, είπα αντίο στην Άναμπελ και την έριξα έξω στο σωρό των σκουπιδιών
πίσω από το σπίτι μας.
Ήταν Δεκέμβριος του 1934. Ήταν ένας πολύ δύσκολος χρόνος για τις περισσότερες οικογένειες. Χωρίς
δουλειά, χωρίς λεφτά. «Θα είναι φτωχικά Χριστούγεννα για τα παιδιά στη γειτονιά αυτό το χρόνο,» είχα
ακούσει τη μαμά να λέει στη φίλη της.»
Δεν ανησυχούσα πολύ για τέτοια πράγματα. Το μόνο πράγμα στο μυαλό μου ήταν η καινούργια μου
κούκλα, σαν εκείνη που είχα δει σ' ένα κατάστημα στην πόλη.
Η καλύτερη μου φίλη ήταν η Ρόζα που ζούσε στη διπλανή πόρτα, στο υπόγειο διαμέρισμα. Η μαμά της
Ρόζας ήταν άρρωστη στο κρεβάτι τον περισσότερο καιρό. Άκουγα τους μεγάλους να λένε ότι χρειαζόταν πολύ
ανάπαυση και ησυχία. Η Ρόζα φρόντιζε τα νεώτερα αδέρφια της και χειριζόταν τη δουλειά του να είναι «η
μικρή μητέρα» χωρίς παράπονο.
Η Μέρα των Χριστουγέννων τελικά έφτασε, και ούτε που μπορούσα άλλο να περιμένω να ανοίξω τα
κουτιά κάτω από το δέντρο με το όνομά μου πάνω στις καρτελίτσες. Και τα πέντε παιδιά πήραμε παπούτσια,
και γάντια, και από ένα καινούργιο χειμωνιάτικο παλτό. Όμως το καλύτερο απ’ όλα, πήραμε κι από ένα
καινούργιο παιχνίδι. Θα πρέπει να ήμουν πολύ καλό κορίτσι, γιατί το κουτί μου είχε μία μικρή κουκλίτσα
μωρουδάκι, ντυμένο με κίτρινο διαφανές βαμβακερό ύφασμα, με ένα μικρό μπουκαλάκι, και μια ολόκληρη
συλλογή μωρουδιακών ρούχων.
Έτρεξα στη διπλανή πόρτα για να δείξω στη Ρόζα την καινούργια μου κούκλα. Η μαμά της Ρόζας καθόταν
σε μια καρέκλα στο σαλόνι. Ακόμα είχε και τα μαλλιά της χτενισμένα και φορούσε ένα ωραίο φόρεμα. Η Ρόζα
με είδε και το πρόσωπό της έφεξε. «Πήρα κι εγώ μια κούκλα για τα Χριστούγεννα» είπε. Καθισμένη κάτω από
το μικρό το δέντρο ήταν η παλιά μου η κούκλα η Άναμπελ. Μόνο που τώρα, ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Είχε
νέες μπούκλες, τα μάτια της είχαν φτιαχτεί, και κάποιος της είχε φτιάξει ένα φουσκωτό κόκκινο φόρεμα και
ένα σκουφάκι.
Άνοιξα το στόμα μου για να πω κάτι, όμως καμία λέξη δε βγήκε. Η Ρόζα με κοίταξε άγρια και σιωπηλά
και ήξερα ότι δεν θα ‘πρεπε να τίποτα που θα χαλούσε τα Χριστούγεννα της μητέρας της.
Η Ρόζα έτρεξε στη μητέρα της και πήρε το μικρό λεπτό χεράκι της και το φίλησε. «Την έχω αγαπήσει
κιόλας, μαμά» είπε η Ρόζα, αγκαλιάζοντας την παλιά Άναμπελ κοντά στην καρδιά της. Η μητέρα της
χαμογέλασε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο -- κι ήταν η πρώτη φορά που την είχα δει τόσο χαρούμενη. Τα μάγουλά
της έλαμπαν με χρώμα και τα μάτια της γυάλιζαν με φως. Τότε η Ρόζα πήγε στον πατέρα της, που μαγείρευε
το Χριστουγεννιάτικο δείπνο, και του έδωσε μια αγκαλιά.
Σ’ αγαπώ, μπαμπά,» είπε η Ρόζα μαλακά. «Είναι η πιο όμορφη κούκλα σ’ ολόκληρο τον κόσμο!»
Ο πατέρας της Ρόζας χαμογέλασε ευτυχισμένα, και τραγουδούσε καθώς ανακάτευε τα μακαρόνια. Και
εγώ πάντα θυμάμαι τα Χριστούγεννά τους, απλά και αδιακόσμητα, όμως γεμάτα με τον πλούτο και την
τρυφεράδα των στοργικών γονιών και ενός παιδιού που ήξερε ότι το δώρο του να δέχεσαι μπορεί να είναι το
πιο γενναιόδωρο απ’ όλα τα δώρα.
Το μάθημα

Συνέβηκε χρόνια πριν σε μια από εκείνες τις κρύες μέρες του Δεκεμβρίου που κάνουν τους ανθρώπους να
εύχονται να είχαν ψωνίσει τον Ιούλιο. Άνεμοι με νιφάδες χιονιού μαστίγωναν μέσα στους δρόμους.
Κουλουριασμένος πάνω σ’ ένα’ παγκάκι του δρόμου καθόταν ένας αξύριστος άντρας. Φορούσε ένα ξεραμένο
μπουφάν και παπούτσια χωρίς κάλτσες. Είχε τυλίξει μια χαρτοσακούλα γύρω από το λαιμό του για να κρατήσει
έξω τον άνεμο που δάγκωνε τα κόκαλα.
Μια αγοράστρια σταμάτησε, λυπημένη από τον άνθρωπο. “Τι κρίμα”, είπε. Όμως δεν υπήρχε τίποτα που
να μπορούσε να κάνει. Ενώ ή αγοράστρια αδρανούσε, ένα μικρό κοριτσάκι, έντεκα ή δώδεκα χρονών,
περπατούσε δίπλα και είδε τον παγωμένο άνθρωπο στο παγκάκι. Τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του κοριτσιού
ήταν ένα ανοιχτό κόκκινο μάλλινο κασκόλ. Σταμάτησε δίπλα στον άνθρωπο, ξετύλιξε το κόκκινο κασκόλ της
και το έντυσε τρυφερά γύρω από το λαιμό του. Ο άνθρωπος έτριψε το ζεστό μαλλί. Και η αγοράστρια σύρθηκε
φεύγοντας μακριά, ευχόμενη να ήταν αυτή που είχε δώσει το κασκόλ.
Εγώ ήμουν αυτή η αγοράστρια και ο Θεός μου δίδαξε μου δίδαξε κάτι εκείνη τη μέρα. Όπου κι αν είμαι,
ότι κι αν κατέχω, υπάρχει πάντα κάτι που μπορώ να δώσω--ένα άγγιγμα, ένα χαμόγελο, μια προσευχή, έναν
ευγενικό λόγο, ακόμα κι ένα κόκκινο κασκόλ.
--Sue Monk Kidd (Με την άδεια του “The New Guideposts Christmas Treasury”)
Η καρφίτσα της γραβάτας

Ήταν η μέρα μετά τα Χριστούγεννα, το 1932, και ένας λυσσασμένος άνεμος σχημάτιζε άσπρες φλέβες
χιονιού κατά μήκος του πεζοδρομίου μπροστά από το σπίτι μας. Έβλεπα έξω από το παράθυρο του καθιστικού
μας όπου έπαιζα με τα Χριστουγεννιάτικα παιχνίδια και η χαρά της στιγμής έσβησε τόσο γρήγορα όσο ένα
κερί.
Ο θείος Αιμίλιος ερχόταν.
Ένα μαύρο πρόβατο της οικογένειας, εργαζότανε που και που για το Βορειοδυτικό Σιδηροδρομικό Σταθμό
του Σικάγου. Ήταν στη δουλειά μόνο επειδή είχε χάσει ένα χέρι σαν νέος ενώ έσκυβε ανάμεσα σε κάποια
βαγόνια εμπορευμάτων, και ο σιδηρόδρομος αισθανόταν ότι του χρωστούσε τόσο τουλάχιστον.
Ωστόσο, η απώλεια αυτή δε φαινόταν να ενοχλεί το θείο Αιμίλιο. Συχνά, όταν τα βαριά μάγουλά του
κοκκίνιζαν έπαιρνε μια στάση σαν ένας αγριεμένος ελέφαντας στη μέση του καθιστικού και περηφανευόταν
για τους πόσους άντρες είχε πετάξει στο πάτωμα με το ένα το καλό του το χέρι. Πότε πότε μερικές φορές
εξαφανιζόταν στο μπάνιο και ξαναεμφανιζόταν πιο αγενής από ποτέ. Μου πήρε μερικά χρόνια για να
καταλάβω ότι δεν ήταν τα νεφρά του αλλά ένα μπουκάλι της τσέπης που ενεργοποιούσε αυτές τις τακτικές
του επισκέψεις.
Είχε παντρευτεί μια φορά, η δύο, κανένας δεν ήξερε πραγματικά. Και τώρα ζούσε μόνος του σ’ ένα
δωμάτιο στη δυτική πλευρά του Σικάγου.
Ο θείος Αιμίλιος μιλούσε ακατάπαυστα για πράγματα χωρίς ενδιαφέρον για ένα παιδί δέκα χρονών, για
τρόπους για να κερδίζεις στον ιππόδρομο, για σημαντικές θέσεις που είχε απορρίψει στο σιδηροδρομικό
σταθμό, για νέες ευκολομίλητες γυναίκες που είχε βρει. Βαριεστημένος κι έτοιμος να με πάρει ο ύπνος, άκουγα
με μισό αυτί μόνο.
Μια αξέχαστη χρονιά όταν η φωνή του έφτασε σε μια μεγάλη ένταση, έγινε φοβερά ενθουσιασμένος
για την καινούργια του μασέλα. Ξαφνικά την έβγαλε έξω και την πέταξε στον αέρα μέσα στο δωμάτιο προς
εμένα για να την εξετάσω. Προσπαθώντας να κρύψω την αηδία μου, επιφυλακτικά του την έδωσα πίσω και
έφαγα πολύ λίγο βραδινό μετά.
Κι έτσι, κάθε Δεκέμβριο καθώς πλησίαζαν οι γιορτές, παραπονιόμουν στη μητέρα μου για την
επερχόμενη επίσκεψη του θείου Αιμίλιου. «Μα γιατί μαμά, γιατί;»
«Επειδή είναι Χριστούγεννα.»
«Μα αυτός μας καταστρέφει τα Χριστούγεννα.»
«Δεν έχει πού αλλού να πάει», είπε η μητέρα μου, με σταθερή φωνή, φέρνοντας ένα τέλος στη
συζήτηση.
Και τώρα ο θείος Αιμίλιος ερχόταν. Δύο μέρες πριν , η μητέρα μου μου είχε δώσει ένα δολάριο για να
του πάρω ένα δώρο.
Καθώς έμπαινα στα πέντε και δέκα, ένα σπόρος κακού μπήκε μέσα στην ψυχή μου. Κοιτάζοντας το
ξεφτισμένο δολάριο, δεν μπορούσα να δω το λόγο που θα έπρεπε να αγοράσω ένα δώρο για εκείνον τον
άνθρωπο όταν υπήρχαν τόσα πράγματα που χρειαζόμουν. Ήταν ένα μοντέλο συναρμολογούμενου
αεροπλάνου Gee Bee Sportster (Τζι Μπι Σπόρτστερ) που πάντα ήθελα να φτιάξω. Κόστιζε εβδομήντα πέντε
σεντς, όμως δεν μπορούσα να βρω τίποτα άλλο καλό για το θείο Αιμίλιο με το υπόλοιπο τέταρτο του δολαρίου.
Το να βρεις κάτι για εικοσιπέντε σεντς δεν ήταν τόσο απλό όσο νόμιζα. Όμως οι πωλήτριες είχαν αρχίσει
να σκεπάζουν τα ρούχα πάνω στους πάγκους καθώς η ώρα του κλεισίματος πλησίαζε, και κατέληξα σε μια
φτηνή καρφίτσα γραβάτας χρυσού χρώματος.
Ησύχαζα τη συνείδησή μου με τη σκέψη ότι, εξάλλου, αυτός ποτέ δε μας έφερε ένα Χριστουγεννιάτικο
δώρο. Τουλάχιστον μία θεία μας έφερνε νομίσματα από σοκολάτα μέσα σε χρυσόχαρτο αν και είχαν τη γεύση
της ναφθαλίνης από την αποθήκευσή τους ενός χρόνου μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου. Αυτή πάντα ψώνιζε
τα γιορτιάτικα δώρα της στις εκπτώσεις μετά το τέλος των Χριστουγέννων.
Ο θείος Αιμίλιος τοποθέτησε τον εαυτό του στη συνηθισμένη του καρέκλα, και ξανά εγώ κάθισα στη
συνηθισμένη δημηγορία, που διακοπτόταν από διαλείμματα στην τουαλέτα.
Δεν είχα δείξει στη μαμά μου το δώρο του. Το είχα τυλίξει από πριν και το παρουσίασα στο θείο Αιμίλιο
στο καθιστικό ενώ αυτή έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο επιδόρπιο.
Μόλις αυτός το ξετύλιξε, η μητέρα μου μπήκε μέσα στο καθιστικό. Μια ματιά στην καρφίτσα της
γραβάτας και γύρισε προς τα μένα με φλογισμένα μάτια. Έπειτα, γρήγορα καλύπτοντας το θυμό της, είπε: «Έλα
Αιμίλιε, είναι ώρα για βραδινό.»
Μαζεύοντας τον βαρύ όγκο του από την καρέκλα του με το μαξιλάρι, έριξε την καρφίτσα της γραβάτας
μέσα στην τσέπη του παλτού του και κινήθηκε βαριά για το τραπέζι.
Μετά το βραδινό, η μαμά τον βοήθησε να βάλει το παλτό του και μετά στάθηκε στο παράθυρο του
καθιστικού βλέποντάς τον να περπατάει, με σκυμμένο το κεφάλι μέσα στο χιόνι που στροβιλιζόταν, για πάρει
ένα ταξί.
Η τιμωρία έβρεξε άγρια επάνω μου εκείνη τη νύχτα. Η μητέρα μου με πληροφόρησε με σαφήνεια ότι ο
θείος Αιμίλιος ποτέ δε φορούσε γραβάτες γιατί δεν μπορούσε να κάνει τον κόμπο. Και αν είχα κάποια σκέψη
για τους άλλους, θα μπορούσα να το δω αυτό.
Την επόμενη άνοιξη ο θείος Αιμίλιος πέθανε. Μετά την κηδεία η μητέρα μου κι εγώ πήγαμε για να
καθαρίσουμε το δωμάτιό του, ένα μικρό σκοτεινό διαμέρισμα που μύριζε υγρό για γαργάρες και αφρό
ξυρίσματος, με μια σπασμένη πράσινη τέντα στο παράθυρο. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα πού ζούσε.
Ενώ η μητέρα μου πακετάριζε ρούχα μέσα σ’ ένα κιβώτιο για το Στρατό της Σωτηρίας εγώ μελετούσα
τους τοίχους του δωματίου του. Κίτρινες φωτογραφίες με χαραμάδες ήταν προσαρμοσμένες μέσα στην
κορνίζα του καθρέφτη του, εδώ και κει ένα παλιό γράμμα, τυλιγμένο με μια κορδέλα. Κομμάτια θησαυρών
εκείνων που είχε αγαπήσει. Και μετά κάτι έπιασε το μάτι μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Επάνω στον τοίχο,
κρατημένη πάνω σε μια Χριστουγεννιάτικη κάρτα από την οικογένειά μας ήταν η φτηνή καρφίτσα γραβάτας,
μαυρισμένη από τους περασμένους τέσσερις μήνες.
Πάνω στη κάρτα μαζί της ήταν μερικές λέξεις με το δύσκολο γράψιμό του. Στάθηκα πάνω στα δάχτυλα
των ποδιών μου και με δυσκολία έβγαλα το νόημά τους:
«Χριστούγεννα του 1932, από τον ανιψιό μου.»
Ξαφνικά, η ζωή του θείου Αιμίλιου έπεσε επάνω μου--η χαμένη του μάχη με τον κόσμο, η πείνα του για
συντροφιά, η δίψα του να έχει κάποιον για να του μιλάει.
Η σκοτεινιασμένη λάμψη της καρφίτσας τρεμόπαιξε και θάμπωσε μπροστά μου. Σκουπίζοντας τα μάτια
μου, πήγα προς τη μητέρα μου, πέφτοντας απαλά στο πλευρό της.
«Μαμά,» είπα μ’ ένα κόμπο να φουσκώνει μέσα στο λαιμό μου, «είμαι πολύ χαρούμενος που τον είχαμε
για Χριστούγεννα.»
Αυτή κοίταξε την καρφίτσα, και έπειτα κοίταξε εμένα. Άπλωσε το χέρι της και έπιασε τον ώμο μου για
μια στιγμή. Νομίζω ότι ήξερε ότι σ’ εκείνο το δωμάτιο του θείου Αιμίλιου είχα αρχίσει να μεγαλώνω.
Καταιγίδα στα ορεινά της Σκωτίας

Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Είμαι η Ελίζαμπεθ Μπράουν. και πρόκειται να σας πω για τα πιο
καταπληκτικά Χριστούγεννα που είχα ποτέ. Ζούσαμε σε μια μικρή πόλη στα βουνά της Σκωτίας, ανάμεσα σε
υπέροχους και μαγευτικούς λόφους και πεδιάδες, ψηλά δέντρα και πολύχρωμους θάμνους και λουλούδια που
φέρνουν ζωή σε κείνα τα απομονωμένα μέρη. Ο σύζυγός μου, ο Ρόμπερτ, ήταν σιδεράς. 'Έβαζε πέταλα στα
άλογα όλων για μίλια γύρω. Εγώ, μια πολυάσχολη μητέρα και σύζυγος, περνούσα τις μέρες μου φροντίζοντας
τα τέσσερα παιδιά μας Ρομπ, Μαίρη. Άλις και το μικρό Άντριου.
Ο Άντριου ήταν το ξεχωριστό παιδί μας, που απαιτούσε την περισσότερη φροντίδα και αγάπη, αλλά και
που επίσης έδινε την περισσότερη αγάπη σε αντάλλαγμα. Στην εγκυμοσύνη μου μ' αυτόν ήμουν πολύ
άρρωστη, κι από τη στιγμή που γεννήθηκε δεν μπορούσε να ακούσει. Ο κόσμος ήταν σιωπηλός γι' αυτόν. και
ω, τι ήσυχο αγόρι που ήταν! Τι χαρά! Τι θησαυρός! Συχνά ανησυχούσα γι' αυτόν, ωστόσο, καθώς ήξερα ότι θα
μπορούσε να πάθει κάτι κακό αν ξέφευγε απ' τα μάτια μου έστω και για μια στιγμή. Ακόμα κι όταν είχα τα
μάτια μου πάνω του, δεν είχα τρόπο να τον προειδοποιήσω για κίνδυνο ή να τον σταματήσω να κάνει κάτι που
δε θα έπρεπε. Φώναζα όσο δυνατά μπορούσα αλλά δε μπορούσε να με ακούσει. Τον πρόσεχα κάθε στιγμή,
και έμαθα στις αδερφές του και στον αδερφό του να κάνουν το ίδιο.
Τα τρία μεγαλύτερα πήγαιναν στο μικρό σχολείο στο κοντινό χωριό, όμως η φροντίδα του Άντριου ήταν
δικό μου καθήκον και μόνο. Δεν μπορούσα να του μάθω να μιλάει, δεν ήξερα πώς να το κάνω αυτό, όμως
κατάφερα να του διδάξω να διαβάζει και να γράφει. Μόλις έκλεισε τα πέντε μπορούσαμε να συνομιλούμε
αρκετά με στυλό και χαρτί. Και βέβαια όλοι χρησιμοποιούσαμε σήματα και χειρονομίες για να επικοινωνούμε
με το μικρό Άντριου. Τι υπομονετική ψυχή που ήταν, και ω, πόσα μάθαινε σε μένα και σε όλη την οικογένειά
μας!
Ο άντρας μου δεν ήταν μόνο σιδεράς, αλλά επίσης ήξερε πολλά για τα ζώα, ειδικά για τα άλογα - πώς να
τα φροντίζει και τι να κάνει όταν ήταν άρρωστα. Μια χρονιά, μόλις μερικές μέρες πριν από τα Χριστούγεννα,
κάποιοι φίλοι από ένα γειτονικό χωριό ζήτησαν από τον Ρόμπερτ να πάει να δει τι θα μπορούσε να κάνει για
το άλογο τους που είχε πέσει άρρωστο. Χρειαζόντουσαν τη βοήθειά του και για κάποια άλλη δουλειά. Ήταν
ένα σοβαρό θέμα για οποιονδήποτε από μας να έχουμε ένα από τα ζώα μας άρρωστο ή πληγωμένο.
Εξαρτιόμασταν απ' αυτά για τη δουλειά μας και τη μεταφορά μας -- για τους ίδιους μας τους πόρους ζωής.
Ενώ ο Ρόμπερτ ήταν μακριά, έκανε ασυνήθιστο κρύο και ο καιρός άρχισε να χαλάει πολύ. Συχνά είναι
έτσι τόσο ψηλά στις βουνίσιες περιοχές, αλλά αυτή η καταιγίδα φαινόταν σα να επρόκειτο να είναι μια από
τις χειρότερες που είχαμε δει ποτέ. Τα παιδιά κι εγώ δε βγαίναμε έξω από το σπίτι, παρά μόνο για να φέρουμε
κι άλλα καυσόξυλα από την παράγκα όταν άδειαζε το κασόνι δίπλα στη σόμπα μας. Λίγες μέρες αφού είχε
φύγει ο Ρόμπερτ και είχαμε χρησιμοποιήσει σχεδόν όλα τα ξύλα από την παράγκα, άρχισα να ανησυχώ για το
πώς θα μέναμε ζεστοί. Ευχαριστούσα το Θεό που είχαμε άφθονα λαχανικά σε βάζα από την πλούσια σοδειά
του καλοκαιριού,και που ο Ρόμπερτ είχε κυνηγήσει και είχε παστώσει αρκετό κρέας για να μας διαρκέσει για
όλον αυτόν τον άθλιο χειμώνα. Τουλάχιστον θα είχαμε αρκετά για να τρώμε, όμως χρειαζόμασταν κι άλλα
ξύλα.
Ήταν σχεδόν Χριστούγεννα, και μετά από τρεις μέρες η καταιγίδα εξακολουθούσε και ο Ρόμπερτ δεν είχε
γυρίσει σπίτι. Τελικά, έπρεπε να βγούμε έξω και να κόψουμε κι άλλα ξύλα, αλλιώς θα παγώναμε. Το
μεγαλύτερο παιδί μου, ο Ρομπ, προσφέρθηκε να πάει στο κοντινό δάσος και να κόψει μερικούς ξερούς
κορμούς για να ξαναγεμίσει την παράγκα. Ο Ρομπ ήταν ένα ικανό παλικαράκι τώρα, στην ηλικία των 15 χρόνων,
αλλά σαν προστατευτική μητέρα που ήμουν, επέμεινα να πάω μαζί του. Η Μαίρη και η Άλις ήταν ακόμη μικρές
-- και βέβαια ανησυχούσα για τον Άντριου . αλλά προτιμούσα να τα πάρω όλα μαζί μου από το να τα αφήσω
μακριά από τη ματιά μου.
Όλοι μας τυλιχτήκαμε με τα πιο ζεστά μας ρούχα, βάλαμε τις μπότες μας, και πήραμε το δρόμο για το
κοντινό δάσος μαζί. Ο νεαρός Ρομπ κουβαλούσε το τσεκούρι του πατέρα του με το ένα το χέρι και τραβούσε
το μεγάλο μας έλκηθρο με το άλλο. Τα μικρά ήταν χαρούμενα που ήταν έξω στον καθαρό αέρα, και αρχίσανε
να κυνηγάνε το ένα το άλλο τριγύρω, παίζοντας κρυφτό και κυνηγητό ανάμεσα στα δέντρα. Ο Ρομπ έκοβε τους
κορμούς σε μικρότερα κομμάτια, κι εγώ τα φόρτωνα πάνω στο έλκηθρο. Με την άκρη του ματιού μου
παρακολουθούσα για να σιγουρεύομαι ότι τα παιδιά δεν πήγαιναν πολύ μακριά.
Τότε, τόσο ξαφνικά όσο το παίξιμο ενός βλέφαρου, ένα απίστευτο ρεύμα άνεμου φύσηξε τριγύρω μας και
το χιόνι ερχόταν τόσο πυκνό που δεν μπορούσες να δεις ούτε το χέρι σου ακόμη κι αν το κρατούσες μπροστά
σου! Χιονοθύελλες σαν κι αυτή δεν ήταν ασυνήθιστες, όμως γενικά ήμουν αρκετά προνοητική και βρισκόμουν
μέσα στο σπίτι μου και είχα και τα παιδιά μου μαζί επίσης όταν ξεσπούσε μια τέτοια καταιγίδα. "Μαίρη! Άλις!"
φώναξα δυνατά, αλλά δεν μπορούσα ούτε και τη δική μου φωνή να ακούσω από τον άνεμο που
λυσσομανούσε. Ο Ρομπ ήρθε σκουντουφλώντας εκεί που ήμουν, και κρατούσαμε σφιχτά ο ένας τον άλλον, μη
μπορώντας να πάμε πιο μακριά. Συνέχισα να φωνάζω τα ονόματα των κοριτσιών, αλλά η καρδιά μου φοβόταν
περισσότερο για τον Άντριου. Δεν μπορούσε να με ακούσει που τον φώναζα και θα μπορούσε να πηγαίνει
προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, απ' όσο ήξερα, και θα χανόταν εύκολα μέσα στο δάσος. Υπάρχουν
εκατοντάδες απότομοι γκρεμοί, χαράδρες και μεγάλες λακκούβες σ' αυτά τα μέρη, και μ' ένα τέτοιο χιόνι που
δεν έβλεπες τίποτα μπροστά σου, οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί σ' ένα παιδί!
Έλπιζα ότι και οι τρεις τους ήταν μαζί. αλλά η μητρική διαίσθηση μου έλεγε ότι δεν ήταν. Φώναζα και
φώναζα, και μετά από πολλά λεπτά - που μου φάνηκαν σαν ώρες - άκουσα μικρές φωνές. Ανάμεσα στα δέντρα
και στη θύελλα, τα κορίτσια μου και εγώ ξαναβρεθήκαμε. Όχι όμως και με το μικρό Άντριου! Τον είχανε χάσει
από τα μάτια τους ενώ παίζανε και τρέχανε τριγύρω, και όταν με άκουσαν αμυδρά να φωνάζω, ακολούθησαν
τη φωνή μου. Έλπιζαν να έβλεπαν τον Άντριου στο δρόμο καθώς έρχονταν. όμως αυτός δεν βρισκόταν
πουθενά.
Οι τέσσερις μας κρατούσαμε ο ένας τον άλλον και περιμέναμε μέχρι να κοπάσει λίγο η θύελλα. Πόσο
πανικοβλήθηκε η καρδιά μου και φώναξα από φόβο για το χαμένο μικρό μου!
"Μαμά," είπε η Άλις, "πρέπει να ζητήσουμε από το Θεό να προστατέψει τον Άντριου, και να τον φέρει
πίσω σε μας." Άρρωστη από την ανησυχία όπως ήμουν, ούτε που μπορούσα να προσευχηθώ, όμως η πίστη
της Άλις με έκανε να αισθανθώ ντροπή, καθώς ζητούσε από το Θεό να φροντίσει τον Άντριου και να μας
βοηθήσει να τον βρούμε γρήγορα. Μόλις μπορέσαμε να δούμε λίγο πιο μακριά μπροστά μας, τραβήξαμε πιο
βαθιά μέσα στο δάσος, ελπίζοντας κάθε στιγμή ότι θα τον έπαιρνε το μάτι μας. Είχε αρχίσει να πέφτει η νύχτα,
και μόλις θα νύχτωνε, θα ήμασταν όλοι χαμένοι σαν τον Άντριου. Δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να κάνουμε
μεταβολή και να επιστρέψουμε στο σπίτι. 'ίσως θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε να βγούμε έξω ξανά με
έναν δαυλό ελπίζοντας ότι δεν θα τον έσβηνε ο άνεμος.
Ήταν ακόμη δύσκολο να βλέπουμε μπροστά μας, όμως μαζί καταφέραμε να βρούμε το έλκηθρο μας και
τα ξύλα, και να πάρουμε το δρόμο προς το σπίτι. Ο Ρομπ πήγε πίσω στην παράγκα για να ξεφορτώσει τα
κούτσουρα που είχαμε καταφέρει να φορτώσουμε πριν να ξεσπάσει η θύελλα.
Τα κορίτσια κι εγώ μπήκαμε μέσα για να ανάψουμε τη φωτιά. Μια στιγμή αργότερα, άκουσα τα βαριά
βήματα του Ρομπ που έτρεχε με έξαψη προς την πόρτα. Στράφηκα και δε μπορούσα να πιστέψω στα μάτια
μου! Ο Ρομπ στεκόταν στην πόρτα, με τον Άντριου στην αγκαλιά του! Ήμουν πάρα πολύ πλημμυρισμένη από
τα αισθήματά μου για να βγάλω λέξη, και ο Άντριου δεν ήξερε πώς να το κάνει, όσο πολύ κι αν το ήθελε. Πήρα
τον Άντριου στην αγκαλιά μου και τον κουβάλησα στον καναπέ, και αγκαλιάσαμε ο ένας τον άλλον για
περισσότερη ώρα από ποτέ. Έκλαιγα με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης που ήταν ασφαλής, εδώ ακριβώς
μέσα στην αγκαλιά μου και στο σπίτι μου, όταν θα μπορούσα να τον είχα χάσει για πάντα.
Μόλις ανάψαμε για καλά τη φωτιά, και η Μαίρη είχε ετοιμάσει μια κατσαρόλα με ζεστό γάλα για να μας
ζεστάνει, ήθελα να προσπαθήσω να βρω από τον Άντριου τι είχε συμβεί και πώς είχε γυρίσει στο σπίτι σχεδόν
την ίδια ώρα μαζί με τους υπόλοιπους από εμάς μέσα σε μια τόση φοβερή θύελλα. Του έδωσα χαρτί και στυλό,
και αυτός άρχισε να λέει την ιστορία του με ένα μίγμα απλών σχεδίων και τις λίγες λέξεις που μπορούσε να
γράψει. Από τα κακογραμμένα του κατάλαβα ότι καθώς παίζανε αυτός και τα κορίτσια, είχε τρέξει και είχε
κρυφτεί πίσω από ένα δέντρο, ίσως περιμένοντας να τα ξαφνιάσει όταν θα έρχονταν κοντά, όπως του άρεζε
πάντα να κάνει. Τότε ήταν που άρχισε η θύελλα, και ο Άντριου απλώς κάθισε ακίνητος, σκυφτός ανάμεσα σε
δύο δέντρα, χωρίς να μετακινηθεί ούτε ένα εκατοστό.
Έξυπνο παιδί, σκέφτηκα. Αν είχε προσπαθήσει να μετακινηθεί και να βρει το δρόμο του μέσα σ' εκείνη τη
θύελλα, ένα σωρό αναποδιές θα μπορούσαν να του είχαν συμβεί. - Μα πώς βρήκε το δρόμο για το σπίτι;
Ο Άντριου μου έδωσε ένα έξυπνο χαμόγελο. Έπειτα άρχισε να χειρονομεί για κάτι. που νόμιζα ότι
κατάλαβα αλλά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Του ζήτησα να μου το εξηγήσει ξανά. Ο Ρομπ κι εγώ κοιτούσαμε
ο ένας τον άλλον με κατάπληξη.
Αυτό που μας εξηγούσε με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο, ήταν κάπως έτσι:
'Τον άκουσα! Τον άκουσα να φωνάζει το όνομά μου, 'Άντριου!' Περπάτησα προς τα εκεί απ' όπου ερχόταν
η φωνή, όμως κανένας δεν ήταν εκεί. Τον άκουσα ξανά. να φωνάζει, 'Άντριου, έλα! Έλα, πάμε σπίτι.' Συνέχισα
να περπατώ προς τα εκεί απ' όπου άκουγα τη φωνή, όμως ακόμη δεν έβλεπα κανέναν. Με φώναξε ξανά, και
συνέχισα να προχωράω προς τη φωνή. Αυτό συνέβηκε πέντε με έξη φορές. Συνέχισα να ακολουθώ, μέχρι που
έφθασα σπίτι."
Ξέραμε ότι θα έπρεπε να ήταν αλήθεια. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος που το παιδί θα μπορούσε να βρει
το δρόμο για το σπίτι. Ο Θεός είχε στείλει έναν άγγελο, μια φωνή, ούτε ξέρω τι ήταν ... και από θαύμα, ο
μικρός μας κουφός Άντριου μπόρεσε να τον ακούσει. Έσωσε τον μικρό μου Άντριου και τον έφερε σπίτι σε
μας!
Ο Ρόμπερτ γύρισε την επόμενη μέρα, και γιορτάσαμε τα πιο χαρούμενα Χριστούγεννα που είχαμε ποτέ,
πριν ή μετά.
Ήμασταν μια τόσο χαρούμενη οικογένεια, όλοι μαζί, προστατευμένοι και οδηγημένοι από Εκείνον που
έκανε τα Χριστούγεννα αυτό που είναι -- μια εποχή ελπίδας, μια εποχή αγάπης, μια εποχή πίστης, μια εποχή
εμπιστοσύνης, μια εποχή που πιστεύεις σ' αυτό που δε φαίνεται, μια εποχή θαυμάτων και μεγαλουργημάτων,
μια εποχή που οι άγγελοι υμνούν, και που οι κουφοί ακούν τις φωνές των αγγέλων!
Να αγαπάς τον πλησίον σου

Ήταν πάλι εκείνη η εποχή του χρόνου, και για μια φορά ακόμα η κίνηση και η φασαρία των
Χριστουγέννων γέμιζε το σπίτι. Η εφτάχρονη Κέιτ και οι γονείς της είχαν αρχίσει τους γιορταστικούς
στολισμούς και τις προετοιμασίες για τα καλά.
"Μαμά, μπορώ να προσκαλέσω τη Σούζη εδώ να παίξει μαζί μου ένα απ' αυτά τα βραδάκια;" ρώτησε
η Κέιτ.
"Κέιτ, γλυκιά μου, ξέρεις ότι το έχουμε συζητήσει αυτό. Δεν τους γνωρίζουμε καλά, και η μητέρα της
Σούζη είναι τόσο άσχημα στην υγεία της που θα προτιμούσαμε να μην πηγαίνεις κοντά τους. Απλώς δε μας
φαίνεται σωστό. Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι μαζί ένα από αυτά τα βράδια. Ας ελπίσουμε ότι εγώ και
ο πατέρας σου δε θα χρειαστεί να δουλέψουμε αυτά τα Χριστούγεννα. Αν συμβεί αυτό, η Λίντα από δίπλα
είπε ότι θα έρθει να μείνει μαζί σου," απάντησε η μητέρα της.
Η Κέιτ αναστέναξε. Ο πατέρας της ήταν ένας διάσημος χειρούργος, και η μητέρα της η διευθύντρια ενός
κοντινού ιατρικού κέντρου. Γιατί πρέπει πάντα, ακόμα και τα Χριστούγεννα, να είναι τόσο
απασχολημένοι; αναρωτιόταν. Τι να κάνεις δεν έχει νόημα να ελπίζεις να γίνουν διαφορετικά τα πράγματα.
Αυτό δε θα αλλάξει τίποτα! Με αυτή τη σκέψη, η Κέιτ συνέχισε να ζωγραφίζει.
Οι γονείς της είχαν κάνει ότι μπορούσαν για να ενσταλάξουν στην Κέιτ απλή πίστη στο Θεό και στην
προσευχή. Όμως φαινόταν ότι καθώς η Κέιτ μεγάλωνε, οι γονείς της απασχολημένοι με τη δουλειά τους όλο
και πιο πολύ, μιλούσαν για το Θεό όλο και λιγότερο. Στην πραγματικότητα μιλούσαν λιγότερο για το κάθε τι
και σπάνια έκαναν πράγματα μαζί, σαν μια οικογένεια.
Εκείνο το βραδάκι, η Κέιτ άρχισε να σκέφτεται για το τι Χριστουγεννιάτικα δώρα θα της έπαιρναν. Η
Παραμονή των Χριστουγέννων ήταν μόνο σε έξι μέρες. Ίσως η μαμά να έχει ήδη κάνει τα Χριστουγεννιάτικά
της ψώνια, και απλώς τα κρατάει για έκπληξη, για να μην προσπαθήσω να βρω πού έχει κρύψει τα δώραl
Καθώς ξεντύθηκε και έβαλε τη νυχτικιά της, μια άλλη σκέψη βασάνισε την Κέιτ. Γιατί εγώ παίρνω τόσο
ωραία δώρα κάθε χρόνο, κι ωστόσο η φίλη μου η Σούζη δεν παίρνει σχεδόν τίποτα; Η Κέιτ ανακάθισε στο
κρεβάτι και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τα γόνατά της καθώς σκέφτηκε. Ω, ελπίζω και η Σούζη να πάρει
μερικά ωραία δώρα αυτό το χρόνο!
Μ' αυτή τη σκέψη ξάπλωσε και γρήγορα αποκοιμήθηκε.
Ο ήχος των πουλιών που τιτίβιζαν έξω από το παράθυρο της Κέιτ την ξύπνησαν πιο νωρίς απ' ότι
συνήθως. Κι' ενώ έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της για λίγο ακόμα, ξαφνικά θυμήθηκε αυτό που μόλις
ονειρευότανε. Στο όνειρό της ήταν τυλιγμένη στην αγκαλιά της μητέρας της κοιτάζοντας ένα βιβλίο με ιστορίες.
Δεν είναι παράξενο αυτό; Έχω καιρό να διαβάσω εκείνο το βιβλίο! Η Κέιτ έσπρωξε τα σκεπάσματά της
και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πηγαίνοντας με βιασύνη στη ντουλάπα της, κατέβασε ένα κουτί από το
ψηλότερο ράφι. μα πού θα μπορούσε να είναι τώρα;
"Αα, να το!" είπε τινάζοντας τη σκόνη από ένα παλιό βιβλίο. Τι υπέροχες αναμνήσεις της έφερνε!
Η Κέιτ, νοερά, γύρισε πίσω σε πολλά ζεστά βράδια δίπλα στο τζάκι με τη μαμά της και το μπαμπά της,
όταν συνήθιζαν να της διαβάζουν ένα κεφάλαιο από αυτό το βιβλίο με τις ιστορίες της Βίβλου κάθε νύχτα.
Χαμογέλασε καθώς γυρνούσε τις σελίδες του. Κάθε εικόνα φαινόταν να φέρνει πίσω ένα ιδιαίτερο
συναίσθημα, μια μοναδική ανάμνηση, όπως και την πρώτη φορά που είχε ακούσει εκείνες τις συναρπαστικές
ιστορίες.
Η Κέιτ κάθισε κάτω μέσα στην ντουλάπα. Θυμάμαι πώς συνηθίζαμε να προσευχόμαστε κάθε βράδυ
προτού κοιμηθούμε. Η μαμά και ο μπαμπάς μου μαθαίνανε να λέω τις προσευχές μου. και έπειτα με
κουκουλώνανε στο κρεβάτι μου. Δεν προσευχόμαστε μαζί άλλο πια, αλλά φαντάζομαι αυτό συμβαίνει γιατί δε
βρίσκονται σπίτι όταν είναι η ώρα μου να πάω για ύπνο.
Καθώς η Κέιτ ξεφύλλιζε το βιβλίο, άνοιξε σε μια εικόνα του Ιησού, που τον περιτριγύριζαν μικρά παιδιά.
Το εδάφιο της Βίβλου από κάτω έγραφε: "Ζήτα Μου και θα σου δώσω τις επιθυμίες της καρδιάς σου."
Μμμ, σκέφτηκε η Κέιτ, μου θυμίζει κάτι που μου είπε ο μπαμπάς μου μια φορά, ότι όταν χρειάζεσαι
βοήθεια για κάτι και κανένας άλλος δεν μπορεί να σε βοηθήσει, τότε ζήτα το από τον Ιησού και Αυτός θα
απαντήσει. Αναρωτιέμαι ... ναι! Αυτό θα κάνω!
Η Κέιτ έβαλε το βιβλίο στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι της, πετάχτηκε πάνω, άρπαξε ένα καθαρό
σύνολο από το συρτάρι της, και άλλαξε τη νυχτικιά της. Βούρτσισε τα μαλλιά της και τακτοποίησε το κρεβάτι
της και το δωμάτιό της. Τώρα ήταν έτοιμη.
Γονάτισε στα πόδια του κρεβατιού της και προσευχήθηκε: "Αγαπημένε μου Ιησού, είμαι τόσο
χαρούμενη που είχα αυτό το όμορφο όνειρο χθες το βράδυ για το βιβλίο μου. Είμαι ευτυχισμένη που το βρήκα
σήμερα το πρωί, και μου έδωσε αυτή την ιδέα να Σου μιλήσω. Θέλω να Σου πω για τα σχέδια μου για τα
Χριστούγεννα.
'Έχω μια φίλη. Τη λένε Σούζη. Η μαμά της Σούζη είναι αρκετά άρρωστη, και ο μπαμπάς της συχνά
χρειάζεται να λείπει από το σπίτι για να εργάζεται. Η Σούζη δεν έχει πολλά παιχνίδια ή ωραία πράγματα.
Ελπίζω να πάρει μερικά δώρα αυτή τη χρονιά."
Η Κέιτ συνέχισε, 'Όμως έχω κάτι ιδιαίτερο να Σου ζητήσω να κάνεις.
"Λοιπόν το πρόβλημα είναι ..." η Κέιτ είπε ψιθυριστά την υπόλοιπη προσευχή της. Κάποτε επιτέλους
τελείωσε. "Σ' ευχαριστώ που με άκουσες. Λοιπόν, τώρα καλύτερα να πηγαίνω. Αμήν!"
Η Κέιτ σηκώθηκε αργά, ελπίζοντας ότι ο Ιησούς είχε ακούσει την προσευχή της. Κατευθύνθηκε προς
την κουζίνα όπου η Τζούλια, η υπηρέτρια, είχε ετοιμάσει μερικές τηγανίτες και ζεστή σοκολάτα που την
περιμένανε.
Στις 23 Δεκεμβρίου, η μητέρα της είπε ότι έπρεπε να πάει κάπου ξαφνικά. Για την Κέιτ αυτό σήμαινε
ότι η μαμά της πήγαινε να ψωνίσει τα Χριστουγεννιάτικα δώρα. "Καλό απόγευμα, μαμά!" φώναξε και έγνεψε
αντίο από το μπροστινό τους παράθυρο.
Ήταν δύο μέρες αργότερα, αλλά στην Κέιτ φάνηκαν πολύ περισσότερες, και η στιγμή είχε έρθει. Ήταν
το πρωινό των Χριστουγέννων και ο ήλιος έλαμπε πάνω στο φρεσκοστρωμένο χιόνι που κάλυπτε τα δέντρα
και τους πεζόδρομους. Η Κέιτ χαμογελούσε καθώς κατέβαινε με φόρα τις σκάλες προς το τζάκι όπου, όπως
πάντα, κρέμονταν τρεις μεγάλες Χριστουγεννιάτικες κάλτσες.
Ποια να είναι η δικιά μου; αναρωτήθηκε η Κέιτ. Μόλις τότε βγήκαν απ' την κουζίνα ο μπαμπάς της και
η μαμά της κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ στα χέρια τους.
"Καλημέρα Κέιτ! Και Καλά Χριστούγεννα! 'Έλα να μας δώσεις μια αγκαλιά κι ένα φιλί!" φώναξε η μαμά.
"Ω, Καλά Χριστούγεννα, μπαμπά και μαμά! Σας αγαπώ!" Η Κέιτ τους κοίταξε με νόημα κι έπειτα
έστρεψε τη ματιά της ξανά στις Χριστουγεννιάτικες κάλτσες.
"Ναι, και βέβαια μπορείς! Και βέβαια μπορείς! Πήγαινε αμέσως," ήρθε η απάντηση.
Η Κέιτ έτρεξε προς το τζάκι. Με ανυπομονησία κοίταξε πίσω από κάθε κάλτσα για να βρει αυτή που
είχε πάνω κεντημένο το όνομά της. Ήταν η δεύτερη. Στα γρήγορα κατέβασε κάτω τις κάλτσες του μπαμπά και
της μαμάς και τους τις έδωσε.
"Άντε! Ανοίξτε τις! Ανοίξτε τιςl" είπε η Κέιτ με ένα τόνο ενθουσιασμού στη φωνή της.
Έπειτα η Κέιτ, κάθισε στο πάτωμα κι άρχισε να βγάζει ένα ένα τα δωράκια από την κάλτσα της. Κι' αφού
είχε ανακαλύψει όλα τα κρυμμένα παιχνίδια. τα γλυκά και τις λιχουδιές, ήξερε ότι η ώρα για να ανοίξει τα
δώρα κάτω από το δέντρο είχε φτάσει.
"Εντάξει, ήρθε η ώρα!" αναφώνησε ο μπαμπάς της. "Πήγαινε εκεί στο δέντρο και δες τι σου έφεραν
αυτά τα Χριστούγεννα."
Τα μάτια της Κέιτ λαμπύριζαν καθώς κουβαλούσε την παραγεμισμένη κάλτσα της προς τo δέντρο.
Άρχισε να βγάζει τα δώρα που ήταν κάτω από το δέντρο και να διαβάζει τα ονόματα.
"Αυτό είναι για σένα, Μπαμπά ... κι αυτό είναι για σένα, Μαμάl Ω, κι αυτό εδώ είναι για μέναl" είπε,
καθώς άρχισε να ξετυλίγει τα δώρα της. Προτού καλά -καλά να το καταλάβουν, μισή ώρα είχε ήδη περάσει μ'
αυτό τον εύθυμο τρόπο. Η Κέιτ ούτε που πρόσεξε τις χαρούμενες Χριστουγεννιάτικες μελωδίες που
ακούγονταν απ' το βάθος. Ήταν πάρα πολύ απασχολημένη με τα δώρα της και βοηθώντας τους γονείς της να
ανοίξουν τα δικά τους.
Τελικά όλα τα δώρα είχαν ανοιχτεί. Η Κέιτ έδωσε και στους δύο γονείς της μια μεγάλη αγκαλιά και ένα
φιλί και τους ευχαρίστησε για το κάθε δώρο. Κάθισε με την πλάτη της προς το όμορφα στολισμένο
Χριστουγεννιάτικο δέντρο και σκέφτηκε μέσα της, αναρωτιέμαι π να πήρε η Σούζη για τα Χριστούγεννα.
"Τώρα, να πηγαίνουμε! Έχουμε μια ολόκληρη Χριστουγεννιάτικη μέρα να περάσουμε μαζί, καλό μου
κορίτσι!" είπε ο μπαμπάς της. "Άρπαξε το παλτό σου και φύγαμεl"
Μόλις τότε χτύπησε το τηλέφωνο, και η μαμά της πήγε στην κουζίνα για να το πάρει. Η Κέιτ κουβάλησε
τα δώρα της πάνω στο δωμάτιό της. Όταν κατέβηκε πάλι κάτω με το παλτό της, είδε τους γονε1ς της να
συνομιλούν με ανησυχία.
"Τι συμβαίνει Μπαμπά; " ρώτησε η Κέιτ.
"Γλυκιά μου, λυπάμαι πολύ. Κάτι επείγον έχει παρουσιαστεί στο κέντρο και πρέπει να πάμε και οι δύο
αμέσως. Μπορεί να χρειαστούν αρκετές ώρες μέχρι να το τακτοποιήσουμε."
Το πρόσωπο της Κέιτ δεν κατάφερε να κρύψει την απογοήτευσή της. "Γλυκιά μου, ξέρω ότι αυτό είναι
δύσκολο για σένα. Θα προσπαθήσουμε να γυρίσουμε πίσω όσο πιο γρήγορα μπορούμε, για να καθίσουμε μαζί
στο γιορτινό τραπέζι, εντάξει;"
"Σ' αγαπούμε γλυκιά μου. Θα σε δούμε σύντομα!"' Φώναξε ο μπαμπάς της καθώς και οι δυο τους
έφευγαν βιαστικά.
"Μια και η Τζούλια έχει ρεπό σήμερα, θα έρθει η Λίντα να μείνει μαζί σου. Οτιδήποτε χρειαστείς, πες
της. Ω, να την έρχεται τώραl", φώναξε η Μαμά της.
"Περιμένετε ένα λεπτό!" φώναξε η Κέιτ. Τα μάτια της έλαμψαν μ' ένα σχέδιο καθώς χτυπούσε με τα
δάχτυλά της το παράθυρο του αυτοκινήτου. "-έ ... ξέρω ότι τα 'χουμε πει αυτά, αλλά μιας και θα 'μαι σπίτι όλη
μέρα σήμερα, θα μπορούσα σας παρακαλώ να προσκαλέσω τη Σούζη να έρθει ... μόνο για μια ώρα; Ή θα
μπορούσαμε να παίξουμε στο πάρκο αν δεν μπορεί να έρθει στο σπίτι μας. Σας παρακαλώ."
Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Ο μπαμπάς της μίλησε πρώτος. "Εντάξει, Κέιτ. Μια και είναι
Χριστούγεννα."
"Όμως γλυκιά μου, κάνει πάρα πολύ κρύο για να παίζετε έξω στο πάρκο για μια ώρα, "πρόσθεσε η
Μαμά. "Μπορείτε να παίξετε μέσα." "Εντάξει! Ευχαριστώ!
Η καρδιά της Κέιτ ξανάνιωσε. Τουλάχιστον θα είχε κάποια συνομήλική της για παρέα. Η Κέιτ έτρεξε
μέσα. έβαλε γρήγορα τις μπότες της και μαζί με τη Λίντα, πήραν το δρόμο για το σπίτι της Σούζη.
Η Σούζη και η μητέρα της, η Έλσα , ζούσαν σ' ένα μικρό, κακοδιατηρημένο σπιτάκι ένα τετράγωνο
μακριά. Ο πατέρας της Σούζη δεν τα είχε καταφέρει να έρθει σπίτι για τα Χριστούγεννα. Είχε αναγκαστεί να
πάει σε μια άλλη πόλη για να βρει δουλειά, από τότε που το τοπικό εργοστάσιο μείωσε το εργατικό του
δυναμικό. Η Έλσα ήταν πολύ αδύναμη και άρρωστη τον περισσότερο καιρό. Η Κέιτ συχνά ήθελε να παίζει με
τη Σούζη, καθώς δεν είχε άλλους δικούς της αδερφούς ή αδερφές, αλλά οι γονείς της Κέιτ δεν το επιτρέπανε.
Δεν ήθελαν η Κέιτ να είναι κοντά στην Έλσα , καθώς ήταν τόσο φιλάσθενη, αν και η αρρώστια της υποτίθετο
ότι δεν ήταν μεταδοτική. Η Κέιτ όμως, υποψιαζόταν ότι δεν την άφηναν επειδή ήταν τόσο φτωχοί.
Ενώ η Λίντα κουβέντιαζε με μια από τις φίλες της έξω στο δρόμο, η Κέιτ χτύπησε το κουδούνι και
περίμενε. Πέρασε πολύ ώρα μέχρι να ανοίξει την πόρτα η Έλσα, όπως πάντα.
"Μπορεί να έρθει η Σούζη να παίξουμε στο σπίτι μου για λίγο;" ρώτησε η Κέιτ. "Οι γονείς μου
χρειάστηκε να πάνε στη δουλειά, όμως ή Λίντα θα είναι εκεί για να μας προσέχει." Η Έλσα χαμογέλασε και
πήγε να φωνάξει τη Σούζη.
"Κέιτ! Γεια σου! Έλα μέσα! Χαίρομαι τόσο που ήρθες!" "Γεια σου. Σούζη!"
Το σπίτι της Σούζη ήταν διαφορετικό από της Κέιτ. Τα έπιπλά τους ήταν παλιά, και δεν είχαν ούτε δείγμα
από Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κι ωστόσο, υπήρχε ένα βλέμμα ειρήνης και ευτυχίας στα μάτια τους που
φαινόταν να φωτίζει το δωμάτιο.
Η Σούζη ήταν συνομήλικη της Κέιτ και μια θαυμάσια σύντροφος στα παιχνίδια. Τα μάτια της Κέιτ τρέχαν
γύρω στο δωμάτιο ελπίζοντας να δει κάποια ίχνη από δώρα. Τίποτα! Αναρωτιέμαι αν η Σούζη πήρε
κανένα δώρο. σκέφτηκε η Κέιτ.
"Θα ήθελες να έρθεις στο σπίτι μου να παίξουμε;" ρώτησε η Κέιτ.
"Και βέβαια! Έλα! Ας μη χάνουμε χρόνο! Έλα να τρέξουμε να δούμε ποιος θα φτάσει πρώτος!" είπε η
Σούζη χαρωπά.
Σε χρόνο μηδέν, τα δύο κορίτσια βρίσκονταν πίσω στο σπίτι της Κέιτ. Παίζανε τόσο καλά μαζί που δεν
κατάλαβαν το χρόνο να περνάει. Ήταν ήδη δύο ώρες μαζί. Η Λίντα άκουγε μουσική και διάβαζε ένα καινούργιο
βιβλίο. Η ωραία μελωδία στο παλιό ρολόι του παππού μέσα στο γραφείο, θύμισε στην Κέιτ την υπόσχεση που
έδωσε στους γονείς της να παίξει με την Σούζη μόνο για μια ώρα.
"Ω πω-πω, οι γονείς μου μπορεί να γυρίσουν σπίτι σύντομα, γι' αυτό νομίζω ότι πρέπει να
σταματήσουμε το παιχνίδι. Ας ζητήσουμε από τη Λίντα να μας πάει πίσω στο σπίτι σου," πρότεινε η Κέιτ. "Σ'
ευχαριστώ που ήρθες. Πέρασα τόσο καλά μαζί σου."
"Κι εγώ πέρασα πολύ καλά. Είσαι η σούπερ φίλη μου," είπε η Σούζη ευτυχισμένα.
Καθώς μπαίνανε μέσα στο σπίτι της Σούζη, η Έλσα φώναξε,
"Σούζη γλυκιά μου, έλα εδώ ένα λεπτό."
Η Σούζη έτρεξε να δει τη μητέρα της, ενώ η Κέιτ με τη Λίντα περίμεναν στο χολ. Άκουσαν κάτι ψίθυρους
κι έπειτα η Σούζη ήρθε έξω, κουβαλώντας ένα μεγάλο κουτί από χοντρό χαρτί στα χέρια της.
"Τι είναι αυτό;" ρώτησε η Κέιτ. "Δεν ξέρω. Η μαμά μου είπε ότι ενώ εσύ κι εγώ παίζαμε στο σπίτι σου,
χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Η μαμά ξεκουραζόταν, και της πήρε λίγη ώρα για να σηκωθεί. Όταν τελικά
άνοιξε την πόρτα, δεν υπήρχε κανένας εκεί - μόνο αυτό το κουτί ... με Χριστουγεννιάτικα δώρα! Κοίτα! Είναι
όλα τυλιγμένα ωραία. Μερικά έχουν το δικό μου όνομα και μερικά έχουν της μαμάς και του μπαμπά!"
Η Κέιτ δε μπορούσε να συγκρατήσει την ευτυχία της για τη φίλη της. Η Σούζη χοροπηδούσε ενθουσιασμένη.
"Είναι τόσο καταπληκτικό! Δεν είχαμε λεφτά για να αγοράσουμε δώρα αυτά τα Χριστούγεννα, κι έτσι
συμπέρανα ότι δε θα είχαμε καθόλου. Χθες το βράδυ, όταν προσευχηθήκαμε μαζί, ευχαριστήσαμε το Θεό
που είχαμε η μία την άλλη και τον μπαμπά μου, ακόμα κι αν δεν είχαμε δώρα. Αλλά κοίταξε τι μας έστειλε ο
Θεός σήμερα το πρωί!"
"Αυτό είναι υπέροχο! Είμαι τόσο ευτυχισμένη για σένα!" αναφώνησε η Κέιτ. Τα δύο κορίτσια
αγκάλιασαν η μία την άλλη.
"Ω! Κοιτάξτε την ώρα!" τις διέκοψε η Λίντα. "Καλύτερα να σε πάω σπίτι τώρα. Οι γονείς σου θα
γυρίσουν σπίτι όπου να 'ναι και πρέπει να είσαι εκεί." Η Κέιτ ευχαρίστησε την Έλσα, έγνεψε αντίο στη Σούζη,
και ξεκίνησαν για το σπίτι της. Ήταν τόσο ευτυχισμένη για τη φίλη της που τραγουδούσε σ' όλο το δρόμο της
επιστροφής.
Μόλις έβγαλε το παλτό της και τις μπότες της, άκουσε ένα αυτοκίνητο να σταματάει στο δρόμο. Η Κέιτ
κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η μαμά και ο μπαμπάς χαμογελούσαν. Τα πράγματα πρέπει να είχαν πάει καλά
στο κέντρο.
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα. "Κέιτ! Ήρθαμε!" φώναξε ο μπαμπάς. "Είμαι τόσο χαρούμενη," αποκρίθηκε η
Κέιτ.
"Κατάφερες να παίξεις με τη φίλη σου τη Σούζη;" ρώτησε η μαμά, αφού ευχαρίστησε τη Λίντα και την
πλήρωσε για τη βοήθειά της.
"Δε θα το πιστέψεις αυτό, αλλά η Σούζη πήρε μερικά δώρα αυτό το χρόνο! Ευχόμουνα πραγματικά να
έπαιρνε κάτι!" Η Κέιτ συνέχισε να μιλάει ασταμάτητα καθώς διηγήθηκε στους γονείς της τι είχε γίνει.
Ο μπαμπάς και η μαμά χαμογέλασαν γλυκά στην Κέιτ κι έπειτα ο ένας στον άλλον. "Γλυκιά μου," άρχισε
ο μπαμπάς, "η μαμά σου κι εγώ σκεφτόμασταν κάτι. Θα θέλαμε να ζητήσουμε από την Έλσα και τη Σούζη να
μας κάνουν παρέα για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Αισθανόμαστε πολύ άσχημα που δεν ήμασταν πιο
ευγενικοί απέναντί τους, και που τους κρατούσαμε σε απόσταση. Συμφωνούμε να είστε φίλες με τη Σούζη και
να παίζετε μαζί, κι εμείς θα θέλαμε να είμαστε φίλοι με την Έλσα και να βοηθήσουμε την οικογένειά τους.
Θέλουμε να είμαστε καλοί με τους γείτονές μας, όπως λέει και η Βίβλος."
Η Κέιτ δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά της. Αυτό ήταν πολύ απίθανο για να 'ναι αληθινό -
όμως ήταν!
"Μπαμπά! Μαμά!' Με άκουσε! Με άκουσε! Άκουσε την προσευχή μου! Αυτό είχα ζητήσει από τον
Ιησού να κάνει, να μου επιτρέψει να παίζω πιο πολύ με τη Σούζη! Και απάντησε! Το έκανε! Δεν το είπα σε
κανέναν dάλλον! Κανένας σ' ολόκληρο τον κόσμο δεν το ήξερε! Όμως ο Ιησούς το ήξερε!" Η Κέιτ χοροπηδούσε
από χαρά.
Έπειτα είπε στους γονείς της για το όνειρό της. για το βιβλίο με τις ιστορίες της Βίβλου, και για την
προσευχή που είχε κάνει στον Ιησού.
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της Μαμάς. Εκείνη τη νύχτα οι δύο οικογένειες ενώθηκαν μαζί χάρη
στην αγάπη ενός παιδιού και μιας Χριστουγεννιάτικης προσευχής. Από αυτό μεγάλωσε η φιλία μιας ολόκληρης
ζωής ανάμεσα στην Κέιτ και τη Σούζη και τις οικογένειές τους, κι από τότε τα Χριστούγεννα είχαν ένα ιδιαίτερα
θαυμαστό συναίσθημα για όλους τους
Το Χριστουγεννιάτικο πάρτι του παππού Ρέι

O Μάρλιν Ρέιμοντ ήταν ο προϊστάμενος βιβλιοθηκάριος για την μικρή κοινοτική βιβλιοθήκη του
Γουότερκρεστ. Σαν παιδί ήταν μαθητής στο σχολείο εκεί και αργότερα έγινε δάσκαλος ιστορίας στο ίδιο
σχολείο. Ήταν γέρος τώρα και παρόλο που αγαπούσε τα παιδιά, η αδύναμη υγεία του τον εμπόδιζε να τα
βγάζει πέρα με τις απαιτήσεις των καθημερινών μαθημάτων.
Η βιβλιοθήκη της πόλης ήταν η ζωή του Ρέιμοντ τώρα, ένα κτίριο που σπάνια τ' άφηνε από τότε που
νοίκιασε ένα δωμάτιο στο δεύτερο όροφο. Ποτέ δεν παντρεύτηκε και δεν είχε δικά του παιδιά αλλά για
όσους τον ήξεραν ήταν "ο Παππούς Ρέι", κι αυτό τον έκανε ιδιαίτερα ευτυχισμένο. Οι φήμες τον ήθελαν να
έχει διαβάσει το κάθε βιβλίο στη βιβλιοθήκη, και τα πρόσεχε με μεγάλη φροντίδα. Μερικοί αστειεύονταν ότι
μετά από το κόλλεϊ του, τη Μίνι, τα βιβλία ήταν η μεγαλύτερη του αγάπη.
Και τα παιδιά αγαπούσαν τον Παππού Ρέι. Έρχονταν στη βιβλιοθήκη πιο συχνά για να
παρακολουθήσουν τις εβδομαδιαίες του "ιστορίες από την ιστορία" που πάντα λάμβαναν μέρος στη
συγκεκριμένη γωνιά, παρά για να δανείζονται βιβλία. Για μισή ώρα κρατούσε τα παιδιά αιχμαλωτισμένα με
τις ιστορίες του, με προβολές σλάϊντς. ταινίες και ομιλίες για τις ζωές φημισμένων ανθρώπων που έζησαν πολύ
καιρό πριν.
Είχε μια ιδιαίτερη μαγεία πάνω του που έφερνε ένα χαμόγελο στα χείλη όλων όσων συναντούσε, νέων
ή ηλικιωμένων. Φαινόταν ότι τίποτα δε θα μπορούσε να αποθαρρύνει το πνεύμα του. Ο Παππούς Ρέι το
απέδιδε αυτό στην ώρα που διέθετε για προσευχή και μελέτη της Βίβλου κάθε βράδυ όταν έκλεινε η
βιβλιοθήκη.
Ήταν σχεδόν Χριστούγεννα, και ο Παππούς Ρέι ήλπιζε να κάνει ένα Χριστουγεννιάτικο πάρτι για όλους
τους μαθητές του Γουότερκρεστ στη βιβλιοθήκη τη μέρα πριν από την Παραμονή των Χριστουγέννων. Σχεδίαζε
να μετατρέψει τη "γωνιά της ιστορίας" σε μια ζωντανή φάτνη. Ο Ιωσήφ, η Μαρία και ένα μωρό στη φάτνη θα
ήταν όλοι εκεί. Ακόμα θα έβαζε μερικά ζωντανά πρόβατα και ένα μοσχαράκι από τα τοπικά αγροκτήματα.
Εξάλλου, η γέννηση του Ιησού ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας! Ο Παππούς Ρέι είχε πολλούς
φίλους κι έτσι δεν ήταν δύσκολο γι' αυτόν να βρει εθελοντές για να ράψει τις στολές και να προμηθευτεί ξύλα,
άχυρα και άλλα απαραίτητα.
Το εισόδημά του ήταν μικρό, αλλά έδωσε όλα όσα μπορούσε και κυρίως τον χρόνο του και την
προσπάθειά του, για να κάνει αυτή τη γιορτή μια χαρούμενη περίσταση όπου όλοι θα ήταν ευπρόσδεκτοι. Το
θέμα της Φάτνης επρόκειτο να είναι μια έκπληξη για τα παιδιά. Η πρόσκληση ανέφερε Χριστουγεννιάτικο
πάρτι με μια ξεχωριστή "ώρα ιστορίας".
Καθώς πλησίαζε η μέρα της γιορτής, ο Παππούς Ρέι με επιμέλεια φρόντιζε όλες τις λεπτομέρειες, τα
σχέδια και τις προετοιμασίες. Ήθελε να είναι ένα πραγματικό χαρούμενο και αξέχαστο γεγονός. Αγόρασε ένα
μικρό Χριστουγεννιάτικο δέντρο και το στόλισε με φώτα, μπιχλιμπίδια, σερπαντίνες, γλυκά μπαστουνάκια και
όλων των ειδών τις Χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις.
Όταν έφθασε η μεγάλη μέρα, έκλεισε τη βιβλιοθήκη από το πρωί μέχρι νωρίς το βραδάκι, με εξαίρεση
εκείνους που έρχονταν να βοηθήσουν με τις προετοιμασίες. 0 Παππούς Ρέι ήταν πιο απασχολημένος από ποτέ,
δίνοντας οδηγίες στους ξυλουργούς πώς να τοποθετήσουν τη σκηνή της φάτνης, η συζητώντας το πρόγραμμα
με τον Ιωσήφ και τη Μαρία και με το, μερικές φορές ανήσυχο, βρέφος Ιησού. Ο Παππούς Ρέι σχεδόν ξέχασε
να φάει ή να δώσει λίγη προσοχή στη Μίνι. Και πέρασε ολόκληρη τη μέρα χωρίς να διαβάσει ούτε ένα βιβλίο!
Υπήρχε ένα πράγμα, πάντως, που δεν ξέχασε. Μια και θα ήτανε στο πάρτι το βράδυ, ο Παππούς Ρέι
αποφάσισε να κάνει την προσευχή του νωρίτερα εκείνη τη μέρα. Καθώς ο γέρος άνθρωπος έσκυψε το κεφάλι
του για να ζητήσει την ευλογία του Θεού για το πάρτι που ήταν μόνο λίγες ώρες αργότερα, ξαφνικά είχε ένα
παράξενο συναίσθημα. Φαινόταν να τον προειδοποιεί να μη βάλει τη σκηνή της φάτνης και τα καθίσματα για
το πάρτι στη συνηθισμένη γωνιά της ιστορίας, αλλά να τα μεταφέρει όλα στην αντίθετη μεριά της βιβλιοθήκης.
"Τι τρελή ιδέαl" είπε μόνος του και προσπάθησε να διώξει το συναίσθημα. Ο ίδιος και πολλοί άλλοι είχαν
ξοδέψει πολλές ώρες δουλειάς στις προετοιμασίες και ήταν σχεδόν ώρα να αφήσει τους εργάτες που τον
βοηθούσαν να φύγουν. Εξάλλου, η γωνιά της ιστορίας γινόταν πάντα στο ίδιο σημείο της βιβλιοθήκης εδώ και
χρόνια. Να μετακομίσει ολόκληρο το σετ προς τη λιγότερο ευρύχωρη μεριά της βιβλιοθήκης σε τόσο ελάχιστο
χρονικό διάστημα φαινόταν τελείως ανόητο.
"Μάλλον χάνω τα μυαλά μου," ψιθύρισε στον εαυτό του. Κι όμως, καθώς περνούσαν τα λεπτά δε
μπορούσε να διώξει το έντονο συναίσθημα ότι ήταν απόλυτη ανάγκη να το μετακινήσει. Τελικά ο Παππούς Ρέι
δε μπορούσε να το αντέξει άλλο. Πήγε να συναντήσει τους κουρασμένους εθελοντές, οι περισσότεροι από
τους οποίους έπρεπε να επιστρέψουν στα σπίτια τους και στις οικογένειές τους. Πώς θα μπορούσε να τους
ζητήσει να κάνουν τόση πολλή παραπάνω δουλειά, μόνο σαν αποτέλεσμα ενός συναισθήματος που είχε ενώ
προσευχόταν;
Οι φίλοι του τον αγαπούσαν πολύ και θα έκαναν οτιδήποτε γι' αυτόν μάλλον, σχεδόν οτιδήποτε. Ωστόσο
αυτό φαινόταν τόσο παράλογο, που οι περισσότεροι είδαν αυτή την παράξενη απαίτηση σαν ένα σημάδι
προχωρημένης ηλικίας και αυτόν σαν ένα εκκεντρικό γέρο. Εξάλλου είχαν κάνει τόση πολλή δουλειά και τα
παιδιά θα ερχόταν σύντομα. Η σκέψη να μετακινήσουν τη σκηνή στη μακρινή μεριά της βιβλιοθήκης φαινόταν
παράλογη.
Οι περισσότεροι εθελοντές έπρεπε να φύγουν, αφήνοντας μόνο μια χούφτα για να κάνουν τη δουλειά
που είχε απαιτήσει από πολλούς περισσότερους εργάτες ώρες για να την τελειώσουν. Εκείνοι που παρέμειναν
είχαν πειστεί από την επιμονή και την πεποίθηση του παππού Ρέι ότι για κάποιο ανεξήγητο λόγο έτσι
έπρεπε να γίνει. Με καταπληκτική ταχύτητα κατάφεραν να κάνουν την αλλαγή σε ένα πολύ μικρό διάστημα
χρόνου και όλα ήταν έτοιμα όταν τα παιδιά άρχισαν να φτάνουν.
Η βραδιά δε θα μπορούσε να είχε πάει καλύτερα! Είχαν σχεδόν όλοι ξεχάσει αυτήν την παράξενη
μετακόμιση της τελευταίας στιγμής. Τα παιδιά μασουλούσανε λιχουδιές, περπατούσαν μέσα στο "στάβλο",
κάναν χειραψία με την "Άγια Οικογένεια", και παίρναν σειρά για να κρατήσουν το "μωρό Ιησού", ενώ οι γονείς
έβγαζαν φωτογραφίες και μιλούσαν με τους γύρω τους.
Μα ο Παππούς Ρέι ήταν ακόμα ανήσυχος. Γιατί ήταν αναγκαίο να μετακινήσουν ολόκληρη τη σκηνή σε
μια άλλη θέση στη βιβλιοθήκη, όταν η γωνιά της ιστορίας θα ταίριαζε κι αυτή μια χαρά; Είχε αρχίσει
πραγματικά να χάνει τα μυαλά του; Αποφάσισε να αφήσει το θέμα προς το παρόν και να απολαύσει το
υπόλοιπο της βραδιάς. Ζήτησε μερικούς από τους εθελοντές να φέρουν μέσα την τούρτα γενεθλίων. --Στο
κάτω κάτω, ήταν τα γενέθλια του Ιησού που γιόρταζαν αυτή τη νύχτα.
Έκανε νεύμα σ' όλα τα παιδιά να καθίσουν κάτω σ' ένα ημικύκλιο βλέποντας προς τη σκηνή. Όλα
τραγούδησαν το "Χρόνια Πολλά" και ζητωκραύγασαν καθώς έφερναν μέσα την τούρτα.
Ξαφνικά ένας δυνατός θόρυβος από την απέναντι "γωνιά της ιστορίας" διέκοψε το πάρτι. Μπροστά
στα έντρομα μάτια όλων, ένα τεράστιο φορτηγό, συντρίβοντας τους τοίχους, εισέβαλε στη βιβλιοθήκηl Ο
οδηγός προφανώς είχε χάσει τον έλεγχο καθώς κατέβαινε από μια κοντινή έξοδο του δρόμου ταχείας
κυκλοφορίας. Τα παράθυρα κατασυντρίφτηκαν, οι τοίχοι κατέπεσαν και τα ράφια με τα βιβλία κατάρρεαν
καθώς το φορτηγό, τώρα αναποδογυρισμένο, διέλυσε τα πάντα στο διάβα του. Για μερικές τρομακτικές
στιγμές φαινόταν ότι τίποτα δε μπορούσε να το σταματήσει ή ακόμα να το επιβραδύνει καθώς ερχόταν να
συγκρουστεί προς το κατατρομαγμένο πλήθος.
Κι ωστόσο θαυματουργά κατέληξε να ακινητοποιηθεί μόλις λίγες δεκάδες εκατοστά μακριά από τους
προσκεκλημένους! Παγωμένοι από το φόβο, σχεδόν κανένας δεν είχε μπορέσει να τρέξει ή ακόμα και να
φωνάξει μέσα σ' εκείνα τα αγωνιώδη λίγα δευτερόλεπτα.
Όταν ο θόρυβος της συντριβής κατασίγασε, όλοι μπόρεσαν να διαφύγουν από το κτίριο από την πίσω
πόρτα που οδηγούσε στο πάρκινγκ. Μερικοί μαζεύτηκαν σε μικρές ομάδες, άλλοι μπήκαν στα αυτοκίνητά τους,
κι άλλοι έτρεξαν από μπροστά να δουν τη ζημιά. Οι μπροστινοί τοίχοι της βιβλιοθήκης του Γουότερκρεστ είχαν
καταγκρεμιστεί. Μέσα, χιλιάδες βιβλία βρίσκονταν σκορπισμένα στο πάτωμα. Συντρίμμια και ένα μεγάλο
αναποδογυρισμένο φορτηγό γέμιζαν αυτό που κάποτε ήταν "η γωνιά της ιστορίας". Καθώς κατακαθόταν η
σκόνη και έφταναν τα σωστικά συνεργεία, μερικοί βοήθησαν τον οδηγό να βγει από την καμπίνα του. Ευτυχώς,
φαινόταν να είναι εντάξει. Και το ίδιο ήταν κι όλοι. Το μόνο μέρος της βιβλιοθήκης που δεν είχε καταστραφεί
ήταν εκεί που κάθονταν οι κατάπληκτοι γονείς και τα παιδιά!
Χρειάστηκε λίγος χρόνος για τους επιζήσαντες να αντιληφθούν το θαύμα που είχε γλιτώσει τις ζωές τους,
αλλά εκείνη τη μέρα των Χριστουγέννων κάθε εκκλησία στην κοινότητα πρόσφερε προσευχές ευχαριστίας για
την αποφυγή αυτής της τρομερής τραγωδίας! Από όλους εκείνους που έδιναν ευχαριστίες για τα
Χριστούγεννα, κανένας δεν ήταν πιο ευγνώμων από τον Παππού Ρέι που είχε ενεργήσει από τη φαινομενικά
παράλογη διαίσθηση που είχε βάλει ο Θεός μέσα στην καρδιά του.
Το μυστικό του Ράφτη

Λίγοι άνθρωποι φαίνονταν να δίνουν σημασία στο μοναχικό, χαροκαμένο γέρο. Ο Κλάους και η
γυναίκα του είχαν μετακομίσει βόρεια, στη Φιλανδία, για να αποφύγουν τον πόλεμο και τις ταραχές στην
πατρίδα τους. Με τον καιρό στην καινούργια του πατρίδα έγινε ένας πετυχημένος ράφτης. Τότε ήρθε η
φοβερή επιδημία γρίπης και πήρε τη ζωή της γυναίκας του και των δύο παιδιών του -- αφήνοντάς τον
απελπισμένο, χωρίς λόγο να συνεχίσει να ζει. Δεν ήταν πια ο ευτυχισμένος, πρόσχαρος Κλάους, και περνούσε
τις μέρες του τριγυρνώντας άσκοπα στους παγωμένους δρόμους του Ελσίνκι, μέχρι να καταρρεύσει τη νύχτα
σε μια γωνιά του κρύου, άδειου μαγαζιού του. Δεν έκανε δουλειά ράφτη άλλο πια. Δε θα μπορούσε ακόμα
κι αν ήθελε επειδή είχε πουλήσει ή είχε ανταλλάξει κάθε τι αξιόλογο για τροφή και καύσιμα. Τα ρούχα του
ήταν κουρελιασμένα, το κεφάλι του κρεμόταν σκυφτό, και τα πόδια του σέρνονταν. Τα μαλλιά του και τα
γένια του, άσπρα τώρα, είχαν μεγαλώσει άγρια και μπερδεμένα. Εκείνοι που τον ήξεραν από παλιά δεν
μπορούσαν πλέον να τον αναγνωρίσουν!
Γεμάτοι ενδιαφέρον αλλά και θλίψη παρακολουθούσαν την κατάσταση του Κλάους απ' τον ουρανό, η
γυναίκα του Γερτρούδη και τα παιδιά του. Η Γερτρούδη συχνά εκλιπαρούσε για τα λογικά του άντρα της
μπροστά στο θρόνο του Θεού, και ο Θεός πάντα την παρηγορούσε.
"Ακριβώς στην κατάλληλη στιγμή," έλεγε, "μια αχτίδα φωτός και ελπίδας κι ένα καινούργιο νόημα θα
λάμψει μέσα από τα σκοτεινά σύννεφα που κρέμονται πάνω από τη ζωή του Κλάους."
Έπειτα ο Θεός την άφηνε να πάει κοντά στον άντρα της. Από τον αόρατο κόσμο του πνεύματος ψιθύριζε
ενθαρρυντικά λόγια αγάπης στην καρδιά του λυπημένου συζύγου της.
Καθώς περνούσε ο καιρός και η κατάσταση του Κλάους δεν καλυτέρευε, η Γερτρούδη ήταν βέβαιη ότι
ο αγαπημένος της είχε φτάσει στο τέρμα, και ξανά, γεμάτη λύπη ήρθε ενώπιον του Θεού.
Αυτή τη φορά ο Θεός της ανακοίνωσε, "Η ώρα έχει έρθει επιτέλους! Ο άντρας σου πρόκειται να
στρέψει τα μάτια του από τη δικιά του θλίψη, και να δει τις ανάγκες των άλλων. Όταν γίνει αυτό, Εγώ θα
κάνω το θαύμα."
Ήταν χειμώνας, και όπως συνήθως το Ελσίνκι ήταν πολύ κρύο με λίγες μόνο ώρες ήλιου κάθε μέρα. Οι
έμποροι καταγίνονταν με τις δουλειές τους στα μικρομάγαζά τους, με τη φωτιά να καίει δυνατά. Οι γυναίκες
άφηναν τη ζεστασιά της κουζίνας μόνο για βιαστικές βόλτες στα μαγαζιά -τίποτα περισσότερο. Για τα παιδιά
όμως δεν ήταν το ίδιο. Απ' όπου και αν έμεναν δεν τους πείραζε να περπατήσουν μερικά τετράγωνα παραπάνω
για να φτάσουν στη φημισμένη "Λεωφόρο των Παιδιών", όπου είχαν τα καταστήματά τους οι πιο
αναγνωρισμένοι κατασκευαστές παιχνιδιών.
Μάλιστα μερικοί έλεγαν ότι ταλαντούχοι άγιοι και άγγελοι έδιναν στους παιχνιδοποιούς τις ιδέες τους. Κατά
μήκος της "Λεωφόρου των Παιδιών", η μια βιτρίνα μετά την άλλη ήταν γεμάτες με παιχνίδια που ξεμυάλιζαν
τους μικρούς αγοραστές!
Ο Κλάους αγαπούσε τα παιδιά, όμως όποτε σταματούσε για να τα κοιτάξει να παίζουν και να ξεχνιούνται
με τα παιχνίδια στις βιτρίνες, του θύμιζαν τα δικά του παιδιά και η καρδιά του ράγιζε ξανά από τον πόνο χωρίς
να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του.
Μια μέρα ο Κλάους πρόσεξε ένα μικρό αγόρι, με ρούχα σχεδόν τόσο κουρελιασμένα όσο και τα δικά του, να
χαζεύει τα παιχνίδια στη βιτρίνα ενός μαγαζιού. Στην απελπισμένη και απογοητευμένη έκφραση του μικρού,
ο Κλάους διάβασε τις σκέψεις του σχεδόν χωρίς προσπάθεια: Ποτέ δεν θα έχω τέτοια παιχνίδια σαν κι' αυτά!
Ο Κλάους άρχισε να κλαίει, όμως για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, δεν έκλαιγε για τον εαυτό του.
Τα δάκρυά του ήταν για το μικρό αγοράκι και τα εκατοντάδες άλλα φτωχά παιδιά σαν κι αυτό.
Η εικόνα του μικρού αγοριού έμενε σφηνωμένη στο μυαλό του καθώς συνέχισε το δρόμο του.
Περπατώντας άσκοπα, βρέθηκε σε μια μικρή ρεματιά στην άκρη της πόλης, που πολλοί χρησιμοποιούσαν για
να πετάξουν παλιά αντικείμενα και σκουπίδια. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ο Κλάους άρχισε να αισθάνεται
ευτυχισμένος και γεμάτος ελπίδες ξανά. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που είχε αισθανθεί έτσι;
Από μία σωρό σκουπιδιών που δεν είχε ακόμα σκεπαστεί από το χιόνι ο Κλάους έσκυψε και μάζεψε τα
κομμάτια μιας πεταμένης κούκλας. Βαλ' τα στη θέση τους, Κλάους, ψιθύρισε η Γερτρούδη στην καρδιά του.
Χωρίς να ξέρει γιατί, ο Κλάους συναρμολόγησε τα κομμάτια της κούκλας. Ήταν η φαντασία του Κλάους,
ή η κούκλα άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε σα να ήταν ζωντανή; Σ' ευχαριστώ που μ' έφερες πίσω στη
ζωή! φαινόταν να λέει.
Ο Κλάους την κοίταξε και χαμογέλασε. "Παρακαλώ!" είπε δυνατά. Δεν υπήρχε κανένας εκεί για να τον
δει ή να τον ακούσει, όμως ο Κλάους ξαφνικά αισθάνθηκε πολύ ανόητος και πέταξε την κούκλα πίσω στη
σωρό των σκουπιδιών.
Αμέσως μια μεγάλη λύπη γέμισε την καρδιά του.
Μάζεψε την κούκλα ξανά, και η ευτυχία πλημμύρισε την καρδιά του για μια ακόμη φορά! Τι
παράξενο! σκέφτηκε ο Κλάους. Έπειτα τράβηξε ένα αρκουδάκι χωρίς χέρια από μία άλλη σωρό σκουπιδιών.
Τι ωραία που θα ήταν αν αυτά τα σπασμένα παιχνίδια μπορούσαν να επιδιορθωθούν και να δοθούν στα
παιδιά των φτωχών οικογενειών. Τι ευτυχισμένα που θα γίνονταν όλα! σκέφτηκε ο Κλάους. Όμως τι θα
μπορούσα να κάνω εγώ γι' αυτό; Είμαι μόνο ένας φτωχός γέρος σπασμένος κι εγώ ο ίδιος, και δεν έχω
καν εργαλεία -- ούτε βελόνες ή κλωστή ή ύφασμα για να τα επιδιορθώσω!
Μια φωνή από τον ουρανό φαινόταν να του μιλάει, Με το Θεό, τίποτα δεν είναι αδύνατο! Εκεί που
ο Θεός οδηγεί, προμηθεύει. Κοίτα τριγύρω σου! Χωρίς ακόμη να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, ο Κλάους άρχισε
να ψάχνει μέσα στα σκουπίδια που ήταν σκορπισμένα τριγύρω. Ξαφνικά διέκρινε ένα στραπατσαρισμένο
ξύλινο κουτί. Φαινόταν άχρηστο, όμως όταν ο Κλάους άνοιξε το καπάκι, του ήρθε μια μεγάλη έκπληξη!
Ήταν γεμάτο με εργαλεία -- με όλα όσα χρειαζόταν για τη δουλειά! Τα εργαλεία ήταν παλιά και λίγο
σκουριασμένα, βέβαια, όμως μπορούσε να τα τρίψει και να τα ακονίσει και θα γίνονταν πάλι σαν καινούργια.
Σε ένα χώρο του κουτιού ήταν ένα σετ ραψίματος με βελόνες κάθε μεγέθους, και νήματα σε πολλά
διαφορετικά χρώματα.
Αυτό είναι θαύμα! Σκέφτηκε ο Κλάους καθώς μια καινούργια ιδέα σχηματίστηκε στο μυαλό του. Τι θα
γινόταν αν ... ; Τι θα γινόταν αν μάζευα όλα τα σπασμένα παιχνίδια που μπορώ να βρω και τα διόρθωνα και τα
έδινα στα φτωχά παιδιά για τα Χριστούγεννα;
Στον Ουρανό, η Γερτρούδη και όλοι εκείνοι που τη βοηθούσαν χοροπηδούσαν απ' τη χαρά τους! Η
υπόσχεση του Θεού έβγαινε αληθινήl Ο Κλάους δεν έχασε ούτε λεπτό. Για τις επόμενες λίγες μέρες μάζευε
σπασμένα παιχνίδια, και σημείωνε προσεχτικά ή ρωτούσε διακριτικά για το πού ζούσε το κάθε φτωχό παιδί
στην πόλη. Αυτές τις πληροφορίες τις έγραψε σ' ένα μικρό τετράδιο. Ο Κλάους έπειτα πέρασε πολλές μέρες
φτιάχνοντας, επιδιορθώνοντας, κολλώντας και γεμίζοντας παιχνίδια. Τόσο απορροφημένος ήταν με αυτή την
καινούρια του ασχολία που συχνά ξεχνούσε να φάει.
Σε λίγες μέρες θα είναι Χριστούγεννα, σκέφτονταν συνέχεια, και τα παιδιά από τις φτωχές οικογένειες
πρέπει να έχουν τα δικά τους παιχνίδια. Πόσο θέλω όλα τους να είναι ευτυχισμένα!
Δούλευε όλο και πιο σκληρά, αργά κάθε βράδυ, μέχρι που τα δάχτυλά του πονούσαν, τα μάτια του θόλωναν,
και αποκοιμιόταν στην καρέκλα του. Με το πρώτο φως της αυγής, ο Κλάους ξυπνούσε και συνέχιζε το έργο
της αγάπης.
Αισθανόταν υπέροχα μέσα του. Την παραμονή των Χριστουγέννων τελικά το έργο του είχε ολοκληρωθεί!
Κάθε παιδί στο σημειωματάριό του θα έπαιρνε ένα δώρο. Εφτά μεγάλες σακούλες γεμάτες με όμορφα
παιχνίδια κάθονταν στο πάτωμα του εργαστηρίου του -- όλα φερμένα πίσω στη ζωή από τα φθαρμένα, γέρικα
χέρια του ράφτη.
Όμως πώς θα τα δώσω στα παιδιά; ρώτησε τον εαυτό του ο Κλάους. Δε θα πρέπει να νομίζουν ότι τα
δώρα είναι από μένα, γιατί στ' αλήθεια, είναι δώρα αγάπης απ' την ίδια την καρδιά του Θεού!
Μεταμφιέσου και δώστα τη νύχτα! ψιθύρισε η Γερτρούδη. Και αυτό ήταν που έκανε.
Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν κρύα και ο αέρας φυσούσε δυνατά. Ακριβώς πριν τα μεσάνυχτα,
ο Κλάους φόρτωσε τις σακούλες με τα παιχνίδια σ' ένα μεγάλο έλκηθρο με το οποίο κάποτε πήγαινε τα δικά
του παιδιά για βόλτα. ένα από τα λίγα απομεινάρια της περιουσίας του. Το φορτίο των παιχνιδιών ήταν βαρύ
και αγκομαχούσε για να το τραβήξει πάνω στο χιόνι. Πήγαινε από τον ένα δρόμο στον άλλον, αφήνοντας ένα
πακέτο, ή μερικά πακέτα στο πλατύσκαλο κάθε σπιτιού όπου ζούσε μια φτωχιά οικογένεια. Μέσα σε κάθε
πακέτο ήταν κι ένα παιχνίδι για κάποιο παιδί του σπιτιού, και σε κάθε παιχνίδι υπήρχε ένα μικρό σημείωμα
που έλεγε,
"Σε σένα που αγαπά, από το Θεό ψηλά."
Ειρήνη είχε γεμίσει επιτέλους την καρδιά του Κλάους.
Το πρωί των Χριστουγέννων οι φτωχοί της πόλης ξύπνησαν με μια θαυμάσια έκπληξη. Μερικοί
ευχαριστούσαν το Θεό γι' αυτό που φαινόταν ότι ήταν ένα θαύμα, μερικοί δεν ήξεραν τι να σκεφτούν, αλλά
ήταν χαρούμενοι που βλέπαν τα παιδιά τους ευτυχισμένα. Μερικοί έλεγαν ότι είχαν δει έναν γέρο σκεπασμένο
με χιόνι να μοιράζει τα πακέτα. Άλλοι έλεγαν ότι είχαν δει ένα μυστηριώδες έλκηθρο φορτωμένο με πολλές
μεγάλες σακούλες. Η ιστορία μεγάλωνε μέχρι που τελικά λέγανε ότι το έλκηθρο το τραβούσε ένας τάρανδος,
και ότι είχε έρθει από τον Ουρανό!
Ε λοιπόν, η περισσότερη από την ιστορία ήταν αληθινή! Υπήρχε ένας γέρος σκεπασμένος με χιόνι, και
υπήρχε ένα έλκηθρο γεμάτο με σακούλες. Και ναι, κατά μια έννοια, πραγματικά είχαν έρθει από τον Ουρανό,
επειδή ο Θεός βρίσκονταν σίγουρα πίσω από όλα αυτά!
Ο Κλάους πέρασε την επόμενη χρονιά μαζεύοντας και φτιάχνοντας σπασμένα παιχνίδια. Και πόσο
ευτυχισμένο τον έκανε αυτό!
Και όταν ήρθαν ξανά τα Χριστούγεννα, ο Κλάους έκανε για μια ακόμη φορά τους μυστικούς γύρους του για να
μοιράσει παιχνίδια σ' όλα τα φτωχά παιδιά. Έπειτα, εξαντλημένος από τη δουλειά μίας ολόκληρης νύχτας, ο
Κλάους πέρασε ήσυχα στον άλλο κόσμο μέσα στο χάραμα των Χριστουγέννων. Οι περισσότεροι άνθρωποι στην
πόλη ούτε που πρόσεξαν ότι είχε φύγει, όμως τι γιορτή που έκαναν εκεί που πήγε! Ο Κλάους ξανάσμιξε με τη
γυναίκα του και τα παιδιά του, και όλος ο Ουρανός χαίρονταν.
"Αυτό που έκανες ήταν υπέροχο," είπε ο Θεός στον Κλάους, "όμως δε χρειάζεται να σταματήσει εδώ.
Όλα τα παιδιά χρειάζονται να νοιώσουν την αγάπη Μου. Θα Με βοηθήσεις να τους τη δώσω;"
Η προσευχή της Γερτρούδης για τον άντρα της είχε εισακουστεί και θα συνέχιζε να εκπληρώνεται. Ο
Κλάους ήταν πιο ευτυχισμένος απ' ότι νόμιζε ποτέ ότι ήταν δυνατόν. Άρχισε να κάνει ό,τι μπορούσε για να
βοηθάει τα παιδιά σ' όλο τον κόσμο, ψιθυρίζοντας στις καρδιές τους και ενθαρρύνοντάς τα, όπως είχε κάνει η
Γερτρούδη γι' αυτόν. Τι χαρά που αισθανόταν καθώς τα παιδιά άνοιγαν την καρδιά τους στην αγάπη του Θεού
και η ζωή τους yγινόταν πιο ευτυχισμένη.
Κάνε αυτά τα Χριστούγεννα "Αξέχαστα" με το να γνωρίσεις πραγματικά Αυτόν που άρχισε τα
Χριστούγεννα. Γνώρισε Αυτόν που δίνει την αγάπη και τη χαρά σ' εκατομμύρια κάθε τέτοια εποχή. Είναι
απλό! Απλώς άνοιξε την καρδιά σου στον Ιησού. Ζήτα Του να σε γεμίσει με την αγάπη Του, την ειρήνη και
τη χαρά για πάντα. Αν Του το ζητήσεις, θα έρθει και θα είναι πάντα μαζί σου . Σ' αγαπά!
Η γυναίκα στο Α-14

Ήταν την εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, το 1969, στην Tegucigalpa (Τεγκουσιγκάλπα), στην
Ονδούρα, στη τοποθέτηση του συζύγου μου στο Υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π. Ήταν μία πολυάσχολη
εβδομάδα και όλοι ήταν απασχολημένοι με δραστηριότητες του σχολείου, της εκκλησίας ή του κλαμπ, καθώς
και με τις προετοιμασίες για τον οικογενειακό γιορτασμό στο σπίτι.
Η Ένωση Γυναικών της Κυβέρνησης των Η.Π. είχε σχεδιάσει το ετήσιό μας φιλανθρωπικό γεγονός, ένα
χριστουγεννιάτικο πάρτι στο Γηροκομείο. Σαν γραμματέας της USGWA (United States Goverment Women
Assosiation), είχα τη δουλειά του να καλέσω όλα τα μέλη για να τους ζητήσω να ψήσουν κέικ και να έρθουν
να μας βοηθήσουν να ψυχαγωγήσουμε τους ασθενείς. Αυτό που συνέβαινε πιο συχνά, όταν επικοινωνούσα
μ' ένα μέλος στο τηλέφωνο ήταν ότι θα έλεγε, "Θα χαιρόμουνα να ψήσω ένα κέικ, όμως δε νομίζω ότι θα
μπορέσω να έρθω στο πάρτι." Και όταν ήρθε η ώρα που έκανα το τελευταίο τηλεφώνημα, ένας μικρός κόμπος
αποστροφής είχε σχηματιστεί στο στομάχι μου. "Αυτό είναι υπέροχο!" Σκέφτηκα, μεγαλώνοντας την
αποστροφή μου ενάντια σ' όλους εκείνους που είχαν αρνηθεί. "Πού είναι η αίσθηση του καθήκοντος και η
φιλανθρωπία; πάρτι που θα είναι! Οχτώ γυναίκες, από μία πιθανότητα τριανταπέντε, είχαν πει ότι θα είναι
εκεί για να βοηθήσουν με το σερβίρισμα σχεδόν διακοσίων ασθενών!"
Η γκριμάτσα αποστροφής ήταν ακόμη στο πρόσωπό μου την ημέρα του πάρτι, όταν έφτασα στο Γηροκομείο
για να κάνω το μέρος μου. Η Γκλάντυς, η πρόεδρος της USGWA, ήταν ήδη πίσω από ένα μακρύ τραπέζι όπου
διανέμονταν τα κέικ. Η σύζυγος του πρέσβη ανακάτευε το πάντς και έκοβε τα κέικ. Η χούφτα των γυναικών
που εμφανίστηκε για να βοηθήσει όλες ήταν απασχολημένες με τη διακόσμηση, το φτιάξιμο των καρεκλών και
με το να κάνουν παράξενες δουλειές αναγκαίες για να βάλουν το πάρτι σε κίνηση.
"Είναι πραγματικά ντροπή," Παραπονέθηκα στην Γκλάντυς. "Εύχομαι να ήταν περισσότερες γυναίκες εδώ
για να βοηθήσουν. Με τι θέλεις να αρχίσω;" Το ζεστό χαμόγελο της Γκλάντυς σχεδόν έλειωσε την πίκρα μου,
όμως όχι αρκετά, καθώς μου ζήτησε να κουβαλήσω τα κέικ στους ασθενείς που δεν μπορούσαν να αφήσουν
τα δωμάτιά τους. "Εντάξει," Απάντησα, αρπάζοντας ένα δίσκο, "Καλύτερα να αρχίσω. Θα μου πάρει μία
αιωνιότητα να τους σερβίρω όλους!"
Η μουσική άρχισε καθώς κάποιος οδηγούσε τους ασθενείς να μαζευτούν στο πλακόστρωτο τραγουδώντας
χριστουγεννιάτικα τραγούδια, όμως εγώ δεν είχα καιρό για να τους ακούσω.
Πάνω κάτω έτρεχα, κέικ και πάντς, και σχεδόν ούτε που κοιτούσα τους ασθενείς στους οποίους μοίραζα
το φαγητό, μία μικρή σακούλα με γλυκά και ένα δώρο στον κάθε ασθενή στον Οίκο. Τα πόδια μου πονούσαν
από το να τρέχω πάνω στις σκάλες, καθώς πήγαινα από την μια πτέρυγα στην άλλη, και η αποστροφή μου
μέσα μεγάλωνε μαζί με κάθε βήμα.
Σε μια από τις διαδρομές μου, καθώς έφτασα στην κορυφή από τις σκάλες, μια γηραιά κυρία μ' ένα
σχισμένο φόρεμα μ' ένα ξεθωριασμένο σχέδιο άπλωσε το χέρι της δειλά και άγγιξε το δικό μου. "Με
συγχωρείτε, Δεσποινίς," ψιθύρισε. "Μήπως θα μπορούσατε να αλλάξετε το δώρο μου, σας παρακαλώ;"
Ενοχλημένη, γύρισα προς αυτήν. "Να αλλάξω το δώρο σας; Τι στραβό έχει; Πήρατε κάτι που είναι για
άντρα;"
"Όχι...όχι," τραύλισε. "Βλέπετε, πήρα μαργαριτάρια, και τα μαργαριτάρια σημαίνουν δάκρυα. Δε θέλω άλλα
δάκρυα."
Τι ανόητη δεισιδαιμονία, σκέφτηκα! Και θα σκεφτόσουν ότι θα εκτιμούσαν ότι και να 'έπαιρναν. "Λυπάμαι,"
είπα απότομα. "Είμαι πολύ απασχολημένη τώρα. Ίσως αργότερα." Και αμέσως έφυγα για να ξαναγεμίσω το
δίσκο, ξεχνώντας αυτόματα τη γριά γυναίκα.
Μ' ένα δίσκο γεμάτο με κέικ, πήγα βιαστικά στην πτέρυγα των γυναικών στον πρώτο όροφο. Ανοίγοντας
την πόρτα του δωματίου Α-14, ακούμπησα με την πλάτη μου σπρώχνοντάς της για να ανοίξει, γυρνώντας όταν
ήμουν μέσα στο δωμάτιο. Με την πρώτη μου ματιά στο εσωτερικό εκείνου του δωματίου δέχτηκα ένα σοκ
που έκανε το δίσκο να άρχισε να τρέμει στα χέρια μου. Εκεί μέσα στο μελαγχολικό, γκριζόμαυρο δωμάτιο,
πάνω σε ένα κρεβάτι με γκρι σεντόνια, ντυμένη με μία ξεχειλωμένη νυχτικιά από μουσελίνα, ήταν ξαπλωμένη
η μητέρα μου! Η μαμά; Δεν ήταν δυνατόν! Η μαμά μου είχε πεθάνει, και ακόμα κι αν ήταν ζωντανή, ποτέ δε
θα ήταν σε ένα τέτοιο μέρος. Αυτό ήταν ένα σπίτι για τους άστεγους, τους ερημωμένους, τους ηλικιωμένους
άρρωστους ανθρώπους χωρίς αγαπημένους για να τους φροντίσουν.
Όχι, τα μάτια μου με ξεγελούσανε. Τα έκλεισα σφιχτά και τίναξα το κεφάλι μου. Όταν τα άνοιξα ξανά, η
αδύνατη γριά γυναίκα πάνω στο κρεβάτι ήρθε καθαρά σε εστιασμό. Δεν ήταν καθόλου η μητέρα μου, αλλά
μία γκριζομάλλα γυναίκα με μπλε μάτια που ούτε καν της έμοιαζε της μητέρας μου. Τι με είχε πιάσει να
σκέφτομαι ότι εκείνη η δύστυχη ψυχή ήταν η ίδια η μητέρα μου; Όχι, ήταν κάποιου άλλου, όχι η δικιά μου η
μητέρα. Τότε γιατί δεν αισθάνθηκα ανακούφιση; Ο πόνος φούσκωνε μέσα μου, υψώνοντας ένα τεράστιο
λυγμό μέσα στο λαιμό μου.
Χωρίς μία λέξη βγήκα έξω από την πόρτα μόλις προλαβαίνοντας πριν τα δάκρυά μου αρχίσουν να
πλημμυρίζουν τα μάγουλά μου μέσα στο σκοτεινό διάδρομο. Γρήγορα γύρισα στο τραπέζι με τα κέικ όπου η
Γκλάντυς δούλευε χαρούμενα. Θα πρέπει να φαινόμουν τόσο αξιοθρήνητη όσο αισθανόμουν, επειδή η
έκφρασή της άλλαξε σε μία έκφραση ανησυχίας.
"Γιατί, Μπέτυ, τι συμβαίνει;" ρώτησε, βάζοντας ένα χέρι στην πλάτη μου.
"Η ... μητέρα μου," κλαψούρισα. "Απλώς είδα τη μητέρα μου μέσα εκεί! Δε- δε-δε μπορώ να το κάνω αυτό
άλλο πια."
"Απλώς είσαι κουρασμένη, γλυκιά μου," είπε η Γκλάντυς. "Κάνε ένα διάλειμμα." Οι άλλοι κοντά στο τραπέζι
γύρισαν για να κοιτάξουν προς την κατεύθυνσή μου. Άρπαξα μία χαρτοπετσέτα από το τραπέζι και έτρεξα
μακριά από τα πρόσωπα που με χάζευαν για να είμαι μόνη.
Προχώρησα προς το σκοτεινό πλατύσκαλο στις σκάλες που οδηγούσαν στην πτέρυγα των αντρών και
βούλιαξα κάτω σε μία γωνία, συνεχίζοντας το κλάμα μου. "Θεέ μου," προσευχήθηκα, "τι πάει στραβά με μένα;
Πάω να χάσω το μυαλό μου;" Σχεδόν αμέσως ήρθε η απάντηση, όχι με ακουστά λόγια, αλλά μέσα στις σκέψεις
που στροβιλιζότανε μέσα στο κεφάλι μου: "Και αν διανείμω τα υπάρχοντά μου για να θρέψω του φτωχούς ...
και δεν έχω αγάπη, δε με ωφελεί σε τίποτα." (Α' Κορινθίους 13:3)
Αντιλήφθηκα ότι αυτό το μήνυμα ήταν σίγουρα για μένα. Σήμερα είχα ψήσει κέικ, περπάτησα μίλια,
κουβάλησα φαγητό, και για τι όλα αυτά; Ποιόν είχα υπηρετήσει; Για ποιόν είχα νοιαστεί, ή για ποιο ζήτημα,
ποιόν είχα ενοχληθεί να κοιτάξω; Ήταν όλοι απρόσωποι άνθρωποι που δε σήμαιναν τίποτα για μένα μέχρι που
είδα κάποιον που αγαπούσα σ' ένα πρόσωπο που υπέφερε. Έπειτα έγιναν πραγματικοί. "Συγνώμη, Θεέ μου,"
ψιθύρισα. "Τα έκανα όλα λάθος. Πρέπει να αρχίσω ξανά από την αρχή."
Παίρνοντας μία βαθιά αναπνοή και σκουπίζοντας τα μάτια μου, γύρισα στο τραπέζι με τα κέικ. Η Γκλάντυς
κοίταξε επάνω από τη δουλειά της καθώς πλησίαζα. "Έκανες αρκετά για σήμερα, Μπέτυ," είπε. "Γιατί δε πας
στο σπίτι σου. Εμείς θα τα καταφέρουμε."
"Ω, μη με διώχνεις τώρα," απάντησα. "Μόλις που αρχίζω." Ήμουν έτοιμη να φύγω μαζί μ' ένα ακόμη δίσκο,
όταν η σκέψη με χτύπησε. "Γκλάντυς, έχεις ακόμα ένα γυναικείο δώρο; Πρέπει να κάνω μία ανταλλαγή." Η
Γκλάντυς μου έδωσε ένα μικρό κουτί που περιείχε μία μικρή καρφίτσα με το σχήμα μιας καρδιάς με
φανταχτερά κόκκινα πετράδια. "Σ' ευχαριστώ, αυτό θα είναι τέλειο." της είπα, παίρνοντας το κουτί και
τρέχοντας βιαστικά προς το πλακόστρωτο.
"Θεέ μου, βοήθησέ με να βρω εκείνη τη γυναίκα," προσευχήθηκα σιωπηλά. Ούτε που καν είχα να
ενοχληθεί να κοιτάξω το πρόσωπο εκείνης της γυναίκας, καθώς ήμουν πάρα πολύ απασχολημένη για να
νοιαστώ και απλώς "είχα περάσει στην άλλη πλευρά." Έψαξα μέσα στο πλήθος, τη μία σειρά μετά την άλλη
γεμάτη από λαμπερά, χαμογελαστά πρόσωπα που τραγουδούσαν ύμνους καθώς έπαιζε η μουσική. Για πρώτη
φορά εκείνη την ημέρα, άρχισα να αισθάνομαι καλά.
Έπειτα είδα το κουρελιασμένο σχέδιο στο φόρεμα. Καθόταν μόνη ακουμπώντας στον τοίχο, με τα γλυκά
της που δεν είχε φάει και τα μαργαριτάρια στα πόδια της. Φαινόταν τόσο λυπημένη και εγκαταλειμμένη. Πήγα
βιαστικά κοντά της.
"Εδώ είσαι. Έψαξα παντού για σένα. Σου έφερα ένα διαφορετικό δώρο." Κοίταξε επάνω ξαφνιασμένη, κι
έπειτα πήρε το κουτί σχεδόν απολογητικά και το άνοιξε. Τα μάτια της φωτίστηκαν σαν ένα Χριστουγεννιάτικο
δέντρο καθώς λαμποκόπησε μ' ένα πλατύ χαμόγελο ευχαρίστησης. "Ω, σας ευχαριστώ, δεσποινίς," είπε
κλαίγοντας. Έπρεπε να καταπιώ ακόμη έναν κόμπο στο λαιμό μου, αλλά αυτή τη φορά δεν πείραζε.
"Έλα, άσε με να το καρφιτσώσω επάνω σου," είπα, " και ας ξεφορτωθούμε εκείνα τα μαργαριτάρια.
Σίγουρα δε θέλουμε άλλα δάκρυα τα Χριστούγεννα."
Όταν την άφησα, είχε ενωθεί με τους άλλους, τραγουδώντας Χριστουγεννιάτικα τραγούδια στο
πλακόστρωτο, & εγώ αισθανόμουν σαν να είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από τους ώμους μου. Υπήρχε ένα
μόνο ακόμη πράγμα που έπρεπε να κάνω πριν τελειώσει το πάρτι, και αυτό ήταν να γυρίσω στο δωμάτιο Α-
14. Έπρεπε να βρω κάποιο τρόπο να ευχαριστήσω εκείνη την ασθενή, και δεν ήμουν σίγουρη πώς να το κάνω.
Όταν έσπρωξα την πόρτα ανοίγοντάς την, η γυναίκα καθόταν στο κρεβάτι τρώγοντας κέικ & χαμογέλασε καθώς
έμπαινα. "Καλά Χριστούγεννα, Mamacita (μαμασίτα=αγαπημένη μητερούλα)," είπα.
"Σ' ευχαριστώ που ξανάρθες," είπε. "Ήθελα να σας ευχαριστήσω όλες εσάς τις κοπέλες που ήρθατε
σήμερα. Θα ήθελα να σου κάνω ένα δώρο, αλλά δεν έχω τίποτα για να σου δώσω. Να σου τραγουδήσω ένα
τραγούδι;"
Δεν μπορούσα να κρατήσω εκείνο το κόμπο στο λαιμό μου άλλο πια, κι έτσι κούνησα το κεφάλι μου
καταφατικά. Κάθισα στο κρεβάτι καθώς τραγουδούσε, με μία βραχνή φωνή, τρεις στροφές από το πιο
λυπητερό, το πιο μη Χριστουγεννιάτικο τραγούδι που άκουσα ποτέ, όμως τα χαμογελαστά μάτια της
ξεπερνούσαν τα λόγια του τραγουδιού και στερέωναν το μήνυμά της μέσα στην καρδιά μου - Άγια Νύχτα.

You might also like