You are on page 1of 19

ΟΡΟΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ

C3 φυτά; C3 plants;
C4 φυτά; C4 plants;
α-αµυλάση; α-amylase;
αβιοτικός; abiotic;
αγγειόσπερµο; angiosperm;
αγενής πολλαπλασιασµός; asexual propagation;
αγίγαρτος; seedless;
άγκιστρο; hook;
αγρωστώδες; grass;
αδενίνη; adenine;
αδέρφια; tillers;
αδιαπέραστος σε νερό; water impermeable;
αδιατάρακτο περιβάλλον; undisturbed environment;
αεροφόρος θάλαµος; lacuna;
αιθυλένιο; ethylene, C2H4;
ακατέργαστο (φυτό); untreated;
ακέραιο σπέρµα; intact seed;
ακετυλένιο; acetylene;
ακραία κυριαρχία; apical dominance; συνώνυµο: κορυφαία κυριαρχία
ακραίο µερίστωµα; apical meristem;
ακροπεταλικός; acropetal;
ακρόριζο; root tip;
ακτινοβολία; irradiation;
αλευροκύτταρo; aleurone layer cell;
αλληλοπάθεια; allelopathy;
αλλογιββερικό οξύ; allogibberic acid;
αλλοµετρία; allometry;
αλλοµετρική σταθερά; allometric constant;
αλλοµετρική σχέση; allometric relationship;
αλλοφυκοκυανίνη; allophycocyanin;
αλλοχωρία; allochory;
αλόφυτο; halophyte;
αλπικό φυτό; alpine plant;
αλφεικός; albino;
áìéíïîý; amino acid;
αµοιβαία µεταφύτευση; reciprocal transplant;
αµυλόκοκκος; starch grain;
αµυλοπλάστης; amyloplast;
αµφιφωτοπεριοδικός; ambiphotoperiodic;
αναγέννηση; regeneration;
αναγωγή; reduction;
αναγωγικός; reductive;
ανάδυση (αρτιβλάστου) ; emergence;
ανακύκλωση (φυτοχρώµατος); cycling;
ανάλυση της αύξησης; growth analysis;
αναπαραγωγή; reproduction;
αναπαραγωγική αύξηση; reproductive growth;
αναπαραγωγική δοµή; reproductive structure;
αναπαραγωγική προσπάθεια; reproductive effort;
αναπαραγωγική στρατηγική; reproductive strategy;
αναπαραγωγική φάση; reproductive phase;
αναπαραγωγικό όργανο; reproductive organ;
αναπαραγωγικοί ιστοί; reproductive tissues;
αναπνευστική αλυσίδα; respiratory chain;
αναπνοή; respiration;
ανάπτυξη; development;
αναπτυξιακό στάδιο; developmental stage;
ανασταλτική ουσία; inhibitory substance;
αναστολέας µεταφοράς ορµονών; hormone transport inhibitor;
αναστολέας; inhibitor;
αναστολή; inhibition;
αναστρεψιµότητα; reversibility;
ανατοµία Kranz; Kranz anatomy;
ανδροστειρότητα; male sterility;
ανδροστειρωτικός; male sterilant;
ανεµοχωρία; anemochory;
ανενεργός µορφή (φυτοχρώµατος); inactive form (Pr);
ανθήρας; anther;
ανθική έναρξη; flower initiation;
ανθική επαγωγή; floral induction;
ανθική καταβολή; flower primordium;
ανθικό µερίστωµα; floral meristem;
ανθικός οφθαλµός; flowering bud, flower bud; χρησιµοποιείται και ο όρος ανθοφόρος
οφθαλµός
άνθιση; flowering;
ανθογόνο; florigen; χρησιµοποιείται και ο ατυχής όρος φλοριγόνο
ανθοδόχη; receptacle;
ανθοκοµία; floriculture;
άνθος; flower;
ανθοφορία; flowering, flower bearing;
ανθόφυτο; anthophyte, flowering plant;
ανίχνευση; detection;
άνοιγµα (βλάστησης); (vegetation) gap;
άνοιγµα στοµάτων; stomatal opening;
ανοικτό κόκκινο φως; red light;
ανοσοκυτοχηµεία; immunocytochemistry;
ανοσοκυτοχηµικός; immunocytochemical;
ανοχή; tolerance;
ανταγωνισµός; competition;
ανταγωνιστικός αναστολέας; competitive inhibitor;
αντίδραση κατωφλίου; threshold response;
αντίδραση µεγάλης φωτεινής έντασης (φυτοχρώµατος), ΑΜΦΕ; high irradiance reaction,
HIR;
αντίδραση µικρής ενέργειας (φυτοχρώµατος), ΑΜΕ; low energy reaction, LER;
αντίληψη; perception;
αντιορρός; antiserum;
αντισταθµιστικό σηµείο; compensation point;
αντίσταση διάχυσης υδρατµών; water vapour diffusion resistance;
ανωριµότητα; immaturity;
αξονικό όργανο; axial organ;
απενεργοποίηση; deactivation;
αποβολή (καρπού, σπέρµατος); (fruit, seed) abortion;
αποδόµηση; degradation; βλέπε και αποικοδόµηση
απόδοση; yield;
αποεαρινοποίηση; devernalisation;
αποθήκευση; storage;
αποικιστής; coloniser;
αποικοδόµηση; degradation; βλέπε και αποδόµηση
αποκαρβοξυλίωση; decarboxylation;
αποκαταστολή γονιδίου; gene derepression;
αποκοπή καρπού; fruit abscission;
αποκοπή φύλλου; leaf abscission;
απόλυτο τάχος αύξησης; absolute growth rate;
αποπλαστικός; apoplastic;
αποπρωτεΐνη; apoprotein;
αποσβεννύµενη ταλάντωση; damping out oscillation;
απόσβεση; damping out, fade out;
αποσκισικό οξύ; abscisic acid, ΑΒΑ; χρησιµοποιείται και ο ατυχής όρος αψιζικό οξύ
αποσκισίνη; abscisin; χρησιµοποιείται και ο ατυχής όρος αψιζίνη
αποταµιευτικός ιστός; storage tissue;
αποφύλλωση; defoliation;
αποώχρωση; deetiolation, de-etiolation;
απροσδιόριστη αύξηση; indeterminate growth;
αραίωµα; thinning;
αρκτικό φυτό; arctic plant;
άρση ληθάργου; dormancy removal, dormancy release, dormancy breakage;
αρτίβλαστο; seedling;
αρτίφυτρο; germinant;
ασηπτικές συνθήκες; aseptic conditions, sterile conditions;
ασπερµία; seedlessness;
άσπερµος καρπός; seedless fruit; συνώνυµος όρος: αγίγαρτος καρπός
ασπίδιο; scutellum;
ασφαλές σηµείο (περιοχή); safe site;
ατραπός; pathway; χρησιµοποιούνται και οι όροι µονοπάτι και πορεία
αύξηση; growth;
αυξητική αντίδραση; growth response;
αυξητική καθυστέρηση; growth retardation;
αυξητική καµπύλη; growth curve;
αυξητική κινητική; growth kinetics;
αυξητική παράµετρος; growth parameter;
αυξητικό τάχος; growth rate;
αυξητικός αναστολέας; growth inhibitor;
αυξητικός καθυστερητής; growth retardant;
αυξητικός προωθητής; growth promoter;
αυξίνη; auxin;
αυξινικό ανάλογο; auxin analogue;
αυτοδιατηρούµενη ταλάντωση; self-sustained oscillation;
αυτοεπικονίαση; self pollination;
αυτοκαταλυτική εξίσωση; autocatalytic equation;
αυτοραδιογραφία; autoradiography;
αυτότροφος; autotroph;
αυτοχωρία; autochory;
αφοµοίωση; assimilation;
αχαίνιο; achene;
βακτήριο; bacterium;
βαροτροπισµός; gravitropism; χρησιµοποιείται και ο λιγότερο επιτυχής όρος
βαρυτροπισµός
βασιπεταλικός; basipetal;
βελτιωτής φυτών; plant breeder;
βενζυλαδενίνη; benzyladenine;
βενζυλαµινοπουρίνη; benzylaminopurine;
βερναλίνη; vernalin;
βιλιπρωτεΐνη; biliprotein;
βιοδοκιµή; bioassay; χρησιµοποιείται και ο λιγότερο επιτυχής όρος βιολογικός έλεγχος
βιολογικό ρολόι; biological clock;
βιολογικός έλεγχος; bioassay; συνώνυµο: βιοδοκιµή
βιολογικός ρυθµός; biological rhythm;
βιοµάζα; biomass;
βιοµορφή; life form;
βιοσύνθεση; biosynthesis;
βιοτικός; biotic;
βιότοπος; habitat;
βιοφωτισµός; bioluminescence;
βιταµίνη; vitamin;
βιώσιµος; viable;
βιωσιµότητα; viability;
βλάστηση; vegetation; λανθασµένα χρησιµοποιείται συχνά ως germination, βλ. φύτρωση
βλαστητική αναπαραγωγή; vegetative reproduction;
βλαστητική αύξηση; vegetative growth;
βλαστητική παρθενοκαρπία; vegetative parthenocarpy;
βλαστητική φάση; vegetative phase;
βλαστητικός οφθαλµός; vegetative bud;
βλαστητικός πολλαπλασιασµός; vegetative propagation;
βλαστητικός; vegetative;
βλαστοπαχύφυτο; stem succulent;
βλαστός; shoot;
βολβίδιο; bulbil; χρησιµοποιείται και ο όρος γονοφθαλµίδιο
βολβός; bulb;
βολβόφυτα; bulb plant;
βόσκηση; grazing;
βραδυαυξής; slow-growing;
βραδυχωρία; bradychory;
βράκτιο; bract;
βραχυήµερο φυτό, ΒΗΦ; short-day plant, SDP;
βραχυµακροήµερο φυτό, ΒΜΗΦ; short-long-day plant, SLDP;
βραχυνύκτιο φυτό; short-night plant; αδόκιµος όρος, ταυτόσηµος µε τον όρο
µακροήµερο
βρυόφυτο; bryophyte;
γαµέτης; gamete;
γαµετοκτόνο; gametocide;
γενετική πληροφορία;genetic information;
γενετική ποικιλότητα; genetic diversity;
γενετική σύσταση; genetic composition;
γεωτροπισµός; geotropism; παλαιότερος, συνώνυµος όρος του βαροτροπισµού
γεώφυτο; geophyte;
γήρανση; senescence;
γιββανικός σκελετός; gibbane skeleton;
γιββερελλικό οξύ; gibberellic acid, GA3; χρησιµοποιείται και ο ατυχής όρος γιββεριλλικό
οξύ
γιββερελλίνη; gibberellin, GA; χρησιµοποιείται και ο ατυχής όρος γιββεριλλίνη
γλυκοζίτης; glycoside;
γλυκολλικό οξύ; glycollic acid;
γλυκόλυση; glycolysis;
γλυοξύσωµα; glyoxysome;
γόνατο; node;
γονίδιο; gene;
γονιδίωµα; genome;
γονιµοποίηση; fertilisation;
γονιµότητα; fertility;
γονοτυπική ποικιλότητα; genotypic diversity;
γραµµική αρµονική ταλάντωση; linear harmonic oscillation;
γραµµική µέτρηση; linear measurement;
γραµµική παράµετρος; linear parameter;
γραµµική ταλάντωση; linear oscillation;
γραµµωτή φωτογράφιση; streak photography;
γραφηµα; graph;
γυµνόσπερµο; gymnosperm;
γυρεόκοκκος; pollen grain;
γύρη; pollen;
γωνιακή ταχύτητα; angular velocity;
δείγµα; sample;
δειγµατοληψία; sampling;
δείκτης φυλλικής επιφάνειας; leaf area index, LAI;
δεξαµενή; pool;
δεσµικός κολεός; bundle sheath;
δευτερογενής αύξηση; secondary growth;
δευτερογενής λήθαργος; secondary dormancy
δευτεροταγής δοµή; secondary structure;
διαβάθµιση; gradient;
διαβαθµισµένη (αντίδραση); graded (response);
διαβαροτροπισµός; diagravitropism;
διαβρεγµένη κατάσταση; imbibed state;
διάβρεξη σπέρµατος; seed imbibition;
διάβρεξη φύλλου; leaf wetting;
διάγραµµα γονιµότητας; fertility schedule;
διακυµάνσεις θερµοκρασίας; temperature fluctuations;
διαµεσολάβηση; mediation;
διαπερατότητα; permeability;
διαπνευστικό πηλίκο; transpiration ratio;
διαπνευστικό ρεύµα; transpirational stream;
διαπνοή; transpiration;
διάρκεια φυλλικής επιφάνειας; leaf area duration, LAD;
διασπορά; dispersal;
διασταύρωση; crossing;
διαταραγµένη περιοχή; disturbed area;
διατάραξη; disturbance;
διατήρηση; conservation;
διαφορική αύξηση; differential growth;
διαφοροποίηση; differentiation;
διαφυλλικός ψεκασµός; foliar spraying;
διάχυση; diffusion;
διάχυτο φως; diffuse light;
διεγειρόµενη παρθενοκαρπία; stimulative parthenocarpy;
διέγερση; stimulation;
διεργασία; process;
διετές φυτό; biennial plant;
διήθηµα; filtrate;
δίκλινο φυτό; diclinous plant;
δικοτυλήδονο (φυτό); dicotyledon;
διµορφισµός; dimorphism;
δίοικo (είδος); dioecious;
δισκόγραµµα; pie chart;
δισφωσφορική ριβουλόζη; ribulose bisphosphate, RuBP, RuP2;
διτερπένιο; diterpene;
δραστικό συστατικό; active constituent;
δυναµική ισορροπία; steady state;
δυναµική φωτοϊσορροπία; photostationary state; χρησιµοποιείται και ο όρος κατάσταση
φωτοσταθερής ισορροπίας
δυσζωοχωρία; dyszoochory;
εαρίνη; vernalin; χρησιµοποιείται και ο µάλλον ατυχής όρος βερναλίνη
εαρινοποίηση; vernalisation; ο αρχικός ρωσικός όρος είναι yarovizatzya
εγκατάσταση αρτιβλάστου; seedling establishment;
εδαφική σπερµατική τράπεζα; soil seed bank;
ειδική φυλλική επιφάνεια; specific leaf area, SLA;
είσοδος (ρυθµού); (entrainment);
εκβλάστηση (γυρεοκόκκου); germination;
εκβλάστηση (κονδύλων); sprouting;
εκβλάστηση (σπορίων); budding;
εκθετική αύξηση; exponential growth;
εκθετική καµπύλη; exponential curve;
έκπτυξη áíèéêïý στελέχους; bolting;
εκροή;.exudation;
έκφραση φύλου; sex expression:
εκχύλιση; extraction;
εκχύλισµα; extract;
έκχυση; leaching;
ελαιοσταγονίδιο; oil droplet;
ελαιόσωµα; elaiosome;
έλασµα (φύλλου); lamina; blade;
έλεγχος µε κύρτωση Avena; Avena curvature test
ελεύθερος ρυθµός; free-running rhythm;
έλικα; tendril;
ελικοειδής κίνηση; circumnutation; συνώνυµος όρος; νεύση
εµβάπτιση; dipping;
εµβολιασµένο φυτό; grafted plant;
εµβολιασµός; grafting;
εµβρυακός άξονας; embryonic axis;
έµβρυο; embryo;
εµβρυογένεση; embryogenesis;
εµβρυόσακκος; embryo sac;
εναλλασσόµενες θερµοκρασίες; alternating temperatures;
έναρξη άνθισης; flower initiation;
ενδογενής ηµερήσιος ρυθµός, ΕΗΡ ; endogenous daily rhythm, endodiurnal rhythm,
circadian rhythm; χρησιµοποιείται και ο ατυχής όρος κιρκαδικός ρυθµός
ενδογενής κβαντική απόδοση; intrinsic quantum yield;
ενδογενής λήθαργος; innate dormancy;
ενδογενής ρυθµός; endogenous rhythm;
ενδογενής φυτοαυξητική ουσία; endogenous plant growth substance;
ενδογενής φυτοαυξητικός ρυθµιστής; endogenous plant growth regulator;
ενδοδερµίδα; endodermis;
ενδοζωοχωρία; endozoochory;
ενδοπλασµατικό δίκτυο; endoplasmic reticulum;
ενδοσπέρµιο; endosperm;
ενεργό κέντρο (ενζύµου); active site;
ενεργοποίηση γονίδιων; gene activation;
ενεργός µορφή (φυτοχρώµατος); active form (Pfr);
ενεργότητα (ενζύµου); activity;
ενζυµική ενεργοποίηση; enzyme activation;
ένζυµο; enzyme;
ενήλικο στάδιο; adult stage;
ενίσχυση της άνθισης; forcing of flowering; χρησιµοποιείται και ο όρος φορτσάρισµα
ενοφθαλµισµός; grafting;
ένταση φωτός; light intensity;
ενυδάτωση; hydration;
εξαναγκασµένος λήθαργος; induced dormancy;
εξαναγκασµένος ρυθµός, entrained rhythm;
εξαναγκασµός (ρυθµού); entrainment;
εξειδίκευση; specificity;
έξοδος του ριζιδίου; radicle protrusion;
εξωγενής ρυθµός; exogenous rhythm;
εξωδέσµη; ectodesma;
εξωζωοχωρία; exozoochory;
εξώθερµη χηµική αντίδραση; exothermal chemical reaction;
εξώθερµος οργανισµός; exothermal organism;
εξωκάρπιο; exocarp;
εξωτερικός ρυθµός; overt rhythm;
επαγόµενο CAM φυτό; inducible CAM plants;
επαγωγή; induction; συνώνυµος όρος: επιβολή
επάκριο άνθος; apical flower;
επιβίωση; survival;
επιβολή; induction; συνώνυµος όρος: επαγωγή
επίγεια φύτρωση; epigeal germination;
επιδερµίδα; epidermis;
επιδερµικό κύτταρο; epidermal cell;
επιδερµικός; epidermal;
επιδίσκιο ανθίδιο; disk flower, disk floret;
επικονίαση; pollination;
επικονιαστής; pollinator;
επικοτυλιακό άγκιστρο; epicotyl hook;
επικοτύλιο; epicotyl;
επιλεκτική πίεση; selective pressure;
επιλεκτική τοξικότητα; selective toxicity;
επιµερισµός; allocation;
επιµήκυνση; elongation;
επιναστία; epinasty;
επίπαση; dusting;
επιφάνεια δόσης αντίδρασης; dose response.surface;
επιφυτικός; epiphytic;
επίφυτο; epiphyte;
επιχείλιο ανθίδιο; ray flower, ray floret;
επωαστική φάση; incubation phase, lag phase;
ερέθισµα; stimulus;
ερµαφρόδιτος; hermaphrodite;
εσοδεία; crop;
εσωτερικός ταλαντωτής; internal oscillator;
ετεροαυξίνη; heteroauxin;
ετεροµορφισµός; heteromorphism;
ετεροστυλία; heterostylism;
ετερότροφος; heterotroph, heterotrophic;
ετεροφυτρωτικότητα; heteroblasty;
ετήσιο φυτό; annual plant;
ετήσιος ενδογενής ρυθµός; circannual rhythm;
ετήσιος ρυθµός; annual rhythm;
ευθύγραµµη σχέση; linear relationship;
ευκαρυωτικός οργανισµός; eukaryotic (eucaryotic) organism;
εφυµενίδα; cuticle;
ζεατίνη; zeatin;
ζιζάνιο; weed;
ζιζανιοκτόνο; herbicide;
ζυγώτης; zygote:
ζώνη αποκοπής; abscission zone;
ζώνη επιµήκυνσης; elongation zone;
ζωοχωρία; zoochory;
ηθµαγγειώδης δεσµίδα; vascular bundle;
ηλεκτροτροπισµός; electrotropism;
ηλιοστίγµα; sunfleck;
ηµερήσιο ρολόι; circadian clock; χρησιµοποιείται και ο ατυχής όρος κιρκαδικό ρολόι
ηµικυτταρίνη; hemicellulose;
ηµίξηρος; semi-dry;
ηµισεληνιακός-παλιρροιακός ενδογενής ρυθµός; circasemilunar rhythm;
ηµιτονοειδής εξίσωση; sinusoidal equation;
ηµιτονοειδής καµπύλη; sinusoidal curve;
ηρεµία; rest, quiescence;
θαλλός; thallus;
θάµνος; shrub;
θαµνώνας; shrubland;
θερµιδικό περιεχόµενο; caloric content;
θερµοκρασιακές διακυµάνσεις; temperature fluctuations;
θερµοκρασιακή αντιστάθµιση ;temperature compensation;
θερµοκρασιακό άριστο; temperature optimum;
θερµοναστία; thermonasty, thermonastic growth movement;
θερµοπεριοδισµός; thermoperiodism;
θερµοτροπισµός; thermotropism;
θερόφυτο; therophyte;
θήρευση; predation;
θιγµοτροπισµός; thigmotropism;
θνησιγενής γονότυπος; lethal genotype;
θνησιµότητα; mortality;
θρεπτικά αποθέµατα; nutrient reserves;
θρεπτικά; nutrients;
θρεπτικό διάλυµα; nutrient medium;
θυλακοειδές; granum;
ίνα; fiber;
ινδολικός σκελετός; indolic structure, indolic skeleton;
ινδολυλ-3-οξεικό οξύ; indole-3-acetic acid, IAA;
ινδολυλοξεικό οξύ; indolacetic acid, IAA;
ισοαυξείς καµπύλες; equal growth-rate lines;
ισοένζυµο; isoenzyme;
ισοµερείωση; isomerisation;
ισοπρενική ρίζα; isoprene unit;
ισότροπη αύξηση; isotropic growth;
ιστοκαλλιέργεια; tissue culture;
ιστός; tissue;
καθαρή πρωτογενής παραγωγικότητα; net primary productivity;
καθαρή φωτοσύνθεση; net photosynthesis;
καθαρό αφοµοιωτικό τάχος; net assimilation rate, NAR;
καθυστερηµένη διασπορά; serotiny; σχεδόν συνώνυµος είναι ο όρος βραδυχωρία
καλλιέργεια; cultivation, culture; ο πρώτος αγγλικός όρος αφορά φυτά και ο δεύτερος
µικροοργανισµούς
καλλιεργητική ποικιλία; cultivar;
καλλιεργητικό εδαφικό µίγµα; compost;
καλλιεργητικό τάχος αύξησης; crop growth rate, CGR;
κάλλος; callus;
καλµοδουλίνη; calmoduline;
καλύπτρα; root cap;
κάµβιο; cambium;
καµπύλη διασποράς; dispersal curve;
καµπύλη δόσης-αντίδρασης; dose response curve;
καµπύλη παλινδρόµησης; regression curve;
καµπύλη φάσης-αντίδρασης; phase-response curve;
καµπύλη öõôñùôéêïý χαρακτήρα; germination character curve;
καρβοξυλάση; carboxylase;
καρβοξυλίωση; carboxylation;
καροτένιο; carotene;
καροτενοειδές; carotenoid;
καρπόδεση; fruit set; χρησιµοποιείται και ο όρος δέσιµο καρπού
καρπόπτωση; fruit drop;
καρπός; fruit;
καρποφαγία; frugivory;
καρποφορία: fruiting, fruit bearing;
καρύοψη; caryopsis;
καταβολή; primordium;
καταγραφή; recording;
καταγραφικό; recorder;
καταπόνηση; stress;
καταστολή; suppression;
καταστροφή; destruction, decay;
καταφρακτικό κύτταρο; guard cell;
κατεργασία; treatment;
κατεργασµένο (φυτό); treated;
κατώφλι; threshold;
κάψα; capsule;
κηρός; wax;
κινήσεις αύξησης; growth movements;
κινήσεις ενυδάτωσης; hydration movements;
κινήσεις σπαργής; turgour movements;
κινήσεις ύπνου; sleep movements;
κινητική; kinetics;
κινητίνη; kinetin;
κινητοποίηση των θρεπτικών ουσιών; mobilisation of nutrients;
κλάδεµα; pruning;
κλάδος; branch;
κλείσιµο στοµάτων; stomatal closure;
κληρονοµικότητα; heredity;
κλιµακτήριος αναπνοή; climacteric respiration;
κλιµακτήριος αύξηση της αναπνοής; climacteric rise of respiration;
κλινοστάτης; klinostat;
κλίση (γραµµής); slope;
κλίση; gradient; ο όρος διαβάθµιση είναι µάλλον επιτυχέστερος
κλώνος; clone;
κοιλάδα (γραφήµατος); trough;
κολεόπτιλo; coleoptile;
κολεός; sheath;
κόνδυλος; tuber;
κορεσµός; saturation;
κορυφαία κυριαρχία; apical dominance; συνώνυµο: ακραία κυριαρχία
κορυφή (γραφήµατος); peak; χρησιµοποιείται και ο όρος ‘όρος’
κοτυληδόνα; cotyledon;
κρίσιµη διάρκεια ηµέρας; critical daylength;
κυανοφύκος; blue-green alga;
κύκλος Calvin; Calvin cycle;
κύκλος τρικαρβοξυλικών οξέων; tricarboxylic acid cycle;
κύκλος φωσφοπεντοζών; phosphopentose cycle, phosphopentose shunt;
κυµογράφος; kymograph;
κύρτωση; curvature;
κυστίδιο; vesicle;
κυτοκίνηση; cytokinesis;
κυτοκινίνη; cytokinin;
κυτόπλασµα; cytoplasm;
κυτόχρωµα; cytochrome;
κυτταρική διαίρεση; cell division;
κυτταρική διόγκωση; cell expansion;
κυτταρική επιµήκυνση; cell elongation;
κυτταρικό τοίχωµα; cell wall
κυτταρικός κύκλος; cell cycle;
κύτταρο; cell;
κώνος; cone;
κωνοφόρο; conifer;
λαιµός; collar;
λάµψη υπόβαθρου; background glow;
ληθαργική κατάσταση; dormant state;
ληθαργικό συνεχές; dormancy continuum;
ληθαργικός; dormant;
ληθαργίνη; dormin;
λήθαργος οφθαλµών; bud dormancy;
λήθαργος σπερµάτων; seed dormancy;
λήθαργος; dormancy;
λιβαδικός οπωρώνας; meadow orchard;
λιγνοποίηση; lignification;
λίπασµα; fertiliser;
λογαριθµική φάση; logarithmic phase, log phase
λόγος διάκρισης των σταθερών ισοτόπων; stable isotope discrimination ratio, δ13C;
λόγος φυλλικής επιφανείας leaf area ratio, LAR;
λόγος öõëëéêïý βάρους; leaf weight ratio, LWR;
µακροβιότητα; longevity;
µακροβραχυήµερο φυτό, ΜΒΗΦ; long-short-day plant, LSDP;
µακρογαµετόφυτο; macrogametophyte;
µακροήµερο φυτό, ΜΗΦ; long-day plant, LDP;
µακρονύκτιο φυτό; short-night plant; αδόκιµος όρος, ταυτόσηµος µε τον όρο
µακροήµερο
µακρόφυτο; macrophyte;
µακρόχρονη διατήρηση; long-term storage, long-term preservation;
µάρτυρας; control;
µασχάλη φύλλου; leaf axil;
µασχαλιαίο άνθος; axillary flower;
µεβαλονικό οξύ; mevalonic acid;
µεγάλη περίοδος της αύξησης; grand period of growth;
µέγεθος σπέρµατος; seed size;
µεθωρίµανση; after-ripening;
µεµβράνη; membrane;
µερική πίεση; partial pressure;
µερικός λήθαργος; partial dormancy, conditional dormancy;
µερίστωµα; meristem;
µεριστωµατική ζώνη; meristematic zone;
µεριστωµατικός ιστός; meristematic tissue;
µέσο απόλυτο τάχος αύξησης; mean absolute growth rate;
µέσο σχετικό τάχος αύξησης; mean relative growth rate;
µεσογονάτιο; internode;
µεσοκυττάριος χώρος; intercellular space;
µεσόφυλλο; mesophyll;
µεσόφυτο; mesophyte;
µεσοφωτοπεριοδικό φυτό; intermediate-day plant;
µετάβαση; shift;
µεταβατικός κύκλος; transient cycle;
µεταβολική πορεία; metabolic pathway;
µεταβολικός ρυθµός; metabolic rhythm;
µεταβολικός; metabolic;
µεταβολισµός οξέων κατά Crassulaceae; Crassulacean Acid Metabolism, CAM;
µεταβολισµός; metabolism;
µεταβολίτης; metabolite;
µεταγωγή (θερµότητας); convection;
µεταλλαγή; mutation;
µεταµόσχευση; transplantation;
µετατόπιση φάσης; phase shift;
µεταφορά (ερεθίσµατος); transduction;
µεταφορά (θρεπτικών); translocation;
µεταφορά; transport;
µεταφύτευση; transplanting;
µεταχείριση; treatment;
µετεπίδραση; after-effect;
µη πολική ουσία; non polar substance:
µήκος κύµατος; wavelength;
µηλικό οξύ; malic acid;
µητρικό κύτταρα; mother cell;
µηχανισµός ασυµβίβαστου (αυτογονιµοποίησης); incopatibility mechanism;
µηχανισµός; mechanism;
µικροανάγλυφο; microrelief;
µικροπεριβάλλον; microenvironment;
µικρόσωµα; microsome;
µικροτοπογραφία; microtopography;
µικροφασµατοφωτοµετρία; microphasmatophotometry;
µίσχος; petiole;
µιτοχόνδριο; mitochondrion;
µονάδα διασποράς; dispersal unit, dispersule; χρησιµοποιείται και ο λιγότερο επιτυχής
όρος διασπόριο
µονάδα πολλαπλασιασµού; propagation unit;
µόνιµη σπερµατική τράπεζα; permanent seed bank;
µονογενές άνθος; unisexual flower;
µονοειδικός πληθυσµός; single-species population;
µόνοικο (είδος); monoecious;
µονοκαρπικός; monocarpic, semelparous;
µονοκοτυλήδονο; monocotyledon;
µονοκύτταρος; unicellular;
µονοµοριακή εξίσωση; monomolecular equation;
µονόπλευρος φωτισµός; unilateral illumination;
µονοχρωµατικό φως; monochromatic light;
µοριακή στερεοδοµή; molecular conformation;
µορφακτίνη; morphactin;
µορφογένεση; morphogenesis;
µορφολογία; morphology;
µόσχευµα; cutting;
µύκητας; fungus;
µυρµηκοχωρία; myrmecochory;
νανισµός; dwarfism;
ναστία; nasty, nastic movement;
ναστικές κινήσεις αύξησης; nastic growth movements;
νεανική περίοδος; juvenile period;
νεανικότητα; juvenility;
νεύση; nutational growth movement; nutation;
νιτρικά ιόντα; nitrate ions;
νόµος της αµοιβαιότητας; reciprocity law;
νόµος του ελαχίστου; law of the minimum;
νυκτοναστία; nyctinasty;
νυκτοτροπισµός; nyctotropism; παλαιός όρος για τις ηµερήσιες κινήσεις
νωπό βάρος; fresh weight;
ξηρό βάρος; dry weight;
ξύλωµα; xylem;
οικολογική διαδοχή; ecological succession;
οικολογική προσαρµογή; ecological adaptation;
οικοσύστηµα; ecosystem;
οικότυπος; ecotype;
οικοφυσιολογία; ecophysiology;
ολική πρωτογενής παραγωγικότητα; gross primary productivity;
ολικός λήθαργος; full dormancy;
ολοδυναµία; totipotency;
οµοιόθερµος; homoiothermal, homothermal;
οντογενετικός; ontogenetic;
οξαλοξεικό οξύ; oxaloacetic acid;
οξειδωτική φωσφορυλίωση; oxidative phosphorylation;
οξυγονάση; oxygenase;
οπωρώνας; orchard;
οργανίδιο; organelle;
οργανισµός; organism;
οργανοκαλλιέργεια; organ culture;
ορθοβαροτροπικός; orthogravitropism;
ορµόνη; hormone;
ορµονικό ερέθισµα; hormone stimulus;
ορµονικό ισοζύγιο; hormone balance;
ορµονικός υποδοχέας; hormonal receptor;
ορµονοανταγωνιστής; hormone antagonist;
ορµονοµιµητική ουσία; hormone mimic;
όρνιασµα; caprification;
οφθαλµός; bud;
παλινδρόµηση; regression;
παλιρροιακός ενδογενής ρυθµός circatidal, rhythm;
παλιρροιακός ρυθµός; tidal rhythm;
πάππος; pappus;
παράγοντας διασποράς; dispersal agent; χρησιµοποιείται και ο συνώνυµος όρος
διασπορέας
παράγοντας ωρίµανσης; ripening agent;
παράγοντας; factor, agent;
παραγωγή σπερµάτων; seed output;
παραγωγή; production;
παραγωγικότητα; productivity;
παράµετρος; parameter;
παρασιτικό φυτό; parasite;
παραφυάδα; sucker;
παρθενογενετικός καρπός; parthenocarpic fruit;
παρθενοκαρπία; parthenocarpy;
παροδική σπερµατική τράπεζα; transient seed bank;
πειραµατόφυτο; experimental plant;
περιάνθιο; perianth;
περιβάλλον; environment;
περιβαλλοντική τροποποίηση; environmental modification;
περιβαλλοντικός λήθαργος; enforced dormancy;
περικάρπιο; pericarp;
περικύκλιο; pericycle;
περιοδικότητα; periodicity;
περίοδος (ρυθµού); period;
περιοριστικός παράγοντας; limiting factor;
περιοχή υποδοχής; reception site;
περισπέρµιο; perisperm;
πέταλο; petal;
πευκοβελόνα; pine needle;
πηκτίνη; pectin;
πλάγια ρίζα; lateral root;
πλάγιασµα; lodging;
πλαγιοβαροτροπισµός; plagiogravitropism;
πλάγιος κλάδος; lateral branch;
πλασµαλήµµα; plasmalemma;
πλασµοδέσµη; plasmodesma;
πλαστίδιο; plastid;
πλαστοχρονικός δείκτης; plastochron index;
πλαστοχρονικός λόγος; plastochron ratio;
πλαστοχρόνος; plastochron; χρησιµοποιείται και ο γερµανικός όρος Formungszeit
πλάτος (ταλάντωσης); amplitute;
πληροκαρπία; masting;
πόα; herb;
ποικιλόθερµος οργανισµός; poikilothermal organism;
πολαροτροπισµός; polarotropism;
πολική ουσία; polar substance;
πολικός πυρήνας; polar nucleus;
πολικότητα; polarity;
πολλαπλασιασµός; mutiplication, propagation;
πολυετές φυτό; perennial plant;
πολυκαρπικός; polycarpic, iteroparous;
πολυµορφισµός; polymorphism;
πολωµένο φως; polarised light;
πορφυρινικός δακτύλιος; porphyrin ring;
πουρίνη; purine;
προθέρµανση; preheating;
προκαρυωτικός οργανισµός; prokaryotic (procaryotic) organism;
προπλαστίδιο; proplastid;
προσαρµογή; adaptation;
προσαρµοστικότητα; adaptability;
προσδιορισµένη αύξηση; determinate growth;
προσκεφάλαιο; pulvinus;
πρόσληψη νερού; water uptake;
προσυλλεκτική καρπόπτωση; preharvest fruit drop;
προσυλλεκτικός; preharvest;
πρότυπο; pattern;
προώθηση; promotion;
προωθητής; promoter;
πρόωρη (άνθιση, φύτρωση); precocious;
πρωιµότητα; earliness;
πρωτεάση; protease;
πρωτεΐνη; protein;
πρώτες ύλες; resources;
πρωτογενής αύξηση; primary growth;
πρωτογενής δράση; primary action;
πρωτογενής λήθαργος; primary dormancy;
πρωτογενής παραγωγικότητα; primary productivity;
πρωτόνηµα; protonema;
πρωτοπλάστης; protoplast;
πρωτοταγής δοµή; primary structure;
πρωτοχλωροφυλλίδιο; protochlorophyllide;
πτέριδα; fern;
πτεριδόφυτο; pteridophyte, fern;
πτώση καρπών; fruit drop;
πυρήνας; nucleus;
πυρηνική µεµβράνη; nuclear membrane, nuclear envelope;
πυρρολικός δακτύλιος; pyrrole ring;
ράγα; berry;
ραδιενεργός σήµανση; radioactive label;
ραδιόµετρο; radiometer;
ρίζα; root;
ριζίδιο; radicle;
ριζική πίεση; root pressure;
ριζοβολία; rooting;
ριζοκαλίνη; rhizocaline;
ρίζωµα; rhizome;
ρόδακας; rosette;
ροόγραµµα; flow chart;
ρυθµιστικό διάλυµα; buffer;
ρυθµός; rhythm;
ρώµη; vigour;
σαρκόφυτο; succulent plant;
σαρκώδης καρπός; fleshy fruit;
σεληνιακός ενδογενής ρυθµός; circalunar rhythm;
σεληνιακός ρυθµός; lunar rhythm;
σεσκιτερπένιο; sesquiterpene;
σηµείο καµπής; inflection point;
σιγµοειδής καµπύλη; sigmoid curve;
σκέδαση; scattering;
σκίαση; shading;
σκληρό σπερµατικό περίβληµα; hard seed coat;
σκοτεινή αναστροφή (φυτοχρώµατος); dark reversion;
σκοτεινό διάλειµµα; night break;
σκοτεινό κόκκινο φως; far red light;
σκοτοµετατροπή (φυτοχρώµατος); dark transformation;
σκοτοπερίοδος; skotoperiod;
σκοτόφιλη φάση; scotophil phase;
σπάθη; spathe;
σπαργή; turgour;
σπέρµα; seed; χρησιµοποιείται και ο κοινός όρος σπόρος
σπερµατική βλάστη; ovule; χρησιµοποιείται και ο όρος σπερµατοβλάστη
σπερµατικό περίβληµα; seed coat, testa; χρησιµοποιείται και ο όρος (σπερµατικό)
κέλυφος
σπερµατόφυτο; spermatophyte, seed plant;
σπορά; sowing;
σποριαγγειοφόρος; sporangiophore;
σποριάγγειο; sprorangium;
σπόριο; spore;
σποριοφυτική; sporophytic;
σπορίωση; sporulation;
στατική φάση; stationary phase;
στατόκυτο; statocyte; συνώνυµο: στατοκύτταρο
στατόλιθος;statolith;
σταυρωτή γονιµοποίηση; cross fertilisation;
σταυρωτή επικονίαση; cross pollination;
στάχυς; spike;
στέλεχος; stem;
στήλη (αγωγός κύλινδρος); stele;
στήλη (καλύπτρας); columella;
στήµονας; stamen;
στίγµα; stigma;
στοιχειοµετρία; stoicheiometry;
στοιχειώδες τάχος αύξησης; elemental growth rate;
στόµα; stomatal complex, stoma;
στοµατική αγωγιµότητα; stomatal conductance;
στρατηγική; strategy;
στρώµα ‘αλεύρου’; aleurone layer; χρησιµοποιείται και ο ανεπιτυχής όρος στρώµα
αλευρώνης
στρωµάτωση; stratification;
στρωµνή; litter;
στύλος; style;
συγκοµιδή; harvest;
συγχρονισµένη άνθιση; synchronised flowering;
συγχρονιστής (ρυθµού); timegiver, synchroniser; συνώνυµο: χρονοδότης
σύζευξη; conjugation;
συλλεκτήρας; sink;
συµπαράγοντας; cofactor;
συµπλαστικός; symplastic;
συνεξέλιξη; coevolution;
συνεργατική δράση; synergistic action;
συνεχές; continuum;
συντελεστής θερµοκρασίας; temperature coefficient, Q10;
συντελεστής συσχέτισης; correlation coefficient;
συσχέτιση; correlation;
συχνότητα (κίνησης, ρυθµού); frequency;
σφαιρικό κύτταρο; bulliform cell; συνώνυµος όρος: φυσαλιδώδες κύτταρο
σχετικό τάχος αύξησης; relative growth rate;
σχηµατισµός ανθέων; flower formation;
σχηµατισµός σπέρµατος; seed formation;
ταξιανθία; inflorescence;
τάχος ανά µονάδα φύλλου; unit leaf rate, ULR;
τάχος επιµήκυνσης; elongation rate;
τάχος καθαρής αφοµοίωσης; net assimilation rate, NAR;
τάχος; rate; χρησιµοποιούνται και οι λιγότεροι επιτυχείς όροι ταχύτητα ή ρυθµός
ταχυαυξής; fast-growing;
τερπένιο; terpene;
τετραπυρρόλιο; tetrapyrrole;
τεχνητή ωρίµανση; artificial ripening;
τονοπλάστης; tonoplast;
τράπεζα φυταρίων; sapling bank;
τραυµατισµός (σπέρµατος); scarification;
τραχεόφυτο; tracheophyte, seed plant;
τρίχωµα; trichome;
τροπισµός; tropism;
υβρίδιο; hybrid;
υγροποιητής; surfactant, wetting agent, humectant;
υδατικές σχέσεις; water relations;
υδατική καταπόνηση; water stress;
υδατική οικονοµία; water economy;
υδατικό δυναµικό; water potential;
υδρόβιο φυτό; aquatic plant;
υδροτροπισµός; hydrotropism;
υδροφόρος ορίζοντας; water table;
υδροχωρία; hydrochory;
υµενίνη; cutin;
υπέργεια τράπεζα σπερµάτων; canopy seed bank;
υπέργειο τµήµα; above-ground part;
υπεροξείσωµα; peroxisome;
υπόγεια φύτρωση; hypogeal germination;
υπόγειο τµήµα; below-ground part;
υποκοτυλιακό άγκιστρο; hypocotyl hook;
υποκοτύλιο; hypocotyl;
υποκυτταρικός; subcellular;
υποναστία; hyponasty;
υποξία; hypoxia;
υπόστρωµα; substrate;
φαινολογία; phenology;
φάση (ρυθµού); phase;
φάσµα απορρόφησης; absorption spectrum;
φάσµα δράσης; action spectrum;
φασµατική κατανοµή; spectral distribution;
φασµατογράφος; spectrograph;
φασµατοφωτοµετρικός; spectrophotometric;
φασµατοφωτόµετρο; spectrophotometer;
φθίνουσα ταλάντωση; damping oscillation;
φθορισµός; fluorescence;
φίλτρο συµβολής; interference filter;
φλαβίνη; flavin;
φλοιός; cortex;
φλοίωµα; phloem;
φρεατόφυτο; phreatophyte;
φυκοκυανίνη; phycocyanin;
φύκος; alga;
φυλετικός; sexual;
φυλλάριο; leaflet;
φυλλική επιφάνεια; leaf area;
φύλλο; leaf;
φυλλοβολία; leaf shedding;
φυλλοβόλο (φυτό); deciduous;
φυλλοπαχύφυτο; leaf succulent;
φυλλόπτωση; leaf abscission;
φύλλωµα; canopy, foliage;
φυλογενετικός; phylogenetic;
φυλοκαθορισµός; sex determination;
φυσική επιλογή; natural selection;
φυσιολογία φυτών; plant physiology;
φυσιολογική ηλικία; physiological age;
φυτά CAM; CAM plants;
φυτάριο; sapling;
φύτευση; planting; sowing;
φυτική βελτίωση; plant breeding;
φυτικός ύπνος; plant sleep;
φυτοαυξητική ουσία; plant growth substance;
φυτοαυξητικός ρυθµιστής; plant growth regulator;
φυτοκοινωνία; plant community;
φυτοπλαγκτόν; phytoplankton;
φυτορµόνη; phytohormone, plant hormone;
φυτόχρωµα; phytochrome;
φυτοχρωµικά ενδιάµεσα; phytochrome intermediates;
φύτρωση σπερµάτων; seed germination; χρησιµοποιείται και ο λανθασµένος όρος
βλάστηση σπερµάτων
φύτρωση; germination;
φυτρωτικές απαιτήσεις; germination requirements;
φυτρωτική συµπεριφορά; germination behaviour;
φυτρωτικό τάχος; germination rate;
φυτρωτικότητα; germinability;
φυτώριο; nursery;
φωσφοπεντόζη; phosphopentose;
φωτεινή διαβάθµιση; light gradient;
φωτεινή διακοπή; light break;
φωτεινό ερέθισµα; light stimulus;
φωτισµός; illumination, irradiation;
φωτοαλληλοµετατρέψιµος; photoreversible;
φωτοαναπνευστικός κύκλος οξείδωσης του άνθρακα; photorespiratory carbon oxidative
cycle, PCOC;
φωτοαναπνοή; photorespiration;
φωτοαναστελλόµενος; light inhibited;
φωτοαναστολή (φύτρωσης, φωτοσύνθεσης); photoinhibition;
φωτοαπαιτητικός; light requiring;
φωτοαυτότροφος (οργανισµός); photoautotroph
φωτοβιολογική αντίδραση; photobiological response;
φωτοδέκτης; photoreceptor;
φωτοκαταστροφή; photodestruction;
φωτόλυση; photolysis;
φωτοµετατροπή; phototransformation;
φωτοµορφογένεση; photomorphogenesis;
φωτοναστία; photonasty, photonastic growth movement;
φωτόνιο; photon;
φωτοοξείδωση; photooxidation;
φωτοπεριοδικά αδιάφορο (ή ουδέτερο) φυτό; day-neutral plant;
φωτοπεριοδική αντίδραση; photoperiodic response;
φωτοπεριοδικός; photoperiodic;
φωτοπεριοδισµός; photoperiodism;
φωτοπερίοδος; photoperiod;
φωτοσύνθεση; photosynthesis;
φωτοσυνθετικά ενεργός ακτινοβολία; photosynthetically active radiation, PAR;
φωτοσυνθετικά προϊόντα; photosynthates;
φωτοσυνθετική δέσµευση; photosynthetic fixation;
φωτοσυνθετική χρωστική; photosynthetic pigment;
φωτοσυνθετικός αναγωγικός κύκλος του άνθρακα; photosynthetic carbon reduction
cycle, PCRC;
φωτοσυνθετικός; photosynthetic;
φωτοσύστηµα (I και II, φωτοσύνθεσης); photosystem;
φωτόταξη; phototaxis;
φωτοτροπισµός; phototropism;
φωτόφιλη φάση; photophil phase;
φωτοχηµική αντίδραση; photochemical reaction;
φωτοχηµική ενέργεια; phtochemical energy;
χαράκωµα; girdling; χρησιµοποιείται και ο όρος περίδεση
χερσαίος; terrestrial;
χηµειοτροπισµός; chemotropism;
χηµική ταυτοποίηση; chemical identification;
χηµικό κλάδεµα; chemical pruning, chemical pinching;
χλωρίδα; flora;
χλωροφύλλη; chlorophyll;
χλωροφυλλίδιο; chlorophyllide;
χρονική πορεία; time-course;
χρονοδότης; timegiver; χρησιµοποιείται και ο γερµανικός όρο Zeitgeber, συνώνυµος
όρος: συγχρονιστής
χρονοθέτηση; timing;
χρόνος αντίδρασης; reaction time;
χρόνος έκθεσης; presentation time;
χρωµοπρωτεΐνη; chromoprotein;
χρωµοφόρο; chromophore;
χρωστική; pigment;
χυµοτόπιο; vacuole;
χωρική µετατόπιση; spatial displacement;
χωρική παράµετρος; spatial parameter;
χωροδιάταξη; spatial distribution;
ψεκασµός; spray, spraying;
ψύξη; chilling; όρος συνώνυµος µε την ψυχρή στρωµάτωση
ψυχανθές (φυτό); legume;
ψυχρή στρωµάτωση; cold stratification;
ωάριο; egg, ovum;
ωοθήκη; ovary;
ωοκύτταρο; egg cell;
ωρίµανση καρπού; fruit maturation, fruit ripening;
ωρίµανση; ripening, maturation;
ώριµος; mature, ripe:
ωριµότητα για άνθιση; ripeness-to-flower;
ωριµότητα; maturity, ripeness;
ωχροπλάστης; etioplast;
ώχρωση; etiolation;
ωχρωτικός; etiolated;

You might also like