You are on page 1of 4

Α.

 Η φονξιοναλιστική ερμηνεία 

Ο  λειτουργισμός  (φονξιοναλισμός)  μελετά  τις  λειτουργίες  (functions)    των 


κοινωνικών  θεσμών,  τις  διαδικασίες  που  συντελούν  στην  επιβίωσή  αυτών  των 
θεσμών. «Βλέπει  την  κοινωνία  σαν  ένα  δομικό  σύστημα  σε  δράση 
που ισορροπεί και διαιωνίζεται χάρη στη συναίνεση της πλειοψηφίας των κοινωνικώ
ν ομάδων που την απαρτίζουν», καθώς αυτές οι ομάδες υιοθετούν κοινά αποδεκτές α
ξίες, κοινή  κουλτούρα,  κοινά  πρότυπα  συμπεριφοράς  (patterns).    Το  κοινωνικό 
γίγνεσθαι  κινείται διαρκώς, εξελίσσεται και βελτιώνεται. Δεδομένης  της  κεντρικής 
θέσης  που  κατέχουν  στη  θεωρία  αυτή  οι  έννοιες 
ισορροπία και ανομία, κοινωνική υγεία και κοινωνική παθολογία, όταν η λειτουργία 
της  κοινωνίας  είναι  ομαλή  ή  όχι  και  όταν  η  προσαρμογή  της  πλειοψηφίας 
είναι  υπαρκτή  ή  όχι,  ο  λειτουργισμός  θεωρεί  το  θεσμό  της  εκπαίδευσης  ως 
τον  σημαντικότερο  παράγοντα  της  κοινωνικής  ισορροπίας  και  επομένως  ως  το 
σημαντικότερο  μέσο  κοινωνικοποίησης.  Πέρα  από  τις  γνωστικές  επιδόσεις  ο 
«πατέρας» της  φονξιοναλιστικής θεωρίας, Parsons, υπογραμμίζει τη σημασία που 
έχει για τη σχολική και μετέπειτα κοινωνική επιτυχία η αποδοχή των ηθικών αξιών ε
ντός σχολείου. Χαρακτηριστική  είναι  η  εικόνα  που  αντλεί  ο  Comte  από  το 
χώρο  της  βιολογίας  και  την  υιοθετούν  και  άλλοι  βασικοί  εκπρόσωποι  του 
δομολειτουργισμού,  όπως  οι  Spencer, Durkeim, Parsons, Davis, Moore.  Όπως  η 
λειτουργική  αλληλεξάρτηση  των  οργάνων  ενός  βιολογικού  οργανισμού  είναι 
απαραίτητη για τη λειτουργία του, έτσι ο κοινωνικός οργανισμός σε αλληλεξάρτηση 
με  άλλους  κοινωνικούς  θεσμούς  και  μάλιστα  ο  θεσμός  της  εκπαίδευσης  τόσο 
σε αλληλεξάρτηση με το πολιτισμικό υποσύστημα όσο και με την οικονομία μπορεί 
να εξασφαλίζει  την  κοινωνική  συνοχή  και  ταυτόχρονα  τα  απαραίτητα  υλικά 
αγαθά. Μεταδίδοντας  τις  απαραίτητες  γνώσεις  και  διαιωνίζοντας  τις 
απαραίτητες  για  τη  διατήρηση  της  κοινωνίας  αξίες  η  εκπαίδευση  συμβάλλει 
στην κοινωνική τάξη  και 
σταθερότητα. Έτσι, αναδεικνύονται οι δύο βασικές λειτουργίες της εκπαίδευσης: 1.
η κοινωνικοποίηση και 2. η επιλογή. Ειδικότερα,  στον  κοινωνικοποιητικό  ρόλο 
του  σχολείου  και  στην  ανάγκη 
εσωτερικοποίησης του πολιτισμικού υποσυστήματος της κοινωνίας δίνουν έμφαση 
οι  Durkeim  και  Parsons. Η  κοινωνία  λοιπόν  μοιάζει  με  οργανισμό  που  το 
κάθε μέρος, δηλαδή θεσμός, επιτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία (ή λειτουργίες), έ
χει  σύνθετη  δομή    και  το  κάθε  μέρος  εξαρτάται  από  το  άλλο. «Η 
εκπαίδευση, π.χ.,συνδέεται με διάφορους τρόπους με την οικονομία, την οικογένεια, 
το πολιτικό και  θρησκευτικό  σύστημα.  Αποτελείται  από  πρωτοβάθμια, 
δευτεροβάθμια, ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση που αποτελούνται από μικρότερες 
μονάδες και αυτές από  πιο  θεμελιώδεις  μονάδες  που  λέγονται  ρόλοι  που 
ισοδυναμούν  με  τα  κύτταρα 
ανθρωπίνου σώματος». Εξάλλου, για τον Parsons το κοινωνικό σύστημα, όπως και 
κάθε  σύστημα  «είναι  το  σύστημα  των  αλληλεξαρτώμενων  στοιχείων,  δηλαδή 
συνδεδεμένων  μεταξύ  τους  με  σχέσεις  τέτοιες  ώστε  εάν  η  μια  τροποποιηθεί,
τροποποιούνται  και  οι  άλλες  και  κατά  συνέπεια,  το  σύνολο  μεταβάλλεται»
(L.Von Bertalanffy)44.  Το  σύστημα  τείνει  να  αναπροσαρμόζεται  και  να 
επανακτά την ισορροπία του, την τάξη του, μέσα από τους εσωτερικούς μηχανισμού
ς διατήρησης, δηλαδή  αναπαραγωγής.  Το  ίδιο  συμβαίνει  και  με  το  σχολείο, 
λειτουργεί  αναπαραγωγικά. «Το  Σχολείο  είναι  ένα  εξαρτημένο  δομικό  στοιχείο 
του όλου κοινωνικού συστήματος και προσδιορίζεται από τις λειτουργικές σχέσεις τ
ου με τα  λοιπά στοιχεία και το όλον». Ως  μέσα  κοινωνικοποίησης  είναι  η 
οικογένεια,  οι  άτυπες  ομάδες  των  ομοίων,  οι  εκκλησίες,  οι  ποικίλες 
εθελοντικές  οργανώσεις,  η  μαθητεία  στο  επάγγελμα.  Το  σπουδαιότερο  όμως 
είναι  το  σχολείο,  όπου  διαμορφώνονται 
ατομικές προσωπικότητες  έτοιμες για την ανάληψη ενήλικων ρόλων.
«Η λειτουργία της κοινωνικοποίησης μπορεί να συνοψιστεί στην ανάπτυξη της συνα
ίνεσης και των  ικανοτήτων που είναι ουσιώδεις προϋποθέσεις για 
την άσκηση από τα άτομα  των  μελλοντικών   ρόλων 
τους». Πρόκειται για συναίνεση στις κοινωνικές αξίες και στο  συγκεκριμένο  ρόλο 
μέσα  στην  κοινωνία. «Το  σχολείο  είναι  η  πρώτη  ομάδα 
κοινωνικοποίησης στην εμπειρία του παιδιού, που θεσμοθετεί την διαφοροποίηση 
του  «status»  πάνω  σε  μη  βιολογικές  βάσεις.  Επιπλέον,  αυτό  το  «status»  δεν 
αποδίδεται αλλά κατακτάται ∙ είναι το «status» που κερδίζεται με την διαφορετική 
εκτέλεση  καθηκόντων  του  δασκάλου,  ο  οποίος  ενεργεί  ως  παράγοντας  της 
εκπαιδευτικής κοινότητας».Ο Parsons βλέπει ως φυσικό να επιλέγει το σχολείο τους 
καλύτερους αρκεί η επιλογή να είναι δίκαιη και να προσφέρονται σε όλους ίσες ευκα
ιρίες. Ισχυρίζεται  επίσης ως φυσικό  το  να  επιβραβεύει  το  σχολείο  α)  τις  καλές 
επιδόσεις  και  β)  την 
προσαρμογή των μαθητών στις ηθικές του αξίες, γιατί έτσι προετοιμάζει το σχολείο 
τους  μαθητές  για  τους  μελλοντικούς  ρόλους  που  θα  ασκήσουν  ως  ενήλικες 
στην ιεραρχημένη (διαστρωματωμένη) κοινωνία, όπου υπάρχουν ανώτερα και κατώτ
ερα  επαγγέλματα.  Αυτήν  την  προσαρμογή  που  οδηγεί  στην  κοινωνική  επιτυχία 
επηρεάζει  η  οικογένεια,  η  ομάδα  των  ομοίων  και  το  σχολείο. «Ο  Πάρσονς 
στηριγμένος  σε  μεγάλο  βαθμό  στον  Εμίλ  Ντυρκέμ,  που  θεωρεί  τις  ηθικές 
αξίες  θεμέλιο  της  κοινωνίας  και  τη  μεταβίβασή  τους  στις  επόμενες  γενιές  από 
το  εκπαιδευτικό  σύστημα  ουσιώδη  λειτουργία  μέσα  από  την  οποία 
διαιωνίζεται  η  συγκεκριμένη  κοινωνία,  θεωρεί  την  αποδοχή  των  ηθικών  αξιών 
του  σχολείου  και  της  κοινωνίας  μία  από  τις  προϋποθέσεις  της  σχολικής 
επιτυχίας.  Οι  άλλες  προϋποθέσεις  είναι  οι  ατομικές  ικανότητες  και  τα  ατομικά 
κίνητρα». Υποστηρίζουν  από  κοινού  λοιπόν  ότι  η  κοινωνικοποίηση  και  η 
αναπαραγωγή των κοινωνικών κανόνων και αξιών συμβάλλει στη διατήρηση της κοι
νωνικής τάξης και  στην  εξασφάλιση  της  κοινωνικής  συνοχής.  Υπάρχουν  βέβαια 
οι απρόβλεπτες συμπεριφορές, τα προσωπικά κίνητρα και οι προθέσεις, οι οποίες όμ
ως χρειάζεται  να  τιθασευτούν  μέσα  από  την  αναπαραγωγή  κοινών  κοινωνικών 
κανόνων  που  θα  αποβλέπουν  στην  ομοιογένεια  της  κοινωνίας.  Αυτό 
επιτυγχάνεται  με  την  εκπαίδευση.   Οι    Davis, Moore, Turner, Hopper, από  την 
άλλη  μεριά,  υποστηρίζουν  ότι  σημασία  για  την  ομαλή  λειτουργία  της 
κοινωνίας  έχει  η  αξιοκρατική  επιλογή  των  ικανών  και  ταλαντούχων.    Χωρίς 
να  παραγνωρίζουν  και  την  κοινωνικοποιητική  λειτουργία  του  σχολείου 
τονίζουν  τη  διαδικασία  επιλογής  και  προώθησης  των  ικανών  μαθητών  για 
θέσεις  κύρους.  Ταυτόχρονα,  αναδεικνύοντας  την 
αλληλεξάρτηση των δομών της κοινωνίας, συνδέουν τη διαδικασία επιλογής με την 
ανάπτυξη  της  οικονομίας  (θεωρία  ανθρώπινου  κεφαλαίου).  Επομένως  η 
ατομική  και  κοινωνική  ευημερία  σχετίζεται  με  την  εκπαιδευτική  επιτυχία  που 
αποβλέπει  στην  οικονομική  ευημερία.  Άρα  προέχει  στο  εκπαιδευτικό  σύστημα 
η  μετάδοση  γνώσεων. Οι  δύο  πρώτοι  μιλούν  για  τη  σπουδαιότητα  του 
επιλεκτικού χαρακτήρα του σχολείου και την ανάγκη δημιουργίας των κοινωνικών ιε
ραρχιών, οι άλλοι δύο  θέλουν  να  δείξουν  πώς  μπορεί  να  νομιμοποιηθεί  αυτή  η 
λειτουργία  στα  εκπαιδευτικά  συστήματα49.  Ο  Turner  γράφει: «το  σύστημα 
επιλογής  μέσα  στο  σχολείο  με  βάση  τη  βαθμολογία,  τις  εξετάσεις  και  τις 
δοκιμασίες,  σύστημα  αντικειμενικό  και  αξιοκρατικό,  αποδεικνύεται  ότι  επιλέγει 
τους  μαθητές  με  βάση 
την κοινωνική τους προέλευση: καλή βαθμολογία, επιτυχία στις εξετάσεις και καλή 
επίδοση  στις  δοκιμασίες  εμφανίζουν  μόνο  οι  μαθητές  ορισμένων  κοινωνικών 
στρωμάτων». Για  το  θέμα  της  κοινωνικής  ανισότητας  στο  σχολείο,  η  θεωρία 
αυτή υποστηρίζει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα των βιομηχανικών χωρών είναι και π
ρέπει  να  είναι  μέσο  κοινωνικής  κινητικότητας.  Η  τεχνολογική  ανάπτυξη 
απαιτεί 
εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που ετοιμάζεται στο σχολείο. Η επιλογή όμως στο 
σχολείο  πρέπει  να  είναι  αξιοκρατική  και  να  προετοιμάζει  τον  καταμερισμό 
της  κοινωνικής  εργασίας,  η  κοινωνική  ανισότητα  να  μειώνεται  μέσα  από 
συνεχείς  βελτιώσεις  του  εκπαιδευτικού  συστήματος,  ώστε  να  μη  χάνονται 
ταλέντα απαραίτητα για την οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με τη θεωρία του ανθρ
ώπινου.
Χαρακτηριστικό της σύγχρονης εκπαιδευτικής επανάστασης με τη διεύρυνση της συ
μμετοχής και την επέκταση της  ανώτατη εκπαίδευση  είναι η επέκταση της ισότητας 
των  ευκαιριών.  Όπως  αναφέρει  η  Σιάνου‐Κύργιου, «σύμφωνα  με  τη 
θεωρία του λειτουργισμού, η διεύρυνση της συμμετοχής στην ανώτατη εκπαίδευση 
προωθεί  την  ισότητα,  γιατί  σηματοδοτεί  τη  μετάβαση  στη  μαζική  ανώτατη 
εκπαίδευση που παύει να είναι κλειστή και δομημένη έτσι ώστε να εξυπηρετεί  τα 
συμφέροντα  και  να  προστατεύει  τα  προνόμια  των  κοινωνικών  ελίτ.  Καταργεί 
δηλαδή τους δομικούς περιορισμούς του παρελθόντος και παρέχει ευκαιρίες στους 
έχοντες τις ικανότητες, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη, να καρπωθούν τα 
οφέλη που συνεπάγεται η φοίτηση στην ανώτατη εκπαίδευση. Πολλαπλασιάζει έτσι 
τις  ευκαιρίες  για  την  άσκηση  προνομιούχων  επαγγελμάτων  και  την  ανοδική 
κοινωνική κινητικότητα, ενώ παράλληλα διασφαλίζει την κοινωνική δικαιοσύνη και 
την  κοινωνική  συνοχή».  Εξάλλου  δείκτης  της ισότητας  είναι  ο  βαθμός  στον 
οποίο μια κοινωνική ομάδα έχει πρόσβαση σε μια βαθμίδα εκπαίδευσης και πρόσβα
ση σε  προνομιούχα  επαγγέλματα. «Οι  δυο  αυτοί  παράγοντες,  δηλαδή  η 
διεύρυνση  της  συμμετοχής  στην  ανώτατη  εκπαίδευση  και  η  πρόσληψη 
εργαζομένων  με  βάση  τις  ικανότητές  τους  και  την  αποδοτικότητά  τους, 
συντελούν  στην  ολοένα  και  πιο 
αξιοκρατική κατανομή των ευκαιριών στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας»52
. Η  ισότητα  των  ευκαιριών  όμως  οδηγεί  αναγκαστικά  σε  διαφορές  όσον 
αφορά  τα  επιτεύγματα,  οι  οποίες  οφείλονται  σε  διαφορές  α)  στην  ικανότητα, 
β) στον  οικογενειακό  προσανατολισμό  και  γ)  στα  ατομικά  κίνητρα.  Οι 
διαφορές  στα 
εκπαιδευτικά επιτεύγματα επίσης εισάγουν νέες μορφές ανισότητας, αφού τώρα τα 
εκπαιδευτικά  προσόντα  καθορίζουν  σε  μεγάλο  βαθμό  το  επάγγελμα  που  θα 
ακολουθήσει  και  επομένως  το  εισόδημά  του,  το  κύρος,  τη  θέση  του  στο 
σύστημα 
της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Για να εξουδετερωθούν αυτές οι νέες ανισότητες 
που  διαταράσσουν  την  κοινωνική  τάξη,  η  εκπαίδευση  τις  νομιμοποιεί  μέσω 
της  διαδικασίας  της  κοινωνικοποίησης.  Γι΄  αυτό  πρέπει  να  αμείβονται  πιο 
καλά  όσοι επιτυγχάνουν  στην  εκπαίδευση.  Εφόσον  υπάρχει  συναίνεση ως  προς 
τις  αξίες  της  ισότητας  των  ευκαιριών  και  της  επιτυχίας,  σημαίνει  ότι  υπάρχει 
κοινή κουλτούρα στη σύγχρονη κοινωνία και επομένως η εκπαίδευση συμβάλλει στη 
διατήρηση της  κοινωνικής τάξης και σταθερότητας53. Επομένως,  οι  σύγχρονες 
κοινωνίες  που  χαρακτηρίζονται ως  «κοινωνίες  της  γνώσης»    και  ως  χώροι 
ανταγωνισμού  στην  αγορά  εργασίας  απαιτούν  και  δημιουργούν  προνομιούχα 
επαγγέλματα,  τα  οποία  καλούνται  να  κατακτήσουν  πτυχιούχοι.  Μέσα  λοιπόν 
από  τη  διεύρυνση  της  συμμετοχής  στην  ανώτατη  εκπαίδευση  δίνεται  η 
ευκαιρία  στους  έχοντας  τις  ικανότητες  να  ανελιχτούν  στην  επαγγελματική 
ιεραρχία  καταλαμβάνοντας  υψηλές  θέσεις. «Η  υψηλή  ζήτηση  για 
την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση οφείλεται περισσότερο στην προσπάθεια 
των ατόμων να αποκτήσουν υψηλού επιπέδου δεξιότητες παρά στη σύγκρουση των 
κοινωνικών τάξεων και τις στρατηγικές των κοινωνικών ελίτ ώστε  να συντηρήσουν 
τον έλεγχο και την αναπαραγωγή των προνομίων τους».

You might also like