You are on page 1of 25

Κεφάλαιο 2.

Η εικόνα στην αρχαιολογική έρευνα


Σύνοψη
Το παρόν κεφάλαιο εξετάζει την εξέλιξη της αρχαιολογικής σκέψης σε σχέση με τον επιστημολογικό ρόλο των αρχιτεκτονι-
κών εικόνων στην έρευνα. Η εξέταση αυτή ακολουθεί την ιστορική εξέλιξη της αρχαιολογικής επιστήμης μέσα από τα κυ-
ριότερα επιστημολογικά της παραδείγματα, την παραδοσιακή, τη νέα ή διαδικαστική και τη μεταδιαδικαστική αρχαιολογία.
Διαπιστώνεται ότι ο αναστοχασμός πάνω στις αρχιτεκτονικές εικόνες αναπτύχθηκε κυρίως από τους μεταδιαδικαστικούς
αρχαιολόγους. Ο αναστοχασμός αυτός συνέπεσε με την εκτεταμένη διείσδυση των ψηφιακών τεχνολογιών στην αρχαιο-
λογική πρακτική και τη συνακόλουθη δημιουργία της δυνητικής αρχαιολογίας, εξειδικευμένου διεπιστημονικού πεδίου με
αντικείμενο την αναπαράσταση κτηρίων. Ο διαρκώς εντεινόμενος προβληματισμός των τελευταίων 20 ετών έχει οδηγήσει
στη θέση ότι οι ψηφιακές εικόνες δεν αποτελούν μίμηση κάποιας πραγματικότητας του παρελθόντος, αλλά μεθοδολογικά
εργαλεία στην υπηρεσία συγκεκριμένων ερευνητικών ερωτημάτων. Αν και η θέση αυτή μπορεί να ισχύσει και για την περί-
πτωση των συμβατικών γραμμικών αρχιτεκτονικών σχεδίων, δεν υπάρχει λεπτομερής προβληματισμός γι’ αυτά, μολονότι
είναι δυνατό να συνεξετασθούν με τις ψηφιακές εικόνες.

1. Εισαγωγή

Η εξέταση του ρόλου των αρχαιολογικών εικόνων ως παραστάσεων προϋποθέτει μια έκθεση του σχετικού ερευνη-
τικού υποβάθρου. Το κεφάλαιο αυτό συσχετίζει τα πιο σημαντικά σημεία του υποβάθρου αυτού με τα αρχαιολογικά
επιστημολογικά παραδείγματα της παραδοσιακής, της νέας και της μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας. Στόχος αυτού του
συσχετισμού είναι η ένταξη της προβληματικής για τις αρχαιολογικές εικόνες στο ευρύτερο πλαίσιο της αρχαιολογικής
σκέψης μέσα από τα κυριότερα στάδια εξέλιξής της. Ειδικότερα, όπως σημειώθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, η
έρευνα για τις αρχαιολογικές εικόνες συνήθως είτε εντοπίζεται στο ζήτημα της επιρροής των ψηφιακών τεχνολογιών
στην αρχαιολογική ερευνητική διαδικασία, είτε αποτελεί μέρος του μεταδιαδικαστικού κριτικού αναστοχασμού, ο οποί-
ος έχει αναπτύξει προβληματισμό για διάφορα ζητήματα της αρχαιολογίας που προηγουμένως θεωρούνταν «απλά»,
«τεχνικά» ή «πρακτικά». Ανάμεσα σε αυτά είναι η ανάδειξη της σημασίας που έχει ο πολιτικοκοινωνικός περίγυρος
των αρχαιολόγων στην ερμηνεία και συνεπώς και στην αναπαράσταση του παρελθόντος. Ο συσχετισμός αυτός γεννά τα
εξής εύλογα ερωτήματα: Υπάρχει αντίστοιχος αναστοχασμός σε προηγούμενα του μεταδιαδικαστικού παραδείγματα;
Εάν δεν υπάρχει, είναι δυνατό να κατανοηθούν ή έστω να προσεγγισθούν οι λόγοι της έλλειψης αυτής;

Εικόνα 2.1 Η πρόσοψη του Stonehenge. Σχέδιο ορθής προβολής από τον William Stukeley (1740, σ. 22, πιν. 12).

27
Εικόνα 2.2 Κάτοψη (άνω) και στρωματογραφική τομή (κάτω) από την ανασκαφή του στρατηγού Pitt Rivers στη θέση
του «Στρατοπέδου του Καίσαρα» (Caesar’s Camp) στο Folkstone (Pitt-Rivers, 1883, πιν. 16–17).

2. Από τον Stuart Piggott στη νέα αρχαιολογία

Η αναδρομή στην έρευνα οφείλει να ξεκινήσει από το θεμελιώδες για το ζήτημα έργο του Βρετανού αρχαιολόγου
Stuart Piggott (1965). Με αφορμή το βιβλίο του E. Gombrich (1960) με τίτλο Art and illusion, το οποίο πραγματεύεται
τη λειτουργία του έργου τέχνης, ο Piggott υποστήριξε ότι όλες οι αρχαιολογικές απεικονίσεις αποτελούν ταυτόχρονα
28
σύμβολα, αλλά και εκφράσεις επιστημονικού λόγου, ένα είδος εικονιστικής γλώσσας που συνοδεύει το κυρίως κείμενο.
Επιπλέον η απεικόνιση δεν είναι απλή οπτικοποίηση της πραγματικότητας, αλλά διέπεται από κανόνες και συμβάσεις
που εξυπηρετούν το στόχο του επιστήμονα, δηλαδή αυτό που εκείνος θεωρεί απαραίτητο να απεικονισθεί. Ο Βρετανός
αρχαιολόγος συνέδεσε την υιοθέτηση των σχεδίων ως μεθόδου διεξαγωγής έρευνας με την αντίστοιχη ευρύτερη μετα-
ναγεννησιακή επιστημονική παράδοση, η οποία εδραίωσε την πίστη στον ανθρώπινο εμπειρισμό, δηλαδή στην ικανό-
τητα του ανθρώπου να γνωρίζει και να αναπαριστά τον κόσμο γύρω του με τρόπο ακριβή, συστηματικό και επομένως
επιστημονικό. Ο Piggott έφερε ως παράδειγμα τον William Stukeley, κληρικό και αρχαιοδίφη του τέλους του 17ου και
των αρχών του 18ου αιώνα, ο οποίος υπήρξε πρωτοπόρος στην εξειδίκευση στα αρχαιολογικά σχέδια (Εικόνα 2.1), ενώ
είχε εκπονήσει και σχέδια ζώων, αλλά και ανθρώπινων οργάνων.
Επιπρόσθετα ο Piggott επιχείρησε μια ιστορική αναδρομή στη χρήση των σχεδίων σε αρχαιολογικές
δημοσιεύσεις, με έμφαση στη βρετανική προϊστορία. Με την αναδρομή αυτή διαπίστωσε ότι οι πρακτικές του σχεδίου
συστηματοποιήθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν αφενός συγκροτήθηκε η αρχαιολογία σε επιστήμη
και αφετέρου διαδόθηκε η τεχνική της λιθογραφίας, η οποία διευκόλυνε την εκτύπωση εικόνων. Μέχρι τις αρχές του
20ού αιώνα ο στόχος των περισσότερων αρχαιολόγων που εκπονούσαν σχέδια με τη συνεργασία αρχιτεκτόνων και
σχεδιαστών ήταν η κατά το δυνατόν πληρέστερη και πιστότερη αποτύπωση των μνημείων που έφερνε στο φως η ανα-
σκαφή. Η έννοια της πιστότητας ήταν πάντοτε συναρτημένη από το γενικότερο πνευματικό κλίμα της εποχής, τι δηλαδή
θεωρούνταν πιστό και σε ποιο βαθμό λεπτομέρειας έπρεπε να φτάνει η αποτύπωση. Ήδη όμως από τα σχέδια των ανα-
σκαφών του στρατηγού Pitt-Rivers άρχισε να υπεισέρχεται μια αισθητική λιτότητας στα αρχιτεκτονικά και ανασκαφικά
σχέδια που αφορούσαν τα ευρήματα των ανασκαφών του στη νότια Βρετανία (Εικόνα 2.2). Μάλιστα στις δημοσιεύσεις
του Pitt-Rivers τα σχέδια δεν συνοδεύουν απλώς το κείμενο, αλλά έχουν κυρίαρχο ρόλο ως μέσα επικοινωνίας των
αποτελεσμάτων της ανασκαφικής έρευνας.

Εικόνα 2.3 Κάτοψη και στρωματογραφική τομή οχυρωματικού πύργου από τις ανασκαφές του R. E. M. Wheeler στη
ρωμαϊκή θέση Verulamium στη Μεγάλη Βρετανία (Wheeler & Wheeler, 1936, πιν. 21).
29
Εικόνα 2.4 Προοπτική αναπαράσταση των τειχών της Βαβυλώνας (Andrae, 1938, σ. 22 εικ. 5).

Επόμενος και τελευταίος σταθμός στην ιστορική αναδρομή του Piggott είναι η δεκαετία του 1920 και η συμ-
βολή του Sir Mortimer Wheeler. Ο τελευταίος επηρέασε καθοριστικά το ρόλο και συνεπώς και τη μορφή των σχεδίων,
διότι θεώρησε ότι τα σχέδια δεν πρέπει απλώς να αποτυπώνουν την ανασκαφική και αρχιτεκτονική εικόνα, αλλά να
μεταφέρουν με τρόπο σαφή την τελική ερμηνεία του αρχαιολόγου. Το αποτέλεσμα αυτού του αιτήματος ήταν σχέδια
πολύ πιο σχηματικά και λιτά, τα οποία δίνουν μια απλουστευμένη, αλλά εξαιρετικά καθαρή και εύληπτη εικόνα των
αρχιτεκτονικών καταλοίπων και των συναφών στρωματογραφικών ή άλλων αρχαιολογικών δεδομένων. Επομένως τα
σχέδια που έχουν εκπονηθεί με τη λογική του Wheeler αποδίδουν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα με πολύ μεγαλύτερο
βαθμό διαμεσολάβησης της σκέψης και της ερμηνείας του ανασκαφέα απ’ ό,τι έως τότε και πολύ μεγαλύτερο βαθμό
επιλογής ως προς το τι απεικονίζεται και τι δεν απεικονίζεται (Εικόνα 2.3).
Η εργασία του Piggott, ιδίως η προσέγγιση των σχεδίων από τον Wheeler, αφορά κατεξοχήν τα ανασκαφικά
σχέδια, δηλαδή αυτά που απεικονίζουν πληροφορίες σχετικά με τις επιχώσεις και τα κινητά ευρήματα της ανασκαφής,
και όχι τόσο τα αυστηρά αρχιτεκτονικά σχέδια, δηλαδή αυτά που αποτυπώνουν μόνο τα ακίνητα μνημεία. Η εκπόνηση
των σχεδίων αυτών και η δημοσίευσή τους στην τελική έκθεση του ανασκαφέα συνεπάγεται μια διαδικασία μετάβασης
από το σκαρίφημα του καθημερινού ανασκαφικού ημερολογίου, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει πολλές και συχνά
παραπληρωματικές πληροφορίες, στο τελικό σχέδιο δημοσίευσης, το οποίο βασίζεται σε μια ώριμη πλέον και άρα λιτή
και αφαιρετική προσέγγιση των υλικών καταλοίπων.
Το επόμενο βήμα στην ιστορία της έρευνας για τα σχέδια προσφέρει η μελέτη του Seton Lloyd (1974), αρχιτέ-
κτονα ως προς την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση και μετέπειτα καθηγητή αρχαιολογίας, ο οποίος υπήρξε κυρίαρχη
μορφή στην έρευνα της ανατολικής Μεσογείου κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η μελέτη του Lloyd εξετάζει
αναπαραστάσεις προϊστορικών κτηρίων με αφετηρία σχέδια γερμανικών αποστολών πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πό-
λεμο. Τα σχέδια αυτά υπήρξαν πρωτοποριακά για την εποχή τους, διότι απεικόνιζαν υποθετικά στοιχεία με φειδώ και
προσοχή, σε αντίθεση με παλαιότερα σχέδια που είχαν ως στόχο μόνο τον εντυπωσιασμό του κοινού, επιστημονικού
και ευρύτερου (Εικόνα 2.4). Κατά τον Lloyd, μια αναπαράσταση οφείλει να είναι πειθαρχημένη. Στη μελέτη αυτή καθί-
σταται εμφανές το αρχιτεκτονικό υπόβαθρο του Lloyd, το οποίο του επιτρέπει εκτός άλλων να διακρίνει διαφορετικές
τεχνικές εκπόνησης γραμμικών σχεδίων (με μελάνι, μολύβι κλπ.) και να αποτιμήσει τα επιμέρους θετικά και αρνητικά
30
σημεία της καθεμιάς από αυτές (π.χ. απόδοση όγκων, σκιών). Τέλος τονίζει ότι οι αρχιτεκτονικές εικόνες, ιδίως οι ανα-
παραστάσεις, οφείλουν να αποσκοπούν στη διαφώτιση ενός αρχιτεκτονικού ζητήματος, όπως η οικοδομική τέχνη ή η
μορφολογία ενός κτηρίου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η απόδοση μιας γενικής ερμηνείας των αρχιτεκτονικών καταλοί-
πων είναι ήσσονος ερευνητικής σημασίας (Εικόνα 2.5).
Σημειώνεται ότι και η μελέτη του Lloyd σχετίζεται κατά κάποιον τρόπο με τον Piggott, καθώς δημοσιεύθηκε
στον τιμητικό του τόμο. Έτσι ο Piggott αποτελεί ένα από τα ελάχιστα και μεμονωμένα παραδείγματα αναστοχασμού
πάνω στη χρήση των αρχαιολογικών σχεδίων. Άλλωστε η παραδοσιακή αρχαιολογία δεν διακρίθηκε για την αναστο-
χαστικότητά της πάνω σε θέματα επιστημολογίας. Πάντως ειδικά στο θέμα της χρήσης των εικόνων στην παρουσίαση
των αποτελεσμάτων της αρχαιολογικής έρευνας μπορούν να διακριθούν τουλάχιστον δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι
υπέρ των εικόνων και ιδίως υπέρ των αναπαραστάσεων, διότι θεωρεί ότι η ουσία της αρχαιολογικής έρευνας είναι η
ανασύνθεση και άρα η αναπαράσταση του παρελθόντος (Connah, 2010, σ. 71). Μάλλον αυτός είναι ο λόγος για τον
οποίο ένα από τα πιο τυπικά εγχειρίδια οδηγιών δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των ανασκαφικών εργασιών, αυτό
των Grinsell, Rahtz & Price Williams (1974), αναφέρει ότι ο αρχαιολόγος είναι καλό να περιλαμβάνει στη δημοσίευση
και μια ελεύθερη αναπαράσταση της θέσης που έχει ανασκάψει, ώστε να μεταδώσει στον αναγνώστη τη γενική εικόνα
που έχει σχηματίσει στο μυαλό του. Η δεύτερη κατεύθυνση της παραδοσιακής έρευνας είναι σαφώς εικονοκλαστική
και επιβάλλει την απεικόνιση μόνο των υλικών καταλοίπων καθαυτά με ελάχιστη ή και καθόλου συμπλήρωση. Η τάση
αυτή αφορμάται από το εμπειριστικό υπόβαθρο της παραδοσιακής σχολής, το οποίο δίνει απόλυτη προτεραιότητα στο
αρχαιολογικό υλικό έναντι των ερωτημάτων και των μεθόδων της έρευνας. Στο πλαίσιο αυτό κύριος σκοπός του αρχαι-
ολόγου θεωρείται όχι τόσο η ανασύνθεση του παρελθόντος, αλλά η γνωστοποίηση των υλικών τεκμηρίων του. Ο Loyd
είναι σύγχρονος με τις τάσεις αυτές.

Εικόνα 2.5 Αξονομετρική αποτύπωση και αποκατάσταση τοιχοδομίας του Δωματίου 32 στο «Καμμένο Ανάκτορο» της
Μέσης Εποχής του Χαλκού στη θέση Beycesultan (Lloyd & Mellaart, 1965, σ. 22, εικ. Α11). Με την άδεια του British
Institute at Ankara.

31
Έπρεπε να φθάσουμε στη δεκαετία του 1960 και την εμφάνιση του επόμενου επιστημολογικού παραδείγματος,
αυτού της νέας αρχαιολογίας, για να δημιουργηθεί συνειδητός και συστηματικός προβληματισμός πάνω στη σχέση
θεωρίας, μεθόδου και πρακτικής. Ο προβληματισμός αυτός μάλιστα επηρέασε αρνητικά την παραγωγή αρχιτεκτονικών
εικόνων. Πιο συγκεκριμένα, η νέα αρχαιολογία απομακρύνθηκε από την παραδοσιακή προσήλωση αφενός στο μνημείο
καθαυτό και στη μορφή του και αφετέρου στην ηθογραφική προσέγγιση του παρελθόντος. Τα υλικά κατάλοιπα αντι-
μετωπίσθηκαν ως τεκμήρια και επομένως φορείς πληροφοριών που η ανάλυσή τους θα μπορούσε να επαληθεύσει ή να
καταρρίψει ερμηνευτικά μοντέλα σχετικά με τη λειτουργία των κοινωνιών του παρελθόντος. Επομένως η παραδοσιακή
αναπαραστατικότητα, είτε λεπτομερειακή, κατά Pitt-Rivers, είτε λιτή και ερμηνευτική, κατά Wheeler, έδωσε τη θέση
της σε μια τάση για σχήματα είτε κατάταξης αρχαιολογικών πληροφοριών, είτε ερμηνείας κοινωνικών διαδικασιών. Η
τάση αυτή συνδυάσθηκε με μια έμφαση στην ποσοτική ανάλυση και στις διεπιστημονικές συνεργασίες της αρχαιολογί-
ας με τις θετικές επιστήμες (περιβαλλοντική αρχαιολογία, αρχαιομετρία), αλλά και στις τεχνολογικές προόδους, όπως
διαφόρων ειδών υπολογιστικές μηχανές, που επέτρεψαν τη γρήγορη στατιστική επεξεργασία ποσοτικών δεδομένων
από τα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Το αποτέλεσμα –εκούσιο ή ακούσιο– του συνδυασμού αυτού ήταν μια σχετικά ανεικονική τάση ως προς την
παρουσίαση των αρχαιολογικών καταλοίπων και μια αντίστοιχη έμφαση σε ποσοτικές αναλύσεις δεδομένων, με χάρ-
τες διασποράς και κατανομής ευρημάτων και θέσεων, πίνακες και στατιστικά διαγράμματα. Είναι χαρακτηριστικό το
παράδειγμα της αντικατάστασης της ανασκαφικής μεθόδου με αφαίρεση της επίχωσης κατά στρώματα από τη μέθοδο
της καταγραφής με βάση το αρχαιολογικό πλαίσιο (single context recording). Η αλλαγή αυτή ουσιαστικά κατάργησε
όχι μόνο τις αναπαραστάσεις, αλλά και πιο τεχνικά σχέδια, όπως είναι οι σχεδιαστικές στρωματογραφικές τομές. Οι
τελευταίες περιορίσθηκαν στα καθημερινά σκαριφήματα του ανασκαφικού ημερολογίου. Για την τελική δημοσίευση
προτιμήθηκαν τα σχηματικά διαγράμματα Harris, τα οποία παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της ανάλυσης και ερμη-
νείας της στρωματογραφικής αλληλουχίας μιας θέσης. Μολονότι η παραγωγή γραμμικών σχεδίων δεν σταμάτησε, οι
δημοσιεύσεις που εντάσσονται στην επιστημολογική πρωτοπορία της εποχής περιορίζονται στην παράθεση κατόψεων
και είναι πολύ πιο φειδωλές στην παράθεση τομών και αξονομετρικών ή άλλων σχεδίων, με εξαίρεση τις περιπτώσεις
συνεργασίας αρχαιολόγων με αρχιτέκτονες.
Το βάρος της περιγραφικής έκθεσης των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων και των αρχιτεκτονικών καταλοί-
πων, ανέλαβε σε μεγάλο βαθμό και η φωτογραφία, εξέλιξη που επίσης συνδέεται με ευρύτερες τεχνολογικές εξελίξεις
κατά το διάστημα 1960–1990, όπως η διάδοση των φωτογραφικών μηχανών με κατοπτρικό σκόπευτρο και του φιλμ
των 35mm ή η μέθοδος εκτύπωσης offset, που διευκόλυνε την εκτύπωση φωτογραφιών. Αυτή η μετατόπιση της έμφα-
σης ίσως διακρίνεται και στην ταυτόχρονη αύξηση των εκδόσεων αφενός οδηγών αρχαιολογικών δημοσιεύσεων, όπως
των Grinsell, Rahtz & Price Williams (1974), που ήδη αναφέρθηκε, και αφετέρου εγχειριδίων αρχαιολογικού σχεδίου
(Dillon, 1985. Van den Driessche, 1975). Η εκδοτική αυτή δραστηριότητα ενδεχομένως απηχεί την προσπάθεια διάσω-
σης μιας μεθοδολογικής πειθαρχίας που τίθεται υπό αίρεση εξαιτίας της διείσδυσης νέων επιστημολογικών κατευθύν-
σεων, αλλά και νέων τεχνικών μέσων απεικόνισης.

3. Η μεταδιαδικαστική κριτική

Η συζήτηση για τη σημασία των εικόνων στην αρχαιολογική έρευνα άνοιξε ουσιαστικά με τη μεταδιαδικαστική κριτική
της δεκαετίας του 1980 και κυρίως του 1990. Η κριτική αυτή θεώρησε ότι η έρευνα φέρει τη σφραγίδα του ιστορικού
και κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο ζει ο αρχαιολόγος. Το πλαίσιο αυτό θεωρήθηκε υπεύθυνο για την προώθηση
και ευρεία αποδοχή συγκεκριμένων εννοιών, όπως λ.χ. η κοινωνική ιεραρχία, η κοινωνική εξέλιξη ή η εννοιολογική
προσέγγιση της κοινωνίας ως συστήματος το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση ομοιόστασης όταν ακμάζει. Σύμφωνα με
τη μεταδιαδικαστική κριτική, η επιλογή εννοιολογικού υποβάθρου προσανατολίζει την έρευνα σε συγκεκριμένα ζη-
τήματα, τα οποία κατόπιν ερευνώνται με εξίσου επιλεγμένες και συχνά επιλεκτικές μεθόδους. Τα συμπεράσματα των
μεθόδων αυτών καταδεικνύουν αντίστοιχα μερική κατανόηση των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος, η οποία με
τη σειρά της απαιτεί την κατάλληλη έκφραση για να διαχυθεί στην υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα. Γίνεται φανερό
ότι ένας κύριος άξονας της μεταδιαδικαστικής προσέγγισης είναι ο αναπόδραστα κοινωνικοπολιτικός χαρακτήρας της
αρχαιολογικής έρευνας, ενώ ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί η στρατευμένη έρευνα είναι η συνεχής αυτοκριτική και
η πλήρης διαφάνεια της ερευνητικής διαδικασίας.
Η μεταδιαδικαστική κριτική επικεντρώθηκε κυρίως στον γλωσσικό κώδικα εκφοράς της έρευνας και λιγότερο
στις εικόνες. Αναφορικά με τις τελευταίες έχει διατυπώσει κάποιες σκέψεις ο Michael Shanks (1992, σ. 184–186), ο
οποίος παρομοιάζει τη φωτογραφία με την εικόνα που προκύπτει από το νυστέρι του χειρουργού: η έλλειψη προοπτι-
κής την καθιστά μια οριζόντια τομή στο χρόνο. Αντίθετα το κωδικοποιημένο γραμμικό σχέδιο αποτελεί ένα άλλο είδος
αφήγησης. Ο Shanks θεωρεί ότι μπορούμε να φανταστούμε το χέρι που σχεδιάζει και επομένως να συναισθανθούμε τη
διαδικασία δημιουργίας του σχεδίου, σε αντίθεση με το έτοιμο προϊόν της φωτογράφησης. Μέσα από την επίγνωση της
32
διαδικασίας, αλλά και την έντονα συμβολική κωδικοποίηση του γραμμικού σχεδίου δίνεται η δυνατότητα για ανάγλυφη
κατανόηση του αντικειμένου ή και του ίδιου του κτηρίου, καθώς τα έντονα περιγράμματα στα σχέδια κατόψεων και το-
μών, είτε στρωματογραφικών είτε αυστηρά αρχιτεκτονικών, αποδίδουν με ενάργεια ζητήματα όπως η στρωματογραφία
ή η σχέση των τοίχων με την επίχωση.
Περνώντας από τον ποιητικό αναστοχασμό του Shanks στον προβληματισμό που ανέπτυξε η ομάδα του Ian
Hodder στις δημοσιεύσεις της ανασκαφής του νεολιθικού οικισμού στη θέση Τσατάλ Χουγιούκ της Τουρκίας, διαπι-
στώνει κανείς προσήλωση σε πιο συγκεκριμένους στόχους. Η ανασκαφή αυτή προσπάθησε μεταξύ άλλων να ανασκευ-
άσει την ως τότε γενική ερμηνεία της θέσης ως οικισμού με έντονη λατρευτική δραστηριότητα που είχε ως αποδέκτη
μια κεντρικής σημασίας γυναικεία θεότητα. Η ερευνητική μεθοδολογία που ακολουθήθηκε δεν περιορίστηκε στην
ανασκαφή και καταγραφή δεδομένων, αλλά περιλάμβανε τη δημιουργία σχεδιαστικών (Εικόνα 2.6) και ψηφιακών
αναπαραστάσεων (Εικόνα 2.7), οι οποίες συνόδευαν τα συνήθη αρχαιολογικά σχέδια (κατόψεις, στρωματογραφικές
και αρχιτεκτονικές τομές) σε καθημερινή βάση. Αυτές οι εικόνες έδωσαν σε όλα τα μέλη της ανασκαφικής ομάδας τη
δυνατότητα να (επαν)ερμηνεύουν τα κατάλοιπα που ανέσκαπταν σε καθημερινή βάση και ταυτόχρονα να οπτικοποιούν
εναλλακτικές ερμηνείες (Leibhammer, 2000).
Εδώ παρατηρείται μια στρατηγική χρήση όλων των τύπων εικόνων, συμβατικών γραμμικών σχεδίων, σκαριφη-
μάτων, ψηφιακών εικόνων και φωτογραφιών, με στόχο τη διατήρηση της αναστοχαστικής εγρήγορσης και της κριτικής
προσέγγισης των υλικών καταλοίπων από την πλευρά των ανασκαφέων. Ωστόσο το εγχείρημα αυτοϋπονομεύθηκε, κα-
θώς οι ανασκαφείς έδιναν μεγάλη σημασία στις αναπαραστάσεις, με αποτέλεσμα να ξεφεύγουν από τους ανασκαφικούς
στόχους και να εργάζονται για να επαληθεύουν τις αναπαραστάσεις καθαυτές και όχι για να υπηρετούν τη γενικότερη
στρατηγική του ανασκαφικού προγράμματος (Emele, 2000). Η δουλειά στο Τσατάλ Χουγιούκ είναι μοναδική για την
ποικιλία εποπτικών μέσων που χρησιμοποιεί για μια εξίσου μεγάλη ποικιλία στόχων, τόσο ερευνητικών, όσο και σχετι-
κών με την παρουσίαση της ανασκαφής στο ευρύ κοινό, πάντοτε με διάθεση αναστοχαστική, ειδικά ως προς τα ψηφιακά
εποπτικά μέσα (Tringham, Ashley & Mills, 2007).

Εικόνα 2.6 Αξονομετρική αποκατάσταση (αριστερά) και δύο ελεύθερες αποδόσεις (δεξιά) του κτηρίου 1 στη νεολιθική
θέση Τσατάλ Χουγιούκ της Τουρκίας (Swogger, 2000, εικ. 12.3). Με την άδεια του δημιουργού, του ερευνητικού προ-
γράμματος του Τσατάλ Χουγιούκ και του McDonald Institute for Archaeological Research, University of Cambridge.

33
Εικόνα 2.7 Ψηφιακή αναπαράσταση χώρου στη νεολιθική θέση Τσατάλ Χουγιούκ της Τουρκίας (Emele, 2000, εικ. 18.6).
Με την άδεια του ερευνητικού προγράμματος του Τσατάλ Χουγιούκ και του McDonald Institute for Archaeological
Research, University of Cambridge.

Ωστόσο το παράδειγμα του Τσατάλ Χουγιούκ δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση, με εξαίρεση τη δουλειά των Shanks
και Webmoor, η οποία αφορά και τα ψηφιακά μέσα και γι’ αυτό παρουσιάζεται με λεπτομέρεια παρακάτω. Ενώ έχουν
δημοσιευθεί πλέον αρκετές και σημαντικές μελέτες πάνω στη σημασία των εικόνων στον αρχαιολογικό λόγο (π.χ.
Molyneaux, 1997. Smiles & Moser, 2005), το μεγαλύτερο μέρος της μεταδιαδικαστικής κριτικής εστιάζει στον υποκα-
θορισμό της αρχαιολογικής έρευνας από το σύγχρονό της γίγνεσθαι. Υπάρχει πλέον σημαντικός αριθμός μελετών πάνω
σε παρόμοια θέματα, όπως η αλλαγή στους τρόπους απεικόνισης των Νεάντερταλ ανάλογα με το ιδεολογικό / πολιτι-
σμικό υπόβαθρο του εκάστοτε ερευνητή ή η χρήση φωτογραφικών τεχνικών φωτοσκίασης με στόχο πιο ρομαντικές ή,
αντίστοιχα, πιο ψυχρές εικόνες.
Στην προϊστορική αρχαιολογία του Αιγαίου χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματισμού είναι η κριτική που
έχει ασκηθεί στον Evans σχετικά με τις σχεδιαστικές αναπαραστάσεις του ανακτόρου της Κνωσού, αλλά και τις συ-
μπληρώσεις τοιχογραφιών και τις δημοσιευμένες φωτογραφίες. Όπως και οι αναστηλώσεις, θεωρούνται ότι υπαγο-
ρεύθηκαν από το ερμηνευτικό όραμα του ανασκαφέα, το οποίο εκπορεύθηκε από τις βικτοριανές και αυτοκρατορικές
αντιλήψεις –συμπεριλαμβανομένων και των πολιτισμικών προκαταλήψεων– του τέλους του 19ου και των αρχών του
20ού αιώνα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η κριτική δεν αφορά τόσο την αναπόφευκτη ιστορικότητα των αρχαιολογικών ει-
κόνων, όσο την έλλειψη αναστοχασμού πάνω στο ζήτημα αυτό, η οποία όμως διέκρινε έτσι κι αλλιώς την αρχαιολογική
ερευνητική πρακτική μέχρι τη δεκαετία του 1960 και την εμφάνιση της νέας αρχαιολογίας. Στενά συνδεδεμένο με τον
Evans είναι ένα δεύτερο παράδειγμα, αυτό του συλλογικού τόμου που είναι αφιερωμένος στη δουλειά του Piet de Jong,
ενός από τους αρχιτέκτονες στην Κνωσό, ο οποίος εκπόνησε τις πιο γνωστές αναπαραστάσεις προϊστορικών κτηρίων,
όπως των ανακτόρων της Κνωσού και της Πύλου και της ακρόπολης των Μυκηνών (Papadopoulos, 2006). Το έργο
34
αυτό αποτελεί έναν catalogue raisonné, ο οποίος είναι εξαιρετικά σημαντικός για την ιστορία της αρχαιολογίας στην
Ελλάδα, αλλά εξ αντικειμένου δεν υπεισέρχεται στα επιστημολογικού χαρακτήρα ζητήματα που μας απασχολούν εδώ.
Επιπλέον δεν μπορεί να θεωρηθεί οργανικά συνδεδεμένος με τη μεταδιαδικαστική αρχαιολογία, μολονότι το ενδιαφέ-
ρον για την ιστορία της έρευνας ανήκει στο ευρύτερο πλαίσιο των ενδιαφερόντων του συγκεκριμένου επιστημολογικού
παραδείγματος.

4. Η ψηφιακή αρχαιολογία

Υπάρχει ένα ακόμη ρεύμα προβληματισμού σχετικά με τις αρχαιολογικές εικόνες, το οποίο είναι ανεξάρτητο από τη
μεταδιαδικαστική κριτική, αλλά και σύγχρονο με αυτήν και επομένως σε διάλογο μαζί της. Το ρεύμα αυτό αφορμάται
κυρίως από την τεχνολογική πρόοδο των τελευταίων είκοσι ετών, ιδίως τη σχετική με την ψηφιακή τεχνολογία, η οποία
υπήρξε και συνεχίζει να είναι ραγδαία. Στο πλαίσιο αυτό τα συμβατικά γραμμικά σχέδια έχουν αντικατασταθεί σχεδόν
εξολοκλήρου από ψηφιακά σχέδια, τα οποία εκπονούνται με λογισμικό ανυσματικής σχεδίασης (π.χ. AutoCAD, Εικόνα
2.8), ενώ τα ίδια τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα συχνά αποτυπώνονται είτε φωτογραμμετρικά (Εικόνα 2.9), είτε –λιγότε-
ρο συχνά– με σαρωτή λέιζερ, όπως στην Τίρυνθα (Shinoto, Böröcz, Thomas, Dirksen, Maran & von Bally, 2001). Τα
ψηφιακά δεδομένα συχνά αξιοποιούνται με εφαρμογές Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφόρησης (ΓΣΠ – το γνωστό
GPS), κυρίως σε ποσοτικές αναλύσεις.

Εικόνα 2.8 Ορισμός του λογισμικού ανυσματικής σχεδίασης.

Εικόνα 2.9 Ορισμός της φωτογραμμετρίας.

Τα ΓΣΠ (Εικόνα 2.10) αποτελούν στην ουσία ένα συνδυασμό βάσης δεδομένων και διαδραστικού χάρτη. Ο
συνδυασμός αυτός ευνοεί την παραγωγή εικονιστικού αρχαιολογικού λόγου. Για παράδειγμα, τα ΓΣΠ μπορούν να
υπολογίσουν και να παραγάγουν ένα χάρτη που αποτυπώνει πρόσβαση σε καλλιεργήσιμη γη από έναν συγκεκριμένο
προϊστορικό οικισμό και έτσι να οπτικοποιήσουν τη ζώνη αγροτικής παραγωγής. Για να το κάνει αυτό, η εφαρμογή
συνδυάζει δεδομένα σχετικά με το γεωγραφικό ανάγλυφο, τα είδη βλάστησης και την απόσταση από τον οικισμό. Άλλη
εφαρμογή είναι οι χάρτες που δείχνουν τον ορίζοντα μιας ορεινής θέσης, δηλαδή τι βλέπει κανείς από αυτήν ή εάν ένα
μνημείο που θεωρείται τοπόσημο ήταν όντως ορατό από άλλες θέσεις. Εδώ υπολογίζεται μόνο το ανάγλυφο και τι εί-
δους οπτική επαφή επιτρέπει. Στην ανασκαφή τα ΓΣΠ επιτρέπουν την καταχώριση του κάθε στρώματος που αφαιρείται
βάσει γεωγραφικών συντεταγμένων. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να αναπαραστήσουν αρχαιολογικά στρώματα στον
υπολογιστή και έτσι να ανασυνθέσουν ψηφιακά τη στρωματογραφία μιας θέσης.

35
Εικόνα 2.10 Εφαρμογές ΓΣΠ στη μινωική αρχαιολογία: Ψηφιακή προσομοίωση αναγλύφου (αριστερά) και χάρτης οπτι-
κής επαφής (δεξιά) από τη θέση του ιερού κορυφής στο Παλαίκαστρο της ανατολικής Κρήτης. Με την άδεια του Steven
Soetens.

Ο ερευνητικός προβληματισμός για τα ΓΣΠ παρέμεινε για σημαντικό χρονικό διάστημα σε μεθοδολογικό /
τεχνικό επίπεδο. Η κατάσταση αυτή όμως έχει πλέον αλλάξει, καθώς έχει εκτιμηθεί η σημασία της ικανότητας των
ΓΣΠ να ελέγχουν και να επεξεργάζονται μεγάλο όγκο πληροφοριών μέσα από πολλαπλές παραμέτρους και να αποδί-
δουν οπτικά τα αποτελέσματα αυτής της επεξεργασίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά ευνοούν τη διατύπωση καινοτόμων
ερευνητικών υποθέσεων (Frischer, 2008, σ. vii–viii. Lock 2004, σ. 174–182. Rajala, 2004. Van Hove & Rajala, 2004).
Άλλωστε η τεχνολογική πρόοδος έχει επιτρέψει στη νέα γενιά εφαρμογών ΓΣΠ να ενσωματώνει περίπλοκα ερωτή-
ματα, τα οποία φέρουν την επιρροή του μεταδιαδικαστικού τρόπου διερεύνησης του παρελθόντος. Για παράδειγμα, η
προσβασιμότητα ή η ορατότητα μνημείων και αρχαιολογικών θέσεων υπολογίζεται πιο σύνθετα απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Είναι δυνατόν πλέον να λαμβάνονται υπόψη παράμετροι όπως το διαφορετικό ύψος ανθρώπων ή η ηλικία τους και άρα
η ταχύτητα βαδίσματος ή η αντοχή τους όσον αφορά τη δυσκολία πρόσβασης κάποιων μονοπατιών στο τοπίο (π.χ.
Soetens, 2006, για τα μινωικά ιερά κορυφής). Με αυτόν τον τρόπο οι εφαρμογές ΓΣΠ ουσιαστικά συμβάλλουν στην
κατανόηση όχι μόνο της ανθρώπινης δράσης στο περιβάλλον, αλλά και της βίωσης και κοινωνικής νοηματοδότησης
του περιβάλλοντος αυτού. Έτσι γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσα στη θετικιστική προσέγγιση που συνήθως χαρακτηρίζει
τις ποσοτικές αναλύσεις και τις νέες τεχνολογίες και στη φαινομενολογική προσέγγιση του τοπίου που είναι δημοφιλής
στους μεταδιαδικαστικούς αρχαιολόγους των τελευταίων δύο περίπου δεκαετιών.
Περνώντας στη μελέτη και αποκατάσταση προϊστορικών κτηρίων, διαπιστώνουμε την εκτενή πλέον χρήση
κυρίως ψηφιακών δισδιάστατων σχεδίων, αλλά και τρισδιάστατων προπλασμάτων (μοντέλων), είτε αποτυπώσεων μετά
από σάρωση των αρχαιολογικών καταλοίπων με λέιζερ, είτε αποκαταστάσεων με λογισμικό τρισδιάστατων όγκων (π.χ.
3D Max). Συχνά μάλιστα συμπληρώνεται ο περιβάλλων χώρος στις αποκαταστάσεις αυτές, είτε φωτογραφικά είτε με
ψηφιακή προσομοίωση. Σε αυτή την περίπτωση οι εικόνες αποκαλούνται φωτορεαλιστικές αναπαραστάσεις (Εικόνα
2.11). Τυπικά υπάγονται στην κατηγορία της τεχνολογίας «επαυξημένης πραγματικότητας» (augmented reality). Πρό-
κειται για επιμέρους ψηφιακές τεχνικές απεικόνισης, οι οποίες βασίζονται στην ανάμειξη είτε της ίδιας της πραγματικό-
τητας είτε της πιστής απεικόνισής της με εκ νέου συνθέσεις που τη συμπληρώνουν. Η τεχνολογία αυτή έχει εφαρμοστεί
κατεξοχήν στο χώρο των μουσείων με στόχο το συνδυασμό πραγματικών και ψηφιακών εκθεμάτων ή τη συμπλήρωση
αποσπασματικών εκθεμάτων (Bimber & Raskar, 2005. Για μουσειακές εφαρμογές, βλ. Sylaiou, Economou, Karoulis
& White, 2008). Η πλήρης ψηφιακή προσομοίωση συνέδεσε την αρχαιολογία με την τεχνολογία της δυνητικής πραγ-
ματικότητας (virtual reality), με αποτέλεσμα τον υβριδικό κλάδο της «δυνητικής αρχαιολογίας» (virtual archaeology.
Εισαγωγή του όρου από τον Reilly, 1990. Barcelό, Forte & Sanders, 2000. Συνοπτική παρουσίαση στα ελληνικά: Ευ-
αγγελίδης, 2003).

36
Εικόνα 2.11 Ψηφιακή φωτορεαλιστική αναπαράσταση του πρωτομινωικού τάφου IV/V/VI στο Μόχλο της ανατολικής
Κρήτης.

37
H δυνητική πραγματικότητα διαφέρει από την επαυξημένη πραγματικότητα, διότι οι εικόνες της δεν αναπαρά-
γουν την εξωτερική πραγματικότητα. Η δυνητική πραγματικότητα δημιουργεί ολοκληρωμένα και εξ ολοκλήρου ψηφι-
ακά περιβάλλοντα προσομοίωσης του εξωτερικού κόσμου, εν προκειμένω του παρελθόντος. Αυτά ο άνθρωπος μπορεί
όχι απλώς να τα δει, αλλά και να τα βιώσει απτικά με την υποστήριξη τεχνικών εγκαταστάσεων που εμβυθίζουν τον
«θεατή» στην προσομοίωση του αρχαίου περιβάλλοντος. Εφόσον δεν είναι διαθέσιμη ή επιθυμητή αυτή η τεχνική υπο-
δομή και εφόσον θυσιασθεί η απτική εμπειρία, είναι δυνατό να δημιουργηθούν εικονιστικά περιβάλλοντα που προβάλ-
λονται στην οθόνη του υπολογιστή προκαλώντας στον θεατή την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται μέσα σε μία φυσαλίδα. Η
επαυξημένη και η δυνητική πραγματικότητα αποτελούν συγγενέστατους τεχνολογικούς κλάδους και για το λόγο αυτό η
δυνητική αρχαιολογία έχει συμπεριλάβει και την ενασχόληση με τις φωτορεαλιστικές αναπαραστάσεις. Επομένως είναι
δυνατό να γίνουν από κοινού σχόλια για όλες αυτές τις τεχνικές υπό την κοινή ομπρέλα της δυνητικής αρχαιολογίας.
Η Joyce Wittur (2013, σ. 9–14) έχει πρόσφατα ανακεφαλαιώσει τις κυριότερες εξελίξεις στο χώρο της δυνη-
τικής αρχαιολογίας, προσφέροντας και τη σχετική βιβλιογραφία. Η δυνητική αρχαιολογία παρέμεινε για τουλάχιστον
δέκα χρόνια, συγκεκριμένα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σχεδόν τα μέσα της δεκαετίας του 1990, στο
πλαίσιο της κατά το δυνατόν ρεαλιστικότερης και αυθεντικότερης αναπαράστασης των αρχαίων μνημείων, με σκοπό
την οπτικοποίηση των ερμηνειών των αρχαιολόγων. Αποδέκτης αυτής της προσπάθειας ήταν περισσότερο το ευρύ κοι-
νό και λιγότερο το επιστημονικό. Η συμμετοχή των ψηφιακών εικόνων εξαντλούνταν συνήθως στην οπτικοποίηση της
ερμηνείας των αρχαιολογικών δεδομένων. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που ο προβληματισμός παρέμεινε στο επίπεδο
των τεχνικών ψηφιακής απόδοσης των αρχαιοτήτων και δεν επεκτάθηκε σε επιστημολογικά ζητήματα της αρχαιολο-
γίας. Έτσι οι ψηφιακές εικόνες παρέμειναν μακριά από τον σύγχρονό τους μεταδιαδικαστικό επιστημολογικό αναστο-
χασμό και ο ερευνητικός χώρος παραγωγής τους θεωρούσε δεδομένη τη δυνατότητα της τεχνολογίας να οδηγήσει την
έρευνα στη μία, μοναδικά αυθεντική και αληθινή αναπαράσταση του παρελθόντος, χωρίς να αναρωτιέται κατά πόσο
αυτό είναι δυνατόν ή αν υπάρχει όντως μία και μοναδική αληθινή ανασύνθεση του παρελθόντος.
Από τις αρχές του 1990 υπήρξαν διάφορες περιπτώσεις κατά τις οποίες διατυπώθηκε το ίδιο αίτημα για μετα-
τροπή των ψηφιακών εικόνων από απλές οπτικοποιήσεις σε εργαλεία αρχαιολογικής ανάλυσης. Σημειώθηκε ότι ακόμη
και η απλή οπτικοποίηση προσφέρει μια βάση για περαιτέρω γνώση του παρελθόντος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγ-
μα από το χώρο του προϊστορικού Αιγαίου είναι η ψηφιακή αναπαράσταση της Τούμπας Θεσσαλονίκης (Κotsakis,
Andreou, Vargas & Papoudas, 1994). Η αποτύπωση και αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής σε AutoCAD βοήθησε
στη διευκρίνιση της σχέσης αρχιτεκτονικών καταλοίπων και στρωματογραφίας, με αποτέλεσμα την αποσαφήνιση της
σημασίας κάποιων αποθέσεων πηλοπλίνθων, μάλλον καταλοίπων εξεδρών. Η Τούμπα Θεσσαλονίκης ήταν μάλλον
η εξαίρεση της εποχής, όταν η κυρίως τάση εξακολουθούσε να αναζητά τεχνικές για την κατά το δυνατόν πιστότερη
αναπαράσταση κτηρίων του παρελθόντος. Η επιστημολογική κριτική σε αυτή την τάση υποστήριξε ότι καμία αναπα-
ράσταση ή άλλη απεικόνιση κτηρίου του παρελθόντος δεν είναι αυθεντική ή αντικειμενική με την έννοια της πλήρως
πιστής μίμησης, καθώς υπάρχουν πάντοτε υποθετικά τμήματα.
Αντίστοιχα ερωτήματα προέκυψαν για τη φυσικότητα και τη ρεαλιστικότητα των ψηφιακών εικόνων. Όσο ρεα-
λιστικές, λόγου χάρη, και αν είναι οι ψηφιακές αναπαραστάσεις, πόσο πιο «φυσικά» ή πιο ρεαλιστικά είναι τα χρώματα
και οι υφές που προσομοιώνονται ψηφιακά σε σχέση με τη χημική αποτύπωση των πραγματικών χρωμάτων που επιτυγ-
χάνεται με τη χρήση του φωτογραφικού φιλμ; Πόσο «φυσικά» μπορεί να αισθάνεται ένας θεατής εικόνων όταν πρέπει
να διαθέτει ολόκληρο εξοπλισμό, είτε αυτός είναι η στολή εμβύθισης σε περιβάλλον δυνητικής πραγματικότητας, είτε
πρόκειται για την οθόνη του υπολογιστή; Όπως σημειώνουν οι Bolter και Grusin (1999, σ. 21–62), όσο πιο πολύ χρη-
σιμοποιούμε τα μέσα για να πετύχουμε μια διαφανή, αδιαμεσολάβητη εγγύτητα προς τον εξωτερικό κόσμο, τόσο πιο
πολύ αυτή η προσπάθεια υπερδιαμεσολαβείται από τεχνικά μέσα (Εικόνα 2.12). Επομένως η πιστή απομίμηση αποτελεί
μάλλον χιμαιρικό στόχο, ο οποίος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι επιτυγχάνεται, οδηγεί σε «υπερβολικά ρεαλιστικές» απο-
δόσεις του παρελθόντος. Με τον όρο αυτό εννοείται η υπερπροσφορά ερμηνευτικών λεπτομερειών που προσφέρει μια
πλήρης ψηφιακή αναπαράσταση. Αυτή η υπερπροσφορά εικονιστικών ερμηνειών θεωρήθηκε ότι καθίσταται δύσπεπτη
για τον θεατή, με αποτέλεσμα την άμβλυνση της κριτικής του διάθεσης. Η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε αφορμή να ανα-
ζητηθούν λύσεις προκειμένου να δοθεί ερευνητικό βάθος στις αναπαραστάσεις, ώστε να σταματήσουν να θεωρούνται
τα παγιωμένα αποτελέσματα της έρευνας και να αποτελέσουν αφενός αποτελέσματα μιας δυναμικής και κριτικής ερευ-
νητικής διαδικασίας και αφετέρου αφορμές για περαιτέρω διαλεκτική διερεύνηση της σημασίας των αρχιτεκτονικών
καταλοίπων του παρελθόντος, επιτρέποντας πολλαπλές προσεγγίσεις σε αυτά.

Εικόνα 2.12 Immediacy – hypermediacy – remediation.


38
Στις προτεινόμενες λύσεις που αναφέρει η Wittur περιλαμβάνεται η ενεργή συμμετοχή των αρχαιολόγων στην
εκπόνηση αναπαραστάσεων, ώστε να μπορούν να εμπλουτίζουν τη διαδικασία με τον ερευνητικό τους προβληματισμό
και έτσι να αποφεύγονται απλοϊκές αναπαραστάσεις. Οι τελευταίες οφείλουν να διαθέτουν διαφάνεια ως προς τις ερ-
μηνευτικές υποθέσεις που οπτικοποιούν. Έτσι τα υποθετικά τμήματα ενός κτηρίου είναι δυνατό να απεικονίζονται είτε
πιο διάφανα σε σχέση με τα βέβαια τμήματα, είτε με αποχρώσεις του γκρίζου αντί χρώματος, είτε τέλος και μόνο με
γραμμική απόδοση. Σε άλλο επίπεδο η διαφάνεια επιδιώχθηκε μέσα από τη δημοσιοποίηση της διαδικασίας δημιουρ-
γίας των αναπαραστάσεων. Η λύση αυτή μάλιστα ενίσχυσε το κομμάτι της αρχιτεκτονικής ανάλυσης, καθώς έδωσε
έμφαση στην ανακατασκευή των αρχαίων κτηρίων βήμα βήμα, ενώ ανέδειξε και τα πρακτικά πλεονεκτήματα ενός
ψηφιακού προπλάσματος, όπως η δυνατότητα πολλαπλών αρχιτεκτονικών τομών ή η ακρίβεια ψηφιακής επαλήθευσης
οικοδομικών ζητημάτων (π.χ. η αντοχή τεχνικών στέγασης κατά την αρχαιότητα). Έτσι η συμβολή των εικόνων αυτών
ξεπέρασε τον περιορισμό της οπτικοποίησης της αρχαιολογικής ερμηνείας, εφόσον τονίσθηκε ο ρόλος τους στο στάδιο
της ανάλυσης των αρχιτεκτονικών δεδομένων.
Μια άλλη λύση, η οποία στοχεύει κυρίως στην κριτική εγρήγορση, είναι η αντιπαράθεση εναλλακτικών ανα-
παραστάσεων, δυνατότητα που επίσης προσφέρει με ευκολία η ψηφιακή τεχνολογία. Ήδη αναφέρθηκε το παράδειγμα
της ανασκαφής στο Τσατάλ Χουγιούκ, με τη συνδυασμένη και σχεδόν καθημερινή παραγωγή ανασκαφικών σκαρι-
φημάτων, ελεύθερων καλλιτεχνικών σχεδίων και ψηφιακών αναπαραστάσεων ως μέσων πλαισίωσης μιας δυναμικής
ανταλλαγής απόψεων για τη σημασία των υλικών καταλοίπων μεταξύ των μελών της ανασκαφικής ομάδας (Swogger,
2000). Εδώ το ζητούμενο σε μεγάλο βαθμό ήταν οι θεωρητικές αφορμές των αρχαιολόγων και η έκθεση και κριτική
ανασκευή της επιρροής που ασκούν οι αφορμές αυτές στη διαδικασία συλλογής δεδομένων και βέβαια σε μια πρώτη
ερμηνεία τους. Αντίστοιχα η δυνητική αρχαιολογία προχώρησε σε εφαρμογές με πολλαπλά σενάρια αναπαράστασης,
επιτρέποντας στον χρήστη ερμηνευτικές επιλογές και κριτική αντιμετώπιση του κάθε σεναρίου.
Οι παραπάνω προτάσεις για διαφάνεια και κριτική εγρήγορση αποδόμησαν τη μία και μοναδική αναπαράσταση
και εδραίωσαν την άποψη ότι οι ψηφιακές εικόνες δεν αποτελούν αυτοσκοπό ή τέλος της έρευνας, αλλά ένα μέσο για τη
γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και επομένως και για τη συνέχισή της. Ταυτόχρονα αποκρυσταλλώθη-
καν ως αρχές και θεμιτά μέσα υλοποίησης αναπαραστάσεων στον λεγόμενο «Χάρτη του Λονδίνου για την οπτικοποί-
ηση της πολιτισμικής κληρονομιάς βάσει υπολογιστών» (Beacham, Nicolucci, Denard, Hermon & Bentkowska-Kafel,
2009). Ο Χάρτης του Λονδίνου δίνει έμφαση, έστω και έμμεση, στην ίδια την ψηφιακή εικόνα. Αντίθετα το κέντρο
βάρους της ερευνητικής συζήτησης κατά τα τελευταία χρόνια μεταφέρεται όλο και περισσότερο στο χαρακτήρα των
ψηφιακών εικόνων ως συγκεκριμένων μεθοδολογικών εργαλείων για συγκεκριμένες ερευνητικές εργασίες. Ζητήματα
όπως ο βαθμός ρεαλισμού, ο βαθμός αποκατάστασης ή υποθετικής ερμηνείας θεωρούνται ότι πρέπει να υπάγονται στο
πλαίσιο του ευρύτερου ερευνητικού ερωτήματος, μέσα στο οποίο αποκλειστικά είναι δυνατό να διατηρήσει την επιστη-
μονική της αξία με τρόπο λειτουργικό η όποια ψηφιακή εικόνα.
Η Wittur θεωρεί ότι από το 2006 και μετά η συζήτηση γύρω από τον επιστημολογικό χαρακτήρα των ψηφιακών
εικόνων κοπάζει. Ωστόσο η πρόσφατη ανανέωση του Χάρτη του Λονδίνου (Denard, 2012) και η ίδια η διατριβή της
Wittur μάλλον αντικρούουν το απαισιόδοξο σχόλιό της. Η δουλειά της Wittur είναι σημαντική διότι θέτει κάποια ζητή-
ματα επιστημολογικής ηθικής με τρόπο σαφή και συστηματικό ως προς τις προϋποθέσεις και τους τύπους ψηφιακών
εικόνων (Wittur, 2013, σ. 15–36). Οι προϋποθέσεις περιλαμβάνουν παρόμοιες κατευθύνσεις και επισημάνσεις με το
Χάρτη του Λονδίνου, όπως:
• να συμμετέχουν ενεργά οι αρχαιολόγοι στη διαδικασία δημιουργίας των εικόνων,
• να επισημαίνονται τα λιγότερο και περισσότερο υποθετικά τμήματα,
• η εικόνα δεν αποτελεί αναπαράσταση της πραγματικότητας,
• να παρέχονται τα δεδομένα τεκμηρίωσης,
• να αναπτύσσεται θεωρητικός λόγος πάνω στο ρόλο και τη σημασία της εικόνας,
• να υπάρχει έλεγχος ποιότητας,
• να λαμβάνονται υπόψη ο στόχος και το κοινό των ψηφιακών εικόνων.
Οι ψηφιακές εικόνες με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις ορίζονται μόνο ως μέρη ενός ευρύτερου ερευνητικού
πλαισίου και επομένως μόνο ως ερευνητικά εργαλεία και κατατάσσονται στους εξής τύπους:
• εικόνες με τις οποίες δοκιμάζονται νέες τεχνικές
• ψυχαγωγικές εικόνες, π.χ. υπόβαθρα σε ταινίες του κινηματογράφου με ιστορικό θέμα

39
Εικόνα 2.13 Ψηφιακή προσομοίωση φωτισμού στο εσωτερικό νεολιθικής κατοικίας στη θέση Κουτρουλού Μαγούλα. Με
την άδεια του Κ. Παπαδόπουλου.

• εικόνες τεκμηρίωσης της ανασκαφικής διαδικασίας


• εικόνες επικοινωνιακού χαρακτήρα, είτε με προορισμό κάποιο μουσείο είτε ακόμη και για τηλεοπτικά
ντοκιμαντέρ ή ηλεκτρονικά παιχνίδια
• εικόνες ως περιβάλλοντα διεπαφής βάσεων δεδομένων, κυρίως ΓΣΠ, οι οποίες επιτρέπουν στον χρή-
στη να θέσει ερωτήματα και να λάβει απαντήσεις με πιο εύχρηστο και άμεσο τρόπο απ’ ό,τι αν διατύπωνε ερωτήματα
απευθείας στη βάση δεδομένων, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση ενός χάρτη κατανομής οικισμών σε σχέση με
πηγές νερού, που είναι πιο εύληπτος από μια αντίστοιχη περιγραφή με τη μορφή κειμένου
• εικόνες ανασύστασης ή προσομοίωσης μιας ανασκαφής, με στόχο να καταστήσουν την ανασκαφική
διαδικασία επαναλήψιμη, έστω και σε εικονικό επίπεδο
• εικόνες ως εργαλεία επιστημονικής ανάλυσης, σχετικά με θέματα όπως η δομή ενός κτηρίου, οι φωτι-
στικές συνθήκες στο εσωτερικό του, η χρήση του, η θέση του στο τοπίο, η ανάπλαση τοπίων, αστρονομικές παρατηρή-
σεις στο τοπίο, ζητήματα οπτικής επαφής από και προς ένα κτήριο σε σχέση με το περιβάλλον του ή μεταξύ των χώρων
του.
Τέλος τα πρακτικά ενός συνεδρίου με θέμα τη στοχευμένη χρήση ψηφιακών μέσων ως αναλυτικών εργαλείων
στην αρχαιολογική έρευνα προσθέτουν και εξειδικεύουν τον προηγούμενο σχετικό αναστοχασμό (Chrysanthi, Flores
& Papadopoulos). Εδώ υπάρχουν τουλάχιστον δύο ενδιαφέροντα παραδείγματα από το χώρο της αρχαιολογίας του
προϊστορικού Αιγαίου. Η ψηφιακή ανακατασκευή προϊστορικών κτηρίων παρήγαγε προτάσεις για τη μορφή των κτη-
ρίων, για τον τρόπο κατάρρευσής τους, κυρίως όμως για τις συνθήκες φωτισμού των χώρων αυτών (Papadopoulos,
2010, Εικόνα 2.13). Η ψηφιακή αναπαράσταση δωματίων του υστεροκυκλαδικού οικισμού στο Ακρωτήρι της Θήρας
έδωσε πληροφορίες για τη διαδικασία τοιχογράφησης του χώρου, επιβεβαιώνοντας παλαιότερες παρατηρήσεις επί τη
βάσει της τεχνοτροπίας των τοιχογραφιών, ενώ προώθησε την κατανόηση της επικοινωνιακής αξίας των τοιχογραφιών
(Paliou, 2011).
40
Εικόνα 2.14 Ψηφιακή αναπαράσταση της βίλας της Λιβίας στο πλαίσιο του κυβερνοαρχαιολογικού ερευνητικού προ-
γράμματος του Forte (2008, σ. 96, εικ. 3). Με την άδεια του δημιουργού.

Στις τρέχουσες εξελίξεις πέρα από το Χάρτη του Λονδίνου μπορεί να ενταχθεί και η πρόσφατη δουλειά του
Maurizio Forte, ενός από τους πρωτοπόρους και κυριότερους εκπροσώπους της δυνητικής αρχαιολογίας. Ο Forte πα-
ρουσίασε πρόσφατα εφαρμογή δυνητικής αναπαράστασης της ρωμαϊκής βίλας της Λιβίας, συζύγου του Οκταβιανού
Αυγούστου στη Ρώμη (Forte 2008. Επίσης συμβολές στο Forte 2010, Εικόνα 2.14). Ο Forte θεωρεί ότι η εφαρμογή αυτή
ξεπερνάει τα όρια της δυνητικής αρχαιολογίας και περνάει σε ένα άλλο, διαφορετικό επιστημολογικό επίπεδο από τη
δυνητική αρχαιολογία, το οποίο ονομάζει κυβερνοαρχαιολογία (cyber-archaeology). Η κυβερνοαρχαιολογία ξεπερνά
τη δυνητική αρχαιολογία διότι είναι πιο δυναμική. Συγκεκριμένα, όποια και αν είναι η τεχνολογία που χρησιμοποιεί η
δυνητική αρχαιολογία, το αποτέλεσμα είναι ολοκληρωμένες αναπαραστάσεις, δηλαδή εικόνες στις οποίες έχει απεικο-
νισθεί και η παραμικρή λεπτομέρεια του εκάστοτε κτηρίου. Ο θεατής δεν έχει άλλο τρόπο για να διατηρήσει την κριτική
του εγρήγορση παρά μόνο μέσα από τη θέαση εναλλακτικών αναπαραστάσεων του ίδιου κτηρίου και επομένως έχει
συγκεκριμένες επιλογές.
Αντίθετα οι εφαρμογές της κυβερνοαρχαιολογίας προσφέρουν αρχικά μόνο ένα βασικό πρόπλασμα των αρχι-
τεκτονικών καταλοίπων και του περιβάλλοντος χώρου. Ο χρήστης ενεργεί πάνω σε αυτό και δημιουργεί ο ίδιος εναλ-
λακτικά σενάρια αποκατάστασης, τα οποία μπορούν να διαφέρουν είτε συνολικά είτε σε επιμέρους στοιχεία τους ως
προς το ρεαλισμό ή τη λεπτομέρεια. Έτσι ένας χρήστης που δεν είναι σίγουρος για την οροφή του κτηρίου του οποίου
την αναπαράσταση συμπληρώνει μπορεί να την εμφανίσει ως ημιδιαφανή ή και να μην την εμφανίσει καθόλου. Με τον
τρόπο αυτό ο κάθε χρήστης της εφαρμογής διαμορφώνει τη δική του εκδοχή αναπαράστασης του κτηρίου. Η εφαρμογή
σώζει τα επιμέρους σενάρια χρηστών και έτσι συσσωρεύει προοδευτικά γνώση σε σχέση με το ίδιο το μνημείο, ενώ τα
αποθηκευμένα σενάρια αποκατάστασης και ερμηνείας προσφέρουν τη δυνατότητα συγκριτικής αποτίμησης του μνη-
μείου. Μέσω όλων αυτών των δυνατοτήτων η εφαρμογή μπορεί να θεωρηθεί ένας οργανισμός που εξελίσσεται μέσα
από τη διάδρασή της με τους χρήστες. Έτσι συμβάλλει στην ανάλυση δεδομένων, την αποκατάσταση της μορφής, τη
41
διερεύνηση της χρήσης και την κατανόηση της σημασίας του μνημείου. Επομένως καλύπτει το σύνολο της μελέτης και
ερμηνείας του μνημείου με τρόπο δυναμικό και κριτικό, αλλά και συνάμα εκπαιδευτικό, καθώς πρόσβαση στην εφαρ-
μογή έχει και ο αρχαιολόγος, αλλά και το κοινό. Άρα το κυβερνοαρχαιολογικό επιστημολογικό πρόγραμμα καλύπτει και
την έρευνα και την προβολή και διαχείριση του παρελθόντος.
Από το ερευνητικό πρόγραμμα του Τσατάλ Χουγιούκ προέρχεται μία ακόμη ερευνητική πρωτοβουλία στο
πλαίσιο της κυβερνοαρχαιολογίας. Η Colleen Morgan (2009) έχει πρόσφατα περιγράψει τη δημιουργία ενός ψηφιακού
προπλάσματος του νεολιθικού οικισμού στο περιβάλλον του Second Life (Rufer-Bach, 2009), ενός περιβάλλοντος
στον κυβερνοχώρο με χαρακτήρα κοινωνικό και ψυχαγωγικό. Εκεί ο χρήστης συμμετέχει μέσω ενός avatar, δηλαδή
ενός ψηφιακού χαρακτήρα με τη μορφή ανδρείκελου ή, αλλιώς, ανθρωπομοιώματος, που το ελέγχει πλήρως ως προς
την εμφάνιση και την κίνηση. Ο χώρος είναι διαμορφωμένος με προσομοίωσεις του φυσικού και του ανθρωπογενούς
περιβάλλοντος, άλλοτε ρεαλιστικές και άλλοτε εντελώς φανταστικές. Ο κόσμος αυτός δίνει τη δυνατότητα κοινωνικής
δικτύωσης μέσω επαφής με τους χαρακτήρες άλλων χρηστών, ακόμη και πολιτικής δραστηριοποίησης, εφόσον πολλά
ευρωπαϊκά κόμματα έχουν ήδη διεξαγάγει μέρος των προεκλογικών τους εκστρατειών στο χώρο αυτό, καθώς και ψυχα-
γωγικής και εκπαιδευτικής χρήσης, όπως μέσα από μια επίσκεψη στην αντίστοιχη προσομοίωση του Λούβρου.
Εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες του Second Life, η ομάδα του Τσατάλ Χουγιούκ δημιούργησε ένα ψηφιακό
αντίγραφο του οικισμού, δηλαδή έναν νεολιθικό κυβερνοοικισμό (Εικόνα 2.15). Στο χώρο αυτό ο ψηφιακός χαρακτήρας
του επισκέπτη μπορεί να περιηγηθεί, να γνωρίσει με κάθε λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά του οικισμού και να έρθει
σε επαφή με άλλους χαρακτήρες με παρόμοια ενδιαφέροντα. Επιπρόσθετα έχει δημιουργηθεί πρόγραμμα πειραματικής
αρχαιολογίας μέσα στον κυβερνοχώρο, όπου ο ψηφιακός χαρακτήρας του χρήστη μπορεί π.χ. να χτίσει τη δική του
εστία μέσα σε κάποιον προδιαγεγραμμένο χώρο. Έτσι δίνεται η δυνατότητα σε ένα ευρύ κοινό, επιστημονικό και άλλο,
να αποκτήσει ένα είδος άμεσης –έστω και ψηφιακής– πρόσβασης στο Τσατάλ Χουγιούκ, με τρόπο διαφορετικό από
τον συνήθη, δηλαδή το κείμενο και την εικόνα, είτε σε έντυπη είτε σε ψηφιακή μορφή, ενώ, όσο περισσότεροι είναι οι
επισκέπτες, τόσο περισσότερα θα είναι και τα ερευνητικά οφέλη από τα αρχαιολογικά πειράματα που θα επιχειρήσουν.
Η δουλειά των Shanks και Webmoor (2013) συνοψίζει τον τρέχοντα αναστοχασμό για τη σχέση αρχαιολογικής
έρευνας και νέων τεχνολογιών. Οι Shanks και Webmoor εκκινούν από τον μη επαναλήψιμο χαρακτήρα της ανασκαφής
και τη χαρακτηρίζουν συγκυριακό γεγονός, ανάλογο των πειραμάτων της κβαντομηχανικής φυσικής. Τονίζουν συνα-
κόλουθα τον ενεργό ρόλο του αρχαιολόγου στη διαμόρφωση της αρχαιολογικής μαρτυρίας, για να υποστηρίξουν ότι
οι ψηφιακές εικόνες, καθώς και τα άλλα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο αρχαιολόγος, όπως τα γραμμικά σχέδια, τα
σκαριφήματα ημερολογίων, αλλά και τα κείμενα και οι βάσεις δεδομένων, δεν αποτελούν αναπαραστάσεις του παρελ-
θόντος, αλλά τρόπους διαμεσολάβησης ανάμεσα στο παρελθόν, τα υλικά του κατάλοιπα, τον αρχαιολόγο και το κοινό
τους, επιστημονικό και ευρύτερο.
Για τους Shanks και Webmoor οι εικόνες ορίζονται ως «πρόσθεσις» (prosthesis) και παρομοιάζονται με τα τε-
χνητά ανθρώπινα μέλη, τα οποία δεν αναπαριστούν την εικόνα που είχε ένας άνθρωπος προτού απολέσει το χέρι του,
το πόδι του κλπ., αλλά μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε πώς περίπου θα λειτουργούσε όταν είχε το δικό του μέλος. Οι
Shanks και Webmoor υποστηρίζουν ότι η αναπαραστατικότητα είναι μόνο η επιφάνεια της σημασίας των εποπτικών
μέσων της αρχαιολογικής έρευνας και ότι η ουσία τους έγκειται στην ικανότητά τους να μας εμπλέκουν ενεργά στο
υπό έρευνα κτήριο και να μας βοηθούν στην περαιτέρω παραγωγή γνώσης για το κτήριο καθαυτό και την εποχή του.

Εικόνα 2.15 Ψηφιακή αναπαράσταση του κτηρίου B79 και του εσωτερικού του στο περιβάλλον του Second Life. Με την
άδεια της Colleen Morgan και του ερευνητικού προγράμματος του Τσατάλ Χουγιούκ.
42
Η πρόταση αυτή αναδιατυπώνει τις κυριότερες επιστημολογικές κατακτήσεις της έρευνας από τις προτάσεις του προ-
γράμματος του Τσατάλ Χουγιούκ έως και τις τρέχουσες εξελίξεις, αλλά η πιο σημαντική της συμβολή είναι η δυνατό-
τητα που προσφέρει για συνεξέταση όλων των εποπτικών μέσων που έχει στη διάθεσή του ο αρχαιολόγος, συμβατικών
και ψηφιακών.
Μια άλλη έκφανση της συνεξέτασης συμβατικών και ψηφιακών μέσων αφορά μια εμβάθυνση του επιστημολο-
γικού αναστοχασμού, ο οποίος έχει πλέον συμπεριλάβει ακόμη και την τρέχουσα τάση της σταδιακής υποκατάστασης
έντυπων μορφών επικοινωνίας της έρευνας (δημοσιεύσεων ανασκαφών, μελετών, πρακτικών συνεδρίων κλπ.) από
ψηφιακά μέσα, όπως διαδικτυακές βάσεις δεδομένων, ιστολόγια, αλλά και μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Cochrane
& Russel, 2007). Μολονότι η εξέλιξη αυτή φαντάζει φυσιολογική και αναμενόμενη, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το
έντυπο συνόδευσε τη διάχυση και δημοσιοποίηση του αρχαιολογικού λόγου για το συντριπτικά μεγαλύτερο χρονικό
διάστημα της ύπαρξης της αρχαιολογίας ως επιστήμης. Επομένως κάποιες συμβάσεις, όπως η ανάγκη τοποθέτησης ει-
δικών πινάκων για φωτογραφίες ή / και σχέδια στις μονογραφίες, είχαν παγιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρούνται
αυτονόητες. Η είσοδος στην ψηφιακή εποχή επομένως αποτέλεσε μια σαφώς πιο θεμελιώδη ανατροπή απ’ ό,τι αρχικά
μπορεί να θεωρηθεί, εξού και η γενικότερη αναστοχαστική αφύπνιση πάνω στη σημασία και το ρόλο των μέσων επικοι-
νωνίας στην αρχαιολογική έρευνα.
Επιπρόσθετα η ψηφιακή τεχνολογία δεν έχει ακόμη εξαφανίσει τις παραδοσιακές συμβατικές μεθόδους δη-
μοσίευσης της έρευνας. Έτσι είμαστε στην πλεονεκτική θέση όπου είναι δυνατή η σύγκριση διαφορετικών μέσων και
η αποτίμησή τους. Μπορούμε ακόμη να εκτιμήσουμε τα πλεονεκτήματα της έντυπης δημοσίευσης, η οποία, έστω και
αν καταλαμβάνει περισσότερο χώρο από έναν ψηφιακό δίσκο ή είναι περιορισμένη σε έκταση ή επιλεκτική στον όγκο
των πληροφοριών που παραθέτει, διακρίνεται ωστόσο, ακριβώς για τους ίδιους αυτούς λόγους, για τη σταθερότητα και
τη μακροβιότητά της. Αυτά τα πλεονεκτήματα τονίζονται ιδιαίτερα όταν συγκρίνονται με τον ωκεανό των ψηφιακών
πληροφοριών, οι οποίες εμφανίζονται, μετασχηματίζονται και εξαφανίζονται με ρυθμούς που δεν είναι δυνατό να πα-
ρακολουθήσει και πόσο μάλλον να αξιολογήσει ο άνθρωπος (Lancaster, 2005, σ. 2). Αντίστροφα η ψηφιακή τεχνολογία
επιτρέπει την πρόσβαση και γρήγορη επεξεργασία σε τόσο μεγάλο όγκο δεδομένων ώστε ο αρχαιολόγος μπορεί και
πλέον οφείλει να δημοσιεύει όχι μόνο την τελική ανασκαφική έκθεση, αλλά και το αρχείο εργασιών πάνω στο οποίο
έχει βασιστεί η τελική έκθεση. Αυτή η δυνατότητα καθιστά την ερευνητική διαδικασία σαφώς πιο διαφανή σε σχέση
με το έντυπο, αφού η ερευνητική κοινότητα μπορεί πλέον να επαναλαμβάνει και να ελέγχει ως προς την ορθότητά του
κάθε βήμα του ανασκαφέα, από τη στιγμή που ακουμπά το ανασκαφικό σκαλίδι του στο χώμα μέχρι το τελικό του συ-
μπέρασμα.

5. Εικόνες και αρχαιολογικός λόγος: κενά και πιθανές κατευθύνσεις της έρευνας

Η μέχρι τώρα ιστορική αναψηλάφηση του προβληματισμού πάνω στη σημασία των εικόνων και ειδικότερα των σχεδί-
ων και των ψηφιακών αναπαραστάσεων στην αρχαιολογική έρευνα ανέδειξε το ρόλο των επιστημολογικών αλλαγών,
δηλαδή των αλλαγών στις βασικές αρχές της αρχαιολογίας ως επιστήμης, αλλά και των τεχνολογικών αλλαγών, δηλαδή
την πρόοδο στα μέσα που διαθέτει ο αρχαιολόγος. Επιπρόσθετα οι δύο αυτοί παράγοντες δεν επέδρασαν στην έρευνα
με τον ίδιο τρόπο σε όλη τη διάρκεια των δύο αιώνων ζωής της αρχαιολογικής επιστήμης. Αντίθετα η πρώτη εντύπωση
είναι μια σειρά από ανισοβαρείς επιρροές ως προς τη χρήση αρχιτεκτονικών σχεδίων στην αρχαιολογία. Για το λόγο
αυτό είναι χρήσιμη μια ανακεφαλαίωση, ώστε να προχωρήσουμε σε κάποιες γενικότερες διαπιστώσεις.
Οι παραδοσιακοί αρχαιολόγοι προφανώς και είχαν υπόψη τους ότι οι εικόνες δεν αποτελούν πιστές απομιμή-
σεις της πραγματικότητας, ούτε του παρελθόντος καθαυτό, ούτε των αρχιτεκτονικών του καταλοίπων. Γνώριζαν πολύ
καλά ότι τα σχέδια παρουσιάζουν μια επιλεκτική εικόνα της πραγματικότητας, συγκεκριμένα το αποτέλεσμα της έρευ-
νας των αρχαιολόγων και όχι γενικώς τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Επιπρόσθετα οι τεχνικές συμβάσεις των γραμμικών
σχεδίων ως προς την απόδοση όγκων, σκιάσεων κλπ. σημαίνουν ότι τα επιλεγμένα στοιχεία απεικονίζονται με τρόπο
σχηματικό και άρα συνοπτικό και ακόμη πιο επιλεκτικό. Ωστόσο οι παραδοσιακοί αρχαιολόγοι δεν προβληματίσθηκαν
γι’ αυτή τη σύνθετη σχέση ανάμεσα στην πραγματικότητα των υλικών καταλοίπων και τη συμβατική τους σχεδιαστι-
κή απεικόνιση. Θεώρησαν ότι ο αρχαιολόγος έχει την ικανότητα να ανασυνθέτει με τρόπο κατά το μάλλον ή ήττον
αντικειμενικό το παρελθόν και ότι επομένως τα αρχιτεκτονικά σχέδια διαθέτουν αντικειμενικότητα, έστω και αν είναι
επιλεκτικές απεικονίσεις της πραγματικότητας.
Οι αναπαραστάσεις αρχαίων μνημείων διαχωρίστηκαν από τα ανασκαφικά και τα υπόλοιπα τεχνικά σχέδια,
ακριβώς όπως η ερμηνεία στο παραδοσιακό παράδειγμα δεν συνδέεται οργανικά με τα προηγούμενα στάδια της έρευ-
νας και συνακόλουθα έχει μικρότερη σημασία. Ο διαχωρισμός ανάλυσης και ερμηνείας ταιριάζει και στον αντίστοιχο
και εξίσου σαφή διαχωρισμό των σχεδίων από τους αρχιτέκτονες σε τεχνικά (μετρήσιμα) και ελεύθερες αποδόσεις.
Άλλωστε αναφέρθηκε ότι ο Lloyd κατέκρινε τις τολμηρές αναπαραστάσεις μνημείων, έτσι ακριβώς όπως ένας παραδο-
43
σιακός αρχαιολόγος επικρίνει ερμηνείες των υλικών καταλοίπων που θεωρεί αντίστοιχα τολμηρές. Η σύμπτωση αυτή
των απόψεων μεταξύ αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων σίγουρα διευκόλυνε τη συνεργασία μεταξύ των δύο επιστημών
στην τεκμηρίωση και μελέτη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων του παρελθόντος.
Η νέα ή διαδικαστική αρχαιολογία δεν ανέπτυξε καν κάποιον αναστοχαστικό λόγο πάνω στα αρχιτεκτονικά
σχέδια, μολονότι αμφισβήτησε την παραδοσιακή αυθαίρετη σχέση μεταξύ της ανάλυσης και της ερμηνείας των αρχαι-
ολογικών δεδομένων. Αυτό συνέβη διότι η σχέση υλικών καταλοίπων και ερμηνείας για το διαδικαστικό παράδειγμα
αφορά δύο σημεία. Πρώτον, οι ανασκαφικές πρακτικές και οι υπόλοιπες μέθοδοι αρχαιολογικής έρευνας οφείλουν να
τυποποιηθούν ώστε να παράγουν πρωτογενή δεδομένα της ίδιας υψηλής ποιότητας και να επιτρέπουν έτσι τη σύγκριση
μεταξύ ευρημάτων διαφορετικών ανασκαφών ή άλλων προγραμμάτων αρχαιολογικής έρευνας. Η ερμηνεία είναι το
επόμενο στάδιο της έρευνας αυτής, όπου το αρχαιολογικό υλικό φωτίζει το πώς λειτουργούσαν οι κοινωνίες στο πα-
ρελθόν, πώς προσαρμόζονταν οι άνθρωποι στο φυσικό τους περιβάλλον για να επιβιώσουν και τι σχέσεις ανέπτυσσαν
μεταξύ τους για να προοδεύσουν κοινωνικά. Αυτό το επιστημολογικό πρίσμα καθιστά αφενός το ρόλο ενός τεχνικού
σχεδίου (κάτοψης, τομής) αυτονόητο και αφετέρου μια αναπαράσταση περιττή ή επουσιώδη, εφόσον το βάρος πέφτει
στη σχηματική, έως και διαγραμματική, απεικόνιση δεδομένων και συμπερασμάτων για τη λειτουργία της κοινωνίας.
Ο προβληματισμός σχετικά με το ρόλο των εικόνων εντοπίζεται, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στην τελευταία ει-
κοσαετία, ως αποτέλεσμα της έντονα αναστοχαστικής διάθεσης που χαρακτηρίζει το μεταδιαδικαστικό παράδειγμα
της αρχαιολογίας. Η διάθεση αυτή έχει συμπεριλάβει όλα τα είδη αρχαιολογικών εικόνων, όχι μόνο τα αρχιτεκτονικά
σχέδια. Ο σχετικός προβληματισμός ωστόσο επικεντρώνεται κυρίως στην επιρροή που ασκεί το ιστορικό και κοινωνικό
πλαίσιο του αρχαιολόγου στην έρευνά του, ιδίως στο επίπεδο αφενός της εννοιολογικής συγκρότησης της έρευνας και
αφετέρου της ερμηνευτικής παραγωγής. Οι εικόνες συνήθως αποτυπώνουν αυτή την επιρροή και επομένως υποβάλλουν
μια συγκεκριμένη πολιτική προσέγγιση του παρελθόντος. Ταυτόχρονα με τη μεταδιαδικαστική κριτική αναπτύχθηκε
μια δεύτερη τάση προβληματισμού, με αφορμή τη ραγδαία διείσδυση των ψηφιακών τεχνικών στην αρχαιολογική
έρευνα. Οι επιστημολογικές αφορμές της τάσης αυτής προέρχονταν από τη θετικιστική, ποσοτική, αναλυτική και εξη-
γητική πλευρά της αρχαιολογίας. Αποτέλεσε ουσιαστικά εξέλιξη του διαδικαστικού επιστημολογικού παραδείγματος
και επικεντρώθηκε κυρίως στις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών για ανανέωση των ερευνητικών μεθόδων, με στόχο
την κατά το δυνατόν ακριβέστερη αναπαράσταση του παρελθόντος. Σύντομα ωστόσο ο τελευταίος στόχος θεωρήθηκε
χιμαιρικός, και πλέον η λεγόμενη «δυνητική αρχαιολογία» χαρακτηρίζεται από επιστημολογικό αναστοχασμό εξίσου
έντονο με τον αντίστοιχο μεταδιαδικαστικό ως προς το χαρακτήρα και το ρόλο των ψηφιακών εικόνων στην αρχαιολο-
γία. Τα κυρίαρχα ερωτήματα εξετάζουν τη σχέση μνημείου, εικόνας, ερευνητή και θεατή, ειδικότερα το αν οι ψηφιακές
εικόνες (θα έπρεπε να) είναι αυτόνομες ή απόλυτα ενταγμένες στο γενικότερο πλαίσιο της έρευνας που τις παράγει και
το πώς θα διατηρηθεί η κριτική εγρήγορση του κοινού που τις καταναλώνει σε σχέση με ζητήματα όπως η αυθεντικό-
τητα και ο ρεαλισμός της αναπαράστασης.
Επομένως η δυνητική αρχαιολογία έχει πλέον συγκλίνει στα ερωτήματα που έθεσε η μεταδιαδικαστική αρ-
χαιολογία, πολλά από τα οποία έχουν επηρεάσει συνολικά την αρχαιολογική σκέψη, ιδίως κατά την τελευταία δεκα-
πενταετία, με τον τερματισμό του πολέμου χαρακωμάτων μεταξύ διαδικαστικών και μεταδιαδικαστικών απόψεων.
Μάλιστα ο Ezra Zubrow (2010) έχει πρόσφατα υποστηρίξει ότι η κυβερνοαρχαιολογία είναι η έμπρακτη γεφύρωση
του χάσματος μεταξύ διαδικαστικής και μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας, καθώς και το πιο πιθανό πεδίο επιβίωσης της
κύριας επιστημολογικής κληρονομιάς των μεταδιαδικαστικών. Η κληρονομιά αυτή είναι το αίτημα για άνοιγμα των αρ-
χαιολογικών δεδομένων σε πολλές, ποικίλες και, ει δυνατόν, ετερόκλητες ή και μεταξύ τους αντικρουόμενες ερμηνείες.
Το αίτημα αυτό βασίζεται στην αναγνώριση της πολυσημίας του υλικού πολιτισμού, η οποία ακυρώνει εκ θεμελίων
την όποια απόπειρα προώθησης μιας αρχαιολογικής ερμηνείας ως της μοναδικά ορθής ή έστω της πιο βαρύνουσας
εξήγησης των αρχαιολογικών δεδομένων. Σύμφωνα με τον Zubrow, η δυνατότητα που δίνει η κυβερνοαρχαιολογία για
εναλλακτικά σενάρια αποκατάστασης ενός κτηρίου με ταυτόχρονη αποτύπωση των υποθετικών τμημάτων, αλλά και
για τη διατήρηση των σεναρίων αυτών και των συγκριτικών αναλύσεων μεταξύ των σεναρίων ουσιαστικά υλοποιεί το
μεταδιαδικαστικό αίτημα, ενώ ταυτόχρονα η οπτικοποίηση της ερμηνείας την εκθέτει στην κριτική και την περαιτέρω
επιστημονική επαλήθευση, καλύπτοντας έτσι και τις απαιτήσεις της θετικιστικής και εμπειριστικής έρευνας, που έχει
διαδεχθεί τη διαδικαστική σχολή στην αρχαιολογική έρευνα σήμερα.
Παρά τη σύγκλιση αυτή όμως κάποια σημαντικά κενά στην έρευνα εξακολουθούν να υφίστανται. Κατ’ αρχάς
η αρχαιολογία του προϊστορικού Αιγαίου έχει επηρεαστεί σχετικά αποσπασματικά από την ανάπτυξη του θεωρητικού
προβληματισμού για τις αρχαιολογικές εικόνες. Ο όποιος προβληματισμός, παρά τις εξαιρέσεις (π.χ. Ευαγγελίδης,
2003. Paliou, 2011. Chrysanthi, Flores & Papadopoulos, 2012), είτε ερείδεται απόλυτα στη μεταδιαδικαστική κριτική
και επικεντρώνεται στην επίδραση που ασκεί το κοινωνικό και ιδεολογικό υπόβαθρο των αρχαιολόγων στην αναπαρά-
σταση και εν γένει ερμηνεία των αρχαιολογικών καταλοίπων, είτε ακολουθεί μια σαφή θετικιστική γραμμή με έμφαση
στις νέες τεχνολογίες καθαυτές. Συνολικά η αιγαιακή αρχαιολογία ακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις σποραδικά και
αποσπασματικά. Πέρα από το χώρο του Αιγαίου παρατηρείται έλλειψη θεωρητικού λόγου σχετικά με τις συμβατικές
απεικονίσεις αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Η έλλειψη αυτή, που την έχουν επισημάνει οι Smiles και Moser (2005, σ. 9),
44
δεν αφορά τόσο τη φωτογραφία, καθώς για την τελευταία έχει αναπτυχθεί αρκετά λεπτομερής προβληματισμός. Αυ-
τός ο προβληματισμός όμως αποτελεί ένα ιδιαίτερο ζήτημα από μόνος του (βλ. τη σχετική αναφορά στο προηγούμενο
κεφάλαιο) και επομένως ξεπερνά τα όρια αυτής της μελέτης. Αντίθετα η έλλειψη αφορά τα γραμμικά σχέδια και τις
ζωγραφικές απεικονίσεις της προϊστορικής αρχιτεκτονικής. Τα γραμμικά σχέδια –συμπεριλαμβανομένων και των ανα-
σκαφικών κατόψεων και των στρωματογραφικών τομών– είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τη μελέτη και την κατανόηση
της μορφής, λειτουργίας και σημασίας των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, ενώ η παραγωγή τους συνδέεται στενά με την
αντίστοιχη εκπόνηση ελεύθερων ζωγραφικών αναπαραστάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στο βιβλίο των
Smiles & Moser τα σχετικά κεφάλαια δεν καλύπτουν την έλλειψη που επισημαίνουν στην εισαγωγή τους οι επιμελητές
του έργου. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η άποψη των Shanks και Webmoor ότι ο αρχαιολόγος οφείλει να διαμορφώνει
λεπτομερές πρόγραμμα εικονογράφησης των δεδομένων του και μια «οπτική οικονομία» της έρευνάς του, συμπεριλαμ-
βάνοντας συμβατικές και ψηφιακές εικόνες ανεξαιρέτως.

6. Η συνεξέταση συμβατικών και ψηφιακών εικόνων

Είναι τελικά δυνατή ή επιστημολογικά θεμιτή η συνεξέταση συμβατικών και ψηφιακών εικόνων, την οποία επιχειρεί το
παρόν βιβλίο; Σύμφωνα με τους Shanks και Webmoor, η απάντηση είναι καταφατική, αλλά, με δεδομένη τη γενικότερη
έλλειψη αντίστοιχων απόψεων, η καταφατική απάντηση καθίσταται προβληματική. Μάλιστα σε αντίστοιχο ερώτημα
σχετικά με τις εικόνες στην έρευνα των θετικών επιστημών οι Lüthy και Smets (2009) διαπιστώνουν τη χρήση μεγάλης
ποικιλίας εποπτικών μέσων, όπως τα διαγράμματα, τα γραφήματα και –κυρίως κατά τον 17ο αιώνα– οι αλληγορικές
απεικονίσεις. Τα εποπτικά αυτά μέσα ούτε ονομάζονται με τον ίδιο τρόπο από όλους τους ερευνητές, ούτε χρησιμοποι-
ούνται με όμοιο τρόπο. Για τους λόγους αυτούς οι Lüthy και Smets καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατό
να μελετήσει κανείς τη σημασία των εικόνων στον επιστημονικό λόγο με τρόπο αφηρημένα συστηματικό. Αντίθετα θα
πρέπει να τις εξετάσει κατά περίπτωση και ιστορικά, δηλαδή μέσα στο επιστημονικό και ιστορικό πλαίσιο που τις παρή-
γαγε, καθώς διαφορετικές εποχές χρησιμοποίησαν διαφορετικές ορολογίες για να κατατάξουν τα εποπτικά βοηθήματα
της επιστήμης.
Αν ο προβληματισμός των Lüthy και Smets επεκταθεί συμπεριλαμβάνοντας και την προϊστορική αρχαιολογία
του Αιγαίου, τότε η συνεξέταση αρχιτεκτονικών σχεδίων και σχετικών ψηφιακών εικόνων φαντάζει σε πρώτη ματιά
δύσκολη. Είναι γεγονός ότι άλλες ήταν οι δυνατότητες των αρχών του 20ού αιώνα, όταν η αναπαραγωγή σχεδίων στις
δημοσιεύσεις ανασκαφών βασιζόταν στη χαρακτική τέχνη, και άλλες δυνατότητες προέκυψαν με την εκτύπωση τύπου
offset. Αντίστοιχα κάποτε ήταν αδύνατο να επισκέπτεται συχνά ένας αρχιτέκτονας μια ανασκαπτόμενη θέση. Μπορού-
σε να μεταβεί άπαξ, συνήθως στο τέλος της ανασκαφικής περιόδου, και να αποτυπώσει όλα τα αρχιτεκτονικά κατά-
λοιπα που είχε αποκαλύψει η αρχαιολογική εργασία στο προηγούμενο διάστημα. Σήμερα οι μετακινήσεις είναι σαφώς
πιο εύκολες. Εάν μαζί με αυτές τις πρακτικές συνθήκες συνυπολογίσει κανείς και τις αλλαγές που έχουν επέλθει στην
αρχαιολογική σκέψη, και συνεπώς και στα ερωτήματα που εξετάζουμε εδώ μέσα από τα αρχιτεκτονικά –εν προκειμένω,
αλλά σαφώς όχι μόνο– κατάλοιπα, τότε καταλαβαίνουμε ότι κάθε εποχή διαμόρφωσε τη δική της «πειθαρχία». Με τη
λέξη αυτή αποδίδεται ο όρος «discipline», ο οποίος εννοεί την επιστήμη ως συστηματική και συνεπή άσκηση θεωρίας,
μεθόδου και πρακτικής.
Υπάρχουν όμως λόγοι που δεν μας επιτρέπουν να είμαστε τόσο απαισιόδοξοι όσο οι Lüthy και Smets. Στην
εισαγωγή του βιβλίου αυτού αναφέρθηκε ήδη ότι διαφορετικές αρχαιολογικές αποστολές στην Ελλάδα των αρχών του
20ού αιώνα χρησιμοποίησαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια με εντελώς διαφορετικούς τρόπους, παρά το γεγονός ότι λει-
τουργούσαν εν πολλοίς μέσα στο ίδιο επιστημολογικό παράδειγμα και την ίδια «πειθαρχία». Επομένως ούτε μέσα στην
ίδια περίοδο δεν μπορούμε να έχουμε αυτή την επιθυμητή ενότητα ορολογίας ή επιστημολογικών αρχών χρήσης των
εικόνων, ιδίως των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Επιπρόσθετα, παρ’ όλες τις αλλαγές στην αρχαιολογική σκέψη, η αποτύ-
πωση και μελέτη των προϊστορικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων του Αιγαίου διακρίνεται και από κάποιες σταθερές, οι
οποίες είναι εξίσου –αν όχι περισσότερο– σημαντικές από τα σημεία διαφοροποίησης μεταξύ πρακτικών διαφορετικών
εποχών. Έτσι η αρχαιολογική δράση εντοπίζεται κυρίως στον 20ό αιώνα και πολύ λιγότερο στον 19ο, ο οποίος, με εξαί-
ρεση το τελευταίο του τέταρτο και κάποιες πιο πρώιμες και μεμονωμένες περιπτώσεις οργανωμένων αρχαιολογικών
ερευνών, αποτελεί μάλλον προοίμιο στην καθιέρωση της προϊστορίας του Αιγαίου ως επιστημονικά συγκροτημένου
κλάδου της αρχαιολογικής επιστήμης. Συνακόλουθα ο κλάδος αυτός έχει μια σχετικά μεγαλύτερη ενότητα σε σύγκριση
με τον αντίστοιχο για την προϊστορία της Βρετανίας, που αναφέρθηκε πιο πάνω σε συνάρτηση με τη μελέτη του Piggott
και ο οποίος καλύπτει τρεις αιώνες.
Μέσα σε αυτά τα 150 περίπου χρόνια που έχουν περάσει από τη συγκρότηση της προϊστορικής αρχαιολογίας
στο Αιγαίο μέχρι σήμερα τα συμβατικά γραμμικά αρχιτεκτονικά σχέδια έχουν σταθερή παρουσία στις δημοσιεύσεις
ανασκαφών. Επομένως είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι οι κύριοι επιμέρους τύποι σχεδίων έχουν παραμείνει σταθεροί
και ότι το ίδιο συμβαίνει και με τους τρόπους με τους οποίους αυτά τα σχέδια κωδικοποιούν την αρχιτεκτονική ή / και
45
αρχαιολογική πληροφορία και την παρουσιάζουν οπτικά. Σημαντικός παράγοντας για τη σταθερή αυτή σχέση σχεδίων
και αρχαιολογικού επιστημονικού λόγου είναι η εξίσου σταθερή και εμφανής παρουσία αρχιτεκτόνων και η συνεργασία
τους με τους προϊστορικούς αρχαιολόγους. Μολονότι υπήρξαν και υπάρχουν ανασκαφές που δεν διαθέτουν αρχιτέκτο-
να και δείχνουν μια προτίμηση για εναλλακτικούς τρόπους αποτύπωσης και μελέτης της αρχιτεκτονικής (π.χ. τις αποτυ-
πώσεις τις κάνουν σχεδιαστές, τοπογράφοι ή και οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι), η συνεργασία των αρχιτεκτόνων επιβλήθηκε
εξαρχής στην αρχαιολογική έρευνα, είτε επειδή τα προϊστορικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα είναι συχνά μνημειακά και
σύνθετα (π.χ. ανάκτορα Κνωσού, Μυκηνών), είτε επειδή η πνευματική κληρονομιά του δυτικού πολιτισμού εξαρχής
οδήγησε τους αρχιτέκτονες να αναπτύξουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχαία και κατ’ επέκταση για την προϊστορική
αρχιτεκτονική.
Μοναδικό ίσως σημείο τομής, ανάλογο με αυτό που εννοούν οι Lüthy και Smets, αποτελεί η τελευταία εικο-
σαετία, με την έντονη διείσδυση της ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά και αυτή η τομή είναι ψευδής. Από τη σκοπιά της
δυνητικής αρχαιολογίας ο Bernard Frischer (2008) συνδέει την εισαγωγή των ψηφιακών μέσων στην αρχαιολογική
έρευνα με τη γενικότερη ανάγκη για οπτικοποίηση των αποτελεσμάτων της, ανάγκη που είναι σύμφυτη με την ίδια
την αρχαιολογική επιστήμη καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Τα ψηφιακά μέσα ξεκίνησαν ως ένας ακόμη, εναλ-
λακτικός και τεχνικά εξελιγμένος, τρόπος απεικόνισης και αναπαράστασης των υλικών καταλοίπων και στη συνέχεια
εξελίχθηκαν σε μεθοδολογικό πολυεργαλείο. Αν δώσουμε έμφαση στις σημερινές δυνατότητες των ψηφιακών εικόνων,
τότε προκύπτει ένα χάσμα σε σχέση με τα γραμμικά σχέδια. Αν όμως λάβουμε υπόψη τις καταβολές τους, τότε οι ψη-
φιακές εικόνες είναι τα σύγχρονα αντίστοιχα των συμβατικών σχεδίων και τοποθετούνται στο ίδιο γενικό πλαίσιο με
τα τελευταία. Η συμβολή τους μπορεί να κριθεί με βάση συμβατικά ή γενικότερα κριτήρια που αφορούν τους οπτικούς
τρόπους δημιουργίας και μετάδοσης της γνώσης. Επομένως, αντί να διαχωρίζουμε τα συμβατικά αρχιτεκτονικά σχέδια
από τις ψηφιακές εικόνες λόγω του συγκεκριμένου θεωρητικού λόγου που έχει αναπτυχθεί γύρω από αυτές, θα ήταν
προσφορότερο να επεκταθεί ο θεωρητικός προβληματισμός για να συμπεριλάβει αφενός τα συμβατικά γραμμικά σχέδια
και αφετέρου περισσότερες πλευρές των ψηφιακών εικόνων.
Η αφορμή για μια τέτοια επέκταση του αρχαιολογικού αναστοχασμού μπορεί να αναζητηθεί στις ψηφιακές
εικόνες και μάλιστα στις τεχνικές δημιουργίας τους. Μολονότι οι τελευταίες θεωρούνται η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα
στις συμβατικές και τις ψηφιακές εικόνες, μια προσεκτικότερη ματιά δείχνει το αντίθετο. Για παράδειγμα, η δυνατότητα
ψηφιακής μετατροπής απλών φωτογραφιών σε ορθοφωτογραφίες με αυτόματη διόρθωση καθιστά τις φωτογραφίες με-
τρήσιμες και άρα σχεδόν ισοδύναμες με τις σχεδιαστικές αποτυπώσεις (ενδεικτικά Χατζόπουλος, 2008). Η αποτύπωση
με τρισδιάστατο σαρωτή λέιζερ συνδυάζει αφενός την ακρίβεια και αφετέρου την πιστότητα κατά την αποτύπωση της
πραγματικότητας ως προς το χρώμα, την υφή και οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια. Μολονότι οι τεχνικές αυτές υπο-
λείπονται ακόμη σε ευρύτητα διάδοσης, είναι θέμα χρόνου μέχρι να καταστούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής
αρχαιολογικής πρακτικής. Ήδη οι σαρωτές λέιζερ είναι σαφώς μικρότεροι σε μέγεθος και άρα πιο εύκολα φορητοί απ’
ό,τι λίγα χρόνια πριν. Με τις ψηφιακές γραφίδες και πινακίδες, είτε τις απλές σχεδιαστικές είτε τους μικρούς φορητούς
υπολογιστές σε μορφή πινακίδας (τύπου tablet), είναι δυνατή η σχεδίαση καταλοίπων ταυτόχρονα με το χέρι και με τον
υπολογιστή, σε λογισμικό ανυσματικού σχεδιασμού (Illustrator, CAD κλπ.). Το λογισμικό επιτρέπει επίσης την παράλ-
ληλη επεξεργασία και το συνδυασμό φωτογραφιών και ανυσματικών σχεδίων, και έτσι συνθέτει τη σχεδιαστική και τη
φωτογραφική τεχνική σε μια ενιαία διαδικασία παραγωγής εικόνων.
Οι τεχνικές της δυνητικής πραγματικότητας, όπως εφαρμόζονται με την πλέον σύνθετη μορφή τους στην κυ-
βερνοαρχαιολογία, συνδυάζουν τις τεχνικές σχεδίου και φωτογραφίας στο επίπεδο των πλέον βασικών τους αρχών. Στο
επίπεδο αυτό η φωτογραφία αποτελεί μηχανική αναπαραγωγή της πραγματικότητας (των αρχιτεκτονικών καταλοίπων).
Όσο και αν ο φωτογράφος παρεμβαίνει με τη γωνία θέασης και τις ρυθμίσεις του φωτογραφικού κλείστρου ως προς
την απόσταση και την έκθεση του θέματος της φωτογραφίας στο φως, η τελική διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη.
Αντίθετα στο γραμμικό σχέδιο όλα γίνονται με το ανθρώπινο χέρι. Την αυτοματοποιημένη διαδικασία του κλείστρου
την αντικαθιστά η ανθρώπινη πρόσληψη και η πορεία των οπτικών ερεθισμάτων από το μάτι στον εγκέφαλο και μετά η
εντολή στους νευρώνες του ανθρώπινου χεριού. Όπως ήδη σημειώθηκε, για τον Shanks η διαδικασία αυτή είναι σαφώς
πιο δημιουργική από τη φωτογραφία, διότι είναι εξ ολοκλήρου ανθρώπινη. Για το λόγο αυτό το σχέδιο αποτελεί εκ νέου
δημιουργία, αφού ακόμα και η παραμικρή κουκκίδα στο χαρτί απαιτεί ανθρώπινη παρέμβαση, ενώ στη φωτογραφία
η αποτύπωση γίνεται στο κύριο μέρος της μηχανικά. Οι ψηφιακές εικόνες συνδυάζουν τις δύο τεχνικές. Ακόμη και οι
εξαρχής ψηφιακές εικόνες, αυτές που στην αγγλική γλώσσα χαρακτηρίζονται «born-digital data» (εξαρχής ψηφιακά
δεδομένα), όπως οι τρισδιάστατες σαρώσεις μνημείων με λέιζερ, αποδίδουν μια αρχική εικόνα που έχει παραχθεί μη-
χανικά, αλλά μετά πρέπει να δεχτεί την επέμβαση του ανθρώπινου χεριού, προκειμένου να τονιστούν ή να προστεθούν
κάποια στοιχεία.
Μια εξαντλητική περιγραφή των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών απαιτεί πολύ περισσότερο χώρο από αυ-
τόν που προσφέρει η παρούσα μελέτη. Τα παραπάνω είναι απλώς ενδεικτικά παραδείγματα, τα οποία καθιστούν φανερό
το γεγονός ότι εντέλει η νέα τεχνολογία έχει επιτύχει κάτι σαφώς μεγαλύτερο και σημαντικότερο από την απλή γεφύρω-
ση σχεδίου και φωτογραφίας: Έχει ξαναθέσει τα ζητήματα ισορροπίας μεταξύ σχηματικότητας και περιγραφικότητας,
46
αναλυτικότητας και αναλογικότητας, φυσικής και συμβολικής συνάφειας με την πραγματικότητα, απελευθερώνοντας
την έρευνα από τους περιορισμούς των συμβατικών τεχνικών χάρη στη δυνατότητα που προσφέρει ώστε να έχουμε όσο
σχηματικές ή περιγραφικές απεικονίσεις επιθυμούμε, ανάλογα με την τεχνική και το επιθυμητό επίπεδο απεικόνισης της
πληροφορίας. Επομένως μια ψηφιακή εικόνα μπορεί να είναι όσο αναλυτικό εργαλείο ή, κατ’ αναλογία, ομοίωμα της
εξωτερικής πραγματικότητας επιθυμούμε, ενώ μπορεί να είναι επιλεκτικά αναλογική και αναλυτική ταυτόχρονα. Λόγου
χάρη, ένα ανυσματικό σχέδιο το οποίο απεικονίζει τη σύνδεση συγκεκριμένων σημείων με συγκεκριμένες ψηφιακές
συντεταγμένες μπορεί να συνδυαστεί με ένα φωτογραφικό υπόβαθρο το οποίο αποτελείται από πίξελ με διαφορετικές
χρωματικές και τονικές τιμές. Οι τιμές αυτές δεν είναι τίποτε άλλο παρά βαθμοί ευαισθητοποίησης μιας επιφάνειας.
Στην οθόνη του υπολογιστή συμβαίνει ό,τι και στη συμβατική φωτογραφία, με την ευαισθητοποίηση και το χρωματι-
σμό του χαρτιού μέσω των χημικών ή με την ευαισθητοποίηση του φιλμ από τις ακτίνες του ήλιου. Με αυτό τον τρόπο
η ψηφιακή τεχνική επιτρέπει την κατ’ αντιπαράσταση σύνθεση των δύο μεθόδων συμβατικών μεθόδων απεικόνισης,
του σχεδίου και της φωτογραφίας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόοδος στις ψηφιακές τεχνολογίες γεφυρώνει μεν τις διαφορές μεταξύ των επιμέ-
ρους ειδών αρχαιολογικών εικόνων, αλλά δεν τις αναιρεί. Υπογραμμίζεται ωστόσο ότι οι όποιες ασυμβατότητες δεν
πρέπει να αντιμετωπίζονται με απαισιοδοξία, αλλά να αντιμετωπίζονται ως αφορμές για γόνιμο προβληματισμό ως
προς το πώς θα πρέπει να γεφυρώνεται η διαφορά τους και το πώς μπορούν όλες οι εικόνες να ενταχθούν σε ένα ενιαίο
πλαίσιο εξέτασης. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι οι απεικονίσεις της προϊστορικής αρχιτεκτονικής, συμβατικές
και ψηφιακές, τεχνικά –δηλαδή μετρήσιμα– σχέδια και ελεύθερες αναπαραστάσεις, δισδιάστατες ή τρισδιάστατες, στα-
τικές ή δυναμικές, διαδραστικές ή μη και αντιληπτές είτε με εμβύθιση, είτε με την απλή οπτική πρόσληψη, είτε μέσω
ψηφιακού ανθρωπομοιώματος, αποτελούν ένα συνολικό κώδικα εκφοράς της αρχαιολογικής έρευνας βασιζόμενο σε
εικόνες. Αυτός ο εικονιστικός λόγος, όπως θα μπορούσε να αποκληθεί, δεν είναι απλώς τρόπος έκφρασης, αλλά και
ενεργό συστατικό της έρευνας. Είναι ταυτόχρονα παράγων, μέσο και αποτέλεσμα της διαδικασίας παραγωγής γνώσης
για το παρελθόν (για το φιλοσοφικό υπόβαθρο του ενεργού ρόλου των μέσων διεξαγωγής επιστημονικής έρευνας, βλ.
Agamben 2006/2009 και κυρίως Foucault, 1980, σ. 194–228. Μπουντουρίδης, 2007. Σιαμάνδουρας, 2011). Επομένως
η συνεξέταση των αρχαιολογικών εικόνων μπορεί να φωτίσει το βαθύτερο επιστημολογικό υπόβαθρο των αρχαιολόγων
που τις χρησιμοποίησαν, κι έτσι μια ιστορία της χρήσης των αρχαιολογικών εικόνων ισοδυναμεί με μια ιστορία της
αρχαιολογικής επιστήμης που επικεντρώνεται στην προϊστορική αρχιτεκτονική του Αιγαίου.

Βιβλιογραφία

Agamben, G. (2009). “What is an apparatus?” and other essays (μτφ. D. Kishik & S. Pedatella). Palo Alto: Stanford
University Press. ISBN: 978-0804762304 (πρωτότυπη έκδοση 2006).
Andrae, W. (1938). Das wiedererstandene Assur. Leipzig: J. C. Hinrichs.
Barcelό, J. A., Forte, M. & Sanders, D. H. (επιμ.) (2000). Virtual Reality in Archaeology: Computer Applications and
Quantitative Methods in Archaeology (CAA) (BAR International Series, 843). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN:
184-1710474.
Beacham, R., Nicolucci, F., Denard, H., Hermon, S. & Bentkowska-Kafel, A. (2009). The London Charter for Com-
puter-Based Visualisation of Cultural Heritage. Λονδίνο. Από την ιστοσελίδα http://www.londoncharter.org/
Bimber, R. & Raskar, O. (2005). Spatial augmented reality. Merging real and virtual worlds. Wellesley MA: A. K.
Peters / CRC Press. ISBN: 978-1568812304.
Bolter, J. D. & Grusin, R. (1999). Remediation. Understanding new media. Cambridge MA & Λονδίνο: MIT Press.
ISBN: 978-0262522793.
Cochrane, Α. & Russel, I. (2007). Visualizing archaeologies: a manifesto, CAJ 17 (1), σ. 3–19. ISSN 0959-7743.
Connah, G. (2010). Writing about archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN: 978-0521868501.
Chrysanthi, A., Flores, P. M. & Papadopoulos, C. (επιμ.) (2012). Thinking beyond the tool: archaeological computing
and the interpretive process (BAR International Series, 2344). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN 978-1407309279.
Denard, H. (2012). A new introduction to the London Charter. Στο A. Bentkowska-Kafel, D. Baker & H. Denard
(επιμ.), Paradata and transparency in virtual heritage (Digital Research in the Arts and Humanities Series)
(σ. 57–71). Farnham: Ashgate. ISBN: 978-0754675839.
Dillon, B. D. (επιμ.) (1985). The student’s guide to archaeological illustrating (Archaeological Research Tools, τ. 1, 2η έκδ.).
Los Angeles: Institute of Archaeology, University of California Los Angeles (1η έκδ. 1981). ISBN: 0-91795638-9.
47
Ευαγγελίδης, Β. (2003). Τρισδιάστατες απεικονίσεις-αποκαταστάσεις και εικονική πραγματικότητα στην αρχαιολογία,
Εγνατία 7, σ. 243–258. ISSN 0495-4742.
Emele, M. (2000). Virtual spaces, atomic pig-bones and miscellaneous goddesses. Στο Ι. Hodder (επιμ.), Towards
reflexive method in archaeology: the example at Çatalhöyük. By Members of the Çatalhöyük Teams (British
Institute of Archaeology at Ankara, 28, σ. 219–228). Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Re-
search. ISBN: 978-1902937021.
Forte, M. (2008). Cyber-archaeology: an eco-approach to the virtual reconstruction of the past, Digital Heritage 1.
Doi: 10.13140/2.1.4005.9522.
Forte, M. (επιμ.) (2010). Cyber-archaeology (BAR International Series, 2177). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 978-
1407307213.
Frischer, B. (2008). Introduction. From digital illustration to digital heuristics. Στο B. Frischer & A. Dakouri-Hild
(επιμ.), Beyond illustration: 2d and 3d digital technologies as tools for discovery in archaeology (BAR Inter-
national Series, 1805, σ. v–xxii). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 978-1407302928.
Foucault, M. (1980). Power/knowledge: selected interviews and other writings, 1972–7 (C. Gordon, επιμ.). Νέα
Υόρκη: Vintage. ISBN: 978-0394739540.
Gombrich, E. H. (1960). Art and illusion: a study in the psychology of pictorial representation. Princeton: Princeton
University Press. ISBN: 0691-097852.
Goodrick, G. & Gillings, M. (2000). Constructs, simulations and hyperreal worlds: the role of Virtual Reality (VR)
in archaeological research. Στο G. Lock & K.Brown (επιμ.), On the theory and practice of archaeological
computing (Monograph, 51, σ. 41–58). Οξφόρδη: Oxford University Committee for Archaeology. ISBN: 978-
0947816513.
Grinsell, L. V., Rahtz, P., Price Williams, D. (1974). The preparation of archaeological reports (2η έκδ.). Λονδίνο &
Νέα Υόρκη: John Baker / St. Martin’s Press.
Kotsakis, K., Andreou, S., Vargas, A., Papoudas, D. (1994). Reconstructing a Bronze Age site with CAD. Στο J. Hug-
gett & N. Ryan (επιμ.), CAA 1994: Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (BAR
International Series, 600, σ.181–187). Οξφόρδη: Tempus Reparatum. ISBN: 0860-547779.
Lancaster, L. (2005). Virtual reality within the humanities. Στο M. Forte (επιμ.), The reconstruction of archaeological
landscapes through digital technologies. Proceedings of the 2nd Italy-United States workshop, Rome, Italy,
November 3–5, 2003 Berkeley, USA, May 2005 (BAR International Series, 1379, σ. 1–8). Οξφόρδη: Archaeo-
press. ISBN: 184-171819X.
Leibhammer, N. (2000). Rendering realities. Στο Ι. Hodder (επιμ.), Towards reflexive method in archaeology: the ex-
ample at Çatalhöyük. By Members of the Çatalhöyük Teams (British Institute of Archaeology at Ankara, 28, σ.
129–142). Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research. ISBN: 978-1902937021.
Lloyd, S. (1976). Illustrating monuments: drawn reconstructions of architecture. Στο J. V. S. Megaw (επιμ.), To illus-
trate the monuments: essays presented to Stuart Piggott on the occasion of his sixty-fifth birthday (σ. 27–34).
Λονδίνο: Thames & Hudson. ISBN: 0-500011494.
Lloyd, S. & Mellaart, J. (1965). Beycesultan 2. Middle Bronze Age architecture and pottery (Occasional publi-
cations of the British Institute of Archaeology in Ankara, 8). Λονδίνο: British Institute of Archaeology at
Ankara.
Lock, G. (2004). Using computers in archaeology. Towards virtual pasts. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge. ISBN:
978-0415167703.
Lüthy, C. & Smets, A. (2009). Words, lines, diagrams, images: towards a history of scientific imagery, Early Science
and Medicine 14, σ. 398–439.
Μπουντουρίδης, Μ. (2007). Agamben: Διαθετικότητα και βεβήλωση. Κοινωνικά κινήματα & δίκτυα. Στο Μ.
Μπουντουρίδης (επιμ.), Σκέψεις, ιδέες, προτάσεις, μεταφράσεις και συζητήσεις, 28.07.2007. Από το ιστολόγιο
http://thrymmata.blogspot.com/2007/08/agamben_20.html
Molyneaux, B. L. (επιμ.) (1997). The cultural life of images: visual representation of archaeology. Λονδίνο & Νέα
Υόρκη: Routledge. ISBN: 978-0415106757.
Morgan, C. (2009). (Re)building Çatalhöyük: changing virtual reality in archaeology, Archaeologies: Journal of the
World Archaeological Congress 5, σ. 469–487. Doi: 10.1007/s11759-009-9113-0.
48
Paliou, E. (2011). The communicative potential of Theran murals in Late Bronze Age Akrotiri: applying viewshed
analysis in 3D townscapes, OJA 30 (3), σ. 247–272. Doi: 10.1111/j.1468-0092.2011.00368.x
Papadopoulos, C. (2010). Death management and virtual pursuits: a virtual reconstruction of the Minoan cemetery at
Phourni, Archanes. Examining the use of tholos tomb C and burial building 19 and the role of illumination,
in relation to mortuary practices and the perception of life and death by the living (BAR International Series,
2082). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 978-1407305585.
Papadopoulos, J. K. (επιμ.) (2006). Ο Piet de Jong και η Αρχαία Αγορά. Η τέχνη της Αρχαιότητας (Χ. Μαραμπέα,
μτφρ.). Αθήνα: Ποταμός. ISBN: 960-6691071.
Palyvou, C. (2003). Architecture and archaeology: the Μinoan palaces in the twenty-first century. Στο J. K. Cos-
mopoulos & M. Loventhal (επιμ.), Theory and practice in Mediterranean archaeology: Old World and New
world perspectives (Cotsen Advanced Seminars, 1, σ. 205–233). Los Angeles: The Cotsen Institute of Archae-
ology Press. ISBN: 978-1931745109.
Piggott, S. (1965). Archaeological draughtsmanship: principles and practice part I: principles and retrospect, Antiquity
39, σ. 165–176. Doi: 10.1017/S0003598X00031823.
Pitt Rivers, A. H. L. F. (1883). Excavations at Cesar’s Camp near Folkstone conducted in June and July 1878, Archae-
ologia 47, σ. 402–429.
Rajala, U. (2004). Sense and sensibility – reflections on the epistemology and ontology of GIS Studies, Internet Ar-
chaeology 16. Doi: 10.11141/ia.16.2.
Reilly, P. (1990). Towards a virtual archaeology. Στο K. Lockyear & S. Rahtz (επιμ.), Computer Applications in Archae-
ology 1990 (BAR International Series, 565, σ. 133–139). Οξφόρδη: Tempus Reparatum. ISBN: 0860-547132.
Rufer-Bach, K. (2009). The Second Life grid. The official guide to communication, collaboration and community en-
gagement. Ινδιανάπολη: Wiley. ISBN: 978-0470412916.
Σιαμάνδουρας, Σ. (2011). Dispositif: Γενεαλογία και μετάφραση, Νέα Εστία 1843 (Αφιέρωμα στον Μισέλ Φουκώ), σ.
666–673. ISSN: 0028-1735.
Shanks, M. (1992). Experiencing the Past. On the character of archaeology. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.
ISBN: 978-0415514835.
Shanks, M. & Webmoor, T. (2013). A political economy of visual media in archaeology. Στο S. Bonde & S. Houston
(επιμ.), Re-presenting the past: archaeology through image and text (Joukowski Institute Publications, σ.
87–110). Οξφόρδη: Oxbow. ISBN: 978-1782972310.
Shinoto, M., Böröcz, Z., Thomas, C., Dirksen, D., Maran, J. & von Bally, G. (2001). Topometrical measurements in
Tiryns, Greece. Στο G. Burenhult & J. Arvidsson (επιμ.), Archaeological informatics: pushing the envelope. CAA
2001, Computer applications and Quantitative Methods in Archaeology. Proceedings of the 29th conference,
Gotland, April 2001 (BAR International Series, 1016, σ. 181–189). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 1841712256.
Smiles, S. & Moser, S. (επιμ.) (2005). Envisioning the Past. Archaeology and the image. Οξφόρδη: Blackwell. ISBN:
978-0387322155.
Soetens, S. (2006). Minoan peak sanctuaries: building a cultural landscape using GIS (αδημοσίευτη διδακτορική
διατριβή). Université Catholique de Louvain, Louvain-la-Neuve, Belgium.
Stukeley, W. (1740). Stonehenge, a temple restor’d to the British druids. Λονδίνο: W. Innys and R. Manby.
Swogger, J. G. (2000). Image and representation: the tyranny of representation. Στο Ι. Hodder (επιμ.), Towards reflex-
ive method in archaeology: the example at Çatalhöyük. By Members of the Çatalhöyük Teams (British Insti-
tute of Archaeology at Ankara, 28, σ. 143–152). Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research.
ISBN: 978-1902937021.
Sylaiou, S., Economou, M., Karoulis, A. & White, M. (2008). The evaluation of ARCO: a lesson in curatori-
al competence and intuition with new technology, ACM Computers in Entertainment 6 (2), σ. 1–14. Doi:
10.1145/1371216.1371226.
Tringham, R. Ashley, M. & Mills, S. (2007). Senses of places: remediations from text to digital performance, prepared
for Visual Anthropology Review April 2008 (ειδική διαδικτυακή έκδοση). Από την ιστοσελίδα http://chime-
raspider.wordpress.com/2007/09/19/remediated-places-final-draft.
Van Hove, D. & Rajala, U. (2004). Internet Archaeology 16. GIS theme. Editorial, Internet Archaeology 16. Doi:
10.11141/ia.16.9.
49
Van den Driessche, B. (1975). Le dessin au service de l’archéologie (Document de travail, 5). Louvain: Institut
Supérieur d’Archéologie et d’Histoire de l’Art.
Wheeler, R. E. M. & Wheeler, T. V. (1936). Verulamium. A Roman and two Belgic cities (Research Committee Re-
ports, 11). Οξφόρδη: Society of Antiquaries of London.
Wittur, J. (2013). Computer-generated 3D-visualisations in archaeology: between added value and deception (BAR
International Series, 2463). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 978-1407310718.
Χατζόπουλος, I. N. (2008). Φωτογραμμετρία. Εφαρμογές στην αρχαιολογία. Στο Ι. Λυριτζής (επιμ.), Νέες τεχνολογίες
στις αρχαιογνωστικές επιστήμες (σ. 235–294). Αθήνα: Gutenberg. ISBN: 978-9600112115.
Zubrow, E. (2010). From archaeology to i-archaeology: Cyberarchaeology, paradigms, and the end of the twentieth
century. Στο M. Forte (επιμ.), Cyber-archaeology (BAR International Series, 2177, σ. 1–7). Οξφόρδη: Archae-
opress. ISBN: 978-1407307213.

Κριτήρια αξιολόγησης

Κριτήριο αξιολόγησης 1
Οι παραδοσιακοί αρχαιολόγοι Α) θεωρούσαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια είδος ερμηνείας και άρα υποκειμενικά, Β) θεω-
ρούσαν ότι τα αρχιτεκτονικά σχέδια εκπονούνται από αρχιτέκτονες, Γ) ήσαν εναντίον των αρχιτεκτονικών σχεδίων, Δ)
θεωρούσαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια είδος ερμηνείας και άρα υποκειμενικά. Να επιλέξετε τη σωστή απάντηση.

Απάντηση / Λύση
Δ) θεωρούσαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια είδος ερμηνείας και άρα υποκειμενικά.

Κριτήριο αξιολόγησης 2
Η νέα αρχαιολογία ήταν Α) υπέρ των αναπαραστάσεων, Β) κατά των αναπαραστάσεων, Γ) αδιάφορη σε σχέση με
τις αναπαραστάσεις, Δ) υπέρ των αξονομετρικών σχεδίων. Να επιλέξετε τη σωστή απάντηση.

Απάντηση / Λύση
Γ) αδιάφορη σε σχέση με τις αναπαραστάσεις

Κριτήριο αξιολόγησης 3
Η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία είναι Α) κατά της ψηφιακής αρχαιολογίας, Β) σύγχρονη με την ψηφιακή αρ-
χαιολογία, Γ) κατά της δυνητικής αρχαιολογίας, Δ) υπέρ της ψηφιακής αρχαιολογίας. Να επιλέξετε τη σωστή
απάντηση.

Απάντηση/Λύση
Β) σύγχρονη με την ψηφιακή αρχαιολογία

Κριτήριο αξιολόγησης 4
Ποιες από τις παρακάτω προτάσεις προβλέπονται στο Χάρτη του Λονδίνου: 1. Οι αρχαιολόγοι πρέπει να συμμε-
τέχουν ενεργά στην εκπόνηση αναπαραστάσεων. 2. Οι αρχιτέκτονες πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στην εκπόνη-
ση αναπαραστάσεων. 3. Η εκπόνηση των αναπαραστάσεων οφείλει να είναι ανεξάρτητη από το κοινό τους. 4. Οι
αναπαραστάσεις πρέπει να συνοδεύονται από αναλυτική τεκμηρίωση. 5. Οι αναπαραστάσεις είναι μόνο ερευνη-
τικά εργαλεία. 6. Στις αναπαραστάσεις πρέπει να σημαίνονται τα υποθετικά τμήματα. 7. Στις αναπαραστάσεις
δεν πρέπει να σημαίνονται τα υποθετικά τμήματα. Πιθανές απαντήσεις: Α) 1, 6. Β) 1, 3, 5, 7. Γ) 2, 4, 6. Δ) 1, 2 3, 4.

50
Απάντηση / Λύση
Α) 1, 6.

Κριτήριο αξιολόγησης 5
Οι ψηφιακές εικόνες Α) καταργούν τα γραμμικά σχέδια, Β) είναι ίδιες με τα γραμμικά σχέδια, Γ) συνδυάζουν
τις τεχνικές αρχές των γραμμικών σχεδίων και των φωτογραφιών, Δ) είναι πλησιέστερα στις φωτογραφίες. Να
επιλέξετε τη σωστή απάντηση.

Απάντηση / Λύση
Γ) συνδυάζουν τις τεχνικές αρχές των γραμμικών σχεδίων και των φωτογραφιών.

51

You might also like