Professional Documents
Culture Documents
ΣΤΑΦΥΛΑΚΗΣ
Αθήνα 2017
[1]
Κάθοδος των Μυρίων
Κώστας Μόντης
[2]
Περιεχόμενα
Εισαγωγή 5
[3]
Η Επιστροφή των Μυρίων 115
Εγκλωβισμένοι στην Τραπεζούντα 115
Οι μισθοφόροι επιβεβαιώνουν την κακή τους φήμη 119
Οι Μύριοι στα Κοτύωρα του Πόντου 123
Κρίσιμες αποφάσεις για τη συνέχιση της πορείας 126
Σκέψεις του Ξενοφώντα για ίδρυση αποικίας στον Πόντο 128
Λυκοφιλία, αλλά και γλέντι με τους Παφλαγόνες 130
Διάσπαση των Μυρίων στην Ηράκλεια του Πόντου 133
Ξανά οι σκέψεις του Ξενοφώντα για αποικία 136
Από την ασιατική στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου 138
Οι μισθοφόροι πολεμούν για νέο εργοδότη 143
Το τέλος της περιπέτειας για τον Ξενοφώντα 145
Οι Μύριοι και πάλι στην Ασία – Το τέλος του πολέμου 149
[4]
Εισαγωγή
Βρισκόμαστε στο έτος 404 π. Χ. Ο μακροχρόνιος και
αιματηρός Πελοποννησιακός Πόλεμος, η άγρια και
καταστροφική αυτή εμφύλια σύγκρουση των Ελλήνων, έφτασε
στο τέλος της. Νικητές ήταν οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους
Πελοποννήσιοι, οι οποίοι μετά από είκοσι εφτά χρόνια
σκληρών μαχών, ανελέητων σφαγών και υλικών καταστροφών –
και από τις δυο πλευρές – υπόταξαν και ταπείνωσαν τους
άσπονδους εχθρούς τους Αθηναίους και τους υποχρέωσαν: να
γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη, να παραδώσουν τον περίφημο και
πανίσχυρο, ως τότε, στόλο τους, να αλλάξουν το δημοκρατικό
τους πολίτευμα και να δεχθούν την – βραχύβια πάντως -
Τυραννία των Τριάκοντα.
Ο πόλεμος είχε – εκτός των χιλιάδων θυμάτων και των
τεράστιων καταστροφών – και πολλές άλλες συνέπειες. Η
σημαντικότερη ήταν αυτό που θα χαρακτηρίζαμε: η αρχή του
τέλους του κλέους της αρχαίας Ελλάδας, του τέλους του
λαμπρού Χρυσού Αιώνα. Μετά τις ελληνικές νίκες κατά του
πολυεθνικού και πολύχρωμου στρατού της παντοδύναμης
περσικής αυτοκρατορίας, που είχε εισβάλει δυο φορές στον
ελλαδικό χώρο (το 490 και το 480), οι πόλεις-κράτη της κυρίως
Ελλάδας αλλά και της Ιωνίας, της Σικελίας και της νότιας Ιταλίας,
είχαν αποκτήσει πλούτο, ισχύ και γόητρο στο χώρο της
ανατολικής Μεσογείου. Αυτά όλα είχαν ως συνέπεια την
πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία των ελληνικών πόλεων στην
ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής, της Μικράς Ασίας και της
Ιταλικής χερσονήσου.
Κάποιες από αυτές τις νικήτριες πόλεις, ιδιαίτερα η Αθήνα και
δευτερευόντως η Σπάρτη, εκμεταλλεύτηκαν τα νέα δεδομένα
(πλούτο, ισχύ, κύρος και γόητρο) και επιδίωξαν να τα
[5]
πολλαπλασιάσουν. Δημιούργησαν συμμαχίες στις οποίες
προσχώρησαν (θέλοντας και μη) πολλές πόλεις και νησιά. Την
Αθηναϊκή Συμμαχία και την Πελοποννησιακή Συμμαχία.
Επικεφαλής της πρώτης ήταν φυσικά η Αθήνα και στη
συμμαχία αυτή συμμετείχαν όλες σχεδόν πόλεις της Ιωνίας και
του Ελλησπόντου, πολλές πόλεις της Μακεδονίας και της
Θράκης και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, καθώς και
κάποιες πόλεις της Θεσσαλίας. Η Αθηναϊκή Συμμαχία
δημιούργησε ένα πανίσχυρο πολεμικό στόλο και με αυτόν
μπορούσε να ελέγχει όλη τη θαλάσσια περιοχή, από τα
ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου ως αυτά της Μικράς
Ασίας. Έτσι παράλληλα
με τον πολεμικό
αυξήθηκε σε αριθμό και
δύναμη και ο εμπορικός
της στόλος.
Αδελφοκτόνος πόλεμος
Έλληνας μισθοφόρος
Έλληνες πολεμιστές
Όμορες με τις
σατραπείες του Κύρου
ήταν πολλές ελληνικές
πόλεις. Αρκετές από αυτές ήταν ελεύθερες, αλλά οι
περισσότερες ήταν υποτελείς του βασιλιά των Περσών.
Ο Κύρος και ένας άλλος Πέρσης σατράπης ο Τισσαφέρνης
αναμείχθηκαν ενεργά στον αδελφοκτόνο ελληνικό πόλεμο. Ο
Κύρος βοήθησε με πολύ περσικό χρυσάφι τον Λακεδαιμόνιο
ναύαρχο Λύσανδρο και συνετέλεσε στην καθοριστική ήττα της
Αθήνας και των συμμάχων της. Ήταν η εποχή που οι γιοι και
εγγονοί των νικητών των μηδικών πολέμων, των μαχητών του
Μαραθώνα, της Σαλαμίνας, των Πλαταιών και της Μυκάλης,
[9]
χόρευαν πλέον στο ρυθμό του ήχου των χρυσών νομισμάτων
που σκορπούσαν άφθονα οι απόγονοι των ηττημένων και
ταπεινωμένων βασιλέων της Περσίας.
Ο Κύρος1, έχοντας και την παρότρυνση της μητέρας του, δεν
δέχθηκε τον παραγκωνισμό του και την «υφαρπαγή του θρόνου
του» από τον αδελφό του. Αποφάσισε να συγκεντρώσει αρκετό
στρατό και να εκστρατεύσει κατά της Βαβυλώνας με στόχο να
ανατρέψει τον Αρταξέρξη και να πάρει αυτό που θεωρούσε ότι
του ανήκε: τον θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως της Περσίας!
Φυσικά ο Κύρος δεν εξωτερίκευε αυτή του τη φιλοδοξία.
Άφησε να μαθευτεί παντού η πρόθεσή του να προσελκύσει
μισθοφόρους και να σχηματίσει ισχυρό στρατιωτικό σώμα, που
θα τον βοηθούσε να χτυπήσει τον σατράπη Τισσαφέρνη, που
ήταν ο αντίπαλός του στην κυριαρχία των επαρχιών της δυτικής
Μικράς Ασίας.
Τα νέα για τις προθέσεις του Κύρου μαθεύτηκαν ταχύτατα με
την φροντίδα Ελλήνων αξιωματικών που είχαν χρηματοδοτηθεί
αφειδώς από αυτόν. Καθ’ όλη την διάρκεια του έτους 402
άρχισαν να προσέρχονται μαζικά στις Σάρδεις εκατοντάδες
μισθοφόροι οπλίτες, οι περισσότεροι τυχοδιώκτες, εραστές του
κινδύνου και τυχάρπαστοι μαχητές, κάθε καρυδιάς καρύδι από
όλα τις πόλεις της Ελλάδας και των νησιών. Μεταξύ αυτών
βρέθηκε και ο, νεαρός τότε, Αθηναίος ιστορικός, στωικός
φιλόσοφος και στρατιωτικός Ξενοφών.
Ο Ξενοφών συμμετείχε σε αυτή την εκστρατεία, από την αρχή
ως το τέλος αυτού του περσικού εμφυλίου πολέμου και μετά
την ήττα και το θάνατο του Κύρου, πρωταγωνίστησε στην
προσπάθεια επιστροφής των «Μυρίων» Ελλήνων μισθοφόρων
στην πατρίδα. Όλα αυτά τα περιγράφει λεπτομερώς και με
δεξιοτεχνία στο σπουδαίο του έργο Κύρου Ανάβασις, που
θεωρείται από τα αριστουργήματα της στρατιωτικής ιστορίας –
1
Το όνομα του Κύρου στα περσικά ήταν Κουράς = Ήλιος
[10]
και όχι μόνο της εποχής του.
Στο ίδιο αυτό έργο του Ξενοφώντα, περιγράφεται
συναρπαστικά η περιπετειώδης και αγωνιώδης επιστροφή των
Ελλήνων. Το τμήμα αυτό του έργου του Ξενοφώντα είναι γνωστό
ως Η Κάθοδος των Μυρίων και αποτελεί το κύριο θέμα του
παρόντος πονήματος.
Ο Ξενοφών σε απεικόνιση
του 17ου αι.
Ο Ξενοφών ήταν
ολιγαρχικός, φίλος και
θαυμαστής της Σπάρτης και
του πολιτεύματός της και
συνδέθηκε με φιλία με τον
Λάκωνα βασιλιά Αγησίλαο. Το 401 πολέμησε, μαζί με
περίπου δέκα χιλιάδες Έλληνες μισθοφόρους, στο πλευρό
του διεκδικητή του περσικού θρόνου Κύρου, εναντίον του
αδελφού του Αρταξέρξη Β’. Ξέρουμε ότι ο Ξενοφών ήταν
συνδαιτυμόνας και από τους στενούς συνομιλητές του
Κύρου. Μετά την ήττα και το θάνατο του Κύρου στα
Κούναξα, ο Ξενοφών ανέλαβε να οδηγήσει τους
«Μύριους» Έλληνες πίσω στην πατρίδα. Τα γεγονότα της
[11]
περιπετειώδους αυτής επιστροφής κατέγραψε σε ένα από
τα γνωστότερα έργα του με τίτλο Κύρου Ανάβασις.
Το 394, ο Ξενοφών πολέμησε στο πλευρό των Σπαρ-
τιατών και του Αγησίλαου κατά του αντιλακωνικού συνα-
σπισμού στον οποίο συμμετείχε και η πατρίδα του, η Αθή-
να, πράγμα που του στοίχισε τον εξοστρακισμό του, δη-
λαδή την εξορία από την πόλη. Αντίθετα οι Σπαρτιάτες τον
τίμησαν και του παραχώρησαν ένα κτήμα σε μια περιοχή
της Ηλείας, κοντά στην Ολυμπία. Εκεί αφοσιώθηκε στη
συγγραφή. Εκτός του έργου που αναφέραμε πιο πάνω,
έγραψε το ιστορικό έργο Ελληνικά σε επτά βιβλία, με το
οποίο συνεχίζει το μνημειώδες έργο του Θουκυδίδη ‘Ιστο-
ρίαι’ (Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου) από το έτος
411 ως και το 361. Το ιστορικό αυτό έργο είναι μεν σημα-
ντικό, αλλά μειονεκτεί σε σχέση με την ψυχρή και αντικει-
μενική θεώρηση του Θουκυδίδη.
Εκτός από αυτά τα δυο ιστορικά, ο Ξενοφών έγραψε
και έργα φιλοσοφικά, διαλόγους (Απολογία Σωκράτους,
Οικονομικός, Συμπόσιον, κ.ά.), βιογραφίες (Αγησίλαος)
και διδακτικά (Κύρου παιδεία, Αθηναίων πολιτεία. Λακε-
δαιμονίων πολιτεία κ.α.)
Τα έργα του Ξενοφώντα γραμμένα σε απλό αττικό πεζό
λόγο είναι εύκολα κατανοητά, αγαπήθηκαν από τους Ρω-
μαίους και τους μεταγενέστερους και διδάσκονται ακόμα
και σήμερα στα σχολεία και στα πανεπιστήμια.
[12]
συναρπαστικό ταξίδι διάβασης από αφιλόξενους τόπους,
άγνωστους και εχθρικούς λαούς και κάτω από κακές καιρικές
συνθήκες μέσα από τα βουνά του Κουρδιστάν και της Μικράς
Ασίας, διήρκεσε πολλές εβδομάδες.
Ο Ξενοφών που ηγήθηκε αυτής της επιστροφής (καθόδου) των
Μυρίων, περιέγραψε, όπως αναφέρθηκε, παραστατικά και
γλαφυρά αυτήν την περιπέτεια, μιας και ήταν από τους
πρωταγωνιστές αυτής της περιπέτειας και φυσικά και αυτόπτης
μάρτυρας.
Ως εκ τούτου, δεν προτίθεμαι να παραθέσω τη μετάφραση
αυτής της ιστορίας γιατί δεν έχει νόημα η επανάληψη της
άριστης αφήγησής της από τον ίδιο τον Ξενοφώντα. Απλώς το
έργο του Κύρου Ανάβασις, θα αποτελέσει τη βάση για την
ανάπτυξη του βιβλίου μου αυτού.
[13]
Κύρου Ανάβασις : Σάρδεις-Κούναξα
Κάθοδος των Μυρίων: Κούναξα-Βυζάντιον
[14]
Ο Ξενοφών και οι Μύριοι
(Κύρου ανάβασις)
Έλληνες και Πέρσες
Έχουν γραφτεί πολλά για τους Μηδικούς πολέμους, τις εισβολές του
περσικού στρατού στην ηπειρωτική Ελλάδα και τις νίκες των Ελλήνων
στο Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα, τις Πλαταιές και τη Μυκάλη, όπως και για
τη θυσία των Τριακοσίων του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες ή την
ολοκληρωτική καταστροφή της Αθήνας από τους Πέρσες. Είναι γνωστό
επίσης πως όλες σχεδόν οι ελληνικές μικρασιατικές πόλεις του
Ελλησπόντου, της Αιολίδας, της Ιωνίας και της Καρίας βρίσκονταν υπό
την κυριαρχία του βασιλιά της Περσίας επί πολλές δεκαετίες.
Το βέβαιο όμως είναι ότι η γειτνίαση δυο λαών, του ελληνικού και
του περσικού - και των δυο με αναπτυγμένο και σπουδαίο πολιτισμό -
είχε φέρει και τον συγχρωτισμό μεταξύ τους. Υπήρχε μια μεγάλη
παράδοση επαφών, εμπορικών σχέσεων και ανταλλαγής προϊόντων και
γνώσεων μεταξύ των δυο αυτών γειτόνων, όπως παράλληλα υπήρχαν
και παρόμοιες σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων και μεταξύ
Ελλήνων και άλλων λαών της Ανατολής, όπως Φοινίκων, Βαβυλωνίων
και άλλων.
Στις αυλές των σατραπών2 και στις επικράτειές τους, ακόμα και στην
αυλή του Μεγάλου Βασιλέως, ζούσαν και προσέφεραν τις υπηρεσίες
τους εκατοντάδες Έλληνες καλλιτέχνες, χειρώνακτες, γιατροί, μηχανικοί,
λιθοξόοι, μεταλλουργοί, μισθοφόροι, μεταφραστές, αοιδοί, έμποροι,
ταξιδευτές και πολλοί άλλοι. Αυτό άρχισε από τον 6ο αιώνα και
συνεχίστηκε και μετά τους περσικούς πολέμους, ως την εποχή που ο
Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε όλη την Ανατολή και φυσικά και την ίδια
2
Σατράπης είναι η ελληνική εκδοχή της περσικής λέξης χσαντράπ= προστάτης
του βασιλείου. Οι σατράπες ήταν διοικητές μεγάλων περιφερειών (σατραπειών)
και είχαν ευρύτατες αρμοδιότητες, όπως η συλλογή φόρων και η αποστολή τους
στο βασιλικό ταμείο, η στρατολόγηση και εκπαίδευση οπλιτών και γενικώς η ά-
σκηση πολιτικής, στρατιωτικής, ακόμα και δικαστικής εξουσίας.
[15]
την Περσία.
Από την άλλη μεριά, οι Έλληνες, μέσω του εμπορίου και των
ταξιδιωτών, πήραν την τέχνη επεξεργασίας μετάλλων από τους λαούς
της Ανατολής, το αλφάβητο από τη Φοινίκη (στο οποίο πρόσθεσαν τα
φωνήεντα), την τέχνη κοπής νομισμάτων από τη Λυδία, πολλές γνώσεις
μαθηματικών, γεωμετρίας, αστρονομίας και αστρολογίας από τη
Βαβυλώνα, γνώσεις ιατρικής από την Αίγυπτο κλπ. Όλες οι παραπάνω
χώρες που αναφέρθηκαν ήταν τον
6ο και 5ο αιώνα υποτελείς επαρχίες
της τεράστιας περσικής
αυτοκρατορίας.
Πέρσες φρουροί
Ο Ξέρξης Α’
[20]
449) υπογράφηκε μεταξύ των Αθηναίων - που τους εκπροσωπούσε ο
Καλλίας - και των Περσών η αποκαλούμενη Ειρήνη του Καλλία, σύμφω-
να με την οποία εξασφαλιζόταν η αυτονομία των ελληνικών πόλεων της
Μικράς Ασίας και τα περσικά πλοία δεν είχαν δικαίωμα να πλέουν στο
Αιγαίο.
Η ευκαιρία για τους ηττημένους Πέρσες να πάρουν το πάνω χέρι από
τους Έλληνες ήρθε κατά τα τέλη του εικοσιεπταετούς Πελοποννησιακού
Πολέμου, όταν οι δυο μεγάλες αντιμαχόμενες παρατάξεις (ιδίως μετά την
εμπλοκή τους στη Σικελία) είχαν εξαντληθεί και είχαν χάσει τις ελπίδες
τους για τον σύντομο τερματισμό της αδελφοκτόνας σύρραξης. Επίσης
τα ταμεία τους ήταν πλέον άδεια και αδυνατούσαν να καταβάλουν τις τε-
ράστιες δαπάνες συντήρησης πολυάριθμου στρατού (κυρίως μισθοφο-
ρικού πλέον) και ισχυρού στόλου.
Την αρχή έκανε ο Αλκιβιάδης, που
διωγμένος αρχικά από την πατρίδα
του την Αθήνα και κατόπιν από τη
Σπάρτη , όπου είχε ζητήσει άσυλο και
συνεργασία, κατέφυγε τελικά στη Μι-
κρά Ασία.
Ο Κύρος ο Νεότερος
[22]
Ο παραγκωνισμός του Κύρου
Όταν, παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Κύρος διορίστηκε από τον
πατέρα του διοικητής των δυτικών επαρχιών της Μικράς Ασίας, (στις
οποίες συμπεριλαμβάνονταν και οι περισσότερες πλούσιες ελληνικές
πόλεις) έθεσε ως σκοπό του την κατάληψη του ύπατου αξιώματος της
Περσίας, του βασιλικού θρόνου. Από τους φόρους των υποτελών του
πόλεων, σύντομα απέκτησε μεγάλη περιουσία και δύναμη, πράγμα που
προκάλεσε το φθόνο των παλαιότερων σατραπών Τισσαφέρνη και
Φαρνάκη.
Όταν ο βασιλιάς Δαρείος Β’ αισθάνθηκε ότι το τέλος του δεν ήταν
μακριά, κάλεσε στα Σούσα τον Κύρο. Εκεί, παρουσία και του
μεγαλύτερου γιου του Αρσάκη και της συζύγου του Παρυσάτιδος,
ανακοίνωσε την απόφασή του:
διάδοχός του θα είναι ο Αρσάκης
(Αρταξέρξης Β’).
Ο Δαρείος Β’
Έμβλημα του
περσικού
βασιλικού οίκου
3Τα Εκβάτανα βρισκόταν στη θέση της σημερινής πόλης Χαμαντάν του βορειοδυτι-
κού Ιράν. Ήταν χτισμένη σε υψόμετρο 1800 μέτρων και εκεί περνούσαν τα καλοκαί-
ρια τους οι Πέρσες βασιλείς.
[25]
πολεμιστή. Ακόμα υπογράμμιζε το γεγονός ότι καλλιεργούσε ο ίδιος τον
κήπο του ως χειρώνακτας. Αυτό εντυπωσίαζε τους Πέρσες γιατί υπήρχε
η πρόληψη ότι όσο ο βασιλικός κήπος ανθούσε, η χώρα και οι πολίτες
της ευημερούσαν.
Ο Κύρος επίσης θέλησε να συνάψει στενότερες σχέσεις με την
ισχυρότερη στρατιωτικά ελληνική πόλη, την Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτες δεν
είχαν ξεχάσει την καίρια οικονομική συνδρομή του Κύρου, χάρις την
οποία βγήκαν νικητές από τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Βέβαια τυπικά
ήταν σύμμαχοι της Περσίας και φυσικά του Αρταξέρξη, αλλά ήξεραν ότι
σε περίπτωση σύρραξης μεταξύ των δυο αδελφών και επικράτησης
του Κύρου, θα είχαν πολλά πλεονεκτήματα. Το σημαντικότερο από αυτά
θα ήταν η άνετη ηγεμονία της Σπάρτης επί των μικρασιατικών
ελληνικών πόλεων.
Με την συνεργασία του με τη Σπάρτη, ο Κύρος απέβλεπε και σε ένα
άλλο σημαντικό όφελος, στη στρατολόγηση μισθοφόρων από την
Πελοπόννησο. Ήξερε ότι εκεί υπήρχαν οι πιο καλά εκπαιδευμένοι και
έμπειροι στρατιώτες. Και στο σημείο αυτό οι Σπαρτιάτες όχι μόνο δεν
έφεραν αντίρρηση, αλλά έστειλαν και τον φιλόδοξο Λακεδαιμόνιο
στρατηγό Κλέαρχο (450-401) μαζί με πολλούς οπλίτες μισθοφόρους,
να συνταχθούν με το στράτευμα που ετοίμαζε ο Κύρος.
[26]
Η διαφημιστική εκστρατεία του Κύρου
Στο σημείο αυτό, μπορούμε να πούμε ότι για τον Κύρο ο «κύβος
ερρίφθη», δηλαδή αποφάσισε οριστικά ότι ο μόνος δρόμος που του
έμενε ήταν να ετοιμαστεί για να εκστρατεύσει κατά του αδελφού του και
βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη. Τώρα αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν:
- Πρώτον, να συγκεντρώσει μια ισχυρή και καλά εκπαιδευμένη
στρατιά - πεζικό, ιππικό, άρματα - ικανή να αντιπαραταχθεί
προς τον περσικό στρατό, που φυσικά υπάκουε στον βασιλιά
και
- Δεύτερον, ήξερε ότι όλη η κίνηση προετοιμασίας και εξοπλισμού
ενός τόσο μεγάλου στρατεύματος, δεν μπορούσε να μείνει κρυφή
από τον Αρταξέρξη, που – όπως όλοι οι Πέρσες βασιλείς – είχε
παντού πληροφοριοδότες, σμπίρους και χαφιέδες.
Για να καλύψει και τις δυο παραπάνω προϋποθέσεις, ο Κύρος
ετοίμασε προσεχτικά ένα επιτελείο που θα διέδιδε τις ειδήσεις, όπως θα
ήθελε να είναι και όχι όπως ήταν στην πραγματικότητα, δηλαδή
χαλκευμένες. {Ακόμα και σήμερα πάρα πολλά ειδησεογραφικά
πρακτορεία - ιδίως αυτά που ελέγχονται από την εκάστοτε
κυβέρνηση - ακολουθούν αυτήν ακριβώς την μέθοδο μετάδοσης
χαλκευμένων πληροφοριών και ειδήσεων}
Με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσαμε να πούμε ότι το επιτελείο
αυτό είχε διπλό ρόλο: Ήταν ειδησεογραφικό πρακτορείο και παράλληλα
και διαφημιστική εταιρία! Το πρακτορείο ειδήσεων πληροφορούσε
κατά καιρούς τον κόσμο ότι ο Κύρος συγκέντρωνε Έλληνες και Πέρσες
οπλίτες γιατί ετοίμαζε εκστρατεία κατά των Πισιδών 4 , των ατίθασων
κατοίκων του όρους Ταύρος, οι οποίοι εισέβαλαν στην περιοχή του και
λεηλατούσαν και κακοποιούσαν τους υπηκόους του.
Ή (η άλλη εκδοχή) ότι ετοιμαζόταν να πολεμήσει τον Τισσαφέρνη
γιατί αυτός εισέπραττε – ενώ δεν είχε δικαίωμα - τους φόρους των
4
Η Πισιδία ήταν περιοχή της Μικράς Ασίας, στα νότια της Λυδίας και ανατολικά
της Καρίας. Εκεί ζούσαν οι Πισιδοί, ορεσίβιος ινδοευρωπαϊκός λαός, που μιλούσε
γλώσσα συγγενική με αυτήν των κατοίκων της Παμφυλίας.
[27]
ελληνικών παραλιακών πόλεων που ανήκαν στον Κύρο. Ή ακόμα ότι
ετοιμαζόταν να πολιορκήσει τη Μίλητο για να τιμωρήσει τους
Μιλήσιους, οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στην παράταξη του
Τισσαφέρνη.
Τέλος για να κρατά σε ετοιμότητα το στράτευμα που άρχισε να
γιγαντώνεται, ο Κύρος χρηματοδότησε γενναία τον Σπαρτιάτη Κλέαρχο,
δήθεν για να πολεμήσει τους Θράκες στη Χερσόνησο, αλλά στην
πραγματικότητα και να στρατολογήσει πολλούς μισθοφόρους Θράκες.
Οι πιο γνωστοί διαφημιστές της πρόθεσης του Κύρου για
στρατολόγηση ήταν ο
Πρόξενος από τη Θήβα
της Βοιωτίας και ο
Αρίστιππος ο Θεσσαλός.
[28]
Ο Ξενοφών αναφέρει πολλούς αριθμούς, που διαφέρουν από
κεφάλαιο σε κεφάλαιο, γιατί όσο η στρατιά του Κύρου προχωρούσε
ανατολικά, προσχωρούσαν και νέες ορδές μισθοφόρων, αλλά δεν
έλειπαν και οι λιποταξίες από εκείνους που άρχισαν να λιποψυχούν
όταν αντιλήφθηκαν προς τα πού όδευαν και ποιος θα ήταν τελικά ο
αντίπαλός τους στη μάχη.
Μετά την αναχώρηση της στρατιάς από τις Σάρδεις, στην πόλη της
Φρυγίας Κελαινές 5 , όπου ο Κύρος είχε ανάκτορα, έγινε η πρώτη
καταμέτρηση του σώματος, στο οποίο εκτός από το ιππικό και τους
100.000(;) βαρβάρους μισθοφόρους, - κυρίως ελαφρά οπλισμένους –
ασιάτες, υπήρχαν και πολλοί
Έλληνες που την ημέρα της
απογραφής αυτής ήταν:
Λακεδαιμόνιος μαχητής
Πέρσες ευγενείς
[32]
Οι Έλληνες μισθοφόροι και οι στρατιωτικοί διοικητές τους
Ο χρυσός δαρεικός
Έλληνες οπλίτες
[37]
Μιλήσαμε παραπάνω για τον Ξενοφώντα και πώς ο ίδιος
περιγράφει την πρόσκλησή του στις Σάρδεις από τον φίλο του – και
φίλο του Κύρου – Πρόξενο. Αν και ο Ξενοφών ισχυρίζεται ότι δεν πήγε
εκεί ούτε ως στρατηγός, ούτε ως λοχαγός, ούτε καν ως στρατιώτης, η ως
τότε ζωή και δράση του μας δείχνει ότι του ταίριαζε η τυχοδιωκτική ζωή.
Ακόμα ξέρουμε ότι από τη συμμετοχή του στην εκστρατεία του Κύρου
και παρά την ατυχή της έκβαση, ο Ξενοφών γύρισε στην Ελλάδα με
αρκετά χρήματα και πολλά λάφυρα, που του επέτρεψαν να ζήσει με
οικονομική άνεση τα επόμενα χρόνια.
Ο Ξενοφών, αφού αποφάσισε οριστικά να πάει στις Σάρδεις, πήρε
ένα πλοίο από τον Πειραιά και έφτασε στην Έφεσο. Πριν ξεκινήσει από
την Έφεσο ζήτησε τον χρησμό ενός οιωνοσκόπου, γιατί είδε στο όνειρό
του ότι ένας αετός (ή γύπας) είχε κουρνιάσει στα δεξιά του. Ο
οιωνοσκόπος είπε ότι το όνειρο του Ξενοφώντα σημαίνει δόξα και
βάσανα, αλλά και προαναγγέλλει κέρδη(!). Την επομένη έφυγε για τις
Σάρδεις που απείχε περίπου εκατό χιλιόμετρα από την Έφεσο. Οι δυο
πόλεις συνδέονταν με την φημισμένη Βασιλική Οδό που είχε
κατασκευάσει ο Δαρείος Α’ και έφτανε ως τη Βαβυλώνα, τα Σούσα και
τις άλλες μεγάλες πόλεις της περσικής αυτοκρατορίας. Είναι άλλωστε
γνωστό ότι οι Πέρσες είχαν το καλύτερο οδικό δίκτυο στο τότε κόσμο.
Μόνο οι Ρωμαίοι τους ξεπέρασαν λίγους αιώνες αργότερα.
Οι Σάρδεις ήταν η αρχαία πρωτεύουσα της Λυδίας. Ήδη από την
εποχή του Κροίσου ήταν μια πλούσια, πολυφυλετική κοσμοπολίτικη
πόλη, που είχε καταφέρει να αφομοιώσει λυδικά, ελληνικά και περσικά
πολιτιστικά στοιχεία. Οι σατράπες όλων των μικρασιατικών επαρχιών
ήταν φυσικά Πέρσες, αλλά στην προνομιούχα τάξη των Σάρδεων
υπήρχαν και πολλοί Λυδοί.
Ο Ξενοφών έφτασε την ημέρα που ο στρατός του Κύρου ετοιμαζόταν
να ξεκινήσει την πορεία του ανατολικά. Ο Πρόξενος πρόλαβε να
γνωρίσει τον Έλληνα «παρατηρητή» στον Κύρο.
[38]
Ο στρατός του Κύρου ξεκινά προς τη Βαβυλώνα
Μάρτιος του 401 π. Χ.: Ο κύριος όγκος του στρατού των μισθοφόρων
συγκεντρώθηκε στις Σάρδεις, αλλά όλοι σχεδόν – εκτός από δυο ή τρεις
στενούς συνεργάτες του Κύρου – ήξεραν πως ο σκοπός της
εκστρατείας ήταν να επιτεθούν στην Πισιδία ή να κλιμακώσουν
πολεμικά τη διαμάχη του Πέρση πρίγκιπα με τον Τισσαφέρνη για την
υφαρπαγή πόλεων και πόρων που δεν του ανήκαν.
Την επομένη της άφιξης του Ξενοφώντα στις Σάρδεις το πολύχρωμο
στράτευμα ξεκίνησε. Επικεφαλής του ιππικού των Περσών και των
άλλων ασιατών μισθοφόρων ήταν ο ίδιος ο Κύρος. Η ανάπτυξη της
πορείας ήταν εντυπωσιακή και κάλυπτε έκταση πολλών χιλιομέτρων.
Οι Έλληνες είχαν σχηματίσει χωριστές μονάδες, αλλά μόνο όταν η
στρατιά έκανε στάση στις Κελαινές και έφτασαν εκεί από διάφορα
σημεία ο Κλέαρχος, ο Σώσις και ο Σοφαίνετος έχοντας μαζί τους
πάνω από 3.300 μισθοφόρους, σχηματίστηκαν οριστικά οι ελληνικοί
λόχοι και τέθηκαν υπό τις
διαταγές των διοικητών τους.
Ο λόχος ήταν η βασική
διοικητική μονάδα που την
αποτελούσαν εκατό οπλίτες.
[42]
Όμως, οι απορίες όλων ήταν εύλογες και οι Έλληνες απαίτησαν από
τον Κύρο να τους φανερώσει τον πραγματικό στόχο της εκστρατείας.
Αυτός κράτησε ακόμα το μυστικό του σχέδιο και ανακοίνωσε ότι ο
σκοπός του ήταν να επιτεθεί στον Αβροκόμη, στρατιωτικό διοικητή της
Συρίας και της Φοινίκης. Αν και η απάντηση του Κύρου δεν ήταν διόλου
πειστική, η στρατιά συνέχισε την πορεία της προς την Κιλικία.
Όταν η στρατιά έφτασε στη Ταρσό, βρήκαν την πόλη έρημη και
κατειλημμένη από τους οι άνδρες του Μένωνα, που – όπως είδαμε -
είχαν αναλάβει να συνοδεύσουν την βασίλισσα της Κιλικίας.
Πιθανολογείται ότι στο δρόμο τους οι στρατιώτες αυτοί θέλησαν να
λεηλατήσουν τους χωρικούς της Κιλικίας. Το γεγονός είναι ότι εκατό
από αυτούς χάθηκαν, γιατί μάλλον έπεσαν σε ενέδρα ληστών οι οποίοι
τους σκότωσαν. Οι υπόλοιποι οργισμένοι για την απώλεια των
συντρόφων τους,
λεηλάτησαν την πόλη.
9
Η Ισσός είναι περισσότερο γνωστή από την ομώνυμη μάχη που έγινε εκεί το 333
μεταξύ των Μακεδόνων του Μ. Αλεξάνδρου και του περσικού στρατού του Δαρεί-
ου Γ’, που έληξε με νίκη του πρώτου. Είχε προηγηθεί η μάχη του Γρανικού και α-
κολούθησε η καθοριστική μάχη στα Γαυγάμηλα, με αποτέλεσμα την κατάλυση
της περσικής αυτοκρατορίας.
10
Δεν είναι γνωστό το σημείο που βρισκόταν αυτή η πόλη, πιθανώς ήταν κοντά
στη σημερινή Ράκκα της Συρίας. Σήμερα είναι γνωστή γιατί ηταν για μεγάλο διά-
στημα η πρωτεύουσα του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού κράτους.
[44]
ότι η πρόθεσή του ήταν να προχωρήσει προς την Βαβυλώνα και να
αντιμετωπίσει τον αδελφό του. Μάλιστα τους είπε ότι έπρεπε να
ενημερώσουν τους στρατιώτες τους, ώστε να γνωρίζουν ακριβώς πλέον
προς τα πού πορεύονται και ποιον θα έχουν απέναντί τους ως
αντίπαλο.
Οι στρατιώτες που έμαθαν τώρα ως βέβαιο κάτι που υποψιάζονταν,
κατηγόρησαν τους αξιωματικούς τους ότι, γνώριζαν την αλήθεια και
τους την έκρυβαν. Απείλησαν μάλιστα ότι δεν θα προχωρήσουν άλλο
αν δεν τους πλήρωνε ο Κύρος. Αυτός ενημερώθηκε και υποσχέθηκε ότι
μόλις φτάσουν στην Βαβυλώνα θα καταβάλει σε κάθε μισθοφόρο από
πέντε αργυρές μνες και ακόμα ένα μισθό, όταν όλα τελειώσουν αισίως,
για να γυρίζουν οι Έλληνες στην Ιωνία. Αυτές οι (ανέξοδες) υποσχέσεις
έπιασαν τόπο και οι
περισσότεροι από τους
Έλληνες μισθοφόρους
πείστηκαν.
[45]
Η Μάχη στα Κούναξα (3 Σεπτεμβρίου 401)
Η πορεία της στρατιάς του Κύρου ξεκίνησε από τις Σάρδεις τον
Μάρτιο του 401 και έφτασε στο τέλος Αυγούστου ή την πρώτη μέρα του
Σεπτεμβρίου σε μια πεδιάδα του σημερινού Ιράκ, στην ανατολική όχθη
του Ευφράτη, κοντά στο χωριό Κούναξα. Δεν ξέρουμε την ακριβή
τοποθεσία του χωριού Κούναξα ή τη θέση του πεδίου της μάχης.
Εικάζεται ότι βρισκόταν κοντά στο σημείο που συγκλίνουν οι ποταμοί
Ευφράτης και Τίγρης. Το ίδιο βράδυ ο Κύρος επιθεώρησε το στρατό του
(Έλληνες, Πέρσες και βαρβάρους) και όρισε τις θέσεις της μάχης, γιατί
πίστευε ότι το επόμενο πρωί θα είχε φτάσει στην απέναντι πλευρά, ο
βασιλιάς Αρταξέρξης με το στρατό του. Έτσι όρισε διοικητή του δεξιού
κέρατος της στρατιάς του τον Κλέαρχο, του αριστερού τον Μένωνα και ο
ίδιος (ο Κύρος) ανέλαβε τη διοίκηση του κέντρου της παράταξης με τους
Πέρσες και άλλους ασιάτες μισθοφόρους και το ιππικό.
Το πρωί έφτασαν στον Κύρο αυτόμολοι στρατιώτες του Αρταξέρξη και
του έδωσαν πληροφορίες για τις κινήσεις του αδελφού του. Κατόπιν, ο
Κύρος κάλεσε τους στρατηγούς και τους διοικητές των ελληνικών
λόχων, κατέστρωσαν το σχέδιο της μάχης και εκφώνησε ένα λογύδριο
για να τους ενθαρρύνει. Πριν τελειώσει η σύσκεψη, ορισμένοι από τους
παριστάμενους παρότρυναν τον Κύρο να μην πολεμήσει, αλλά να μείνει
στα μετόπισθεν των Ελλήνων μισθοφόρων. Τότε ο Κλέαρχος ρώτησε
τον Κύρο: Τι λες Κύρε; Πιστεύεις ότι ο αδελφός σου θα δώσει μάχη
εναντίον σου; Και ο Πέρσης πρίγκιπας απάντησε: Μα τον Δία, αν ο
Αρταξέρξης είναι γνήσιος γιος του Δαρείου και της Παρυσάτιδος και
συνεπώς αδελφός μου, δεν θα καταδεχθώ ποτέ να πάρω αμαχητί αυτά
που μου ανήκουν!
{Η ερώτηση του Κλέαρχου είχε κάποια λογική βάση, γιατί επί έξι
μήνες ο στρατός του Κύρου προχωρούσε και καταλάμβανε
τεράστιες περιοχές της περσικής αυτοκρατορίας, χωρίς να
συναντήσει ως τότε κάποια, υποτυπώδη έστω, αντίσταση.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αρταξέρξης δεν ήθελε να
συγκρουστεί με τον αδελφό του και είχε αποφασίσει να τον αφήσει
[46]
να κυβερνά ολόκληρη τη Μικρά Ασία και ο ίδιος να περιοριστεί
στην Περσία και τις κτήσεις της. Όμως οι σύμβουλοί του τον
έπεισαν ότι όφειλε να δώσει μάχη και να υπερασπιστεί την
εδαφική ακεραιότητα του κράτους του}.
Έγινε καταμέτρηση του στρατεύματος του Κύρου και βρέθηκαν
12.900 Έλληνες οπλίτες και πελταστές, περίπου 100.000 Πέρσες και
άλλοι ασιάτες μισθοφόροι και είκοσι δρεπανηφόρα άρματα.
Ο Ξενοφών αναφέρει ότι ο στρατός του Αρταξέρξη, σύμφωνα με
μαρτυρίες αυτομόλων στρατιωτών, ήταν τεράστιος: 900.000 άνδρες
(Πέρσες, Μήδοι και πολλοί μισθοφόροι ασιάτες) και 150 δρεπανηφόρα
άρματα.
{Οι αριθμοί αυτοί (και για τις δυο παρατάξεις) είναι υπερβολικοί
και μακριά από την
πραγματικότητα.
Ελληνική φάλαγγα
Πιθανολογείται ότι
στην
πραγματικότητα, ο
Κύρος δεν είχε
παραπάνω από
30.000 άνδρες (μαζί με τους Έλληνες μισθοφόρους). Ο στρατός
του Αρταξέρξη, ήταν τουλάχιστο διπλάσιος από αυτόν του Κύρου
και ακόμα είχε πολύ περισσότερα δρεπανηφόρα άρματα και
ιππικό}.
Πάντως ο Κύρος δεν ανησυχούσε πολύ, γιατί στο στρατό του είχε
πολλούς Έλληνες, που ήταν γνωστοί ως οι ικανότεροι μαχητές της
εποχής. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν επαγγελματίες πολεμιστές,
έμπειροι και ψημένοι στις μάχες, γιατί είχαν συμμετάσχει στον
πρόσφατο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Αυτοί οι Έλληνες μισθοφόροι ήταν
βαριά οπλισμένοι (εκτός από τους πελταστές) και σχημάτιζαν στην
μάχη μια τετράγωνη παράταξη με προτεταμένα τα δόρατα και σε βάθος
οκτώ σειρών, που έδινε την εντύπωση ενός τείχους από ασπίδες και
[47]
δόρατα, που πανικόβαλε τον αντίπαλο.
Είδαμε ότι, ως την στιγμή που ο Κύρος και το στράτευμά του έφτασαν
στα Κούναξα, δεν είχαν συναντήσει καμιά αντίσταση. Στο σημείο δε
που σταμάτησαν, υπήρχε μπροστά τους μια μεγάλη τάφρος μήκους
πολλών δεκάδων χιλιομέτρων. Η τάφρος αυτή είχε κατασκευαστεί από
το 6ο π. Χ. αιώνα, κατ’ εντολή του Ναβουχοδονόσορα Β’, βασιλιά της
Βαβυλώνας για να προστατεύσει τα σύνορά του από τους Μήδους, που
ετοιμάζονταν να επιτεθούν από βορειοανατολικά.
Ο Κύρος με το στρατό του πέρασαν την τάφρο χωρίς δυσκολία και
διαπίστωσε ότι, ούτε κι εκεί τους περίμενε ο περσικός στρατός. Άρχισε
τότε να πιστεύει ότι αυτό ήταν σημάδι αδυναμίας εκ μέρους του
αδελφού του και ότι δεν φαινόταν πιθανό τα δοθεί μάχη. Η αισιόδοξη
αυτή άποψη του Κύρου διαπέρασε όλο το στράτευμα, από τους
στρατηγούς και τους λοχαγούς, ως τους απλούς οπλίτες. Όπως είναι
φυσικό, η πειθαρχία χαλάρωσε και οι άνδρες ετοίμαζαν τα καταλύματά
τους, περιμένοντας τους δούλους και τους ακολούθους τους να
περάσουν και αυτοί την τάφρο για να τους συναντήσουν.
Τη δεύτερη μέρα το πρωί, ήρθε καλπάζοντας ένας Πέρσης ευγενής
και φώναζε στα περσικά και στα ελληνικά, ότι έρχεται ο Αρταξέρξης με
μεγάλο στράτευμα. Από τους πρώτους, ο Κύρος έσπευσε να φορέσει
τον θώρακά του, πήρε στα χέρια του το σπαθί, ανέβηκε στο άλογό του
και κάλεσε όλους τους αξιωματικούς να πάρει ο καθένας τη θέση του
μάχη, όπως είχε ήδη προγραμματιστεί. Ο Κλέαρχος κάλυψε το δεξιό
κέρας του στρατεύματος, έχοντας κοντά του και τον Πρόξενο και ο
Μένων το αριστερό. Επικεφαλής του κέντρου της παράταξης ήταν ο
ίδιος ο Κύρος. Μαζί ήταν οι εξακόσιοι ιππείς Πέρσες και τα άρματα.
Είχε πια περάσει το μεσημέρι, όταν από μακριά φάνηκε σκόνη που
σήκωναν χιλιάδες άνδρες και άλογα. Σε λίγη ώρα η πεδιάδα είχε
πλημμυρίσει από στρατό, οι λόγχες και οι ασπίδες άστραφταν στον
ήλιο και άρχισαν να ξεχωρίζουν οι λόχοι και τα τάγματα. Μπροστά κατά
διαστήματα, ήταν το τρομερό περσικό όπλο, τα δρεπανηφόρα άρματα.
Ο Κύρος έκανε τελευταία επιθεώρηση της παράταξης του στρατού
του. Ο Ξενοφών τον ρώτησε αν έχει να δώσει κάποια, τελευταία πριν τη
μάχη, διαταγή. Αυτός απάντησε ότι πρέπει όλοι οι στρατιώτες να
[48]
πληροφορηθούν ότι έγιναν οι θυσίες προς τους θεούς και οι οιωνοί από
τα σφάγια ήταν πολύ καλοί.
Όταν η απόσταση που χώριζε τους δυο αντιπάλους έγινε μικρότερη
από 600 μέτρα, οι Έλληνες εξαπέλυσαν πρώτοι επίθεση ψάλλοντας τον
παιάνα (πολεμικό εμβατήριο). Ταυτόχρονα χτυπούσαν τις ασπίδες με
τα δόρατά τους για να τρομάξουν τα άλογα του εχθρού. Πριν όμως
φτάσουν σε απόσταση βολής τόξου, οι βάρβαροι γύρισαν πίσω και
τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή και οι Έλληνες τους κυνήγησαν για
αρκετά χιλιόμετρα, ώσπου απομονώθηκαν από το κύριο σώμα του
στρατεύματος του Κύρου.
Ο Κύρος χαρούμενος είδε τους Έλληνες να καταδιώκουν τους
αντιπάλους και την αριστερή πτέρυγα των Περσών να καταρρέει. Οι
ακόλουθοί του
άρχισαν να τον
επευφημούν σαν να
ήταν ήδη ο βασιλιάς.
Η μάχη στα
Κούναξα
[50]
Τα μετά την μοιραία μάχη
Με τον Κύρο νεκρό, η συνέχιση της μάχης μεταξύ των στρατών των
δυο αδελφών δεν είχε πλέον κανένα σκοπό. Είχε ήδη τελειώσει με νίκη
του Αρταξέρξη. Άλλωστε η «νίκη» των Ελλήνων μισθοφόρων της δεξιάς
πτέρυγας του στρατού του Κύρου (υπό τον Κλέαρχο) ήταν μάλλον
τέχνασμα του Τισσαφέρνη. Αυτός έζησε επί δεκαπέντε χρόνια στην
Μικρά Ασία και είχε γνωρίσει από κοντά τους Έλληνες και την πολεμική
τακτική τους. Οι Πέρσες δεν τράπηκαν σε φυγή όταν δέχθηκαν την
επίθεση του Κλέαρχου, αλλά υποχώρησαν εσκεμμένα (κατόπιν
στρατηγικού σχεδίου και οδηγιών του Τισσαφέρνη) και πέτυχαν να
παρασύρουν τους Έλληνες μακριά από την κρίσιμη συμπλοκή στο
κέντρο των δυο αντιπάλων. Έτσι ο
Τισσαφέρνης κατάφερε έξυπνα να
εξουδετερώσει τον κύριο όγκο των
Ελλήνων μισθοφόρων που ήταν και το
βασικό ατού της στρατιάς του Κύρου.
Ο Αρταξέρξης Β’
Έλληνες οπλίτες
Πέρσες αγρότες
11
Θυμίζουμε ότι ο Πρόξενος ήταν φίλος του Κύρου και του Ξενοφώντα και ήταν
αυτός που προσκάλεσε τον Αθηναίο ιστορικό στις Σάρδεις ως παρατηρητή της ε-
πικείμενης σύγκρουσης Κύρου-Αρταξέρξη.
[57]
Η εξόντωση των Ελλήνων στρατηγών
Μονομαχία Πέρση
και Έλληνα
12Ο Ξενοφών και ο Πρόξενος ήταν μαθητές του διάσημου σοφιστή Γοργία από
τους Λεοντίνους της Σικελίας. Εκεί γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι. Όπως είδαμε,
όταν ο Πρόξενος βρισκόταν στις Σάρδεις, φιλοξενούμενος του Κύρου, έστειλε πρό-
σκληση στο Ξενοφώντα, ο οποίος αποφάσισε να πάει στην Μικρά Ασία (όχι ως
στρατιωτικός, αλλά) ως παρατηρητής της εκστρατείας του Πέρση πρίγκιπα κατά
του βασιλιά αδελφού του
[60]
είχε φίλους. Ήταν ερωμένος του Αρίστιππου του Θεσσαλού (ο οποίος
όπως είδαμε, ήταν - όπως και ο Πρόξενος – από τους σημαντικότερους
στρατολόγους μισθοφόρων) και αυτός του ανάθεσε την αρχηγία των
1500 Θεσσαλών μισθοφόρων για την επικείμενη εκστρατεία του Κύρου.
Ήταν επίσης και ερωμένος του Πέρση Αριαίου. Δεν είχε την τύχη των
τεσσάρων άλλων Ελλήνων στρατηγών, των οποίων ο θάνατος με
αποκεφαλισμό ήταν ακαριαίος. Ο Μένων έζησε με κομμένα και τα δυο
του χέρια ως κακούργος και ακούστηκε ότι πέθανε μετά από ένα χρόνο.
{Το κόψιμο των χεριών ήταν συνήθης τιμωρία των Περσών για
τους επαναστάτες, τους λιποτάκτες και τους κακούργους. Αυτή η
τιμωρία πέρασε πολύ αργότερα και στο ισλαμικό δίκαιο και
τηρείται ακόμα σε ορισμένα κράτη, όπως στη Σαουδική Αραβία}.
Τέλος, οι άλλοι δυο στρατηγοί, ο Σωκράτης και ο Αγίας, που
αποκεφαλίστηκαν μετά από διαταγή του Αρταξέρξη ήταν έντιμοι
στρατιωτικοί, δεν είχαν ποτέ κατηγορηθεί για δειλία σε καιρό πολέμου,
ούτε είχαν προδώσει τους φίλους τους. Όταν πέθαναν ήταν και οι δυο
τριανταπέντε χρονών περίπου.
Ο στόχος του Τισσαφέρνη (και λογικά του βασιλιά) να αφήσει
ακέφαλο το ελληνικό μισθοφορικό σώμα είχε επιτευχθεί. Είχε
εκμεταλλευτεί τη δύσκολη θέση των Ελλήνων, οι οποίοι μετά τον θάνατο
του Κύρου βρέθηκαν χωρίς ηγεσία, απομονωμένοι σε μια άγνωστη
χώρα, κοντά στη Βαβυλώνα, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την
πατρίδα τους και κυκλωμένοι από εχθρικές φυλές. Επίσης είχε πετύχει
να ενσπείρει διχόνοια μεταξύ των στρατηγών και τελικά να τους
εξοντώσει. Ήταν βέβαιος πως χωρίς τους ηγέτες του, το ελληνικό
στράτευμα θα κατέρρεε.
Εκείνο λοιπόν το βράδυ που ο Τισσαφέρνης συνέλαβε τους ηγέτες
των Ελλήνων, έπεσε κατήφεια στο στρατόπεδο. Κανείς δεν είχε διάθεση
για φαγητό, οι οπλίτες ξάπλωσαν όπου βρήκαν, με τα όπλα στο πλάι
τους και παρέμειναν άυπνοι και ανήσυχοι για τους δικούς τους στην
πατρίδα, με το ερωτηματικό αν θα μπορέσουν να τους ξαναδούν ποτέ.
[61]
Η ώρα του Ξενοφώντα
Ο Ξενοφών
[62]
ατιμωτικός θάνατος.
Έτσι ο Ξενοφών αποφάσισε να πάρει πρωτοβουλία, γιατί τον
ανησυχούσε η αδράνεια των αξιωματικών και οπλιτών, λες και
περίμεναν μοιρολατρικά το αναπόφευκτο. Το πρώτο πράγμα που
έκανε ήταν να συγκαλέσει σε σύσκεψη τους λοχαγούς του (φίλου του)
στρατηγού Πρόξενου. {Ο Πρόξενος είχε υπό τις διαταγές του 2.000
άνδρες, δηλαδή είκοσι λόχους. Άρα οι λοχαγοί ήταν περίπου
είκοσι, γιατί δεν ξέρουμε πόσοι είχαν χάσει τη ζωή τους από την
χθεσινή σφαγή των Ελλήνων από τους Πέρσες}.
Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο Ξενοφών τους μίλησε για αρκετή
ώρα. Είπε ότι αυτός τουλάχιστον δεν μπορεί να παρακολουθεί τις
εξελίξεις και να είναι ήσυχος, όταν είναι φανερό ότι οι Πέρσες
ετοιμάζονται να τους επιτεθούν. Η υποχώρηση και η συνθηκολόγηση
οδηγούσε με βεβαιότητα στην αιχμαλωσία τους από ένα βασιλιά,
που δεν δίστασε να κόψει το κεφάλι και το χέρι του (νεκρού)
αδελφού του. Είναι βέβαιο, είπε, ότι δεν μας εμπιστεύεται και μας μισεί
γιατί πήραμε τα όπλα για να τον πολεμήσουμε. Εγώ τουλάχιστο,
συνέχισε ο Ξενοφών, φοβάμαι πολύ περισσότερο την συνθηκολόγηση
και την αιχμαλωσία παρά τον πόλεμο. Θεωρώ ότι οι Πέρσες φάνηκαν
επίορκοι απέναντί μας και ότι δεν πρέπει να μας τρομάζει μια
σύγκρουση μαζί τους. Οι οπλίτες μας είναι αρκετά πιο
σκληραγωγημένοι από αυτούς, αντέχουν το κρύο όπως και τη ζέστη και
την σωματική ταλαιπωρία και έχουν θάρρος και ψυχή, που λείπουν από
αυτούς.
Τελειώνοντας ο Ξενοφών ζήτησε από τους παριστάμενους να τον
εκλέξουν ως στρατηγό τους. {Γεννάται η απορία: Γιατί οι
στρατιωτικοί αυτοί εξέλεξαν στρατηγό τον Ξενοφώντα, μιας και
όπως ο ίδιος ομολογεί, δεν έλαβε μέρος στην εκστρατεία και στη
μάχη ούτε ως απλός στρατιώτης; Η απάντηση δεν είναι απλή, αν
και είναι γεγονός ότι σε πολλές ελληνικές πόλεις – και στην Αθήνα
– η στρατηγία ήταν κυρίως πολιτική θέση και το αξίωμα του
στρατηγού το κέρδιζαν όσοι ανήκαν σε επιφανή τάξη. Σε μια τέτοια
τάξη ανήκε και ο Ξενοφών}. Οι λοχαγοί δέχθηκαν ομόφωνα την
πρόταση του Ξενοφώντα. Εξαίρεση αποτέλεσε ένας Βοιωτός ονόματι
[63]
Απολλωνίδης, ο οποίος τόνισε τη δυσχερή κατάσταση που βρίσκονταν
οι Έλληνες και ζήτησε να συνδιαλλαγούν με τον Μέγα Βασιλέα.
Ο Ξενοφών όμως θύμισε στους συγκεντρωμένους, ότι ο βασιλιάς δεν
τήρησε καμιά από τις υποσχέσεις του. Δεν τους άφησε ελεύθερους να
γυρίσουν στην πατρίδα, δεν τους χορήγησε τρόφιμα και το χειρότερο,
ξεγέλασε τους στρατηγούς και τους αιχμαλώτισε με σκοπό να τους
εξοντώσει. Ζήτησε λοιπόν να εκπέσει ο Απολλωνίδης από το αξίωμα
του λοχαγού και να χρησιμοποιηθεί του λοιπού ως βοηθητικός οπλίτης
κουβαλώντας εφόδια στους στρατιώτες. Τελικά όλοι συμφώνησαν ότι η
καλύτερη λύση ήταν να απομονώσουν τον αντιρρησία και να τον
διώξουν από το στρατό.
Αφού λοιπόν τελείωσε η σύσκεψη με τους λοχαγούς της μονάδας του
Προξένου και πριν ακόμα καλά-καλά ξημερώσει, ο Ξενοφών και οι
λοχαγοί του κάλεσαν τους διοικητές των άλλων μονάδων – όσους είχαν
επιζήσει. Προσήλθαν (στρατηγοί και λοχαγοί) γύρω στους εκατό, Αφού
τους ενημέρωσαν για τις αποφάσεις που είχαν λάβει, κάλεσαν τους
νεοφερμένους να εκλέξουν στρατηγούς στην θέση αυτών που είχε
παγιδεύσει και αιχμαλωτίσει ο Τισσαφέρνης. Ο Ξενοφών τους μίλησε
για αρκετή ώρα, υπογράμμισε τη δύσκολη θέση που είχαν βρεθεί και
τόνισε ότι προέχει η οργάνωση του στρατεύματος και η εμφύσηση
πνεύματος πειθαρχίας σε όλους. Τόνισε μάλιστα ότι ολόκληρες
στρατιές καταστράφηκαν από έλλειψη πειθαρχίας.
Πράγματι, αφού προτάθηκαν τα ονόματα για τους νέους στρατηγούς
και λοχαγούς, ο Ξενοφών ανέπτυξε στους παριστάμενους για μια φορά
τις απόψεις του, δηλαδή ότι ο βασιλιάς και ο Τισσαφέρνης τους
πρόδωσαν και δεν θα διστάσουν να τους επιτεθούν και να τους
εξοντώσουν αν καταλάβουν ότι είναι ευάλωτοι. Αν όμως οι Πέρσες δουν
τους Έλληνες ενωμένους, δυνατούς και αποφασισμένους, θα κάνουν
πίσω και θα τους αφήσουν να φύγουν για την πατρίδα τους
ανενόχλητοι. Άλλωστε αυτή η - οιονεί - εμπόλεμη κατάσταση βόλευε
τους Έλληνες, γιατί από τώρα και στο εξής θα μπορούν να λεηλατούν
την περσική ύπαιθρο, χωρίς να καταπατούν καμιά συμφωνία ή όρκο.
Όλοι άκουσαν με προσοχή τον Ξενοφώντα και ήταν εμφανές από τους
ψιθύρους και τα κουνήματα της κεφαλής ότι επιδοκίμαζαν τα λόγια του.
[64]
Αυτό φάνηκε και από τα λόγια του Χειρίσοφου που μίλησε αμέσως
μετά: Ξενοφώντα, το μόνο που ήξερα για σένα ως σήμερα, ήταν πως
ήσουν Αθηναίος. Όμως τώρα που σε άκουσα να μιλάς και να παίρνεις
την πρωτοβουλία για να οργανωθούμε και να σχηματίσουμε ένα
τακτικό και πειθαρχημένο στρατό, δεν έχω παρά να σου εκφράσω τα
συγχαρητήριά μου. Θα ήταν καλό για όλους μας αν υπήρχαν και
αρκετοί άλλοι σαν εσένα. Τώρα ας δούμε ποιοι θα είναι οι νέοι μας
στρατηγοί και αμέσως μετά, ας αναγγείλουμε τις αποφάσεις μας σε όλο
το στράτευμα.
Οι νέοι στρατηγοί ήταν: Ο Τιμασίων ο
Δαρδανεύς στη θέση του Κλέαρχου, ο
Ξανθικλής ο Αχαιός στη θέση του
Σωκράτη, ο Κλεάνωρ ο Αρκάς στη θέση
του Αγία, ο Φιλήσιος ο Αχαιός στη θέση
του Μένωνα και ο Ξενοφών ο Αθηναίος
στη θέση του Προξένου.
Ο Ξενοφών περιμένοντας την επίθεση των
Περσών, φόρεσε τη λαμπρή πανοπλία του,
γιατί ήθελε, αν σκοτωνόταν στην μάχη, να
τον βρει ο θάνατος προετοιμασμένο.
[65]
Οι ομιλίες των στρατηγών προς τους οπλίτες
[66]
στους στρατιώτες φορώντας τη λαμπρή του πανοπλία:
Αρχικά συμφώνησε με τους προηγούμενους ομιλητές και τόνισε πώς
μόνο αν είμαστε έτοιμοι και με τα όπλα στα χέρια και τους πολεμήσουμε
με όλες μας τις δυνάμεις, θα έχουμε ελπίδα επιτυχίας.
{Στο σημείο αυτό κάποιος στρατιώτης φταρνίστηκε. Οι Έλληνες
θεωρούσαν το φτάρνισμα θεόσταλτο γιατί κανείς δεν μπορούσε να
το ελέγξει και ο Ξενοφών αρπάχτηκε από αυτό το γεγονός και
συνέχισε:} Αφού λοιπόν ο Δίας μας στέλνει ένα καλό οιωνό, προτείνω
να του τάξουμε, πως μόλις φτάσουμε σε φιλικό έδαφος θα του
προσφέρουμε τις πρέπουσες θυσίες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα
ξεχάσουμε και τους άλλους θεούς.
Και ασφαλώς πιστεύω ότι έχουμε
βάσιμες ελπίδες σωτηρίας, μιας και
εμείς τηρήσαμε όλους τους όρκους
μας σε αντίθεση με τους αντιπάλους
μας, που φάνηκαν επίορκοι και αυτό
οι θεοί θα το εκτιμήσουν.
Ο Ζευς Σωτήρ
Η θεά Άρτεμις
[69]
Τοξότης
[70]
Η Κάθοδος των Μυρίων
Ο πρώτες εβδομάδες της πορείας
Ρόδιος σφενδονιστής
Ήταν η ώρα να
δράσουν οι Ρόδιοι
σφενδονιστές και οι
Κρήτες τοξότες. Οι
βολές τους ήταν εύστοχες, αφού είχαν απέναντί τους μεγάλο πλήθος και
βρήκαν πολλούς από τους αντιπάλους τους.
Αυτό υποχρέωσε τον Τισσαφέρνη να διατάξει υποχώρηση πέραν του
βεληνεκούς της ροδιακής σφεντόνας και να συνεχίσει απλώς να
παρακολουθεί από κοντινή απόσταση την πορεία της ελληνικής
στρατιάς. Ο Πέρσης σατράπης, που δεν ήθελε να διακινδυνεύσει μια
απ’ ευθείας ανοιχτή σύγκρουση, δεν σταμάτησε να παρενοχλεί και να
επιτίθεται σε μικρές μονάδες ή μεμονωμένους στρατιώτες που
13Η λέξη παρασάγγη προέρχεται από την περσική φαρσάγκ. Ήταν μονάδα μέτρη-
σης μεγάλων αποστάσεων. Ισοδυναμούσε με απόσταση τριάντα σταδίων δηλαδή
περίπου 5.555 μέτρα. Ήταν πάνω-κάτω η απόσταση που διανύει ένας πεζός σε μια
ώρα πορείας, Η έκφραση – που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα - «απέχει πα-
ρασάγγας» σημαίνει πολύ μεγάλη απόσταση.
[73]
τριγύριζαν να βρουν τρόφιμα ή ξύλα για φωτιά, με αποτέλεσμα οι
Έλληνες να χάνουν κάθε τόσο κι από λίγους άνδρες.
Έτσι πορεύτηκαν οι Έλληνες μισθοφόροι για κάμποσες μέρες, μέχρι
που έφτασαν στη ορεινή περιοχή του Ζάγρου, κοντά στην σημερινή
τουρκική πόλη Σίζρε που βρίσκεται κοντά στα σύνορα των χωρών Ιράκ,
Συρίας και Τουρκίας. Εδώ έπρεπε να πάρουν μια σημαντική απόφαση:
Να προχωρήσουν ανατολικά προς τη Λυδία και την Ιωνία, που ήταν
περσικές σατραπείες και θα ήταν συνεχώς περικυκλωμένοι από
εχθρικά στρατεύματα ή να βαδίζουν προς τον ορεινό βορρά και να
επιχειρήσουν να διασχίσουν τη χώρα των Καρδούχων.
Οι Καρδούχοι (προφανώς ήταν οι πρόγονοι αυτών που σήμερα
αποκαλούμε Κούρδους) ήταν μια
άγρια πολεμική φυλή, που ζούσε στα
βουνά της ανατολικής Μικράς Ασίας
και που κανείς δεν είχε κατορθώσει
να δαμάσει, ούτε καν η πανίσχυρη
περσική αυτοκρατορία.
[74]
Οι Έλληνες και η θάλασσα
Τοιχογραφία
της Κνωσού
με δελφίνια
Τα
σημαντικότερ
α γεγονότα της ελληνικής μυθολογίας είναι ο Τρωικός πόλεμος και η
Αργοναυτική εκστρατεία. Και τα δυο δείχνουν την ανάπτυξη τόσο του
πολεμικού όσο και του εμπορικού ναυτικού των Μυκηναίων, των
Θεσσαλών και των άλλων ελληνικών φύλων.
Η γη της ηπειρωτικής Ελλάδας και των περισσότερων νησιών του
Αιγαίου είναι ορεινή και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις λίγες. Έτσι στην
αρχαία Ελλάδα από τον 11ο κιόλας αιώνα, η αύξηση του πληθυσμού
και η ένδεια ώθησαν πολλές από τις ελληνικές πόλεις-κράτη να
ερευνήσουν την πιθανότητα ίδρυσης θυγατρικών πόλεων, δηλαδή
αποικιών στα παράλια της ιταλικής χερσονήσου, της Μικράς Ασίας και
πολλών νησιών. Οι αποικίες αυτές αναπτύχθηκαν γρήγορα και πολλές
από αυτές ξεπέρασαν τη μητρόπολη σε ισχύ και πλούτο. Όμως οι
δεσμοί της αποικίας με τη μητέρα-πόλη ήταν ιεροί και οι πολίτες της
νέας πόλης - που όμως διατηρούσε την αυτονομία της – βοηθούσαν
[76]
στρατιωτικά και οικονομικά τη Μητρόπολη. Πολλές από αυτές ίδρυσαν
αργότερα δικές τους (ελληνικές) αποικίες.
Η συνήθης διαδικασία ίδρυσης αποικίας – αφού πρώτα κάποιοι
τολμηροί ναυτικοί εντόπιζαν το μέρος της μετανάστευσης – ήταν: Καμιά
εκατοστή νέοι άντρες με τους δούλους τους και τα απαραίτητα εφόδια
για να επιβιώσουν για κάμποσες ημέρες (ένα ταξίδι μερικών
εκατοντάδων μιλίων, μπορούσε να διαρκέσει, ανάλογα με τον καιρό,
πολλές εβδομάδες), επιβιβάζονταν σε δυο-τρία ή και περισσότερα
πλοία και ξεκινούσαν για την μεγάλη περιπέτεια.
[77]
Πράγματι, ο εκτεταμένος αποικισμός και το ανεπτυγμένο εμπόριο,
είχαν καταφέρει να κάνουν ελληνικά όλα τα μεσογειακά παράλια.
Όποιος Έλληνας ταξίδευε στη θάλασσα, μπορούσε να υπολογίζει πώς
σε όποιο σχεδόν σημείο (της ανατολικής Μεσογείου και του Ευξείνου
Πόντου) άραζε το πλοίο του, θα μπορούσε να συναντήσει άλλους
Έλληνες και να μιλήσει την γλώσσα του – ανεξάρτητα από τις τυχόν
γλωσσικές διαφορές ή την διάλεκτο που μιλιόταν εκεί.
Όλα αυτά ήταν γνωστά στους Έλληνες, όπου και αν βρίσκονταν.
Αυτά είχε υπ’ όψη του ο Ξενοφών, όταν έλεγε στους στρατιώτες του πως
πήγαιναν στην πατρίδα, εννοώντας σαφώς να συναντήσουν στην
πορεία τους τη θάλασσα, οπότε οι πιθανότητες να βρεθούν πολύ κοντά
σε μια ελληνική αποικία ήταν πολύ μεγάλες.
Ελληνική τριήρης
Πάντως, στο μυαλό του Ξενοφώντα είχε γίνει έμμονη ιδέα, η ίδρυση
μιας ή περισσότερων ελληνικών αποικιών στο έδαφος της Μικράς
Ασίας. Αρχικά ήθελε πρώτα να εξασφαλιστεί η ασφαλής επιστροφή των
Μυρίων στην πατρίδα και κατόπιν να σταλούν άποικοι για να ιδρύσουν
νέα ή νέες πόλεις στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
{Η ιδέα του Ξενοφώντα για την άμεση ίδρυση αποικίας,
γεννήθηκε όταν πια η πορεία των Μυρίων είχε φτάσει στις ακτές
του Πόντου και συγκεκριμένα στην πόλη Κοτύωρα. Εκεί σκέφτηκε
ότι τόσο πλήθος νέων και έμπειρων πολεμιστών, ήταν ότι έπρεπε
για να χτίσουν μια μεγάλη ελληνική πόλη στα παράλια του
Ευξείνου Πόντου. Η πόλη αυτή θα γινόταν όντως μεγάλη αν είχε
και την συνδρομή των πολυάριθμων Ελλήνων που ζούσαν στις
πόλεις της περιοχής}.
[78]
Προς τη χώρα των Καρδούχων
Είχαν περάσει δυο μήνες σχεδόν από την μοιραία μάχη στα Κούναξα
και την απόφαση των Ελλήνων μισθοφόρων να ξεκινήσουν τη μακριά
πορεία που θα τους οδηγούσε – διασχίζοντας τα άγρια βουνά της
ανατολικής Μικράς Ασίας - στα παράλια του Εύξεινου Πόντου.
Το πρώτο σοβαρό εμπόδιο που – όπως είχαν πληροφορηθεί - θα
συναντήσουν στο διάβα τους ήταν ο ορεσίβιος και πολεμικός λαός των
Καρδούχων {οι σημερινοί Κούρδοι}. Γνώριζαν πως θα
ταλαιπωρηθούν περνώντας από τα αφιλόξενα και παγωμένα βουνά της
Καρδουχίας. Ήταν αρκετά επιφυλακτικοί ως προς την ‘υποδοχή’ που
θα είχαν από τους Καρδούχους, αλλά είχαν την ελπίδα ότι δεν θα
συναντήσουν την εχθρική στάση, που είχαν ως τώρα συναντήσει από
τους Πέρσες του βασιλιά και του σατράπη Τισσαφέρνη.
O Τισσαφέρνης είχε τώρα πια σταματήσει να τους καταδιώκει. Ένας
λόγος ήταν, ότι είχε χάσει αρκετό χρόνο ακολουθώντας τους και έπρεπε
πλέον να γυρίσει στη σατραπεία του, στη δυτική Μικρά Ασία. Επίσης,
θεωρούσε ότι ο στόχος του να διώξει τους Έλληνες από την περσική
επικράτεια είχε επιτευχθεί. Και ακόμα ένας λόγος που ο Τισσαφέρνης
σταμάτησε τις αψιμαχίες με τους Έλληνες μισθοφόρους, ήταν γιατί
πίστευε ότι πολύ δύσκολα θα κατάφερναν να βγουν σώοι από τον βαρύ
χειμώνα που τους περίμενε στα ορεινά μονοπάτια που τους οδηγούσε η
πορεία τους (ήταν ήδη Νοέμβριος του 401). Και τέλος, υπολόγιζε ότι οι
ορεσίβιοι σκληροτράχηλοι πολεμιστές Καρδούχοι δεν θα τους άφηναν
σε χλωρό κλαρί.
Όμως, τώρα οι Έλληνες ήταν αρκετά πιο αισιόδοξοι. Πρώτον, γιατί
υπολόγιζαν πως οι Καρδούχοι δεν θα τους αντιμετώπιζαν ως
αντιπάλους τους, μιας και ήταν εχθροί του Μεγάλου Βασιλέα και του
Τισσαφέρνη, συνεπώς θα λογάριαζαν τους Έλληνες ως εχθρούς του
εχθρού τους, άρα φίλους τους. Δεύτερον ήξεραν ότι μπροστά τους
ήταν άγρια και δυσπρόσιτα βουνά, από τα οποία πήγαζαν οι μεγάλοι
ποταμοί Τίγρης και Ευφράτης και έτσι υπολόγιζαν ότι δεν θα είχαν στο
διάβα τους ορμητικά και επικίνδυνα ποτάμια.
[79]
Ασφαλώς και υπήρχαν και αρκετά σημεία που ίσως αποτελούσαν
αφορμή για συγκρούσεις. Οι Έλληνες που δεν είχαν μαζί τους τρόφιμα,
δεν είχαν άλλη επιλογή από την λεηλασία των χωριών που
συναντούσαν στην πορεία τους. Αυτό φυσικά θα τους έφερνε
αντιμέτωπους με τους ντόπιους μαχητές και οι συγκρούσεις θα ήταν
αναπόφευκτες.
Με όλες αυτές τις σκέψεις για τα υπέρ και τα κατά της πορείας μέσω
της χώρας των Καρδούχων, η φάλαγγα των Ελλήνων ξεκίνησε να
ανεβαίνει το πρώτο βουνό, έχοντας μπροστά τον Χειρίσοφο, ο οποίος
είχε μαζί του και τους ελαφρά
οπλισμένους γυμνήτες. Ο Ξενοφών
ηγείτο της οπισθοφυλακής, στη
οποία δεν υπήρχαν πολλοί
πελταστές, γιατί θεώρησε ότι ο
κίνδυνος επίθεσης από τους Πέρσες
είχε παρέλθει πια, αφού αυτοί είχαν
σταματήσει να ακολουθούν την
ελληνική στρατιά.
[80]
Έλληνες – εχθροί του Μεγάλου Βασιλέα. Όμως παρά τις προσκλήσεις,
οι αγρότες αυτοί δεν έδειξαν φιλική διάθεση, ούτε κανένα σημάδι
συνεννόησης.
Μόλις άρχισε να πέφτει το βράδυ, οι Έλληνες δέχθηκαν ξαφνικά
επίθεση από μια μικρή ομάδα Καρδούχων, που γνώριζαν καλά την
περιοχή. Ήταν οπλισμένοι με τόξα και σφεντόνες έρριχναν βέλη και
πέτρες και σκότωσαν και τραυμάτισαν μερικούς οπλίτες. Όμως
γρήγορα αποτραβήχτηκαν γιατί φοβήθηκαν το μεγάλο πλήθος των
Ελλήνων. Όλη τη νύχτα οι μισθοφόροι έβλεπαν τις πυρές που άναβαν
οι ντόπιοι για να συνεννοούνται μεταξύ τους. Επίσης άκουγαν τις
ακατάληπτες κραυγές τους και φυσικά ανησυχούσαν.
Όταν ξημέρωσε, όλοι κατάλαβαν ότι μπροστά τους είχαν ψηλά βουνά
καλυμμένα με χιόνια και λογάριαζαν ότι η τροφή για τα ζώα που είχαν
μαζί τους θα ήταν δυσεύρετη. Έτσι οι στρατηγοί, αφού συσκέφτηκαν,
αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα άρρωστα και κουτσά υποζύγια.
Ακόμα συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν όλους τους
αιχμαλώτους (άντρες, γυναίκες και παιδιά) που είχαν μαζί τους για να
τους πουλήσουν όταν θα εύρισκαν ευκαιρία. Όμως τώρα ο στόχος της
στρατιάς ήταν να βαδίσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα, χωρίς να τους
εμποδίζουν άρρωστα ζώα ή άμαχοι που επιβράδυναν το ρυθμό της
πορείας. Έτσι ελαττώθηκε κατά πολύ ο αριθμός των στομάτων που
έπρεπε να τρέφονται. Αυτή ήταν μια πολύ σκληρή απόφαση, τόσο για
τους μισθοφόρους, που άφηναν πίσω τους ανθρώπους που η πώλησή
τους θα τους απέφερε σημαντικά κέρδη, όσο και για τους ίδιους τους
αιχμαλώτους, που τους εγκατέλειπαν σε μια αφιλόξενη και εχθρική γη.
Όμως παρά τις παρακλήσεις τους να μην τους αφήσουν πίσω, οι
στρατηγοί επέμεναν στην αυστηρή εφαρμογή της απόφασής τους.
Η πορεία συνεχίστηκε, αλλά οι δυσκολίες ήταν μεγάλες. Μπροστά
τους ήταν χιονισμένα βουνά και άγνωστα μέρη. Τότε δεν υπήρχαν
χάρτες και όδευαν στα τυφλά. Φυσικά έστελναν, όσο και όπου ήταν
δυνατόν, ανιχνευτές για να πληροφορήσουν τους στρατηγούς ποια και
πόσα εμπόδια θα εύρισκαν μπροστά τους ή αν μπορούσαν να μάθουν
πόσο ακόμα απείχαν τα παράλια του Εύξεινου Πόντου, που είχαν θέσει
ως πρωταρχικό στόχο της πορείας της στρατιάς. Ακόμα έπρεπε
[81]
συνεχώς να βρίσκουν τρόπους προσπορισμού τροφίμων, δηλαδή
χωριά που θα τα πλιατσικολογούσαν, γιατί άλλος τρόπος απόκτησης
τέτοιων αγαθών δεν υπήρχε.
Ακόμα μια μεγάλη δυσκολία ήταν οι συνεχείς επιθέσεις των
Καρδούχων, κυρίως στα μετόπισθεν της πορείας, όπου βρισκόταν ο
Ξενοφών και ο Τιμασίων. Οι Καρδούχοι πλησίαζαν αιφνιδιαστικά
έρριχναν γρήγορα τα βέλη τους και εξαφανίζονταν, αφού είχαν
σκοτώσει ή τραυματίσει αρκετούς από τους οπλίτες της
οπισθοφυλακής. Ο Ξενοφών ζήτησε από τον Χειρίσοφο να συντονίζει
τον βηματισμό της εμπροσθοφυλακής για να αποφευχθεί ο κίνδυνος
αποκοπής της πορείας στα δυο. Αλλά και ο Χειρίσοφος βιαζόταν να
προλάβει να καταλάβει τον μόνο ορατό δρόμο μπροστά του, προτού τον
κλείσουν οι Καρδούχοι.
Ο Ξενοφών κατάφερε να συλλάβει δυο μαχητές του εχθρού και θέλησε
να αποσπάσει από
αυτούς
πληροφορίες για
πιθανές οδούς
διαφυγής, εκτός
από αυτήν που είχε
μπροστά του
Χειρίσοφος.
Επέλαση Κούρδων
Τους ανέκριναν και ο πρώτος είπε ότι δεν ξέρει κάτι που μπορεί να
βοηθήσει τους Έλληνες. Αφού τον πίεσαν πολύ, αλλά δεν μπόρεσαν να
του αποσπάσουν κάτι χρήσιμο, τον έσφαξαν μπροστά στα μάτια του
άλλου κρατούμενου. Αυτός τρομοκρατημένος είπε ότι στα μέρη εκείνα
ζούσε η κόρη του με τον άντρα της και ήξερε ένα δρόμο, βατό και από
ανθρώπους και από ζώα. Ακόμα τους είπε ότι στο δρόμο αυτό υπήρχε
ένα επικίνδυνο πέρασμα, το οποίο οι Έλληνες έπρεπε να καταλάβουν
γρήγορα, γιατί αν προλάβαιναν οι Καρδούχοι, θα τους έκλειναν όλες τις
διαβάσεις.
[82]
Οι συγκρούσεις με τους Καρδούχους
Κούρδος πολέμαρχος
[84]
Οι Μύριοι στην Αρμενία
Χαλδαίοι αστρονόμοι
Αρμενικός
στρατός
Οι Αρμένιοι
που είχαν δει
τους ιππείς να το σκάνε και το στρατό των Ελλήνων μισθοφόρων να
βαδίζει κατά πάνω τους, δεν δίστασαν να τρέξουν κι αυτοί για να
σωθούν. Οι Έλληνες δεν συνέχισαν την καταδίωξη του εχθρού, αλλά
κατάφεραν και άρπαξαν όλα τα φορτία με τρόφιμα, κρασί και διάφορα
είδη όπως ρουχισμό, στρώματα και πολλά σκεύη.
Εν τω μεταξύ οι Καρδούχοι, που είδαν ότι όλη η εμπροσθοφυλακή της
ελληνικής στρατιάς είχε περάσει απέναντι και στη δική τους όχθη είχε
μείνει η οπισθοφυλακή με τον Ξενοφώντα και οι περισσότεροι άμαχοι
και γυναίκες, αποφάσισαν να επιτεθούν. Όρμησαν μπροστά ψάλλοντας
πολεμικά τραγούδια. Όμως ο Ξενοφών διέταξε τους ακοντιστές, του
τοξότες και τους σφενδονιστές να παραταχθούν για μάχη. Οι Καρδούχοι
πολεμιστές ήταν άριστοι στον κλεφτοπόλεμο και στην τακτική ‘χτύπα
[87]
και φύγε’, αλλά όντας ελαφρά οπλισμένοι με τόξα και σφεντόνες, δεν
μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ένα οργανωμένο, στρατό σε μάχη εκ
του συστάδην. Έτσι όταν άκουσαν την ελληνική σάλπιγγα να σημαίνει
επίθεση, προτίμησαν να υποχωρήσουν στα γύρω υψώματα.
Οι άνδρες του Ξενοφώντα δεν κυνήγησαν τους Καρδούχους, αλλά
προτίμησαν να περάσουν και αυτοί τον Κεντρίτη ποταμό και να
ενωθούν με την υπόλοιπη στρατιά του Χειρίσοφου.
{Πάντως οι Έλληνες είχαν και την τύχη με το μέρος τους, γιατί η
παραδοσιακή έχθρα Καρδούχων και Αρμενίων ήταν σοβαρό
εμπόδιο συνεννόησης μεταξύ τους για τον συντονισμό των
επιθετικών ενεργειών τους}.
Επιτέλους, μετά από αρκετές δύσκολες μέρες, ήρθε η ώρα να
ξεκουραστούν οι Μύριοι. Η πορεία τους ήταν σε σχετικά ομαλό δρόμο,
με λίγους λόφους. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν λίγα χωριά εξ αιτίας των
πολλών συγκρούσεων των Αρμενίων με τους Καρδούχους. Μετά από
περίπου τριάντα χιλιόμετρα βρέθηκαν σε ένα πλούσιο χωριό, από όπου
προμηθεύτηκαν άφθονα τρόφιμα. Βρισκόταν σε ένα οροπέδιο {πιθανώς
δυτικά της μεγάλης λίμνης Βαν, που βρίσκεται σε υψόμετρο 1700
μέτρων} στο οποίο φυσάνε μανιασμένοι άνεμοι και το κρύο είναι
τσουχτερό.
Εξακολούθησαν να περπατάνε για ακόμα ενενήντα χιλιόμετρα και
έφτασαν στον ποταμό Τηλεβόα16, γύρω από τον οποίο υπήρχαν πολλά
αρμένικα χωριά. Η περιοχή αυτή ήταν η Δυτική Αρμενία και είχε
διοικητή της, τον υποσατράπη Τιρίβαζο, φίλο (και μάλλον ερωμένο)
του Μεγάλου Βασιλιά Αρταξέρξη. Είναι μέρος πλούσιο με ανεπτυγμένη
κτηνοτροφία, πλούσιους βοσκότοπους και χωράφια που
καλλιεργούνται δημητριακά, λαχανικά υπάρχουν δε και χιλιάδες
οπωροφόρα δέντρα.
Ο Τιρίβαζος ζήτησε από τους Έλληνες στρατηγούς να καταλήξουν σε
μια συμφωνία. Αυτός αναλάμβανε να αφήσει τη στρατιά των Μυρίων να
διέλθει ειρηνικά από τον τόπο του και επίσης να τους χορηγήσει όλα
16 Πρόκειται μάλλον για κάποιον παραπόταμο του ποταμού Κεντρίτη, τον σημε-
ρινό Μουράτ Νεχρί. Η ονομασία Τηλεβόας πιθανώς ήταν μετάφραση της αρμενι-
κής ονομασίας αυτού του ποταμού. Ο ποταμός κατέβαινε με ορμή και έκανε πολύ
δυνατό θόρυβο (βοή), ο οποίος ακουγόταν από μεγάλη απόσταση.
[88]
όσα χρειάζονταν για την τροφοδοσία τους. Οι Έλληνες όφειλαν να
υποσχεθούν ότι δεν θα κάψουν, ούτε θα πειράξουν κανένα σπίτι από τα
χωριά που θα περάσουν, ούτε θα αρπάξουν τρόφιμα ή ό,τι άλλο βρουν.
Η συμφωνία έκλεισε, αλλά ο Τιρίβαζος παρακολουθούσε με το στρατό
του τους Μύριους από απόσταση δυο χιλιομέτρων, θέλοντας να
βεβαιωθεί ότι δεν θα παρασπονδήσουν.
Οι Μύριοι περπάτησαν χωρίς προβλήματα επί τρεις μέρες
κατευθυνόμενοι βορειοανατολικά. {Θα μπορούσαν να τραβήξουν
προς το βορρά, που ήταν ο πιο σύντομος δρόμος για τη Μαύρη
Θάλασσα. Όμως προς αυτή την κατεύθυνση υπήρχαν πολύ ψηλά
βουνά, γεμάτα χιόνια και πιθανώς αυτός ήταν ο λόγος που πήραν
τον πιο μακρινό δρόμο. Η διαδρομή ήταν αρκετά χαμηλότερη και
στο δρόμο τους υπήρχαν ποτάμια με καθαρό νερό και πολλά χωριά
από τα οποία θα μπορούσαν εύκολα να αποκτήσουν τρόφιμα και
άλλα πράγματα για τις ανάγκες τόσων χιλιάδων στρατιωτών}.
Οι Μύριοι σε πορεία
Τάοχοι δεν έγιναν ποτέ υποτελείς των Περσών. Πολλοί από αυτούς κατατάχθηκαν
ως μισθοφόροι στο στρατό του Τιρίβαζου.
[90]
στρατηγούς, που θορυβήθηκαν και κινητοποιήθηκαν αμέσως. Στο
συμβούλιο που συνεκλήθη, κρίθηκε ότι η καλύτερη άμυνα είναι η
επίθεση. Έτσι συγκέντρωσαν το στράτευμα και αφού άφησαν στο
στρατόπεδο τον αρχαιότερο στρατηγό, τον Σοφαίνετο από την
Στυμφαλία, ξεκίνησαν όλοι με οδηγό τον Πέρση αιχμάλωτο.
Οι Έλληνες μισθοφόροι παρατάχθηκαν σε πορεία μάχης και
ανέβηκαν το βουνό. Πρώτοι πλησίασαν τους εχθρούς οι πελταστές , οι
οποίοι χωρίς να περιμένουν τους οπλίτες που έρχονταν πίσω τους,
όρμησαν με ξεφωνητά κατά των βαρβάρων. Αυτοί αιφνιδιασμένοι από
το θόρυβο, δεν σκέφτηκαν καν να αντισταθούν, αλλά σκόρπισαν
πανικόβλητοι. Οι Έλληνες πρόλαβαν και σκότωσαν μερικούς. Άρπαξαν
και κάμποσα άλογα και στη σκηνή του Τιρίβαζου βρήκαν πολλά
τρόφιμα και αγγεία με ποτά, καθώς και μερικούς υπηρέτες που
ισχυρίστηκαν ότι ήταν οι αρτοποιοί και οι οινοχόοι του σατράπη.
Όμως οι Έλληνες αξιωματικοί θεώρησαν ότι θα ήταν πιο συνετό να
γυρίσουν γρήγορα στο στρατόπεδο, για να προλάβουν πιθανή επίθεση
των Αρμενίων στην φρουρά που είχε μείνει εκεί. Κάλεσαν λοιπόν με τη
σάλπιγγα το στρατό και γύρισαν πίσω την ίδια μέρα.
[91]
Το ψύχος και η πείνα ταλανίζουν τους Μύριους
Παντού κρύο
[92]
πολύ λίγα και ακόμα πιο λίγα ήταν τα τρόφιμα. Πολλοί αντάλλασαν
ξύλα για λίγο σιτάρι ή αλεύρι. Από το κρύο και την ασιτία οι
στρατιώτες έχαναν τις δυνάμεις τους και με δυσκολία περπατούσαν
πάνω στο χιόνι που ξεπερνούσε σε ορισμένα σημεία το ενάμιση μέτρο.
Τα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών πολλών από τους πεζοπόρους
μαύριζαν από το κρύο και πάθαιναν κρυοπαγήματα ή τυφλώνονταν από
την ασπράδα του χιονιού. Οι στρατιώτες έμαθαν να κουνούν τα
δάχτυλά τους, ακόμα και όταν βρισκόταν σε ανάπαυση και κάλυπταν τα
μάτια τους με ένα σκούρο ύφασμα.
Αρκετοί οπλίτες δεν άντεχαν να περπατήσουν άλλο από την πείνα και
άφηναν τις γραμμές τους, ξάπλωναν στην άκρη του δρόμου
περιμένοντας το μοιραίο. Πολλούς από αυτούς τους συνάντησε ο
Ξενοφώντας που βάδιζε στο τέλος της πορείας και προσπαθούσε να
τους δώσει ότι διαθέσιμο τρόφιμο είχε και να τους εμψυχώσει με
αισιόδοξα λόγια. Πράγματι, μόλις έβαζαν λίγη τροφή στο στόμα τους,
έπαιρναν κουράγιο και ξεκινούσαν και πάλι την πεζοπορία.
Παρά τον κακό καιρό, το χιόνι και το δριμύ ψύχος, μικρές ομάδες του
στρατού των Αρμενίων, εξακολουθούσαν να ακολουθούν το ελληνικό
στράτευμα και δεν δίσταζαν να σκοτώνουν όσους από τους οπλίτες
ξέμεναν πίσω από εξάντληση ή ακόμα να κλέβουν ζώα. Όλη αυτή η
φριχτή κατάσταση είχε προκαλέσει διάλυση στην πορεία των Μυρίων,
οι οποίοι αδιαφόρησαν για την πειθαρχία και απλώς προχωρούσαν
σαν μπουλούκι. Η απόσταση της οπισθοφυλακής με την
εμπροσθοφυλακή μεγάλωσε και ξεπέρασε τη μισή ημέρα. Εκείνοι που
υπέφεραν περισσότερο από τις εχθρικές επιθέσεις ήταν οι άνδρες του
Ξενοφώντα, που ήταν ο επικεφαλής των τελευταίων μονάδων.
Αργά το απόγευμα ο Χειρίσοφος, που προπορευόταν έφτασε στις
παρυφές ενός χωριού και εκεί είδε μερικές γυναίκες που πήγαιναν να
μαζέψουν νερό από μια πηγή. Αυτές παραξενεμένες ρώτησαν ποιοι
είναι όλοι αυτοί οι στρατιώτες και ο Χειρίσοφος είπε ότι είναι
στρατιωτική μονάδα που έρχεται εκ μέρους του Μεγάλου Βασιλέα για
να συναντήσει τον σατράπη. Οι γυναίκες είπαν ότι ο σατράπης
βρισκόταν αρκετά μακριά από το χωριό τους.
Οι Έλληνες μπήκαν στο χωριό και ζήτησαν από τον τοπικό άρχοντα
[93]
να παραχωρήσει φιλοξενία σε όσους μπορούσε. Πράγματι αρκετοί
βολεύτηκαν σε καταλύματα, αλλά οι περισσότεροι διανυκτέρευσαν στην
ύπαιθρο, χωρίς να φάνε τίποτε και χωρίς να έχουν ούτε ξύλα για να
ανάψουν κάποια φωτιά. Απλώς εξαντλημένοι ξάπλωσαν όπου βρήκαν.
Τα πόδια των περισσότερων ήταν πρησμένα από το κρύο, γιατί μετά
από πορεία τόσων ημερών, τα παπούτσια τους είχαν γίνει κουρέλια.
Τώρα αντί για παπούτσια είχαν τυλίξει τα πόδια τους με πρόχειρα
κατασκευάσματα από δέρματα βοδιών ή γουρουνιών, κάτι σαν
γουρουνοτσάρουχα.
Στην ουρά της φάλαγγας η κατάσταση ήταν απελπιστική. Οι
πεινασμένοι και παγωμένοι οπλίτες, που έβρισκαν κάπου να
απαγκιάσουν δεν είχαν πλέον το κουράγιο να σηκωθούν και περίμεναν
στωικά το θάνατο ως λύτρωση. Ο
Ξενοφών προσπάθησε να τους
φοβίσει λέγοντας ότι ο εχθρός ήταν
κοντά και καιροφυλακτούσε να βρει
ανυπεράσπιστους Έλληνες για να
τους εξοντώσει.
Γουρουνοτσάρουχα
Περσικό ανάγλυφο
Ο Ξενοφών έλεγε
στον πρόκριτο του χωριού που τον φιλοξενούσε, να μη φοβάται, γιατί
ούτε αυτός ούτε τα παιδιά του θα χάσουν το σπίτι τους και τον
διαβεβαίωνε ότι πριν αναχωρήσει το στράτευμα για την πατρίδα, θα
γεμίσει και πάλι το σπίτι του με τρόφιμα. Το μόνο που ζήτησε από τον
νοικοκύρη ήταν να αναλάβει να τους οδηγήσει ως τα σύνορα της
Αρμενίας με την επόμενη χώρα.
Ο πρόκριτος ευχαριστήθηκε από τα λόγια του Ξενοφώντα και του
έδειξε το μέρος που είχε καταχωνιάσει αμφορείς με κρασί. Εκείνο το
βράδυ όλοι οι Έλληνες που είχαν σταθμεύσει στα γύρω χωριά είχαν
κατάλυμα, ζεστή φιλοξενία, τροφή και ποτό. Σε όποιο σπίτι κι αν
19Ο Ξενοφών ονομάζει «οίνο κρίθινο» την μπίρα, ποτό άγνωστο τότε στους Έλ-
ληνες, αλλά γνωστό και δημοφιλές σε πολλούς αρχαίους λαούς όπως οι Αιγύπτιοι.
[95]
μπήκαν βρήκαν τραπέζι στρωμένο με κάθε λογής τρόφιμα, κρέατα, και
άφθονο κρασί και μπίρα. Όλα αυτά υπό την επίβλεψη του προκρίτου
του χωριού και των γιών του.
Ο Ξενοφών πήγε στο χωριό που φιλοξενούσε τον Χειρίσοφο και
συναντήθηκε μαζί του. Βρήκε τους στρατιώτες του να τρώνε και να
πίνουν και να τους υπηρετούν νεαροί Αρμένιοι που φορούσαν
βαρβαρικές στολές. Οι δυο στρατηγοί ρώτησαν τον πρόκριτο πως
λεγόταν η χώρα του και γιατί έτρεφαν τόσα πολλά άλογα. Αυτός
απάντησε ότι η χώρα αυτή ήταν η Αρμενία και τα άλογα προοριζόταν να
σταλούν στα Μεγάλο Βασιλέα ως φόρος, όπως άλλωστε έκαναν κάθε
χρόνο20. {Ξέρουμε ότι, όλοι οι λαοί της
Μικράς Ασίας ήταν υποτελείς στον
Πέρση βασιλιά. Μοναδική εξαίρεση οι
Καρδούχοι, που αν και
περιστοιχισμένοι από περσικές
επαρχίες, δεν υποτάχθηκαν ποτέ στη
μεγάλη αυτή αυτοκρατορία}.
Ο Μέγας Βασιλεύς
20Ο Πέρσης βασιλιάς ήταν γνωστός ως ο Μέγας Βασιλεύς, γιατί είχε υποτελείς του
άλλους βασιλείς.
[96]
Οι οδοιπόροι (Μύριοι) χάνουν το δρόμο τους
Μετά από μια ολόκληρη εβδομάδα ξεκούρασης και καλού ύπνου και
φαγητού, η φάλαγγα των Μυρίων ξεκίνησε και πάλι την πορεία της προς
το βορρά. O Ξενοφών πρότεινε στο Χειρίσοφο να πάρει ως οδηγό του
τον πρόκριτο του χωριού, που ήξερε καλά τους δρόμους που
οδηγούσαν στον Εύξεινο Πόντο. Για να σιγουρευτούν ότι δεν θα το
σκάσει, κράτησαν τον δωδεκαετή γιο του ως όμηρο και τον παρέδωσαν
για φύλαξη στον Επισθένη από την Αμφίπολη.
Αφού περπάτησαν αρκετά χιλιόμετρα, ο Χειρίσοφος ρώτησε τον
οδηγό γιατί δεν τους περνά από χωριά και αυτός απάντησε ότι σ’ εκείνα
τα μέρη δεν υπήρχαν χωριά. Η απάντηση αυτή δεν άρεσε στον
Χειρίσοφο, που θύμωσε και έδειρε άγρια τον οδηγό. Αυτός δεν είπε
τίποτα, αλλά με την πρώτη ευκαιρία το ‘σκασε, χωρίς καν να ψάξει να
βρει τον γιο του. Το γεγονός της κακομεταχείρισης του οδηγού και της
εξαφάνισής του στην συνέχεια, ήταν αφορμή σφοδρού διαπληκτισμού
μεταξύ του Ξενοφώντα και του Χειρίσοφου. Το παιδί του οδηγού έμεινε
με τον Επισθένη. Αυτός όμως το είχε ερωτευτεί και το κράτησε κοντά
του, ως σύντροφο και ερωμένο του.
{Ο ξυλοδαρμός και η κακομεταχείριση από τον Χειρίσοφο και
στη συνέχεια η φυγή του οδηγού-προκρίτου που γνώριζε καλά την
περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, θα αποδειχθεί μεγάλο
λάθος για τους Έλληνες. Γιατί αυτός σκόπευε να τους οδηγήσει
βόρεια, προς τη γειτονική χώρα των Χαλύβων (περιοχή που
σήμερα βρίσκεται το Ερζερούμ της Τουρκίας), ενώ αυτοί
τράβηξαν βορειοανατολικά προς τον Καύκασο, που βρίσκονταν οι
χώρες των Φασιανών και των Ταόχων}.
Οι Μύριοι συνέχισαν να οδοιπορούν για εννιά μέρες και διένυσαν
περίπου διακόσια τριάντα χιλιόμετρα, όταν έφτασαν μπροστά σε μια
οροσειρά. Εκεί υπήρχε ένα πέρασμα που το φύλαγε μια στρατιωτική
δύναμη από Χάλυβες, Ταόχους και Φασιανούς. {Οι Φασιανοί είχαν
πάρει αυτό το όνομα από τον ποταμό Φάσις, παραπόταμο του
ποταμού Αράξου, που χύνεται στην Κασπία Θάλασσα, στον
Καύκασο}. Σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από το πέρασμα,
[97]
ο Χειρίσοφος σταμάτησε την πορεία των Μυρίων που σχημάτιζε μια
ουρά μήκους πολλών εκατοντάδων μέτρων και ζήτησε να παραταχθούν
σε «φάλαγγα κατά κέρας», δηλαδή κατά μέτωπο σε θέση μάχης.
Στο συμβούλιο των στρατηγών ο Χειρίσοφος και ο Κλεάνωρ
πρότειναν να επιτεθούν αμέσως στον εχθρό, για να μη φανεί ότι
δειλιάζουν και αυτή η εντύπωση, θα δώσει θάρρος στο εχθρό και θα
συγκεντρώσει και άλλες δυνάμεις.
Όμως ο Ξενοφών είχε άλλη άποψη και πρότεινε να πολεμήσουν μεν,
αλλά να μειώσουν τις πιθανότητες ήττας και μεγάλων απωλειών σε
άνδρες. Γι’ αυτό θα έπρεπε να μείνουν εκεί για να δειπνήσουν και να
ξεκουραστούν οι άνδρες. Και την νύχτα θα έφευγε μια ισχυρή μονάδα
της οπισθοφυλακής με επικεφαλής τον ίδιο (τον Ξενοφώντα) με στόχο
να καταλάβει ένα άλλο μέρος του βουνού, αφύλαχτο από τον εχθρό.
[99]
Σκηνές φρίκης – Ομαδική αυτοκτονία των Ταόχων
Μετά την νίκη τους οι Μύριοι συνέχισαν την πορεία προς τον βορρά,
και διένυσαν περίπου 180 χιλιόμετρα σε πέντε μέρες, χωρίς να
συναντήσουν εμπόδια ή εχθρικές δυνάμεις. Όμως τα τρόφιμα τελείωναν
και τα ελάχιστα χωριά στο διάβα τους είχαν εκκενωθεί από τους
κατοίκους τους, οι οποίοι είχαν πάρει μαζί τους όλα τα τρόφιμα και τα
ζώα. Όλοι οι χωρικοί της περιοχής αυτής των Ταόχων είχαν οχυρωθεί
σε ένα φρούριο και μαζί τους είχαν τις γυναίκες, τα παιδιά, τους
υπηρέτες και όλα τα ζώα τους. Το φρούριο αυτό βρισκόταν σ’ ένα
ύψωμα που περιβαλλόταν από γκρεμούς και ήταν βατό μόνο από μια
πλευρά.
Ο Χειρίσοφος, που έφτασε πρώτος, άρχισε αμέσως την επίθεση για
να καταλάβει το οχυρό. Όμως οι άντρες του δέχθηκαν ένα πυκνό
λιθοβολισμό από τους Ταόχους και υποχώρησαν άτακτα. Πολλοί από
τους Έλληνες οπλίτες γύρισαν πίσω με σπασμένα πλευρά, κεφάλια,
χέρια ή πόδια. Η δεύτερη και η τρίτη επίθεση είχαν την ίδια τύχη.
Όταν έφτασε ο Ξενοφών κατάλαβε ότι από τους οχυρωμένους
Ταόχους ελάχιστοι έφεραν όπλα. Το μοναδικό όπλο των αμυνομένων
ήταν οι πέτρες. Τότε ο Ξενοφών πρότεινε ένα σχέδιο. Σύμφωνα με
αυτό, λίγοι Έλληνες θα προχωρούσαν προς τα πάνω και θα
καλύπτονταν πίσω από κάποια δέντρα που υπήρχαν εκεί. Η άνοδός
τους όμως θα προκαλούσε ένα συνεχή βομβαρδισμό από πέτρες. Αυτό
ακριβώς ήθελε ο Ξενοφών, υποθέτοντας ότι κάποτε τα πολεμοφόδια
αυτών των Ταόχων (οι πέτρες) θα εξαντλούνταν.
Πράγματι, μετά από λίγες ώρες ήταν φανερό ότι οι Τάοχοι δεν είχαν
άλλες πέτρες να ρίξουν και οι Έλληνες άρχισαν να σκαρφαλώνουν
προς την κορυφή απρόσκοπτα. Όμως όταν έφτασαν εκεί τους περίμενε
ένα φρικτό θέαμα: Οι γυναίκες άρχισαν να ρίχνουν τα παιδιά τους στον
γκρεμό και αμέσως μετά πηδούσαν στα βράχια και οι ίδιες. Τελευταίοι
ρίχτηκαν και οι άντρες. Ο Αινείας από τη Στυμφαλία που έφτασε στο
οχυρό από τους πρώτους, είδε έναν άντρα ντυμένο πολυτελώς και
όρμησε εναντίον του, αλλά αυτός τον αγκάλιασε και πέσανε και οι δυο
στο γκρεμό.
[100]
Όταν και οι υπόλοιποι έφτασαν πάνω, έμειναν εμβρόντητοι. Αυτό
που είχαν δει ήταν στ’ αλήθεια μια συγκλονιστική ομαδική αυτοκτονία,
που δύσκολα μπορούσε να γίνει πιστευτή.
{Κανείς δεν ξέρει γιατί αυτοί οι άνθρωποι είχαν τόσο πολύ
τρομάξει από την άφιξη στο τόπο τους εκείνης της μακριάς
φάλαγγας των Ελλήνων μισθοφόρων. Πιθανώς είχαν προηγηθεί
φήμες ότι αυτές οι χιλιάδες των οπλισμένων οδοιπόρων που
πλησίαζαν, ήταν μια συμμορία από ανθρώπους του σκοινιού και
του παλουκιού, που πλιατσικολογούσαν, άρπαζαν και βίαζαν
γυναίκες και δολοφονούσαν χωρίς διάκριση άντρες, γέρους και
παιδιά. Ασφαλώς και αυτοί οι μισθοφόροι – όπως είναι
διαχρονικά όλοι οι
μισθοφόροι, ανεξαρτήτως
καταγωγής - ήταν ρεμάλια
και τυχοδιώκτες και δεν
είχαν κανένα δισταγμό να
αρπάξουν ό,τι τους γυάλιζε
στο μάτι και να σκοτώσουν
για ασήμαντη αφορμή.
Οι μισθοφόροι
προκαλούσαν τρόμο
[101]
Επίσης το 60 μ. Χ., εννιακόσιοι εξήντα Εβραίοι Ζηλωτές,
άντρες, γυναίκες και παιδιά που είχαν κλειστεί στο οχυρό
Μασάντα, προτίμησαν να αυτοκτονήσουν ομαδικώς παρά να
πέσουν στα χέρια των Ρωμαίων κατακτητών της Ιουδαίας, που
τους πολιορκούσαν.}
Παρά το συναισθηματικό κλονισμό που ένιωσαν οι Έλληνες από
αυτήν πρωτοφανή πράξη των Ταόχων, η ανάγκη συνέχισης της πορείας
τους, τους ανάγκασε να μείνουν ψύχραιμοι και ήρεμοι. Στο οχυρό
βρήκαν πολλά ζώα, μοσχάρια, πρόβατα και γαϊδούρια. Ακόμα είχαν
μείνει και ελάχιστοι από τους έγκλειστους Ταόχους, που δεν πρόλαβαν
ή δείλιασαν να πέσουν στον γκρεμό.
[102]
Οι Μύριοι συνεχίζουν την πορεία προς τη θάλασσα
[105]
Θάλαττα-Θάλαττα!
Θάλαττα-Θάλαττα!
Λιθοσωρός
21Τα ελληνικά δαχτυλίδια ήταν διάσημα και εντυπωσιακά. Στην πέτρα ήταν χα-
ραγμένη καλλιτεχνικά η σφραγίδα του ιδιοκτήτη του.
[108]
Πορεία προς τη χώρα των Κόλχων
Πελταστές
και
σφενδονιστές
Έτσι ο κάθε
λόχος θα
επιχειρούσε να
βρει τη δική του
διάβαση.
Η άποψη του Ξενοφώντα έγινε αποδεκτή από τους άλλους
στρατηγούς και ευθύς οι άνδρες σχημάτισαν τους όρθιους λόχους.
Αμέσως μετά ο Ξενοφών είπε δυο λόγια στους παραταγμένους άνδρες:
«Στρατιώτες, αυτοί που βλέπετε απέναντί σας είναι πλέον το τελευταίο
εμπόδιο, που πρέπει να ξεπεράσουμε για να φτάσουμε στον
προορισμό μας. Ορμάτε λοιπόν καταπάνω τους και φάτε τους!»
Γρήγορα το στράτευμα παράταξε 80 λόχους των εκατό ανδρών ο
καθένας. Οι πελταστές και οι τοξότες σχημάτισαν τρεις μονάδες που
πήραν θέση στα αριστερά, στο κέντρο και στα δεξιά της παράταξης. Οι
[110]
στρατηγοί επιθεώρησαν τους λόχους και όλοι προσευχήθηκαν στους
θεούς και έψαλαν τον καθιερωμένο παιάνα.
Ο Ξενοφών και ο Χειρίσοφος τέθηκαν επικεφαλής του αριστερού και
του δεξιού κέρατος, με στόχο να υπερφαλαγγίσουν και να κυκλώσουν
τον εχθρό. Οι Κόλχοι για να προλάβουν την κύκλωση όρμησαν στα δυο
αυτά άκρα, με αποτέλεσμα να αδυνατήσει το κέντρο τους. Αυτό το
εκμεταλλεύτηκαν οι πελταστές και οι οπλίτες του κέντρου, που όρμησαν
με φοβερές κραυγές και κατέλαβαν εύκολα την κορυφή του βουνού.
Αυτό ήταν! Η μάχη τελείωσε πριν καν αρχίσει, γιατί οι Κόλχοι
κατάλαβαν πως οι Έλληνες τους χτυπούσαν από τρεις πλευρές και το
έβαλαν στα πόδια για να μη σκοτωθούν ή συλληφθούν.
[111]
Στην Τραπεζούντα του Πόντου
Χαλδαίοι πολεμιστές
με 24 φορές το μήκος του σταδίου, δηλαδή περίπου ο σημερινός αγώνας των 5.000
μέτρων.
[114]
Η επιστροφή των Μυρίων
Εγκλωβισμένοι στην Τραπεζούντα
Δόλιχος δρόμος
Χρειάστηκε να
πολεμήσουν με
Πέρσες, Μάρδους,
Χαλδαίους,
Καρδούχους, Αρμένιους, Φασιανούς, Χάλυβες, Ταόχους,
Μάκρωνες, Κόλχους και άλλους λαούς για να περάσουν από ξένα
εδάφη. Αιχμαλώτισαν εχθρούς, άρπαξαν παιδιά, βίασαν
εκατοντάδες γυναίκες και πλιατσικολόγησαν και έκαψαν δεκάδες
χωριά που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο διάβα τους}.
Αφού πέρασαν αρκετές μέρες στην Τραπεζούντα, οι Μύριοι
ξεκουράστηκαν για τα καλά, έφαγαν και συνήλθαν από τις ταλαιπωρίες
της πολύμηνης οδοιπορίας τους. Τώρα ήρθε η ώρα να αποφασιστεί τί
πρόκειται να πράξουν για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την
πατρίδα. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν οι επιτελείς, αλλά και αντιπρόσωποι
[115]
των οπλιτών για συζητήσουν προτάσεις για τον τρόπο επιστροφής
τους. Μια σκέψη ήταν να προχωρήσουν οδικώς, μιας και στο δρόμο
τους υπήρχαν όχι λίγες ελληνικές αποικίες, όλες στα παράλια του
Πόντου. Όμως, υπήρχαν και μεγάλες εκτάσεις των ακτών, στις οποίες
ζούσαν αυτόχθονες φυλές και φυσικά υπήρχαν πολλές πιθανότητες να
τους αντιμετωπίσουν εχθρικά.
Οι περισσότεροι όμως, οπλίτες και αξιωματικοί, προτιμούσαν να
αποφύγουν τους κινδύνους του ταξιδιού στην ξηρά και ήθελαν να βρεθεί
πλοίο που να τους μεταφέρει σε περιοχή που ζούσαν Έλληνες, όπως
την Προποντίδα, το Βυζάντιο ή κάποια πόλη της Θράκης. Ένας μάλιστα
οπλίτης είπε χαρακτηριστικά: «Δεν αντέχω πλέον να ετοιμάζω
καθημερινά τα υπάρχοντά μου, να βαδίζω ατέλειωτα χιλιόμετρα
κουβαλώντας τα όπλα μου, να πορεύομαι με στρατιωτική τάξη, να
φυλάω σκοπιά και να μάχομαι κάθε λίγο και λιγάκι. Επιθυμώ να
βρεθώ σε ένα πλοίο, να ηρεμήσω και ξαπλωμένος να φτάσω στην
Ελλάδα, όπως λέγεται ότι έκανε και ο Οδυσσέας». Οι παριστάμενοι
στρατιώτες επιδοκίμασαν φωναχτά τα λόγια του συναδέλφου τους και
πολλοί πρότειναν τα ίδια περίπου.
Όλες οι προσπάθειές τους επικεντρώθηκαν τώρα στην εξεύρεση
πλωτού μέσου που θα τους μεταφέρει με ασφάλεια έξω από τον Εύξεινο
Πόντο. Ο Χειρίσοφος γνώριζε καλά τον στρατηγό Αναξίβιο, ο οποίος
ήταν διοικητής του σπαρτιατικού στόλου, που ήλεγχε το Βυζάντιο και τα
στενά των Δαρδανελίων εκείνη την εποχή. Πρότεινε λοιπόν να πάει εκεί,
να τον βρει και να του ζητήσει να του παραχωρήσει μερικά πλοία,
που θα αναλάμβαναν την επιστροφή των Ελλήνων μισθοφόρων στην
ηπειρωτική Ελλάδα.
Όλοι συμφώνησαν στην πρόταση αυτή και ευχήθηκαν στον
Χειρίσοφο να πάει και να επιστρέψει γρήγορα και με καλές ειδήσεις.
Αυτός ξεκίνησε αμέσως για το Βυζάντιο που ήταν η περιφερειακή
ναυτική βάση των Λακεδαιμονίων. Δεν είχε εύκολο ρόλο, γιατί έπρεπε
να πείσει τους Σπαρτιάτες, πως όλες αυτές οι χιλιάδες των τυχοδιωκτών
που αποτελούσαν την στρατιά των Μυρίων, δεν θα ήταν κίνδυνος για
την σταθερότητα της Θράκης και των Στενών. Κι εδώ που τα λέμε,
κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι οι Μύριοι, από τη στιγμή που θα
[116]
βρίσκονταν σε ασφαλές έδαφος, θα σκορπίζονταν για να πάει ο
καθένας στα σπίτια του ή θα δέχονταν να συνεχίσουν τη μισθοφορική
τους καριέρα υπηρετώντας αυτή τη φορά κάποιον εχθρικό στρατό. Οι
Σπαρτιάτες πίστευαν - και είχαν θεσπίσει – στην αυστηρή στρατιωτική
πειθαρχία. Ούτε ο Αναξίβιος, ούτε ο Κλέανδρος - ο Λακεδαιμόνιος
αρμοστής του Βυζαντίου - ήθελαν να δουν ένα πολυπληθές μπουλούκι
ανυπότακτων και σκληροτράχηλων αντιρρησιών στην περιοχή, που
είχαν υπό τον έλεγχό τους.
Στην Τραπεζούντα ο Ξενοφών, που δεν ήταν καθόλου βέβαιος για την
επιτυχία της προσπάθειας του Χειρίσοφου, πρότεινε στους Έλληνες να
επιχειρήσουν επιδρομές στα χωριά της ενδοχώρας για να
εξασφαλίσουν με πλιάτσικο τα
αναγκαία τρόφιμα, αφού πλέον δεν
είχαν χρήματα για να αγοράσουν
από τους εμπόρους. Άλλωστε η
πολυήμερη παραμονή τόσων
χιλιάδων ενόπλων στην πόλη,
προκαλούσε την αγανάκτηση, το
φόβο και την αντιπάθεια των
ντόπιων.
Ο Ξενοφών
[118]
Οι μισθοφόροι επιβεβαιώνουν την κακή τους φήμη
Άρχισε πάλι η στρατιά των Μυρίων την πορεία προς τη Δύση. Μετά
από τρεις μέρες έφτασαν στην παραλιακή πόλη Κερασούντα 24
(σημερινή τουρκική πόλη Giresun). Ήταν κι αυτή – όπως και η
Τραπεζούντα – ελληνική αποικία των κατοίκων της Σινώπης, μιας
ακόμα πόλης του Πόντου. Στην Κερασούντα έμειναν δέκα μέρες, για
ξεκούραση και ανασύνταξη. Με την ευκαιρία έγινε επιθεώρηση και
απογραφή και βρέθηκαν συνολικά (αξιωματικοί και οπλίτες) οκτώ
χιλιάδες εξακόσιοι, όλοι με τα όπλα τους. Όσοι έλειπαν (εκτός αυτών
που είχαν ήδη φύγει με τα πλοία από την Τραπεζούντα) από αυτούς
που είχαν ξεκινήσει από τα Κούναξα, είχαν χάσει τη ζωή τους από τις
μάχες με τους εχθρούς, από το ψύχος, τις κακουχίες, την πείνα και τις
ασθένειες, συνολικά περίπου 4.400 άνδρες, χωρίς να λογαριαστούν οι
δούλοι, οι αχθοφόροι και άλλοι βοηθητικοί.
Στην Κερασούντα οι Έλληνες πούλησαν τους αιχμαλώτους τους και
όσα λάφυρα είχαν συγκεντρώσει από τις διάφορες επιδρομές. Από
τις πλούσιες εισπράξεις κρατήθηκε το 10% για αφιερώματα στην
Άρτεμη της Εφέσου. Από το μερίδιό του ο Ξενοφών πρόσφερε
αναθηματικά δώρα στο θησαυρό των Αθηναίων στους Δελφούς και
παράλληλα έδωσε εντολή να γραφεί το όνομά του και το όνομα του
φίλου του (που δολοφονήθηκε μαζί με τον Κλέαρχο και τους άλλους
Έλληνες στρατηγούς, από τους Πέρσες) Πρόξενου. Άφησε επίσης στο
ναό ένα μεγάλο ποσό για φύλαξη. Ακόμα, ο Ξενοφών, αγόρασε μια
μεγάλη έκταση με σκοπό να κτιστεί εκεί ένας ναός της Αρτέμιδος.
Η αναχώρηση των Μυρίων από την Κερασούντα θα γινόταν όπως και
στην Τραπεζούντα, δηλαδή ένας μικρός αριθμός θα έφευγε με πλοία
και οι υπόλοιποι θα συνέχιζαν οδικώς προς τον δυτικό Πόντο. Όμως
[122]
Οι Μύριοι στα Κοτύωρα του Πόντου
26 Η Σινώπη ήταν ελληνική αποικία που ανήκε στην σατραπεία της Παφλαγονίας
[123]
Εκ μέρους των στρατηγών απάντησε στον Εκατώνυμο ο Ξενοφών και
είπε περίπου τα εξής:
«Είμαστε ευτυχείς που ήρθαμε ως εδώ σώοι και με τα όπλα μας. Από
τη στιγμή που φτάσαμε στην πρώτη ελληνική πόλη – την Τραπεζούντα –
οι κάτοικοι μας υποδέχθηκαν θερμά και μας φιλοξένησαν. Δεν
αρπάξαμε από αυτούς τίποτα και τα τρόφιμά μας, τα αγοράζαμε. Αυτό
το εκτίμησαν και μας έκαναν δώρα κι εμείς δημιουργήσαμε φιλικές
σχέσεις. Το ίδιο περίπου έγινε και στην Κερασούντα. Ρωτήστε τους
λοιπόν να σας πουν για μας. Γιατί εμείς από όπου περάσαμε,
φερθήκαμε φιλικά και ευγενικά. Και μόνο όταν κάποιοι βάρβαροι μας
φέρθηκαν εχθρικά και αρνήθηκαν να μας πουλήσουν τρόφιμα, τα
αρπάξαμε γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε. Καταλαβαίνετε
ότι αυτό ήταν ζωτικής σημασίας για μας.
Τώρα φτάνουμε στο θέμα που θέσατε. Εμείς πιστεύουμε ότι γι’ αυτά
που συνέβησαν φταίνε οι πολίτες των Κοτυώρων. Γιατί δεν μας
φέρθηκαν φιλικά, δεν μας επέτρεψαν την είσοδό μας στην πόλη τους και
αρνήθηκαν να μας πουλήσουν τρόφιμα. Ακόμα αρνήθηκαν να δώσουν
κατάλυμα στους ασθενείς μας. Έπρεπε λοιπόν να βρούμε τρόφιμα για
τους στρατιώτες μας και να στεγάσουμε όσους είχαν ανάγκη και αυτό το
κάναμε από ανάγκη, χρησιμοποιώντας φυσικά βία. Όπως βλέπετε εμείς
[124]
έχουμε κατασκηνώσει στην ύπαιθρο και δεν έχουμε πρόθεση να
βλάψουμε κανένα, εκτός από εκείνον που θέλει να μας βλάψει.
Όσο για την απειλή σας για συμμαχία με τους Παφλαγόνες εναντίον
μας, ασφαλώς και μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε. Εμείς δεν έχουμε
πρόβλημα να πολεμήσουμε και τους δυο σας, έχουμε δα αντιμετωπίσει
πολύ περισσότερους και πιο επικίνδυνους αντίπαλους από σας. Και αν
κρίνουμε πως μας συμφέρει, μπορούμε κι εμείς να επιδιώξουμε
συμμαχία με τους Παφλαγόνες, οι οποίοι, όπως μαθαίνουμε,
επιθυμούν διακαώς να κατακτήσουν την πόλη σας και όλα το
παραθαλάσσια οχυρά σας».
Μετά από αυτά τα λόγια του Ξενοφώντα, η στάση των πρέσβεων της
Σινώπης άλλαξε άρδην. Βεβαίωσαν τους Έλληνες στρατηγούς ότι η
πρόθεσή τους δεν είναι να τους κάνουν εχθρούς και αν έρθουν στην
πόλη τους θα τους φιλοξενήσουν και θα τους δώσουν δώρα. Κι επειδή
πείστηκαν ότι αυτά που άκουσαν από τον Ξενοφώντα ήταν αληθινά, θα
δώσουν εντολή στους πολίτες των Κατυώρων να τους δώσουν
καταλύματα, τρόφιμα και ό,τι άλλο χρειαστεί το στράτευμα.
Τέλος καλό όλα καλά! Το κλίμα φυσικά άλλαξε, οι Κατυωρίτες
έστειλαν στους Έλληνες δώρα και οι στρατηγοί των Μυρίων
φιλοξένησαν τους πρέσβεις της Σινώπης.
[125]
Κρίσιμες αποφάσεις για τη συνέχιση της πορείας
[127]
Σκέψεις του Ξενοφώντα για ίδρυση αποικίας
[129]
Λυκοφιλία, αλλά και γλέντι με τους Παφλαγόνες
Στο χορό τώρα μπήκε ένας οπλίτης από τη Μυσία29 που κρατούσε σε
κάθε του χέρι και από μια ασπίδα σαν να είχε δυο αντιπάλους. Με τον
χορό του μιμείτο τη μάχη εναντίον τους και άλλοτε μεταχειριζόταν τις
Θεσσαλίας, μεταξύ Πηλίου και Όσσας, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο νόμος Μα-
γνησίας. Ίδρυσαν δυο αποικίες στη Μικρά Ασία: Την Μαγνησία του Σιπύλου και
την Μαγνησία του Μαιάνδρου. Από αυτές τις δυο πόλεις η περιοχή βορειανατολι-
κά της Ιωνίας αποκλήθηκε κι αυτή Μαγνησία.
29 Οι Μυσία ήταν χώρα της Μικράς Ασίας στην Προποντίδα, δυτικά της Βιθυνίας.
[132]
Διάσπαση των Μυρίων στην Ηράκλεια του Πόντου
Η Ηράκλεια του
Πόντου
Κατηγορούσαν
επίσης τους
στρατηγούς, γιατί τους εμπόδιζαν να μετέρχονται τρόπους (όχι πάντα
έντιμους) για να αυξήσουν το κομπόδεμά τους και να γυρίσουν στα
σπίτια τους με αξιόλογο χαρτζιλίκι.
Ο Ξενοφών κατέβαλε όντως μεγάλες προσπάθειες για να διατηρηθεί η
ενότητα του στρατεύματος, αλλά απέβησαν άκαρπες. Μάλιστα οι
Αρκάδες και οι Αχαιοί έκαναν συνέλευση και αποφάσισαν να μην
αποδεχθούν την ηγεσία του Χειρίσοφου, αλλά ούτε και του Ξενοφώντα.
Ήταν περίπου 4.500 (όλοι οπλίτες) και αποτελούσαν την πλειοψηφία
του στρατού. Έτσι εξέλεξαν δική τους διοίκηση από δέκα στρατηγούς, οι
οποίοι όμως θα εκτελούσαν τις αποφάσεις της συνέλευσης των
οπλιτών. Όλοι αυτοί άρπαξαν αρκετά από τα πλοία (των Ηρακλειωτών)
[134]
και έφυγαν για την Κάλπη, ένα μικρό λιμανάκι μεταξύ Ηράκλειας και
Βυζαντίου. {Πιο πάνω αναφερθήκαμε ότι αυτός ακριβώς ο όρμος
της Κάλπης, είχε επιλεγεί από τον Ξενοφώντα, ως ιδανική
τοποθεσία για την ίδρυση ελληνικής αποικίας. Ήταν μια σκέψη
του, που δεν υλοποιήθηκε ποτέ}. Αυτό το λιμανάκι θα ήταν η βάση
τους, από την οποία θα εξορμούσαν για πλιάτσικο στην ενδοχώρα της
Βιθυνίας, με στόχο να μαζέψουν σεβαστό ποσό ο καθ’ ένας τους.
Έτσι η ηγεσία του Χειρίσοφου έληξε τρεις μέρες από την ημέρα της
εκλογής του. Αλλά η διάσπαση της στρατιάς των Μυρίων δεν
σταμάτησε εκεί. Ο Χειρίσοφος, που ήταν ήδη πολύ άρρωστος, ξεκίνησε
πεζή, ακολουθώντας την παραθαλάσσια διαδρομή για το λιμάνι της
Κάλπης επικεφαλής 1.400 οπλιτών και 700 πελταστών από τη Θράκη.
Ο δε Ξενοφών με 1.700 οπλίτες, 300 πελταστές και 40 ιππείς, έπεισε
τους Ηρακλειώτες να τους οδηγήσουν με πλοία ως στα σύνορα
Ηράκλειας με την μικρασιατική Θράκη (της Βιθυνίας). Από εκεί όδευσαν
επίσης πεζή προς τον όρμο της Κάλπης.
Ο Ξενοφών ήταν απογοητευμένος, δεν ήθελε τίποτε άλλο παρά να
βρει τρόπο για να γυρίσει στην Αθήνα. Όμως – όπως ο ίδιος
ισχυρίζεται – οι θεοί του υπέδειξαν πως πρέπει να παραμείνει στη θέση
του για να οδηγήσει τους στρατιώτες στην Ελλάδα. Και αποδείχθηκε
τελικά ότι η απόφασή του να παραμείνει ήταν σωστή.
Στο μεταξύ, οι Αρκάδες αποφάσισαν να χτυπήσουν αρκετά χωριά
στην ενδοχώρα της Βιθυνιακής Θράκης. Επιτέθηκαν με αγριότητα,
άρπαξαν πολλά πρόβατα και αιχμαλώτισαν αρκετούς βοσκούς. Αλλά οι
Θράκες, που έμαθαν τι είχε συμβεί, συγκέντρωσαν το στρατό τους,
όρμησαν κατά των μισθοφόρων και κυριολεκτικά τους τσάκισαν.
Σκότωσαν εκατοντάδες Αρκάδες και πολιόρκησαν τους υπόλοιπους που
είχαν καταφύγει σε ένα λόφο. Ο Ξενοφών πληροφορήθηκε τα γεγονότα
και όντας βέβαιος πως μόνο με την ενότητα θα σωθούν οι Έλληνες,
βάδισε για να σώσει τους πολιορκημένους. Οι Θράκες, που έμαθαν ότι
έρχονται και άλλοι Έλληνες, έλυσαν την πολιορκία και έφυγαν, ενώ οι
Αρκάδες, ο Ξενοφών και ο Χειρίσοφος με τους άνδρες τους
συγκεντρώθηκαν και πάλι όλοι μαζί στο λιμανάκι της Κάλπης. Έτσι τα
τρία αγήματα ενώθηκαν και πάλι.
[135]
Ξανά οι σκέψεις του Ξενοφώντα για αποικία
[136]
«Ο όρμος της Κάλπης βρίσκεται στη μέση του δρόμου μεταξύ της
Ηράκλειας και του Βυζαντίου, είτε πάει κανείς από τη θάλασσα ή οδικώς.
Υπάρχει εκεί ένα ακρωτήριο, που προχωρά μέσα στη θάλασσα και
καταλήγει σε απόκρημνο βράχο. Κάτω από το βράχο αυτόν, υπάρχει
ένα λιμάνι με ομαλή και επίπεδη ακτή. Στο λαιμό που δημιουργεί αυτό
το ακρωτήριο, μπορούν να κατοικήσουν ως δέκα χιλιάδες άνθρωποι.
Κοντά στη θάλασσα υπάρχει μια πηγή με άφθονο γλυκό νερό και γύρω
υπάρχουν κάθε είδους δέντρα, κυρίως αυτά που το ξύλο τους είναι
κατάλληλο για ναυπήγηση πλοίων. Το βουνό εκτείνεται ομαλά προς την
μεσόγειο χώρα και είναι όλο χώμα, χωρίς βράχια και κατάλληλο για
καλλιέργειες πολλών αγροτικών ειδών. Η γύρω χώρα είναι εύφορη,
υπάρχουν διάσπαρτα χωριά ή κωμοπόλεις και η γη παράγει κριθάρι,
στάρι, όσπρια, κεχρί,
σουσάμι, σταφύλια που
βγάζουν εκλεκτό κρασί
και πολλά οπωροφόρα
δέντρα, όπως κερασιές,
φουντουκιές συκιές και
πολλά άλλα».
Αυτό το όνειρο του
Ξενοφώντα δεν
ευοδώθηκε για πολλούς
λόγους. Ο σημαντικότερος είναι, ίσως, πως δημιούργησε μέσα στο
μυαλό του μια ιδανική νέα πόλη, μια αποικία που θα την επάνδρωνε με
τίμιους ανθρώπους με διάθεση και όρεξη για δουλειά, άλλοι να
καλλιεργήσουν τη γη και άλλοι να ασχοληθούν με τα ζώα, με τη
ναυτιλία, με το ψάρεμα, με το εμπόριο ή με την υλοτομία. Αυτό όμως,
δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα με το ανθρώπινο υλικό που είχε
στη διάθεσή του. Ένα τσούρμο πλιατσικολόγων, αδίσταχτων
επιδρομέων και άπληστων τυχοδιωκτών. Γιατί αυτοί ήταν οι Μύριοι.
[137]
Από την ασιατική στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου
30Το Βυζάντιο ήταν αρχαία ελληνική αποικία των Μεγαρέων, χτισμένη στο μυχό
του Κεράτιου Κόλπου και των Στενών του Βοσπόρου, η γνωστή μας Κωνσταντι-
νούπολη που αργότερα – και για περίπου χίλια χρόνια - ήταν η πρωτεύουσα της
Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) αυτοκρατορίας
[138]
(ασιατική) ακτή του Βυζαντίου και θα εύρισκε τρόπο να διασχίσουν με
ασφάλεια τον Βόσπορο.
Οι Μύριοι, αφού έθαψαν σε μαζικούς τάφους τους νεκρούς τους,
πήραν μαζί τους όλα τα διαθέσιμα σιτηρά και ζώα και αναχώρησαν
οριστικά από τον όρμο της Κάλπης. Προχώρησαν πεζή δυτικά,
διασχίζοντας τη Βιθυνία και στην διαδρομή άρπαζαν και πάλι ζώα και
αιχμαλώτους. Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, γιατί πουθενά δεν
συνάντησαν εχθρούς, έφτασαν τελικά στην Χρυσόπολη της Βιθυνίας 31.
Έμειναν εκεί επτά μέρες, πούλησαν τα περισσότερα λάφυρα και
δούλους που είχαν μαζί τους και περίμεναν να περάσουν απέναντι
(στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου) για να προσληφθούν στον
σπαρτιατικό στρατό ως μισθοφόροι.
Νόμισμα της
Βιθυνίας με τον
θεό Διόνυσο
Μωσαϊκό της
Περίνθου
Όμως ο νέος
διοικητής του
Βυζαντίου Αρίσταρχος, θέλησε να τηρήσει τη συμμαχία Σπάρτης-
Περσίας και απαγόρευσε στον Ξενοφώντα να περάσει ο στρατός του
στην απέναντι πλευρά, δηλαδή στην Ασία, απειλώντας μάλιστα να
βυθίσει τα πλοία με τα οποία θα ταξίδευαν.
Ο στρατηγός Νέων, θέλοντας να δείξει ότι είναι πιστός στη Σπάρτη,
πήρε μαζί τους οκτακόσιους Πελοποννήσιους και κατασκήνωσε λίγο
μακρύτερα από το στρατόπεδο του Ξενοφώντα. Από τους Μυρίους
είχαν απομείνει στον Ξενοφώντα περίπου έξι χιλιάδες άνδρες.
33Η Πέρινθος της Θράκης, ήταν αρχαία ελληνική αποικία της Σάμου, στην ευρω-
παϊκή πλευρά της Θάλασσας του Μαρμαρά
[142]
Οι μισθοφόροι πολεμούν για νέο εργοδότη
Παιδεραστία στην
αρχαία Ελλάδα
[144]
Το τέλος της περιπέτειας για τον Ξενοφώντα
34Η Λάμψακος ήταν αρχαία ελληνική αποικία των Φωκαέων, χτισμένη στις ακτές
της ασιατικής πλευράς του Ελλησπόντου, στη βόρεια Τρωάδα. Σήμερα είναι πόλη
της Τουρκίας και αποκαλείται Lapseki
[146]
Ξενοφών ήταν ειλικρινής, όταν έλεγε ότι δεν είχε τα απαιτούμενα για την
επιστροφή χρήματα.
Την επομένη έφτασαν στο ελληνικό στρατόπεδο δυο Σπαρτιάτες
αξιωματικοί και κατέβαλαν στους στρατιώτες τον συμφωνηθέντα μισθό.
Όταν οι δυο Σπαρτιάτες έμαθαν ότι ο Ξενοφών από οικονομική ανάγκη
είχε πουλήσει το αγαπημένο του άλογό για πενήντα δαρεικούς, το
εξαγόρασαν και του το έδωσαν ως δώρο.
Το στράτευμα πέρασε από τη Θράκη στη Λάμψακο, διέσχισε την
Τρωάδα και έφτασε στην Πέργαμο της Μυσίας. Εκεί ο Ξενοφών
επιχείρησε την τελευταία πολεμική του πράξη στη Ασία.
Πραγματοποίησε επιδρομή με χίλιους άνδρες κατά ενός Πέρση
αξιωματούχου και μετά από σφοδρές μάχες συνέλαβαν τον Πέρση, τη
γυναίκα του, τα παιδιά τους, τους δούλους τα άλογα, βόδια και πρόβατα
και όλα τους τα υπάρχοντα.
Η λεία από την επιδρομή ήταν τεράστια και στον Ξενοφώντα
παραχωρήθηκε η μερίδα του λέοντος. Τα χρήματα ήταν αρκετά για να
μην έχει πια οικονομικά προβλήματα.
Σε λίγες μέρες έφτασε στην Πέργαμο ο Σπαρτιάτης στρατηγός
Θίμβρων, ο οποίος παρέλαβε από τον Ξενοφώντα το στράτευμα και το
ένωσε με το στρατό που είχε μαζί του, για να πολεμήσει τους Πέρσες
σατράπες Τισσαφέρνη και Φαρνάβαζο.
Στο σημείο αυτό τελειώνει η αφήγηση του Ξενοφώντα.
Ο Ξενοφών βρήκε πλοίο και απέπλευσε για την Αθήνα. Έτσι έληξε
αυτή η τυχοδιωκτική αλλά και συναρπαστική περιπέτεια, του
Ξενοφώντα και των Μυρίων. Το γεγονός είναι, ότι η ζωή του Αθηναίου
ιστορικού. συνδέθηκε με τους Έλληνες μισθοφόρους και με τους
Σπαρτιάτες.
Η Ανάβαση του Κύρου και η Κάθοδος των Μυρίων διάρκεσε συνολικά
ένα χρόνο και τρεις μήνες. Διανύθηκαν δε χίλιες εκατό πενήντα πέντε
παρασάγγες δηλαδή παραπάνω από έξη χιλιάδες χιλιόμετρα συνολικά.
Οι εναπομείναντες άνδρες της στρατιάς του Κύρου, έμελλε να
υπηρετήσουν τους Σπαρτιάτες για μερικά χρόνια ακόμα.
[147]
Η πορεία των Μυρίων:
Η Ανάβαση του Κύρου: Από τις Σάρδεις ως τα Κούναξα
Η Κάθοδος των Μυρίων: Κούναξα-Πόντος-Θράκη-Πέργαμος
[148]
Οι Μύριοι και πάλι στην Ασία – Το τέλος του πολέμου
Ο Αγησίλαος
[152]
μόνο από ένα αυτόπτη μάρτυρα, αλλά και από ένα από τους
πρωταγωνιστές τους. Η αφηγηματική εξιστόρηση γίνεται χωρίς πολλές
λογοτεχνικές φιοριτούρες, είναι λιτή, αποφεύγει την υπερβολή, αλλά
όμως δεν διστάζει να παραθέσει με κάθε λεπτομέρεια ακόμα και τις πιο
φρικτές πράξεις των ίδιων των μισθοφόρων, αλλά και των αντιπάλων
τους. Η ιστορία αυτή του Ξενοφώντα θυμίζει περιγραφή πολεμικού
ανταποκριτή.
Πιθανότατα την ίδια εποχή ο Ξενοφών έγραψε και ένα άλλο
σημαντικό ιστορικό έργο, τα Ελληνικά, όπου παίρνει την σκυτάλη από
το σημείο που σταματά ο Θουκυδίδης και αφηγείται τα τελευταία έτη του
Πελοποννησιακού Πολέμου. Στο ίδιο έργο συνεχίζει και περιγράφει τις
εξελίξεις στον ελλαδικό κόσμο ως το έτος 362 π.Χ.
Ο Ξενοφών απέκτησε δυο δίδυμα αγόρια, τον Γρύλλο και τον
Διόδωρο. Το 362 ο Γρύλλος πολέμησε με τον αθηναϊκό στρατό στη
μάχη της Μαντινείας (αντίπαλοι ήταν η Συμμαχία της Θήβας και η
Συμμαχία της Σπάρτης στην οποία συμμετείχε και η Αθήνα) και αυτό
ήταν αρκετό για να ανακληθεί η εξορία του Ξενοφώντα και να αποκτήσει
και πάλι την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. Πέθανε το 352(;) στην
Κόρινθο ή στην Αθήνα.
[153]
[154]