Professional Documents
Culture Documents
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Κατερίνα Κυστίου
Μάρτιος 1995
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Κατερίνα Κωστίου
Μάρτιος 1995
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 7
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 23
ΜΕΡΟΣ Α'
Τ. ΣΑΤΙΡΑ
i. Ορισμοί και χαρακτηριστικά
2. Νόρμες
3. Τεχνικές
4. Διαστάσεις και όρια
II. ΕΙΡΩΝΕΙΑ
1. Προσδιορισμοί και διαστάσεις
2. Μορφές και τεχνικές
Α. Λεκτική Ειρωνεία
Β. Ειρωνεία των Καταστάσεων
Γ. Ρομαντική Ειρωνεία
3. Ηθική
III. ΠΑΡΩΔΙΑ
1. Περιορισμοί
2. Συνάφειες και αποκλίσεις
Α. Παρωδία-Σάτιρα
Β. Παρωδία-Ειρωνεία
IV. ΧΙΟΥΜΟΡ
1. Αφορισμοί
2. Διαχωρισμοί
V. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΟΥ 19ου
ΚΑΙ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ 204
ΜΕΡΟΣ Β'
V. ΣΟΒΑΡΟ ΧΙΟΥΜΟΡ
Ή «ΜΙΑ ΛΙΟΛΟΥ ΑΡΜΟΣΤΗ ΑΣΤΞΙΟΤΗΤΑ;» 539
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 552
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
5
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
J
7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1
Morris ¥eitz, «The Role of Theory in Aesthe:::s». Journal cf
Asthetics and Art Criticism, 15 (Σεπτέμβριος 1956) 27-35.
2
0 Robert Elliott επιχειρεί έναν πολύ εύστοχο παραλληλισμό
ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς
το πρόβλημα του ορισμού της έννοιας σάτιρα και στον τρόπο με τον
οποίον ο Ludwig Wittgenstein αντιμετωπίζει το πρόβλημα του
ορισμού της έννοιας παιχνίδι στο βιβλίο του Philosophical
Investigations. Ε σωστή μέθοδος δεν είναι η παραδοσιακή μέθοδος
που ψάχνει già ουσιαστικά χαρακτηριστικά, κοινά σε όλα τα
παιχνίδια,/και έπειτα δημιουργεί ένα ορισμό με βάση αυτά τα
κοινά χαρακτηριστικά. Διότι δεν υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά
σε όλα τα παιχνίδια- μια λεπτομερής εξέταση των ομοιοτήτων θα
κατέληγε όχι, σε κάποια κοινά χαρακτηριστικά, αλλά σε ένα
«πολύπλοκο δίκτυο ομοιοτήτων που αλληλοεπικαλύπτονται και
διασταυρώνονται—μία ομάδα από "οικογενειακές" ομοιότητες». Βλ.
Robert C. Elliott, «The Definition of Satire: A Note on Method», στον
τόμο Β. Fabian (επιμ.). Satura: Ein Kompendium moderner Studien zur
Satire. New York—Hildesheim, Georg 01ms, 1975, σ. 70.
1 1
1
Vayne C. Booth, .4 Rhetoric of Irony, Chicago, University of Chicago
Press, 1974, σ. 276.
2
Από εδώ και στο εξής στον όρο Ποιητική zriç Ανατροπής
συμπεριλαμβάνω τις τεχνικές της υπονόμευσης και της
ανατροπής· πρόκειται già δύο στάδια μιας διαδικασίας που
καταλήγει στην ανατροπή.
12
1
0 Alan Vilde καταδικάζει την απόπειραiMuecke να ορίσει την \ιον
ειρωνεία ως αντίθεση ανάμεσα στο είναι και στο $αίνεσ&αι, ως
διαίρεση ή οποία, κατά τη ^νώμη του. ουσιαστικά προϋποθέτει
διαίρεση ανάμεσα στη συνείδηση και στον κόσμο του οποίου αυτή
αποτελεί μέρος. Εν τούτοις, δέχεται τη χρησιμότητα της
προσέγγισης του Muecke καθώς και την ταξινόμηση που επιχειρεί,
παρά το $εο*ονός ότι δεν θεωρεί ιδιαίτερα χρήσιμες τ ι ς
προσεγγίσεις που στηρίζονται στη ρητορική, επιφύλαξη που
διατυπώνει και già τη θεωρία του Booth, που θα δούμε παρακάτω.
Οι επιφυλάξεις του όμως αυτές είναι ευεξήγητες, εφόσον ο Vilde
προσεγγίζει την έννοια της ειρωνείας ως ένα τρόπο
15
1
Βλ. ενδεικτικά: Βάσος Βαρίκας, Συ$$ραφείς και Κείμενα, Β' 1966-196-.
Αθήνα, "Ερμής". 1980, σ. 326· Σπύρος Τσακνιάς, «Τόλης Καζαντζής, Μ·.
μέρα με τον Σκαρίμπα», ες.. Η Αυ$ή, 31. 3. 1985- Μιχάλης Μερακλή
Σύχχρονί] EcHiï\vtKr\ Λογοτεχνία 1945-1980, Αθήνα, "Πατάκης", 1987, σ;
47-48- Γ. Π. Σαββίδης, «0 άνθρωπος ζει όσο μιλούν gt' αυτόν
Καστανόχυμα. Αθήνα, "Καστανιώτης", 1989, σ. 207.
20
1
Κατερίνα Κωστίου, «Δημοκρατία είναι...». Περίπλους 30-31
(Ιούλιος-Δεκέμβριος 1991) 99-103-
2
Βλ. Μανόλης Αναγνωστάκης, «Η "(ρανταιζίσχικη ποίηση" και ο
Γιάννης Σκαρίμπας». Τα ΣυμπΆηρωματικά, Αθήνα "Στιγμή", 1985,
σσ. 141-149. Συμπεριλαμβάνεται στον τόμο Ασ τον Σκαρίμπα.
Εισα^ω^ή-ο/νθολό^ηση κειμένων-επιμέλεια: Κατερίνα Κωστίου.
Λευκωσία, "Αιγαίον", 1994, σσ. 212-218.
3 Σάββας Παύλου, «Η πεζογραφία του κ. Σκαρίμπα. Τρεις άδειες
καρέκλες», Ένωσις (Λευκωσίας), 4-5 (Μάϊος 1991) 56-57.
Συμπεριλαμβάνεται στον τόμο Για τον Σκαρίμπα, ό. π., σσ. 224-235.
4
Βλ. Γιάννης Σκαρίμπας, Καϋμοί στο Γριπονιχσι, Το Θείο τραχί..
Μαριάμπας, Το Σόίϊο του Φίχκαρω, Το ΒατερΗώ δυο χείίοίων, Αθήνα,
"Νεφέλη", 1995, 1993. 1992, 1992, 1994 , αντίστοιχα, και, την
ανθολογία Για τον Σκαρίμπα, Λευκωσία, "Αιγαίον, 1994.
21
ι
1
Κωστή Μπαστιά, «Φιλολογικοί περίπατοι,: Με τον κο Γιάννη
Σκαρίμπα», Εβδομάς 213 (31 Οκτωβρίου 1930 63.
23
t
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΑΤΙΡΑ
1
Βλ. Ronald Paulson (επιμ.). Satira: Modern Essays in Criticism.
Englevood Cliffs. Prentice-Hall, 1971, σ. ix.
2
To δοκίμιο αυτό είναι το «On Humour and Saure» του Ronald Α.
Knox. Παρά τη συντηρητική, τις περισσότερες δορές, θεώρηση του, ο
μελετητής κάνει μερικές πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις σχετικά με
το χιούμορ και τη. σχέση του με τη σάτιρα. Βλ. R. Paulson (επιμ.).
Satire..., ό. ψ,σσ. 52-65.
Το βιβλίο είναι το The Art of Satire του David Worcester. Η
συμβολή του στην εξέλιξη της θεωρίας gupu από τη σάτιρα είναι
σημαντική: ορίζει όρους που έχουν στενή σχέση με τη σάτιρα (π.χ.
τη λοιδορία)- διαχωρίζει τη σάτιρα από την κωμωδία με κριτήριο
το αποτέλεσμα. Θεωρεί τη λεκτική ειρωνεία, το μπουρλέσκο, την
παρωδία, το ωευδοηρωικό, τη μεταμφίεση τύπους της σάτιρας. Έτσι
όμως υποβιβάζει την ειρωνεία. Ουσιαστικά, πέρα από τη λεκτική
ειρωνεία, αναγνωρίζει μόνο την ειρωνεία των καταστάσεων και
26
1
Η καθαυτό δομή της σάτιρας φ α ί ν ε τ α ι ε υ κ ρ ι ν έ σ τ ε ρ α σ τ Γ/-"
Π ρ ω το go ν Γ·. μορφή της, -τον αφορισμό, που ε μ π ε ρ ι έ χ ε τ α ι στην
τελετουργία της γονιμότητας- προφανώς εδώ β ρ ί σ κ ε τ α ι κ α ι η
απαρχή της ιδέας ότι η σάτιρα ε ί ν α ι ένας τόνος ανεξάρτητος από
τη μορφή. Ο χρησμοδότης που ενθάρρυνε τη χονιμότητ::
συνοδευόταν από τον σατιριστή ο οποίος ε ξ ό ρ κ ι ζ ε τα στοιχεία που
θα μπορούσαν να εμποδίσουν τη γονιμότητα. Ο αφορισμός έφερνε σε
α ν τ ί θ ε σ η τ ι ς δ υ ν ά μ ε ι ς της στειρότητας με τ ι ς δημιουργικές και
γόνιμες εικόνες όπως ο ήλιος, η βροχή, τα α ν δ ρ ι κ ά και τα
γυναικεία όργανα. Το αποτέλεσμα του αφορισμού ήταν δημιουργικό
μέσα από την κακολογία της στειρότητας. Έτσι στις πρώιμες
σάτιρες βρίσκει κανείς την απλή δομή της θέσης--αντίθεσης. Η
θέση, το ψευδές δίχως τη συνείδηση του αληθι,νού, δεν μπορεί να
δυσφημισθεί- μπορεί απλώς να αντιμετωπισθεί με αδιαφορία ή
ακόμη και με μελαγχολία. Βλ. Roland Paulson, The Fictions of Satire.
Baltimore, The John Hopkins Press, 1967, σ. 5.
2
Η επίθεση σ' αυτές τις εδραιωμένες πια θέσεις ήρθε προς το
τέλος της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές της δεκαετίας του 1960
από τον Robert C. Elliot και τον Edvard V. Rosenheim (στον τόμο R.
Paulson (επιμ.). Satire..., ό. π., σ. xiii).
3 Βλ. Northrop Frye, Anatomy of Criticism. London, Penguin Books,
1990, 223-239 [α' έκδ.: 1957].
2θ
1
Η πρώτη φάση αντιστοιχεί στην ειρωνική κωμωδία όπου δεν
υπάρχει μετάθεση της χιουμοριστικής κοινωνίας. Παρά το χιούμορ,
υπάρχει μια αίσθηση εφιάλτη και κάτι το δαιμονικό· αυτή τη
μορ^ή την ονομάζει σάτιρα της ταπεινής νόρμας. Παίρνει ως
δεδομένο ότι η κοινωνία είναι γεμάτη παραλογισμούς, αδικίες,
εγκλήματα, κατάσταση που παρουσιάζεται ως μόνιμη. Όποιος θέλει
να διατηρήσει την ισορροπία του πρέπει να κρατά τα μάτια του
ανοιχτά και το στόμα του κλειστό. Δηλαδή, αυτό που προτείνεται
ε ί ν α ι μια ζωή γεμάτη συμβάσεις. 0 είρωνας, σ' αυτή την
περίπτωση, υιοθετεί μια στάση ευέλικτου πραγματισμού. Ως εκ
τούτου ο συχ>;ραφέας μπορεί να προβάλει ένα συμβατικό πρόσωπο
κοινής λοχικής ως αντίστιξη στους αλαζόνες της κοινωνίας. Αυτό
το πρόσωπο μπορεί να είναι ο ήρωας ή και ο αφηγητής. Η λοχική
αυτής της σάτιρας είναι η εξής: αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να
έχουν καν κοινή λοχική δεν υπάρχει λοκική στο να τους
συγκρίνουμε με υωηλότερα πρότυπα. Ένα κεντρικό θέμα του μύθου
ε ί ν α ι η εξαφάνιση του ηρωικού. Η απλούστερη μορφή της
αντίστοιχης δεύτερης φάσης της κωμωδίας ε ί ν α ι η κωμωδία της
Φυ^ής, όπου ο ήρωας δραπετεύει σε μια πιο ταιριαστή σ' αυτόν
κοινωνία δΊχως να μεταμορφώνει τη δική του. Το αντίστοιχο στη
σάτιρα είναι το πικαρικό μυθιστόρημα, όπου ο ήρωας δείχνει την
η λ ι θ ι ό τ η τ α της συμβατικής κοινωνίας χωρίς να ο ρ ί ζ ε ι ,
παράλληλα, κ α ι ένα θετικό σημείο αναφοράς. Η παραπάνω
αντίληψη già τη σάτιρα ταυτίζεται με την ουτοπία ή και με την
αλληγορία. Η δεύτερη φάση της σάτιρας φέρνει σε αντιπαράθεση
τ ι ς δογματικές αρχές της φιλοσοφίας με τον πραγματισμό της
εμπειρίας, δείχνοντας ότι η εμπειρία είναι μεγαλύτερη και πιο
ποικίλη από οποιεσδήποτε θεωρίες $ύρω από αυτήν. 0 F r y e
29
1
Βλ. Ε. V. Rosenheim, Jr., «The satiric Spectrum.» ό. π., σ. 311.
2
^Gilbert Highet, The Anatomy of Satire. London, Oxford University
Press, 1962, σσ. 13-14. Στον "μονόλογο" υπάγει την επιστολή,
έμμετρη ή πεζή, τεχνική που επινόησε, κατά τον μελετητή, < ο
Οράτιος. Θεωρεί αυτή τη μορφή ως την πιο αδύνατη μορφή σάτιρας
διότι δ ι α κ ρ ί ν ε τ α ι από ηρεμία και προσωπικό τόνο και άρα
αποφεύγει τη διατύπωση δημοσίων προβλημάτων και γενικών
ηθικών κρίσεων. Βλ. ό. π., σ. 61.
31
1
Matthev Hodgart, Satire. London, Vorld University Library. 1969, σ.
13.
32
1
0 Kernan. ομολογεί ό ίδιος τις οφειλές του στον Frye, η θεωρία
του οποίου πιστεύει ότι έβαλε στο σωστό δρόμο την έρευνα χια τ Γ.
σάτιρα. Η ορολογία όμως που χρησιμοποιεί είναι πιο
παραδοσιακή απ' ό,τι του Frye και σε κάποια σημεία διαφωνεί
σιωπηρά, όταν η θεωρία μαίνεται να ξεπερνάει ή να παραβιάζει
την ίδια τη λογοτεχνική εμπειοία. Βλ. Alvin Kernan, The Plot of
Satire. New Haven and London. Yale University Press, 1965, σ. 13-
2
Επίσης, η τραγωδία διαφοροποιείται από τη σάτιρα κυρίως με
βάση τη <3ύση του ήρωα, ο οποίος δρα (έχει σκοπό), υπος,έρει απο τις
συνέπειες της δράσης του (πάθος) και καταλήγει σε μια νέα
ισορροπία πραγμάτων μέσα από μία νέα οπτική η οποία αποτελεί
τη βάση ενός νέου σκοπού. Βλ. Aivin Kernan, The Cankered Muse,
New Haven, Yale University Press, 1959, σ. 272.
3 Βλ. Alvin P. Kernan, «A Theory of Satire» στον τόμο R. Paulson
(επιμ.). Satire..... ό. π. , σσ. 263-264.
33
1
0 Μ. Hodgsrt μιλάει già το «πρωτεϊκό σώμα της σατιρικής
λογοτεχνίας». Βλ. Satire., ό. π., σ: 13· ο Leonard Feinberg προειδοποιεί
ότι η σάτιρα είναι «τόσο πρωτεϊκό είδος τέχνης ώστε δεν υπάρχουν
δύο θεωρητικοί που να χρησιμοποιούν τον ίδιο ορισμό». Ε?..
Introduction to Satire. The lova State University Press, 1967, σ. 7- ο D.
Vorcester ονομάζει ένα κεφάλαιο του βιβλίου του "0 Ιΐρωτέας της
Λογοτεχνίας". Βλ. The Art of Satire. Nev York. Russell and Russell, 8'
έκδ. 1960, σ. 3-
2
Στο βιβλίο του The Power of Satire: Magic, Ritual Art. Princeton
1960, ο R. c/Elliott συγκεντρώνει αντιφατικό υλικό προσπαθώντας να
κάνει μια ιστορία της σάτιρας ξεκινώντας από τις πρωτόγονες
κοινωνίες ως τις μέρες του. Σύμφωνα με τη θεωρία του η τέχνη της
adxtpaç γίνεται με την αποστασιοποίηση του συχ#ραφέα από το
φερέφωνο του, τον αφηγητή του ή τον ήρωα του, με τη συμμετοχή του
συΐ5δρας>έα στην τρέλα της ζωής και την αναγνώριση ότι ο
συ^δρα^έας είναι θύμα της τέχνης του. Έτσι, η τέχνη της σάτιρας
γίνεται μια απόλυτα συνειδητή στάση και έκς>ραση μιας ηθικής.
Βλ. Α. Kernan, The Plot of Satire, ό. π., σ. li.
34
ΧΛα να απαντήσει:
1
Βλ. Ε. V. Rosenheim, Jr, Svift and the Satirist's Art, Chicago,
Chicago University Press, 1963, σσ. 10-11.
35
1
ως «παιγνιώδη ανατροπή του οικείου». Θεωρεί πλάνη την
υπερβολική εμμονή στο θέμα της μορφής από κριτικούς όπως ο
Frye και η Susan Sontag, και ασκεί κριτική στη θεωρία της
δεύτερης. Το να δίνει κανείς υπερβολική έμπαση στη μορφή
είναι εξίσου Πάθος με το να στηρίζεται στο περιεχόμενο.
Δικαιολογεί την προσκόλληση της Sontag στη μορφή ως
αντίδραση σ" αυτούς που ζητούν μονίμως κρυμμένα νοήματα,
αλλά αντιστρέφει την κατηγορηματική της δήλωση' ότι «η
ερμηνεία ισοδυναμεί με τη φιλισταϊκή άρνηση να αφήσουν το
έρχο τέχνης ήσυχο» σε αντίστοιχη ρητορική ερώτηση: «μήπως
η κριτική που στηρίζεται στη μορφή δεν ισοδυναμεί επίσης με
άρνηση να αφήσουν το έρχο τέχνης ήσυχο;».2
Μια ενδιαφέρουσα διάκριση ανάμεσα στην καθημερινή
χρήση του όρου και στη χρήση του από τη λογοτεχνία κάνει ο
Sheldon Sacks θεωρώντας ότι η σύγχυση προέρχεται κυρίας
από την ισότιμη χρήση αυτών των δύο κατηγοριών. Διότι ο
όρος σάτιρα χρησιμοποιείται όχι μόνο χια ve διακρίνει μία
λογοτεχνική μορφή από άλλες, αλλά με μια γενικότερη έννοια,
ακόμη και όταν αφορά λογοτεχνικά έρχα. Όταν μιλάμε χ ι :
"σατιρικά στοιχεία"' σε ένα λογοτεχνικό έρχο, συνήθως
αναφερόμαστε σε στοιχεία που χελοιοποιούνται μέσα στο έρχο,
είτε έχουν αντίστοιχα αναχνωρίσιμα σημεία αναφοράς έξω από
το χώρο της μυθοπλασίας είτε δεν έχουν.3 Και ως προς αυτό το
θέμα ο Frye διατυπώνει μια άποψη, η οποία επηρέασε πολύ όλη
τη μετέπειτα εξέλιξη της θεωρίας. Ορίζει τη σάτιρα ως «έναν
τόνο ή ποιότητα που μπορούμε να βρούμε σε κάθε μορφή
1
L. Feinberg, Introduction to Satire. The lova State University Press.
1967. σσ. 18 και 19, αντίστοιχα.
2
L. Feinberg. «Satire: The inadequacy of recent definitions» στον
τόμο Bernhard Fabian (εκδ.). Satura: Ein Kompendium moderner
Studien zur Satire, Hildesheim—New York, Georg 01ms . 1975. σ. 78.
3 Sheldon Sacks. «Toward a Grammar of the Types of Fiction», στον
τόμο R. Paulson (επιμ.). Satire..., ό. π., σσ. 334-335.
36
1
Ν. Frye, «The Nature of Satire». University of Toronto Quarterly, 14
(1944-1945) 75-89.
2
R. Paulson, The Fictions of Satire, ό. n.. σσ. 3-4.
37
/
ΑδοΗία· β)'--τη, σατιρική πρόζα ή "Μενίππεια" σάτιρα, η οποία
καλλιεργήθηκε από τον Πετρώνιο και τον Λουκιανό- ο δεύτερος
υπήρξε το πρότυπο του Svift. Στη μοντέρνα εποχή η σάτιρα
συνδέεται αποκλειστικά με έναγτόνο ή ποιότητα λό^ου που μπορεί
να υπάρχει σε κάθε λογοτεχνική μορς>ή. Βλ. Ν. Frye, «The Nature* of
Satire», ό. π., σ. 108.
1
Edgard Johnson, Satire: Theory and Practice, Belmont, Wadsvorth.
1962, σσ. 31-32.
2
M. Hodgart, ό. π. , σ. 12.
39
1
Patricia Meyer Spacks, «Some Reflections on Satire», στον τόμο 3.
Fabian (εκδ.). Satura..., ό. π., σσ. 214-215.
2
Ο G. Highet, υποστηρίζει ότι, εφόσον δεν πρόκειται, già είδος, ο
μόνος τρόπος già να καταλάβει κανείς αν πρόκειται già σάτιρα ή
όχι είναι να προσπαθήσει να καταλάβει αν στο κείμενο υπάρχουν
τα κλασικά όπλα της σάτιρας: ειρωνεία, παρωδία, παράδοξο,
αντίθεση, ιδιόλεκτο, χυδαιότητα, βία, υπερβολή. Βλ. The Anatomy of
Satire, ό.π.. σ. 3, Ιδ.
40
1
Peter Petro. Modern Satire: Four Studies, Berlin, Mouton, 1982, σ. δ.
2
L. Feinberg, «Satire: The inadequacy of recent definitions», ό. π., σ.
78.
41
1
Σ' αυτή του τη μελέτη του ο R. Paulson παρουσιάζεται πιο
μετριοπαθής ως προς την υπα<$ω^ή της σάτιρας στην κωμωδία.
Πάντως, σε μελέτη του του 1967 (The Fictions of Satire, ό. ru σ.
4),υποστηρίζει σα§ώς ότι η κωμωδία είναι εργαλείο της σαύρας:
«Αλλά αν η κωμωδία είναι καθαρή ουσία που χρησιμοποιεί η
σάτιρα ^ια,,ένα συγκεκριμένο και απολύτως δικό της στόχο, πρέπει
/ -
να αναρωτηθούμε αν η σάτιρα είναι κάτι παραπάνω από έναν τόνο
που συνοδεύει συγκεκριμένες μορφές και αντικείμενα».
2
Βλ. R. Paulson (επιμ.λ Satire..., ό. π., σ. χ.'Για τη $ύση του γέλιου
σε σχέση με τη σάτιρα και το χιούμορ βλ. M. Hodgart, ό. π., σσ. 108-
115.
3 0 L. Feinberg (ό. π., σ. 59) υποστηρίζει ότι η τραγωδία όπως και η
σάτιρα τελειώνει επίσης με την ήττα του πρωταγωνιστή, αλλά
αφήνει να υπονοηθεί ότι μπορεί στην αποτυχία του να ενυπάρχει
μια πνευματική αξία.
42
1
Πράγματι, κανένα" θεωρητικό σχήμα δεν χρησιμεύει #ια να
δημιουργηθεί μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δύο. 0
Worcester βασίζει την απάντηση του σε δύο γενικές αρχές:
α) Ε^ύτητα προς το αντικείμενο της σάτιρας.
Όταν τα κωμικά τεχνάσματα εφαρμόζονται σε ένα αντικείμενο
ή σε μια ομάδα συναφών αντικειμένων και προκύπτει μια
αίσθηση ενότητας, είμαστε στη μεριά της σάτιρας· αν η
λειτουργία του πνεύματος είναι τυχαία, τότε πρόκειται μάλλον
"^ια κωμωδία.
8) Δηκτικότητα των κωμικών τεχνασμάτων.
Από τη μια μεριά, η σκληρή υποτίμηση διακρίνει τη σάτιρ:;-
από την άλλη, ευγενικό πείραγμα και διασκέδαση υποδηλώνουν
την κωμωδία. Ο ίδιος μελετητής καταλήγει:
1
Βλ. L. Feinberg, ό. π. σ. 4
2
D. Vorcester, ό. π., σσ. 36-37. Σ' αυτή την άποψη στηρίζεται o,R.
Paulson όταν διαχωρίζει τη σάτιρα από την κωμωδία, τουλάχιστον
στην πρώτη του μελέτη του 1967. Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση
του είναι ότι στη σάτιρα υπάρχει μία έντονη αίσθηση επάρκειας:
τίποτε δεν γίνεται δίχως σκοπό (ό. π. 1967, σ. 4).
43
ι
2. Νόρμες
1
Ε. V. Rosenheim, Jr., «The Satiric Spectrum», ό. π., σσ. 317-319.
2
L. Feinberg, «Satire: The inadequacy of recent definitions», στον
τόμο Β. Fabian (εκδ.). Satura..... ό. π., σ. 75.
3
L. Feinberg, ό. π., σσ. 7-8.
44
1
L. Feinberg, ό. π., σ. 9 χαι P. Petro , ό. π., σ. Î7.
2
«Norms, Moral and Other, in Satire: A Symposium». Satire Newsletter,
2 (1964-1965) 2-25. Όλα τα κείμενα του Συμποσίου
συμπεριλήφθηκαν, μαζί με άλλα κείμενα $ύρω από αυτό το θέμα,
αλλά και ^ύρω από το θέμα της σάτιρας εν^ένει, στον τόμο Β.
Fabian (εκδ.),. Satura..... ό. π, 386-414, όπου και γίνονται οι
παραπομπές'.
3 Ο R. Elliott παίζοντας με τη λέξη «αναφορά» απάντησε ότι «όχι, η
αναφορά σε νόρμες δεν είναι απαραίτητη» δείχνοντας ότι η
ερώτηση θα έπρεπε να διατυπωθεί διαφορετικά: «είναι οι ηθικές
νόρμες απαραίτητες στη σάτιρα;» ή απλούστερα: «είναι οι νόρμες
απαραίτητες στη σάτιρα;» Ουσιαστικά, όμως, δέχεται πως υπάρχουν
νόρμες στη σάτιρα. Χρησιμοποιώντας τον ορισμό του già τη λέξη
παιχνίδι, καταλήγει πως, αφού μελετήσει κανείς έρ^α που είναι
κοινώς αποδεκτά ως σάτιρες, θα διαπιστώσει όχι έναν κατάλογο από
45
1
«Norms, Moral or Other, in Satire» , ό. π., σσ. 386-388 (Α. M.
Titobetts).
2
«Norms, Moral or Other, in Satire», ό. π. 388-391 ( V. S. Anderson).
Παρομοίως, ο Norman Knox, υποστηρίζει πως όλοι διαθέτουν μια
κοινή λογική και κοινώς αποδεκτές αλήθειες, με βάση τις οποίες
λειτουργεί η σάτιρα (ό. π., σ. 399).
40
1
Peter Thorpe, «Great Satire and the Fragmented Norm». Satira
Newsletter 4(1966-1967) 89-93.
2
Peter Thorpe. «Thinking in Octagons: Further Reflections on Norms
in Satire». Satire Newsletter 7(1969-1970) 91-99.
3 V. Booth, ό. π., σ. 169.
49
1
Η ρητορική και μυθοπλαστική ποιότητα της σάτιρας έχει
αναλυθεί από τον D. Vorcester και από τον Maynard Mack: ο
συ$?5ρα(οέας της σάτιρας δεν είναι ένας θυμωμένος άνθρωπος που
αφορίζει τον εχθρό, αλλά ένας πολύ ψύχραιμος καλλιτέχνης που
παίζει, όταν είναι απαραίτητο, τον θυμωμένο, χειραγωγώντας τα
προσωπεία του και το κοινό του, και κινούμενος από το υωηλό στο
ταπεινό μπουρλέσκο και από τους σύγχρονους στους κλασικούς
υπαινιγμούς. Η στρατηγική, ο έλεγχος και η απόσταση είναι τα
στοιχεία που διαφοροποιούν τη σάτιρα από την εριστικότητα. Βλ.
Satire: Modern Essays in Criticism, ό. π., σσ. xi-xii. Βλ. και L. Feinberg,
ό. π., σ. 12.
50
1
L. Feinberg. ό. π., σ. 76.
51
ι
1
L. Feinberg. ό. π., σ. 42.
2
Α. P. Kernan, «A Theory of Satire», ό. π., σ. 257.
3 D. Worcester. The Art of Satire, ό. π., σσ. 60-70.
4
Α. P. Kernan. «A Theory of Satire», ό. π., σσ. 1-36.
52
1
Ν. Frye, The Amato my of Criticism, ό. π., σ. 235.
2
Α. P. Kernan, The Plot of Satire., ό. π., σ. 81. Βλ. επίσης του ί δ ι ο υ .
The Cankered Muse: Satire of the English Renaissance, ό.η.,σ. 8.
3 Βλ. Henry J. Schmidt, Satire.. Caricature and Perspectivism in the
worics of Georg Büchner. The Hague-Paris, Mouton, 1970, σσ. 37-39.
53
3. Τ ε χ ν ι κ έ ς
1
Βλ. την εισα^ω^ή του βιβλίου του Rabelais and his World.. μτ$ρ.,«Η.
Iswolsky, Cambridge, Mass., MIT Press, 1968, σσ. 46-47.
2
Βλ. N. Frye, The Anatomy of Criticism, ό. π., σ. 223.
3 BR. Arthur Koestler, Insight and Outlook, Ne ν YorK, Macmillan, 1949,
σ. 71.
55
1
Μ. Hodgart, Satire, ό. π., σ. 108.
56
1
Μ. Hodgart, ό. π., σσ. 115-121.
57
0. Πλάγιος τρόπος
0 πλάγιος τρόπος είναι από τις πιο δύσκολες και
δυσπροσδιόριστες ποιότητες, εν μέρει και εξαιτίας της *
ποικιλομορφίας που παρουσιάζει, αλλά κυρίως διότι η επιτυχία
του στηρίζεται σε πολύ λεπτές ισορροπίες διατύπωσης: λεκτική
ειρωνεία, χρήση προσωπείου, παρωδία, αλληγορία, μπουρλέσκο,
χρήση συμβόλων,.
χ. Επίφανειακότητα
Ένα από τα συμπεράσματα που έχουν διατυπωθεί #ια τη σάτιρα
πριν από ΐον 20ό αιώνα είναι ότι είναι είδος επιφανειακό,
εφόσον ασχολείται με τον εξωτερικό εαυτό κι όχι με τον
εσωτερικό και το ασυνείδητο.2 Όμως, e σ υ ^ ρ α φ έ α ς τη;
σάτιρας χρειάζεται απόσταση και χρησιμοποιεί διάφορες
μεθόδους # ι α να τη δ η μ ι ο υ ρ γ ή σ ε ι : ψευδο-ανοησία,
"ανέκφραστο" ρεαλισμό, αδιαφορία, ειρωνικό τόνο.
δ. Βραχυτητα
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ένας από τους κινδύνους που διατρέχει
η σάτιρα είναι να #ίνει ανιαρή λό^ω έκτασης. Αυτός είναι ο
λό^ος που η σάτιρα ευδοκιμεί επιτυχέστερα στα επιγράμματα ή
εφευρίσκει άλλες μεθόδους που χαρακτηρίζονται από συντομία,
π.χ. μία σθΐ,ρά σατιρικών σκηνών.
ε. Ποικιλία
"Οπως ήδη επισημάνθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η σάτιρα
κάποτε απομονώνει πολλές λεπτομέρειες σε καταστάσεις,
1
Βλ. Ρ. Petro, ό. π., σ. 21.
2
0 Bergson υποστηρίζει ότι όχι μόνο η σάτιρα αλΗά και η κωμωδία
ασχολείται με το εξωτερικό. BR. L. Feinberg, ό. π., σ. 94.
5ô
διάλογους ή χαρακτήρες και τις παρουσιάζει, ως ρεαλιστικές—
και πράγματι είναι— έξω όμως από τα συμφραζόμενα τους.
Αυτό που δεν αποκαλύπτει—και είναι κρίσιμο #ια τη Λειτουργία
της— είναι τα μεροληπτικά κριτήρια της επιλογής τους.
0 Feinberg καταρτίζει ένα χρήσιμο κατάλογο τεχνικών της
σάτιρας· ευνόητο είναι πως ο κατάλογος αυτός είναι μόνον
ενδεικτικός και άρα μπορεί να συμπληρωθεί, εφόσον οι
σ υ ^ ρ α φ ε ί ς της σάτιρας εξευρίσκουν καινούριους τρόπους
παρουσίασης του υλικού τους #ια να κρατήσουν την προσοχή
του αναγνώστη, ι
1
L. Feinberg, ό. π. , σ. 90-250.
2
0 Σοπενχάουερ υποστηρίζει ότι η πρόκληση, του γέλιου οφείλεται
πάντα στην ξαφνική αντίληψη ότι υπάρχει ασυμφωνία μ ε τ α ξ ύ
μιας έννοιας και ενός πραγματικού αντικειμένου, το οποίο
υποτίθεται ότι η έννοια αναπαριστά. Βλ. L. Feinòerg, ό. π., σ. 101.
3 0 Α. Koestler πιστεύει ότι όλες οι χιουμοριστικές καταστάσεις
ε ί ν α ι παραλλαγές της διπλής σχέσης μορφής και λειτουργίας, όλου
και μέρους. Κάθε χιουμοριστικό τέχνασμα υπονοεί "παραμόρφωση
της Λειτουργίας". Δεν συμφωνούν όλοι οι μελετητές με τη θεωρία
της ασυμφωνίας. Π. χ. ο Edmund Bergler θεωρεί ότι δεν γελάμε με
την ασυμφωνία, αλλά με την απόδειξη που μας παρέχει ότι οι
δάσκαλοι μας έσφαλαν. Στη νεότητα μας διδαχτήκαμε ότι υπάρχει
λογική στον κόσμο κι ότι όλα τα πράγματα έχουν μια συνέπεια &ια
τον μορφωμένο άνθρωπο. Αλλά υποσυνείδητα υποπτευόμαστε ότι
αυτό δεν ε ί ν α ι αλήθεια και η ασυμφωνία μάς χαροποιεί, διότι
δ ί ν ε ι επιχείρημα στο '"παιδί που βρίσκεται μέσα στον ενήλικα"
già το ότι η επιβεβλημένη λογική ήταν εσφαλμένη. Laughter and
59
Α. Υπερβολή
Παραμορφώνοντας δεδομένες αξίες η υπερβολή τις καθιστά
γελοίες. 0 μηχανισμός της υπερβολής είναι να συγχέει τις
κατηγορίες της πραγματικότητας. Μία συνηθισμένη μορφή
υπερβολής είναι η φαρσοκωμωδία.ι Όλοι οι συχχραφείς
χρησιμοποιούν την υπερβολή είτε υποκρινόμενοι τους
ρεαλιστές, είτε αναδεικνύοντας τα παράλογα στοιχεία του *
κόσμου. Η υπερβολή διευκολύνει το έρχο της σάτιρας, διότι
ασκεί την κριτική της μεγεθύνοντας τα αρνητικά στοιχεία και
μειώνοντας τα θετικά. Η υπερβολή είναι το βασικ;·
χαρακτηριστικό τριών σατιρικών τεχνασμάτων:
α) Λοιδορία
Είναι μια*από τις πιο πρώιμες μορφές σάτιρας και στηρίζεται
αποκλειστικά στην υπερβολή. Κ λοιδορία δεν χρησιμοποιεί την
απόκρυψη. Η διαχωριστική γ ρ α μ μ ή ανάμεσα στην
εξολοθρευτική κριτική <και στην αρρωστημένη γκρίνια δεν
διακρίνεται πάντα εύκολα από τον αναχνώστΓ. χ ι ' αυτά και r
λοιδορία χίνεται έτσι δύσκολο είδος. Εξάλλου, η ευθύτητα που
τη διακρίνει καθώς και η έλλειψη χιούμορ οδηχούν κάποιους
μελετητές να μην τη θεωρούν μορφή σάτιρας.2
1
Α. Kernan, The Plot of Satire., ό. π., σ. il. Βλ. και του ίδιου, The
Cankered Muse, ό. π., σ. 17.
2
H.J. Schmidt, Satire, Caricature and Perspectivism in the works of
Georg Büchner, ό. π., σ. 32-35.
3
L. Feinberg, ό.π., σσ. 116-117.
62
Β. Μετριοπαθής διατύπωση
Μπορεί να ορισθεί ως ίο αντίστροφο της υπερβολής.
Θεωοείται ότι χαρακτηοίζει τις nponxusvsc uopséc
πολιτισμού. Ουσιαστικά, η μετριοπαθής διατύπωση είναι
τεχνική της λεκτικής ειρωνείας, όπως θα δούμε στο αρμόδιο
κεφάλαιο.
Γ. Αντίθεση
Είναι συνηθισμένη τεχνική όχι μόνο της σάτιρας, αλλά και της
ειρωνείας και της κωμωδίας. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να
χρησιμοποιήσει κανείς την αντίθεση: ασυμφωνία μεταξύ ύφους
και θέματος, εισα^ω^ή άσχετου υλικού μέσα σε σοβαρή
διατύπωση^ παρεμβολή κωμικών επεισοδίων σε τραγωδία,
ανάμειξη επίσημης γλώσσας και αρ^κό, ασύμβατη ομαδοποίηση.
Ο Feinberg υποστηρίζει ότι η ασυμφωνία μεταξύ ύφους και
θέματος μπορούν να καταλήξουν επιτυχώς σε παρωδία και
μεταμφίεση.3 Όμως, έτσι, υπεραπλουστεύει σύνθετους
1
V. Kayser, ό. π., σ. 37.
2
Παρατίθεται από χον Kayser. ό. π., σ. 30.
3
L. Feinberg, ό. π. , σ. 125.
63
Δ. Ασύμβατη σύγκριση
Η σάτιρα βλέπει κάποιες σχέσεις μεταξύ αντικειμένων τα
οποία #ια τους περισσότερους ανθρώπους είναι άσχετα μεταξύ
τους. Πρόκειται φυσικά #ια σχέσεις ασυμφωνίας, οι οποίες
εκφράζονται μέσα από απροσδόκητες ομοιότητες, αναλογίες η *
μεταφορές. Το χιούμορ που απορρέει, και συγκεκριμένα η
χιουμοριστική σύγκριση είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, πάντα,
μια μορφή ανατροπής.
Ε. Επίγραμμα
Θεωρείται μια μηχανική μορφή σάτιρας και μπορεί ν~
παραχθεί με διάφορους τρόπους:
α) Διαστρέβλωση ενός κλισέ ώστε να παραχθεί μια
ασυμφωνία. Ο Feinber? Χαρακτηρίζει αυτόν τον τρόπο ως μια
μορφή παρωδίας και έχει δίκιο, αν θεωρήσουμε αυστηρά τ:ν
παρωδία ως μια τεχνική, και τη συγκεκριμένη μορφή μία πο^ύ
απλή μορφή παρωδίας. Αλλά 'θα επανέλθουμε σ' αυτό το θέμα
στο κεφάλαιο #ια την παρωδία,
β) Κατασκευή ενός κυνικού ορισμού.
χ) Σαρκαστική διατύπωση μιας πίστης που αν και συνηθισμένη.
σπανίως εκφράζεται (παραλλαγή αυτής της μεθόδου είναι η
παρουσίαση μιας παλιάς ιδέας με νέο τρόπο). Συνήθως
ισορροπεί δυο στοιχεία τα οποία συνδυάζονται με καθαρό τρόπο
ώστε να παραχθεί ασυμφωνία.
δ) Παράδοξο
Συνήθως ορίζεται ως διατύπωση αντιφατική ή παράλογη, αλλά
ευεξήγητη όσον αφορά την αλήθεια που εκφράζει. Ενας άλλος
τρόπος προσδιορισμού του είναι σε σχέση με την ειρωνεία: η
ειρωνεία εκφράζει το προσδοκώμενο και εννοεί το αντίθετο,
ενώ το παράδοξο εκφράζει και εννοεί το αντίθετο από το
64
1
0 Harold Pagliato θεωρεί ότι όλες οι μορφές παραδόξου βασίζονται,
ως προς την τεχνική τους, σε έναν από τους παρακάτω όρους:
αντίθεση, ανάλυση, σύνθεση, εξίσωση, σύγκριση. Αυτές οι
τεχνικές επηρεάζουν περισσότερο από την επανάληψη τον
συγκινησιακό κόσμο του αναγνώστη, διότι με το παράδοξο τα δύο
μεταμορφώνονται αυτόματα σε μία μοναδική ενότητα. Τα δύο
στοιχεία αλληλοεξαρτώνται: ο παραδοξολόγος επιλέγει δυο
αντιφατικά στοιχεία, η σύνδεση των οποίων σημαίνει ότι ο
αναγνώστης πρέπει να αποδομήσει τις παραδεδεγμένες σχέσεις και
να δημιουργήσει καινούριες. Αυτή η κατάρριψη του οικείου
δημιουργεί τον συ^κλονισμό. Βλ. Harold Pagliato, «Paradox», PMLA
79 (Μάρτιος 1964) 42-50.
65
1
0 L. Feinberg (ό. π., σ. 185) υποστηρίζει την άποψη, ότι η ηθική
και η σάτιρα δεν έχουν σχέση.- απόδειξη; η. χρήση της παρωδίας-
εκτός και αν κάποιος θεωρεί όχι το κακό γράψιμο είναι ανήθικο.
Η άποψη αυτή. αν και ορθή στη βάση της και ευφυής, περιορίζει
την παρωδία στο ύς-ος.
2
0 Α. Koestler θεωρεί ότι το χιούμορ στη μεταμφίεση έγκειται στο
^ε^ονός ότι η προσοχή μας εστιάζεται στο "περίβλημα" με τρόπο
"διαχωριστικό", εκτός συμφραζομένων, έτσι ώστε τα ασύμβατα
στοιχεία να γίνονται πιο εμφανή. (L. FeinDerg , ό. η., σ. 193).
67
1
«The Concept of the Persona in Satire», ό. π., σσ. 354-355 (William
Kinsley).
2
«The Concept of the Persona in Satire», ό.π., σ. 322 (William
Anderson).
69
1
«The Concept of the Persona in Satire», ό. π., σσ. 357-358 (Norman
Knox). Παρομοίως, ο οπαδός της ιστορικής προσέγγισης της σάτιρας
Ε.. Rosenheim, Jr. υποστηρίζει: «εάν το φανταστικό προσωπείο στ'
αλήθεια απαλείφει τον σατιρικό συ&$ρα$έα, δεν βλέπω πώς το έρ#ο
μπορεί να θεωρηθεί ως σατιρική επικοινωνία ανάμεσα στον
συ^ρα^έα και στον αναγνώστη. Αλλά φυσικά το προσωπείο δεν
χρειάζεται να απαλείφει τον συ^ρα^έα και, στην παρα^ματικότητα,
οι περισσότερες χρήσεις του προσωπείου, σε κάποιο σημείο,
κινούνται από τον πλασματικό αφηγητή προς την αυθεντι,κή θέση
του δημιουργού του.» «The Concept of the Persona in Satire», ό. π., σ.
362.
70
1
V. Booth, The Rhetoric of Fiction, σ. 335.
2
Arthur Efron, «The Concept of the Persona in Satire», ό.π., σ. 339.
3 «The Concept of the Persona in Satire», ό.π., σσ. 324-325.
71
1
0 Irvin Ehrenpreis, εξετάζοντας τη λογοτεχνία του 18ου attiva
κάνει, την εξής ενδιαφέρουσα παρατήρηση σχετικά με τη
λειτουργία της γλώσσας και του ήθους: «όταν ένας συ^ρα^έας
εκθέτει την; ηθική του δημοσίως, είναι αδύνατον να αποφύγει την
πρόκληση της ματαιοδοξίας. Έτσι, μια άλλη πη$ή ικανοποίησης
είναι η αναλογία μεταξύ καλλιτεχνικής και ηθικής ολοκλήρωσης.
Εάν η λογοτεχνική εκδήλωση μπορεί να διαχωριστεί από τον
άνθρωπο, τότε μπορεί να διαχωριστεί και η εξωλογοτεχνική. W
αυτόν τον τρόπο η γλώσσα μεταμορφώνεται από μέσο επικοινωνίας
σε μέσο απάτης και απόκρυψης». Για τα παραπάνω καθώς και già τα
παραθέματα του κειμένου βλ. Irvin Ehrepreis, «Personae», στον τόμο
Satura... ό. π., σσ. 308-320.
73
1
Α. Kernan, «A Theory of Satire», στον χόμο Satire..., ό. π., σσ. 259-
260.
2
Donald Hovard, «Chaucer the Man». PMLA 80 (1965) 337-343.
3 M. Mack, «The Muse of Satire». Yale Review 41 (1951-1952) 84.
74
Ι i f-\ .-^ -"γ •"" ».' — ι ι,' γ\ <-γ τ r ry ~~Ζ ! ; . · ~ γ \ τ * ' * ,Γ TT Γ"Ν ^ Γ
~'
:
. * "Τ -""^ * * r
", * CT1 Τ
" Ζ""1 •"*
J 1
i l p V J w \ - jj\i[ U. ϊ ^ / Ι \j %J i j U- w r ι •„ U ^ o W ; «. w '- w ΐ »_, i -\J \_
1
L. Feinberg, «The Concept of the Persona in Satire», ό π., σ. 341.
2
L. Feinberg, ό.π., σ. 342. Παρόμοια άποψη εκφράζει στο Συμπόσιο
και ο Villiam Ν. Free: «Είναι δύσκολο να σκεφθεί κανείς ένα
σατιρικό προσωπείο που δεν αναπαριστά την τέχνη της
καρικατούρας. Στην πραγματικότητα, μαίνεται προφανές όχι το
προσωπείο έχει με τους χαρακτήρες σχέση ανάλογη μ' αυτήν που
75
1
«The Concept of the Persona in Satire», ό. π., σσ. 380-383 (Norman
Yates).
2
L. Feinberg, ό. π., σ. 202. Η αλληγορία συνδέθηκε με τη σύγχρονη
θεωρία της λογοτεχνίας και ειδικότερα με την ερμηνευτική. 0 Paul
de Man χρησιμοποιεί τον όρο στη θεωρία που αναπτύσσει. <$ια την
ειρωνεία, όπως θα δούμε στο σχετικό κεφάλαιο. Καθώς είναι ένας
όρος που δεν θα μας απασχολήσει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, η
διεξοδικότερη μελέτη του ξεπερνάει την αρμοδιότητα αυτής της
77
1
Μια μορφή αυτής της τεχνικής είναι το "έμπρακτο αστείο" ή
§άρσα. Πολλοί θεωρητικοί δεν το δέχονται ως σατιρικό τέχνασμα. 0
G. Highet υπερασπίζεται αυτό το τέχνασμα και το χαρακτηρίζει ως
"έμπρακτη παρωδία". Σχετικά με τη φύση της φάρσας και τη σχέση
της με την'κωμωδία και τη σάτιρα (G. Highet Anatomy of Satire, ó.
π., σσ. 154-155).
2
0 M. Hodgart υποστηρίζει ότι ο συ##ραφέας φορά μια μάσκα già να
βχάλει τη μάσκα των άλλων. Αυτό που τον εδιαφέρει είναι να
ξεγυμνώσει τους άλλους όχι μόνο από τα ρούχα τους αλλά και από
το δέρμα τους και να προχωρά βαθειά già να ανακαλύψει τ ι ς
κρυμμένες ασθένειες. Απόρροια αυτής της τάσης της σάτιρας
είναι και ο χαρακτηρισμός των παλαιότερων κενμένων ως
Ανατομι,ών. (Μ. Hodgart, Satire, ό. π., σ. 128).
79
1
0 L. Feinberg χρησιμοποιεί αυτή την παρατήρηση του V. Η. Auden
πάνω στη σχέση τρελού και τετριμμένου χαρακτήρα #ια να
εξηγήσει τη ς>υση του τετριμμένου (ο. π., σ. 218).
ÔO
1
Viltiam Kinsley. «"The Malicious World" and the Meaning of Satire»,
στον τόμο Satura ό. π., σ. 273.
03
ι
1
Louis I. Breovold, «A Note in Defence of Satire», στον τόμο Satura
ό. π., σ. 83-94.
2
Α. Kernan. The Plot of Satire, ό. π., σ. 17
3 L. Feinberg' °· n., σσ. 13-14.
4
Μ. Hodgart Satire, ό. η., σ. 129. Αυτή η συναισθηματική στάση
του Hodgart εξηγείται εύκολα, αν συλλογιστεί κανείς πόσο
εμπλέκει στη 9-εωρία του την έννοια της μίμησης.
04
1
Ρ. Μ. Spacks, «Some Reflections on Satire», στον τόμο Satura ό.
π., σ. 216.
65
*
ικανοποίηση της τελείωσης. Για να διαλύσει την ανασφάλεια,
την ένταση που προκαλείται από τη διάσταση του είναι και του
πρέπει, ο αναγνώστης πρέπει να δράσει—ή να ονειρευτεί, να
σχεδιάσει, να φανταστεί τη δράση.
Μία από τις πιο παράλογες και συχνές κατηγορίες
εναντίον της σάτιρας αφορά την αρνητική της διάσταση: ότι η
σάτιρα ακυρώνει και εκμηδενίζει δίχως να προτείνει
εναλλακτική λύση. Αυτό όμως είναι αναπόφευκτο, διότι σκοπός
της είναι η διάγνωση και όχι η θεραπεία. 1 Ο συγγραφέας της
ιστορίας της α υ λ ι κ ή ς σάτιρας, ο Hugh WalKer, τη θεωρεί
λογοτεχνία δεύτερης κατηγορίας, και δεν είναι ο μόνος. 2
Επίσης, είναι γνωστή η προτίμηση των ρομαντικών γ ι α την
ειρωνεία και η-περιφρόνηση που είχαν #ια τη σάτιρα.3 ο
Bergson κάνει μια χρήσιμη παρατήρηση πάνω στο θέμα της
δημοτικότητας της σάτιρας: εφόσον η σάτιρα δεν απευθύνεται
στο συναίσθηυα αλλά στο πνεύυα. είναι φυσικό να έχει
περιορισμένο κοινό. Μότι απαιτεί από τον αναγνώστη
συμμετοχή μέσω διανοητικών διαδικασιών και δεν προσφέρει
1
0 R. Elliott υποστηρίζει ότι ο 20ός αιώνας δεν έχει να
παρουσιάσει "μεγάλη" σάτιρα, διότι ακόμη χαι οι μεγάλοι
συ^χρα^είς δεν καλλιέργησαν τη σάτιρα ως πρωταρχικό τους είδος.
Βλ. The Power of Satire. Princeton, Princeton University Press, I960,
σ. 223.
2
0 James Sutherland θεωρεί το σατιρικό μυθιστόρημα κατώτερο
είδος που ποτέ δεν υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές. English Satire.
Cambridge, Cambridge University Press, 1967, σ. 108. Επίσης, ο Highet
εκφράζει παρόμοια' άποψη. (The Anatomy of Satice, ό. π., σ. 3). 0 L.
Feinberg, πάλι, (ό. π., σ. 253), υποστηρίζει ότι, παρά τους
φανατικούς φίλους της, η σάτιρα δεν είναι είδος που έχει απήχηση
στο ευρύ κοινό.
3 0 P. Petro παρατηρεί ότι, παρά τις αντιρρήσεις τους, οι
μελετητές που ανέφερα, καθώς και όλοι όσοι θεωρούν τη σάτιρα
υποδεέστερο είδος και χρά§ουν αρνητικά gì" αυτή, συμβάλλουν στη
μελέτη του είδους. Modern Satire: Four Studies. Berlin, Mouton, 1982,
σ. 2. Για το θέμα βλ. και R. Paulson (επιμ.), «Introduction» στον
τόμο Satire..... ό. π., σ. ix.
06
1
Για τη ς>ύση του σατιρικού χαρακτήρα και της σάτιρας βλ. Α.
Kernan. The Cankered Muse. ó. η., passim.
07
1
L. Feinberg. ό. π., σ. 273.
2
Ακόμη καν ο Α. Kernan, ο οποίος διακρίνει τη σάτιρα από χους
άλλους δυο όρους με βάση την πλοκή—η σάτιρα, αντίθετα από τα
άλλα δυο είδη, δεν έχει πλοκή—νιώθει την ανάγκη να στηρίξει τη
διάκριση τους και στο κριτήριο της τελικής έκβασης: η κωμωδία
χαρακτηρίζεται από την τελική ευτυχή έκβαση· αντίθετα, η
σάτιρα δεν ενδιαφέρεται ^ α την έκβαση, εφόσον έχει σκοπό την
κάθαρση της κοινωνίας από το κακό, μέσω της ειρωνείας, του
σαρκασμού και της καρικατούρας. Βλ. Α. Kernan, The Cankered
Muse, ό. π., σ. 272.
ôô
1
την κλειστή μορφή. Όπως θα δούμε, η έκταση και η
επανάληψη είναι δύο χαρακτηριστικά που καθιστούν ευάλωτη
την ειρωνεία. Καθώς όμως η ειρωνεία αποτελεί βασική
στρατηγική της σάτιρας, είναι αυτονόητο ότι την εμπλέκει
στους ίδιους κινδύνους που διατρέχει και η ίδια. Τέλος, ο
σατιρικός συγγραφέας κινδυνεύει να εμπλακεί στην
επικαιρότητα και να διαλέξει θέμα που δεν αντέχει στο χρόνο,
με αποτέλεσμα να δημιουργήσει ένα εφήμερο έργο. Η ιστορία
της λογοτεχνίας διδάσκει ότι οι πιο μακρόβιες σάτιρες είναι
όσες ασχολούνται με τον ανεξάντλητο κόσμο της ανθρώπινης
ψυχής και συμπεριφοράς, στοιχείων δηλαδή που δεν
επηρεάζονται από το πέρασμα του χρόνου.
1
0 μελετητής, όπως αναγέρθηκε παραπάνω, θεωρεί το "πνεύμα"
βασικό χαρακτηριστικό της σάτιρας- εφόσον η μορς>ή είναι μέρος
του περιεχομένου χου "πνεύματος" και καθορίζει την επιτυχία του,
είναι αυτονόιχζο πόσο εξαρτάται η σάτιρα από τη μορ$ή.
09
ΕΙΡΩΝΕΙΑ
1
Για παράδειγμα, ένα χαρακτηριστικό già το οποίο συμφωνούν
όλοι οι θεωρητικοί της ειρωνείας, είναι ότι η ειρωνεία
συνίσταται στο να διατυπώνει κανείς κάτι και να εννοεί το
αντίθετο. Αυτός ο πρωτογενής και ανεπαρκής ορισμός βρίσκεται
και στο Ηεξικό του Dr Johnson (1755): «μια μορς,ή aó^ou όπου το
νόημα εύν.αι αντίθετο από τις λέξεις», αλλά διατυπώθηκε και από
τον Ι. Α. Richards : «Η ειρωνεία συνίσταται στην εισα^ω^ή της
αντίθετης, της συμπληρωματικής ενέργειας». Principles of
Literary Criticism, London, 1924, σ. 250.
2
D. C. Muecke, ό. π., σ. 3" V. Booth, The Rhetoric of Irony, Chicago--
London, The University of Chicago Press, 1θ74, πρόλογος, σ. 1.
3 D. C. Muecke, ό.π., σ. 41. Ιδίως τα νεότερα χρόνια, όπου το
ενδιαφέρον #ια την ειρωνεία αυξήθηκε, η κοινή χρήση και
κατάχρηση της Ηέξης οδήγησε σε τέτοια §θορά της έννοιας, ώστε
90
1
0 ¥ . Booth (ό. π., σ. 133) θεωρεί όχι η μοντέρνα κριτική
πολλαπλασίασε τις αντιφάσεις και η μοντέρνα θεωρία βοήθησε στο
να δημιουργηθεί ένα χάος χύρω α π ό χον όρο. Οι διαφωνίες που
αναπτύχθηκαν δεν βοηθούν από ένα σημείο και έπειτα, και η
ερμηνεία του φαινομένου είναι αδύνατη. Συγχρόνως υπάρχει ένα
παιχνίδι/-'ανταγωνισμού: κερδίζει ο κριτικός που έχει πειστικό
ύς>ος και, σε τελική ανάλυση, το ίδιο το κείμενο θέτει τους όρους
προσέγγισης του.
2
Ν. Frye, Anatomy of Criticism, ό. π., σ. 223.
3 0 Alan Vilde θεωρεί ότι η ανάπτυξη της μεταμοντερνιστικής
ειρωνείας διαψεύδει την ντετερμινιστική θεωρία του Frye. 0
μελετητής που αντλεί από τον Frye περισσότερο από κάθε άλλον
είναι ο Hayden White. Όμως δεν αδιας-ορεί όσο εκείνος già την
ερφαρμο^ή της κυκλικής θεωρίας του. Εκφράζει μια λιγότερο
92
φανερό πως και οι δύο απόψεις βασίζονται στο αποτέλεσμα ή
στο στόχο. Η διαφορά όμως ξεκινά από την ίδια τη φύση των
φαινομένων. Για να χρησιμοποιήσει κανείς δοκιμότερη
ορολογία, θα μπορούσε, προκειμένου #ια τη λογοτεχνία, να
ορίσει τη σάτιρα ως τόνο και την ειρωνεία ως τεχνική, όταν
βρίσκονται σε συνάφεια. Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε
πως έχουν διατυπωθεί πολλές επιφυλάξεις #ια το αν η σάτιρα
είναι είδος ή απλώς μία ποιότητα λό^ου. 1 Είναι κοινός τόπος
ότι η σάτιρα έ χ ε ι χρησιμοποιήσει άπειρες (οορές την
ειρωνεία, ενώ η ειρωνεία μπορεί να είναι στην πρόθεση της
σατιρική, "εφόσον πάντα υπονομεύει. 0 Booth υποστηρίζει ότι η
ειρωνεία έ χ ε ι χρησιμοποιηθεί από την τραγωδία, την
κωμωδία, το έπος, τη σάτιρα, τη λυρική ποίηση, την αλληγορία
και άλλα είδη λό^ου, #ε#ονός που συνηγορεί υπέρ του
χαρακτηρισμού της ως τεχνικής. Όσο #ια τους άλλους όρους, η
ειρωνεία μπορεί να περιέχει στοιχεία παραλόγου τόσο του
κωμικού όσο και του τραγικού.
1
D. C. Muecke. ό. π., σ. 29
2
Ψ. Booth, ό. π., σ. 117.
94
έ χ ε ι γραφεί η ιστορία της ειρωνείας στην ευρωπαϊκή
λογοτεχνία ή έστω το σχέδιο μιας ιστορίας. Ο ίδιος επιχειρεί
μια ταξινόμηση, της οποίας τις αρετές και τις ελλείψεις θα τις
δούμε παρακάτω. Πάντως, μέχρι στιγμής; παρά τον τεράστιο
ótfKO άρθρων και μελετών σχετικά με διάφορες όψεις του
σύνθετου φαινομένου της ειρωνείας, # ι α καμία από τις
ευρωπαϊκές λογοτεχνίες δεν υπάρχει ολοκληρωμένη ιστορία
της ειρωνείας. Ο Norman Knox καταγράφει την ιστορία της
εξέλιξης του α υ λ ι κ ο ύ 'όρου από τον loo αιώνα μέχρι την
εποχή του. λεξικού του Dr Johnson (1755)· 1 Μέχρι τότε μπορεί
να θεωρηθεί, με ασφάλεια, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο
Mueck.e, ότι η έννοια της ειρωνείας δεν ήταν πιο σύνθετη σε
άλλες ευρωπαϊκές χώρες απ' ό, τι στην Α##λία. Ο Dr Johnson,
όπως είδαμε, ορίζει την ειρωνεία ως "έναν τρόπο λό#ου όπου
το νόημα είναι αντίθετο από τη διατύπωση", ορισμός που
έκτοτε, παρά την τεράστια φιλολογία #ύρω από τον όρο ο ι
την εντυπωσιακή μετεξέλιξη της έννοιας, αποτελεί κοινό τόπο
όπου συναντώνται όλες οι απόπειρες ορισμού της.
Ο ορός ειρωνεία άρχισε να αποκτά πολλές ν έ Ξ ς
σημασίες μετά το 1755, με- πιο ^ρή^ορους ρυθμούς στη
Γερμανία απ' ότι στην Αγγλία ή στη Γαλλία. Βέβαια, ο όρος
"δραματική ειρωνεία" ήταν γνωστός ως πρακτική από τους
θεατρικούς σ υ ^ ρ α φ ε ί ς , αλλά, αν και έ^ινε γνωστός π.χ. στην
Α.^λία από το 1Ô03, δεν έ^ινε καθολικά αποδεκτός παρά μόνο
1
Ουσιαστικά .ο Ν. Knox συνεχίζει την ιστορία του όρου απο εκεί
που την ά4ησε ο G. G. Sedgevick, στη διδακτορική του διατριβή
(Dramatic Irony , Χάρβαρντ, 1913). Βλ. Ν. Knox. The Word Irony and its
context 1500-1755, Durham, Duke University Press, 1961. 0 E. V.
Rosenheim, Jr. παρατηρεί ότι παρά το ^ε^ονός ότι αυτή η εμβρι9ής
μελέτη κάνει σαφείς διακρίσεις ως προς το περιεχόμενο του όρου
μέσα στο διάστημα που εξετάζει, νομιμοποιεί παράλληλα τις
αμφιβολίες που κατά καιρούς έχουν εκφραστεί già τη χρησιμότητα
της έννοιας ειρωνεία già αναλυτικούς σκοπούς. «The Satiric
Spectrum», στον τόμο Satire:..., σ. 328.
το 1907.1 Όλοι οι κριτικοί συμφωνούν ότι ως τον löo αιώνα η
ειρωνεία ήταν απλώς ρητορικό τέχνασμα, μ ι κ ρ ό τ ε ρ η ς
σημασίας από άλλα, π.χ τη μεταφορά. Ουσία του ρητορικού
τεχνάσματος ήταν η κατηγορία μέσω του επαίνου και ο
έπαινος μέσω της κατηγορίας, παρακλάδι του οποίου θεωρείται,
κατά τον Knox, η σωκρατική ειρωνεία. Η ενδιαφέρουσα
εξέλιξη του όρου ξεκινάει με τον γερμανικό ρομαντισμό, όπου
πρώτη φορά η ειρωνεία ταυτίζεται με την αντικειμενικότητα,
με την έννοια της ελεύθερης κριτικής απόστασης και
απολύτως συνειδητής εξουσίας του δημιουργού πάνω στο έρ#ο.
Η διακήρυξη των γερμανών ρομαντικών ότι η ειρωνεία είναι
η κατεξοχήν αρχή της Τέχνης βρίσκεται πολύ κοντά στην
εκτίμηση του μοντερνισμού #ια την ειρωνεία. 2 Όπως Θα
δούμε, μιε το τέλος του ρομαντισμού η ειρωνεία είχε αναχθεί
σε σημαντική ε^ελιανή έννοια, συνώνυμη του ρομαντισμού.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις η θεωρία της ειρωνείας βρισκόταν,
τον 19ο αιώνα, στα, χέρια Γερμανών, ή ανθρώπων με
γερμανική παιδεία», όπως ο Kierkegaard και ο Ελβετός Amie!
και, στον 20ο αιώνα, στα χέρια του Vladimir Jank.élévitcri.3
Παρόλο που ο Muecke αναγνωρίζει την ανάγκη #ια βασικές
εργασίες πάνω στο φαινόμενο της ειρωνείας, παρατηρεί ότι η
ειρωνεία έ^ινε της μόδας, σε επίπεδο λογοτεχνικής κριτικής,
μόλις στη δεκαετία του 1950, με ολοένα αυξανόμενη
1
Την απροθυμία του Α. V. Schlegel να αναγνωρίσει την παρουσία
ειρωνείας στην τραγωδία, ο D. C. Muecke την αποδίδει εν μέρει στο
ότι δεν είχε ξεκάθαρη άποψη già την ειρωνεία, και εν μέρει στην
ανικανότητα του να διαχωρίσει την ειρωνεία από τη σάτιρα, (ό. π.,
σ. 8). V-
2
Η ιστορία της ιδέας της ρομαντικής ειρωνείας από τον F. Schlegel
στον Kierkegaard γράφτηκε από την Ingrid Strohschneider-Kohrs, Die
Romantische Ironie in Theorie und Gestaltung , Tübingen. 1960.
3 0 Kierkegaard ασχολείται με την έννοια της ειρωνείας ως ιδέας
και έχει άλλη οπτική. Κυρίως τον ενδιαφέρει να προσεγγίσει τον
τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να διαβάσει το σύμπαν.
Ενδιαφέρεται δηΗαδή να προσεγγίσει, ένα είδος αυτόνομης
πραγματικότητας μέσα από την ε^εΠειανή παράδοση.
96
1
βιβλιογραφία. Επίσης, και ο Booth παρατηρεί πως, ενώ από το
1920 έως το 1949 δεν έχει γραφεί σχεδόν τίποτε σχετικό, το
1950 σημειώνεται βιβλιογραφική έκρηξη. Την αιτία αυτού του
ολοένα μεγαλύτερου ενδιαφέροντος #ια το θέμα ο Muecìce την
εντοπίζει στους εξής παράγοντες :
α) η ίδια η λογοτεχνία έ^ινε πιο ειρωνική'
β) δεν αυξήθηκε το ενδιαφέρον των κριτικών, αλλά η
ευαισθησία τους απέναντι στην ειρωνεία'
#) η έννοια της* ειρωνείας διευρύνθηκε και συμπεριέλαβε
στάσεις ζωής, καταστάσεις και τρόπους γραφής που παλιότερα
δεν θα θεωρούνταν ειρωνικά σε καμιά περίπτωση.
Είναι ευνόητο ό τ ι ' η ανάπτυξη της ειρωνείας, ίου
ενδιαφέροντος #ια άην ειρωνεία και της έννοιας της
ειρωνείας συνδέεται στενά με άλλες μεταβολές στην
πολιτισμική ιστορία της Ευρώπης.
1
0 D. C. MuecKe παραθέτει ενδεικτικά στατιστικά στοιχεία από τον
International Index to Periodicals. Κάτω από το λήμμα "ειρωνεία"
στεγάζονται από τον Μάρτιο 1946 ως τον Φεβρουάριο 1952 πέντε
εργασίες, δώδεκα τα επόμενα έξι χρόνια, τριανταδύο τα επόμενα
έξι, και τρι,αντατρία τα επόμενα τέσσερα.
2
D. C. MuecKe, ό. π., σ. 10.
97
μοντέρνας τέχνης είναι η αντίθεση προς την κλασική τέχνη
(υποκειμενικότητα αντί θ. προς αντικειμενικότητα, λογικό
αντίθ. προς παράλογο, πρωτόγονο αντίθ. προς συναισθηματικό,
απόλυτο αντίθ. προς σχετικό κτλ.) υποστήριξε ότι, εφόσον είναι
αδύνατον να απαλλαγούμε από τις αξίες της κλασικής τέχνης, η
μόνη λύση βρίσκεται στην απόπειρα συμφιλίωσης, με την
αποδοχή και αναγνώριση των αδιάλλακτων αντιθέσεων. Τα
ονόματα που δόθηκαν σ' αυτή την απόπειρα ήταν (γερμανικός)
ρομαντισμός και (ρομαντική) ειρωνεία. 0 Kiefk.ergaarcr
ταυτίζει τις δύο παραπάνω έννοιες:
1
ΒΑ. Kierkergaard, The Concept of Irony. Mtç. Lee M. Capei. London.
1966, σ. 292.
90
α ν τ ι θ έ τ ω ν . * Η άποψη ότι ένα έ ρ # ο τέχνης πρέπει να
εμπεριέχει ειρωνική ένταση και συνείδηση της δυνατότητας
πολλών (ίσως ασυμβίβαστων) οπτικών γωνιών έ ^ ι ν ε κοινός
τόπος. 0 Muecke προσπερνάει τις οφειλές της μοντέρνας
αντίληψης y ta την ειρωνεία στη Νέα Κριτική, αλλά ασφαλώς
αναγνωρίζει ότι τα είδη της ειρωνείας που κυριαρχούν στη
σ ύ γ χ ρ ο ν η λογοτεχνία δεν είναι τα ίδια με αυτά του
παρελθόντος; η μοντέρνα ειρωνεία είναι λιγότερο σατιρική
και πιο υποκειμενική, λιγότερο ρητορική και πιο
"ατμοσφαιρική", λιγότερο επιθετική και πιο αμυντική. Η λέξη
"ειρωνεία" πολύ #ρή#ορα προσέλαβε την μοντέρνα της έννοια,
η οποία ανάβεται στον ρομαντισμό και ε ί ν α ι έννοια
συνύπαρξης των αντιθέτων.2
Παρά την τεράστια βιβλιογραφία και εν μέρει εξαιτίας
της, ο κριτικός και ο θεωρητικός της ειρωνείας φαίνεται πως
έχουν σήμερα να αντιμετωπίσουν πρόσθετα προβλήματα: στις
ενδογενείς δυσκολίες του ορισμού--αυτές που προκύπτουν από
τη φύση της έννοιας της ειρωνείας--, προστέθηκαν οι
υπερβολές και οι παρερμηνείες των μελετητών του όρου.
Τυπικό παράδειγμα υπερβολής είναι, κατά τον Muecke, ο
Cleanth Brooks, ο οποίος, φτάνοντας καθ' υπερβολήν στο
1
Ι. Α. Richards, Principles of Literary Criticism, O.K., σ. 250. Παρόμοια
άποψη ανέπτυξαν και οι Robert Penn barren, Cleanth Brooks, χ. ά.,
υποστηρίζοντας ότι ένα ποίημα δεν είναι ευάλωτο στην
εξωτερική ειρωνεία του αναγνώστη, όταν ενσωματώνει μέσα του
την "ειρωνική" συνείδηση των αντίθετων και συμπληρωματικών
στάσεων που έχει ο ίδιος ο δημιουργός του.
2
Ενδεικτικό sta την αλματώδη εξέλιξη είναι το ^ ο ν ό ς ότι το
1921. ο T. S. Eliot ορίζοντας την ποιότητα του πνεύματος του
Marvell, δεν επεσήμανε την ειρωνεία παρόλο που ο ίδιος είναι
ειρωνικός ποιητής και είδε το θέμα με τις ίδιες προϋποθέσεις και
όρους με τους οποίους το είδε ο Richards και οι Νέοι Κριτικοί.
Μόνον τρία χρόνια αργότερα, ο Richards, στο βιβλίο του, που
αναγέρθηκε παραπάνω, είδε την ειρωνεία και όρισε το ειρωνικό ως
εκείνο που φέρνει στην επιφάνεια την α ν τ ί θ ε τ η , τη
συμπληρωματική ενέργεια.
99
συμπέρασμα όχι όλη η ποίηση είναι ειρωνική εξαιτίας του
τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιεί τη χλώσσα, αχρήστεψε την
έ ν ν ο ι α της ειρωνείας και έδειξε ξεκάθαρα την ανάγκη
διασαφΠνισμού της.ι
Φυσικά, η συμβολή του Brooks,, καθώς και της Νέας
Κριτικής στη θεωρία της ειρωνείας είναι ουσιαστική. Γύρω
σ τ α ι<330 η λέξη ειρωνεία έ χ ι ν ε κοινός τόπος στη
Η ο χ ο ΐ ε χ ν ι κ ή κριτική. 0 Brooks κυρίως α ν ί χ ν ε υ σ ε την
σττ
ειρωνεία ί λυρική ποίηση, υπογράμμισε την αξιολογική
δύνααΠ του όρου και προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει την
έ ν ν ο ι α της ειρωνείας όχι ως κάθετη ιεραρχία διατύπωσης και
ν ο ή α α τ ο ς αλλά ως οριζόντια ένταση. Η ειρωνική λογοτεχνία
ήταν "καλύτερη" από την άλλη λογοτεχνία, αλλά όσον αφορά τη
μοοδή * κ α ι ΐΓ1 δομή και όχι την υπονοούμενη "σωκρατική"
φ ι λ ο σ ο φ ι κ ή σ τ ά σ η . 2 Αλλά και ο Booth, παραθέτοντας
βιβλιογραφία χια την ειρωνεία στο τέλος του βιβλίου τ:υ,
επισημαίνε 1 άτι από τον τεράστιο όχκο βιβλιογραφίας μόνο
λίχες μελέτες παρέχουν σαφή βοήθεια σε επίπεδο
αεθοδολοχίας.3
Νομίζω πως εδώ έχει τη θέση της μια μικρή
παρέκβαση, απαραίτητη ftia να εξηχηθεί η επιλοχή της
θεωρίας του Muecke ως θεμελιώδους χια την κατανόηση του
φαινομένου της ειρωνείας. 0 τρόπος με τον οποίον ο Βοοτίί
1
Χρησιμοποιεί #ια. τις διακρίσεις του τα τρία κριτήρια που
εξετάζει και ο D. C. MuecKe—βαθμό διαφάνειας, σταθερότητα
πραγματικού νοήματος, οπτική χωνία αλήθειας που αποκαλύπτεται-
-εστιάζοντας όμως το ' ενδιαφέρον του στη σχέση συχχρα&έα-
αναχνώστη και δημιουργώντας πολύ αναιρετικές κατηγορίες, π.χ.
σταθερή-καλυμένη-εντοπισμένη ειρωνεία, σ τ α θ ε ρ ή - α ν ο ι χ τ ή ,
ασταθής κλπ. Όσο χια τα στοιχεία που οδηχούν τον αναχνώστη
στην αναχνώριση της ειρωνείας, υποστηρίζει ότι β ρ ί σ κ ο ν τ α ι
πάντα στα συμφραζόμενα και είναι:
1. Ευθεία προειδοποίηση με τη ς,ωνή του συχχραΘέα
2. Πραχματοποχικά λάθη •
3- Αντίς,αση δεδομένων •
<
4. Συχκρούσεις ύοους
5. Σύχκρουση απόψεων μεταξύ συχχραφέα και έρχου.
Το ενδιαφέρον του Booth εστιάζεται κυρίως στη δυσκολία
ανάχνωσης της ειρωνείας και εντοπισμού της λογοτεχνικής της
αξίας. Α&ού εξετάσει τέσσερις τρόπους αξιολόχησης που ο ίδιος
υποθετικά δέχεται ως αξιόπιστους—α) κρίση των μερών όπως αυτά
συνεισφέρουν στο έρχο, β) κρίση των μερών με βάση κάποιες
σταθερές της κριτικής, χ) κρίση συγκεκριμένων έρχων μέσα από
τα δικά τσύς εσωτερικά στάνταρντς, δ) σύχκριση ειδών—καταλήχει
στην αναίρεση τους, λόχω έλλειψης κανόνων. Έτσι, ο μόνος τρόπος
ανάγνωσης της ειρωνείας και αποτίμησης της λογοτεχνικής της
αξίας ε ί ν α ι , κατά τον Booth, ο αναγνώστης να προσπαθεί να
εξαλείψει τ ι ς τέσσερις βασικές παραμέτρους, η ύπαρξη τ ω ν
οποίων εμποδίζει την ανάχνωση της ειρωνείας: άχνοια, έλλε'ιψη
προσοχής, προκατάληψη, συγκινησιακή ανεπάρκεια.
Προσπαθώντας να καταρτίσει έναν κατάλοχο "ειρωνικών
ειδών" με βάση την αποδεκτή από όλους νόρμα όπου στηρίζεται η
101
χρησιμοποιεί πολίΐά παραδείγματα # ια να δείξει όχι, παρά τις
ομοιότητες, κάβε περίπτωση προσθέτει κάτι διαφορετικό,
υπονομεύοντας έτσι μια συστηματική . προσέγγιση της
ειρωνείας. Αντίθετα, ο Mueclce εξοικειώνει τον αναγνώστη
με τις ποικίλες τεχνικές της ειρωνείας, αλλά και κατορθώνει
να συστηματοποιήσει τις ποικίλες εκφάνσεις της ειρωνείας και
να συνθέσει τις διάφορες οπτικές διαχρονικά και συγχρονικά.
Ωστόσο το βιβλίο του Booth είναι εξαιρετικά χρήσιμο σε
επιμέρους θέματα, όπως θα δείξουμε παρακάτω.
Μια άλλη αρετή του βιβλίου του MuecKe είναι η
σταδιακή διασάφηση της έννοιας της ειρωνείας, παρά τις
κάποιες αντιφάσεις του, κυρίως σε θέματα που αφορούν
συνάφειες όρων. Η ειρωνεία είναι φαινόμενο διπλής
διαστρωμάτωσης. Στο πρώτο επίπεδο βρίσκεται το δρώμενο ή η
κατάσταση όπως εμφανίζεται στο θύμα της ειρωνείας (όπου
υπάρχει θύμα) ή όπως απατηλά παρουσιάζεται από τον είρωνα
(όπου υπάρχει είρωνας). Στο δεύτερο επίπεδο υπάρχει πάντα
μια μορφή αντίθεσης ανάμεσα στα δύο επίπεδα, που μπορεί να
iiu^joi οι: ί-ιορφη ιη^ α^υμ^ων^ας, (,η^, α ν α φ α υ ι ^ η .. i b
ασυμβατότητας.
Κ αντίθεση μπορεί //α εκδηλώνεται ανάμεσα στα δύο
επίπεδα (απλή ειρωνεία), ή στο πρώτο επίπεδο (σύνθετη
ειρωνεία). Πάντα, όμως, υπάρχει το στοιχείο της "αθωότητας":
είτε το θύμα δεν γνωρίζει είτε ο είρωνας υποκρίνεται ότι
δεν γνωρίζει το πραγματικό νόημα των λόγων του. Ο Muecve
δέχεται ως εξαιρέσεις:
α) τον σαρκασμό, όπου υπάρχει άλλου είδους αμεσότητα και
κανένα στοιχείο αθωότητας: ο είρωνας δεν υποκρίνεται, και το
θύμα χ ω ρ ί ζ ε ι . Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι υπάρχει
διαφωνία μεταξύ των μελετητών #ια το αν ο σαρκασμός
αποτελεί μορφή ειρωνείας ή όχι. Ο David. S. K a u f e r
υποστηρίζει ότι ο σαρκασμός δεν είναι ε ι ρ ω ν ε ί α : «Η
1
G. Highet, The Anatomy of Satire.. ό. π., σ. 57.
2
Muecke, ό. π., σ. 20. 0 Booth (ό. π., σ. 39) θεωρεί παραπλανητικό τον
όρο "αθωότητα", 5iórt μερικές $ορές αθώος είναι ο ίδιος ο είρωνας.
104
Γερμανοί ρομαντικοί, ο Hegel, ο Kierkegaard, και αργότερα οι
1
Αγγλοι και ot Αμερικανοί κριτικοί.
Η ειρωνεία προϋποθέτει ένα βαθμό αλαζονείας- μόνο η
φρόνηση ή η πλήρης άγνοια είναι ασφαλείς, δηλαδή δεν
εκθέτουν το θύμα. Αντίθετα, η αυτοπεποίθηση σε συνδυασμό
με την άγνοια γίνεται διανοητική ύβρις και επισύρει τιμωρία.
Αλλά και ο ίδιος ο είρωνας είναι ευάλωτος, εφόσον η ίδια η
πράξη της ειρωνείας προϋποθέτει ένα βαθμό αλαζονείας. Όταν
ο είρωνας κατορθώνει ένα βαθμό λεπτότητας και πειστικά
υιοθετεί έναν τόνο σοβαρότητας ή εξυπνάδας, βρίσκεται στην
απαρχή της δημιουργίας ενός ειρωνικού προσωπείου. Η
προσωποποιημένη προσποίηση αθωότητας του είρωνα μοιάζει
πολύ με την αληθινή -'αθωότητα" του θύματος. Από τη στιγμή
που δημιουργείται ένα προσωπείο, ο είρωνας δεν είναι πια
απλώς ειρωνικός αλλά δημιουργεί μια ειρωνική κατάσταση
όπου τοποθετεί το "αθώο" του προσωπείο.
Αντικείμενο (όχι θύμα) της ειρωνείας μπορεί να είναι
ένα πρόσωπο, μια άποψη, μια πίστη, μια κοινωνική συνθήκη ή
θεσμός, ένα φιλοσοφικό σύστημα, μια θρησκεία, ακόμη και
ένας ολόκληρος πολιτισμός ή η ζωή η ίδια. 2 Συχνά, συμβαίνει
σε μυθιστορήματα και θεατρικά έργα να μην είναι κάνεις
βέβαιος αν ένας ειρωνικός συγγραφέας παρουσιάζει έναν
χαρακτήρα ως είρωνα ή θύμα ειρωνείας μέσω του
αντικειμένου το οποίο μπορεί θαυμάσια να είναι ξεκάθαρο.
Γύρω από αυτό το θέμα, ο Knox συνεισφέρει στην κριτική έναν
χρήσιμο όρο, τον "πλασματικό χαρακτήρα" τον οποίο επινοεί ο
1
Παρόμοια αντιμετωπίζει αυτό το είδος της ειρωνείας ο Morton
ί
Gurewitcf/σχο βιβλίο του European Romantic Irony, (Ann. ArPr
Microfilms, 1959) κάνοντας τη διάκριση μεταξύ ειρωνείας και
σάχιρας. 0 Muecke δεν δέχεται τη δάκριση αυτή. διότι παραβλέπεται.
έτσι η απλή διορθωτική ειρωνεία. Εξάλλου, ακόμη και από χην
ειρωνεία του παραδόξου ή του διλήμματος δεν λείπει εντελώς
κάποιο στοιχείο διόρθωσης, α<όού θύμα μπορεί να είναι ο καθένας
μας, και αντιμετωπίζεται όχι με συμπόνοια ή αμηχανία αλλά από
απόσταση, άρα ειρωνικά.
2
Muecke, ό. π., σ. 34.
105
συγγραφέας και ο οποίος εκφράζει τις απόψεις στις οποίες ο
συγγραφέας θα επιτεθεί. Επίσης, ενδέχεται να μην μπορεί
κανείς να διακρίνει ούτε αντικείμενο, ούτε θύμα ειρωνείας. Ο
Booth παρατηρεί ότι ο όρος ισορροπεί μεταξύ νοήματος και
μη νοήματος, αφού η πολλαπλότητα των εκδοχών του τείνει να
τον ακυρώσει.^ Μερικές φορές ο σοβαρός συγγραφέας μπορεί
να παρουσιάζεται ως ψευδοθύμα, ιδίως όταν ο συγγραφέας -
είρωνας παρουσιάζεται με τον χαρακτήρα ενός τυπικού
θύματος ειρωνείας.
0 Muecke διακρίνει τρεις τρόπους να είναι κανείς θύμα:
Ι. Θύμα που είναι συγχρόνως και αντικείμενο της ειρωνείας.
α) Αυτός στον οποίο απευθύνεται κανείς ειρωνικά.
β) Αυτός για τον οποίο μιλά κανείς ειρωνικά.
II. Αυτός που είναι σε ειρωνική κατάσταση δίχως να το ξέρει.
α) Αυτός που δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι τον
αντιμετωπίζουν ειρωνικά.
β) Αυτός που δεν μπορεί να αναγνωρίσει την ειρωνεία
που δεν απευθύνεται σ' αυτόν. (Μερικές φορές είναι e
ίδιος ο αναγνώστης, όταν αδυνατεί να 6ει την ειρωνεία
του συγγραφέα).
γ) Αυτός που δεν μπορεί να αναγνωρίσει ότι είναι
θύμα καταστάσεων ή συνωμοσίας.
δ) Αυτός που αδυνατεί να καταλάβει ότι οι λέξεις του
τον προδίνουν.
III. Αυτοί που ξέρουν ότι βρίσκοναι σε ειρωνική κατάσταση,
δίχως να μπορούν να αντιδράσουν.2
Ίσως εδώ να διαφαίνεται από άλλη πλευρά η αντίφαση του
Muecke, όσον αφορά το κατά τη γνώμη του απαραίτητο
στοιχείο/της αθωότητας: ο τελευταίος τύπος θύματος φαίνεται
να το ακυρώνει.
Ο Muecke επισημαίνει την ανεπάρκεια ή την
ασυμβατότητα των ορισμών της ειρωνείας, παρατηρώντας ότι
1
Σχετικά με το θέμα της σκοτεινότητας της ειρωνείας, βλ. Booth, ό
π., σ. 172. Βλ. επίσης το κεφάλαιο «Το αίτημα της διαφάνειας»
(Knox, ÓJL, σ. 154).
2
Muecke, ό. π., σσ. 35-39.
106
ot Ά ^ λ ο ι δείχνουν απροθυμία να αποσαφηνίσουν ό,τι αμήχανα
αποκαλείται "νεότερη ειρωνεία"', ενώ οι Α μ ε ρ ι κ α ν ο ί
παρερμηνεύουν τη ρομαντική ειρωνεία* αυτό, και στις δύο
περιπτώσεις συμβαίνει, επειδή είναι δύσκολο να δουν την
ειρωνεία σε άλλα συμφραζόμενα έξω από τα συμφραζόμενα
της μιας πραγματικότητας που διορθώνει μια φαινομενική
πραγματικότητα, όπως στη δραματική ή σατιρική ειρωνεία, τα
πιο γνωστά είδη στην α^λόφωνη λογοτεχνία. Οι Γάλλοι
τείνουν να απωθούν τη'δραματική ειρωνεία, αν και έχουν
συνείδηση των αντιφάσεων της ζωής. Οι Γερμανοί, επίσης,
απωθούν 'τη δραματική ειρωνεία, αλλά δίνουν έμφαση στην
ειρωνεία ως αίσθημα ζωής (leoensgefühl) και δημιουργική
αρχή (schöpferisches prinzip).1 0 Mueclce διακρίνει δύο βασικά
είδη ειρωνείας:
α) λεκτική ειρωνεία: προϋποθέτει έναν είρωνα,
κάποιον που δημιουργεί σκοπίμως μια τεχνική, και
εξαρτάται κυρίως από τη στρατηγική του·
β) ειρωνεία των καταστάσεων: προϋποθέτει μια
κατάσταση πραγμάτων που προσλαμβάνεται ως
ειρωνική, και εξαρτάται κυρίως από τον αναγνώστη
και την ευαισθησία του.
Και τα δύο είδη προϋποθέτουν την αντιπαράθεση ασύμβατων
και δεν είναι πάντα ξεκάθαρα- όπως συμβαίνει και με τα
βασικά χρώματα, ανάμεσα τους, υπάρχουν άπειρες αποχρώσεις,
που προκύπτουν από την ανάμειξη τους. Ο Muecice, επίσης,
διακρίνει τρεις τρόπους να είναι κανείς ειρωνικός (απλόν,
σύνθετο και διακριτικό) και τρεις βαθμούς ειρωνείας:
4 •
1~
1
Τούτο μπορεί να εξηγηθεί εύκολα από το ^ ο ν ό ς ότι από τις αρχές
του 19ου αιώνα η γερμανική έννοια της ειρωνείας ταυτίστηκε με
την πολυεπίπεδη και πολυσχιδή ειρωνεία του Goethe του οποίου οι
αναγνώστες ήταν περισσότερο θύματα της συ^ρα^ικής ειρωνείας,
παρά συμμέτοχοι, μαζί με τον συ^ραφέα, χης κωμωδίας της ζωής.
Εξάλλου, ο Marx Scheler δίνει τον χαρακτηρισμό "τραγικό" σε ό,τι ο
α^λό^ωνος κριτικός θα αποκαλούσε ειρωνεία των περιστάσεων.
(Muecke, ό. π., σ. 40).
107
Ι' Ανοιχτή ειρωνεία, όταν υπάρχει μια κατάφωρη αντίθεση. 0
αναγνώστης τη βλέπεt αμέσως. Συχνά ο τόνος της φωνής ή
υφολογικά στοιχεία τον καθοδηγούν να είναι καχύποπτος στο
φαινομενικό νόημα. 0 τόνος μπορεί να είναι:
α) σύμφωνος με τον τόνο του πραγματικού νοήματος,
οπότε προκύπτει σαρκασμός ή πικρή ειρωνεία·
β) υπερβολή του τόνου που είναι κατάλληλος #ια το
φαινομενικό νόημα, οπότε προκύπτει "βαριά ειρωνεία",
σε ό,τι αφορά το θύμα.1 Μπορεί να συνοδεύεται από-
χειρονομίες ή μορφασμούς.
Εδώ πρέπει να ειπωθεί ότι η επανάληψη των ειρωνικών
εκφράσεων ή των ειρωνικών τεχνασμάτων αποδυναμώνει την
ειρωνεία δημιουργώντας στερεότυπα (κλισέ).
1
0 Γρ. Βλαστός παρατηρεί ότι ο Muecke (αλλά και ο Booth)
παραλείπουν μία διάσταση της ειρωνείας που ο ίδιος υποστηρίζει
ότι σχετίζεται με το αίνιγμα. Συγκεκριμένα #ρά&ει: «Στα δείγματα
που αναοερει ο Muecke, 1969: 151-19, ορισμένα από τα οποία είναι
αριστουργήματα, δεν συμπεριλαμβάνεται κανένα που να ανήκει
ξεκάθαρα σ' αυτή την ποικιλία. Η διάσταση αυτή της ειρωνείας
δεν επισημαίνεται, και ç-υσικά δεν διερευνάται, ούτε σ' αυτό ούτε
στο άλλο έξοχο βιβλίο, εκείνο του Booth, 1974.» Και διερευνώντας
αυτή τη μορς.ή ειρωνείας επισημαίνει: «Μια τρίτη δυνατή χρήση
της ειρωνείας έχει προσεχτεί τόσο λί$ο, ώστε να μην υπάρχει
ειδική ονομασία gì' αυτήν. Ας την καταδείξω μ' ένα παράδε^μα. 0
Παύλος, συνήθως ένας καλός μαθητής, σήμερα δεν τα πάει καλά στο
μάθημα. Κομπιάζει κατά την εξέταση, εξopgίζovτας έτσι τον
κaθηgητIy του, ο οποίος στο τέλος αναβωνεί'Ύί να σου πω, Παύλο,
σήμερα είσαι σπουδαίος!"». (Γpηgópιoς Βλαστός, Σωκράτης.
Είρωνευτϊίς και τι9ικός ξίίίόσοξος. Mxç. Παύλος Καλλ^άς.
Πpoλεgóμεva-Eπιμέλειa μετάφρασης: Αλέξανδρος Νεχαμάς. Αθήνα,
"Εστία", 1993, σσ. 57-56). Όμως αυτό το είδος ειρωνείας είναι η
"βαριά ειρωνεία", μια μορς>ή ανοιχτής ειρωνείας, που αναφέρει ο
Muecke. Πιστεύω κακώς συνδέεται με το αίν^μα. Η αδυναμία
ανίχνευσης της από το θύμα της ειρωνείας δεν έ$κειται στο ότι
μοιάζει με aίvtgμa, αλλά στην απατηλή φύση της ειρωνείας.
10Ö
II. Κλειστή ειρωνεία. Διαφοροποιείται από την ανοιχτή
ειρωνεία, διότι εδώ δεν υπάρχει ούτε τόνος ούτε υφολογική
ένδειξη. Σκοπός του είρωνα δεν είναι να αποκαλυφθεί ο ίδιος,
αλλά να υποχρεώσει τον αναγνώστη να διερευνήσει. Όσο πιο
αθώος είναι ο τρόπος του είρωνα, τόσο μεγαλύτερος και ο
κίνδυνος να περάσει η ειρωνεία αδιά^νωστη, πράγμα που
συμβαίνει συχνά. Σ' αυτό το είδος της ειρωνείας τα
συμφραζόμενα παίζουν σπουδαίο ρόλο· μπορούν ν α
συμφωνούν με: Λ ."
α) ó/ci ήδη γνωρίζουμε #ια τον συ^ραφέα και το
αντικείμενο'
β) ό, τι ο συ^ραφέας μάς πληροφορεί ^ια τον εαυτό του
και το αντικείμενο, πέρα και ανεξάρτητα από την
υποκριτική του στάση'
-$) ό,τι καταλαβαίνουμε από τον τρόπο με τον οποίο
εκφράζει τη #νώμη του, παρουσιάζει την ιστορία του ή
κατευθύνει το επιχείρημα του.
Δηλαδή, ό,τι φαινομενικά λέγεται μπορεί να αντικρούεται ή να
προσδιορίζεται από :
α) προηγούμενη #νώση #ια την αλήθεια, την πραγματική
άποψη του συ^ραφέα, τον πραγματικό χαρακτήρα του
συ^ραφέα, αν παρουσιάζεται διαφορετικός'
β) ό,τι ο συ^ραφέας λέει ή υπονοεί πέρα από την
υποκριτική του στάση.
Αυτή η εσωτερική αντίφαση μπορεί να είναι αντίφαση
γνωμών ή #ε#ονότων, λογική αντίφαση, παράφωνος τόνος
στην ομιλία, γλωσσική αντίφαση ή ανακολουθία, οποιαδήποτε
αντίφαση ανάμεσα σε ό,τι φαινομενικά λέγεται και σε ό,τι
αποκαλύπτεται από τον πραγματικό χαρακτήρα του συ##ραφέα.
Η μέθοδος της εξωτερικής αντίφασης χρησιμοποιείται όταν ο
σ υ ^ ρ α φ έ α ς εμπιστεύεται την αντικειμενική ^νώση του
κοινού του. Διαφορετικά απαιτείται εσωτερική αντίφαση. Η
Ανοιχτή ειρωνεία χρησιμοποιείται μόνο σε μικρά κείμενα,
διότι εύκολα μπορεί να ^ίνει ανιαρή. Η Κλειστή ειρωνεία
κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη και μπορεί να
χρησιμοποιείται σε μεγαλύτερα κείμενα, αν και αυτή
υπόκειται στον ίδιο νόμο: η επανάληψη την αποδυναμώνει.
109
III. Προσωπική ειρωνεία: δεν υπάρχει πρόθεση να #ίνει
αντιληπτή ούτε από το θύμα ούτε από κανέναν άλλον. 0
σ υ ^ ρ α φ έ α ς που τη χρησιμοποιεί είτε κατέχει κάποιο μυστικό
που μόνο σ" αυτόν είναι γνωστό, είτε είναι-βέβαιος ότι το θύμα
του δεν θα δει την εσωτερική αντίφαση. Αυτό το είδος της
1
ειρωνείας μοιάζει πολύ με τη φάρσα.
Την ίδια διάκριση, όσον αφορά τους βαθμούς της
ειρωνείας κάνει και ο Booth, ο οποίος επηρεάζεται από τον
Muecl<e στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του.
Η ειρωνεία είναι μια έ ν ν ο ι α που συνεχώς
μεταμορφώνεται και κατορθώνει να απεκδύεται τις
συνδηλώσεις που αποκτά κατά περιόδους και να προσκτά
καινούριες. Η μελέτη ή ακόμη και η παράθεση των ποικίλων
μεταμορφώσεων του όρου ξεπερνά την αρμοδιότητα της
διατριβής μου. Επειδή όμως η ειρωνεία αποτέλεσε ένα από τα
θέματα που απασχόλησαν τους μελετητές τα τελευταία χρόνια,
είναι σκόπιμο να δοθούν συνοπτικά κάποιες απόψεις π: υ
συνδέονται με μείζονα θέματα της θεωρίας της λογοτεχνία: ή
και της φιλοσοφίας. 0 Allan Wtlòe, μελετητής της μοντέρνο:;,
κυρίως, ειρωνείας συνδέει την έννοια της ειρωνείας με το
θέμα της Πτώσης του Ανθρώπου από τον Παράδεισο και
διακρίνει τρία είδη ειρωνείας στον αιώνα μας: 2
α) Μεταβατική ειρωνεία: χαρακτηρίζει την προμοντερνιστική
εποχή. Η θέση του ανθρώπου είναι αμφίθυμη: ο άνθρωπος
1
Σύμφωνα με τον Ν. Frye ειρωνεία και φάρσα ταυτίζονται. 0
Muecke δεν συμφωνεί, διότι θεωρεί ότι η φάρσα δίνεται απλώς -<$ια
διασκέδαση, ενώ τα κίνητρα της ειρωνείας μπορεί να είναι πολλά. •
2
Η Candäce Lang θεωρεί πιο εφαρμόσιμη τη μέθοδο αυτή
—τουλάχιστον #ια τα μεταμοντέρνα κείμενα—από τις κλασικές
μεθόδους, που προσανατολίζονται στο περιεχόμενο και στηρίζονται
στην τροπολο^ική έννοια της ειρωνείας (: δηλ. σε διατύπωση
διαφορετική από το νόημα). Παρατηρώντας ότι οι περισσότεροι
κριτικοί τείνουν να βλέπουν την ειρωνεία σαν μια σειρά
στρατηγικών και τεχνικών, ο Vilde προτείνει να την
αντιμετωπίζουν ως "ένα τρόπο συνείδησης". (C. D. Lang,
Irony/Humor, ό. π., σ. 46.
HO
περιπλανιέται ελπίζοντας να ξανακερδίσει τον παράδεισο, να
πετύχει την ολοκλήρωση, εφόσον το ιδανικό είναι η αρμονία,
η συνέχεια.
β) Διαζευκτική ειρωνεία: χαρακτηρίζει την εποχή του
μοντερνισμού. Τείνει προς μια κατάσταση παραδόξου: ο
άνθρωπος αντιμετωπίζει έναν κόσμο αποσπασματικό και
διαλυμένο. Η ειρωνεία βλέπει τη διάλυση και θέλει να την
ελέγξει δημιουργώντας αντιθέσεις. Αναπόφευκτα, έρχα
διαζευκτικής ειρωνείας πραγματώνουν την ειρωνεία που
υποκαθιστά τη χνώση του ξανακερδισμένου Παραδείσου,
χ ) Αβέβαιη ειρωνεία: χαρακτηρίζει την εποχή του
Μεταμοντερνισμού. Το 'αίτημα του Παραδείσου εγκαταλείπεται
και ο κόσμος με την αταξία του και τη διάλυση του γίνεται
αποδεκτός. Μέσα σ' αυτόν τον κόσμο των αβεβαιοτήτων μπορεί
κανείς να ελπίζει μόνο στις μικρές χαρές της ζωής.1
Η κριτική και η θεωρία, από τον στρουκτουραλισμό :<si
ύστερα, επαναπροσδιορίζει τη φύση της ειρωνείας
αποσυνδέοντας τη από τη στρατηγική η την τεχνική και από
την έννοια του ρητορικού τεχνάσματος. Τη θεωρεί συνείδηση
που πραγματώνεται μέσω της χλώσσας.2 Αλλά ο θεωρητικός
λόχος, αγκαλιάζοντας τη φιλοσοφία (Lacan, Foucault, Sartre
κ.ά.) καταλήχει σε αδιέξοδο, εφόσον εστιάζοντας το ενδιαφέρον
μόνο στο σημαίνον καταλήχει στη συνειδητοποίηση ότι μια
μεταχλώσσα που να ανιχνεύει την ειρωνεία είναι αδύνατη.
1
Allan Vilde, Horizons of Assent: Modernism, Postmodernism and the
Ironic Imagination, Baltimore —London. The John Hopkins University
Press. 1981/-σσ. 9-10.
2
Σχετικά με τη φιλοσοφική διάσταση της ειρωνείας ο J. Α. Dane
πρατηρεί ότι ακόμη και η κλασική έννοια του όρου έχει,
ς.ιλοσο^κές διαπλοκές: «Από τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε την
ειρωνεία ως τρόπο, ως τ ε χ ν ι κ ή , λ ο γ ο τ ε χ ν ι κ ή στάση,
λογοτεχνικότητα, ιστορική φάση της ανθρωπότητας, ή μέσα από
οποιοδήποτε σχετικό αναιρετικό σχήμα, αρχίζουμε να χτίζουμε μια
φιλοσοφία της ειρωνείας και όχι κριτική.» J. Α. Dane, The Critical
Mythology of Irony, ό. π., σ. 169.
- .- IH
1
εφόσον και αυτή έχει χρεία μιας άλλης μετά^λύσσας κ. ο. κ.
Επίσης, στην πράξη είναι δύσκολο να διακριθούν οι λεπτές
αποχρώσεις που ενυπάρχουν σε θεωρητικό επίπεδο μεταξύ,
π. χ., ειρωνείας και χιούμορ ή μπαρόκ ειρωνείας (κατά τον
Berthes)· tfi' αυτό ορισμένοι Γάλλοι κριτικοί (Gilles Deleuze,
Jean-François Lyotard) όρισαν τη σχέση τους με την
παραδοσιακή φιλοσοφία και θεωρία μέσα από μια διαλεκτική
αντίθεση μεταξύ ειρωνείας και χιούμορ. Κ στάση πολλών
Γάλλων θεωρητικών είναι στάση πολιτική, εφόσον στηρίζεται
στην άποψη ότι η μόνη δυνατή αντίθεση προς τη γλώσσα της
εξουσίας είναι η υπονόμευση. Η στάση τους δηλαδή είναι
προϊόν μιας πολιτικής της υπονόμευσης.
Ο Daniel Ο 'Hara σε μια κριτική του έρ^ου De la
Grammatoiogie του Derrida, ο οποίος ορίζει την ειρωνεία ως
δύναμη που καλλιεργεί αντίθετες δυνατές ερμηνείες--~ου
προκαλεί τον αναγνώστη να δει ότι υπάρχει μεγάλη
αβεβαιότητα #ύρω από τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες
αποφασίζονται οι σημασίες των κειμένων και οι ερμηνείες
τους από τους αναγνώστες—, συνδέει την ειρωνεία με το CÂO
εγχείρημα της ανάγνωσης του Derrida, που τη χαρακτηρίζει
"μέθοδο # ι α να ^ ί ν ε ι προβληματικό το αίτημα της
ανάγνωσης". 2 Αλλά μια ουσιαστική συμβολή του Derrida είναι
η έννοια "παιχνίδι" (jeu), που σημαίνει το εσωτερικό παιχνίδι,
τη συμβίωση του σοβαρού με το παιχνίδι, η οποία ακυρώνει
την αντίθεση. Το παιχνίδι είναι πάντα σοβαρό, διότι το σοβαρό
είναι πάντα επηρεασμένο από το αντίθετο του. Το χιούμορ κατά
τον μελετητή συνίσταται σ' αυτή την άρνηση, ή άλλως,
αποτυχία να * ακουστεί μία μόνο φωνή. Ουσιαστικά ο Derrida
ψάχνει fytcc έναν φιλοσοφικό λό^ο δίχως μετα^λωσσικές
διαπλοκές. Αλλά και ο Barthes αναζητά κάτι παρόμοιο: Η
1
Η C. Lang (ό. π., σ. 49) υποστηρίζει ότι οι θεωρητικοί της
ειρωνείας που αγνοούν τις φιλοσοφικές διαπλοκές του όρου
κατέληξαν σε ανεπαρκή κατανόηση του φαινομένου.
2
Daniel 0 'Hara, Βιβλιοκρισία του De la Grammatoiogie του Jacques
Derrida, Journal of Aesthetics and Art Criticism, 36 (Φθινόπωρο
1977)362.
112
ειρωνεία δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από την ερώτηση που
θέτει η γλώσσα στον εαυτό της· πρόκειται #ια μια ειρωνεία
των συμβόλων, έναν τρόπο να στοχάζεται κανείς πάνω στη
γλώσσα μέσω των καταφανών και απροκάλυπτων γλωσσικών
καταχρήσεων. 0 Barthes υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση προς τη
ς>τωχή ειρωνεία του Βολταίρου, ναρκισσιστικό προϊόν μιας
γλώσσας γεμάτης αυτοπεποίθηση, μπορούμε να φανταστούμε
μια άλλη ειρωνεία, την οποία ονομάζει μπαρόκ ειρωνεία, διότι
αναπτύσσει το λό#ο."αντί να τον συστέλλει (qu' elle épanouit ie
langage, au lieu de le rétrécir). Αυτό δηλαδή που υποστηρίζει ο
Barthes είναι ένας λό^ος εναλλακτικός στο Άόχο της εξουσίας,
που θα αξιοποιεί την πολυσημία της γλώσσας. Βλέπει την
ειρωνεία ως πολιτισμικό κώδικα ο οποίος δεν είναι παρά
στερεότυπα λό^ων ή μία πολλαπλότητα έτοιμων γλωσσών που
η συμβολή τους χαρακτηρίζει έναν δεδομένο πολιτισμό. Έτσι η
ειρωνεία χίνεται, κατά τον 3arthes, προσπάθεια δημιουργίας
μιας αυθεντικής φωνής μέσα από ήδη διατυπωμένο λό#ο. Αλλά
και εδώ υπάρχει αδιέξοδο: η αναπόφευκτη ειρωνεία της
ειρωνείας είναι ότι στην κατάδειξη της μη αυθεντικότητα;
των άλλων δεν υπάρχει αυθεντικότητα. Η ειρωνική χειρονομία
είναι, τελικά, η επιδεικτική αλαζονεία ενός άλλου φθαρμένου
κώδικα: Η παρωδία, που είναι κατά κάποιο τρόπο ειρωνεία εν
τω ^ί^νεσθαι ή ερ^άζεσθαι (irony at work.) είναι μια κλασική
γλώσσα. Ίσως το ουσιαστικότερο σημείο της μπαρόκ ειρωνείας
να είναι η μη πρωτότυπη, πάντως, άποψη ότι αυτό που
ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να ακουστούν οι πολλές φωνές του
κειμένου. 1 Αυτή η μπαρόκ ειρωνεία ταυτίζεται με το χιούμορ.
Στην πράξη, επισημαίνει ο Barthes, είναι δύσκοΆο να διακρίνει
κανείς την- ειρωνεία από το χιούμορ.2
Από τους πλέον ακραίους θεωρητικούς είναι ο Paul de
Man, ο οποίος αναπτύσσει περαιτέρω την έννοια της
παράβασης του F. Schlegel (ξαφνική ανακάλυψη της ασυνέχειας
1
C.Lang, ό. π., σσ. 58-59.
2
Σχετικά με τη διάκριση ειρωνείας και χί,ούμορ από τους Barthes,
Derrida, Paul de Mann κ. ά. βΆ. την ευσύνοπτη και, διαφωτιστική
μελέτη του J. Α. Dane, ό. π, 169-191.
S 113
μεταξύ δυο ρητορικών κωδίκων). Σε ένα πρώιμο άρθρο του ο
De Man ασχολείται με την έννοια της ειρωνείας στη
Λογοτεχνία, ενώ συγχρόνως θέτει έναν αριθμό κρίσιμων
ερωτημάτων όσον α^ορά το προβληματικό καθεστώς του
1
κριτικού λόγου. Η άποψη του De Man γ ι α την ειρωνεία
αποτελεί μέρος μιας γενικότερης έρευνας που εστιάζεται στη
διάκριση ανάμεσα στην αλληγορία και στο σύμβολο σ τ η
ρομαντική λογοτεχνία. Η ειρωνεία μοιάζει με την αλληγορία
από την άποψη ότι η σχέση σημείου-νοήματος είναι ασυνεχής- -
και στα δύο, το σημείο αναφέρεται σε κάτι έξω από την
κυριολεκτική του σημασία και η λειτουργία του είναι ακριβώς
η θεματοποίηση αυτής της διαφοράς. 0 μελετητής ορίζει την
ειρωνεία "ως μόνιμη παράβαση μιας αλληγορίας" και μετά
προχωρεί στην ανάπτυξη των "Αλληγοριών της Ανάγνωσης":
«Ειρωνεία δεν είναι πια ένας τρόπος, αλλά η λύση της
αποδομητικής αλληγορίας όλων χω ν τροπολογικών γνώσεων., η
συστηματική λύση, μ' άλλα λόγια, της κατανόησης».2
Είναι προφανές ότι η διακοπή θεωρείται μέρος του
κώδικα όλων των κειμένων. Αρα όλα τα κείμενα εμπεριέχουν
το στοιχείο της υπονόμευσης και η διαδικασία ανάγνωσης
χαρακτηρίζεται από τη διακοπή. Έτσι, η ειρωνεία γίνεται η
υπονόμευση μιας περάτωσης που είναι πάντοτε υπεσχημένη
αλλά ακατόρθωτη. Η έμφαση στην ασυνέχεια είναι προφανώς
χρήσιμη διότι απηχεί ένα βασικό χαρακτηριστικό των
περισσότερων μοντερνιστικών κειμένων' επίσης, η αδυναμία
περάτωσης συνεισφέρει στην κατανόηση της ποιότητας της
μεταμοντέρνας ειρωνείας. Όμως, μέσα από την υπερβολική
γλωσσολογική. εμμονή του Paul de Man αλλά και όλου του
Αποδομισμού είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς την αίσθηση
ότι τα έργα καταπλακώνονται και ασφυκτιούν μέσα στις πτυχές
1
«The Rhetoric of temporality», στον τόμο Charles S. Singleton
(επιμ.λ Interpretation: Theory and Practice, Baltimore, John HopKins
University Press, 1969, σ. 191.
2
Paul de Man, Allegories of Reading: Figurai Language in Rousseau,
Nietzsche, Rilke and Proust. Nev Haven, Yale University Press, 1979, σ.
301.
114
της γλώσσας, ενώ, παράλληλα, διερευνύται υπό την επιτήρηση
μιας αμείλικτα καθαρής φιλοσοφικής ευφυίας.*·
Ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της
ειρωνείας σε κείμενα μεταμοντέρνας λογοτεχνίας είναι ο Gary
J. Handwerk, ο οποίος ορίζει την ειρωνεία, ή μάλλον "ηθική
ειρωνεία", ως επιβεβαίωση της αποσπασματικότητας του
υποκειμένου, έναν επαναπροσδιορισμό και εξερεύνηση της
διυποκειμενικής φύσης της ατομικής ταυτότητας και όχι ως μια
μ ε λ α γ χ ο λ ι κ ή έκφραση- που προκαλεί η ανικανότητα
αυτοέκφρασης. Έτσι, αποφεύγει να υποβιβάσει τη μεταμοντέρνα
ειρωνεία σε ένα είδος απελπισμένου θρήνου #ια την τραγική
απώλεια της ταυτότητας·.ή της ολότητας, και δίνει έμφαση στη
θετική δυναμική της όψη. 2
Διεξοδικότερη εξέταση της ειρωνείας μέσα από την
οπτική του Αποδομισμού ή της κριτικής ύστερα από τον
Αποδομισμό δεν είναι της ώρας· ούτε νομίζω πως εμπίπτει
μέσα στις αρμοδιότητες αυτής της εργασίας η δημιουργία ενός
καταλόγου των θιασωτών ή των εχθρών του όρου. Είναι όμως
χρήσιμο ν~ αναφερθώ συνοπτικά στις απόυεις του I. Culler, ο
οποίος—όπως και σε άλλες εργασίες του-- κατορθώνει να
συμβιβάσει πολλές από τις ακρότητες των μελετητών της
ε ι ρ ω ν ε ί α ς . Επιμένοντας στο θέμα των ερμηνευτικών
διαδικασιών, ο Culler κατορθώνει να συμμεριστεί το
•γλωσσολογικό ενδιαφέρον των Αποδομιστών, αποφεύγοντας
όμως τη δική τους κλειστοφοβική π ρ ο σ έ ^ ι σ η . Για παράδειγμα,
η επιθυμία του αναγνώστη χια περάτωση γίνεται όχι μ ι α
ακατόρθωτη διαδικασία αλλά μια διαδικασία ελάττωσης του
πλούτου του κειμένου:
1
Η Lang (ό. π., σ. 54) θεωρεί όχι το κατεξοχήν αντικείμενο του De
Man είναι το ανέφικτο της μετα^Ηώσσας και η θεμελιώδης
ερώτηση: πώς είναι δυνατόν ένα κείμενο να μιλά già άΆΆο
κείμενο;
2
Gary J. Handverk Irony and Ethics in Narrative: From Schiegel to
Lacan, London, Yale University Press, 1985, σ. viii.
115
Από τη μια μεριά [η ειρωνεία] πλήττει έμμεσα τη
γενικότερη διαδικασία οργάνωσης του κόσμου, και
άρα τη διαδικασία γνώσης αυτού του κόσμου. Αλλά,
από την άλλη μεριά, μεγάλο μέρος της απόλαυσης
προέρχεται απ' την έκκΆΐ\σΐ[ #ια ερμηνεία που
εμπεριέχει.
Α. Λεκτική ειρωνεία
1
Jonathan Culler, Flaubert: The uses of Uncertainty. Ithaca, Ν. Y.,
Cornei! University Press, 1974, σ. 194.
116
ενός προσωπείου που υιοθετεί τη φωνή του είρωνα. Η σχέση
αυτού του προσωπείου και του συγγραφέα καθορίζεται από δυο
τουλάχιστον μεταβλητές:
α) το βαθμό διαφάνειας της μάσκας'
β) το βαθμό ομοιότητας με το πρόσωπο πίσω από τη μάσκα.
Οι ποικίλοι συνδυασμοί αυτών των δύο μεταβλητών
Φανερώνουν, τον πλούτο των δυνατοτήτων ειρωνείας του
συγγραφικού προσωπείου. 1 Επιπλέον, το προσωπείο έχει έναν
αριθμό λειτουργιών που δεν είναι ειρωνικές: μπορεί να
λειτουργεί ως προσαρμογή του τόνου του συ^χοαφέα προς το
θέμα ή το κοινό, ή να είναι ένας τρόπος να δείξει τον καλό
του εαυτό, ένας τρόπος'να αποφύγει τον προσωπικό τόνο, ένας
τρόπος να δημιουργήσει έναν άλλο "δραματικό" ρόλο ή ένας
τρόπος να κρύψει ή να υποκριθεί ότι κρύβει την προσωπική
άποψη κάποιου. Μόνον η τελευταία λειτουργία έχει σχέση με
την ειρωνεία. Οι ειρωνικές α ν τ ι θ έ σ ε ι ς μπορούν να
παρουσιαστούν με δύο μορφές:
α) ανάμεσα σε ό,τι ο είρωνας λέει και σε ό,τι εννοεί,
μορφή που μόλις είδαμε·
β) ανάμεσα στην πραγματική ^νώμη τον είρωνα και στη
#νώμη αυτή που εκφράζεται από το προσωπείο του,
μορφή που θα εξετάσουμε παρακάτω.2
Η απρόσωπη ειρωνεία είναι η πιο κοινόχρηστη, αφού ούτε
έκταση απαιτεί ούτε δραματική φαντασία. Όταν είναι κλειστή,
είναι απαθής όπως το στεγνό χιούμορ, όπου με φωνή σταθερή
και φυσική έκφραση υποστηρίζει κανείς το πιο παράλογο
πράγμα στον κόσμο. Ο αφηγητής καταβάλλει προσπάθεια να
κρύψει το #ε#ονός ότι υποπτεύεται, έστω και αμυδρά, πως
Γ
1
Muecke, ό. π., σ. 60.
2
Το προσωπείο του συ##ρα$έα, έχει στενή σχέση με μιαν
υποδιαίρεση της τεχνικής "κατηγορία μέσω του επαίνου" που
διακρίνει ο Knox, αλλά δεν πρέπει να ταυτίζεται μαζί του. Πολ3ές
§ορές ο συ$8ρα§έας επινοεί έναν χαρακτήρα ο οποίος εκφράζει τις
απόψεις που θέλει να σατιρίσει ο συ^ρα^έας. Το προσωπείο του
συ^ραφέα, όπως είδαμε, λειτουργεί με διάφορους τρόπους, ενώ ο
"πλασματικός χαρακτήρας" έχει μια augK8Kptpé-va\ λειτουργία.
117
υπάρχει κάτι αστείο. Οι τακτικές αυτής της ειρωνείας είναι
πολλές και δύσκολα ταξινομούνται, διότι συχνά δύσκολα
ξεχωρίζει η μία από την άλλη. Π.χ.: η παρωδία μπορεί να
θεωρηθεί ως μια μορφή υφολογικά σηματοδοτημένης
ειρωνείας ή μια μορφή υπερτονισμού/με^αλοποίησης
(overstatement). 0 Booth δέχεται την παρωδία ως μορφή
ειρωνείας, λό#ω του ορισμού της, αν και αναγνωρίζει ότι
"κανονικά" δεν θεωρείται ειρωνεία. 1 Αλλο παράδειγμα: ο
Knox υπάγει στο μπουρλέσκο τόσο το ψευδοηρωικό όσο.
και την καρικατούρα, θεωρώντας ότι με το πρώτο η λειτουργία
είναι ίδια και οι όροι συμπληρωματικοί, ενώ το δεύτερο, όπως
και η μίμηση, είναι χαρακτηριστικό του μπουρλέσκου. Στον
löo αιώνα το μπουρλέσκο ήταν μορφή σατιρικής επίθεσης.
Εξάλλου, ως τεχνική εμπεριέχεται σε πολλές μορφές
ειρωνείας. 2
Η ταξινόμηση του Muecke γίνεται με Βάση την
κυρίαρχη όψη κάθε ειρωνείας, αν και θα μπορούσε να υπάρξει
και άλλος κατάλογος, που θα διέκρινε:
α) ειοωνεία που απευθύνεται στο θύηα' π.χ. υποκοιτικός
έπαινος ή συμβουλή'
β) ειρωνεία που απευθύνεται εις εαυτόν π.χ. υποκριτική
αμφιβολία ή άγνοια'
#) μη ταξινομήσιμες αντιφάσεις ή υποτιμήσεις ' π.χ.
παρωδία ή εσφαλμένος συλλογισμός'
δ) διφορούμενες έννοιες ή κρυμμένες αναλογίες.
Ο κατάλογος που καταρτίζει ο Muecke περιλαμβάνει τις πιο
κοινόχρηστες τεχνικές, αφού παραδέχεται ότι μπορούν να
υπάρξουν τόσες τεχνικές όσοι και σ υ ^ ρ α φ ε ί ς , η
καταλο^ο^ράφησή τους όμως θα ακύρωνε τη χρησιμότητα του
καταλόγου. Ως βασικότερες τεχνικές αναγνωρίζει:
Ι. Κατηγορία μέσω του επαίνου' μπορεί να πάρει τις παρακάτω
μορφές:
α) έπαινος #ια ικανότητες που απουσιάζουν,
1
Booth, ό. π., σ. 72.
2
Knox, ό. π. , σ. 126.
ilo
β) έπαινος y ta κακές ιδιότητες ή tfta την απουσία
ικανοτήτων,
#) ακατάλληλος ή άσχετος έπαινος.
II. Έπαινος μέσω της κατηγορίας' μπορεί να πάρει τις
παρακάτω μορφές:
α) κατηγορία #ια κακές ιδιότητες που απουσιάζουν,
β) κατηγορία #ια ικανότητες ή #ια την ύπαρξη, καλών
ιδιοτήτων,
#) ακατάλληλη ή άσχετη κατηγορία.
III. Υποκριτική συμφωνία με το θύμα. Ό,τι στη Γαλλία
ονομάζεται "Γ ironie par impassibilité" (ειρωνεία μέσω της
αταραξίας, απάθειας) ανήκει σ' αυτήν την κατηγορία, αν και
δεν πρόκειται τόσο #ία συμφωνία με το θύμα όσο #ια απουσία
διαφωνίας.
IV. Υποκριτική συμβουλή ή ενθάρρυνση του θύματος.
V. Ρητορική ερώτηση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ειρωνικά,
εφόσον, ενώ επιδέχεται μία απάντηση, η διατύπωση του
νοήματος με μορφή ερώτησης υπονοεί ότι επιδέχεται και άλλη.
VI. Υποκριτική αμφιβολία. Μοιάζει με την προηγούμενη κ^ι
έγκειται στο να εκφράζει κανείς αμφιβολία όταν τίποτε δεν
τίθεται εν αμφιβόλω.
VII. Υποκριτικό σφάλμα ή άγνοια.
VIII. Υπονοούμενο και υπαινιγμός. Στην πραγματικότητα, όλοι
οι τρόποι ειρωνείας βασίζονται στον υπαινιγμό: ο είρωνας
υποδηλώνει, και ό,τι μένει αδιατύπωτο πρέπει να συμπληρωθεί
από την νοητική ικανότητα του αναγνώστη.
IX. Ειρωνεία μέσω αναλογίας. Προκειμένου να γελάσει κανείς
με το Α, βλέπει ομοιότητες του Α και του Β και γελάει με το 3.
Χ. Αμφιλοχία.
XI. Υποκριτική αμέλεια ή αποδοκιμασία.
XII. Υποκριτική επίθεση κατά του αντιπάλου του θύματος.
XIII. Υποκριτική υποστήριξη του θύματος.
XIV.Παραπλανητική παρουσίαση ή εσφαλμένη
επιχειρηματολογία. Ο είρωνας στηρίζεται στις γνώσεις 'του
αναγνώστη #ια την αποκάλυψη της αντίφασης.
XV. Εσωτερική αντίφαση. Όταν ο είρωνας δεν μπορεί να
στηριχθεί στις γνώσεις του αναγνώστη δίνει μέσα από μια
119
ενδοκειμενική αντίφαση στοιχεία # ι α την αποκάλυψη του
αληθινού του νοήματος.
XVI. Εσφαλμένος συλλογισμός. 0 είρωνας μπορεί να
αποκαλύψει πως αυτό που λέει δεν είναι αυτό που εννοεί, μέσα
από θεληματικά λανθασμένο συλλογισμό.
XVII. Υφολογικά σηματοδοτημένη ειρωνεία. Υπάρχουν πολλοί
τρόποι να χρησιμοποιήσει κανείς υφολογικά στοιχεία. χΑ,υτό το
είδος ειρωνείας μπορεί να πάρει τις παρακάτω μορφές:
α) Ειρωνικός Τρόπος: χαρακτηρίζεται από πομπώδες ή
υπερβολικά χαριτωμένο λεξιλόγιο και από λαϊκό
ιδιόλεκτο ή προφορά.
β) Υφολογική "ΐοποδετηση " (stylistic "placing"):
χρησιμοποιώντας λέξεις που δεν ταιριάζουν ή λέξεις
με συγκεκριμένες συνδηλώσεις ^ ι α τον αναγνώστη ή
επαναλαμβάνοντας μια λέξη ή φράση μέχρι να ^ ί ν ε ι
ύποπτη και άρα ειρωνική, αλλάζοντας ύφος ή
υιοθετώντας το ύφος του θύματος, ο είρωνας αντιφάσκει
με τον εαυτό του ή, πιο συχνά, μ' αυτά τα ειρωνικά
τεχνάσματα προειδοποιεί είτε να μην τον πάρουμε czz
σοβαρά είτε ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται.
Πολλές φορές η ειρωνεία πραγματώνεται ή σταματά με
την επανάληψη μιας λέξης ή φράσης. 0 είρωνας μπορεί
να προχωρήσει πέρα από τη συνήθη χρήση μιας λέξης
ή φράσης και να υιοθετήσει το ύφος ενός άλλου
πνευματικού επιπέδου ή άλλη ιδεολογία ή ακόμη να
επινοήσει ένα ύφος, εφόσογ σκοπός του δεν είναι
απλώς να "τοποθετήσει" ό,τι αντιπροσωπεύει τ ο
επινοημένο ύφος , ούτε μόνο να δείξει την απόσταση
του απ' αυτό, αλλά να απομακρύνει και να
απελευθερώσει τον εαυτό του.
#) Παρωδία: καθ' υπερβολήν μίμηση ενός ύφους (όχι
υιοθέτηση ή επινόηση του) #ια να σατιρίσει και να
γελοιοποιήσει υφολογικούς μανιερισμούς, ή
επιτηδευμένους τρόπους ή και τα δύο. Αυτός που
παρωδεί διαλέγει ως πρόσχημα κάποιο αντικείμενο
τετριμμένο ή ανάρμοστο ως επιπλέον τέχνασμα #ια να
τραβήξει την προσοχή μας στους μανιερισμούς που
120
διακωμωδεί. Ο Ειρωνικός Τρόπος, η Υφολογική
"τοποθέτηση" και η Παρωδία είναι οι μόνες τεχνικές
που μπορούν να πραγματωθούν και μη λεκτικά, και
έχουν χρησιμοποιηθεί από τη μουσική, τη ζωγραφική,
τον κινηματογράφο κτλ. Όπως ήδη αναγέρθηκε, τα
τελευταία χρόνια η παρωδία έχει θεωρηθεί ως κριτικό
εργαλείο, ως ένας τρόπος αντιμετώπισης από τον
σ υ ^ ρ α φ έ α του βάρους του παρελθόντος. Επίσης, έχει
συνδεθεί με άλλες έννοιες της λογοτεχνίας, π.χ. τη
λεγόμενη αυτοαναφορικότητα, διακειμενικότητα. Γι' αυτό
θα επανέλθουμε στον όρο παρωδία, μέσα α π ό
διεξοδικότερη π ρ ο σ έ ^ ι σ η .
δ) Ψευδο-ηρωικό: το σατιρικό ψευδο-ηρωικό
παρουσιάζει ένα ταπεινό θέμα με γλώσσα που
προσιδιάζει σε μεγαλειώδη ή επιβλητικά θέματα. Η
ασυμφωνία ανάμεσα στο θέμα :<αι στο ύφος
υπογραμμίζει την ευτέλεια του θέματος. Μερικές φορές
πρόθεση του ψευδοηρωικού μπορεί να είναι το παιχνίδι,
η έκφραση συμπάθειας ή η αυτοπροστασία.
ε) Μπουρλέσκο (=επική μεταμφίεση): Όπως είδαμε
παραπάνω ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν
λανθασμένα #ια να ορίσει το σατιρικό ψευδοηρωικό,
την παρωδία και την καρικατούρα. 1 0 Muecke τον
1
0 D. Vorcester χαρακτηρίζει την παρωδία μπουρλέσκο και τα
υποτάσσει στη "σάτιρα μέσω της σύγκρισης". Διακρίνει μεταξύ
υψηλού και ταπεινού μπουρλέσκου, με βάση τη νόρμα με την
οποία γίνεται η σύγκριση: στο πρώτο το ενδιαφέρον εστιάζεται
στις ομοιότητες του θύματος με μια πλασματική σταθερά- η
μέθοδος είναι συγκριτική- στο δεύτερο εστιάζεται στις διαφορές-
η μέθοδος είναι αντιθετική. Και τα δύο τα διαχωρίζει από τη
λοιδορία-σάτιρα, που την ορίζει ως ευθεία και διδακτική έκφραση
μιας γνώμης, συνοδευόμενη από την ανακούφιση που φέρνουν οι
κωμικοί μηχανισμοί. Επίσης, θεωρεί την παρωδία και το
ωευδοηρωικό μορφές υψηλού μπουρλέσκου, υποβαθμίζοντας έτσι
την παρωδία, μια τεχνική με πολύ περισσότερες δυνατότητες και
121
χρησιμοποιεί με τη στενή έννοια #ια να προσδιορίσει
το αντίθετο του ψευδοηρωικού, δηλαδή το ευτελές ύφος
(και γενικώς την "ταπεινή" υπόθεση ) που συνδέεται
με ένα υψηλό θύμα. Σ' αυτή την περίπτωση η τεχνική
είναι όμοια με την τεχνική της Ειρωνείας μέσω
Αναλογίας.
στ) Μεταμφίεση (travesty): 1 πρόκειται y ta μια μορφή
μπουρλέσκας παρωδίας, δηλαδή μια σκόπιμα ανάρμοστη
4
/
122
μίμηση υψηλού ύφους ή συμπεριφοράς. Όπως και το
μπουρλέσκο, η μεταμφίεση συχνά δεν έχει σατιρικό
στόχο, αλλά απλώς διασκεδάζει η ίσως με κάποια
κακεντρέχεια ανατρέπει, ή και τα δύο. Τόσο το
μπουρλέσκο, όσο και η καρικατούρα είναι τόσο
απροκάλυπτα, ώστε να είναι οι πιο αδύναμες μορφές
ειρωνείας.
XVIII. Υποτονισμός ή μετριοπαθής/μειωτική διατύπωση
(Understatement). Υπάρχουν δύο είδη από άποψη μορφής:
α) άρνηση του αντιθέτου,
β) μείωση: αντικατάσταση ενός μεγίστου ή υπερθετικού
με το ελάχιστο.'
Μαζί με. τον σαρκασμό, αποτελούν τις πρώτες, χρονολογικά,
μορφές ειρωνείας, αφού ήταν μέρο$ του ιδιολέκτου των δίχως
παιδεία ανθρώπων. Είναι τυπικό χαρακτηριστικό του
λεγόμενου σκωτσέζικου χιούμορ. Επίσης, απαντά συχνά στη
*
123
ι
2. Αυτουποτιμητική Ειρωνεία.
Σ' αυτόν τον δεύτερο τρόπο, που η κοινή του ονομασία είναι
"ειρωνεία των τρόπων", υπεισέρχεται κι ένας άλλος
σημαντικός παράγοντας: ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα
του αφηγητή ή του συ^^ραφέα. Ο είρωνας δεν είναι μ ι α
απρόσωπη φωνή αλλά φέρνει τον εαυτό του επί σκηνής και
γίνεται πρόσωπο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, παίζοντας
το ρολογιού αμαθούς, του πρωτόγονου, του συνεργάσιμου, του
ενθουσιώδους κτλ. Ο τρόπος με τον οποίο μεταμορφώνεται
γίνεται οδηγός μας #ια την πραγματική του #νώμη. Αντί να
ελαχιστοποιεί τη #νώμη του λέγοντας λιγότερα από όσα ξέρει,
ελαχιστοποιεί τον εαυτό του, παρουσιάζοντας τον λιγότερο
έξυπνο ή βλακωδώς ενθουσιώδη. 1 Η μεταμφίεση του είναι
προορισμένη να αποκαλυφθεί στον αναγνώστη, η κρίση του
1
MuecKe. ό. π., σ. 61.
124
οποίου κατευθύνεται όχι εναντίον της άγνοιας του ομιλητή,
αΆΆά εναντίον του αντικειμένου της ομιΗίας. Ο είρωνας
χρησιμοποιεί προσωπείο, έτσι η ε ι ρ ω ν ε ί α είναι
ημιδραματοποιημένη, εφόσον έχουμε συνείδηση του προσώπου
πίσω από τη μάσκα.
ι
125
3. Αθώα Ειρωνεία.
Ο είρωνας αποτραβιέται κι άλλο και παρουσιάζει επί σκηνής
κάποιον πραγματικά αθώο ο οποίος λειτουργεί ως φερέφωνο
του, και βλέπει ό,τι δεν μπορούν να δουν οι έξυπνοι.1 Η
αποτελεσματικότητα αυτού του είδους ειρωνείας οφείλεται
στην οικονομία των μέσων: κοινή λογική ή ακόμη αθωότητα ή
άγνοια αρκούν #ια να δει κανείς μέσα από τις διαπλοκές της
υποκρισίας και της εκλογίκευσης. 0 είρωνας δεν χρειάζεται να
αναπτύξει όλες τις δυνάμεις του. Αυτό το είδος είναι συχνό,
στη λογοτεχνία. Είναι πολύ κοντά στη Δραματοποιημένη
Ειρωνεία, ενώ πολλές φορές συνδυάζονται. Έτσι, αναπόφευκτα,
κάποτε συγχέονται από την κριτική.
4. Δραματοποιημένη Ειρωνεία.
0 είρωνας αποσύρεται εντελώς, και απλώς παρουσιάζει
ειρωνικές καταστάσεις, κατευθύνοντας τους χαρακτήρες να
εκτεθούν στα μάτια του αναγνώστη. Αυτό το είδος ξεχωρίζει
δύσκολα, αν και χρησιμοποιείται συχνά από μυθιστοριογράφους
και θεατρικούς συγγραφείς. Ονομάζεται Δραματοποιημένη
Ειρωνεία διότι είναι, από την άποψη της ε ι ρ ω ν ε ί α ς ,
παρουσίαση καταστάσεων τ^ς πραγματικής ζωής.
1
Θερμός υποστηρικτής αυτής της "αισθητικής ειρωνείας" είναι ο
Kierkegaard, ο οποίος πιστεύει ότι ο αληθινός είρωνας πρέπει να
λειτουργεί σε αισθητικό και όχι ηθικό επίπεδο. Εξάλλου ένας
αληθινός είρωνας είναι είρωνας σ' όλες τις εκδηλώσεις του.
2
Booth, ό. π., σ. 139
3 Booth, ό. π. , σ. 151.
127
ειρωνείας, πολλές φορές γίνεται υπερβολικά αναλυτικό,
παραμένει ασυστηματοποίητο και ο αναγνώστης χάνεται σε
έναν σχολαστικό, κάποτε, διδακτισμό.
"Οπως ήδη αναφέρθηκε, ο κατάλογος των τεχνικών που
καταρτίζει ο MuecKe, παρά τις αδυναμίες του ή τις ανεπάρκειες
του, είναι αποδεκτός από τους περισσότερους μελετητές της
ειρωνείας. Ο Booth τον θεωρεί εξαιρετικά χρήσιμο, αν και
υπερβολικά λεπτομερειακό. Την προσπάθεια του Knox να
επεκτείνει τον κατάλογο ταξινομώντας όλες τις ειρωνείες τη *
θεωρεί αναποτελεσματική. 1 Όμως, κάποιες διακρίσεις που
περιλαμβάνονται στο "λεξικό" της ειρωνείας που καταρτίζει ο
Knox είναι πολύ χρήσιμες. Αναφέρεται σε "είδη, α λ λ ά
ουσιαστικά, πρόκειται #ια "τεχνικές", συναφείς προς αυτές του
Muectce:,
Α. Ανάμεσα στα είδη ειρωνείας που διακρίνει,
συμπεριλαμβάνει την "ειρωνεία της περιορισμένης
εξαπάτησης", την οποία ονομάζει παροδική εξαπάτηση και τη
διακρίνει από την κανονική εξαπάτηση, διότι η πρώτη διαρκεί
ώσπου ο είοωνας να £έοει το επιθυυ,ητό αποτέλεσμα (ve
αναγκάσει τον συνομιλητή να αποκαλύψει την αλήθεια)· μια
μορφή που μπορεί να πάρει αυτή η τεχνική είναι και η
ακόλουθη: ο είρωνας μπορεί να χρησιμοποιεί διφορούμενη
γλώσσα #ια να κρύψει μέρος της αλήθειας από μέρος του
κοινού. Επίσης, τη διακρίνει από τη λεκτική ειρωνεία διότι το
αποτέλεσμα προκύπτει από την ίδια την απάτη και όχι από την
οπτική που αποκτά κανείς μέσω της απάτης.
1
Στο βασικό βιβλίο του που ήδη αναγέρθηκε, ο Knox επιχειρεί uta
ταξινόμηση των τρόπων της ειρωνείας που είναι πολύ κοντά στις
τεχνικές που επισημαίνει ο Muecke. Εδώ θα ήθελα να διευκρινίσω
ότι ο λό#ος $ια τον οποίο αντιπαρέρχομαι το βιβλίο του Knox είναι
ότι έχει μία συγκεκριμένη και περιορισμένη οπτική, ο χωροχρόνος
όπου εστιάζεται το ενδιαφέρον του—ακόμη και στο τελευταίο μέρος
του βιβλίου του, όπου διακρίνει μεταξύ τους συναφείς όρους—είναι
η κλασική αυλική περίοδος και επομένως τίθεται έξω από τα όρια
της δικής μου μελέτης. Σχετικά με την παραπάνω άποψη βλ. Booth,
ό. π. . σ. 235.
12Ô
Β. Mux άλλη χρήσιμη κατηγορία είναι η "ειρωνεία των
τρόπων" την οποία ο Knox υποτάσσει στον τύπο "κατηγορία
μέσω του επαίνου" ή "έπαινος μέσω της κατηγορίας" και
συνίσταται στην παρουσίαση μιας πολύ ιδιαίτερης
προσωπικότητας βασισμένης στις αρχές του επαίνου μέσω της
κατηγορίας. Αυτή η κατηγορία μοιάζει με την "αυτουποτιμητική
ειρωνεία" του Muecke, αν και είναι ειδικότερη.
Γ. Επίσης, χρήσιμη είναι η επισήμανση της "ειρωνείας ως
πλάγιου μέσου", όπου διακρίνονται δυο υποκατηγορίες:
α) χρήση του συμπεράσματος μιας κριτικής ή ενός
επιχειρήματος δίχως την έκθεση της ίδιας της κριτικής. Αυτός
ο τρόπος προέρχεται από ένα/παραδοσιακό τύπο σάτιρας που
θεωρούνταν ειρωνικός, ίσως διότι φανέρωνε μόνο μέρος του
νοήματος του και • τα συμφραζόμενα καλούνταν να
συμπληρώσουν το νόημα.
β) λογική απάντηση σε ένα σχόλιο που δεν στέκει.
Α. Ένα άλλο σημείο που αξίζει να επισημανθεί είναι η τεχνική
που χαρακτηρίζεται από τον Knox 'αυστηρή επεξεργασία μιας
μυθοπλασίας με στόχο τη σάτιρα ή την παραπλάνηση".
Είναι αυτονόητο ότι. οι παραπάνω τεχνικές και
διακρίσεις αφορούν την περιοχή της λεκτικής ειρωνείας.
1
Σύμφωνα με τον Knox η δραματική ειρωνεία προϋποθέτει μια
φιλοσοφική απόσταση, μια αποχή από τη ζωή σε οποιαδήποτε μορς>ή
της. Ουσιαστικά, αυτή η άποψη ξεκινά από τον Sedgevick ο οποίος
την αποκαλεί "ειρωνεία της απόστασης" ή "αποστασιοποίησης"
(détachement).
130
η ειρωνεία στην οποία κάποιος δεν καταλαβαίνει καθόλου το
νόημα των λέξεων που χρησιμοποιεί ή ακούει, και η ειρωνεία
στην οποία κάποιος δεν καταλαβαίνει σε τί κατάσταση
βρίσκεται είναι μορφές της Δραματικής Ειρωνείας, αν και
πολλοί τα θεωρούν τελείως διαφορετικά είδη.ι Υπάρχει και ένα
άλλο είδος ειρωνείας, όπου οι χαρακτήρες χωρίς να το ξέρουν
συνεισφέρουν σε εικόνες ή κάνουν υπαινιγμούς που
ενεργοποιούνται παρακάτω, τεχνική που χρησιμοποιεί συχνά ο
Λ
Shakespeare. ·
1
Muecke, ό. π., σ. 106.
131
Γ: Ρομαντική ειρωνεία
2. Πρωτο-ρομαντική ειρωνεία
0 συνειδητός δημιουργός --δηλαδή ο δημιουργός που έ χ ε ι
συνείδηση της διπλής' φύσης της τέχνης--, μερικές φορές
υπενθυμίζει στο κοινό την παρουσία του ή ότι το έρ^ο του
είναι έρ>:ο "έχνης και όχι πραγματικότητα, καταστρέφοντας
έτσι την καλλιτεχνική ψευδαίσθηση. Αυτή η συμπεριφορά
εντάσσεται στη ρομαντική ειρωνεία· ο Muecfce την ονομάζει
πρωτο-ρομαντική ειρωνεία. 1 Κ ανάμιξη του σ υ ^ ρ α φ έ α μπορεί
να είναι απλή ή επεξεργασμένη, ώστε το αποτέλεσμα να είναι
πιο πολυεπίπεδο, π.χ. ένα βιβλίο #ια ένα βιβλίο. Επειδή η τέχνη
είναι μίμηση και όχι αναπαράσταση, έ χ ε ι μεγαλύτερες
δυνατότητες από τη ζωή και σ' αυτές συμπεριλαμβάνεται και η
αναπαράσταση του αδύνατου. Οι περισσότερες μελέτες #ια την
ειρωνεία αναφέρουν τον Θερβάντες ως τον πρώτο ίσως
πεζογράφο που έδειξε μέσα στο έρ#ο του κριτική συνείδηση
του εαυτού του ως σ υ ^ ρ α φ έ α και της ιστορίας του ως
μυθοπλασίας. Η καταστροφή της καλλιτεχνικής ψευδαίσθησης
μπορεί να-λειτουργεί και ως επίθεση εναντίον των απλοϊκών
ρομάντζων (μυθιστοριών) και όσων τα πιστεύουν. Απ' τη
στιγμή που ο Δον Κιχώτης υποφέρει από τηγ ψευδαίσθηση ότι
ζει σ" έναν κόσμο μυθιστορίας, είναι απαραίτητο, κατά τον
Θερβάντες, να ειδοποιηθεί ο αναγνώστης. Δεν είναι
3. Ρομαντική ειρωνεία
1
Πρέπει να διευκρινιστεί όχι, παρά χη σπουδαιόχηχα χω ν
ονομάχων αυχών, η ειρωνεία, μ' αυχήν χην έννοια, δεν
εγκαθιδρύθηκε ως θεωρία. 0 Müller είναι ελάσσων μοροή, ο Solger
είχε κενά στη, θεωρία xou, ο F. Schlegel, αν και πιο δημιουργικός
από χον αδελφό χου Α. Schlegel, δεν συσχημαχοποίησε χις απόψεις
χου. Και παρ' όλο που η θεωρία χου Α. Schlegel ήχαν πιο
περιορισμένη και απλοποιημένη, έ^ινε ^νωσχόχερη και μ' αυχή
χην έννοια χην προσέλαβε ο Kierkegaard και χης επιχέθηκε. Ακόμη
και σχη Γερμανία η ρομανχική ειρωνεία με χην έννοια χου F.
Schlegel δεν έδινε απολύχως καχανοηχή. Σχη Γαλλία και σχην
Α^λία δεν υπήρχε περίπχωση να εδραιωθεί, διότι η νέα έννοια
της ειρωνείας απείχε πολύ από χη λεκχική ειρωνεία που ήχαν ως
χόχε ^νωσχή εκεί ως ειρωνεία. Πολύ περισσόχερο, όμως, επειδή οι
135
Στη Γερμανία η ρομαντική ειρωνεία ήταν περισσότερο
φιλοσοφία και Λογοτεχνική θεωρία, δηλαδή πρόγραμμα #ια
λογοτεχνία, παρά Άοχοτεχνία. Για τις συνθήκες της Γερμανίας
ήταν ευκολότερο να γράψει κανείς π ρ ό γ ρ α μ μ α παρά
λογοτεχνία. Η α^άπη του F. Schlegel #ια το απόσπασμα, ως
δυναμική, ανοικτή μορφή δημιουργίας δείχνει μια άποψη της
1
ρομαντικής ειρωνείας.
Η κατανόηση της ρομαντικής ειρωνείας συνδέεται με
την κατανόηση της τέχνης που έχει συνείδηση της ύπαρξης της,
και του δημιουργού που έχει αυτοσυνειδησία. Παρόλο που
υπάρχουν στοιχεία σε παλαιότερους σ υ ^ ρ α φ ε ί ς όπως ο
Chaucer, ο Shakespeare, ο Θερβάντες, μόνο στο τέλος του ΐοου
αιώνα η ανάπτυξη της ρομαντικής ειρωνείας κ α θ ί σ τ α τ α ι
ιστορικά δυνατή, ως πρακτική εφαρμογή και θεωρία. Ενα
σημαντικό στοιχείο των θεωρητικών της εποχής, που βοήθησε
πολύ αυτή την ανάπτυξη, είναι η αντιμετώπιση της αλλαγής ως
δυναμικού και προοδευτικού στοιχείου, και η αποδοχή των
αντιφάσεων και του παραδόξου των ανθρώπινων πραγμάτων,
της ανθρώπινης φύσης, μ' άλλα λό^ια η υιοθέτηση της
ανοιχτής ιδεολογίας και της πίστης ότι υπάρχουν
συγκεκριμένες και #νωστ£ς θεμελιώδεις αντιφάσεις στην
ανθρώπινη ζωή και'φύση, στη φύση της τέχνης, που δεν
μπορούν να λυθούν με μια συνολική μεταφυσική απάντηση. Για
τον F. Schlegel το παράδοξο ήταν η ουσία της ειρωνείας.
1
0 Luigi Pirandello θεωρεί ότι ο F. Schlegel ουσιαστικά έκλεψε τη.
θεωρία già τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Fichte, την προσάρμοσε
στα μέτρα του και έφτιαξε μια δική του θεωρία, που την ονόμασε
γερμανικό ρομαντισμό. L. Pirandello, On humor ό. π., σ. 7-8.
137
άνθρωπος είναι να παίξει με τον κόσμο και έτσι να δείξει την
1
κυριαρχία του μυαλού.
Σύμφωνα με τους ρομαντικούς είρωνες, το έργο τέχνης
πρέπει να γνωρίζει τα όρια του, και γνωρίζοντας τα μέσω της
ειρωνείας αποκτά μια δυναμική ποιότητα της ζωής την οποία
πρέπει να εκφράσει η τέχνη. Το πρώτο βήμα ενός δημιουργού
είναι να κατανοήσει ότι δεν μπορεί να 'διατηρήσει τον εαυτό
του ενάντια στη διαλυτική δύναμη του συνόλου" χειριζόμενος
το θέμα μέσα από τον υποκειμενισμό του, διότι, γ ι α να.
ευχαριστήσει κάποιον μέσω της προσωπικής του έμπνευσης
σημαίνει ότι πρέπει να στερηθεί την αίσθηση του
συμπαντικού. Όπως είπε ο Goethe, ο ποιητής πρέπει να
εκφράζει τον κόσμο κι όχι τις υποκειμενικές συγκινήσεις του·
αλλά και ο Schelling και ο Solger υποστήριζαν ότι ο
συγγραφέας πρέπει να καταλαμβάνεται από την ιδέα ίου και
συγχρόνως να την χ ε ι ρ α γ ω γ ε ί . 2 Η υ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ό τ η τ α
αντικαθίσταται από την αντικειμενικότητα. Ακριβώς όπυς
μπορούμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από την
κυριαρχική αντικειμενικότητα του κόσμου μέσω της
ειρωνείας, μην naipvovtós τον σοβαρά, έτσι κι ένας
καλλιτέχνης μπορεί--στηγ πραγματικότητα πρέπει-- να
προστατεύσει τον εαυτό του από το έργο του. Εάν δεν
υιοθετήσει ειρωνική στάση απέναντι στο έργο του και στη
συγγραφική του ιδιότητα θα εγκλωβιστεί στο πεπερασμένο,
οριοθετημένο από τα όρια του. Απέναντι στο έργο τέχνης, ο
δημιουργός είναι ένας Θεός, ελεύθερος να δημιουργήσει ή γα
καταστρέψει προς ευχαρίστηση του και μόνο. Και αυτή ή
ελευθερία πρέπει να εκφράζεται μέσα στο έργο ως ειρωνεία.3
1
Την ίδια αντίληψη μαίνεται να έχει και ο Goethe ορίζοντας την
τέχνη ως ατομική προσπάθεια διατήρησης της ατομικότητας
ενάντια στη διαλυτική δύναμη του συνόλου.
2
Πρβ. ανάλογη διατύπωση του Α. Σολωμού.
3 0 Muecke χρησιμοποιεί την εικόνα του κλόουν πάνω στα
δεκανίκια, gta να εκφράσει, την ειρωνική σχέση του συχ^ρας,έα
προς το épgo. 0 κλόουν δείχνει συγχρόνως τη δυνατότητα αλλά και
τη μη δυνατότητα να βαδίζει κανείς πάνω σε ξυλοπόδαρα. Και ο
13δ
Ο Schlegel υποστήριζε ότι ειρωνεία είναι η ανάλυση της
θέσης και της αντίθεσης, εννοώντας μ' αυτό- ότι η ειρωνεία
δεν παίρνει θέση αλλά κοιτάζει και τις δυο θέσεις κριτικά. Ο
ρομαντικός είρωνας είναι συνειδητά υποκειμενικός,
ενθουσιωδώς Ποδικός και κριτικά συγκινητικός. Η ρομαντική
ειρωνεία στόχευε κάπου ψηλότερα ή #ια να είμαστε πιο
ακριβείς κάπου πιο ευρύτερα. Η ρομαντική ποίηση έπρεπε να
είναι συμπαντική, να ενώνει όλα τα είδη ποίησης, να
αναμειγνύει ποίηση και πρόζα, να συνδέει τη μουσική με τη
ζωγραφική και ακόμη με τη φιλοσοφία και την επιστήμη. Η
γοητεία 'που ασκούν στους ρομαντικούς οι αντιθέσεις
προέρχεται από το ^ε^ονός ότι οι αντιθέσεις αφήνουν
παράθυρο #ια διαλεκτική ανάπτυξη. Η ταυτότητα είναι στατική
και στείρα, ενώ η αντίφαση είναι δυναμική και γόνιμη.
Παγιδευμένος ανάμεσα στις φιλοδοξίες του ^ια το ιδανικό, που
ξέρει ότι είναι πέρα από τις δυνατότητες του και στα όρια του,
τα οποία παρομοίως γνωρίζει, ο είρωνας έχει ως μόνη
δυνατότητα μια συνεχή διαλεκτική διαδικασία από ειρωνικές
καταφάσεις και αρνήσεις. Η αυτοσυνειδησία οδηχεί στην
αυτοσυνειδησία της αυτοσυνειδησίας κ.ο.κ. Και αν κάποιος
είναι είρωνας, αν δεν κατευθύνει την ειρωνεία του εναντίον
του εαυτού του και εναντίον της ειρωνείας του, θα είναι πολύ
επιφανειακός.
Έχει, επίσης, θέση στη θεωρία της λογοτεχνίας και στη
λογοτεχνία η έννοια της συνεχούς παρέκβασης. Είναι αλήθεια
ότι ο εγκιβωτισμός ιστοριών μέσα σε ιστορίες βρίσκονται
τόσο στη λαϊκή αφήγηση όσο και στη λογοτεχνία της Ανατολής
και ίσως οι ινδικές και αραβοπερσικές μεσαιωνικές διηγήσεις
(όπως οι Χίλιες και Μία Νύχτες) να είχαν επίδραση και στη
μορφή του ρομαντικού όσο και του μοντέρνου μυθιστορήματος,
—αν και δεν έχει μελετηθεί αν αυτές είχαν συνείδηση των
ειρωνικών δυνατοτήτων της μορφής του. Επιπλέον, υπάρχει
ένας τύπος διάνοιας που έλκεται από τέτοιου είδους παράδοξα.
Οι ατέρμονες παρεκβάσεις και υπερβάσεις ήταν ιδιαίτερα
ρομαντικός είρωνας βάζει, τον εαυτό του μέσα στο épgo αλλά
συγχρόνως δείχνει κοα την απόσταση του από αυτό.
139
ελκυστικές #ια κάποιους ρομαντικούς και #ια ορισμένους
συχ/^ραφείς ίου 20ού αιώνα, και αυτές πρέπει ίσως ν α
συνδεθούν με την έννοια της ρ ε υ σ τ ό τ η τ α ς της
1
πραγματικότητας. Ο Schlegel συνδέει αυτή την έννοια της
ατέρμονης προόδου με την κατεξοχήν φύση του ρομαντισμού:
η ρομαντική ποίηση είναι συμπαντική. Η λειτουργία της δεν
είναι απλώς να ενώσει όλα τα χωριστά είδη λογοτεχνίας και
να φέρει την ποίηση σε επαφή με τη φιλοσοφία και τη
ρητορική- ο πραγματικός της στόχος είναι να συνδέσει,
ποίηση και πρόζα, δημιουργική αμεσότητα και κριτική, ποίηση
της τέχνης και ποίηση της φύσης, να κάνει την ποίηση
ζωντανή και τη ζωή και την κοινωνία ποιητική, να εμπνεύσει
πνεύμα μαζί με το πνεύμα της ποίησης και να συμπληρώσει
και να διαποτίσει όλες τις μορφές τέχνης με συμπαγή ^νώση
και υλικό μόρφωσης κάθε είδους και να τα εμψυχώσει με
διακυμάνσεις χιούμορ.
Κ ειρωνεία είναι η ελευθερία του συχ^ραφέα. 2 Ο
απλοϊκός δημιουργός είναι περιορισμένος από την άγνοια του,
αλλά και ο συνειδητός δηυιουοχόο είναι πΞΟίοοισυένος από
τη ννώση του. Ένας τρόπος να τη χειριστεί αποκτώντας την
ελευθέρια του είναι η ε,ιρωνεία. Αυτό που κατόρθωσε η
ρομαντική ειρωνεία είναι να καταρτίσει ένα γενικό
πρόγραμμα χΛα τη νεότερη λογοτεχνία, έναν τρόπο ζωής χια
τον συχχ^οαφέα και έναν τρόπο ΧΛα τη #ραφή. Ο καλλιτέχνης-
θεός είναι τρομακτικά μόνος α' ένα σύνθετο και απέραντο
κόσμο χεμάτο αντιφάσεις, τον οποίο μπορεί ανεπαρκώς να
καταλάβει και να παρουσιάσει στην τέχνη του· αλλά μπορεί
1
Ο Claude/-Edmonde Magny στο βιβλίο tou Histoire du roman français
depuis 1918 (Paris, 1950, σ. 269) ονομάζει αυτό το είδος
μυθιστορήματος sur-roman ouvert. Σε μια συζήτηση già το mise en
abitne αποτέλεσμα της δουλειάς των Balzac, Proust και Joyce,
εξετάζει τέτοιου είδους μαινόμενα και στη ^ιλοσοβία (ό. π., passim).
2
0 Τ. Mann αποδεχόταν περισσότερο από καθετί σε ζητήματα ûçouç
την παρωδία, είδος που καλλιέργησε πολύ. Αξίζει να σημειωθεί
ότι ο κατεξοχήν ausgpaçéaç ρομαντικής ειρωνείας έζησε εκατό
χρόνια ύστερα από την εμφάνιση της θεωρίας.
140
μέσα από την ειρωνεία να ξεπεράσει αυτά τα όρια, όχι
πραγματικά, αλλά διανοητικά και μέσα από τη φαντασία.
Η θεωρία της ρομαντικής ειρωνείας δίδαξε ότι μια
ανοικτή, "προοδευτική", εξελισσόμενη κοινωνία θα μπορούσε
να τιθασσευθεί μόνο από μια ανοικτή, "προοδευτική" τέχνη. 0
παλιός τρόπος της αρμονικής εμμονής στην τέχνη δεν
μπορούσε παρά να καταλήξει πια σε συναισθηματική νόθευση
και υποκρισία. Από τις εναλλακτικές λύσεις δεν μπορούσε να
έχει αξιόλογο μέλλον ούτε ο α^νός υποκειμενισμός ούτε η
υιοθέτηση μιας μηδενιστικής οπτικής, σύμφωνα με την οποία
η τέχνη έπρεπε συλλήβδην να καταστραφεί. Οι θεωρητικοί της
ρομαντικής ειρωνείας, θέλοντας να κρατήσουν ανοικτή τη
θέση της λογοτεχνίας, υποστήριξαν τη θέση μιας δυναμικής
λογοτεχνίας, η οποία θα αποδεχόταν ειρωνικά .και θα
εξέφραζε ειρωνικά τις γενικές ειρωνείες της τέχνης και της
δυσχερούς ανθρώπινης θέσης, #ια να αυτοπροστατευθεί έτσι
από τη διαλυτική δύναμη του σύμπαντος.
3. Ηθι,κή
1. Γενική ειρωνεία.
Θύματα της είναι όλοι οι άνθρωποι, αφού αρμοδιότητα της δεν
είναι οι τρόποι των ανθρώπων αλλά η ηθική του σύμπαντος.
Δεν έχει διορθωτικό σκοπό και θέματα της είναι η κατα^ω^ή
και ο σκοπός του σύμπαντος, η ελευθερία της βούλησης και ο
προκαθορισμός, η λογική και το ένστικτο, η επιστήμη και η
φαντασία, η κοινωνία και το άτομο, ο σκοπός και το μέσον, η
τέχνη και η ζωή, η ύπαρξη και η #νώση, η αυτοσυνειδησία, το
νόημα του νοήματος, η αξία της αξίας κτλ. Μόνον η φιλοσοφία*
είναι συμφιλιωμένη με τις παραπάνω αντιθέσεις. Ο είρωνας
δεν είναι φιλόσοφος, αλλά καλλιτέχνης και άρα βλέπει τον
κόσμο "αισθητικά", που σημαίνει. από την αρμόζουσα
αισθητική απόσταση, αλλά όχι έξω από τα ανθρώπινα
συμφραζόμενα. Βλέπει όσα του δείχνει ο φιλόσοφος ή ο
επιστήμονας, αλλά σε σχέση με τα πιστεύω του, τις ιδέες του,
τους φόβους του και τις επιθυμίες των ανθρώπων.1 Ιστορικά, η
γενική ειρωνεία χαρακτηρίζει την εποχή του μοντερνισμού,
αλλά και είναι παιδί των τελευταίων δύο αιώνων. Ως ειρωνεία
της "ανοιχτής" ιδεολογίας, είναι προϊόν -ou αιώνα της
επιστήμης και του ρομαντισμού. Όπως ο επιστήμονας, ο
είρωνας έ χ ε ι ανάγκη από συνεχή αναθεώρηση, αυτοδιόρθωση,
έρευνα και κριτική. Σύμφωνα με τον Kierkegaard έχει ανάχκη
από ζωή "υποθετική και υποκειμενική", κρατώντας ανοικτή μια
αίσθηση ^ια τη συνεχή ύπαρξη πιθανοτήτων.
1
Muecke, ό. π., σ. 121.
/
142
ερωτηματικό δημιουργούν άλλα δέκα και η ^νύση παραμένει
ανέφικτη, ι
3. Δραματική ειρωνεία.
Προκύπτει όταν κάποιος ενεργεί με έπαρση αγνοώντας την
πραγματική κατάσταση των πραγμάτων, ιδίως όταν αυτή είναι
αντίθετη απ' ό,τι Φαίνεται. Η ελεύθερη βούληση είναι μύθος,
εοόσον όλα είναι προαποφασισμένα και ο μόνος έγκυρος νόμος
είναι ο νόμος του -αιτίου και του αιτιατού. Η ελευθερία της
βούλησης είναι μια αναγκαία αυταπάτη. Η ρήξη ανάμεσα σ'
έναν αντικειμενικά προκαθορισμένο (ντετερμινιστικό) κόσμο
και στην υποκειμενική.μας ελευθερία φαίνεται πιο περιεκτική
σε ε ι ρ ω ν ε ί α όταν αποτελεί ερώτηση ανθρώπου που
αναγκαστικά βρίσκεται' σε δυσαρμονία με παράλογες δυνάμεις
μέσα του. Δεν είναι μόνο το σώμα που φυλακίζει την ψυχή- τα
ένστικτα εξαπατούν το μυαλό, οι αισθήσεις τη λογική, το
ασυνείδητο το συνειδητό. Υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες #ια
ε ι ρ ω ν ε ί α στην ανακάλυψη των ψυχαναλυτών ότι το
ασυνείδητο δυναστεύει το μυαλό.2
Δεν είναι μόνο το ένστικτο που αντιστρατεύεται την
ηθική. Η ζωή η ίδια, ως κοινωνική οργάνωση, είναι εκ
διαμέτρου αντίθετη ' προς την ηθική. 0 Μακιαβέλλι είδε
ξεκάθαρα ότι κάποιος δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα
επιτυχημένος αρχηγός και Χριστιανός. Ο χριστιανισμός
υποχρεώνει τον άνθρωπο να ξεπεράσει τη ζωική του φύση και
να ζήσει λογικά και όχι εγωιστικά. Αλλά αν γινόταν αυτό ο
πολιτισμός θα κατέρεε και ο άνθρωπος θα κατέβαινε στο
επίπεδο ενός ευγενούς αλλά ανυπεράσπιστου πρωτογόνου. 0
avSpumoç, 'εξαπατά τον εαυτό του, όταν εφευρίσκει
υποχρεώσεις που δεν απορρέουν από την ουσία της φύσης του.
1
Για τη διάσταση ανάμεσα στην έννοια της επιστήμης και στην
κατάκτηση της αλήθειας βλ. το άρθρο του Graham Dunstan Martin,
«The Bridge and the River or the Ironies of Communication», ό. π., σσ.
415-416.
2
Muecke, ό. π., σ. 42.
143
Αυτή η αυτοεξαπάτηση είναι καθολική και αναπόφευκτη και
σχετίζεται, με τη διάλυση της προσωπικότητας, *·
4. Κοσμική ειρωνεία
Η γενική ειρωνεία προκύπτει από την ύπαρξη αμφιβολιών #ια
το σκοπό της ζωής και της ύπαρξης, #ια τη φύση του Θεού και
#ια τον κόσμο πίσω από τον κόσμο. Είναι ένα είδος ειρωνείας
που καλλιεργείται τουλάχιστον εδώ και διακόσια χρόνια.
1
Η διάλυση, της προσωπικότητας είναι ο αρχικός παράγοντας που
κάνει τους ήρωες του Flaubert να φαντάζονται ότι είναι
διαφορετικοί από αυτό που είναι. Από θαυμασμό και ενθουσιασμό
επινοούν έναν χαρακτήρα διαφορετικό από αυτόν που τους δίνεται.
Όμως αυτή η διάλυση της προσωπικότητας τους συνοδεύεται από
αδυναμία να μοιάσουν το πρότυπο που επιλέγουν. Με συγχυσμένη
κρίση προσπαθούν να μιμηθούν τη συμπεριφορά του. την εμφάνιση
του, φτάνοντας έτσι στην παρωδία. Muecke, ό.π.. σ. 146. Ειδικότερα,
βλ. Vahhed Κ. Ramazani, The Free Indirect Mode. Flaubert and the
Poetics of Irony, Charlottesville, University Press of Virginia, 1988, σ.
159.
144
λέξεις και άρα να εγκλωβίσεις σε κάτι στατικό αυτό που είναι
δυναμικό, μετεξελισσόμενο και δυναμικό.
Ο Kierkegaard υποστηρίζει ότι ο χιουμορίστας δεν θα
μπορούσε ποτέ να συστηματοποιήσει, επειδή αντιμετωπίζει
κάθε φιλοσοφικό σύστημα σαν μια ανανεωμένη προσπάθεια
εξερεύνησης του κόσμου μέσω συλλογισμών. Αυτός που
συστηματοποιεί πιστεύει ότι μπορούν όλα να ειπωθούν και ότι
ό,τι δεν μπορεί να εκφρασθεί είναι Λανθασμένο και ασήμαντο.
Από την άλλη μ§ριά, όμως, όπως υποστήριζε ο F. Schlegel, το
να έχει το μυαλό ένα σύστημα είναι εξίσου μοιραίο με το να
μην έχει;
Θα μπορούσαμε·.να πούμε, συνοψίζοντας την αντίληψη
του Muec'rce #ια τη γενική ειρωνεία, ότι αντικείμενο της
είναι η ασυμβατότητα ανάμεσα στις καταστάσεις του παρόντος
και στις διαθέσεις του μέλλοντος, στο άτομο και στην
κοινωνία, στη λογική και στο ένστικτο, στη θεωρία και στην
πράξη, στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, στην επιθυμία χια
παντογνωσία και στην αδυναμία απόκτησης της.
1
0 Goethe θεωρεί ότι η ειρωνεία σηκώνει τον άνθρωπο πάνω από
την ευτυχία ή τη δυστυχία, το καλό ή το κακό, τον θάνατο ή τη ζωή
σε μια θέση που θυμίζει τα λό^ια του Verlaine già τον θρόνο της
φύσης: "de splendeur, d" ironie et de sérénité". (Muecke, ό. π., σ. 219).
4
2
Αυτό HOU υποστηρίζει ο Ian Watt già τη σχέση ειρωνείας και
γλώσσας του 18ου αιώνα έχει τη θέση του εδώ: Η τάση ανάλυσης
και γενίκευσης του λεξιλογίου του 18ου αιώνα μπορεί να θεωρηθεί
"ειρωνοχενής"· εν μέρει διότι του λείπουν οι συνδηλώσεις,
αποκλείει τα συναισθήματα και τις αξιολογήσεις με τα οποία
συνδέεται συνήθως το συμπαγές σημείο αναφοράς του- και εν μέρει
διότι οι γενικότητες έχουν δικό τους είδος συνδηλώσεων που πάντα
υπονοούν μια ψύχραιμη, ασυγκίνητη και άρα στοχαστική εκτίμηση
αυτού που περιγράφει.
146
όνειρο. Αυτά τα δυαδικά σχήματα τείνουν να παράγουν όμοια
ζεύχη από ειρωνικές πολώσεις: αμέτοχος—μέτοχος, ελεύθερος-
-σκλαβωμένος, αδιάφορος—συγκινημένος, ήρεμος--ταραγμένος,
πραχματικός—ψευδαισθητικός, κριτικός—εύπιστός, λοχικός—
παράλοχος.
Το αρχέτυπο του δράστη ή δημιουργού της ειρωνείας
είναι ο θεός, "ο Αριστοφάνης των ουρανών", όπως τον
αποκαλεί ο Keine. Το αρχέτυπο Θύμα της ειρωνείας είναι ο
άνθρωπος, καθώςΛείναι παγιδευμένος στην ύλη και στο χρόνο,
τυφλός, περιορισμένος, ανελεύθερος, εξαρτημένος. Κ
κατάσταση του ως αρχετυπικού Θύματος, υποστηρίζει ο Muecke,
εκφράζεται καλά στην έκ^Άτιστι: "Σταματήστε τη χη· θέλω να
κατέδω". Η χη όμως σταματά μόνο χια όσους ήδη κατέβηκαν.1-
Μια πιο γνωστή άποψη είναι η άποψη κατά την οποία οι
άνθρωποι θεωρούνται ηθοποιοί που μπορούν να κάνουν και να
πουν μόνον ό,τι έχει οριστεί χι' αυτούς, αν και
συμπεριφέρονται σαν να είχαν ελεύθερη βούληση. Σ' αυτό ο
Muecke προσθέτει ότι η συνείδηση της ζωής ως
ψευδαίσθησης μας κάνει να συλλαμβάνουμε και τη δική μας
ζωή ως ψευδαίσθηση. Από μια ειρωνική οπτική χωνία η ζωή
μπορεί να ειδωθεί σαν υφαντό, πίνακας, ή αφήγηση. Ο
Tennyson και ο Schakespeare τη θεωρούν ένα έρχο με λίχο ή
καθόλου νόημα. Η σχέση δημιουργού και έρχου δεν είναι
σχέση αχάπης και φιλίας' είναι σχέση αισθητική. Μπορεί να
υποστηριχθεί ότι ανάλογη είναι και η σχέση του είρωνα με
τον κόσμο. Ο Τ. Mann θεωρεί ότι η λογοτεχνία αρχίζει από
την αντίθεση του εχώ με τους άλλους, και υποστηρίζει ότι
είναι λάθος να. διαχωρίζουμε τον Θεό από τον διάβολο. Είναι
ορθότερο^ να πει κανείς ότι το διαβολικό είναι μία πλευρά—αν
θέλετε η λάθος πλευρά—του θείου. Εάν ο Θεός είναι τα πάντα,
τότε είναι επίσης και διάβολος, και δε μπορεί κανείς να
πλησιάσει το θείκό χωρίς να πλησιάσει συχχρόνως και το
διαβολικό. Η ιδιοφυία είναι κράμα αυτών των δυο, είναι η
άρση αυτής της αντίφασης. Η δυαδικότητα του υποκειμενικού,
θολού, παράλοχου ονείρου και η αντικειμενική, σαφής και
1
Muecke, ό. π., σ. 222.
147
Λογική κατάσταση της ε^ρή^ορσης λενυουρ^ούν ως αναλογία
#ια τη δυαδικότητα ενός ψευδαισθητικού κόσμου και. ενός
πραγματικού παραδείσου. Τυπικά, ο είρωνας παρατηρεί από
ψηλά με ασφάλεια το θύμα του να περιπλανιέται άσκοπα. Αλλά
η ελευθερία του είρωνα μπορεί να εκφραστεί με κινητικότητα
ή ανύψωση πάνυ από το κύρος της σοβαρότητας. Μπορεί να
τον βρει κανείς να ταξιδεύει, όχι περιπλανώμενο άσκοπα αλλά
τριγυρνώντας ελεύθερα. Αυτή η φυσική κινητικότητα του
ταξιδευτή είναι το εξωτερικό και ορατό σημάδι της-
πνευματικής ή διανοητικής υπεροχής και ευκινησίας καθώς
και σημάδι του άτρωτου.
Η σχέση παρατηρητή και παρατηρούμενου μπορεί να
πάρει διαφορετικές μορφές. Αλλά ανεξάρτητα από το πώς
παρουσιάζεται η διαφορά —κοσμολογική, ^εω^ραφίκή, φυσική,
βιολογική, κοινωνική, αισθητική, ψυχολογική--, το
αποτέλεσμα είναι ότι το #έλιο που προκαλείται είναι το #έ?.ιο
του ελεύθερου προς τον ανελεύθερο. 0 είρωνας γελάει #ιατί
συγκριτικά αισθάνεται ελεύθερος. Στ' αλήθεια είναι κοινός
τόπος ότι υποκειμενικά αισθανόμαστε ελεύθεροι, αλλά
αντικειμενικά, ως παρατηρητές, βλέπουμε το κάθε τι ως
προαποφασισμένο. /
Εκείνος που "σταματά #ια να σκεφτεί" αναδύεται, ως ένα
βαθμό, από τη ροή του χρόνου- το να είναι κανείς
προσηλωμένος σε κάτι σημαίνει ότι βρίσκεται έξω από τη
χρονική συνέχεια. Ο μυθιστοριογράφος, συνεπώς, του οποίου
το έρ#ο δεν είναι μια κανονική περιπέτεια, αλλά μιά
σύνθεση, μπορεί να μειώσει τη σημασία του στοιχείου του
χρόνου και να,δώσει έμφαση στην ποιότητα της δομής του
χώρου, ψ εναλλακτικά στο τυχαίο των ^ε^ονότων. Και στις δύο
περιπτώσεις οι χαρακτήρες του παρουσιάζονται ως θύματα της
τύχης ή του πεπρωμένου, και, ως εκ τούτου, πιθανά αν όχι
πραγματικά θύματα ειρωνείας. Παρά το #ε#ονός, όμως, ότι η
σχέση είρωνα και πραγμάτων είναι αισθητική, ο είρωνας
αναδύεται μέσα από το συναίσθημα. Η επιθυμία του να
14Ô
ελευθερωθεί απ' αυτό τον εφοδιάζει με το όπλο της
ειρωνείας. 1
Συνοψίζοντας τις χρήσεις της ειρωνείας, ο Mueckie
υποστηρίζει ότι η ειρωνεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως
ρητορικό τέχνασμα #ια να πείσει ή ως σατιρικό τέχνασμα #ια
να χτυπήσει μια άποψη ή #ια να εκθέσει την τρέλα, την
υποκρισία ή τη ματαιοδοξία· ως "ευρηματικό" τέχνασμα #ια να
οδηγήσει τον αναγνώστη στο να δει ότι τα πράγματα δ ε ν
είναι τόσο άπλά,και σίγουρα όσο φαίνονται ή ίσως όχι τόσο
σύνθετα ή αμφίβολα. 2 Είναι προφανές ότι η ειρωνεία μπορεί
να είναι ρητορική, σατιρική ή ευρηματική. Σε κάθε περίπτωση
το αποτέλεσμα θα κρίνει το μέσον. Η ειρωνεία που δεν ανήκει
σ' ένα από τα παραπάνω είδη είναι αυτο-ειρωνεία ή
αυτοπροστατευτική ειρωνεία ή ασαφής ειρωνεία· μερικές
φορές, όταν χρησιμοποιείται σε υπερβολικό βαθμό, είναι
καλύτερα να την ονομάσουμε υποκρισία ή απάτη. Πολλές φορές
έχουμε την τάση να δεχόμαστε την ειρωνεία που προστατεύει
κάποιον. Ίσως η ειρωνεία να είναι ο καλύτερος τρόπος #ια να
χειριζόμαστε τις πραγματικές δυσκολίες. Εξάλλου, ένα άλλο
κοινό είδος ειρωνείας είναι η ειρωνεία της κρίσης που
εκκρεμεί: όταν κάποιος δεν θέλει να πάρει θέση είτε ^ιατί
1
Μερικοί βρίσκουν πως η ειρωνεία είναι μια μορβή τρυφερότητας.
0 Anatol France πρεσβεύει ένα είδος ειρωνείας πολύ ανθρώπινης: Κ
ειρωνεία και ο οίκτος είναι δύο καλοί σύμβουλοι- ο έ ν α ς
χαμογελώντας κάνει τη ζωή μας ευχάριστη· ο άλλος κλαίγοντας
την κάνει λυπημένη. Η ειρωνεία που επικαλούμαι δεν ε ί ν α ι
σκληρή. Δεν περιπαίζει ούτε την α^άπη ούτε την ομορφιά. Είναι
ήπια και καλοπροαίρετη. Το δέλιο της καταπραύνει τον θυμό· είναι
η ειρωνεία που μας διδάσκει να διασκεδάζουμε με τους τρελούς και
τους άξεστους· διαφορετικά 9α είχαμε την αδυναμία να τους
μισούμε. (Muecke, ό. π., σ. 232).
2
Παρά το ^ε^ονός ότι η σάτιρα και η ειρωνεία έχουν πολλές §ορές
χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά από την κριτική, είναι σας>ές ότι
πρόκειται #ια δύο τελείως διαφορετικές έννοιες, που συγχέονται
επειδή η ειρωνεία αποτελεί πολύ συχνά σατιρικό τέχνασμα. Βλ. Ρ.
Petro, Modem Satire: Four Studies, ό. π., σ. 10.
149
συμπαθεί και τις δύο θέσεις, είτε επειδή δεν συμπαθεί καμία,
είτε επειδή βλέπει μια τρίτη λύση, χρησιμοποιεί την ειρωνεία
1
και αυτό είναι αποδεκτό. Η ειρωνεία είναι #ια τον Mueclce ο
δυσικός, ο καλύτερος και ίσως ο μόνος τρόπος #ια να παλέψει
κανείς αποτελεσματικά τη ζωή. Μια ζωή γεμάτη αντιφάσεις,
παραλογισμούς, αυταπάτες, αδιέξοδα, που πρέπει να γίνουν
αποδεκτά. Ο αντίποδας της ειρωνείας είναι η απελπισία.
Ένας από τους συ^ραφείς που, στο γύρισμα του αιώνα,
αισθάνθηκε ότι πρέπει να δραπετεύσει από τη στειρότητα της *
διανόησης στην εμπειρία της ζωής, είναι ο Τ. Mann. Στο έρ^ο
του Σκέψεις ενός μη ποΆιτικού ανθρώπου υποστηρίζει ότι οι
εναλλακτικές λύσεις που έχει ο άνθρωπος είναι να είναι είτε
είρωνας είτε ριζοσπάστης. Η επιλογή του απορρέει από την
πίστη του στη ζωή ή στο πνεύμα αντίστοιχα. Όσο #ια την
αρμονία, σε θέματα ζωής που είναι θέματα αιωνίων
2
αντιθέσεων, βρίσκεται στο άπειρο. Μετά από τόσο καιρό
πίστης σ" έναν κόσμο που ήταν δεδομένο πως είχε νόημα, η
κατάσταση αμφιβολίας είναι αβάσταχτη, αλλά είναι μια
κατάσταση μέσα στην οποία πρέπει να μάθουμε να ζούμε.
Η ειρωνεία ως μέσο' #ια να αποφύγει κανείς να πάρει
απόφαση σε καταστάσεις φπου η απόβαση είναι αδύνατη ή
επισφαλής, είναι αυτοπροστατευτική ή και ευρηματική. Π. χ.
κάποιος μπορεί να είναι αποφασισμένος να πει την αλήθεια
1
Κατά τον Janketévitch, η ειρωνεία χρησιμοποιεί την τέχνη της
"ψαύσης της επιφάνειας" (Γ art d' effleurer), υιοθετώντας, τη μία
μετά την άλλη, μία σειρά οπτικών, με τέτοιο τρόπο ώστε η μία να
διορθώνει την άλλη. Κι αυτό εν ονόματι της δικαιοσύνης και της
λογικής. Και ο Amiel υποστηρίζει ότι ο αληθινός κριτικός δεν
ορίζει ούτε αφορίζει- η ευχαρίστηση του βρίσκεται στο να
καταλαβαίνει δίχως να πιστεύει.
2
Αυτή η "αρνητική ικανότητα" του Mann συνδέθηκε με άλλα
φαινόμενα του 20ού αιώνα: «Η ειρωνεία, η καινοτομία, ο
πειραματισμός, η αμφίταλάντευση, η σύγκρουση— δεν προσπαθούν
αυτοί οι άνθρωποι [ο Mann και ο Gide] να μας εξοικειώσουν με την
αναποφασιστικότητα, δεν προσπαθούν να νομιμοποιήσουν την
αμφιβολία;» (Muecke, ό. π., σ. 236).
150
#ια να ικανοποιήσει τη συνείδηση του, κάτω από περιστάσεις
στις οποίες η έκφραση της αλήθειας μπορεί να είναι
επικίνδυνη. Θα το κάνει ειρωνικά ή θα χρησιμοποιήσει την
παλιά μέθοδο, προσποιούμενος τον βλάκα ή τον κουτό ή θα
μιλήσει διφορούμενα ή με ασάφεια ή, τέλος, θα
χρησιμοποιήσει το τέχνασμα που ονόμασα "ειρωνεία μέσω της
αναλογίας". Η ειρωνεία μπορεί να είναι ένας τρόπος
προστασίας από την κοινωνία ή από τα προσωπικά πάθη.
Επίσης, μπορεί η-, ειρωνεία να χρησιμοποιηθεί ως ασπίδα κατά
της περιφρόνησης κάποιου. Η αυτοπροστατευτική ειρωνεία
μπορεί νά είναι έκφραση σύνεσης ή σοφίας απέναντι σ' έναν
κόσμο γεμάτο παγίδες-και αβεβαιότητα. Για παράδειγμα, ο
Stendal χρησιμοποιεί *την ειρωνεία ^ια να προστατεύσει τον
εαυτό του και τους ήρωες του από τον άξεστο αναγνώστη. Η
ειρωνεία μπορεί να οδηγήσει στον μηδενισμό, όταν κάποιος
διαφοροποιηθεί μέσα από την αποστασιοποίηση τόσο πολύ,
ώστε να νιώθει ότι δεν έχει θέση στον κόσμο.1 Επίσης, όσον
αφορά την ειρωνεία της τέχνης, ο Booth υποστηρίζει ότι
μπορεί ένας συ^ραφέας να φτάσει στην ύψιστη άρνηση που
είναι η σιωπή.2 Εξάλλου, εφόσον η δυνατότητα του ανθρώπου
tfia #νώση είναι περιορισμένη και αποσπασματική, το σύμπαν
παράΗο^ο και συνεπώς η αλήθεια ανύπαρκτη, όλες οι αλήθειες
μπορούν να υπονομευθούν μέσα από την ειρωνεία των
αντιθέτων εννοιών. ,
Ο Muectce καταλήγει ότι η ηθική της ειρωνείας είναι
αμφίβολη, όχι μόνο #ιατί κάποιοι έκαναν κατάχρηση, #ια να
καλύψουν αδυναμίες, ή την κατέστησαν ύποπτη, αλλά ^ιατί η
ειρωνεία έχει από τη φύση της τη δύναμη να διαφθείρει τον
είρωνα. Κι αυτό ^ιατί του προσφέρει προστασία από τη ζωή
αλλά καν τα μέσα να την υποτάξει στο ε#ω του. Η πιο
παραστατική παρουσίαση της ήττας του είρωνα ανήκει στον
Kierkegaard, ο οποίος είδε τη ρομαντική ειρωνεία ως διάλυση
1
Anóppota αυτής της ειρωνείας είναι, η ρήση του Jacques Barzun:
Το να μη θαυμάζει κανείς τίποτε, από ς>όβο μήπως ε ξ α π α τ η θ ε ί
είvαt μια προϊούσα ασθένεια του πνεύματος. (Muecke, ό. π., σ. 241).
2
Booth, ό. π., σ. 262.
151
της αντικειμενικότητας χια χάρη της υποκειμενικότητας, μια
διαδικασία που υπαινίσσεται τελικά την υποβίβαση της
πραγματικότητας σε χυμνή αυτοσυνειδησία του είρωνα. "Η
ιστορική πραγματικότητα ακυρώθηκε χια να δώσει τη θέση
της στην υποκειμενική πραγματικότητα". 0 είρωνας π.χ.
αρνήθηκε να δει το παρελθόν ως κάτι δεδομένο που δεν
μπορεί να αγνοηθεί. Το εχώ του, κατοικώντας το άχρονο παρόν
της κατεξοχήν υποκειμενικότητας, μπορεί κατά βούληση να
δίνει εγκυρότητα σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο,*
ταξιδεύοντας μέσα στο χρόνο δίχως συνέπεια και συνοχή. Αυτό
το παιχνίδι της κατά βούλησιν ακύρωσης μπορεί να γίνεται
με τη φιλοσοφία, τη, θρησκεία. Μπορεί το ίδιο να ισχύσει και
με τη ζωή κάποιου: ο είρωνας μπορεί να δώσει εγκυρότητα
στο ρόλο κάποιου λαϊκού, αριστοκράτη, παιδιού κτλ. με
αληθοφάνεια, εφόσον η ειρωνεία τραβά την προσοχή μας
μακριά από την αφετηρία και κατευθύνεται στις ανεπάρκειες
του αντικειμένου της. Τελικά, η ζωή ενός είρωνα, υποθετική
και υποκειμενική χάνει τη συνέχεια της και καταντά με τον
καιρό σε απειλή ή ανία. Η ειρωνεία είναι απαλλαχμένη απο τις
φροντίδες της πραγματικότητας αλλά και από τις χάρες της.
Μπορεί όμως με την καιάχρησή της • να οδηγήσει στον
μηδενισμό.
Ο Muecke ασκεί κριτική στη θεωρία του Kierkegaard
χια την ειρωνεία. Επειδή, τόσο αυτή η κριτική στάση όσο και
η περιφρόνηση του Kierkegaard χια την ειρωνεία έχει άμεση
σχέση με το ήθος της, ας σταθούμε λίχο σε κάποια σημεία της.
Το βιβλίο του The Concept of Irony (1Ô41) είναι ουσιαστικά
μια θρησκευτικό πολιτική πολεμική ενάντια στον ανίερο
εχωισμό^ κάποιων Γερμανών ρομαντικών και στην αυτάρεσκη
αυθεντία των συχχρόνων Εχελειανών. Η προσέχχιση του
προβλήματος της ειρωνείας από τον Kierkegaard, οι
προϋποθέσεις που θέτει ως προς τη φύση της χλώσσας, η
έννοια της αλήθειας και ο θρησκευτικός ζήλος με τον οποίον
περιφρονεί την ειρωνεία ως αμαρτία ενάντια στην Αλήθεια,
όλα χαρακτηρίζουν μια μακρά παράδοση η οποία συνεχίζεται
μέχρι σήμερα ιδίως μέσω Άχχλων και Αμερικανών κριτικών.
Στηρίζοντας την ανάλυση του πάνω στη διαφορά μεταξύ είναι.
152
και φχίνεσΘαι, ο Kierkegaard επισημαίνει, τη διαφορά ανάμεσα
στην ειρωνεία ως μορφή λό^ου (όπου το φαινόμενο, η λέξη,
δεν ανταποκρίνεται στην ουσία, σημασία) και στην ειρωνεία
ως τρόπο ύπαρξης (όπου η συμπεριφορά ή εμφάνιση του
είρωνα δεν ανταποκρίνεται στον αληθινό και αιώνιο
εσωτερικό εαυτό). Η γλώσσα #ια τους ρομαντικούς,
πρωταθλητές του ατομικού, είναι η πιο χαρακτηριστική
επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπινων όντων, εμποδίζοντας
όμως την επιθυμία αυτογνωσίας και της α λ η θ ι ν ή ς
αυτοέκφρασης, εφόσον εμποδίζει αυτό που διευκολύνει. Όπως
οι ρομαντικοί, κάποιοι κριτικοί θεωρούν τη γλώσσα μη άξια
εμπιστοσύνης, εφόσον δεν είναι παρά ένα ανεπαρκές και
αναπόφευκτο σχήμα της σκέψης. 0 Kierkegaard, υποστηρίζει
μια θεωρία ανάγνωσης, μια προσέ##ιση των κειμένων που
δεν Βασίζεται στη #νώση ότι η λέξη δεν είναι παρά ένα
περικάλυμα της ιδέας--δηλαδή μια π ρ ο σ έ ^ ι σ η που
προσανατολίζεται προς το σημαίνον και όχι το σημαινόμενο
και που ορίζει τη σημασία ως προϊόν σχέσεων μεταξύ των
σημαινόντων. Επιπλέον, σύμφωνα με την ανάλυση του όχι
μόνο η λοχοτεχνία αλλά και τα πρόσωπα και ο κόσμος πρέπει
να προσεγγίζονται ως κείμενα. Αυτή η άποψη του Kierkegaard
τον φέρνει πολύ κοντά στις απόψεις της κριτικής μετά το
i960, υπόθεση στην οποία θα επανέλθω στο κεφάλαιο #ia το
χιούμορ.
Η κριτική αυτής της θεωρίας από τον Muecke
εντοπίζεται σε τρία σημεία:
α) η επίκριση της ρομαντικής ειρωνείας είναι πολύ θεωρητική
και αγνοεί τον αποδέκτη της ειρωνείας-
$) ο Kierkegaard, παρερμήνευσε την έννοια της ρομαντικής
ειρωνείας.
Με την έννοια του Schlegel η ειρωνεία δεν ήταν
αρνητική και καταστροφική αλλά δημιουργική και προοδευτική.
Ούτε ήταν στατικά υποκειμενική, εφόσον δίδασκε ότι ο
είρωνας πρέπει να είναι μέσα αλλά και να υπερβαίνει τη
δουλειά του. Ο ρομαντικός είρωνας δεν ήταν απλώς
παρατηρητής, αλλά είχε συνείδηση ότι και ο ίδιος ήταν
μπλεγμένος στις αντιφάσεις της ζωής. Αυτή η συνείδηση τον
153
προστατεύει, τόσο από την υπερβολή της ειρωνείας όσο και από
την ελλιπή της χρήση (δηλαδή το γα μην εκμεταλλευτεί τη
γόνιμη αυτοειρωνεία). Ως παράδειγμα ο Muecke χρησιμοποιεί
το έρ^ο των Mousii, Heine και Τ. Mann, οι οποίοι διέφυγαν
την τύχη του είρωνα που προέβλεψε ο Kierkegaard. Πράγματι,
μεθοδολογικά, αυτή η προσέγγιση του θέματος φαίνεται
λανθασμένη: το να αφορίζει κανείς την ειρωνεία δεν είναι
τρόπος #ια να δίνει εγκυρότητα σε κάποια άλλη στάση. 0
Muecke υιοθετεί μετριοπαθή στάση: συμφωνεί με την επίθεση'
του Booth απέναντι στις ρηχές ειρωνείες και στα νεφελώδη
διφορούμενα, αλλά και είναι καχύποπτος απέναντι σ' όσους
απορρίπτουν την ειρωνεία.
#) 0 Kierkegaard συμμετέχει, μέσα από τη χριστιανική του
πίστη q" έναν κόσμο κλειστής ιδεολογίας, άρα υπάρχει μία
σημαντική ασυμβατότητα ανάμεσα σ' αυτόν και στην ειρωνεία.
Παρόλο που ο ίδιος ήταν εξαιρετικός στη χρήση της ειρωνείας
και ανέπτυξε πολλές τεχνικές με αυθεντικότητα, δεν μπόρεσε
να τηρήσει ειρωνική στάση, που σημαίνει ανοιχτή στάση
απέναντι στην ύπαρξη συνολικά. Αλλά και ο Booth φαίνεται να
συμφωνεί με την κριτική του Muecke, κρίνοντας όμως από την
αντίθετη πλευρά: τόσο ο Ντοστογιέφσκι όσο και ο Kierkegaard,
δεν πρέπει να ήταν καλοί χριστιανοί, διότι εξ ορισμού υπάρχει
αντίφαση μεταξύ ειρωνείας και πίστης. 1 Καθήκον της
ειρωνείας είναι να βλέπει καθαρά και να θέτει ερωτήματα.
Θύματα της είναι οι τυφλοί, εχθροί της όσοι δεν επιθυμούν να
πιεσθούν y t a απαντήσεις. Η ειρωνεία πάντα κινούσε την
καχυποψία κάθε εξουσίας. Ο Freud και ο Marx, απ' τη στιγμή
που βοήθησαν την ανθρωπότητα να λειτουργήσει
συσχετιστικά, είναι συμβατοί με την καθολικότητα της
1
Όσον açopd τη χριστιανική πίστη του Kierkegaard και το θέμα
της ειρωνείας βλ. Jean Malaquais, Sören Kierkegaard: Foie et
Paradoxe, Paris 1971. Σχετικά με την αντίφαση μεταξύ τ η ς
χρ^στι,κανι,κής πίστης του Ντοστοοΐές?σκο και της μοντέρνας
ειρωνείας που χρησιμοποιεί βλ. Vastly Rozanov, Dostoevskv and the
Legend of the Grand Inquisitor, μτς>ρ. Spencer E. Roberts, Baltimore
1971. Παρατίθενται από τον Booth, ό. π. , σ. 220.
154
ειρωνείας. Αλλά ο κομμουνισμός και η ψυχανάλυση, απ' τη
στιγμή που έγιναν δόγματα, άρα κλειστά συστήματα, δεν
μπορούν να ανεχθούν την ειρωνεία.
Από άλλη οπτική ερευνά το Θέμα της ηθικής της
ειρωνείας ο Frye, ο οποίος θεωρεί πως ο είρωνας
αποδοκιμάζει τον εαυτό του και ότι, όπως ο Σωκράτης,
υποκρίνεται ότι δεν ξέρει τίποτε, ακόμη και αυτό το ^ε^ονός
ότι είναι είρωνας. Γι' αυτή*, τη μέθοδο, κατά τον Ffye είναι
απαραίτητη η απόλυτη αντικειμενικότητα και η καταστολή
οποιασδήποτε ηθικής κρίσης. 1 Επίσης, υποστηρίζει ότι ο
είρωνας 'συ^ραφέας # υ Ρ ν ά την πλάτη στον αναγνώστη,
πράγμα που δεν ευσταθεί, διότι μερικές φορές ο συ^ραφέας
περπατά πλάι-πλάι με* τον αναγνώστη.
Ζούμε σ" έναν.κόσμο που μας επιβάλλει τις αντιφάσεις
του. Η σταθερότητα είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη, αλλά
προσπαθώντας να την αποκτήσει κανείς διατρέχει τον κίνδυνο
να κλειστεί σ' ένα κλειστό συμπαγές πολιτικό, ηθικό,
διανοητικό σύστημα. «Χρειαζόμαστε την αναγέννηση της
αλλαγής» υποστηρίζει ο Muecke, «αλλά όχι την παλινδρόμηση
από τη μια καινοτομία στην άλλη. Την ισορροπία όλων αυτών
μας τη δίνει η ειρωνεία». Εξάλλου, η ειρωνεία ε ί ν α ι
περισσότερο διανοητική δραστηριότητα παρά ηθική, που
σημαίνει ότι η ηθική της, όπως η ηθική της επιστήμης, της
φιλοσοφίας, της τέχνης, είναι η ηθική του πνεύματος.
Όσον αφορά την ηθική της ειρωνείας, η Candace Lang
θεωρεί αναχρονιστική την άποψη των Mueck.e, Booth και
Knox. Και οι τρεις, όπως είδαμε υποστηρίζουν πως τον
περασμένο αιώνα η λογοτεχνία έ^ινε πιο ειρωνική διότι
αυξήθηκε, η ασυμφωνία μεταξύ νοήματος και διατύπωσης,
πραγματικότητας και φαινομένων. Αυτή η άποψη είναι
κληρονομιά της μεταφυσικής παράδοσης που αντιθέτει το
νόημα στη διατύπωση όπως το είναι στο φαίνεσθαι ή την
ειλικρίνεια στην απάτη. Η ειρωνεία χια καιρό θεωρούνταν
1
Η θέση της Lang είναι ότι ένας συγκεκριμένος τύπος ειρωνείας
ιδωμένος ως απόκλιση από την αλήθεια, δίχως κάποια στιγμή
σύγκλισης, ταυτίζεται μεταφυσικά και ηθικά με το χιούμορ που
ορίζεται ως π α ι χ ν ί δ ι με τις λέξεις, ή ως λό^ος που δεν
προσανατολίζεται προς την Αλήθεια. C. D. Lang, Irony/Humor, ό. π.,
σ. 42.
156
ΠΑΡΩΔΙΑ
1. Περιορισμοί
1
Μεγάλος αριθμός μελετητών έχει. την άπουη αυτή, ή οποία
ξεκίνησε από τον πρώτο μελετητή της σάτιρας, τον D. Worcester
(πρβ. το κεφάλαιο già τη σάτιρα)- ο G. Highet χαρακτηρίζει την
παρωδία «ως μια από τις πιο ευχάριστες, φυσικές, ικανοποιητικές
και αποτελεσματικές. μορφές σάτιρας». (The Anatomy of Satire, ό. π.,
σ. 67). 0 M. Hodgart θεωρεί την παρωδία ως μια μορφή μίμησης, η
οποία αποτελεί ουσιαστική τεχνική της σάτιρας· η παρωδία που
είναι κατά τον μελετητή η βάση της σάτιρας, έγκειται στην
κωμική και παραμορφωμένη αναπαραγωγή ενός ύφους. (Μ. Hodgart,
Satire, ό. π., σ. 122. Βλ. επίσης και P. Petro, Modern Satire, ό. π., σ. 12.
2
Για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η παρωδία ως κριτική του
μυθιστορήματος βλ. τη μελέτη του Joe Lee Davis, «Criticism and
Parody», Thought 36, 100 (καλοκαίρι 1951) 180-205.
3
Margaret Rose, Parody•/Meta-fiction, London, Groom Helm , 1979.
157
χρήσης του όρου με την ανάλυση του ρόλου της ως μετα-
μυθοπλαστικού καθρέφτη της μυθοπλασίας και ως
"αρχαιολογίας" του κειμένου στη δυτική λογοτεχνία. Η παρωδία
αντιμετωπίζεται ως επιστημονικό σύστημα και αποτελεί όχι
μόνο σύμπτωμα του μοντερνισμού, αλλά και κριτικό του
εργαλείο/ έναν τρόπο #ια να αντιμετωπίσει ο συ^ραφέας το
βάρος της παράδοσης.1 Αυτή την αντιμετώπιση της παρωδίας,
όπως θα φανεί παρακάτω, έχουν και άλλοι σύγχρονοι
μελετητές του φαινομένου, με μικρές ή μεγάλες αποκλίσεις ^
στη θεωρία τους.
Η λειτουργία της κριτικής φαίνεται αναπόσπαστο
στοιχείο της παρωδίας: η νέα ειδολογική διάκριση ορίζει την
παρωδία ως μια πνευματώδη, αισθητικά ικανοποιητική
σύνθεση, σε πρόζα ή στίχο, συνήθως χωρίς κακία, στην οποία
μέσα arto μια ελεγχόμενη παραμόρφωση φθάνουν σε υπερβολή
οι πιο έντονες ιδιαιτερότητες, θεματολο^ικές ή υφολογικές,
ενός λογοτεχνικού έρ^ου, ενός συ^ραφέα, μιας σχολής ή
γραφής· ένας από τους βασικούς σκοπούς είναι να
2
επανεκτιμηθεί το πρωτότυπο. Η προσπάθεια της Rose να
ορίσει την παρωδία είναι*· ενδεικτική #ια την ασάφεια που
επικρατεί στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής και θεωρίας,
όσον αφορά τους όρους πού εξετάστηκαν αμέσως παραπάνω,
αλλά και #ια τη δυσκολία που παρουσιάζεται στον μελετητή
από τη ρευστή και μεταλλασσόμενη φύση του ίδιου του
αντικειμένου.
Η διεύρυνση του όρου ξεκίνησε από τους Ρώσους
φορμαλιστές που είδαν την παρωδία ως καταλύτη της
λο^οτεχικής αλλαγής. Ο Μπαχτίν όρισε την παρωδία ως ένα
μετα^λωσσικό φαινόμενο με διπλή κατεύθυνση, όπως όλα τα
μετα^λωσσικά φαινόμενα: προς το αντικείμενο του λό^ου και
προς τον λό^ο ενός άλλου προσώπου. Η Rose ουσιαστικά
συνεχίζει τη θεωρία του Μπαχτίν και επικεντρώνει το
ενδιαφέρον της στη σχέση σάτιρας-παρωδίας. Ξεκινώντας από
την απλουστευτική και στοιχειώδη προσέ^ιση της έννοιας
1
Daniel Sangsue, La Parodie, Paris, Hachette, 1994, σσ. 5-52.
2
Ba. J. G, Rievald, «Parody as Criticism», Neophilologus 15, (1966) 125.
I5ô
της παρωδίας από τον Alfred Liede, ο οποίος την ορίζει, ως
μορφή συνειδητής μίμησης και άσκησης yia την εκμάθηση ή
τελειοποίηση ενός ύφους ή μιας τεχνικής, εξετάζει κυρίως τη
μετα-λο#οτεχνική και ιστορική της λειτουργία.1
Μια ιστορία της παρωδίας θα έδειχνε ότι η παρωδία
βοήθησε να επανατοποθετηθεί η ένγοια της μίμησης και ότι,
ενώ η μίμηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τεχνική της
παρωδίας, αυτό που διαφοροποιεί την παρωδία από άλλες
μορφές παράθεσης-.(quotation) και λογοτεχνικής μίμησης είναι
η χρήση της δυσαρμονίας· αυτή δείχνει ότι η λειτουργία της
παρωδίας είναι κάτι παραπάνω από μίμηση, εφόσον
επαναδραστηριοποιεί τη λογοτεχνική γλώσσα. Η Rose
καταρτίζει έναν κατάλογο των τρόπων που χρησιμοποιεί η
παρωδία στη λογοτεχνία, τον οποίο συνοψίζω ως εξής:.
Ι. Αλλαγή στη συνοχή του κειμένου που παρατίθεται.
1. Σημασιολογική αλλαγή· μπορεί να είναι παράλογη
αΆ?^'^ ή αλλαγή με νόημα #ια τον κόαμο του αναγνώστη,
συχνά σατιρική.
2. Αλλαγή στην κυριολεκτική και μεταφορική λειτουργία
της γλώσσας.
3. Συντακτική αλλαγή (που μπορεί να επηρεάζει και το
σημασιολογικό επίπεδο).
4. Αλλαγή στα γραμματικά χαρακτηριστικά των προτάσεων
(χρόνο, πρόσωπο, κτλ.).
5. Αλλαγή στους συσχετισμούς του κειμένου που αποτελεί
αντικείμενο μίμησης, με νέα συμφραζόμενα.
6. Αλλαγή στη γλώσσα, στο λε^ιλό^ιο, στο ιδιόλεκτο.
1
Alfred Liede, «Parodie», Reallexikon der deutschen,
litecaturgeschichte, τόμ. 3, Berlin. 1966, σ. 14.
159
1
Η άποψη ότι ο παρωδών μπορεί να συμπαθεί το πρότυπο του
απορρίπτεται από ορισμένους μελετητές, όπως ο Lutz Röhrich. Αλλά
ο ίδιος δέχεται πως η παρωδία δεν είναι μόνο ανατρεπτική- μπορεί
να είναι και αναδομητική. (Lutz Röhrich, Geùarâe-Metaphor-
Parodie, Düsseldorf, 1967).
160
y toc το αντικείμενο της παρωδίας του μπορεί συχνά να μη
διαχωρίζεται από την επιθυμία του να το αράξει ή να το
εκμοντερνίσει. Η ιστορία αποδεικνύει ότι μόνο παρωδίες
γνωστών έρ^ων έχουν επιβιώσει μέσα στον χρόνο. 1 ΕξάλΛου,
#ια να επιβιώσει κάποια παρωδία πρέπει να έχει να πει κάτι
καινούριο tfia το παρωδούμενο κείμενο. Επιπλέον, η Rose
διευκρινίζει ότι η παρωδία δεν περιορίζεται μόνο στο υφός
ενός éptfou, αν και αυτή ήταν #ια χρόνια η πιο αποδεκτή
μορφή της.2 ., ;
1
0 J. G, Rievald υποστηρίζει ότι ένα ουσιαστικό συστατικό της
παρωδίας ε ί ν α ι ότι' ο χειριστής της πρέπει να συνδυάσει τ ο ν
θαυμασμό με την πρόκληση γέλιου: «Οι καλύτερες παρωδίες έχουν
5"ρας,εί λό^ω θαυμασμού παρά λό#ω απέχθειας ή περιφρόνησης».
Εξάλλου, ο ίδιος μελετητής υποστηρίζει ότι η εξάρτηση του
παρωδούντος από το κείμενο που παρωδεί είναι τόσο μεγάλη, ώστε
όταν πεθαίνει το πρωτότυπο πεθαίνει μαζί και η παρωδία του. Μια
ακόμη παρατήρηση του είναι ότι η παρωδία απεχθάνεται τον μέσο
όρο και agand το ταλέντο. («Parody as Criticism», ά. π., σσ. 125, 133).
Η παραπάνω άποψη, όμως, επιδέχεται συζήτηση. Όσον αβορά τη
λογοτεχνία υπάρχουν., παρωδίες "μέτριων" έρ'οων- αλλά και οι
παρωδίες άλλων κοινότυπων και αφόρητων μορτών
επικοινωνιακού λό^ου αποτελούν ένδειξη που αντιφάσκει προς την
παρατήρηση του μελετητή.
2
Στο πολύ χρήσιμο άρθρο του $ια την αισθητική της παρωδίας
«The Aesthetics of Parody» (The Journal of Aesthetics and Art
Criticism^ 38, 2 (χειμώνας 1969) 233). ο D. Kiremidjian. υποστηρίζει
ότι η παρωδία αποσυνδέοντας μορβή από περιεχόμενο, δ ί ν ε ι
έμ§αση πάνω στη γνωστή διττότητα του κειμένου, μορφής και
περιεχομένου, που είναι και κεντρικό σημείο στις περισσότερες
μελέτες που απορούν την αισθητική πρόσληψη ενός κειμένου.
Επομένως, θέτει το ερώτημα già το ποια ε ί ν α ι η σχέση μεταξύ
μορς>ής και περιεχομένου. Επίσης, ενσωματώνει στο κείμενο την
αντίθεση μεταξύ φυσικού και τεχνητού και έτσι άπτεται του
ερωτήματος των συμβολιστών και της τέχνης του 20ού αιώνα
γενικότερα #ια τη σχέση μεταξύ τέχνης και ζωής. «Η τέχνη
μ ι μ ε ί τ α ι τη ζωή. Οι διάφορες μορφές τέχνης γ ί ν ο ν τ α ι μέσα
161
Από τα παραπάνω εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι άποψη
της Rose είναι πως η παρωδία, αν και συνοδεύεται από κωμικό
αποτέλεσμα δεν γελοιοποιεί αναγκαστικά το έρ^ο-πρότυπο.
Πάντως η λέξη-κλειδί #ια τη φύση της παρωδίας είναι η λέξη
αμφιθυμία. 1 Κυρίως, εκείνο που ενδιαφέρει είναι ότι η
παρωδία ενεργοποιεί κριτικά δεδομένο λογοτεχνικό υλικό, με
κωμικό αποτέλεσμα. Αντίθετα από άλλες μορφές σάτιρας, κάνει
το αντικείμενο επίθεσης μέρος της δομής της και εξαρτάται
κατά πολύ από την αντίδραση του αναγνώστη. Η ενσωμάτωση*
του κειμένου-στόχου γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να
διατηρείται η ισορροπία εξάρτησης και ανεξαρτησίας ανάμεσα
στα κείμενα. Έτσι ο παρωδών μπορεί να πετύχει και τα δύο:
και να επιβεβαιώσει την ε^ύτητα προς το κείμενο-στόχο και
να διατηρήσει τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του στόχου. Σ'
αυτό η παρωδία διαφέρει από τη σάτιρα, την ^ελοιο^ράφηση,
τον αστείσμό και άλλες "μορφές λογοτεχνικής κριτικής" στην
πεζογραφία. Η ισορροπία ανάμεσα στη στενή μίμηση και
παράθεση και στην 'εκτόπιση του κειμένου-στόχου, που
διακρίνει την παρωδία από άλλες μορφές λογοτεχνικής σάτιρας
(και κριτικής), συνοδεύεται από ένα κωμικό αποτέλεσμα που
απολήγει στην εγκαθίδρυση της ασυμφωνίας μεταξύ των
κειμένων. 2
1
Linda Hutcheon, A Theory of Parody. The teachings of Tventie:h-
century .Art Forms.. Nev YorK, Menthuen, 1985. o. 3.
2
Όσον αφορά το θέμα της<· αυτοπαρωδίας, ο Richard Poirier
υποστηρίζει ότι η λογοτεχνία της αυτοπαρωδίας διακωμωδεί την
ίδια τη λογοτεχνία ως δραστηριότητα: «η αυτοπαρωδία δεν
εισηγείται τις αρετές της [λογοτεχνίας] ή χον έπαινο της, αλλά τα
όρια της τεχνικής της· πλέκεται $ύρω από τα διαλυτικά τ η ς
στοιχεία, αμφισβητεί^όχι μια συγκεκριμένη λογοτεχνική δομή,
αλλά την ίδια τη δραστηριότητα δημιουργίας οποιασδήποτε
λογοτεχνικής μορφής, την υποστασιοποίηση μια$ ιδέας σε μια
μορφή. Μ' αυτόν τον τρόπο συνεχίζει την κριτική λειτουργία της
παρωδίας άλλα με μία διαφορά. Ενώ η παρωδία από παράδοση έχει
στόχο va' δείξει ότι η ζωή ή η ιστορία ή η πραγματικότητα έχουν
καταστήσει- παρωχημένο το ένα ή το άλλο λογοτεχνικό ύφος, η
λογοτεχνία της αυτοπαρωδίας διακωμωδεί την προσπάθεια ν α
επαλη&ευτούν με την πράξη της γραφής». Παρά την περιοριστική
άποωή του già τον ρόλο της παρωδίας, η μελέτη του Poirier già τον
τρόπο της λειτουργίας της αυτοπαρωδίας (με οδη^ό το έρ$ο των
Joyce, Borges, Nabokov, Mardoch) παρουσιάζει ε ξ α ι ρ ε τ ι κ ό
ενδιαφέρον. («The Politics of Self-Parody», Partisan. Review, 35, 3
(καλοκαίρι 1968) 341-353).
164
1
λ ο γ ο τ ε χ ν ι κ ά κείμενα του είδους. Μπορεί να πει κανείς ότι η
παρωδία ε ί ν α ι μια μορφή "ανακύκλωσης της τέχνης" αλλά με
μ ι α πολύ ι δ ι α ί τ ε ρ η μορφή και με σ ύ ν θ ε τ η κειμενική
Λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α . Σύμφωνα με τους κατά καιρούς ορισμούς, η
παρωδία μπορεί να είναι σοβαρή κριτική (όχι αναγκαστικά του
παρωδούμενου κειμένου), παιγνιώδης, πνευματώδης κριτική
συγκεκριμένων μ ο ρ φ ώ ν . 2 0 σκοπός, δ η λ α δ ή , μ π ο ρ ε ί να
ποικίλλει, από τον ανυπόκριτο θαυμασμό ως την εμπαθή
γ ε λ ο ι ο π ο ί η σ η . 3 Λ Στόχος της είναι ή ένα άλλο έ ρ # ο τέχνης ή,
γ ε ν ι κ ό τ ε ρ α , μια άλλη μορφή κωδικοποιημένου λό^ου, ό χ ι
απαραίτητα μέσα από το ίδιο είδος. Έχουν γραφεί παρωδίες με
ποικίλη έκταση # ι α να-παρωδήσουν τις συμβάσεις ενός είδους
λ ό ^ ο υ , το ύφος μ ι α ς εποχής ή ε ν ό ς κ ι ν ή μ α τ ο ς , ενός
συγκεκριμένου σ υ ^ ρ α φ έ α , ή μέρος ενός έρχου ή τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του έρχου του στο σύνολο του. 4
1
Hutcheon, ό. π., σ. 32.
- Για τις σχέσεις κριτικής και παρωδίας 8λ. το εκτενές αρ9ρο τ.':
J. G. RievalG, όπου ανιχνεύονται · τα σημεία επαοής αλλά κ α ι
διάστασης μεταξύ των δύο ειδών. Επιπλέον, συζητείται και η
άποψη όχι η παρωδία μπορεί να προκληθεί ως αντίδραση σε μια
τετριμμένη αλλά ισχυρή παράδοση, αν και συχνότερα ε ί ν α ι
α ν τ ί δ ρ α σ η στους παραλογισμούς και σ τ ι ς ακρότητες της
πρωτοπορίας. («Parody as Criticism», ό. π., σ. 125-149).
3 0 J. L. Davis ορίζει τη λογοτεχνική παρωδία ως έναν τύπο
σατιρικού μπουρλέσκου που σκοπός του ε ί ν α ι να ε ν τ ε ί ν ε ι μέσω
κωμικού παραλληλισμού τη συνειδητοποίηση από μέρους μας, των
ιδιαιτεροτήτων, της υπερβολής και των ατελειών σ' ένα ορισμένο
épgo ή έναν λογοτεχνικό τύπο, μόδα ή ύ$ος. Επίσης, θεωρεί ότι «η
παρωδία ε ί ν α ι τόσο απαραίτητη già την υ^εία της λογοτεχνίας
όσο η σάτιρα già την υχεία των ηθών». («Criticism and Parody», ό.
π., σσ. 180-205).
4
Η Hutcheon θεωρεί πολύ περιοριστική την άποψη του Genette ότι
η παρωδία ε ί ν α ι μικρής έκτασης, καθώς και ανεπαρκή τον ορισμό
του già την παρωδία ως ελάχιστη μεταμόρφωση ενός άλλου
κειμένου (ό. π., σ. 18). Ακόμη, θεωρεί την παρωδία είδος και όχι
165
ι
τεχνική, .διότι έχει την δική του δομική ταυτότητα και τη δική του
ερμηνευτική λειτουργία.
Ο David Kiremidjian υποστηρίζει ότι «έχει αποδειχθεί
δύσκολο να ενσωματωθεί η παρωδία μέσα στον λογοτεχνικό κανόνα
già ποικίλους λόγους. Εκτός από την υποθετική έλλειωη
αυτονομίας, η παρωδία τείνει να δίνει την εντύπωση ότι είναι
ηθική ή τουλάχιστον κριτική και ως εκ τούτου η ανταπόκριση
στην παρωδία πηγαίνει πέρα από το καθαρά αισθητικό». (A Study of
Modern Parody, Nev York—London, Garland , 1985, σ. 4).
166
απαγορευτικά όρια τόσο στον ορισμό όσο και στη λειτουργία
της παρωδίας. 0 Genette στο μνημειώδες έρ#ο του
Palimpsestes (19Ô2) χρησιμοποιεί τον όρο
"υπερκειμενικότητα" #ια να δηλώσει τη σχέση ενός κειμένου
μ' ένα προηγούμενο κείμενο, επειδή θεωρεί ότι ο όρος
παρωδία είναι ήδη πολύ φθαρμένος και υπάρχει δυσκολία να
συμφωνήσουν όλοι πάνω στο σημαινόμενο. Αντίθετα, η
Hutcheon επιμένει στον όρο παρωδία, επικαλούμενη την
ετυμολογική του·; σύνθεση #ια να τον απαλλάξει από ίο
στρεβλωτικό βάρος της παράδοσης. Όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν
συμφωνεί με τις διιστορικές κατηγορίες του Genette και άρα
με τον πολύ περιοριστικό ορισμό της παρωδίας, ως ελάχιστης
μεταμόρφωσης ενός κειμένου. Αναγνωρίζει όμως ότι είναι
σημαντικό το ^ε^ονος ότι από τον ορισμό του λείπει η
συνηθισμένη αναφορά στο κωμικό ή εμπαικτικό στοιχείο,
πράγμα που συμβαίνει κυρίως επειδή τα κριτήρια του είναι
δομικά ή μορφικά: ό,τι τον ενδιαφέρει είναι οι σχέσεις των
κειμένων όταν έρχεται στο θέμα της λειτουργίας, περιορίζει
την παρωδία σε σατιρικό τρόπο ή σε παιχνίδι που ο ίδιος
δυσφημίζει. Δέχεται ότι θα μπορούσε να υπάρξει σοβαρή
παρωδία ("parodie sérieuse", σ. 35). ο:λλά δεν υπάρχει όνομα
#ι' αυτό το είδος. Ο Genette ορίζει την παρωδία ως κειμενική
μεταμόρφωση με κωμική λειτουργία, ενώ χρησιμοποιεί δύο
έννοιες, τη μεταμόρφωση και τη μίμηση #ια να διαχωρίσει
την παρωδία από έννοιες με τις οποίες συγχέεται, όπως π.χ. η
συρραφή. Καθώς η μεταμόρφωση συμβαίνει μέσα στο κείμενο,
ενώ η μίμηση παράγει ένα ύφος, δημιουργείται μια σαφής
διάκριση η οποία αίρει τη σύγχυση: η συρραφή είναι μίμηση
ύφους εγώ 'η παρωδία μεταμορφώνει ένα κείμενο. Εδώ
έγκειται #ια τον Daniel Sangsue η προσφορά της θεωρίας του
Genette. 1 Η υπερκειμενικότητα δεν ορίζεται μόνο ως σχέσεις
μεταμόρφωσης και μίμησης που ενώνουν τα υπερκείμενα με τα
υποκείμενα, αλλά και "λειτουργίες" και σχέσεις (δηλ. πρόθεση
σε σχέση με αποτέλεσμα), αυτό που η Hutcheon ονομάζει ήθος.
Αυτές τις λειτουργίες ο Genette τις διακρίνει σε κωμικές,
1
D. Sangsue. La Parodie, ό. η., σ. 92.
167
σατιρικές και σοβαρές. Με βάση αυτή τη διάκριση δημιουργεί
μια τυπολογία των υπερκειμενικών τακτικών και συγχρόνως
παρουσιάζει τα έρ^α που αντιστοιχούν σε κάβε μία από αυτές.1
Σκοπός του δεν είναι η κριτική αλλά η δημιουργία ενός
οργάνου ελέγχου και τοποθέτησης των πραγμάτων,
απαλλαγμένου από τη Λεξιλογική σύγχυση που επικρατεί.
Σύμφωνα με τον μελετητή, ο υπερκειμενικός χαρακτήρας του
έρ^ου δεν είναι ζήτημα ερμηνείας, ούτε ε γ ρ ά φ ε τ α ι
επεξηγηματικά μέσα στο έρ^ο μέσω του τίτλου ή άλλων,
παοακειυ,ενικών στοιχείων, και δεν αποτελεί συυδόλαιο υ,ε τον
J
X i . Ι\ χ χ χ
1
G. Genette, Palimpsestes, ό. π., σ. 37.
2
Hutcheon. A Theory of Parody, ό. π., σ. 21.
lôô
1
εξέλιξη ή αλλαγή των Λογοτεχνικών μορφών. Η Hutcheon,
ενώ πιστεύει στον ρόλο της παρωδίας #ια τη συνέχεια της
ιστορίας, δεν συμφωνεί με την άποψη των' φορμαλιστών ότι η
παρωδία βελτιώνει τις μορφές.2 Είναι αυτονόητο ότι και το
άλλο άκρο, η ερμηνευτική προσέ^ιση, σύμφωνα με την οποία
η παρωδία είναι δημιούργημα των αναγνωστών και των
κριτικών και όχι των λογοτεχνικών κειμένων είναι τελείως
ανεπαρκής ή ανεδαφική.3
Η Hutcheon δεν αναλύει συστηματικά τις τεχνικές της
παρωδίας,.διότι, εφόσον δεν δέχεται το κωμικό ή εμπαικτικό
στοιχείο ως αποτέλεσμα της παρωδίας, όπως η Rose # ι α
παράδειγμα, δεν μπορεί να θεωρήσει την υπερβολή ή τη
μείωση ή άλλα ρητορικά τεχνάσματα ως τρόπους της παρωδίας.
Υποστηρίζει, όμως,- ότι η ειρωνεία είναι η κυρίαρχη
στρατηγική που χρησιμοποιεί η παρωδία, άποψη που θα
εξεταστεί σε επόαενο κεφάλαιο. Επίσης, n Hutcheon θεωοεί
ότι υπάρχει ένα παράδοξο στην παρωδία: ενώ έχει την
1
D. Kiremidjian, «The Aesthetics of Parody» , ό. n., σ. 232 xat
A Study of Modern. Parody, ό. π., σσ. 1, 2.
2
Octave Delepierre, Essai sur la Parodie, στον τόμο Miscellanies of the
Philobiblion Society XII, Vittingham and Vilkins, 1868-1869- Gustave
Lanson, «La Parodie dramatique au XVIIle siècle», στον τόμο Hommes
et livres, Geneve Slattane reprints, 1979 (ανατύπωση της έκδοσης του
1895).
171
οφείλεται στους διαιρετικούς ορισμούς του μοντέρνου. Η ουσία
είναι ότι η παρωδία αλλάζει το όραμα του κόσμου και η
καλλιέργεια της εξαρτάται από τους ορισμούς που δίνει η
κοινωνία στους όρους κωμικό, σατιρικό και σοβαρό. 0 μελετητής
καταλήγει ότι η παρωδία μπορεί να αποτελέσει πιθανότητα
αναγέννησης κατ' αναλογία, όμως, προς την ευφυή παρατήρηση
του Marx: «Ο Hegel παρατηρεί ότι όλα τα μεγάλα #ε#ονότα
επαναλαμβάνονται δύο φορές τουλάχιστον. Αλλά ξέχασε να
προσθέσει: την πρώτη φορά όπως στην τραγωδία, τη δεύτερη
1
φορά όπως στη φάρσα».
1
D. Sangsue, La Parodie, ο. π., σσ. 93-94.
2
Ενδεικτικά, η συ&φαφέας αναφέρει τον John Jump ο οποίος
θεωρεί τπ['^ελοιο^ράφηση ως μια μορς,ή "χαμηλού" μπουρλέσκου και
την παρωδία ως "υωηλό" μπουρλέσκο. Αλλά αυτή η εναλλακτική
χρήση των όρων έχει επισημανθεί από τους περισσότερους
μελετητές αυτών των φαινομένων. Σχετικά ο J. G. Rievald γράφει
(«Parody as Criticism», ό. π., σ. 125).: «Πολλές ç-ορές οι όροι
ειρωνεία, μπουρλέσκο, καρικατούρα, μεταμφίεση έ χ ο υ ν
χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά. Λεξικά, εγκυκλοπαίδειες ή μελέτες
δεν βοηθούν, διότι τείνουν να ορίζουν έναν όρο με τις
προϋποθέσεις των άλλων, χωρίς σαφείς διαχωρισμούς».
172
παρωδίας, πέφτει σε μια αντίφαση: πολλές ($ορές χαρακτηρίζει
την παρωδία ως μορφή λογοτεχνικής σάτιρας, ενώ αλλού
υποστηρίζει ότι η παρωδία δεν έχει πάντα σατιρικό χαρακτήρα.
Πάντως, αλλού διατυπώνει μερικές πολύ χ ρ ή σ ι μ ε ς
παρατηρήσεις όσον αφορά τη σύγχυση της παρωδίας με άλλους
συναφείς όρους.1 Έτσι, π.χ., η φάρσα, η οποία έχει πολλές
φορές χρησιμοποιηθεί ως όρος στη θέση της παρωδίας, μπορεί
μεν να μιμείται το ύφος, αλλά το κωμικό αποτέλεσμα προκύπτει
από την αποκάλυψη της'απάτης--αν και δεν είναι όλες οι
λογοτεχνικές φάρσες κωμικές. Ένας άλλος συναφής όρος είναι
η "συρραφή" ή "παστίτσιο" (pasticcio), η οποία έχει θεωρηθεί
ως λογοτεχνική πλαστογράφηση, δίχως να έχει τον σκοπό της
φάρσας. 2 Η Hutcheon\ επισημαίνει μερικές πολύ χρήσιμες
1
0 P. Petro εκφράζει τον ς,όβο πως. παρά τη διαφωτιστική εργασία
της Rose η σύγχυση των όρων παρωδία, >$ελοιο;5ρά6ηση, μεταμφίεση
κ.ά. θα συνεχίσει να υπάρχει. Επισημαίνει πως μία άλλη
σημαντική από αυτή την άποψη συμβολή αποτελεί η εργασία του
Henry Κ: MarKievicz, ο οποίος κάνει κάποιες χρήσιμες διακρίσεις,
όπως ανάμεσα σε:
Παρωδία βραδείας αντιΡ.ηψεως: κωμική μ ί μ η σ η
λογοτεχνικού προτύπου. Παρωδία αυστηρής αντιίίήψεως: κωμική
υπερβολή και συμπύκνωση των χαρακτηριστικών λογοτεχνικού
προτύπου. Xaur\Rö μπονρΡ.έσκσ. κωμικότητα από την ασυμφωνία
μεταξύ σοβαρού θέματος και ταπεινού ύφους. Υψη,ίίό μπουρίίέσκο:
κωμικότητα από την ασυμφωνία μεταξύ ταπεινού θέματος και
υψηλού ύφους. Μεταμφίεση.: στενή μίμηση της πλοκής, μ ε
αλλαγμένες τις λεπτομέρειες και το ύφος ή στενή μίμηση του
ύφους, με^ αλλαγμένες τις λεπτομέρειες και σύνθεση του προτύπου
με αλλαγή περιεχομένου. («On the definitions of Literary Parody»,
στον τόμο To Honor Roman Jakobson: Essays^x. 2, The Hague, Mouton,
1966, σ. 1271 Βλ. και Modem Satire: Four Studies..., ό. π., σ. 13).
2
Έχει χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμο της παρωδίας, ιδίως απρ τη
γαλλική λογοτεχνία- π.χ. ο Proust έχει χρησιμοποιήσει τον όρο già
να περιγράψει τη συνειδητή και την ασυνείδητη παρωδία. 0
Volfgang Karrer προσπαθεί να διαχωρίσει τις έννοιες παρωδία,
#ελοιοοράφηση, συρραφή και να αποκαταστήσει τη σύγχυση του
173
διαφορές της παρωδίας από όρους με χους οποίους κατά
καιρούς θεωρήθηκε συνώνυμη, όπως η συρραφή, η λογοκλοπή
(plagiarism), η παράθεση (quotation), ο . υπαινιγμός-νύξη -
σύντομη μνεία (allusion) κ. ά. Εξάλλου, ήδη στο πρώτο
κεφάλαιο, επισημάνθηκαν κάποιες σ υ ^ έ ν ε ι ε ς με όρους των
οποίων η χρήση, όπως δείχνει η ιστορία, συνέβαλε κατά πολύ
στην εννοιολογική σύγχυση. Από τις συγγένειες αυτές θα
σταθώ μόνο σε όσα αφορούν τη σάτιρα και την ειρωνεία, που
αποτελούν και το κέντρο του ενδιαφέροντος μας.
Α. Παρωδία -Σάτιρα
1
Ως παράδειγμα" η' Hutcheon. αναφέρει τη Viniried Freynd, η
οποία υποστηρίζει ότι η σάτιρα έχει στόχο την αναδόμηση τ y ν
θετικών αξιών, ενώ η παρωδία λειτουργεί αρνητικά. 0 Dane (ό. π.,
σ. 145) κάνει μια χρήσιμη παρατήρηση: «Κ σάτιρα και η παρωδία
δεν μπορούν να διαχωρίσθούν με βάση τη μοροή, διότι η παρωδία
διαμορφώνει τα μορφικά της χαρακτηριστικά από προηγούμενα
κείμενα και έτσι δεν έχει σταθερές ιδιότητες μορφής. Αλ?.ά
κανένα από τα δύο είδη δεν έχει αυστηρά καθορισμένη μορβή.
Παρομοίως, τα είδη δεν μπορούν να δισχωρισθούν με βάση το
κωμικό αποτέλεσμα, αν και κάποτε θεωρούνται υποκατηγορίες της
κωμωδίας.»
2
Όπως υποστήριξαν και άΡλοι θεωρητικοί όπως Ν. Frye (ό. π. . σσ.
233-234, 322), ο Σλόνσκι (ό. π., σ. 798) καμία όψη της κοινωνίας δεν
είναι απυρόβλητη από την εμπαικτική ματιά του παρωδούντος.
3 Πολύ χρήσιμες είναι οι παρατηρήσεις του Ziva 3en-Porat
(«Method in Madness: Notes on the Stucture of parody. Based on MAD
TV Satires», Poetics Today, 1 (1979) 245-272), όσον ας,ορά τις σχέσεις
των δύο εννοιών: η παρωδία ε ί ν α ι μια δήθεν αναπαράσταση,
συνήθως κωμική, ενός λογοτεχνικού κειμένου ή ενός άλλου
κ α λ λ ι τ ε χ ν ι κ ο ύ . α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ο υ , π.χ. α ν α π α ρ ά σ τ α σ η μιας
"πραχματΑκότητας προτύπου", που είναι ήδη αναπαράσταση μιας
"πραγματικότητας προτύπου". Αυτές οι αναπαραστάσεις εκθέτουν
.τις συμβάσεις του προτύπου και απογυμνώνουν τα τεχνάσματα του
μέσα από τη συνύπαρξη των δύο κωδίκων στο ίδιο μήνυμα.
Αντίθετα, η σάτιρα είναι κριτική αναπαράσταση, πάντα κωμ,ική
και συχνά χελοιοχρά^ηση, όχι "πραγματικότητας προτύπου" αλλά
πραγματικών αντικειμένων (που η πραγματικότητα τους μπορεί
να ε ί ν α ι μ υ θ ι κ ή ή υποθετική). Η σ α τ ι ρ ι ζ ό μ ε ν η α υ θ ε ν τ ι κ ή
"πραγματικότητα" μπορεί να εμπεριέχει ήθη, στάσεις, τύπους,
175
χρησιμοποιεί μορφές παρωδίας y toc να πετύχει το σκοπό της,
όταν χρειάζεται ως μέσο της τη διαφοροποίηση του κειμένου.1
Τόσο η παρωδία όσο και η σάτιρα περιέχουν κριτική απόσταση
και ως εκ τούτου αξιοποιήσεις, αλλά η σάτιρα γ ε ν ι κ ά
χρησιμοποιεί την απόσταση #ια να κάνει μια αρνητική δήλωση
tfia το αντικείμενο της σάτιρας· ενώ στη μοντέρνα παρωδία
δεν υπάρχουν απαραίτητα αρνητικές κρίσεις στην ειρωνική
αντιπαράθεση των κειμένων. Η παρωδία παρεκκλίνει από μια
αισθητική νόρμα, αλλά και την εμπεριέχει ως υλικό υποδομής.2'
Β. Παρωδία-Ει,ρωγεία
/
1
0 Hovard D. Veinbrot αποδεικνύει ότι το χιούμορ και. η
γελοιοποίηση δεν ήταν απαραίτητα συστατικά του όρου ούτε και
στον 17ο αιώνα. («Parody as Imitation in. the 18th Century». American
Notes and Queries, 2 (1964) 131-134).
2
Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Μια χρήσιμη διάκριση είναι αυτή που
κάνει ο J. Α. Yunck: κάποιες παρωδίες χρησιμοποιούν το κείμενο
ως στόχο και άλλες ως μέσο. Η πρώτη είναι, πιο κοντά στην
παραδοσιακή χρήση της παρωδίας ενώ η δεύτερη εκφράζει τη
17Ö
Hutcheon θεωρεί την ειρωνεία ως κρίσιμο στοιχείο y ta
την επισήμανση αυτού που η ίδια αποκαλεί ηθικό φάσμα της
παρωδίας ή --όπως προτιμά να το αποκαλεί η Rose —αμφιθυμία
της. Υπεύθυνη #ια τη σύγχυση της ορολογίας, όσον αφορά τη
σάτιρα και την παρωδία, είναι η χρήση της ειρωνείας, ως
ρητορικής στρατηγικής• και των δυο ειδών. Ως "τρόπος", η
ειρωνεία παίζει πρωτεύοντα porlo στη λειτουργία της
παρωδίας και της σάτιρας, αλλά όχι με τον ίδιο μηχανισμό. Η
λεκτική ειρωνεία ' είναι "τρόπος" και όχι "είδος", όπως η
σάτιρα και η παρωδία. Έχει όμως κάποια ηθική. Αυτή η ηθική
παίζει μεγάλο ρόλο στη σύγχυση που πολλές φορές
προκαλείται μεταξύ των όρων. Επιπλέον, τόσο η ειρωνεία όσο
και η παρωδία είναι· επιτηδευμένες μορφές έκφρασης,
τουλάχιστον όσον αφορά τις απαιτήσεις που προβάλλει από
τους συ^χραφείς αλλά και από τους αναγνώστες.
Σύμφωνα με τη Rose, και οι δύο έννοιες συγχέουν τις
κανονικές διαδικασίες επικοινωνίας προσφέροντας
περισσότερα του ενός μηνύματα στον αναγνώστη, χεχονός που
μπορεί να υπηρετεί τη συγκάλυψη του πραγματικού μηνύματος
προς αποφυγή της άμεσης ανάγνωσης. 0 είρωνας μπορεί να
χρησιμοποιεί την παρωδία χια να κρύψει το νόημα. Όμως η
λεκτική ειρωνεία είναι πιο κρυπτική και υποκριτική απ' ό,τι η
παρωδία· η πρώτη συνδέει δύο μηνύματα μέσα σε έναν
κώδικα ενώ η δεύτερη δημιουργεί δύο διαφορετικούς κώδικες.
Με την αντιπαράθεση τους ο συχχραφ>έας της παρωδίας
προχωρεί, ουσιαστικά, σε σχολιασμό του δεδομένου κειμένου
και δημιουργεί έτσι μια μεταχλώσσα. Αντίθετα από την
ειρωνεία, παρουσιάζει τα λογοτεχνικά της "θύματα" στο κοινό
μέσω ενός μοντάζ του κειμένου, το οποίο διαχρονικά
εμπεριέχει και το κοινό του και την παράδοση του, βρίσκοντας
έτσι έναν εσωτερικό τρόπο χια να δώσει ιστορική διάσταση
Ειρωνεία: Α<-> ΑΓ
Παρωδία: Α <-* ΒΓ
Σάτιρα: Α —* Γ
(όπου Α=κώοικας του συγγραφέα, 3=κώδικας του κειμέν:υ-
στόχου, Γ= αντικείμενο της κριτικής)
1
Η ειρωνεία και η παρωδία ταξινομούνταν σε κοινή κατηγορία
από χους κλασικιστές, ενώ η σάτιρα θεωρούνταν υποδεέστερο είδος.
Παρόμοια, ο F. Schlegel θεωρούσε τη ρομαντική ειρωνεία υψηλότερο
είδος από τη σάτιρα. Βλ. εδώ, το κεφάλαιο #ια την ειρωνεία.
too
και αναλυτική, συγχρονική και διαχρονική στην ανάλυση του
δεδομένου κειμένου. Διότι, θυμίζοντας τις προσδοκίες του
κοινού, ασχολείται τόσο με το κοινό όσο και με την παράδοση
του έργου, το συγχρονικό και διαχρονικό ρόλο του, μέσα στην
κριτική της. Η σύνδεση των ιστορικών περιόδων ενεργοποιεί
το διαχρονικό επίπεδο.
Επίσης, η αυτοπαρωδία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από
έναν συγγραφέα για να ξαναφέρει στο προσκήνιο έργα του,
συγκεκριμένο ύφος ή απόψεις- μπορεί να είναι ένα είδος
αυτοκριτικής. 1 Στην αυτοπαρωδία, η αμφιθυμία του συγγραφέα
απέναντι' στο κείμενο-στόχο μετατρέπεται σε ειρωνεία.
Πρόθεση δεν είναι οπωσδήποτε η περιφρόνηση. Το κωμικό
στοιχείο προκύπτει από τον ψευδή ανταγωνισμό.
Η παρωδία έχει. συχνά χρησιμοποιηθεί για να σατιρίσει
την απλοϊκή πίστη στην πραγματικότητα της μυθοπλασίας και
το προνόμιο της καλλιτεχνική; ψευδαίσθησης. Αλλά η ίδια
έχει χρησιμοποιήσει και τα δύο: και τη μίμηση και την
αυταπάτη του ρεαλισμού, για να εγκαθιδρύσει διαλεκτικά τη
δική της ποιητική, που είναι μια Ποιητική της Αντίφασης, η
οποία βασίζεται στην εκτόπιση της μίμησης στην τέχνη και
στη μυθοπλασία. Πάντως, είτε ως μέσο διαλεκτικής
ενεργοποίησης της παράδοσης, είτε υπηρετώντας τα
λογοπαίγνια της μυθοπλασίας του παραλόγου, η παρωδία
χρησιμοποιήθηκε για. να κρίνει την αφελή έννοια της μίμησης
στην τέχνη και στη μυθοπλασία. Εξάλλου, η ειρωνική απόσταση
που ενυπάρχει στην παρωδία κατέστησε τη μίμηση ένα μέσο
απελευθέρωσης, με την έννοια ότι εξόρκισε τα προσωπικά
φαντάσματα.2 _
/Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι στις παραπάνω
τοποθετήσεις υπάρχει ένα βασικό μειονέκτημα: Όλες--εκτός
ίσως από τη θεώρηση της Hutcheon η οποία εξετάζει τη
λειτουργία της παρωδίας και σε άλλες μορφές τέχνης (π χ., στη
μουσική, στην αρχιτεκτονική, στον κινηματογράφο κτλ.)--
11
Σχετικά με την αυτοπαρωδία ga. το θαυμάσιο άρθρο χου R.
Poirier. «The Politics of Self-Parody», ό. π., σσ. 341-353.
2
Hutcheon, ό. π., σ. 35-
loi
θεωρούν την παρωδία ως παράγοντα που παίζει ρόλο στη
διαμόρφωση και στον επηρεασμό της λογοτεχνικής παράδοσης
(είναι δηλαδή όλες μετά -Bloom -ικές) και δεν αφορούν την
παρωδία που δεν έχει πρότυπο λογοτεχνικά κείμενα, αλλά π. χ.
τη λειτουργία του επικοινωνιακού λό^ου, όπως συμβαίνει
συχνά στο έρ^ο του Σκαρίμπα. Βέβαια, το μειονέκτημα ας>ορά
μόνο τη θεωρητική κάλυψη του θέματος και όχι την κριτική
διαδικασία, όπου ο όρος παρωδία λειτουργεί με τον ίδιο ή
παρόαοιο τοόπο.
1Ô2
ΧΙΟΥΜΟΡ
1. Αφορισμοί
1
J. Α. Cuddon, A Dictionary of Literary Terms, ό. π., σσ. 313-314.
Bernard Dupriez, Les procèdes littéraires (Dictionnaire), σσ. 212-213.
2
Enrico Nencioni, «L' umorismo e gli umoristi». Nuova Antologia 73
(1884) 193-211.
1Ô4
Μια πικρή διάθεση #ια να αποκαλυφθεί και ν α
εκφραστεί η γελοία όψη της σοβαρότητας και η
1
σοβαρή πλευρά του γελοίου.
1
R. Bonghi, La Cultura, IL 2 (1886). Παρατίθεται από τον Luigi
Pirandello, On humor. Introduced, Translated and Annotated by Antonio
Uliano and Daniel P. Testa. Chapel hill, N.C, The University of North
Carolina Press, 1960, σ. 108.
2
0 ορισμός ανήκει στον. Jean Paul Richter. Παρατίθεται από τον
Luigi Pirandello, ό. π., σ. 108.
3 0 ορισμός είναι του Hegel. Παρατίθεται επίσης από τον Luigi
Pirandello, ό. π., σ. 109.
1Ô5
1
μόνο χιουμορίστες». 0 μπερξονιστής θεωρητικός Louis
Cazaraian υποστηρίζει ότι το χιούμορ διαφεύγει από την
επιστημονική έρευνα, διότι τα σταθερά του χαρακτηριστικά
είναι λί^α και κυρίως αρνητικά, ενώ τα μεταβλητά
χαρακτηριστικά του είναι αναρίθμητα. Ως αποτέλεσμα αυτής της
ιδιότητας, η κριτική πράξη καταλήγει στη μελέτη του
περιεχομένου και του τόνου κάθε παραδείγματος χιούμορ,
δηλαδή της προσωπικότητας του κάθε χιουμορίστα. 2 Ο
1
Fernand Baldensperger, «Les définitions de i' humour». Études σ"
Histoire Littéraire. Paris, Hachette, 1907, σ. 175. 0 ίδιος σ' αυτό το
άρθρο του θεωρεί ότι ένα βασικό συσταστικό του χιούμορ ε ί ν α ι
«une fantaisie plus ou moins désordonnée», c. π., σσ. 204-205.
Παρατίθεται από την Margaret Ganz, Humor.. Irony and the Realm of
Madness. Nev York, AMS Press, 1990, σ. 18.
2
Louis Cazamian, «Pourquoi nous ne pouvons définir Γ humour».
Revue Germanique, 2 (1905) 601. Επίσης, ο ίδιος αντιμετωπίζει το
χιούμορ ως αντίθεση προς τον "αυτοματισμό ή την δ ο γ μ α τ ι κ ή
στάση", και σαν να συνίσταται από "une désorganisation apparente
de la suite logiaue des idées". 3λ. το άοθρο του «Le mécanisme ce Γ
i
humour». Etudes de Psychologie Littéraire. Paris, Payot, 1913, σσ. 143,
Ï45.
Όπως είδαμε, πέρα από την αδυναμία ορισμού η κριτική
δεν μπορεί να εντοπίσει τα σταθερά χαρακτηριστικά του χιούμορ
επειδή εκδηλώνεται με πάρα πολλές μορφές και καταλήγει, όπως η
ειρωνεία και η σάτιρα, να είναι όρος πρωτεϊκός. Ωστόσο μία
αξιόλογη προσπάθεια να μπει μια σειρά στο θεωρητικό χάος
αποτελεί ένα „-βιβλίο που θεωρείται πια κλασικό, αν και ελάχιστα
μνημονεύεται στα πρόσφατα χρόνια, ίσως επειδή του λείπει η
θεωρητική υποδομή και κυρίως επειδή δεν αφορά τη λογοτεχνική
εκδήλωση του φαινομένου. Στη μελέτη του The Humor of Humor
(1954) ο Evan Esar προσπάθησε να εντοπίσει τις τεχνικές και τ ι ς
μορφές με τ ι ς οποίες εμφανίζεται το χιούμορ από την αρχαιότητα
ως σήμερα. «Υπάρχουν ελάχιστα α ν τ ι κ ε ί μ ε ν α καθημερινού
ενδιαφέροντος χια τα οποία γνωρίζουμε τόσο λίχα όπως συμβαίνει
με το χιούμορ. Πόσοι από μας, già παράδειγμα, χνωρίζουν τη
διαφορά ανάμεσα στο επίχραμμα και στο ευφυολόχημα, ή ανάμεσα
1Ô6
1
Την ίδια άποψη $ια το χιούμορ και to κωμικό έχουν και οι
Γερμανοί θεωρητικοί: χο χιούμορ δεν έχει σχέση με το κωμικό,
αλλά συνδέεται με τη διάσταση μεταξύ είναι και §αίνεσθαι. Βλ.
1Ô9
του -αντιθέτου" είναι δυνατή μέσω μιας ιδιαίτερης απεικόνισης,
στην οποία συνίσταται η δημιουργική διαδικασία του χιούμορ.
Η ιδιαίτερη απεικόνιση είναι μια δύναμη που λειτουργεί μέσα
από την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας, διακόπτοντας την
κίνηση των εικόνων και προκαλώντας "μια σύνδεση μέσω
αντιθέτων", ώστε οι εικόνες αντί να συνδέονται μέσω των
ομοιοτήτων, να παρουσιάζονται σε σύγκρουση. 0 Pirandello
πιστεύει στην έμπνευση και στις πολλές αφετηρίες του έρ^ου
τέχνης. Υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος κ α τ α σ κ ε υ ά ζ ε ι *
ψευδαισθήσεις #ια τον εαυτό του και την πραγματικότητα, διότι
πρέπει να δώσει νόημα και συνέχεια στον κόσμο. Έτσι ντύνει
την άδεια πραγματικότητα με διανοητικές κατασκευές,
υποβοηθούμενος από την αναιρετική Λειτουργία της Ποδικής. 0
ρόλος του χιουμορίστα είναι να σχίζει τις μάσκες και να
υπενθυμίζει στον άνθρωπο τη σκληρή πραγματικότητα. Κι αυτό
το κάνει πάντα με πόνο, ακόμη κι όταν γελάει. 1 Εξάλλου, στο
βιβλίο τονίζεται ότι είναι μεροληπτικό και επιφανειακό να
θεωρεί κανείς το χιούμορ ως σύγκρουση μεταξύ ιδανικού και
πραγματικότητας. Όπως όλα τα άλλα στοιχεία που συνιστούν το
πνεύμα ενός δημιουργού, τό ιδανικό υπεισέρχεται και γίνεται
αισθητό σε ένα έρ^ο με χιούμορ και του δίνει έναν ιδιαίτερο
χαρακτήρα· αλλά δεν είναι απαραίτητο· αντίθετα, είναι στη
φύση του χιουμορίστα, σύμφωνα με μιαν ι δ ι α ί τ ε ρ η
δραστηριότητα που ,_η αίσθηση του αποκτά, να είναι σε
κατάσταση αμηχανίας και αναποφασιστικότητας. 0 Pirandello
κρίνει το χιούμορ όχι από την αιτία αλλά από το αποτέλεσμα
και θεωρεί ότι τόσο το κωμικό όσο και το αντίθετο του είναι
παρόντα στη χιουμοριστική διαδικασία. 2
1
L. Pirandello, ό. π., σ. 131.
2
L. Pirandello, ό. π., σ. 5-
πράξεις. Θεωρεί ότι το χιούμορ βρίσκεται πιο κοντά στη
ρομαντική ειρωνεία.
Ουσιαστικά, ο Pirandello στηρίζει τη θεωρία του στη
συνύπαρξη των αντιθέτων μέσα στο χιούμορ και κάνει
χρήσιμους διαχωρισμούς μεταξύ του χιούμορ και άλλων
συναφών όρων. Όμως φαίνεται να έχει πολύ περιορισμένη
άποψη #tec την ειρωνεία--π.χ., θεωρεί την αντίφαση στην
ειρωνεία μόνο λεκτική, αποκλείοντας έτσι πολλές άλλες μορφές
ειρωνείας--και παρακάμπτει το ^ε^ονός ότι ειρωνεία και
χιούμορ δεν είναι ασύμβατες έννοιες. Φυσικά, η συμβολή του
στην εξέλιξη της θεωρίας #ύρω απο τον όρο ήταν καθοριστική,
αν την εξετάσει κανείς μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα όπου
ανήκει.
Στο δοκίμιο «On Humour ana Satire» (192 7) ο Ronalc Α.
Knox κάνει μερικές χρήσιμες παρατηρήσεις: το χιούμορ μπορεί
να είναι μη λεκτικό, ενώ το ευφυολόγημα (wit) είναι πάντα
λεκτικό. Αντικείμενο του χιούμορ είναι πάντα ο άνθρωπος. Ως
τον 19ο αιώνα το χιούμορ και η σάτιρα χρησιμοποιούνταν
εναλλακτικά. Ο μελετητής υποστηρίζει ότι ως τότε η
λογοτεχνία δεν χρησιμοποιούσε το χιούμορ συνειδητά. Βέβαια
πέφτει σε υπερβολές υποστηρίζοντας ότι το χιούμορ είναι
κατεξοχήν α υ λ ι κ ή υπόθεση. Η σάτιρα χρησιμοποιεί το
χιούμορ ως όπλο της, πράγμα που δεν συμβαίνει με την
ειρωνεία. Το χιούμορ- ανήκει σε μια εποχή, η σάτιρα ανήκει σε
όλες τις εποχές· το πρώτο ανήκει σε έναν συγκεκριμένο
πολιτισμό, η δεύτερη σε όλες τις χώρες. Αν θεωρήσουμε τη
σάτιρα φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος, το
χιούμορ είναι διαστρέβλωση αυτής της λειτουργίας. Χιούμορ
δίχως σάτιρα είναι διαστρέβλωση μιας αίσθησης και σπατάλη
πυρομαχικών είναι σάτιρα που ξεθύμανε. Ο αποκλειστικός
χιουμορίστας δεν έχει μήνυμα.
Είναι φανερό ότι ως το 1927 το χιούμορ θεωρούνταν
νέα, ανερχόμενη "τέχνη #ια την τέχνη". Ο μελετητής
υποστηρίζει σαφώς τη σάτιρα σε σχέση με το χιούμορ, που το
θεωρεί υποδεέστερο είδος και δεν μπορεί καν να δει τη
σχέση του με την ειρωνεία. Θεωρεί πως καθήκον της θεωρίας
192
είναι να διαβάζει χιουμοριστικά αλλά να παίρνει χο γελοίο
στα σοβαρά.1
Όπως είδαμε εδώ, στο κεφάλαιο #ιά τη σάτιρα, ο Frye
θεωρεί το χιούμορ ένα όριο της σάτιρας, το οποίο ανήκει στη
μυθιστορία, παρά το ^ε^ονός ότι οι συμβάσεις της μυθιστορίας
ε ί ν α ι εξιδανικευτικές, ενώ το χιούμορ στηρίζεται στην
πρόσληψη του παράταιρου. 2
Η ουσία του αστείου και της λογοτεχνικής σάτιρας είναι
το πνεύμα ή ευφυολόγημα* (wit), το οποίο πρέπει να διακριθεί
από το χιούμορ. Η λέξη wit είναι α υ λ ι κ ή ς κατα^ω^ής και
αρχικά σήμαινε "ευφυία" ή "κατανόηση". Αλλά ήδη από τη
σαιξπηρική εποχή άρχισε να κερδίζει τις νεοτερικές του
συνδηλώσεις, που βασίζονται στη δύναμη του να δίνει
ευχαρίστηση συνδυάζοντας ή αντιπαραθέτοντας ιδέες.· Έ ^ ι ν ε
συνείδηση ότι το πνεύμα είναι μια ποιότητα λό^ου ή γραφής
που μπορεί να εκπλήσσει και να ευχαριστεί μέσω του
απροσδόκητου. Στο 17ον αιώνα θεωρούνταν ως μια ισότιμη
μείξη λογικής και εκκεντρικότητας και ήταν ουσιαστικό
συστατικό της ποίησης. Όμως και στη νεότερη εποχή
εξακολουθεί να συνδέεται με την ποίηση,, εφόσον όπως και
εκείνη έχει τη δύναμη να ανακαλύπτει και να αποκαλύπτει την
κρυμμένη δύναμη της γλώσσας.
Η σύνδεση δύο ασύμβατων ιδεών και η ξαφνική
αποκάλυψη κρυμμένων διαπλοκών ε ί ν α ι τα β α σ ι κ ά
χαρακτηριστικά της έννοιας. Πολλές προσπάθειες έχουν #ίνει
να διαχωρισθεί το πνεύμα από το χιούμορ δίχως μεγάλη
1
Βλ. R. Paulson (επιμ.). Satire: Modern. Essays in Criticism, ό.π., σσ. 52-
65. /
2
Οι ηθικές διαπλοκές της σάτιρας, όπως τις είδαμε στο αρμόδιο
κεφάλαιο έχουν άμεση, σχέση, με αυτό που ονομάζεται "διάθεση." στο
χιούμορ. Στη. μελέτη της già το χιούμορ στο έρ^ο του Samuel Beckett
η Valerie Topsfieid διακρίνει δύο είδη χιούμορ: α) ηθικό χιούμορ,
που εκδηλώνεται με πικρό &έλιο già κάτι κακό, β) διανοητικό
χιούμορ, που εκδηλώνεται με ψεύτικο ή κενό ^έλιο με κάτι που
αποδεικνύεται μη αληθινό. Valerie Topsfieid, The Humour of Samuel
Beckett. London, Macmillan, 1988, σ. 1.
193
επιτυχία. Η λέξη χιούμορ έχει πολύ ευρύτερη κΗίμακα
σημασιών από ότι η λέξη πνεύμα και διαχωρίζεται από την
κακία που εμπεριέχεται στο πνεύμα. Βασική είναι και η
διάκριση ότι το χιούμορ συνίσταται και στην ικανότητα να
βλέπει κανείς το αστείο εναντίον του και να κοιτά τον κόσμο
με αβρή ειρωνεία. Αυτός ο μαλακός αυτοεμπαι^μός είναι το
ομοιοπαθητικό φάρμακο ενάντια στον σκληρό εμπαιγμό που
υφίσταται το ανθρώπινο ^ένος και το σύμπαν.1
Τη δυσκολία να διακριθεί σαφώς το χιούμορ από το
πνεύμα εκφράζει και ο Fred Mayne, θεωρώντας πως κάθε
προσπάθεια διαχωρισμού δεν έχει πιθανότητες μεγαλύτερης
επιτυχίας από ό,τι η προσπάθεια διαχωρισμού των στοιχείων
μιας χημικής ένωσης με μηχανικά μέσα. Η προσπάθεια την
οποία κσταβάλλει ο ίδιος είναι ενδεικτική #ια τη δυσκολία
αυτή:
1
Μ. Hodgart, Satire, ό. π., σσ. 111-115.
2
Fred Mayne, The Vit and Satire of Bernard Shav, London., Edvard
Arnold. 1967. σ. 129.
194
Σύμφωνα με τον θεωρητικό Α. Μ. Clark, η διάκριση του
χιούμορ από τη σάτιρα βασίζεται στο #ε#ονός ότι η σάτιρα
απορρίπτει ενώ το χιούμορ αποδέχεται:
1
Α. Μ. ClarK, «The Art of Satire and the Satiric Spectrum», στον τόμο
Satura: ..., σσ. 137-138.
195
χρησιμοποιεί πνεύμα ίο οποίο, ως όπλο της σάτιρας, γ ί ν ε τ α ι
εχθρικό. Πάντως στη γνήσια μορφή του το πνεύμα δεν έχει
εχθρικότητα και απευθύνεται σε ευφυές κοινό, εφόσον
βασίζεται σε οικονομικό χειρισμό της γλώσσας.
Όπως είδαμε παραπάνω, στο κεφάλαιο #ια την
ειρωνεία, ο Kierkegaard διακρίνει δύο είδη ειρωνείας, την
ειρωνεία ως μορφή λό#ου (όπου το φαινόμενο, η λέξη, δεν
ανταποκρίνεται στην ουσία, τη σημασία) και την ειρωνεία ως
τρόπο ύπαρξης (όπου η συμπεριφορά ή εμφάνιση του είρωνα'
δεν ανταποκρίνεται στον αληθινό εσωτερικό εαυτό). Αυτή η
διάκριση καθώς και οι απόψεις του φιλοσόφου #ια τον κόσμο
και τη γλώσσα αποτελούν τους δύο πόλους της σύγχρονης
κριτικής θεώρησης της ειρωνείας, σύμφωνα με την Candace D.
Lang.1 Η ειρωνεία έχει γίνει ένας προνομιούχος όρος #ια την
παραπληρωματικότητα και τη συμβολική διαμεσολάβηση στα
κριτικά κείμενα της τελευταίας δεκαετίας. Έχει #ί·«'ει
συνώνυμη με τη χραφή του Derrida. Για τους σύ#χρον:υς
κριτικούς που εξαίρουν το νόημα έ χ ε ι διάφορες κακές
συνδηλώσεις (επιπολαιότητα, κακοπιστία, λεκτικός αυνανισμό;).
Αντίθετα, # ι α όσους έχουν μ ε τ α σ τ ρ ο υ κ τ ο υ ρ α λ ι σ τ ι κ έ ς
συμπάθειες έχει θετικές συνδηλώσεις (απελευθέρωση μέσα
από το παιχνίδι και την αυτοαναφορικότητα). Αυτή η διάσταση
έ^ινε τα τελευταία χρόνια αιτία μεγάλης σύγχυσης, αφού οι
δύο χρήσεις του όρου μαρτυρούν κάτι παραπάνω από δύο
στάσεις απέναντι στο φαινόμενο της ειρωνείας: υπονοούν
τελείως ασυμφιλίωτες απόψεις #ια τη γλώσσα, το νόημα, την
υποκειμενικότητα. Για να ξεπεράσει αυτή τη σύγχυση η Lang,
καθώς και άλλοι κριτικοί (Gilles Deleuze, Jean François
Lyotard/Louis Marin) προτείνουν δύο διαφορετικούς όρους #ια
τις δύο "ειρωνείες". Η Lang ουσιαστικά δανείζεται τον όρο
χιούμορ από τους παραπάνω κριτικούς y tec να δηλώσει τ η
μεταμοντέρνα ή "άλλη" ειρωνεία, και συνοψίζει τις διαφορές
μεταξύ ειρωνικού και χιουμοριστικού ως εξής:
1
C. D. Lang, Irony/Humor. Critical Paradigms., ό. π., σ. 3.
196
Το ειρωνικό είναι εκφραστικό με την έννοια ότι
μεταφέρει ένα μήνυμα, κοινωνεί μιαν ιδέα, εκφράζει
κάποια σκέψη ή συναίσθημα. Δεν διαφέρει από το μη
ειρωνικό "ειλικρινές" κείμενο όσον αφορά το
#ε#ονός ότι βασίζεται στην ίδια #νώση ότι η
γλώσσα είναι ένα μέσον, μια μορφή μέσω της οποίας
αναπαριστούμε μια προϋπάρχουσα ιδέα ή έννοια.
Ακόμη κι άν ο είρωνας διαλέγει να μεταφέρει το
μήνυμα' του με λιγότερο ευθύ ζρόηο απ' ό,τι ο
απροκάλυπτος αφηγηματικός συ^ραφέας, παρ' όλα
αυτά"η δουλειά του είναι δυνατόν να ερμηνευτεί, και
γενικώς περιέχει.ενδείξεις >,'ΐα τον τρόπο με τον
οποίο πρέπει να; ανα^νωσθεί. Όπως παρατηρεί ο
ίδιος ο Kierkegaard, κάποιες ειρωνείες έχουν σκοπό
να προκαλούν σύγχυση και #ι' αυτό είναι δύσκολο, αν
όχι αδύνατο, να τις ερμηνεύσει κανείς· αλλά ακόμη
και τότε --ακόμη και όταν η γλώσσα χρησιμοποιείται
tfia να παρακωλύσει την κατανόηση-- η #ραφή
ν,'ίνεται αντιληπτή ως μια πράξη αναπαράστασης, αν
και σ' αυτήν την περίπτωση μη αξιόπιστης
αναπαράστασης. [...] Ο χιουμορίστας γράφει με την
πεποίθηση ότι η γλώσσα είναι πάντα ένα
καθοριστικό στοιχείο της σκέψης (και όχι μόνον
τυχαία ή όταν χρησιμοποιείται παραπλανητικά) και
ότι τα σημασιολσ^ικώς διφορούμενα στοιχεία της και
οι συνδηλωτικές συνηχήσεις πρέπει να ερευνώνται
και να ενεργοποιούνται, και όχι να περιορίζονται και
να καταπιέζονται. Έτσι, η συνεχής πη^ή άγχους #ια
τον ,είρωνα, η ανεπάρκεια της γλώσσας #ια
αυτοέκφραση, είναι ψευδοπρόβλημα #ια τον
χιουμορίστα, εφόσον αυτός αναγνωρίζει στη γλώσσα
έναν βασικό ρόλο στη σκέψη και άρα στο ε#ώ. Εάν
το θεμελιώδες πρόβλημα που θέτει το ειρωνικό έρ#ο
είναι η έκφραση του μηνύματος, το πρόβλημα #ια το *
χιουμοριστικό έρ#ο είναι η παρα#ω#ή μηνύματος. Το
χιουμοριστικό έρ#ο δεν εκφράζει μήνυμα με τον
παραδοσιακό τρόπο, δεν εκφράζει δηλαδή αυτό που
197
έχει ο σ υ ^ ρ α φ έ α ς στην ψυχή ίου. Απλώς οργανώνει
έναν α ρ ι θ μ ό γλωσσολογικών στοιχείων σε
συστήματα, προσφέροντας μια ποικιλία ενδεχόμενων
μηνυμάτων που ενεργοποιούνται από τον αναγνώστη.
[...] Το χιούμορ είναι κειμενικό φαινόμενο, έξω από
προθέσεις, ενώ η ειρωνεία προϋποθέτει κάποιον με
προθέσεις. Η ειρωνεία πρέπει να ερμηνευτεί· το
χιούμορ μπορεί απλώς να σχολιαστεί. 1
1
Lang, é.n., σσ. 5-7.
2
Εδώ ίσως έχει τη θέση της μια παρατήρηση σχετικά με την
αυτογνωσία, που είναι προϋπόθεση πολλών φαινομενικά άσχετων
απόψεων: στο δοκίμιο του «De Γ essence du rire» ο Baudelaire
εστιάζει το ενδιαφέρον του στην ικανότητα του δημιουργού να
/
#ελά με τον εαυτό του, που σημαίνει να γίνεται ξας-νικά δύο
πρόσωπα και να παρατηρεί τον εαυτό του, δηλαδή σε μία πράξη
αυτοαντανάκλασης που σε άλλα έρ^α του αναφέρεται ως ειρωνεία.
Το παράδει^μα-κλειδί già την ανάπτυξη της θεωρίας του έγκειται
στην έννοια της πτώσης που αναπαριστά την Πτώση. Εξηγεί ότι το
^έλιο είναι η έκφραση της υπεροχής του ε^ώ απέναντι στους
άλλους. Έτσι, όλο το ^έλιο είναι σατανικό, εφόσον υπονοεί την
πτώση του ανθρώπου σε σχέση με το Θεό. «Το παράλληλο στοιχείο
μεταξύ της ρομαντικής ειρωνείας του Kierkegaard και της
19Ô
χωρίς εξαίρεση, είναι εμφανής η τάση των Ά ^ λ ω ν και -
Αμερικανών κριτικών να ασκούν μιαν ερμηνευτική
προσανατολισμένη προς την αποκάλυψη του σκοπού του
συγγραφέα και να αντιμετωπίζουν την ειρωνεία πρωτίστως ως
ρητορικό σχήμα. Από την άλλη, οι σύγχρονοι κριτικοί της
ηπειρωτικής Ευρώπης τείνουν να αντιμετωπίζουν την
ειρωνεία ως φιλοσοφική στάση, θέλοντας να μείνουν σε επαφή
με την τρέχουσα προβληματική ^ύρω από τις μεταφυσικές
κατηγορίες. Συγχρόνως παρουσιάζονται επιφυλακτικοί απέναντι
στις κλασικές διχοτομίες (πραγματικότητα /εμφάνιση,
νόημα/έκφραση, κτλ.) πάνω στις οποίες στηρίζεται η έννοια
της ειρωνείας ως ρητορικού σχήματος ή τρόπου, όπως είδαμε
στο παραπάνω κεφάλαιο, #ια την ειρωνεία.
Η Lang, όπως αναφέρθηκε ήδη, θεωρεί αναχρονιστική
την άποψη των Mueck.e, Booth, Knox όσον αφορά την ηθική της
ειρωνείας· κυρίως, όμως, την προσέ##ιση της έννοιας που
στηρίζεται στην αντίθεση διατύπωση--νόημα. Για παράδειγμα:
υποστηρίζει ότι το βιβλίο του Booth The Rhetoric of Irony
προσφέρει ένα εξαιρετικό παράδειγμα του τύπου της κριτικής
μεθόδου που κακώς εφαρμόστηκε #ια την α^άχνωση κειμένων
μεταμοντέρνας λογοτεχνίας, εφόσον δεν π ρ ο σ φ έ ρ ε ι
εννοιολογικά εργαλεία και ορολογία #ια να δουλέψει κανείς
στην επιφάνεια του κειμένου· δηλαδή από το Βιβλίο αυτό
λείπουν οι αναλυτικές τεχνικές #ια να προσεγγίσει κείμενα
που οι αρχές δόμησης τους βασίζονται στη λειτουργία του
σημαίνοντος παρά του σημαινόμενου· πάνω απ' όλα, ίσως, του
λείπουν οι έννοιες μέσω των οποίων θα μπορούσε να
εννοήσει ένα κείμενο έξω από το σχήμα π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν ο - -
διατύπωση; Εξάλλου, #ια τον Booth η γλώσσα είναι ή πρέπει να
είναι η αναπαράσταση ενός εσωτερικού νοήματος και το νόημα
αυτό αποτελεί μια μικρή συμβολή στη συμπαντική αναζήτηση
της Αλήθειας.
Όπως είδαμε στο κεφάλαιο #ια την ειρωνεία, η σχέση
ειρωνείας και χιούμορ είναι πολύ στενή #ια τη μοντέρνα
1
Οκτάβιο Πας, Η αναζήτηση, ττις αρχής. Δοκιμία # t a τον
υπερρεαλισμό, μις». Magia Μαρία Ρούσσου, Αθήνα, "Ηριδανός",
[1984], σ. 81.
2
Βλ. εδώ, το κεφάλαιο già την ειρωνεία, όπου γ ί ν ο ν τ α ι πολλές
παρατηρήσεις già το χιούμορ σε σχέση με την ειρωνεία.
3 Lang, ό. π., σ. 55-
200
το χιούμορ προϋπόθεση επιβίωσης ενός λογοτεχνικού έργου,
αλλά και απαραίτητο συστατικό των επιστημονικών έργων και
της κοινωνικής συμπεριφοράς. Στην Αν&οϋοχία Μαύρου
Χιούμορ (1939), ανθολογεί κείμενα και συγγραφέων που δεν
είχαν σχέση με το υπερρεαλιστικό κίνημα, οι οποίοι όμως
καταφέρθηκαν κατά της κοινωνικής υποκρισίας. Ο Breton
εντοπίζει τη φιλοσοφική καταγωγή του μαύρου χιούμορ στον
Hegel:
1
André Breton, Av9otìo$ia τον μαύρου Χιούμορ. Τόμος Α', Αθήνα,
"Αιγόκερως", 1982, σ. 12.
201
παράδοξο του κόσμου η συνείδηση απαντά μ' ένα άλλο
παράδοξο και το χιούμορ εγκαθιστά έτσι μια νότα
"συ^ένειας" ανάμεσα στο αντικείμενο και στο υποκείμενο.
Όλες αυτές οι μέθοδοι--και πολλές άλλες—δεν ήταν ούτε είναι
δωρεάν ασκήσεις αισθητικού χαρακτήρα. Η πρόθεση τους
είναι ανατρεπτική: Η κατάργηση εκείνης της πραγματικότητας
που ένας ταλαντευόμενος πολιτισμός μας επέβαλλε σαν
μοναδική και μόνη αληθινή».1
Τις ψυχολογικές διαστάσεις του χιούμορ ο Breton τις'
αναζητά στη θεωρία του Freud σχετικά με τον
απελευθερωτικό ρόλο του χιούμορ. «Το χιούμορ δεν έχει μόνο
κάτι το απελευθερωτικό ανάλογο μ' εκείνο που υπάρχει στο
πνεύμα και στο κωμικό στοιχείο, αλλά ακόμη κάτι το
μεγαλειώδες και ανυψωτικό», και δεν πετυχαίνεται παρά μόνο
μέσα από μια διαδικασία αποστασιοποίησης η οποία ωστόσο
δείχνει και τον αμυντικό του χαρακτήρα. «Το αντικειμενικό
χιούμορ (με τη Χε^κελιανή σημασία), γίνεται αναμφίβολα η
έκφραση της θριαμβεύουσας υποκειμενικότητας μέσα στη
σχέση της με την καθημερινή ζωή· ωστόσο, ο θρίαμβος αυτός
δεν είναι παρά πρόσκαιρος και με κανένα τρόπο δεν λύνει
οριστικά τις αντιφάσεις κα£ αντιθέσεις του κοινωνικού χώρου.
Αυτή η μικρής διάρκειας επιβίωση του αντικειμενικού
χιούμορ, όπως και η χρήση του ίδιου επιθέτου #ια το τυχαίο
φαίνεται να ώθησε τελικά τον Breton στη χρήση του όρου
μαύρο χιούμορ, που καθιερώνεται με την έκδοση της
Ανθολογίας» παρατηρεί ο Ζ. Ι. Σιαφλέκης. Και παρακάτω:
«Ταυτόχρονα αναδείχνει τις αντιφάσεις και παραμορφώσεις
της λογικής, την επίφαση ορθολογισμού που διέπει την
οργάνωση του κοινωνικού χώρου, την άρνηση τέλος απέναντι
σε κάθε τι το κατεστημένο. Η χρήση του επιθέτου μαύρο
δείχνει έτσι άμεσα το παιχνίδι με τον θάνατο που δεν έρχεται
παρά #ια να υπογραμμίσει την άρνηση του πραγματικού και τη
1
Οκτάβιο Πας, Η αναζήτηση της αρχής. Δοκίμια $ta τον
υπερρεαλισμό, ό.π., σσ. 15-16.
200
το χιούμορ προϋπόθεση επιβίωσης ενός Λογοτεχνικού έρ^ου,
αλλά και απαραίτητο συστατικό των επιστημονικών έρ^ων και
της κοινωνικής συμπεριφοράς. Στην Ανθολογία Μαύρου
Χιούμορ (1939), ανθολογεί κείμενα και συ^ραφέων που δεν
είχαν σχέση με το υπερρεαλιστικό κίνημα, οι οποίοι όμως
καταφέρθηκαν κατά της κοινωνικής υποκρισίας. Ο Breton
εντοπίζει τη φιλοσοφική κατα^ω^ή του μαύρου χιούμορ στον
Hegel:
1
André Breton, Av9oiïo$ia τον μαύρου Χιούμορ. Τόμος AU Αθήνα,
"Αιγόκερως", 1982, σ. 12.
201
'παράδοξο του κόσμου η συνείδηση απαντά μ' ένα άΆΆο
παράδοξο και το χιούμορ εγκαθιστά έτσι μια νότα
" σ υ ^ έ ν ε ι α ς " ανάμεσα στο αντικείμενο και στο υποκείμενο.
Όλες αυτές οι μέθοδοι--και πολλές άλλες--δεν ήταν ούτε είναι
δωρεάν ασκήσεις αισθητικού χαρακτήρα. Η πρόθεση τους
είναι ανατρεπτική: Η κατάργηση εκείνης της πραγματικότητας
που ένας ταλαντευόμενος πολιτισμός μας επέβαλλε σαν
1
μοναδική και μόνη αληθινή».
Τις ψυχολογικές διαστάσεις του χιούμορ ο Breton τις
αναζητά στη θεωρία του Freud σχετικά με τον
απελευθερωτικό ρόλο του χιούμορ. «Το χιούμορ δεν έχει μόνο
κάτι το απελευθερωτικό ανάλογο μ' εκείνο που υπάρχει στο
πνεύμα και στο κωμικό στοιχείο, αλλά ακόμη κάτι το
μεγαλειώδες και ανυψωτικό», και δεν πετυχαίνεται παρά μονό
μέσα από μια διαδικασία αποστασιοποίησης η οποία ωστόσο
δείχνει και τον αμυντικό του χαρακτήρα. «Το αντικειμενικό
χιούμορ (με τη Χε^κελιανή σημασία), γίνεται αναμφίβολα η
έκφραση της θριαμβεύουσας υποκειμενικότητας μέσα στη
σχέση της με την καθημερινή ζωή- ωστόσο, ο θρίαμβος αυτός
δεν είναι παρά πρόσκαιρος και με κανένα τρόπο δεν λύνει
οριστικά τις αντιφάσεις και αντιθέσεις του κοινωνικού χώρου.
Αυτή η μικρής διάρκειας επιβίωση του αντικειμενικού
χιούμορ, όπως και η χρήση του ίδιου επιθέτου #ια το τυχαίο
φαίνεται να ώθησε τελικά τον Breton στη χρήση του όρου
μαύρο χιούμορ, που καθιερώνεται με την έκδοση της
Ανθολογίας» παρατηρεί ο Ζ. Ι. Σιαφλέκης. Και παρακάτω:
«Ταυτόχρονα αναδείχνει τις αντιφάσεις και παραμορφώσεις
της Ποδικής, την επίφαση ορθολογισμού που διέπει την
οργάνωση του κοινωνικού χώρου, την άρνηση τέλος απέναντι
σε κάθε τι το κατεστημένο. Η χρήση του επιθέτου μαύρο
δείχνει έτσι άμεσα το παιχνίδι με τον θάνατο που δεν έρχεται
παρά tfia να υπογραμμίσει την άρνηση του πραγματικού και τη
1
Οκτάβιο Πας, Η αναζήτηση της αρχής. Δοκίμια già τον
υπερρεαλισμό, ό.π., σσ. 15-16.
202
σχετικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η σατιρική διάσταση
της λειτουργίας του μαύρου χιούμορ είναι εμφανής.» ι
Σημαντικό στοιχείο #ια τη λειτουργία του χιούμορ μέσα
στον υπερρεαλισμό είναι ο ρόλος του; σε ό,τι açopa την
πρόσληψη των έρ^ων του παρελθόντος, ο οποίος είναι
παρόμοιος με τον ρόλο της παρωδίας: πολλές φορές το χιούμορ
χρησιμοποιήθηκε # ι α τη σατιρική πρόσληψη έρ^ων του
παρελθόντος, υς εργαλείο, δηλαδή, της κριτικής.
Όσον αφορά το μαύρο χιούμορ η γλώσσα βρίσκεται υπό
αμφισβήτηση. «Εκείνο που αμφισβητείται δεν είναι μόνο η
"κανονικότητα" της, αλλά και η ίδια η δομή της. Η χρήση του
μαύρου χιούμορ δημιουργεί νέες συνειρμικές καταστάσεις,
όπου η λογική διάταξη της γλώσσας και η εκφραστική της
δύναμη χάνουν τη δυνατότητα να πείσουν τον αναγνώστη ή
τουλάχιστο να τον κατευθύνουν προς τη σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν η
κατεύθυνση που έχει επιλέξει ο συ^ραφέας.. αδιαφορώντας
#ια την αξιοπιστία του περιεχομένου.» Βασικός μηχανισμός
αυτής της λειτουργίας είναι η έκπληξη. Οι σχέσεις σ υ ^ ρ α φ έ α -
έρ^ου-αναγνώστη δομούνται με διαφορετικό τρόπο. Η
λο^ικοφάνεια και η υπονόμευση της πραγματικότητας μέσα από
ένα είδος ψευδορεαλισμού, είναι δύο βασικά στοιχεία του
παιχνιδιού, όπως θα δούμε στο δεύτερο μέρος της διατριβής.
1
Ζ. I. Σια^λέκης, «Το μαύρο χιούμορ : η απόλυτη επανάσταση του
πνεύματος», στον τόμο Από τί? νύχτα των αστραπών στο ποίημα
8ε$ονός. Συγκριτική ανάγνωση ΕίίΗή\νων και Γάίίίίων
υπερρεαλιστών, Αθήνα, "Επικαιρότητα", 1989, σ. 94. Η μελέτη αυτή
(σσ. 91-11$) είναι, ουσιαστικά, η μόνη σχετικά ολοκληρωμένη
θεωρητική προσέ##ιση του όρου χιούμορ μέσα στον υπερρεαλισμό·
από άλλο δρόμο χρήσιμη είναι και η συμβολή του Νάνου
Βαλαωρίτη με τα κείμενα του «Το χιούμορ στον ελληνικό
υπερρεαλισμό», «Πρόλογος στο μοντερνιστικό χιούμορ Α'»,
«Πρόλογος στο μοντερνιστικό χιούμορ Β'» (Ασ μια θεωρία τη,
8ρα$ής, Αθήνα, "Εξάντας", 1990), αλλά, όπως ο ίδιος παρατηρεί, το
κείμενο έχει περισσότερο «τον χαρακτήρα μιας εκδρομής» παρά
μιας συστηματοποιημένης μελέτης.
203
Παράλληλα, βασικός στόχος είναι η απελευθέρωση του ε#ύ
μέσω του έρ^ου τέχνης.
Για τους υπερρεαλιστές, η ειρωνεία αναδείχθηκε σε
βασικό εργαλείο χειρισμού της γλώσσας, αναδεικνύοντας τη
συνειρμική λειτουργία της και τον αρκετές φορές,
παραπλανητικό της ρόλο, όσον αφορά την επικοινωνία. Πολλές
φορές η ειρωνεία χρησιμοποιήθηκε #ια να υπονομεύσει τη
συμβατική οργάνωση της γλώσσας και να καταδειχθεί ο ρόλος
της σημασιολογικής λειτουργίας της. Τα κείμενα των*
υπερρεαλιστών είναι γεμάτα με λεκτικά παιχνίδια, αντιθέσεις,
υφολογικά ασύμβατες διατυπώσεις, σχήματα απροσδόκητου· όλα
τείνουν στον ίδιο στόχο: στην απελευθέρωση του συ^ρας-έα
και, συνεπώς, στην απελευθέρωση του' αναγνώστη από τις
υπαρξιακές του καθηλώσεις μέσα από την κατάλυση κάθε
σύμβασης και κάθε λογικής. Ισως δεν είναι υπερβολή να
υποστηρίξουμε ότι τόσο το χιούμορ όσο και η ειρωνεία, μΞ ή
χωρίς σατιρική διάσταση, αποτελούν την ηθική του
υπερρεαλιστικού κινήματος.
204
1
Εδώ πρέπει να ξεχωρίσουμε από τους κριτικούς τον Πέτρο
Σπανδωνίδη, ο οποίος τόσο στα θεωρητικά του κείμενα όσο και στις
βιβλιοκρισίες χρησιμοποιεί τους όρους που μελετούμε και
μαίνεται να έχει συνείδηση, των διαφορών τους καθώς και των
κατηγοριών που υπάρχουν μέσα στον κάθε ένα. Εξάλλου, είναι ο
μόνος που επεσήμανε την ύπαρξη ρομαντικής ειρωνείας και
χιούμορ στον 3καρίμπα καθώς και στον Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο.
ΒΗ. ενδεικτικά: την απάντηση του στην έρευνα «Συζήτηση πάνω
στη σύγχρονη πεζογραφία» του περ. Νέα Πορεία 41-42 (Ιούλιος-
Αύ^ουστος 1958) 224-225· επίσης, Πέτρος Σπανδωνίδης, «Μιχαήλ
Θερβάντες: "Δον Κιχώτης, ιππότης της ελεεινής μορς,ής"». Νέα
Πορεία 31 (Σεπτέμβριος 1957) 250-253.
Ένας άλλος κριτικός, ο Δ. Νικολαρείζης παρουσιάζεται
επίσης ενημερωμένος σε ό,τι ας>ορά κάποιες διακρίσεις των όρων
που μελετούμε. Βλ. Δ. Νικολαρείζης, «Το μυθιστόρημα των νέων
205
Πρόσφατα, η βιβλιογραφία πλουτίστηκε και με απόψεις
μελετητών, διάσπαρτες σε μελέτες, άρθρα ή συλλογικούς
τόμους που έχουν στόχο την κριτική προσέγγιση του έρ^ου
ενός λογοτέχνη, την εξέταση μιας γενιάς ή ενός φαινομένου.1
Η εμφάνιση των όρων που μας απασχολούν είναι
βέβαια τόσο παλιά όσο και η λογοτεχνία, και απαντούν τόσο
στα δημοτικά τραγούδια όσο και στα κείμενα της πρώιμης
λογοτεχνικής παρα^ω^ής. Στο κεφάλαιο αυτό θα προσπαθήσω
να σκιαγραφήσω τις εκφάνσεις των φαινομένων που μας
απασχολούν στη λογοτεχνία μας από το τέλος του ίδου αιώνα
και εξής, εστιάζοντας το ενδιαφέρον μου στο πέρασμα από τον
1
Κ. Θ. Δημαράς, Εββίΐνικός Ρωμαντισμός, Αθήνα, "Ερμής", 1982, σσ.
174-175.
2
Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοε^Άι\νικΐ[ς Λογοτεχνίας, Αθήνα,
"Ίκαρος", 1985. σ. 205.
209
1
Βλ. επίσης και Φ. Μπουμπουλίδης, «Ανώνυμα στιχουροήματα
προσολωμικών ποιητών». Ε Ε Φ ΣΠΑ 23 (1972-1973) 43-102.
2
0 Διονύσιος Σολωμός θαύμαζε τον Νικόλαο Κουτούζη, και μάλιστα
δραματοποίησε την ύπαρξη του στο σατιρικό Όνειρο του 1826.
(Ελένη Τσαντσάνοδλου, «Διονύσιος Σολωμός», στον τόμο Σάτιρα και
ποΆιτική στη νεώτερη, ΕΒΗάδα, ό. π., σ. 36). Για το épgo του Νικολάου
Κουτούζη βλ. το πρόσφατο αφιέρωμα: Νικόλαος Κουτούζης (1741-
1813). Ανέκδοτες βωμοίίοχικές σάτιρες. Περίπλους, 17-18 (Άνοιξη-
Καλοκαίρι 1988) 13-48. Σχετικά με το θέμα μας βλ. τη μελέτη του
Δημήτρη Α^οελάτου, «τ 0 ^έλιο του Νικολάου Κουτούζη και η
"Λυτρωτική" Εμπειρία των ορίων», ό. π., σσ. 40-48. Επίσης, Νικόλαος
Κουτούζης, «Άγνωστη πολιτική σάτιρα». Περίπλους 23 (Φθινόπωρο
1989) 108-110.
210
συμπληρωματική», γράφει η Ελένη Τ σ α ν τ σ ά ν ο ^ λ ο υ
εξετάζοντας την πολιτική σάτιρα του ποιητή.1 Ο τρόπος με τον
οποίο στο έρ^ο του Σολωμού προβάλλεται η ηθική στάση των
ανώνυμων, λαϊκών ατόμων δίνει στο σατιρικό του έρ^ο μια
ευρύτερη πολιτική διάσταση· αλλά και ο τρόπος με τον οποίο
μετουσιώνεται η ιστορική ύλη μαρτυρά έναν "οργισμένο
παρατηρητή της δομής και των θεσμών της κοινωνίας της
εποχής του". Η σάτιρα του είναι ευρύτερα πολιτική δίχως να
πολιτικολογεί ή να ηθικολογεί. Ο Σολωμός καυτηρίασε την
αριστοκρατία, τους θεσμούς και την πολιτική κατάσταση της
εποχής του, ή συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά και γενικότερα
στηλίτευσε αδυναμίες του' ανθρώπου. Για τον Πολυλά, ο
σατιρικός Σολωμός «ενεργεί άμεσα, ως ηθικός διορθωτής, εις
την κοινωνία».2 Αξιοπρόσεκτος είναι ο τρόπος με τον οποίον
καλλιεργεί ένα είδος ρομαντικής ειρωνείας στα σατιρικά του
ποιήματα. Πάντως τα υπερφυσικά στοιχεία που χρησιμοποιεί, το
όνειρο, καθώς και η υπονόμευση του ρεαλιστικού πεδίου,
κάνουν τη σάτιρα του πολύ "μοντέρνα" #ια την εποχή του, αλλά
και πιο προωθημένη από τη σάτιρα μεταγενέστερων
λογοτεχνών. Αν εξαιρέσουμε τα νεανικά ελαφρά σατιρικά του
παίγνια, ο Σολωμός έ^ραωε και ώριμα σατιρικά έρ#α, που
έιιειναν ατελείωτα. Το ιιείζον σατιοικό του κείυενο είναι Η
γυναίκα της ΣάκυΘος, όπου χρησιμοποιούνται διάφορα
τεχνάσματα με μεγάλη επιδεξιότητα. Η σατιρική ταυτότητα του
έρ^ου προκάλεσε πολλά ερωτήματα. Κυρίως το ερώτημα αν
πρόκειται #ια πολιτική αλληγορία ή προσωπική σάτιρα
απασχόλησε πολύ τη σολωμική έρευνα. Εξετάζοντας τις
διάφορες απόψεις που κατά καιρούς διατυπώθηκαν, και
αξιοποιώντας /τραυματολογικά στοιχεία και μαρτυρίες, καθώς
και στοιχεία του ίδιου του κειμένου ο Λίνος Πολίτης
υποστηρίζει ότι πρόκειται "^ια πολιτική σάτιρα, τονίζει όμως
τη μεταφυσική διάσταση του . κειμένου το οποίο θεωρεί
ωριμότερο από τα άλλα σατιρικά έρ^α του ποιητή: «Στο βάθος
1
Ελένη. Τσαντσάνο^λου, «Διονύσιος Σολωμός», ό. π., σσ. 7-45.
2
Παν. Μουλλάς, «Αλέξανδρος Σούτσος», στον χόμο Σάτιρα και
ποβιτική στη νεώτερη Είίίίάδα, ό. π., σ. 46.
211
1
Σολωμού, Η Γυναίκα zriç Ζάκυνθος. Επιμέλεια Λίνος Πολίτης, Αθήνα,
"Ίκαρος", 1944, σσ. 19-20.
212
«εξατομικευμένο σατιρικό στόχο, ο στόχος αυτός πια σήμερα--
όπως συμβαίνει και στο μεγαλύτερο μέρος της Θείας
Κωμωδίας--έχει ολότελα χωνευτεί». 1 Ασφαλώς η πιο
ολοκληρωμένη μελέτη #ια το έρ^ο ανήκει στην Ελένη
Τσαντσάνο^λου. Η μελετήτρια παρακολουθεί τη διαδικασία
σύνθεσης του κειμένου παράλληλα με το υπόλοιπο έρ^ο του
ποιητή, αλλά και με ^ε^όνοτα που στιγμάτισαν τη ζωή και το
έρ#ο του. Η Τσαντσάνο^'λου επισημαίνει τον οξύ σατιρικό' του
χαρακτήρα καταλήγοντας πως «το γυναικείο πρόσωπο που
σατιρίζεται στο έρ#ο είναι ανώνυμο. Τα βοηθητικά στοιχεία
που υπάρχουν στο κείμενο, [...] αρκετά διαφανή #ια τους
συμπολίτες του Σολωμού,'ώστε να τους επιτρέψουν να
ταυτίσουν το σατιριζόμεν©;; πρόσωπο, #ια μας είναι εντελώς
σκοτεινά. Έτσι η ταυτότητα του σατιρικού στόχου πραμένει
απροσδιόριστη. Η αποκάλυψη της όμως, που απλώς θα φώτιζε
ία, ενδεχομένως, προσωπικά κίνητρα του σατιριστή ποιητή,
είναι πια σήμερα τελείως άσχετη με την ποιότητα του
αριστοτεχνικού αυτού κειμένου».2
Η εποχή του Σολωμού εκτιμά εις έπακρον τη
διορθωτική και στηλιτευτική δύναμη της σάτιρας σε όλα τα
επίπεδα της ζωής. Παράλληλα, το αίτημα της λογοτεχνίας της
εποχής #ια το τερπνό αλλά και #ια το ωφέλιμο πιέζει τον
λογοτέχνη να αναλάβει τον ρόλο του κοινωνικού αναμορφωτή,
του διορθωτή, του τιμωρού. Τα χαρακτηριστικά του σατιρικού
τα συνοψίζει με τρόπο επιτυχή, ύστερα από τον Σολωμό, ο
Ανδρέας Λασκαράτος (loi 1-1901):
1
Γ. Π. Σαββίδης, «Εισήγηση σε μια νέα ανάγνωση της Γυναίκας
της 2άκυ9ος», Περίπλους, 9-10 (Άνοιξη-Καλοκαίρι 1986) 13.
2
Διονύσιος Σολωμός, Η Γυναίκα τι\ς 2άκυ9ος. Εισα^ω^ή, κείμενο
χλωσσάρι Ελένη Τσαντσάνο^λου, Αθήνα,''Ωκεανία*, 1993- σ. 14.
213
ι
1
Ανδρέας Λασκαράτος, Ιδού ο άνθρωπος. Επιμέλεια Γ. Γ.
Αλισσανδράτος, Αθήνα, 1970, σ. 151.
2
Ν. Τζου^ανάτος, «Ανδρέας Λασκαράτος», Σάτιρα και ποβιτική στη
νεώτερη ΕίΟίάδα, ό. π., σσ. 98-127. Κωστής Παλαμάς, «0 Λασκαράτος
και η. σατυρική ποίησις». Άπαντα, τόμ. Β', Γ' έκδ. Αθήνα, Μπίρας,
χ.χ., σσ. 81-87. Παν. Μουλλάς, «Η λογοτεχνία από τον α<$ώνα ως τη
$ενιά του 1880», Ιστορία του ΕίίιΊί\νικού Έ9νονς, τ. ΙΓ', Αθήνα,
"Εκδοτική Αθηνών", 1977, σ. 502.
214
1
Δ. Μάρ#αρης. (επιμ.), Ανδρέας Λασκαράτος. Σατιρικοί και
ευ9υμο$ρά§ο, Α9ήνα, "Αετός", 1954, σσ. 18-34.
2
-Σημειώνω, επίσης, ότι πολλοί ποιητές, δίχως να είναι σατιρικοί,
πέρασαν κάποτε και από το δρόμο της σάτιρας, όπως, π.χ., ο
. Γεράσιμος Μαρκοράς. Βλ. Στέφανος Ροζάνης, «Satura tota nostra est»,
Περίπ<1ους32 (1992) 277-279.
3 Ο Α. Σούτσος διατυπώνει τις απόψεις του già τη σύγχρονη του
σάτιρα σε άρθρο του «Περί σατύρας» που δημοσιεύτηκε στο περ.
ΕΜιχνική. ΠΜστιχξ 5 (Ιούλιος-Αύγουστος 1836) 149- 156. Βλ. και:
Παν. Μουλλάς, «Αλέξανδρος Σούτσος», ό. π., σ. 49- Κ. Θ. Δημαράς,
215
1
ΑθΓ\νά Γεωρ^αντά, ό.π., σ. 217.
2 lö
σατιρικής του οπτικής γωνίας» παρατηρεί ο Π. Μουλλάς.1 Σε
ό,τι αφορά το ύφος του Ροΐδη αλλά και τη θέση του μέσα στο
σύνοδο της νεοελληνικής σατιρικής παρα^ω^ής νομίζω πως
καμιά κρίση δεν τα προσδιορίζει ευστοχότερα από την
παρακάτω: «Σε τελευταία ανάλυση, τί θα ήταν ο Ροΐδης χωρίς
τη σάτιρα (και η νεοελληνική σάτιρα χωρίς τον Ροΐδη);». 2 Η
εκτίμηση και η αντίληψη του 19ου αιώνα # ι α τη σάτιρα
πουθενά αλλού δεν εκφράζονται ακριβέστερα και πιστότερα απ'
ό,τι στο ίδιο ίο έρ^ο του." Ροΐδη:
1
Παν. ΜουΗΗάς, «Για το ήθος και το ύς>ος του Ροΐδη» στον τόμο
Ρήξεις και συνέχειες. Μείίέτες #tcr τον Ι9ο αιώνα, Αθήνα, ΣοκόΗης,
1993. σσ. 333-334.
2 Παν. Μουλλάς, «Για το ήθος...», ό. π., σ. 337.
219
αφοσιύσεως δηλ. εις τους συνέχοντας αυτής θεσμούς,
αλλ' επίσης αδύνατον είναι να προοδεύσει άνευ της
Σατύρας, ήτις υποσκάπτει τους θεσμούς τούτους χάριν
καλυτέρων εν τω μέλλοντι. Αμα δε παύσ^
προοδεύουσα μια κοινωνία, ευθύς σήπεται και
θνήσκει ως απέθανον οι Αιγύπτιοι και οι Ινδοί και
ως παρακμάζουσι σήμερον οι Σίναι, θελήσαντες να
θεοποιήσωσι, να καταστήσωσι δΐ\Ά. αθάνατον και"
αμετάβλητον τον πολιτισμόν των, αντί να βαδίζωσι
προς τα εμπρός κρημνίζοντες και ανοικοδομούντες.1
1
Εμμανουήλ Ροΐδης, «Η Πάπισσα Ιωάννα και η. ηθική--ΕπιστοΒαί
ενός Α%ρινιώτου», (Προς τον δ/ντήν της εφημερίδος «Αυ^ή»,
Επιστολή Δ" (29 Μαίου 1866), στην έκδοση Η Πάπισσα Ιωάννα,
Αθήνα, "Νεφέλη", 1988, σσ. 355-356.
2
Κ.Θ.Δημαράς, Ιστορία της ΝεοεΛΛηνικής Λογοτεχνίας, ό. π., σ.
344.
220
1
Μαριλίζα Μήτσου, «Κριτική και Ποίηση: Το παράδειγμα του
•Στράτη Καλοπίχειρου», Ακτή, 12 (Φθινόπωρο 1992) 531.
(Συμπεριλαμβάνεται στον τόμο Όψεις της Λαϊκής και της Λόγιας
ΝεοεΡΜιχνικής Λογοτεχνίας. Θεσσαλονίκη 1994, σ. 220).
2
Γραομυομαχία. Επύλλιον ηρωικοκωμικόν υπό Δημητρίου
Βερναρδάκη, Αθήνησι, 1854, σ. 9. Παρατίθεται, από την Μ. Μήτσου,
ό. π., σσ. 531 . 537.
221
1
Βλ. Αθελου, «Εμμανουήλ Ροίδης», ό. π. σσ. 133-138.
2 «Η σάτιρα και μάλιστα η σάτιρα της εποχής εκείνης κλείνει το
μάτι, η σάτιρα θέλει οικειότητα, προϋποθέτει ^νώση προσώπων και
πραγμάτων, και τα δύο ες,ικτά και καλλιεργήσιμα già την εποχή
που μας açopa. Συνεπώς υπάρχουν οι προϋποθέσεις», παρατηρεί ο
Άλκης Αθελου, («Εμμανουήλ Ροΐδης», ό. π., σ. 139).
222
1
Τάσος Βουρνάς, «Η δημοσιογραφική σάτιρα», στον τόμο Σάτιρα και
πολιτική στη, νεώτερη EéìfìaSa, ό. π, σ. 156.
223
ι
1
Παν. Μουλλάς, «Η λογοτεχνία από τον α^ώνα ως τη gsvia του
1880», ό. π., σ. 502. Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία ττ\ς Είίίίτινικής
Λογοτεχνίας, ό. π., σσ. 321-322.
2
Παν. Μουλλάς, «Η λογοτεχνία από τον α^ώνα ως τη $ενιά του
1880», ό. π., σ. 507.
225
1
Βλ. Νέστορας Μάχσας, «Η απολογία του ευθυμογραφήματος» στην
ανθολογία Το póStvo 6tfi$ripa, Αθήνα, Γ. Φέξης, 1952, σσ. 11-12.
Αλλά και ο Τ. Βουρνάς παρατηρεί: «0 νεοελληνικός λό^ος,
είτε ο έντεχνος, είτε ο καθημερινός δημοσιογραφικός, ε ί ν α ι
συνήθως βλοσυρός και σκουντούφλης. Σπάνια ανασαίνει μέσα σε
εκείνη την ατμόσφαιρα ευεξίας και ευδίας που δημιουργεί το
χιούμορ, η ανεπανάληπτη ευγένεια της ανθρώπινης ψυχής, όπως το
αποκαλεί ο μέ^ας Ρώσος κλασικός του θεάτρου και της πεζογραφίας,
ο Άντον Παύλοβιτς Τσέχωφ» (ό. π., σ. 154). Και συνεχίζει
διατυπώνοντας την άποψη ότι το χιούμορ είναι προϊόν μεγάλης
παράδοσης και χαρακτηρίζει λαούς πολιτιστικά και κοινωνικά
προηγμένους, κ«αι κοινωνίες με ελεύθερους θεσμούς. Αν αυτά τα
στοιχεία λείπουν, το χιούμορ γίνεται πίκρα. Η σάτιρα είναι ένα
οργισμένο μαστίγιο και καταφέρεται εναντίον μιας άδικης και
αυταρχικής κοινωνίας, προειδοποιώντας ότι μια νέα κατάσταση
τείνει να δημιουργηθεί. Η σάτιρα ως ιδιότητα του έντεχνου λό^ου
έχει τις ρίζες της στη μεγάλη ευεξία της τέχνης και επιτελεί τον
βαθύτερο κοινωνικό προορισμό της- βρίσκεται έτσι στα όρια της
τέχνης, συμβάλλοντας στη δημιουργία ατομικής και ομαδικής
συνείδησης και ανοίγοντας τον δρόμο προς τον πολιτισμό και την
226
πρόοδο. Η άποψη αυτή. του Τάσου Βουρνά, που διατυπώνεται στα 1979
δεν απέχει καθόδου από την πίστη, του Ροίδη στον κοινωνικό
αναμορφωτικό ρόλο της σάτιρας και στη δύναμη της ως μέσου
προόδου. Ωστόσο, όπως 9α δούμε παρακάτω, στον 20ό αιώνα ο ρόλος
της σάτιρας διαφοροποιείται, εφόσον χάνει βαθμιαία τον μαχητικό
χαρακτήρα της και γίνεται περισσότερο αμυντική. Παράλληλα, η
ειρωνεία, το χιούμορ ή άλλες μορφές ανατροπής του λόχου, όπως το
λογοπαίγνιο ή η ευτραπελία, κερδίζουν έδαφος σε σχέση με τη
σάτιρα ή οποία ούτως ή άλλως χάνει την πρωτοκαθεδρία που είχε
κατά τον 19ο αιώνα.,
Αλλά και παλιότερα συναντούμε κείμενα με παρεμφερές
περιεχόμενο. Π.χ. Ραδάμανθψς, «Η μελαχχολία των Ελλήνων», fi
Μεϋέτη. Μάιος και Ιούνιος-Ιούλιος 1909, σσ. 257-271 και 330-344
αντίστοιχα. Επίσης, το 193θ, ο Κοσμάς Πολίτης, απαντώντας σε
έρευνα του περιοδικού Μακεδόνικες Ημέρες σχετικά με την
ταυτότητα της νεοελληνικής πεζογραφίας, έλεχε: «Βρίσκω πως
χενικά οι δικοί μας [λοχοτέχνες] έχουν σοβαροφάνεια και μεχάλη
έλλειψη χιούμορ. Κάποιος είχε πει πως είμαστε ο μελαγχολικότερος
λαός του κόσμου—μετά τους Ε8ραίους--και νομίζω πως έχει δίκιο».
Βλ. Μακεδόνικες Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1936) 13.
Το θέμα είναι μεχάλο και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και
μελέτη που, αναγκαστικά, μένει έξω από τα όρια της διατριβής μου,
καθώς συναρτάται και με ανθρωπολογικές, κοινωνικές, ιστορικές,
ψυχολογικές κ. ά. παραμέτρους. Πάντως, η χενιά των ευθυμοχράφων
που πολύ αγαπήθηκε από τους συγχρόνους της και υποτιμήθηκε από
τ ι ς κ α τ ο π ι ν έ ς χ ε ν ι έ ς α ξ ί ζ ε ι να μελετηθεί περισσότερο.
Πρωτεργάτης της δυσπιστίας απέναντι σ' αυτήν τη χενιά αλλά και
στο πνεύμα της γενιάς ήταν ο Φώτος Πολίτης. (Βλ. Φώτος Πολίτης,
«Μπάμπης Ά ν ν ι ν ο ς » , εφ. Πρωία, 25 Μαίου 1934. Στον Π ο λ ί τ η
απάντησε, υπερασπιζόμενος τον 'Avvivo και τη χενιά του, ο
«Νεώτερος» με το άρθρο του «Η χενεά του Μπάμπη», εφ. Εστία, 27
Μα'ίου 1934. Βλ. και ανταπάντηση του Πολίτη με τίτλο «Γενιές και
χενιές», εφ. Πρωία, 1 Ιουνίου 1934 και ανταπάντηση του «Νεώτερου» *
με επιστολή προς την Εστία, 1 Ιουνίου 1934).Ένα άλλο αυστηρό
κείμενο του Φώτου Πολίτη καταφέρεται εναντίον του εύκολου χέλιου
της επιθεώρησης («Το χέλιο», εφ. Πρωία, 29 Ιουνίου 1934)'
227
1
Κ. Θ. Δημαράς, «Από τη σάτιρα...», ό. π., σσ. 320-321.
2
Παν. ΜουΗΗάς, «ΑΗέξανδρος Σούτσος», ό. π., σ. 47.
229
1
Με αφορμή το Άστυ οφείλω να παρατηρήσω εδώ πως ένας χώρος
που έχει άμεση σχέση με τους όρους που μελετούμε, αλλά μένει έξω
από τα όρια της διατριβής μου, είναι ο χώρος της εικονογραφικής
οελοιο^ράφησης, που πολύ συχνά χρησιμοποιεί την τεχνική της
καρικατούρας/που είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Πολύ
σημαντικός ^ελοιοοράφος υπήρξε ο θέμος Άννινος, αδερφός του
Μπάμπη Άννινου ο οποίος παρέλαβε από τον αδερς.0 του και
συνέχισε με τρόπο άξιο την έκδοση της εφημερίδας Άστυ. Επίσης,
υπήρξε συνεκδότης του Ασμοδαίου μαζί με τον Ροΐδη. Βλ. Δημ. Π.
Τα^κόπουλος, «Θέμος Αννινος», στο βιβλίο του ÇiRoRogixa
πορτραίτα (1886-1922), Αθήνα, 1922, σσ. 55-59.
2
Κ.Θ. Δημαράς, «Από τη σάτιρα...», ό. π., σ. 324.
230
1
Η α^άπη ή καλύτερα η εμμονή του συ^δρα^έα στα διάσπαρτα σε
όλο του το épgo λογοπαίγνια, απεικονίζεται και στην εκτενή
χιουμοριστική πραγματεία του «Λογοπαίγνια», όπου εξετάζει την
ιστορία των «ανυπότακτων χαμινίων της ' aogogpaciac». Βλ.
Μπάμπης 'Avvtvoç, «Λογοπαίγνια». 0 σύίΐΡίοχος των εισαχχεΡΙέων και
άΗΗσ ευθυμογραφήματα, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1925. σσ. 238-251.
2
Στέφανος Δάφνης, «Το χιούμορ του Παπαδιαμάντη» Βωμός, 8 (15. 2.
1919) 82. (Η μελέτη δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στα τεύχη 8,
9, 10 (15. 2, 1. 3 Kat 15. 3 1919) 81-82, 100-101, 118-120, αντίστοιχα.)
231
όλη η μουσική σκάλα της ζωής, άνθρωποι μαζί και φύση, μαζί
με τις προσωπικές γνώμες του ίδιου του συγγραφέα.»*· Ο
Παπαδιαμάντης έ χ ε ι μια ιδιαίτερη ικανότητα να ενσωματώνει
μέσα στο δικό του λό#ο τον λό^ο των ηρώων του και να
στεγάζει στο κείμενο του ευφυολογήματα, λογοπαίγνια ή λαϊκά
αποφθέγματα τα οποία πολύ συχνά έχουν ειρωνικό ή ακόμη και
2
σατιρικό χ α ρ α κ τ ή ρ α . Αλλά εκτός από το χιούμορ, ο
Παπαδιαμάντης καλλιέργησε και τη σάτιρα- κάποτε μάλιστα με
ιδιαίτερη οξύτητα: χαρακτηριστικό έρ#ο από την άποψη της
σάτιρας της πολιτικής ζωής και της ασύστολης ψηφοθηρίας
είναι το διήγημα του Οι χαΑασοχύρηδες. «Κάτω απ' το
ηθογραφικό του πλαίσιο, κρύβει ένα Βαθύ ψυχο^ράφο, έναν
ηθολό^ο κι έναν άριστο κοινωνικό παρατηρητή. Η ειρωνεία
και το χιούμορ του, εξ άλλου, οι ποιητικές του παρεκβάσεις, το
ταραγμένο του υπόστρωμα παρουσιάζουν διαρκώς εκπλήξεις,
δημιουργούν κυματισμούς κι ανοίγονται σε απροσδόκητο βάθος
και σε προεκτάσεις, που δεν μας αφήνουν με την πρώτη ματιά
να υποψιαστούμε η φαινομενική του απλότητα και η
ηθογραφική του επιφάνεια.»3
Αλλά και η κυρίαρχη μορφή της γενιάς του 1ÔÔ0, ο
Κωστής Παλαμάς, χωρίς να είναι κυρίως σατιρικός ποιητής,
έγραψε εκτός από τα γνωστά Σατιρικά Γυμνάσματα (1909) και
ρεπορτάζ και στιγμιότυπα με σατιρικό χαρακτήρα, στα πρώιμα
χρόνια του, όταν δημοσιογραφούσε στο σατιρικό περιοδικό Μη
χά\·εσαι του Βλάση Γαβριηλίδη, με τα ψευδώνυμα Κουτρούλης
και ΟνοΆουΆού. Στα πρώτα αυτά δείγματα σατιρικής πρόζας του
1
Κωστής Παλαμάς, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Η Τέχνη, Απρίλης
1899, σ. 140.
2
Τέλλος Άχρας, «Πώς βλέπομε σήμερα τον Παπαδιαμάντη». Αρχείον
Ευβοϊκών ΜεΗετύν, 2 (1936) 78. (Συμπεριλήφθηκε στον τόμο
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ό. π., σσ. 119-188.)
3 Κώστας Στερχιόπουλος, «0 Παπαδιαμάντης σήμερα—Διαίρεση και,
χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του», Διαβάζω 9, (Νοέμβριος-
Δεκέμβριος 1977) 36-47.
232
1
Ξ. Α. Κοκόλης, «Κωστής Παλαμάς», στον τόμο Σάτιρα και πολιτική
στη νεώτερη Είίαάδα, ό. π, σ. 204. Βλ. επίσης και Γ. Προδρόμου, «0
σατιρικός Παλαμάς», Πνευματική Κύπρος 189 (Ιούνιος 1976) 288-
297.
2
Ξ. Α. Κοκόλης, «Κωστής Παλαμάς», ό. π., σ. 203.
233
διεκδικήσεων δίχως σαφή περιγράμματα. Επίσης, αναγνωρίζει
ότι στη σάτιρα υπάρχουν κάποιες σταθερές ηθικού
περιεχομένου, αναγνωρίσιμες από τον σατιρικό και τον
αναγνώστη, οι οποίες παραβιάζονται από τον στόχο της
1
σάτιρας.
* * *
1
Ξ. Α,Κοκόλης, «Κωστής Παλαμάς», ό. π., σσ. 192 και 196 αντίστοιχα.
•Σχετικά με τα θεωρητικά θέματα που θί^ει ο μελετητής βλ. το
πρώτο κεφάλαιο στο πρώτο μέρος της εργασίας μου.
2
Αυτής της εποχής καρπός είναι και κάποιες παρωδίες ποιημάτων
του Σολωμού και του Βαλαωρίτη, με στόχο τον Διάδοχο, που
δημοσιεύονται ανώνυμα στο Ρωμτιό ή κυκλοφορούν αυτόνομα. Βλ.
Κ. Θ. Δημαράς, «Από την σάτιρα...», ό. π., σσ. 322-323-
234
στηρίζεται στον στόχο της ή σε ιδιότητες του κειμένου, να
είναι λιγότερο επισφαλής.
2. Ο μελετητής θεωρεί το μίσος αφετηρία της σάτιρας· μίσος,
ωστόσο, που ο αρχικός του πυρήνας είναι η α^άπη. Παράλληλα,
πιστεύει ότι μια στέρηση ή μια αποδοκιμασία είναι η ωστική
δύναμη της σάτιρας. Σκοπός της είναι να καταλύσει εκείνα τα
στοιχεία που δημιουργούν τη στέρηση. «Πουθενά μέσα στη
σάτιρα δεν μπορούμε να βρούμε την αφέλεια του άκακου; του
απείραχτου γέλιου. Το^'έλιο, όιαν βρίσκεται στην σάτιρα μέσα,
είναι σαρκασμός, #έλιο πικρό.» Επίσης, κατά τον μελετητή, η
σάτιρα δεν έχει τίποτε το εύθυμο. Αν και οι μελετητές
διαφωνούν ως προς το αν ο σαρκασμός ανήκει στην ειρωνεία ή
είναι αυτόνομο είδος, ωστόσο, ίο #ε#ονός ότι προϋποθέτει μια
διπλή διαστρωμάτωση του νοήματος τον κάνει να σ υ ^ ε ν ε ύ ε ι
περισσότερο με την ειρωνεία. Εξάλλου, ο σαρκασμός και το
πικρό ^'έλιο έχουν μικρή σχέση. Οπωσδήποτε, το εύθυμο
στοιχείο δεν αποκλείεται από τη σάτιρα, απλώς δεν είναι ο
στόχος της. Ίσως σ' αυτόν τον εξοβελισμό του εύθυμου
στοιχείου από τη σάτιρα να οφείλεται και η υπερβολική επιμονή
του μελετητή στον χαρακτηρισμό του Σουρή ως εύθυμο γράφου
και όχι ως σατιρικού.
3. Η σάτιρα συνδέεται με την ανατροπή, την οποία «κανονικά
ζητάει ο άνθρωπος που δεν είναι καλά τοποθετημένος και που
δεν κατέχει την εξουσία, την οποιαδήποτε εξουσία: πολιτική
εξουσία, κοινωνική εξουσία, την εξουσία στα γράμματα κ.λ.π.»
(Κ. Θ. Δημαράς, ό.π., σ. 307). Αυτή η άποψη φαίνεται να
αποτελεί μάλλον κοινό τόπο: 0 Ian Scott Kilvert γράφει
σχετικά: «Η σάτιρα πρέπει να είναι μια δύσκολη μάχη και ο
σατιρικός έχει περισσότερες πιθανότητες να φανερώσει
καινούργιες αλήθειες όταν είναι απόβλητος, παρά όταν είναι το
χαϊδεμένο παιδί της κοινωνίας. Με συσχετισμό κάπως
διαφορετικό το ρητό του ίουβενάλη παραμένει αληθινό: «Facit
i n d i g n a t i ο versum».» (Βλ. Ian Scott Kilvert, «Η σάτιρα»,
Εποχές 9 (Ιανουάριος 1964) 54.) Ωστόσο, η παραπάνω άποψη -
επιδέχεται συζήτηση: κατ' αρχήν, η «ανατροπή» που είναι η
έννοια-κλειδί #ια τη λειτουργία της σάτιρας (αλλά και της
ειρωνείας και του χιούμορ) δεν περιορίζεται στην κοινωνική
235
ομάδα του πομπού της, αλλά στον μηχανισμό της- δηλαδή, δεν
αφορά (μόνο) το ιδεολογικό επίπεδο, αλλά και το ίδιο το
κείμενο. Εξάλλου, αν ως «άτομο μη καλά τοποθετημένο»
χαρακτηρίζεται το περιθωριακό άτομο ή το άτομο με. "αδύναμη"
θέση μέσα σ' ένα γραμματειακό ή άλλο σύνολο, τότε δύσκολα
θα εξηγούσαμε τη σάτιρα του Κωστή Παλαμά ή, αργότερα, τη
σάτιρα του Γιώργου Σεφέρη. Αν αναλογισθεί κανείς πως αυτό
που πυροδοτείται τελικά μέσα στη σάτιρα είναι η ευαισθησία
του σατιρικού, η οποία υποκινεί την ανάγκη έκφρασης μέσα από
την προσωπική του αισθητική, όπως γίνεται με όλες τις μορφές
τέχνης, τότε απομακρύνεται από την παραπάνω κοινωνιολογική
προσέγγιση.
Ωστόσο, η ειδοποιός διαφορά της σάτιρας του 19ου από
τη σάτιρα του 20ού αιώνα δεν περιορίζεται, ούτε εντοπίζεται
μόνο στον πομπό της. 0 περιορισμός της εκεί δείχνει μια
περιορισμένη αντίληψη για τη σάτιρα, που είναι κυρίως η
αντίληψη του 19ου αιώνα.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, παρά το γεγονός ότι η σάτιρα
προϋποθέτει κάποιες σταθερές (σε σχέση με τις οποίες
κρίνονται οι "'απαξίες" που πρέπει να χτυπηθούν), αυτό που
τελικά παρακινεί τον συγγραφέα /δεν είναι η ηθική, αλλά η
αισθητική ανάγκη για έκφραση. Πριν από τον 20ό αιώνα η
σάτιρα είναι συνυφασμένη, σχεδόν πάντα, με την πολιτική και
την κοινωνία· από την άλλη μεριά, ο ρόλος της λογοτεχνίας,
είναι και διδακτικός, αναμορφωτικός. Στον 20ό αιώνα αυτά τα
θεμελιώδη δεδομένα αλλάζουν. Καθώς η λογοτεχνία αποκτά
μεγαλύτερη αυτοσυνειδησία και το δόγμα «η τέχνη για την
τέχνη» γίνεται κοινός τόπος, αλλάζει και ο ρόλος της σάτιρας.
Το βάρος πέφτει.από το σημαινόμενο στο σημαίνον, η σάτιρα
δεν εξετάζεται πια (μόνον) από τη σκοπιά του ενδεχόμενου
ηθικού της διδάγματος και της ιδεολογίας της οποίας μπορεί
να είναι φορέας, αλλά από τη σκοπιά της ρητορικής της. Μ'
άλλα λόγια, τον 1<5ο αιώνα προέχει ο στόχος. Τον 20ό αιώνα,
τις περισσότερες φορές, το κέντρο βάρους είναι η γραφή.
Επίσης, καθώς αναδύονται κ α ι ν ο ύ ρ ι ε ς έννοιες
(διακειμενικότητα, αυτοαναφορικότητα, κ.ά.) και αναπτύσσονται
κλάδοι της φιλοσοφίας που συμπορεύονται με τη λογοτεχνία
236
1
0 Καβάφης είναι ο μόνος ποιητής του οποίου η #ρα$ή προσέχθηκε
επαρκώς από την κριτική σε σχέση με την ειρωνεία και τους
συναφείς όρους: Τ. Ά#ρας, «Η ειρωνεία στον Καβάφη», Αλεξανδρινή
Τέχνχ, 4 (1930L281-288- Ι. Μ. Πανα^ιωτόπουΗος, «Η ειρωνεία», στον
τόμο Τα πρόσωπα και τα κείμενα. Δ', Κ. Π. Καβάφης, Αθήνα, "Αετός",
1946, σσ. 188-192· Κ. Παράσχος, «Η ειρωνεία του Καβάφη», ε§.
ΚαΒη,μεριντι, 8. 12. 1961 (αναδημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, Αφιέρωμα
στον Κ. Π. Καβάφη 74, 872 (1. 11. 1963) 1509-1511' Nasos Vayenas,
«The Language of Irony (Tovards a Definition of the Poetry of
Cavafy)», Byzantine and Modern Greek Studies, 5 (1979) 43-56-
Γιώρ^ος Βελουδής, «Η ειρωνεία στον Καβάφη», Αναφορές..., Αθήνα,
"Φιλιππότης", 1983, σσ. 44-57.
2
Κλέων Παράσχος, ό.π., 1509.
23Ô
1
θ έ ω ν Παράσχος, ό.π., σ. 1509.
2
Βλ. Χ. Λ. Καράο^λου, «Ένα σημείο στίξης στα ποιήματα του Κ. Π.
Καβάφη», στον τόμο • -Αφιέρωμα στον καθηγητή Λίνο UoRCxri,
Θεσσαλονίκη, 1978, σ. 301. Σχετικά με το θέμα ο Τάκης Μενδράκος
^ρά§ει: «Το χαμήλωμα της φωνής, το υπονοούμενο, μια υπόμνηση, η
. τραγικότητα του αμετάκλητου, η ειρωνεία, δεμένα μέσα σε μια
παρένθεση ή ανάμεσα σε δύο παύλες, με την υποβολή που
δημιουργούν σε οδηγούν σωστά στον πυρήνα της συγκίνησης του.»
Τάκης Μενδράκος, «Οι παρενθέσεις: ένα στοιχείο υποβολής στην
καβαφική ποίηση». Διαγώνιος.. 5 (Μάης-Αύ<$ουστος 1973) 122
(αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Μικρές Δοκιμές. Αθήνα, Σοκόλης,
1990, σσ. 32-38).
239
της συγκίνησης, αν και δεν καταφέρνει να την εντοπίσει με
ακρίβεια. Αυτό το κενό είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον
οποίο Λειτουργεί η ειρωνεία. Αν σκεφθεί κανείς ότι το
θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ειρωνείας είναι μία αντίφαση
ανάμεσα σε αυτό που φαίνεται και σ' αυτό που ε ί ν α ι
πραγματικός και αν κανείς συλλογισθεί ότι το μεγαλύτερο και
ωριμότερο μέρος του έρ^ου του Καβάφη δομείται πάνω σε
τέτοιες αντιφάσεις, τότε το πρόβλημα της ποίησης του δ ε ν
είναι άλυτο. [...] Με τους όρους "ειρωνεία" και " ε ι ρ ω ν ι κ ή
γλώσσα" εννοώ το είδος της έκφρασης που δημιουργεί ο
Καβάφης με τη μείξη λεκτικής ειρωνείας και ειρωνείας των
καταστάσεων. Με τη λεκτική του ειρωνεία ο Καβάφης δηλώνει
έννοιες και αισθήματα που δεν υπάρχουν στις λέξεις που
χρησιμοποιεί και τα οποία είναι αντίθετα ή αντιφατικά προς
τις έννοιες που αυτές διατυπώνουν. Με την ειρωνεία των
καταστάσεων, δημιουργεί αντιφατικές περιστάσεις οι οποίες,
όταν δηλώνεται ή αποκαλύπτεται η πραγματική φύση των
πραγμάτων, δείχνουν πως οι απόψεις που έχουν οι ήρωες του
tfia την πραγματικότητα είναι τραγικές αυταπάτες». 1 0
μελετητής θεωρεί πως η μοναδικότητα της καβαφικής
ειρωνείας εντοπίζεται στη σύντη|η της λεκτικής ειρωνείας με
την ειρωνεία των καταστάσεων και παρατηρεί πως ο Καβάφης
είναι ο μόνος ποιητής στου οποίου την ποίηση η ειρωνεία
παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Αλλά σημαντική είναι και η
παρατήρηση του ίδιου του ποιητή σχετικά με την «ελαφρά
ειρωνεία» του έρ^ου του, που υποδηλώνει το πόσο συνειδητός
δημιουργός ήταν ο Καβάφης:
1
Nasos Vayenas, «The Language....», ό. π., σσ. 50, 51- 0 μελετητής
παραλληλίζει τη χρήση, της ειρωνείας στον Καβάδη με τη χρήση
της στο έρ^ο τον Μπόρχες, όπου βρισκόμαστε ήδη σε ένα
μεταμοντερνιστικό επίπεδο.. Βλ. ό. π., σ. 52. Βλ. επίσης τη μελέτη
του «0 Μπόρχες και ο λαβύρινθος της ειρωνείας» στον τόμο 0
Μπόρχες στην Κρήτη, Αθήνα, "Στιγμή". 1985. σσ. 17-50.
240
1
Κ.Π. Καβάφης, «Αυχοε^κώμα)», στον Μ. Πιερίδη, Κ. Π. Καβάφης..
Ανέκδοτα xat πεζά κείμενα, Αθήνα, "Φέξης", 1963, σσ. 82-84.
241
*
2. Ό,χι διαφοροποιεί την ειρωνεία από χο ψέμα είναι ο βαθμός
απόκρυψης και η σχέση με χο ανχικείμενο, ενώ ο μηχανισμός
είναι σχεδόν ο ίδιος.
3. 0 σαρκασμός και ο εμπαιγμός διαφέρουν από χην ειρωνεία,
διόχι εννοούν χην ανχίθεση προς μια υποκειμενικά ιδωμένη
απόλυχη αξία και αποβλέπουν στην καχασχροφή χης και όχι
στην άρση χης.
4. Η σάτιρα (και η α υ χ ε ν ι κ ή της παρωδία), κατά τ ο ν
μελετητή, λειτουργεί αντιδιαλεκτικά, αφού αποκαλύπτει το
αντικείμενο αντίθεσης με σκοπό την καταστροφή του
"αρνητικού".
Όπως είδαμε, όμως, στο αρμόδιο κεφάλαιο, η παρωδία
δεν μπορεί να θεωρηθεί και τόσο "συγγενική" προς τη
σάτιρα· τουλάχιστον όχι περισσότερο συγγενική από άλλους
όρους, όπως π.χ. το χιούμορ. Καταρχήν, η παρωδία δεν
αποβλέπει απαραίτητα στην καταστροφή του "αρνητικού" και
δεν έχει πάντα σατιρικό στόχο- έπειτα, τα μέσα της σάτιρας
είναι πολύ περισσότερα και ποικίλα από τα συνήθως ευάριθμα
και συγκεκριμένα της παρωδίας- ο μηχανισμός τους είναι
τελείως διάφορος.
0 μελετητής κάνει και άλλες χρήσιμες παρατηρήσεις
σχετικά με τη συγκρότηση της ειρωνείας και επισημαίνει ότι
η έννοια της ειρωνείας απέκτησε το πληρέστερο κύρος της με
τον γερμανικό ρομαντισμό, ενώ η αποστασιοποίηση του
καλλιτέχνη από το αναπαριστώμενο αντικείμενο είναι βασική
tfia την κατανόηση της. Τέλος, σχολιάζει την αρνητική στάση
του Kierkegaard απέναντι στην ειρωνεία και τα σημεία
διαφοροποίησης της θεωρίας του Nietzsche από τον πρώιμο
ρομαντισμό.1 /
Ένας ποιητής του αιώνα μας που υπηρέτησε με πίστη
την ιδεολογία του χρησιμοποιώνχας καχά πολύ χη σάχιρα είναι
ο Κώσχας Βάρναλης. Σάχιρα ενός λόγιου συ^^ραφέα, αλλά με
1
Γιώργος Βελουδής, «Για χην ειρωνεία...», ό. π., σσ. 44-47. Βλ. και
τ ι ς απόψεις που διατυπώνει ο μελετητής στα άρθρα του «Η
ειρωνεία σαν λογοτεχνικός τρόπος». Το Βη,μα.^. 5. 1976 και «Η
ειρωνεία στη νεοελληνική λογοτεχνία», Το Βήμα, 30. 5. 1976.
242
1
Γιάννης Δάλλας, «Κώστας. Βάρναλης», στον τόμο Σάτιρα και
πολιτική στη νεώτερη, Ελλάδα, ό. π., σ. 211.
2
Γιάννης Δάλλςς, «Κώστας Βάρναλης», ό. π., σ. 212. Σχετικά με το
ρόλο της σάτιρας ο μελετητής υποστηρίζει την ίδια θέση που
γνωρίσαμε ώς τώρα: «Η σάτιρα και μάλιστα στην πολιτική εκδοχή
της ανήκει σ' αυτά τα μέσα: τα μέσα-κλειδυά ή εργαλεία
ανοίχματος και προαχωχής του μυαλού, του πολιτιστικού μας
ορχάνου, του κοινωνικού και ιστορικού προβληματισμού μας.» «
Επίσης, ο μελετητής κάνει μερικές χρήσιμες διακρίσεις ανάμεσα
στις έννοιες κωμικό και σάτιρα, ορίζοντας το πρώτο ως διάθεση
και το δεύτερο ως πρόθεση και τονίζοντας το ρόλο της κριτικής
και τη δtακωμώδησης στη σάτιρα, αλλά και το ρόλο της παιδείας
243
ι
1
Νομίζω πως κάτω από αυτή την οπτική πρέπει να διαβαστεί η
§ράση του Θράσου Καστανάκη, sta την ποίηση του Καρυωτάκη: « Το
εύκολο και το ασήμαντο στιχουρ^ημένα μέχρι αυτοκτονίας», θ.
Καστανάκης, «Κριτικές παρενθέσεις», 0 Κύκίίος, 1 (Νοέμβριος 1930
39.
2
Τίτος Πατρίκιος. «Κώστας Καρυωτάκης», ό. π.,'σ. 264.
3 ΤέΗλος 'Ajjpaç, «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες», στον τόμο Γ. Π.
Σαββίδης (επιμ.), Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, Αθήνα,
"Ερμής, 1972, σσ. 190-219. Φυσικά, νύξεις già τη σάτιρα του ποιητή
υπάρχουν διάσπαρτες στο έρ^ο πολλών μελετητών. Βλ. ενδεικτικά
Στέλιος Γεράνης. Κώστας Καρυωτάκης. Χωρίς αυ9αιρεσίες και
παραμορφώσεις, Αθήνα, Σοκόλης, 1990, passim.
245
σημαντικότερη και μονιμότερη επίτευξη του Καρυωτάκη. [...Ι Εξ
άλλου αμφιβάλλω», παρατηρεί ο μελετητής, «αν η τόσο
προσωπική σατιρική του έκφραση μαρτυρεί ουσιαστικές
επιδράσεις προγενεστέρων είτε συγχρόνων του, και τολμώ να
ισχυριστώ πως η ελληνική ποιητική σάτιρα, μετά τον
Καρυωτάκη, ανανεώθηκε πραγματικά μόνο σε επίπεδο
παραλο^οτεχνικό: από τον Μποστ και τον Δ ι ο ν ύ σ η
Σαββόπουλο».1
Χαρακτήρισα παραπάνω τη σάτιρα του Καρυωτάκη
αμυντική, χαρακτηρισμός που την αντιδιαστέλλει προς το
μαχητική. Πράγματι ό,τι προέχει είναι η κατοχύρωση ενός
χαμένου, διαλυμένου ε#ώ. Η σάτιρα του Καρυωτάκη δεν έχει
σε καμιά περίπτωση διορθωτικό χαρακτήρα και ίσως από εκεί
να αφορμά ο ^Πατρίκιος όταν θεωρεί πως η σάτιρα του ποιητή
μολονότι εμπεριέχει σκώμμα, διακωμώδηση, ειρωνεία,
1
Γ. Π. Σαββίδης, «0 σατιρικός Καρυωτάκης», Σβήμερον σπέρμα
Ü973-1978), Αθήνα, "Ερμής, 1978, σσ. 253, 254-265. Η παραπάνω άποψη.
già τη σάτιρα μετά τον Καρυωτάκη»αποτελεί υπόθεση εργασίας. Για
την ικανότητα του Καρυωτάκη να συχκερνά «το τραγικό στοιχείο
ι
της ζωής», «σαν τον Χάμσουν και σαν τον Χάινε και σαν μερικούς
γάλλους fantaisistes, με την 'ειρωνεία εκείνη, που ε ί ν α ι σαν
ανάστροφος λυγμός» βλ. Κλ. Παράσχος, «0 νέος ελληνικός λυρισμός».
Αναγέννηση 10 (Ιούνιος 1926) 431. Για τα θέματα του Καρυωτάκη
και τα θέματα αντίστοιχων Γάλλων ποιητών βλ. Βασ. Τοκατλίδου,
Οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη, ένταξη τους στο ποιητικό
πρωτότυπο έρ$ο των avRRo$wv του. Θεσσαλονίκη 1978
(δακτυλογραφημένη-διδακτορική διατριβή).
Η προσέ$$ιση του σατιρικού έρ#ου του Καρυωτάκη είναι, απ'
όσο γνωρίζω, μετά από αυτήν του épgou του Κα8ά&η, η πλέον
ολοκληρωμένη στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ωστόσο,
•απομένει ανοικτό κεφάλαιο $ια τη φιλολογία η μελέτη της
ρητορικής της σάτιρας του Καρυωτάκη όπως άλλωστε και πολλών
άλλων συ8<5ρσ.$έων. Για τον τρόπο με τον οποίο στιχουργία και
γλώσσα συντονίζονται με σατιρικό και ειρωνικό αποτέλεσμα βλ.
και Χρ. Παπάζο^λου, Παρατονισμένη μουσική. Αθήνα, "Κέδρος",
1986.
246
1
Θυμίζω πως έφχαλε βραχύβιο σατιρικό περιοδικό με τον τίτλο
Γάμπα και πως έγραψε ευθυμοχρα^ικούς στίχους, κωμωδίες και
επιθεωρήσεις Kau αινίγματα (ανήκουν στον σατιρικό τρόπο
•έκφρασης της ανθρώπινης ψυχής. Βλ. εδώ, σ. 184, σημ.). Επίσης βλ.
Γ. Π. Σαββίδης, «0 σατιρικός Καρυωτάκης», ό. π., σ. 266.
Για τα αινίγματα βλ. Χρυσούλα Χατζητάκη-Καψωμένου,
ΝεοεΗίίτινικά Ηα'ίκά αινίγματα. ΜορφοΛοχική. Ηειτουρ$ικι\ ανάΗυστ\,
Θεσσαλονίκη, 1978. (Παράρτημα 4 του Α' τόμου της Επετηρίδας του
τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολοχίας του ΑΠΘ).
247
1
Τίτος Πατρίκιος, «Κώστας Καρυωτάκης», σ. 259.
.Jf
24Ö
ανάμεσα στην εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα, το
μαύρο χιούμορ, σαν τεχνική, υπηρετεί την πρόθεση των
υπερρεαλιστών να αναθεωρήσουν τις σχέσεις τους με την
παραδοσιακή καλλιτεχνική δημιουργία, 'ιδρύοντας ένα χώρο
όπου κυριαρχούν η πολεμική και η υπονόμευση, τόσο ως μέσα
λογοτεχνικής έκφρασης όσο και ως στοιχεία κοινωνικής
συμπεριφοράς» παρατηρεί ο Ζ. Ι. Σιαφλέκης μιλώντας ^ια τον
γαλλικό υπερρεαλισμό. 1 Φυσικά, ο ελληνικός υπερρεαλισμός
δεν έλαβε ποτέ συγκεκριμένες κοινωνικές ή πολιτικές
διαστάσεις, επομένως η «πολεμική» και η «υπονόμευση»
αφορούν κυρίως , το χώρο της τέχνης. Επιζητώντας ν α
καταλύσουν τη συμβατική-λογική και τις καθιερωμένες
μορφές οργάνωσης του κόσμου, με στόχο την απελευθέρωση
ίου αναγνώστη, οι υπερρεαλιστές οδηγήθηκαν στη σύλληψη
μιας πληρέστερης πραγματικότητας την οποία όμως #ια να
εκφράσουν χρειάστηκαν μια καινούρια γλώσσα. Την καινούρια
αυτή γλώσσα την πραγμάτωσαν με διάφορους τρόπους όπως η
αυτόματη #ραφή, η συνειρμική εικονοποιία, η ειρωνεία, το
χιούμορ. Επινοώντας ένα νέο εκφραστικό μέσο που βασιζόταν
στην έκπληξη και απαιτούσε την ενεργό συμμετοχή του
αναγνώστη επιζητούσαν την απελευθέρωση του ε#ώ του
συ^ραφέα, αλλά και του αναγνώστη, μέσω του έρ^ου. Το
χιούμορ, τα λογοπαίγνια, η ειρωνεία έγιναν βασικό εργαλείο
στα χέρια των υπερρεαλιστών, που μ' αυτό τον τρόπο
απάλλασσαν το κείμενο από κάθε συναισθηματικό φόρτο και
τον αναγνώστη από τα δεσμά της συμβατικής οργάνωσης της
γλώσσας και από το λο^ικοφανές διάπλε^μα σχέσεων όπου
ήταν ακούσια ενταγμένος. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι ο
υπερρεαλισμός* σ υ ^ ε ν ε ύ ε ι με τον ρομαντισμό σε ό,τι αφορά
τη δημιουργική φαντασία και την ελεύθερη έμπνευση, το
πάθος, το όνειρο και την ειρωνεία.2
1
Ζ. Ι. Σιας>Αέκης,«Το μαύρο χιούμορ : Η απόλυτη επανάσταση, του
πνεύματος», ό. π., σ. 91.
2
Νίκος Καλαμάρης, «Για τις δίχως τέλος κατακτήσεις του
ρυμαντισμού», 0 Κύκίίος, Δ', 1 (Δεκ. 1937) 21-31.
249
*
«Ειδικά το υπερρεαλιστικό χιούμορ είναι ίο Λεγόμενο
μαύρο χιούμορ που έχει συχνά μια τραγική χροιά», γράφει ο
Νάνος Βαλαωρίτης, περιορίζοντας την έ ν ν ο ι α του
υπερρεαλιστικού χιούμορ. «Το χιούμορ που μας αποκαλύπτει,
όπως η ειρωνεία του Σωκράτη, το άπειρο, το κενό, την άβυσσο,
την προέκταση του περιορισμένου στο ατέλειωτο, το άνοιγμα
της άπειρης πιθανότητας πέρα από τα στενά όρια της
καθημερινής ζωής, το υπερβατικό.»1 0 Σιαφλέκης θεωρεί την
ειρωνεία «καθοριστικό στοιχείο ύφους, με διπλό στόχο: από τη
μια πλευρά επιτρέπει στον αφηγητή να αποστασιοποιηθεί από
το αντικείμενο του, δηλαδή το ε^ώ, κι από την άλλη ν α
ενισχυθεί καίρια η αξιοπιστία του κειμένου, παρ' όλη τη
φαινομενική ασάφεια της σημασιολογικής λειτουργίας του. Κ
ειρωνεία γίνεται λειτουργικό στοιχείο μιας υπερρεαλιστικής
γραφής που, οργανώνοντας λογικά ένα σύνολο ετερόκλητων
αναφορών, υπονομεύει τη συμβατική λογική, προτρέποντας
ταυτόχρονα τον ανα^νώστη^ να αναζητήσει αλλού τη βαθύτερη
σχέση που συνδέει τα πράγματα και εξηγεί τα φαινόμενα της
ατομικής και της κοινωνικής ζωής. Το υπερρεαλιστικό χιούμορ
διατηρεί ορισμένες μορφές του πραγματικού #ια ν α
υποβαθμίσει καλύτερα το περιεχόμενο τους».2
1
Νάνος Βαλαωρίτης. «Το χιούμορ...», ό. π., σ. 156.
2
Ζ. Ι. Σιαψλέκης, «Το μαύρο'" χιούμορ :...» ό. π. σ. 99. Σχετικά με τη
χρήση του μαύρου χιούμορ και της ειρωνείας από τον Eggovónouno
βλ. Ζ. Ι. Σιαφλέκης, ό. π., σσ. 97-102 και 107-112 passsim- $ια τη
χρήση της ειρωνείας στο έρ$ο του Ε^ονόπουλου και του
Εμπειρίκου βλ.§ Ιάκωβος Βούρτσης, La Poétique Surrealiste:
Versification et Figures Rhétoriques le cas σ" Andreaç Embiricos et de
Nikos Engonopoulos. Universite de Paris-Sorbonne (Paris IV). Institut
Neohellenique, Μάιος 1989 (δακτυλογραφημένη δ ι δ α κ τ ο ρ ι κ ή
διατριβή)· Τάσος Λι^νάδης Ένα βιβΗίο χια τον Νίκο Γκάτσο,
Αθήνα, "Γνώση··, 1983- σα. 76-77· Νάνος Βαλαωρίτης, «0
μοντερνισμός και τα παρακλάδια του στον ελληνικό χώρο».
Σχολιαστής, 24 (Μάιος 1985) 54· «Υς>ολο$ικά της γραφής τους
Εγγονόπουλου», Χάρτας (αφιέρωμα στον Ν. Εγγονόπουλο) 25-26
(Νοέμβριος 1988) 87 .
250
Ιδιαίτερα ο Νίκος Εγγονόπουλος χρησιμοποιεί πολύ
την ειρωνεία και το χιούμορ #ια ποικίλους λόγους: #ια να
υπονομεύσει τόσο παραδεδεγμένες αξίες, όσο και τ η ν
κανονική #ρα<χ>ή, να απαλλάξει τον λό^ο του από το
συναισθηματικό του βάρος κ. ά. Η σάτιρα, όταν
χρησιμοποιείται από τον ποιητή, έχει ως στόχο της να
καταδείξει το απραγματοποίητο. 0 Εγγονόπουλος θεωρείται
«κατεξοχήν ποιητής στα όρια του χιούμορ και του τραγικά
ρομαντικού, του σο.βαρος>ανούς αστείου» από τον Νάνο
Βαλαωρίτη, ο οποίος χαρακτηρίζει το χιούμορ. του
«ανατολίτικο» *και «κωνσταντινουπολίτικο».1 Τη σύντηξη του
χιούμορ με την παραδοξολογία και το στοιχείο του παραλόγου
επισημαίνει ο Αλέξανδρος; Αργυρίου, όταν παρατηρεί ότι η
ποίηση του Εγγονόπουλου, ενόχλησε διότι «κρατούσε, μέσα
στον έντονο υπερρεαλισμό του, ιδιαίτερο χώρο στο στοιχείο
της τρέλλας και του χιούμορ, όπως και αρκετή από την
ντανταϊστική παραδοξολογία. 0 Εγγονόπουλος έκραζε μια
ποίηση όπου να τελείται το παρανοϊκό με τη φυσικότητα
καθημερινού συμβάντος, όπου η παραμόρφωση και η διόγκωση
να συνυπάρχουν με το ομαλό, όπου το απίθανο να
ικανοποιείται μέσα στο αναγκαίο. Φύση λυρική, και μουσικά
αναθρεμμένη στο ποιητικό, χαριεντιζόταν συχνά με το
τραγικό tficc να διασκεδάσει. Παίζοντας το ρόλο ενός
"ταχυδακτυλουργού του λό^ου" ζήτησε να ξυπνήσει, με
2
μαστιγώσεις, τα ναρκωμένα από τον συμβατισμό πνεύματα».
Παράλληλα, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ποιητής καλλιεργεί το
λογοπαίγνιο, καθώς και το "χαριτωμένο" και το μη
σοβαροφανές—στοιχεία που ο υπερρεαλισμός, καθώς και
κάποιοι σ υ ^ ρ α ^ ε ί ς της γενιάς του 1930 ίσως τα παίρνουν από
την Ευρώπη και'συγκεκριμένα από τη Γαλλία.3
1
Νάνος Βαλαωρίτης, «Το xtouyop...», ό. π., σσ. 156-158.
2
Αλέξ. Αργυρίου, «Ανατυπώσεις των Ελλήνων υπερρεαλιστών»,
Εποχές 1 (Μάϊος 1963) 64. Βλ. επίσης και του ίδιου. Διαδοχικές
αναγνώσεις ΕΗΗήνων υπερρεαλιστών, Αθήνα, "Γνώση", σσ. 164-165.
3 Το κατά πόσο συδδρα§είς που ανήκουν στη ^ενιά τ ο υ [930 ή
πάντως δρουν αυτή την εποχή καλλιεργούν αυτά τα στοιχεία
251
' Το λογοπαίγνιο καλλιεργεί και ο Ανδρέας Εμπειρίκος,
καθώς και ένα είδος παιχνιδιού με εικόνες και σύμβολα, που τα
διατρέχει ένα υπόγειο χιούμορ, δύσκολα αντιληπτό από τον
αμύητο αναγνώστη. Εξάλλου, η γλώσσα που χρησιμοποιεί, με
την υπονομευτική της υπόσταση που πραγματώνεται από τη
μείξη δημοτικής και καθαρεύουσας, είναι πολύ κοντά, ως
πρόθεση, στον ανατρεπτικό χαρακτήρα του χιούμορ.1
Λεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι υπερρεαλιστές είδαν
την πνευματική παρα#ω#ή του παρελθόντος και μέσα από το
πρίσμα της παρωδίας· αλλά κι αυτή η υπόθεση εργασίας
περιμένει τον μελετητή της.2 Επίσης, είναι γνωστό ότι ο
1
Γ. Π. Σαββίδης, «Γιώργος Σεφέρης», Σάτιρα και πολιτική, στη
νεώτερη EFlRaSa. ó.n.. σ. 276.
254
χιούμορ που δ ε ν το 'χουμε συναντήσει στα ελληνικά
γράμματα». 1 0 μελετητής παρατηρεί ότι το χιούμορ του Σεφέρη
λειτουργεί στο επίπεδο του τόνου και της εικόνας και κάποτε
ταυτίζεται με το ύφος του. Άλλοτε, συμφωνά με τον Βαλαωρίτη,
το χιούμορ του Σεφέρη πάει προς τη μεριά του μαύρου
χιούμορ και άλλοτε, απόρροια μιας φύσης καταθλιπτικής και
απαισιόδοξης, αναποδογυρίζει τα συνηθισμένα και προβάλλει
το παράξενο. Μιλώντας #ια σάτιρα, ειρωνεία, παρωδία" και
χιούμορ δεν πρέπει Λ επίσης,, να ξεχνάμε τα "λιμερίκια"
(iimericKs), τις μαντινάδες, την παρωδία αποσπάσματος του
«Ερωτόκριτου>5, τις «ψυχαγωγικές, μα και πιθανότατα
ψυχωφελείς ασκήσεις», κατά τον εκδότη τους Γ. Π. Σαββίδη,
που έγραψε ο ποιητής. 2
Λεν επεκτείνομαι σε άλλους ποιητές της γενιάς, όπως
ο Ελύτης, κατεξοχήν λυρικός ποιητής, που έχει κάποτε στιγμές
χιούμορ που θα μπορούσαμε να ίο χαρακτηρίσουμε υπαρξιακό.
Η μαρτυρία του ίδιου του ποιητή δείχνει πόσο εκτιμούσε το
λεκτικό παιχνίδι:
1
Νάνος Βαλαωρίτης, «Μια άλλη ανάγνωση του Γΐ,ώρ^ου Σεφέρη», Η
Αέζτι, .53 (Μάρτιος-Απρίλιος 1986) 412-427. (Αναδημοσζεύτηκε στον
τόμο Για μια 9εωρία της #ρας>ιίς, Αθήνα, "Εξάντας, 1990, σ. 244).
2
Μαθιός Πασχάλης ΟΓιώρ^ος Σεφέρης], Τα Εντεψίζικα. Φι,λολο^κή
επιμέλεια: Γ. Π. Ευτυχίδης [=Γ. Π. Σαββίδης], Αθήνα, "Λέσχη, 1989.
3 Οδυσσέας Ελύτης. Παρατίθεται από τον Νάνο Βαλαωρίτη, στη
μελέτη του «Το χιούμορ...», ό. π., σ. 169.
255
Είναι άλλωστε γνωστά τα λογοπαίγνια αλλά και οι φάρσες που
έκαναν με τον Εμπειρίκο, τον Νίκο Γκάτσο και άλλους τις
γενιάς του.
Αλλά και η πεζογραφία της ίδιας εποχής έχει να
επιδείξει σημαντικά τεκμήρια σάτιρας, ειρωνείας, παρωδίας
και χιούμορ. Όσον αφορά την ειρωνεία στο μυθιστόρημα, ο
Mario Vitti επισημαίνει ότι η #ενιά του 1930 είναι φειδωλή
και ότι η χρήση της από συ^ραφείς όπως ο Κοσμάς Πολίτης
και ο Γιώργος Θεοτοκάς είναι η εξαίρεση:
«Παρόμοιες εκδηλώσεις ειρωνείας είναι ένδειξη μιας
αναμφισβήτητης ωρίμανσης του ορθόδοξου είδους
"μυθιστόρημα" στην ελληνική γλώσσα. Πρέπει, όμως, να
παραδεχτούμε επίσης ότι οι επαρκώς γνήσιες και
εκλεπτυσμένες περιπτώσεις μέσα στην παραγωγή της γενιάς
του Τριάντα μετριούνται στα δάχτυλα. Το ορθόδοξο
μυθιστόρημα, που εκμεταλλεύτηκε εξαντλητικότερα τους
συνδυασμούς της ειρωνείας με μια αντίστοιχη εναλλαγή στην
οπτική γωνία, απο κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ανήκει οπωσδήποτε
στη #ενιά του Τριάντα, αλλά δημιουργήθηκε πέρα από κάθε
προθεσμία της γενιάς· ο πεζογράφος που το δημιούργησε
ήταν εν δράσει και στα χρόνια 1930 με 40, αλλά
γονιμοποίησε το μυθιστόρημα του πολύ αργότερα και το
δημοσίεψε ανάμεσα στο 1961 και 1965. Πρόκειται #ια τις
Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα.»1- 0 μελετητής
θεωρεί ως αίτιο της προσκόλησης των συγγραφέων αυτής της
γενιάς στην αυτοβιογραφία, την ιστορική φάση του
Ελληνισμού που έστρεφε το ενδιαφέρον σε προβλήματα
επιβίωσης. Ωστόσο, η παραπάνω τοποθέτηση είναι απόρροια
της ενδιαφέρουσας αλλά περιορισμένης άποψης που έχει ο
μελετητής για την ειρωνεία την. οποία εξισώνει με την
"ειρωνική αποστασιοποίηση". Η άποψη του κατάγεται από τον
ρομαντισμό και εντοπίζεται, όπως ο ίδιος επισημαίνει, «σε μια
διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε διαφορές οπτικής γωνίας:
διαφορά οπτικής γωνίας, ή ορθότερα διάσταση ανάμεσα στις
1
Mario Vitti, «Η ειρωνική αποστασιοποίηση», Η Γενιά του Τριάντα.
Ιδεοίίοχία και Μορς>ή, Αθήνα, "Ερμής", 1979, σ. 236.
256
οπτικές γωνίες του αφηγητή, των προσώπων, του αναγνώστη:
αφηγητής/ πρόσωπα (που είναι η κοινότερη διάσταση),
αναγνώστης/ πρόσωπα (συνέπεια της π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν η ς
διάστασης), αφηγητής/αναγνώστης (πολύ σπανιότερη)». Αλλά,
όπως είδαμε στο κεφάλαιο #ια την ειρωνεία, το ειρωνικό
προσωπείο είναι μόνο μία από τις ποικίλες τεχνικές της
ειρωνείας. Επομένως, οι παρατηρήσεις του μελετητή ίσως
ισχύουν μόνο # ι α τη συγκεκριμένη έκφανση του όρου
ειρωνεία. Λ ·;•
1
Τις αδιαμφισβήτητες οφειλές της Eroica στον Μαριάμπα του
Γιάννη Σκαρίμπα έχει μελετήσει ο Peter Mackridge σε άρθρο του
του οποίου περιμένουμε τη δημοσίευση. 0 Πολίτης θαύμαζε τον
Γιάνη Σκαρίμπα και. όπως ήδη αναγέρθηκε, δεν συμπαθούσε τη
σοβαροφάνεια των Ελλήνων λογοτεχνών. Βλ. εδώ, σ. 227, σημείωση.
2
Peter Mackridge, «Συμβολικές και ειρωνικές δομές στην Eroica»,
στον τόμο Κοσμάς Πολίτης, Eroica, Αθήνα, "Ερμής", 1991, σσ. ξη'-
ξθ'. Βλ. και Peter Mackridge, «Symbolism and Irony in Three Novels
by K. Poiitis», Byzantine and Modern Greek Studies, 5 (1979) 77-93. Βλ.
επίσης και Mario Vitti, «Η ειρωνική αποστασιοποίηση», ό. π„ σσ.
234-235.
257
ίδιος ο συγγραφέας φαίνεται να έχει απόλυτη συνείδηση της
Λειτουργίας της ειρωνείας όταν σε συνέντευξη του δηλώνει:
1
Γ. Π. Σαββίδης, «Μια συνομιλία με τον συ&$ρα$έα», στον τόμο Κ.
Πολίτης, Στου Χατζΐΐ$ρά$κου, Α9ήνα 1963, σ. θ'.
25Ô
1
Πέτρος Σπανδωνίδης, [Απάντηση σε έρευνα με θέμα:] «Συζήτηση
πάνω στη σύγχρονη πεζογραφία». Νέα Πορεία 41-42 (Ιούλιος-
Αύδουστος 1958) 216-225-
2
ΛουκίίΗος Γιουβενάλης, Τα Νέα Σατιρικά Γυμνάσματα (1967-1974),
Αθήνα 1981.
259
καλλιεργεί η #ενιά του 1930 και με ποια αναλογία; nota
είναι η ποιότητα του χιούμορ της ίδιας γενιάς, μιας γενιάς της
οποίας το λεγόμενο μανιφέστο (Γιώργος Θεοτοκάς Ε/Ίεύ&ερο
Πνεύμα, 1930) διακρίνεται #ια το σοβαρό και διόλου ευδιάθετο
πνεύμα του; 1 Ποια είναι η σχέση της σάτιρας, της ειρωνείας
και του χιούμορ του Τάκη Παπατσώνη με τη χριστιανική του
πίστη ή, παρόμοια, τι ποσοστό ευθύνης έ χ ε ι η πίστη του
Πεντζίκη #ια το παράλογο χιούμορ που καλλιεργεί;
Γενικότερα ερωτήματα όπως τα παραπάνω μένουν έξω
από τα όρια της εργασίας μας. Η αφετηρία και ο στόχος μας
είναι πολύ πιο ειδικός: η εξέταση της Ποιητικής της
Ανατροπής --της λειτουργίας δηλαδή της σάτιρας, της
ειρωνείας, της παρωδίας και του χιούμορ--, μέσα σ τ ο
πεζογραφικό έργο ενός από τους τολμηρότερους Νεοέλληνες
συγγραφείς του 20ού αιώνα, του Γιάννη Σκαρίμπα.
1
0 Mario Vitti επισημαίνει (ό. π., σσ. 235-236) όχι ο Γιώργος
Θεοτοκάς καλλιέργησε ενσυνείδητα την ειρωνεία ή μάΗΒον ó/ci ο
ίδιος ονομάζει "ειρωνική αποστασιοποίηση".
Με^ος ö
f
261
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ
1
- Κωστής Μπαστιάς, «Φιλολογικοί περίπατοι: Με τον Ko Γιάννη
Σκαρίμπα», ό. π., σ. 63.
2
Νόρα Αναγνωστάκη, «Το στοιχείο της σαύρας και του χιούμορ
στη. νεότερη ποιητική $ενιά». Διάλεξη που δόθηκε στην "Τέχνη"
της Θεσσαλονίκης στις 9 Μα'ίου 1973.
3 Βλ. εδώ, σ. 227, σημείωση.
4
Πρέπει να επισημάνω ότι οι λέξεις αστείο, κωμωδία., χιούμορ,
σάτιρα, ειρωνεία αναφέρονται συχνά από τους ήρωες του
262
Δεν είναι τυχαίο ότι το ιδιαίτερο ύφος του συ^^ραφέα
αποκτά την οριστική ταυτότητα του από τη στιγμή που κατακτά
τα μέσα του: τους μηχανισμούς υπονόμευσης που στηρίζονται
σε ποικίλα τεχνάσματα, που θα τα εξετάσουμε αμέσως ύστερα
από τη συνοπτική παρουσίαση των έρ^ων, της περιρρέουσας
ατμόσφαιρας και των αντιδράσεων της κριτικής.
Το παράδοξο, βασικό στοιχείο #ια την έννοια της
ειρωνείας, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας,
αποτελούσε #ια τους ρομαντικούς την πεμπτουσία της
ειρωνείας, εφόσον μπορεί και ισορροπεί τις αντιφάσεις της
ζωής. Δεξιοτέχνης της παραδοξολογίας ο Σκαρίμπας είχε
συνείδηση της λειτουργίας αυτού του στοιχείου μέσα από την
οπτική της σάτιρας και της ειρωνείας. Το 197 1, σε
συνεντεύξεις του στον τύπο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης,
όταν ο συ^ραφέας αντιμετώπιζε την ερώτηση: «Κύριε
Σκαρίμπα, σας θεωρούν παραδοξολόγο. Μπορεί τάχα η
παραδοξολογία να είναι άσχετη με την αλήθεια;», έχοντας
προφανώς βασανίσει το θέμα, είχε έτοιμη καίρια και
χαρακτηριστική #ια το ύφος του (αλλά και ^ια τον
υπερρεαλισμό) απάντηση :
f
1
ERévr\ Μ. Λαζαρίδου, «Το "παραδοξολο^είν μητέρα της σάτριρας.
Ι δ ι α ί τ ε ρ η συνομιλία με τον Γιάννη Σκαρίμπα.», εφ. Δράσις
[θεσσαλονίκη], 15-12.1969.
264
Α. Τα πεζογραφικά έργα του Σκαρίμπα:
γεγικά χαρακτηριστικά
1
Παν. Μουλλάς, Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον
δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939). Τόμος Α', Αθήνα. "Σοκόλης",
χ.χ., σ. 23. Για την ηθογραφία ga. χο Ksçdaato «Το πρόβλημα της
ηθογραφίας», σσ. 23-32.
265
συγγραφέα, από έναν συγγραφέα που δεν έχει τίποτα να πει,
και μεταφέρει στο βιβλίο του ό,τι μπορεί να ιδεί και V
αντιληφθεί ο καθένας.»1
Ασφαλώς, το ζήτημα της ηθογραφίας είναι εξαιρετικά
πολύπλοκο και τέμνεται με άλλα ενδιαφέροντα θέματα της
νεοελληνικής πνευματικής ζωής που περιμένουν τον μελετητή
τους, όπως π.χ. το θέμα της σχέσης κέντρου-περιφέρειας. Σε
ό,τι αφορά την πεζογραφία, η κατοπινή αλλαγή σκηνικού και η
μεταφορά από την ύπαιθρο στην πόλη δεν συνεπάγεται αλλαγή
ή ανανέωση στο λογοτεχνικό πεδίο. Ιδού τα όσα
χαρακτηριστικά γράφει, σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, ο
Γιώργος Κοτζιούλας: «Μόλις τελευταία άρχισαν να
δημιουργούνται βιομηχανικά κέντρα και στον τόπο μας, ενώ
παράλληλα η πρωτεύουσα τραβάει χιλιάδες κάθε χρόνο από την
επαρχία. Έχουμε λοιπόν ακόμα καιρό για να δεχτούμε στη
λογοτεχνία μας τις απηχήσεις των σταθερών α υ τ ώ ν
μετακινήσεων που φέρνουν και τις αντίστοιχες ψυχολογικές
μεταβολές· για την ώρα η βέβαιη κληρονομιά μας είναι οι
ηθογραφίες και τα όρια που μας αρκούν τα έξη τυπογραφικά.
Μου φαίνεται πως δεν ήρθε ακόμα η ώρα που η μεγαλούπολη
μας μπορεί να ζήσει ανεξάρτητα (μέσα στη φιλολογία), δίχως
τους δεσμούς που την ανάγουν--σε σχέσεις υποτέλειας--στο
ύπαιθρο, σ" όλες αυτές τις μικρές κατάσπαρτες πατρίδες. Κ
πρωτεύουσα μας είναι πάντα η συνισταμένη, δε βρήκε ακόμη
την ανεξαρτησία της. Το πολύ πολύ υποδιαιρείται σε
μικρογειτονιές που διατηρούν ακόμα όλο το τοπικό τους χρώμα
και δε διαφέρουνε στο βάθος από τους επαρχιώτικους
συνοικισμούς. Όσο για τη διεθνική ζωή μας, δεν είναι καιρός
να τη συζητάμε στα σοβαρά. Αν από καιρό σε καιρό μερικοί
Ελληνες ταξιδεύουν στην Ευρώπη, αυτό είναι το ίδιο με τα
ταξίδια που κάνουν πολλοί επαρχιώτες μας ώς την Αθήνα: δεν
1
Άλκης Θρύλος, «Νεοελληνικό διήγημα», Αναγέννηση 8 (Απρίλης
1928) 378-380. Παρατίθεται και στον τόμο Μεσοποίίεμ ική
Πεζογραφία, ό.π„ σ. 30.
266
πρόκειται, ν" αλλάξει κανείς μ' αυτόν te ν τρόπο τη μορφή ενός
1
πολιτισμού.»
Εξάλλου, ο ηθογραφικός λό^ος δεν είναι κυρίως λό^ος
της περιφέρειας προς το κέντρο· είναι συνήθως λό^ος του
κέντρου προς το κέντρο #ια την περιφέρεια, και οι όποιες
"ηθογραφικές παραλλαγές ή μεταμφιέσεις" δεν ανανεώνουν
παρά επιβεβαιώνουν το τέλμα, μέσα από το δικό τους η καθεμία
2
δρόμο. Ένα τέλμα που αφορά κυρίως τα εκφραστικά μέσα, το
καθαυτό λογοτεχνικό όργανο, τη γλώσσα. Γιατί σε τί άλλο
έγκειται η "καλλιτεχνική αξία", την οποία αρνούνται ν α
αναγνωρίσουν οι κριτικοί της εποχής στα ηθογραφικά
διηγήματα;
Αυτά τα πρώτα διηγήματα του Γιάννη Σκαρίμπα,
ανεξάρτητα , από τον κριτικό λό#ο που προκάλεσαν, δεν
ανανέωσαν την πεζογραφία της εποχής με τρόπο ριζικό·
κατέδειξαν όμως τη στατικότητα του ηθογραφικού διηγήματος
μέσα από έναν άλλο δρόμο- χρησιμοποιώντας δραστική #ραφή
ο σ υ ^ ρ α φ έ α ς κατορθώνει να δημιουργήσει ήδη από αυτά τα
"πρωτόλεια" πεζογραφικά έρ#α τελείως δικό του ύφος. Έτσι, οι
Καϋμοί πέρα από τα σημεία σύγκλισης με την ηθογραφία
υπερβαίνουν το ηθογραφικό διήγημα, εφόσον πολύ συχνά
βρίσκονται κοντά σε αφηγηματικές δομές της μεταγενέστερης
πεζογραφίας και τολμηρούς γλωσσικούς τρόπους, στοιχεία τα
οποία θα εξετάσουμε παρακάτω.
Ένα χρόνο πριν, τα Ε/Ιονικά Γράμματα είχαν δώσει το
πρώτο βραβείο διηγήματος στον Σκαρίμπα tftcc το διήγημα του
1
Γιώργος Κοτζ"ιου3ας, «Ε33ηνικές Η9θ£ρα<ρίες», ΝεοεΗΗτινικά
Σημειώματα 4 (Ιούνιος 1937) 56.
2
• "Χαρακτηριστικός δείκτης" μιας τέτοιας μεταμφίεσης είναι τα
διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά, τα οποία όμως ανανέωσαν το
διήγημα στο βαθμό που ανανέωσαν την τεχνική του· εξάΗΗου, ας
μη ξεχνάμε ότι το κοινό στο οποίο απευθύνονταν ήταν μια
κοινωνία σε μετασχηματισμό. Π. Μουλλάς, «Ένας χαρακτηριστικός
δείκτης: ο Δ. Βουτυράς» (ό.π., 35-42). BR. επίσης, Δημοσθένης
Βουτυράς, Άπαντα, τ. Α', επιμέΗεια Βάσιας ΤσοκόπουΗος, Αθήνα,
•·ΔεΗ$ίνι", 1994, σσ. 37-47.
267
«Ο Καπτάν Σουρμελής ο Στουραΐτης». Την επιτροπή
αποτελούσαν άνθρωποι νέοι που έμελλε να καταξιωθούν στην
νεοελληνική πνευματική ζωή: Κ. Καρθαίος, Φ. Κόντο^λου, Λ.
Κουκούλας, Κ. Μπαστιάς. Σε δύο σημεία εντοπίζει η επιτροπή
την αναμφισβήτητη καλλιτεχνική αξία του διηγήματος: στο
ιδιαίτερο ύφος και στη γλώσσα, στοιχεία που υπερακοντίζουν
«τα σύνορα της συνηθισμένης ηθογραφίας, ένα είδος που
κατήντησε συμβατικό και ανιαρό». 1 Το διήγημα
συμπεριλήφθηκε μαζέ με άλλα δέκα που δημοσιεύτηκαν στο
περιοδικό σε έ,ναγτόμο με τον τίτλο Καϋμοί στο Γριπονήσι, ο
οποίος κυκλοφόρησε σε πολυτελή έκδοση των Ε/Ι/Ίηνικών
Γραμμάτων τον Ιανουάριο'-του 1930, με ξυλογραφίες του
Οικονομίδη, σχέδια του --Φρα^κουλίδη κι ένα πολύχρωμο
πορτρέτο του συ^ραφέα καμωμένο από τον Φώτη Κόντο^λου.2
Τα μέλη της επιτροπής που βράβευσαν ομόφωνα τον νέο
συ^'ραφέα υπήρξαν ενθουσιώδη #ι' αυτό το πρώτο του έρ^ο,
καθώς και #ια όσα διηγήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό
τους.3
1
έκθεση της εισηχητιχής επιτροπής του περιοδικού tiìRriviKa
Γράμματα 52 (15. 6. 1929) 172,
2
«Το βιβλίον του Σκαρίμπα», Εθνικά Γράμματα QZ (11.1.1930) 33.
Το περιοδικό παρότρυνε και άλλοτε με επαινετικό σημείωμα το
κοινό να διαβάσει τα διηχήματα. Βλ. 73 (Νοέμβριος 1929) 679.
3 Αρχότερα, οι συντελεστές των ERRÏ\VIKUV Γραμμάτων υπήρξαν
εύκολος στόχος επικριτών του Σχαρίμπα, διότι θεωρήθηκε δική
τους ανακάλυψη και, ως ένα βαθμό, δημιούργημα. Πρέπει να
σημειωθεί πως η στάση." τους υπήρξε πάντα ενθουσιώδης υπέρ του
συχχρα§έα: «Περηφανεύομαι χιατί τα ΕίϊίΙτινικά Γράμματα δεν
προσθέσανε μια ακόμη συνοφρύωση στο πνευματικό στερέωμα του
τόπου, αλλά ένα πετούμενο πουλί, ένα τραχουδιστή της ζωής»
χρά^ει, όπως σημειώνουμε χαι αλλού, δύο xpóvta μετά τη βράβευση
του συχχρα§έα ο Κ. Μπαστιάς. Βλ. Κωστής Μπαστιάς, «Φιλολοχιχοί
περίπατοι: Με τον Ko Γιάννη Σχαρίμπα», ό. π. Και ο Κ. Καρθαίος
δηλώνει σε ανοιχτή επιστολή του, οχτώ χρόνια αρχότερα: «Είμαι
υποχρεωμένος, επειδή χολαχεύομαι πως και εχώ είμαι πνευματιχός
ανάδοχος σου, να δηλώσω επίσημα πως το χαυχιέμαι να είμαι χι
26δ
Αλλά και η υπόλοιπη κριτική χαιρέτησε ως επί το
πλείστον με ενθουσιασμό τον νέο διηγηματογράφο. 1 Στο
σύνολο της βέβαια δεν κατάφερε να ξεπεράσει την αμήχανη
κρίση της «ανανεωμένης ηθογραφίας»: «Τα διηγήματα του κ.
Σκαρίμπα είναι ένα είδος ηθογραφίας, μα τέλεια διαφορετικής
απ' όλες εκείνες που καλλιεργήθηκαν ίσαμε τώρα. Τα πρόσωπα
των διηγημάτων του δεν ζουν στα στενά σύνορα της
ηθογραφίας, μα πλαταίνουν με τη σκέψη και με την τέχνη
του συγγραφέα όσο που φτάνει η ανθρώπινη σκέψη».2 Ή
ακόμη: «Ο κ. Σκαρίμπας είναι μια αληθινή αποκάλυψη για την
οποίαν τα εκπνεύσαντα προ πολλού Ελληνικά Γράμματα
"μπορούν να υπερηφανεύονται. Σπάνια το ηθογραφικό διήγημα
παρουσίασε τη μορφή που εκείνος τούχει δώσει».3 Οι
επιτυχέστερες στιγμές της είναι η επισήμανση του νέου
ήθους που εκόμισαγ στην τέχνη τα διηγήματα αλλά και οι
επιφυλάξεις της απέναντι σε κάποια στοιχεία της γραφής του
συγγραφέα.
ε<5ώ από τους πρώτους που ξεχώρισα το ταλέντο σου, πως το G ιάσιμο
σου ξεπερνάει πολύ τις προβλέψεις μου...». Κ. Καρθαίος, «Ένα
δράμμα του κ. Καρθαίου», Νεοελληνικά Σημειώματα 2 (Απρίλης
1937) 27.
1
Σχετικά με την υποδοχή του βιβλίου από την κριτική γράφει ο Γ.
Μυλωνο^ιάννης: «Γι' αυτήν [την πρώτη του εργασία] εμίλησαν
όλοι και με τον ανάλογο ενθουσιασμό. Ένας μονάχα την αγνόησε,
σκόπιμα και μεροληπτικά, μπορώ να πω: ο κ. Ι. Μ. Πανα^ιωτόπουλος.
Όλοι οι άλλοι, ή τουλάχιστον οι κυριώτεροι εκπρόσωποι της
κριτικής στον τόπο* μας ασχολήθηκαν πλατειά με το πρώτο βιβλίο
/
του Σκαρίμπα. -Μα το παρεξήγησαν κιόλας. 0 Φώτος Πολίτης, ο
μεγάλος αρνητής δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την αιώνιαν άρνηση
του ...». Τάσος Κόρ^ης, «Μια μελέτη του Γ. Μ. Μυλωνο^ιάννη già
τον Γιάννη Σκαρίμπα», Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών. Ανάτυπο από
τον ΚΒ7 1978-79 τόμο του «Αρχείου Ευβοϊκών Μελετών», σ. 263.
2
Ν. Δ. Π.[αππάς], «Γιάννη Σκαρίμπα, Καϋμοί στο Γριπονήσι
(διηγήματα 1930)», Επαρχία 3-4 (1.1.1930 63.
3 Χρήστος Λεβάντας, <<Γιάνντι Σκαρίμπα, Καϋμοί στο Γριπονησι
(διηγήματα 1930).», ες.. Νέοι Καιροί, 13.6.1931.
269
Πιο επιφυλακτικός αλλά και πιο άστοχος από όλους ο
Φώτος Πολίτης εντοπίζει την επιτυχία του Σκαρίμπα στη λαϊκή
του "causerie", στη λαϊκή γλώσσα και στις γνώσεις της
ναυτικής ζωής, ενώ θεωρεί πως ο σ υ ^ ρ α φ έ α ς δεν
κατορθώνει να πλάσει ούτε έναν τύπο, πως η όραση του μένει
στην επιφάνεια και «#ι' αυτό κάνει ηθογραφία, λαϊκό
χρονογράφημα, όχι διήγημα».1
Οι περισσότεροι κριτικοί θεώρησαν ως μεγαλύτερο
προσόν των διηγημάτων το ότι- δεν καταφεύγουν σε θέματα
ξένα προς την νεοελληνική ιδιοσυγκρασία αλλά ασχολούνται
με τον λαό με ιδιαίτερο τρόπο και εισάγουν ένα νέο είδος
ηθογραφίας στον τόπο. 2 Κάποτε μάλιστα τοποθετούν τον
Σκαρίμπα δίπλα στον Παπαδιαμάντη τον Καρκαβίτσα ή και την
Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου.3 Το αίτημα της ελληνικότητας
βρίσκεται σε απόλυτη προτεραιότητα: «0 κ. Σκαρίμπας δεν
αισθάνθηκε την ανάγκη να μεταφερθεί διανοητικά στις
μεγαλουπόλεις της Ευρώπης #ια να πάρει από εκεί τα άτονα
και ωχρά πρόσωπα του διηγήματος του. Έριξε πλάι του το μάτι
και είδε πως υπάρχει εδώ κοντά ένας λαός με ζωή, με
ψυχοσύνθεση αξιοπρόσεχτη. Έκλεισε μέσα στο διήγημα του
την ελληνική σπαρταριστή πραγματικότητα. Νά #ιατί μας
συγκινεί το διήγημα αυτό.»4
Άλλοι φαίνεται να βρήκαν μια καλή ευκαιρία #ια να
υπερασπιστούν πιο απερίφραστα την ηθογραφία: «Ο κ.
Σκαρίμπας αποδείχνει σφαλερή την αντίληψη πως η
ηθογραφία έχει δοθεί πια καθ' όλους τους τρόπους και δεν
αφήνει στον νέο συ^ραφέα περιθώριο #ια δράση. Την ιδέαν
αυτή που διατυπώθηκε και πιστεύτηκε από πολλούς, #ια τη
συγκάλυψη μχας αδυναμίας περισσότερο παρά #ια τ η
διαπίστωση μιας πραγματικής ανάγκης, έρχεται ο νέος μας
1
Φώτος Πολίτης, «Διηγήματα H9ogpaç>tKa», ες,. Η Πρωία, 24.1.1930.
2
Βλ. Γεώργιος Χατζής (ε$. Εύριπος, 20 Νοεμβρίου 1929)· Χρήστος
Λεβάντας, ό.π.
3 Γ. ΚοτζιούΗας, «Ιωάννης Σκαρίμπας», Λόχος 10 (1930 338.
4
V. [Ευά^εΗος ΣπυρόπουΗος] «Εθνική λογοτεχνία», ιόνιος
Αν9θιϊοχίο: 3 (1929) 186.
270
διηγηματογράφος να την παραστήσει το λιγότερο υπερβολική,
κι όχι με θεωρίες αμφισβητήσιμες αλλά με έρ^ο τέχνης
1
αληθινό». Ηθογραφικό, επίσης, θα χαρακτηρίσει α ρ γ ό τ ε ρ α
αυτό το έρ^ο του σ υ ^ ρ α φ έ α , καθώς και μέρος της δεύτερης
συλλογής του ( Το Θείο Τραχύ, ο Γ. Μ. Μυλωνο^ ιάννης, σε μια
συμβατική ταξινόμηση όλου του έρ^ου του σ υ ^ ρ α φ έ α , που
περιέχει ωστόσο κάποιες ευαίσθητες παρατηρήσεις σχετικά με
την ποιότητα του λό^ου και εξουδετερώνει όλες τις τυχόν
2
επικρίσεις ή επιφυλάξεις των κριτικών. Όσο #ια τον ίδιο τον
συγγραφέα, καταδικάζει την ηθογραφία και με κανέναν τρόπο
δεν θεωρεί ηθογραφία το είδος λογοτεχνίας που καλλιεργείς
Πρέπει να σημειωθεί πως στις καλές της στιγμές η
κριτική πρόσεξε το σημαντικότερο στοιχείο των διηγημάτων,
τη γλώσσα: «Επιτέλους ιδού ένας σ υ ^ ρ α φ ε ύ ς της δημοτικής
γλώσσης!... 0 Σκαρίμπας είναι στυλίστ και μόνο στυλίστ. [...]
Ημπορεί να λεχθεί ότι είναι ο μόνος νέος διηγηματογράφος
1
Γ. Κ., «Γιάννη Σκαρίμπα, Καϋμοί στο Γριπονήσι. Διηγήματα,
i 9 30 », El*lin ν ι κά Γράμμ ατα 82 ( 11.1.1930 ) 39 - 40.
2
Τάσος Κόρ^ης, «Μια ιιελέτη του Γ. Μ. Μυλωνο^ιάννη già τον
f
Γιάννη Σκαρίμπα», ό. π., σσ. 261-266'.
3 Δ. Βασιλάκης, «Η Ηθογραφία», Μορβές 5 (Ιούλιος 1937) 115-116.
Επίσης, όταν προκύπτει η διαμάχη ανάμεσα στον Γρη^όριο
Ξενόπουλο και στον Ά^ελο Τερζάκη già την ηθογραφία <ες>. Τα Νέα,
13. 6 και 20.6.1937 και περ. Νεοελληνικά Γράμματα, 19.6 και
26.6.1937). ο Σκαρίμπας παίρνει κι αυτός μέρος υποστηρίζοντας
μεταξύ άλλων ότι η $ενιά του προχώρησε την πεζογραφία μακριά
από την ηθογραφία.* Βλ. Γιάννης Σκαρίμπας, «Ένας—χωρίς ρίωιμο
κύβων—Ρουβικών», Νεοελληνικά Γράμματα 32 (10.7.1937) 3.
Εξάλλου, στη συζήτηση παίρνει μέρος και το περιοδικό που έβγαζε
ο Σκαρίμπας, τα Νεοελληνικά Σημειώματα, με τρία από τα πέντε
τεύχη του (βλ. Άθελος Τερζάκης, «Αναθεώρηση της ηθογραφίας» 3
(Μάιος 1937) 37-38. —Γρη^όριος Ξενόπουλος, «Μια ανύπαρχτη σχολή
μου» και Γ. Κοτζιούλας, «Ελληνικές ηθογραφίες», 4 (Ιούνιος
1937) 53-55 και 56-59 αντιστοίχως—Αντώνης Τραυλαντώνης, «Η
ηθογραφία και η θέση της στη λογοτεχνία» 5 (Ιούλιος-Αύγουστος
1937) 73-74).
271
που επρόσεξε την υπόθεσιν του ύφους. [...] Η τέχνη του εις την
κατασκευήν της φράσεως, εις την Λεπτή ν τοποθέτησαν των
Λέξεων είναι μοναδική», γράφει ο Βάσος Βαρίκας.1 Η ακόμα:
«Εκείνο που προξενεί εξαιρετικήν εντύπωση από τους Καϋμούς
στο Γριπονήσι είναι το ύφος το ξεχωριστό κι η ρωμαλέα πνοή
που παρέχει στη διήγηση ζωντάνια και ^ορ^ότητα. Οι φράσεις
μαστορεμένες από τεχνίτη δοκιμασμένο, παν η μια πίσω απ'
την άλλη σαν απαραίτητα συμπληρώματα και χωρούν σύντομες,
χτυπητές, επιβλητικές* και σχεδόν κάθε τόσο αποκαλυφτικές,
παίρνοντας μια αυθυπαρξία ολότελα ανυποψίαστη και
προσδίνοντας στο σύνολο μορφική ν αδρότητα πλήρη».2 Αλλά
ακόμη και ως προς αυτό το προφανές στοιχείο δεν υπήρξε
ομοφωνία: η γλωσσική ανορθοδοξία του Σκαρίμπα θεωρήθηκε
επίδειξη ύφους. Έτσι πιστεύει ο Louis Roussel κρίνοντας ·τη
συλλογή: «Η γλώσσα είναι πολύ σφιχτή δημοτική, με
τοπικισμούς. Ως προς το αντικείμενον και τα πρόσωπα, άσημοι
ναύτες, πάει καλά. Όμως, η επιτήδευση του δημοτικισμού ε ί ν
επίσης υπερβολική. Ο συ^ραφέας δοκιμάζει να μας εκπλήξει
με σπάνιους όρους και κάνει ένα είδος ψηφιδωτού με λέξεις.»3
Αλλά και στοιχεία που σήμερα θεωρούνται ως οι κατεξοχήν
ιδιαιτερότητες του λό^ου του σ υ ^ ρ α φ έ α φαίνεται πως
ξάφνιασαν ή και ενόχλησαν: «Η επίδραση αυτή [των
δημοτικών τραγουδιών] καταφαίνεται σε πολλά μέρη κι
υπονοηθεί σημαντικά τον διηγηματογράφο, που χωρίς ετούτο
το προηγούμενο θα κινδύνευε να παρασυρθεί στον μοιραίο
κατήφορο των απάτητων δρόμων. Ο κ. Σκαρίμπας όμως δεν
περιορίζεται μόνο στο να μεταφέρει ορισμένα χαρακτηριστικά
στοιχεία της ολοζώντανης λαϊκής διαλέκτου μας, αλλά ζητεί να
πλουτίσει το λεκτικό του μ' ένα γενικότερο μεταπλασμό τους
και κάποτε με την προσθήκη δικών του κατασκευασμένων
1
Κρίτων, «Γιάννη Σκαρίμπα, Καϋμοί στο Γριπονήσι (διηγήματα
1930)», sc.. Ακρόποβις, 22.1.1930.
2
Γ. Κ., «Γιάννη Σκαρίμπα, Καϋμοί στο Γριπονήσι. Διηγήματα,
1930», ό. π., σ. 39-40.
3 Louis Roussel, «Γιάννη Σκαρίμπα, Καϋμοί στο Γριπονήσι», Libre,
106-107 (Αύ^ουστος-Σεπτέμβριος 1930 923.
272
φράσεων, ανάλογων πάντα με κείνες των δημοτικών
παραδόσεων. Στην τελευταία του αυτή προσπάθεια φυσικό είναι
να μην έ χ ε ι την ίδια επιτυχία και κάπου μάλιστα να καταντά
να φτάνει σ" εκζητημένες ακρότητες, που πέφτουν αμέσως
στην αντίληψη των έξω παρατηρητών και διαταράσσουν με τις
υπερβολές των την ισορροπημένη συγκρότηση του έρ^ου. Το
ίδιο αποτέλεσμα φέρνουν και οι επαναλήψεις ορισμένων
επιθέτων που αραδιασμένα μ' επίμονη προτίμηση μοιάζουν
σαν να προκαλούν εντύπωση, καθώς κι οι λέξεις οι
διασκευασμένες της καθαρεύουσας που όσο κι αν
χρησιμοποιούνται απ' το λαό παρουσιάζουν μια φ α ν ε ρ ή
παραφωνία σ' ένα δημιούργημα καλλιτεχνικό, και μάλιστα
τέτοιας γραμμής σαν του κ. Σκαρίμπα».1
Πέρα όμως από την αναμενόμενη και σχεδόν αυτονόητη
προσκόλληση στον χαρακτηρισμό "ηθογραφία", και τις
επιφυλάξεις ως προς τις γλωσσικές ακρότητες του σ υ ^ ρ α φ έ α ,
η κριτική ευτύχησε να διακρίνει ένα χαρακτηριστικό που
αποτέλεσε δομικό στοιχείο της γραφής του Σκαρίμπα ως ίο
τελευταίο του έρ^'ο: τον ρυθμό της πρόζας του. «Ο κ. Σκαρίμπας
είναι προπαντός ποιητής. Πολλές φορές τον τσακώνεις σ' ένα
θέμα ή σε μια μεριά που ένας άλλος δε θάλε^ε παρά μέτρια κι
ασήμαντα πραματάκια. Μα ..αυτός ξέρει να γράφει και να
τραγουδά και τα πιο πεζά περιστατικά και τα κάνει τα
κοινότερα κομμάτια αληθινά ποιήματα», γράφει ο Μ. Α.
2
Παππάς. Και ακόμα πιο εύστοχα ή κριτική επισημαίνει: «Μέσα
στα διηγήματα του κ. Σκαρίμπα ξεχωρίζουμε φράσεις
κυματιστές, τραγουδιστές, γραμμένες με κέφι και με μέθη, που
μας έρχεται η διάθεση να τις απαγγείλουμε σ" όλους τους
τόνους τους μουσικούς #ια να τους αισθανθούμε και να τις
χαρούμε βαθύτερα, ρυθμικές καθώς ε ί ν οι πιο πολλές. Κι αν
δεν είχαμε τίποτ" άλλο να πάρουμε μες από κει, θα μας έφτανε
αυτό το ποιητικό πεζό #ια V αγαπήσουμε τον καινούργιο
1
Γ. Κ., ό.η., σσ. 39-40.
2
Ν. Δ. Π.[αππάς], ό.π., σ. 63.
273
συ^ραφέα και να ενθουσιαστούμε μαζί του, οι εραστές των
ωραίων αισθητικών απολαύσεων».1-
1
Γ. Κ., ό. π., σσ. 39-40.
274
ι
1. Δραστική γλώσσα.
Δείχνοντας να μην έχει γλωσσικές προκαταλήψεις, ήδη
από αυτό το πρώτο του έρ^ο ο Σκαρίμπας αποδεικνύεται ικανός
να συνταιριάσει αρμονικά μέσα στο λεξιλόγιο του τύπους της
δημοτικής, της καθαρεύουσας και της αρ^κό, Λέξεις του τοπικού
ιδιώματος και όρους της ναυτικής ζωής, δημιουργώντας το
ιδιαίτερο ύφος του. Πέρα από την ευρύτατη ιδιολεξία του, έχει
την άνεση να καταργεί το ευφωνικό ν --το οποίο, ωστόσο,
αποκαθιστά κατά πολύ στη δεύτερη έκδοση--, ή να
χρησιμοποιεί αμετάβατα ρήματα ως μεταβατικά (π.χ.:
«παράξενες εντυπώσεις και σχήματα διάβαιναν #όρ#ά το
λο'ίσμό του»). Σε ό,τι αφορά τη σύνταξη και τη δομή δεν φτάνει
βέβαια την τόλμη των μεταγενέστερων έρ^ων του (π.χ.,
απουσιάζει η-μετοχική σύνταξη), αλλά τολμά να κατασκευάσει
και να χρησιμοποιήσει άλλους, δικής του επινόησης τύπους
(π.χ.: «αλαφροέρχοτη», «^λυκοφυσάμενο»). Εξάλλου, κάποιες
αναδρομικά γνωστές ιδιαιτερότητες της γραφής του --όπως η
αντιστροφή των όρων της πρότασης, η συχνή έκθλιψη και
αφαίρεση--είναι ήδη παρούσες, (π.χ.: «Άσκημο σεφτέ είχε
κάνει ο έρμος. Παιδί 'ταν ακόμα, πάνω · στ' άνθια του.
Γειτόνισσα του ήταν κι αυτή, τσαγκάρη κόρη. Μά^ια είχαν τα
έρμα της τα μάτια, εκείνα της-τ' αράπικα, μαγνήτη 'χε η αερική
πορπατησιά της. Αιμά 'στάζε τ' αχείλι της, αιμά 'στάζε και η
καρδούλα του >$"ΐα δαύτη.»-Εξάλλου, ήδη αφομοιώνει μέσα στο
ύφος του παλαιότερες νεοεληνικές ιδιοτυπίες όπως π.χ. το
άκλιτο «πάσα: «πάσα ένα», «πάσα φίλος», «πάσα κουπιά», «πάσα
μαριόλες», δίχως να φαίνεται πως ενοχλεί.
• Η επίδραση του δημοτικού τραγουδιού και της
παλαιότερης δημώδους γραμματείας, εμφανής σε όλο το έρ#ο
του συ^ραφέα, είναι εδώ εντονότερη από οπουδήποτε αλλού,
εφόσον μέσα στον λό^ο του αφομοιώνονται όχι μόνον
εκφραστικοί τρόποι και δομές, αλλά και αυτούσιοι στίχοι (βλ.
ενδεικτικά: «Στις πετροκολώνες το λιμάνι», «Στον πάνω
μαχαλά στα Μαρουχλέϊκα», κ.ά.).
2?5
2. Σαφής και ορισμένη αφηγηματική τεχνική.
Σε όλα τα διηγήματα η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη.
Ένας παντογνώστης αφηγητής, τις περισσότερες φορές με
εσωτερική εστίαση—εγκατεστημένος στη συνείδηση του
ήρωα—, ξεκινά την αφήγηση σε τρίτο npoowno και σε αόριστο
χρόνο περνώντας με άνεση στον δυνητικό μέλλοντα, ενώ ο
χρόνος της ιστορίας καταλήγει πολλές φορές στο παρόν. Χώρος
των περισσότερων διηγημάτων είναι η Χαλκίδα της οποίας
όμως δεν έχουμε' καμιά περιγραφή· η επιλογή της, α ν
αγνοήσουμε την α#άπη του συ^χραφέα #ια την πόλη του,
ισοδυναμεί με την επιλογή οποιουδήποτε άλλου χώρου, εφόσον
δεν γίνεται καμιά παρουσίαση του συγκεκριμένου χώρου. Αυτό
που ενδιαφέρει είναι η απόδοση του εσωτερικού τοπίου, η
βυθομέτρηση της ανθρώπινης ψυχής, σε καίριες εκδηλώσεις
της, ενώ ο εξωτερικός χώρος θά 'λε^'ε κανείς ότι λειτουργεί
προσχηματικά. Τάχα αυτή η ασάφεια στη χρήση του χρόνου και
του χώρου να προοιωνίζεται τη μετα^ενέτερη συμβολική τους
χρήση ή τον κατακερματισμό τους στο ώριμο έρ^ο του
συ^ραφέα;
Και από αυτό το έρ^ο δεν λείπουν οι αποστροφές στον
αναγνώστη ή τα σχόλια του αφηγητή #ια την κατάσταση του
ήρωα, κα^ώς και η χρήση του ελεύθερου πλάγιου λό^ου.
Νομίζω πως από εδώ ξεκινά η αγαπημένη τεχνική του
Σκαρίμπα, πολύ πιο επεξεργασμένη και σύνθετη στην
ωριμότητα του, να ενορχηστρώνει έτσι τη σύνθεση του, ώστε
μόνο στο τέλος να αποκαλύπτεται η λογική της ιστορίας. Στα
περισσότερα διηγήματα της συλλογής η ιστορία πλέκεται
συνήθως #ύρω από μια ερωτική σχέση ή φαντασίωση· η
επικρατέστερη? τεχνική είναι η ανατροπή, την τελευταία
στιγμή, των προσδοκιών τόσο του ήρωα όσο και του
αναγνώστη. Και εδώ, τις περισσότερες φορές η ταυτότητα των
πραγμάτων και των προσώπων αποκαλύπτεται στο τέλος. Η
τεχνική αυτή θα φτάσει στο αποκορύφωμα της στο εκτενέστερο
μυθιστόρημα του συ^ραφέα, το ΒατερΆύ.
276
3. Τολμηρές μεταφορές και μονερνιστικής υφής εικονοποιία.
Πέρα από τη γλώσσα, η οποία δίνει το κατεξοχήν στίγμα
στο ύφος του συ^ραφέα, το πιο νεοτερικό στοιχείο της
γραφής των διηγημάτων είναι οι τολμηρές εικόνες και
μεταφορές που προεξα^έλλουν την υπερρεαλιστική πρακτική
και ίσως έχουν σχέση με τον παλαιότερα εκφρασμένο στη
νεοελληνική λογοτεχνία εξπρεσιονισμό. Έναν χρόνο μετά την
κυκλοφορία της συλλογής, στο γνωστό άρθρο του #ια τον
υπερρεαλισμό ο Δημ. Χ. Μεντζέλος επισημαίνει αυτήν τη
διάσταση των διηγημάτων: «Ο διηγηματογράφος κ. Σκαρίμπας
μάς δίνει συχνά στα διηγήματα του ωραίες υπερρεαλιστικές
εικόνες, πάντοτε βέβαια με τη συντηρητικότητα που
υπαγορεύει στην αχαλίνωτη έκφραση του η σφυγμομέτρηση
του κοινού μας, σφυγμομέτρηση που τόσο καλά μπόρεσε και
βρήκε.»1 Αλλά εκτός από την τόλμη των μεταφορών, κάποτε η
συνειρμική σύσταση των εικόνων καθώς και η υπονόμευση
του ρεαλιστικού πεδίου « παραπέμπουν στη #ραφή του
υπερρεαλισμού.
Αλλοτε πάλι, ο τρόπος με τον οποίον αναπτύσσεται η
σκέψη, υπονομεύοντας το ρεαλιστικό πεδίο, υπονομεύει
συγχρόνως και τη βεβαιότητα' του αναγνώστη. Ιδού πώς
αρχίζει το «Ούλοι μαζί κι ο έρωτας», το τολμηρότερο διήγημα
της συλλογής, το οποίο θα μας απασχολήσει παρακάτω: «Ούλοι
μαζί κι ο έρωτας ήσαν πράγματα πολύ αμφίβολα, απίθανα.
Παραλίγο να μην ήσαν καθόλου.» Πολλά από τα αγαπημένα
θεματικά μοτίβα του συ^ραφέα εμπεριέχονται σπερματικά σ'
αυτό το πρώτο του έρ#ο: ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η
διολισθαίνουσα γυναικεία μορφή, το αδύνατο της επικοινωνίας
μέσω της γλώσσας, ο ημιτελής ή ατελής--ή μήπως
τελειότερος;-- άΛλος («Βο'ίδά^ελος», «Ούλοι μαζί κι ο
έρωτας») που θα οδηγήσει αργότερα στην πιο σύνθετη και
.ενδιαφέρουσα χρήση του ρομπότ, κ. ά.
1
Δημ. Χ. Μεντζέλος, «0 Υπερρεαλισμός και οι χάσεις του», 0 Λόχος..
9 (Ιούλιος-Αύ^ουστος 1931) 280.
277
4. Ρυθμική πρόζα.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η κριτική επισήμανε ότι ο
Σκαρίμπας είναι πάνω απ' όλα ποιητής. ιΜέσα στα διηγήματα
«ξεχωρίζουμε φράσεις κυματιστές, τραγουδιστές, γραμμένες
με κέφι και με μέθη, που μας έρχεται η διάθεση να τις
απαγγείλουμε σ" όλους τους τόνους μουσικούς #ια να τους
αισθανθούμε και να τις χαρούμε βαθύτερα, ρυθμικές καθώς
είν" οι πιο πολλές». Ίο θέμα του ρυθμού της πρόζας του
συγγραφέα πρέπει να αποτελέσει θέμα ιδιαίτερης μελέτης.
Στην παρούσα εργασία το θέμα θα μας απασχολήσει μόνο στον
βαθμό κατά τον οποίο ο ρυθμός γίνεται μηχανισμός της
ειρωνείας ή της σάτιρας. Η,ιδιαίτερη σύνταξη, η ανορθόδοξη
στίξη που ήδη διαφαίνεται από αυτό το πρώτο έρ^ο του, καθώς
και οι παρατονισμοί όπου καταφεύγει συχνά ο Σκαρίμπας
ενορχηστρώνουν ένα ρυθμικό σύστημα στο οποίο υπακούει η
πρόζα του και όντως, όπως σημείωνε ο Σεφέρης #ια το
Βστερ/ίώ, δημιουργείται η επιθυμία της μεταγραφής της σε
στίχο.1
Εξάλλου, όπως έχει παρατηρηθεί #ια άλλο του έρ#ο,
πολύ συχνά ο Σκαρίμπας ενσωματώνει ποιήματα μέσα στον
πεζό του λό^ο, είτε δικά του, είτε αποσπάσματα από γνωστά
τραγούδια της εποχής. 2 Στην παρούσα συλλογή τον πρώτο λό^ο
έχει το δημοτικό τραγούδι,και η λαϊκή μούσα, αφού στα επτά
από τα έντεκα διηγήματα στεγάζονται είκοσι αποσπάσματα
δημοτικών και λαϊκών τραγουδιών.
Συμπερασματικά, πρέπει να σημειωθεί πως σ' αυτό το
πρώτο έρ#ο του, ο τριανταεξάχρονος συγγραφέας δεν έχει
βρει ακόμη τογ σατιρικό, ειρωνικό και σκωπτικό τόνο που τον
χαρακτηρίζει σ' όλο το υπόλοιπο έρ^ο του.3 Λυρικός και
ελάχιστα κριτικός εδώ ο Σκαρίμπας, φαίνεται πως κυρίως
1
Γιάννη Σκαρίμπα, Βατερβύ, σ. 294.
2
Γιάννη Σκαρίμπα. ΣόΆο. σ. 32.
3 Στη δεύτερη έκδοση δ ι α κ ρ ί ν ε τ α ι κάποια προσπάθεια
καλλιέργειας της ειρωνείας, ιδίως μέσω της στίξης και κάποιων
υ^ολο^ικών επεμβάσεων, κι αυτή όμως σε περιορισμένη κλίμακα.
27Ö
νοιάζεται να φτιάξει ένα τραγούδι #ια τον ερωτικό καημό.
Αλλά εκείνο που προβάλλει κι εδώ ως κυρίαρχο γνώρισμα,
κοινό με το λοιπό έρ^ο του, είναι η έννοια #ια'τη γλώσσα, οι
υψηλές αισθητικές απαιτήσεις του λό^ου. Ωστόσο, όπως Θα
δούμε στο αρμόδιο κεφάλαιο, και σ" αυτή την πρώτη του
συλλογή αναπτύσσεται ένα μείζον θέμα της κοσμοθεωρίας του
που έχει άμεση σχέση με την ποιητική της ανατροπής: το θέμα
της ατελούς επικοινωνίας μέσω της γλώσσας σε συνάρτηση με
τον "διαφορετικό άλλο", θέματα που θα βρουν την τελείωση
τους στο μεταγενέστερο έρ^ο του.
1
Το θείο Τραχί §έρει στος τέλος του χρονολογική ένδειξη ξφαοής
1,931 και εκδόθηκε στις αρχές του 1933. (Σε συνέντευξη του της 1ης
Ιανουαρίου 1933 ο Σκαρίμπας ανατέλλει την κυκλοφορία του έρ^ου
σε λί^ες μέρες, ενώ η πρώτη κριτική του βιβλίου —απ' όσο
κατόρθωσα να εντοπίσω— είναι δημοσιευμένη στις 28 Φεβρουαρίου
1933—βΗ. αντίστοιχα: Σεραφείμ Ρίζος, «Μια συνομιλία με τον
διη^ηματο^ράφον κ. Γιάννην Σκαρίμπαν», ε§. Η §wvr[ του Λαού
[Χαλκίδα], 1.1.1933, σ. 1, 2.)
2
Γιάννης Μπεράτης, Διασπορά, 1930—Στέλιος Ξε^λούδας, Γα
Τετράδια του ΠαύΛου φωτεινού, 1930.
3 Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία τι\ς Νεοεββ^νικής Λογοτεχνίας., ό. π., σ.
474.
279
αρκετά μαζί του θέτοντας το ερώτημα αν θα εξελιχθεί το
αναμφισβήτητο ταλέντο του νέου και πολλά υ π ο σ χ ό μ ε ν ο υ
σ υ ^ ρ α φ έ α . Παράληλλα, η παρουσία του είναι έντονη στον
περιοδικό τύπο με ποιήματα και πεζά. Το Θείο Τραχί
κυκλοφόρησε στις αρχές του 1933 και αποτελεί το πρώτο
εκτενές έρ^ο του σ υ ^ ρ α φ έ α . Ξεφεύγοντας από τα όρια του
διηγήματος και α ξ ί ζ ο ν τ α ς τη φόρμα του μυθιστορήματος, το
1
πρώτο αφήγημα, που δίνει τον τίτλο σ' ολόκληρη τη συλλογή,
χαρακτηρίζεται από τη σύγχρονη του κριτική με τον αμήχανο
ποσοτικό όρο νουβέλα. Στην πραγματικότητα, μπορεί κανείς να
πει πως με τη'νεοτερική αφήγηση του και την εκκεντρική
^ραφή του το Θείο Τραχί- θέτει τις βάσεις #ια ένα είδος
ελληνικού Αντιμυθιστορήματος. Αλλά η σημαντικότερη
συμβολή του στη νεοελληνική λογοτεχνία συνοψίζεται στην
εμφάνιση του πρώτου αντιήρωα ή αρνητικού ήρωα (;), όχι
απλώς με την έννοια του παρακμιακού πρωταγωνιστή ούτε του
θύματος της κοινωνίας, αλλά του συνειδητά στρατευμένου
στην υπηρεσία του διαβόλου, του ιδεολογικά τοποθετημένου
εναντίον κάθε θεσμού και κοινωνικής σύμβασης. 0 ήρωας που
δημιουργεί ο Σκαρίμπας σ' αυτό το μυθιστόρημα του είναι πολύ
σ υ ^ ε ν ι κ ό ς με τον ήρωα που θα ξεπηδήσει είκοσι χρόνια
αργότερα στην Αμερική από το κίνημα των beacnics. Τον
πρώιμο νεοτερισμό του αφηγήματος καθώς και την ιδιότυπη
ταυτότητα του ήρωα επισημαίνει ο Mario Vitti: «Το Θείο Τραχί
(1932) του Γιάννη Σκαρίμπα δηλώνει στο τέλος "Χαλκίδα
1931"' είναι δηλαδή γραμμένο π ρ ι ν εφαρμοστούν στην
1
Εκτός από Το θείο -Τραχί η συλλογή περιλαμβάνει δώδεκα
διηγήματα, πο^λά από τα οποία είχαν ήδη δημοσιευτεί σε
περιοδικά: "Το Κρασί της Αγάπης". "Η Περίπολος Ζ'", "Η Χρυσόμυγα
της Βρώμας", "Ένας αρχά^ελος στο Περιγιάλι", "Η Ιστορία ενός
ασήμαντου", "0 Αυτοκράτωρ της Κίνας", "Τράτα Κουλουριώτ^κη",
"Λουλούδι της Μονεμπασιάς", "0 Φίλος μου!", "0 Ούζος", "Κλάρα
Χαντά—Πειραιεύς", "Δυο Ψυχές κι ένα Αστέρι". Στη δεύτερη έκδοση
ο Σκαρίμπας εξέδωσε αυτόνομα το μυ$Κστόρημα, παρόλο που η
κριτική είχε επαινέσει, κάποια από τα διηγήματα, κάποτε μάλιστα
υπερβολικά.
2Ô0
Ελλάδα εκφραστικοί τρόποι που έχουν #ια στόχο την ανατροπή
της παραδοσιακής διατύπωσης, και σ" ένα διάστημα όπου ο
υπερρεαλισμός δεν είχε ακόμη προα^ά^ει τη συνειρμική
σύνθεση του λό^ου. [...]
0 πρωταγωνιστής (που ως τώρα εκφραζόταν σε τρίτο
πρόσωπο, αρκετά #ρή#ορα μετατρέπεται από "εκείνος", σε
"ε#ώ") είναι ένας αρνητικός ήρωας, με την έννοια ότι #ια να
τον πλάσει ο Σκαρίμπας ανέτρεψε ορισμένα συμβατικά
προσόντα ή δανείστηκε κάποια στοιχεία από τον Καραγκιόζη: ο
Γιάννης-αφηγητής είναι ένας αστός που διάλεξε να είναι
διακονιάρης' #ια να αρνηθεί την κοινωνία, περιπαίζει τους
θεσμούς της. Κάνει ό,τι μπορεί, όχι #ια να κατακτήσει τους
συνανθρώπους, αλλά #ια να τον μισήσουν και να τον
ξυλοφορτώσουν. Θεωρεί τιμή του να τον φωνάζουν
"τυχοδιώκτη", "αλήτη" και όχι "τίμιο" άνθρωπο. Δε δέχεται να
φάει τις τακτές, συμβατικές ώρες, παρά όταν του κάνει κέφι
(και όχι αναγκαστικά όταν πεινά). 0 μαζοχιστής αυτός
"εαυτοτιμωρούμενος" φοβάται μην τύχει και #ίνει καλός και
τον αρνηθούν οι διάβολοι».1
Το βιβλίο προκάλεσε μεγάλο θόρυβο και απασχόλησε
εκτενώς την κριτική, ένα από τα κύρια ερωτήματα της οποίας
αφορούσε την ταυτότητα του κεντρικού ήρωα. Παρά τις
διαμαρτυρίες του Γ. Μ. Μυλωνο^ιάννη και του Ηλία Ζιώ^α #ια
"αδιαφορία" ή και "κακεντρέχεια" της κριτικής απέναντι στο
έρ^ο του Σκαρίμπα, 2 οι κριτικοί υπήρξαν από ευνοϊκοί έως
ενθουσιώδεις, με εξαίρεση τον Ι. Μ. Πανα^ιωτόπουλο, τον
Μιχ. Χανούση και τον Λ. Πηνιάτο^λου. Εξάλλου, γ ι α την
ευνοϊκή στάση των καλλιτεχνικών και πνευματικών κύκλων
της Αθήνας απέναντι στο έργο του Σκαρίμπα υπάρχει η
1
Mario Vitti, Η Γενιά του Τριάντα. Ιδεοίίοχία και μορφή, ό. π., σ.
292.
2
Τάσος Κόρ^ης, «Μια μελέτη του Γ. Μ. ΜυΗωνο^ιάννη g ta τον
Γιάννη Σκαρίμπα», ό. π., σα. 263, 267.
281
μαρτυρία του ίδιου του συγγραφέα λί^ες μέρες πριν από την
κυκλοφορία του βιβλίου. ι
Οι κυριότερες αδυναμίες του έρ^ου είναι, #ια τον Ι.
Μ. Πανα^ιωτόπουλο, η «έλλειψη τέχνης» και η «αναρχική»
γλώσσα η οποία «με συ^κοπές φωνηέντων, άστοχες
καταλήξεις, περίεργους και αναπάντεχους τύπους» δημιουργεί
«έναν ίλι##ο πρωτοποριακής ακροβασίας» που δεν είναι
σύμφωνος με το' νόημα της Τέχνης. 2 Αντίθετα, ο Μιχ.
Χανούσης θεωρεί* πως ο Σκαρίμπας, «διηγηματογράφος με
προσωπικότητα, μένει πιστός στην ιδιαίτερη τεχνοτροπία του
και αποφεύγει την τακτική του "απρόοπτου" και του
"καταπληκτικού" [...] πολύ της μόδας από μοντέρνους κακούς
διηγηματογράφους», αλλά τς>υ καταλογίζει ότι, ενώ δημιουργεί
στιγμές ευφορίας στον αναγνώστη, «άλλοτε τον κάνει .να
δυσφορεί ^ια την απότομη μεταστροφή του συ^χραφέα σε
χαμηλώτατα επίπεδα κοινοτυπίας ή περιττής πολυλογίας και
κάποτε και ασυναρτησίας.»3 Απολύτως αρνητικός ο Α.
1
' Λί^ες μέρες π ρ ι ν από την κυκλοφορία του βιβλίου ο Σκαρίμπας
δήλωσε σε συνέντευξη του: «Είμαι βαθειά συγκινημένος απ' την
εγκάρδια υποδοχή, απ' την θερμή ηθική υποστήριξη πούτυχα στους
λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας. Ζωγράφοι,
καλλιτέχνες, συνάδελφοι, ετέθησαν ευγενικά στη διάθεση μου, già
να παρουσιάσω και το βιβλίο τούτο εξαιρετικό ε ι ς εμφάνιση. 0
Κόντο^λου, ο Εοοονόπουλος. ο Τσαρούχης, εκαλλιτέχνησαν τις
εικόνες του. τις βινιέτες. τα σκίτσα. 0 δικός μας ο Χαλκιδαίος
καλλιτέχνης Γιώργης Οικονομίδης, απ' τους αξιότερους κατά τη
^νώμη μου ξυλα&ράφους της Ευρώπης, επιμελήθηκε με οίστρο τις
ξυλογραφίες του βιβλίου μου. Σας λέω είμαι πολύ συγκινημένος
μαζί τους. Η εκτίμηση τους. η αφοσίωση τους. η α^άπη τους στο
.φτωχό μου ταλέντο μου είναι η μόνη—και η μεγαλύτερη già μένα—
ηθική ικανοποίηση.» (Σεραφείμ Ρίζος. ό. π., σ. 2).
2
Ι. Μ. Πανα^ιωτόπουλος, «Τα διηγήματα του κ. Σκαρίμπα. Το Θείο
Τραχί. Αθήνα 1933.», 0 ΚύκΒος 3 (Μάης 1933) 129.
3 Μιχ.[άλης] Χανούσης. «Γιάννης Σκαρίμπας, Το Θειο Τρα$ί
(Διηγήματα).». Ξεκίνημα 7 (Ιούλιος 1933) 228.
2Ö2
Πηνιάτο^λου, θεωρεί την έλλειψη ρυθμού ως μεγάλη αδυναμία
1
του έρ^ου, και εξαντλείται σε αστήριχτους αφορισμούς.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο πιο επαρκής από όλ,ους τους
κριτικούς του έρ^ου υπήρξε ο Τέλλος Α^ρας, παρά την καθ'
υπερβολήν ανα^ω^ή του έρ^ου στον υπερρεαλισμό. Σε μια
εκτενή κριτική του επισημαίνει τον εξαιρετικό λυρισμό του
έρ^ου, χαρακτηρίζει τον Σκαρίμπα υπερρεαλιστή «στην
ψυχολογία, στην ηθική, στην δράση, στο υφός, σ' όλα. Αυτό το
ανεβοκατέβασμα, από τα θεία στ' ανόσια, από τα ποιητικά λό^ια
στις βωμολοχίες, η ταραγμένη φαντασία, ο α κ υ β έ ρ ν η τ ο ς
κλυδωνισμός, η αδυναμία #ια δράση» μπορούν να εξηγηθούν
μόνο μέσα από την οπτική #ωνία του υπερρεαλισμού. Επίσης,
εξετάζοντας τη φύση του κεντρικού ήρωα σε σχέση με τον
τίτλο του έρχου τού αποδίδει τέσσερα χαρακτηριστικά:
φαντασία, ανεξαρτησία, ευαισθησία, ερωτισμό. «Κ ευαισθησία
του πηγαίνει, πρα^ματικώς, ένα βήμα μακρύτερα από κάθε
^νωστήν. Είχαμε σταματήσει ως το σημείο της σκόπιμης
απατηλής προσωπίδας, των κακών τρόπων και της σάτιρας που
κρύβει τις ασυγκράτητες παρορμήσεις και τα δάκρυα--στον
Παλιάτσο, στον Φι^καρώ, στον Μπωντλαίρ, στον Χάμσουν, στον
Καρυωτάκη. Όμως, αυτός ο Γιάννη'ς στο Θείο Τραχί, ακόμη πιο
ευαίσθητος, πιο έντρομος» αποτελεί μοναδικό τύπο στην
ελληνική Άοχοτεχνία.2
Την ποιητική ατμόσφαιρα του έρ^ου και την
ψυχογραφική δύναμη της αφήγησης εξυμνεί ο Γιώργος Δέλιος
επισημαίνοντας πως «το Θείο Τραχί δεν μοιάζει με κανένα
ελληνικό διήγημα. Έχει σελίδες αξιολο^ώτατες που μαρτυρούν
4 -
1
Λ. Γΐηνιάτο^Αου, [ΆτιτΑη κριτική στη στήλη "Διηγήματα"], 0
Κύκβος 5 (Ιούλιος 1933) 228-229. Σχετικά με την κριτική, του Λ.
Ιΐηνιάτο^λου αΆΆά και του Ι. Μ. ΓΙανα^ιωτόπουαου δημιουργήθηκε
επιστοίΐιμαία διένεξη ανάμεσα στους κριτικούς και στον
Σκαρίμπα. (Το Ξεκίνημα 8 (Αύγουστος 1933) 251-252. και 9-10
(Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1933) 289-290, 323).
2
ΤέΒλος Ά^ρας, «Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τρα$ί—Εκδ. Αρισχ.
Μαυρίδης, Αθήνα 1933—Τιμή δρχ. 40», Ρυ9μός 3 (Νοέμβριος 1933)
93-96.
2Ô3
λεπτή παρατήρηση, εξαιρετική τέχνη στην απόδοση, για την
οποία σαν ασφαλής εγγύηση στέκει η ψυχή, το ταλέντο ενός
1
αληθινού συγγραφέα». Τη δύναμη ψυχογραφίας και την
ιδιοφυή εκμετάλλευση ενός πρωτότυπου θέματος επαινούν
2
πολλοί κριτικοί, ενώ άλλοι ρίχνουν το βάρος της κριτικής
τους στο απέριττο και καθόλου περίτεχνο ύφος του συγγραφέα,
στην πηγαία και ακέραια καλλιτεχνική συγκίνηση, και στον
πριμιτιβισμό.3
0 Πέτρος' Σπα^νδωνίδης επισημαίνει την ανατρεπτική
διάθεση του μυθιστορήματος,.που το περιγράφει ως «γέννημα
κοχλάζοντος θυμικού, πλημμυρισμένο από κάθε είδους αμετρία
και έξαψη και παροξυσμό» 4 Ως σ υ μ β ο λ ι κ ή νουβέλα
χαρακτηρίζει ο Χ. Λεβάντας το Θείο Τραχί και το θεωρεί
προϊόν αναμφισβήτητου ταλέντου, αν και του καταλογίζει
«μελαγχολική διάθεση και στείρα πικρία». 5 Η γλώσσα που
για τον πολύ μεταγενέστερο Mario Vitti, αποτελεί μεγάλη
αδυναμία, είναι γ ι α τον Louis Roussel το μεγαλύτερο προσόν
του βιβλίου. 6 Τέλος, ο Ηλίας Ζιώγας επισημαίνει την καυστική
ειρωνεία και την τραγική διάσταση του ήρωα: «0 ήρως της
νουβέλας που προτάσσεται της συλλογής, δεν είναι πια ο
τετριμμένος και ξεφτισμένος τύπος του άτυχου ανθρώπου απ:
τη ζωή [...] είναι ο άνθρωπος ο ζυμωμένος μέσα στην αδικία
1
Γ. Δ.[έλιος], «Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραχί. Αθήνα 1933», ες..
Ταχυδρόμος [Θεσσαλονίκη], 4.6.1933.
2
Οι κριτικοί Λ. Τριήρης, Μίμης Θαμμένος, Άντης Περνάρης. Για
περισσότερα στοιχεία βλ. Θείο Τραχύ, Κριτικο^ρα^ία.
3 Οι κ ρ ι τ ι κ ο ί Κ. Μιμίκος, Τάκης Μπαμπαρέκος, Σπ.
Πανα^ωτόπουλο,ς, Χ. "Μόρνος. Για περισσότερα στοιχεία βλ. Θείο
Τρα$ί, Κριτικοδρα§ία.
4
Π. Σπανδωνίδης, «Γιάννη Σκαρίμπα, Το θείο TpagC. Αθήνα 1933»,
.ε§. Απογευματινή [Θεσσαλονίκη], 9.6.1933.
5 Χρ.[ήσχος] Λεβάντας, «Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραχί. Αθήνα
1933», ε§. Νέοι Καιροί [Πειραιάς], 19.6.1933-
δ
Louis Roussel, « Le Bouc divin, par M. J. Skarimbas, Athènes,
Mavridis, 1933, 304 pag. in 8o, 40 drs». Libre, 130-131 (Αύ^ουστος-
Σεπχέμβριος 1933) 1043.
2Ô4
και την ασυνέπεια της ζωής που αντικρύζοντάς την στωικά και
φιλοσοφημένα, πληρώνει την αστοργία της αυτή με το ίδιο
νόμισμα. Στη συμβατική ανισότητα, προτάσσει με πείσμα οξύ
την πικρόχολη και καυστική του ειρωνεία. Έτσι--αν δεν
υπάρχει έλεος απ' εδώ, δεν υφίσταται μήτε ίχνος οίχτου κι' απ'
εκεί! Κι όσο κι' αν επιφανειακά υπάρχει μια διάθεση
διασκεδαστική θα μπορούσα να πω, μια νότα εύθυμη, τόσο το
υπέδαφος της ίδιας αυτής επιφάνειας, είναι αυτόχρημα
1
τραγικό». Στην ίδια αυτή κριτική δίνεται η πληροφορία πως
το βιβλίο διαβάζεται και συζητιέται πολύ, διαπίστωση υπέρ της
οποίας συνηγορεί το αριθμητικό και #εω#ραφΐκό εύρος της
κριτικο^ραφίας. 2
Πέρα από την αποδοχή ή την απόρριψη, τα σημεία στα
οποία συμφωνούν όλοι οι κριτικοί είναι ότι το Θείο τραγί δεν
μοιάζει με κανένα άλλο ελληνικό έρνο, ούτε στο θέμα ούτε
στην τεχνοτροπία' εντοπίζουν δηλαδή την πρωτοτυπία του
θέματος και της μορφής, μένοντας συνήθως αμήχανοι μπροστά
στην πρωτοφανέρωτη αναρχική )<ραφή του σ υ ^ ρ α φ έ α .
Πράγματι, τα καινούρια στοιχεία που κομίζει στην πεζογραφία
το Θείο Τραγί είναι πολλά και ποικίλα. Το αφήγημα, όταν
εκδόθηκε #ια πρώτη φορά, απλωνόταν σε 105 σελίδες. Είναι
χωρισμένο σε οκτώ άνισα και ανισοβαρή μέρη. 0 μύθος του
αφηγήματος είναι στοιχειώδης και η παρουσίαση του σχεδόν
κ ι ν η μ α τ ο γ ρ α φ ι κ ή : Ένας κοινωνικά α ν έ ν τ α χ τ ο ς και
περιθωριακός άνθρωπος, ο Γιάννης, περιπλανιέται στη #η
ανιχνεύοντας την ομορφιά της φύσης, το μεγαλείο της ζωής
αλλά και την αθλιότητα του ανθρώπου. Ορκισμένος εχθρός των
κοινωνικών συμβάσεων, του καθωσπρεπισμού και τ η ς
υποκρισίας, προκαλεί τους άλλους να φανερώσουν τη σκοτεινή
1
ΖΙΩ [Ηλίας Ζιώ^ας], «Γιάννη Σκαρίμπα, Το θείο TpagC. Αθήνα
1933». ε$. Νέος Αχών, 5 .11.1933.
2
Τα Χριστούγεννα του 1936, το περιοδικό ΝεοεΆΗΐΐνικά Γράμματα
δημοσιεύει σκίτσο ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου, στολίδια του
οποίου είναι νεοελληνικά έρ$α και νεοέλληνες συ^οραφείς. Στην
κορυ§ή του δέντρου βρίσκεται το Θείο Τραχί (ΝεοείίίίΓίνικά
Γράμματα 4 (26 Δεκεμβρίου 1936) 16).
255
πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, τον ζόφο και την κακία της
ψυχής τους, και δεν ησυχάζει παρά μόνο όταν το πετυχαίνει.
Έχοντας στο μυαλό του την παλιά του α^άπη, τη Μαρία--η
οποία λό^ω της ©τώχειας του τον αρνήθηκε, παντρεύτηκε έναν
πλούσιο αστό και ζει σ" έναν πύρ^ο--αλλά και σκοπεύοντας να
την εκδικηθεί, κατορθώνει να πιάσει δουλειά στον πύρ^ο ως
σταβλάρχης. Το αντρόγυνο δεν μπορεί να κάνει παιδί. Ο
Γιάννης κατορθώνει να εντυπωσιάσει όλους όσους ζούνε στον
Πύρ^ο, αναστατώνει τις· σχέσεις των ανθρώπων, και αφού
"βιάζει" την οικοδέσποινα --η οποία και συλλαμβάνει παιδί--
φεύγει αφήνοντας το ζευγάρι στην ευτυχία του, και συνεχίζει
την περιπλάνηση του στον κόσμο και στην αιωνιότητα.
Στο πρώτο μέρος του έρ^ου η αφήγηση γίνεται σε
τρίτο πρόσωπο,' από έναν παντογνώστη αφηγητή (ή μήπως
προσωπείο του ήρωα;), και αφορά τη συνάντηση του Γιάννη με
τη "βολειιένη", παντοεμένη και αλλοτοιωυένη αδελ&ή του. Ήδη
από την πρώτη σελίδα δίνεται το ιδεολογικό στίγμα του
πρωταγωνιστή: «Πάντα έτσι. Κοσμο^υριστής, στρατοκόπος,
αλήτης». Στην αρχή του δεύτερου μέρους e αφηγητής,
εγκατεστημένος ως τώρα μέσα στην συνείδηση του ήρωα του
αλλά και της αδελφής του, παραχωρεί τον λό^ο στον ήρωα
(:«Μα ας αφήσουμε να μας τα διηγηθεί μοναχός του»)
μπαίνοντας στον ρόλο του αναγνώστη ή του συνομιλητή. Από
αυτό το σημείο η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και
ξετυλίγεται αυτό που αποτελεί στόχο του συ^χοαφέα: το
εσωτερικό τοπίο του ήρωα. Τούτο άλλωστε σηματοδοτείται, σε
επίπεδο αφηγηματικής τεχνικής, με το πέρασμα από το τρίτο
στο πρώτο πρόσωπο.
Ο χρόγος και ο χώρος της ιστορίας είναι ρευστός και
ασαφής και το ^εω^ραφικό και χρονικό στίγμα του
αφηγήματος δίνεται από την αρχή: «Ένας αέρας φυσούσε κείνο
το βράδυ' η δημοσιά φειδοσέρνονταν ατέλειωτη--σαν μια
αιωνιότη—στο κάμπο' εβούιζαν οι καλαμιές, κρύο έκανε. Κι'
αυτός προχωρούσε. Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο -
στραβός στο αιώνιο σκοτάδι' πήγαινε, όλο πήγαινε, σαν μια
ψυχή μέσ' στην ερημία του χρόνου». Στην αρχή εναλλάσσεται
ο αόριστος με τον παρατατικό και τον ενεστώτα, με κυρίαρχο
2Ö6
τον αόριστο από τη στιγμή που η αφήγηση γίνεται
πρωτοπρόσωπη και ως το τρίτο μέρος, όπου ο ήρωας-αφη^ητής
ξαναπερνά στον ενεστώτα και τον χρησιμοποιεί εναλλακτικά
με τον αόριστο ως το τέλος της ιστορίας. Οι χρονικές
ενδείξεις είναι ασαφείς ή ψευδαισθητικά ακριβείς: "Εκείνη τη
νύχτα", "είμαι τρεις μήνες στο σταύλο", "τώρα", "και περνούσαν
οι μέρες μου", "σήμερα το πρωί". Χώρος δράσης είναι ένας
πύργος στη μέση του κάμπου, ενώ γίνονται αναφορές "στη
Ρωσία, στην Ασία, στη Ρουμανία, στο σύμπαν--σε σχέση με
την περιπλάνηση του ήρωα.1 Επίσης, συνεχώς επανέρχεται το
θέμα του χρόνου και του χώρου είτε μέσα στον λυρικό
ρεμβασμό του ήρωα είτε ως φιλοσοφικός στοχασμός. Εξάλλου,
όπως θα δούμε παρακάτω, στη δεύτερη έκδοση ο συ##ραφέας
προσθέτει μια εκτενή παράγραφο, όπου εκθέτει τον
.προβληματισμό του περί χώρου και χρόνου, προβληματισμό που
θα εξελιχθεί και θα κρυσταλλωθεί στα επόμενα μυθιστορήματα
του.2
Η χρονική και' τοπική ασάφεια είναι και
δικαιολογημένη και ηθελημένη, εφόσον στόχος είναι η
υπονόμευση κάθε σύμβασης. "Άλλωστε, εκείνο που έχει
προτεραιότητα είναι όχι ο μύθος αλλά ο ιδιότυπος και
μοναδικός ήρωας που δημιουργεί ο συ^ραφέας, ο Γιάννης, το
θείο τρα^ί [δηλ. το θείον ερίφιο ν αντί του θείου αμνού], η
ανθρώπινη φύση στην α^ελική και δαιμονική της εκδοχή,
αλώβητη από τις αλλοιώσεις που επιφέρει η κοινωνική ένταξη
και ο συμβιβασμός της συνύπαρξης, ένα "εξαίσιο τέρας" όπως
αυτοαποκαλείται. Ιδού πώς τον περιέγραψε ο ίδιος ο
δημιουργός του, λί^ες μέρες πριν την κυκλοφορία του βιβλίου:
«Παράδοξος, μαρτυρικός, αλλοπρόσαλλος, συνδυάζει μολαταύτα
1
Για τη σχέση του συ&$ρα§έα με τη λογοτεχνία της Φυ^ής βλ.
.Κατερίνα Κυστίου, «0 Σκαρίμπας της ς.υ^ής και της περιπλάνησης.
Η μαρτυρία του πεζογραφικού του έρ^ου.», Η Λέξη, 68 (Οκτώβρης
1987) 771-779.
2
Σχετικά με τον προβληματισμό του Σκαρίμπα già τον χώρο και
τον χρόνο βλ. και τα μυθιστορήματα του: Μαριάμπας. σ. 169— Σόίίο,
σ. 129.
2Ô7
εξαίσια μέσ" στις τραγικές αντιθέσεις του το λογικό με τ'
απίθανο, το ωμό με τ' ωραίο, το εξωτικό με τ' ανθρώπινο. [...]
Αχτινοβολεί μια ομορφιά υπερκόσμια η πολύ ανθρώπινη
ασχήμια του. Ε#ώ τέτοιον τον θέλησα. Τον εξαπόΤΙυσα μέσ' στις
σελίδες του—όραμα, σαν' να μετέωρο φωτεινό της αλήθειας».1
Η νεοτερική αφηγηματική τεχνική του
μ υ θ ι σ τ ο ρ ή μ α τ ο ς . προσιδιάζει στην τεχνική του
κινηματογράφου: πολλές φορές το βλέμμα εστιάζεται σε μιαν
ασήμαντη #ια την πλοκή στιγμή ή σε ένα φαινομενικά άσχετο
με τον μύθο αντικείμενο ή μια σκηνή, όπου αφιερώνονται
πολλές σελίδες, ενώ πολλά σημαντικά ^ε^ονότα συνοψίζονται
σε μία παράγραφο. (Π.χ., ενώ αφιερώνονται κάμποσες σελίδες
(σ. 20-29) στην περιγραφή "του τοπίου, του πύργου και στην
έκθεση των στοχασμών του ήρωα, η στιγμή - -υποτίθεται --
κορύφωσης της δράσης, η ερωτική συνεύρεση του ήρωα με
την οικοδέσποινα εξιστορείται μέσα σε δύο σελίδες (σ. 88-
9 0)). Αλλά κι αυτό το στοιχείο υπηρετεί τον στόχο του
συ γ ρ α φ έ α : να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα μέσα
από την οποία να αναδυθεί ο ιδιότυπος ήρωας του, ο Γιάννης,
που, σύμφωνα με τη σύγχρονη του κριτική, «θα μπορούσε να
περάσει στην παγκόσμια λογοτεχνία». 2 Παράλληλα, ένθετες
μέσα στο κυρίως μυθιστόρημα εξιστορούνται διάφορες
ιστορίες ή εκτίθενται οι απόψεις του ήρωα #ια ποκίλα θέματα,
στα οποία επανέρχεται δημιουργώντας έτσι μια συνεκτική
στόφα πάνω στην οποία υφαίνεται η προσωπικότητα του.
Από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του μυθιστορήματος
είναι η ειρωνεία και η σάτιρα, που χρησιμοποιούνται με
διάφορους τρόπους προκειμένου να αποκαλυφθεί το δεύτερο
επίπεδο των αυτόνομων επεισοδίων, ή να φωτισθεί ένα κατ'
αρχήν σκοτεινό ή άσχετο σημείο της πλοκής. Εξάλλου, όπως θα
δούμε σε επόμενο κεφάλαιο, ο περιπλανώμενος ήρωας του
αφηγήματος αντιστοιχεί σ' έναν από τους γνωστούς τόπους της
ρομαντικής ειρωνείας.
1
Σεραφείμ Ρίζος, ό.π., σ. 2.
2
Μ. Βί,σάνθη,ς, «Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τρα$ί, Αθήνα 1933.», ε<ί>.
ΕΡΟίηνικός Τύπος [Σικάγο], 3.8.1933.
2ÔÔ
' Την άναρχη, ελεύθερη και δυναμική φύση του ήρωα
μιμείται η γλώσσα, η σύνταξη και η στίξη του μυθιστορήματος.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, και τα τρία αποτέλεσαν σημεία
διαφωνίας της κριτικής αφού άλλοι τα επαίνεσαν ως σημείο
πρωτοτυπίας και άλλοι τα καταδίκασαν ως απόδειξη αδυναμίας.
Προσωπικό λεξιλόγιο, όπου χωνεύονται αρμονικά λέξεις της
καθαρεύουσας, της δημοτικής, του τοπικού ιδιολέκτου και της
αρ^κό, γραμματικοί τύποι ιδιότυποι και αδόκιμοι, αντιστροφές
ρημάτων και υποκειμένων, παρενθέσεις, παύλες, αποσιωπητικά,
αποστροφές στον αναγνώστη, συγχώνευση εξωτερικών
περιγραφών με εσωτερικό μονόλογο, δημιουργούν όντως
«έναν ί λ ι ^ ο πρωτοποριακής ακροβασίας»1, ένα περιδίνισμα,
μια λυρική πρόζα γοητευτική και διεισδυτική' ο λό^ος και η
προσωπική #ραφή αποπνέουν μιαν ελευθερία που προσιδιάζει
στην ποίηση παρά στην πρόζα--τουλάχιστον αυτής της εποχής.
Άλλωστε, η περίοδος 1910-1930 ήταν εποχή άνθησης του
πεζοτράγουδου στην Ελλάδα και άρα προϊστορία υπήρχε. Όπως
παρατήρησε η σύγχρονη' του κριτική, «οι φράσεις του
δημιουργούν συνεχώς την εντύπωση του τραγουδιού». 2 Σε
κάποια σημεία του μυθιστορήματος, ο διαταραγμένος --
συντακτικά και τυπογραφικά-- τρόπος με τον οποίο εκτίθενται
οι διάλογοι του, οι περιγραφές και ο εσωτερικός του
στοχασμός, προεξα^έλλουν τη συντακτική και γραμματική
ιδιοτυπία του κατοπινού του έρ^ου, καθώς και τη θεατρικότητα
που διακρίνει τη δημιουργία του από το μυθιστόρημα
Μαριάμπας και έπειτα. Η εμμονή του συγγραφέα σ τ η
θεματοποίηση του λό^ου και της γλώσσας μέσα στο
λογοτεχνικό του έρ^ο—η οποία στο πιο τολμηρό του έρ^ο, το
ΣόΆο ( 1 939),,θα f εξελιχθεί σε μηχανισμό της σάτιρας--,
βρίσκεται σπερματικά και στο Θείο Τρσχί- π. χ.: «Σαν ανώμαλα
ρήματα αιστάνομαν ν' αλλάζουν ύφος και όψες οι σκέψεις!»
(σ.98)
1
Ι. Μ. Πανα^ιωτόπουΒος, ό.π.
2
Ένας ςαΗότεχνος, «Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραχί, Αθήνα 1933.», ες..
Αναγέννησες [Τρίκαλα], 15.6.1933-
2Ô9
Από τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής, τα πιο
συγγενικά προς το Θείο Τραγί είναι τα εξής: «Η χρυσόμυγα
της βρώμας», «Ένας αρχάγγελος στον περιγιάλι», «Ιστορία
ενός ασήμαντου», τα οποία σύμφωνα με τον συγγραφέα
αποτελούν τριλογία. Και στα τρία κυριαρχεί έντονα ο
διονυσιασμός που απαντά στο Θείο Τραγί και η ίδια εμμονή
του ήρωα στο να .ανακαλύψει και να βγάλει προς τα έξω τη
σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχής. Τα διηγήματα «Το
κρασί της αγάπης» και «0 φίλος μου!» είναι από τα πιο
"δύσκολα" της συλλογής, με την έννοια ότι πρέπει ο
αναγνώστης να εξοικειωθεί με την αφηγηματική τεχνική και
τη γλώσσα του σ υ ^ ρ α φ έ α #ια να τα προσεγγίσει. Εδώ
εμφανίζονται κάποιες από Ντις σημαντικότερες θεματικές και
αφηγηματικές εμμονές του, καθώς και το ενδιαφέρον του #ια
τη γλώσσα και το θέμα της επικοινωνίας, το μοτίβο του
θανάτου, που επανέρχεται στα περισσότερα διηγήματα της
συλλογής, ενώ υπάρχουν και έμμεσες αναφορές σ τ ο ν
ανορθόδοξο ερωτισμό.
«Η Περίπολος Ζ'» είναι ένα χρονικό από τον Α'
Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο δημοσιεύτηκε ξαναεπεξερ^ασμένο
το 195δ, εκδόθηκε αυτόνομα σε πολύ εκτενέστερη μορφή το
1972, και αποτέλεσε μέρος του αντιπολεμικού μυθιστορήματος
που εκδόθηκε με τον τίτλο Φυγή προς τα εμπρός (1975) και
πήρε το πρώτο βραβείο λογοτεχνίας το 1977. Η αφήγηση είναι
πρωτοπρόσωπη· το κεντρικό πρόσωπο γίνεται ήρωας κατά
λάθος, εφόσον πάνω στον πανικό του τρέπεται σε φυ^ή προς το
αντίπαλο στρατόπεδο αντί προς τα πίσω, συμπαρασύροντας και
τους άλλους στρατιώτες, και κερδίζει παράσημο ανδρείας. Το
αντιπολεμικό αυτό έρ#ο, εκτός από το ότι αποτελεί ένα από τα
ωραιότερα δείγματα αντιπολεμικής λογοτεχνίας, παρουσιάζει
μεγάλο ενδιαφέρον #ια την γκροτέσκα ατμόσφαιρα των
περιγραφών, το παράδοξο, την ανάδειξη του παραλογισμού της
κρατούσας λογικής και την ειρωνική χρήση της γλώσσας,
μερικά δείγματα της οποίας θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Στο διήγημα «Ο Αυτοκράτωρ της Κίνας» γίνεται
έξοχη εκμετάλλευση του θέματος του συντονισμού της
υποκριτικής των ηθοποιών προκειμένου να πραγματωθεί μια
290
1
παράσταση. Εξαιτίας της ερωτικής φόρτισης του ο
Καραγκιοζοπαίχτης νιώθει αδιάθετος, πράγμα που το μεταδίδει
στον Καραγκιόζη, κατά τη διάρκεια μιας παράστασης· καθώς
αυτοσχεδιάζει και δεν μπορεί να συντονιστεί με τον άλλο
παίχτη η παράσταση καταλήγει σε ξυλοδαρμό.
Τα διηγήματα «Λουλούδι της Μονεμπασιάς», «Κλάρα
Χαντά-Πειραιεύς», «0 Ούζος» και «Δυο Ψυχές κι ένα Αστέρι»
θυμίζουν σε μερικά σημεία τα διηγήματα της πρώτης συλλογής
του Σκαρίμπα, ενώ το διήγημα «Τράτα Κουλουριώτικη»
αναδημοσιεύεται εδώ από τη συλλογή διηγημάτων Καϋμοί. 2
Αλλά και τα υπόλοιπα τέσσερα διηγήματα, ως προς τη #ραφή,
ανήκουν στη συλλογή διηγημάτων Καϋμοί. Τα θέματα τους
είναι κι αυτά παρόμοια με τα θέματα της προηγούμενης
συλλογής: η ευτυχισμένη ερωτική σχέση ενός ζευγαριού και,
παράλληλα, η α^άπη #ια τη συκοφαντία και η κακεντρέχεια
που δείχνουν οι άλλοι, η φτώχεια και η συνακόλουθη γκρίνια,
οι καημοί των ανθρώπων της θάλασσας, το ερωτικό έγκλημα,
κ.ά.
Η κριτική, όπως ήδη αναφέρθηκε, ξαφνιάστηκε από το
νέο ύφος του σ υ ^ ρ α φ έ α , ενώ δυσκολεύτηκε να κατανοήσει
κάποια από τα διηγήματα, της συλλογής. Ο Γιώργος Δέλιος
επισήμανε την ποιητική ατμόσφαιρα των διηγημάτων και το
#ε#ονός ότι ο Σκαρίμπας εστιάζει το ενδιαφέρον του στον
εσωτερικό άνθρωπο.3 Τα ίδια σημεία εντόπισε και ο Λεωνίδας
Τριήρης: «Μια ατέλειωτη αρμονικότητα περνάει σε γραφικούς
μαιάνδρους όλο το βιβλίο... Σ' άλλα διηγήματα είναι πιο
ρεαλιστής... Σ" άλλα η μουσικότητα της φράσης του και η
διαύγεια, η ζωντάνια της αφήγησης είναι τόσο #λυκά και
1
Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περ. Επαρχία [Τρίκαλα], 10-11
(15 Απριλίου 1930 153-158.
2
Το διήγημα «Λουλούδι της Μονεμπασιάς» πρωτοδημοσιεύτηκε στο
περ. Το Ξεκίνημα 1 (Γενάρης 1933) Π-16- συμπεριλήφθηκε, δίχως
προφανή λογική, και στη συλλογή διηγημάτων Τρεις άδειες
καρέκίίες (1976).
3 Γ. Δ.[έλι,ος], «Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραχί, διηγήματα.», ες>.
Ταχυδρόμος [Θεσσαλονίκη], 4.6.1933.
291
τέλεια, που μ' όλο τους το πρωτότυπο ύφος είναι κλασικά
δημιουργήματα δημοτικού λό^ου.»1 AHM ο πιο θετικός
κριτικός απέναντι στη συλλογή ήταν ο Πέτρος Σπανδωνίδης:
«Υπάρχει στο πρώτο διήγημα μια, έτσι θα πω, τρα^ίσια
διάθεση, που συνεχίζεται με αποχρώσεις στα τρία διηγήματα:
«Η χρυσόμυγα της βρώμας», «Ένας αρχά^ελος στο περιγιάλι»,
«Η ιστορία ενός ασήμαντου»· υπάρχει μια διονυσιακή διάθεση
που χαρακτηρίζει το διήγημα «0 αυτοκράτωρ της Κίνας». Είναι
ένα διήγημα όπου1 η ζωηρή διάθεση, το μπρίο χοροπηδάει κάθε
στιγμή με τα μικρά εκείνα βήματα, βήματα που θυμίζουν τον
Καραγκιόζη σε-στιγμές ευθυμίας. Το μπρίο δεν Λείπει και από
τάλλα παραπάνω διηγήματα, μα εδώ είναι ολοκάθαρο, ασημένιο,
κουδουνιστό, ενώ στα άλλα συνοδεύει και απαλαίνει πάντα
Ν'
1
Λεωνίδας Ν. Τριήρης, «Γιάννη Σκαρίμπα, Το θείο Τραχί,
διηγήματα.», ε$. Τα Γράμματα της Λακωνίας, 7.6.1933-
2
Π. Σπανδωνίδης, «Γιάννη Σκαρίμπα, Το θείο Τραχί. διηγήματα», ες..
Απογευματινή [Θεσσαλονίκη], 9.6.1933.
292
θεωρούνται το σκωπτικό ύφος και η λυρική δύναμη του
σ υ ^ ρ α φ έ α , ο σαρκασμός και η παραδοξολογία. Κοινή
παρατήρηση των περισσότερων κριτικών είναι το δυσνόητο
του ύφους, που προέρχεται από την καλλιέργεια μιας γλώσσας
τελείως ιδιαίτερης με «πολλές χυδαίες εκφράσεις», αλλόκοτες
λέξεις και ονοματοποιίες, όπως «ατατάμ».
Πράγματι, το ιδιαίτερο ύφος του Σκαρίμπα · που
στηρίζεται στην ειρωνική χρήση της γλώσσας, η παρουσία
χαρακτήρων όπως ο Γιάννης στο Θειο Τραχΐ, αλλά και στην
τριλογία που ακολουθεί, η καλλιέργεια πολλών θεματικών και
γλωσσικών εμμονών που απαντούν και στα μεταγενέστερα
έρ#α του και η-ιδιότυπη αφηγηματική τεχνική αυτών των
διηγημάτων που γράφηκαν το 193 ί, δίνουν στη συλλογή,
επάξια, τον χαρακτήρα του νεοτερικού αφηγηματικού λό^ου.
1
Σχετικά με το κλίμα του Μεσοπολέμου και το ποιητικό épgo του
Σκαρίμπα βλ. Στέφανος Ροζάνης, ut πνευματικοί προσανατολισμοί
του Μεσοπολέμου και ο ποιητής Γιάννας Σκαρίμπας.. Αθήνα 1970,
σ. 46.
2
Άθελος Τερζάκης. "Η ελληνική μεταπολεμική πεζογραφία". Νέα
Γράμματα 3 (Μάρτης 1935) 157. Πρβ. και όσα λέει πιθανότατα ο Α.
Καραντώνης, διευθυντής του περιοδικού, σε ανυπό#ρα6ο άρθρο: «Η
λογοτεχνική μορς>ή που δυνατώτερ' από κάθε άλλη κεντρίζει
σήμερα προς την πρωτότυπη εργασία τις μυστικές λαχτάρες των
νέων είναι το μυθιστόρημα. Τέτοιος είναι ο εκδοτικός οργασμός
από την πληθωρική συρραφή μυθιστορημάτων ώστε να έχει
κανείς την εντύπωση πως già πρώτη §ορά στην Ελλάδα το
μυ9ιστόρημα πάει να #ίνει από αχρησιμοποίητο σχήμα, σώμα με
βάρος, με α$ή και δυναμική ενέργεια»· βλ. "Το μυθιστόρημα των
νέων", Νέα Γράμματα 12 (Δεκέμβρης 1935) 733.
294
To βιβλίο κυκλοφόρησε to καλοκαίρι του 1935 και
έκανε μεγάλη εντύπωση στους κύκλους των λογοτεχνών.*
Αλλά και οι κριτικοί το υποδέχτηκαν, ως επί το πλείστον,
θ ε τ ι κ ά : 2 ο Γ. Μυλωνο^ιάννης, ο Ν. Δ. Παππάς, ο Philéas
Lebesque το εγκωμίασαν #ια την κοινωνική κριτική που
ασκεί, #ια τις μεταφυσικές του προεκτάσεις, #ια τον ήρωα που
κατορθώνει να πλάσει· ο Α. Καραντώνης το αποδέχτηκε, με
επιφυλάξεις, όμως, #ια το "επιτηδευμένο" του ύφος ή τις
οφειλές του στον Κνουτ Χάμσουν ο Τ. Δόξας επεσήμανε τη
δυσκολία που προκαλεί, κατά την ανάγνωση, η νέα τεχνοτροπία
1
Σε ομιλία που έχανε η Έλλη Αλεξίου, στις 16 Δεκεμβρίου 1977
περιέγραψε την υποδοχή του βιβλίου από τους συγχρόνους
λογοτέχνες, όταν αυτοί συγκεντρώνονταν «στη Δεξαμενή, το
ενδιαίτημα των σήμερα πεθαμένων, επιβεβλημένων συχχραφέων,
του Βλαχογιάννη, Καρκαβίτσα, Μαλακάση, Κονδυλάκη, Θεοτόκη,
Αυχέρη, Καζαντζάκηδων, Βάρναλη, Κόντοχλου ...»: «Το πνεύμα που
επικρατούσε στην τέχνη τους ήταν ο απόλυτος ορθολογισμός με
κλασική επένδυση· τον άψοχο μετρικά στίχο, την ενιαία χλώσσα,
την αοχιτεκτονική δοαή. [...] Και ξαφνικά ιιέσσ στον έτσι
διαμορφωμένο και τακτοποιημένο σύχχρα<ΐ>ικό κόσμο εκτοξεύτηκε
άχνωστο από πού, και έπεσε σε κείνον τον ανύποπτο και
νοικοκυρεμένο κόσμο, σαν ουράνιο σώμα από εξωχήινο Γαλαξία ο
Μαριάμηας. [...] Και κρατώ ζωντανούς στη μνήμη μου τους
σχολιασμούς που προκάλεσε ο Μαριάμπας. Το βιβλίο περνούσε από
χέρι σε χέρι. Μα δεν θυμούμαι καμιά $ωνή σχετλιαστική χια κείνο
το παράδοξο βιβλίο. Όλοι τους, όντας ταλαντούχοι της τέχνης,
είχαν τις ευαίσθητες αντέννες, σα συχχενείς, να επικοινωνούν με
τα παντός είδους ταλαντούχα δημιουργήματα. Δε θυμούμαι
κανέναν, να χαρακτήρισε τον Μαριάμπα ανάξιο λόχου βιβλίο.
Όλοι μετά την ανάγνωση του, μένανε βυθισμένοι σε σκέψη. Σαν
•μεταλλωρύχοι που συνάντησαν ενδείξεις, χ;ια πιθανές,
προσκείμενες φλέβες καινούργιων πολύτιμων εκμεταλλεύσιμων
κοιτασμάτων». (Από το χειρόχρας>ο της ομιλίας της που αόκειται
στο Ε.Λ.Ι.Α., η οποία, απ' όσο ξέρω, δεν δημοσιεύτηκε).
2
Γιάννης Σκαρίμπας, Μαριάμπας, στο Επίμετρο την Κριτικοχρα^ία
και τον τόμο Για τον Σκαρίμπα, ό. π., , σσ. 78-117.
293
1
έ κ φ ρ α σ η . «Η ελληνική πεζογραφία», γράφει το 1935 ο
Α θ ε λ ο ς Τερζάκης, «βρίσκεται σε περίοδο κατ' εξοχήν
δημιουργική. Δημιουργεί όχι μόνο τον εαυτό της, μορφικά,
αλλά και την εικόνα του περιβάλλοντος της, φ υ σ ι κ ο ύ ,
κοινωνικού, ψυχολογικού. Το μυθιστόρημα, είδος κατ' εξοχήν
κατάλληλο V αντιπροσωπεύσει την εποχή μας, βρίσκεται τη
στιγμή τούτη σε άνθηση, στην Ελλάδα. Η διετία 1933-1935 θα
σημειώσει σίγουρα σταθμό στα ελληνικά γράμματα, απ' αυτή
την έποψη. Συγγραφείς καινούργιοι, συνθέσεις μεγάλες, οξεία
αντίληψη της ζωής». 2
Ο Μαριάμπας έρχεται, λοιπόν, να βλαστήσει σε μια
εποχή όπου το μυθιστόρημα έχει αποκτήσει, ως είδος, την
ιδιαίτερη ταυτότητα του και όπου κυριαρχούν τα ονόματα των
Στράτη Μυριβήλη, Ά θ ε λ ο υ Τερζάκη, Ηλία Βενέζη, Κοσμά
Πολίτη, Γιώργου Θεοτοκά, κ.ά.· συνάμα, εμφανίζεται ο
εσωτερικός μονόλογος και γίνονται πειραματικές απόπειρες
γραφής από τον Στέλιο Ξεφλούδα, τον Ν. Γ. Πεντζίκη, τον
Γιάννη Μπεράτη.
1
Σχετικά με το κΆίυ,α του Μεσοπολέμου και το ποιητικό έρχο του
Σκαρίμπα βλ. Στέφανος Ροζάνης, Οι πνευματικοί προσανατολισμοί
του Μεσοπολέμου και ο ποιητής Γιάννας Σκαρίμπας.. Αθήνα 1970,
σ. 46.
2
Άθελος Τερζάκης, "Η ελληνική μεταπολεμική πεζοχρα<ϊ>ία". Νέα
Γράμματα 3 (Μάρτης 1935) 157. Πρβ. και όσα λέει πιθανότατα ο Α.
Καραντώνης, διευθυντής του περιοδικού, σε ανυπόχρα§ο άρθρο: «Η
λογοτεχνική μορ§ή που δυνατώτερ' από κάθε άλλη κεντρίζει
σήμερα προς την πρωτότυπη ερχασία τις μυστικές λαχτάρες των
νέων είναι το μυθιστόρημα. Τέτοιος είναι ο εκδοτικός ορχασμός
από την πληθωρική συχχρα<?ή μυθιστορημάτων ώστε να έχει
κανείς την εντύπωση πως χια πρώτη $ορά στην Ελλάδα το
μυ9ιστόρτιμα πάει να χίνει από αχρησιμοποίητο σχήμα, σώμα με
βάρος, με α$ή και δυναμική ενέρχεια»· βλ. "Το μυθιστόρημα των
νέων", Νέα Γράμματα 12 (Δεκέμβρης 1935) 733.
294
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1935 και
έκανε μεγάλη εντύπωση στους κύκλους τωγ λογοτεχνών. 1
Αλλά και οι κριτικοί το υποδέχτηκαν, ως επί το πλείστον,
θ ε τ ι κ ά : 2 ο Γ. Μυλωνο^ιάννης, ο Ν. Δ. Παππάς, ο Philéas
Leoesque το εγκωμίασαν #ια την κοινωνική κριτική που
ασκεί, #ια τις μεταφυσικές του προεκτάσεις, #ια τον ήρωα που
κατορθώνει να πλάσει· ο Α. Καραντώνης το αποδέχτηκε, με
επιφυλάξεις, όμως, #ια το "επιτηδευμένο" του ύφος ή τις
οφειλές του στον Κνουτ Χάμσουν ο Τ. Δόξας επεσήμανε τη
δυσκολία που προκαλεί, κατά την ανάγνωση, η νέα τεχνοτροπία
1
Σε ομιλία που έκανε η Έλλη Αλεξίου, στις 16 Δεκεμβρίου 1977
περιέχραωε την υποδοχή του βιβλίου από τους συγχρόνους
λογοτέχνες, όταν αυτοί συγκεντρώνονταν «στη Δεξαμενή, το
ενδιαίτημα των σήμερα πεθαμένων, επιβεβλημένων συχχραβέων,
του Βλαχογιάννη, Καρκαβίτσα, Μαλακάση, Κονδυλάκη, Θεοτόκη,
Αυγέρη, Καζαντζάκηδων, Βάρναλη, Κόντοχλου ...»: «Το πνεύμα που
επικρατούσε στην τέχνη τους ήταν ο απόλυτος ορθολογισμός με
κλασική επένδυση· τον άψοχο μετρικά στίχο, την ενιαία χλώσσα,
την αρχιτεκτονική δομή. [...] Και ξαονικά μέσα στον έτσι
διαμορφωμένο και τακτοποιημένο συχχρα^ικό κόσμο εκτοξεύτηκε
άχνωστο από πού, και έπεσε σε κείνον τον ανύποπτο και
νοικοκυρεμένο κόσμο, σαν ουράνιο σώμα από εξωχήινο Γαλαξία ο
Μαριάμηας. [...] Και κρατώ ζωντανούς στη μνήμη μου τους
σχολιασμούς που προκάλεσε ο Μαριάμπας.Ίο βιβλίο περνούσε από
χέρι σε χέρι. Μα δεν θυμούμαι καμιά ς>ωνή σχετλιαστική χια κείνο
το παράδοξο βιβλίο. Όλοι τους, όντας ταλαντούχοι της τέχνης,
είχαν τις ευαίσθητες αντέννες, σα συχχενείς, να επικοινωνούν με
τα παντός είδους ταλαντούχα δημιουργήματα. Δε θυμούμαι
κανέναν, να χαρακτήρισε τον Μαριάμπα ανάξιο λόχου βιβλίο.
Όλοι μετά την ανάχνωσή του, μένανε βυθισμένοι σε σκέωη. Σαν
μεταλλωρύχοι που συνάντησαν ενδείξεις, ΧΛα πιθανές,
προσκείμενες φλέβες καινούρχιων πολύτιμων εκμεταλλεύσιμων
κοιτασμάτων». (Από το χειρόχρας.ο της ομιλίας της που αόκειται
στο Ε.Λ.Ι.Α., η οποία, απ' όσο ξέρω, δεν δημοσιεύτηκε).
2
Γιάννης Σκαρίμπας, Μαριάμπας, στο Επίμετρο την Κριτικοχραφία
και τον τόμο Για τον Σκαρίμπα, ό. π., , σσ. 78-117.
295
του Σκαρίμπα που σαφώς είναι πιο προχωρημένη από τα
προηγούμενα έρ^α του· ο Κλ. Μιμίκος, αντιθέτως, υποστήριξε
ότι ο Μαριάμπας δεν αποτελεί εξέλιξη της τέχνης του
Σκαρίμπα, αν και δέχτηκε ότι είναι κακογραμμένο έρ^ο.
Αυτοί που επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στην
τεχνοτροπία και στη #ραφή είναι ο Π. Σπανδωνίδης και,
κυρίως, ο Τ. Α^ρας. 0 πρώτος στάθηκε στο "αλλόκοτο" που
χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα από τον ήρωα ως τον τρόπο της
γραφής, "τον σχεδόν * υπερρεαλιστικό". Ο δεύτερος εξέτασε
κυρίως τη γλώσσα και την εικονοποιίσ του μυθιστορήματος.
Ωστόσο, δεν έλειψε και η εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη: ο Π.
Θνητός (ψευδώνυμο του Ξυά^ελου Λεμπέση) έ γ ρ α ψ ε
μακροσκελή πολεμική κριτική, υποστηρίζοντας ότι ο
Μαριάμπας αποτελεί προσβολή της κοινωνίας. Τα σημεία που
εξαίρουν οι περισσότερες κριτικές είναι η «πρωτοτυπία» του
έρ^ου, ο «σαρκασμός», η «υπονόμευση της πραγματικότητας»
και η «ποιητικότητα» του, η οποία φαίνεται ότι αποτελεί αίτημα
της εποχής.1 Ωστόσο, η αποτυχημένη προσπάθεια των κριτικών
να βρουν ακριβείς κριτικούς όρους και οι αμήχανοι
χαρακτηρισμοί "πρωτότυπο", "πρωτοφανέρωτο", "καινούριο",
"προχωρημένο" μαρτυρούν το ξάφνιασμα που προκάλεσε το
μυθιστόρημα.
Από τα πιο πειραματικά πεζογραφικά έρ^'α του καιρού
του ο Maptaunac. ήταν ©υσικό να ποοκαλέσει aunyavia τόσο
στον αναγνώστη, όσο και στον κριτικό, #ιατί απαιτεί, κατά την
ανάγνωση του, άλλου είδους συμμετοχή απ' ό,τι η παραδοσιακή
πεζογραφία. Η πλοκή του είναι σαφής και λογική, δίνεται όμως
με συνεχείς ανακολουθίες και υπονομεύεται κάθε τόσο από
ηθελημένες αντιφάσεις, των οποίων την απόλυτη συνέπεια
μόνο στο τέλος του έρ^ου αναγνωρίζει ο αναγνώστης.
1
Στο avunospaço —πιθανότατα του Α. Καραντώνη— άρθρο του περ.
Νέα Γράμματα (ό.π., σ. 736) διαβάζουμε: «Ας>ού η ποίηση στον τόπο
μας στερεύει xat naet, açou η λογοτεχνική μας πρωτοπορία είνα^ ο
πεζός λό^ος, πρέπει το μυθιστόρημα να 9έσει σαν αισθητικό του
iSavtKÓ το ποιητικό κάΜος».
296
To μυθιστόρημα χωρίζεται, όπως φαίνεται σ ε
τέσσερα μέρη: Ένας παράξενος άνθρωπος φτάνει μια μέρα
στη Χαλκίδα ως γεωπόνος και προκαλεί το ενδιαφέρον των
κατοίκων και πλήθος σχόλια εξαιτίας της εκκεντρικής
συμπεριφοράς του. Ζητά σε #άμο τη μία από τις δύο αδελφές
μιας γνωστής καλής οικογένειας της πόλης· μπερδεύει όμως
τα ονόματα και βγαίνει σε ερωτικό ραντεβού με την άλλη·
παριστάνει τον κουτσό, τραγουδάει ένα βράδυ μέσα από ένα
παράθυρο μεγάλου ξενοδοχείου γοητεύοντας τον γυναικείο,
κυρίως, πληθυσμό της πόλης και γενικώς φέρεται αλλόκοτα.
Συγχρόνως έχει προβλήματα με το Υπουργείο Γεωργίας που
τον επιπλήττει και τον απειλεί με απόλυση αν δεν αποσύρει
μια μελέτη του με τίτλο «Η Μάχη της Ζάμας ή Εισα^ω^ή στη
συναισθηματική φυτολογία», όπου αναπτύσσει καταπληκτικές
και απίθανες απόψεις #ια τη φυσιολογία και τη βιολογία των
φυτών, συνδέοντας τη συμπεριφορά τους με την ήττα του
Αννίβα στη μάχη της Ζάμας.^ Επίσης, ο Μαριάμπας γράφει ένα
μυθιστόρημα. Το δεύτερο μέρος εκτυλίσσεται στο σπίτι της
Ζηνοβίας Ζαλούχου, η οποία είναι το μοντέλο του #ια το
μυθιστόρημα. Εκεί είναι συγκεντρωμένη η καλή κοινωνία της
Χαλκίδας και ο Μαριάμπας ·προκαλεί πολλούς με τη
συμπεριφορά του. Αναπτύσσει το καταπληκτικό του δοκίμιο #ια
τη μάχη της Ζάμας, καθώς και την υπόθεση του
μυθιστορήματος, το οποίο είναι διασκευή του μυθιστορήματος
«Η ψεύτικη Εστήρ» του Ρ. Louis, το οποίο με τη σειρά του
είναι διασκευή του μυθιστορήματος «Η ανώτερη γυναίκα» του
Balzac. Από διάφορα σχόλια ο αναγνώστης πληροφορείται ότι ο
ήρωας κλέβει κάθε βράδυ από τον κήπο της Αυλίδας Μύριαμ
Χόπκινς Λάι/βιολέτες και εκείνη ετοιμάζεται να τον
πυροβολήσει με άσφαιρα φ υ σ ί ^ ι α #ια να τον τρομάξει,
πράγμα που ο συ^ραφέας το πληροφορείται από τη Νανά
Κελαδή, τη γυναίκα με την οποία ε ί χ ε ραντεβού.
Πραγματικότητα και φαντασία συγχέονται συνεχώς, τα
επιμέρους επεισόδια μπλέκονται όλο και περισσότερο, με
αποτέλεσμα ο αναγνώστης να προσπαθεί χωρίς αποτέλεσμα να
συνθέσει πολλά αντιφατικά στοιχεία.
297
Στο τρίτο μέρος δίνονται τα κλειδιά #ια την
ανασύνθεση του μυθιστορήματος, που το χ α ρ α κ τ η ρ ί ζ ε ι
αυστηρή οικονομία και Λογική. 0 συ# # ραφέας εμφανίζει τη
μαγική εικόνα και λύνει τις απορίες του αναγνώστη με μια
επιστολή γραμμένη από τον ήρωα, όπου μαθαίνουμε ότι ο
Μαριάμπας δεν είναι στην πραγματικότητα ο Μαριάμπας αλλά
ένας φίλος του, ο Πιττακός, ο οποίος πήρε τη θέση του ^ια να
τον σώσει και να τον εμποδίσει να αυτοκτονήσει εξαιτίας των
προβλημάτων του: τα* Υπουργείο τον απειλεί με απόλυση
εξαιτίας συγγράμματος του, και δεν μπορεί να παντρευτεί την
αγαπημένη του, αν δεν παντρευτεί πρώτα η μεγαλύτερη και
άσχημη αδελφή της. 0 Πίττακός όμως, αντί να λύσει τα
προβλήματα, τα περιπλέκει -ακόμη περισσότερο και αποφασίζει
να αυτοκτονήσει εκείνος χαρίζοντας στο φίλο του το δικό του
όνομα. Αλλάζοντας λοιπόν τα άσφαιρα φ υ σ ί ^ ι α της Λάι με
γεμάτα μετατρέπει τη φάρσα σε πραγματικότητα και
αυτοκτονεί δι' αντιπροσώπου (μέσω της Λάι), και αφήνει ένα
γράμμα που αποδεικνύει την αυτοκτονία του.
Στο τέταρτο μέρος πληροφορούμαστε ότι το μοντέλο
του, η Ζηνοβία Ζαλούχου, αυτοκτονεί σύμφωνα με τον
προκαθορισμένο από το ε^κιβωτισμένο μυθιστόρημα τρόπο.
0 κεντρικός ήρωας, ο Μαριάμπας, είναι έ ν α ς
άνθρωπος που αρνείται την παράνοια της πραγματικότητας και
δραπετεύει στην πραγματικότητα της φαντασίας του,
επιμένοντας, όμως, να είναι κοινωνικός και να αποκαλύπτει
στους άλλους τη γελοιότητα της σύμβασης μέσα στην οποία
ζουν. Προκαλεί έτσι πλήθος επεισόδια με αποκορύφωμα το
σκηνοθετημένο ,έ^κλημα-αυτοκτονία του, λό^ω της
αναπόδραστης·'. ανθρώπινης μοίρας του: ως άνθρωπος
παγιδεύεται μέσα στην πεπερασμένη πραγματικότητα και
αδυνατεί να κατανοήσει τον παραλογισμό των συμβάσεων
επιπλέον, ως συ^ραφέας, δεν μπορεί να ξεπεράσει την
περιορισμένη δυνατότητα έκφρασης που του παρέχει ο λό^ος,
και μένει εκστατικός μπροστά στη λογοτεχνική #ραφή,
επεμβαίνοντας μετά θάνατον, με μεταφυσικό τρόπο--ή μήπως
μέσω της λογοτεχνίας;— στην τύχη της ηρωίδας του, που είναι
και ηρωίδα του Σκαρίμπα, πράγμα που κατορθώνεται με την
29Ô
ανάμιξη των διαφορετικών αφηγηματικών επιπέδων, όσον
αφορά τη ^ραφή. 1
Το στοιχείο που αποτελεί ιδαιτερότητα του Μσριάμπα,
καθώς και όλων των έρ^ων του Σκαρίμπα, είναι η γλώσσα και
η αφηγηματική του τεχνική --με όλα όσα ενέχονται σ' αυτήν:
Λειτουργία του χρόνου, εστίαση, αφηγηματικά επίπεδα κ.ά. Με
τη συνεχή υπονόμευση της χρονικής αλληλουχίας, τη σταδιακή
μετατόπιση της εστίασης από έναν αφηγητή με ε ξ ω τ ε ρ ι κ ή
εστίαση στην οπτική #ωνία του ήρωα, και με πλήθος
τεχνασμάτων και ανακολουθιών—όπως π.χ. την απόπειρα του
Μαριάμπα να διασκευάσει ένα μυθιστόρημα και την ανάπτυξη
του προτύπου του, που βρίσκονται εγκιβωτισμέ να στον κυρίως
μύθο--, ο σ υ ^ ρ α φ έ α ς εξαρθρώνει τη σαθρή λογική της
πραγματικότητας και της γλώσσας και θεματοποιεί ερωτήματα,
όπως η σχέση πραγματικότητας και φαντασίας, αλήθειας και
ψεύδους, πραγματικότητας και μυθοπλασίας, αντικειμενικού και
βιωμένου χρόνου. Συγχρόνως, περνά από την ειρωνεία στη
σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό ή την παρωδία, εφευρίσκοντας
1
Σε συνέντευξη του, το 1937, ο ίδψς ο Σκαρίμπας—αφήνοντας την
εξέταση της «τεχνοτροπίας του μυθιστορήματος του στους
ειδικούς»—περιγράφει ως εξής τον ήρωα του: «0 Μαριάμπας, σαν
τύπος, είναι η έκφραση του "ανθρώπινου ανθρώπου" που είναι—
αυτός—κατά τον ωραίο ορισμό του Μαίτερλιχκ "ένα ακατανόητο
κράμα μεγαλείου και αθλιότητος". Ενεργούσε με την καρδιά και το
ένστιχτο, και πέρασε μέσ' από τη ζωή και τα πράχματα,
ανατρέποντας τα ωραία! Η αίστησή του προνομιούχα κι' ανάστατη,
κύτταζε μέσ' από ανάστροφο πρίσμα τις όψεις μας, κι' έκανε σε
ποικιλίες ατέλειωτες τη χελοιοχρα^ία του κόσμου! 0 καλλίτερος—
κατ' εμένα—χαρακτηρισμός του, αυτουνού μου του ήρωα, βρίσκεται
στο ίδιο μυθιστόρημα μου, που γέρνει του τόνομα, όταν τον
προσδιορίζω ως εξής: "Οι πράξεις του όλες δειλές και περίτεχνες,
είχαν κάτι το αδρό κι' επικίντυνο, κάτι το πολύ λεπτά κωμικό".
Κοντολοχής ο Μαριάμπας—αυτός—ήταν ένας λεπτεπίλεπτος
βάρβαρος, ένας ευχενής Φιλισταίος!». Θ. Προδρόμου, "Πορτραίτα
συχχρας.έων μεταπολεμικής χενεάς: Γιάννης Σκαρίμπας",
ΝεοεΜιχνικά Γράμματα 46 (16 Οκτωβρίου 1937) 12.
299
ποικίλα τεχνάσματα, και υπονομεύοντας τα διαφορετικά
αφηγηματικά επίπεδα, όπως θα δούμε Λεπτομερέστερα σε
επόμενο κεφάλαιο. Έτσι, π.χ. τη σάτιρα της κοινωνίας και των
φιλολογικών σαλονιών τη διαδέχεται η σάτιρα των
παραδοσιακών τρόπων της πεζογραφίας ή ακόμη η παρωδία
συγκεκριμένων ειδών λό^ου, θέματα που θα απασχολήσουν τον
Σκαρίμπα και στο επόμενο μυθιστόρημα του, το ΣόΆο.
1
Διαφωτιστικά gta το μυθιστόρημα στοιχεία, κυρίως όσον ας>ορά
τη χρήση της γλώσσας, δίνει, ο Mario Vitti, θεωρώντας πως ο
συ^δρας,έας, με χο ZóRo, φτάνει, "σε καταστάσεις συρραφής όπου ο
εσωτερικός μονόλογος θα συγχωνευτεί με τη σ υ ν ε ι ρ μ ι κ ή
δ^αδι,κασία του υπερρεαλισμού". Βλ. Mario Vitti, Η χενιά του
Τριάντα., ό. π., σ. 294.
300
και άρθρων, με δραστική συμμετοχή σε φιλολογικές έριδες, με
συνεντεύξεις #ια την ταυτότητα της σύγχρονης ελληνικής
Λογοτεχνίας, κτλ. Αν περιοριστούμε στον Μαριάμπσ, μπορούμε
να πούμε ότι η κριτική, εντυπωσιασμένη από την πρωτόγνωρη
ευφορία της γραφής του Σκαρίμπα, αλλά και αμήχανη μπρος
στον ανοίκειο τρόπο της, αντιμετώπισε το μυθιστόρημα αυτό
με επιφυλακτική αισιοδοξία, περιμένοντας, ίσως, το επόμενο
πεζογράφημα του συγγραφέα, #ια να αποφασίσει σχετικά με
την εισφορά του στη νεοτερική πεζογραφία.
Το Σό/lo κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1939 και είναι
το πρώτο έρ^ο που ο σ υ ^ ρ α φ έ α ς του το χαρακτηρίζει στη
σελίδα του τίτλου του "μυθιστόρημα". 1 0 χαρακτηρισμός αυτός
έχει βαρύνουσα σημασία, όπως θα δούμε παρακάτω. Δύο μήνες
ύστερα από την κυκλοφορία του βιβλίου, ο Γιάννης Χατζίνης
φαίνεται να αμφιβάλλει #ια το είδος του πεζογραφήματος: «Με
το νέο βιβλίο του ο κ. Γιάννης Σκαρίμπας μάς αποδείχνει πως
είναι ικανός 51α όλα: θέλω να πω, #ια τις πιο τ ο λ μ η ρ έ ς
ιδιορρυθμίες, #ια τους πιο απροσδόκητους εξωφρενισμούς. Το
χαρακτηρίζει μυθιστόρημα, αλλά, θα μπορούσε επίσης να το πει
διήγημα, δοκίμιο ή ποίημα --κάθε χαρακτηρισμός θα ταίριαζε
σ' αυτό το βιβλίο, που αποβλέπει κατά βάθος σε μια επανάσταση
λογοτεχνική, με την ανατροπή κάθε παράδοσης και κάθε
λογικής, αποβλέπει δηλαδή σε μια υπερπρωτοτυπία.» Όπως
επισημαίνει ο Παν. Μουλλάς, βρισκόμαστε σε μια εποχή, όπου
«τα λ ο γ ο τ ε χ ν ι κ ά είδη απειλούνται με ολοκληρωτικό
2
αφανισμό». Αλλά και η υπερρεαλιστική υπόσταση του έρ^ου
φαίνεται σκοτεινή στον κριτικό: «Νομίζουμε #ια μια στιγμή
1
Η κυκλοφορία του μυθιστορήματος αναγγέλλεται g t a πρώτη ς>ορά
—απ' όσο κατόρθωσα να εντοπίσω—στο περ. ΝεοεβΗτινικά Γράμματα,
με την εξής σημείωση κάτω από την φωτογραφία του εξωφύλλου:
"Κυκλοφορεί αυτό τον μήνα". ΝεοεΛΛηνικά Γράμματα, 11 (Μάρτιος
1939) 7. 0 Mario Vitti αναφέρει, λαθεμένα, ως χρόνο έκδοσης του
μυθιστορήματος το 1938 (ό.π., σ. 295), ενώ ο Γ. Ι. Φουσάρας, σωστά, το
1939 (Γ.Ι. Φουσάρας, Ευβοϊκή BußRiozpacia. τ. Γ', σ. 2224).
2
Παν. Μουλλάς, 'Tua μια γραμματική του νεοτερικού πεζού λό^ου".
Εντευκτήριο 16 (Σεπτέμβριος 1991) 11.
301
λ.χ. πως θέλει να σατιρίσει το συρρεαλισμό. Αλλά νά, που ο
ίδιος αισθάνεται την ανάγκη να κάμει ακριβώς εκείνο που
σατιρίζει. Κι έχουμε έτσι ένα συρρεαλισμό ... Σκαριμπικό». Και
παρόλο που αναγνωρίζει το ταλέντο του Σκαρίμπα, καταλήγει
στο ότι ο συ^ραφέας «τράβηξε το σχοινί ως που έσπασε»
αφού «η πρωτοτυπία αυτού του είδους είναι πολύ φτηνή και
αρκετά εύκολη. [...]. Μέσα στο Σόίϊο του Φίχκαρω σπαρταρά
βαθιά μια ψυχή' --η ίδια πάντα που γνωρίσαμε σ τ α
προηγούμενα βιβλία -του-ι αλλά #ελοιο#ραφημένη,
παραμορφωμένη, τραβηγμένη, ως εκεί που ξεφτίζει πια, που
χάνει την ίδια της την υπόσταση».1
Σε παρόμοια σύγχυση φαίνεται πως βρέθηκαν και
άλλοι κριτικοί: «Ας πιστέψουμε ότι ο κ. Σκαρίμπας έκανε ένα
γύμνασμα στο οποίο πέτυχε. 'Έγραψε ένα βιβλίο του οποίου δεν
έπρεπε τόσο αβασάνιστα νάδινε αυτόν τον υπότιτλο:
Μυθιστόρημα (Αλήθεια τί υπότιτλος του ταιριάζει;)» γράφει
δύο μήνες αργότερα ο Άριστος Σταθόπουλος. «Ηδονίζεται
κανείς διαβάζοντας το στην άγνοια, στην αγωνία και στην
λαθραία υπεκφυγή των συλλήψεων του νου. [...] Ο κ. Σκαρίμπας
ούτε συρρεαλιστής είναι στο νέο του βιβλίο ούτε λο^ικεύεται.
Μας παραξενεύουν κάποιες παραδοξότητες, εξωφρενισμοί,
γλωσσικοί υπερμοντερνισμοί κι όμως όλα τα επιμέρους
"^ε^ονότα έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους και τα πρόσωπα
έχουν κάποιαν υπόσταση και ...λογική. Φαίνεται ότι ο κ.
Σκαρίμπας θέλει να εκπλήξει. Αλλά "ασωτεύει εν τη ασωτεία
του". Αν ε^λυτωνε απ' τη δεύτερη ασωτεία του, το βιβλίο θάταν
στο είδος του αριστουργηματικό».2
Όμοια συγκρατημένα αρνητική άποψη έχει και ο Λ.
Παυλίδης: «Όταν διαβάσεις το ΣόΆο του φίχκαρυ και περάσει
λί^η ώρα, όση απαραίτητα χρειάζεται #ια να ξεμουδιάσεις,
τότε αμέσως σκέφτεσαι: 0 Σκαρίμπας γλύτωσε και τη φορά
τούτη από μια αξε^ύριστη κουτρουβάλα, από το γενικό
1
Γιάννης Χατζίνης, «Γιάννη. Σκαρίμπα: Το ΣόΗο του Ψίχκαρω--
μυθισχόρημα», Πνευματική Zwif 47 (10 Μαίου 1939) 140.
2
Άριστος ΣταΒόηουΆος, "Γιάννη Σκαρίμπα: Το Σόίίο του Φίχκαρω--
μυθιστόρημα", ες>. Αχών της Tptçuâtaç.. ç.246, 17 Ιουλίου 1939. 2.
302
ρεζίλέμα, χάρις στο αναμφισβήτητο τάλαντο του. Κι έχεις δίκιο
να σκεφτείς έτσι. Γιατί διαβάζοντας το καινούργιο αυτό βιβλίο
του γνωστού και πολύκροτου τούτου συ##ραφέα, δ ε ν
αποκόμισες τίποτε άλλο, εξόν από το μυρμήγκιασμα που δίνει
ένα βίαιο και tfop^ó ^αρ^αλητό». ι
Εκείνος που στάθηκε απολύτως αρνητικός απέναντι
στο μυθιστόρημα, δικαιολογημένα αν σκεφθεί κανείς ότι στα
νειάτα του ο κριτικός ήταν φανατικός δημοτικιστής, είναι ο
Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο οποίος το χαρακτήρισε ως «ένα
ακατανόητο, άπλαστο, χωρίς καμμιά εσωτερική συνοχή και
καμμιά πρωτίστως δικαίωση, συνοθύλευμα ηθελημένων
παραδοξολογιών, ένα κουραστικό παραλήρημα, που δεν έχει
καν τη γοητεία των ωραίων μωριών...». Θεωρεί ότι ο
συ^ραφέας^του έκανε, ίσως ασυνείδητα, ένα υπερρεαλιστικό
μυθιστόρημα, αλΗά της χειρότερης μορφής, αφού ο
υπερρεαλισμός είναι ακατάλληλος #ια το μυθιστόρημα. Και
καταλήγει πως από τα χειρότερα μειονεκτήματα του έρ^'ου
είναι το λεξιλόγιο, το οποίο «είναι τρομερά ιδιωματικό, όταν
δεν είναι στρεβλωτικό της Δημοτικής», και η σύνταξη: «Λεν
καταλαβαίνω επίσης ^ιατί ο κ. Σκαρίμπας χρησιμοποιεί σε τόσο
μεγάλο βαθμό, τις συντακτικές καντρίλλιες στη φράση του με
τις αδιάκοπες παύλες και τις αμοιβαίες μεταθέσεις ρημάτων
και υποκειμένων κατ' απομίμηση της γερμανικής σύνταξης.
Είναι φανερό ότι στο αέναο κυνηγητό της πρωτοτυπίας ο κ.
Σκαρίμπας φαντάσθηκε πως με τον τρόπο αυτό δημιουργεί
2
προσωπικό ύφος».
Αντιθέτως, απολύτως θετικοί στην κρίση τους
παρουσιάζονται ο Γ. Φουσάρας (μ1 ένα σύντομο επαινετικό
σημείωμα στον τοπικό τύπο)3, και ο Πέτρος Σπανδωνίδης, ο
οποίος επισημαίνει την τάση του Σκαρίμπα # ι α "ρομαντική
1
Πέτρος Σπανδωνίδης, «Γιάννη Σκαρίμπα: Το ΣόΛο τον Φί^καρω?»,
Μακεδόνικες Ημέρες 3 (Μάιος-Iouvtoç 1939) 63-65.
304
ερωτευμένος με τη Νίνα Δολόξα, μια γυναίκα η οποία
συμπεριφέρεται παράξενα· όπως πληροφορούμαστε από την
ίδια, στο τέταρτο μέρος του βιβλίου, έχει μια όμοια στην
εμφάνιση αδελφή, η οποία είναι ρομπότ, γυναίκα-βιόλα. 0
ήρωας θέλει να την ακούσει να παίζει το "Σόλο του Φί^καρω"
και η ίδια η ηρωίδα τού δίνει το κλειδί--που έχει σχήμα
στιλέτου--με το οποίο την κουρδίζει. Στην προσπάθεια του να
ακούσει μουσική, ο ήρωας άθελα του σκοτώνει την ηρωίδα--η
οποία προφανώς δεν έχει αδελφή, αλλά βρίσκει μ' αυτό το
τέχνασμα έναν τρόπο #ια να αυτοκτονήσει- έτσι, ο ήρωας
κλείνεται στο φρενοκομείο, όπου γράφει στίχους. Το
μυθιστόρημα τελειώνει με ένα ποίημα #ια κάποιο
απραγματοποίητο όνειρο: ένα βαπόρι που θα τον έφερνε "όξω
από τα όρια του κόσμου". Γύρω από τον κεντρικό ήρωα
κινούνται κι άλλα πρόσωπα, γυναίκες και άνδρες-ρομπότ, που
φιλοσοφούν και χαίρονται #ια την ανθρώπινη υπόσταση τους,
ένας Εβραίος με το όνομα Ριχάρδος Γκαμόν που έχει στείλει το
εργοστάσιο Αυτοματικών 'Κινητανθρώπων της Βιένης #ια να
επιδιορθώσει τις Βλάβες που παρουσιάζουν τα ρομπότ, ένας
άλλος Εβραίος, ο Γιωσέ Μαχράμή, πρόεδρος της μυστικής
Λέσχης των τριών Χ, λέσχη§ ανθρωποφάγων με έντονη
δραστηριότητα. Όλα αυτά, μέσα από την οπτική ^ωνία του ήρωα
και του αμφιλεγόμενου λογικού του, μετεωρίζονται μεταξύ
πραγματικότητας και ονείρου, εφόσον πολλές φορές τα όρια
των δύο συγχέονται. Τόσο ο βασικός μύθος όσο και τα
επιμέρους θεματικά μοτίβα δεν ολοκληρώνονται. Θα έλε^ε
κανείς ότι αποτελούν το άλλοθι του συ^^ραφέα: αυτό που στ'
αλήθεια ενδιαφέρει δεν είναι η αναπαράσταση της
πραγματικότητας αλλά η δυνατότητα της γλώσσας ν α
δημιουργήσει μια πραγματικότητα.
Η #ραφή παρουσιάζει ακόμα πιο πολύπλοκη υφή απ'
ό,τι στο προηγούμενο μυθιστόρημα του Σκαρίμπα: λό^ος που
παίζει με τη μεταφορά και την κυριολεξία, και ερευνά την
αμφισημία των λέξεων, αναγραμματισμοί, υ π α ι ν ι γ μ ο ί ,
αφηγηματικά επίπεδα που χωνεύουν το ένα μέσα στο άλλο,
υπερρεαλιστικές εικόνες κτλ. Η π ρ ο σ έ ^ ι σ η του
μυθιστορήματος συνίσταται στην ανασύνθεση σπαραγμάτων
305
επεισοδίων και συμπεριφορών που δίνονται δίχως ιδιαίτερη
σειρά και συνοχή, και στην αποκωδικοποίηση άλογων εκ
πρώτης όψεως λεκτικών μονάδων. Έτσι, ο αναγνώστης
καλείται να συμμετάσχει δραστικά στη διαδικασία γραφής του
μυθιστορήματος και επωμίζεται το βάρος της σηματοδότησης
του.
4. Αυτοαναφορικότητα.1
Το Σόλο είναι ένα μυθιστόρημα που αποκαλύπτει
συνεχώς τη διαδικασία της σύνθεσης του. Ένας από τους
σημαντικότερους μηχανισμούς-της αυτοαναφορικότητας είναι η
παρωδία. Η διαδικασία γραφής του μυθιστορήματος παρωδείται
μέσα από την προσπάθεια του Αντώνη Σουρούπη να γράψει
ένα μυθιστόρημα, απόπειρα η οποία καθ' οδόν εγκαταλείπεται.
1
Για την αυτοαναφορικότητα στο ΣόΆο του Φίχκαρω βλ. Eleni
Yannakakis, «The Solo of Madness: Aproaching the Limit of the Genre
in Skarimbas' To ΣόίΙο του φίχκαρω», Μοβυβδοκονδυίίοπεβεκητής 3
(1991) 263-267.
307
Ο ήρωας δεν κατορθώνει να γράψει μυθιστόρημα και
οδηγείται στην τρέλα. Ωστόσο, η τάση του είναι εξαρχής να
ακούσει ένα μουσικό κομμάτι (το ύψιστον της ποίησης για τους
συμβολιστές και μετασυμβολιστές), πράγμα που δεν
κατορθώνει· αντί γι' αυτό οδηγείται στην ποίηση: το
μυθιστόρημα τελειώνει μ' ένα ποίημα. Αντίθετα με τον ήρωα
του--θα έλεγε κανείς πως αποτελεί αντεστραμμένο του
είδωλο--, ο συγγραφέας ολοκληρώνει το μυθιστόρημα του,
υπενθυμίζοντας συνεχώς..στον ^αναγνώστη ότι πρόκειται για
μυθοπλασία· τούτο το κατορθώνει θεματοποιώντας προβλήματα
της λογοτεχνίας.'ή και παραπέμποντας στ' άλλα του έργα, μέσα
από τη δημιουργία μιας εντελώς ιδιαίτερης εσωτερικής
διακειμενικότητας, η οποία πραγματώνεται με ενδοκειμενικές
αναφορές και μ'ε υποσημειώσεις.
Αλλά, αν η παρωδία της λογοτεχνικής γραφής είναι
ένας από τους στόχους του συγγραφέα, η παρώδηση του
υπερρεαλισμού είναι μια άλλη σημαντική πρόθεση του
Σκαρίμπα στο Σο/ίο- από αυτήν άλλωστε προέρχεται και η
αμηχανία της κριτικής ως προς τον χαρακτηρισμό του
μυθιστορήματος ως υπερρεαλιστικού ή όχι. Αλλά το θέμα της
παρωδίας θα εξεταστεί σε επόμενο κεφάλαιο.
Η γλώσσα του μυθιστορήματος, εξαρθρωμένη και
ξαναπλασμένη, κινείται με άνεση ανάμεσα στη δημοτική, την
καθαρεύουσα, το τοπικό ιδιόλεκτο της Χαλκίδας, την αργκό. Όλα
όμως φιλτράρονται μέσα- από την καταλυτική γλωσσική
αίσθηση και δημιουργικότητα του συγγραφέα. Αν το ΣόΆο
είναι ένα μυθιστόρημα που προκαλεί τον αναγνώστη να
ανιχνεύσει τη διαδικασία της σύνθεσης του, η γλώσσα του δεν
μπορεί παρά να είναι συνεπής προς αυτή την πρόκληση:
κατακερματισμένη και μεταλλασσόμενη, νευρώδης και
αιχμηρή, αποκαλύπτει και αυτή τη διαδικασία σύλληψης του
υπαρκτού. Ακόμα, η αποτυχημένη προσπάθεια του ήρωα του
έργου να γράψει μυθιστόρημα λειτουργεί αλληγορικά,
αντανακλώντας τη δυσκολία που είχε να αντιμετωπίσει ο
συγγραφέας στο κατορθωμένο μυθιστόρημα, λόγω της
πεπερασμένης φύσης της γλώσσας. Επιπλέον, η πεποίθηση ότι
η πραγματικότητα και η μυθοπλασία υπερβαίνουν τον λόγο
30Ô
υπηρετείται και μέσω της γλώσσας: ο συχ^ραφέας εφευρίσκει
νέες Λέξεις #ια να αποδείξει ότι μόνο με λέξεις
αποσυνδεδεμένες από την αυθαίρετη και τετριμμένη σημασία
τους υπάρχει ελπίδα να συλλάβουμε την ουσία των πραγμάτων
πολλές δορές, όπως θα δούμε, ο λό^ος του τείνει να #ίνει ένας
καινούργιος κώδικας.
Τέλος, τόσο η στίξη όσο και η τυπογραφική διάταξη,
σε συνδυασμό με τη στριφνή σύνταξη του κειμένου παίζουν
καθοριστικό ρόλο στην αφηγηματική τεχνική του συ^χ,ραφέα:
αποστροφές στον αναγνώστη, σχολιασμός των δρωμένων ή
των ηρώων από τον ίδιο τον αφηγητή,, ενδοσκοπήσεις του
ήρωα, κτλ. υπηρετούνται από αμοιβαίες μεταθέσεις ρημάτων
και υποκειμένων, επιθετικών προσδιορισμών και ουσιαστικών,
παύλες, παρενθέσεις και αποσιωπητικά. Το αποτέλεσμα είναι
αυτό στο οποίο σκοπεύει και η γλώσσα του: η αίσθηση του
διαταραγμένου, του εκτός κανόνων και ορίων. Επίσης, η
σατιρική διάθεση του συχ^ραφέα δηλώνεται και μέσα από τη
σύνταξη και τη στίξη· π.χ., πρβ. το ποίημα χια τη μύχα, σ. 3θ.
Τέλος, η στίξη και η τυπογραφική διάταξη του κειμένου
συμβάλλουν στη θεατρικότητα του έρχου, αφού καθορίζουν την
εκδορά του κειμένου.
1
Στη "Σημείωση του Ποιητή" διαβάζουμε: «Η λέξη που χρησίμευε
già τίτλος τούτης της μικρής συλλογής είναι παρμένη απ' το
ανέκδοτο μυθιστόρημα μου ΧαΆκίδα ή το ΒατερΆύ δυο ^εΗοίων (που
ακόμα χράφεται) και ακριβώς από έναν διάλοχο (τον παρά κάτω)
μεταξύ του ήρωα μου Πιττακου και του γιατρού Εξαδάκτυλου».
(Γιάννης Σκαρίμπας, Ουίίσίίούμ, ΑΘήνα, "Γραφείο Πνευματικών
Υπηρεσιών", 1936, σ. 7).
Μαρτυρία gva την πρώτη χρα$ή του μυθιστορήματος μας
δίνει και ο Ν. Αλάσιος σε κριτική του Βατερίίώ: «Τώρα ο κ.
Σκαρίμπας παρουσιάζει ένα άλλο μυθιστόρημα. Το ΒατερΆύ δυο
χείϊοίων, που τόχε πρωτοσχεδιάσει σαν δράμα, το 193θ, αν δεν κάνω
λάθος, και που μου τόχε στείλει τότε σαν χειρόγραφο». Ν. Αλάσιος,
«Γιάννη Σκαρίμπα, «Το ΒατερΗύ δυο χεΡίοίων. Μυθιστόρημα,
Χαλκίδα 1959», ες». Ε9νική [Λευκωσίας], 20. 10. 1959, σ. 2.
310
1
#νώμη του Σκαρίμπα— έρ^ο του. Αποτέλεσμα αυτής της
διεργασίας, που υποβοηθήθηκε από τις ιστορικές συνθήκες που
προανέφερα, ήταν να καθυστερήσει ο συ^ραφέας την έκδοση
του ΒστερΆώ, το οποίο πρέπει να είχε τελειώσει #ύρυ στις
αρχές του 1937, όπως ο συγγραφέας δήλωνε σε συνέντευξη
του, επισημαίνοντας, όχι δίχως αγωνία, την ανάγκη να το
εκδώσει #ια να επιδοθεί σε άλλο έρ#ο.2
1
Σε ερώτηση δημοσιοχράδου αν ύστερα από τον Μαριάμηα τον
ικανοποιεί το Βατερβώ ο Σκαρίμπας απαντά: «Για τον αληθινό
τεχνίτη η απόλυτη καλλιτεχνική ικανοποίηση ε ί ν α ι πράχμα
ανέφικτο και αντάμα θανάσιμο. Μη όντας ο ίδιος--σαν άνθρωπος —
τέλειος, πώς θάταν δυνατό να βαστάξει το χτύπημα το θεϊκό του
τέλειου; [...] Έτσι, η ικανοποίηση μου già το νέο μου έρχο, αυτό,
είναι ουσικά πολύ σχετική, μα είναι μολαταύτα μεχάλη. Είναι
αυτό--κατά τη χνώμη μου πάντοτε--το αρτιότερο μου βιβλίο. (Το
αληθινό μου το "μεχάλο βιβλίο" μου ακόμα δεν τόχραωα. Ίσως και
να μην το χράωω και ποτέ μου.) Βλ. β. Προδρόμου, ό. π., σ. 12.
2
Στην ίδια συνέντευξη του ο Σκαρίμπας δηλώνει:
«Ευθύς ως τυπώσω το μυθιστόρημα • μου Χαβκίδα ή Το Βατερβώ δυο
gsßoCujv θα επιχειρήσω να χράωω χια θέατρο. [...]
— Το Βατερβώ δυο χεβοίων τόχετε έτοιμο;
—Από ένα χρόνο σχεδόν. Διά&ορες απασχολήσεις μου και άλλοι
λόχοι δεν μου επέτρεψαν το τύπωμα του έως εδώ. Η απόβαση μου
όμως είναι να το τυπώσω το πολύ έως την Άνοιξη. Είναι μια
δουλειά που πρέπει να §ύχει από πάνω μου δια να επιδοθώ
απερίσπαστος στην κατοπινή μου ερχασία».
Πέρα απο τους ήρωες και τα επιμέρους δρώμενα, κοινά και
στα δύο μυθιστορήματα, όπως συνάχεται από τις υποσημειώσεις
στο μυθιστόρημα το Σόβο, ένα άλλο στοιχείο όπου συναντώνται τα
δύο έρχα και το οποίο πιστεύω πως δεν έχει "'επίσης σημασία già
την αποδυνάμωση της αρχικής μορφής του μυθιστορήματος, είναι
το εξής: ο πρώτος τίτλος του Βατερβώ έχει ένα πρώτο διαζευτικό
σκέλος: Χαβκίδα ή ... Στο μυθιστόρημα Μαριάμπας δημοσιεύεται σε
υποσημείωση ποίημα με τίτλο "Χαλκίδα", το οποίο δεν έχει δομική
σχέση με το μυθιστόρημα. Μαριάμπας. ό. π., σ. 149.
311
Εύκολα διακρίνει κανείς όχι ο φαντασιακός κόσμος
του συγγραφέα, αυτόνομος και συνεκτικός, βρίσκει θέση σε
όλα του σ χ ε δ ό ν τα έρ^α, σε διαφορετικά δρώμενα,
δημιουργώντας στον αναγνώστη την εντύπωση ότι οι ήρωες
του είναι οι ί δ ι ο ι ηθοποιοί, σε διαφορετικούς κάθε φορά
ρόλους. 1 Η αίσθηση αυτή επιτείνεται από το ιδιότυπο είδος
εσωτερικής δ ι α κ ε ι μ ε ν ι κ ό τ η τ α ς που χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί ο
σ υ ^ ρ α φ έ α ς , η οποία πραγματώνεται με τη χρήση
υποσημειώσεων που παραπέμπουν από έρ#ο σε έρ#ο ή σε
ήρωες του ή στον σ υ ^ ρ α φ έ α ως ιστορικό πρόσωπο ή ακόμη
επεξηγούν λεπτομέρειες της ζωής των ηρώων του σαν να
ήταν υπαρκτά πρόσωπα. 2 Ειδικότερα, όσον αφορά το ΒστερΆώ :
σε υποσημειώσεις του μυθιστορήματος το ΣόΆο, γ ί ν ε τ α ι
αναφορά σε ήρωες ή σε ' δρώμενα του μυθιστορήματος
Μαριάμπας σαν απλω5να αποτελούν κοινά στοιχεία με τα
α ν τ ί σ τ ο ι χ α του ανέκδοτου ακόμ^ ΒατερΡιώ. 3 Όταν το
μυθιστόρημα εκδίδεται, δεν επιζεί τίποτε από τους ήρωες ή τα
δρώμενα του Μσριάμπα, στην καταφανώς νέα εκδοχή του
μυθιστορήματος. Όμως ο εξωφρενικός του κόσμος είναι παρών
και πολλές φορές όμοια μοτίβα περνούν από το ένα
μυθιστόρημα στο άλλο με την ίδια ακριβώς διατύπωση, ενώ
υπάρχει μια ρητή αναφορά στον Μαριάμπα^ Επομένως ό,τι
χάνεται σε επίπεδο ονομάτων ή στοιχείων πλοκής του μύθου,
που ήταν αρχικά σ υ ^ ε ν ι κ ά και στα δύο μυθιστορήματα, δεν
χάνεται ισοδύναμα σε επίπεδο ύφους, ιδεών αλλά και αίσθησης
ζωής. Μ' άλλα λό^ια τα δύο μυθιστορήματα εξακολουθούν να
είναι παραπληρωματικά, κατά κάποιο τρόπο παρακλάδια της
1
Όπως αποδεικνύει ένα δακτυλογράφο αντίτυπο που σώζεται, στο
τμήμα του αρχείου που ανήκει στην κ. Ελένη Σκαρίμπα, η πρώτη
εκδοχή του Βατερίίώ ήταν δράμα και όχι μυθιστόρημα. Επίσης, με
βρίσκει απολύτως σύμφωνη η άποψη του Αλάσιου ότι η
δημοσιευμένη εκδοχή του Βστερίίύ έχει διάρθρωση δράματος.
2
Γιάννης Σκαρίμπας, Το Βατερίίύ δυο #sRoiwv, Αθήνα, Α.
Μαυρίδης, 1959, σσ. 35, 52, 71, 74, 124, 142, 167, 179, 186, 203.
3 Σό,Ίο, σα. 20, 49, 50, 64.
4
Γιάννης Σκαρίμπας, Το Βατερβώ δυο χεΗοίων, ό. π., σ. 179.
312
ίδιας φλέβας, όπως τα θέλησε από την αρχή ο δημιουργός τους.
Το να υποστηρίξω την παραπάνω άποψη με μια αναλυτική
συνανά^νωση των δύο μυθιστορημάτων θα μας ξεστράτιζε σε
περιοχές όπου δεν προτίθεμαι να εισχωρήσω. Εξάλλου, η
μαρτυρία του ίδιου του συχχραφέα νομίζω πως δεν αφήνει
περιθώρια ΧΛα αμφιβολίες, ακόμη και στον πιο καχύποπτο
αναγνώστη. Σε ερώτηση δημοσιογράφου αν υπάρχει σχέση
ανάμεσα στον Μαριάμπα και στο ΒατερΆώ, ο Σκαρίμπας απαντά:
1
Κ. Θ. Προδρόμου. ό.π.
2
Σόλο, σσ. 20, 49, 50. 64.
3 Γιάννης Σκαρίμπας, Άπαντες στίχοι 1936-1970.. Αθήνα, εκδ.
•Έπτάλος.ος Ε.Π.Ε.", 1970, σ. 17.
4
Σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του συ&5Ρα5έα το πρώτο του έρ^ο
•υπήρξε ένα ρομάντζο με τίτλο Η Ντόνα Μία Πορτολές. Οι
λεπτομέρειες του, μαζί με το χειρόγραφο, χάθηκαν μέσ' "στην αχλύ"
του χρόνου αλλά η προσωπικότητα της ηρωίδας εκείνης "προβάλλει
εκεί μέσ' στα θάμβη παρθενική και κλονούμενη σαν νοσταλγική
οπτασία" δανείζοντας "το αμυδρό της σχεδίασμα, σε λό^ια γεμάτα
από άνθη και φώτα" στην μόνη ξένη ηρωίδα του μυθιστορήματος
314
Εξάλλου, με πλοκή δομημένη πάνω σε αλεπάλληλα
ψεύδη, με πρωταγωνιστή κάποιον που «σε ψευτοδια"0"ωνισμό
θάταν πρώτος» και που συνεπαίρνεται από «της ψευτολο^ιάς
του τη μέθη», το ΒατερΑώ εκφράζει πιστά μια γενικότερη και
καθοριστική #ια τη #ρα6ή του σ υ ^ ρ α φ έ α στάση: τ η ν
αναζήτηση της ουσίας και το σπάσιμο των δεσμών τ η ς
σύμβασης, μέσα από την ελευθερία του ψεύδους.
1
Παν. ΜουΗΗάς, «Γιάννης Σκαρίμπας. Το Βατερβώ δυο χεβοίων».
Διαγώνιος 2 (1959) 70-71.
2
Παν. Μουλλάς. ό.π.. σσ. 70-71.
3
AR. Κωνσταντι,νίδης, «Γιάννη Σκαρίμπα, Το Βατερβώ δυο
χεβοίων». Κυπριακά Χρονικά 8 (Ιούνιος 1961) 375-376.
316
Επίσης, η κριτική επισημαίνει την ανατρεπτική τάση
του éptfou: «Ο Σκαρίμπας είναι ένας ανορθόδοξος, ανατρεπτικός
του ύφους. Παράξενος, σαρδόνιος. Ίσως να υπάγεται και στη
χορεία των μεγάλων "καταραμένων" της Μπωντλερικής εποχής.
[...] 0 σ υ ^ ρ α φ έ α ς ξεπέρασε τα γνωστά ύφη κι εκφράσεις, τις
γνωστές ειρωνικές διαθέσεις και τα δήθεν έξυπνα χιούμορ κι
έφτασε στη δική του θρησκεία του ζώντος ευφυούς λό^ου. [...] 0
Σκαρίμπας κοροϊδεύει τα πάντα και τους πάντας· μ η δ έ ' τ ο υ
εαυτού του εξαιρουμένου. Ακριβώς πρώτα τον εαυτό του
κοροϊδεύει, βρισκόμενο στην κορυφή του κόσμου.
Η κοινωνία #V αυτόν είναι πότε ένα σοβαροφανές
φρενοκομείο, πότε ένας Πύργος Βαβέλ, που τον χτυπάει το κύμα
της ασυναρτησίας και που οι κτήτορές του δεν είναι άλλοι από
τους μεγαλόσχημους' και τους ιθύνοντες των κοινωνιών. Και
πότε ένα παρδαλό κι αξιοθρήνητο καρναβάλι».!
1
Δημ. Χαμπουλίδης, «Γιάννη Σκαρίμπα, Το Βατερίίώ δυο χείίοίων
(μυθιστόρημα)», ες>. Κύπρος, 21.3.1960.
2
Παν. Μουλλάς, ό.π., σσ. 70-71.
317
4. Καθοριστικό στοιχείο του ύφους του Σκαρίμπα η ιδιωματική
του χλώσσα.
«Ζήτημα τιμής πια yu" αυτόν να τηρηθεί στο ακέραιο το
πρόσχημα μιας μέχρις ιδιωματισμού γλωσσικής ορθοδοξίας. Τί
μπορεί να είναι δίχως τη γλώσσα ένα ύφος;
Το ύφος βέβαια είναι εδώ εξάρθρωση των συντακτικών
με/Ιών κι αποθέωση της στίξης. Δέσμη ευρημάτων
υπερρεαλιστικής φαντασίας και παύλες παρενθετικές—σύμβολα
του νοείν "επιπέδως";».1."
Ως «πείραμα χρήσιμο #ια την πεζογραφία» θεωρεί το ύφος
του Σκαρίμπα Ό Αλ. Κωνσταντινίδης, αφού, ακόμη κι αν δεν
αντέξει στο χρόνο, ανοίγει: νέους δρόμους στη ^ραφή.2 Αλλά
και άλλος κριτικός θεωρεί ως μεγαλύτερη αρετή του
μυθιστορήματος το ύφος, το οποίο καθορίζεται από -το
λεξιλόγιο. «Η ιδιοτυπία του στο σημείο αυτό έγκειται όχι στη
χρησιμοποίηση νέων ή σπάνιων, αλλά στην ασυνήθιστη
τυπολογική εμφάνιση πλήθους συνήθων λέξεων, ως η
συχνότατη χρήση της μετοχής του αορίστου (υωώσαντας,
δείξαντας) σε διαστολή από την του ενεστώτας, χρήση
αρχαϊκών ή μεσαιωνικών τύπων (προεξέχον ρύγχος, εθώρει,
εμίλειε), ο σχηματισμός κανονικά του μέσου παρατατικού σε -
μα ν αντί -μουν ή -μην (προά^ομαν, αιστάνομαν), -σταν αντί -
στε (ήμασταν, καθόμασταν) και άλλοι τυπικής φύσεως
μετασχηματισμοί, που θα μείνουν ως ένα πά^ιο, καθώς νομίζω,
ξεχωριστό γνώρισμα του λεκτικού ύφους του κ. Σκαρίμπα».
Επίσης, επισημαίνει τα ασυνήθιστα υπερβατά συντακτικά
σχήματα, τις καίριες μεταφορές και παρομοιώσεις και τη
θαυμάσια ικανότητα του Σκαρίμπα να μετεωρίζει τον κόσμο του
μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, μεταξύ ποίησης και
πεζογραφίας. Η μόνη επιφύλαξη που διατυπώνεται #ια το
ΒατερΆώ αφορά την «ωμή ελικρίνεια» που οδηχεί στη χρήση
λέξεων που δεν χρησιμοποιούνται στον γραπτό λό^ο.3 Φαίνεται
1
Παν. Μουλλάς. ό.π., σσ. 70-71.
2
Αλ. Κωνστανχινίδης. ό. π., σσ. 375-376.
3 Μπάμπης Νίντας. «Γιάννη Σκαρίμπα, Το Βατερίίώ δυο χείίοίων.
Μυθιστόρημα», Νέα Πορεία 51 (Μάιος 1959) 185-186.
ότι το ύφος του Σκαρίμπα είναι ο κοινός τόπος όπου
συναντώνται όλα τα κείμενα κριτικής που γράφηκαν #ια το
μυθιστόρημα: «Το ύφος του κ. Σκαρίμπα εξακολουθεί να
εμφανίζει την ίδια πρωτοτυπία, με μιαν ιδιότυπη
συναρμολόγηση αντιθέσεων, αντινομιών και συγκρούσεων,
μέσα στην οποία προβάλλεται τόσο η κοινή θυμοσοφία,
επιγραμματική πολλές φορές, όσο κι η βαθύτερη σκέψη, και
φιλοσόφηση στα προβλήματα της ζωής. Πολύ συχνά βέβαια το
ύφος αυτό εμφανίζεται τεχνητό, ουδέποτε όμως
1
προσποιημένο.»
1
Ν. Αλάσ^ος, ό. π.
2
A3. Κωνσταντινίδης, ό. π., σ. 376.
3
Παν. Μουλλάς, ό. π., σ. 71.
319
επιφύλαξη αντιμετωπίζει την υπερρεαλιστική υφή του
μυθιστορήματος ο Δ. Ραυτόπουλος, διότι θεωρεί ότι έτσι
απομακρύνεται από το ευρύτερο κοινό ένα μυθιστόρημα που
μπορεί να του δώσει πολλά--άποψη ευεξήγητη λό^ω της
μαρξιστικής σκοπιάς του κριτικού: «Η ιδιοτυπία του
σουρεαλισμού του Σκαρίμπα είναι ένα είδος παραμορφωτικού
καθρέφτη σαν εκείνους του λούνα πάρκ, που κάνει απίθανα
γελοίες, τερατόμορφες ή σπαρακτικές φόρμες από τα πρόσωπα,
τα αισθήματα και τις*, σχέσειζ. Από τον ίδιο παραμορφωτικό
καθρέφτη δεν .γλυτώνει ούτε η γλώσσα, το συντακτικό, οι
γραμματικοί τύποι, η λέξη. Με μια διάθεση κυβιστική κάνει
τομές στο αντικείμενο του, όπως και στο λό#ο του, #ια να μας
δείξει την κύρια όψη του KCXI την ανάποδη ταυτόχρονα, να μας
επιβάλει την ανατομική του αλήθεια. [...] Η αντίρρηση μας
είναι ακριβώς σ' αυτό. Μυστηριακά σφραγισμένα σε
απρόσιτους γρίφους παραμένουν όλ' αυτά από τη γενικότερη
συμμετοχή».1
Το μυθιστόρημα εκτείνεται σε περισσότερες από
διακόσιες σελίδες και χωρίζεται σε πέντε άνισα μέρη. 0 μύθος
του οργανώνεται σε δαιδαλώδη πλοκή: ανακολουθίες,
πρωθύστερα, ασύνδετα, ιστορίες άσχετες με τον βασικό μύθο
ένθετες στην αφήγηση, πρόδρομες μνήμες που, φαινομενικά,
έχουν ελάχιστη ή μηδαμινή δομική σχέση με τον μύθο, τον
καθιστούν τελείως προσχηματικό και κρατούν σε ε^ρήχορση
τον αναγνώστη, ο οποίος μόνο στο πέμπτο και τελευταίο μέρος
του μυθιστορήματος είναι σε θέση να ανασυνθέσει τους
ποικίλους θεματικούς πυρήνες.
Μετεωριζόμενος ανάμεσα στην πραγματικότητα, τη
φαντασία και τό .όνειρο ο μύθος παρουσιάζεται τόσο απίθανος,
ώστε θα μπορούσε να προκαλέσει την ανία του αναγνώστη, αν
δεν ισορροπούσε θαυμαστά ανάμεσα στην οικονομία της
•πλοκής του και στις ευρηματικές παρεκκλίσεις του απ' αυτήν: 0
εκκεντρικός και αμφίβολης διανοητικής υγείας Αντώνης
Ταπιά^κας, κάτοικος Χαλκίδας, είναι ερωτευμένος με την
1
Δ. Ραυτόπουλος, «Γιάννη Σκαρίμπα, Το Βατερίίώ δυο χείίοίων»,
Επι9εύρτ\ση Τέχνης 59-60 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1959) 222-223.
320
AtftféHa, γ υ ν α ί κ α του Κωνσταντίνου Χαμόδρακα, στη
Θεσσαλονίκη. Της γράφει διακόσια γράμματα στα οποία εκείνη
δεν απαντά. Ο Χαμόδρακας πεθαίνει ξαφνικά και ο Ταπιά^κας
παντρεύεται την πάμπλουτη χήρα, την αγαπημένη του Α##έλα.
Όμως, δεν μπορεί να ζήσει την ευτυχία του ήσυχα, διότι
κάποιος τον παρακολουθεί, ενώ από ποικίλα στοιχεία
υποπτεύεται ότι ο πρώην σύζυγος ζει. Πράγματι, πρόκειται #ια
φαινόμενο νεκροφάνειας: ο νεκρός, χάρη στη δραστηριότητα
ενός τυμβωρύχου, ανακτά τις αισθήσεις του και βγαίνει από
τον τάφο του, αλλά, παρακολουθώντας τις επιλογές της συζύγου
του και θέλοντας να την αφήσει να διαλέξει μόνη της ανάμεσα
στους δύο, εμφανίζεται τελικά στον Ταπιά^κα, ζητώντας του να
της παρουσιάσει εκείνος την αλήθεια. 0 Ταπιά^κας τον πείθει
ότι η Α ^ έ λ α θα τον απέρριπτε και άρα καλώς είχε πεθάνει, ο
Χαμόδρακας αυτοκτονεί, και την προτελευταία στιγμή ζητά από
τον Ταπιά^κα να τον θάψει στον τάφο απ' όπου μπαινόβγαινε
τόσο καιρό. 0 Ταπιά^κας εκτελεί την επιθυμία του και
εξακολουθεί να ζει με την Ά ^ έ λ α , δίχως να της αποκαλύψει
τίποτε. Όμως κάτι έχει αλλάξει, αφού ο ίδιος είναι «ένας
δυστυχισμένος ζαβός» και «τά ρούχα του--μια συμφωνία
τσεπών και κουμπιών--παίζουν το ακομπανιαμέντο της "β ί -
Sas"»·1
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Πολλές φορές ο
σ υ ^ ρ α φ έ α ς σχολιάζει σε, υποσημειώσεις τη συμπεριφορά του
ήρωα-- αφηγητή. Χρόνος της αφήγησης είναι ο ενεστώτας,
ενώ χρόνος της ιστορίας είναι ο αόριστος. Η αφηγηματική
τεχνική του σ υ ^ ρ α φ έ α είναι κινηματογραφική: η δομή του
μυθιστορήματος μοιάζει με σενάριο #ια κινηματογραφικό ή
#ια θεατρικό έρ^ο.' 0 χώρος είναι κάθε φορά ορισμένος και η
λειτουργία του είναι όμοια με τη λειτουργία του χώρου στο
θέατρο: το πρώτο μέρος ξετυλίγεται μέσα σε ένα τρένο με
δρομολόγιο Αθήνα-Θεσσαλονίκη, το δεύτερο στη Θεσσαλονίκη,
το τρίτο σ' ένα σπίτι στη Χαλκίδα, το τέταρτο σε δύο σπίτια
και το πέμπτο σ' ένα σπίτι και στο νεκροταφείο. Οι ένθετες
1
Γιάννης Σκαρίμπας, Το ΒατερΙίύ δυο ssRoiwv, Αθήνα, "Μνήμη",
1976, σ. 220.
32 1
ιστορίες δίνονται με φλας μπακ. "Ομως τα αφηγηματικά επίπεδα
αλληλοδιαπλέκονται και η πλοκή είναι τόσο κατακερματισμένη,
με πρόδρομες μνήμες και ένθετες ιστορίες, ώστε μόνο μετά
το τέλος της ανάγνωσης και της τελευταίας σελίδας
αποκαλύπτεται η εσώτερη λογική της. Συγχρόνως, ο
αναγνώστης πρέπει να ανασυνθέσει πολυάριθμα κομματάκια
της ιστορίας #ια να ανακαλύψει την επιμέρους συνοχή των
δομικών της στοιχείων. Αυτή δεν βρίσκεται στον κυρίως
μύθο, αλλά στα-εκ πρώτης όψεως άσχετα επεισόδια που
στεγάζει ο σ υ ^ ρ α φ έ α ς στο. μυθιστόρημα του, βάζοντας σε
δοκιμασία τα όρια αντοχής της συνδυαστικής ικανότητας, αλλά
και της μνήμης του αναγνώστη. Ασιατικοί θρύλοι, χωρία από
τον Απόστολο Παύλο, απόηχοι του Ντοστο^έφσκι, μνήμες απο
την Ανατολή, το Ταλμούδ, τρόποι του ευθυμογραφήματος αλλά
και του αστυνομικού μυθιστορήματος, συναρμόζονται και
στροβιλίζονται στο Βατερλύ δημιουργώντας τον μαχικό κόσμο
του Σκαρίμπα.1
Παράλληλα, κοινότυποι και κενοί καθημερινοί
διάλογοι που αποκαλύπτουν τα πεπερασμένα όρια της
επικοινωνίας και του λό^ου, ιστορίες όπου σατιρίζονται οι
συμβάσεις της κοινωνίας, των θεσμών, των καλών τρόπων και
των καθιερωμένων αξιών, αλλά και κοινοί τόποι α σ τ ε ί ω ν ,
1
Π. χ. η δράση «Καλόν είναι μη άπτεσθαι γυναικός» είναι από
την Α' προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου, 7, 1.
Επίσης, στο μυθιστόρημα γίνεται αναφορά ή παραπομπή σε
εξωτικά ονόματα ή σε έρχα και συχχρας,είς ασιατικής ή αραβικής
καταχωχής (π.χ. «Χαμπίμπου Μεσικά», «Μυχιάτα Τιαράν», «Όοειρ»,
«Αράι ΧασουσέκΊ», «Ουχκιαζίν»), χα οποία, παρά τις επίμονες
προσπάθειες μου δεν μπόρεσα να ταυτίσω. Ακόμη ένα παιχνίδι του
συ88ρα$έα ή επίδραση από εξωτικά αναγνώσματα; Πάντως, θυμίζω
πως κείμενα του Λευκάδιου Χερν (ή Ιακούμο Κοϊζούμι), γεννημένα
από παλαιοσινικούς θρύλους ή ινδικές παραδόσεις, είχαν
δημοσιευτεί στο περιοδικό Πανα9ι\ναια από το 1905 ως το 1911 σε
μετάφραση του Ν. Ποριώτη. Ακόμη, το 1933 είχε δ η μ ο σ ι ε υ τ ε ί
κείμενο già τον συχ^ρα^έα αυτό. (Δ Μπόχρης, «Λευκάδιος Χερν»,
Νέα Εστία, 164 (15 Οκτωβρίου 1933) 1078).
322
ενίοτε κατάφωρα τετριμμένων, συνιστούν έναν κόσμο που
επιβάλλεται με την ειρωνεία και το χιούμορ του. Ό,τι
υπερισχύει βέβαια δεν είναι η- αληθοφάνεια ενός φανταστικού
περιστατικού, αλλά η υπονόμευση της πραγματικότητας από τη
φαντασία, της αλήθειας από το συγγενικό της ψεύδος, της
καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων από την αυθαίρετη συνάρμοση
τους. Εξάλλου, η αντίθεση ανάμεσα στον ορισμένο χώρο και
χρόνο και στην απιθανότητα του μύθου υπηρετούν αυτήν
ακριβώς την υπονόμευση του αληθοφανούς ή κ α ι
αποδεδε(ι)#μένου. Χρησιμοποιώντας τρία στοιχεία που
αποτελούν λέξεις-κλειδιά #ια την ποιητική του Σκαρίμπα--
ρόλος, μεταμφίεση, ψεύδος--, το ΒατερΆύ φαίνεται να
συμπυκνώνει την ποιητική του ψεύδους, διάσπαρτη σ ε
θεωρητικό επίπεδο, σε όλο σχεδόν το έρχο του συ^ραφέα.
Η γλώσσα του μυθιστορήματος είναι η διαμορφωμένη
πια και γνωστή από το μέχρι τότε δημοσιευμένο έρ#ο του
Σκαρίμπα. Φτάνοντας σε οριακή ιδιοτυπία, πρωτείκό και
δαιμονικό, παλλόμενο και εξαρθρωμένο, το σκαριμπικό
ιδιόλεκτο κινείται με άνεση ανάμεσα στη δημοτική, την αρο'κά,
την καθαρεύουσα και την ιδιωματική διάλεκτο της Χαλκίδας.
Συντακτικά σαρδάμ, προκλητικές συζεύξεις λέξεων,
επινοημένοι από τον Σκαρίμπα γραμματικοί τύποι,
αντιμετάθεση των όρων της πρότασης αποτελούν κοινούς
τόπους της γραφής του και στοιχειοθετούν ένα ύφος που
επιβάλλεται με την πη^αιότητά του, ενώ μπορεί και αφομοιώνει
μέσα του συντακτικές δομές όπως «πάσα είδος», «περί
αυθεντικότης του Ομήρου», και γραμματικούς τύπους όπως
«όρθοθέντας», «θυμηθέντας», «μαλάξαντας», δίχως να ενοχλεί.
Παρόμοια -με τη γλώσσα η στίξη υπηρετεί την
υπονόμευση του καθιερωμένου κόσμου και της παραδεκτής
τάξης πραγμάτων. Παύλες, παρενθέσεις και αποσιωπητικά
επιτείνουν την εξάρθρωση του μυθιστορηματικού κόσμου, αλλά
και δημιουργούν μαζί με το λεκτικό και τη σύνταξη έναν
ευδιάκριτο ρυθμό που παρασύρει. Πολλές φορές ο ρυθμός της
σκαριμπικής πρόζας νομίζει κανείς πως πάει να βαδίσει με
τους τρόπους της ποίησης, άλλοτε #ια λόγους ποιητικής
υποβολής, άλλοτε #ια λόγους ειρωνείας. Θυμίζω πως το 1959,
323
σε επιστολή του προς τον Γ. Π. Σαββίδη--'Ό Γ. Σεφέρης
σχολιάζει το μυθιστόρημα αυτό και κυρίως την πρόζα του:
«Διαβάζω με διακοπές το ΒατερΗύ ' έχει κέφι, πράγμα που
είναι, όπως ξέρεις, σπουδαίο #ια την εκτίμηση μου, και έχει
(αρέσει δεν αρέσει) λαλιά' το τζαζ του Ευρίπου' κάποτε μου
δίνει την εντύπωση πως πάει να γραφεί σε στίχο».
Ακολούθως, ο Σεφέρης μεταγράφει μια εκτενή περικοπή σε
ελεύθερο στίχο:
1
Βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Γιώργος Σε<ϊ>έρΓ\ς-Γιάννης Σκαρίμπας. Μια
άγνωστη σχέση...», ες>. Το Βήμα της Κυριακής. 27.9.1987, σ. 56.
324
1
μυθιστόρημα του Γιάννη Σκαρίμπα. Αιωρούμενο ανάμεσα
στην πιο ξέφρενη φαντασία και στην απτή πραγματικότητα
μιας πιθανής ή έστω πιθανοφανούς ιστορίας, εμφανίζει πολλά
από τα γνώριμα χαρακτηριστικά της γραφής του σ υ ^ ρ α φ έ α ,
αλλά συ^ρόνως παρουσιάζει διαφορετικούς ήρωες και έναν
μύθο που δεν έ χ ε ι καμιά σχέση με το υπόλοιπο έρ^ο του.
Ωστόσο, στα επιμέρους θεματικά μοτίβα, οι ομοιότητες με άλλα
μυθιστορήματα ε ί ν α ι εμφανείς, εφόσον πολλές φ ο ρ έ ς
μεταφέρονται ή αναπαράγονται αυτούσιες οι έμμονες ιδέες του
συ^ραφέα.
Η συλλογή Μαθητευόμενη, εκδόθηκε το 1961 και
προσέχθηκε ελάχιστα από την κριτική, η οποία, ωστόσο
συνηθισμένη πια στις ιδιαιτερότητες της προσωπικής γραφής
του Σκαρίμπα, και με το ενδιαφέρον της στραμμένο προς τις
σύγχρονες εξελίξεις της πεζογραφίας, προφανώς θεώρησε ότι
ο εξηνταοκτάχρονος συγγραφέας δεν είχε να προσθέσει τίποτε
περισσότερο στο μέχρι τότε εκδομένο έρ^ο του. Είναι
ενδεικτικό, από την άποψη της θερμοκρασίας της υποδοχής του
συ'ο'^ραφέα, ότι και οι δύο κριτικές, που έχω εντοπίσει,
γράφτηκαν στην Κύπρο και από μέτριους κριτικούς· στον
ελλαδικό χώρο, ο Βάσος Βαρίκας? ξεχωρίζει την παρουσία της
συλλογής μέσα σε μια φτωχή,από εκδοτική άποψη χρονιά, ενώ
ο Άλκης Θρύλος σχολιάζει αρνητικά το έρ#ο, με άλλη
ευκαιρία. 2 Κάποιες κρίσεις του Π. Δ. Μαστροδημήτρη ^ ι α το
1
Μια πρώιμη και συνοπτική (δεκασέλιδη) εκδοχή του
μυθιστορήματος δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Το λάι Μοτίβ του
πάππου μου», ΦιΗοΆοχική Πρωτοχρονιά, 1949, σσ. 21-30.
2
Πρόκειται sia τις κριτικές των Κ. Χρυσάνθη, «Γιάννη Σκαρίμπα,
Η μαθητευόμενη των τακουνιών, Αθήνα 1960», Πνευματική. Κύπρος
[Λευκωσίας], 15 (Δεκέμβριος i960 145 και Άντη Περνάρη, «Γιάννη
Σκαρίμπα, Η μαθητευόμενη των τακουνιών», ε§. Η Μάχη.
[Λευκωσίας], 18 Ιανουαρίου 1962. Σχετικά με την υποδοχή των
éppjv -cou Σκαρίμπα βλ. την εισα^ω^ή της ανθολογίας Για τον
Σκαρίμπα, ό. π., σσ. 11-12. Βάσος Βαρίκας, «Από την ελληνική
πνευματική ζωή. Το λογοτεχνικό i960», Καινούργια Εποχή,
325
μυθιστόρημα, καθώς και #ια το προηγούμενο μυθιστόρημα του
Σκαρίμπα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν σχέση με την
υποδοχή του έρ^ου, εφόσον γράφονται τέσσερα χρόνια μετά
την κυκλοφορία της Μαθητευόμενης- επίσης, ένα άρθρο με
τίτλο «Γιάννης Σκαρίμπας, ο Τσάπλιν της ελληνικής
λογοτεχνίας», γράφτηκε μεν με αφορμή της συλλογής, αλλά
έ χ ε ι γ ε ν ι κ ό τ ε ρ ο χαρακτήρα και δεν α ν α φ έ ρ ε τ α ι στο
συγκεκριμένο έρ#ο. 1
Ό Κύπρος Χρυσάνθης επισημαίνει τη δυσκολία του
ύφους λό^ω των ιδιωματικών λέξεων και των
επεξηγηματικών σχολίων του σ υ ^ ρ α φ έ α , τα οποία Θα
εξετάσουμε παρακάτω. 0 κριτικός εξαντλεί το ενδιαφέρον του
στην ψυχιατρική διάσταση ,των ηρώων του μυθιστορήματος. 0
Άλκης Θρύλος θεωρεί πως η #ραφή του Σκαρίμπα δεν είναι
παρά μια επίδειξη ύφους και εκκεντρικότητας. Αξίζει εδώ να
αναφέρουμε μια παρατήρηση του Α. Π. Μαστροδημήτρη, όσον
αφορά τη σύνδεση ανόμοιων καταστάσεων ή πραγμάτων,
τεχνική που έχει άμεση σχέση με τις τεχνικές της σάτιρας και
της ειρωνείας και με τη λειτουργία του χιούμορ: «Η ποιητική
του Σκαρίμπα έχει σαν βάση της το ψυχολογικό φαινόμενο της
"συναισθησίας", που είναι η σύνδεση γενικώς α ν ό μ ο ι ω ν
παραστάσεων, σύνδεση που δεν δικαιολογείται με τους
γνωστούς και παραδεδομένους νόμους του συνειρμού. Αυτή τη
βάση παίρνοντας ο Σκαρίμπας τη διογκώνει και κατά ένα τρόπο
τη μεταβάλλει. Ξεκινώντας δηλαδή από την παρατήρηση ότι
στην ψυχή μας κάποτε συμβαίνουν πράγματα περίεργα,
συνδέονται καταστάσεις απίθανες, προχωρεί μέχρι του
σημείου να πιστεύει ότι μπορούν οιαδήποτε πράγματα να
1
Γι. Δ. Μαστροδημήτρης, ό. π. , σ. 20.
327
μεγάλη έκπληξη tfia τον δόκιμο, αλλά και #ια το Υ αναγνώστη
έρχεται, κατά την πάχια συνήθεια του Σκαρίμπα, στο τέλος του
μυθιστορήματος, όπου η Κάι Τσου εξηγεί με άπταιστα ελληνικά
στο δόκιμο ότι δεν είναι σύζυγος του σερ Γκρέυ, αλλά η
η^εμονίδα του Γκόο, μεγαλωμένη Βασιλικά στην Κίνα, με
γλωσσολογικές σπουδές στην Οξφόρδη· τώρα ταξιδεύει
ινκό^κνιτο προς εκλο^ήν συζύγου, #ια να ανακηρυχθεί Τιν-
Χινάν η 11η και ο σύζυγος της Α-Σι-Κι του Ή#εμονάτου""του
Γκόο. Το μυθιστόρημα τελειώνει με τον δόκιμο αναστατωμένο
από την αναπάντεχη εξέλιξη,.κάτω από τα πειραχτικά σχόλια
του καπετάνιου ο οποίος είχε αναλάβει την εμπιστευτική
αποστολή, μετά από διαταγή της αυλικής πρεσβείας.
Το μυθιστόρημα;,χωρίζεται σε επτά μέρη. Όλη η
δράση ξετυλίγεται πάνω στο πλοίο. Ο χρόνος της ιστορίας
είναι η διάρκεια ενός ταξιδιού από το Πορτ Σάιντ στην Απω
Ανατολή. Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε την επίσκεψη του
δόκιμου σε κάποιον γιατρό, δίχως να μαθαίνουμε ακριβώς από
τι ασθένεια πάσχει- μόνο ότι δεν είναι τελείως καλά,
τουλάχιστον ψυχικώς. Παρακολουθούμε το ταξίδι και την άφιξη
του με τρένο στο Πορτ Σάιντ. Συγχρόνως κάνει την εμφάνιση
του το παράξενο ζευγάρι. Ο δόκιμος συ νταντά τον ασυρματιστή
του "Σταυρού", τον Φιόκο, και επιβιβάζονται στο βαπόρι. Στο
δεύτερο μέρος το ταξίδι αρχίζει από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ
από τη συνομιλία καπετάνιου και δόκιμου έχουμε τις πρώτες
πληροφορίες ö'ia το ζευγάρι και την πρόσκληση του δόκιμου
σε δείπνο. Το τρίτο μέρος αφορά την καλύτερη γνωριμία του
δόκιμου (και του αναγνώστη) με την Κάι Τσου, διάφορα
δρώμενα σε σχέση με ασυνήθιστα δείπνα και παράξενες
συνήθειες, και τόν έρωτα του δόκιμου #ια την εξωτική
καλλονή. Στο '-τέταρτο μέρος παρουσιάζονται κυρίως οι
διατροφικές συνήθειες της Κάι Τσου και του δόκιμου, οι οποίοι
τρώνε ποντικούς. Στο πέμπτο μέρος παρακολουθούμε την
προσβολή που άθελα του κάνει ο δόκιμος στην Κάι Τσου,
αρνούμενος την ερωτική της πρόσκληση, και την ακατανόητη
αντίδραση του συζύγου. Στο έκτο μέρος η Κάι Τσου
αποκαλύπτει στον δόκιμο την πραγματική της ταυτότητα,
προτείνοντας του να την ακολουθήσει και να #ίνει ο Α-Σι-Κι
32Ö
του Η^εμονάτου του Γκόο. Στο έβδομο και τελευταίο μέρος ο
καπετάνιος εξηγεί στον δόκιμο τα περί της ε μ π ι σ τ ε υ τ ι κ ή ς
αποστολής, συστήνοντας του να αποβάλει την κληρονομημένη
από τον πατέρα του αρρώστια του να κάνει τον σκύλο, αν θέλει
να κρατήσει την Κάι Τσου η οποία μισεί τους σκύλους.
Η αφήγηση γ ί ν ε τ α ι σε πρώτο πρόσωπο και η
αληθοφάνεια του μύθου υπηρετείται με διάφορους τρόπους.
Καταρχήν, ο πλα^ιότιτλος του μυθιστορήματος μας πληροφορεί:
«Από το ημερολόγιο ενός σκυλοδόκιμου». Ό,τι υπερτερεί στο
μυθιστόρημα δεν είναι ούτε ο έρωτας του δόκιμου #ια την Κάι
Τσου, ούτε οι διατροφικές ιδιαιτερότητες της εξωτικής
βασίλισσας, ούτε το ιδιότυπο ύφος του σ υ ^ ρ α φ έ α , αλλά οι
λεπτομερείς περιγραφές του ταξιδιού και της ζωής πάνω στο
καράβι. Πράγματι, είναι αξιοθαύμαστο το πώς ο Σκαρίμπας
κατόρθωσε να συλλέξει τόσες πραγματολογικές πληροφορίες
σχετικές με τη ζωή των ναυτικών. Η ορολογία που
χρησιμοποιεί είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και οι σ υ ν ε χ ε ί ς
υποσελίδιες επεξηγήσεις* δίνουν στο μυθιστόρημα τ η ν
αίσθηση της πραγματείας. Συγχρόνως υπηρετούν τ η ν
αληθοφάνεια του μύθου.1
Τα πρόσωπα δεν αποτελούν; χαρακτήρες με την κλασική
έννοια του όρου, αλλά καρικατούρες. Ακόμη και ο τρόπος με
τον οποίο παρουσιάζεται η εξωτική Κάι Τσου μέσα από τη
1
Εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει όχι ο Σκαρίμπας
χρησιμοποιούσε τον ημερήσιο Τύπο ως πη^ή πληροφοριών. Στο
αρχείο του ΕΛΙΑ απόκεινται τέσσερις φάκελοι με αποκόμματα
εφημερίδων, πληροφορίες, φράσεις ή λέξεις, αντιγραμμένα με το
χέρι, τα οποία αποτελούσαν πρώτη ύλη già τα έρ&α του συ^ραφέα.
Στο προσωπικό του αντίτυπο της Μα9ιιτευομέντις ο συ&$ραφέας έχει
συρράψει ένα αυτοβιογραφικό άρθρο του ναυάρχου Ι. Ν. Τούμπα, το
•οποίο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα ΕΗευ9ερία του
1954 (η εφημερίδα είναι απρόσιτη). Είναι προφανές ότι το υλικό
του άρθρου του έδωσε πολλές απαραίτητες πληροφορίες, εφόσον στα
κεφάλαια «Διάπλους της διώρυ^ος του Σουέζ» και «Προς Βομβάην»
αναγνωρίζει κανείς το πραγματολογικό υλικό που αποτελεί το
υπόστρωμα της αφήγησης.
329
ματιά του ήρωα θυμίζει καλοφτιαγμένο κόμικ. Χαρακτηριστικό
της σύλληψης των προσώπων του έργου είναι το γεγονός ότι
πάσχουν από κάτι: ο δόκιμος έχει την κακή συνήθεια να
γαυγίζει, κάτι που κληρονόμησε από τον πατέρα του κι αυτός
από τον δικό του· η Κάι Τσου έχει φοβία με τους σκύλους· ο
λαντζέρης, ο Τζιμ, έχει την ιδιαιτερότητα να αναγραμματίζει
τις λέξεις και δεν μπορεί να πει τίποτε με σωστή διατύπωση·
ο καπετάνιος λέει με κάθε φράση του «να πούμε» για να
συσχετίζει τα άσχετα- ο καμαρότος πάσχει από
μυξοιδηματισμό,, μια ειδική πάθηση του θυρεοειδούς.
0 μύθος της Μαθητευόμενης δίνει σ τ ο ν
συγγραφέα την ευκαιρία να δείξει για μια ακόμη φορά πόσο
αμφίβολη είναι η αλήθεια, πόσο υποκειμενικές είναι οι
συνήθειες, τα ήθη και οι τελετουργίες των ανθρώπων. Για .να
το πετύχει αυτό, παρεμβάλλει κάθε τόσο, συνήθως μέσα από το
στόμα του καπετάνιου, πληροφορίες σχετικές με τη ζωή και το
ήθος των ανθρώπων της Απω Ανατολής και περιγραφές με μια
γλώσσα που διακρίνεται για την ειρωνική της διάσταση.
Κάποτε βέβαια χρησιμοποιεί, για τον ίδιο λόγο, κωμικές
σκηνές. Είναι γνωστό από άλλα ,γραπτά του Σκαρίμπα (το
μυθιστόρημα Βατερ/ίύ, διάφορα δοκίμια, σημειώματα που
φυλλάσσονται στο αρχείο του) ότι το εξωτικό ασκούσε πάντα
ιδιαίτερη γοητεία στον συγγραφέα.1 Ίσως να πρόκειται για
κληρονομιά από τη νεοελληνική λογοτεχνία τοιΓ 1910-1920
(Ουρανής, Κόντογλου, Καββαδίας κ. ά.) Η γοητεία του
διαφορετικού, του έξω από τη δική μας περιορισμένη και
διόλου ευέλικτη αλήθεια είναι εκείνο που οδήγησε τον
συγγραφέα στην όχι συστηματική αλλά οπωσδήποτε εμβριθή
γνώση άλλων /λαών και διαφορετικών νοοτροπιών, άλλων
θρησκειών και πολιτισμών. Συγχρόνως, πάντα στο επίκεντρο
του ενδιαφέροντος του βρίσκεται η ικανότητα ενός συγγραφέα
να ζωντανέψει ένα παραμύθι μέσα από την επιδέξια χρήση της
γλώσσας. Παράλληλα, ο Σκαρίμπας παρεμβάλλει σ τ ο
μυθιστόρημα δρώμενα ή ιδέες γνωστές από άλλα έργα του.
1
Βατερίίώ, σ. 305.
330
Αλλά αυτό που βρίσκει την απόλυτη έκφραση του
στο μυθιστόρημα είναι η α^άπη του συγγραφέα # ια τη γλώσσα
ως φαινόμενο της ανθρώπινης ζωής, ως σύστημα επικοινωνίας,
αλλά και ως αυθαίρετη συναρμογή εννοιών και πραγμάτων.
Στη Μαθητευόμενη παρελαύνουν διάφορες γλώσσες (Αυλικά,
Γαλλικά, Ιαπωνικά, Κινέζικα κ.ά.\ ποικίλες ορολογίες (ναυτική,
γαστρονομική κ.ά.), πλαστές λέξεις ή Φράσεις που υπηρετούν
την ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει ο συ#><ραφέας' τη
δυνατότητα της γλώσσας να κοινοποιήσει πληροφορίες ή να
βοηθήσει τους ανθρώπους να συναντηθούν, άποψη που απαντά
στα περισσότερα έρ^α του (π.χ.: ρομπ ντι βαπόρ, κύκλωνόμετρο,
καρτ ντε σαλμ), καθώς και κωμικές παρετυμολο^ήσεις (π.χ.:
ακρωτήριον: ή άκρη του τυρίου κτλ.). Η διαδικασία της
επικοινωνίας θεματοποιείται μέσα από την άποψη της σοφής
Κάι Τσου ότι τα μάτια λένε αυτά που η γλώσσα δεν μπορεί να
εκφράσει, αλλά και μέσα από την πάθηση του λαντζέρη να
ανα^ραμματίζει τις λέξεις και τη συνήθεια του καπετάνιου να
συνδέει τα άσχετα με το "να πούμε", «ένα είδος λάι μοτίφ».
1
Γιάννη Σκαρίμπας, «0 Κύριος του Τζακ», ΨιΠοβο^ική Πρωτοχρονιά,
1948, σσ. 11-18. Η πρώτη μορς>ή εκτείνεται σε οκτώ σελίδες. Μια πιο
εκτεταμένη μορ§ή του διηγήματος (14 σελίδες) δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό Ataguvtoç 2 (1961) 15-28. Το διήγημα όπως αργότερα
περιλαμβάνεται στη συλλογή ΤνφΗοβδομάδα εκτείνεται σε 21
σελίδες.
332
1
δημοσιευμένο με τον τίτλο «Η ρεβάνς» το 1955- Στον «Κύριο
του Τζακ» η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τον ίδιο
τον ήρωα, τον Αντώνη Σουρούπη· στη «ρεβάνς» δίνεται η
οπτική #ωνία της Μαίρης Λεπάνου, η οποία, κατά τη γνωστή
της συνήθεια, ντύνεται λοστρόμος και πάει στην ταβέρνα του
Πάτα, όπου παίζει κάποιο ερωτικό παιχνίδι με τη σερβιτόρα, τη
Σταυρούλα. Και εδώ κυριαρχεί ένας αμφίβολης ταυτότητας
ερωτισμός--αγαπημένο Θέμα του Σκαρίμπα από πολύ νωρίς—
ενώ η ταυτότητα του Μάριου αποκαλύπτεται αφού έχει
προχωρήσει το διήγημα. 2 Όμως συγχρόνως αποκαλύπτεται και
μια άλλη μεταμφίεση: η Σταυρούλα, δεν είναι η σερβιτόρα του
Πάτα αλλά ο Αντώνης Σουρούπης που παίρνει μ' αυτόν τον
απίθανο τρόπο εκδίκηση #ια την εξαπάτηση του από τον
Μάριο/Μαίρη. Ό, τι ενδιαφέρει τον συ^ραφέα σ' αυτά τα δύο
διηγήματα είναι η εκτροπή της κοινότυπης ιστορίας προς το
παράδοξο μέσα από ένα τέχνασμα που σχετίζεται άμεσα με το
ψεύδος: τη μεταμφίεση.
Στο διήγημα «Φι^ουραζέρ Κυριών» το παράδοξο
αλλάζει μορφή- ο ήρωας του διηγήματος κ. Ζανής Ζανετόπουλος
αυτοπαρουσιάζεται στον αναγνώστη με όλους τους τύπους σε
μια μεικτή και y$ï αυτό κωμική Καθαρεύουσα, δηλώνοντας πως
«από κάμποσο ν καιρό τώρα, είναι άλλος άνθρωπος», ενώ ο
απίθανος λό^ος της διαφοροποίησης του δίνεται παρεπιπτόντως
και σε παρένθεση: είναι· πεθαμένος. Α^απά τα ταξίδια με
τρένα, όπως και να παρατηρεί τους ανθρώπους και το είδωλο
του στις βιτρίνες του δρόμου. Στο τέλος αποκαλύπτεται πως
κάποιος συνονόματος του πέθανε, ενώ ένας άγνωστος του
φαρσέρ του τηλεφώνησε ενώ έλειπε # ι α δουλειές,
πληροφορόντα,ς τον ότι πέθανε και ότι μπορεί να παραστεί
στην ίδια την κηδεία του. 0 παράδοξος σκαριμπικός ήρωας μη
θέλοντας να προσβάλει κανέναν δέχεται από ευγένεια τον
1
Γιάννης Σκαρίμπας, «Η ρεβάνς», <PtRoRogtKii Πρωτοχρονιά, 1955,
σσ. 50-58.
2
Το θέμα του ανορθόδοξου ερωτισμού εμφανίζεται ήδη, όπως
είδαμε, στο διήγημα «0 ς>ίΒος μου!», γραμμένο χο 1932 και
δημοσιευμένο το 1933 στη συλλογή Το 9είο Τρα^ί.
333
ρόλο του πεθαμένου. Παράλληλα, συμβαίνουν και άλλα απίθανα
^ε^ονότα: ο ήρωας βρίσκεται ξαφνικά με ένα μωρό που του το
εμπιστεύθηκε μια μητέρα y ta να πάει y ta κάποια ανάγκη της,
χωρίς όμως να γυρίσει ποτέ. 0 ίδιος με τη σειρά του το
εγκαταλείπει μέσα σε ένα ταξί και αρκείται να του στέλνει
κάθε πρωί τηλεγραφήματα. Ό,τι ενδιαφέρει εδώ είναι το
τέχνασμα της λανθασμένης ταυτότητας, η σημειολογία των
ονομάτων, αλλά και το αναπάντεχο ως ανθρώπινη
συμπεριφορά.
Το επόμενο διήγημα της συλλογής «Το μουστάκι
(του κυρίου Φρανσουά ντε λα Τους)» εκτείνεται σε δεκαεννιά
σελίδες. Η πλοκή διαρθρώνεται μέσα απο μεταμφιέσεις και,
σύμφωνα με την αγαπημένη .τακτική του συ^ραφέα, μόνο στο
τέλος αποκαλύπτεται η λογική της. 0 ποιητής Γιάννης
Μπαρίσκας (προφανής αναγραμματισμός του ονόματος του
συ##ραφέα), θέλοντας να εγκαθιδρύσει τη φήμη του και να
κατατροπώσει τον αντίπαλο του ποιητή Αντώνη Σουρούπη.,
εξαπατά τον φιλολογικό σύλλογο "Παρνασσός" και
αλληλογραφεί μαζί του παριστάνοντας τον διάσημο Γάλλο
ποιητή Φρανσουά ντε λα Τους. Ορίζει διάλεξη με ανάλογο
περιεχόμενο, μεταμφιέζεται φορώντας ψεύτικο μουστάκι, αλλά
μόλις φτάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας δέχεται
την επίθεση ενός ηλικιωμένου ζεύγους, οι οποίοι τον κτυπούν,
του αφαιρούν το μουστάκι και του φωνάζουν να μ η ν
παρενοχλεί ερωτικά την ανιψιά τους. Συγχυσμένος και δίχως
μουστάκι έρχεται στην αίθουσα της διάλεξης, αλλά προς
μεγάλη του έκπληξη εμφανίζεται ως ομιλητής ο Φρανσουά ντε
λα Τους που αναπτύσσει το ίδιο θέμα με τον ίδιο τρόπο· η
διαφορά είναι ότν επαινεί τον αντίπαλο, τον Σουρούπη, και
κατατροπώνει 'τον ίδιο, τον Μπαρίσκα. Προς το τέλος της
διάλεξης φτάνει στον Πρόεδρο του συλλόγου ένα τηλεγράφημα
που ταράζει τόσο τον ίδιο όσο και τον ομιλητή, που βιάζεται να
φύ^ει, ενώ το περιεχόμενο του τηλεγραφήματος δεν μας
ανακοινώνεται. Μετά από χρόνια ο ήρωας βρίσκεται
παντρεμένος με την πρώην ερωμένη του Σουρούπη #ια την
οποία κάποτε δέχθηκε επίθεση στο σταθμό· η γυναίκα τού
αποκαλύπτει ότι ο δήθεν κ. Φρανσουά ντε λα Τους δεν ήταν
άλλος από τον ίδιο τον Σουρούπη μεταμφιεσμένο με το δικό του
μουστάκι, το οποίο του απέσπασαν οι δικοί της με το πρόσχημα
της ερωτικής παρενόχλησης της ανιψιάς. Όσο #ια το
τηλεγράφημα, αυτό ήταν του πραγματικού Φρανσουά ντε λα
Τους, ο οποίος απαντούσε σε τηλεγράφημα του συλλόγου ότι
δεν είχε ιδέα #ια τη διάλεξη και να παραδώσουν στην
αστυνομία τον απατεώνα ομιλητή, πράγμα που δεν έ^ινε #ια
να μην αμαυρωθεί το κύρος του Προέδρου.
Ό,τι μας ενδιαφέρει εδώ είναι η διπλή ή πολλαπλή
εξαπάτηση και το παιχνίδι των μεταμφιέσεων πάνω στα οποία
στηρίζεται η πλοκή. Και φυσικά είναι προφανής η σάτιρα των
θεσμών, της ματαιοδοξίας των πνευματικών ανθρώπων, των
μηχανορραφιών που εξυφαίνονται, προκειμένου #ια τη δόξα,
καθώς και του "Παρνασσού".
Το διήγημα «Κομμωτής Κυ ρ ι ώ ν »
πρωτοδημοσιευτηκε, με τον τίτλο «Ένα στυλ Πομπαδούρ», το
1950- i Πρόκειται #ια αυτοτελή ανάπτυξη της βασικής
υπόθεσης του μυθιστορήματος το ΣόΓ-οσε συνδυασμό με κάποια
θεματικά στοιχεία του διηγήματος «Ο Κύριος του Τζακ». 0
ήρωας του διηγήματος Αντώνης Σουρούπης αφηγείται από τη
φυλακή το πάθημα που τον έφε*ρε στη θέση του υπόδικου:
θέλοντας να ακούσει μια σερενάτα του Σούμπερτ από τη
γυναίκα-βιόλα με την οποία ήταν ερωτευμένος--και την οποία
θεωρούσε άνθρωπο, ενώ αυτή ήταν ρομπότ--τη σκοτώνει και
συλλαμβάνεται. Η υπόθεση ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας
και φαντασίας, ενώ δεν αποκαλύπτονται τα πραγματικά
^ε^ονότα. Η αβεβαιότητα επιτείνεται από τις διαζευκτικές
διατυπώσεις της "αντικειμενικής" γλώσσας του ρεπορτάζ μέσα
από την οποία? η εφημερίδα εκθέτει τα πιθανολογούμενα
^ε^ονότα, ενώ και εδώ εμφανίζονται το θέμα της λανθασμένης
και διπλής ταυτότητας, καθώς και το θέμα του ρομπότ.
«Η Τριμελής Επιτροπή» είναι ένα διήγημα
δεκαοκτώ σελίδων όπου αναπτύσσεται η κοινότυπη υπόθεση
1
Γιάννης Σκαρίμπας, «Ένα στυΗ Πομπαδούρ!», ΦίΗοίίοχική
Πρωτοχρονιά, 1950, σσ. 82-89. Στη. συΗΒο$ή Τυς,ΡΙοβδομάδα ε ί ν α ι
ξαναεπεξερ^ασμένο και εκτείνεται σε 2i σεΗίδες.
333
ρόλο ίου πεθαμένου. Παράλληλα, συμβαίνουν και άλλα απίθανα
#ε#"ονότα: ο ήρωας βρίσκεται ξαφνικά με ένα μωρό που του το
εμπιστεύθηκε μια μητέρα y ta να πάει tfia κάποια ανάγκη της,
χωρίς όμως να γυρίσει ποτέ. 0 ίδιος με τη σειρά του το
εγκαταλείπει μέσα σε ένα ταξί και αρκείται να του στέλνει
κάθε πρωί τηλεγραφήματα. Ό,τι ενδιαφέρει εδώ είναι το
τέχνασμα της λανθασμένης ταυτότητας, η σημειολογία των
ονομάτων, αλλά • και το αναπάντεχο ως ανθρώπινη
συμπεριφορά.
Το επόμενο διήγημα της συλλογής «Το μουστάκι
(του κυρίου Φρανσουά ντε λα Τους)» εκτείνεται σε δεκαεννιά
σελίδες. Κ πλοκή διαρθρώνεται μέσα απο μεταμφιέσεις και,
σύμφωνα με την αγαπημένη/τακτική του συ^ραφέα, μόνο στο
τέλος αποκαλύπτεται η λογική της. Ο ποιητής Γιάννης
Μπαρίσκας (προφανής αναγραμματισμός του ονόματος του
συ'^^ραφέα), θέλοντας να εγκαθιδρύσει τη φήμη του και να
κατατροπώσει τον αντίπαλο του ποιητή Αντώνη Σουρούπη,
εξαπατά τον φιλολογικό σύλλογο "Παρνασσός" και
αλληλογραφεί μαζί του παριστάνοντας τον διάσημο Γάλλο
ποιητή Φρανσουά ντε λα Τους. Ορίζει διάλεξη με ανάλογο
περιεχόμενο, μεταμφιέζεται φορώντας ψεύτικο μουστάκι, άλλα
μόλις φτάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας δέχεται
την επίθεση ενός ηλικιωμένου ζεύγους, οι οποίοι τον κτυπούν,
του αφαιρούν το μουστάκι και του φωνάζουν να μ η ν
παρενοχλεί ερωτικά την ανιψιά τους. Συγχυσμένος και δίχως
μουστάκι έρχεται στην αίθουσα της διάλεξης, αλλά προς
μεγάλη του έκπληξη εμφανίζεται ως ομιλητής ο Φρανσουά ντε
λα Τους που αναπτύσσει το ίδιο θέμα με τον ίδιο τρόπο- η
διαφορά είναι ότν επαινεί τον αντίπαλο, τον Σουρούπη, και
κατατροπώνει f τον ίδιο, τον Μπαρίσκα. Προς το τέλος της
διάλεξης φτάνει στον Πρόεδρο του συλλόγου ένα τηλεγράφημα
που ταράζει τόσο τον ίδιο όσο και τον ομιλητή, που βιάζεται να
φύ^ει, ενώ το περιεχόμενο του τηλεγραφήματος δεν μας
ανακοινώνεται. Μετά από χρόνια ο ήρωας βρίσκεται ,
παντρεμένος με την πρώην ερωμένη του Σουρούπη #ια την
οποία κάποτε δέχθηκε επίθεση στο σταθμό· η γυναίκα τού
αποκαλύπτει ότι ο δήθεν κ. Φρανσουά ντε λα Τους δεν ήταν
άλλος από τον ίδιο τον Σουρούπη μεταμφιεσμένο με το δικό του
μουστάκι, το οποίο του απέσπασαν οι δικοί της με το πρόσχημα
της ερωτικής παρενόχλησης της ανιψιάς. Όσο #ια το
τηλεγράφημα, αυτό ήταν του πραγματικού Φρανσουά ντε λα
Τους, ο οποίος απαντούσε σε τηλεγράφημα του συλλόγου ότι
δεν είχε ιδέα #ια τη διάλεξη και να παραδώσουν στην
αστυνομία τον απατεώνα ομιλητή, πράγμα που δεν έ#ινε #ια
να μην αμαυρωθεί το κύρος του Προέδρου.
Ό,τι μας ενδιαφέρει εδώ είναι η διπλή ή πολλαπλή
εξαπάτηση και το παιχνίδι των μεταμφιέσεων πάνω στα οποία
στηρίζεται η πλοκή. Και φυσικά είναι προφανής η σάτιρα των
Θεσμών, της ματαιοδοξίας των πνευματικών ανθρώπων, των
μηχανορραφιών που εξυφαίνονται, προκειμένου #ια τη δόξα,
καθώς και του "Παρνασσού".
Το διήγημα «Κομμωτής Κυ ρ ι ώ ν »
πρωτοδημοσιεύτηκε, με τον τίτλο «Ένα στυλ Πομπαδούρ», το
19 50. 1 Πρόκειται #ια αυτοτελή ανάπτυξη της βασικής
υπόθεσης του μυθιστορήματος το Σό/ίοσε συνδυασμό με κάποια
θεματικά στοιχεία του διηγήματος «0 Κύριος του Τζακ». 0
ήρωας του διηγήματος Αντώνης Σουρούπης αφηγείται από τη
φυλακή το πάθημα που τον έφεδρε στη θέση του υπόδικου:
θέλοντας να ακούσει μια σερενάτα του Σούμπερτ από τη
^υναίκα-βιόλα με την οποία ήταν ερωτευμένος--και την οποία
θεωρούσε άνθρωπο, ενώ αυτή ήταν ρομπότ--τη σκοτώνει και
συλλαμβάνεται. Η υπόθεση ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας
και φαντασίας, ενώ δεν αποκαλύπτονται τα πραγματικά
#ε#ονότα. Η αβεβαιότητα επιτείνεται από τις διαζευκτικές
διατυπώσεις της "αντικειμενικής" γλώσσας του ρεπορτάζ μέσα
από την οποίαί η εφημερίδα εκθέτει τα πιθανολογούμενα
^ε^ονότα, ενώ και εδώ εμφανίζονται το θέμα της λανθασμένης
και διπλής ταυτότητας, καθώς και το θέμα του ρομπότ.
«Η Τριμελής Επιτροπή» είναι ένα διήγημα
δεκαοκτώ σελίδων όπου αναπτύσσεται η κοινότυπη υπόθεση
1
Γιάννης Σκαρίμπας, «Ένα στυλ Πομπαδούρ!», Φίάοβοχική
Πρωτοχρονιά, 1950, σσ. 82-89. Στη συλλογή Τυφίίοβδομάδα είναι
ξαναεπεξερ^ασμένο και εκτείνεται σε 21 σεΗίδες.
$35
της όμορφης και φιλάρεσκης γυναίκας της οποίας ο σύζυγος ζει
με τη διαρκή αγωνία της απιστίας. 0 σύζυγος έχει αναλάβει να
ταξινομεί τα ραβασάκια που δέχεται καθημερινώς η σύζυγος
του, η Ελιζάμπα, και να κατατροπώνει τηλεφωνικώς τους
επίδοξους εραστές. Από τον φόβο της απιστίας δεν συστήνει τη
γυναίκα του στον φίλο του, που εξαφανίζεται #ια λί^ες μέρες
και επανεμφανίζεται #ια να του πει ότι αρραβωνιάστηκε. Από
τις περιγραφές ο ήρωας, έντρομος, υποπτεύεται ότι ο φίλος 'του
αρραβωνιάστηκε τη γυναίκα του, ενώ στο τέλος αποκαλύπτεται
ότι αρραβωνιάστηκε τη δίδυμη και καταπληκτικά όμοια αδελφή
της. Η αφήγηση δίνεται από την σκοπιά του ήρωα, ενώ
κυριαρχεί το γνωστό κωμικό ύφος του σ υ ^ ρ α φ έ α .
Λογοπαίγνια, παραδοξολογίες, απίθανες καταστάσεις
συμπλέκονται #ια να συνθέσουν ένα διήγημα όπου, εκτός από
την κοινωνική σάτιρα, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το
παιχνίδι με το ψέμα, το οποίο θεματοποιείται μέσα στο
διήγημα, όπως θα δούμε στο σχετικό κεφάλαιο.
Τέλος, το διήγημα «Καρδιές από γλυκίσματα»
πραγματεύεται το θέμα της αθυμίας και της πληρωμής,
κυριολεκτικά και μεταφορικά, μετά, από μια διασκέδαση.1 Εδώ
κυριαρχεί το παιχνίδι με τη μορφή αυτόνομων επεισοδίων ή
ανέκδοτων γνωστών από άλλα έρ#α του σ υ ^ ρ α φ έ α , ή
λογοπαιγνίων που έχουν ενσωματωθεί μέσα σε μια αφήγηση
δώδεκα σελίδων δίχως δράση, μέσα από τη σατιρική οπτική
του εγγαστρίμυθου ήρωα-αφη^ητή.
1
AruioatsuxriKS στο περ. Φυσιολατρικός ορίζοντας, ; (Νοέμβριος-
Δεκέμβριος 1960) 8-11.
336
Το πρώτο διήγημα, με τον τίτλο «Petroleum é
Dijelmen Company», εκτείνεται σε οκτώ σελίδες και
πραγματεύεται το θέμα μιας πιθανής συζυγικής απιστίας: η
Γιολάντα απατά τον σύζυγο της κ. Μπαμκάτο (σύμφωνα με
εκτιμήσεις του ίδιου) με τον υπηρέτη της, τον Κρακ Τοκ, που
είναι ρομπότ. Η λύση του ιψενικού τριγώνου έρχεται με τη
δολοφονία του Κρακ Τοκ από τον απατημένο σύζυγο. Φυσικά η
ιστορία αποτελεί πρόσχημα ^ια να εκθέσει ο συ^ραφέας άλλη
μια φορά τους συλλογισμούς του #ύρω από τον διαφορετικό
"άλλο", το ρομπότ, «το μυστικό της ζωής... το μυστήριο της
ύλης» θέματα που τον απασχόλησαν και στο μυθιστόρημα Το
Σό/Ίο και στα διηγήματα «Κομμωτής Κυριών», «Ανεπίδοτος
Κατευθυνόπουλος, Χρηματιστής--Νίκης 3»1 (όπου το ρομπότ
αντικαθίσταται από μια κούκλα βιτρίνας), αλλά και στην ποίηση
του και σε θεατρικά του έρ^α (π.χ., «Ο κύριος Σεβαλιέ σερβάν
της Κυρίας»).
Το θέμα του διαφορετικού "άλλου" πραγματεύεται
και το διήγημα «0 θείος' μ' απ' τη Γκιώνα». Η ιστορία
βασίζεται στην αφήγηση των περιπετειών του ήρωα στους
συνεπιβάτες του, μέσα σ' ένα τρένο. Ένας τσοπάνος από τη
Γκιώνα έρχεται να πιάσει δουλενά στην Αθήνα. Ασυνήθιστος
όμως στη ζωή της πρωτεύουσας, αδυνατεί να κατανοήσει τις
συνήθειες και τον τρόπο των ανθρώπων, και ύστερα από ένα
πλήθος σπαρταριστά επεισόδια επιστρέφει ανακουφισμένος στο
χωριό του. Το διήγημα δίνει την ευκαιρία στον συ^^'ραφέα να
αναπτύξει όλη του τη δεξιοτεχνία στο στήσιμο των κωμικών
σκηνών, στη δημιουργία κωμικών διαλόγων, αλλά και να
φιλοσοφήσει πάνω στο θέμα της αλλοτρίωσης της ζωής του
ανθρώπου στις,πόλεις.
Το' «Λουλούδι της Μονεμπασιάς» είναι το πιο
παραδοσιακό και το παλιότερο από τα διηγήματα της
συλλογής· εδώ αναδημοσιεύεται από τη συλλογή διηγημάτων
Το θείο Τραχί. Θάλε^ε κανείς ότι αυτό το διήγημα
συμπεριλήφθηκε κατά λάθος στη συλλογή, αφού υφολογικά
δεν έχει καμιά σχέση με τα άλλα διηγήματα.
1
Σε σχέση με τα άλλα διηγήματα τ ° υ Σκαρίμπα ε ί ν α ι to πιο
"ευνοημένο", α§ού συμπεριΗαμβάνεται στα σχολικά αναγνώσματα.
Για το διήγημα υπάρχουν δύο καλές μελέτες: Σάββας Παύλου, «Η
πεζο^ραςάα του κ. Σκαρίμπα. "Τρεις άδειες καρέκλες"», Ένωσις
[Λευκωσίας] 4-5 (Μάιος 1991) 56-57· Γ\ώρ#ος Πα^ανός, «Τρει,ς
άδειες καρέκλες»' Η νεοελληνική πεζογραφία. Θεωρία και Πράξη,
τ. Β', Αθήνα, "Κώδικας", 1993, σσ. 204-212. (Και ot, δυο μελέτες
33Ö
παρεξηγήσεις που προκαλούνται από απανωτές φάρσες. Η δομή
του διηγήματος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και
αποδεικνύει πόσο δεξιοτέχνης είναι ο συγγραφέας σε ό,τι
αφορά την κωμική εκμετάλλευση ενός θέματος, την ειρωνεία
και το χιούμορ. Το σχήμα είναι γνωστό και από άλλα
διηγήματα του Σκαρίμπα όπου η αρχική τάξη πραγμάτων
ανατρέπεται με απροσδόκητες συνέπειες (π.χ. το διήγημα «Το
μουστάκι»). Όπως ήδη έχει παρατηρηθεί, το διήγημα παρωδεί
τις ιστορίες με φαντάσματα 4 Όμως ό,τι προέχει δεν είναι η
παρωδία αλλά το παιχνίδι, η καλοστημένη φάρσα, η
υπονόμευση του ρεαλιστικού πεδίου, το καλαμπούρι. Στην
ουσία οι «τρεις άδειες καρέκλες» είναι ένα καλοστημένο
παιχνίδι, με αυστηρή δομή φάρσας και πολλά απίθανα στοιχεία,
που στο τέλος επιβάλλονται μέσα από την αιώρηση της
ιστορίας--αλλά και ίου αναγνώστη— μεταξύ πραγματικού και
φανταστικού.
Κ αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, από την οπτική
γωνία του ήρωα. Η ιστορία ξετυλίγεται στη Χαλκίδα: ο
Γιάννης (ήρωας και αφηγητής), ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος
σημαδεμένος στο πρόσωπο από λανθασμένη εκπυρσοκρότηση
όπλου, περιμένει στο σαλόνι ενόζ οδοντιατρείου μαζί με τρεις
κυρίες αδελφές, τον φίλο του, κ. Μακή, ενώ μέσα στο ιατρείο
βρίσκεται ο κ. Πετάμενος. Σε λίγο ο κ. Πετάμενος φεύγει, ο κ.
Μακής μπαίνει στο ιατρείο, ενώ από τη συζήτηση των τριών
αδελφών με τον γιατρό ο αναγνώστης πληροφορείται ότι οι
?
κυρίες είναι ξένες, καθώς και ότι το κτίριο ανήκε σε τρεις
Αιγυπτιώτισσες αδελφές που πνίγηκαν στο ναυάγιο του
"Τιτανικού". Ο αφηγητής μένει μόνος και συζητά με τις τρεις
κυρίες διάφορα ανούσια και κοινότυπα- εκείνος, θέλοντας να
μην καθυστερήσει αλλά και να διασκεδάσει, υποκρίνεται ότι
έπαθε κρίση επιληψίας και οι τρεις αδελφές εγκαταλείπουν
.έντρομες το ιατρείο. Στη δεύτερη σκηνή βγαίνουν από το
ιατρείο ο κ. Μακής και ο γιατρός ο οποίος απορεί που δεν
1
Σάββας Παύλου, ό. π., σ. 57.
2
, 0 συ&5ρα<ί>έας έγραψε και πλήθος χρονογραφήματα με
χιουμοριστικό ή σατιρικό χαρακτήρα. πολλά από τα οποία έχουν
συγκεντρωθεί σε δύο σώματα (Γα πουλιά με το λάστιχο. Χαλκίδα,
"Α§οί Περοάμαλη", 1978- Σπαζοκεφαλιές στον ουρανό, Αθήνα,
"Γραμμή", 1979). Δίχως να ακολουθεί μιαν ιδιαίτερη και
συγκεκριμένη τεχνική, στα περισσότερα από αυτά ενσωματώνει
κωμικές σκηνές, λογοπαίγνια ή ανέκδοτα που αποτελούν κοινούς
τόπους του αφηγηματικού épgou του. Και σ' αυτά τα κείμενα
διακρίνονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ^ρας>ής και το
προσωπικό ύς>ος του συ^ρα^έα, ενω ενσωματώνονται πολλά κοινά
θεματικά μοτίβα του, γνωστά από το λογοτεχνικό του έρ#ο· πρβ.
341
σχόλιο του Muectee #ια τα μυθιστορήματα Tonio Kroger και
Doctor Faustus του Τ. Mann:
Β. (Χ τεχνιχές
1
0 Γ. Π. Σαββίδης'μιλώντας $ια τον Καρα^άτση παρατηρεί: «Να
ff
Εσωτερική αντίφαση
1
Ολόκληρα τα Ζ' και Η' κεφάλαια του Θείου Ίρακιού αποτελούν
αντιφάσεις προς ό,τι ξέρει ο αναγνώστης già τον ήρωα και
περιέχουν πολλές ειρωνικές αιχμές οι οποίες, αν ανα^νωσθούν
σωστά, συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση της φύσης του ήρωα.
345
που με κοίταζε- έτσι- η Κυρία ενόμισε πως ε^ώ την
περίπαιζα- δεν ορκίζομαι Κύριε χιατί το θεωρώ αμαρτία
(α! α! έκανα μέσα μου κι ευχαριστιόμουνα κιόΗας) όμως
σας βεβαιώνω ότι τζάμπα μου κακοέχει η ευγένεια της·
δεν είμ' αχάριστος χω (ααα!) κ' ευχνωμονάω τους αφέντες
μου #ιατί μου δώσαν ψωμάκι· τη χ ι λ ι ο π α ρ α κ ά λ ε σ α
κλαίοντας να μη σας τόκανε λόχο και με σχολνάζατε
Κύριε, μα η Κυρία σάς τόπε. [...]
Τώρα είχατε,, ÎTSL κάποτε να μου κανονίστε μ ιστό·
αν κ' εχώ ο ανάξιος τίποτα δεν προσπερνώ στον Κύριο,
παρά μόνο τρώω το ψωμί του χαράμι, όμως αν επιμένει η
ευγένεια σας παρακαλάω ένα πράμα: από την ημερομηνία
που 9·α θέλετε, να προσθέστε το δικό μου μιστό στο μιστό
του συντρόφου μου- κάμετε το σαν αύξηση ή αν
προτιμάτε σα δώρο, χιατί εμένα δεν μου χρειάζεται
τίποτε κύριε, ενώ ο καύμένος ο Κωσταμπάς έχει παιδιά
και χυναίκσ- μήτε θέλω να του κάμετε λόχο από τούτο.
(Το 9ε Co Τραχι, σ. 88)
1
Άλλο ένα παράδειγμα αυτής της τεχνικής στο ίδιο épgo: ο ήρωας
εκθέτει τ ι ς απόψεις του χια το τσάι (σ. 41, αρ. 18-26), ενερχεί
εντελώς αντίθετα ano τις απόψεις που εξέθεσε (σ. 53- αρ. 20-27),
ενώ η αποκάλυψη της πράξης του αργότερα ενεργοποιεί τις
πληροφορίες που δόθηκαν όσο και τον Rògo già τον οποίο εκτίθεται
η πράξη του (σ. 57, αρ. 2-10). Βλ. και σ. 57, αρ. 11-17, σ. 62, αρ. 19-31,
σ. θ3, αρ. 14-15.
34Ô
Τ' αποχιοματάκι μπαίνει ένας ζητούσας: μπρε του
λέω, πώς σε λένε. πούθ' έρχεσαι; Από πάνω μου κάνει, και
μου δείχνει αόριστα- διακονεύω ψωμάκι- έτσ' ο θεός να
σχωράει τους θαμμένους σου, δεν κάνεις αφεντικό μ' ένα
έλεος;
Τον λυπήθηκα- αχ πώς πόνεσε η. καρδιά μου του
δόλιου- σκέφτηκα πως η ίδια μοίρα μάς ένωνε-
περιπλανώμενες είμαστε δυο ψυχούλες κ' οι δυο μας·
σπουρχιτάκια των δρόμων- νά, δυο κακόμοιρα πλάσματα.
Όλοι οι άνθρωποι είναι καταγραμμένοι και ήσυχοι-
βρίσκονται καταχωρημένοι κανονικά στα βιβλία, με
ημερομηνίες και ονόματα. Έχουνε ένα αμετάβλητο
αριθμό του μητρώου του- είναι τα ονόματα τους
μακρότατα: Γεώρχιος Καντακουζηνός του Ιωάννου και
Ελένης- μην ψάχνει άδικα και τους βρίσκει η αιωνιότη,
φτάνουν απ' το χωριό ως το έθνος · [...]
Είχα λοιπόν ένα ασημένιο πεντόώραχκο- έχεις του
λέω αδεροέ μου--και δάκρυσα—ρέστα από τάλΐχρο: κράτα
μια δραχμή και δόσμου τέσσερες- πήρα τις τέσσερες εχώ
και κείνος το τάληρο- ας πάγαινε στην ευκή του Κυρίου.
? (Το 9εω Τραχί, σσ. 53-65)
ΕσφοΛμέγος συίΐίΐο^σμός
Πρόδρομη μνήμη
Υπαινιγμός
1
ΒατερΗώ, σ. 19, αρ. 26-27, σ. 25. αρ. 1-2, σ. 53, αρ. 12-13. σ. 132, αρ.
13-15.
2
Βατερβώ, σ. 138, αρ. 5-7, σ. 221, αρ. 27, σ. 238, αρ. 3. Μα9ητευομένιι,
σ. 115. αρ. 24-26, σ. 142, αρ. 25. Ψυχή. σ. 33. αρ. 13-14.
352
περικαλώ οικονομιόντουσαν; μήτε $ια τον ενα δε
θά§ταναν η καμαριέρα η Κωσταμπίνα η Κυρία κι άλλες
πεντέξη ακόμα που μπαινόβγαιναν στον iïupgo και κάνα
δυο άλλες <5ρηές που τους βοσκάχαν τις χήνες του. Νά, già
δαύτο βλέπουμε σημεία και τέρατα· χα'ίδούρες να
γεννάνε πουλάρια με κεφάλι ανθρώπινο, ΧΛδες να
γ ε ν ν ά ν ε κατσίκια μ' ανθρωπίσια ποδάρια· γυναίκες να
ν α
γ ε ν ν ά ν ε κουτάβια- ε ί μ α ι περίεργος χια ' πράμα: τούτη
δα η ς>οράδα η Στέλα θα γεννήσει σωστά; 9α γεννήσει;
Κ' έοευχα- κοίταζα εχώ τη δουλίτσα μου- α ς
β ί α ζ α ν τα μάτια τους- τι θες, τι γυρεύεις έλεχα μέσα μου
ξ έ ν ο ς άνθρωπος συ, με τ ι ς πονηρίες των ντόπιων; καλά
που έκαμες φίλε μου και εξ αρχής δεν μπερδεύτηκες, τ ι
καλά- χ ι α τ ί με την αθωότητα σου θα μπλέκοσαν- αυτοί
μπορεί ν ά ν α ι μαθημένοι σ' αυτά, και δεν τους κ ά ν α ν
εντύπωση· ή να τάχουν όλα μ α ζ ί άρτσι-βούρτσι, τις
γ υ ν α ί κ ε ς τους, τα ζωντανά τους, τις χάτες κι από κοντά
να τρώχονται αναμεταξύ τους σα σκύλοι ή μπορεί να
στένουν τρικλοποδιές μεταξύ τους και να θέλουν να με
μπερδέψουν και μένα... που κακός τους χρόνος και
μαύρος. (Te υείο ''f^'fr, <r Τ5)
1
Με ανάλογο τρόπο λειτουργεί και η σκηνή της ερωτικής πράξης
<σσ. 82-83).
2
ΒατερΗύ, σ. 210, αρ. 30-32
355
—Απορώ., .του λέει. τότε η Κυρά, πώς παίρνετε μ ta "cerata
οικειότητα μαζί μου! Μου σηκώσατε τη. φούστα έως το
γόνατο.
—Οικειότητα είπες; μα... (της κάνει.) χρειάστηκε νάχω
πολύ πιο περσότερη—και. φυσικά και τη γούστα π to
πάνω...—già νάχουμε κάνει, κοντζάμ κοπέλλα μαζί!...
Κ t. έδειξε τη μικρή Με^απάνου. (ΒατερΆώ, σ. 110)
Έκπληξη
Α. Απροσδόκητη λ ο γ ι κ ή
ν
1
Μαριάμπας, σ. 125. αρ. 20-22, σ. 126. αρ. 1-4, ΣόΗο, σ. 97, αρ. 2-11, σ.
102, αρ. 1-7. Βατερ,ΐώ, σ. 118, αρ. 8-13, σ. 120, αρ. 12-15. σ. 142, αρ. 9-13 *
και 20-25. Μαθητευόμενη, σ. 126, αρ. 3-15. «Η Τριμελής Επιτροπή», σ.
128, αρ. 5-7. Ψυχή. σ. 44, αρ. 14-24, σ. 98, αρ. 28-33. «Ζόμιο», σ. 55. αρ.
13-15.
356
1
θείο Ίρα$ί, σ. 34, αρ. 14-29· σ. 35, αρ. 24-30.
357
υπαινικτικά: το ένστικτο που εκπροσωπεί εδώ ο #άτος
αντιτίθεται ειρωνικά στη λογική των ανθρώπων.
Β. Απροσδόκητη εντιμότητα
Ασυμφωνία
1
Σόηο . σσ. 114-117.
2
Μαριάμπας, σ. 33, αρ. 16-28. Σό<1ο, σ. 19, αρ. 27-32, σ. 22, αρ. 19-22,
σ. 25, αρ. 20-22. BaxepRw, σ. 164, αρ. 5-3, σ. 206, αρ. 1-4 και, αρ. 24-32,
35Ô
και συ^νά χρησιμοποιείται μαζί με την τεχνική της αντίθεσης.
Π. χ.:
ή α/Ιλού:
«Ποιανού—λέω—λοιπόν; Δε θα πεις;
Τότε: «του μακαρίτη—λέει— του Κώστα!»
Του Κώσταί. Tt έλεχε; «Η νυξ ή ο Μπλύχερ»; θυμήθηκα πως
είχα χράωει κακώς. Και δεν τόχε πει τούτ' ο Νέϋ!... Τόχε
οωνάξει ο Ουέλιχκτων!... (ώστε είχε δίκηο ο δάσκαλος, στα
περί «μούσκεμα» εκείνα...)
Κοίταξα την Αχχέλα—αχ' πως έμοιαζε τον αριθμό 800!
Οκτακόσιοι ήσαν οι θωρακος-όροι νεκροί!..
--Κάνεις Βάθος., της κάνω. Το &άντι... {ΒατερΖώ, σ. 203)
f
Ασύμβατη ομαδοποίηση
1
θείο Τραχί σ. 22, αρ. 29-32 και σ. 23, αρ. 1-21. ΒαχερΒώ. σ. 101, αρ.
12-17—σ. 124, αρ.. 9-12—σ. 185, αρ. 7-14.
2
Μαριάμπας, σ. 26, αρ. 6, σ. 100, αρ. 24, σ. 107, αρ. 15-25. ΣόΗο, σ. 21,
αρ. 6-21, σ. 71, αρ. 16-21, σ. 54, αρ. 10-17. ΒατερΆύ, σ. 25, αρ. 14-24, σ.
359
Τότες εκεί ως τους πέτυχα όλους τ ο υ ς
συναγμένους καν σούμπιτους, άρχισα να τους β^άζω ένα
Rògo, να τους προσφωνώ κατά πρόσωπο. Ήταν η αγόρευση
μου σαν χείμαρρος, ήσαν τα διανοήματα μου ρουκέτες.
Μήτε ήξερα τ' έλεχα.
«... Ουχί! ουχί! (τους εχκάριξα, δίνοντας κάποτε τέλος
στο λόχο μου). Από κάποιαν βρικτήν αντινομίαν της
<2>ύσεως, χάρις εις κάποιαν μυστηριώδη ατέλειαν τους
εγκεφαλικού μας -"^συστήματος, εξες>ύχαμεν ημείς την
νωθράν Χαγαάν της χαλήνης των όντων, την χαύνην
μακαριότητα των λοιπών επί του πλανήτου μας ζώων.
Αδελφοί ημείς και αυτά εν τη ύλη, ομοούσιοι,
ομοιογενείς εις την σύστασιν—σχεδόν πιστά αναμεταξύ
μας αντίχρας>α,--απέχομεν οι μεν απ' τα δε μολαταύτα,
εις σημείον χραχικόν, πεπρωμένον. Ξρρίοθημεν ημείς
έξω από την χραμμήν της ταυτότητος, από τ η ν
διελκυνστίνδα της ύλης. Αδύνατον να συνεννοη&ώμεν
μαςί των, αδύνατον V ανταλλάξωμεν λέξιν.
(Το 9είο "ρακί, ζ. 63)
Ασύμβατη ομαδοποίηση
1
θείο Τραχί, σ. 22, αρ. 29-32 και σ. 23, αρ. 1-21. Βατερβύ, σ. 101, αρ.
12-17—σ. 124, αρ. 9-12-σ. 185, αρ. 7-14.
2
Μαριάμπας, σ. 26, αρ. 6, σ. 100, αρ. 24, σ. 107, αρ. 15-25. ΣόΖο, σ. 21,
αρ. 6-21, σ. 71, αρ. 16-21, σ. 54, αρ. 10-17. Βατερίίώ, σ. 25, αρ. 14-24, σ.
361
98, αρ. 11-32, σ. 99, αρ. 2-10, σ. 112, αρ. 31-32, σ. 113. αρ. 1-3, σ. 115, αρ.
17-20, σ. 167, αρ. 17-25, σ. 169, αρ. 4, σ. 176, αρ. 6-8, σ. 180, αρ. 25-26, σ.
185, αρ. 15-24. Μα9Γΐτευομέντ\, σ. 82, αρ. 12-15, σ. 90, αρ. 1-16 και 17-
20, σ. 113. αρ. 12-14. «Φι^ουραζέρ Κυριών», σ. 69. «Το μουστάκι», σ.
93, αρ. 1-13. «Καρδιές από γλυκίσματα», σ. 146, αρ. 20-30. Ψυχή, σ. 32,
αρ. 16-19, σ. 27, αρ. 28, σ. 62, αρ. 15-17.
362
η ακόμα:
και παρακάτω:
Υποκρισία
1
Ψυχή, σ. 44, αρ. 8-13.
364
περιβάλλοντος του ότι «δεν είχαν πάει χαμένα στη Βιένη τα
έξοδα! τί σούναι τέλος πάντων η Ευρώπη!» Η ειρωνεία
επιτείνεται από τη χρήση των θαυμαστικών. #) Υπονοούμενο-
τον αναγνώστη τον υποψιάζει και η χρήση του ρήματος
«μαίνεται»: καθώς γνωρίζει από άλλα έρ^α του σ υ ^ ρ α φ έ α , η
διάσταση του είναι και του φαίνεσ&αι τον απασχολεί πολύ και
δεν χρησιμοποιεί "αθώα" αυτό το ρήμα. δ) Η χρήση των
εισαγωγικών στη βιβλική φράση «ευλογημένος ο καρπός της
κοιλίας της» είναι ειρωνική, εφόσον το παιδί δεν είναι του
νόμιμου συντρόφου. | ε) Αναλογία-
παραπέμποντας στην πετσέτα του Κωσταμπά, την οποία ο
αναγνώστης γνωρίζει ότι έκλεψε ο ίδιος ο ήρωας, δημιουργεί
μια αναλογία με την εγκυμοσύνη της Κυρίας της οποίας
δράστης είναι πάλι ο ίδιος.
Β. YnoxptxtKq αμφιβολία
Γ. Υποκριτική (revota.
1
Το 9ειο Τραχί, σ. 85, αρ. 27.
2
Το ΣόΆο. σ. 70, αρ. 21-27. «Το μουστάκι», σ. 89, αρ. 16-19.
366
Τον βλέπω να κοιτάζει κατάπληχτος, να ξαναδtagamet
απ' την αρχή αυτές τις ρίμες. Τι στίχοι! τι στίχοι! τον
ακούω που μουρμούριζε.
--Κωσταμπά. ρωτάει, τ' είναι τούτα; και δε γύριζε να
κοιτάξει εμένα, δε γύριζε. Πάει ο Κωσταμπάς, πάει πλάι
του· πάω κ' ε^ώ απ' τα ζερβά του. Χάσκαμε κ' οι τρεις
μπρος στον πίνακα σαν τρεις προτομές της βλακείας. «Τ'
ε ί ν ' αυτά;» εχώ anópaga. Μην ε ί ν α ι κάμπιες που •
πρόκειται να γίνουν όλες μαζί πεταλούδες;
--Ποια; ρωτάει ο Κωσταμπάς και δεν ήξερε, δεν ήξερε
μήτ' αυτός τ' είν' εκείνα. Ώστε λοιπόν κι αυτός τ '
απόραε; Ήταν αγράμματος—κούτσουρο.
—Μα ποιος τά^ραωε; του λέει πάλι ο Κύριος ενώ τώρα με
κοιτούσε στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν σαν "άλε^ε:
Ά-τι-με!...
--...Να τ' απαντάει ο Κωσταμπάς και με δείχνει, αυτός
τά^ραωε. (Το 9εCo zocgC. ce. 50-51)
1
Η ε υ ρ ύ τ α τ η χρήση αυτής της τεχνικής από τ ο ν συ^χρας-έα
καθιστά την παράθεση παραδειγμάτων ά ν ε υ σημασίας.
36ô
«η #κάφα με έλκυζε», θέμα το οποίο σχετίζεται, άμεσα με την
τεχνική της υπεροχής, που θα δούμε αμέσως παρακάτω.
Υπεροχή
1
Το Σόβο, σ. 73, αρ. 1-3, σ. 91, αρ. 24-26. «Τυς,Ηοβδομάδα στη
Χαλκίδα», σ. 31, αρ. 10-11.
2
ΒατερΗώ, σ. 95, αρ. 1-3, σ. 98, αρ. 1-2, σ. 102, αρ. 20-21, σ. 105, αρ. 24-
29, σ. 112, αρ. 17-19, σ. 133, αρ. 8-10, σ. 151, αρ. 10-12, σ. 154, αρ. 30, σ.
155, αρ. 17, σ. 156, αρ. 8-10, σ. 157, αρ. 13-15, σ. 160, αρ. 24-26, σ. 173,
369
με άλλες τεχνικές, όπως, π.χ., με τον υπαινιγμό και την
υφολογική σηματοδότηση:
ή άλλου:
Ν'
«Στη μάχη της Ζάμας σας (σελίς 123) γράφετε ότι κάποιος
Πολύβιος σας έδωσε με μια φρασούλα να πιάσετε τ η ς
Αριάδνης το μύτο. Καταλαβαίνετε πόσο με κολακεύει
αυτό. Επίσης έχω ακούσει πολλά και già μ'^ς άλλης
Κλεοπάτρας τη μύτη- τάχε αυτή ωήσει λέει με κάποιον
Αντώνιο;» (Μαριάμπας, σ. 44)
αρ. 13-14. σ. 176, αρ. 17-18, σ. 177, αρ. 15-17, σ. 181, αρ. 17-20.
«Τυ^λοβδομάδα στη Χαλκίδα», σ. 44, αρ. 5. «0 Κύριος του Τζακ», σ. 27,
αρ. 23- «Το μουστάκι», σ. 90, αρ. 26-27.
1
Μαριάμπας, σ. 19, αρ. 26-27, σσ. 42-43, αρ. 5 και 1, σ. 86, αρ. 1-8. *
Σόβο, σ. 25, αρ. 10-11. «0 Κύριος του Τζακ», σ. 10, αρ. 13-16.
«Τυ§λοδδομάδα στη Χαλκίδα», σ. 29, αρ. 30-35, σ. 41, αρ. 20-22, σ. 47,
αρ. 22-24.
370
Εδώ η ειρωνεία στρέφεται κατά του ήρωα ο οποίος έγραψε
στο σύγγραμμα του «μύτο» αντί «μίτο» (σ. 46), αΜά και κατά
της ηρωίδας η οποία αγνοεί την ιστορία, όπως δηλώνει η
χρήση της αόριστης αντωνυμίας «κάποιον».
1 Μαριάμπας, σ. 134-135, αρ. 18-32 και 1-3, 17, 18, 22-23. EóRo, σ. 110,
αρ. 31-32, σ. 111, αρ. 4-7. Μαθητευόμενη, ο. 94, αρ. 1-2.
«Τυ$λοβδομάδα στη Χαλκίδα», σ. 40, αρ. 18-28. «0 Κύριος του Τζακ», σ.
23, αρ. 12-22. Φυχή. σ. 30, αρ. 17-20. «Petroleum», σ. 15-23 passim.
«Τρεις άδειες καρέκλες», σ. 61, αρ. 11, 18-19.
37 1
αραιή τυπογραφική διάταξη κάποιων Λέξεων, καθώς και από
τη χρήση των εισαγωγικών. Αλλά κυρίως Λειτουργεί
ειρωνικά η μίμηση της ϊ\ρ\ι)ίδας από τον Μαριάμπα με τη
φράση «Το 3ιεννέζος γιατρός είναι τούβλος», δηλώνοντας ότι
υπάρχει και ειρωνεία από τον ήρωα προς την ηρωίδα.
Άλλη μια μορφή αυτής της τεχνικής είναι η άγνοια που
μπορεί να είναι υποτιμητική #ια το Ουμα της ειρωνείας όταν
αυτό δεν τη συνειδητοποιεί ή, ακόμη περισσότερο, όταν
επαίρεται ^"ΐα τις γνώσεις του./Οταν η άγνοια εκφράζεται με
πράξεις αντίστοιχες, τότε το θύμα είναι θύμα δραματικής
ειρωνείας. Όταν εκφράζεται με λό^ια τότε έχουμε απλή
απρόσωπη ειρωνεία, όπως στο'παρακάτω απόσπασμα:
ν
Ας μην κρυβόμαστε όμως πίσω απ' το δάχτυλο. Ναι μεν
είχε πει κείνο το «No καπίτ!» το εξαίσιο, όμως το cHRo το
Σεβαστόν Υπουρ^είον τούχε μπει στο ρουθούνι. Κάδε τόσο
και νά «μ ε τ ά λ ύ π η ς μ α ς 8 λ έ π ο μ ε ν» κάδε
τόσο και νά τ η ν «π ρ ο σ ο χ ή ν ε ς> ι σ τ ώ μ ε ν». Ότι
οηίΐαοη να μ η ν υπογράφεται «τ α π ε ι ν υ τ ο τ ο ς
δούλος σας» παρά απλώς «ε υ π ε ι θ έ σ τ α τ ο ς».
Ότι δηλαδή ν α μ η ν « ε υ χ α ρ ι σ τ ε ί τ ο ν
ε κ δ ώ σ α ν τ α τ α ύ τ η ν» όταν α ν α ο έ ρ ν ε ι την
λήψιν καμμιανής εγκυκλίου- μάλιστα ότι ποτέ στα
δ η μ ό σ ι α έ γ ρ α φ α δεν μπορεί να μ π α ί ν ε ι : «τ η ν
δ ε ς ι ά ν σ α ς α σ π ά ζ ο μ α ι » . 0 ι
υ π ά λ λ η λ ο ι δεν α λ λ η λ ο γ ρ α φ ο ύ ν —
α ν α φ έ ρ ο ν τ α ι . Πού ακούστηκε: «... Y g ε ί α ν
εύχομαι και. αν ερωτάτε και δι' ε μ έ,
είμαι κ,α λ ά και σαςχαιρετ ώ»; Εις το εξής
να περιορίζεται εις μόνον το: «Λ α μ g ά ν ω την
τιμήν κ.λjr.» «Ενετέλλετο συνεπώς την
σ υ μ μ ό ρ ^ ω σ ι ν κ. λ. π κ α θ ό σ ο ν η
υ π η ρ ε σ ί α δεν ε ί ν α ι δ υ ν α τ ό ν να
δ ι δ ά σ κ η και τον τρόπον του προς
α υ τ ή ν α ν α $ έ ρ ε σ 9 α ι, τ ρ ό π ο ν τον
ο π ο ί ο ν ο ί κ ο θ ε ν δέον να κ α χ έ χ η ο
υπάλληλος». (Μαριάμπας.. σ. 38, 40)
372
Β. Μικρές Ατυχίες
Γ. Αποκάλυψη
1
Μαριάμπας, σ. 21, αρ. 30-32. Σόϊίο, σ. 72, αρ. 19-25, σ. 99, αρ. 1-8.
«Τυ§λοβδομάδα στη Χαλκίδα», σ. 16, αρ. 15-22. «Το μουστάκι», σ. 95.
αρ. 1-2. «Petroleum», σσ. 19-20.
2
«Φι^ουραζέρ Κυριών», σσ. 53-54. Ψυ^ή. σ. 44, αρ. 23-24.
374
εντυπωσιάσει. Στο παρακάτω απόσπασμα η Ζαλουχου
αποκαλύπτει τη φάρσα:
Δ. Τετριμμένο
1
ΒατερΆύ, σ. 88, αρ. 3-7. «Τρεις άδειες καρέκλες», σ. 58, αρ. 29-31, σ.
59, αρ. 1-4.
376
Ε. Προσβολή
Υφολογική σηματοδότηση
1
Το Σόβο, σ. 29, αρ. 5, σ. 95, αρ. 11-16, σ. 102, αρ. 14-15.
Μα9ητευομένιι, σ. 78, αρ. 7-9, σ. 96, αρ. 7-9, σ. 106, αρ. 25-26, σ. 109,
αρ. 24-25. «Τυδλοβδομάδα στη Χαλκίδα», σ. 16, αρ. 12-14. «Το
μουστάκι», σ. 88, αρ. 1-2. «Καρδιές από χλυκίσματα», σ. 152, αρ. 27-
31. Φυχή. σ. 104, αρ. 3-5- «Ζόμιο», σ. 53, αρ. 17-19.
377
αποτύπωση, 0) χρήση ανάρμοστων προς τα συμφραζόμενα
λέξεων:*
1
Ηαριάμπας.. ο. 92, αρ. 29. Μαθ-ητενομένη, σ. 118, αρ. 18. «0 Κύριος
του Τζακ», σ. 27, αρ. 24-26, σ. 44, αρ. 3. «Φι^ουραζέρ Κυριών»., σ. 52,
αρ. αρ. 8, σ. 61, αρ. 8-9 και 28-29. «Το μουστάκι», σ. 78, αρ. 10. Φυχή,
σ. 105. αρ. 19-21.
2
ΒατερΖώ, σ. 130. αρ. 20-30, σ. 159, αρ. 13-23. σ. 161, αρ. 6-9, σ. 168,
αρ. 7-12. «Το μουστάκι», σ. 89. αρ. 5-
37Ô
σχεδόν όλοι μου οι συνταξιδιώτες, του τραίνου.
(Βστερίίώ, σ. 129)
ή ακόμα:
1
Μαριάμπας, σ. 135, αρ. 32, σ. 126, αρ. 1-4. Το ΣόΒο, σ. 18, αρ. 18-22.
Κάποτε η χρήση της καθαρεύσουσας θεματοποιείται μέσα σχο épgo,
π. χ., Βατερηύ. σ. 166, αρ. 1-14, σ. 209, αρ. 5-27, σ. 214, αρ. 1-24.
Μα9ϊ\τευομέντι, σ. 122, αρ. 23-24, σ. 129, αρ. 14-16. «Τυβλοβδομάδα στη
Χαλκίδα», σ. 14, αρ. 26-32, σ. 15, αρ. 1-3, σ. 19, αρ. 14-16. «Το
μουστάκι», σσ. 82, 85-87 passim. «Κομμωτής Κυριών», σ. 101, αρ. 19-
19. Φυχή, σ. 23, αρ. 21-23, σ. 42, αρ. 15-17, σ. 56, αρ. 5-29, σ. 57, αρ. 1-15
και 84-86. «Τρεις άδειες καρέκλες», σ. 58, αρ. 15-18.
2
Το9είο Τραχί, σ. 23 , αρ. 27-32, σ. 24, αρ. 1-6, σ. 70, αρ. 25-28. Βλ.
και Μαριάμπας. σ. 14, 15, 16, 17, 18, 21, 25, 38, 40, 41, 157-158, passim.
3ôO
των ημισφαιρίων των παρουσών Κυριών... ως και, όλων
των Κυριών των παρόντων ημισφαιρίων...» Οι Κυρίες.,
κυτάχτηκαν, έπειτα κοκκίνησαν. (Μσριάμπας. σ. 96)
Εδώ είναι σαφές πως ο ήρωας αντί να-πιει εις υ^είαν «των
παρουσών κυριών αμφοτέρων των ημισφαιρίων» μπερδεύει
τη σειρά των λέξεων με αποτέλεσμα το υπονοούμενο . που
προκύπτει, καθόλου κατάλληλο ^ ι α την περίσταση, να
δημιουργεί υπονομευτικό κλίμα ^ια τον ίδιο τον ήρωα.
Η παραβίαση της σύνταξης είναι συνηθισμένη τεχνική
της ειρωνείας #ια τον Σκαρίμπα. Αυτό γίνεται πολύ συχνά #ια
να δώσει την αίσθηση του διαταραγμένου ή #ια να
υπονομεύσει τον λό^ο. 1 Π.χ.:
1
ΤοΣόβο, σ. 22, αρ. 23-28. Βατερβώ, σ. 36. αρ. 9-25. «0 Κύριος του
Τζάκ», σ. 28. αρ. 31-32, σ. 37, αρ. 29-30. «Το μουστάκι», σ. 87, αρ. 28.
«Κομμωτής Κυριών», σ. 99, αρ. 14-18.
2
Μαριάμπας, σ. 18, αρ. 6. ΤοΣόβο, σ. 32, αρ. 15-17, σ. 75, αρ. 9-13, σ.
85, αρ. 11-16. Βατερβώ, σ. 51, αρ. 6-9, σ. 69, αρ. 26-30.
3 Βατερβώ, σ. 15, αρ. 15-22. «Τρεις άδειες καρέκλες», σ. 59, αρ. 6-12.
361
παρενθετικών σχολίων. Η λειτουργία των παρενθέσεων--
κάποτε και της παύλας--έχει, σχεδόν κατά κανόνα, ειρωνική
λειτουργία στο έρ#ο του Σκαρίμπα. Π.χ.:
1
Όλα τα έρχα του Σκαρίμπα παρουσιάζουν ανορθόδοξη
τυπογραφική διάταξη: στοιχεία αραιά (Μαριάμπας, ΒστερRu).
πλάγια (ΣόίΊο), έντονα (Μαθητευόμενη) κ. ο. κ. Για τον
αναγραμματισμό βλ. και Μαθητευόμενη, σ. 66, αρ. 21-24, σ. 98, αρ.
5-6, σ. 106, αρ. 22-23. «Το μουστάκι», σ. 81, αρ. 5-9. «Καρδιές από
γλυκίσματα», σ. 148. Φυ$η, σ. 27, αρ. 5-8, σ. 68, αρ. 17-19, σ. 69, αρ.
16-17 και 25-26.
3Ô2
Έπειτα πιάσαμε κουβέντα χια άλλα- μούλεχε πως
αν γίνονταν πόλεμος οι Γερμανοί θα την πάθαιναν.
Μένα μ' ερέθιζε η αντινομία της <3ύσης μου· εχώ είχα
την ιδέα πως μάλλον ou Ρωσέζοι θα νίκαχαν· έλεχα τους
Ρώσους Ρωσέζους κι ας έκοβε το σβέρκο του αυτός να
καταλάβει ποιους νόχαχα: Αυτή η ε χ ι δ ν ά η Ελβετία,
έλεχα ανατακεύει τα π ρ ά τ α χ μ α· είναι •
το τέρας του μεγαλύτερου κόσμου. Μα δεν μας αοήνουν
που κουβεντιάζουμε ήσυχα· πλάι μας ο Βασίλης ο
μάχερας σκίζει τα ξύλα του.
--Τι θόρυβος μου κάνει ο Κυρ-Μπάρος, ζαλίστηκα δεν
καταλαβαίνω τι λές.
--Ναι λέω εχώ ο 3 α λ ί σ ης ο μάχερας, ζ ί ζ ε ι τ α
σκύλα τ ο υ. Και σκεπτόμουνα πώς θάταν ο κόσμος,
αν αντίς να πές>τει η πέτρα υψώνονταν, ή αν χελούσαμε
ως πηδάμε!
(Το θείο Τραχί, σο. 57-58)
1
«Το μουστάκι», σ. 90, αρ. 21-25. Φνχή. σ. 93, αρ. 11.
3Ô3
ή ακόμα:
1
Μαριάμπας, σ. 30, αρ. 18. Επίσης, όπου χρησιμοποιείται
καθαρεύουσα, δικαιολογημένα χρησιμοποιείται'και υποτακτική. Ως
ιδιαίτερη τεχνική, όμως, χρησιμοποιείται μόνη της σ ε
συμφραζόμενα που τα υπονομεύει. «0 Κύριος του Τζακ», σ. 29, αρ.
12-13 και 15-18. σ. 47, αρ. 2-3.
2
«0 Κύριος του Τζακ», σ. 9, αρ. 24. Μα9ι\τευομένη, σ. 111, αρ. 21-28,
σ. 112, αρ. 1-2. «Η Τριμελής Επιτροπή», σ. 130, αρ. 31-34.
3Ô4
Ωστε αυτόν τον κ. Γιωσέ Μαχραμή, ναι, τον ήξερα· ναι, τον
ήξερα αυτόν τον κ. Γιωσέ Μαχραμή. Και του Ηό^ου του θα μ'
ήξερε ίσως. Παραπολύ ίσως ισώτατα. (ία Σόίϊο, σ. 20)
1
Για τις μορφές που μπορεί να πάρει το σχήμα της επανάληωης βλ.
Henri Morier, Dictionnaire de poétique et de rhétorique, 3η έκδοση, Paris
PUF, 1981.
ΤοΣόΗο, σ. 13,αρ. 7-8, σ. 15, αρ. 18-28, σ. 20, αρ. 8-11, σ. 21, αρ. 28-29, σ. 24,
αρ. 2-3- Βατερλύ, σ. 269, αρ. 21-27. «Φι^ουραζέρ Κυριών», σ. 52, αρ. 15-16
και 19-21. «Το μουστάκι», σ. 89, αρ. 11-15. «Καρδιές από γλυκίσματα», σ.
146, σρ. 34, σ. 147, αρ. 1-2. «Τρεις άδειες καρέκλες», σ. 57, αρ. 13-16.
3Ô5
1
Βατερβω, σ. 206, αρ. 16-20, σ. 226, αρ. 12-16.
3ö6
Ψευδοηρωικό
ΜπουρίΙέσκο
1
Το 9είο Τραχί σ. 39, αρ. 29-32. Μαριάμπας, 114, αρ. 6-8. Το Σόίίο, σ.
26, αρ. 25-32, σ. 27, αρ. 1-18. ΒαχερΛώ, σ. 162, αρ. 6-9.
3Ô7
μεγάλο μέρος της διήγησης του συγγράμματος του Μαριάμπα
από τον Ραμά, #ια να φανεί η διαπλ,οκή όσο το δυνατόν
περισσότερων τεχνικών:
1
Βατερίίώ, σ. 14, αρ. 29-32, σ. 76, αρ. 15-20, σ. 160, αρ. 3-14, σ. 182, αρ.
22-25, σ. 238, αρ. 28-30. Μαθητευόμενη, σ. 137, αρ. 11-15. «0 Κύριος
του Τζακ», σ. 116, αρ. 24-25 και 30-31.
391
—Α. βέβαια- είναι το τσιβλίκι του Μάλωση- ε#ώ
είμαι, επιστάτης και διευθυντής των χτημάτων του-
είμαι απάνω απ' όλους- KL on' εχώ τον σχεδίασα ακριβώς
όπως είπε: τους φαντάστηκα oRouç—ένα κου8άρι--στο
έδαφος κι αυτόν καλοκαθισμένον απάνω τους... του
Μάλωση ε; διαυθεντής, επιστάτης!
(7ö δ'είο Τραχί σ. 28)
Παρομοίωση
1
Μαριάμπας, σ. 109, αρ. 23-24. Το ZóRo, σ. 72, αρ. 5-6. ΒατερΗύ, σ. 36,
αρ. 16-18, σ. 216, αρ. 10-11, σ. 218, αρ. 1-2, σ. 227, αρ. 31-32, σ. 228, αρ.
9-10, σ. 271, αρ. 6-8. Μαθητευόμενη, σ. 81, αρ. 20-23, σ. 82, αρ. 16-19.
«0 Κύριος του Τζακ», σ. 23, αρ. 6-8, σ. 32, αρ. 27-28. «Το μουστάκι», σ.
87, αρ. 6-8.
392
δάγκωνε ο ένας τον άλλον—αν μπόραε. Και οι υποκρισίες
τους ότι. δεν τόκαναν gtax' ήσαν χορτάτοι, σαν Δεσπότες.
(Το 9είο Τραχί.σ. 37)
ή παρακάτω:
Αντίθεση
f
1
Μσριάμπσς, σ. 128, αρ. 23-26, σ. 153, αρ. 13-14, σ. 156, αρ. 24-31. Το
ΣόΗο. σ. 96, αρ. 3-13- «Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα», σ. 18, αρ. 22-23 και
29-30. Ψυχή. σ. 28, αρ. 1-18, σ. 30, αρ. 6-9, σ. 44, αρ. 1.
393
ενοχλεί τη δαιμονική και σκληρή του φύση και προσπαθεί να
αυτοκυριαρχηθεί. Στην προσπάθεια του αυτή υπονομεύει το
γυναικείο φύλο, δημιουργώντας μια αρνητική εικόνα, η οποία
υπονομεύεται με τη σειρά της, λό^υ της συναισθηματικής του
φόρτισης. Στο επίπεδο του ύφους και της λ ύ σ σ α ς αυτή η
παλινδρόμηση απεικονίζεται μέσυ αντιθέσυν: έξοχες λυρικές
περιγραφές ακολουθούνται από πεζά σχόλια, ενώ το ποιητικό
λεξιλόγιο εναλλάσσεται με λέξεις της αρ^κό ή με αγοραίες
εκφράσεις. Παραθέτω ένα" εκτενές απόσπασμα #ια να φανεί το
εύρος της τεχνικής, δηλαδή οι αλλεπάλληλες υπονομεύσεις και
η λεπτή ισορροπία πάνυ στην οποία στηρίζεται:
Ο ήρωας εδώ είναι και ο ίδιος, #ια Άίχο, θύμα της ειρωνείας
που δημιουργεί, διότι είναι διχασμένος ανάμεσα σε δύο
συναισθηματικές . καταστάσεις. Συγχρόνως, εξαπατά τον
αναγνώστη σε ρ,τι αφορά τα πραγματικά του αισθήματα, αΆΆά η
εξαπάτηση έχει περιορισμένη διάρκεια, ας>ού, aótfu της
έντονης συναισθηματικής φόρτισης, η ισορροπία αποκαθίσταται
. # Ρήτορα.
Η αντίθεση που δημιουργείται από τη διαδοχική αλΛχ^ή
ύφους σε ένα κείμενο Λειτουργεί ανατρεπτικά στο έρ^ο χου
Σκαρίμπα. Π.χ.:
395
Ένα μόνο ήθελε νάφευ^ε. Να π η δ ά ν ε κ α τ '
ε υ θ ε ί α ν στην πόρτα και. να χάνονταν πίσω της, ή
ακριβώς όπως είχε πει η δ/νίς ΚεΆαδτι V ακούονταν τα
βήματα του όξω... Εκεί τότε η νύχτα θα πρόφταινε.
Τρυοερή μέσ' στα ρίχη της, άσπιλη, θα τούδινε το μελαψό
της χεράκι «...παιδί μου» θα του ωιθύριζ' αέρινα...
«αχριοχυιέ μου...» «Κύριε! (του κάνει ένας πλάι του) με
πατήσατε απαίσια! Μου ταράχτε τον κάλο μου!»
{Μαριάμηας, σ. 97)
Σαρκαστική διατύπωση
1
ΒστερΗύ, σ. 78, αρ. 3-4, 127, αρ. 20-24, σ. 132, αρ. 7-9, σ. 133, αρ. 26-
32, 137, αρ. 30-32 και σ. 138, αρ. 1, 150, αρ. 12-16, 163. αρ. 15-18, 219,
αρ. 6-14, σ. 228, αρ. 21-30, σ. 23L αρ. 26-32 και σ. 232, αρ. 1-11. Φυ#η,
σσ. 29, 34.
396
στ'αύλο- μήτε να πλησνάσω εκεί μέσα δεν ήθελα
μαζεύονταν όΗο το σκυλολόι του πύργου και. τους
ειδοποιούσε πότε πεινά#ανε μ' ένα καμπανέΗι ο μαδέρας-
τί κόσμος! να τρώει πεινάει δεν πεινάει.
(Το 9είο Τραχί, σ. 56)
«Γιατί δ ε ν π α ν τ ρ ε ύ τ η κ α;--έλε;$ε.
Α σ τ ε ί ο ! Τ ι χ ε ι ρ ό τ ε ρ ο θ ά κ α ν α α π ό ο, τ ι
κάματε σεις: Παιδιά υ π ο χ ρ ε ώ σ ε ι ς
κ α ι έ ξ ο δ α.» (Βατερίίύ. σ. 17)
ή ακόμα:
Παραπλανητική παρουσίαση
Etpurvticq έκθεση
1
Σε ολόκληρο το Δ' κεφάλαιο αυτού του έρ^ου έχουμε χρήση των
παραπάνω τεχνικών και ιδίως της παραπλανητικής παρουσίασης,
της υποκριτικής άγνοιας και της εσωτερικής αντίφασης.
399
πραγματικά στοιχεία, καταΗή^ει σε πλ.ήρη ανατροπή των
δεδομένων. Π. χ.:
1
«Καρδιές από χλυκίσματα», σ. 147, αρ. 31-34. <Ρυ$ή, σ. 28, αρ. 4-6, σ.
50, αρ. 28-30.
400
κάποιον «μαντράχαλο» και εξαγριωμένος του ε π ι τ ί θ ε τ α ι . Ο
ήρωας-αφηγητής σχολιάζει, προφανώς διασκεδάζοντας:
- -Π α ν μ έ χ ρ ι ο ν ά ρ ι σ χ ο ν! βωνάζω απ'
τη θέση μου ε$ώ. («0 Κυρ toc χου Τζακ», σ. 34)
1
Το Σό3ο, σ. 26, αρ. 2-9. Βλ. τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η
ιστορία με το χρηματόδεμα στο μυθιστόρημα ΒατερΆύ. Η τεχνική
της υπερβολής—και συ^χρόνως—η ειρωνεία που προκύπτει φτάνει
σε οριακό σημείο (σ. 230. Επίσης, βλ. στο ίδιο μυθιστόρημα με
πόση δεξιοτεχνία χρησιμοποιείται η τεχνική της υπερβολής σε
συνδυασμό με την τεχνική του τετριμμένου στο απόσπασμα το
σχετικό με τις προετοιμασίες του ^άμου του ήρωα (σ. 79).
Μαθητευόμενη, σ. 104, αρ. 15. σ. 105, αρ. 9-11.
402
«Οι καλοί τρόποι απαγορεύουν τας ύβρεις. Όταν
ευρίσκεσθε υπό το κράτος θυμού, μη λέτε ποτέ ό,τι
σκέπτεσθε. Δώσατε εις την ορ^ήν σας διέξοδον, ενδύοντες
τους γυμνούς λόγους μ' ευ^ένειαν. Aógou χάριν, αντί: «με
(Βουσκώστε στα ψέματα» σεις πείτε «σας διαφεύγει η
αλήθεια». Έτσι θα έχετε πει ό,τι εσκέπτεσθο με ακόμα ένα
κέρδος: Ότι είσθε όπως πρέπει».
(ΒατερΡ.ώ, σ. 105)
Και παρακάτω:
Παραδοξολογία
1
Βατερίϊώ, σ. 123, αρ. 11-16, σ. 136, αρ. 20-31. σ. 139, αρ. 12-13, σ. 159,
αρ. 24-30, σ. 173, αρ. 27-32, σ. 218, αρ. 9-U και 24-26, σ. 221, αρ. 23-26,
σ. 222, αρ. 2-23. Μα9τ\τευομένη. σ. 113, αρ. 27-28, σ. 114, αρ. 1-7.
«Φι^ουραζέρ κυριών», σ. 70, αρ. 3-9.
403
Βεράντες, μπαξέδες, κομφόρ κλπ. Kat ζούσαμε σχεδόν
ευτυχισμένοι. Δόξα νά 'χει, ο Μεχαλοδύναμος!... Πάντα εν
σοοία εποίησε. Να δουλεύει όλος ο κόσμος χια τους
κυρίους Τζων Μακ κλπ. Kat, οι Τζων Μακ κλπ. χια ελόχου
μου. Είπαμε—πάντα εν σοοία... Μόνον εμένα άρχισαν να
μου περισσεύουν τα πάχητα. Το προκοίλι μου—ας είναι...
και ψοφάω già 'ναν μεσημεριάτικο υπνάκο—ας είναι...
Το ς,ετεινό Πάσχα, όπως πάντα μου τις μεγάλες
χιορτές—χώρια'και Λ το; καλοκαιράκι δυο μήνες-- τράβηξα
δια το χωριό, στην "γριούλα" μου, που με νταντεύει ως
μωρό της... «Φτερνίστηκες, Αχησιλάκη μου, κρύωσες;»...
—Όχι, αδερφέ!., καλοκαιριάτικα;
—Δεν βάζεις το κασκόλ;,σου—μαρχώνεις;
Της χαημενούλας μου τρέμει το ς>υλλοκάρδι της
già μένα...
Όταν ποτέ-- που ποτέ να μη χίνει... (την ακώ συχνά-
πυκνά να μου λέει):
--Όταν πεθάνει κανείς από τους δυο μας εχώ 9α πάω να
μένω στην Ολλανδία με την κόρη μας. Είναι ωραίο
μέρος, Αχησίλαε;
Αν ωραίο; Είναι θαύμα. Φαντάσου ότι η θάλασσα
εκεί είναι πεντέξη μέτρα πιο ψηλά από τη χη!
—Καλά κι οι Ολλανδοί δεν πνίγονται;
— ...Αν σε καμιά στέρνα γλιστρήσουν!... Εξόν cv ξέρουν
κολύμπι και υπάρχει και καμιά σχαλίτσα να βχουν-.
—Καλέ, δεν σου λέω χι' αυτό. Η θάλασσα δεν...
— ...Να σου πω, θα ρωτήσω τον κ. Μακ ή τον Δάουελ.
—Αχ, ρώτα να μου πεις και μένα, Αχησίλαε!... Αχ, πότε θα
μου δοθεί ιγ ευκαιρία;
Σας είπα—τρελλαίνεται.
(«Η τελευταία των 6^», σσ. 32-33)
Λ
—Τι σου είπε; '
--Λέει είσαι ένας λεπτεπίλεπτος βάρβαρος, ένας
ευγενής Φιλισταίος!
Ωραία! Τα «σχήματα οξύμωρα»...
(Βατεοίίώ, σ. 148)
Αμφισημία
1
Μαριάμπσς, 47, αρ. 25-29. ΣόΗο, σ. 21, αρ. 26-30, σ. 78, αρ. 26-32, σ.
40, αρ. 4-9 Βατερίϊώ, σ. 107, αρ. 7-21, σ. 193. αρ. 8-14. «Καρδιές από
γλυκίσματα», σ. 148, αρ. 31-34.
406
κυκλοφορεί (μας) το αίμα. 0 Μαριάμπας τον κύταξε
θαυμάζοντας του τις γνώσεις. (Mapιάμπας. σ. 71)
1
Μαριάμπας, σ. 106. αρ. 1-15, σ. 112. αρ. 14-21 και σ. 113, αρ. 1-4, σ.
118, αρ. 6-31 και σ. 119, αρ. 1-5, σ. 129, αρ. 17-20, σ. 138, αρ. 34-37.
Σόϋο, σ. 16, αρ. 5-21, σ. 20, αρ. 13-23, σ. 35, αρ. 18-29, σ. 36, αρ. 5-10, σ.
61, αρ. 4-11, σ. 62, αρ. 1-4, σ. 106, αρ. 9-20. Βατερίίύ. σ. 21, αρ. 1-5, σ.
77, αρ. 1-18, σ. 79, αρ. 23-32, σ. 80, αρ. 1-13, σ. 91, αρ. 2-11, σ. 104, αρ.
407
σκεφθεί κανείς πως ένας από τους βασικούς στόχους του
συ^ραφέα είναι η ανατροπή της λογικής την οποία θεωρεί
παραπλανητική και ασφυκτική. Στο παρακάτω απόσπασμα η
παραπάνω τεχνική συνδέεται με ένα μείζον θέμα της
πεζογραφίας του, το θέμα του χρόνου, το οποίο θα εξετάσουμε
διεξοδικότερα σε επόμενο κεφάλαιο.
22-26, σ. 109, αρ. 7-14, σ. 153, αρ. 30-31, σ. 181, αρ. 23-29, σ. 182, α ρ . 1-
9, σ. 186, αρ. 15-20, σ. 190, αρ. 10-26, σ. 191, αρ. 1-16, σ. 195, αρ. 15-16-
-σ. 196, α ρ . 1-5, σ. 202, α ρ . 1-5 και 28-32, σ. 246, αρ. 1-8.
Μαθητευόμενη, σ. 89, αρ. 23-26. «Φιχουραζέρ Κυριών», σ 60, αρ. 20-
30, σ. 61, αρ. 13-16, σ. 65, αρ. 16-26. Ψυχή. σ. 37, αρ. 2-7, σ. 51, αρ. 1-2,
σ. 64, αρ. 6-10.
40Ö
κείνο σας το «Γράς>εμ' ενίοτε».. Καλά ε^ώ καθόμαν εδώ
χάμω και βιάζομαν χωρίς να πειράζω κανέναν.
—Τι σχέση έχει... τι σχέση...
--Τι σχέεεση! Τι σχέεε.,.ση! Μου λέτε τι σχέση; μα
αν δεν ήταν η ώρα σας ψεύτικη, τώρα δε 9άταν 6 παρά
τέταρτο και δε θάχε ς?ύ$$ει το τραίνο. Ε^ώ θα το πρόφταινα.
Και λέτε... τι σχέση;
...Τι ιδέα! περίεργο... Λοιπόν νά, σας έλε$$α ψέματα;
—Όχι. Ή έπρεπε να μου δείχτε απλώς το ρολόι σας.
Κι' όχι νάναι 5 παρά τέταρτο, νάναι το τραίνο εδώ, κι'
ε^ώ να προφταίνω, κι' άξας>να να μου πείτε 6 και τέταρτο
και τότε αμέσως νάχει <ού£>ει το τραίνο και να μ' αφήσετε
όξω... και τολμάτε να λέτε τι ιδέα;... να λέτε περίεργο;...
(Μα ρ ta μπα ς, σσ. 78-79)
Καρικατούρα ή ^εΗοιο^ράφηση
1
ΒατερΗώ, σ. 20, αρ. 9-16, σ. 143. αρ. 3-5, σ. 152, αρ. 8-9, σ. 165, αρ. 2-
5, σ. 193. αρ. 17-21. σ. 227, αρ. 7-14. Μα9χ]τευομένη, σ. 75, αρ. 23-28, σ.
77, αρ. 19-22, σ. 110, αρ. 8-12. Τρεις άδειες καρέκλες., σ. 60, αρ. 19-22
409
Λο^οπαί^Υίο
1
Μαριάμπας, σ. 56. αρ. 28-30, σ. 71, αρ. 12-15, σσ. 96-97, αρ. 30-32 και
1-2, σ. 144, αρ. 8-12. Σόίίο, σ. 11, αρ. 20-30, σ. 58, αρ. 1-2, σ. 59, αρ. 6-9,
σ. 68, αρ. 8-13- Βατερίίώ, σ. 10, αρ. 21-24, σ. 12, αρ. 12-22, σ. 173, αρ. 3-
4, σ. 204, αρ. 16-20, σ. 210, αρ. 17. «Φιχουραζέρ Κυριών», σ. 64, αρ. 24-
30. «Το μουστάκι», σ. 93, αρ. 32-34. «Κομμωτής Κυριών», σ. 99, αρ. 6-
8.
412
κανείς είν' ολόρθος. Της μιλείς κι απαντεί—τη φυσάς
Kca κρυώνει... (Βατερβώ, σ. 203)
Απίθανη κατάσταση
Δραματική ειρωνεία
1
ΒατερΗύ, σ. 82, αρ. 15-30, σ. 83, αρ. 7-22.
413
αποφέρουν, ενώ συμβαίνει το αντίθετο. Π.χ., στο θείο Τραχίο
επιστάτης Κωσταμπάς ό χ ι μόνο φιλοξενεί με τον καλύτερο
τρόπο τον ήρωα αλλά και του βρίσκει δουλειά, y ta v a
ε ξ α π α τ η θ ε ί α ρ γ ό τ ε ρ α από τον ευεργετημένο, ο οποίος ό χ ι
μόνο τον ε ί χ ε δούλο του αλλά και τον έ κ λ ε β ε και τον
εξαπατούσε με κάθε τρόπο. 0 ίδιος ε ί χ ε δηλώσει λί^ο π ρ ι ν ότι
οι άνθρωποι π ρ έ π ε ι να βοηθιούνται και να κάνουν το καλό. Ο
αναγνώστης πρετοιμάζεται # ι α όσα θα συμβούν από τον ίδιο
τον ήρωα-αφηγητή: ι
Λ
1
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Κύριο ο οποίος προσφέρει δουλειά
στον ζητιάνο αγνοώντας ότι είναι παλιός φίλος της γυναίκας του
και έχει έρθει στον Πύρ^ο già να τους αναστατώσει. Πέφτει θύμα
τραγικής ειρωνείας με. πολλούς τρόπους, αφού κάθε ενέργεια και
συμπεριφορά του προετοιμάζει την εξαπάτηση του (σσ. 44-45). Βλ.
επίσης το επεισόδιο του αποχαιρετισμού, όπου ο ήρωας παραιτείται
από τη δουλειά και προβάλλει ως δικαιολογία ότι πρέπει ν α
υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στα γεννητικά όργανα διότι
έχει πρόβλημα και θέλει να παντρευτεί. 0 Κύριος κατασυγκινείται
διότι και ο ίδιος έχει παρόμοιο πρόβλημα, και τον αποχαιρετά
λυπημένος, δίνοντας του χρήματα και ευχές, ενώ σε λί#ο καιρό η
γυναίκα του θα γεννήσει το παιδί του δήθεν ανίκανου ήρωα (σσ.
96-97).
414
ήρωα ·που κάθε βράδυ κόβει τις βιολέτες από τον κήπο της.
Ιδού πώς προετοιμάζει τη φάρσα που του στήνει:
Αυτοϋποτιμηχική etpuYeta
Αθώα ειρωνεία
f
Συχνά ο σ υ ^ ρ α φ έ α ς χρησιμοποιεί κάποιον αθώο ή
αφελή #ια να υπονομεύσει και να ανατρέψει την κρατούσα
ιδεολογία ή το πορτρέτο κάποιου.
3 . To etpuiYtxó προσωπείο
rat η εΗευθερία του συγγραφέα
Ή παρακάτω:
1
Ένα έξοχο παράδειγμα παραπληρωματικών ηρώων προέρχεται
πάλι από το μυθιστόρημα Μαριάμπας όπου ο Μαρ(,άμπας
συμπληρώνει με τρόπο κάποτε υπερφυσικό τον γιατρό ΕξαδάκτυΗο.
Εξάλλου, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όχι μόνο ο
δισυπόστατος ήρωας στο 9είο Τραχί, αλλά, και οι ίδιες οι
περιγραφές ανθρώπων ή καταστάσεων από ήρωες του. Τα έρ#α του.
V
425
η μεταμφίεση και. το ψεύδος είναι λέξεις κλειδιά #ια την
κατανόηση της κοσμοθεωρίας του συ^^ραφέα, αλλά και # ια την
ερμηνεία των ép^u/v του. Στα περισσότερα έρ^α
υπονομεύονται όχι μόνο οι πληροφορίες που δίνονται αλλά
ακόμη και οι δεδομένες βεβαιότητες του ανθρώπου- τούτο
είναι ευεξήγητο αν αναλογισθούμε ότι η ανατροπή είναι ο
στόχος του συ^ραφέα, στόχος που τον πετυχαίνει με μεγάλη
ιιαεστρία.
***
1
0 Pirandello θεωρεί (ό. π., σ. 244) ότι ο χιουμορίστας δεν
αναγνωρίζει την ύπαρξη ηρώων. Γι" αυτόν τον Rògo ακυρώνει τα
ηρωικά χαρακτηριστικά των χαρακτήρων του. Επίσης, ο ι
χαρακτήρες του δεν αλλάζουν καθόλου.
430
Ο τρόπος με τον οποίον ο Σκαρίμπας χρησιμοποιεί την
πλοκή, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου,
καθορίζεται από την ειρωνική του πρόθεση. Αλλά ένα από τα
σημαντικότερα στοιχεία της Ποιητικής της Ανατροπής στο
έρ#ο του είναι αναμφισβήτητα η ταυτότητα των χαρακτήρων
που χρησιμοποιεί. Με εξαίρεση τα πρώτα του διηγήματα, που
παρουσιάζουν, όπως είδαμε, κάποιες συγκλίσεις με την
ηθογραφία, και όπου χρησιμοποιεί σχεδόν κανονικούς
χαρακτήρες (με ελάχιστες εξαιρέσεις)--ανεξάρτητα από το αν
τους ολοκληρώνει ή όχι--, στα υπόλοιπα έ ρ γ α του
χρησιμοποιεί ιδιότυπα πρόσωπα. Πάντως, σ' ολόκληρο το έργο
του δεν υπάρχει ούτε ένας συμβατικός χαρακτήρας. Όλοι οι
ήρωες του παρουσιάζουν σαφή, αλληλοδιαπλεκόμενα και
επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά, τα οποία δίνουν το
ιδιαίτερο στίγμα του πρότυπου ήρωα του συγγραφέα:
1
Το 9είο τραχίσ. 141.
431
κι' έκανε σε ποικιλίες ατέλειωτες τη ^εΤΙοιο-^ραφία του
κόσμου!».1
Επίσης, ο Αντώνης Σουρούπης, κεντρικός ήρωας στο
μυθιστόρημα Το Σό/Ίο, δεν είναι απολύτως καλά στα λογικά
του, συμπεριφέρεται ακατανόητα, ενώ η ηρωίδα με την οποία
είναι ερωτευμένος ίσως είναι ρομπότ, γυναίκα-βιόλα, ίσως
έχει αδελφή, αλλά το πιθανότερο είναι ότι είναι σχιζοφρενής
αφού, ό,τι λέει ^la την αδελφή της («όταν κοιμάται τη λέμε
Λουίζα») ισχύει yia την- ίδια, ,άρα η μία της υπόσταση είναι
δημιούργημα του ασυνειδήτου της ή του ταραγμένου της
λογικού. Εξάλλου, τόσο αυτό όσο και το προηγούμενο
μυθιστόρημα είναι γεμάτα αυτοκτονίες, που, όπως γνωρίζουμε,
παραπέμπουν συνήθως στην ^τρέλα.
Επίσης, 'στον φαντασιακό κόσμο του σ υ ^ ρ α φ έ α
κινούνται διάφορα πρόσωπα, κάποτε βουβά, τα οποία πάντως
δεν παίζουν κανένα απολύτως ρόλο στον μύθο και
χρησιμοποιούνται #ια να #ίνει μια νύξη, συνήθως παράλογη,
που ωστόσο παραπέμπει σε ένα μείζον θέμα που θίγεται στο
ερ^ο.2 π.χ.:
1
• Μαριάμπας., σ. 1θ7.
2
Σ' αυτή την κατηγορία ανήκει η Ρίτα Γκαβέρα, πρόσωπο πολύ
σημαντικό già την ερμηνεία του μυθιστορήματος Το Σόίίο- κι '
αυτή δεν παίζει κανέναν ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Το ίδιο
πρόσωπο επανεμφανίζεται με τον ίδιο περίπου ρόλο στο διήγημα
«Καρδιές από γλυκίσματα». (Τυψβοβδομσδα.. σ. 153.)
432
μου. Δεν ξέρω τ' ήταν αυτό που μ' απόστελνε—τι pigoç—
το έτσι- κοινό πρόσωπο μου. Μόν' έ κ λ α ι α δυστυχισμένος
κ α ι έρημος. Να είχα τουλάιστο ένα άλο^ο, guj να--σ'
αυτό--προσεύχομαν. Τότε θα ήξερα πως δ ε ν είμαι
καταμόναχος στον κόσμο. Κ at. να, τον νιώθω ξάφνου στο —
πλάι μου, να με θεωρεί να μου κ ρ α ί ν ε ι : «... Τι σου
συμβαίνει;» ακώ να μου λέει, σβαρνόντας Kt αυτός το
βήμα μ α ζ ί μου. Είχε μ ι α ν έκφραση βαθειάς συμπόνοιας
στο λόχο του. «Λοιπόν τι σου συμβαίνει;»
—Εμένα; του λέω. Όχι, τίποτα..
—Μα, χ ι α τ ί κλαις;
—Μηδά ξέρω; το ξέχασα! ξεχνώ ως και των μ α τ ι ώ ν
της το χρώμα...
Κι σβήστηκα μες στ' αναουλλητά μου σ υ ν τ ρ ί μ μ ι .
Άξαινα αχώ ένα βόχχο στο πλάι μου κι ευθύς κατόπι ένα
κλάμα. Ήταν τόσο αυτό το κλάμα χλυκό, πουμοιασε σαν
ζ ι κ - ζ α κ ήχου βιόλας! 0 σύντροφος έκλαιγε! Έκλαιχε κι
αυτός μ α ζ ί μου σαν μπέμπης. Αχ!... άνθρωπε μου...
λολόλυζε καθώς λυχμοί τον τ ί ν α ζ α ν . Κι είχε τη θ λ ί ψ η
προσωπίδας η όψη του. «Κάνουμε, μου λέει, ένα περίπατο
κλαίοντας;» Α!... μπήχνω κι' εχώ ρεκατό. Και πηγαίναμε.
Σβαρνάχαμε μ α ζ ί τα πόδια και κλαίγαμε, ενωμένοι σε
μια κοινή δυστυχία... Οι σπασμοί ε ί χ α ν κάμει σαν
κύβους τα μούτρα μας. «...Καλά εχώ...» του λέω, μ' ένα
π ν ί ξ ι μ ο βαρειού λυγμού στο λαιμό μου. «Μα εσύ χ ι α τ ί
κλαις;»
—Δεν ξέρω... λέει. Σκεπτόμουνα έ ν α ξ υ π ν η τ ή ρ ι
ά ν ε υ δείχτες. Μου λες—ώστε— συ, τι γ ί ν ε τ α ι στο μεταξύ—
ώστε—ο χρόνος; Υπάρχει, ή δεν υπήρξε ποτέ; Να, g ι" αυτό
κλαίω. Τέτοια ευκαιρία που νάβρισκα;
(Το ΣόΗο, σσ. 76-77)
1
«Καρδιές από ολυκ.ίσματα», Τυφίίοβδομάδα, σ. 144.
2
0 βοϊδά^ελος'απαντά ξανά ως τίτλος ποιητικής συλλογής και ως
τίτλος δύο ποιημάτων («Βοϊδά^ελος πρώτος», «Βοϊδά^ελος
δεύτερος»): Βοϊδά$$εΐϊοι (στίχοι). Αθήνα, "Αί^α^ρος", 1968, σσ. IL 12.
• 3 θ βοϊδά^ελος θανατώνεται επειδή ενήργησε σύμφωνα με το
ένστιχτο --δίχως όμως να παραβιάσει τη θέληση κανενός— και όχι
σύμφωνα με τους κοινωνικούς περιορισμούς: κάνει έρωτα με τη
Γαρώφω η οποία ενδίδει στη ζωώδη του ηδυπάθεια· εκείνη,
επειδή φοβάται μήπως κάτι αποκαλυφθεί στον άντρα της, του λέει
ότι τη βίασε κι εκείνος τον σκοτώνει.
434
βάθος ' μιας σκηνής τοποθετημένα, να παίζουν το καθένα το
ρόλο του, κάτι ρόλους κωμικούς φασουλήστικους», ενώ ο ίδιος
«τί μαγική δύναμη που στην είχε! Και τόξερε. Τόξερε ότι της
φύσης ήταν αυτός προνομιούχος κ' ευνοούμενος, ο "άνθρωπος -
θαύμα"--κατά που λέμε...» Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνει
την πραγματικότητα, όπως θα δούμε, σατιρίζει τον συμβατικό
τρόπο πρόσληψης της και φυσικά τη συμβατική επικοινωνία.
Π.χ., στο παρακάτω απόσπασμα ο ήρωας, όντας κωφάλαλος, δεν
ακούει τη μουσική και άρα δεν έχει αίσθηση του ρυθμού ούτε
μπορεί να καταλάβει τι είναι ο χορός. Ιδού πώς αντιλαμβάνεται
τους ανθρώπους που παίζουν μουσική και χορεύουν:
1
Παραλλαγή του σεναρίου του θεατρικού έρ^ου «0 ΣεβαΗιέ σερβάν
τι\ς Κυρίας» (1971) [κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου].
437
3. Είναι αλληλεξαρτώμενοι ή παραπληρωματικοί.
Όπως έχει ήδη παρατηρηθεί, ο αναγνώστης των έρ^ων
του Σκαρίμπα έχει την εντύπωση ότι παρακολουθεί τους ίδιους
ηθοποιούς σε διαφορετικούς κάθε φορά ρόλους. Πέρα από τη
λειτουργία του ρόλου, την οποία θα εξετάσουμε παρακάτω,
τούτο συμβαίνει διότι οι ήρωες του συγγραφέα επανέρχονται
στα έρ^α του σαν να ήταν υπαρκτά πρόσωπα που αποκαλύπτουν
διάφορες φάσεις της ζωής τους.
Αυτή η εντύπωση επιτείνεται από ένα είδος εσωτερικής
διακειμενικότητας ή μάλλον εσωτερικών αναφορών που
χρησιμοποιεί ο συ^ραφέας, σε υποσημειώσεις, κυρίως στα
μυθιστορήματα του, παραπέμποντας σε άλλα έρ^α του ή
σχολιάζοντας τους ήρωε^ς που χρησιμοποιεί. Π.χ., στο
μυθιστόρημα Μαριάμπας ,υπάρχει μια υποσημείωση η οποία
αντιστοιχεί σε φράση του κυρίως κειμένου:
1
Το ΣόΖο, σσ. 20, 3L 50, 61.
2
0 Γιωσέ Μαχραμή εμφανίζεται ξανά στο ΣόΗο. Η Μύ^ια, ο
Ριχάρδος Γκαμόν, και ο Αντώνης Σουρούπης επανεμφανίζονται στο
διήγημα «Κομμωτής Κυριών». 0 Αντώνης Σουρούπης του ΣόΗο και
ο Μάριος του διηγήματος «0 Κύριος του Τζακ» κάνουν ξανά την
εμφάνιση τους στο διήγημα «Η Ρεβάνς». 0 Αντώνης Σουρούπης
•εμφανίζεται ξανά στο διήγημα «Το μουστάκι», κ. ο. κ.. Επίσης,
κάποια ελάσσονα πρόσωπα μαίνεται να αποτελούν τους ίδιους
κομπάρσους, εφόσον περνούν φευγαλέα από τα περισσότερα έρ$α.
έστω και μόνο ονομαστικά. Π.χ. ο Μημίλιας εμφανίζεται και στο
μυθιστότημα Μαριάμπας και στο Σόίίο. 0 Λαυρέντιος Φ ι ό κ ο ς
εμφανίζεται στο Σόίίο και στη Μα9ητευομένη.
440
φαντασίωση του αφηγητή, η χρήση υποσημειώσεων που
παραπέμπουν στην απτή πραγματικότητα και στο παρόν του
αφηγητή ή του σ υ ^ ρ α φ έ α δεν μπορεί παρά να έ χ ε ι ειρωνικό
χαρακτήρα. Με ανάλογο τρόπο λειτουργεί το τέχνασμα των
χειρογράφων, υπηρετώντας ειρωνικά την αληθοφάνεια της
ιστορίας, η οποία υπονομεύεται με πολλούς τρόπους. Ειρωνική
λειτουργία πιστεύω ότι επιτελούν πολλά από τα
πραγματολογικά σχόλια που υπάρχουν με μορφή
υποσημειώσεων σε όλα σχεδόν τα έρ#α του σ υ ^ ρ α φ έ α . Π.χ.,
στο μυθιστόρημα Μαριάμπας, ενώ υπάρχουν π ο λ λ έ ς
ακατανόητες φράσεις του ήρωα, ο αφηγητής επεξηγεί τις
πλέον αυτονόητες:
exceedingly original*
* εξαισίως πρωτότυπο (σ. 89)
Και παρακάτω:
44 1
«Είδατε που σας τόλεχα» της έλεχε της Ζαλουχου ο
χιατρός· (ήταν σκυφτός προς το μέρος της με την παλάμη
στο στόμα): «... Σμόκιν με παπιγιόν οπλοάσπρο! Ακριβώς
το αντίθετο. Ό,τι κάμω εχώ. ό,τι πω, θα κάμει αυτός και
θα πει το ίδιο μεν, πλην το εκ διαμέτρου αντίθετο.
Μαύρο καπέλλο και παπούτσια εχώ; Άσπρο καπέλλο αυτός
και παπούτσια! κι' ας είναι' Γενάρης. Χ α ί ρ ε τ ε εχώ; —
Η υ π ά σ τ ε αυτός. Κομμένο το δαχτυλάκι του ζερβού του
δικό μου; Κομμένο το δαχτυλάκι του δεξιού του δικού
του!. Το περίερχο, το ανεξήχητο, το φοβερό ε ί ν α ι τούτο:
Μια μέρα είχα βχάλει ένα εζανθηματάκι στη μύτη- ήταν
προς το δεξί της οτερύχιο' Την ίδια μέρα είδα στο ίδιο
σημείο της μύτης του, μα στο αντίθετο μέρος, το ίδιο
εζανθηματάκι ακριβώς. Απομίμησις; Σύμπτωσις; Φάρσα;
Άχνωστο. Πάντως εχώ άρχισα να υποβάλλομ' α ό ρ ι σ τ α ,
νάχω κάτι ενδόμυχους τρόμους... Είναι G ο β ε ρ ό... G ο β ε-
ρ ό... σας ορκίζομαι. Επειδή με λεν Εξαδάκτυλο, υπέβαλε
αυτός αίτηση να προστεθεί στ' όνομα του ένα παρώνυμο
εκεί: Ί ε τ ρ ζ δ ά χ τ υ λ ο ς 1 {~σ. &5-SS)
1
Θυμίζω ότι η λέξη «Εαυτούληδες» αποτελεί τίτλο ποιητικής
συλλογής του Σκαρίμπα που εκδόθηκε το 1950. Η αποσπασματικότητα
του ήρωα συνδέεται με τον διχασμό προσωπικότητας που
εμφανίζουν συχνά οι ήρωες του. Εδώ ας σημειωθεί παρενθετικά
μια ανεκδοτολογική μαρτυρία που δείχνει ότι ο συχχρα§εάς
αστειευόταν χύρω από το θέμα: «Μιαν άλλη $ορά ο χιατρός του
εξεπλάχη όταν του είπε να τον εξετάσει δύο §ορές. «Γιατί δύο
φορές;», του λέει περίερχα. «Γιατί, χιατρέ, πάσχω από δ ι χ α σ μ ό
προσωπικότητας» (Γιώρχος Λιάνης, «Σκαρίμπας: Αχ, πόσο άθεος
είμαι Θεέ μου», ες.. Τα Νέα, 4. 2. 1981).
443
άΆΆα —Ε α υ τ ο υ a η δ ε ς. μια τρελλή μπάντα εαυτών
μου!
(Βατερβώ, σ. 252)
1
Θυμίζω επίσης την α^άπη του Σκαρίμπα già τα ψευδώνυμα. Είναι
γνωστά τουλάχιστον δέκα ψευδώνυμα του. Αυτό που μας ενδιαφέρει
ιδιαίτερα είνα.ι το ^ε^ονός ότι ο συ^ρα^έας παίζει με τα
ψευδώνυμα τουί Άλλοτε κάποιο ψευδώνυμο αποκτά πρόσωπο, με την
έννοια ότι ο συ^^ρα§έας επινοεί ήρωα που τον βαπτίζει με το
ψευδώνυμο του· έτσι συμμετέχει και ο ίδιος μέσα στο έρ^ο του με
έναν ακόμη τρόπο. Άλλοτε χρησιμοποιεί ως ψευδώνυμα ονόματα
των ηρώων του. Γϊ.χ.: Μαριάμπας ή Λαυρέντιος Ταπιά#κας το οποίο ,
προέρχεται από το Βατερβώ από την ένωση των ονομάτων
Λαυρέντιος (Φιόκος) και (Αντώνης) Ταπιά^κας. Μ' αυτό το
ψευδώνυμο ο Σκαρίμπας δημοσίευσε τα ποιήματα του "Οι Φίλοι" και
"0 Πιερότος". πολύ σχετικά, κατά τη ογώμη μου, με το Βατερβώ. Για
444
ήρωα προέρχεται από αναγραμματισμό του ονόματος του
σ υ ^ ρ α φ έ α : Ιωάννης Μπαρίσκας.
Σε πολλά έρ^α επανέρχεται με επιμονή μια συνήθεια
των ηρώων να σχολιάζουν ή να δ ι ε υ ρ ε υ ν ο ύ ν την
κυριολεκτική σημασία των ονομάτων, καταργώντας, κατά
κάποιον τρόπο, την αυθαίρετη σχέση ονόματος και
προσώπου. «Κελαδή δεν την έλεγαν; Ε λοιπόν θα κελάιδα^ε»
παρατηρεί ο Μαριάμπας #ια την ηρωίδα Νανά Κελαδή· «το
όνομα της λες πήδαε» σχολιάζει ο ίδιος #ια τη Μύριαμ
Χόπκινς Λάι, τη μόνη ξένη ηρωίδα του μ υ θ ι σ τ ο ρ ή μ α τ ο ς
Μσριάμπσς. Στο ίδιο μυθιστόρημα ο ήρωας έ χ ε ι σκοπό να
παντρευτεί κάποια που ονομάζεται Βιολέττα--η οποία τον
αποκρούει—, και ο Μαριάμπας παρατηρεί:
1
Την ίδια εποχή (1939) το όνομα (ή ψευδώνυμο;) Alex Thumeyssen.
απαντά στην εφημερίδα Κα9ι\μεριντ\ στην τακτική στήλη
κ ρ ι τ ι κ ή ς μουσικών εκδηλώσεων «Μουσικαί κρίσεις>. Βλ.
ενδεικτικά, Alex Thumeyssen, «Η Στ' Συμφωνική», ες>. Κα9ί\μεριντ[,
15.1-1939. Καθώς ο ημερήσιος τύπος είναι η συνηθισμένη πηχή
πληροφοριών, αλλά και έμπνευσης, του Σκαρίμπα, ε ί ν α ι πολύ
πιθανό εκεί να βρίσκεται η καταχωχή του ονόματος «Τουρνάισσεν».
446
1
1
Η συνείδηση της γλώσσας εμφανίζεται ακόμη και σε épga όπου
δεν θα χο περίμενε κανείς, λό$ω χου ιδιάζονχος ιδεολογικού τους
βάρους· π χ , στο αντιπολεμικό épgo Ψυχή (βλ. σ. 44, αρ. 5-6)
447
Επίσης, στο μυθιστόρημα Το θείο Τραχί ο ήρωας παρατηρεί
ειρωνικά:
ν
Αλλά τα ονόματα έχουν ποικίλες λειτουργίες στο έρ^ο
του Σκαρίμπα. Κάποτε σηματοδοτούν τη θέση ή τη λειτουργία
ενός προσώπου μέσα σε ένα μυθιστόρημα: π.χ. ο Μημίλιας στο
Σό/Ίο είναι ένας άνθρωπος που δεν μιλάει ποτέ. Η ύπαρξη του,
καθώς δεν παίζει κανένα ρόλο στην οικονομία του
μυθιστορήματος, σχετίζεται, πιστεύω, άμεσα με τη λειτουργία
της σιωπής σε σχέση με την πίστη του συ^ραφέα χια τη
συ##ρα<3ΐκή πράξη και τις απόψεις του #ια τη φθορά των
λέξεων, όπως θα δούμε παρακάτω. Ακόμη, εμφανίζεται στο
επόμενο μυθιστόρημα του συ^ραφέα ως πρόσωπο αντίστοιχο
του ήρωα μέσα στο ε^κιβωτισμένο μυθιστόρημα. Αλλά και ο κ.
Μπαμκάτος του διηγήματος «Petroleum έ Dijelmen Company»
έχει όνομα που συνδέεται με τον μύθο του διηγήματος εφόσον
σκοτώνει τον Κρακ Τοκ «μπαμ και κάτω». Πολλά ονόματα στο
μυθιστόρημα Μαριάμπσς έχουν σχέση μεταξύ τους, αλλά και
σχετίζονται με,· κρίσιμες λέξεις (Μαριάμπας, Μαρή, Μαράτος,
Μύριαμ, Ρόδόν το Αμάραντον: «μοίρα», «μοιραίος»· ή:
Πριόβολος: «βόλι», «βιολί»· ή: Κελαδή, Πορτολές, Σμιρλή,
Μημίλιας: «κελαδώ», «μιλιά», «λέω».) Επίσης, όπως είδαμε, ο
σκοτεινός, παράλογος, ημίτρελος ήρωας στο Σόλο ονομάζεται
Αντώνης Σουρούπης. Το όνομα του φέρνει στο νου το
σούρουπο, ώρα μεταβατική και μυστηριακή, αλλά ίσως και τον
σουρρεαλισμό αφού τα τέσσερα πρώτα γράμματα είναι κοινά
και στις δύο λέξεις· ίσως δηλαδή να σημαίνει ότι ο ήρωας
44Ô
είναι δημιούργημα υπερρεαλιστικής πρακτικής.*· Η ηρωίδα στο
Σόλο, που δεν διευκρινίζεται ως το τέλος αν είναι άνθρωπος ή
ρομπότ, ονομάζεται Νίνα Δολόξα· η λέξη παραπέμπει στην
κρίσιμη #ια το έρ^ο λέξη «λοξά» ή «λόξα» ή «δόξα»· η
Μύριαμ Χόπκινς Λάι εκτός από το ότι παραπέμπει στη γνωστή
ηρωίδα του κινηματογράφου σχετίζεται και με μια άλλη
σημαντική #ια το έρ^ο του Σκαρίμπα λέξη, τη λέξη ψέμα στα
α υ λ ι κ ά (lie)· η αδελφή της ονομάζεται Σλάτερυ, λέξη που
πραπέμπει στη σφα^ή, δολοφονία, θάνατο, έγνοιες-κλειδιά #ια
τον μύθο του μυθιστορήματος (slaughter)· ο «όμορφος σαν την
Παναγιά» και «α^ελικός στην όψη» ήρωας του διηγήματος «0
κύριος του Τζακ»--ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι γυναίκα
μεταμφιεσμένη σε άντρα--λέγεται Μάριος· ο φίλος του ήρωα
του διηγήματος «Η τριμελής Επιτροπή», ο μόνος που δεν
ενδιαφέρεται #ια την υπερδραστήρια ερωτικά σύζυγο του
πρωταγωνιστή ονομάζεται Μαλαχίας, κ.O.K.
0 κατάλογος θα μπορούσε να μεγαλώσει πολύ, αλλά
νομίζω ότι ήδη φαίνεται πως όλα τα ονόματα (υπο)στηρίζουν
την προσωπική μυθολογία του συ^ραφέα. Άλλοτε, όπως
είδαμε, εκθέτουν ειρωνικά τους ήρωες στα μάτια του
αναγνώστη, αφού ως πλασματικοί χαρακτήρες δεν έχουν
συνείδηση των συνδηλώσεων του ονόματος τους· άλλοτε
υπονομεύουν και ανατρέπουν την αληθοφάνεια του κειμένου ή
την αυτονομία του· άλλοτε, όπως θα δούμε, συλλειτουργώντας
με την παραπομπή σε άλλα κείμενα ή με την επανεμφάνιση
τους σε διάφορα κείμενα επιτείνουν την αυτοπαρώδηση του
συγγραφέα. Κάποτε, νομίζει κανείς ότι οι σχέσεις τους με
στερεότυπα θεματικά μοτίβα του έρ^ου καθορίζουν την έκβαση
του μυθιστορήματος, αναδεικνύοντας τη γλώσσα σε πραγματικό
πρωταγωνιστή του έρ^ου.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάποια διηγήματα, και
σε όλα τα μυθιστορήματα, επανέρχεται με τη συχνότητα
1
Η Ελένη Γιαννακάκη συνδέει το όνομα με τη Ηέξη «ούρα» της
οποίας έχουμε και άλίΐη μνεία μέσω του προσώπου που ψάχνει già
ουρητήρια και γίνεται μαθητής του Σουρούπη που του αναπτύσσει-
το δοκίμιο #ια τον υπερρεαλισμό. ΒΗ. Eleni Yiannakakis, ό. π., σ. 286.
449
εμμονής το θεματικό μοτίβο της βάφτισης, δίχως καμιά σχέση
με τα συμφραζόμενα. Τις περισσότερες φορές περιγράφεται η
τελετουργία χωρίς να ακουστεί το όνομα, άλλοτε ακούγεται το
όνομα του πρωταγωνιστή. Πάντως, η αναφορά αυτή είναι μια
σατιρική αλληγορία της χριστιανικής βάφτισης, ενώ η έλλειψη
απάντησης στην ερώτηση «και το όνομα αυτού;» συνοψίζει με
έναν ακόμη τρόπο την αποτυχία της γλώσσας να ονομάσει, άρα
να δημιουργήσει, πραγματικούς ήρωες, συνοψίζει δηλαδή τη
σιωπή. Εξάλλου, όπως." Θα δούμε σε άλλο κεφάλαιο, οι
χαρακτήρες και, το μυθιστόρημα "σταματούν", όταν η γλώσσα
αποτυχαίνει να αναφέρεται.
1
Το ΣάίΙο, σ. 82. ΒατερΒώ, σ. 81.
451
éptfo του και χτυπώντας το έρ^ο του συναδέλφου του Αντώνη
Σουρούπη. Την ίδια έμπνευση έχει και ο αντίπαλος, ο οποίος
με κάποιο τέχνασμα του αφαιρεί το δυσεύρετο μουστάκι και
όλα ανατρέπονται μέσα από διάφορα τεχνάσματα ειρωνείας.
Μερικές φορές, η τεχνική της μεταμφίεσης
χρησιμοποιείται με πιο σύνθετο τρόπο, από αυτόν που μόλις
είδαμε, αφού η μία ανατροπή ακολουθεί την άλλη. Τούτη η
αλλεπάλληλη ανατροπή είναι αγαπημένη πρακτική 'του
συ^ραφέα όχι μόνο σε'ό,τι αφορά μόνο τη μεταμφίεση, αλλά
και άλλες τεχνικές. Π.χ., θυμίζω ότι στο διήγημα «Τρεις
άδειες καρέκλες» η μία φάρσα διαδέχεται την άλλη και τη μία
ανατροπή την ακολουθεί άλλη, ώσπου όλα μαζί ξαναγυρίζουν
στον ίδιο τον φαρσέρ και -τον μετατρέπουν από θύτη σε θύμα.
Στο διήγημα «Φι^ουραζέρ·· Κυριών» κάποιος κάνει φάρσα στον
ήρωα προσκαλώντας τον στην κηδεία του. Κ ανατροπή της
πραγματικότητας και το παράδοξο της πρόσκλησης ενός
ανθρώπου στην ίδια την κηδεία του ανατρέπεται από άλλο
παράδοξο, την αποδοχή, από τον ήρωα, του ρόλου του
εκλιπόντος.
Στο διήγημα «0 Κύριος του Τζακ» η ανατροπή
παρουσιάζεται μέσα από τη μεταμφίεση. 0 Μάριος είναι στην
πραγματικότητα η Μαίρη Δεπάνου, ιδιοκτήτρια του κότερου
που άραξε στο λιμάνι της Χαλκίδας· η εκκεντρική κυρία
συνηθίζει να μεταμφιέζεται και να παρουσιάζεται ως
λοστρόμος του κότερου. Όλα τα περιστατικά μάς δίνονται μέσα
από την οπτική ^ωνία του θύματος της απάτης που ακολουθεί
τη μεταμφίεση, του Αντώνη Σουρούπη, ήρωα και αφηγητή του
διηγήματος. Το διήγημα «Η ρεβάνς» διαλέγεται με, ή μάλλον
συνεχίζει το/ διήγημα «0 Κύριος του Τζακ» με μια νέα
ανατροπή: η αφήγηση γίνεται από τον Μάριο, δηλαδή τη
μεταμφιεσμένη Μαίρη Δεπάνου, την οποία εξαπατά ο Αντώνης
Σουρούπης, που μεταμφιεσμένος σε γυναίκα παίρνει την
εκδίκηση του με μια νέα εξαπάτηση.
Φυσικά, η μεταμφίεση που είναι τεχνική της σάτιρας
έχει άμεση σχέση με τον ρόλο, διότι η διαφορετική ένδυση ή
συμπεριφορά παραπέμπει σε κάτι άλλο από αυτό που είναι
κανείς. Στο έρ#ο του Σκαρίμπα η λειτουργία του ρόλου
452
παρουσιάζει πολλές εκφάνσεις. 0 ρόλος μπορεί να δείχνει
απλώς την α^άπη του ήρωα προς το παιχνίδι, την αθώα
εξαπάτηση και τη φάρσα. Άλλοτε ο ήρωας παίζει τον ρόλο του
γκαφατζή, ρόλο συνηθισμένο #ια τους ήρωες του
Σκαρίμπα. Κάποτε, όμως, τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα.
Είδαμε πως ο Μαριάμπας στο ομώνυμο μυθιστόρημα κρίνεται
ως υποκριτής, ενώ έχει ιδιαίτερη κλίση στο δράμα:
1
Σε orla σχεδόν τα épga του Σκαρίμπα οι ήρωες παίζουν
συγκεκριμένους ρόλους, τακτική που δίνεται μανιέρα. ΓΙ.χ., ο ρόλος
του λωποδύτη εμφανίζεται και στο μυθιστόρημα Το ΣόΡΙο (σ. θ2),
καθώς και ο ρόλος του διακονιάρη (σσ. 114-117). Βλ. επίσης, την
αντιστροφή των ρόλων στο διήγημα «Η Τριμελής Επιτροπή».
454
Ο τραγικός ήρωας μας δεν υπάρχει πια να παι^νιδίζει τα
πράγματα, να δίνει αυτός το ζαβό παλμό της ζωής.
(σ. 161)
1
D. C. Muecke, ό. π., σσ. 46-67.
2
Π.χ., ο D. Vorcester παρατηρεί ότι «δεν ε ί ν α ι απαραίτητο να
δώσουμε π α ρ α δ ε ί γ μ α τ α ε ι ρ ω ν ε ί α ς της αντιστροφής, εφόσον κάθε
μεχάλο κ α λ λ ι τ ε χ ν ι κ ό ψεύδος, όταν δ ι α τ υ π ώ ν ε τ α ι με ανέκφραστο
πρόσωπο, α ν ή κ ε ι σ' αυτήν την κατηγορία». «The a r t of Satire», ό. π.,
σ. 129. Βλ. κ α ι Ε. V. Rosenheim Jr., «The satiric spectrum», ό. π., σ.
313.
45Ô
Η συμφωνία τους είναι V αλληλοκλέβουνται έ ν τ ι μ α ,
ενώ η. κλεψιά είναι άτιμη. Είν' η συνθήκη τους τίμια
με σήμα κατατεθέν της το ψέμα. .-·""-'. ••;
(σ. 65)
« Τ ό σ ο ψ ε ύ τ η ς . . . τ ό σ ο ψ ε ύ τ η ς του λέει π ο υ
αλ λ ά ξ α τ ε ως κ α ι το χ ρ ά ψ ι μ ό σ α ς
α κ ό μ η»... (σ. 121)
1
Όπως είδαμε, στο μυθιστόρημα Το ΣόΗο ο ήρωας παρατηρεί: «και
λυπάμαν τις μηχανές πούναι δούλες και τους ανθρώπους που τους
μποδάει ένας λόχος». Μια από τις σημασίες της λέξης λόχος είναι:
υπόσχεση. Κι εδώ ο συχχρα^έας καταφέρεται ε ν α ν τ ί ο ν των
κοινωνικών συμβάσεων.
459
(1ίθ=ψεύδος), ο τίτλος και εδώ αναφέρεται σε κάτι που δεν
εμφανίζεται μέσα στο έρ^ο. Επίσης, η Λέξη ψέμα αναφέρεται
συχνά.
1
L. Pirandello, On Humor, ο. π., σ. 133.
2
«Κομμωτής Κυριών», σσ. 101, 104.
46 i
όποιος λέει ψέματα μεγαλώνει η μύτη του): Μυταράς,
Μυταρόλας, Μυτάκης, Μυταρόπουλος, Μυτά^ουρος κ.ά.·
παράλληλα η ι\ρωίδα του διηγήματος, η Ελιζάμπα, δηλώνει ότι
α^απά τους ψεύτες. Παραθέτω ένα απόσπασμα, από τα πιο
αντιπροσωπευτικά του διηγήματος:
1
HUecke, ό. π., σ. 226.
465
Ο ήρωας του μυθιστορήματος του Σκαρίμπα δίνει το
στίγμα του επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στο θέμα του
ταξιδιού, ήδη από την πρώτη σελΧδα:
1
0 μονόλογος χρησιμοποιείται από τον συ^δραφέα της σ ά τ ι ρ α ς με
δύο τρόπους:
α) 0 αφηγητής αποκαλύπτει τα λάθη του, τ ι ς προκαταλήψεις του, τα
κ ί ν η τ ρ α του, ενώ ν ο μ ί ζ ε ι ότι εντυπωσιάζει τον αναγνώστη με τα
ταλέντα του, το πνεύμα του, το μεγαλείο του.
β) 0 αφηγητής ε ί ν α ι εκούσια σατιρικός $ια το α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο της
σ ά τ ι ρ α ς . Στα παραπάνω παραδείγματα έχουμε το δεύτερο είδος
μονολόγου.
469
Την αξιοπρέπεια, την τιμή, το δικαίωμα, τα κάνουμε
εμείς λαθρεμπόριο sica" είναι. μονοπωλημένα τα είδη
τους· κυκλοφορούν, χωρίς τα ένσημα τους στα χέρια μας
τ' απαγορευμένα αυτά πράγματα. Τάχουν αυτοί κάνει.
§ίρμα τους· τα βάζουν και στα εμπορικά τους ταμπέλα. 0
Θεός: είδος οικόσημο- η αρετή· σπεσιαλιτέ--ειδκότης... μα
ποιος θα μπόραε να ψήσει αντάμα τους κάστανα. Σας λέω
μήτ' ο διάολος. Τουλάιστο ο διάολος—ο αχαθός αυτός
άφρονας—σου ζητάει.'μοναχά την ψυχή σου και σ' αφήνει
όλα τ' άλλα: Το δικαίωμα της ζωής, την απόλαυση, τον
έρωτα της γ υ ν α ί κ α ς , το χέλιο. Σε συντρέχει μάλιστα να τ'
αποχτήσεις μπρε μάτια'-, μ'. Πού τ έ τ ο ι ο ς φίλος! μια
ψυχούλα σ τ η ν έχω χαλάλι του. Ενώ αυτοί--άβυσσος
αυτουνών το ιμάτιο--αυτοί όλα χα θέλουν, θέλουν κ α ι
την ψυχή και το σώμα. Σου υπόσχονται και τη βασιλεία
των ουρανών, μα σου χτυπάνε μαέστρικα τη β α σ ι λ ε ί α
της Γης μας. 0 «περί δ ι κ α ί ο υ των κώδικας» μόνο già
δ ι κ α ι ο σ ύ ν η δε γράφει. 0 «Οίκος» των προμηθεύει μ ό ν ο
άστεγους και η φιλανθρωπία τους «Αμαρτωλών
Σωτηρίες»... Αμαρτιών μας τα πλήθη... εμείς... ενώ αυτοί
συχχράφουν Βοκκάκιο στα χόνατα των κ ο ρ ι τ σ ι ώ ν των
/ "-•""δΐ'κ'ών μας!... Σας λέω ε ί ν ' εξαίσιο!
Νά, già δαύτο χυρίζουμε. [...] Νά, χι' αυτό
χ κ ι ζ ι ρ ν ά μ ε . Μήτε σπείρουμε, μήτε θ ε ρ ί ζ ο υ μ ε χ ι α τ ί χια
μας ε ί ν α ι τα χούματα μ π ρ ο ύ τ ζ ι ν α και ν ι κ έ λ ι ν η η χ η
μας. Τα Έθνη. οι πολιτείες, οι τόποι, δεν έχουνε σύνορα
στον δικό μας το χάρτη και τα δύο ημισφαίρια μας
πέφτουνε λίχα. Η ζωή μας δεν ανέχεται όρια. Εμείς έ ν α
σύνορο ξέρουμε: της ζωής και του θανάτου μια πατρίδα
γνωρίζουμε: των σόλων μας το πάτι. Είμαστε μεις οι
πολίτες του άπειρου, κ' έχουμε κ' εμείς σφραχίδα: τον
πάτο μας. Μ' αυτήν σφραχίζουμε μεις τα πιστοποιητικά
της τιμής των. (σσ. 64-65)
1 Πρβ. και τη λειτουργία του μέσα στα σατιρικά έρ#α του Σολωμού.
.0 Μ. J. Rudvin θεωρεί ότι ο μοντέρνος διάβολος είναι ποΗύ
βελτιωμένη εκδοχή του πρωτότυπου της μεσαιωνικής εποχής» διότι
οι μοντέρνοι συ^ρα^είς τον χρησιμοποίησαν ως έξυπνο κριτυκό ο
οποίος «κατευθύνει τα βέλη του σαρκασμού του ενάντια στις
αδυναμίες και στα λάθη των ανθρώπων». The Devil in Legend and
Literature, London, Open Court, 193L σ. 279.
•",; > 471
α μ φ ι β ο λ ί α και ή ψώρα· νά, έ ν α ν αμφίρροπο διάολο,
έτοιμον--χια να διασκεδάσει την πλήξη του—να
παίξουμε τ ι ς ζωές μας στο φάντη. (σ. 250)
(σσ. 90-91)
1
Τα παραπάνω aógia ανήκουν στον Riemer, που εξηγεί τη βύση του
Goethe στον Lotte, στο épgo του Thomas Mann, Lotte in Weimar.
Παρατίθεται από τον-Muecke, ό.π., σ. 225.
2 Εδώ πρέπει/να επισημανθούν τα ^κροτέσκα στοιχεία που
εμπεριέχονται στην περι^ρα^ή της συνάντησης. Σχετνκά με το
^κροτέσκο που χρησιμοποιεί η σάτιρα già το σκοπό της, ο V.
.Kayser αναπτύσσει μια πολύ πειστική θεωρία ότι στη Δυτική
Ιστορία εποχές όπως ο 16ος, ο 18ος και ο 20ός αιώνας παρέχουν τα
περισσότερα $κροτέσκα στοιχεία στη λογοτεχνία. Σε εποχές
σκεπτικισμού—όταν η πίστη του ανθρώπου σε ένα RogtKÓ σύμπαν
που προστατεύεται από έναν θεό έχει, διαταραχθεί--το ^κροτέσκο
γίνεται η καλίΠτεχνική έκφραση της αποξένωσης του ανθρώπου
474
1
Muecke, ό. π., σσ. 222-223.
476
της βούλησης, #ια το οποίο έ^ινε λό^ος παραπάνω, απασχολεί,
συχνά τον συ^ραφέα. Π.χ., στο Σόλο, σκέψεις του ήρωα όπως
αυτές του παρακάτω αποσπάσματος είναι πολύ συχνές:1
ή ακόμη:
1
Μαριόμπας. σ. 96, αρ. 30-32, σ. 97, αρ. 1-3, σ. 117, αρ. 21-28.
477
διατυπώνεται η άποψη πως αυτό που ζούμε είναι ένα όνειρο,
ενώ στην πραγματικότητα ζούμε από την άλλη μεριά.
0 συ^*#ραφέας, Λοιπόν, υφαίνει τη στόφα των έρ^ων του
προβάλλοντας την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι αδύναμος
μπρος στην αναπόδραστη μοίρα του και ο μόνος τρόπος να
αντιμετωπίσει αυτήν τη κατάσταση, καθώς και την έλλειψη
ελευθερίας του είναι το παιχνίδι, η φαντασία, η τρέλα, η
δημιουργία- σκοπός είναι η ανατροπή κάθε δεδομένης αξίας.
Αυτό κάνουν οι ήρω£ς;·του μέσα από την ειρωνεία και τη
σάτιρα. Η αντίληψη αυτή μας πάει πίσω στη ρομαντική
ειρωνεία, όπου η ιδιοφυία θεωρείται ύψιστη αξία και η
ειρωνεία η μόνη άμυνα του-ανθρώπου απέναντι στη διαλυτική
δύναμη του σύμπαντος.
Μέσα σ'αυτό το πλαίσιο παρουσιάζει ο συ^χραφέας .τη
συμβατική ανθρώπινη συμπεριφορά, τη γελοιότητα των
κοινωνικών συμβάσεων, τον παραλογισμό της "λογικής" των
ανθρώπων, την περιορισμένη δυνατότητα σύλληψης των
φιλοσοφικών εννοιών, την έλλειψη επικοινωνίας λό^ω της
περιορισμένης δυνατότητας της γλώσσας. Καθώς οι ήρωες του
έχουν συνείδηση της ειρωνείας της μοίρας και της
γελοιότητας της κοινωνίας, η αντίθεση που προκύπτει
ανάμεσα σ' αυτούς και στους ανθρώπους με τους οποίους
έρχονται σε συνάφεια κάνει τη σάτιρα του Σκαρίμπα πολύ
δραστική.
Το πρόβλημα της πρόσληψης του χρόνου και του χώρου,
η διαφορά ανάμεσα στον βιωμένο και στον αντικειμενικό
χρόνο, η πορεία του ανθρώπου μέσα σ" αυτόν είναι
προβλήματα που τον απασχόλησαν ήδη από το πρώτο εκτενές
έρ^ο του, Το βείο 'Τραχί, όπου θεματοποιούνται ακριβώς τα
παραπάνω θέματα. Σε όλα τα μείζονα έρ^α του το θέμα του
χρόνου και του χώρου περνά με διάφορους τρόπους. Καταρχήν,
όπως είδαμε, το σπάσιμο της χρονικής αλληλουχίας και η
κάποτε συμβολική παρουσία του χώρου μέσα στο έρ#ο του
συ^ραφέα καθρεφτίζουν αυτό το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του
tfia τις παραπάνω έννοιες, ενώ παίζουν σημαντικό ρόλο, όπως
είδαμε, και στην αφηγηματική τεχνική. Παράλληλα, οι
παραπάνω έννοιες απασχολούν τους ήρωες του με ποικίλους
47Ô
τρόπους. Θυμίζω χο απόσπασμα που είδαμε σε άλλο κεφάλαιο,
όπου η αναγωγή στο παράλογο, ως τεχνική, βρίσκεται στο
αποκορύφωμα της, με τον διάλογο που προκύπτει μεταξύ του
Μαριάμπα και του Δημοσάρα για τον χρόνο (βλ. εδώ, σ. 402).
Το θέμα επανέρχεται με ποικίλους τρόπους, ενώ το τέλος του
μυθιστορήματος επικυρώνει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του
ήρωα για τον\\ρο ν 0 -
Ένα άλλο πρόσωπο του έργου πάει τον πετεινό του στον
ρολογά διότι «χάλασε και λαλάει πριν της ώρας... Πάει πίσω
μία ώρα και τέταρτο!..» (σ. 61). Γενικότερα, μπορεί" να πει
κανείς ότι το θέμα του χώρου και του χρόνου αποτελεί
θεμελιώδη προβληματισμό του συγγραφέα, ο οποίος
εκφράζεται με στερεότυπους συλλογισμούς:
479
1
Το Σά,ΐο, σ. 57, αρ. 10-14.
4Ô0
Αλλά εκεί όπου η σάτιρα είναι οξύτατη και μερικές
φορές διαπλέκεται με κωμικά στοιχεία είναι, όπως είδαμε, η
περιοχή που αφορά την οργάνωση, τη λογική και τη
λειτουργία της κοινωνίας, καθώς και τη συμπεριφορά του
ανθρώπου ως μέλους της. Σχεδόν όλα τα έρ^α του συ^ραφέα
θίγουν κάποιο συναφές προς τα παραπάνω θέμα. Θα μπορούσε
κανείς να φέρει πλήθος παραδείγματα, πολλά από τα οποία
εμπεριέχονται σε αποσπάσματα που ήδη αναφέρθηκαν #ια
ποικίλους λόγους, ιδίως στο κεφάλαιο που αφορά τις τεχνικές
της σάτιρας και της ειρωνείας. Στόχος μου δεν είναι να
καταρτίσω έναν κατάλογο των θεμάτων που α ξ ί ζ ε ι η σάτιρα
του συ^ραφέα, εφόσον δεν υπάρχει περιορισμός σε ό,τι
αφορά τα αντικείμενα της σάτιρας, αλλά να διερευνήσω την
ποιητική της. Για λόγους οικονομίας, δεν θα επεκταθώ σε
περισσότερα παραδείγματα, αλλά θα περάσω σε άλλα μείζονα
θέματα της Ποιητικής της Ανατροπής.
4Ô1
III. H NEOPOMANTIKH ΕΙΡΩΝΕΙΑ
ΕΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ:
Από την ειρωνεία της επικοινωνίας
στηγ ειρωνεία της συγγραφικής πράξης
1
Βλ. στην παρούσα εργασία, σσ. 258-259.
4Ô2
μουσική, και της φιλοσοφίας και της τέχνης με τις επιστήμες.1
Υπενθυμίζω ότι ό Σκαρίμπας σχεδόν πάντα στεγάζει ποιήματα
στα έρχα του, μερικές φορές εικονογραφεί ο ίδιος τα βιβλία
του, ενώ πολύ συχνά αναφέρεται στη ζωγραφική, στη μουσική
και στον κινηματογράφο. Αξίζει ίσως να αναφερθεί εδώ ότι ο
ψεύτικος Μαριάμπας, στο ομώνυμο μυθιστόρημα, γράφει ένα
δοκίμιο, «Η μάχη της Ζάμας ή Ξισα^ω^ή στη Συναισθηματική
Φυτολογία», που είναι συνοθύλευμα ιστορίας, φυτολογίας,
ψυχολογίας και ποίησης και ανασκευάζει το δοκίμιο του
πραγματικού Μαριάμπα το οποίο ανασκευάζει το ιστορικό έρ#ο
του Πολύβιου.
3. 0 ρομαντικός ήρωας έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται σε
δυσαρμονία με τη φύση, την κοινωνία και με τον εαυτό του.
Όλοι οι ήρωες του Σκαρίμπα έχουν πρόβλημα ένταξης στην
κοινωνία και ανατρέπουν τις κοινωνικές συμβάσεις και τους
θεσμούς· έχουν πρόβλημα κατανόησης της φύσης και του
κόσμου και τα αντιμετωπίζουν ειρωνικά- έχουν πρόβλημα με
τον εαυτό τους: αντιφατικοί και αλλοπρόσαλλοι, δαιμονικοί και
αγγελικοί, λογικοί και παράλογοι ανταποκρίνονται στο ιδανικό
του ρομαντικού ήρωα και συ^χρ'όνως συνοψίζουν τη θέση του
ρομαντισμού #ια την αρμονία των αντιθέτων.
4. Επειδή η τέχνη είναι μίμηση και όχι αναπαράσταση της
ζωής, έχει δυνατότητες που εκείνη δεν έχει, και αυτές
συμπεριλαμβάνουν και την αναπαράσταση του αδύνατου. Το
παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία και η
δυνατότητα αναπαράστασης της πραγματικότητας τίθεται ως
θέμα σε πολλά από τα έρ#α του Σκαρίμπα.
5. Η αναγνώριση ότι ο κόσμος είναι σύνθετος και αντιφατικός,
αλλά ότι ο άνθρωπος πρέπει να βρει έναν τρόπο να ζήσει
μέσα σ' αυτόν τον κόσμο, ανήκει στη ρομαντική ειρωνεία.
Συγχρόνως, αυτή η αντίληψη εμπεριέχει ειρωνεία του κόσμου
εναντίον του ανθρώπου και ειρωνεία του ανθρώπου εναντίον
του κόσμου. Ο μόνος τρόπος που υπάρχει #ια να ξεπεράσει ο
άνθρωπος την αναπόφευκττη μοίρα του είναι να παίξει με τον
κόσμο δείχνοντας την επικυριαρχία του μυαλού του. Ο μόνος
1
Muecke, ό. π., σσ. 177-215 passim.
4Ô3
τρόπος που έχει ο συ^^ραφέας #ια να μην εγκλωβιστεί μέσα
στα πεπερασμένα όρια του έρ^ου του είναι η ειρωνεία τόσο
απέναντι στο έρ^ο του όσο και απέναντι στην ίδια τη
σ υ ^ ρ α φ ί κ ή του ιδιότητα. Απέναντι το έρ^ο τέχνης ο
σ υ ^ ρ α φ έ α ς είναι θεός, ελεύθερος να δημιουργήσει ή να
καταστρέψει #ια την ευχαρίστηση του. Το παιχνίδι και η
αυτοειρωνεία είναι δύο βασικές έννοιες σε ό,τι αφορά το έρ^ο
του Σκαρίμπα. Είναι η μεγάλη ελευθερία των ηρώων του αλλά
και του συ^ραφέα. - '·
6. Η διπλή φύση του έρ#ου τέχνης (πραγματική και
φανταστική) οδηγεί σε μια κατάσταση αδύνατου. Υπάρχει
ειρωνεία στο #ε#ονός ότι rj τέχνη, όπως κάθε προσπάθεια να
μεταφέρει κανείς την πραγματικότητα με λό^ια, πάντα
προδίδει. «Μπορεί κανείς να πει με λέξεις ή άλλο μέσο μόνο
πώς μοιάζουν ία πράγματα και αυτό μέχρις ενός Βαθμού».1
Όπως θα δούμε, η ανεπάρκεια και κάποτε ο παραμορφωτικός
ρόλος της γλώσσας είναι το Βασικό εμπόδιο #ια την
αναπαράσταση της πραγματικότητας, και άρα ο λό^ος #ια την
αποτυχία της ηθογραφίας και του ρεαλιστικού μυθιστορήματος.
7. Η ειρωνεία της τέχνης, που είδαμε, ο Muecke την ονομάζει
πρωτορομαντική ειρωνεία,- σχετίζεται άμεσα Οχι μόνο με τη
διπλή υπόσταση του έρ^ου τέχνης αλλά και με την
αυτοσυνειδησία του συ^ραφέα (και του κειμένου), και με την
καταστροφή της καλλιτεχνικής ψευδαίσθησης. Η λεγόμενη
καταστροφή της καλλιτεχνικής ψευδαίσθησης ή η είσοδος του
συ^^ραφέα στο έρ^ο του, ακόμα και όταν γίνεται ειρωνικά,
είναι ένα βήμα προς τη ρομαντική ειρωνεία. Ο ρομαντικός
είρωνας βάζει τον εαυτό του μέσα στο έρ#ο δείχνοντας
συγχρόνως και την απόσταση του από αυτό. Με την
αυτοαναφορικότητα, με την εσωτερική διακειμενικότητα, με
παρενθετικά σχόλια, και με τον εγκιβωτισμό μυθιστορημάτων
μέσα στο δικό του μυθιστόρημα ο συ^ραφέας όχι μόνο είναι
παρών στο έρ^ο του καταστρέφοντας την καλλιτεχνική
ψευδαίσθηση, αλλά και δημιουργεί ένα δεύτερο επίπεδο
1
Muecke, ό. π., σ. 163.
4Ô4
ειρωνείας που τον απελευθερώνει από τα δεσμά του έρ^ου
του.
Ô. Οι συνεχείς παρεκβάσεις και ο εγκιβωτισμός ιστοριών μέσα
σε μια ιστορία είναι συνηθισμένη πρακτική του ρομαντισμού.
«Αν ρωτήσουμε πού και πότε αυτός ο τρόπος γραφής, με τις
αίθουσες καθρεφτών και τις άλυτες αμφισημίες και αντιφάσεις,
αναπτύχθηκε σε όλο του το ανάστημα και απέκτησε
αυτοσυνειδησία, η απάντηση είναι ότι αυτό συνέβη στη
Γερμανία, στο τέλος του 15ου αιώνα και στη θεωρία της
Ρομαντικής Ειρωνείας». 1 Στο έρ^ο του Σκαρίμπα η τεχνική
αυτή εμφανίζεται με σύνθετο τρόπο και υπηρετεί
διαφορετικούς κάθε φορά στόχους.
1
0 G. D. Martin, επισημαίνει ότι οι άνθρωποι μοιράζονται το
ίδιο γλωσσικό σύστημα μόνο στο βαθμό που η γλωσσολογική και η
πραγματική τους εμπειρία είναι η ίδια. πράγμα που ποτέ δ ε ν
•συμβαίνει. Το γλωσσικό σύστημα δεν είναι μια ολότητα: υπάρχει
μόνο ως ατομική γλώσσα σε συγκεκριμένους εγκεφάλους- κι αυτές
οι εμπειρίες διαφέρουν μεταξύ τους με διαφορετικούς κάθε çopa
τρόπους. Άρα η κοινή ^νώση βασίζεται πάνω σε μια κοινή θέαση
του κόσμου. («The Bridge and the River. Ironies of Communication»,
ό. π., σσ. 415-418).
4Ô6
ή άλΛου:
1
Μαριάμπας. σ. 23, αρ. 6-7, σ. 74, αρ. 11-14, σ. 149, αρ. 6-9.
4Ô7
και παρακάτω:
ή ακόμη:
ή ακόμη:
—... Έ Η ε g et , α π λ ώ ς... σ χ ε δ ί α ζ α τ α μ α λ λ ι ά
της π/λ ε ξ ο ύ δ ε ς... καθώς δεν είχα τ ι άλλο να
κάνω δωχάμω. η ιδέα μου ήταν σ' αυτά... Στοχάζομαν πού
να ήσαν... πού να βρίσκονταν τάχα;... Εννοώ τα κομμένα...
Εννοώ τα μαλλιά...
(Μαριάμπας, σ. 73)
1
Μαριάμπας, σ. 19, αρ. 9-14. Το ΣόΆο. σ. 25, αρ. 9-19.
4Ô9
Οι λέξεις αποκτούν άλλου είδους υπόσταση από τη
συνηθισμένη. 1 Δεν είναι απλά συντάγματα γραμμάτων, ούτε
σύμβολα, αλλά έμψυχα όντα, το καθένα με ιδιαίτερη
ταυτότητα. Π.χ.:
1
Το ΣόΡίο . σ. 110. αρ. 13-16.
490
πολλές φορές τη δυσχεραίνει. Η ασυνεννοησία μπορεί να
προέρχεται από την παραπλανητική σύνταξη του λό^ου:
1
0 G. Martin y υποστηρίζει ότι οι δυνατότητες των λέξεων
διαφέρουν από γλώσσα σε γλώσσα. Γι' αυτό και μια μετάφραση
πάντα θα κατευθύνει αναπόφευκτα την προσοχή σε διαφορετικά
χαρακτηριστικά της πραγματικότητας από αυτά στα οποία εστιάζει
την προσοχή μας η γλώσσα εκκίνησης. Οι ειρωνείες τ η ς
ε π ι κ ο ι ν ω ν ί α ς αποκρυσταλλώνονται στις δομές των φ υ σ ι κ ώ ν
γλωσσών όπως οι διαφορές λειτουργίας ή συμπεριφοράς
εκφράζονται στο σχήμα των διαφορετικών ειδών του ζ ω ι κ ο ύ
βασιλείου. (G. D. Martin, ό.π., σ. 424). Βλ. και Το ΣόΗο, σ. 52.
4<92
Και παρακάτω:
1
Οι αναφορές είναι πάρα πολλές. Εδώ επισημαίνω ενδεικτικά: α)
τον τίτλο. Το EóRo- β) το ότι οι ^υναίκες-ρομπότ παίζουν μουσική-
#) το ότι ο ήρωας ονειρεύεται συχνά μουσικά όργανα ή αναφέρεται
σ ι αυτά (βλ. σσ. 59, 68, 85, 92, 93, 101, 103, 107, κτλ.). Στο
μυθιστόρημα Mapιάμπας υπάρχουν πολλές αναφορές στη μουσική,
και ο ήρωας πρωτοσυστήνεται στους κατοίκους της πόλης
τραγουδώντας το «Ρίντι Παλιάτσο». Στο Βατερίίώ, το θέμα της
μουσικής διαπλέκεται με το υπαρξιακό πρόβλημα του ήρωα κ α ι
την εμμονή του cnjsjspaçéa gta το «φάλτσο» (σ. 208).
495
διάλογους κρυοους. Είχε κάτι στιχομυθίες ^ορ^ότατες με
τις νότες. (Μαριάμπας, σ. 73)
ή παρακάτω:
ή παρακάτω:
1
«Σύμφωνα με τον Steiner, όταν η γλώσσα φτάσει "το έσχατο
σημείο" της μπορεί να $ίνει φως, μουσική ή σιωπή», παρατηρεί η
Ελένη Γιαννακάκη (ό. π., σσ. 276-277). Στα μυθιστορήματα του
Σκαρίμπα το φως, η μουσική και η σιωπή θα έλε^ε κανείς ότι
παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
497
Και παρακάτω:
1
Η αντίληψη ότι η ζωή που ζούμε είναι στην πραγματικότητα
όνειρο περνάει από πολλά έρχα του συχχραβέα. Π.χ., στο
μυθιστόρημα Μα9ΐ\τενομένη :
--Η Κυρία, μου λέει ο Σερ Γκρέυ, ρωτάει και χιο σένα:
Πότε ξυπνάς—λέει--ελόχο υ σου;
--...Μα...κάνω... Μα.. Α§ού η ζωή είν' ένα όνειρο και το
όνειρο αυτό ε ί ν α ι του Βούδα, πώς να της το πω μέσα στο
όνειρο; να με ρωτήσει ξ υ π ν ό ν !
Έσκυψε και της τόπε. Τότε αυτή, χαμογέλασε και του ψ ι -
ψί-ψν- σε κάτι. Οι χειρονομίες της—λέχοντάς του--ήσαν
ποίημα!
(--Κι ώστε μέχας ... κοιμισμένος κι ο Γκαίτε!...).
—Τι σου είπε; αρωτάω.
Πως έχεις Απόλυτα δίκαιο. Η ζωή δεν ε ί ν α ι αυτό που
νομίζουμε—αυτό είναι τ' όνειρο. Η ζωή είναι ακριβώς το
ανάποδο—αυτό που κοιμισμένοι εννοούμε. Κι' ας το λέμε
εμείς —αυτό-- όνειρα, αντίς να το λέμε ζωή!... Στην
πραγματικότητα, ζούμε απ' την άλλην μεριά—δηλ. απ' τα
προύμουτα!... Πρόκειται περί καθαρής παρεξήχησης!... Τόσο
είμαστε μες στην ανυποψιά και στην άχνοια!... Το Τάο...
—Πάλι αυτό; (σ. 115)
49ö
Αλλά t a πράγματα δεν είναι πιο ξεκάθαρα yia τον αναγνώστη,
ο οποίος αποκαθιστά το νήμα της πραγματικότητας μόνο λί^ο
πριν από το τέλος. Το μυθιστόρημα υποτίθεται ότι ^ρά^τηκε
ύστερα από την αυτοκτονία του Μαριάμπα και τον θάνατο της
Ζηνοβίας Ζαλούχου, της γυναίκας που ο ήρωας χρησιμοποίησε
ως μοντέλο στο έρ^ο του. Η τεχνική της mise en ablhie βοηθά
εδώ να καταδειχθεί πόσο ρευστά είναι τα όρια της
πραγματικότητας και της φαντασίας και πως η τέχνη δεν
μιμείται ούτε αναπαριστά τη ζωή· μέσα από ε ι ρ ω ν ι κ ή
αντιστροφή των ρόλων και από διάφορα δυαδικά σχήματα η
ζωή αντιγράφει την τέχνη δείχνοντας με ειρωνικό τρόπο ότι
η προτίμηση της ζωής έναντι της τέχνης είναι παράλογη.
Παράλληλα, ο σ υ ^ ρ α φ έ α ς απελευθερώνεται από το έρ^ο και
τους ήρωες του.
Ο Μαριάμπας είναι ένας αντιηρωικός και αντισυμβατικός
χαρακτήρας που υπονομεύει τους κοινωνικούς θεσμούς και τη
λογική της κοινωνίας. Αλλά εκείνο που πάνω από όλα
αμφισβητείται και υπονομεύεται είναι η λογική του κειμένου.
Είδαμε πως #ια λόγους αληθοφάνειας η ιστορία παρουσιάζεται
σαν να γράφτηκε ύστερα από τον θάνατο του ήρωα, και ύστερα
από την εύρεση των χειρογράφων του. Ωστόσο, αυτή η
αληθοφάνεια υπονομεύεται, σε ένα πρώτο επίπεδο, με την
παράλογη εσωτερική χρονολόγηση. Παράλληλα, αυτό το
τέχνασμα υπηρετεί και την καταστροφή της καλλιτεχνικής
ψευδαίσθησης η οποία κορυφώνεται στο τελευταίο κεφάλαιο,
όπου ο αφηγητής, που είχε ταυτιστεί, όπως είδαμε, με τον
ήρωα, παίρνει ξαφνικά απόσταση και επανέρχεται σε πρώτο
πληθυντικό πρόσωπο, με τον τρόπο του π α ρ α μ υ θ ι ο ύ ,
υπενθυμίζοντας "'και υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται #ια
μυθοπλασία.
1
0 καθρέπτης παίζει σημαντικό ρόλο και στο μυθυστόρημα
ΒατερΗύ τόσο ως τέχνασμα όσο και ως σύμβολο. 0 ήρωας βρίσκεται
στον κινηματογράφο και παρακολουθεί ένα έρ$ο που καθρεπτίζει
τη δική του κατάσταση. Όπως είδαμε, πρόκειται δια ένα έρ^ο με
αλΒα^ή ρόλων και μεταμφίεση, ^ε^ονός που καθρεφτίζει ειρωνικά
την ανάληψη του ρόλου της ερωμένης του ήρωα από τον Χαμόδρακα
(σσ. 82-84). Επίσης, ο ήρωας συγχέει την πραγματικότητα με τη
μυθοπλασία, στη σκηνή όπου νομίζει πως η κυρία με το ωάθινο
καπέλο που πρωταγωνιστεί στο έρ<$ο κάθεχαι μπροστά του και της
ζητά να βγάλει το καπέΗο της (σ. 82). Τέλος, ο καθρέφτης ως
σύμβολο είναι τελείως απατηλός, αφού μπορεί να παραμορφώνει ή
να εξαπατά (σ. 69).
50 1
—Κυρία σας ξαναλέω πως αυτή η αστειότητα δεν ε ί ν α ι
διόλου αρμοστή. Ένα απ' τα δυο; ή δεν είστε η. Τζουλιέττα
Σας.ά, η αν είστε η Τζουλιέττα Σα$ά. τότε είστε η
Τορπίλλα!
—Ε^ώ η ΤορπίΗλα! έκαμε με φρίκη η Τζουλιέτ!
—Η Τορπίιιιιλλα! ξεφώνισαν κι' όλοι οι άλλοι. (σ. 63)
1
Το ί δ ι ο σ υ μ β α ί ν ε ι και στο μυθιστόρημα ΒατερΆύ: 0
πανομοιότυπος εξάδελφος, δηλαδή ο σωσίας, ε ί ν α ι δημιούργημα
της φαντασίας της Α^έλας. Στο τέλος όμως αποδεικνύεται ότι ο
σωσίας υπάρχει στην πραγματικότητα.
505
παραμορφωτικός της καθρέφτης και ακυρώνοντας την
επικοινωνία.
β) Χρησιμοποιώντας τη δομή της mise en abîme, ο
συ^ραφέας αμφισβητεί τη δυνατότητα αναπαράστασης της
πραγματικότητας και άρα υπονομεύει τηγ ηθογραφία και το
ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Παράλληλα, όπως θα δούμε σε άλλο
κεφάλαιο, χρησιμοποιώντας την παρωδία ο σ υ ^ ρ α φ έ α ς
αντιμετωπίζει καταλυτικά την υπερρεαλιστική #ραφή,
παίζοντας αλλά και δείχνοντας, τις δυνατότητες σύγκλισης της
γραφής του με αυτήν.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος, όπως είδαμε στο
πρώτο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους αυτής της εργασίας,
δοσμένη μέσα από την οπτική #ωνία του ήρωα και του
αμφιλεγόμενου λογικού του, αιωρείται μεταξύ
πραγματικότητας και ονείρου· τα όρια αυτών των δύο
συγχέονται όχι μόνο #ια τον ήρωα αλλά και #ια τον
αναγνώστη. Τόσο η βασική υπόθεση όσο και τα επιμέρους
θεματικά μοτίβα δεν ολοκληρώνονται. Θα έλε^ε κανείς ότι
αποτελούν το άλλοθι του συ^'ραφέα: αυτό που ενδιαφέρει στ'
αλήθεια δεν είναι η αναπαράσταση της πραγματικότητας, αλλά
η δυνατότητα της γλώσσας να δημιουργήσει μια
πρα #ματ ικότητα.
Οι κυρίαρχες μορφές υπονόμευσης, όπως ήδη
αναφέρθηκε, είναι η ασυμφωνία και η έκπληξη. Ο συ^ραφέας
χαρακτηρίζει ρητά, στη σελίδα του τίτλου, το έρ^ο,
μυθιστόρημα, γράφει μυθιστόρημα και συγχρόνως υπονομεύει
τη διαδικασία γραφής του μυθιστορήματος. Για το Υ Σκαρίμπα,
όπως και #ια όλους τους συ^ραφείς της πρωτοπορίας του
1930, το ποινικό μητρώο του μυθιστορήματος ε ί ν α ι
βεβαρυμένο λό^ω της προσκόλλησης του στην παράδοση (τόσο
της ηθογραφίας όσο και της στείρας αναπαράστασης της
πραγματικότητας). Η διαδικασία σύνθεσης του μυθιστορήματος
από τον σ υ ^ ρ α φ έ α του καθρεφτίζεται στην απόπειρα του
ήρωα του μυθιστορήματος Αντώνη Σουρούπη να γράψει ένα
μυθιστόρημα. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει και οι
θεωρητικοί του προβληματισμοί υπηρετούν τον στόχο του
συ##ραφέα: τη σάτιρα του μυθιστορήματος της εποχής, αλλά
506
t
Και παρακάτω:
θάλασσα πιχροθάλασσα
που σε 5·--· τα ψάρια ?
(«Σκλάβος στη Χαλκίδα», σ. 58) 2
1
Gérard Genette. Palimpsestes: la littérature au second degré, o. ru σ.
28.
Οι επιδράσεις (των Χάμσουν, Ντοστοχέ§σκι, Strindberg, Poe
κ.ά.) στο έρχο του συχχραφέα δεν θα με απασχολήσουν εδώ, διότι
αποτελούν περιφερειακό σημείο της διατριβής μου. και, άλλωστε,
έχουν επισημανθεί από την κριτική (αν και όχι συστηματικά).
2
Από την πρώτη έκδοση χνωρίζουμε ότι η κανονική εκδοχή του
τραχουδιού είναι:
Θάλασσα πικροθάλασσα
που σε χλεντούν τα uapta
(«Σκλάβος στη Χαλκίδα», σ. 58)
516
συμπεριλαμβάνονται και τα τεχνάσματα της παρωδίας και της
διακειμενικότητας, που παρουσιάζουν ποικιλία εκφάνσεων:
α) Ο συ^~#ραφέας μιμείται μια ποιητική ή αναφέρεται σ" αυτήν,
μέσα στη μυθοπλασία, η οποία χαρακτηρίζει ένα είδος που
ανήκει σε άλλη εποχτ[. Μ' αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να
δημιουργήσει κάποιες σταθερές, σε σχέση με τις οποίες
αναπτύσσει και κρίνει τις δικές του συμβάσεις σύνθεσης.
Επίσης, στο μυθιστόρημα ε^κιβωτίζεται, όπως είδαμε, ένα
θεατρικό έρ"#ο #ια τοΛοποίο δεν έχουμε καμιά πληροφορία, αν
και είναι είναι1 ένας συνδυασμός ιπποτικής μυθιστορίας και
κινηματογραφικής περιπέτειας. Αλλά και ο τρόπος με τον
οποίον περιγράφεται η αρχική συνάντηση των δύο εραστών
παραπέμπει στην ιπποτική μυθιστορία, εφόσον περιλαμβάνει
πολλές από τις συμβάσεις ή τα κλισέ του είδους: η συνάντηση
χίνεται μυστικά, νύχτα, στον κήπο- η ερωμένη πληγώνει ίο
χέρι της από μια τριανταφυλλιά και ο εραστής σχίζει το
πουκάμισο του και της δένει την πλη^ή· εκείνη κόβει μια
μπούκλα από τα μαλλιά της και του τη χαρίζει. Αλλά και ίο
τέλος του ήρωα, που αυτοκτονεί διότι αποδείχθηκε άπιστος στη
φιλία, παραπέμπει στο ίδιο είδος.
β) Ο συ^ραφέας χρησιμοποιεί τρόπους διαφορετικών ειδών
από αυτά που έχει δηλώσει στον πρόλογο. Οι παρεξηγήσεις
που λαβαίνουν χώρα στο μυθιστόρημα και βασίζονται σε
ψεύτικη ταυτότητα ή σε ψεύτικο όνομα, οι αναπάντεχες
ερωτικές εξομολογήσεις, οι μικροατυχίες του ήρωα, οι
προσβολές, τα λεκτικά σαρδάμ, τα αθέλητα λάθη, τα
λογοπαίγνια, χαρακτηρίζουν την κωμωδία, στην οποία το
μυθιστόρημα παραπέμπει ειρωνικά. Ο αναγνώστης έχει
ειδοποιηθεί από τον πρόλογο πως ο ήρωας «αντί κωμωδία θα
παίξει σε δράμα». Αυτή η διπλή και αντιστρόφως ανάλογη
παρουσία της κωμωδίας και του δράματος συνιστά ειρωνική
χρήση των ειδών εκ μέρους του συ^ραφέα. Παράλληλα, η
αντιστροφή της λειτουργίας του παραμυθιού της Σταχτοπούτας
καθρεφτίζει την ανατροπή των ρόλων, της γλώσσας, των
λογοτεχνικών συμβάσεων: ο ήρωας του παραμυθιού βρίσκει το
γοβάκι της ηρωίδας σε ένδειξη της αγάπης του, ενώ ο
515
Εκτός από τη χρήση αυτού του είδους, η παρωδία ή η αναφορά
σε άλλα κείμενα λειτουργεί αποκαλυπτικά δηλώνοντας τις
οφειλές ή τις προτιμήσεις του συ^ραφέα σε ήδη υπάρχοντα
κείμενα.
Κάποτε η χρήση της διακειμενικότητας έχει σατιρικό
στόχο· π.χ., στο διήγημα «Η Τριμελής Επιτροπή» γίνεται
μνεία στο έρ^ο του Παντελή Πρεβελάκη με σαφή σατιρικό
στόχο εφόσον ο ήρωας θεωρεί πως από τα μεγαλύτερα ψέματα
που έχει ακούσει είναι ότι «ο κ. Πρεβελάκης είναι
λογοτέχνης» (σ. 13"). Αλλοτε πάλι ο σ υ ^ ρ α φ έ α ς
χρησιμοποιεί την παρωδία με στόχο τη σάτιρα: π.χ., στο έρ^'Ο
?vh'4 γίνεται αναφορά στην παρωδία, ενώ οι στρατιώτες
τραγουδούν το παρακάτω εμβατήριο:
1
ΒατερΆύ.. σ. 24S. Βλ. επίσης και Το ΣόΆο.. σ. 114.
2
ΒατερΆύ, σ. 251-
3 Το αρχείο του συ^ρα^έα αποκαλύπτει, ως ένα βαθμό, t η.
διαδικασία σύνθεσης των έρ^ων του. Άρθρα από εφημερίδες και
περιοδικά αποτελούν το πραγματολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο
υφαίνεται η υπόθεση. Επίσης, σώζονται και αποκόμματα μ ε
ανέκδοτα από εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια, αυτούσια ή
αλλαγμένα, πολλές φορές με συγκεκριμένη ένδειξη già οποίο έρχο
προορίζονταν. Κάποια από αυτά τα αναγνωρίζει κανείς αμέσως.
Π.χ.: τα γνωστά ανέκδοτα già τα εντόσθια της ώρας ή già τα μυαλά
517
Μαριάμπας κλέβει τα γοβάκια όλων των γυναικών που τον
ενδιαφέρουν.
χ ) Μνημονεύοντας συγκεκριμένα είδη ή μορφές τέχνης ο
συχχραφέας παρακινεί τον αναγνώστη να αναζητήσει μέσα
στο μυθιστόρημα τρόπους αυτών των ειδών. Από τον χειρισμό
και τη λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α αυτών , των τρόπων ο αναγνώστης
ανασυνθέτει τις .συμβάσεις του έρχου. Στο μυθιστόρημα
υπάρχει σαφής αναφορά σε λογοτεχνικά είδη. Στο «Σημείωμα
προεισαγωγικό» ο συχχραφέας αναφέρεται στην κωμωδία και
στην τραγωδία. Μέσα στο μυθιστόρημα οι αναφορές
επεκτείνονται στο ρομάντζο, στη φάρσα, στο δράμα, στα
παραμύθια, στην ποίηση, στή ζωγραφική, στον κινηματογράφο
και, έμμεσα, στο έπος, μέσα^από τη μάχη της Ζάμας.
δ) Αναφέροντας ονόματα γνωστών λογοτεχνών ή παρωδώντας
έρχα τους παραπέμπει ειρωνικά στις συμβάσεις του είδους που
καλλιέργησαν, με κύριο μέλημα να δημιουργήσει και να
αποκαλύψει τις δικές του συμβάσεις. 0 συχχραφέας σ' αυτό το
μυθιστόρημα ενδιαφέρεται κυρίως χια"τη γλώσσα, της οποίας
η αποτυχία να αναφέρεται σωστά σία πράγματα οδηγεί στον
θάνατο του ήρωα--που είναι και συχχραφέας--και άρα και του
μυθιστορήματος του: ο αναχνώστης δεν μαθαίνει ποτέ αν ο
συχχραφέας τέλειωσε το μυθιστόρημα του και αν η ηρωίδα
του πέθανε τελικά όπως της όρισε. Το υποψιάζεται έμμεσα από
τον θάνατο της Ζαλούχου, η οποία είναι αληθινό πρόσωπο του
μυθιστορήματος. Τούτο συνιστά νίκη της πραγματικότητας
απέναντι στη μυθοπλασία, που εδώ παρουσιάζεται αδύνατη
εξαιτίας της αποτυχίας της χλώσσας. Τούτο απεικονίζεται
ειρωνικά και στα. κείμενα ή στα πρόσωπα που αποκαλύπτει
μέσω της διακειμενικότητας το ίδιο το μυθιστόρημα: ο
Μπαλζάκ, του οποίου το μυθιστόρημα διασκευάζει ο Λουί,
εκπροσωπεί τη ρεαλιστική παράδοση και ο Λουί τ ο ν
•συμβολισμό. Επίσης, η αναφορά στο κείμενο του Πολύβιου,
μέσω μιας έμμεσης παρωδίας (διασκευή του Πιττακού, της
διασκευής του Μαριάμπα) σε συνδυασμό με τη μείξη ποίησης,
ψυχολοχίας, φυτολοχίας συνιστά ειρωνική στάση απέναντι
στην κοινωνία και στα στεχανά που θέτει ανάμεσα στα είδη.
Τελική έκβαση είναι το παιχνίδι και η υπονόμευση των
5iô
ι
1
Βατερβώ.. σ. 248. Βλ. επίσης xca Το Σόϋο, σ. 114.
2
ΒατερΒώ, σ. 251.
3 Το αρχείο του συχ^ραφέα αποκαλύπτει, ως ένα βαθμό, τη.
διαδικασία σύνθεσης των έρχων του. Άρθρα από εφημερίδες Kau
περιοδικά αποτελούν το πραχματολοχικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο
υφαίνεται η .υπόθεση. Επίσης, σώζονται, και αποκόμματα με
ανέκδοτα από εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια, αυτούσια ή
αλλαγμένα, πολλές φορές με συγκεκριμένη ένδειξη χια οποίο έρχο
προορίζονταν. Κάποια από αυτά τα αναγνωρίζει κανείς αμέσως.
Π.χ.: τα γνωστά ανέκδοτα già τα εντόσθια της ώρας ή χια τα μυαλά
519
Ο σ υ ^ ρ α φ έ α ς φτάνει ως την αυτοειρωνεία και την
αυτοπαρωδία μέσω της μνείας έρ^ων του ή της παράθεσης
χαρακτηριστικών φράσεων από άλλα έ ρ ^ α του (π.χ.,
Μαθητευόμενη , σσ. 151, 153' «Καρδιές από γλυκίσματα», σ.
253" ΒοϊδάχχεΆοι, σσ. 100, 1Ô5' Εαυτούληδες, ο. 251'
Μαριάμπας ,σ. 2 20, κ. ά.)
Ίσως να μην υπάρχουν άλλα νεοελληνικά
μυθιστορήματα; τουλάχιστον της γενιάς ή της εποχής του
Σκαρίμπα, που να παρουσιάζουν τόσο ευρεία κλίμακα χιούμορ,
σάτιρας και παρωδίας και τέτοια επιδεξιότητα στη χρήση της
ειρωνείας, όσο'τα δύο τελευταία του. Το πιο δραστικό, από την
άποψη της γλώσσας, μυθιστόρημα του σ υ ^ ρ α φ έ α , Το Σόλο,
παρουσιάζει πολλές ομοιότητες, όπως ήδη επισημάνθηκε, με
τον Μαριάμπα, σε ό,τι α^ορά τη λογική της σύνθεσης·
συγχρόνως προχωρά σε πολύ πιο ευρεία και καταλυτική χρήση
της παρωδίας και της διακειμενικότητας #ια να δείξει τελικά
στον αναγνώστη τη διαδικασία σύνθεσης ενός
μυθιστορήματος με θέμα τη διαδικασία σύνθεσης ενός
μυθιστορήματος βασισμένου σε άλλες συμβάσεις από τις
συμβάσεις του μυθιστορήματος της εποχής. Κατάληξη και σ'
αυτό το μυθιστόρημα είναι η σιωπή εξαιτίας της αποτυχίας της
γλώσσας να αναφέρεται στα πράγματα με πιστότητα.1
Δεν νομίζω να χωρά αμφιβολία ότι #ια την σύγχυση και την
αμηχανία των κριτικών ευθύνεται κυρίως η υπονομευτική
υπόσταση του έρ^ου, ιδιότητα που απαντά, τόσο σε επίπεδο
πρόθεσης, όσο και σε επίπεδο λειτουργίας, και προσιδιάζει
στην παρωδία.
Πιο συγκεκριμένα: ο συ^ραφέας χαρακτηρίζει ρητά
Το Σό/ìo "μυθιστόρημα", γράφει μυθιστόρημα και συγχρόνως
υπονομεύει τη διαδικασία γραφής ενός μυθιστορήματος·
επίσης, υπονομεύει τον υπερρεαλισμό και την τεχνική του,
ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί πολύ συχνά τη #ραφή του,
φτάνοντας έτσι στην παρωδία. Στο μυθιστόρημα επανέρχονται
μοτίβα και υπερρεαλιστικής κατα^ω^ής φράσεις ενσωματωμένα
μέσα στον λό^ο του ειρωνικού ήρωα-αφη^ητή.
Είδαμε σε άλλο κεφάλαιο με ποιον τρόπο ο συ^ραφέας
χρησιμοποιώντας την τεχνική της mise en aPîme, μια ψευδή
διακειμενικότητα και υποσημειώσεις κατορθώνει να
δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα εναντίον του είδους του με
κυρίαρχο στοιχείο την ειρωνεία της συγγραφικής πράξης. Εδώ
θα εξετάσουμε'με ποιον τρόπο λειτουργεί η παρωδία προς την
ίδια ή προς άλλες κατευθύνσεις.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ήρωας του μυθιστορήματος
αποτυχαίνει να γράψει ένα μυθιστόρημα στο πλαίσιο της
παράδοσης, σατιρίζοντας μέσα από πιθανά σενάρια τις
1
Το ποίημα έχει ως εξής:
525
συγγραφέας αναφέρεται μ' αυτόν τον τρόπο σε δικά του
κείμενα, με πρόθεση παρωδίας, φτάνοντας στην αυτοπαρωδία.
Β. Στο σατιρικό δοκίμιο για τον υπερρεαλισμό, που αναπτύσσει
προφορικά ο ήρωας, στην πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος,
υπήρχαν περισσότερες πληροφορίες για τη δράση των
υπερρεαλιστών στο Παρίσι, οι οποίες αφαιρέθηκαν από τη
δεύτερη έκδοση, διότι αποδυναμώνουν τη σατιρική πρόθεση
του συγγραφέα. 1 Εδώ, ίσως έχουν θέση δύο επιμέρους
παρατηρήσεις: Λ ."
[...
Ουχ ήττον,
η ατμομηχανή της νυκτός (όπου
απ' το,τζάμι της ο μηχανοδηγός της 9α βλέπει)
9α επωάζει—αυτή—τρίγωνα
και αριθμούς διαιρετέους.
1
Το παρακάτω απόσπασμα είναι τυπικό παράδειγμα αυτής της
λειτουργίας. Η Ρίτα Γκαβέρα συνοψίζει, αυτή τη λειτουργία της
απελευθέρωσης του ασυνειδήτου μέσα από την αντιστραμένη
χλώσσα που χρησιμοποιεί, αφού όμως είχε προηγουμένως προβεί σε
πράξη ανθρωποφαγίας.
1
Eleni Yiannakakis, «The Solo of Madness», ó..n., σσ. 270-274.
2
I. Hassan, The Dismemberment of Orpheus: Towards a Postmodern
Literature, London, The University of Vinconsin, 1982, 33. Βλ. και-
Eleni Yiannakakis, ό. π., σσ. 272-275.
3 ΒατερΗώ, σσ. 87, 109, 247.
4
Εκφράσεις όπως η παρακάτω είναι πολύ συχνές: «Η τρέλλα με
ζύγωνε αόρατη σαν να φορούσε μια μάσκα» (σ. 79). Επίσης, είναι
ενδεικτική η άποψη του ήρωα già το πώς γράφεται ένα βιβλίο:
«Αλλά χρειάζονταν κι άλλα: πρώτα- πρώτα πρέπει να πάσχει απ'
αλαφριά σχιζοφρένεια, κι ύστερα νάχει μάτια αστρίτη. Όχι νάναι
θεόστραβος» (σσ. 21-22). Βλ. και Eleni Yiannakakis, ό. π., σ. 272-275.
529
Αλλά καιρός να ξαναγυρίσουμε στη σχέση ποίησης
και μυθιστορήματος η οποία δεν στοιχειοθετείται μόνο
θεματικά, μέσα από τον προβληματισμό του ήρωα και την
έκβαση του μυθιστορήματος, αλλά και πραγματώνεται σε
επίπεδο γραφής, με την ενσωμάτωση στο μυθιστόρημα οκτώ
ποιημάτων, κάτι που αποτελεί διαδικασία απολύτως συνειδητή,
όπως θα φανεί παρακάτω. Η ενσωμάτωση των ποιημάτων στο
μυθιστόρημα αποτελεί ένα είδος κριτικής πράξης του
συγγραφέα και ως Λ τέτοια -δεν μπορεί παρά να είναι
αναδρομική· αυτός είναι, πιστεύω, ο λόγος για τον οποίο στην
πρώτη έκδοση 'δεν υπάρχουν παρά μόνο τρία από τα οκτώ
ποιήματα. Όταν εκδίδεται τό. μυθιστόρημα γ ι α δεύτερη φορά
(1971), η απομάκρυνση από Ντην ηθογραφία έχει συντελεστεί,
και η γ ε ν ι ά του 1930 έ χ ε ι οδηγήσει τη μυθιστορηματική
παραγωγή σε νέους δρόμους.1-
Από τα οκτώ ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται στο
μυθιστόρημα, τα πέντε βρίσκονται στα ποιητικά άπαντα του
Σκαρίμπα· είναι, με τη σειρά που εμφανίζονται τα εξής: "0
δρόμος", "Τα ρομπότ", "Το εισιτήριο", "Το βαπόρι"' ίο πέμπτε
αποτελεί παραλλαγή του ποιήματος "Αρλεκίνος". 2 Και τα πέντε
αποτελούν από μόνα τους (αλλά και ενσωματώνουν στο
μυθιστόρημα) τρία από τα σημαντικότερα θεματικά μοτίβα του
Σκαρίμπα: το μοτίβο του σωτήριου αντιηρωισμού και του
παραλογισμού του θανάτου, το μοτίβο των ρομπότ, που άλλωστε
1
Σε συνέντευξη του, την ίδια χρονιά, ο Σκαρίμπας δηλώνει.: «Η
αξιοσημείωτη καμπή της πεζογραφίας μας σημειώθηκε από τα 1930
και δώθε. Είναι μεγάλης σημασίας το ^ε^ονός ότι ακριβώς από
τότε—ύστερα αιϊ'ό ενός αιώνα "α^κίστρωμα" στα ηθογραφικά μας
μοτίβα—μπόρεσε η πεζογραφία μας να ξεκινήσει επιτέλους già το
"ατλαντικό" της ταξίδι.» "Η νεοελληνική λογοτεχνία σ τ α
τελευταία είκοσι χρόνια" [έρευνα]. Μακεδόνικες Ημέρες 3
(Μάρτιος 193S) 98.
2
Κατερίνα Κωστίου, «Ευρετήρια τίτλων και πρώτων στίχων g ta
όσα ποιήματα περιλαμβάνονται στις συλλογές του Γιάννη
Σκαρίμπα (1936-1976)», ΜοίίυβδοκονδυβοπεΡίεκητΐ}ς 2 (1990) 247-
255.
530
αποτελεί και γενικότερο θεματικό μοτίβο του συγκεκριμένου
μυθιστορήματος, και, τέλος, το μοτίβο του πλοίου ως μέσου
φυγής προς την ελευθερία και τον θάνατο.1 Όσον αφορά τα
άλλα ποιήματα: τα δύο άτιτλα ποιήματα—ένα για τη μύγα και
ένα για τη γυναίκα-- αποτελούν σάτιρα των συμβάσεων της
παραδοσιακής ποίησης και της ομοιοκαταληξίας. Μαζί με το
ποίημα "Αρλεκίνος"--που δημοσιεύεται παραλλαγμένο και
δίχως τίτλο-- είναι τα μόνα που υπάρχουν στην πρώτη έκδοση.
Το τέταρτο ποίημα δημοσιεύεται επίσης άτιτλο. Πέρα από τη
σατιρική του διάσταση, θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ποίημα
ποιητικής της αυτόματης γραφής: αυτή που το απαγγέλλει είναι
ρομπότ και το ποίημα αποτελείται από ασύνειδα λογοπαίγνια. 2
1
Με συναφή "θέματα ο Σκαρίμπας έχει ασχοληθεί όχι μόνο στην
υπόλοιπη πεζογραφία του, αλλά και στην ποίηση, του· π.χ., τα
ποιήματα "Το μοντέλο", "Το βαλς χωρίς ντάμα", "Τα βάζο". Το
πορτραίτο της Ξλιζε Μαίηλυ"< "Νινόν", "Η τράτα", "0 αρλεκίνος",
"Comédie [sic] deli' arte", "Αίμα υπό μάσκα ν", "A masqué", κτλ.
πραγματεύονται - 0 θέμα του ρομπότ ή της κούκλας, καθένα απο
άλλη σκοπιά.'
Επίσης, α ξ ί ζ ε ι ν α προσεχθεί το ποίημα π ο ι η τ ι κ ή ς "Το
φιδάκι", διότι το τελευταίο κρίσιμο δίστιχο του βρίσκεται και στο
παρόν μυθιστόρημα, φωτίζοντας από άλλη όψη τ η ν αντίληψη του
συχχραφέα χια τη χλώσσα.
2
Το ποίημα, με ελαφρά παραλλαγμένο τον τρίτο στίχο του δεύτερου
τετράστιχου, βρίσκεται στο Αρχείο Σκαρίμπα του Ε.Λ.Ι.Α., στον
φάκελο Κοκκίνη. (Βλ. Κατερίνα Κωστίου, "Κατάλοχος Αρχείου
Γ ι ά ν ν η Σκαρίμπα",. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1991)· έχει τίτλο "Εντόσθια
μικρής" και υιίοχραφή Άννα Γκαβέρα (υπενθυμίζω ότι το όνομα
•ci\ç ηρωίδας του μυθιστορήματος είναι Ρίτα Γκαβέρα).
Κάτω από το ποίημα υπάρχει η εξής σημείωση: «Τα παραπάνω δύο
τετράστιχα να μπουν σε τυχόν 2η έκδοση του "Σόλο του Φίχκαρω" σε
ιδιαίτερη—στην πρώτη—σελίδα, σαν είδος προλόχου.» Η παραπάνω
σημείωση δεν αφήνει αμφιβολία ότι ο συχ^ραφέας θεωρούσε το
ποίημα ιδιαίτερα σημαντικό χια το μυθιστόρημα· στη δεύτερη
έκδοση το ποίημα δ ε ν επέχει μεν θέση προλόχου, αλλά
εξακολουθεί να έχει ιδιάζον βάρος.
531
Ακόμη το ποίημα μπορεί να θεωρηθεί αλληγορία της χρήσης
της γλώσσας στο μυθιστόρημα, εφόσον αυτή που το απα^έλλει
είναι χαρακτήρας του μυθιστορήματος—άρα φτιαγμένη από
Λέξεις--και συνοψίζει ασυνείδητα την αταξία και την
ανεστραμμένη λογική της γλώσσας στο Σόλο.
Άρα^ε η θέση της ποίησης, μέσα στο μυθιστόρημα,
να προοιωνίζετε τη μετέπειτα δραστήρια και γόνιμη
ενασχόληση του συ^ραφέα με την ποίηση (σίγουρα όχι εις
Βάρος της πεζο^ρα^ίά'ς); 1 -ή να αποτελεί απάντηση του
συ^ραδέα--συνειδητά είτε όχι--στην κριτική, που θέλει να
τον θεωρεί πεζογράφο;2 Νομίζω ότι η απάντηση, ανεξάρτητα
από τις ψυχολογικές διαπλοκές της, πρέπει να αναζητηθεί
στην ίδια την πορεία του μυθιστορήματος.
1
Αξίζει, νομίζω, να υπενθυμίσουμε τη συχχ^οαοική πορεία του
συχχρα6έα: ως το 1939 έχει εκδώσει δύο συλλογές διηχημάτων, δύο
μυθιστορήματα και μία ποιητική συλλογή- έκτοτε εκδίδει δύο
ακόμη ποιητικές συλλοχές και ένα συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων,
ένα μυθιστόρημα, δύο συλλοχές διηχημάτων και ένα χρονικό
(αδήνω απέξω τα θεατρικά έρχα, τα δοκίμια και τα ιστορικά του
έρχα).
2
Έναν χρόνο π ρ ι ν , το περιοδικό ΕΗίίΓ\νικίι Επι9εύ ρ^αις
διατυπώνει την παρακάτω σύσταση: «0 κ. Σκαρίμπας ε ί ν α ι στο
είδος που καταγίνεται ένα ιδιότυπος στυλίστας του πεζού λόχου
και θα προτιμούσαμε να έμενε μόνο του πεζού ίϊόχου.'ή ανάμιξίς
του και στην ποίηση δείχνει πως η ανήσυχη του ψυχοσύνθεση
ζητά ν' απλωθεί Kt εκεί και να καλλιεργήσει εντατικά κι εκείνο
που είναι συχχενιχό με το χράωιμό του. Αλλά εμείς θα θέλαμε τον
κ. Σκαρίμπα να/μείνει πεζοχρά^ος και να δώσει ό,χι έχει από τον
πλούτο της τέχνης του στο πεζοχρά§ημα· να μη διασπασθεί η
ενότητα του ταλέντου του και αδυνατίσει η σπουδαία πεζογραφική
του φλέβα». (Eßflriνική Επι9εώρτ\αις 353 (Μάρτιος 1937) 82). Επίσης,
λί^ο αρχότερα, ο διευθυντής του περιοδικού Η A9r\va μας.. Δημ.
Γιαννουκάκης, αναδημοσιεύει το ποίημα του Σκαρίμπα "0
καμπούρης", συνοδευμένο από προσβλητικά σχόλια σχετικά με το
ποιητικό ταλέντο του συχχρας>έα.(«Σκαρίμπας κατά Γιαννουκάκη.
Αφορμή ο ακρωτηριασθείς "Καμπούρης"», ες>. Κα9ημερίνή, 18.2.1939.
532
Όπως ήδη αναφέρθηκε, tfia τον συ^ραφέα και tfia
τους νέους πεζογράφους, το ποινικό μητρώο του ρεαλιστικού
μυθιστορήματος είναι βεβαρυμένο· επομένως, yta να
αναγεννηθεί το μυθιστόρημα, πρέπει να πεθάνει. Στο ΣόΆο, ο
θάνατος του μυθιστορήματος συντελείται, σε θεματικό επίπεδο,
με τον θάνατο της Νίνας Λολόξα: η ηρωίδα εξέλιπε, άρα ο
ήρωας-μυθιστοριογράφος δεν έχει αντικείμενο· έτσι,
εγκαταλείπει την προσπάθεια της συρραφής μυθιστορήματος
και αναζητάει τη λύτρωση μέσα από την ποίηση.
Αλλά η παρωδία λειτουργεί με πολλούς τρόπους και
σε διάφορα επίπεδα μέσα στο EóRo}
Α. 0 τίτλος παραπέμπει στο έρ#ο «0 κουρέας της Σεβίλλης»
του Rossini. 0 ήρωας του μυθιστορήματος παρωδεί τον Figaro,
ήρωα του έρ#ου, αντιστρέφοντας τη λειτουργία του.
3. Η παράθεση και η παρώδηση εκκλησιαστικών κειμένων
έχει σατιρικό στόχο.2
1
Εξάλλου, είναι σας>ής η πρόθεση παρωδίας που υπόκειται στις
απόπειρες συ^ραδής μυθιστορήματος που παρουσιάζει ο ήρωας·
πέρα από το ότι δεν έχουν καμιά αισθητική αξία, αποτελούν
δείγματα ασημαντολο$ίας και περισσολο<5ίας. Π.χ.: «Η γυναίκα
Αντζελα Ντίδούς, πολύ τρυφερή και πολύ τριανταεξάρα Κυρία,
πρόβαλε μια στιγμή στο μπαλκόνι της. Ήταν αυτό το μπαλκόνι,
ένα έξοχο, ένα τέλειο μπαλκόνι που κύτταε φυσικά προς τη δύση...»
(σ. 12).
2
Την ίδια λειτουργία πιστεύω ότι επιτελεί και το τέλος του
μονολόγου του ήρωα, όταν gpaçei:
1
Σωτήρης Τριβιζάς, «Η φάρσα της Ταυρίας», ό. π., σσ. 101-105.
2
Αλλά, π ι θ α ν ό τ α τ α μέσα στο έρχο να παρωδούνται κ α ι έρχα
ελλήνων υπερρεαλιστών. Π.χ.: ο «επιδιορθωτής κλειδοκυμβάλων»
(σ. 93) ίσως παραπέμπει στα Κιίειδοκύμβαβα ττις σιωπής του Νίκου
Εγγονόπουλου./Εξάλλου κ α ι το απόσπασμα από το ποίημα «Τ'
αφι^κρατά του βραχοκάβουρα» που ενσωματώνεται στο Σόίίο ίσως
παραπέμπει στην ποίηση του Α. Εμπειρίκου («Παρουσία αχχέλων
εντός ατμομηχανής», «Η διάβασις των μεγιστάνων συνετελέσθη»,
Υψικάμινος, Αθήνα, "Άχρα", 1980, σσ. 24 και 68 αντίστοιχα.) Ακόμη,
φράσεις όπως «τη μύχα ή το χάλα;», «την Γαλάτειαν κ α ι μ ί α ν
καλύβην» ε ί ν α ι π ι θ α ν ό ν να παραπέμπουν στην ποίηση του Ν.
Εχχονόπουλου («Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;», Ποιήματα Β', Αθήνα,
"Ίκαρος", 1977, σ. 140)
535
αφήνεται το σπντν της γέννησης μου ερείπο, με κίντυνο
να καταστραφεί καν να πέσεν. Καν δε θάναν κατάσταση
αυτή. θα έχεν πρέπεν νάχαν κιόλας συναχτεί ον επιστολές
μου, του αλησμόνητου εμένα, καν τα αυτόχραβά μου τα
σκόρπνα. Προπάντων απ' τνς επιστολές μου, θα γίνονταν
πνο πλατεία η τοποθέτηση μου ως ανθρώπου, θα
διαγράφονταν πνο αδρή η άλλως τε τόσο συνθετνκή μου -.
μορβή. Γνατί προπάντων σε μένα ο άνθρωπος δε θα
μπορεί να χωριστεί" απ' το έρχο του. Τούτο τόσο θα είναι
αληθινό, που ψάχνοντας κανείς μες στο έρ^ο μου να δρει
το συχχραφέα, δεν θάχει .ανακαλύψει παρά μόνο τον
άνθρωπο. Ναι, ναι, θάν' ασέβεια προς τη σεπτή μου τη
μνήμη, ν α - μ η ν είχε περισυλλεχτεί με στοργή κάθε τι
που αφοράει στη ζωή μου: από ανέκδοτα, από σ υ ν ή θ ε ι ε ς
και άλλα. Ω ναι, δε θάπινα—λόχου χάρη—χλυκύ δραστόν
τον καφφε... παρακαλούν, όχι, όχι... Κ αρρενωπή μου
φυσιογνωμία, η φλογερή ιδιοσυγκρασία μου, αλλά και η
μ έ χ ρ ι ασκητισμού αποτράδηξή μου στα α π λ ώ ς
απαραίτητα, δροντοφωνούν ότι το συνήθιζα σκετον. Ναι,
σκέτον, φαρμάκι, όπως φαρμάκι μ'· είχε ποτίσει η ζωή, θα
τον έπινα εχώ τον καφφέ, όταν ζούσα.
(σσ. 44-45)
Στη μικρά
σάΗα ρε
/ παν να κρά-
...μιαρέ
παν να κρά-
ξουνε τα
μικρά: Τα-
χα-ρα-χά!...
1
Καϋμοί σσ. 149-150.
537
Ήταν κατιτίς το περίφημο. Στο $τερό τις πετύχαινα τις
ομοιοκαταληξίες κειχάμυ. Τα πράσσα, τα κεραμίδια, οι
χασάπηδες, μ π α ί ν α ν σε μιαν αδυσώπητη τάξη. Κατά
τετράδες με βήμα χορχό. πηδηχτό, παρέλαυναν μες σε
§ευχάμενα §όντα: Nat, κεραμίδια και μύδια, vat
χασαπάκια--σπιτάκια- ot σκύλοι και ot στύλοι, ot μυίχες
σε λίχες... xat πάσχιζα να ομοιοκαταληκτήσω τ ι ς πράτες
κι ευθύς είπα: χάτες!... Κι ευθύς το θυμήθηκα. Ναι
θυμήθηκα το καρνέ Λτο0 Γκαμόν.
(σσ. 38-39)
f
539
V. ΣΟΒΑΡΟ ΧΙΟΥΜΟΡ Ή
«ΜΙΑ ΔΙΟΛΟΥ ΑΡΜΟΣΤΗ ΑΣΤΕΙΟΤΗΤΑ»;
1
Βλ. εδώ, σ. 188.
2
Jean-Jaques Pauvert (επιμ.), André Breton, Anthologie de l'humour
noir, Paris, 1966, σ. 13.
3 Βλ. και ΒατερΆώ, σσ. 62, 176, 257, 278. «Φ^ουραζέρ Κυριών», σ. 59.
Φυ$ή, σσ. 31. 40, 42, 50, 62-66.
540
ι
1
Το ίδιο ισχύει και già χο διήχημα «Λουλούδι χης Μονεμπασιάς»
το οποίο συμπεριλαμβάνεχαι σχη συλλοχή Τνς,βοβδομάδσ στη
ΧαΡίκίδα,αΆΆά ανήκει σχον κύκλο χων διηχημάχων χης συλλοχής
Καϋμοι.
542
—Ανθρώπινο...
Κι έφυχε μονολοχόντας και φτύνοντας. Πίσ' εκεί τούπεσ'
ένα χαρτάκι, απ' την τσέπη του ενώ ξοπίσω τ ο υ ς ,
ακολούθαχαν φτύνοντας δυο-τρεις κι η. Γκαδέρα. Όλοι
τους πως μακαρίστηκαν έλεχαν, πως στου χάλακτος τους
είχαν τρελλάνει τ' αρνάκι.
[Το ΣόΡ.ο, σ. 95)
1
Α ξ ί ζ ε ι να σημειωθεί ότι στο άρθρο του già την ανθρωποφαγία ο
σ υ ^ ρ α ^ έ α ς γράφει με χαρακτηριστικό, #ια όσα ε ί π α μ ε παραπάνω,
τρόπο: «0 όρος [ανθρωποφαγία] προκαλεί δίκαια (;) τον
αποτροπιασμό των πολιτισμένων ανθρώπων, και των
545
Προς άλΗη κατεύθυνση κινείται το χιούμορ που
προκύπτει από τον παιδικό λό#ο στο μυθιστόρημα ΒατερΆώ,
όπου εμφανίζεται ένα ncuSi, Το οποίο δεν έχει κανέναν
ρόλο στο μυθιστόρημα, εκτός από το να σχολιάζει τη
συμπεριφορά των μεγάλων. Άλλοτε, το χιούμορ του
στηρίζεται σε κοινούς τόπους λεκτικών ή άλλων
συμπεριφορών:^
Ή ακόμη:
1
ΒατερΗώ, σ. 69. «Φιχουραζέρ κυριών», σ. 52-54. Τέτοιου είδους
θεματικά μοτίβα, πολλά από τα οποία β α σ ί ζ ο ν τ α ι σε γνωστά
α ν έ κ δ ο τ α , γ ί ν ο ν τ α ι έμμονα και ε μ φ α ν ί ζ ο ν τ α ι σχεδόν σε όλα τα
έρχα του, μ ε ρ ι κ έ ς βορές ακόμη και σε χρονογραφήματα του. Π.χ.,
τέτοιοι κοινοί τόποι ε ί ν α ι : η σύχχυση μ ε τ α ξ ύ ξ υ σ ί μ α τ ο ς και
χ α ι ρ ε τ ι σ μ ο ύ (ΒατερΛώ, σσ. 114-115, 118, 237. Μα9ι\τευομένΐ\, σσ. 63,
65. 66, 72-73. 124, 125. «Φιχουραζέρ Κυριών», σσ. 51, 62, 64, 67. Ψυχή.
σ. 34)- η αναχωχή στο παράλοχο των σκέψεων του ήρωα σχετικά μ ε
τη χρησιμότητα του ημερολοχίου (Βατερβώ, σσ. 62-63.
Μα9ητευομέντι, σ. 64. «Η τελευταία των 6^». σ. 37). κ. ο. κ.
550
—Ορέ π' διμ' ποιος του βιάζ'; θέλ' κι τρέχει. Ας π α α ί ν ε ι
αχαλιώτερα.. Τι ευκή σαν να του βαλαν ν έ δ τ ' στουν
κώλου;
--Τι λές, ρε μπάρμπα! του κ ά ν ε ι ο υπάλληλος. Δεν
βιάξεσαι συ, β ι ά ζ ο ν τ α ι οι άλλοι.
—Ας πλερώσουν αυτοίνοι! Τι με οουρτών' ς ιμένα;
(«0 θείος μ' απ' τη Γκιώνα», σσ. 17-18)..
1
Η διαφορά μ ε τ α ξ ύ είναι κ α ι ç>aCvsa9ca θεματοποιείται ε ι ρ ω ν ι κ ά
στο έρ^ο του Σκαρίμπα μέσα από έναν κοινό τόπο: η ταυτότητα
κάποιων προσώπων δ ί ν ε τ α ι μέσα από την παρατήρηση «εκείνος
που βλέπει ό,τι μ α ί ν ε τ α ι » , δηλαδή αυτοαναιρούμενη. (Π.χ.,
Μα9ϊ\τευομένΐ\, σ. 125).
551
1
^νυστός από την εμπειρία. Στις καΗύτερες στιγμές του, όπυς
είδαμε, ίο χιούμορ του Σκαρίμπα δημιουργεί αυτή τη
διχοτομία· συγχρόνως, όμως, η ύπαρξη της δίνει στο χιούμορ
του δυνατότητα ύπαρξης.
:
zbu α ς ι ς ε ι να σημειωθεί ενα θεματικό μ:τιρο π
επαναλαμβάνεται σε διάφορα έρ^α του Σκαρίμπα και συνοψίζει
διχοτομία μεταξύ είναι και §αίνεσ9αν.
1
Το θέμα των επιδράσεων που άσκησε το épgo του, καθώς και
ζητημάτων ύς>ους που διαπλέκονται άμεσα με αυτό, α ξ ί ζ ε ι να
αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης έρευνας. Βλ. και Κατερίνα
Κωστίου, «Ένας παραδοξολόγος ή παράδοξος συχ^ραφέας:», ες>. Αυχή,
21.3.1993, σ. 18.
553
δυσκολευόταν να απαντήσει. Εξάλλου, όπως παρατηρήσαμε ήδη,
βρισκόμαστε σε έναν χώρο όπου οι αλληλοεπικαλύψεις είναι
αναπόφευκτες και όπου οι διαφορές κάποτε α φ ο ρ ο ύ ν
δυσδιάκριτες αποχρώσεις του λό^ου.
'ίσως είναι πιο χρήσιμο, συνοψίζοντας, ν α
ιχνογραφήσει κανείς την πορεία του Σκαρίμπα σε ó/ci αφορά
την Ποιητική της Ανατροπής και να επισημάνει τις πιο
καίριες εκδηλώσεις της. 0 συ^ραφέας, από την ειρωνεία της
ανθρώπινης μοίρας περνά στην κοινωνική και φιλοσοφική
σάτιρα· στο ώριμο έρ^ο του επικεντρώνεται στην ειρωνεία
της επικοινωνίας και της συγγραφικής πράξης, η οποία είδαμε
ότι κατάγεται από τη ρομαντική ειρωνεία. Επόμενος σταθμός
του είναι η παρωδία και η· αυτοπαρωδία, με αποτέλεσμα τη
σ υ ρ ρ α φ ή ενός μυθιστορήματος εναντίον του είδους. .Η
σ υ ^ ρ α φ ί κ ή του περιπέτεια ολοκληρώνεται με το πέρασμα
στην ποιητικό του ωευδους, που σηυαίνει, όπως είδαυε. την
απελευθέρωση του συ^ραφέα από τα δεσμά της λογικής, τη:
κοινωνίας αλλά και της συμβατικής γραφής. Παράλληλα, e
i-KauiUiiaç χρηυιΐΛΟκοιει ο ι α ^ ρ ω ^ ι χ ο χ ί ο υ υ ο ρ ;·.θι, c i , c ύΐνε-α-,
στην υπηρεσία της υπονόμευσης, είτε συνάδει με την κωμική
υπόκρουση του λό^ου του, είτε επικεντρώνεται στην κλασική
διχοτομία είναι και φαίνεσ&αι η οποία, άλλωστε, τον έχει
απασχολήσει με ποικίλους τρόπους.
Αναμφισβήτητα, τα πιο αποτελεσματικά αφηγηματικά
έρ^α του όσον αφορά την Ποιητική της Ανατροπής είναι τα
πιο επιτυχημένα μυθιστορήματα του που γράφηκαν από το
1931 ως το 1937 και εκδόθηκαν από το 1933 ως το 1959.
Από τα υπόλοιπα έρ#α του πρέπει να μνημονευθούν το
μυθιστόρημα --Μαθητευόμενη, καθώς και τα διηγήματα «0
Κύριος του Τζάκ» και «Οι τρεις άδειες καρέκλες». Τούτο είναι
ευνόητο, αν σκεφθεί κανείς πως η Ποιητική της Ανατροπής
πρωταγωνιστεί ως στοιχείο ύφους του Σκαρίμπα.
Διερευνώντας το ήθος της ειρωνείας στα έρ^α του
συ^ραφέα νομίζω πως μπορούμε να καταλήξουμε με ασφάλεια
στο ότι έχουμε να κάνουμε με ένα είδος ειρωνείας που, σε
μεγάλο ποσοστό, κατάγεται άμεσα από τη ρομαντική ειρωνεία.
Η ειρωνική απόσταση του συ^ραφέα από τα έρ^α του, η
554
σύγκρουση του ήρωα με την κοινωνία αλλά και με τον εαυτό
του, η αντιφατική φύση των χαρακτήρων, η αυτοσυνειδησία
των κειμένων του, η καταστροφή της κ α λ λ ι τ ε χ ν ι κ ή ς
ψευδαίσθησης, η τεχνική του εγκιβωτισμού άλλων έρχων
μέσα στα μυθιστορήματα του είναι χαρακτηριστικά που
παραπέμπουν κατά πολύ στη ρομαντική ειρωνεία. Επομένως,
ίσως είναι νόμιμο να ορίσουμε ως νεορομαντική μια από τις
σημαντικότερες μορφές της ειρωνείας που χρησιμοποιεί ο
Σκαρίμπας.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του συ^χραφέα είναι
το ότι χρησιμοποιεί διάφορα προσωπεία, τεχνική που, όπως
είδαμε, είναι συνυφασμένη με την ειρωνεία. Π .χ., στο πρώτο
εκτενές πεζογράφημα του, χρησιμοποιεί το προσωπείο ενός
ομώνυμου ήρωα, αντικονφορμιστή και ταξιδευτή. Η ψυχή του
ρομαντικού ήρωα συνδέεται άμεσα με την αντίληψη της
ειρωνείας ότι η απόσταση του είρωνα από το αντικείμενο και
από το θύμα της ειρωνείας (αλλά και του δημιουργού από το
έρ#ο του) μπορεί να εκφράζεται και μέσα από έναν ταξιδευτή
ο οποίος δεν περιφέρεται μίζερα και άσκοπα, αλλά κρίνει ό~ι
βλέπει. Κ ελευθερία του ήρωα πετυχαίνεται μέσα από την
περιπλάνηση και καθρεφτίζει την ελευθερία του συχ^χραφέα
που πραγματώνεται μέσα από την ειρωνεία. Σπάζοντας τα όρια
των συμβάσεων και χρησιμοποιώντας έναν αντιήρωα, έ ν α ν
ελεύθερο περιπλανώμενο άνθρωπο, ο σ υ χ ^ ρ α φ έ α ς δεν
εγκλωβίζεται στα πεπερασμένα όρια του έρ^ου του. Κ ιδέα
αυτή θα βρει καλύτερη οΆοκΆΐ\ρ\ϋσ:\, από διαφορετικό δρόμο,
στο μυθιστόρημα το Σόλο.
Η κοινωνική σάτιρα είναι άλλος ένας από τους στόχους
στο Θείο Τρσχί, όπως και σε ολόκληρο το έρχ^ο του
συχ^ραφέα- μια σάτιρα που θα βρει την ωριμότερη έκφραση
της στο μυθιστόρημα Μαριάμπας. Εξαρθρώνοντας σιχά σιχά
τη λογική της δράσης, υπονομεύοντας τη βεβαιότητα του
αναχνώστη ΧΛΟ τη συνοχή της ιστορίας και την αληθοφάνεια
της πλοκής, ο συχχραφέας διαλύει την κρατούσα λογική της
κοινωνίας, διαταράσσει την πρόσληψη του ρεαλιστικού πεδίου,
μεταστρέφει τις αξίες σε απαξίες δείχνοντας τη σχετικότητα
των πραγμάτων. Χρησιμοποιώντας γλώσσα εξαρθρωμένη,
555
στίξη ανορθόδοξη και έχοντας κατακτήσει τη "μαεστρία του
ενστικτώδους παραπόνου", επιστρατεύει όλα τα μέσα #ια τη
γελοιοποίηση του λογικού, του κοινωνικά αποδεκτού και του
προσδοκώμενου.
Το Σόλο α π ο τ ε λ ε ί το σημείο κορύφωσης της
αφηγηματικής παρα^ω^ής του συ^ραφέα, αφού είναι το έρ#ο
όπου απαντούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικής
του γραφής στην πιο δραστική τους εκδοχή. Κυρίαρχη είναι η
ειρωνεία της γλώσσας -."και της επικοινωνίας, της οποίας οι
διαπλοκές είναι ποικίλες. Μέσα από διάφορες διαβαθμίσεις του
χιούμορ ο Σκαρίμπας αμφισβητεί τη δυνατότητα της γλώσσας
να εκφράσει τη σκέψη και άρα να αναπαραστήσει την
πραγματικότητα. ιΜέσα απ£> τη δομή του καθρέφτη (mise er.
abîme) η δ ι α δ ι κ α σ ί α σύνθεσης του πρωτοποριακού
αυθιστοσόυατοο καθρεπτίζεται αντίστοο&α στην ποοσπάθει::
1
Εδώ κ ρ ί ν ω σκόπιμο να παραθέσω κάποιες ε ν δ ε ι κ τ ι κ έ ς αλλαχές από
αυτές που επέφερε ο συχχρας,έας:
Α. Στο μυθιστόρημα Το 9είο Τραχί:
Προσθέτει τ ι ς παρακάτω παραγράφους:
α) Τούπα λοιπόν ότι θα πάω και στην Τήνο.
—Στην Τήνο!. Τί νάκανες;
—Να μυήσω.,' του Réni, στο Χριστιανισμό τη Μεγαλόχαρη.
Τότες αυτός—κει—φταρνίστηκε και σκουπίστηκε με το
μ α ν ί κ ι του ωραία. Διόλου—στο ς,τάρνισμα—δεν πήρε από
μένα τα μάτια του. Βρεθέντας μια στιγμούλα από πίσω
μου, αιστάνθηκα σαν Βατσίνες χα μάτια του, ve μου
κ α ί ν ε το σβέρκο. (σ 20)
8) Η συνείδηση μου μέσα μου ήτανε μια χρηά-οαοούτα
που όλο μούλεχε χια ... τ ι ς τραχίλες των άλλων. Τί τους
ήθελε αυτούς τους νομοταγείς και ς>ιλόνουμους και τους
έπλασε ο πανάχαθος; Δεν τους έκανε παλαμίδες τουλάιστο.
που στη σκάρα λεμονόλαδο ε ί ν α ι κανενός να μη δ ί ν ε ι ς ;
(σ. 22)
χ) Ε, αφεντικό: Μιχαλώδης ο καιρός πάλι σήμερα! (σ. 23)
δ) Η οράση ρομπ ντε β ι ζ ί τ της πρώτης έκδοσης (σ 75)
χίνεται ρομπ ντε δουζίτ στη δεύτερη έκδοση. (σ. 85)
Β. Στο μυθιστόρημα Μαριάμπας:
α) Προσθέτει τ η ν παρακάτω παράχραβο:
Και αχ τ ί ευαιστησία τ ί έξαρση!... τέτοια που μια μέρα
κ α θ ά ρ ι ζ ε α π ' τ η ν υγρασία ένα ωάρι!... Έ ν α ς Ηοχαχός
που τον πρόσεξε του είπε χελόντας: Γιατί το σκουπίζετε;
—Για να μ η ν πλευριτώσει! (σ. 22)
g) Η πρόταση «Η σεμνοπρεπής δεσπωσύνη ρεθίστηκε»
(σ. 26)
χίνεται
«Η σεμνοπρεπής μουναχοκόρη ηρυθρίασε
(σ. 35)
Γ. Στο μυθιστόρημα Σόίίο::
α) Προσθέτει την παρακάτω παράχραφο:
558
Η προσωπική μυθολογία του Σκαρίμπα ολοκληρώνεται
όταν ο αναγνώστης διαβάσει και συνδυάσει όλα του τα έρχα.
Οι παραπομπές από το ένα έρχο στο άλλο, η χρήση των ίδιων
ηρώων και των ίδιων μοτίβων, η αντιμετώπιση των
προσώπων σαν να ήταν υπαρκτά πρόσωπα δημιουργούν έναν
συνεκτικό κόσμο, που επιβάλλει τη δική του πραγματικότητα.
Το πολυδαίδαλο ύφος και η ανατρεπτική γλώσσα θεσπίζουν
μια πραγματικότητα πολύ πιο δραστική από την τρέχουσα
πραγματικότητα. Συγχρόνως, κατορθώνουν να φέρουν το έρχο
του σε κείνο το σημείο που ο ίδιος ο συχχρα&έας ονόμαζε
«αιώνιο παρόν». Διότι εκείνο που ενισχύεται είναι ο ίδιος ο
μηχανισμός της υπονόμευσης και της ανατροπής; και ό, τι
υπερτερεί είναι το παράδοξο, που ο Σκαρίμπας το αξιολόχησε
με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο:
1
Φ. Η., «0 Γνάννης Σκαρίμπας κατά της γενιάς του '30»
[συνέντευξη], ε$. ΕΗεύ9ερος Κόσμος, 10.2.1971.
56Q
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Microfilms, 1959.
HANDWERK, GARY J., Irony and Ethics in Narrative: From
Schlegel to Lacan, London, Yale University Press, 19Ô5-
HIGHET, GILBERT, The Anatomy of Satire, Princeton, Princeton
University Press, 1962.
HODGART, MATTHEW, Satire, London, World University
Library, 1969.
HOWARD, DONALD, «Chaucer the Man», PMLA 00 (1965) 337-
343.
HUTCHEON, LINDA, ,4 Theory of Parody, The teachings of
Twentieth-century Art Forms, New York, Menthuen,
19Ö5-
JOHNSON, EDGARD, Satire: Theory and Practice, Belmont,
Wads worth, 1962.
JUMP, JOHN D., Burlesque, London-SNew York, Methuen, 1972.
564
t
f
563
II
• -~ Ο. \
, ί'.Το ατελές ποίημα σε γένους και έλληνες
.Cîv LlKO-υς», : îSpÎJT/iOUÇ' 23 (Φθινοκ^ρο iQô9) 129-
_ · . . '.'.ι- ,_.·.
> ί C/Ì.-Ì ' L! Ut ,·'> w ; *'i •--' >' w - ' s · -i-'-·';·"i A L / ' i . · t· I - A i / Li >'Ui.'1 . * ' U / L . ' - / i - A : . v ' i i / >'v-i.* >' A'Ls v