You are on page 1of 4

Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία (ΕΛΠ21)

Θέμα 3ης γραπτής εργασίας 2018-19


(καταληκτική ημερομηνία παράδοσης: 11/3/2019)

Στο ελληνιστικό έπος Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ρόδιου αναγνωρίζουμε την αντίδραση στο
λεγόμενο παραδοσιακό έπος και την προσπάθεια να εφαρμοστούν οι αρχές του συγχρόνου του
Καλλίμαχου. Αυτή η νέα μορφή έπους φαίνεται μεταξύ άλλων στην απεικόνιση των επικών ηρώων
και την ιδιαίτερη έμφαση που δίνει ο ποιητής στην ψυχογράφησή τους. Στο πλαίσιο αυτό να
εξετάσετε τα ακόλουθα ζητήματα:
1. Στα αποσπάσματα Α και Β από το τρίτο βιβλίο των Αργοναυτικών όπου περιγράφεται ο έρωτας
της Μήδειας για τον Ιάσονα να παρουσιάσετε τα κύρια σημεία αυτού του πάθους σε σχέση με όσα
γνωρίζετε για τα χαρακτηριστικά και τις προτεραιότητες της νεωτερικής ελληνιστικής ποίησης. Στην
απάντησή σας να συνυπολογίσετε τα συμφραζόμενα όπως αυτά ορίζονται από το προοίμιο του
τρίτου βιβλίου του ποιήματος (Εγχειρίδιο ΕΑΠ, σ. 41) και την ἔκφρασιν (περιγραφή) της μπάλας του
Έρωτα (Aπόσπασμα Γ).
2. Να συγκρίνετε την περιγραφή του έρωτα στα Αργοναυτικά με την αντίστοιχη από το μυθιστόρημα
του Αχιλλέα Τάτιου (απόσπασμα Δ). Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές διαπιστώνετε; Στην
απάντησή σας να συνυπολογίσετε τα δεδομένα της εποχής (αισθητικά και σχέση με το μύθο) στην
οποίαν ανήκει το μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου (Δεύτερη Σοφιστική).

Αποσπάσματα
Α: «Ο έρωτας της Μήδειας» (Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά Γ 275-298) στο Εγχειρίδιο ΕΑΠ, σ.
43.
Β: «Η συνάντηση Μήδειας και Ιάσονα» (Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά Γ 948-979).
«Μα και της Μήδειας η ψυχή δεν είχε άλλη σκέψη- αν [950] και τραγουδούσε - και από τα τραγούδια
όλα, όποιο κι αν τραγουδούσε, κανένα δεν τη διασκέδαζε!
Μόνο που κάθε τόσο το έκοβε με ανυπομονησία και τα μάτια της δεν έβλεπαν τη συντροφιά των
υπηρετριών της, μα εκοίταζαν μακριά κατά τους δρόμους, καθώς έγερνε μια εδώ και μια εκεί τα
μάγουλά της πλάγια. Και κλώτσησε, λες κι έσπαγε, πολλές φορές η καρδιά μέσα [955] στα στήθια της,
σαν νόμιζε πως άκουσε χτύπο ποδιού ή την ξεγέλαγε το φύσημα του αγέρα. Κι έλαμψε από χαρά, σαν
φάνηκε αυτός σε λίγο, έτσι καθώς μέσα από τον Ωκεανό ανεβαίνει ψηλά τ’ αστέρι ο Σείριος, όταν
ανατέλλει και είναι να τον ζηλεύεις έτσι όμορφο που τον βλέπεις, αν και μέσα στα κοπάδια φέρνει
αμέτρητο κακό.
[960] Και φαινόταν όμορφος, καθώς πλησίαζε ο Ιάσονας, μα κούραση της ήρθε άσχημη, σαν να
’σβηνε, καθώς εφάνηκε!
Η καρδιά της έσβησε μέσα στα στήθια της, τα μάτια της θαμπώθηκαν και άναμμα έφερε η κοκκινάδα
στα μάγουλά της. Καρφώθηκε εκεί! Μήτε εμπρός, μήτε πίσω δεν [965] μπορούσε να φέρει το γόνατό
της. Τα πόδια της κόλλησαν εκεί στο χώμα. Οι δούλες σκόρπισαν όλες μακριά τους κι εκείνοι έμειναν
έτσι βουβοί, χωρίς λαλιά, αντικριστά και φαίνονταν σαν δυο βαλανιδιές ή ψηλά ελάτια, που είχαν
ριζώσει έτσι ήσυχα κοντά - κοντά πάνω [970] στα βουνά, σε ώρα γαλήνης. Και ξαφνικά στο φύσημα
του ανέμου κινούνται και η βοή τους έρχεται ατέλειωτη! Έτσι κι οι δυο τους, έμελλε να ειπούν πολλά
με κείνο το φύσημα του έρωτα! Μα το ένιωσε ο Ιάσονας, πως από θεϊκή βούληση κακιά ήταν έτσι
φοβισμένη και της εμίλησε με αυτά τα χαϊδευτικά λόγια:
[975] «Γιατί αγνή κοπέλα, τόσο πολύ με τρέμεις, έτσι δα μόνος που είμαι; Δεν είμαι τέτοιος εγώ που
να με κάνει η περηφάνεια σαν κάποιους άλλους από τους ανθρώπους, μα δεν ήμουν κι όταν ακόμα
βρισκόμουν στην πατρίδα μου, πριν έρθω. Γι’ αυτό κοπέλα μου, μη με φοβάσαι τόσο πολύ και ρώτα με
ό,τι θέλεις ή μίλα μου ακόμα!...» (μτφρ. Α. Βόλτη)
Γ: «Η μπάλα του έρωτα» (σκαναρισμένο αρχείο - ακολουθεί)
Δ: «Ο έρωτας του Κλειτοφώντα» (Αχιλλεύς Τάτιος, Λευκίππη και Κλειτοφών, 1.4)
«Μόλις διαβάζει αυτά ο πατέρας μου, σηκώνεται πάνω, τρέχει προς το λιμάνι και ύστερα από λίγο
επιστρέφει. Τον ακολουθούσε μέγα πλήθος δούλων και υπηρετριών που έστειλε ο Σώστρατος να
συνοδεύουν τις γυναίκες. Ανάμεσά τους βάδιζε μια γυναίκα ψηλή, ντυμένη με πλούσια φορεσιά. Μόλις
όμως έριξα το βλέμμα μου πάνω της, αντικρίζω στα αριστερά της κόρη παρθενική που μου τυφλώνει
τα μάτια με το πρόσωπό της. Τέτοια ήταν κι εκείνη η ζωγραφιά της Σελήνης που την είδα κάποτε να
κάθεται πάνω στον ταύρο. Βλέμμα γοργό και ηδονικό, κόμη ξανθιά με μπούκλες ξανθές, φρύδι μαύρο-
κατάμαυρο, λευκά τα μάγουλά της και η λευκότητα αυτή στη μέση του προσώπου κοκκίνιζε, ίδια με την
πορφύρα που βάφουνε οι Λύδιες γυναίκες το φίλντισι. Το στόμα της ως άνθος του ρόδου, όταν το ρόδο
αρχίζει να ανοίγει των πετάλων τα χείλη.
Έτσι λοιπόν που την αντίκρισα, ένιωσα πάραυτα να χάνομαι. Γιατί το κάλλος πληγώνει πιο βαθιά απ’
τη σαΐτα, καθώς χύνεται από τα μάτια και μέσα στην ψυχή κατεβαίνει – τα μάτια είναι ο δρόμος για τις
πληγές του έρωτα. Και τότε όλα μαζί τα συναισθήματα με κυριεύουν: θαυμασμός, έκπληξη, τρόμος,
ντροπή, αναίδεια. Θαύμαζα την κορμοστασιά της, από την ωραιότητά της είχα μείνει έκπληκτος, η
καρδιά μου έτρεμε, παρατηρούσα χωρίς ντροπή, και πάλι ντρεπόμουν μήπως και με αντιληφθεί. Και με
βία δοκίμαζα να τραβήξω μακριά από την κόρη τα μάτια μου, όμως αυτά δεν ήθελαν να υπακούσουν.
Αντίθετα, είχαν δεθεί εκεί τραβηγμένα από τη δύναμη της ομορφιάς – και τελικά με νίκησαν.»
(μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης)

Για την απάντησή σας μπορείτε να χρησιμοποιήσετε :


- το εγχειρίδιο του ΕΑΠ, τόμος Β´, κεφ. 2 (κυρίως ενότητα 2.2.), κεφ. 8, κεφ. 10.
- τη Γραμματολογία του Lesky.
- Χριστόπουλος, Μ., Βερτουδάκης, Β., Μπάζου, Α. 2015. Ανθολογία κειμένων από τη
γραμματεία των ελληνιστικών και αυτοκρατορικών χρόνων. [ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα:
Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Διαθέσιμο στο:
http://hdl.handle.net/11419/1576

Η απάντησή σας να μην ξεπερνά τις 6 δακτυλογραφημένες σελίδες (γραμματοσειρά Times New
Roman, μέγεθος γραμμάτων 12, διάστιχο 1 ½).

You might also like