You are on page 1of 4

Βρίσκομαι εδώ και 4 χρόνια φυλακισμένη στο σύγχρονο κάτεργο ενός

σύγχρονου κράτους. Το έγκλημα;


Το ότι τόλμησα να έρθω σε σύγκρουση με την άρχουσα τάξη και τους
νόμους που την προστατεύουν και τη βοηθούν να εκμεταλλεύεται και
κοντρολάρει τα πάντα. ΤΑ ΠΑΝΤΑ!!
Ακόμα και αυτό το μυαλό μας, τις σκέψεις μας, τα λόγια μας, τα
συναισθήματα, τη δουλειά μας, τον τόπο που μας αρέσει ν’ αγαπάμε ή
να κάνουμε έρωτα.
Όλη μας τη ζωή τελικά.
Γι αυτό αποφασίσατε να με απομονώσετε, αφεντικά του Κράτους του
Δικαίου.
Και βέβαια οι νόμοι σας είναι ίσοι για όλους, εκτός από κείνους που δεν
είναι σύμφωνοι με τα «ιερά και τα όσιά σας».
Εσείς είστε που τοποθετήσατε στο περιθώριο τη γυναίκα.
Τι ειρωνεία λοιπόν, με το να είμαι γυναίκα μου παραχωρείτε ΤΩΡΑ αυτό
που για χρόνια μου στερήσατε : ΙΣΗ ποινή με έναν άντρα!
Σας ευχαριστώ.
Με ξεπληρώσατε με το νόμισμα της πιο σκληρής φυλάκισης :
απομόνωση και παγωνιά, σε μια φυλακή-νεκροταφείο. Στην ποινή
δηλαδή της πιο εξοντωτικής στέρησης των αισθήσεων.
Και τι ευγενική έκφραση αλήθεια αν έλεγα ότι με θάψατε ζωντανή σ’
ένα σιωπηλό τάφο! Μια σιωπή κατάλευκη.
Λευκό το κελί. Λευκοί οι τοίχοι. Λευκά τα κουφώματα, η πόρτα, το
τραπέζι, η καρέκλα και το κρεβάτι. Ο φωτισμός με ΝΕΟΝ κι αυτός
λευκός και αναμμένος πάντα, μέρα και νύχτα.
Μα πότε λοιπόν είναι μέρα και πότε νύχτα;
Σιωπή. Παντού σιωπή.
Απ’ έξω ούτε ένας ήχος, ένας θόρυβος, μια φωνή…
Απ’ το διάδρομο δεν ακούγονται βήματα, ούτε πόρτες ανοίγουν ή
κλείνουν…
ΤΙΠΟΤΑ!!
Όλα σιωπηλά και κατάλευκα.
Μια μεγάλη σιωπή και μέσα στο μυαλό μου, μυαλό λευκό κι αυτό σαν
το ταβάνι.
Η φωνή μου λευκή κι αυτή αν δοκιμάσω να τη χρησιμοποιήσω.
Λευκό το σάλιο που ξεραίνεται στις άκρες των χειλιών μου. Λευκή
σιωπή στα άδεια μάτια μου, στο στομάχι, στην κοιλιά που φουσκώνει
απ’ το κενό. Παγιδευμένη!
Πρέπει να κρατήσω, ν’ αντισταθώ… δεν θα καταφέρετε να με
τρελάνετε… Πρέπει να σκεφτώ! Να σκεφτώ!
Να λοιπόν, σκέφτομαι…
Σκέφτομαι εσάς, εσάς που με κρατάτε σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Τρέμετε
μήπως και μπορέσω ν’ αντισταθώ… τρέμετε στη σκέψη πως άλλοι όπως
εγώ, οι σύντροφοί μου, έρθουν και σας καταστρέψουν τον ωραίο αυτό
κόσμο που επινοήσατε!
Τι γελοίο στ’ αλήθεια, να έχετε στερήσει από μένα τα χρώματα και έξω
να έχετε ξαναβάψει τον μουχλιασμένο και γκρίζο κόσμο σας με τα
ζωηρότερα χρώματα, για να μη βλέπει κανείς τη σαπίλα που κρύβει.
Σαν ηλίθιους παλιάτσους βάψατε ακόμα και τις γυναίκες σας.
Εγγυημένο κόκκινο για τα μάγουλα. Ανοιχτό γαλάζιο και βιολέ για τις
βλεφαρίδες. Κόκκινο κινναβάρι για τα χείλια… και για τα νύχια όλα τα
χρώματα που μπορεί να φανταστεί κανείς σε ένα καρναβάλι… από
χρυσαφί και ασημί μέχρι πράσινο και πορτοκαλί και ακόμα, ακόμα και
κείνο το βαθύ μπλε της θάλασσας χρησιμοποιήσατε.
Και τιμωρήσατε εμένα με τη σκληράδα του ανέκφραστου λευκού, γιατί
το μυαλό μου δεν έχει ανάγκη απ’ το χαρτοπόλεμο που σκορπίζετε
παντού για να δουλέψει… γιατί τα δικά μου χρώματα ξεγυμνώνουν όλη
σας την αθλιότητα.
Είναι ο φόβος της σιωπής που καταδικάστε εμένα… γιατί αυτή ακριβώς
είναι η χειρότερη τιμωρία για σας. Τρομοκρατείστε με την ιδέα και μόνο
να μείνετε μόνοι… Μόνοι, εσείς με το μυαλό σας… γιατί σας προκαλεί
φρίκη και μόνο η σκέψη ότι το δικό σας το μυαλό είναι αμφίβολης
ποιότητας. Ότι δεν είναι ότι καλύτερο, μα ότι χειρότερο υπάρχει. Ένα
μυαλό μελαγχολικό!
Και με κρατάτε φυλακισμένη σ’ αυτό εδώ το ενυδρείο μόνο και μόνο
επειδή…
Ε, λοιπόν όχι. Δε συμφωνώ με τον τρόπο της ζωής σας. Κι ούτε θα ήθελα
να είμαι μια από τις γυναίκες σας – θλιβερή αποκριάτικη φιγούρα.
Όχι, δε θα ‘θελα να ‘μια η τρυφερή ύπαρξη με τα τρελούτσικα
καμώματα και τα ηλίθια γελάκια που στόλιζε το τραπέζι σας του
σαββατόβραδου σε κάποιο κομψό ρεστοράν, απαραίτητο συμπλήρωμα
της ραφινάτης όσο και θλιβερής ατμόσφαιρας του εξωτικού μενού και
της τόσο ηλίθιας όσο και απαραίτητης διακριτικής μουσικής.
Όχι δε θα ‘θελα να υποχρεώνομαι να είμαι όσο πρέπει ελκυστική και
θλιμμένη και συγχρόνως εύθυμη και γεμάτη εκπλήξεις… και μετά
χαζούλα και παιδιάστική κι ύστερα μητέρα και πουτάνα … ενώ την ίδια
στιγμή να βγάζω λεπτές φωνούλες θαυμασμού και ντροπής στην πρώτη
χυδαιότητα που θα ξεστομίσετε.
Όχι, όχι. Δεν θέλουν ν’ αποφασίσω μόνη μου για τη ζωή μου. Είναι
εκείνοι που πρέπει να σκεφτούν για μένα. Μόνο που περιμένουν την
κατάλληλη στιγμή για να δώσουν το παράγγελμα. Κι επειδή δεν
υπάρχουν κάγκελα στο παράθυρο για να δέσω το σεντόνι και να
κρεμαστώ μόνη μου, θα μου δώσουν αυτοί.. μια «χείρα βοηθείας»…
Κανένας δεν πρόκειται ν’ ακούσει κάποια κραυγή μου, ούτε καν ένα
μου παράπονο… όλα θα γίνουν σιωπηλά, διακριτικά, για να μην
ταραχτεί ο γαλήνιος ύπνος των ευτυχισμένων κατοίκων αυτού του τόσο
τέλεια οργανωμένου κράτους.
Κοιμήσου, κοιμήσου ήσυχα καλοθρεμμένε και αποχαυνωμένε κόσμε.
Όλοι οι «καλώς σκεπτόμενοι» κοιμηθείτε γαλήνιοι όπως οι πεθαμένοι!!
Η κραυγή μου δεν μπορεί να σας ξυπνήσει… Δεν ξυπνάνε ποτέ οι
κάτοικοι ενός νεκροταφείου.
Δεσμοφύλακες, δικαστές, πολιτικάντηδες, σας έχω όλους γραμμένους…
δεν θα κατορθώσετε ποτέ να με βγάλετε τρελή από δω μέσα. Θα πρέπει
να με δολοφονήσετε όσο είμαι απόλυτα υγιής, με πλήρη διαύγεια στο
μυαλό μου, στο πνεύμα μου… και όλοι θα καταλάβουν, θα ξέρουν με
σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι. Μια κυβέρνηση, ένα κράτος
δολοφόνων!
Σας βλέπω κιόλας να τρέχετε να κρύψετε το πτώμα μου…Όχι την δεν
μπορείτε να την δείτε… Ναι, ναι κρεμάστηκε. Όχι, όχι δεν μπορείτε να
παρευρεθείτε στην αυτοψία. Κανένας! Μονάχα οι εμπειρογνώμονες
του κράτους.. που έχουν ήδη βγάλει το πόρισμα…
Η Μάινχοφ κρεμάστηκε.
Μα δεν υπάρχουν σημάδια στραγγαλισμού στο λαιμό… ούτε κυανωτικό
χρώμα… αντίθετα, υπάρχουν μελανιές από κακώσεις σ’ ολόκληρο το
σώμα!
Κάνετε πέρα. Προχωρήστε. Μην κοιτάζετε!
Απαγορεύεται να τραβάτε φωτογραφίες. Απαγορεύεται η ξεχωριστή
ιατροδικαστική έκθεση. Απαγορεύεται να εξεταστεί το πτώμα μου!
Απαγορεύεται!!!
Απαγορεύεται να σκέφτεστε, να φαντάζεστε, να μιλάτε, να γράφετε,
απαγορεύεται… Τα πάντα απαγορεύονται!!! Ναι απαγορεύονται τα
πάντα!!!
Αλλά δεν θα μπορέσετε ν’ απαγορεύσετε ποτέ να καγχάσουν μπροστά
στα ηλίθια μούτρα σας για την τόσο μεγάλη βλακεία σας… την κλασσική
βλακεία που έχει ο κάθε δολοφόνος!
(Οι δεσμοφύλακες αρπάζουν την Μάινχοφ, την καθίζουν σε μια καρέκλα
και της δένουν τα χέρια πίσω)
Βαρύς σαν ένα βουνό είναι ο θάνατος… δεκάδες, εκατομμύρια χέρια
γυναικών έχουν ορθώσει αυτό το τεράστιο βουνό και τώρα… τώρα θα
το γκρεμίσουν μοναχές τους μ’ ένα ανατριχιαστικό γέλιο!

Η Μάινχοφ γελάει. Το γέλιο κόβεται απότομα. Ένα κόκκινο σκοινί


τυλίγεται γύρω από τον λαιμό της και την πνίγει.
TRACK 10
Το φως στην κρεμασμένη Μάινχοφ… χαμηλώνει σιγά σιγά. Γίνονται όλα
κόκκινα.

TRACK 11 – FINALE
ΔΡΩΜΕΝΟ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ – ΥΠΟΚΛΙΣΗ - ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ

You might also like