Professional Documents
Culture Documents
Κατερίνα Κωστίου, Συνοπτική θεώρηση της Ποιητικής της Ανατροπής
Κατερίνα Κωστίου, Συνοπτική θεώρηση της Ποιητικής της Ανατροπής
Σάτιρα
Η σάτιρα ως αυτόνομο είδος λόγου αφορά μόνον την αρχαιότητα και αναφέρεται σε
δύο λογοτεχνικές μορφές: α) την ποιητική σάτιρα που αναπτύχθηκε από τον Οράτιο
και τον Γιουβενάλη και β) τη σατιρική πρόζα ή «μενίππεια» σάτιρα που
καλλιεργήθηκε από τον Πετρώνιο και τον Λουκιανό (Elliott 1975, 68). Η μοντέρνα
σάτιρα δεν συνιστά είδος, αλλά «έναν ειδολογικό χαμαιλέοντα», δηλαδή έναν τόνο ή
μια ποιότητα λόγου, που συνεργάζεται με όλα τα είδη και γένη της λογοτεχνίας
(Αγγελάτος 2003). Η ποικιλομορφία της σάτιρας, το εύρος των τεχνικών που
χρησιμοποιεί, καθώς και η ιδιότητά της να μεταμορφώνεται από εποχή σε εποχή,
οδήγησαν στην καθιέρωση του χαρακτηρισμού της ως πρωτεϊκής. Ακριβώς αυτή η
πρωτεϊκή της φύση ευθύνεται για το γεγονός ότι η ταυτότητά της είναι αδύνατο να
αποτυπωθεί επαρκώς σε έναν ορισμό. Οι απόπειρες ορισμού της ιστορικά εμπίπτουν
σε δύο γενικές κατηγορίες, οι οποίες δίνουν έμφαση στον σκοπό ή στην τεχνική
(Sacks 1971, 214). Επιπλέον, τα κριτήρια προσδιορισμού των επιμέρους
χαρακτηριστικών της και της ταξινόμησής της προσαρμόζονται κάθε φορά στην
οπτική γωνία του μελετητή.
Ένας από τους ελάχιστους κριτικούς τόπους για τους οποίους υπάρχει σχετική
ομοφωνία της θεωρίας αφορά τα βασικά συστατικά της σάτιρας: για να
χαρακτηριστεί ένα λογοτεχνικό κείμενο σατιρικό πρέπει να συνδυάζει το χιούμορ με
την κριτική. Το πρώτο αφορά την αισθητική ικανοποίηση, προϋπόθεση άλλωστε όλης
της λογοτεχνίας, το δεύτερο τον στόχο της, εφόσον η ειδοποιός διαφορά της σάτιρας
από άλλους όρους που ανήκουν στην ευρύτερη περιοχή του κωμικού έγκειται στο
γεγονός ότι ασκεί κριτική∙ αυτή η συνθήκη ισχύει όχι μόνο για την παλαιότερη
διορθωτική, επιθετική, λογοτεχνική σάτιρα, αλλά και για τη σύγχρονη αμυντική,
φιλοσοφική σάτιρα.
Ένα από τα ζητήματα που διχάζουν τους μελετητές της λογοτεχνικής σάτιρας αφορά
τις νόρμες, εφόσον κάποιοι κριτικοί θεωρούν ότι στόχος της σάτιρας είναι η ηθική
αναμόρφωση, ενώ άλλοι ότι η σάτιρα δεν έχει ηθική. Ωστόσο, ακόμη και η σύγχρονη
αμυντική ή φιλοσοφική σάτιρα στηρίζεται σε νόρμες, οι οποίες, αν και δύσκολα
ανιχνεύσιμες, εφόσον συνδέονται με τη σχετικότητα του ηθικού κώδικα, είναι
απαραίτητες: εφόσον η σάτιρα εμπεριέχει κριτική, ο σατιρικός συγγραφέας οφείλει
να καταστήσει σαφές τι θεωρεί αρνητικό. Το αντικείμενο επίθεσης πρέπει να είναι
πραγματικό, υπαρκτό και, κατά την κοινή αντίληψη, κακό. Επιπλέον, ο πλάγιος
τρόπος της σάτιρας αναγκάζει τον σατιρικό συγγραφέα να προσδιορίσει τις νόρμες
της δράσης, των ιδεών και της αλήθειας, που εκφράζονται στο έργο.
Αν και πρόθεση της σάτιρας είναι η κριτική, ό,τι παρακινεί τον συγγραφέα της
σάτιρας, παράλληλα με την ενδεχόμενη οργή, είναι η αισθητική επιθυμία να
εκφραστεί και όχι η ηθική επιθυμία να αναμορφώσει. Ιδίως η σάτιρα του 20ού αιώνα
δεν έχει τον διορθωτικό χαρακτήρα της σάτιρας του 19ου αιώνα (π.χ. του Ανδρέα
Λασκαράτου)∙ είναι περισσότερο έκφραση μιας απογοητευμένης συνείδησης που
γνωρίζει καλά το ανέφικτο οποιασδήποτε διορθωτικής παρέμβασης (π.χ. η σάτιρα του
Κ. Γ. Καρυωτάκη ή του Γιώργου Σεφέρη). Γι’ αυτόν τον λόγο το βασικότερο όχημα
της μοντέρνας σάτιρας είναι η ειρωνεία.
Από την τυπολογία τεχνικών της σάτιρας (Feinberg 1967, 101-250), οι οποίες
βασίζονται στις τέσσερις τεχνικές που συνδέονται με τη λειτουργία του κωμικού και
του γέλιου (ασυμφωνία, έκπληξη, υποκρισία, υπεροχή), δημοφιλέστερες για τη
σύγχρονη σάτιρα είναι η λεκτική ειρωνεία, η παρωδία, το προσωπείο και η
αλληγορία. Οι δύο πρώτες, ευρύτερες κατηγορίες θα εξεταστούν στη συνέχεια. Το
προσωπείο είναι ένα ζήτημα που έχει διχάσει την κριτική ως προς το αν κρύβει ή
αποκαλύπτει, καθώς και ως προς το αν ταυτίζεται με τον συγγραφέα ή αν
διαφοροποιείται. Τα προσωπεία των σατιρικών συγγραφέων ποικίλλουν από τον
αθώο ως τον διανοούμενο, τον αγαθό άνθρωπο ως τον αφελή. Γι’ αυτό καμιά
γενίκευση δεν μπορεί να καλύψει όλη την κλίμακα της σατιρικής λογοτεχνίας. Ένα
καλό παράδειγμα ειρωνικού προσωπείου συνιστά ο φορέας του λόγου στο αφήγημα
«Μονόλογος ευαισθήτου» του Εμμανουήλ Ροΐδη∙ σ’ αυτό ο συγγραφέας
κατασκευάζει μια περσόνα η οποία αυτοεκτίθεται, εκφράζοντας τις απόψεις στις
οποίες επιτίθεται ο Ροΐδης (Κωστίου 2005, 99). Ένα εξαιρετικό παράδειγμα ιστορικά
προσδιορισμένου σατιρικού προσωπείου ενοικεί στο ποίημα «Το όνειρο» του
Διονυσίου Σολωμού: αναθέτοντας την σατιρική επίθεση στον προγενέστερό του
σατιρικό ποιητή Νικόλαο Κουτούζη, ο Σολωμός αποστασιοποιείται από τις
κατηγορίες εναντίον του διεφθαρμένου πολιτικού Ιωάννη Μαρτινέγκου που αποτελεί
θύμα της επίθεσης, αλλά και από τον υποκριτικό κοινωνικό περίγυρο, ενώ συγχρόνως
αυξάνει την οξύτητα του σατιρικού του λόγου (Τσαντσάνογλου 1994, Κωστίου
1998). Όσον αφορά την αλληγορία, όρο που έχει διευρυνθεί και συνδεθεί με την
ειρωνεία (De Man 1979, 226), όταν χρησιμοποιείται για τη σάτιρα λειτουργεί
δημιουργώντας ένα δίκτυο αντιστοιχιών. Ένα καλό παράδειγμα σατιρικής αλληγορίας
συνιστά «Η μπαλλάντα του κυρ Μέντιου» του Κώστα Βάρναλη (Κωστίου 2005, 102-
103).
H σάτιρα συχνά έχει ενοχοποιηθεί για την αρνητική της διάσταση, εφόσον ακυρώνει
Παρά το γεγονός ότι πριν από τον 20ό αιώνα η σάτιρα υπαγόταν στον ευρύτερο και
ευκολότερα ανιχνεύσιμο όρο κωμωδία, και ως εκ τούτου πολλοί κριτικοί θεωρούν ότι
είναι δύσκολο να δημιουργηθεί μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη σάτιρα και
στην κωμωδία, εντούτοις μια γενική αρχή φαίνεται να έχει καθολική ισχύ: ό,τι
διαφοροποιεί τη σάτιρα από την κωμωδία είναι ο σκοπός. Η κωμωδία στοχεύει στη
διασκέδαση, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται από την τελική ευτυχή έκβαση, ενώ,
αντίθετα, η σάτιρα στοχεύει στην κριτική και γι’ αυτό το τέλος της είτε είναι
ανατρεπτικό είτε παραμένει ανοιχτό. Όσον αφορά τη σχέση σάτιρας και παρωδίας, η
βασική μεταξύ τους διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο στόχος και το σημείο
αναφοράς της σάτιρας είναι ένα σύστημα περιεχομένου, ενώ της παρωδίας ένα
σύστημα έκφρασης (Dane 1980, 145-146)
Ειρωνεία
Παρωδία
3
Ο Barthes συνεισέφερε στη θεωρία την κατηγορία «μπαρόκ ειρωνεία» η οποία ενσωματώνει στο
κείμενο πολλές φωνές και ταυτίζεται με την έννοια του χιούμορ. Για τη διάκριση ειρωνείας και
χιούμορ από τους Roland Barthes, Jacques Derrida και Paul De Man βλ. Dane 1991, 169-191.
Η παρωδία, γνωστή ως λογοτεχνικός τρόπος από την αρχαιότητα (Rose 1993, 281-
283), γνώρισε πολλές μεταμορφώσεις έως σήμερα· η διεύρυνση του όρου ξεκίνησε
από τους Ρώσους φορμαλιστές, οι οποίοι την αντιμετώπισαν ως καταλύτη της
λογοτεχνικής αλλαγής. Η παρωδία βασίζεται στη μίμηση αλλά την υπερβαίνει,
εφόσον δραστηριοποιεί τη λογοτεχνική γλώσσα και, σε αντίθεση με άλλες μορφές
μίμησης (παράθεση, λογοκλοπή, pastiche κ.ά.), ενεργοποιεί την ερμηνευτική
διαδικασία χάρη στη δυσαρμονία που δημιουργεί (Rose 1979, 22). Μία από τις πιο
συχνές παρανοήσεις τις κριτικής είναι η αποκλειστική σύνδεση της παρωδίας με τη
σάτιρα ή τη διακωμώδηση (Rose 1979, 35), ενδεχομένως επειδή η σατιρική παρωδία
υπήρξε έως τον 20ό αιώνα η πιο διαδεδομένη μορφή παρωδίας. Ωστόσο, τα κίνητρα
της παρωδίας ποικίλλουν από την εμπαθή γελοιοποίηση έως τον θαυμασμό και τη
συακόλουθη απόπειρα αναβίωσης ή και ανάπλασης ενός συγγραφέα, έργου ή
συγκεκριμένου ύφους. Όπως έχει δείξει η Hutcheon (1985, 20), η παρωδία, αν και
συχνά υπονομεύει συγκεκριμένες αισθητικές μορφές, μπορεί να δημιουργεί νέες
συνθέσεις και άρα να λειτουργεί ως ένας τρόπος «συνέχειας» των λογοτεχνικών
ειδών. Και ενώ έχει την εξουσία να παραβιάζει και να υπερβαίνει, συγχρόνως
ενδυναμώνει αυτό που υπερβαίνει (Hutcheon 1985, 27). H παρωδία υπήρξε
παράγοντας καθοριστικής σημασίας για τη λογοτεχνία κατά τον 20ό αιώνα
(Kiremidjian 1969, 231). Στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού συνδέθηκε με την
πολιτική και συγκεκριμένα με τη φύση του σύγχρονου καπιταλισμού (Jameson 1984).
τέχνης με σύνθετη κειμενική λειτουργία· παράλληλα, είναι ένας τρόπος χειρισμού της
τεράστιας λογοτεχνικής κληρονομιάς και μια μορφή «ανακύκλωσης της τέχνης»
(Rabinowitz 1980, 241). Η παρωδία ευημερεί σε περιόδους μεγάλων πνευματικών
απαιτήσεων, και αποτελεί το «αριστοκρατικότερο είδος» (Βαγενάς 2002) όχι μόνο
στο επίπεδο της παραγωγής αλλά και της πρόσληψης, αφού απαιτεί υψηλή
αναγνωστική επάρκεια.