You are on page 1of 9

Daylight

Οι ακτίνες του ήλιου χτύπησαν μέσα στο δωμάτιο μου, όμως δεν ήταν αυτές που με
ξύπνησαν, αλλά το κινητό μου που για άλλη μια φορά χτυπούσε ασταμάτητα.

Φυσικά και ήταν η Χάρι που μου είπε πως ήταν στην πόρτα μου και με περίμενε για
ώρα να της ανοίξω. Λες και αυτή είναι κουλή να κοιτάξει κάτω από χαλάκι, όπου πάντα
αφήνω ένα δεύτερο κλειδί για εκείνη.

«Καλημέρα..» Είπε χαρούμενα μπαίνοντας στο σπίτι.

«Χαρι, με ξύπνησες..» Γκρίνιαξα.

Η Χάρι με αγνόησε, πήγε κατευθείαν στην κουζίνα και κάθισε σε μια από τις καρέκλες.

«Θα μου φτιάξεις καφέ;» Ρώτησε, πάντοτε τα περιμένει όλα στο χέρι και γνωρίζει πως
μόνο εγώ υποκύπτω σε ότι μου ζητήσει.

Γιατί υποκύπτω; Υποκύπτω διότι έχουμε ένα πολύ σημαντικό ιστορικό μεταξύ μας, εγώ
και η Χάρι ήμαστε οι καλύτερες φίλες, έχουμε περάσει πολλά μαζί και η φιλία μας
σημαίνει πολλά για μένα.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη φορά που μπήκαμε φυλακή για ακριβώς πέντε ώρες ή
τότε στο λύκειο που είπα πως εγώ κάπνιζα στις τουαλέτες για να την καλύψω και έφαγα
δύο μέρες αποβολή. Είχα φάει πολύ ξύλο από τους γονείς μου για αυτό, αλλά
τουλάχιστον ήρθαμε πιο κοντά, ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω το βλέμμα της όταν
ανέλαβα την ευθύνη, ήταν τόσο περήφανη.

«Ναι, έναν καφέ σκέτο, σωστά;» Εκείνη συμφώνησε και εγώ πήρα το μπρίκι στα χέρια
μου.

«Πάλι σε κλάμπ ήσουν;» Είπα και άκουσα το γέλιο της να ηχεί στο δωμάτιο, αυτό
σημαίνει «ναί».

«Πώς το ξέρεις;» Αναρωτήθηκε.


«Ζέχνεις από αλκοόλ και κόκα, ήταν εύκολο να το καταλάβω.»

Η Χάρι έπινε, έκανε ουσίες, πήγαινε καθημερινά σε κλάμπ, πουλούσε ναρκωτικά στον
ελεύθερο της χρόνο και έκανε ότι παράνομο μπορούσε να σκεφτεί, όπως να κλέβει
αμάξια ή να τσακώνεται με αναρχικούς σε όποια πλατεία βρισκόταν. Το μόνο κακό που
δεν έκανε στον εαυτό της ήταν να καπνίζει, δεν κάπνιζε ούτε ηλεκτρονικό, ούτε
κανονικό, ούτε πούρα, ούτε τίποτα. Και όποτε έπρεπε να ξεφύγει από τους μπάτσους
και τους αναρχικούς ερχόταν σε εμένα, βάζοντας με σε κίνδυνο, όμως δεν με πειράζει,
γιατί την αγαπώ πολύ.

«Α ναι; Έχεις κολώνια…αποσμητικό;»

«Στο μπάνιο, είναι στο ντουλαπάκι δίπλα από τον καθρέφτη..» Την καθοδήγησα, όμως
αυτή έμεινε στην καρέκλα κοιτώντας με.

«Τελικά άλλαξα γνώμη, θα πάω να κάνω μπάνιο μετά.» Ανακοίνωσε.

Εγώ έγνεψα καταφατικά και συνέχισα να κοιτάω τον καφέ της που έβραζε μέσα στο
μπρίκι. Πόσες φορές το έχω κάνει αυτό; Αμέτρητες και θα συνεχίσω να το κάνω μέχρι να
πεθάνω.

Οι επισκέψεις της μου έφτιαχναν την ημέρα και μείωναν την μοναξιά μου. Ήταν σαν ένα
μικρό δώρο που σχεδόν κάθε εβδομάδα εμφανιζόταν στην πόρτα μου και μου άλλαζε τη
μέρα.

Ξαφνικά, αναμνήσεις άρχισαν να γεμίζουν το κεφάλι μου. Γύρισα απότομα σε αυτήν και
την κοίταξα ενθουσιασμένη, αυτή με κοίταξε μπερδεμένη.

«Έπαθες εγκεφαλικό;» Ρώτησε κάνοντας με να γελάσω αμήχανα.

«Θυμάσαι όταν είχαμε μείνει με το αμάξι στη μέση του πουθενά;» Αφηγήθηκα με την
ελπίδα πως θα θυμόταν τα πάντα.

«Ναι, μου έλεγες πως η μηχανή έκανε περίεργους ήχους και εγώ σε καθησύχαζα και
σου έλεγα πως δεν είναι τίποτα…» Συμπλήρωσε αυτή.

«Και μετά το αυτοκίνητο σταμάτησε στη μέση του δρόμου και έπρεπε να καλέσουμε για
βοήθεια, όμως δεν μπορούσαμε γιατί ήσουν μα-»
«Ναι, το θυμάμαι, είχα και ένα σακουλάκι μαζί μου, άστα να πάνε.» Η Χάρι με διέκοψε,
το σακουλάκι ήταν γεμάτο κοκαΐνη, δηλαδή τουλάχιστον πέντε χρόνια στη φυλακή.

Για να κάνουμε μια μεγάλη ιστορία πιο σύντομη, έπρεπε να κάνουμε οτοστόπ για
βοήθεια και τελικά μετά από τρεις ώρες φτάσαμε στον προορισμό μας χωρίς χειροπέδες
στα χέρια, χωρίς φορείο στα επείγοντα,ούτε και θάνατο από υπερβολική δόση.

«Να ξέρεις, μου έχουν λείψει αυτές οι στιγμές.» Εξομολογήθηκα, αφήνοντας τον τώρα
έτοιμο καφέ μπροστά της.

«Για να πω την αλήθεια και εμένα μου έχεις λείψει..» Τα μάτια μου χαμογέλασαν όσο και
τα χείλη μου, ένιωσα τον εαυτό μου να εκτοξεύεται σε έναν άλλον ουρανό. Θεέ μου! Της
έλειπα, τελικά είμαστε φίλες, δεν υποδύεται την καλή, ούτε και με
εκμεταλλεύεται…μάλλον όμως υπερβάλλω.

«Αλήθεια λές; Δηλαδή ακόμα με θεωρείς φίλη σου;» Σχεδόν φώναξα με την φωνή που
μου είχε απομείνει.

«Μα ναι, χάζεψες;» Μια ανακούφιση διαπέρασε το σώμα μου.

«Όχι, απλά είμαι σε απόγνωση..» Παραδέχτηκα περνώντας μια τούφα από τα μαλλιά
μου πίσω από το αυτί μου.

«Δηλαδή μια συνηθισμένη Δευτέρα..κατάλαβα, θα σου περάσει.» Η Χάρι έχει δίκιο, είναι
μια συνηθισμένη Δευτέρα.

Όπως πάντα, κάθε Δευτέρα νιώθω απόγνωση, κάθε Τρίτη βαρεμάρα, κάθε Τετάρτη
τίποτα, κάθε Πέμπτη νιώθω θυμό και έχω δολοφονικές τάσεις, κάθε Παρασκευή
χαίρομαι για τα πάντα…και τα Σαββατοκύριακα είναι μεικτά, ότι περισσέψει δηλαδή και
μίξεις τον προηγουμένων. Αν και σήμερα νιώθω ένα αίσθημα ευφορίας και νοσταλγίας,
αλλά και πάλι είμαι φοβισμένη.

Αφού έφτιαξα και τον δικό μου καφέ κάθισα αντικριστά της, μου άρεσε να την κοιτώ, να
παρατηρώ το πρόσωπο της. Μπορούσα να καταλάβω πολλά από αυτό, όπως το τι
ένιωθε, εάν ήταν μεθυσμένη, εάν ήταν νηφάλια. Σήμερα επικρατεί το δεύτερο και είμαι
χαρούμενη για αυτό, ο καφές έχει δράσει ήδη.

«Θα ήθελα να σου πω κάτι..», ξαφνικά έγινε σοβαρή, ακούμπησε την κούπα στο
τραπέζι, «..θα πάω στην Αμερική για ένα χρόνο ή δύο.»
Προσπάθησα να το επεξεργαστώ, αλλά δεν μπορούσα. Δηλαδή τώρα δεν θα έρχεται
κάθε εβδομάδα στο σπίτι, δεν θα της φτιάχνω καφέ και δεν θα με ξυπνάει κάθε πρωί;

«Και τι θα κάνεις εκεί;» Την αγριοκοίταξα, όχι επειδή την μισούσα αλλά επειδή μισούσα
τις επιλογές της.

«Δουλειές…»

«Κατάλαβα, ναρκωτικά…κάποια μέρα θα χάσεις τη ζωή σου με αυτά.» Σχολίασα


πίνοντας μια γουλιά καφέ και κοιτώντας την ακόμη πιο έντονα.

«Σταμάτα να ανησυχείς τόσο! Δεν θα πάθω τίποτα, έχει περάσει τόσος καιρός και είμαι
ακόμα εδώ, άσε τις υστερίες…πάω να κάνω μπάνιο..» Με είπε υστερική;

«Κάνε ότι θέλεις.» Σηκώθηκα και χωρίς να της ρίξω δεύτερη ματιά, πήγα στο δωμάτιο
μου, ντύθηκα και έφυγα.

Πήγα για περπάτημα, ήθελα να σκεφτώ. Τι θα κάνω με τη ζωή μου τώρα; Χωρίς αυτήν
δεν έχει κανένα νόημα, δεν μπορώ να θυμάμαι μόνη μου τα παλιά. Είναι βαρετό να είσαι
μόνος σου, είναι δύσκολο.

Ακόμη πιο επίπονο είναι να σκέφτεσαι πως αυτός που αγαπάς είναι μακριά σου και θα
αργήσει να επιστρέψει δίπλα σου. Ναι, αυτό είναι αξιολύπητο…όμως η Χάρι δεν μου
είπε πότε θα φύγει, μάλλον αύριο ή μήπως…σήμερα!

Γύρισα σπίτι τρέχοντας και με το που μπήκα μέσα, στα ρουθούνια μου ήρθε η γνωστή
μυρωδιά της άσπρης σκόνης. «Όχι πάλι..» Ψιθύρισα στον εαυτό μου.

«Χάρι! Τι σου 'χω πει;» Έτρεξα στην κουζίνα, εκεί βρήκα την σκόνη σκορπισμένη στον
πάγκο.

Μα πού ήταν; Έφυγε από τώρα; Μα δεν πρόλαβα να την χαιρετήσω..γιατί πρέπει πάντα
να βιάζεται να προχωρήσει;

Θα την πάρω τηλέφωνο και θα την αποχαιρετήσω, αλλά πρώτα πρέπει να καθαρίσω
αυτό το χάλι..

Πήρα ένα βέτεξ και με αυτό καθάρισα όλη την κοκαΐνη από τον πάγκο και τότε
αναρωτήθηκα…γιατί δεν έχω πάρει ναρκωτικά ποτέ στην ζωή μου; Μάλλον γιατί είμαι
έξυπνη και δεν θέλω να πεθάνω νωρίς, αλλά και που δεν έκανα, τι έμαθα, σαν να κάνω
νιώθω. Όχι μόνο αυτό, αλλά θα πρέπει να πάω να πάρω καινούργιο βέτεξ.

Μόλις τελείωσα, πήρα τηλέφωνο τη Χάρι…

«Ο συνδρομητής που καλέσατε, είναι κατειλημμένος-»

«Δεν γίνεται να είναι στο αεροπλάνο, ούτε μια ώρα δεν έχει περάσει.» σκέφτηκα
καθισμένη στην καρέκλα μελαγχολώντας. Πάλι στη μοναξιά, είμαι μια γυναίκα
εικοσιπέντε ετών και δεν έχω φτιάξει ακόμα τη ζωή μου..ακόμα πιο αξιολύπητο, το
χειρότερο πράγμα στον κόσμο, να ζεις και να μην ξέρεις τι ακριβώς να κάνεις με τη ζωή
σου…ας κοιμηθώ.

Λοιπόν, έπεσα στο κρεβάτι και έκλεισα τα μάτια μου. Καλά πήγε αυτό, πίσω στη
μοναξιά τώρα…συγκέντρωση και χαλάρωση, πρέπει να ξεχάσω την άσχημη ζωή μου
και να κοιμηθώ…

Ξύπνησα κάπου σκληρά, ανασηκώθηκα και συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν πάνω σε


γρασίδι, ο Χριστός και η Παναγία! Που βρίσκομαι;

Στάθηκα στα πόδια μου και κοίταξα γύρω μου, ήμουν σε ένα μέρος γεμάτο γρασίδι, δεν
μπορούσα να διακρίνω τίποτα άλλο στον ορίζοντα. Το μόνο κτίριο που υπήρχε ήταν αυτό
που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά μου.

Πλησιάζοντας, κατάλαβα πως ήταν κάποιο μπαρ ή κάποιο κλαμπ. Ούτως ή άλλως το
κτήριο φαινόταν παλιό και εγκαταλελειμμένο. Κι όμως, είναι πρωί, ποιο μπαρ ανοίγει τα
πρωινά; Τι ώρα είναι; Στο πάνω μέρος του κτιρίου βρισκόταν μια ξεθωριασμένη ταμπέλα
που μου δημιουργούσε πιο πολλές ερωτήσεις.

Ξαφνικά το μυαλό μου αναρωτήθηκε: «Πού είναι η Χάρι;» και άρχισα να κατευθύνομαι
προς την είσοδο τρέχοντας.

Δεν ήξερα γιατί, αλλά ήθελα να την βρω, να την αγκαλιάσω σφιχτά και να την
αποχαιρετήσω.

Έφτασα στην είσοδο και άνοιξα την πόρτα, μπήκα μέσα και κατευθείαν ήρθα μπροστά σε
μια τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα. Ήταν όλα τόσο περίεργα, ο φωτισμός άλλαζε κάθε
λίγα λεπτά, η μπάντα στη σκηνή έπαιζε περίεργα τραγούδια και γενικά το κλίμα με έκανε
να νιώθω άβολα.

Οι άνθρωποι που βρίσκονταν μέσα ήταν όλοι καθισμένοι στα τραπέζια τους, δεν χόρευε
κανένας, δεν περπατούσαν, ήταν ακίνητοι, σαν να βαριόντουσαν ή να μην μπορούσαν να
κουνηθούν. Κοίταξα προσεκτικά προσπαθώντας να βρω ένα κενό τραπέζι, όταν το μάτι
μου έπεσε πάνω σε ένα γνωστό πρόσωπο.

«Χάρι!» Έτρεξα προς αυτήν, όμως δύο στιβαρά χέρια με κράτησαν πίσω.

«Πού πηγαίνετε κυρία μου;» Με ρώτησε ο άντρας.

«Σας παρακαλώ, είναι κάποιος που ξέρω εδώ, θέλω να της μιλήσω…» Του εξήγησα.

«Μα δεν έχετε κλείσει τραπέζι..» Άρχισε να εξηγεί. Τι να το κάνω το τραπέζι; Εγώ θέλω
να μιλήσω στον πιο σημαντικό άνθρωπο της ζωής μου!

Αγνοώντας τον, έτρεξα στα τραπέζια, ενώ η μπάντα τραγουδούσε ένα περίεργο τραγούδι
που έλεγε πως έπρεπε να συμπεριφερόμαστε στους άλλους με καλοσύνη και άλλες
τέτοιες ανοησίες…δεν χρειάζεται όλες τις φορές να έχουμε καλοσύνη προς τους άλλους,
ας πούμε τώρα που εγώ αγνόησα τελείως τον πορτιέρη, δεν το έκανα επειδή είμαι κακός
άνθρωπος, το έκανα για την Χάρι.

Έφτασα στο τραπέζι όπου την είχα δει, αλλά δεν ήταν πια εκεί. Μα είμαι σίγουρη πως την
είδα..

«Έλα εδώ εσύ!» Άκουσα βήματα να με πλησιάζουν, δεν υπήρχε λόγος να τρέξω τώρα,
δεν ήταν εδώ…

Οι μπράβοι με τράβηξαν μακριά, ενώ ο κεντρικός τραγουδιστής της μπάντας έλεγε: «Και
αν όλοι οι φίλοι μας πεθάνουν…θα πάνε όλα καλά, όλα καλά, όλα καλά.»

Με πέταξαν έξω και το σώμα μου χτύπησε δυνατά στο γρασίδι. Περπάτησα μακριά από
εκεί, ήμουν τόσο μπερδεμένη, κολλημένη στους στίχους που είχα ακούσει…και αν όλοι
πεθάνουν, θα είναι όλα καλά; Πώς γίνεται αυτό; Εάν όλοι οι φίλοι μου πέθαιναν θα
πέθαινα και εγώ. Μήπως εισέπνευσα καταλάθος κόκα από τον πάγκο;

Και γιατί φοράω καρό φούστα; Δεν μου αρέσει το κάρο! Θέλω να κλάψω, δεν αντέχω
άλλο..που είναι αυτή η κοπέλα όταν την χρειάζεσαι;
Με εγκατέλειψε και αυτή! Αλλά καλά να πάθω, δεν έπρεπε να αφήσω τους γονείς μου
μόνους, όμως τι να κάνω, αφού δεν με αγάπησαν ποτέ τους; Να κάτσω και να τους
ανεχτώ; Μπορεί η Χάρι να ερχόταν δύο φορές τη βδομάδα, να έκανε κοκαΐνη στην
κουζίνα μου και να έφερνε την αστυνομία σπίτι μου, όμως με εκτιμούσε για αυτό που
ήμουν και τώρα…φεύγει.

Το πόδι μου πάτησε σε έναν φρεσκοστρωμένο δρόμο, πρωτότυπο, το μόνο που


πατούσα τόση ώρα ήταν το γρασίδι…ένα λεπτό…δρόμος!

Κοίταξα δεξιά και μετά αριστερά, ήταν αλήθεια! Υπήρχε δρόμος στο ατελείωτο πράσινο
και ερχόταν και ένα αμάξι από μακριά. Πάτησα στον δρόμο και άρχισα να κουνάω τα
χέρια μου σαν τρελή για να το σταματήσω.

Προς έκπληξη μου το αμάξι σταμάτησε κατευθείαν και ο οδηγός του βγήκε από αυτό.

«Χάρι;» Είπα έτοιμη να πνιγώ από το σάλιο μου. Αυτή με κοίταξε άναυδη, δεν είπε τίποτα
όμως, έτρεξα και την αγκάλιασα σφιχτά. «Συγγώμη που δεν σε χαιρέτησα, ήμουν ηλίθια
καταλαβαίνεις, δεν ήθελα να σε χάσω. Είσαι…», ξαφνικά σταμάτησα.

Τί ήταν για μένα η Χάρι; Ήταν φίλη μου; Όχι. Ήταν κοπέλα μου; Ούτε…Μήπως ήταν η
χαμένη μου αδερφή; Μπα, τραβηγμένο..Τότε τι ήταν;

Είχα περάσει σχεδόν όλη τη ζωή μου μαζί της και ακόμα δεν ήξερα τι ήταν για μένα…κι
όμως, μου είχε δώσει περισσότερες αναμνήσεις και περισσότερες χαρές από όλους.
Ήταν μια οικογένεια που ποτέ δεν είχα, μια φίλη που ποτέ δεν είχα και μου έδινε μια
αγάπη που κανείς δεν θα μπορούσε να μου δώσει.

Ναι, ήταν σκληρός χαρακτήρας, αλλά έβλεπα την αγάπη της. Εάν με μισούσε, δεν θα με
επισκέπτονταν όποτε μπορούσε, ούτε θα βασιζόταν σε μένα για να ξεφεύγει από τις
βρωμοδουλειές της. Της έπαιρνα βότκα και αυτή μου έφερνε λουλούδια από το
ανθοπωλείο για να βάζω δίπλα από το παράθυρο μου. Είμαστε σαν το καλό και το κακό,
σαν το ying και το yang, συμπληρώνουμε η μία την άλλη και αυτό μας κάνει πιο δυνατές.

«Είσαι ο μόνος άνθρωπος που έχω…» Ακούμπησα τα μάγουλα της με τις παλάμες μου,
ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της.

Άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, όμως ένας ενοχλητικός ήχος βγήκε από αυτό, ήταν ο
ήχος κλήσης του κινητού μου.
Άνοιξα τα μάτια μου, άπλωσα το χέρι μου στο κομοδίνο, αλλά το μόνο που έκανα ήταν
να ρίξω ένα από τα βιβλία μου κάτω στο πάτωμα. Πού είναι;

Έτρεξα στην κουζίνα και το βρήκα πάνω στον πάγκο..με έπαιρνε η Χάρι. Το σήκωσα
αμέσως και η κουρασμένη φωνή της ευλόγησε τα αυτιά μου.

«Είδα πως με πήρες πριν..ετοιμαζόμουν για το ταξίδι και δεν το είδα, τι έγινε;» Με
ρώτησε, προσπάθησα να σκεφτώ τι ακριβώς να πω, όμως το μυαλό μου αγνόησε την
παράνοια μου και πήρε τον έλεγχο.

«Ήθελα να σε αποχαιρετήσω.» Της είπα και αυτή άρχισε να γελάει.

«Μα θα έρθω αύριο το πρωί για αυτό! Αύριο θα φύγω..» Μου εξήγησε ανακουφίζοντας
με.

«Ευτυχώς, δεν θα άντεχα εάν δεν σε έβλεπα..ξέρεις είσαι ο μόνος άνθρωπος που έχω.»
Έκανα ότι και στο όνειρο που είχα μόλις δει.

«Μην ανησυχείς, ποτέ δεν θα σε ξεχάσω εσένα, είσαι ο καλύτερος άνθρωπος που ξέρω.
Χωρίς εσένα θα ήμουν φυλακή..» Μου εξομολογήθηκε και γέλασε αμήχανα.

«Και εγώ χωρίς εσένα θα ήμουν νεκρή..» Χαμογέλασα και κοίταξα έξω από το
παράθυρο μου, το γρασίδι έχει μεγαλώσει.

«Το ξέρω..θα τα πούμε αύριο.» Είπε έτοιμη να κλείσει.

«Ναι…», απάντησα, όμως ήθελα να της πω κάτι τελευταίο πριν πούμε αντίο για σήμερα,
«Χάρι;» Διέκοψα.

«Τι;»

«Σε αγαπώ.» Ξεστόμισα και έμεινα άφωνη από το πόσο ωραία και καθαρά ακούστηκε,
ήταν σαν έναν ψίθυρο που εξαλείφει τα πάντα στην σιωπή.

«Κι εγώ..» Η φωνή της ακούστηκε το ίδιο καθαρά.

Και τότε κατάλαβα πως ποτέ δεν θα την έχανα, ήταν αδιανόητο να χωριστούμε. Είμαστε
σαν το φως του ήλιου με τις ακτίνες του, χωρίς αυτές δεν υπήρχε αυγή, όπως και χωρίς
τον ήλιο δεν υπήρχε το φώς.
Αύριο θα κοιτούσα έξω από το παράθυρο και θα την χαιρετούσα, ενώ εκείνη θα καθόταν
στην θέση της χωρίς να ξέρει. Σίγουρα όμως θα ήλπιζε να ξεφύγει από την αστυνομία,
και αυτή και τα σακουλάκια της, ώστε να μπορέσει να γυρίσει ξανά πίσω.

Και είμαι σίγουρη πως στο χρονικό διάστημα αυτό θά γίνω ακόμα πιο δυνατή έχοντας
την στην καρδιά μου.

You might also like