You are on page 1of 47

ΥΠΟΡΕΑΛΙΣΜΟΣ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ
H έκδοση αυτή διατίθεται χωρίς αντίτιμο. Κάθε προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί το
περιεχόμενό της για εμπορευματικούς σκοπούς είναι καταδικασμένη να αποτύχει!

Η διακίνησή της γίνεται από χέρι σε χέρι. Τα πρώτα λιγοστά αντίτυπα προέρχονται
από εκτύπωση από υπολογιστή. Όποια-ος ενδιαφέρεται να διακινήσει περισσότερα
μπορεί να τα αναπαράγει όπως επιθυμεί.

Για επικοινωνία, διθυραμβικές κριτικές και πικρόχολα σχόλια:

purplecaveman@uymail.com, ή

nikos.peior@gmail.com
ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Γύρισα σπίτι κι άδειασα τη βαλίτσα μου


εικόνες προβάλλονται μπροστά μου
κυκλικά και χοροπηδηχτά
σα να τις βλέπω καβάλα σ΄ ένα αλογάκι
κάποιου carousel
ή σαν ν΄ ακολουθώ τα τυφλά βήματα
ενός παιδικού "γύρω - γύρω όλοι"
που μου ψιθυρίζει το δέντρο ενός σχολείου
του οποίου δεν υπήρξα μαθητής
αλλά το συνάντησα στο δρόμο που περπάτησα.

Περπάτησα χωρίς να στρίψω


ένα χλωμό απογευματιάτικο φως
ήταν περισσότερο σα να μην υπήρχε.
Όλα φαίνονταν άγρια όμορφα
μια μισοξεχαρβαλωμένη καντίνα
ακόμα κι οι πολυκατοικίες φάνταζαν
γοητευτικά απωθητικές.

Απωθημένο κάποτε στο δρόμο αυτό


έκανε απεγνωσμένα έρωτα ένα ζευγάρι,
κάποιος μπάτσος χτύπησε έναν περαστικό
και τον έσυρε εκατό μέτρα παραπέρα
στο νοσοκομείο
κι ύστερα χλαπάκιασε στην καντίνα
κι απολάμβανε την ομοιότητα του κέτσαπ
στα λουκάνικά του
με το αίμα στα ρούχα του.

Απ΄ τα ρούχα ενός πιτσιρίκου


κύλησαν τα λεφτά του στο δρόμο
και χάθηκαν για να τα βρει
ένας οδοκαθαριστής
που πήρε ένα δώρο στο παιδί του.
Στο δρόμο αυτό κάποιος σκοτώθηκε πολλές φορές.

Σ΄ ένα δρόμο υποφωτισμένο είδα τη ζωή


και το θάνατο σε κάθε γωνιά.
Μα όπως είπα δεν έστριψα.
Περπάτησα ίσια - έστω κι αναποφάσιστα -
κρατώντας σφιχτά ότι χρειαζόμουν
σε μια βαλίτσα...
ΠΑΡΑΛΟΓΑ

Αν
κάποτε
χωρίς
ναι
μεν
αλλά
όμως
τότε
σίγουρα
λίγο
καπνός
παφ
θυμός
όραμα
χείλη
πανικός
δάκρυα
ψίθυροι
σκασμός
πείνα
παράλογα
σπίθες
σούρσιμο
φτερό
πιπέρι
πάταγος
τρέξιμο
τίναγμα
σκόνη
τράβηγμα
γλείψιμο
μαλλιά
τράνταγμα
μόνο
όχι
γειά
ποτέ
πάντα
σκατά
μάτια
ξανά
να!
ΝΗΜΑΤΑ

Κάθε βράδυ προτού κοιμηθώ


έρχεται μια αράχνη στο μαξιλάρι μου
και μου αφήνει νήματα
μάλλινα νήματα
κι όχι αραχνοΰφαντα σας πληροφορώ!

Το πρώτο βράδυ ανασηκώθηκα


άναψα τη λαμπίτσα μου
και σκέφτηκα ότι τα νήματα
είναι για να υφάνω τα όνειρά μου
και να τα πλέξω όπως θέλω!
Στρώθηκα στον ύπνο και έκανα έναν
κόμπο απ' όπου με βρήκα κρεμασμένο απ΄ το
πόδι όταν ξύπνησα.

Το δεύτερο βράδυ δεν κοιμήθηκα


αφού σκεφτόμουν πως να χρησιμοποιήσω
τα νήματα.

Την τρίτη μέρα έδωσα τα νήματα


στη γιαγιά μου κι όταν βράδιασε δεν είχα όνειρα.

Το τέταρτο βράδυ - και αφού ξαναπήρα τα νήματα-


είδα στον ύπνο μου μια αράχνη να μου
φωνάζει : "Δεν χρειάζονται επιχειρήματα για ν΄ αλλάξει
ο κόσμος! "

Ξύπνησα και δεν ξαναείδα τα νήματα ποτέ!


ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΠΗΓΑΔΙ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟ

Ένας νεαρός βάτραχος


ζούσε σ΄ ένα βαθύ πηγάδι και μονολογούσε
"Δεν με πειράζει τόσο το σκοτάδι,
αλλά δεν αντέχω την υγρασία
και δεν ξέρω πως να ξεφορτωθώ όλα αυτά τα
κέρματα που μου πετάνε.
Για πολλά χρόνια έκανε υπομονή
και υπέμενε στωικά τα κέρματα που
τον έβρισκαν στο κεφάλι.
Ύστερα άρχισε ν΄ αδιαφορεί πεπεισμένος
ότι θα υπάρχουν σίγουρα και χειρότερα πηγάδια
πιο βαθιά, πιο κρύα και πιο πλούσια.
Τον τελευταίο καιρό ήταν σίγουρος πως
" ένα άλλο πηγάδι είναι εφικτό! "

Ένας κύριος που η ασχολία του ήταν


να διασκεδάζει κόσμο στο τσίρκο,
πράγμα που κατάφερνε βγάζοντας κουνέλια απ΄ το καπέλο του,
είχε πέσει σε μελαγχολία
γιατί είχε χάσει τα κουνέλια του...
Ακουμπούσε την πλάτη του σ΄ ένα πηγάδι
και κρατούσε στα χέρια του το καπέλο του
ανάποδα, όταν ένας ευτυχισμένος βάτραχος
βρέθηκε μ΄ ένα σάλτο μέσα του.

Ένας γέρος βάτραχος


ζει σ΄ ένα βαθύ καπέλο
και μονολογεί :
"Δεν με πειράζει τόσο το σκοτάδι
κι ευτυχώς δεν έχει υγρασία,
αλλά δεν ξέρω τι να κάνω με όλα αυτά
τα κέρματα που μου πετάνε και έχω
να κοιμηθώ από πιτσιρικάς που ζούσα σ΄ ένα
ωραίο, βαθύ και δροσερό πηγάδι! "

Συμπέρασμα : Σίγουρα μπορείς να βγεις από ένα πηγάδι


αλλά πρόσεξε μη σε καπελώσουν!

Έτερο συμπέρασμα : Τα λεφτά - και ιδίως τα κέρματα - είναι


μπελάς ακόμα κι αν είσαι βάτραχος!
Η ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Η γειτόνισσά μου
κάθεται γυμνή μες στον καθρέφτη του δωματίου μου
και μου χαμογελάει.
Καμιά φορά βγαίνω στο μπαλκόνι μου
και της πετάω αναμμένα τσιγάρα
γιατί δεν καπνίζει αλλιώς!
κάθε μέρα παρατηρώ διάφορα χρώματα
στο σώμα της :
κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, ώχρα, ώχρα, ώχρα!
Ήμουν σίγουρος ότι είναι ζωγράφος
γιατί πέρα απ΄ αυτό έβλεπα τις σκιές να
κινούνται γρήγορα πάνω κάτω γύρω της...
Ένα βράδυ ξύπνησα από μια σειρήνα.
Συλλάβανε τον γείτονά μου γιατί
ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου τη γυναίκα του
που συνήθιζε να μου χαμογελάει γυμνή
και να καπνίζει όλα τα τσιγάρα μου.

Εκείνο το βράδυ έκαψα όλους τους πίνακές μου.


ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

στοv Ικαρογιώργο Μπαμπεσάκη

Η άκρη του βορειοδυτικού περάσματος


βρίσκεται
σαν γραμματόσημο
πάνω σ΄ ένα υγρό καφέ παντελόνι
που είναι λερωμένο με μια μαύρη κηλίδα
φτιαγμένη από κάρβουνο.
Βρίσκεται σε μια φάρμα χωρίς παράθυρα
δίπλα σ΄ έναν σκοτεινό αυτοκινητόδρομο.
Βρίσκεται μέσα σ΄ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί
που δεν αδειάζει ποτέ.
Το βορειοδυτικό πέρασμα θα το βρεις
αν περπατήσεις βορειοδυτικά.
Αν ακολουθήσεις τις σαφείς αυτές οδηγίες
μπορείς ν΄ ακούσεις τις φωνές των ζώων
που κουλουριασμένα στα πορτ - μπαγκάζ των αυτοκινήτων,
ουρλιάζουν φοβισμένα απ΄ την ταχύτητα και
το εκνευριστικά καταπιεστικό κίτρινο φως των στύλων
του αυτοκινητόδρομου.
Επιστρέφοντας στη φάρμα μπορείς να συνομιλήσεις
με τον ευγενέστατο κύριο που έχει κρυμμένο κάτω
απ΄ τον καναπέ ένα ηλεκτρικό πριόνι
με το οποίο έκοψε και σταμάτησε κάποτε
το βορειοδυτικό πέρασμα...
ΡΟΖ ΣΤΑΦΙΔΕΣ

Θα σου θυμίσω μόνο


τότε που κουνούσαμε
τις ψηλές λεύκες
και πέφτανε καρύδες
που τις ανοίγαμε
και είχαν μέσα γάλα και ροζ σταφίδες
κι εμείς ανοίγαμε λαίμαργα το στόμα
και φρρρ!... όλη η γλύκα
όση πριν φανταζόμασταν πως δεν θα υπήρχε
κυλούσε αναβλύζοντας μέσα μας
και φεύγαμε στο τέλος με καλύτερα μάτια...
Α στερητικό ή Α υστερικό

Μόλις πέφτει η νύχτα


η παλίρροια καλύπτει τις πολυκατοικίες
Σιωπή
Όλοι μιλάνε
Ο χώρος γεμίζει με μπουρμπουλήθρες
Εμείς κολυμπάμε
Προσπαθούμε ν΄ αποχωριστούμε
το σιδερένιο σώμα μας
Πριν σκουριάσει
5, 4, 3, 2, 1
Τέλος χρόνου
ΤΡΙΧ ΤΡΕΧ ΤΡΑΜ

Τριχωτός, τρεχάτος και τραμπαλιζόμενος


εραστής ερειπωμένων ερωτήσεων,
σκεφτόταν τα σκούρα σκυλιά
που ακροπατούσαν σε ακριβές ακαθαρσίες
ανθρώπων ανυπόφορα ανίκανων
με πετρωμένους πετεινούς πεταμένους
στο μνήμα της μνείας της μνήμης,
άλλοτε αλώβητο άλλοθι,
σημαντικό σήμερα σήμα
μιας μικροσκοπικής μίμησης
του ευτελώς ευτυχισμένου κι εύπορου
βολεμένου και βολικού βολιδοσκόπου.
ΥΦ

υφ
αν
ίσως
αχ
όχι
δεν
αποκλείεται
όμως
παρόλο
ύστερα
πάλι
αυτό
να
οδηγούσε
μπα
αλλά
θα
ήξερα
γιατί
όπως
έτσι
γίνεται
τελικά
εξάλλου
ονειρεύομαι
και
μετά
άαανοιξη
άνυξη
όπως
τότε
χρόνος
δηλαδή
καπνός
η
μάλλον
όχι
ακριβώς
ίσως
λάθος
ίσως
όχι
πάντως
προσπάθεια ξανά
περιττό
φθορά
και
δύναμη
παραγωγή
καταστροφής
έπειτα
τρέλα
σίγουρα
ενδεχομένως
αφρός
κι
όμως
όλα
καλοκαίρι
χα
χα
δάκρυα
ευτυχώς
τότε
ξέρω
σσσσσσσσσ
όπως
στοπ.
ΚΟΚΚΙΝΟ

Ο γέρος βιολιστής
έπαιζε κάθε απόγευμα στην ίδια γωνιά του δρόμου.
Άρχιζε όταν εμφανιζόταν μια κόκκινη γάτα
που ξάπλωνε σ΄ ένα πεζούλι και κοιτούσε το ηλιοβασίλεμα
και δάκρυζε όταν χασμουριόταν
όμως τα δάκρυά της δεν έπεφταν στο χώμα
αλλά εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται ο αντίχειρας
του αριστερού χεριού
ενός ξυλουργού
που έχασε το φως του
όταν έκοψε το δάχτυλό του
και το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν κόκκινο
όπως εκείνο το χταπόδι που
κολυμπούσε στην απόχρωση του ήλιου
και δεν καταλάβαινε ούτε νότα
απ΄ το φορτίο των ήχων που μετέφεραν τα κύματα
και που η συνάντησή τους και το μπλέξιμό τους
με τις νότες που έβγαζε το βιολί
ήταν ο λόγος που ο βιολιστής είχε επιλέξει το
μέρος αυτό
γιατί εξάλλου ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να βρει
στον περιορισμένο χώρο
της αυλής της σχολής τυφλών.
ΣΟΔΟΜΑ

Θα είμαι πάντα κοντά σου μου φώναξες


αν και είχα μάθει ν΄ ακούω τη σιωπή σου
και εξάλλου φωνάζει συνήθως όποιος απομακρύνεται.

Θα είμαι πάντα κοντά σου επανέλαβες


εκτός αν δεν μπορώ
ή δεν έχω χρόνο
ή δεν έχω διάθεση
ή δεν ξέρω πως
ή αν βρίσκομαι μακριά σου!

Κι εγώ που διένυσα πολλά χρόνια


περιμένοντάς σε και ψάχνοντάς σε
και που κυλούσα πάντα διψασμένος
γύρισα και κοίταξα τα σόδομα της ζωής μου
και σου απάντησα σιωπηλά
πως κάποτε θα πάψω να γίνομαι εγώ
στήλη άλατος
και θα γίνουν τα σόδομα.

Αλλά εσύ δεν άκουγες γιατί φώναζες τις υποσχέσεις σου


τις οποίες παρεμπιπτόντως δε σου ζήτησα να δώσεις
ΜΑΥΡΟ

Ξύπνησα γι΄ άλλη μια φορά


βιασμένος απ΄ τα όνειρά μου
κι όμως οι εικόνες που με επισκέφτηκαν
δε θα μπορούσαν να είναι τίποτε άλλο
από ένα προειδοποιητικό σινιάλο,
μια σειρήνα αφύπνισης
ενοχλητική αλλά χρήσιμη.
Κι εσύ που όσα γράφω για σένα
νομίζεις πως είσαι σε θέση να μαντεύεις
ποτέ δεν θα μάθεις κι ούτε θα δεις
τι σκέφτομαι εδώ
ξαπλωμένος
και ξεφυσώντας σαν ηφαίστειο
και μπερδεμένος.
Και αυτό που σκέφτομαι είναι
πως έγδυσες τις φορτωμένες για σένα σκέψεις μου
και δεν είναι πια ούτε αυθόρμητες ούτε αποφασιστικές
και δεν έχουν νόημα και είναι αχρηστευμένες,
γιατί έπρεπε να τις κυνηγήσεις και να τις σταματήσεις
να πετάν ελεύθερες γύρω σου κι έτσι όταν η
σιωπή σου τις πλήγωσε και τις έριξε
είδες απλά λέξεις να σπαρταράνε
τρομαγμένες κι ανήμπορες να εκφραστούν
κι ετοιμοθάνατες να σέρνονται στο χώμα.
Όμως οι σκέψεις μου ήταν απλά
ο προάγγελος των όσων ήθελα να κάνω μαζί σου
και η απόσταση τα συγκρατούσε,
ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια
να καλύψω με μια κίνηση όλα τα κενά.
τώρα δεν έχω άλλα μέσα για να εκφραστώ
και στέκομαι κι εγώ σιωπηλός άθελά μου
λες και η ομιλία μου πάνω στο
παράφορο αποκορύφωμά της
έπεσε στα χέρια του εχθρού
λεηλατήθηκε και ξεριζώθηκε απ΄ το στόμα μου
-αν και είχε ήδη ταπεινωθεί και δε χρειαζόταν
ο εχθρός να καταφύγει σε τόσο ακραία μέσα -
Έτσι έμεινε το στόμα μου ένας βουβός κρατήρας
που το πολύ πολύ να ξεχειλίσει από
δάκρυα και αίμα.
ΣΑΒΒΑΤΟ 20 ΜΑΪΟΥ 2000

Μέσα από παραισθησιογόνα μονοπάτια


οδηγήθηκα σε μια ηδονική ανακάλυψη :
- που όπως όλες οι ανακαλύψεις,
βρισκόταν τόσο καιρό μπρος στα μάτια μου -
Εκεί, κάτω απ΄ το restaurant στο τέλος του σύμπαντος
μέσα απ΄ τα αιώνια μαύρα δάση,
ξεπρόβαλε χειροπιαστά μια χαμογελαστή πραγματικότητα :
- επέκταση των παραισθήσεων στον κόσμο της πραγματικότητας
τον κόσμο των ζωντανών νεκρών -
η ξεχασμένη, όπως πάντα απαστράπτουσα
λεγεώνα των πυγολαμπίδων.
Μόλις αντίκρισα το θέαμα αυτό,
το εγώ μου κομματιάστηκε σε πολλά
μικρά ψιχουλάκια,
που με τη σειρά τους υψώθηκαν
από ένα ξαφνικό χάδι του αέρα
και βρέθηκαν σε δεκάδες διαφορετικούς χώρους.
Όλη αυτή η διαδικασία, βέβαια, διήρκεσε ελάχιστα.
Όταν ξαναφόρεσα το εγώ μου, βρισκόμουν σ΄ ένα bar
- στο κέντρο του κόσμου -
και παρατηρούσα αναμαλλιασμένες χορεύτριες
πνιγμένες απ΄ τον καπνό και με χείλια υγρά
απ΄ το αλκοόλ
- η όχι; -
εικόνα που αναπόφευκτα μ΄ έκανε να σκεφτώ
την αιώνια μεταλλαγή : τον έρωτα
- Κι ύστερα όμως πάλι, μια απ΄ τις μορφές που παίρνει ο έρωτας
να είναι αυτή του ήλιου :
του ήλιου που σχηματίζει η τυχαία ένωση δύο
ΜΟΝΟ
πυγολαμπίδων.
STRASBOURG 4 - 11 - 00

Tελικά
πειράζει
πάντα
και
ίσως
ποτέ!
αλλά
ίσως
δεν
κι όλα αυτά
επαναλαμβανόμενα
στο τετράγωνο του κύβου
ή
στο τρίγωνο του κύκλου
δεν έχει σημασία
αρκεί
να
υπάρχει
κατάληξη
Στοπ.
ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗ ΦΑΚΕΛΟΠΟΙΙΑ ΒΡΙΛΗΣΙΩΝ

Εκείνο το βράδυ η αποστολή του ήταν συγκεκριμένη, Έπρεπε να πάει πάση


θυσία. Τον περίμεναν. Ο προορισμός του ήταν τα Βριλήσια Παγκρατίου. Το
εγκαταλειμμένο εργοστάσιο της Φακελοποιίας που λειτουργούσε φυσικά
κανονικά. Προχωρούσε μ΄ ένα σβηστό τσιγάρο στο στόμα του. Δεν έβρεχε.
Έφτασε στην είσοδο και σκαρφάλωσε τον μαντρότοιχο παρόλο που η πόρτα
ήταν ορθάνοιχτη. Απέφυγε με δεξιοτεχνία τον ανύπαρκτο έτσι κι αλλιώς σκύλο
Ήταν τυχερός. Βρήκε ανοιχτό ένα παράθυρο. Σύρθηκε στο πάτωμα
για ν΄ αποφύγει τα φρουτοκύτταρα που θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν
τον συναγερμό. Στο βάθος ήταν το δωμάτιο - προορισμός. Τον ήξερε καλά τον
χώρο καθώς δεν είχαν περάσει 6 ώρες και 9 λεπτά από τότε που
βρισκόταν ξανά εκεί. Άρχισε να ψάχνει απεγνωσμένα, αλλά το πηκτό σκοτάδι
δεν βοηθούσε στο έργο του. Άνοιξε τον κεντρικό διακόπτη του φωτισμού.
Ήταν ακριβώς μπροστά του. Άρπαξε τα σπίρτα και άναψε το τσιγάρο του. Κι
ο ήλιος έκαιγε.

Fin
Ι

Ένας πνιχτός λυγμός


είναι πιο ηχηρός από χίλιους μαινόμενους ελέφαντες.
μια σταγόνα αίμα απλώνεται περισσότερο
από το φως του ήλιου στη δύση του.
Μια συγχορδία μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή
όπως και μια παράγραφος να σου δείξει σε μια
στιγμή ολόκληρο τον κόσμο.
Αν ο έρωτας είναι ένα καράβι
και η αγάπη μόνο μια σανίδα στον ωκεανό,
τότε όλα εξηγούνται
έτσι απλά όπως τα καράβια γίνονται συντρίμμια
αλλά οι σανίδες μπορούν να πλέουν αιώνια.

ΙΙ

Ο έρωτας σε αναγκάζει να δημιουργήσεις


μέσα απ΄ την αυτοκαταστροφή σου.
Σε κάνει να συνεχίζεις τη διαδρομή σου
όσο κι αν φωνάζεις πως έχεις κουραστεί και δηλώνεις παραίτηση
Στον έρωτα δεν υπάρχει φταίξιμο
γιατί ότι ακουμπάει
είναι προκαθορισμένη η αλλαγή του και η μεταστροφή του.
Κριτικές εκ των υστέρων είναι τόσο ανούσιες
όσο μια χούφτα άμμος για τον διψασμένο.

ΙΙΙ

Στο σπίτι του κρεμασμένου


μιλάνε για σκοινί,
γι΄ αυτό που θα σφίξουν γύρω απ΄ το λαιμό
του δήμιου.

ΙV

Του κουφού την πόρτα


βγαλ΄ την
και τρέξε να του μιλήσεις.

Γελάει καλύτερα
όποιος έμαθε να κλαίει.

VI

Κάλλιο γαϊδουρογύρευε
παρά γαϊδουρόδενε!
VII

Των φρονίμων τα παιδιά


δεν θα φαν προτού φιλέψουν.

VIII

Όποιος βιάζεται θα φτάσει πρώτος


γι΄ αυτό και μετά θα χρειαστεί
να γυρίσει πίσω για να βρει τους άλλους.
Η ΑΓΑΠΗ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΕΜΑΧΙΣΜΟΥ

Εκτροχιάστε τα βαγόνια σας


σκεπαστείτε με το πεζοδρόμιο
ακονίστε τις γλώσσες σας
κλέψτε τις λέξεις του διπλανού σας
και κρύψτε τες σε νέες φράσεις.

Ο κόσμος τελειώνει όταν


μας απομένει μόνο η μνήμη.
Γι΄ αυτό ας κρεμάσουμε τα χέρια μας
σε τρεις τελείες
όπως το βέλος στη χορδή του τόξου...

Δεν υπάρχει τέλος


Μόνο επιθυμία
να καταλήγουν κάπου οι προθέσεις μας

Είμαστε εμείς οι κοσμοχαϊδεμένοι


κι είθε να μη στεγνώσουμε ποτέ από την ηδονή...
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Τη νύχτα αποκαθιστάς ότι έχασες


ή νομίζεις πως έχασες
μέσα στη μέρα.
Τη νύχτα σου επιτρέπεται να πεις περισσότερα
με λιγότερες λέξεις.
Αποσύρονται οι πλεονασμοί και
επιστρατεύεται το άγγιγμα.
Αυτή τη νύχτα θέλω να κλείσω το μάτι
σ΄ όσους κάποτε μ΄ ακολουθούσαν
και τώρα βρίσκονται θαμμένοι
σε οροσειρές αδιαφορίας ή
ωκεανούς εγωισμού.
Θέλω να περπατήσω δίπλα σε σιδηροδρομικές γέφυρες
να με πατήσει το τραίνο
που αντί για ρόδες έχει καρπούζια
να κοκκινίσω μπροστά σε εξιδανικευμένες κοπέλες
να φτύσω έπειτα τα κουκούτσια της αμηχανίας μου
θέλω ν΄ αγκαλιάσω τρυφερά
παλιές μου ερωμένες
που χαίρομαι που τις ξεφορτώθηκα.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΒΛΑΚΕΙΑΣ

Το τραγούδι της βλακείας είναι παράφωνο


τόσο άσχημα γέλια φιλήσυχων πολιτών...
Δεν υπάρχει αγριότερος ήχος
απ΄ αυτά τα επιθετικά γέλια...

Το βλέμμα τους είναι κενό γιατί αποφεύγει τη ζωή


αποφεύγει τα άλλα βλέμματα
προτιμά να προσηλώνεται στις βιτρίνες
προσβάλλει τόσες φορές...
όταν μεταφράζει ένα ταξίδι
σ΄ένα συνονθύλευμα από βυζιά αεροσυνοδών,γεύματα, βρωμιά κι
ενόχληση...

Το στόμα τους
ένας λάκκος με σάλιο
που αδειάζει για να φτύσει
το στόμα τους
ο τάφος της έκφρασης.

Τα χέρια τους εκπαιδευμένα καλά


στην καλλιγραφία του ονόματός τους
στο σφίξιμο του πορτοφολιού τους.
Η αφή τους...
τραβιούνται γρήγορα
για να συνεχίσουν τη δουλειά τους
... χλιαρή και μηχανική.

Η ακοή τους πιάνει το ψιθύρισμα


του αντίλαλου της δικής τους ομιλίας
και δεν αντιλαμβάνεται τις κραυγές
όσων θέλουν να εκτεθούν.

Φιλήσυχοι πολίτες, "κοινή γνώμη", ρουφιάνοι


το ίδιο όλοι
όλοι καθίκια
που θα σε βάλουν τρικλοποδιά χωρίς λόγο
θα σε παρατηρούν πεσμένο στο δρόμο να αιμορραγείς
και δε θα κουνήσουν το μικρό τους δαχτυλάκι
αλλά θα φλυαρήσουν εκτοξεύοντας καταγγελίες
- ω, η φλυαρία τους, σμήνος σαρκοβόρα πτηνά -
μόλις πλησιάσει κανένα αδέσποτο τηλεοπτικό συνεργείο
- θανατηφόρο σαν αδέσποτη σφαίρα -

Ο οργασμός τους μια τυχαία εκπυρσοκρότηση.


4 ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ ΠΑΝΩ Σ΄ ΕΝΑΝ ΤΑΦΟ

Οι κινούμενες γελοιογραφίες
δε σημαίνει πάντα πως έχουν και ζωή
Ίσως γιατί τους διαφεύγουν πολλά βασικά
κομματάκια που αν τα συνθέσει κανείς
προκύπτει η αιώνια φθορά:
η ζωή
Κάποιοι πάντως επιμένουν να σκύβουν το κεφάλι
- σημάδι όχι αναξιοπρέπειας -
για να ξεχωρίζουν όσα κομματάκια είναι σε θέση να δουν.
Αυτοί αντιλαμβάνονται την αλήθεια για τον έρωτα
γιατί είναι ερωτευμένοι με την αλήθεια
όσο κι αν γνωρίζουν πως η τελευταία δεν έχει σημασία
για τη ζωή.
Ξέρουν λοιπόν πως ο έρωτας είναι ένα πρόσωπο που υποφέρει
κι ένα άλλο ενοχλείται
και η αλήθεια
δεν μπορεί να ειπωθεί σχεδόν ποτέ
προκειμένου για δυο ανθρώπους
γιατί προκαλεί πόνο
λύπη
και καταστροφή.
Αυτό μας θυμίζει τότε που κλείναμε
τα δάκρυα μας, αυτά τα ασπέροντα δάκρυα
σε μπουκαλάκια
και τα μοιράζαμε στα παιδιά που χαμογελούσαν.
Γιατί η αλήθεια βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής
απ΄ το θάνατο
Της τελευταίας...
Κι αυτό το μαθαίνουν αργότερα
όλα τα καλά παιδάκια.
ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΗ ΑΣΦΑΛΤΟΣΤΡΩΣΗ

Είναι ένα ποδήλατο


Ένας άνδρας είναι πάνω στο ποδήλατο
Το ποδήλατο δεν έχει φρένα
Ο άνδρας δεν το ξέρει
Είναι ένας δρόμος σ΄ έναν καταπράσινο λόφο
Το ποδήλατο κι ο άνδρας τον ακολουθούν
Ο δρόμος δεν έχει τέλος
Ο άνδρας και το ποδήλατο δεν το ξέρουν
Είναι ένα τριαντάφυλλο πάνω στο δρόμο
Στον άνδρα αρέσουν τα τριαντάφυλλα, αλλά δεν
έχει οικογένεια, φίλους ή γυναίκα για να το προσφέρει
Ένα πουλί πετάει κι αρπάζει το τριαντάφυλλο
Είναι ένα ερωτευμένο πουλί
Ο άνδρας καταλαβαίνει
Συνεχίζει τη βόλτα του
Κίτρινο Πράσινο Μπλε
Ήλιος Γρασίδι Ουρανός
Ο άνδρας μπορεί να δει περισσότερα απ΄ αυτά
Περισσότερα απ΄ την απλή πραγματικότητα
Δεν έχει υποχρεώσεις
Βρίσκεται πέρα απ΄ τον χρόνο
Το ποδήλατο πηγαίνει αργά
Η ταχύτητα είναι περιττή
Βρέχει
Μέσα στο μυαλό του άνδρα
Μια βροχή από σκέψεις

Ο δρόμος δε χρειάζεται κάποιο τέλος


Το ποδήλατο δε χρειάζεται φρένα
Ο άνθρωπος δε χρειάζεται να ξέρει
Ξέρει όλα όσα χρειάζεται
Μα βέβαια δεν έχει ανάγκες
Είναι απλά ένας νεκρός άνδρας...
ΓΛΩΣΣΑ

Δεν υπάρχει νόημα


δεν υπάρχει ματαίωση
η γλώσσα μου
που περιστρέφεται στο στόμα ενός κοριτσιού
μου θυμίζει
να τρέξω πέρα απ΄ το πριν και το μετά
βρίσκομαι στον ενεστώτα
και δε θα του πετάξω λέξεις
όπως πόθος, έρωτας η ένστικτο
απλά συμβαίνει
και κάθε συμβάν έχει τη δική του
μυστικιστική γλώσσα
το γιατί, το επικαλούμαστε για να καλύψουμε κενά
κι όμως γεννάει κενά εκεί που δε θα έπρεπε να υπάρχουν
το νόημα είναι μια επινόηση
ο εξορθολογισμός της εμμονής.

Η εμμονή είναι ο ιχνηλάτης


των βημάτων που έχω περπατήσει στο μέλλον
είναι η υπογράμμιση των επιθυμιών μου
και το νόημα είναι τα σχόλια
που κάνω στα κενά του βιβλίου της ζωής μου
τα οποία πάντοτε
προσπερνάω με το βλέμμα...
ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ

Μια μέρα το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί


της μνήμης μου
έσπασε σ΄ ένα πεζοδρόμιο και το πότισε.
Μια ψηλή κοπέλα μ΄ ένα κόκκινο μαντήλι
στο κεφάλι της
γονάτισε και το φίλησε...

Ύστερα βρέθηκα σε μια υπαίθρια αγορά


όπου όλοι φώναζαν
σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα.
Ένα κόκκινο πουλί μου τσίμπησε τον ώμο
και μια σταγόνα αίμα
έτρεξε και δεν την ξαναείδα.

Δυο ζευγάρια χέρια κάθονταν


στην προκυμαία του λιμανιού
και κρατούσαν τον κόκκινο ήλιο
σε μια κορνίζα
κι ένας ναυτικός ψάρευε στ΄ ανοιχτά
τα χαμόγελά τους.

Σ΄ ένα τραίνο που έφτασε με καθυστέρηση


- και γι΄ αυτό πρόλαβα -
μια γυναίκα με κόκκινα εσώρουχα
πήρε αντί για εισιτήριο τα ρούχα μου
κι ύστερα μου έγλειψε τον ώμο.

Όταν το τραίνο έφτασε στο τέρμα


ένας κύριος κατέβηκε
πήρε μια σκούπα
και ανάμεσα σε πολλά άλλα
εκείνο το βράδυ
σκούπισε μια κορνίζα
πάτησε μια σταγόνα αίμα
και καθάρισε ένα δρόμο
από τα θρύψαλα της μνήμης μου.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

Η δικαιολογία ισούται με μια μικροσκοπική τρύπα


όπου νομίζεις ότι χωράς με άνεση
δεν μπορώ να εξηγήσω πως ενώ δεν χωράς
βρίσκεσαι μονίμως χαμένος εκεί μέσα
Η μνήμη δεν υπάρχει γιατί δεν αφήνεσαι
ποτέ στη λήθη.
Η μνήμη όμως δεν χρειάζεται να μην υπάρχει συνέχεια
γιατί μπορεί - όπως τώρα δα για παράδειγμα -
να σε καρφώνει, να σε χαστουκίζει, να σε φτύνει
και πάνω απ΄ όλα
να σε εξευτελίζει.
"Να σε εξευτελίζει"
Τι έκφραση!
Κι όμως πέρα απ΄ αυτήν, την αποφασισμένη να γαμήσει αδιακρίτως
και να φτύσει πάνω σου τα υγρά της κοινωνία,
κανείς δεν "σε εξευτελίζει" εκτός
από εσένα.
Κι αν είχες χρόνο - όπως λες - να τα σκεφτείς όλα αυτά.
Κι αν "σε άφηναν" - χα, χα! - να πράξεις αυτά που
παρά το χρόνο που δεν έχεις
τελικά σκέφτεσαι
αν
αν κάποτε
χωρίς
ναι αλλά
όμως δεν
τότε η ζωή σου δε θα ήταν πατίνι
αλλά θα κυλούσες μ΄ ένα πατίνι προς τη ζωή.
Αυτά
FUMAMOS CONTRA LA MISERIA

Σ΄ ένα χωράφι βρέχει


δυο πόδια κουνιούνται ανέμελα
σ΄ ένα φορτηγό
Πίσω από έναν καπνό
Fumanos contra la miseria
Κλαδεύουμε την οργή μας
στο σχήμα ενός άγριου γέλιου
Οι χάρτινες φιγούρες καίγονται
και δυο λαγοί βάζουν τα καπέλα τους
ενώ ο σημαδεμένος χρόνος
συρράπτει τις κλεμμένες μας στιγμές.
ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ

Σε μια πολυκατοικία
μια υδρορροή στάζει δάκρυα
κι ένας περαστικός σκύλος
τα γλύφει για να ξεδιψάσει.
Σ΄ ένα νεροχύτη φύτρωσε μια παπαρούνα
και κάθε βράδυ χαζεύει το φεγγάρι
πλένοντας τα πιάτα.
Ζωγραφίζω ένα εάν με τα χείλη μου
και τονίζω τις λαβωμένες αδυναμίες μου.
Ένα παιδί κοντοστέκεται μπροστά μου
ανοίγει τη χούφτα του και μου
προσφέρει μια καλή πρόθεση.
Ένας πεινασμένος αέρας μου ροκανίζει τα μαλλιά
κι εγώ γλιστράω πάνω σε μια αμφιβολία μου
αλλά ευτυχώς προσγειώνομαι πάνω σ΄ ένα
πουπουλένιο γέλιο
Όταν σηκώνομαι ένα καλαμπόκι κυνηγάει μια
κότα
και τα ζεστά παράθυρα έχουν ανοίξει ξανά.
ΝΕΚΡΟ ΔΑΣΟΣ

Στη μέση ενός νεκρού δάσους


ανάμεσα σε δυο σειρές δέντρων
φαίνονται οι άκρες δυο ξέφωτων πανομοιότυπων
τα νεκρά κλαδιά των δέντρων
στάζουν όνειρα
και μια μαϊμού μου πετάει έναν εφιάλτη
στέκομαι στη μέση του μονοπατιού καθηλωμένος
ανίκανος να επιλέξω κάποια απ΄ τις δύο άκρες
ξαφνικά ένα θρόισμα
στέλνει το κεφάλι μου μέσα σ΄ ένα θάμνο
και κουτουλάω μ΄ ένα ηλεκτρικό αλογάκι ενώ
οι δυο άκρες του μονοπατιού πηδάνε στις τσέπες μου.
Σε μια κουφάλα ενός δέντρου
διακρίνω μια κόκκινη κλωστή που εξέχει
την τραβάω
και ξεχειλίζει ένα ποτάμι
ενώ το ουρλιαχτό ενός ψαριού
μου κοπανάει τον ήλιο στα μάτια
και ξυπνάω.
Δύο δείκτες με σημαδεύουν
και με στριμώχνουν στις 9 ακριβώς
ενός τυχαίου πρωινού.
ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Ξύπνησα και είδα στην κουζίνα


ένα φάντασμα να μου ετοιμάζει καφέ.
"Πως τον πίνεις; " με ρώτησε.
Πήρα φόρα και πήδηξα απ΄ το μπαλκόνι
Όταν αρχίζεις να πιστεύεις σε φαντάσματα
δε σου μένει τίποτε λιγότερο να κάνεις.
Ευτυχώς στην κηδεία μου δεν είδα το φάντασμα
σκέφτηκα
πλησιάζοντας την καφετιέρα
στις άκρες των ποδιών μου
γιατί δίπλα κοιμόμουνα ακόμη.
Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Καθώς στηρίζομαι στην άκρη του μπαλκονιού


αγναντεύοντας τη θάλασσα
το εγώ μου διακυβεύεται
η ύπαρξή μου γδέρνεται
και τα δάχτυλά μου σχηματίζουν
μια μυστική γλώσσα
που διακηρύττει τον αφανισμό μου.
Κι όλα αυτά κάτω από τον ήλιο του νότου
εκεί όπου όλα υποτίθεται πως είναι de facto πιο χαλαρά.
Είμαι ένας μονόφθαλμος ανάμεσα στους τυφλούς
όμως πνίγομαι, δεν βασιλεύω.
Θα βασιλέψω στη δύση του χρόνου μου.
Αυτό το σμήνος από λέξεις
στριφογύριζε καιρό μέσα μου
και τώρα που πέταξε δεν μπόρεσε να με πάρει μαζί του
γιατί θα παραμείνω καθηλωμένος στο μπαλκόνι.
Το να κάνεις τυφλά βήματα προς την καταστροφή σου
είναι ο εύκολος δρόμος
το δύσκολο είναι
πριν από κάθε βήμα να θέτεις αντίβαρο το είναι σου
σε ότι ζωντανό ή νεκρό βρίσκεται γύρω σου.
ΑΔΕΙΕΣ ΣΑΚΟΥΛΕΣ

Κάθομαι σ΄ ένα δακρυσμένο βαγόνι


έξω οι ιδέες μου
άδειες σακούλες παρασυρμένες απ΄ τον αέρα
και πουθενά δεν μπορούν να σκαλώσουν
γιατί όλα είναι έρημος.
Έπνιξα κάθε αποχαιρετισμό κι έφυγα.
Μόνο όσοι ταξιδεύουν πολύ
είχαν μάθει να είναι αποφασιστικοί
απέναντι στους αποχαιρετισμούς.

Έκανα τα μάτια μου καθρέφτες


όλα είναι αντεστραμμένα
τα δάκρυα τα βλέπω γέλια
την οργή, αγάπη
έτσι όμως αφού τα μάτια μου είναι καθρέφτες
μόνο σ΄ έναν καθρέφτη μπορώ να δω ποιος πραγματικά είμαι.

Θέλησα να προχωρήσω
κι έτσι έπαψα να θυσιάζω στο βωμό των υποθέσεων
τα εάν αποδήμησαν προς καλύτερα κλίματα
κι αν κάνουν να επιστρέψουν
θα τα υποδεχτώ με το ντουφέκι μου.

Σε κάθε σειρά που γράφω


γίνομαι κάτι άλλο
δεν θέλω να είμαι σύνολο
όλοι σας θα με ζείτε πάντα σαν διαφορετικό άτομο
Κι όμως θα θελα να ‘μαι όλοι εσείς!
ΑΫΠΝΙΑ

Περιμένοντας τα στίγματα της άνοιξης


στην πόλη της παρακμής
οι τσιμεντένιες κραυγές των κατοίκων
πέταξαν για άλλους τόπους
Η ανάσα μου εγκλωβίστηκε
μεταξύ του τέταρτου
και του πέμπτου ορόφου

Στο σπίτι
ο πυρετός φυλούσε τσίλιες πάνω απ' το κρεβάτι μου
βγήκα τρέχοντας στο μπαλκόνι
κι είδα το μαξιλάρι μου
να κάθεται κλαίγοντας

Έριξα το βλέμμα μου στο δρόμο


όπου γάτες αιφνιδίαζαν
αδέσποτους ανθρώπους
που έψαχναν για τροφή
στα σκουπίδια

Το ζαχαρένιο φεγγάρι
βούτηξε στο φλυτζάνι μου
και το μαξιλάρι μου
έπαψε το γοερό του κλάμα

Στο τελευταίο φως


είδα τα παιδιά να
φτύνουν τα μολυβένια δόντια τους

Η καρδιά μου δε θα δεχτεί στο εξής


άλλα λουλούδια
μουρμούρισα
επιστρέφοντας στο κρεβάτι μου

Ο πυρετός στριφογύριζε τώρα


εντός μου
και τα μάτια μου έκλεισαν διάπλατα...
ΚΟΥΛΟΣ ΠΙΑΝΙΣΤΑΣ

Η ζωή μου μια μικρή σονάτα


που η παρτιτούρα της
παράπεσε στο δρόμο
και την σέρνει άσκοπα ο άνεμος
στις ακαθαρσίες του δρόμου
την ωθεί στον μολυσμένο ουρανό
και την ξεφυλλίζει
χωρίς να την διαβάζει.
Οι νότες παρέμεναν στα κλειδιά τους
μέχρι τη μέρα που εσύ
έσωσες το κουρελιασμένο χαρτί
εσύ που πρώτη διάβασες τις νότες
εσύ
ο κουλός πιανίστας
της ζωής μου...
ΟΜΩΣ

Προχθές συνάντησα έναν άνθρωπο


που φορούσε ένα ζευγάρι δεν
τα πόδια του ήταν τυλιγμένα σ' ένα ποτέ
και με μια έκφραση απορίας αποτυπωμένη
στο πρόσωπό του
κουνούσε τα όμως του.
ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ

Δεν είμαι ταξιδιώτης


ο αντίλαλος της χαράδρας είμαι
που αποφάσισε να φύγει σε αναζήτηση
των φωνών που με έχουν δημιουργήσει
ΦΑΝ ΧΟΧ

Κάθομαι και περιμένω


στο οδοντιατρείο
να μου κόψουν το στόμα
ενώ ο Βαν Γκογκ με
χαζεύει ακόμα κι εδώ
με κομμένο το αυτί
τρέχει σε ένα ξέφωτο
που οδηγεί στη θάλασσα
κι εκεί βρίσκει μια εφημερίδα
κι ένα ξυπνητήρι
η εφημερίδα λιώνει απ' τη βροχή
πριν προλάβει να τη διαβάσει
και το ξυπνητήρι χτυπάει σαν
τρελό χωρίς να είναι δυνατό
να σταματήσει
τίποτα δεν είναι πια κίτρινο
κι ακούγεται ένας πυροβολισμός
που με φέρνει πίσω στο οδοντιατρείο
όπου ο γιατρός κάνει παρατηρήσεις
για το κίτρινο των δοντιών μου
κι εγώ φεύγοντας
ξαναβλέπω τον πίνακα του Βαν Γκογκ
με το καφενείο της Arles που ξεχωρίζει
σε μια σκοτεινή πλατεία
κίτρινο και ζεστό.
ΑΠΛΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

Ένας πετεινός προσθέτει λαλίσματα


αφαιρώντας ώρες από έναν ύπνο
βαθύ απ΄ τον πολλαπλασιασμό της κούρασης
του διαιρεμένου σε οχτάωρα χρόνου.
Σ’ ένα παλιό σημειωματάριό μου
βρήκα τα πάντα
εκτός απ’ τη ζωή μου
ποιος έγραφε λοιπόν
με τόσο θράσος
για μένα
χωρίς να με ξέρει στο ελάχιστο;
Ξένες λέξεις
Ξένα γράμματα
στο εικονοστάσι του
παρελθόντος μου
που μακάρι να χε
αφανιστεί απ’ την
οργή φανατικών εικονομάχων...
Σ’ ένα ξεχασμένο συρτάρι
ξέθαψα μια στοίβα παλιών φωτογραφιών
όπου η μαμά μου
είχε γράψει στο πίσω μέρος τους
με αόρατο μελάνι
την ιστορία της μέχρι τώρα ζωής μου
έτσι δεκαετίες αργότερα
άρχισα να διαβάζω την πορεία της ανάπτυξής μου
όμως διαπίστωσα πως αυτή
ξεδιπλωνόταν τελείως τυχαία και άσχετα με
την ηλικία μου
Βάζοντας τις φωτογραφίες στο τραπέζι
μια μια σαν τραπουλόχαρτα ταρώ
είδα στο παιδικό πάρτι των έξι μου χρόνων
πως σταμάτησα το κάπνισμα
στα σαράντα μου
έμαθα να μπουσουλάω
και στα δεκαεφτά μου έβγαλα το πρώτο μου δόντι
στα εξήντα μου τέλειωσα το σχολείο
και στα πενήντα τρία έκανα πρώτη φορά έρωτα
στα πέντε μου έγινα πατέρας
και στα έντεκα άσπρισαν τα μαλλιά μου

Ζαλίστηκα και άρχισα μανιασμένα


ν’ανακατεύω τις φωτογραφίες
σαν να ετοιμαζόμουν να μοιράσω τα χαρτιά για μια παρτίδα
όμως τελικά τις παράτησα έτσι ανακατωμένες
πίσω στο συρτάρι
και βάδισα αργά μέχρι το καφενείο
της γωνίας
με τις βαριές κόκκινες κουρτίνες
που σ’ εμποδίζουν να δεις μέσα απ’ τα τζάμια
διασχίζοντας το καφενείο
είδα γέροντες ξεδοντιασμένους
με κιτρινισμένα απ΄τα τσιγάρα δάχτυλα
να παίζουν πρέφα
με τις φωτογραφίες της βάπτισής μου
και να γελάνε άσχημα
Ήπια τον καφέ μου εκνευρισμένος
και έφυγα τρέχοντας κλαίγοντας
προς το πρώτο φωτογραφείο που
συνάντησα μπροστά μου
λίγα λεπτά μετά τα φλας
ήμουν ξανά δυο χρονών
και έσβηνα το φως
για να ξαπλώσω ήρεμος και χαμογελαστός
στο συρτάρι μου.
Παίρνω απόσταση απ’ τον εαυτό μου
για να ψάξω τις σκέψεις μου
που αλητεύουν
διασχίζοντας τα γνωστά σοκάκια
χαϊδεύοντας τα παλιά σκυλιά
και τυλίγοντας τις περαστικές
γυναίκες.
Είμαστε ότι προλάβαμε
να συνειδητοποιήσουμε
έστω και όχι στο σωστό βάθος
και χρόνο.
Η ζωή είναι νερό
και τα αισθήματά μας
πέφτουν πάνω της
διαγράφοντας κύκλους στην
επιφάνειά της
όμως
Η εικόνα του εαυτού μας στους άλλους
είναι το αντεστραμμένο κάτοπτρο του ασυνείδητου
στο βλέμμα του άλλου
η τέχνη της αφής
η κάθε τέχνη
που δεν υπάρχει χωρίς τον άλλο
τότε
τέρμα πια οι κύκλοι που νομίζουμε πως είμαστε
δεν είναι δυνατό να είμαστε τόσο αιχμηροί και να
είμαστε κύκλοι
ακονίζουμε τη γλώσσα του άλλου
με τη γλώσσα μας
για να καρφωθούν οι λέξεις μας
και ματώνουμε όταν γλυστράνε στο κενό...
Η σχέση μας
μια σχέση χωρίς φωνήεντα
μια διαρκής «συμφωνία»
Είμαι η λέξη
που ψάχνεις στο λεξικό
μα δε θα βρεις ποτέ

Είμαι το όνειρο
που σε ξύπνησε
και σου είναι τώρα αδύνατο
να το θυμηθείς

Νόμιζες πως είμαι


το παρθένο δάσος
αλλά στο πρώτο ξέφωτο
είδες τα σκουπίδια που
άφησαν οι χιλιάδες τουρίστες
που το διαβήκανε

Είμαι τα δάκρυα
που δε στέγνωσαν
και ξέχασαν
αν προέρχονται από θλίψη
ή από το πιο άγριο γέλιο
Άνοιξα τη σελίδα με τα ζεστά χείλη
και αφουγκράστηκα τον υγρό ψίθυρο των δακτύλων σου
στα νύχια σου υπήρχαν ακόμη κομματάκια από τις σκέψεις μου
μια λέξη που είχα κρατήσει καλά κρυμμένη χρόνια τώρα
η λέξη ποτέ
πότε ξέφυγε από το βλέμμα μου χωρίς να το πάρω είδηση;
ο αέρας με χτυπούσε μανιασμένα σαν μια
πόρτα που είναι απροσδόκητα κλειστή και δε μπορεί να παραβιαστεί
με παρέσυρε σε κύκλους όπου ενώ νόμιζα πως δεν τραβούσα κανενός την προσοχή
κατάλαβα πως αποτελούσα το κέντρο τους
εσύ ήσουν πάντα εκεί
το μοναδικό κλειδί του στόματός μου
ποτέ, πάντα
πανταποτέ
ποτετότε
πόσες φορές δεν μιλήσαμε για τον χρόνο
δεν θελήσαμε να τον μετρήσουμε
μόνο τώρα κατάλαβα αυτό που τελικά δεν ήταν τόσο δύσκολο
το σώμα μου, το σώμα σου ήταν ο χρόνος
με τα σώματά μας τον μετρούσαμε
και τώρα που δεν σε φτάνω
αυτός σταμάτησε και ξέρασε μεμιάς όλα τα μερόνυχτά του
από τότε που σε γνώρισα.

You might also like