You are on page 1of 105

ΝΥΦΗ

(ΜΑΡΙΤΣΑ Η ΠΡΟΣΦΥΓΓΑ)
ΑΝΤΩΝΗΣ Β. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

ΜΑΡΙΤΣΑ : Λαμπρινή Βαρτσανέλη

ΚΑΤΙΝΑ :

ΦΛΩΡΑ : Κατερίνα Χοβαρδά

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ :

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ : Αγγελική Ηλιοπούλου

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ : Μαρία Τακάτογλου

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ :

ΙΟΡΔΑΝΗΣ : Δημήτρης Κεραμύδας

(στο κινηματογραφικό μέρος :

ΑΝΤΡΕΑΣ : Χαράλαμπος Αυδούλος

ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ : )
ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ

Λαϊκή γειτονιά κάπου στον Πειραιά, αρχές της δεκαετίας του 60. Μια αυλή γεμάτη
πολύχρωμες γλάστρες με λουλούδια, απλωμένα ασπρόρουχα, σκάφες και κλουβιά με
καναρίνια.

Στο κέντρο, ένα μικρό χαμηλοτάβανο σπιτάκι, που μπορούμε να δούμε το εσωτερικό
του: Ένα παλιό τραπέζι, ένας μπουφές, ένα ραδιόφωνο, δίσκοι με ελληνικά
τραγούδια, ένα εικονοστάσιο με το καντήλι αναμμένο, ένα παλιό σκαλιστό μπαούλο.
Το σπίτι είναι φτωχικό αλλά πολύ καθαρό και ταχτοποιημένο.

Στα αριστερά της μικρής αυλής, διακρίνονται οι ξύλινες πόρτες από άλλα τέσσερα
σπίτια, το ίδιο φτωχικά με αυτό της Φλώρας και της Μαρίτσας, που είναι στο κέντρο.

Σιδερένιες σκάλες και πεζούλια, μπορούν να αντικαταστήσουν τις ξύλινες πόρτες των
σπιτιών.

Στα δεξιά, φαίνεται η οθόνη ενός υπαίθριου κινηματογράφου. Αγιόκλημα και γιασεμιά,
μισοκρύβουν τη ταμπέλα με το έργο που παίζεται σήμερα.

Δυνατό φως ήλιου. Χαρούμενες γυναικείες φωνές. Μουσική ευχάριστη. Η ΦΛΩΡΑ,


μια μαυροντυμένη γυναίκα γύρω στα σαράντα, ανοίγει το παράθυρο του σπιτιού στο
κέντρο και τινάζει ένα σεντόνι. Μια μια, βγαίνουν στην αυλή οι νοικοκυρές:

Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ, Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ, η 1 και η 2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ.

Όλες τους, στην ίδια περίπου ηλικία με τη ΦΛΩΡΑ, με πολύχρωμες ποδιές, ρόμπες
και πασούμια, βγαίνουν άλλες να απλώσουν κι άλλες να σκουπίσουν.

Τα χρώματα από τα σεντόνια που απλώνονται είναι σημαντικό στις πρώτες σκηνές
του έργου να είναι χαρούμενα και μετά την τρίτη σκηνή, να αλλάζουν απότομα προς
το σκούρο.

Βγαίνει και η ΚΑΤΙΝΑ, μια κοπέλα είκοσι χρονών και συναντιέται με την ΜΑΡΙΤΣΑ,
που έχει κι αυτή την ίδια ηλικία.

Η ΜΑΡΙΤΣΑ είναι μικροκαμωμένη και πολύ όμορφη.

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ, ένας γραφικός τύπος πολύ φτωχός, με ρούχα σκισμένα αλλά με


χαρούμενη όψη, φέρνει στις νοικοκυρές τα ψώνια.

Αυτή η αρχική σκηνή, πρέπει να είναι πολύ ευχάριστη και να δίνει γρήγορα την
εντύπωση μιας αγαπημένης γειτονιάς, το 1950.
Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ κατευθύνεται προς τον κινηματογράφο κρατώντας την ταινία που
πρόκειται να προβληθεί και η ΜΑΡΙΤΣΑ βλέποντάς τον, αφήνει την ΚΑΤΙΝΑ και τρέχει
πίσω του μέσα στο σινεμά.

ΣΚΟΤΑΔΙ.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η ΜΑΡΙΤΣΑ μπαίνει στη θερινή αίθουσα του κινηματογράφου. Είναι μόνη. Κρατά στα
χέρια της ένα κουβάρι κόκκινης κλωστής, που προφανώς της έφερε στην αυλή ο
ΙΟΡΔΑΝΗΣ. Περπατά στο σκοτάδι και κάθεται . Ένα παράξενο ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ που
κρατά ένα μικρό κόκκινο ακορντεόν, την πλησιάζει από πίσω. Η ΜΑΡΙΤΣΑ δεν
φαίνεται να νοιώθει την παρουσία του. Το ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ παίρνει το κόκκινο κουβάρι,
χωρίς η ΜΑΡΙΤΣΑ να το καταλάβει και εξαφανίζεται τρέχοντας. Εκείνη μένει να κοιτά
τη ΣΤΕΛΛΑ, που προβάλλεται στην οθόνη. Από την έκφρασή της, φαίνεται πόσο
αγαπά τον κινηματογράφο.

Μία σκηνή από τη ΣΤΕΛΛΑ.

ΣΚΟΤΑΔΙ.

Φως στην αυλή. Οι νοικοκυρές κάνουν διάφορες δουλειές και συζητούν


χαμηλόφωνα.

Έρχεται η ΦΛΩΡΑ κρατώντας μια χάρτινη σακούλα με ψώνια. Η ΜΑΝΑ


ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ τη σταματά.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Αχ, δεν ξέρεις πώς χαίρομαι Φλώρα μου για το καλό μαντάτο... Τί να
σου πω... Ούτε κόρη μου νάτανε...
ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Πες μας καλέ Φλώρα, λεφτά έχει ο λεγάμενος;

ΦΛΩΡΑ

Δεν θέλω να πω μεγάλα λόγια βρε κορίτσια, αλλά και λεφτά έχει και
καλό παλικάρι φαίνεται... Αχ, να γίνει πια κι αυτό, να κλείσω και γώ τα
μάτια μου ήσυχη...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Καλέ τί λόγια είναι τούτα; Φτου φτου να μην βασκαθείς, είκοσι χρόνια
νεότερη δείχνεις σήμερα...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Είναι απ' τη μεγάλη της χαρά... Πού να τη δούμε και στο γάμο...

Η ΦΛΩΡΑ κοιτά με ανησυχία προς το σπίτι της.

ΦΛΩΡΑ

Καθίστε μια στιγμή, να δω τί γίνανε τα τρελλοκόριτσα.. (Σηκώνεται και


φωνάζει)

Μαρίτσα... Κατίνα... Τί γίνατε μωρέ ξεμυαλισμένες;

Στο παράθυρο του σπιτιού της ΦΛΩΡΑΣ εμφανίζεται η ΚΑΤΙΝΑ. Είναι


φανερά σαστισμένη και βγαίνει τρέχοντας στην εξώπορτα. Μιλά και
κοιτά με ανησυχία τριγύρω ενώ οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ ακούνε και
κρυφογελούν.

ΚΑΤΙΝΑ
Εσύ είσαι κυρά Φλώρα; Γύρισες κιόλας;

ΦΛΩΡΑ

Γύρισα βέβαια! Τί ήθελες; Να μείνω στο μπακάλη μέχρι το μεσημέρι;


Πού είναι η Μαρίτσα;

ΚΑΤΙΝΑ

Η Μαρίτσα; (κομπιάζει) Τη Μαρίτσα την έστειλα να πάρει λίγο...χαλβά!!!


Την έστειλα να πάρει λίγο χαλβά για τον καλεσμένο κι εξαφανίστηκε...
Αχ, τί νάγινε αυτό το κορίτσι;

ΦΛΩΡΑ (αυστηρά)

Την έστειλες για χαλβά... Αφού στείλατε τον Ιορδάνη να πάρει πάγο, δεν
μπορούσατε να του πείτε να πάρει και χαλβά; Η Μαρίτσα έπρεπε να
πάει;

ΚΑΤΙΝΑ

Τον Ιορδάνη (κομπιάζει ακόμα πιο πολύ) τον Ιορδάνη ψάξαμε, αλλά δεν
τον βρήκαμε. Είχε φύγει... Τώρα όμως κυρά Φλώρα μου, τρέχω εγώ να
στη φέρω πίσω...

Η ΚΑΤΙΝΑ φεύγει τρέχοντας. ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ, που μέχρι τώρα


άκουγαν και κρυφογελούσαν, συνεχίζουν τις δουλειές του και μιλάνε
αδιάφορα.

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Αυτά τα κορίτσια τη σήμερον ημέρα... Δεν τολμάς να πας μέχρι τον


μπακάλη κι εξαφανίζονται... Έτοιμες να σου βγάλουν τ' όνομα από κει
που δεν το περιμένεις...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ
Δόξα σοι ο Θεός, που μού δωσε μόνο ένα παλικάρι...

ΦΛΩΡΑ (θυμωμένα)

Η Μαρίτσα μου δεν το σκάει. Δεν τόχει σκάσει ποτέ κι αυτό το ξέρει
όλος ο ντουνιάς... (προς τη ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ) Και δόξα σοι ο θεός
που μούδωσε κόρη και δεν γυρνά τα βράδια μεθυσμένη να με σπάει
στο ξύλο...

Η 1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ επεμβαίνει καθώς βλέπει ότι θα γίνει φασαρία.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Μη παρεξηγείσαι και συ μωρέ Φλώρα... Αφού το ξέρεις, πως όλες μας


τη πονάμε τη Μαρίτσα...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Γι αυτό και παρακαλάμε τον θεό να παντρευτεί... Γιατί είναι χρυσή


νοικοκυρά και θα κάνει στ' αλήθεια ευτυχισμένο τον άντρα που θα την
πάρει...

ΦΛΩΡΑ

Μετά απ' όσα τραβήξαμε, καιρός να δούμε και μείς μια άσπρη μέρα...

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑ (λίγο ειρωνικά)

Έλα τώρα, πάλι τη Καταστροφή σκέφτεσαι; Τώρα είσαστε εδώ και τα


περνάτε μια χαρά... Εδώ που τα λέμε, βολευτήκατε...

(Όλες οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ ξεσπούν σε γέλια. Η ΦΛΩΡΑ τις κοιτάζει


θυμωμένη. Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ αλλάζει ύφος για ν' αλλάξει
συζήτηση)
Πες μου ντε, τί δουλειά κάνει ο γαμπρός;

ΦΛΩΡΑ

Είναι τριανταπέντε χρονών κι όμορφο παλικάρι... Μοιάζει και του


συχωρεμένου του Δημητρού μου... Είναι λογιστής το επάγγελμα και
δουλεύει σε μια Τράπεζα στον Περαία... Μόνος στον κόσμο.! Ούτε
σκυλιά, ούτε γατιά !

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Μωρέ μπράβο Μαρίτσα! Άργησε αλλά τον βρήκε... Ποιος το περίμενε


μια τέτοια τύχη...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και γραμματιζούμενος κιόλας!

ΦΛΩΡΑ (παρεξηγημένη)

Γιατί; Η κόρη μου για πέταμα είναι;

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Όχι μωρέ, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο και πιο δύσκολη γίνεται...
Πόσα προξενιά έχει διώξει μέχρι τώρα χωρίς λόγο; Είσαστε και
πρόσφυγγες κι όσο νάναι...

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Ένα σωρό παλικάρια, που μακάρι να ζήταγαν τη Κατίνα μου...

ΦΛΩΡΑ
Μην ανησυχείς κι όταν είναι νάρθει η ώρα της... Άντε, ν' αφήσω τώρα τα
λόγια να πάω να κάνω και καμία δουλειά. Θάρθει κι ο άνθρωπος σε
λίγο...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και τί το καλό του ετοιμάζεις;

ΦΛΩΡΑ (μπαίνοντας στο σπίτι της)

Σουτζουκάκια με πατάτες κοκκινιστές...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Φτιάχτου και κάνα σαραγλί, να τον γλυκάνεις!!!

ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ βάζουν τα γέλια. Η ΦΛΩΡΑ δεν απαντά, μπαίνει σπίτι


της και κρύβεται πίσω από τη κουρτίνα του παράθυρου. Κρυφακούει.
Μόλις αυτή φεύγει, οι γυναίκες αλλάζουν όψη και γίνονται περισσότερο
ύπουλες..

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Κούνια που την κούναγε αν νομίζει ότι ο λογιστής θα πάρει τη Μαρίτσα


τη πρόσφυγγα...

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Καλέ μόλις τη δει να κουνιέται έτσι, θα στρίψει... Σήμερα το πρωί μας


ξύπνησε απ' τα χαράματα με τις μουσικές που βάζει...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Δε τους φτάνει η συφορά τους, πούρθαν σα τους γύφτους χωρίς στον
ήλιο μοίρα, τα λούσα τους μαράνανε...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ (στη ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ)

Είναι ξεμυαλισμένη... Μια με τα θέατρα και μια με το γιο σου, τον


Αντρέα... Πρόσεχέ την !!!

Στο άκουσμα αυτού του πράγματος, η ΦΛΩΡΑ φεύγει απ’ το παράθυρο


και μπαίνει στο εσωτερικό του σπιτιού της.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Να μην ακούω κουταμάρες... Ο Αντρέας μου δεν είναι για τα μούτρα


της. Εγώ θέλω μια ήσυχη κοπέλα και νοικοκυρά... Από πού κι ως πού
να πάρουμε αυτή τη βρωμοτουρκάλα, τη παστρικιά, τη πρόσφυγγα; Άσε
που μέχρι χτες ο Αντρέας μου έλεγε, πως ούτε για να περνάει την ώρα
του δεν τη θέλει...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Εμ έχει κι άδικο; Αντί να κοιτάξει να συμμαζευτεί, να μην μουντζώνει τη


τύχη της να ησυχάσει κι αυτή η δόλια η μάνα της, όλο όνειρα κάνει να
γίνει θεατρίνα..

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Το γλαντί... Το σανίδι τη μάρανε...

Έρχεται η ΜΑΡΙΤΣΑ. Μόλις τη βλέπουν οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ σταματάνε τη


συζήτηση.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Καλημέρα γειτόνισσες.
Εκείνες μουρμουρίζουν μια καλημέρα και φεύγουν προς τα σπίτια τους
βιαστικά.

Έρχεται τρέχοντας η ΚΑΤΙΝΑ.

ΚΑΤΙΝΑ

Μαρίτσα μου... Αχ επιτέλους σε βρήκα. Πήγαινε γρήγορα σπίτι.. Η μάνα


σου είναι πυρ και μανία που δεν σε βρήκε... Πρόσεξε: Της είπα ότι
πήγες να πάρεις χαλβά και ότι δεν βρήκαμε τον Ιορδάνη για να
στείλουμε εκείνον... Αμάν μωρέ Μαρίτσα... Είναι πράγματα αυτά που με
βάζεις και κάνω;

ΜΑΡΙΤΣΑ

Είμαι ευτυχισμένη, αχ Κατίνα μου, είμαι τόσο ευτυχισμένη... Ο Αντρέας


μ' αγαπάει, με λατρεύει... Μόλις καταφέρουμε να βρούμε λίγα λεφτά, θα
παντρευτούμε...Eγώ θα μπορώ να κάνω μαθήματα θεάτρου στην
Αθήνα... Δεν είναι θαυμάσια; Θα φύγουμε απ' τη Κοκκινιά, θα πάμε με
νοίκι κάπου αλλού... Κάπου κοντά στη θάλασσα... Θα πάρουμε και τη
μάνα μου μαζί...

ΚΑΤΙΝΑ

Σύνελθε μωρέ Μαρίτσα μου... Δε λέω...Μακάρι να γίνουν τα πράγματα


όπως τα λες. Αλλά ξέρω και γώ; Δεν κοιτάς κι αυτό το λογιστή; Πού
ξέρεις τί γίνεται αύριο; Κράτα και μια πόρτα ανοιχτή για κάθε
ενδεχόμενο...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ θυμώνει.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Ώρες ώρες μου θυμίζεις και συ, όλες αυτές τις γυναικούλες της
γειτονιάς... Άκου εκεί να κρατήσω πόρτα ανοιχτή ! Αν σ' αρέσει ο
λογιστής, πάρτον ! Στον χαρίζω!
ΚΑΤΙΝΑ

Ε καλά πια, μην κάνεις έτσι...

Ακούγεται η φωνή της ΜΑΝΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ που τη φωνάζει.

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Κατίνα... Κατίνα... Θα μαζευτείς επιτέλους σπίτι;

Η ΚΑΤΙΝΑ φεύγει προς το σπίτι της.

ΚΑΤΙΝΑ

Πρόσεξε πάντως, μην κάνεις πάλι τρέλες... Το απόγευμα θάρθω να μου


πεις τί έγινε...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ μπαίνει στο δικό της σπίτι. Η ΦΛΩΡΑ κάθεται στο τραπέζι
και καθαρίζει πατάτες, Η ΜΑΡΙΤΣΑ προσπαθεί να την αποφύγει αλλά
δεν τα καταφέρνει.

ΦΛΩΡΑ

Πού γύριζες μωρή ξεμυαλισμένη τόσες ώρες;

ΜΑΡΙΤΣΑ

Είχα πάει για χαλβά...

ΦΛΩΡΑ

Και χαλβάς έγινες.


ΜΑΡΙΤΣΑ

Συνάντησα τον Ιορδάνη και πιάσαμε τα λόγια...

ΦΛΩΡΑ

Ούτε ο Ιορδάνης ο κουζουλός δεν θα σε παίρνει σε λίγο...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Γιατί τον λέτε κουζουλό; Επειδή είναι φτωχός και κάνει θελήματα;
Σάμπως όλοι εμείς που δεν κάνουμε, είμαστε καλύτεροι;

ΦΛΩΡΑ

Είναι κουζουλός, γιατί δεν κάνει τίποτα για ν' αλλάξει τη ζωή του... Μόνο
για τα θελήματα των γυναικών είναι καλός... Να πηγαίνει στο μπακάλη,
να κουβαλάει τον πάγο, για να παίρνει μια δεκάρα και μια σφαλιάρα
μαζί...

ΜΑΡΙΤΣΑ (αστειεύεται)

Δε πρέπει να μιλάς έτσι για τον άντρα που όποτε με συναντάει στο
δρόμο, με ζητάει σε γάμο!!!

ΦΛΩΡΑ

Στόπα και πριν: Σε λίγο, ούτε κι αυτός δεν θα σε θέλει... Άκου με... Άντε
τώρα, παράτα τα ράδια και τις λατέρνες κι έλα να με βοηθήσεις να
συγυρίσουμε λιγάκι. Αχούρι πια έχει γίνει εδώ μέσα...

ΜΑΡΙΤΣΑ (πονηρά)

Συγύρισε εσύ... Εγώ θα μαγειρέψω...


Η ΦΛΩΡΑ δεν μπορεί να πιστέψει στ’ αυτιά της. Σηκώνεται.

ΦΛΩΡΑ

Τί είπες; Θα μαγειρέψεις εσύ για τον άνθρωπο; Πώς κι έτσι κόρη μου;

ΜΑΡΙΤΣΑ

Ε, να... Άκουσα ότι είναι ένας όμορφος και καλοστεκούμενος άντρας , ε


και γιατί δεν γίνεται να τους διώχνω όλους... Στο τέλος θα μείνω στο
ράφι... Αποφάσισα να τον παντρευτώ... Αν με θέλει κι αυτός φυσικά...

Η ΦΛΩΡΑ την αγκαλιάζει με τρυφερότητα.

ΦΛΩΡΑ

Αχού, θα τρελαθώ... Και γιατί να μην σε θέλει κόρη μου; Αφού σ' έχει δει
και του αρέσεις... Πες εσύ το ναι κι αύριο παντρεύεσαι... Κάνε αυτή τη
χάρη στη μανούλα σου κόρη μου... Μετά τη Καταστροφή και το χαμό
του πατέρα σου, δεν έχει ξαναγελάσει το χείλη μου...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ ελευθερώνεται από το αγκάλιασμα της ΦΛΩΡΑΣ.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Σταμάτα πια ρε μάνα... Και κάνε μου εσύ μια χάρη: Σ' αυτές τις κάργες
τις γειτόνισσες, μην ξαναμιλήσεις ούτε για καταστροφές, ούτε για αυτά
που είχαμε και χάσαμε... Δεν χάσαμε τίποτα, κατάλαβες;
Η ΦΛΩΡΑ βουρκωμένη φεύγει προς το εσωτερικό του σπιτιού. Η
ΜΑΡΙΤΣΑ μένει μόνη. Ξαφνικά, ακούγεται η μελωδία ενός ακορντεόν. Η
ΜΑΡΙΤΣΑ μένει μετέωρη, σαν να προσπαθεί να καταλάβει από πού
προέρχεται. Τρέχει στην εξώπορτα και βγαίνει στην αυλή. Πολλά φύλλα
που τα παρασύρει ένας ξαφνικός αέρας. Η ΜΑΡΙΤΣΑ κοιτά τριγύρω.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Αντρέα...

Η μουσική απότομα σταματά. Η ΜΑΡΙΤΣΑ ξαναγυρίζει απογοητευμένη


σπίτι της και κατευθύνεται προς το εσωτερικό.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Ας ετοιμάσουμε αυτά τα σουτζουκάκια..

ΣΚΟΤΑΔΙ

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Μία σκηνή από τη ταινία Η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ . Τραγούδι με τη


Σπεράντζα Βρανά.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ

ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ όλες στην αυλή. Προσπαθούν να κάνουν τις δουλειές


τους, άλλη να ποτίσει , άλλη να σκουπίσει, αλλά είναι όλες
εκνευρισμένες. Κοιτούν προς το σπίτι της ΦΛΩΡΑΣ όπου η ΜΑΡΙΤΣΑ
έχει βάλει δυνατά τη μουσική και χορεύει. ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ κρατούν το
κεφάλι τους από τον πονοκέφαλο. Έρχεται η ΦΛΩΡΑ αναστατωμένη.
Βλέπει τις ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ και προσπαθεί να τις αποφύγει. Εκείνες τη
σταματούν.

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Κυρά Φλώρα...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Καλέ Φλώρα τί έπαθες; Κουφάθηκες;


Η ΦΛΩΡΑ σταματά, αφού βλέπει ότι δεν μπορεί να τις αποφύγει.

ΦΛΩΡΑ

Συχωρέστε με αλλά μ' αυτή τη μουσική...

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Δε πειράζει, την έχουμε συνηθίσει πια τη Μαρίτσα... Κι ύστερα σήμερα


το κορίτσι πρέπει να είναι πολύ ευτυχισμένο...

ΦΛΩΡΑ

Γειτόνισσες, αφήστε με στον πόνο μου....

Πάει να φύγει. Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ μπαίνει μπροστά της. Η


ΜΑΡΙΤΣΑ χαμηλώνει τη μουσική και παρακολουθεί πίσω απ' το
παράθυρο διασκεδάζοντας.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Τί θα γίνει μωρέ Φλώρα, θα μας το πεις ή θα σκάσουμε;

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και γιατί έτρεχες πριν λίγο με τον γαμπρό; Έπαθε τίποτα;

ΦΛΩΡΑ
Αν έπαθε τίποτα λέει; Και βέβαια έπαθε ! Πήγε να τον δηλητηριάσει η
στρίγκλα... Τούριξε πιο πολύ καθαρτικό στο φαγητό, παρά αλάτι... Λίγο
ακόμα και δεν θα τον προλαβαίναμε...

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Ποιος τόκανε καλέ; Η Μαρίτσα;

ΦΛΩΡΑ

Ναι, αυτή... Γι αυτό την έπιασε η προκοπή ένα μήνα τώρα, να


μαγειρεύει... Ο άνθρωπος διπλώθηκε στα δυο και κείνη γέλαγε...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και με το προξενιό;

ΦΛΩΡΑ

Ποιο προξενιό μου συζητάς; Άσε με στον πόνο μου...

Η ΦΛΩΡΑ κατευθύνεται προς το σπίτι της. Οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ


μαζεύονται όλες σ' ένα πεζούλι και στήνουν αυτί.

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Ακούστε τώρα τί θα γίνει...

Η ΦΛΩΡΑ μπαίνει στο σπίτι. Η ΜΑΡΙΤΣΑ κλείνει το ράδιο.


ΜΑΡΙΤΣΑ

Μπα, γύρισες κιόλας; Σώθηκε ο λεγάμενος ή μας άφησε γεια;

ΦΛΩΡΑ

Θα τον σκότωνες και θα σε κλείνανε μέσα... Κι έτσι θα γλίτωνα....


Θάλεγα πως δεν έχω κόρη... Που κόρυζα να σε φάει... Ποιος να σε
πάρει εσένα μωρή ονειροπαρμένη; Πες μου, ποιος τρελός να σε πάρει;
Όλη η γειτονιά γελάει μαζί σου και με λυπάται...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ ανοίγει απότομα το παράθυρο.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Αυτές; Αυτές δεν σε λυπούνται καθόλου... Σε κοροϊδεύουν... Μιλάνε και


γελάνε πίσω απ' τη πλάτη σου... Νάτες ! Έβγα να δεις πως έχουν
στήσει αυτί...

Η ΦΛΩΡΑ φεύγει κλαίγοντας προς το εσωτερικό του σπιτιού. Έρχεται ο


ΙΟΡΔΑΝΗΣ. Κακοντυμένος και βρώμικος. Μόλις τον βλέπουν οι
ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ τρέχουν κοντά του και τον πειράζουν.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Καλέ Ιορδάνη, τί ομορφιές είναι αυτές; Σε γάμο θα πας;

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

΄Η, μήπως πας να ζητήσεις το χέρι καμιάς τυχερής, για να σε πάρει;

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Μωρέ μακάρι νάχαμε και μείς ένα τέτοιον άντρα, να μας κάνει κι όλες τις
δουλειές!!!
ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Μόνο που έτσι όπως είναι ο κακόμοιρος, καμία χαμένη, καμία όμοιά του
θα τον κοιτάξει...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ, που παρακολουθεί τη σκηνή, βγαίνει στο κατώφλι του


σπιτιού της και ξεκουμπώνει τη ρόμπα της προκλητικά. Τις διακόπτει.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Καλή σου μέρα Ιορδάνη... Θες νάρθεις μέσα να σου κάνω ένα καφέ;

ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ μόλις τη βλέπουν έτσι προκλητική, φεύγουν


σκανδαλισμένες. Η ΜΑΡΙΤΣΑ κουμπώνεται και πάλι και βγαίνει στην
αυλή.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Συγνώμη Ιορδάνη για τη σκηνή... Τόκανα γι αυτές τις σκύλες... Οποίος


δεν είναι απ' το χωριό τους νομίζουν ότι δεν είναι άνθρωπος... Ότι είναι
σκουλήκι... Αλλά και συ, δεν πρέπει πια να κυκλοφορείς έτσι... Τί
κατάσταση είναι αυτή; Δεν έχεις άλλα ρούχα να φορέσεις; Θα κάτσω και
θα σου πλέξω ένα κόκκινο πουλόβερ, να μπεις στα μάτια ολωνών
τους... Το κόκκινο χρώμα προκαλεί και βγάζει μάτι!!!

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Εγώ δεν θέλω να τους βγάλω το μάτι Μαρίτσα... Αστες να λένε...


Γυναίκες είναι...

ΜΑΡΙΤΣΑ
Τί θα πει, γυναίκες είναι; Γιατί δεν βρίσκεις μια δουλειά, από το να
κάνεις θελήματα;

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Δεν είναι όλοι τυχεροί, όπως ο Αντρέας...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Μα ο Αντρέας, έψαχνε για δουλειά τόσο καιρό Ιορδάνη. Τον διώχνανε


και δεν τόβαζε κάτω...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Και γώ ψάχνω... Και ψάχνω χρόνια... Ούτε και γώ το βάζω κάτω... Αλλά
δεν είναι το ίδιο πράγμα... Ο Αντρέας είναι παντού πιο τυχερός...
Παντού...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Μη ξαναρχίσεις πάλι τα ίδια... Τάχουμε πει...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Αν είχα λεφτά, θα σε παντρευόμουνα αύριο κιόλας... Θάκανα τα πάντα


για να μην σου λείπει τίποτα και να ικανοποιήσω όλα τα όνειρά σου...

ΜΑΡΙΤΣΑ (στοργικά, σα να μιλά σε μικρό παιδί)

Βλέπεις; Δεν με καταλαβαίνεις... Πρώτ' απ' όλα μου μιλάς για όνειρα,
ενώ για μένα το σινεμά είναι η ζωή μου και δεν θέλω ν' αφήσω να μείνει
μόνο ένα όνειρο...Κι ύστερα λες, πως θα με παντρευόσουνα αύριο
κιόλας... Μα εγώ δεν σ' αγαπώ ερωτικά Ιορδάνη... Πόσες φορές πρέπει
να σου επαναλάβω ότι είμαι πολύ ερωτευμένη με τον Αντρέα...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Εγώ θέλω το καλό σου... Ο Αντρέας δεν πρόκειται ποτέ του να σε


πάρει... Είναι άλλη πάστα άνθρωποι αυτοί... Η μάνα του δεν σε
χωνεύει... Δεν θέλει να σε δει ούτε ζωγραφιστή... Θέλει να του δώσει
καμία σαν κι αυτή την ίδια... Σε βρίζει και σε λέει παστρικιά... Κορίτσια
σαν και σένα, έχουν πολλούς εχθρούς και λίγους φίλους...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Εγώ όμως έχω την Κατίνα και σένα...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Κι εγώ σου λέω να προσέχεις...

Έρχεται η ΚΑΤΙΝΑ. Είναι ντυμένη με τα καλά της και δείχνει χαρούμενη.

ΚΑΤΙΝΑ

Καλημέρα Μαρίτσα, καλημέρα Ιορδάνη... (Εκείνος δεν απαντά και


γυρίζει το πρόσωπό του αλλού) Τί έπαθες εσύ; Μύγα σε τσίμπησε; Μίλα
μας και μή μας αγαπάς...

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ σηκώνεται.
ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Εγώ πηγαίνω... Έχω πολλές δουλειές... Μαρίτσα, μην ξεχάσεις αυτό


που σου είπα...

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ φεύγει.

ΚΑΤΙΝΑ

Παράξενος άνθρωπος που είναι ώρες ώρες αυτός ο Ιορδάνης... Τη μια


σου γελάει και την άλλη σου γυρίζει τη πλάτη... Εγώ λέω, πως δεν θάναι
καλά στα μυαλά του.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Είναι πολύ μόνος του... Ένα κούτσουρο... Όλοι τον κοροϊδεύουν και τον
αποφεύγουν...

ΚΑΤΙΝΑ

Λοιπόν; Δεν θα με ρωτήσεις τί έγινε;

ΜΑΡΙΤΣΑ (σα να βγαίνει από όνειρο)

Ναι, τί έγινε; Τον βρήκες τον Αντρέα ;

ΚΑΤΙΝΑ
Ναι, αλλά δεν σου λέω τί τράβηξα μέχρι να τον βρω στα λιπάσματα!
Καλέ, πού να δεις τί γίνεται εκεί από κόσμο! Και πόσο καλή δουλειά
φαίνεται να είναι !!!

ΜΑΡΙΤΣΑ

Μα θα μου πεις τί έγινε; Τούπες για σήμερα; Τούδωσες το σημείωμά


μου;

ΚΑΤΙΝΑ (διστακτικά)

Ναι, αλλά μούπε ότι δεν μπορεί να σε δει γιατί θα κάτσει στη δουλειά
μέχρι αργά το βράδυ... Είναι λέει ... δοκιμαστική περίοδος... και θέλει να
κάνει καλή εντύπωση, για να γίνει μόνιμος... Πολύ γελάσαμε με το
καθαρτικό και τη μάνα σου που δεν προλάβαινε το λογιστή απ' το
κόψιμο... (Γελάει. Η ΜΑΡΙΤΣΑ μένει απαθής) Μούπε τέλος, ότι αύριο το
βράδυ θα κάνει τα πάντα για να συναντηθείτε...

ΜΑΡΙΤΣΑ (απογοητευμένη)

Αύριο το βράδυ... Από τότε που έπιασε αυτή τη δουλειά, τον βλέπω όλο
και λιγότερο...

ΚΑΤΙΝΑ

Μα τί θες να σου κάνει ο άνθρωπος μάτια μου; Δουλεύει, δεν κάθεται...


Άσε που έχω να σου πω ένα νέο, να τρελαθείς απ' τη χαρά σου...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Τί νέο;
ΚΑΤΙΝΑ

Έπιασα δουλειά!!!

ΜΑΡΙΤΣΑ

Αχ επιτέλους Κατίνα μου, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι...


Επιτέλους...

ΚΑΤΙΝΑ

Και ξέρεις πού έπιασα δουλειά; Στα λιπάσματα! Μαζί με τον Αντρέα!!!

ΜΑΡΙΤΣΑ (σα χαμένη)

Σοβαρολογείς;

ΚΑΤΙΝΑ

Και βέβαια σοβαρολογώ... Αχ, έγινε όπως στα παραμύθια... Έλα,


κάθισε εδώ κοντά μου να σου πω πώς έγινε... Πήγα που λες σήμερα το
πρωί, να τον ειδοποιήσω, ότι ήθελες να τον δεις το βράδυ και καθώς
καθόμουν στην αίθουσα που έχουν για το κοινό, έρχεται και κάθεται
δίπλα μου μια κοπέλα κι αρχίζει να μου λέει, πόσο έχει ανάγκη από
δουλειά, ότι είναι φτωχή κι άλλα τέτοια... Ένα στόμα! Να μην λέει να το
κλείσει! ... Ήρθες και συ για τη δουλειά;... με ρωτάει... Ναι... της λέω
κοφτά, για να με αφήσει ήσυχη... Εκείνη όμως είχε τρακ κι έτσι, όταν τη
φώναξαν να μπει, με παρακάλεσε να πάω εγώ πρώτη, ν' ακούσω τί θα
με ρωτήσουν και να της πω όταν θα βγω... Εγώ βέβαια, πήγα ν'
αρνηθώ. Εκείνη όμως τη στιγμή, βγαίνει ο Διευθυντής κι αρχίζει να
φωνάζει ότι καθυστερούμε... Μπαίνω και γώ μέσα με τη πρόθεση να
του πω όλη την αλήθεια, ότι δηλαδή είχα πάει εκεί μόνο και μόνο για να
δω τον Αντρέα, πάντως, αν ήθελε τη γνώμη μου, έπρεπε να προσλάβει
εκείνη τη κοπέλα που είχε τρακ... Αυτός ο ηλίθιος, νόμισε ότι ήμουν η
αρραβωνιαστικιά του Αντρέα και μου λέει... Καλύτερα να πάρετε εσείς
αυτή τη θέση δεσποινίς... Έτσι θα δουλεύετε μαζί και θα παράγετε
παραπάνω....

ΜΑΡΙΤΣΑ

Και δηλαδή, πιάνεις δουλειά, μαζί με τον Αντρέα;

ΚΑΤΙΝΑ

Μάλιστα! Τώρα χρυσή μου, δεν μπορεί να μας ξεφύγει καθόλου... Θα


τον έχω συνέχεια το νου μου... (Παύση. Βλέπει τη ΜΑΡΙΤΣΑ που δεν
μιλά) Μα δεν είσαι ευχαριστημένη;

ΜΑΡΙΤΣΑ (μαζεύει τις δυνάμεις της )

Μα φυσικά... Είμαι χαρούμενη που βρήκες δουλειά και που ο Αντρέας


μου, θάχει κοντά του έναν άνθρωπο να τον φροντίζει...

ΚΑΤΙΝΑ

Πάω τώρα να το πω στη μάνα μου... Θα τρελαθεί απ' τη χαρά της...

Η ΚΑΤΙΝΑ φεύγει τρέχοντας. Η ΜΑΡΙΤΣΑ μένει για λίγο ακίνητη στην


αυλή, που ξαναγεμίζει με φύλλα. Λυπημένη μουσική. Η ΜΑΡΙΤΣΑ
γυρνά αργά στο σπίτι της. Μπαίνει και κάθεται. Ακουμπά το κεφάλι της
στο τραπέζι. Μπαίνει η ΦΛΩΡΑ φανερά νευριασμένη με τη κόρη της,
ίσως ακόμα από το επεισόδιο με τον λογιστή. Τη βλέπει στο τραπέζι. Η
ΦΛΩΡΑ αλλάζει ύφος. Γλυκαίνει. Πλησιάζει τη ΜΑΡΙΤΣΑ και της
ακουμπά το κεφάλι.
ΦΛΩΡΑ

Είναι το αίμα μας πικρό φαίνεται κόρη μου...

Ξαφνικά η ΜΑΡΙΤΣΑ πετάγεται επάνω. Τρέχει στο παράθυρο και κοιτά


με αγωνία την άδεια αυλή. Η ίδια μουσική του ακορντεόν, πιο δυνατά
τώρα. Η ΦΛΩΡΑ πλησιάζει τη ΜΑΡΙΤΣΑ παραξενεμένη.

ΦΛΩΡΑ

Τί έπαθες Μαρίτσα μου; Τί συμβαίνει;

ΜΑΡΙΤΣΑ (με αγωνία)

Αυτή η μουσική... Το ακορντεόν... Το ακούω κάθε βράδυ και δεν βλέπω


ποιος τη παίζει...

ΦΛΩΡΑ

Εγώ δεν ακούω τίποτα... Θάναι κανένας ζητιάνος, ή η φαντασία σου...


Έλα, κλείσε το παράθυρο, έχει υγρασία σήμερα...

ΜΑΡΙΤΣΑ (επιμένει)

Κάθε βράδυ, εδώ και καιρό ακούω αυτή τη μουσική... Θέλω να μάθω τί
σημαίνει!

ΦΛΩΡΑ

Είπες πως είναι ακορντεόν; Θα σου θυμίσω εγώ τί είναι... Όταν ήσουνα
μικρή, στον Πειραιά, τα Χριστούγεννα που κατεβαίναμε στο λιμάνι,
άκουγες τα ζητιανάκια που έπαιζαν ακορντεόν κι αυτό το πράγμα σου
χαλούσε το κέφι... Καθόσουν και τα κοίταζες με τις ώρες... Εγώ σε
τραβούσα από το χεράκι, αλλά δεν ξεκόλλαγες... Ίσως και τώρα, που
είσαι στεναχωρημένη μ' αυτό που έγινε...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ αντιδρά. Ορμά στο τραπέζι που κάθεται η ΦΛΩΡΑ και της
φωνάζει, σα να θέλει να τ' ακούσει η ίδια.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Ίσα ίσα, που είμαι χαρούμενη... Η Κατίνα είναι η καλύτερή μου φίλη...
Σήμερα έπιασε δουλειά... Τόμαθες υποθέτω... Σήμερα έπιασε δουλειά,
μαζί με τον Αντρέα στα λιπάσματα... Άρα είμαι χαρούμενη... (φωνάζει)
πολύ χαρούμενη... Η Κατίνα είναι η καλύτερή μου φίλη... Σαν αδελφή
μου... Σαν αδελφή μου....Σαν αδελφή μου...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ ακουμπά στο τραπέζι κλαίγοντας. Η ΦΛΩΡΑ την


αγκαλιάζει. Η μουσική πνίγει τους λυγμούς της κοπέλας.

ΣΚΟΤΑΔΙ.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Σκηνή με την Αλίκη Βουγιουκλάκη να τραγουδά το ΘΑΛΑΣΣΑ


ΠΛΑΤΕΙΑ.

ΣΚΟΤΑΔΙ.
ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια αυλή. Έχει περάσει περίπου ένας χρόνος. Η ΜΑΡΙΤΣΑ φανερά


καταβεβλημένη κάθεται πίσω από το παράθυρο και κοιτά έξω. Βγαίνει η
2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ αστεία κομψοντυμένη. Δείχνει βιαστική. κοιτά προς τη
πόρτα της 1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΣ, που φαίνεται ότι έχει αργήσει. Στο σπίτι,
πίσω από τη ΜΑΡΙΤΣΑ εμφανίζεται η ΦΛΩΡΑ. Είναι κι αυτή ντυμένη
καλά, με μαύρο ταγιέρ. Παρακολουθεί τη σκηνή βουβά, μαζί με τη κόρη
της. Βγαίνει η 1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ .

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Άντε πια μωρέ, επιτέλους ετοιμάστηκες !!!


1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Σιγά καλέ, πώς κάνεις έτσι; Έχουμε ακόμα δύο ώρες μπροστά μας...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Ναι, αλλά πρέπει να πάμε και μείς να βοηθήσουμε τη νύφη... Να μην


καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ (γελώντας)

Μωρή λωλάθηκες για τα καλά ; Ξέρεις πόσο χρονώ είσαι, και θες να
πας να μου ντύσεις και τη νύφη;

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

΄Ασε και πάω να τρελαθώ απ' τη χαρά μου ! Τέτοιο αναπάντεχο


μαντάτο; Δόξα σοι ο Μεγαλοδύναμος!

Η 1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ γυρνά προς το σπίτι της ΦΛΩΡΑΣ και φωνάζει.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

ΦΛΩΡΑ... Κουνήσου... Αργήσαμε...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Μή μου πεις, πως θα πάρει τα μούτρα της και θάρθει κι η ΦΛΩΡΑ!!!

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και γιατί όχι; Αλλάξανε τα πράγματα... (Φωνάζει δυνατά προς τη


ΦΛΩΡΑ) Εκμονδερνιστήκαμε!!!
2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Σκάσε μωρή αθεόφοβη... Μας ακούει...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και τί μ' αυτό; Εγώ δεν έχω τίποτα να κρύψω... Άλλες έχουν τις
μπομπές... Άσε καλύτερα να μην ανοίξω το στόμα μου... Δε λες
πούδωσε ο Θεός και ξεστραβώθηκε ο Αντρέας...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Αλλά με τη Κατίνα; Ποιος το περίμενε!

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Ε καμία φορά δεν σε καταλαβαίνω καθόλου... Τί ήθελες δηλαδή; Με το


σώνει και καλά να πάρει τη ξεβράκωτη;

Έρχεται η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ κρατώντας ένα καλάθι με


μπουμπουνιέρες. ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ 1 και 2 πηγαίνουν να τη
συναντήσουν με φωνές και γέλια.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Να μας ζήσει... Να μας ζήσει ο λεβέντης μας... Το καμάρι της γειτονιάς


μας...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Άντε μωρέ, να τον καμαρώσω και γώ...


ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Σας ευχαριστώ... Σας ευχαριστώ πάρα πολύ... Αλλά καλέ, τί καθόμαστε;


Ελάτε μέσα, να φύγουμε όλοι μαζί για την εκκλησία...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Πηγαίντε εσείς, εγώ πετάγομαι να δω και την Κατινούλα... Αχ νά κι η


μάνα της...

Βγαίνει η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ και λάμπει απ' τη χαρά της.

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Μωρή συμπεθέρα, ακόμα και στο γάμο του παιδιού σου


κουτσομπολεύεις;

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Ποιος κουτσομπολεύει καλέ; Εγώ τους έλεγα να κάνουν γρήγορα και ν'
αφήσουν τα λόγια...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Πότε τόφτιαξες αυτό το φουστάνι; Πότε πρόλαβες;

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Αφήστε τα λόγια! Η Κατίνα είναι σχεδόν έτοιμη!!!


ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ φεύγουν γελώντας προς το σπίτι της ΚΑΤΙΝΑΣ. Πολύ
χαμηλό φως στην αυλή. Φως μόνο στο σπίτι της ΦΛΩΡΑΣ.

ΦΛΩΡΑ

Εγώ δεν πάω πουθενά... Στη κηδεία τους θα πάω μόνο...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Θα πας μάνα. Αν δεν πας, θα χαρούν περισσότερο...

ΦΛΩΡΑ

Κι ύστερα λένε εμάς κουτσομπόλες.. Οι φαρμακόγλωσσες, οι μέγαιρες...


Απαπα, θα τους κόψω και την καλημέρα...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Απ' αύριο κάνε ό,τι αγαπάς... Σήμερα όμως θα πας στο γάμο. Και θα
χαμογελάς. Μη μάθω ότι είπες ή έκανες τίποτα, δεν με ξαναβλέπεις...

ΦΛΩΡΑ

Μα κόρη μου, δεν βλέπεις τη συμπεριφορά τους; Αντί να τον βρίζουν


αυτό το παληαλήτη, που σου φέρθηκε σα νάσουν κανένα σκουπίδι...

ΜΑΡΙΤΣΑ (τη διακόπτει)

Άσε τα βαριά τα λόγια... Από τότε που σε θυμάμαι όλο έτσι μιλάς...

ΦΛΩΡΑ
Νάξερες τί τραβήξαμε... Νάσουν λίγο πιο μεγάλη τότε και νάξερες τί
τραβήξαμε...

ΜΑΡΙΤΣΑ (κουρασμένα)

Τα ξέρω μάνα. Μου τάχεις διηγηθεί εκατό φορές...

ΦΛΩΡΑ

Το πώς αντέχω, ένας θεός το ξέρει... Τί έφταιξα και τραβάω τόσα


βάσανα; Στη Σμύρνη οι άνθρωποι ήταν αλλιώς... Δεν ήταν έτσι..

ΜΑΡΙΤΣΑ

Σου φαίνεται μάνα. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν πουθενά... Ίδιοι είναι και
θα είναι... Καμουφλάρονται μόνο... Αν ζούσες εκεί τα ίδια πράγματα
θάλεγες... Ωστόσο έχουν περάσει και τριάντα χρόνια από τότε..

ΦΛΩΡΑ

Όχι κόρη μου, δεν είναι έτσι όπως τα λες... Εκεί ο καθένας κοιτούσε τη
δουλειά του, γι αυτό πηγαίναμε και μπροστά... Κι έπειτα, τί λόγο είχαμε
να κακολογούμε τους άλλους; Να ευχόμαστε το κακό τους;

ΜΑΡΙΤΣΑ

(που είναι σα να σκέφτεται άλλα πράγματα)

Ε, τότε θα φταίει ο πόλεμος μάνα, ο πόλεμος...

Η ΦΛΩΡΑ σηκώνεται όρθια. Είναι θυμωμένη.


ΦΛΩΡΑ

Ο πόλεμος... Ο πόλεμος γίνεται με βόλια, που σε σκοτώνουν μόνο μια


φορά... Ο πόλεμος δεν είναι τίποτα μπροστά στη γλώσσα, που έχουν
αυτές οι σκύλες... Αυτή η γλώσσα είναι που σε σκοτώνει πολλές φορές
κι όχι μία... Από τότε που ήρθαμε σ' αυτό το τόπο, έχω να θυμάμαι τόσα
λόγια τους πικρά... Η πρόσφυγγα... με φώναζαν πάντα κι εννοούσαν μ'
αυτό... η ξένη..., η τουρκάλα... η φτωχιά... η άρρωστη... Λες και
φταίγαμε εμείς, πούρθαν στα μέρη μας, με τις μεγάλες ιδέες, και μας
ξεσπίτωσαν... Χάσαμε το σπίτι μας, χάσαμε τη βόλεψή μας, χάσαμε τον
πατέρα σου, αιχμάλωτο, θαμμένο ζωντανό ποιος ξέρει πού; τί άλλο
θέλουν πια; Κι όμως, παρ' όσα τραβήξαμε αυτές εκεί, εξακολουθούν να
λένε, να λένε, να λένε... Θα τους το πληρώσει όμως ο θεός... Θα το
βρουν το άδικο, στον άλλο κόσμο...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ αργά, γυρίζει το κεφάλι της προς τη ΦΛΩΡΑ. Τα


χαρακτηριστικά της είναι αλλοιωμένα από τον πόνο.

ΜΑΡΙΤΣΑ (με βαθιά φωνή που προκαλεί δέος)

Ο άλλος κόσμος είναι σκοτεινός... Είναι ένα δωμάτιο με κλειστή τη


πόρτα... Κι ο Θεός εκεί πάνω, παίζει ένα έργο κι έχει ξεχάσει ν' ανάψει
τα φώτα... Εγώ όμως είμαι εδώ. Έξω απ' αυτό το δωμάτιο... Και θέλω ν'
ανάψω τα φώτα δυνατά για να τους δω όταν θα τιμωρηθούνε... Γιατί
θέλω να τιμωρηθούνε.. (φωνάζει δυνατά) Γιατί πρέπει να
τιμωρηθούνε...
Η ΦΛΩΡΑ τρομάζει από το ξέσπασμα της κοπέλας. Προσπαθεί να την
αγκαλιάσει.

ΦΛΩΡΑ

Μη βρίζεις το θεό κόρη μου... Αυτός ξέρει... Αυτός ξέρει...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Εγώ ξέρω, πως ο θεός μου πήρε την αγάπη μου... Ο Θεός κι αυτό το
φίδι, η Κατίνα...

ΦΛΩΡΑ

Άσε με να καθίσω κοντά σου κόρη μου...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ ξεφεύγει και πηγαίνει κοντά στο μπουφέ όπου είναι το


ραδιόφωνο. Φροντίζει να έχει γυρισμένη τη πλάτη της στη ΦΛΩΡΑ για
να μην φαίνεται που κλαίει.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Πήγαινε... Είναι αργά... Εγώ θα ξαπλώσω... Άντε, θ' ακούσω και λίγο
ράδιο..

Βλέπει τη ΦΛΩΡΑ που φορά το καπέλο ης κι ετοιμάζεται να φύγει.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Μαμά... Μη ξεχάσεις το δώρο...


Η ΦΛΩΡΑ παίρνει το δώρο κι ετοιμάζεται να φύγει. Η ΜΑΡΙΤΣΑ
συνειδητοποιεί ότι όλα τέλειωσαν. Ορμά στη ΦΛΩΡΑ κι αρχίζει να τις
φορά τα βραχιόλια που εκείνη φορούσε.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Νά... Βάλε κι αυτά... Πως περπατάμε και κουδουνάμε δεν λένε αυτές;
Να λοιπόν, θέλω να κουδουνάνε την ώρα που θα σηκώνεις το χέρι σου
και θα του πετάς το ρύζι... Να τ' ακούει...Να ξέρει πως είσαι εσύ και να
με θυμάται...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ πέφτει κλαίγοντας σε μια καρέκλα. Η ΦΛΩΡΑ αμίλητη,


παίρνει το δώρο και βγαίνει. Στην αυλή, ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ καθαρίζει τη
μπομπίνα από το καινούργιο έργο που θα παιχτεί στο σινεμά το βράδυ.

Μουσική.

Η ΦΛΩΡΑ προχωρά προς το σπίτι της ΚΑΤΙΝΑΣ. Εμφανίζεται στην


πόρτα η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ. Ύφος ψυχρό και ανέκφραστο. Η
ΦΛΩΡΑ της δίνει το δώρο.

ΦΛΩΡΑ

Να σας ζήσουν...

Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ χωρίς να μιλήσει, ξαναμπαίνει σπίτι της. Η


ΦΛΩΡΑ τρέχει στον ΙΟΡΔΑΝΗ.

ΦΛΩΡΑ

Ιορδάνη... Αχ, ο Θεός να σ' έχει καλά αγόρι μου. Πήγαινε να κρατήσεις
συντροφιά στη Μαρίτσα μου όσο λείπω...
Η ΦΛΩΡΑ φεύγει. Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ ξεκινά να πάει στη ΜΑΡΙΤΣΑ αλλά
εκείνη τη στιγμή ακούγονται τα γέλια των ΝΟΙΚΟΚΥΡΩΝ 1 και 2 κι
αυτός κρύβεται.

Έρχονται οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ 1 και 2 από αριστερά. Μιλώντας, διασχίζουν


την αυλή και βγαίνουν δεξιά.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Μωρέ μπράβο κουράγιο... Νάρθει στο γάμο η μάνα της...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Όχι είδες μήπως το δώρο; Πού τα βρήκανε τόσα λεφτά κι αγοράσανε


ασημένιο σερβίτσιο, οι πεινασμένες;

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Μα πού ζεις χρυσή μου; Η κόρη της, τη θεατρίνα δεν κάνει; Εμ ποιος
θες νάχει τα λεφτά; Εσύ κι εγώ που μας έχει φάει η τιμιότητα;

Βγαίνουν απ' τη σκηνή γελώντας δυνατά.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Μαρίτσα... Μαρίτσα χαμήλωσε τη μουσική, ο Ιορδάνης είμαι...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ σκουπίζει βιαστικά τα μάτια της και βγαίνει στην αυλή.


Προσπαθεί να αποφύγει το βλέμμα του.

ΜΑΡΙΤΣΑ
Καλησπέρα Ιορδάνη, εσύ δεν θα πας στο γάμο;

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Εγώ στάλεγα... Σε είχα προειδοποιήσει... Να φοβάσαι τα φίδια και τις


μεγάλες κουβέντες... Τίποτα εσύ... Δεν πειράζει όμως... Γλίτωσες απ'
αυτό το παλιάνθρωπο...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Δεν είναι σωστό να μιλάς έτσι για δυο ανθρώπους, τη στιγμή που
παντρεύονται...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Εγώ αυτό που ξέρω, είναι πως είναι και οι δυο τους γουρούνια...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ τον κοιτάζει αυστηρά. Εκείνος αλλάζει συζήτηση

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Θες να πάμε μία βόλτα; Πάμε μέχρι το Φάληρο, σινεμά, να ξεφύγεις απ'
αυτή την αυλή...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Σ' ευχαριστώ Ιορδάνη για τη προθυμία σου, αλλά δεν έχω ανάγκη την
αγάπη κανενός ούτε και τη λύπησή του...Ποτέ δεν είχα ανάγκη τους
ανθρώπους... Κι ίσως κατά βάθος, αυτή η γειτονιά, είχε και τα δίκια της:
Ποια ήμουνα εγώ, η ψωροφαντασμένη πούριξα τα μάτια μου, στο
καλύτερο παλικάρι της περιοχής;

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Ο Αντρέας δεν...
ΜΑΡΙΤΣΑ (τον διακόπτει)

Ας μή τα ξανασυζητάμε...Μόνο κακό μου κάνει... Πήγαινε καλύτερα...


Εγώ θα ξαπλώσω... Και μή φοβάσαι... Δεν πρόκειται να ονειρευτώ ξανά
σινεμά και μεγαλεία... Κι αύριο το πρωί, θα ψάξω μόνη μου για
δουλειά... Αύριο το πρωί... Μόνη μου...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ γυρίζει τρέχοντας στο σπίτι της για να μην τη δει ο


Ιορδάνης να κλαίει.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Τί παράξενη κοπέλα... Ούτ' ένα δάκρυ... Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ βάζει να πιει. Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ συνεχίζει τη δουλειά του.


Ξαφνικά ακούγονται οι χτύποι της καμπάνας. Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ κοιτά προς
τη μεριά που πρέπει νάναι η εκκλησία. Η ΜΑΡΙΤΣΑ μένει
ακίνητη...μετέωρη... Οι ήχοι της καμπάνας δυναμώνουν και μετά
σβήνουν σιγά σιγά.

ΜΑΡΙΤΣΑ (ψελλίζει)

Πάει πια..

Σηκώνει το ποτήρι της και κάνει πρόποση. Από δω και πέρα οι κινήσεις
της είναι παράξενες. Κρατά το κεφάλι της και προσπαθεί να κρατηθεί
στα πόδια της.

ΜΑΡΙΤΣΑ (ουρλιάζει)
Στην υγειά σας... Στην υγειά σας αξιαγάπητα πλάσματα...
Ελαττωματικά...

Ακούγεται και πάλι η μουσική από το ακορντεόν. Η ΜΑΡΙΤΣΑ ιδρωμένη


από την αγωνία της, βγαίνει στην αυλή και ψάχνει τριγύρω.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Τί έπαθες Μαρίτσα, τί συμβαίνει;

Εκείνη οπισθοχωρεί στο σπίτι παραπατώντας.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Τίποτα... Νόμισα πως γύρισε η μάνα μου...

Τώρα κρατά το κεφάλι της. Η κατάστασή της χειροτερεύει.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Το παν είναι να σκέφτομαι τη μουσική που ακούω... Να μην κλάψω...


Το παν είναι να μην με δούνε να κλαίω... Να μην τους δώσω το
δικαίωμα να λένε...να λένε...

Η φωνή της πνίγεται από τις φωνές των ΝΟΙΚΟΚΥΡΩΝ που


επιστρέφουν. Μαζί τους έρχεται και η ΦΛΩΡΑ. Όλες κρατούν
μπουμπουνιέρες...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Τέτοιος γάμος, ούτε στα παραμύθια.. . Καλέ, πόσα πληρώσατε στην


εκκλησιά;
ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Ε, μια φορά παντρεύονται τα παιδιά μας, τί λες; Να κοιτάγαμε τα έξοδα;

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Εμ βέβαια, τώρα δουλεύουνε κι οι δύο.. Ποιος τη χάρη τους!

ΦΛΩΡA (τις διακόπτει)

Εγώ να πηγαίνω...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Τί λες; Και δεν θάρθεις στο τραπέζι;

ΦΛΩΡA

Σας ευχαριστώ, αλλά είναι και η Μαρίτσα μου μόνη της...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Έλα μωρέ ΦΛΩΡΑ, δεν την ακούς; Ακόμα μουσική ακούει...

ΦΛΩΡA

Να σας ζήσουν... Καληνύχτα σας...

Η ΦΛΩΡΑ φεύγει προς το σπίτι της. Η ΜΑΡΙΤΣΑ πέφτει στο πάτωμα. Η


μάνα της μπαίνει, τη βλέπει και τρέχει κοντά της.

ΦΛΩΡA

Μαρίτσα μου, κορίτσι μου, τί έπαθες;


ΙΟΡΔΑΝΗΣ (μπαίνει ακούγοντας τις φωνές)

Ένα γιατρό...

ΦΛΩΡΑ

Αναπνέει...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Τρέχω να φέρω το γιατρό...

ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ μπαίνουν κι αυτές στο σπίτι.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Τί συμβαίνει καλέ; Τί φωνές είν' αυτές;

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Τί έπαθε η Μαρίτσα; Λιποθύμησε;

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Να φωνάξουμε γρήγορα το γιατρό.

Η ΚΑΤΙΝΑ ντυμένη νύφη και κρατώντας την ανθοδέσμη της εμφανίζεται


στη σκηνή. Περπατά με περιέργεια και κοιτά τα σπίτι της ΦΛΩΡΑΣ.
Μόλις τη βλέπει η μάνα της φωνάζει αυστηρά

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ
Πήγαινε σπίτι. Στον άντρα εσύ, γρήγορα.

ΦΛΩΡΑ (απότομα)

Φύγετε και σεις. Δεν είναι τίποτα. Θα περάσει.

Η ΦΛΩΡΑ, όρθια μπροστά στη ΜΑΡΙΤΣΑ. Οι νοικοκυρές ακίνητες


τριγύρω απ' τη πεσμένη κοπέλα. Η ΚΑΤΙΝΑ στο κέντρο της αυλής
βαριανασαίνει. Η φωνή της βγαίνει υπόκωφη, γεμάτη παράπονο και
κλάμα.

ΚΑΤΙΝΑ

Επίτηδες το κάνει... Επίτηδες για να χαλάσει τη χαρά μου... Επίτηδες...

Πετάει την ανθοδέσμη της στην γεμάτη φύλλα αυλή και φεύγει
τρέχοντας.

ΣΚΟΤΑΔΙ.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Σκηνή από το έργο ΛΟΛΑ με ένα τραγούδι της Τζένης Καρέζη.


ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ (λίγους μήνες μετά)

Σ' ένα πεζούλι κάθεται ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ, πάντα ντυμένος με φτωχικά


ρούχα και διαβάζει κάτι. Η αυλή είναι γεμάτη φύλλα και το σπίτι της
ΦΛΩΡΑΣ είναι κλειστό. Αρρωστημένο φως. Τα χρώματα των σεντονιών
που απλώνονται, από δω και πέρα αλλάζουν προς το πολύ σκούρο. Η
ΚΑΤΙΝΑ βγαίνει από το σπίτι της κρατώντας μια λεκάνη με ρούχα για
άπλωμα. Έχει αλλάξει. Δεν είναι πια μια απλή κοπέλα όπως ήταν πριν.
Έχει γίνει ίδια με τις άλλες ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ, σαν νάχουν την ίδια ηλικία.
Περπατά αργά, πίσω από τη πλάτη του ΙΟΡΔΑΝΗ και κοιτά με
περιέργεια αυτό που διαβάζει. Εκείνος αναπηδά.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Με τρόμαξες!

ΚΑΤΙΝΑ

Μπα! Λαχεία αγόρασες Ιορδάνη; Εκεί λοιπόν τα τρως τα λεφτά σου και
μείς νομίζαμε ότι έχεις γερό κομπόδεμα...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Τα πήρα απ' τον κυρ Πανάγο...

ΚΑΤΙΝΑ

...ή μήπως νομίζεις ότι με αυτά θα βρεις τη τύχη σου... Άντε να κάνεις
καμία δουλειά καλύτερα. Τα λαχεία είναι για τους τυχερούς...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ (θυμώνει)
Εμ βέβαια, έχεις δίκιο να μιλάς έτσι... Εσύ, έχεις δίκιο να μιλάς έτσι...

ΚΑΤΙΝΑ (απότομα)

Σα πολύ αέρα δεν έχεις πάρει τώρα τελευταία; Και δεν μπορώ να
καταλάβω το γιατί... Η φιλενάδα σου είναι με το ένα πόδι στον τάφο και
κανείς δεν μπορεί να τη σώσει... Πρόσεξε κακομοίρη μου: Θα πω του
Αντρέα πώς μου φέρεσαι και ξέρεις αυτός... Ευκαιρία ψάχνει να σε
διώξει απ' τη γειτονιά...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ (θυμώνει και αγριεύει περισσότερο)

Εμένα κανείς δεν μπορεί να με διώξει από δω χάμω... Ούτε συ, ούτε και
ο νταής ο άντρας σου... Και για νάχουμε καλό ερώτημα, από πότε έγινε
νταής; Από πότε ξέφυγε απ' το βρακί της μάνας του;

ΚΑΤΙΝΑ (με κακία)

Όση κακία και να βγάλεις κι όσο φαρμάκι, η ιστορία τελείωσε μια για
πάντα και να το θυμάστε και συ κι η άλλη... Κι αντί να με καταριέται,
όπως έμαθα ότι έκανε μόλις άνοιξε τα μάτια της, να της πεις, να πα ν'
ανάψει καμία λαμπάδα, πούμεινε ζωντανή απ' την ημιπληγία πούπαθε
απ' τη ζήλεια της... Πεθαίνουν άλλοι κι άλλοι, που αξίζουν, και ζούνε τα
παράσιτα..

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Αυτό λέω και γώ!

Έρχονται οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ. Δείχνουν λίγο κουρασμένες και η ΜΑΝΑ


ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ χαμηλώνει το κεφάλι μόλις βλέπει τη κόρη της.
ΚΑΤΙΝΑ

Πού ήσουν;

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ (κομπιάζει)

Ε νά, πήγαμε στο νοσοκομείο να δούμε τη Μαρίτσα... Να μη μας λέει κι


η μάνα της άπονες...

ΚΑΤΙΝΑ

Αυτή με καταριέται και συ της πας γλυκά; Δεν είσαι μάνα μου εσύ;

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Έλα Κατίνα μου, πώς κάνεις έτσι; Κι έπειτα κι η Φλώρα δεν είχε έρθει
στο γάμο σου, ε, τους βρήκε τώρα αυτή η ατυχία -τί τα θες;- άμα μας
πιάσουν στο στόμα τους, ποιος μας ξεπλένει μετά...

ΚΑΤΙΝΑ

Εγώ στη θέση σας θα ντρεπόμουν. Αυτό έχω να πω...

Η ΚΑΤΙΝΑ φεύγει.

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Κι αυτή η Κατίνα, ακόμα να τη συχωρέσει... Κάποτε ήταν οι καλύτερες


φίλες και τώρα δώστου να της κρατάει μούτρα...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Σωστά. Πρέπει να δείξει ανωτερότητα. Πρέπει να πάει να τη δει στο
νοσοκομείο.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ (επεμβαίνει)

Έτσι και τολμήσει να πατήσει το πόδι της, η Μαρίτσα θα τη πετάξει έξω


με τις κλωτσιές. Κι άμα δεν το κάνει εκείνη, θα το κάνω εγώ...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Νά , που μας έγινε κι άντρας ο Ιορδάνης... Άντε να κάνεις καμία


δουλειά. Όλο στα πόδια μας τριγυρνάς.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Πήγαινε κι αγόρασέ μου λίγο ψάρι. Πέρασε η ώρα κι έχουμε μείνει


νηστικοί...

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Και να φέρεις πίσω τα ρέστα... Με μάλλινη κλωστή σου έχω ράψει τις
τσέπες, για να μην λες ότι σου πέφτουνε και τα χάνεις…

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ παίρνει τα λεφτά και φεύγει.

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Τώρα που είπες “κλωστή”, τί είναι πάλι αυτή η καινούργια ιστορία με την
Μαρίτσα, να στέλνει τη μάνα της να της αγοράζει κόκκινες κλωστές ;

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Εμ τί νομίζετε ; Όλο και κάτι αφήνει η ημιπληγία, πώς να το κάνουμε ;


Άφησε τους σινεμάδες κι έπιασε τα κεντήματα… Πάλι καλά…
1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Δε λες που άντεξε...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Εγώ δεν είμαι και πολύ αισιόδοξη... Προχτές άκουσα τους γιατρούς που
έλεγαν, πως αν δεν πάει στο ξωτερικό, δεν τη βγάζει καθαρή... Αλλά με
τί λεφτά; Τόσα χρόνια στην Ελλάδα, χαΐρι και προκοπή δεν κάνανε...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Κι αυτή η Φλώρα, δεν ξεκολλάει από δίπλα της...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Μάνα της είναι, τί θες να κάνει ; Μπορεί να κάνει κι αλλιώς;

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Εδώ είστε κι εδώ είμαι... Ζητιάνα τη βλέπω τη μάνα της στο τέλος...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Αυτά παθαίνουν όσοι δεν έχουν τα μυαλά στη θέση τους... Ας πουλάνε
τουλάχιστον τα κεντήματα της Μαρίτσας για να ζήσουν...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Σιγά καλέ μή μας γίνει κι εμπόρισσα η Μαρίτσα... Όλο το ίδιο κέντημα


κάνει κι όλο στο ίδιο σημείο βρίσκεται... Αυτό πια δεν είναι κέντημα... Το
γιοφύρι της Άρτας είναι...

Γελάνε.
2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Εγώ λέω πως λωλάθηκε... Σήμερα το πρωί, την ώρα που ήσασταν έξω
απ' το δωμάτιό της με τη Φλώρα, μ' έπιασε και με ρώταγε αν ακούω να
παίζει μουσική... Όχι Μαρίτσα μου... της λέω,... τα κορίτσια είναι που
συζητάνε απ' έξω με τη μάνα σου και χαχανίζουν... Τίποτα αυτή...
Ακούω ακορντεόν μου λέει... Έπρεπε να βλέπατε τα μάτια της...
Ανάποδα είχανε γυρίσει...

ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ σταυροκοπιούνται.

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Αχ μή μου λες τέτοια και φοβάμαι... Άντε, πάμε στα σπίτια μας...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Α νά κι ο προκομμένος ο Ιορδάνης... Έφερες τα ψάρια; Για να δω... Πού


είναι τα ρέστα;

Οι άλλες ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ φεύγουν. Μένει ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ και η ΜΑΝΑ ΤΟΥ


ΑΝΤΡΕΑ.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Τί είναι αυτά; Δεν σου είπα να πάρεις χόρτα ...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Είναι για τη κυρά Φλώρα... Θάρθει σε λίγο ν' αλλάξει και...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ
Μωρέ μπράβο χουβαρντά... Έτσι πετάς τα λεφτά σου; Αφού θα της
πηγαίναμε εμείς ένα πιάτο φαί... Τί μας πέρασες; Ψηλομύτες σα τις
φιλενάδες σου ;

Έρχεται η ΦΛΩΡΑ.

ΦΛΩΡΑ

γεια σας.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Φλώρα ο Ιορδάνης έκανε του κεφαλιού του και σου πήρε χόρτα, αλλά
περίμενε λίγο, θα μαγειρέψω ψάρι και θα σου φέρω να φας...

ΦΛΩΡΑ

Σ' ευχαριστώ, αλλά εγώ είπα του Ιορδάνη να μου πάρει χόρτα... Έχω το
στομάχι μου... Όλες αυτές οι αϋπνίες...

ΜΑΑ ΑΝΤΡΕΑ (θυμωμένη)

Όπως νομίζεις...Ούτως ή άλλως, το ψάρι κοστίζει τη σήμερον ημέρα!!!

Φεύγει η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ

ΦΛΩΡΑ

Ιορδάνη, σταμάτα να μου αγοράζεις φαγητό, αγόρι μου... Δουλεύεις και


ξοδεύεις τα λεφτά σου για μας... Δεν πρέπει όμως... Έχεις και συ
ανάγκες...
ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Αν δεν φας, θα πέσεις κάτω. Πώς είναι η Μαρίτσα;

ΦΛΩΡΑ

Όπως και χτες... Κάθεται στο κρεβάτι και κοιτάει το ταβάνι... Μόλις με
βλέπει, κάνει πως κεντάει και μετά, δώστου να κοιτά το ταβάνι...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Το πόδι της το πάτησε καθόλου;

ΦΛΩΡΑ

καμία πρόοδος αγόρι μου, καμία πρόοδος... Όλο έτσι λέει ο γιατρός...
Ρωτάει συνέχεια για σένα... Γιατί δεν έρχεσαι να τη δεις καθόλου ;

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Εγώ...δεν προλαβαίνω...έχω πολλές δουλειές... Πάντως πες της ότι τη


σκέφτομαι...

ΦΛΩΡΑ

Έχεις πολλές δουλειές... Ούτε ψέματα δεν είσαι φτιαγμένος να λες... Το


νοιώθω ότι τη συμπαθείς τη Μαρίτσα μου... Μακάρι νάταν όλοι οι
άνθρωποι άδολοι σαν και σένα...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Δεν είναι κακές γυναίκες... Σας βλέπουν στραβά, γιατί είστε


πρόσφυγες...
ΦΛΩΡΑ

Μα και συ ντόπιος είσαι... Παρ' όλα αυτά, δεν στάζεις κακία, όπως
αυτές... Εσύ μας αγαπάς... Έτσι δεν είναι Ιορδάνη; Πού τα βρήκες αυτά
τα λαχεία;

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Βοήθησα τον κυρ Πανάγο να καθαρίσει το σινεμά απ' τα φύλλα, γιατί


έβρεξε πολύ χτες βράδυ και μούδωσε αυτά για πληρωμή... Δεν έχει λέει
λεφτά... Δεν πάει ο κόσμος σινεμά, όπως πρώτα....

ΦΛΩΡΑ (με πίκρα)

Όλοι λοιπόν, στο ίδιο καζάνι βράζουμε... Κι αντί να είμαστε μονιασμένοι


μπροστά στο Κακό, που ούτως ή άλλως θάρθει, εμείς τρωγόμαστε με τα
ρούχα μας... Και τί μένει από εμάς στο τέλος: Μόνο ό,τι φτιάχτηκε απ'
αγάπη: Τίποτε σχεδόν... (ανοίγει τη τσάντα της) Νά. Πάρε την
εφημερίδα να δεις για τα λαχεία σου, σημερινή είναι... (Πηγαίνει προς τη
πόρτα του σπιτιού της) Ο Θεός να σ' έχει καλά αγόρι μου και για τα
χόρτα και για όσα κάνεις για μας.

Η ΦΛΩΡΑ μπαίνει στο σπίτι της. Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ κοιτά την εφημερίδα και
ακούγεται η φωνή της ΜΑΝΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ από μακριά. Σε λίγο
μπαίνει στη σκηνή και η ίδια.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Βρε Ιορδάνη βλάκα, βρε ηλίθιε... Λειψή μερίδα ψάρι σου δώσανε; Ή
έφαγες πάλι τα λεφτά μου; Να το πάρεις και να του το τρίψεις στα
μούτρα... Κοροΐδο σε πιάσανε πάλι...
Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ κοιτά την εφημερίδα και κουνά το κεφάλι του σα να
βλέπει κάτι απίστευτο.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Τί έπαθες; Λωλάθηκες; Αν δεν πας να μου φέρεις το υπόλοιπο ψάρι


κακομοίρη μου, ουαί κι αλίμονο... Τί έπαθες μωρέ;

ΙΟΡΔΑΝΗΣ (φωνάζει)

Κυρά Φλώρα... Κυρά Φλώρα...

Βγαίνει η ΦΛΩΡΑ αναστατωμένη.

ΦΛΩΡΑ

Τι συμβαίνει Ιορδάνη: Τί έγινε;

Βγαίνουν η ΚΑΤΙΝΑ, Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ, Η 1 και η 2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Το λαχείο... Κυρά Φλώρα μούπεσε το πρώτο λαχείο... κοιτά ο πρώτος


αριθμός... Είμαστε πλούσιοι κυρά Φλώρα... Σωθήκαμε...Είμαστε
πλούσιοι...

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ αγκαλιάζει τη ΦΛΩΡΑ και τη γυρίζει γύρω γύρω. Όλες οι


ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ αυστηρές και ανέκφραστες.

ΣΚΟΤΑΔΙ.
(Σ' αυτό το σημείο καλό είναι να γίνεται διάλειμμα, ώστε να
προλαβαίνουν οι ηθοποιοί να γεράσουν κατά δέκα-δεκαπέντε χρόνια.)

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Το τραγούδι ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΦΤΑ με τη Ζωή Κουρούκλη./

Βουγιουκλάκη- Κούρκουλος.

ΣΚΟΤΑΔΙ

ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ

Οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ και η ΚΑΤΙΝΑ, που είναι έγκυος, στην αυλή, κάνουν


δουλειές. Άλλη απλώνει, άλλη σκουπίζει τα φύλλα, η ΚΑΤΙΝΑ με τη
ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ πλένουν στη σκάφη.

ΚΑΤΙΝΑ

Τέτοια βρώμικη μπουγάδα, δεν είχα ξανακάνει... Ρόζους βγάλανε τα


χεράκια μου για να τα καθαρίσω...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και σα να μην σούφταναν οι δυο, πας και για τρίτο...

ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ

Μακάρι να μας βγει κορίτσι...


ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ

Δε βαριέσαι συμπεθέρα, γερό νάναι κι ό,τι νάναι...

ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ

Δε πας να κοιτάξεις το φαγητό εσύ; Σε λίγο θάρθει ο άντρας σου...

ΚΑΤΙΝΑ (απότομα)

Έχει φαί από τα χτες. Εγώ τούχα φτιάξει ρολό κι αυτός κόλλησε στο
ρημάδι το ραδιόφωνο κι αποκοιμήθηκε εκειδά, σα τον ψόφιο...

Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ προσπαθεί ν' αλλάξει συζήτηση.

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Καλέ τί έγινε η Φλώρα; Πώς και δεν βγήκε ν' απλώσει σήμερα;

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Όλο το βράδυ την άκουγα που τσακωνόταν με τη κόρη της...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και γιατί πάλι;

ΚΑΤΙΝΑ

Τί γιατί; Τη βρίζει όλη μέρα, που κάθισε και δεν παντρεύτηκε...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ
Και πού να πα να βρει γαμπρό στη κατάσταση που είναι;

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και να τον βρει, ποιος τη παίρνει...

ΚΑΤΙΝΑ

Το ξερό της το κεφάλι τα φταίει... Κάποτε όλοι της ξινίζανε και της
βρωμούσανε ε; Ας κάτσει τώρα σα το κούτσουρο, να νταντεύει αυτή τη
μάνα της κι η μάνα της αυτήνε, την ανάπηρη...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Θυμόσαστε που είχε δηλητηριάσει εκείνο το λογιστή, πούχε έρθει να τη


ζητήσει;

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Εμ βέβαια, τότε είχε βλέψεις για τον Αντρέα μου...

ΚΑΤΙΝΑ

Σιγά να μην την έπαιρνε ο Αντρέας... Από μικρή, φαντασμένη την


ανέβαζε, φαντασμένη την κατέβαζε... Γι αυτό έμεινε και στο ράφι...

Βγαίνει από το σπίτι της η ΜΑΡΙΤΣΑ. Είναι φτωχικά ντυμένη και


στηρίζεται σ' ένα μπαστούνι. Σέρνει το ένα της πόδι. Κρατά ένα κέντημα
και δείχνει είκοσι χρόνια πιο μεγάλη εξ αιτίας της αρρώστιας της.

ΜΑΡΙΤΣΑ
Καλημέρα σας...

Η Ι ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ την πλησιάζει και κοιτά με περιέργεια το κέντημά της.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Τί φτιάχνεις πάλι μωρέ Μαρίτσα; Απορώ με την υπομονή σου...

ΜΑΡΙΤΣΑ (κοφτά)

Eίναι ένας τσεβρές απ' τη Μικρά Ασία, αλλά δεν μπορώ να ταιριάξω τη
κόκκινη κλωστή.

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ (ειρωνικά)

Γιατί; Δεν πουλάνε κόκκινες κλωστές;

ΜΑΡΙΤΣΑ (αφηρημένα)

Πουλάνε. Αλλά ένα κόκκινο που δεν ταιριάζει. Είναι άτονο.

Βγαίνει η ΦΛΩΡΑ κρατώντας ρούχα για άπλωμα.

ΦΛΩΡΑ

Καλημέρα γειτόνισσες.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Μωρέ Φλώρα, τις αριστοκρατικές ώρες ξυπνούσατε στη Σμύρνη;


ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Εμ τί ανάγκη είχαν αυτοί; Αυτοί είχατσι τσι παράδες και τα λούσα...


Παράδες να σου φύγει το μάτι...

Όλες οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ γελάνε. Η ΦΛΩΡΑ θυμώνει.

ΦΛΩΡΑ

Μωρέ κοιτά να μπαλώσεις τη τρύπια σου τη βράκα, μή σου φύγει εσένα


τίποτ' άλλο καθώς θα περπατάς και θα σείεσαι και γίνεις περίγελο
μετά...

Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ πετά με δύναμη κάτω, τη σκούπα που


κρατούσε και είναι έτοιμη για καυγά.

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Εμένα μωρή θα μου πεις για το βρακί μου; Δεν κοιτάς που μόνο η μύτη
σας έμεινε, ψωρολυσσασμένες;

Η ΦΛΩΡΑ αντιδρά. Η 2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ κρατά τη ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ. Η


ΜΑΡΙΤΣΑ επεμβαίνει.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Μαμά, έρχεσαι λίγο; Δεν μπορώ να ταιριάξω τη κόκκινη κλωστή!

Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ συνεχίζει θυμωμένη.

ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ


...το καλύτερό μας στρέμμα τους δώσανε, όταν ήρθαν αυτοί οι
τουρκόσποροι... Το καλύτερό μας στρέμμα... Αυτό, κοντά στη
παραλία... Αν τόχαμε τώρα, θάμασταν πλούσιοι...

ΜΑΡΙΤΣΑ (με αγανάκτηση)

Μα τη Παναγία τ' ορκίζομαι: Αν είχα λεφτά, θα τ' αγόραζα αύριο κιόλας


αυτό το στρέμμα, να της το δώσω να σκάσει...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Ηρεμήστε τώρα... Τόσα χρόνια γειτόνοι και μαλώνετε;

Η ΚΑΤΙΝΑ παίρνει μια λεκάνη ρούχα και κατευθύνεται προς το σπίτι


της. Κοντοστέκεται πάνω από τη ΜΑΡΙΤΣΑ.

ΚΑΤΙΝΑ (ειρωνικά)

Πηγαίνω και γώ... Σε λίγο θάρθει ο Αντρέας μου, και θα φωνάζει αν με


δει απλώνω...

Φεύγει η ΚΑΤΙΝΑ

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Τόσα χρόνια παντρεμένοι κι είναι ακόμα σαν ερωτευμένα παιδιά!

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Στάθηκε τυχερός ο γιος σου, δόξα σοι ο θεός...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Δόξα σοι ο θεός...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Μαμά, μπορείς σε παρακαλώ να βάλεις λίγη μουσική;

Η ΦΛΩΡΑ μπαίνει στο σπίτι της και βάζει μουσική. Έρχεται ο


ΙΟΡΔΑΝΗΣ. Είναι κομψοντυμένος και δεν θυμίζει σε τίποτα τον
ΙΟΡΔΑΝΗ των προηγούμενων σκηνών. Πλησιάζει χαρούμενος και
αεράτος τη ΜΑΡΙΤΣΑ.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Καλημέρα Μαρίτσα, τί φτιάχνεις πάλι;

ΜΑΡΙΤΣΑ (κουρασμένα)

Τί με ρωτάς βρε Ιορδάνη, δεν ξέρεις;

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Όταν θα παντρευτούμε, θα πάρω τη μεγαλύτερη προίκα σε κεντήματα


και τσεβρέδες που έχει πάρει ποτέ γαμπρός..

ΜΑΡΙΤΣΑ

Μην αρχίζεις πάλι τα ίδια... Τάχουμε πει...


ΙΟΡΔΑΝΗΣ

...και θα σε πάω στον καλύτερο γιατρό της Αγγλίας για να διορθώσω το


πόδι σου...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Πόσες φορές θα πρέπει να σου επαναλάβω, πως δεν θέλω να


παντρευτώ... Καλά είμαι κι έτσι... Κι όσο για το πόδι μου, εγώ δεν θέλω
να πάω ούτε στην Αγγλία, ούτε πουθενά... Το συνήθισα... Σαν να τόχα
έτσι από πάντα...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ (απτόητος)

Το ευτύχημα είναι ότι ξεπέρασες την ημιπληγία εύκολα... Όλα τ' άλλα
διορθώνονται. Και θα με παντρευτείς, γιατί σ' αγαπάω... (και πριν
προλάβει ν' αντιδράσει εκείνη) Φεύγω Μαρίτσα. Πρέπει να περάσω από
τα μαγαζιά...

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ φεύγει. Η ΜΑΡΙΤΣΑ γυρίζει σιγά σιγά σπίτι της. ΟΙ


ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ μέχρι τώρα άκουγαν.

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Τον είδατε τον Ιορδάνη; Ποιος το περίμενε;

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Για τον πιο χαζό της γειτονιάς τον είχαμε, κι έγινε ο πιο πλούσιος..

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και μένα, αν μούπεφτε το λαχείο...


ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Κι έκανε τρία μαγαζιά παρακαλώ... Όχι ένα και δύο...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Θα το φάει το ξερό του, να μου το θυμάστε...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Μωρέ άντρας είναι κι αυτός και παίζει... Όπως κι ο Αντρέας μου...

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ (δείχνει κάπου μακριά)

Κατά φωνή... Νάτος ο κανακάρης σου!!!

Ακούγεται η φωνή της ΚΑΤΙΝΑΣ. Η ΜΑΡΙΤΣΑ είναι κοντά στο


παράθυρό της κι ακούει.

ΚΑΤΙΝΑ

Καλώς τον αντρούλη μου... Καλώς τονε...

Όλες οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ γελώντας γυρίζουν σπίτια τους. Η ΜΑΡΙΤΣΑ


ξαφνικά βάζει τις φωνές.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Μάνα.... Μάνα γρήγορα, θέλω να σου μιλήσω...

Η ΦΛΩΡΑ μπαίνει στο δωμάτιο τρομαγμένη καθαρίζοντας τα χέρια της


στη ποδιά της.
ΦΛΩΡΑ

Τί συμβαίνει Μαρίτσα μου; Τί έπαθες;

ΜΑΡΙΤΣΑ (Αποφασιστική και μυστήρια)

Θέλω να φτιάξεις το τραπέζι για το βράδυ. Έχουμε καλεσμένο...

Η ΦΛΩΡΑ την κοιτά ερωτηματικά

ΜΑΡΙΤΣΑ

Τράβα να βρεις τον Ιορδάνη. Θέλω νάρθει να συζητήσουμε για το


γάμο...

Η ΦΛΩΡΑ δεν πιστεύει στ' αυτιά της. Βγάζει γρήγορα τη ποδιά της και
τρέχει στην αυλή. Η ΜΑΡΙΤΣΑ ακίνητη σαν άγαλμα. Τα φύλλα της
αυλής, τα στροβιλίζει ένας απότομος αέρας.

ΣΚΟΤΑΔΙ.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Σκηνή από τις κυρίες της αυλής.


ΕΚΤΗ ΣΚΗΝΗ

Φως πρωινού στην αυλή. Η 2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ κάθεται σε ένα πεζούλι κι


έχει ακουμπήσει δίπλα της ένα κλουβί με ένα καναρίνι. Μιλάει στο
πουλάκι, καθώς του καθαρίζει το κλουβί.

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Πωπώ ένα καμάρι που έχω εγώ ! Τετράπαχο έγινε το πουλάκι μου…
Και τι ωραία φωνούλα ! Κάτσε να βάλουμε καναβουράκι, και καινούργιο
νεράκι…Α !!! Θα σε μαλώσω !... Γιατί παιδί μου πετάς κάτω το μηλαράκι
; Αφού σ’ αρέσει !

Βγαίνει η ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ και κρατά ένα ταψί με φαγητό.

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Καλημέρα, πάλι στο πουλί μιλάς ;

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Ε τι να κάνουμε ; Εμείς σηκωνόμαστε πρωί πρωί και κάνουμε τις


δουλειές μας… Στο φούρνο πας ;
ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Ναι, έκανα αρνάκι με πατάτες, αλλά η Κατίνα θέλει να πάμε στο κέντρο
να ρίξουμε μια ματιά στα μαγαζιά, κι είπα να μη της χαλάσω το χατίρι.
Θα κρατήσει τα παιδιά η συμπεθέρα, οπότε ας πάω κι εγώ να
ξεμουχλιάσω λιγάκι.

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Σε ζηλεύω ! Ξέρεις πόσο καιρό έχω ν’ ανέβω στο κέντρο ; Ουουου !


Ούτε που θυμάμαι….

Βγαίνει η 1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ (φουριόζικα στη 2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ)

Έχεις καθόλου σκόρδο ; Μου τέλειωσε και δε το πήρα χαμπάρι… Άντε


φέρε μου λίγο, γιατί θα κάψω το φαΐ …

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Εμ βέβαια… Ξεσυνήθισες να πηγαίνεις στη λαϊκή… Όλο τον Ιορδάνη


έστελνες τόσα χρόνια.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Γιατί εσύ δεν τον έστελνες! Άντε άσε τα λόγια και κάνε μου τη χάρη…
(Στη Μάνα της Κατίνας) Καλέ δεντρολίβανο έβαλες στις πατάτες ; Θα
πικρίσουν…

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Τι μας λες ; Σιγά μη με μάθεις και μαγειρική τώρα.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Στις πατάτες πάει η ρίγανη. Τίποτ’ άλλο.


ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Όταν γυρίσω το μεσημέρι, θα σου φέρω μεζέ και θα δεις. Μούπε αυτή
τη συνταγή η Φλώρα που είχανε πάει να φάνε έξω με τον Ιορδάνη και
κάνανε έτσι λέει, τις πατάτες στο εστιατόριο…

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Βρε κοίτα τώρα που μας γίνανε και πλούσιοι και τρώνε στα εστιατόρια
και στις ταβέρνες….

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Δε πειράζει… Να λαδώσει λίγο τ’ αντεράκι τους…. Θυμάστε τη Φλώρα


πιο νέα; Αρρωστιάρα και καχεκτικιά …

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Εμ πρόσφυγγες ήταν ! Μη κοιτάς που τώρα δε ξεχωρίζουνε…

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Πάντως για να λέμε του στραβού το δίκιο, από τότε πούχουν λεφτά κι
αγοράζουν ό,τι θέλουν, μοσχοβολάει η γειτονιά με τα φαγητά της….

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Εγώ δε τα μπορώ. Είναι βαριά, ανατολίτικα. Παπαπαπ

Βγαίνει η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ για να απλώσει.


ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Ακόμα εδώ είσαι ; Άντε το φαΐ στο φούρνο, θα βγει η κόρη σου και
ποιος την ακούει…

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Σα πολλά νεύρα δεν έχει η Κατίνα τώρα τελευταία ;

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Αν είχες και συ τρία κουτσούβελα, έτσι θάκανες

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Καλέ αλήθεια, τι έγινε χθες και αναστατώσατε τον κόσμο ;

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Άργησε να γυρίσει ο μεγάλος κι ο πατέρας του τρελάθηκε. Είχε πάρει


ένα ποδήλατο και πήγε λέει να δει τη θάλασσα… Όταν γύρισε, τον
σάπισε στο ξύλο.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Καλά τούκανε του παλιόπαιδου. Αππαπααπ. Άκου πήγε να δει τη


θάλασσα μια σταλιά παιδί….

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Εμένα είναι η αδυναμία μου, αλλά δε το λέω. Έ, σα παιδάκι θα κάνει κι


αυτό τα δικά του… Αλλά κατά τα άλλα είναι υπάκουο και ήσυχο. Τώρα
είναι μέσα, και φυλάει τους δυο μικρούς.
ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Ναι αμέ. Μέχρι να ξυπνήσουν και σου πω μετά…. Άντε φεύγα ν’


απλώσω.

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Καλέ γιατί μου τραβάς τα σεντόνια ; Τώρα τ’ άπλωσα…

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Και τι θες μωρή ; Βρακιά θ’ απλώσω. Να τα βάλω στη βιτρίνα να


περνάει ο κόσμος να τα καμαρώνει ;

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Εμένα πάλι δε με νοιάζει καθόλου. Σκατά στα μάτια τους. Αυτοί δε


φοράνε βρακιά ;

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Τα μάθατε με τη Φλώρα ; Θα της πάρει λέει ο Ιορδάνης πλυντήριο…

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ (κάθεται σ’ ένα πεζούλι κι αφήνει το ταψί από πίσω)

Άσε με πρωϊνιάτικα, μη με συγχύζεις. Πήγε ο βλάκας κι έπεσε μέσα στο


λάκκο με τα φίδια. Απ’ τη μια η μάνα να του κάνει μαλαγανιές, απ’ την
άλλη η κόρη να ξεπορτίζει. Κι ήταν τόσο καλό παιδί ο Ιορδάνης…. Να
κοίτα ! Το σκέφτομαι και φουντώνω… Σα παιδί μου τον είχα πάντα….

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Γιατί εγώ ; Και τα ρούχα του έραβα και τις κάλτσες του έπλενα κι όλο και
τούδινα και κανένα χαρτζιλικάκι. Και τώρα, ίσα που μου μιλάει. Αμ όσα
λεφτά και να κάνει ο άνθρωπος, το χούι είναι χούι… Πάει και τέλειωσε.
Πήρε τη κουτσή και νομίζει πως έκανε τη τύχη του.
2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Πάλι λείπει σήμερα. Την είδα στολισμένη σα φρεγάτα που πήρε ένα ταξί
κι έφυγε. Ο άλλος είναι ακόμα σπίτι….

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ (καθώς ακόμα απλώνει)

Εμείς δεν έχουμε να πάρουμε καινούργια αλλαξιά, κι αυτή σκορπάει τα


λεφτά στα ταξιά… Εμ θα μου πεις, μήπως τα δούλεψε ; Απ’ τον ουρανό
της πέσανε….

Βλέπει τη Κατίνα που έρχεται. Η 2 νοικοκυρά φεύγει.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Καλώς τη Κατίνα.

ΚΑΤΙΝΑ

Καλημέρα. (Στη μάνα της) Άντε πάμε γιατί θα περάσει το λεωφορείο.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και κατά πού το βάλατε ;

ΚΑΤΙΝΑ

Μια βόλτα θα κάνουμε στο κέντρο.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

‘Άντε κορίτσι μου να ξεσκάσεις λίγο. Μη σε νοιάζει για τα παιδιά.


ΚΑΤΙΝΑ

Να ξεσκάσω είπες ; Μια βόλτα θα κάνω και θα γυρίσω στο κλουβί μου,
μη σε νοιάζει. (Στη μάνα της ανυπόμονα) Θα φύγουμε ή θα φύγω μόνη
μου ;

Εκείνη σηκώνεται ζητάει συγνώμη απ’ τις άλλες με τα μάτια, και


βγαίνουν γρήγορα.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ (Στη 2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ)

Δίκιο είχες για τα νεύρα της Κατίνας. Ηφαίστειο !

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ (που τελειώνει το άπλωμα και σιγομουρμουρίζει)

Να ξέρατε τι τραβάει ο γιος μου…. Άσε που δε μιλάω…

Βγαίνει η 2 νοικοκυρά κρατώντας σκόρδα

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Τα σκόρδα που μου ζήτησες

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Αχου !!! Πάει το φαΐ. Το ξέχασα…. Στάσου να το σβήσω…. (Βγαίνει


τρέχοντας)

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος….Άμα πιάσεις
εσύ τα λόγια…
Βγαίνει ο Ιορδάνης στο μπαλκονάκι της Φλώρας. Με πιζάμες. Κοιτάει τις
γειτόνισσες. Εκείνες μόλις τον βλέπουν τον χαιρετούν εγκάρδια. Έρχεται
και η 1 νοικοκυρά.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Καλημέρα Ιορδάνη ! Καλημέρα !

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Αν ψάχνεις για τη Μαρίτσα, έφυγε από πρωί πρωί, αλλά όπου νάναι θα
γυρίσει…

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Πήρε και ταξί για να κάνει γρήγορα….

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Σκάσε μωρή… Μη του βάζεις λόγια…

Εκείνος τις κοιτά και δεν απαντά. Βγαίνει στο μπαλκονάκι η Φλώρα. Οι
γειτόνισσες προσποιούνται πως κάνουν άλλες δουλειές

ΦΛΩΡΑ

Ξύπνησες αγόρι μου ; Να σου φέρω το καφέ σου…

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Καλημέρα. Άργησα να ξυπνήσω σήμερα. Έχω αργήσει.


ΦΛΩΡΑ

Ε, δε πειράζει Ιορδάνη μου. Πού και πού ο άνθρωπος έχει ανάγκη τον
ύπνο και τη ξεκούραση. Δε χάλασε ο κόσμος… Σου έχω σιδερώσει το
γαλάζιο σου πουκάμισο. Είναι στη καρέκλα. Α ! και σου γυάλισα τα
παπούτσια. Μες τη βρώμα ήτανε.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ (Κοντοστέκεται. Την κοιτά καθώς εκείνη κάνει δουλειές στο


μπαλκονάκι και της χαϊδεύει τα μαλλιά)

Κανονικά αυτά τα πράγματα έπρεπε να μου τα κάνει η γυναίκα μου. Όχι


εσύ.

ΦΛΩΡΑ

Μα τι λες παιδί μου ; Λες κι είσαι ξένος ! Μπορεί η Μαρίτσα μας να κάνει
τέτοιες δουλειές ; Μόλις πιάσει λίγο υγρασία τη πονάει το πόδι της
πολύ. Δε θέλω να την αφήνω να κουράζεται.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Θα μπορούσα να φέρω μια γυναίκα να σας βοηθάει, αλλά εδώ δε


χωράμε καλά καλά εμείς….

Η ΦΛΩΡΑ σταματά λίγο τις δουλειές της, κάτι σκέφτεται και μετά
συνεχίζει καθησυχαστική.

ΦΛΩΡΑ

Αχ το αγόρι μου ! Δε ξέρεις τι να κάνεις τα λεφτά σου, ή με θεωρείς


ανίκανη να φέρω βόλτα ένα σπιτάκι με δυο δωμάτια ;

ΙΟΡΔΑΝΗΣ (κοιτώντας αλλού)


Πού έχει πάει πάλι πρωί πρωί ;

ΦΛΩΡΑ

Τη ξέρεις τη Μαρίτσα… Της αρέσει πού και πού να μένει μόνη της, να
περπατάει και να σκέφτεται… Καλό της κάνει…

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Τι να σκέφτεται ;

Πάλι η ΦΛΩΡΑ προσπερνά την ερώτησή του.

ΦΛΩΡΑ

Πήγαινέ την πού και πού κανένα σινεμαδάκι… Να ξεδώσει λίγο. Να σου
πω κάτι που την έχω γεννήσει : Δε της αρέσουν πολύ τα κέντρα και η
διασκέδαση.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Και σάμπως έρχεται μαζί μου, όταν της λέω να πάμε σινεμά ; Όλο
προσχήματα βρίσκει και πάει μόνη της…

ΦΛΩΡΑ

Τι λες παιδί μου; Η Μαρίτσα πάει μόνη της στο σινεμά ; Χριστός και
Παναγία…
ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Μου το είπε ο κυρ Πανάγος. Κάθε βράδυ κάνει δήθεν πως περνάει απ’
έξω, του πιάνει τη κουβέντα, τον ρωτάει τι έργο παίζει κι όλο χώνεται
μέσα για δυο λεπτά δήθεν και μένει και βλέπει όλο το έργο. Καμιά φορά
λέει ο κυρ Πανάγος, βλέπει το ίδιο έργο και δεύτερη και τρίτη φορά. Το
ίδιο έργο ! Κι όταν εγώ της λέω να πάει μαζί μου, όλο προσχήματα και
προφάσεις….

ΦΛΩΡΑ

Έλα βρε Ιορδάνη μου… Μη τη παρεξηγείς… Ήταν τ’ όνειρό της να γίνει


ηθοποιός… Από μικρή, είχε για συντροφιά μόνο το κινηματογράφο…
Τάφερε έτσι η ζωή και πάει τ’ όνειρο. Τουλάχιστον εκεί ξεχνιέται… Δε
κάνει τίποτε κακό…

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Εγώ μπορώ να την κάνω και να ξαναπερπατήσει και να γίνει ηθοποιός


κι ό,τι θέλει… Αρκεί να μου το πει ! Ας μου το πει κι εγώ θα την κάνω να
γίνει ό,τι θέλει…

ΦΛΩΡΑ (τον κοιτά στα μάτια. Παύση)

Αμ δε πρόκειται να στο πει ποτέ αυτό αγόρι μου….

Η ΦΛΩΡΑ μπαίνει στο σπίτι. Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ μένει στο μπαλκόνι. Οι


νοικοκυρές συνεχίζουν να κάνουν δουλειές και να κοιτάνε το σπίτι της
Φλώρας. Έρχεται η ΜΑΡΙΤΣΑ.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Καλημέρα.
1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Καλημέρα καλημέρα…. Τι καλημέρα δηλαδή, μεσημέρι είναι πια….

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Έχει ξυπνήσει ο άντρας σου και σε ζητάει…Ε πόσο θα σε καλύπτει η


μάνα σου πια ;

ΜΑΡΙΤΣΑ

Δε σας πέφτει λόγος…

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και τι νομίζεις ; Πως κρυφακούμε; Έχουμε και μείς τα προβλήματά μας


κυρία μου, πώς θα ζήσουμε, τι θα γίνουμε… Δε καθόμαστε να στήνουμε
αυτί. Μιλάγανε δυνατά και τους ακούσαμε. Ας πηγαίνανε μέσα…

ΜΑΡΙΤΣΑ (στη Ι ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ)

Και σεις φωνάζατε χθες βράδυ… Ξεσηκώσατε τη γειτονιά στο


πόδι…Έγινε τίποτε ;

Η Ι ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ τη κοιτά καχύποπτα.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Ο μεγάλος γιος της Κατίνας πήγε με τους φίλους του στη θάλασσα, κι οι
γονείς του ανησύχησαν… Φυσικό δεν είναι ν’ ανησυχήσουν ; Και τόσο
πολύ δηλαδή φωνάζανε; Εσύ που μας έπαιρνες τ’ αυτιά με τα
τραγούδια και τις μουσικές σου ; Τα ξέχασες ;
ΜΑΡΙΤΣΑ (κάθεται σ’ ένα πεζούλι )

Στη θάλασσα… Ωραία είναι στη θάλασσα. Όταν ήμουν μικρή πήγαινα
στο μόλο και ησύχαζα… Όση φουρτούνα και νάχει εκεί εγώ ησυχάζω…

Οι νοικοκυρές που την ακούνε, κρυφογελάνε.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ (με χαμηλή φωνή)

Μια στη θάλασσα, μια στους σινεμάδες… Μουρλή είναι…Για δέσιμο…

ΜΑΡΙΤΣΑ

Κι η μαμά λέει το ίδιο έκανε στη Σμύρνη. Είχε μια μεγάλη παραλία και
κείνη περπατούσε στην άκρη της θάλασσας κι έκανε ισορροπία…
Περνούσαν οι άμαξες και της φώναζε ο κόσμος «κοριτσάκι πρόσεξε, θα
πέσεις»..

Η 2 νοικοκυρά σκάει στα γέλια.

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ (στη πρώτη λίγο σιγά)

«Έκανε ισορροπία….χααχχααχαχ. Η ανισόρροπη»

Η 1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ συγκρατεί τα γέλια της.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Στη θάλασσα δηλαδή είχες πάει και σήμερα με το ταξί ;

ΜΑΡΙΤΣΑ (σα να βγαίνει απ’ τις σκέψεις της)


Όχι… Τι δουλειά έχω στη θάλασσα… Δεν είναι όπως παλιά… Είναι
γεμάτο αυτοκίνητα…

ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ γελάνε καθώς η Μαρίτσα πάει προς το σπίτι της.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Μωρή τ’ άκουσες αυτό ; Είναι λέει γεμάτο αυτοκίνητα…. Παπαπα στο


Δαφνί θακαταλήξει…

Η ΜΑΡΙΤΣΑ μπαίνει στο σπίτι της. Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ πίνει καφέ στο


μπαλκονάκι.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Καλημέρα. (τον χαϊδεύει στα μαλλιά)

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Ξύπνησα κι είχες φύγει.

ΜΑΡΙΤΣΑ (χαμογελαστά και με αγάπη)

Ζηλεύεις !

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Δε θέλω να μιλάει ο κόσμος για σένα… Τις άκουσα προηγουμένως. Σε


κοροϊδεύουν. Στόχω πει.

ΜΑΡΙΤΣΑ
Δε με νοιάζει βρε Ιορδάνη. Δε πά να με κοροϊδεύουν… Ό,τι και να κάνω
το κατακρίνουν. Ε, βαρέθηκα κι εγώ να τις ακούω κι έτσι έχω κλειστά τ’
αυτιά.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Εγώ όμως δεν τα έχω κλειστά. Δε θέλω να κοροϊδεύουν τη γυναίκα μου.

ΜΑΡΙΤΣΑ (ακόμα χαμογελαστά)

Αυτό θα πει πως με αγαπάς.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Το ξέρεις.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Το ξέρω….

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Θες να πάμε σινεμά το βραδάκι;

ΜΑΡΙΤΣΑ (αποτραβιέται)

Αχ βρε Ιορδάνη μου… Ας πάμε κάπου αλλού αν το θέλεις. Δε μπορώ


να κάτσω πολύ ώρα στην υγρασία, το πόδι μου μπορεί να…

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

«Δε μπορείς να κάτσεις πολύ ώρα στην υγρασία ;» Δε πας δηλαδή


σινεμά ;
ΜΑΡΙΤΣΑ (φοβισμένη)

Δε πάω… Ποιος σου είπε πως πάω.; Α κατάλαβα ! Θα σου είπε ο κυρ
Πανάγος πως πέρασα μια δυο φορές, πως μπήκα έτσι για λίγο να
χαζέψω, πως….

ΙΟΡΔΑΝΗΣ (σχεδόν χαιρέκακα)

Τον άλλο χρόνο θα τον γκρεμίσουν. Θα κάνουν λέει ένα σούπερ μάρκετ
εδώ…

ΜΑΡΙΤΣΑ (τρομοκρατημένη)

Τι ; Θα γκρεμίσουν το σινεμά ;

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Όλα θα τα γκρεμίσουν…. Όλα… Και τους σινεμάδες και τους διαβόλους


που κρύβουν μέσα τους….

ΜΑΡΙΤΣΑ

Μα…Μα είναι όμορφος… Είναι…είναι….Δε πρόλαβα…Γιατί πρέπει να


τον γκρεμίσουν ;

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Τι δε πρόλαβες ; Πού ήσουν όλο το πρωί ; (Με υπονοούμενο για τις


γειτόνισσες) Στη θάλασσα ;

ΜΑΡΙΤΣΑ
Μα τι λες ; Είχα πάει στο Πειραιά να αγοράσω πράγματα. Δεν ήθελα να
σε ξυπνήσω….

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Μαρίτσα : Άκου με προσεκτικά : Δεν έχω αλλάξει σαν άνθρωπος, ούτε


με τα λεφτά ούτε με το γάμο… Το ξέρω πως έχεις το μυαλό σου
αλλού… Αλλά σ’ αγαπάω, θα…

ΜΑΡΙΤΣΑ (προσπαθεί ν’ αλλάξει συζήτηση)

Μα τι λες τώρα ; Τι σου περνάει πάλι απ’ το μυαλό ; Τι φαντάζεσαι ; Τι


φαντάζεστε όλοι σας ; Τι ζητάτε από μένα ; Τι θέλετε ; Είχα πάει να βρω
κλωστή για το κέντημα. Κακό έκανα ; Είχα πάει ν’ αγοράσω λίγη
κλωστή.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ (Θυμώνει)

Και πούντη η κλωστή που αγόρασες; Πούντη Μαρίτσα ; Όλο έτσι λες,
όλο ότι πας ν’ αγοράσεις κόκκινη κλωστή…. Αμ βρες κάτι άλλο γιατί δε
σε πιστεύω πια. Βρες κάτι άλλο και γρήγορα…. Το καλό που σου
θέλω…

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ μπαίνει στο σπίτι. Η Μαρίτσα μένει μόνη. Κοιτάει τις


γειτόνισσες που ξεθαρρεύουν και την κοιτούν με αυθάδεια. Ξαφνικά
ακούγονται οι ήχοι από γάτες που μαλώνουν. Οι γειτόνισσες κοιτιούνται
και μετά κοιτάνε πίσω από το πεζούλι.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Καλέ ….Καλέ η ξεμυαλισμένη ξέχασε το φαγητό στο ταψί και τις το


φάγανε οι γάτες…. Ξου ξου από δω… Α τη ξεμυαλισμένη… Παπαπαπα
συμφορά. Ξουτ ξουτ.
Έρχεται η Κατίνα με τη μάνα της. Εκείνη τρέχει μαζί με τις άλλες και
κυνηγάνε τις γάτες. Η Μαρίτσα βάζει τα γέλια. Η Κατίνα κοντοστέκεται
και για μια στιγμή οι 2 γυναίκες κοιτιούνται. Έπειτα η Μαρίτσα γελά
υστερικά και η Κατίνα θυμωμένη φεύγει για το σπίτι της.

Σκοτάδι

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Σκηνή από την ταινία ΔΑΚΡΥΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΑ, με την Λάσκαρη, τη
Χρονοπούλου και τον Αλεξανδράκη. Συγκεκριμένα, η πρώτη σκηνή της
ταινίας, όπου η Λάσκαρη μεθυσμένη, πέφτει στο αυτοκίνητο της μόλις
ξαναπαντρεμένης μητέρας της.

ΕΒΔΟΜΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια αυλή. Η ΦΛΩΡΑ είναι γερασμένη πια και κάθεται στο κατώφλι του
σπιτιού της. Έχουν περάσει δέκα χρόνια. ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ, ντυμένες
με σκούρα χρώματα, γερασμένες κι αυτές, κάνουν όπως πάντα
δουλειές με αργότερους όμως ρυθμούς. Το πέρασμα του χρόνου
φαίνεται περισσότερο άνω στη ΚΑΤΙΝΑ, που έχει εγκαταλείψει τον
εαυτό της και είναι άσχημη. Η ΜΑΡΙΤΣΑ λείπει.

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Εμείς που λέτε, τ' αποφασίσαμε... Απαπα, δεν έχουμε κανένα όφελος
να μην δεχτούμε...
1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Εσύ κυρά Φλώρα, τί θα κάνεις;

ΦΛΩΡΑ

Εγώ γέρασα πια... Πάνε οι καιροί που αποφάσιζα μοναχή μου... Τώρα
αποφασίζουν άλλοι για μένα...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και τί θα κάτσεις να κάνεις εδωχάμου; Ένα γιαπί θα γίνει όλη η


περιοχή...

ΚΑΤΙΝΑ

Εμείς θα πάμε στην Ελευσίνα... Θάναι κοντά και στη δουλειά του
Αντρέα... Εγώ βέβαια ήθελα να πάμε στους Αμπελόκηπους, αλλά σιγά
να μην μου κάνουνε τη χάρη...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και πόσα διαμερίσματα μας δίνουν τελικά;

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Δύο στην κάθε οικογένεια! Δεν είναι κι άσχημα... Θα ζήσουμε σαν


άνθρωποι!!!

ΚΑΤΙΝΑ

Θ' αγοράσουμε και τηλεόραση... Βαρέθηκα να ακούω συνέχεια το


ράδιο... Θα κάνει καλό και στους δαίμονες... Θα τους μαζέψει λιγάκι απ'
τα παιχνίδια τους...
1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και συ βρε Κατίνα μου, τρεις γιους βρήκες να κάνεις;

ΚΑΤΙΝΑ

Γι αυτό σου λέω: Ο μεγάλος τουλάχιστον ξετσούμησε, κι ύστερα, δεν


μου έκανε ποτέ του κανένα σπουδαίο πρόβλημα... Αλλά οι άλλοι δύο...
Καλύτερα στο διαμέρισμα αμπαρωμένοι. Να βρω και γώ την υγειά
μου...

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ (ειρωνικά προς τη ΦΛΩΡΑ)

Εμ τί να κάνουμε: Δεν θάναι κι όλα του κόσμου τα κορίτσια τυχερά...

Η ΦΛΩΡΑ σηκώνεται κουρασμένα και γυρίζει σπίτι της. ΟΙ


ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ την παρακολουθούν σα να θέλουν να πουν κάτι, που
δεν πρέπει ν' ακούσει.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Μή νομίζετε πως θα κρατήσει πολύ αυτή η ιστορία... Τσακώνονται απ'


την ημέρα που παντρευτήκανε...

ΚΑΤΙΝΑ

Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς... Κανένας δεν την
ξέρει καλύτερα από μένα... Αυτή είναι άρρωστη σας λέω... Και τη μάνα
της θα φάει στο τέλος κι όσο για τον Ιορδάνη, θα την παρατήσει
γρήγορα και να μου το θυμηθείτε...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ
Χτες, τους άκουσα από την άλλη γωνία που τσακωνόντουσαν... Αυτή,
δεν θέλει με τίποτα να δώσει το σπίτι για αντιπαροχή! Κι αυτός ο βλάκας
την αγαπάει... Να δείτε, που θα τον πείσει στο τέλος...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Ο Ιορδάνης δεν είναι βλάκας... Ξέρει ποιο είναι το συμφέρον του... Τί


νομίζετε; Πώς μπορεί και κρατάει μόνος του τόσα μαγαζιά;

ΚΑΤΙΝΑ (θυμωμένη)

Μωρέ κι αυτός αν ήταν άντρας, έπρεπε να την είχε βουτήξει απ' το


μαλλί και να την είχε σούρει να ζήσουνε στο κέντρο... Πού ακούστηκε;
Με τα λεφτά του και να ζούνε σ' αυτό το χαμόσπιτο...

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Εσύ κόρη μου να κοιτάς τη δουλειά σου και το σπιτικό σου κι ας τους
άλλους να πορεύονται όπως αγαπάνε...

Η ΚΑΤΙΝΑ συνεχίζει χωρίς να την ακούει.

ΚΑΤΙΝΑ

Εμ που έχει μείνει κουτσή, γιατί λέει, δεν θέλει να χρησιμοποιήσει τα


λεφτά του; Τί έχεις να πεις γι αυτό;

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ (με υπονοούμενο)

Για άλλο λόγο έχει μείνει κουτσή: Για να θυμάται τον Αντρέα κι αυτό που
της έκανε!!!

ΚΑΤΙΝΑ (αρπάζεται)
Γιατί; Τί της έκανε; Καλό της έκανε!!! Αν τον είχε πάρει, δεν θάταν τώρα
πλούσια και θα ψωμολύσαγε όπως εγώ, και θα κοιμόταν δίπλα σ' έναν
άντρα, που βρομοκοπάει σαν ψοφίμι, την ώρα που γυρίζει από τη
φάμπρικα...

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ πετάγεται επάνω θυμωμένη. Οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ


1 και 2 προσπαθούν να τη συγκρατήσουν.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Τί λες μωρή; Ψοφίμι λες τον άντρα που σε τρέφει;

ΚΑΤΙΝΑ (πιο δυνατά)

Κι αν λες ότι με τρέφει, πέφτεις έξω ! Εγώ τρέφω αυτόν και τα παιδιά
του...Παράτησα τη δουλειά, που μούδινε λεφτά και ανεξαρτησία και
μεγαλώνω παιδιά...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Αυτός είναι ο μόνος προορισμός της γυναίκας: Να κοιτάει το σπιτικό της


και τα παιδιά της... Γιατί λοιπόν, δεν βλέπεις τη κατάντια της Μαρίτσας;
Γιατί για κατάντια πρόκειται: Πού τη βρίσκεις πού τη χάνεις, στο
σινεμά... Και περιμένει τί; Κανείς δεν ξέρει... Σα τη μάνα της, που νομίζει
πως θα ξαναγυρίσουνε στη Σμύρνη...

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ (προσπαθεί να ηρεμήσει τα πράγματα)

Ναι, ναι, όπως τα λες συμπεθέρα μου... Όλα τάχουνε εδωπέρα και
θέλουνε να ξαναγυρίσουνε εκεί, μαζί με τους Τούρκους...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Και ποιος τους κρατάει; Στο καλό, να πάνε στο διάολο, να μας
αδειάσουνε τη γωνιά...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Σστ! Ο Ιορδάνης!

Έρχεται ο Ιορδάνης. Είναι σκυθρωπός και καμία φορά παραπατάει.


Κρατάει το σακάκι του με το ένα χέρι στον ώμο. Η ΚΑΤΙΝΑ στέκεται
μπροστά του με αυθάδεια.

ΚΑΤΙΝΑ

Έχασες τη γυναίκα σου Ιορδάνη;

Βγαίνει από το σπίτι η ΦΛΩΡΑ. Βλέπει τις ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ και τη


ΚΑΤΙΝΑ μαζεμένες έξω από τα σπίτια τους να περιμένουν ν' ακούσουν
τον ΙΟΡΔΑΝΗ.

ΦΛΩΡΑ

Ιορδάνη, πού είναι η Μαρίτσα;

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Την άφησα στο μαγαζί. Θέλω να σου μιλήσω...

Η ΦΛΩΡΑ παραμερίζει για να τον αφήσει να μπει μέσα.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Όχι, δεν θέλω να μπω μέσα... Καλύτερα να μιλήσουμε εδώ, απ' έξω...
ΦΛΩΡΑ (κυττόντας τις ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ)

Μα Ιορδάνη...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Αυτό που σου λέω... Σ' αυτό το σπίτι δεν ξαναμπαίνω, αν για μια φορά
δεν γίνει το δικό μου...

Η ΦΛΩΡΑ τον πλησιάζει και τον κοιτά καλύτερα.

ΦΛΩΡΑ

Μα τί έχεις αγόρι μου; Φαίνεσαι πιωμένος...

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Την αγαπάω... Την αγαπάω πιο πολύ από την ίδια μου τη ζωή, αλλά
αυτή δεν με θέλει... Αυτή θέλει τον άλλο...

ΦΛΩΡΑ (αυστηρά)

Ποιόν άλλο;

ΙΟΡΔΑΝΗΣ (απότομα)

Ξέρεις πολύ καλά... Όλες σας το ξέρετε... Μιλάω για τον Αντρέα... Ποτέ
της δεν τον ξέχασε ! Αλλά κι εγώ δεν είμαι πια ο Ιορδάνης που ήμουνα
παλιά...Το παιδί για όλες τις δουλειές, ο βλάκας για τις καρπαζιές
σας...Αν λοιπόν έχεις λόγους να μείνω, κοίταξε ν' αλλάξεις τα μυαλά της
κόρης σου... Θέλει να γυρίζει έτσι κουτσή κι είναι κι υπερήφανη για τη
κατάστασή της κιόλας... Θέλει να μείνει να σαπίσουμε σ' αυτό το
ερείπιο, το χαμόσπιτο, ενώ σε δύο χρόνια, θάχει μόνο πολυκατοικίες
εδω χάμω... (Μιμείται τη φωνή της ειρωνικά)... Δε μας χρειάζονται τα
μεγάλα σπίτια... Σε λίγο καιρό, μπορεί να γυρίσουμε στη Σμύρνη...
(απότομα στη Φλώρα) Εσύ φταις για τη κατάντια της... Εσύ της φύτεψες
όλες αυτές τις ανοησίες στο κεφάλι... Αλλά είσαι ίδια και συ... Μια
ξεπεσμένη ψηλομύτα! Μια πρόσφυγγα! Ζείτε με τα όνειρα της χαμένης
σας πατρίδας... Νόμιζα ότι μπορούσα να σας αλλάξω κι έγινα
περίγελο... Πιο πολύ γελάνε με μένα τώρα, που παντρεύτηκα, παρά
πριν που ήμουνα φτωχός... Τέλειωσε... ή θα φύγουμε απ' αυτό το σπίτι,
ή θα φύγω μόνο εγώ...

ΦΛΩΡΑ

Την ευχή μου νάχεις αγόρι μου...

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ δεν μπορεί να πιστέψει στ' αυτιά του.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Τί είπες;

ΦΛΩΡΑ

Εμείς, όταν αποφασίσουμε να φύγουμε απ' αυτό το σπίτι, θα το


κάνουμε εγώ, η κόρη μου και κανένας άλλος... Κανένα δεν έχουμε
ανάγκη... Κι όσο για τους παράδες σου ένα σου λέω: Δε λιγώνει το μάτι
μου απ' αυτά! Ανθρώπους ζητάμε κι όχι τράπεζες... Και συ άνθρωπος
δεν είσαι! Φαίνεται ξεχνάς που ήσουνα ένας χαμάλης, που μόνο εγώ και
η κόρη μου σε προσέχαμε...

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ προσπαθεί ν' αντιδράσει.

Η ΦΛΩΡΑ γίνεται πιο αυστηρή.


ΦΛΩΡΑ

Τώρα μιλάω εγώ!!! Αρκετά μίλησαν οι άλλοι εδώ πέρα... Ποιος ήταν
άξιος της Μαρίτσας μου; Κανένας!! Κανένας δεν την κατάλαβε... Φύγε
και συ, θα σε ξεχάσουμε γρήγορα, γιατί έχουμε άλλα να θυμόμαστε, πιο
σπουδαία!!! Μπορεί όμως νάχεις δίκιο και συ κι όλοι οι άλλοι εδώ πέρα
.... Δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα... Είμαστε από άλλο τόπο εμείς... Κι έτσι
όπως έχουν τα πράγματα δεν είμαστε από πουθενά... Τί δουλειά έχει
λοιπόν ένας κύριος, ένας καταστηματάρχης σα και του λόγου σου, με
πρόσφυγες σαν και μας;

Η ΦΛΩΡΑ κινείται προς το σπίτι της. Αγέρωχη, στητή. Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ


προσπαθεί να τη σταματήσει, μετανοιωμένος. Εκείνη τον αποφεύγει και
κουνά μπροστά του τα γεμάτα βραχιόλια χέρια της.

ΦΛΩΡΑ

Τα βλέπεις αυτά; Αυτά κουδουνάνε για να μου θυμίζουν ότι δεν έσκυψα
το κεφάλι σε κανένα τύραννο... Δεν πρόκειται λοιπόν να το σκύψω
τώρα, σ' ένα τέως χαμάλη σα και σένα... Φύγε!!!

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ κατεβάζει το κεφάλι του και φεύγει τρέχοντας. Η ΦΛΩΡΑ


κάθεται αποκαμωμένη στην εξώπορτά της. ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ τη
πλησιάζουν. Μοιάζουν να της συμπαραστέκονται για πρώτη φορά.

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Φλώρα τί έκανες; Κατάλαβες τί έκανες; Πώς θα ζήσετε χωρίς τον


Ιορδάνη;

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Είχε δίκιο ο Ιορδάνης Φλώρα... Δώστε και σεις το σπίτι αντιπαροχή...Θα
ζήσουμε και πάλι όλοι μαζί, σε καλύτερα σπίτια...

ΦΛΩΡΑ

Εμένα λίγα είναι τα ψωμιά μου... Η κόρη μου ας κάνει ό,τι


καταλαβαίνει... Ας τρέξει ξοπίσω του αν θέλει... Αλλά δεν θέλω να
πεθάνω και να λέει ότι την πούλησα...

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Αυτή η υπερηφάνεια σας... Αυτή η αδικαιολόγητη υπερηφάνεια σας...

ΦΛΩΡΑ

Χωρίς αυτή, δεν θάχαμε επιζήσει...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Μα στ' αλήθεια πιστεύετε, ότι μετά από τόσα χρόνια θα ξαναγυρίσετε


στη Σμύρνη;

ΦΛΩΡΑ

Από τότε που μας έδιωξαν, το καθήκον μας ήταν να φυτέψουμε το


παρελθόν, στις καρδιές των παιδιών μας... Το καθήκον μου το έκανα !
Τίποτ' άλλο !

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Ω Θέ μου, έρχεται η Μαρίτσα...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και τώρα πώς θα της το πούμε;


ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Ποια θα βρει το κουράγιο να της πει, πως η ίδια της η μάνα της έδιωξε
τον άντρα;

ΦΛΩΡΑ

καμία σας δεν θα πει τίποτα... Σας παρακαλώ...

ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ μετακινούνται όλες μαζί και μαζεύονται σε μια γωνία.


Έρχεται η ΜΑΡΙΤΣΑ. Είναι κομψοντυμένη και κρατά πάντα το
μπαστούνι της. Βλέπει τη μάνα της, βλέπει τις γυναίκες Καταλαβαίνει.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Τί συμβαίνει μαμά; Γύρισε ο Ιορδάνης;

ΦΛΩΡΑ

Ο Ιορδάνης έφυγε... Έφυγε για πάντα... Εγώ τον έδιωξα...

ΜΑΡΙΤΣΑ (με πόνο)

Κάποτε... κάποτε έλεγε ότι μ' αγαπούσε...

ΦΛΩΡΑ

Τον έδιωξα, γιατί έτσι νόμισα ότι έπρεπε να κάνω... Εσύ, κάνε ό,τι θες...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ κοιτά με απόγνωση, μια τη μάνα της, μια τις


ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ.
ΜΑΡΙΤΣΑ

Έφαγα όλο το απόγευμα να ψάχνω γι αυτή τη κόκκινη κλωστή...


Πουθενά δεν βρήκα μία να ταιριάζει...

Η ΦΛΩΡΑ τρέχει και την αγκαλιάζει.

ΦΛΩΡΑ

Αύριο Μαρίτσα μου... Αύριο θα πάμε μαζί στο κέντρο, και θα βρούμε...

ΣΚΟΤΑΔΙ

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Αλλεπάλληλα πλάνα από ερημωμένα σπίτια. Λεπτομέρειες από


σφραγισμένα παράθυρα αυλόπορτες με χοντρά λουκέτα,
εγκαταλελειμμένες αυλές. Μουσική θλιβερή. Σκηνή από νεκροταφείο.
Όλα ασπρόμαυρα.
ΟΓΔΟΗ ΣΚΗΝΗ

Το σπιτάκι της ΦΛΩΡΑΣ φωτισμένο χαμηλά. Τα λουλούδια της αυλής


περιορίζονται μόνο μπροστά στο σπίτι. Τα σπίτια των ΝΟΙΚΟΚΥΡΩΝ δε
υπάρχουν. βαριά ατμόσφαιρα, αέρας, πολλά φύλλα και σύνεργα
οικοδομής. Η ΜΑΡΙΤΣΑ, μεγάλη πια, γύρω στα σαράντα, κάθεται στο
κατώφλι της και κεντάει. Η ΚΑΤΙΝΑ πάντα κακοντυμένη και φτωχή,
πλέκει καθισμένη σ' ένα πεζούλι. Το ίδιο και η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ, η 1
η 2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ και η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ. Όλες μεγάλης ηλικίας και
μαυροντυμένες. Τσεμπέρια που σχεδόν κρύβουν το πρόσωπο. Η
καθεμία κάνει τη δουλειά της με αργές κινήσεις. Αστραπή. Πιο δυνατός
αέρας. Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ σφίγγεται στο σάλι της και κοιτά τον
ουρανό.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Παλιόκαιρος... Θα ρίξει μια μπόρα πάλι...Αν καθόμουνα στο διαμέρισμα


μ' αυτό το καιρό, θα τρελαινόμουν...

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Αχ βρε Μαρίτσα μου, δεν ξέρεις πόσο αρέσει και σε μένα να κάθομαι
εδώ, ιδίως τ' απογεύματα... Στο μπαλκόνι με πιάνει η ψυχή μου, νομίζω
ότι θα πέσω...

ΚΑΤΙΝΑ
Άσε που δεν λέει να τελειώσει αυτή η πολυκατοικία...Δέκα χρόνια στα
ενοίκια ... Ο μεγάλος μου ο γιος θα πάει φαντάρος κι ακόμα δεν θα την
έχουν ξεκινήσει...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Και το καλοκαίρι μέσα κάνει μία ζέστη... Τα παλιά τα σπίτια δεν ήταν
έτσι... Ήταν πιο δροσερά... άρα, τα φτιάχνουμε με μύξα...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Η αλήθεια είναι ότι είμαι πολύ καλά σε τούτο το σπιτάκι...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Είχε δίκιο λοιπόν η συχωρεμένη η μάνα σου, πούλεγε να μην δώσουμε


τα σπίτια αντιπαροχή κι εμείς τη κοροϊδεύαμε...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Περασμένα ξεχασμένα...

ΚΑΤΙΝΑ

Δε μου λες μωρέ Μαρίτσα, αυτός έρχεται ακόμα και σε ζητάει;

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Καλέ δεν τον είδες το πρωί; Πάει και μπεκρουλιάζει όλη τη νύχτα και
μετά, νάσουτον έξω από το σπίτι της... Δεν είναι στα καλά του ο
άνθρωπος πια..

ΜΑΡΙΤΣΑ

Ο Ιορδάνης δεν είναι κακός... Εγώ δεν τον θέλω...


ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Αν ήταν καλός, δεν θα σε παράταγε... Άστα αυτά τώρα... Αλλά τί τα θες;


Όλοι οι άντρες ίδιοι είναι...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Γιατί το λες αυτό; Κακοπερνάει η κόρη σου με τον Αντρέα;

ΚΑΤΙΝΑ

Θα μπορούσα να πέρναγα πολύ καλύτερα...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Δεν έχεις παρά να πάρεις τον Ιορδάνη!! Αυτός είναι και πιο πλούσιος!!!

ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ κοιτάζονται μεταξύ τους. Η ΜΑΡΙΤΣΑ στηρίζεται στο


μπαστούνι της και μπαίνει σπίτι. Από εδώ και πέρα θα κάθεται πίσω
από το παράθυρο και θα παρακολουθεί τη σκηνή κεντώντας σχεδόν
αδιάφορα.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Σα δεν ντρέπεσαι λιγάκι κακιά γυναίκα... Θα σ' άρεσε να χώριζε έστω


και τώρα ο Αντρέας μου ε; Αμ δέ...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Δε πρέπει νάμαστε τόσο σκληρές μαζί της... Έμεινε μόνη της, σα το


κούτσουρο... Τώρα που θα γκρεμίσουνε και τον κινηματογράφο, πάει,
θα τρελαθεί τελείως...
ΚΑΤΙΝΑ

Τάθελε και τάπαθε! Να μάθει να με καταριέται το βρομοθήλυκο...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Ε καλά και συ... Αν πιάναν κι όλες οι κατάρες...

Η ΚΑΤΙΝΑ σηκώνεται από το πεζούλι. Κινείται με αγωνία και ΟΙ


ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ τη παρακολουθούν. Φυσά ένας ξαφνικός αέρας.

ΚΑΤΙΝΑ

Κι όμως εγώ ανησυχώ πάντα... Δεν θα τη ξεχάσω τη μέγαιρα, τη νύχτα


που γένναγα το πρώτο μου παιδί... Χόρευε... Χόρευε δίπλα στο
παράθυρο, έτσι κουτσή, σα δαιμονισμένη και καταριότανε τη τύχη του
παιδιού μου... Όση ζήλεια δεν έδειξε όταν παντρεύτηκα, τόσο φαρμάκι
έριξε τη νύχτα της γέννας...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Αλήθεια, πού είναι ο μεγάλος σήμερα;

ΚΑΤΙΝΑ (σα να ξυπνάει από όνειρο)

Έβαλε τον πατέρα του και του νοίκιασε αμάξι, για να βγει με τη
φιλενάδα του...

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Βρε κοιτά πώς περνούν τα χρόνια... Σε λίγο θα τον καμαρώσουμε και


γαμπρό...
Η ΚΑΤΙΝΑ πηγαινοέρχεται με αγωνία.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Πάψε ν' ανησυχείς επιτέλους...

ΚΑΤΙΝΑ

Δε ξέρω... Φοβάμαι τις κατάρες της...

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Δε καταριόταν εσένα... Τη μοίρα της καταριόταν και γι αυτό κατάντησε κι


έτσι.. Κι έπειτα, τί φοβάσαι; Τον είδα εγώ, που πήγαινε προς τη παραλία
με τη κοπελιά δίπλα... Έκανα πως δεν τον πρόσεξα, για να μην τον
φέρω σε δύσκολη θέση... Νάβλεπες πώς καμάρωνε!!!

Η ΚΑΤΙΝΑ τρέχει προς το σπίτι της. ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ πετάγονται


επάνω.

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Πού πας;

ΚΑΤΙΝΑ

Πάω να βάλω ένα παλτό... Κρυώνω...

Τα φώτα χαμηλώνουν. Ο έρημος κινηματογράφος παίρνει ζωή. Μια


ασπρόμαυρη ταινία-παράξενη ταινία- προβάλλεται μόνη της. ΟΙ
ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ αναστατωμένες, κινούνται στην αυλή, και δείχνουν τον
τρόμο τους. Η ΜΑΡΙΤΣΑ αρχίζει να ψάχνει με μανία κάτι, στα συρτάρια
και στο μπαούλο.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Το σπίτι της ΚΑΤΙΝΑΣ. Εσωτερικό. Η ΚΑΤΙΝΑ ανοίγει απότομα τη


πόρτα και δεν δίνει σημασία στον ΑΝΤΡΕΑ, που κάθεται φορώντας ένα
άσπρο φανελάκι και πίνει. Είναι ένας τύπος λαϊκός κι αυτός πρόωρα
γερασμένος. Το ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ με το ακορντεόν, βρίσκεται μέσα στο σπίτι
τους, αλλά κανείς δεν φαίνεται να το βλέπει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Για πού τόβαλες;

ΚΑΤΙΝΑ (βάζοντας το παλτό της)

Πάω να ψάξω για το παιδί...

Ακούγεται η φωνή της ΜΑΡΙΤΣΑΣ. (πάνω σ' ένα πλάνο του


ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ)

ΜΑΡΙΤΣΑ

Γερόντισσες, μήπως άφησα έξω τη κόκκινη κλωστή;

Ο ΑΝΤΡΕΑΣ πιάνει απότομα την ΚΑΤΙΝΑ από το μπράτσο και την


εμποδίζει να φύγει.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δε θα πας πουθενά !
Η ΚΑΤΙΝΑ ελευθερώνεται. Αγριεύει.

ΚΑΤΙΝΑ

Να πας αλλού να κάνεις τον αφέντη... Έχει νυχτώσει, βρέχει, ανησυχώ,


ποτέ του δεν άργησε τόσο...

Η ΜΑΡΙΤΣΑ είναι ανυπόμονη. Φωνάζει.

ΜΑΡΙΤΣΑ

Να πάρει η ευχή, δεν μπορώ να τελειώσω το κέντημα... Πού την έχω


αφήσει;

Ο ΑΝΤΡΕΑΣ χτυπά δυνατά το χέρι του στο τραπέζι. Το ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ


κοιτά αδιάφορο.

ΑΝΤΡΕΑΣ

Αν φύγεις θα σου σπάσω τα μούτρα...

Η ΚΑΤΙΝΑ στη πόρτα. Γυρίζει και του φωνάζει.

ΚΑΤΙΝΑ

Να πας να δείρεις τη μάνα σου παληορεμάλη... Μπεκρούλιακα...

Σβήνει ο κινηματογράφος. Ξανά φως στη σκηνή. Οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ


σταυροκοπιούνται και κινούνται αναστατωμένες...Η ΜΑΡΙΤΣΑ αγέρωχη
στη πόρτα μοιάζει να διασκεδάζει.
2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ (φωνάζει)

Τόδατε αυτό; Τόδατε αυτό;

Η ΚΑΤΙΝΑ βγαίνει τρέχοντας απ' το σπίτι της και διασχίζει τη σκηνή. Οι


ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ προσπαθούν να τη σταματήσουν.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Πού πας μωρή ξεμυαλισμένη μ' αυτή τη θεομηνία;

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Κατίνα μου βρέχει, στάσου, θα γυρίσει το παιδί... Είναι κοτζάμ


παλικάρι...

Η ΚΑΤΙΝΑ δεν ακούει κανένα. Βγαίνει από δεξιά τρέχοντας. Η 2


ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ κοντά στον κινηματογράφο.

2 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Παναγιά μου θα τρελαθώ, δεν είναι κανείς μέσα...

1 ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

Πάμε στα σπίτια μας. Απ' τη μια η καταιγίδα κι απ' την άλλη αυτή η
καταραμένη... Ανάθεμα την ώρα που γεννήθηκες....

ΜΑΡΙΤΣΑ

Τί πάθατε γειτόνισσες; Φοβάστε τη βροχή, ή μή και πιάσουν οι κατάρες


μου;
ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Στρίγγλα, που βάζεις φωτιές στο σπίτι της φίλης σου...

ΜΑΡΙΤΣΑ

Κάηκα εγώ, να καούν κι όσοι μ' έκαψαν!!!

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Να σ' έβρισκε η ημιπληγία στο μυαλό, να πέθαινες μια και καλή κι όχι να
έμενες κουτσή, γιατί αυτή η τιμωρία δεν σου φτάνει.

Οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ κινούνται να φύγουν. Η ΜΑΡΙΤΣΑ τις σταματά.

ΜΑΡΙΤΣΑ (με παράξενη βαθιά απάνθρωπη φωνή)

Σταθείτε Γερόντισσες... Το έργο δεν τελείωσε ακόμα... Η Μαρίτσα τώρα


θ' ανάψει όλα τα φώτα και θα δείτε καλύτερα!!!

Κεραυνός. Η απεγνωσμένη φωνή του ΙΟΡΔΑΝΗ ακούγεται από μακριά.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Μαρίτσα... Μαρίτσα βγες έξω, είναι ανάγκη...

Μπαίνει ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ. Φορά ένα αδιάβροχο κι είναι μούσκεμα. Οι


νοικοκυρές τρομάζουν.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Μαρίτσα... Έγινε ένα μεγάλο κακό... Ένα πολύ μεγάλο κακό...


ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Τί τρέχει Ιορδάνη; Τί συμβαίνει;

Εκείνος γυρίζει απότομα προς τις γυναίκες. Καθώς τους μιλά, αυτές
μαζεύονται πίσω από τη ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ και κινούνται ανάλογα με
τα λόγια του, με αγωνία, με τρόμο, πότε μπρος και πότε πίσω.
Μοιάζουν με αρχαίο χορό. Η ΜΑΡΙΤΣΑ ακίνητη καθώς προχωρά η
αφήγηση του ΙΟΡΔΑΝΗ παγώνει κι άλλο, μέχρι που καταλήγει
ανέκφραστη τελείως, σαν άγαλμα.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ (στις ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ)

Γυρίστε στα σπίτια σας... Γυρίστε γρήγορα στα σπίτια σας...

(προς τη ΜΑΡΙΤΣΑ) Μαρίτσα μου, ήταν στο μόλο... Είχε παρκάρει τ'
αυτοκίνητό του στο μόλο και κοίταγε τη βροχή και τη θάλασσα...
Νάβλεπες πώς γυάλιζε εκείνο τ' αυτοκίνητο... Κόκκινο, μ' όλα τα νίκελ ν'
αστράφτουν κάτω από το φως των κεραυνών...Ξάφνου, βλέπει στο
φάρο, ένα κοριτσάκι να παίζει ακορντεόν... Τί γυρεύει ένα κοριτσάκι να
παίζει ακορντεόν, στην άγρια θάλασσα; Το κοίταζε... Το κοίταζε
επίμονα... Δεν άκουσε τη κοπέλα του που του φώναξε να βγει απ' τ'
αμάξι...

Έρχεται η ΚΑΤΙΝΑ τρέχοντας. Είναι βρεγμένη και τα μαλλιά της


ξέμπλεκα.

Φωνάζει.

ΚΑΤΙΝΑ

Το παιδί μου μάνα... Πάει το παιδί μου...


ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ (ουρλιαχτό)

Τί λες Κατίνα;

Η ΚΑΤΙΝΑ τρέχει στο σπίτι της. ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ τρέχουν πίσω της. Ο


ΙΟΡΔΑΝΗΣ συνεχίζει.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Ήρθε ένα κύμα...Η κοπέλα πρόλαβε και βγήκε... Είχε μπλοκάρει η


πόρτα του αλλά δεν έκανε και καμιά προσπάθεια να βγει... Θέ μου...
Τον κατάπιε η θάλασσα... Είναι ακόμα εκεί, μέσα στ' αυτοκίνητο, στο
βυθό!!! Δεν πρόλαβε να βγει... Ήταν όλα γκρίζα...μπερδεμένα... Κι
εκείνο το διαβολεμένο κοριτσάκι να στέκει όρθιο, στο μόλο...

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ πέφτει στα πόδια της ακίνητης ΜΑΡΙΤΣΑΣ.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η ΚΑΤΙΝΑ ορμά στον ΑΝΤΡΕΑ, που κάθεται ακόμα και πίνει. Τον
σπρώχνει φωνάζοντας.

ΚΑΤΙΝΑ

Σκύλε... καταραμένε... Σκότωσες το παιδί μου... Το παιδί μου... Εσύ κι


αυτή η δαιμονισμένη το σκοτώσατε...

Μπαίνουν όλες οι ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ.

ΜΑΝΑ ΚΑΤΙΝΑΣ

Κρατήσου κόρη μου... Μη κάνεις έτσι...


Το ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ με το ακορντεόν, βλέπει τη σκηνή, καθισμένο
παραπέρα. Ο ΑΝΤΡΕΑΣ πλησιάζει το παράθυρο και κοιτά απ' έξω.
Βλέπει τη ΜΑΡΙΤΣΑ και στα πόδια της τον ΙΟΡΔΑΝΗ. Την κοιτά. Εκείνη
νοιώθει το βλέμμα του κι επιτέλους σηκώνει το κεφάλι της και τον κοιτά
ίσια στα μάτια. Ακούγεται η φωνή της ΚΑΤΙΝΑΣ.

ΚΑΤΙΝΑ

Να πας σ' αυτή τη μάγισσα... Φύγε... Φύγε εγκληματία...

Η μουσική από το ακορντεόν δυναμώνει. Ο ΑΝΤΡΕΑΣ φεύγει απ' το


παράθυρο. ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ γύρω από την ΚΑΤΙΝΑ κλαίνε. Η ΜΑΝΑ
ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ φωνάζει.

ΜΑΝΑ ΑΝΤΡΕΑ

Ιορδάνη... Ιορδάνη έλα επάνω πριν μας έβρει δεύτερο κακό...

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ, στη σκηνή, μόλις ακούει τη φωνή από τον


κινηματογράφο, φεύγει προς το σπίτι της ΚΑΤΙΝΑΣ. Η ΜΑΡΙΤΣΑ
παραμένει ακίνητη.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Στο σπίτι, το ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ σηκώνεται και περνά απαρατήρητο δίπλα από


τις γυναίκες που κλαίνε. Βγαίνει. Περπατά σ' ένα μακρύ μαύρο
διάδρομο, που στο βάθος το περιμένει μια γυναικεία μορφή, που μοιάζει
της ΦΛΩΡΑΣ. Στέκεται μπροστά στη γυναίκα. Αυτή το σπρώχνει απαλά,
να βγει έξω. Σα να το στέλνει κάπου. Το ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ βγαίνει μπροστά
στην οθόνη του κινηματογράφου. Ψάχνει. κοιτά προς τη μεριά που
βρίσκεται η ΜΑΡΙΤΣΑ. Την κάνει νόημα χαμογελώντας. Η ΜΑΡΙΤΣΑ
κοιτά το ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ που από την οθόνη την καλεί. Περπατά προς αυτό
και χάνεται στο σκοτάδι.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η ΜΑΡΙΤΣΑ περπατά στηριζόμενη στο μπαστούνι της προς το


ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ. Στέκεται απέναντί του. Εκείνο ξαφνικά, της δίνει κάτι στο
χέρι. Τη κόκκινη κλωστή. Απότομα, η ταινία παίρνει χρώμα.

ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ

Μαρίτσα, σου έφερα τη κόκκινη κλωστή...

Το ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ φεύγει γελώντας. Η ΜΑΡΙΤΣΑ κοιτά στην αρχή με


αγωνία , που σιγά σιγά δίνει την θέση της σε ανακούφιση και ηρεμία, τη
πορεία του ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ. Αυτό τρέχοντας πάντα, περνά μέσα από μια
όμορφη παλιά πόλη, προσφυγούπολη ίσως, με λουλούδια σε
χρωματιστές γλάστρες, ασβεστωμένες αυλές, γελαστά παράθυρα με
κεντητές κουρτίνες και ήλιο παντού. Η ΜΑΡΙΤΣΑ βγαίνει σιγά σιγά από
την οθόνη του κινηματογράφου , στέκεται στη μέση της αυλής και κοιτά
ακόμα με νοσταλγία τώρα, το ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ που τρέχοντας πάντα,
καταλήγει στο μόλο, δίπλα σε μια ήσυχη θάλασσα, όπου σταματά και
παίζει το ακορντεόν. Η ΜΑΡΙΤΣΑ τότε γυρίζει αργά προς το κοινό, κοιτά
τη κόκκινη κλωστή που κρατά στα χέρια της, ξέρει ότι δεν της χρειάζεται
πια σε τίποτα και την αφήνει να κυλήσει στη γεμάτη φύλλα αυλή της.

ΤΕΛΟΣ

You might also like