You are on page 1of 9

ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ- Οι Συνέπειες των Εικονομαχιών στην Βυζαντινή κοινωνία

Λογοτεχνική παραγωγή και υμνογραφία- Συνέπειες των εικονομαχιών στην τέχνη

ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΙΤΣΟΥ

ΠΑΤΡΑ 2013

1
Εισαγωγή

Η εργασία αυτή παρουσιάζει τη διαμάχη για τις εικόνες από το 726 μέχρι το 843 που έγινε οριστικά η αναστήλωσή
τους. Στη συνέχεια διερευνούνται οι συνέπειες της εικονομαχίας για την βυζαντινή κοινωνία, την λογοτεχνική
παραγωγή, και με βάση το χειρόγραφο Ψαλτήρι Χλουντώφ του 9 ου αι. παρατηρούνται οι συνέπειες και στην βυζαντινή
τέχνη.
Διαιρείται σε τρία κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται ιστορική παρουσίαση των εικονομαχιών και
παρουσιάζονται οι συνέπειές τους στην λογοτεχνία και υμνογραφία όπως και στην τέχνη. Στο δεύτερο κεφάλαιο
σχολιάζεται η εμπλοκή του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά ζητήματα και γίνονται παρατηρήσεις σχετικά με την σχέση
Κράτους και Εκκλησίας. Στο τρίτο κεφάλαιο σκιαγραφούνται τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής ζωγραφικής.
Κεφάλαιο 1ο
Η Διαμάχη για τις εικόνες
Εικονομαχία είναι η διαμάχη που ξέσπασε σχετικά με την λατρεία των ιερών χριστιανικών εικόνων (726-843). Η
διαμάχη αυτή ξέσπασε επίσημα το 726 όταν ο Λέων Γ΄ έκαψε την εικόνα του Χριστού που βρισκόταν πάνω από την
πύλη της Χαλκής και την αντικατέστησε με έναν μεγάλο Σταυρό. Ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος, συριακής καταγωγής, πρώην
στρατηγός στην διοικητική περιφέρεια των Ανατολικών είχε επηρεαστεί από τα αυστηρά χριστιανικά κινήματα της
Ανατολής και καταδίκαζε την λατρεία των εικόνων. Αφού σταθεροποίησε τις θέσεις του, το 730 εξέδωσε διάταγμα με
την έγκριση του αυτοκρατορικού συμβουλίου περί της καταστροφής των ιερών εικόνων. Ο ανώτερος κλήρος στο
σύνολό του τάχθηκε με το μέρος του αυτοκράτορα.
Η εικονομαχική κρίση ξέσπασε σε μια περίοδο ανασύνταξης των δυνάμεων 1 του Βυζαντινού κράτους εντελώς
αναπάντεχα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αυτοκρατορία κατά τον 7 ο αι. αντιμετώπισε αρκετούς εχθρούς μεταξύ
των οποίων τους Άραβες και τους Πέρσες. Οι μακροχρόνιοι πόλεμοι εναντίον τους άλλαξαν ριζικά τις ανατολικές
επαρχίες της αυτοκρατορίας και χάθηκαν σημαντικά εδάφη. Όταν το Κράτος -μετά τις στρατιωτικές καταστροφές-
άρχισε να ορθοποδεί ξέσπασε η διαμάχη για τις ιερές εικόνες.
Μελετητές αναζήτησαν τα αίτια της κρίσης σε πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Το θέμα της
λατρείας των ιερών εικόνων το εντάσσουν στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της δυναστείας των Ισαύρων, των οποίων
στόχος ήταν η αναμόρφωση της κοινωνίας, ο περιορισμός της οικονομικής ισχύος των μοναστηριών και η εξυγίανση της
θρησκευτικής ζωής και λατρείας από τα ειδωλολατρικά στοιχεία. Στη συνέχεια προβλήθηκαν και άλλοι παράγοντες,
όπως η επίδραση του Ισλάμ και των ανατολικών αιρέσεων στην θεολογική σκέψη των εικονοκλαστών αυτοκρατόρων.
Πάντως, η διαμάχη εξελίχθηκε γύρω από ένα θεολογικό ζήτημα και είχε σαφώς πολιτικές προεκτάσεις και
σκοπιμότητες. Διαμορφώθηκαν ωστόσο δύο παρατάξεις: οι εικονομάχοι και οι εικονολάτρες.
Στην εκκλησία η αντίδραση εκδηλώθηκε από τους πάπες 2 Γρηγόριο Β΄ και Γρηγόριο Γ΄ και στην ανατολή από το
Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ο οποίος είχε αξιώματα στην αυλή του χαλίφη της Δαμασκού. Το 727 ο Ιωάννης
Δαμασκηνός έγραψε τρεις ομιλίες στις οποίες εξηγούσε την θεολογική υπόσταση των ιερών εικόνων. Δικαιολογούσε την
λατρεία των εικόνων με το δόγμα των δύο φύσεων του Χριστού, της ανθρώπινης και της θεϊκής. Επιπλέον οι εικόνες ως
σύμβολα των αρχετύπων επέτρεπαν στους πιστούς την σύλληψη του ¨Θείου¨.

1
Απόστολος Καρποζήλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, τ. β΄, Εκδ. Κανάκη, σ.56.

2
Charles Delvoye, Βυζαντινή τέχνη, μτφρ. Μαντώ Β. Παπαδάκη, Α΄τ., Εκδ. Δημ. Παπαδήμα, 19792,σ.176.

2
Βιαιότερη έγινε η διαμάχη κατά τη βασιλεία του γιού του Λέοντος Γ΄, του Κωνσταντίνου Ε΄(741-775) γνωστός ως
Κοπρώνυμος. Ο Κωνσταντίνος Ε΄ είχε αποκτήσει κύρος στο λαό λόγω των επιτυχιών που είχε έναντι των αντιπάλων του
στους πολέμους αλλά και χάρη της γενναιότητάς του. Έτσι, προχώρησε περισσότερο από τον πατέρα του και το 754
συγκάλεσε σύνοδο στην Χαλκηδόνα. Για μια ακόμη φορά καταδίκασε τις εικόνες και διέταξε την καταστροφή τους. Επί
δέκα χρόνια ο Κωνσταντίνος έβλεπε τις προσπάθειές του να μην καρποφορούν και τις αποφάσεις της συνόδου να μην
εφαρμόζονται. Τελικά, αποφάσισε να επιβληθεί δια της βίας. Όλες οι εικόνες ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, φορητές εικόνες,
καταστρέφονταν σε όλη την αυτοκρατορία. Ακολούθησαν φυλακίσεις, ακρωτηριασμοί, εξορίες ακόμη και θάνατος για
αυτούς που αντιστέκονταν. Πολλά μοναστήρια έκλεισαν και μετατράπηκαν σε στρατώνες όπως και πολλοί καλόγεροι
ξαναγύρισαν στην κοσμική ζωή. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης που επί Λέοντος Γ΄ προσπάθησε να σώσει την εικόνα
του Χριστού της Χαλκής τώρα επευφημούσε τον Κωνσταντίνο Ε΄ λέγοντας πως είχε σώσει τον λαό από τα είδωλα. Ο
φανατισμός και η βία εξαπλώθηκαν σε όλη την επικράτεια.
Στην συνέχεια της δυναστείας των Ισαύρων ο γιος του Κωνσταντίνου Ε΄, ο Λέων Δ΄ φάνηκε πιο μετριοπαθής από
τον πατέρα του. Η χήρα του Ειρήνη η Αθηναία, ασκούσε την αντιβασιλεία στο όνομα του γιου τους Κωνσταντίνου Στ΄
και λόγω της ελληνικής καταγωγής της ήταν στενά συνδεδεμένη με την λατρεία των εικόνων. Το 786 στην Ζ΄
οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης και εκ νέου λόγω των αντιμαχιών το 787 της Νίκαιας, η ίδια στηριζόμενη
στις θέσεις του Ιωάννη Δαμασκηνού αποκατέστησε επίσημα την λατρεία των εικόνων με την προϋπόθεση ότι στις
εικόνες θα απονέμεται ασπασμός και τιμητική προσκύνηση και όχι αληθινή λατρεία. Με την επίτευξη αυτής της νίκης η
Ειρήνη η Αθηναία αντικατέστησε την εικόνα του Χριστού της Χαλκής με μια καινούρια.
Η δεύτερη εικονομαχική περίοδος από το 813 προκάλεσε εκ νέου αναστάτωση. Με την επιδρομή των Βούλγαρων με
αρχηγό τους τον Κρούμο απειλήθηκε η πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Ο στρατός εξεγείρεται και ανακηρύσσει
αυτοκράτορα τον Λέων τον Αρμένιο από τα Ανατολικά. Ο λαός προσκυνούσε τον τάφο του Κωνσταντίνου Ε΄ του πλέον
βίαιου εικονομάχου αυτοκράτορα καλώντας τον να αναστηθεί και να βοηθήσει το Κράτος. Οι συνθήκες ήταν πάλι
ώριμες για διαμάχη μεταξύ εικονολατρών και εικονομάχων.
Το 815 ο Λέων ο Ε΄ συγκάλεσε σύνοδο στην Αγία Σοφία η οποία καταδίκασε πάλι τις εικόνες. Ο Μιχαήλ 3 από το
Αμόριο που πήρε την εξουσία δολοφονώντας τον Λέων Ε΄ έδειξε συμφιλιωτικές τάσεις. Αποφυλάκισε τους διωκόμενους
και ανακάλεσε τους εξόριστους. Ο γιος του Θεόφιλος όμως ήταν με το μέρος των εικονομάχων και όταν ανέλαβε την
εξουσία άρχισαν πάλι οι διωγμοί των εικονομάχων και των μοναχών. Αυτή τη φορά τα γεγονότα περιορίστηκαν στην
Κωνσταντινούπολη και δεν ήταν τόσο σκληρά. Μετά τον θάνατο του Θεόφιλου η χήρα του Θεοδώρα συγκάλεσε σύνοδο
και αποκατέστησε οριστικά την λατρεία των εικόνων. Στις 11 Μαρτίου του 843 την πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής
η αναστήλωση των εικόνων γιορτάστηκε με μεγάλη λαμπρότητα στην Αγία Σοφία.
Σήμερα η Ελληνική εκκλησία γιορτάζει το γεγονός στην ίδια κινητή ημερομηνία και ονομάζεται Κυριακή της
Ορθοδοξίας.
Οι Συνέπειες των Εικονομαχιών στην Βυζαντινή κοινωνία
Οι συνέπειες από την εποχή των εικονομαχιών αφορούν στην διαμόρφωση της βυζαντινής κοινωνίας, στην
λογοτεχνία και στην τέχνη της εποχής. Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι πρόκειται για μια περίοδος που επηρέασε ριζικά την
δομή της ιδεολογίας της αυτοκρατορίας.
Την κατάκτηση των αφρικανικών και ασιατικών επαρχιών της αυτοκρατορίας οι εχθροί των εικόνων την θεώρησαν
ως τιμωρία των βυζαντινών από τον Θεό. Πίστευαν ότι ο Θεός ευνοούσε τους Μωαμεθανούς γιατί αυτοί σέβονταν την

3
Charles Delvoye, Βυζαντινή τέχνη, μτφρ. Μαντώ Β. Παπαδάκη, Α΄τ., Εκδ. Δημ. Παπαδήμα, 19792, σ.178.
3
απαγόρευση του Δεκαλόγου4. Η γρήγορη λοιπόν εξάπλωση των Αράβων τον 7ο αι. και στην Μ. Ασία οφείλεται κυρίως
στο γεγονός ότι οι πληθυσμοί των περιοχών αυτών αντιστάθηκαν λιγότερο στους Άραβες. Εξάλλου φυλετικά διέφεραν
με τον πληθυσμό του Ελλαδικού χώρου αφού στις περιοχές κατοικούσαν Σύριοι, Εβραίοι, Αιγύπτιοι και μιλούσαν τις
αντίστοιχες γλώσσες. Η θρησκεία τους βασιζόταν στην αίρεση του μονοφυσιτισμού.
Η αντίδρασή τους δεν ήταν μόνο δογματική και αποτελεί σαφώς πολιτική και πολιτισμική αντίσταση, απομάκρυνση
από την ελληνική γλώσσα της ορθόδοξης εκκλησίας και από την κεντρική εξουσία του Κράτους. Τα αισθήματα αυτά
στις περιοχές αυτές τρέφονταν ήδη από πιο παλιά, από την εποχή των Σελευκιδών στην Συρία και των Λαγιδών ή
Πτολεμαίων στην Αίγυπτο. Στυλοβάτης της ορθόδοξης εκκλησίας στην Μ. Ανατολή ήταν ο Μέγας Ευθύμιος. Με την
κατάκτηση των Αράβων τον 7ο αι. επήλθε και η οριστική τους απομάκρυνση.
Παράλληλα τον ίδιο αιώνα η αυτοκρατορία διαιρείται σε διοικητικές ενότητες τα «θέματα 5». Αυτό σηματοδοτεί μια
καινούρια αντίληψη για την διοίκηση των επαρχιών. Ουσιαστικά η διοικητική εξουσία των επαρχιών μεταβιβάζεται
στους στρατιωτικούς που αναλαμβάνουν όλες τις αρμοδιότητες όπως οικονομικές, φορολογικές και στρατιωτικές. Ο
χωρισμός των στρατευμάτων σε μικρότερες ομάδες εξυπηρετεί κυρίως πρακτικές ανάγκες. Βέβαια η εξουσία που
απέκτησαν οι στρατηγοί των θεμάτων γρήγορα ήρθε εις βάρος της κεντρικής εξουσίας.
Μια άλλη παράμετρος είναι η οργάνωση των πόλεων που δεν υπάρχουν με την παλιά τους μορφή. Λόγω των συχνών
επιδρομών οι πόλεις μετατρέπονται σε κάστρα για να επιβιώσουν βάση της διοικητικής ρωμαϊκής παράδοσης. Πολλές
από τις πόλεις αναβίωσαν πάλι αργότερα τον 11ο αι.
Συγχρόνως η οικονομία του Κράτους βασίζεται κυρίως στην αγροτική παραγωγή όπως και το μεγαλύτερο μέρος του
πληθυσμού του. Τις μεγάλες και μεσαίες ιδιοκτησίες τις καλλιεργούν οι πάροικοι, χωρικοί εξαρτημένοι από τον
ιδιοκτήτη οικονομικά διατηρώντας όμως αστικά δικαιώματα. Περισσότερο εξαρτημένοι ήταν οι δούλοι που δεν είχαν
αντίστοιχα αστικά δικαιώματα με τους πάροικους. Την ενιαία αγροτική παραγωγική μονάδα του Βυζαντίου αποτελεί το
χωριό. Η κοινότης χωρίου ήταν υπεύθυνη για την καταβολή των φόρων. Σε όλη την διάρκεια του Βυζαντίου οι
γαιοκτήμονες γνωστοί ως δυνατοί ασκούσαν πιέσεις στους μικρούς ιδιοκτήτες για να τους αποσπάσουν τα κτήματά τους.
Επίσης παρά τις δυσκολίες ως προς την καλλιέργεια της γης και παρά το μέγεθος των μεγάλων ιδιοκτησιών το
γαιοκτητικό σύστημα του Βυζαντίου δεν εξελίχθηκε σε φεουδαρχικό όπως διαμορφώθηκε στην Δυτική Ευρώπη.
Ανάμεσα στους αυτοκράτορες, τους αξιωματούχους, τους δυνατούς και τους πένητες διακρίνεται και η μεσαία τάξη
με άνισο εισόδημα, επαγγελματικό κύρος και μόρφωση. Είναι άνθρωποι που ζουν από την διδασκαλία την διαχείριση
νομικών υποθέσεων, το εμπόριο κτλ. και παράγουν πολιτισμό. Στα επιφανή πρόσωπα της αυτοκρατορίας ανήκουν οι
επίσκοποι που διαχειρίζονται την εκκλησιαστική περιουσία και οι μοναχοί που απολάμβαναν ιδιαίτερο σεβασμό.
Η Εκλογή6 και ο Γεωργικός νόμος επιχειρεί να προστατεύσει τις μικρές ιδιοκτησίες από τους γαιοκτήμονες και
ενισχύει: την ελεύθερη μετεγκατάσταση, κατάργηση καταναγκαστικής εργασίας, προβλέπει τη διανομή σε ακτήμονες
χερσαίων μοναστικών εκτάσεων και εισάγει κανόνες δικαίου. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος ως το θάνατό του το
959 είχε ως κύριο μέλημα την συγγραφή έργων και την συγκέντρωση χειρογράφων. Μεταξύ άλλων έργων του είναι και
το «Περί Θεμάτων» που αναφέρεται στα Θέματα, τις διοικητικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας.

4
Charles Delvoye, Βυζαντινή τέχνη, μτφρ. Μαντώ Β. Παπαδάκη, Α΄τ., Εκδ. Δημ. Παπαδήμα, 19792, σ.175.

5
Απόστολος Καρποζήλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, τ. β΄, Εκδ. Κανάκη, σ.55.

6
Α. Κουκουζέλη, Ιω. Γιαννόπυλος, Γ. Κατσιαμπούρα, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τ. β΄, ΕΑΠ 1997-2000, σ.317.
4
Ωστόσο στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και στο Βυζάντιο είχε αναπτυχθεί ένα «παράλληλο δίκαιο». Οι δυνατοί
ασκώντας επιρροή στα όργανα του κράτους εξαναγκάζοντας τους γεωργούς να δεχτούν την προστασία τους, όταν οι
τελευταίοι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην φορολογία και τις υποχρεώσεις τους, καθιστούσαν τον νόμο
αναποτελεσματικό. Βέβαια, τα μοναστήρια μετά το τέλος της εικονομαχίας ανέκτησαν τις περιουσίες τους. Εξάλλου η
σκληρή σύγκρουση μεταξύ εικονομάχων αυτοκρατόρων και μοναχών είχε σαν αποτέλεσμα την δήμευση της περιουσίας
μοναστηριών.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι όλες αυτές οι αλλαγές που αναφέρθηκαν παραπάνω δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της
εικονομαχίας. Βεβαίως, οι εικονομαχίες ενισχύουν τις ιστορικές συνθήκες όπως αυτές διαμορφώνονται κατά τον 6 ο -7ο
αι. κατά συνέπεια επηρεάζουν άμεσα την διαμόρφωση της βυζαντινής κοινωνίας την εποχή αυτή.

Συνέπειες των Εικονομαχιών στην Λογοτεχνική παραγωγή και υμνογραφία


Κατά τη διάρκεια των εικονομαχιών παρουσιάζεται μεγάλη κάμψη στην αντιγραφή και μελέτη χειρογράφων αφενός
διότι το στρατιωτικό πνεύμα που επικρατεί στην κοινωνία δεν ευνοεί τα γράμματα αφετέρου η περίοδος των
εικονομαχιών επηρέασαν την κοινωνία κρατώντας την σε απόσταση από την κλασική παιδεία του λόγου και της εικόνας.
Παρόλα αυτά μια ομάδα κρατικών λειτουργών στην Κωνσταντινούπολη στο τέλος του 8 ου αι. με ρητορική και
φιλοσοφική παιδεία συνετέλεσε στην αναβίωση των φιλολογικών σπουδών που είχαν παραμεληθεί. Η άνθιση αυτή
συσχετίζεται με α) με το ξεπέρασμα της ανησυχίας αφού εδραιώθηκε η ορθοδοξία, β) με τον θρίαμβο επί της
εικονομαχίας και την επικράτηση του ελληνικού εικονικού στοιχείου και γ) με την επανάσταση που έγινε τότε στη
γραφή.
Τα βιβλία μέχρι τότε γράφονταν σε μεγαλογράμματη γραφή και άρχισαν να μεταφέρονται σε μικρογράμματη γραφή
που ήδη χρησιμοποιούνταν στην εξυπηρέτηση των αναγκών της ιδιωτικής ζωής ως επισυρμένη. Τώρα χρησιμοποιείται
ως βιβλιακή δηλαδή στην ευανάγνωστη αντιγραφή βιβλίων με τήρηση των περιθωρίων, ακριβείς αποστάσεις ανάμεσα
στις σειρές και την ευθυγράμμισή τους. Αρχικά στην μικρογράμματη γραφή γράφτηκαν εκκλησιαστικά κείμενα έπειτα
επιστημονικά και τελικά φιλολογικά. Η μικρογράμματη γραφή είχε πλεονεκτήματα που αφορούσαν στο κόστος των
βιβλίων που ήταν σαφώς μικρότερο όπως και στην ευχερέστερη ανάγνωση. Η κορύφωση του ενδιαφέροντος για τα
παλιά κείμενα τον 10ο αι. συνδέεται με τον λόγιο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο.
Στην υμνογραφία κατά το τέλος του 7 ου αι. εξελίχθηκε ένα νέο είδος, ο ασματικός κανόνας που ήταν και από
μουσικής άποψης πιο ευέλικτος σχετικά με το κοντάκιο. Αρχικά αντικαθιστά το κοντάκιο στη λειτουργία μόνο στην
διάρκεια της Τεσσαρακοστής και στη συνέχεια εμφανίζεται στην λειτουργία σε όλες τις γιορτές του εκκλησιαστικού
έτους. Αποτελείται από εννέα ωδές με έξι ως εννέα στροφές η καθεμιά. Η αρχική δομή του κανόνα δεν είναι σταθερή.
Πολλοί κανόνες γράφτηκαν με οχτώ ωδές ή τέσσερις ενώ και οι στροφές των ωδών στην πράξη με την παρεμβολή
τροπαρίων έπαψαν να ψάλλονται όλες. Κάθε ωδή έχει την δική της μελωδία που προσδιορίζεται από τον ειρμό, δηλαδή
την πρώτη στροφή της ωδής. Συνεπώς, ο κανόνας έχει μεγάλη ποικιλία στη μουσική. Ο στόχος του κανόνα είναι να
εγκωμιάσει τον Χριστό, την Θεοτόκο, κάποιον άγιο ή μάρτυρα και να εκφράσει συναισθήματα χαράς ή λύπης.
Οι λόγοι που αντικαταστάθηκε ο ποιητικός λόγος του κοντακίου από τον κανόνα είναι κυρίως οι εξής: Η
ψυχοσύνθεση των Βυζαντινών από τον φόβο των μουσουλμάνων Αράβων σε σχέση με τις εικονομαχικές και
χριστολογικές διαμάχες. Ταυτόχρονα οι μοναχοί, επηρεασμένοι από το γενικότερο κλίμα, τις εξορίες, τις διώξεις κ.τ.λ.
που είχαν υποστεί αισθάνθηκαν ότι δεν αρκούσε ο αφηγηματικός λόγος του κοντακίου και εκφράστηκαν σε έναν άλλο
λόγο ταραγμένο και μελωδικά φορτισμένο. Χάρη βέβαια και της επιβλητικότητας του τελετουργικού, της ναοδομίας,
των ζωγραφικών παραστάσεων και του κηρύγματος αιχμαλώτιζαν την ψυχή του εκκλησιάσματος. Εξάλλου, υπό τις νέες
5
συνθήκες το κοντάκιο αντικαταστάθηκε από τον κανόνα λόγω της μεγάλης έκτασης του από την ανάγκη για
εξοικονόμηση χρόνου όπως και για την μουσική του μονοτονία. Προτιμήθηκε η χρησιμοποίηση ενός πιο εμφατικού
λόγου και της μουσικής ποικιλίας, χαρακτηριστικά που είχε ο κανόνας.
Η ανακάλυψη του κανόνα αποδίδεται στον Ανδρέα Κρήτης, που γεννήθηκε στην Δαμασκό και πέθανε ως επίσκοπος
στην Κρήτη (π. 660-π. 740). Από το έργο του, εμπνευσμένο από τον Ρωμανό, ξεχωρίζει ο «μέγας κανών» που είναι ένας
ύμνος με 250 τροπάρια και ψάλλεται μετά «συντετριμμένης καρδίας και φωνής». Η εκκλησία για τον κανόνα αυτό
τρέφει μεγάλη εκτίμηση.
Αργότερα πριν τα μισά του 8ου αι. ξεπηδά μια αξιόλογη σχολή κανονογράφων στο μοναστήρι του Άγιου Σάββα
κοντά στα Ιεροσόλυμα με επικεφαλής τον Ιωάννη Δαμασκηνό (π. 675-π. 748), θερμός υποστηρικτής της ορθοδοξίας και
των εικόνων. Ήταν ο εκδότης του «Οχτώηχου», μια συλλογή κανόνων και στιχηρών γραμμένων στους τέσσερις κύριους
και πλάγιους ήχους. Ανάμεσα στους κανόνες του διακρίνεται ο «χρυσούς κανών» γραμμένος για την ημέρα του Πάσχα.
Την σκυτάλη παίρνει ο Θεόδωρος Στουδίτης (759-826) ηγούμενος στην μονή Στουδίου της Κωνσταντινούπολης, που
αποτέλεσε το κάστρο της ορθοδοξίας ιδιαίτερα στα χρόνια της εικονομαχίας. Ο ίδιος ήταν ισχυρή προσωπικότητα και
έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο υπέρ των εικόνων. Εγκαινίασε επίσης μαζί με άλλους υμνογράφους της μονής μια νέα
περίοδο για το κοντάκιο και τον κανόνα. Μια σκέψη που διατυπώθηκε στην πρώτη ωδή ενός κανόνα επανέρχεται
επιδέξια και στις άλλες. Έτσι οι ωδές αποκτούν μεγαλύτερη ενότητα.
Κατά συνέπεια, στην υμνογραφία κατά τον 7 ο αι. έγινε η εμφάνιση του κανόνα δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στον
εμφατικό λόγο και την ποικιλία στην μουσική ενώ στο τέλος του 8 ου αι. μια ομάδα μορφωμένων κρατικών λειτουργών
από την Κωνσταντινούπολη προσπαθούν να αναβιώσουν την φιλολογία και καθιερώνεται η μικρογράμματη γραφή.

Συνέπειες των εικονομαχιών στην τέχνη


Οι ένοπλες συγκρούσεις με τους Άραβες δεν εμπόδισαν τις αλλεπάλληλες πνευματικές και πολιτισμικές επιρροές. Οι
Βυζαντινοί και οι Άραβες ηγεμόνες έτρεφαν εκτίμηση οι μεν για τους δε. Για την διοικητική οργάνωση των
κατεκτημένων εδαφών και την πολιτιστική τους ζωή οι άραβες χαλίφες χρειάστηκαν την βοήθεια βυζαντινών
υπαλλήλων και καλλιτεχνών.
Στα κατεκτημένα εδάφη7 η βυζαντινή τέχνη επιβίωσε στην υπηρεσία των χαλιφών και μεταβλήθηκε προοδευτικά σε
μουσουλμανική ηγεμονική τέχνη. Αντίθετα, στις χριστιανικές κοινότητες σταδιακά έσβησε επειδή δεν διέθεταν τα
οικονομικά μέσα για να καλούν καλλιτέχνες από την Κωνσταντινούπολη. Παρόλα αυτά, με την ζωτικότητα του Ιωάννη
Δαμασκηνού ώστε να διατηρηθεί το χριστιανικό στοιχείο σε μια ισλαμική χώρα, οι χριστιανοί συνέχιζαν να χτίζουν
εκκλησίες και να τις διακοσμούν με τοιχογραφίες. Επίσης εικονογραφούσαν χειρόγραφα. Η τέχνη τους πήρε μια λαϊκή
μορφή αλλά δεν υστερούσε σε δύναμη.
Οι φορητές εικόνες ήταν οι αγαπημένες των Βυζαντινών. Με την εικονομαχία βέβαια έπαψαν να φιλοτεχνούνται
ελεύθερα αλλά εκτελούνταν καινούριες κρυφά. Τα κείμενα αναφέρουν ζωγράφους που ακρωτηριάστηκαν επειδή
παρέβηκαν τις εντολές του αυτοκράτορα. Από τις σωζόμενες εικόνες καμιά δεν μπόρεσε να αποδοθεί σε εργαστήρια που
λειτούργησαν στην βυζαντινή επικράτεια. Αντίθετα στην Συρία, την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη οι ζωγράφοι δούλευαν
ελεύθερα και φιλοτεχνούσαν φορητές εικόνες.
Στις φορητές εικόνες αποδόθηκαν θαυματουργές ιδιότητες και έγιναν αντικείμενο μεγάλης λατρείας. Κάποιες
φορητές εικόνες που απεικονίζουν την Παναγία θεωρείται ότι είναι έργα του Ευαγγελιστή Λουκά που πιστεύεται πως

7
Charles Delvoye, Βυζαντινή τέχνη, μτφρ. Μαντώ Β. Παπαδάκη, Α΄τ., Εκδ. Δημ. Παπαδήμα, 19792, σ.180.
6
γνώριζε τα αυθεντικά χαρακτηριστικά της. Άλλες έχουν εκληφθεί ως αχειροποίητες δηλαδή ως μη ζωγραφισμένες από
ανθρώπινο χέρι αλλά από τον Θεό με έναν θαυματουργό τρόπο.
Ένα άλλο είδος ζωγραφικής ήταν οι μικρογραφίες χειρογράφων. Τα χειρόγραφα κοσμούνταν με μικρού σχήματος
ζωγραφικές παραστάσεις που παρακολουθούν το κείμενο. Αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό στο παράδειγμα με το
χειρόγραφο ψαλτήρι Χλουντώφ του 9ου αι. που οι εικονομάχοι κατέστρεψαν την εικόνα του Χριστού. Κατά την εποχή
της εικονομαχίας υπάρχουν ελάχιστα ιστορημένα τέτοια χειρόγραφα επειδή τα περισσότερα εξαρτιόνταν από την αυλή
και τον ανώτερο κλήρο και είχε γίνει σεβαστή η απαγόρευση των θρησκευτικών απεικονίσεων.
Παρόλα αυτά στις μικρογραφίες χειρογράφων που υπάρχουν έχει δοθεί μεγάλη σημασία στην Σταύρωση του
Χριστού επειδή θύμιζε το μαρτύριο των εικονολατρών και ταυτόχρονα υποσχόταν τον τελικό θρίαμβο. Τα σχέδια είναι
γοργά, χαρακτηρίζονται από ζωντάνια και οι πολεμικές σκηνές που απεικονίζονται στοχεύουν στο να ονειδίσουν τους
εικονομάχους. Όπως παρατηρείται στην σκηνή της Σταύρωσης στο χειρόγραφο ψαλτήρι Χλουντώφ του 9 ου αι.
διακρίνεται ο Λογγίνος8 που διατρυπά την πλευρά του Ιησού και ο Ύσσωπος που του προσφέρει το σπόγγο με τη χολή.
Παριστάνονται επίσης δύο εικονομάχοι ενώ ασβεστώνουν μια εικόνα του Χριστού. Επίσης στις μικρογραφίες, όπως την
παραπάνω διακρίνεται μεγάλη εκφραστική δύναμη.
Όπως ήδη αναφέρθηκε λόγω της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων ένα μεγάλο μέρος των εικόνων
καταστράφηκε. Τη θέση τους πήραν στην κόγχη της αψίδας του ιερού ο Σταυρός και στους τοίχους παραστάσεις από το
φυτικό και ζωικό κόσμο που αντλούν την έμπνευσή τους από τις διακοσμήσεις δαπέδων παλαιοχριστιανικών εκκλησιών.

Κεφάλαιο 2ο
Ο Αυτοκράτορας και η Εκκλησία
Στο Βυζάντιο ο αυτοκράτορας συγκέντρωνε την εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική εξουσία και φυσικά ήταν
επικεφαλής της θρησκείας. Σε αυτόν, οι πιστοί έβλεπαν ένα ιερό πρόσωπο που είχε επιλεχθεί από τον Θεό για να
κυβερνήσει με σοφία. Η εκλογή του ήταν αποτέλεσμα παρασκηνιακών διαβουλεύσεων ισχυρών στρατιωτικών,
συγκλητικών, αυλικών και θρησκευτικών παραγόντων. Η διαδοχή ήταν ομαλότερη όταν αυτή είχε συμφωνηθεί πριν από
τον θάνατό του και η εξουσία του μεταβιβαζόταν στον γιο ή σε άλλο κοντινό συγγενικό πρόσωπο.
Η εξουσία του αυτοκράτορα θα μπορούσε να θεωρηθεί απόλυτη αν δεν μετριαζόταν από την υπόσχεσή του ότι θα
σέβεται τον νόμο και θα ενεργεί με βάση το λαϊκή συναίνεση γεγονός που αποτελεί συνέχεια από την ελληνιστική και
ρωμαϊκή πολιτική παράδοση. Παράλληλα ομολογούσε πίστη στην θρησκεία.
Σε σχέση με την εκκλησία ο αυτοκράτορας συμπεριφερόταν ως ηγεμόνας. Συγκαλούσε τις οικουμενικές συνόδους
και οι αποφάσεις τους υπογράφονταν από εκείνον. Συχνά επενέβαινε στην εκλογή πατριαρχών και παπών της Ρώμης ως
τον 8ο αι. Αναγνωριζόταν επίσης τόσο ως αρχιερέας όσο και ως Θείο πρόσωπο κατά τις αντιλήψεις των ελληνιστικών
κρατών αλλά δεν έπαιρνε μέρος στις λειτουργικές πράξεις. Ο αυτοκράτορας όφειλε να σέβεται πρώτος τους νόμους της
εκκλησίας οι οποίοι γίνονταν και νόμοι του κράτους.
Σύμφωνα με τα προηγούμενα, διαπιστώνεται η εμπλοκή του αυτοκράτορα στην εκκλησία με στόχο να ασκήσει
πλήρη έλεγχο στην κοινωνία, να προσδιορίσει απόψεις, στάσεις και συμπεριφορές όπως και τα όρια της ελευθερίας της
σκέψης. Κάθε πράξη ή στοχασμός που δεν συνάδει με το χριστιανικό πνεύμα καταδικάζεται με αφορισμό και εξορία.
Βέβαια, η εκκλησία προσπάθησε να επιβληθεί σε θέματα θρησκείας που την αφορούσαν και από την άλλη ο
αυτοκράτορας επενέβαινε στους κόλπους της για να διαχειριστεί θέματα πολιτικής εξουσίας.
8
Charles Delvoye, Βυζαντινή τέχνη, μτφρ. Μαντώ Β. Παπαδάκη, Α΄τ., Εκδ. Δημ. Παπαδήμα, 19792, σ.197.
7
Αυτός ο εκκλησιοκεντρικός χαρακτήρας της σκέψης εξισορροπήθηκε με την μελέτη της αρχαιοελληνικής παιδείας.
Στελεχιακό δυναμικό και από τις δυο πλευρές πλεονεκτούσε στον χειρισμό του προφορικού, του γραπτού λόγου και της
πειθαρχημένης συλλογιστικής. Παρά τις επιφυλάξεις των ορθόδοξων σπάνια προέκυψαν προβλήματα.
Το φαινόμενο της εικονομαχίας έχει πολιτικές όπως και θρησκευτικές διαστάσεις. Η αλλεπάλληλες αντιμαχίες
μοναχών και αυτοκρατόρων κατά τις εικονομαχίες είναι ουσιαστικά η αντίφαση Κράτους – Εκκλησίας και το γεγονός
αυτό αποδεικνύει την ανάγκη και των δύο αντιμαχόμενων για εξουσία.

Κεφάλαιο 3ο
Τα γενικά χαρακτηριστικά της βυζαντινής ζωγραφικής
Η βυζαντινή ζωγραφική εκφράζεται με φορητές εικόνες, μικρογραφίες σε χειρόγραφα όπως το χειρόγραφο Ψαλτήρι
Χλουντώφ, ψηφιδωτά ή μωσαϊκά και τοιχογραφίες. Αρχικά ο χριστιανισμός υιοθέτησε με δισταγμό τις απεικονίσεις.
Σύντομα όμως άρχισαν να αποδίδονται με εικόνες σκηνές από την Παλαιά και Καινή διαθήκη. Μετά τον θρίαμβο της
εικονομαχίας η ζωγραφική τέχνη καταλαμβάνει σημαντική θέση στη θρησκεία και στις καρδιές των πιστών.
Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο προτιμάται το ψηφιδωτό που δημιουργείται με ψηφίδες από σμάλτο και φύλλα
χρυσού και αργύρου. Τα μωσαϊκά δάπεδα κατασκευάζονταν από κύβους μαρμάρου και χρωματιστά πετραδάκια. Αυτός
ο διάκοσμος χρησιμοποιήθηκε σε μικρό αριθμό εκκλησιών. Έτσι, προτιμούνταν οι νωπογραφίες ζωγραφισμένες με
χρωστήρα και οι τοιχογραφίες «εν ξηρώ» που τα χρώματα κολλούσαν με την βοήθεια αβγού ή κόλλας.
Κατά την εποχή της άνθισης (843-1204), στη ζωγραφική διαμορφώνονται δύο εικονογραφικοί κύκλοι: Ο δογματικός
με θέματα τον Χριστό Παντοκράτορα στον τρούλο και της Παναγίας είτε ως Πλατυτέρας με τα χέρια υψωμένα ή ως
Βρεφοκρατούσας στην κόγχη της αψίδας και ο λειτουργικός με παραστάσεις της κοινωνίας των αποστόλων, της
λειτουργίας των αγγέλων, της θυσίας του Αβραάμ κ.α. στις καμάρες, στους πλάγιους τοίχους και στο νάρθηκα.
Στους αιώνες 12ο -15ο η ζωγραφική βρίσκει ένα νέο ύφος γνωστό ως παλαιολόγειο. Οι μορφές αποκτούν ατομικότητα
και χάρη, το ύφος τους τρυφερό και διατρέχονται από υψηλά ανθρωπιστικά αισθήματα. Σε αυτήν την περίοδο
διακρίνονται δύο σχολές ζωγραφικής η Μακεδονική 9 με κύριο εκπρόσωπο τον Μανουήλ Πανσέληνο και η Κρητική με
τον Θεοφάνη από την Κρήτη.
Τα κυριότερα λοιπόν χαρακτηριστικά της βυζαντινής ζωγραφικής τέχνης συνοψίζονται στην αποδοχή ενός κύκλου
θεμάτων από την Γραφή και ενός κύκλου Αγίων που κοσμούν ιεραρχικά ορισμένα σημεία του ναού, στην απόδοση των
μορφών με πάγια αναγνωρίσιμα στοιχεία, στην παρουσίαση του Χριστού, της Παναγίας, των Πατριαρχών, των Αγίων,
των αποστόλων μετωπικά ή σε τρία τέταρτα με τα μάτια στραμμένα στον παρατηρητή, ενώ του σατανά και του Ιούδα
πλάγια διότι ο πιστός δεν αναζητά την επαφή μαζί τους. Επίσης, υπάρχει ρυθμικότητα στις κινήσεις και ιερατικότητα
στις στάσεις των αγίων, το θέμα παρίσταται δισδιάστατα και παραμελείται η κλίμακα αναλογιών. Η σχηματική απόδοση
των στοιχείων της φύσης και η προτίμηση των πλούσιων ενδυμάτων(κατά την ρωμαϊκή αυτοκρατορική επίδραση) είναι
αντιληπτά. Τα χρώματα που προτιμούνται είναι το χρυσό, το λευκό και το πορφυρό ως χρώματα πρώτης σειράς και το
πράσινο ή το κυανό ως χρώματα της δεύτερης σειράς. Σημαντικό χαρακτηριστικό είναι και η στροφή από τα εξωτερικό
προς το εσωτερικό, το πνευματικό στοιχείο που προσεγγίζει το θείο και διδάσκει το καλό.
Η βυζαντινή ζωγραφική δεν ενδιαφέρεται να αναπαραστήσει την πραγματικότητα αλλά να αποκαλύψει αυτό που έχει
αποφασιστεί από τους πατέρες της εκκλησίας. Δεν αρνείται τον υλικό κόσμο αλλά τον υποτάσσει στη σφαίρα του
πνευματικού και τον αγιογράφο τον ενδιαφέρει το ουσιώδες που δεν είναι το σώμα, αλλά η ψυχή.
9
Α. Κουκουζέλη, Ιω. Γιαννόπυλος, Γ. Κατσιαμπούρα, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τ. β΄, ΕΑΠ 1997-2000, σ.402.
8
Συμπεράσματα
Εικονομαχία είναι η διαμάχη που ξέσπασε σχετικά με την λατρεία των ιερών χριστιανικών εικόνων (726-843). Η
διαμάχη αυτή ξέσπασε επίσημα το 726 όταν ο Λέων Γ΄ έκαψε την εικόνα του Χριστού που βρισκόταν πάνω από την
πύλη της Χαλκής και την αντικατέστησε με έναν μεγάλο Σταυρό. Μετά από σχεδόν εκατό χρόνια διαμάχης για τις
εικόνες στις 11 Μαρτίου του 843 την πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής η αναστήλωση των εικόνων γιορτάστηκε με
μεγάλη λαμπρότητα στην Αγία Σοφία.
Οι συνέπειες από την εποχή των εικονομαχιών αφορούν στην διαμόρφωση της βυζαντινής κοινωνίας, στην
λογοτεχνία και στην τέχνη της εποχής. Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι πρόκειται για μια περίοδος που επηρέασε ριζικά την
δομή της ιδεολογίας της αυτοκρατορίας. Στην υμνογραφία κατά τον 7 ο αι. έγινε η εμφάνιση του κανόνα δίνοντας
μεγαλύτερη σημασία στον εμφατικό λόγο και την ποικιλία στην μουσική ενώ στο τέλος του 8 ου αι. μια ομάδα
μορφωμένων κρατικών λειτουργών από την Κωνσταντινούπολη προσπαθούν να αναβιώσουν την φιλολογία και
καθιερώνεται η μικρογράμματη γραφή.
Οι ένοπλες συγκρούσεις με τους Άραβες δεν εμπόδισαν τις αλλεπάλληλες πνευματικές και πολιτισμικές επιρροές. Οι
φορητές εικόνες ήταν οι αγαπημένες των Βυζαντινών όμως λόγω της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων ένα
μεγάλο μέρος των εικόνων καταστράφηκε. Τη θέση τους πήραν στην κόγχη της αψίδας του ιερού ο Σταυρός και στους
τοίχους παραστάσεις από το φυτικό και ζωικό κόσμο που αντλούν την έμπνευσή τους από τις διακοσμήσεις δαπέδων
παλαιοχριστιανικών εκκλησιών.
Ένα είδος ζωγραφικής ήταν και οι μικρογραφίες χειρογράφων. Τα χειρόγραφα κοσμούνταν με μικρού σχήματος
ζωγραφικές παραστάσεις που παρακολουθούν το κείμενο. Αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό στο παράδειγμα με το
χειρόγραφο ψαλτήρι Χλουντώφ του 9ου αι. που οι εικονομάχοι κατέστρεψαν την εικόνα του Χριστού.
Στο Βυζάντιο ο αυτοκράτορας συγκέντρωνε την εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική εξουσία και φυσικά ήταν
επικεφαλής της θρησκείας. Το φαινόμενο της εικονομαχίας έχει πολιτικές όπως και θρησκευτικές διαστάσεις. Η
αλλεπάλληλες αντιμαχίες μοναχών και αυτοκρατόρων κατά τις εικονομαχίες είναι ουσιαστικά η αντίφαση Κράτους –
Εκκλησίας και το γεγονός αυτό αποδεικνύει την ανάγκη και των δύο αντιμαχόμενων για εξουσία.
Τέλος, η βυζαντινή ζωγραφική εκφράζεται με φορητές εικόνες, μικρογραφίες σε χειρόγραφα, ψηφιδωτά ή μωσαϊκά
και τοιχογραφίες. Η βυζαντινή ζωγραφική δεν ενδιαφέρεται να αναπαραστήσει την πραγματικότητα αλλά να
αποκαλύψει αυτό που έχει αποφασιστεί από τους πατέρες της εκκλησίας. Δεν αρνείται τον υλικό κόσμο αλλά τον
υποτάσσει στη σφαίρα του πνευματικού και τον αγιογράφο τον ενδιαφέρει το ουσιώδες που δεν είναι το σώμα, αλλά η
ψυχή.
Βιβλιογραφία

-Α. Κουκουζέλη, Ιω. Γιαννόπυλος, Γ. Κατσιαμπούρα, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τ. β΄, ΕΑΠ 1997-2000.
-Απόστολος Καρποζήλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, τ. β΄, Εκδ. Κανάκη.
-Charles Delvoye, Βυζαντινή τέχνη, μτφρ. Μαντώ Β. Παπαδάκη, Α΄τ., Εκδ. Δημ. Παπαδήμα, 19792.

You might also like