You are on page 1of 360

Η διενέργεια του Συνεδρίου με θέμα «Δημοσιογραφία και Γλώσσα» αποφασίστηκε από

το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ, η σύνθεση


του οποίου ήταν η εξής:

Πρόεδρος: Αριστείδης Μανωλάκος. Αντιπρόεδρος: Σοφία Μαλτέζου. Γραμματέας: Βαγ­


γέλης Ψυρράκης. Ταμίας: Νίκος Καραντηνός. Μέλη: Γιώργος Καρελιάς, Θεόδωρος
Κοκκελίδης, Περικλής Λουκόπουλος, Παντελής Μπουκάλας, Φανή Πετραλιά, Παναγιώ­
της Σόμπολος, Στάθης Σταυρόπουλος, Σπύρος Τσίρος, Δημήτρης Ψυχογιός.

Το Συνέδριο πραγματοποιήθηκε στις 15-16 Απριλίου 2000, στην Αίθουσα Γεωργίου Κα-
ράντζα της ΕΣΗΕΑ, με την εξής σύνθεση του Δ.Σ. του Μορφωτικού Ιδρύματος:

Πρόεδρος: Νίκος Κιάος. Αντιπρόεδρος: Σοφία Μαλτέζου. Γραμματέας: Βαγγέλης Ψυρ­


ράκης. Ταμίας: Νίκος Καραντηνός, Μέλη: Σοφία Βούλτεψη, Θεόδωρος Κοκκελίδης, Πε­
ρικλής Λουκόπουλος, Παντελής Μπουκάλας, Φανή Πετραλιά, Παναγιώτης Σόμπολος,
Στάθης Σταυρόπουλος, Σπύρος Τσίρος, Δημήτρης Ψυχογιός.

© ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ
ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Ακαδημίας 20, Αθήνα
Τηλ. 36 32 601

ISBN 960-86935-0-0
Μ ΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ
ΤΗΣ
ΕΝΩΣΕΩΣ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΓΑΩΣΣΑ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΑΡΙΟΥ (15-16 ΑΠΡΙΑΙΟΥ 2000)

ΑΘΗΝΑ 2001
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 11
ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ 15

Ε. Κ ριαράς, Προϋποθέσεις για σωστή γλωσσική χρήση 17


Δ. Ν. Μ αρωνίτης, Δημοσιογραφία και γλώσσα: Τ υπολογία
και παθολογία 27

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ 35

Α. Φραγκουδάκη, Η χρήση του λόγου από τα MME


και οι πολιτικές της επιπτώσεις 37
Α. Ελεφάντης, Η γλώσσα μας κινδυνεύει!!! 45
Π. Μ πουκάλας, Δημοσιογραφία: Π ού ο δήμος και π ο ια η γραφή 51
Γ. Η. Χάρης, Η «φθορά» της γλώσσας, η «αφθαρσία» της γλώσσας 61
Μ. Κ αρυολαίμου, Λαϊκή γλω σσολογία στα μέσα μαζικής
ενημέρωσης. Π ροϋποθέσεις και μηχανισμοί 71
Σπ. Α. Μ οσχονάς, Δημοσιεύματα του Τύπου για τη γλώσσα 85

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 117

Θ. Καρζής, Οι παιδικές ασθένειες της νεοελληνικής


και η αποτύπωσή τους στα MM E 119
Ν. Κ υριαζίδης, Π ροτάσεις για την απλοποίηση της νεοελληνικής
ορθογραφίας 129
Κ. Τσουράκης, Διορθωτής: Στιλβωτής του πνεύματος αλλά
και γνώ ριμος του δαίμονα του τυπογραφείου 135
Σ. Χατζησαββίδης, Η μορφολογική π οικιλία του δημοσιογραφικού
λόγου ως δείκτης πολιτικής ιδεολογίας 141
Α. Ιορδανίδου, Δημοσιογραφική «κοινή»: Προβλήματα ορισμού 157

ΔΟΜ ΕΣ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ


ΤΟΥ ΔΗΜ ΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 165
Γ. Α νδρουτσόπουλος, Γλωσσολογικές προσεγγίσεις
στο δημοσιογραφικό λόγο: Είδη, ποικιλότητα και ιδεολογία 167
Μ. Κακαβούλια, Αφηγηματικές τεχνικές στην ειδησεογραφία 185
Α. Αρχάκης - Α. Μ πότσογλου, Σ υνεντευξιαζόμενοι πολιτικοί:
Οι εξουσιαστές ως εξουσιαζόμενοι; 215
Μ. Σηφιανού - Α. Τ ζάννε, K m τώρα τα νέα μας για τον καιρό:
Τα δελτία καιρού στην ελληνική τηλεόραση 233
Σ. Μ αρμαρίδου, Μ εταφορικές προεκτάσεις του χρηματιστηριακού
λόγου 243
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ 257

Γ. Βαρβέρης, Η εμβέλεια της θεατρικής κριτικής 259


Β. Χατζηβασιλείου, Η κριτική της λογοτεχνίας στον ημερήσιο
Τύπο: Σημεία και κώδικες 265
Ν. Γ. Ξυδάκης, Η γλώσσα της εικαστικής κριτικής: Ιδιόλεκτο
ή κορακίστικα; 271
Η. Κανέλλης, Η γλώσσα του θεάματος και το θέαμα της γλώσσας 281

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 289

Γ. Διακογιάννης, Τ ύπος και αθλητισμός 291


Α. Π ανούτσος, Η γλώσσα του αθλητισμού: Α πό τους
«χαλκέντερους» στα «πακέτα» 299

ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ 307

Δ. Καψάλης, Στο μάρμαρο 309


Α. Δαμιανίδη, Κραυγές και ψίθυροι 319
Π. Διαμαντάκου, Τα στερεότυπα και η εικονολατρία
του τηλεοπτικού λόγου 325
Π. Τσίμας, Α πό την ξύλινη στη γυάλινη γλώσσα 329

ΝΕΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ, ΝΕΕΣ ΓΡΑΦΕΣ 337

Στάθης (Σταυρόπουλος), Η νέα δημοσιογραφία ^


Γ. Τριάντης, MME και γλώσσα: Ιογενείς εστίες, θύλακοι
αντιστάσεως. Μια διαρκής μάχη με ελάχιστους θεατές
Γ. Σταματόπουλος, Ο εφημεριδογράφος, η γλώσσα
και η επικοινω νία
351
Δ. Δανίκας, Ο ξύ λινο ς φορμαλισμός και η ιδεολογία
της νέας δημοσιογραφίας
ΟΙ ΣΥΝΕΔΡΟΙ

1. Γιάννης Ανδρουτσόπουλος, δρ Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης,


υπότροφος της Γερμανικής Εταιρείας Ερευνών
2. Αργυρής Αρχάκης, λέκτορας Γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών
3. Γιάννης Βαρβέρης, ποιητής-κριτικός θεάτρου
4. Αννα Δαμιανίδη, συγγραφέας-δημοσιογράφος
5. Δημήτρης Δανίκας, δημοσιογράφος-κριτικός κινηματογράφου
6. Γιάννης Διακογιάννης, δημοσιογράφος
7. Πόπη Διαμαντάκου, δημοσιογράφος
8. Αγγελος Ελεφάντης, ιστορικός-διευθυντής του περιοδικού Ο Πολίτης
9. Αννα Ιορδανίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο
Πατρών
10. Μαρία Κακαβούλια, λέκτορας ρητορικής και υφολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
11. Ηλίας Κανέλλης, δημοσιογράφος
12. Θόδωρος Καρζής, δημοσιογράφος
13. Μαριλένα Καρυολαίμου, λέκτορας γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου
14. Διονύσης Καψάλης, συγγραφέας
15. Εμμανουήλ Κριαράς, ομότιμος καθηγητής Μεσαιωνικής Ελληνικής
Φιλολογίας, Α.Π.Θ.
16. Νίκος Κυριαζίδης, δημοσιογράφος
17. Σοφία Μαρμαρίδου, καθηγήτρια Γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
18. Δ. Ν. Μαρωνίτης, καθηγητής κλασικής φιλολογίας Α.Π.Θ., πρόεδρος
και γενικός διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας
19. Σπύρος Α. Μοσχονάς, λέκτορας Γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
20. Αννα Μπότσογλου, ΒΑ Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου Reading,
ΜΑ Επικοινωνίας Πανεπιστημίου Αθηνών
21. Παντελής Μπουκάλας, δημοσιογράφος-συγγραφέας
22. Νίκος Γ. Ξυδάκης, δημοσιογράφος-εικαστικός κριτικός
23. Αντώνης Πανούτσος, δημοσιογράφος
24. Μαίρη Σηφιανού, καθηγήτρια Γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
25. Γιώργος Σταματόπουλος, δημοσιογράφος
26. Στάθης (Σταυρόπουλος), σκιτσογράφος
27. Αγγελική Τζάννε, λέκτορας Γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
28. Γιάννης Τριάντης, δημοσιογράφος
29. Παύλος Τσίμας, δημοσιογράφος
30. Κώστας Τσουράκης, δημοσιογράφος
31. Αννα Φραγκουδάκη, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης,
Πανεπιστήμιο Αθηνών
32. Γιάννης Η. Χάρης, επιμελητής εκδόσεων-μεταφραστής
33. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, δημοσιογράφος-βιβλιοκριτικός
34. Σωφρόνης Χατζησαββίδης, καθηγητής Γλωσσολογίας, Α.Π.Θ.
Π ΡΟ Λ Ο ΓΟ Σ

'^ Τ Ο Ν ΠΑΡΟΝΤΑ ΤΟΜΟ περιέχονται οι εισηγήσεις στο Συνέδριο με


■Σ-j θέμα «Δημοσιογραφία και Γλώσσα», το οποίο έγινε στην Αθήνα το
Σάββατο και την Κυριακή 15-16 Απριλίου του 2000. Την πρωτοβουλία
και την ευθύνη για την οργάνωση του Συνεδρίου είχε το Μορφωτικό
Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ. Την οργανωτική επιτροπή την αποτελούσαν ο
Παντελής Μπουκάλας, ο Στάθης Σταυρόπουλος και ο Σπύρος Α. Μο-
σχονάς.
Οι εισηγήσεις των ομιλητών δημοσιεύονται εδώ με ελαφρώς διαφο­
ρετική σειρά από εκείνη με την οποία ανακοινώθηκαν, ώστε να αναδει-
χθούν περισσότερο τα κοινά θέματα, οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις
των κειμένων. Μαζί με τις δύο εναρκτήριες ομιλίες, δημοσιεύονται συ­
νολικά τριάντα δύο ανακοινώσεις,* ενταγμένες σε εφτά θεματικές ενό­
τητες:
— Δημοσιογραφία - πολιτική - ιδεολογία
— Γλωσσικά πρότυπα του δημοσιογραφικού λόγου
— Δομές και στερεότυπα του δημοσιογραφικού λόγου
— Οι γλώσσες της κριτικής
— Η γλώσσα της αθλητικής δημοσιογραφίας
— Από το λόγο στην εικόνα
— Νέες ιδεολογίες, νέες γραφές

Ο χωρισμός αυτός ανταποκρίνεται πιστότερα στους στόχους του Συνε­


δρίου.

* Περιλαμβάνεται η εισήγηση του Α. Ελεφάντη, η οποία, αν και στο πρόγραμμα του


Συνεδρίου, δεν είχε ανακοινωθεί. Ο Γ. Διακογιάννης, ο Α. Πανοΰτσος και ο Π. Τσίμας
δεν έστειλαν γραπτές εισηγήσεις και το κείμενο που δημοσιεύεται εδώ αποτελεί απο-
μαγνητοφώνηση της ομιλίας τους. Όλες οι άλλες ανακοινώσεις δημοσιεύονται στην
τελική μορφή στην οποία υποβλήθηκαν και με σεβασμό στις ορθογραφικές επιλογές κάθε
εισηγητή. Δεν καταγράφηκαν οι παρεμβάσεις των ακροατών και οι συζητήσεις.
12 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Οι στόχοι του συνεδρίου, σύμφωνα με την προκήρυξή του, ήταν:


— Να διερευνηθεί το ερώτημα στο οποίο συχνά και εμφατικά επανέρ­
χονται αρκετοί δημοσιογράφοι και μέρος του κοινού: υπάρχει κρί­
ση του δημοσιογραφικού λόγου και της ελληνικής γλώσσας; Σε πε­
ρίπτωση καταφατικής απάντησης: να επισημανθούν τα συμπτώμα­
τα της κρίσης- σε περίπτωση αποφατικής απάντησης: να εξηγηθεί
ποιων αντιλήψεων ή ποιας νοοτροπίας σύμπτωμα είναι η πεποίθη­
ση της κρίσης.
- Να διερευνηθεί η ευρύτατη και συνεχώς ανανεούμενη ποικιλία τού
δημοσιογραφικού λόγου. Να περιγραφούν τα είδη, παλαιότερα και
νεότερα, να διαπιστωθούν οι συμβάσεις τους, να μετρηθεί η απήχη­
σή τους. Να επισημανθούν νεότερες εξελίξεις στον δημοσιογραφι­
κό λόγο, και μάλιστα σε σχέση με τα επικοινωνιακά, πολιτικά και
ιδεολογικά του συμφραζόμενα.

Η «ΚΡΙΣΗ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η πεποίθηση ότι ο δημοσιογραφικός λόγος


διέρχεται σοβαρή κρίση τα τελευταία χρόνια. Η πεποίθηση αυτή θα
μπορούσε να συσχετιστεί με μεγάλες και προφανείς αλλαγές και ανα­
κατατάξεις στο πεδίο των μέσων μαζικής ενημέρωσης -αλλαγές οικονο­
μικές, πολιτικές, επικοινωνιακές. Η ίδια η αντίληψη της κρίσης θα μπο­
ρούσε να είναι απλό επιφαινόμενο αυτών των σημαντικών ανακατατά­
ξεων, ωστόσο, συνήθως συσχετίζεται με τρόπο περιοριστικό και σχεδόν
ταυτολογικό με τη συγγενή αντίληψη ότι η ίδια η ελληνική γλώσσα «α­
πειλείται», «κινδυνεύει», «χάνεται», «φθείρεται», «αλλοιώνεται», «πα­
ρακμάζει», «εκφυλίζεται» -πάντως «κακοποιείται» και «δεινοπαθεί»
στα χέρια και τα χείλη «ανεύθυνων» δημοσιογράφων.
Οι δύο πεποιθήσεις, για την κρίση του δημοσιογραφικού λόγου και
για την κρίση της ελληνικής γλώσσας, συνδέονται όπως το μέρος με το
όΑον, ενισχύοντας και επιβεβαιώνοντας η μία την άλλη. Είναι αμφίβο­
λο όμως αν και κατά πόσο αντιστοιχούν στην πραγματικότητα -σε κά­
ποια πραγματικότητα, πνευματική ή υλική. Συνήθως όσοι διαγιγνώ­
σκουν γλωσσική κρίση δυσκολεύονται να καταδείξουν τα συμπτώματά
της και αντί επιχειρημάτων επικαλούνται αμφισβητούμενες ιδεολογικές
θέσεις. Σημειωτέον ότι οι περισσότεροι από τους κατά τεκμήριον αρμό-
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13

δίους, οι γλωσσολόγοι δηλαδή, επιμένουν, αντιθέτως, ότι γλωσσική


κρίση δεν υπάρχει και αρκούνται να διαγνώσουν μια ήπιας μορφής ιδε­
οληψία.
Στο Συνέδριο θελήσαμε να τεθεί το ερώτημα για την κρίση της γλώσ­
σας χωρίς να προϋποτίθεται η απάντηση. Αποδείχτηκε ότι το ερώτημα
είναι εξαιρετικά δύσκολο ή και αδύνατον να τεθεί χωρίς προϋποθέσεις.
Η πεποίθηση της κρίσης φαίνεται πως είναι η κορυφαία μιας σειράς
αντιλήψεων που συγκροτούν την εντελώς σύγχρονη ηθικολογία των
Μέσων. Αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα -αν και, επίσης, ένα από
τα πιο ασαφή- κριτήρια για την αποτίμηση και, εντέλει, την απαξίωση
του δημοσιογραφικού λόγου -πολύ συχνά από τους ίδιους τους δημο­
σιογράφους. Βαθύτερη προϋπόθεση της πεποίθησης αυτής είναι ότι ο
δημοσιογραφικός κώδικας είναι -πρέπει να είναι- ένας και ενιαίος,
πρότυπος, απόλυτος, απαρέγκλιτος, ίδιος για όλους. Τέτοιος κώδικας
όμως δεν υπάρχει.
Αλλά και η αντίθετη άποψη, η μετριοπαθής και καθησυχαστική, που
αρνείται να αναγνωρίσει παθολογικά συμπτώματα στον δημοσιογρα­
φικό λόγο, δεν φαίνεται ιδιαίτερα ισχυρή. Ό,τι κυρίως στερείται είναι
αυτό που η ηθικολογία, έτσι κι αλλιώς, δεν επιτρέπει: την προσεκτική
και αμερόληπτη καταγραφή της δημοσιογραφικής συμπεριφοράς, α π ’
όποιους κι αν προέρχεται, όπως κι αν εκδηλώνεται.

Η ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

Α ν η ηθικολογία αρνείται την ευρύτατη και διαρκώς ανανεούμενη ποι­


κιλία του δημοσιογραφικού λόγου, η επιστήμη αναζητεί τρόπους να την
αγκαλιάσει ολόκληρη ώστε να μπορεί να την επικαλείται.
Είναι γεγονός ότι η επιστημονική έρευνα του δημοσιογραφικού λό­
γου, έντυπου και ηλεκτρονικού, γνωρίζει τα τελευταία χρόνια μεγάλη
ανάπτυξη -αλλά όχι στον τόπο μας. Η μελέτη του δημοσιογραφικού
λόγου στην Ελλάδα βρίσκεται ακόμα στο προστάδιο της επιστήμης. Δεν
έχει αναπτυχθεί ειδική μεθοδολογία, λείπουν οι μικροσκοπικές έρευνες
και, αντί συνθετικών εργασιών, παρουσιάζονται αμφίβολης ισχύος γε­
νικεύσεις σε μελέτες που αναπαράγουν χωρίς αναπροσαρμογή τα πορί­
σματα ξένων ερευνών. Αυτός άλλωστε είναι ένας σημαντικός λόγος
που η ηθικολογία για τον δημοσιογραφικό λόγο, όπως και η πεποίθηση
για την κρίση της γλώσσας, γνωρίζουν αρκετά μεγάλη διάδοση. Η ηθι­
κολογία προηγείται της επιστήμης -αλλά προηγείται μιας επιστήμης
14 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

φτωχής που οι επαγγελματίες της δημοσιογραφίας την αντιμετωπίζουν,


όχι άδικα, με αρκετή καχυποψία.
Έτσι, παρά τις κάποιες πρώτες προσπάθειες τυπολογικής ταξινόμη­
σης του δημοσιογραφικού λόγου, οι περισσότερες έρευνες συνεχίζουν
να τον αντιμετωπίζουν σαν ενιαίο, ξεχωριστό και αυτόνομο «είδος»,
όπως δηλαδή τον αντιμετωπίζει και η κανονιστική αντίληψη, σαν έναν,
ενιαίο και ευπρεπή, α π ’ όλους και προς όλους. Ξέρουμε πόσο διαδεδο­
μένη συνήθεια είναι η μετωνυμική αναφορά, από το μέρος στο όλον,
στη «γλώσσα του Τύπου», στη «γλώσσα του ραδιοφώνου», στη «γλώσ­
σα της τηλεόρασης», στη «γλώσσα της διαφήμισης» -η αναφορά στον
δημοσιογραφικό λόγο εν γένει. Συνήθεια παραπλανητική- μας ωθεί να
υπεργενικεύουμε, να αποδίδουμε σταθερές ιδιότητες σε οντότητες πλα­
στές και ευμετάβλητες.
Ποιος δημοσιογραφικός λόγος; Και ποιων; Δεν είναι είδος ο δημο­
σιογραφικός λόγος, είναι γένος, και μάλιστα ευρύτατο. Περιέχει είδη.
Δημιουργεί καινούργια. Και ασκείται από πολλούς τεχνίτες. Α ν συγ­
κρίνουμε λόγου χάρη ένα αστυνομικό ρεπορτάζ, το δελτίο καιρού και
μια μουσικοκριτική, θα διαπιστώσουμε αμέσως ότι κάθε είδος αξιοποι-
εί ιδιαίτερες περιγραφικές συμβάσεις, χρησιμοποιεί ειδικό λεξιλόγιο
και φρασεολογισμούς, συγκροτείται από ιδιάζουσες μεταφορές και ρη­
τορικά σχήματα, προϋποθέτει ειδικό ακροατήριο -κάθε είδος επιτελεί
διαφορετική αναπαραστατική και αναφορική λειτουργία που μεταβάλ­
λεται με το χρόνο. Δεν είναι ένας ο δημοσιογραφικός λόγος, παρότι,
αναμφίβολα, τα όρια των ειδών που τον συναποτελούν είναι διαπερατά.
Η μελέτη της ποικιλίας του δημοσιογραφικού λόγου είναι λοιπόν
απαραίτητη προϋπόθεση για να τεθεί αμερόληπτα το ερώτημα εάν ο δη­
μοσιογραφικός λόγος διέρχεται πράγματι κρίση. Η καταγραφή τής
γλωσσικής ποικιλίας θα μπορούσε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που
προκαλούν οι κινδυνολογικές αναφορές στον δημοσιογραφικό λόγο- θα
μπορούσε, εξίσου, να επιμερίσει και να αναδείξει τα τυχόν παθολογικά
συμπτώματά του.

Διαρκέστερος σκοπός του Συνεδρίου ήταν να εγκαινιάσει έναν γόνιμο


διάλογο μεταξύ δημοσιογράφων και γλωσσολόγων και μεταξύ δημοσιο­
γράφων, γλωσσολόγων και κοινού, με την ελπίδα ότι θα γεφυρωθεί η
πρακτική με τη θεωρία και θα υπηρετηθεί η ανάπτυξη των σπουδών
επικοινωνίας στον τόπο μας. Α ς το ευχηθούμε και από εδώ.

Π. Μ π ο υ κ α λ α ς - Σ π . Α. Μ ο ςχονας
ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΣΩΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΧΡΗΣΗ
Εμμανουήλ Κριαράς

ΙΜΑΙ Υ Π Ο Χ ΡΕΩ Μ ΕΝ Ο Σ, ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΣΥΝ ΕΔΡΟ Ι, να ευχαριστήσω


Ε τους οργανωτές του συνεδρίου που θεραπεύοντας την αδυναμία
μου να κατεβώ στην Αθήνα και να χαρω από κοντά το συνέδριο πρότει-
ναν να διαβαστεί το κείμενο της εισήγησής μου. Ευχαριστώ και εσάς,
αγαπητοί σύνεδροι, που θα θελήσετε να προσέξετε την εισήγησή μου,
έστω και ιδιότυπα παρουσιασμένη. Συγχαίρω παράλληλα το Μορφωτι­
κό Ίδρυμα της ΕΣΗ ΕΑ για την πολύ χρήσιμη πρωτοβουλία του να ορ­
γανώσει το διήμερο τούτο.
Σκέφτηκα να σας μιλήσω για ορισμένες βασικές προϋποθέσεις για
μια σωστή γλωσσική χρήση, όπως τα βλέπω εγώ τουλάχιστον τα πράγ­
ματα. Καθήκον, νομίζω, έχομε -όσοι πιστεύουμε πως το μπορούμε- να
βοηθήσομε ώστε και ο γραπτός και ο προφορικός μας λόγος να μπορέ­
σει μέσα στα χρόνια που έρχονται να διαμορφωθεί κάτω από τη γραφί­
δα όσο γίνεται περισσότερων χρηστών ικανοποιητικά και καλαίσθητα.
Πριν κάμω αναλυτικότερο λόγο για τις προϋποθέσεις καλής γλωσ­
σικής χρήσης, θα ήθελα να συνειδητοποιήσομε όλοι μας ότι, αν σε πε­
ριορισμένο ευτυχώς βαθμό περνά ακόμη κάποια κρίση ο γραπτός μας
λόγος, αυτό οφείλεται στο δυσάρεστο γεγονός ότι η περίοδος του καθα­
ρευουσιανισμού και συνεπώς και η περίοδος των εναντίον του γλωσσι­
κών αγώνων επεκτάθηκε τόσο χρονικώς ώστε η ίδια η καθαρεύουσα να
ξεπέσει ακόμη και ανάμεσα στους ίδιους τους καθαρευουσιάνους. Αυ­
τό ίσχυσε ιδίως στο σχολείο, όπου συνέβαινε ακόμη και ο δάσκαλος συ­
χνά να μην είναι σε θέση να διδάξει σωστά το μαθητή όσα ήταν υποχρε­
ωμένος να διδάξει. Από το άλλο μέρος στο δημοτικιστικό στρατόπεδο
με την παράταση των γλωσσικών αγώνων και την ποικίλη προέλευση
των αγωνιστών διαιωνίζονταν και ανάμεσα στους δημοτικιστές οι ποι-
18 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ

κίλες απόψεις για τη λύση του προβλήματος. Αλλ’ ακόμη και τούτο:
όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και η πολιτεία αισθάνθηκε την ανά­
γκη να λύσει το ζήτημα με την αναγνώριση της δημοτικής, το ενδιαφέ­
ρον του κράτους περιορίστηκε σχεδόν μόνο στο χώρο της εκπαίδευσης
και εν μέρει της δικαιοσύνης. Δε φρόντισε να διαφωτίσει, με τα ποικί­
λα μέσα που είχε στη διάθεσή του, και τους άλλους κρατικούς λειτουρ­
γούς, καθώς και τα ευρύτερα στρώματα του λαού για τη σημασία και το
περιεχόμενο της γλωσσικής μεταβολής. Έτσι βρισκόμαστε σήμερα μπρο­
στά στο φαινόμενο ορισμένοι τουλάχιστον από εκείνους που χειρίζο­
νται γραφίδα να περιπίπτουν σε σφάλματα συχνά ασυγχώρητα. Η θε­
ραπεία του κακού είναι επιτακτική και επείγουσα. Το αγαθό αποτέλε­
σμα κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορούμε να το επιτύχομε;

***

Τα περιορισμένα χρονικά όρια που έχω στη διάθεσή μου δε μου επιτρέ­
πουν να χειριστώ το θέμα με την απαιτούμενη άνεση. Είμαι υποχρεω­
μένος με αφοριστικό κάπως τρόπο να σας ανακοινώσω τις σκέψεις
μου.
Μια γενική αρχή μάς υπαγορεύει να μιλούμε και να γράφομε όσο γί­
νεται φυσικότερα και χωρίς επιτήδευση. Οφείλομε να αποφεύγομε τις
πομπώδεις διατυπώσεις για τα απλούστερα γεγονότα και τις απλούστε-
ρες καταστάσεις -συνήθεια που συχνά την ακολουθούσε η καθαρεύου­
σα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει κατ’ αρχήν να αποφεύγομε τους αρχαϊ­
σμούς, στους οποίους μας είχε συνηθίσει η καθαρεύουσα. Όμως είναι
βέβαιο ότι κάθε γραπτή γλώσσα πολιτισμένου λαού διαμορφώνεται και
με τη βοήθεια αρχαϊστικών γλωσσικών στοιχείων. Κανείς δεν πίστεψε
και δεν πιστεύει σε μιαν απόλυτη καθαρότητα του δημοτικού λόγου.
Βέβαια με το άπλωμά της η δημοτική ήταν φυσικό ώς ένα βαθμό να γί­
νεται καθαρότερη και ομαλότερη. Άλλο όμως είναι να δέχεσαι στη γρα­
πτή γλώσσα τα απαραίτητα αρχαϊστικά στοιχεία και άλλο από κακή
συνήθεια να μην μπορείς να απαλλαγείς από άχρηστα πια αρχαϊστικά
στοιχεία. Και το χειρότερο είναι τα αρχαϊστικά αυτά στοιχεία με την
παραμόρφωση που από πολλούς δέχονται να σε οδηγούν σε γλωσσικά
τέρατα -δημιουργήματα γλωσσικής άγνοιας ή γλωσσικής παρεξήγησης.
Πράγματι τόσο βαθιά υπήρξε η επίδραση στη γλωσσική μας νοοτροπία
της υπερβολικής αρχαϊστικής τάσης της καθαρεύουσας ώστε οι λιγότε­
ρο κατατοπισμένοι και από τους σημερινούς δημοτικιστές να μη μπο­
ρούν να απαλλαγούν από την κακή συνήθεια του άτοπου αρχαϊσμού,
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΩΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΧΡΗΣΗ 19

που καταντά συχνά όχι μόνο φόρτος του λόγου μας, αλλά και πραγμα­
τικός κίνδυνος διαστροφής αρχαϊσμών, που καν δεν τους χρειαζόμα­
στε. Συναντά κανείς σε γραπτό νεοελληνικό κείμενο τάχα αρχαϊστικούς
τύπους της μορφής: νεοεισελθείς. Αυτός που χρησιμοποίησε το δήθεν
αρχαϊστικό αυτό τύπο δέχτηκε την άχρηστη σ’ εμάς σήμερα μετοχή πα­
θητικού αορίστου, που τη διέστρεψε μάλιστα σύμφωνα με την αμάθειά
του: εισελθών το έκαμε εισελθείς (κατά τα άλλα δημοσιευθείς, τιμωρη­
θείς). Περιπτώσεις τέτοιων αποκαρδιωτικών αρχαϊσμών δεν είναι σπά­
νιες. Η κατάσταση αυτή όσο παρατείνεται χειροτερεύει. Και αυτό πρέ­
πει να το προσέξομε.
Επίσης δυσκολίες συναντά ο κοινός χρήστης του γραπτού λόγου
όταν βρίσκεται στην ανάγκη να χρησιμοποιήσει γραμματικά στοιχεία
της καθαρεύουσας που άλλοτε είναι απαραίτητα και άλλοτε όχι. Στις
περιπτώσεις που είναι απαραίτητα πρέπει να διδαχτεί τη χρήση τους ο
μη ενημερωμένος. Αυτό βέβαια μπορεί να γίνει, στο σχολείο. Εκείνος
που δε διδάχτηκε συστηματικά ούτε καθαρεύουσα ούτε δημοτική στα
χρόνια των σπουδών του -είναι η περίπτωση πολλών Νεοελλήνων- βρί­
σκεται σε προφανή δυσκολία και οδηγείται συχνά σε σφάλμα. Γι’ αυτό
και δικαιολογημένη, νομίζω, είναι η σύσταση: κατ’ αρχήν αποφεύγετε
τους αρχαϊσμούς, γιατί συχνά είναι επικίνδυνοι.
Ένα είδος αρχαϊσμού που εξακολουθεί να ταλαιπωρεί τη ζωντάνια
της γλώσσας μας είναι η άμετρη χρησιμοποίηση αφηρημένων ουσιαστι­
κών στις περιπτώσεις που η παρουσία ρημάτων θα έδινε μιαν αναμφι­
σβήτητη ζωντάνια στο λόγο μας. Η καθαρεύουσα μιμούμενη τη γαλλική
γλωσσική χρήση κατά κόρον χρησιμοποιούσε αφηρημένα ουσιαστικά.
Η υπέρμετρη χρήση τους αλλοιώνει πολλές φορές το γλωσσικό χαρα­
κτήρα της γλώσσας, στο συντακτικό ιδίως πεδίο. Γράφουν πολλοί λ.χ.
η αποφυγή λήψης απόφασης, ενώ μπορούσαν εξαίρετα να πουν: να
αποφύγομε να πάρομε απόφαση. Έτσι ο λόγος γίνεται φυσικότερος,
ζωντανότερος.
Αρχαϊσμός ώς ένα βαθμό ανεκτός είναι η χρησιμοποίηση του ο
οποίος, η οποία, κλπ., όμως και εδώ η κατάχρηση δεν είναι επαινετή. Η
γλώσσα μας χρειάζεται συχνότατα το αναφορικό και άκλιτο που. Είναι
βέβαιο όμως ότι η πολλαπλή και συνάμα συχνή χρήση του νεοελληνι­
κού αυτού συνδέσμου οδηγεί συχνά και σε φανερή ασάφεια και σε ακα-
λαισθησία λόγου. Ακριβώς γ ι’ αυτό δεν προγράφεται, αλλά και δεν
επαινείται η συχνή χρήση τού ο οποίος, ούτε η συχνή χρήση τού πο υ ο
συγκερασμός είναι συχνά αναγκαίος.
Ακόμη και όταν ο αρχαϊσμός είναι απόλυτα δικαιολογημένος όπως
20 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ

στους αορίστους του τύπου κατέγραψα (όπου η εσωτερική συλλαβική


αύξηση είναι βέβαια αρχαϊσμός), είναι ενδεχόμενο ο μη κατατοπισμέ-
νος χρήστης να οδηγηθεί σε σφάλμα σχηματίζοντας εσφαλμένη προστα­
κτική υπέγραψε αντί υπόγραψε. Το σφάλμα ακούγεται συχνά.
Δυσκολία συναντά ο λιγότερο ενημερωμένος όταν πρόκειται να χρη­
σιμοποιήσει επίθετα αρχαϊστικής προέλευσης του τύπου ευθύς, ειλικρι­
νής, ασθενής, όταν χρησιμοποιούνται στη γλώσσα μας και ως ουσιαστι­
κά. Τέτοια επίθετα, όταν διατηρούν τη χρήση τους ως επιθέτου κλίνο-
νται κατά το αρχαίο πρότυπο: η ασθενής υπεράσπιση - της ασθενούς
υπεράσπισης. Όταν χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά, θα κλιθούν κατά
τα αρχαία πρωτόκλιτα: το κρεβάτι του ασθενή. Ένα επίθετο που απα­
ντά μόνο ως επίθετο, θα κλιθεί πάντοτε κατά το αρχαίο σύστημα.
Σημειώνω ότι η χρήση της μεσοπαθητικής φωνής δεν είναι πολύ συ­
νηθισμένη στη σύγχρονη σωστή δημοτική γλώσσα. Οπωσδήποτε όμως
πρέπει να αποφεύγομε τον παθητικό αόριστο. Ούτε το κλήθηκε (δήθεν
απλοποίηση του εκλήθη) είναι ανεκτό στο γραπτό μας λόγο, ούτε το κα­
λέστηκε, που και αυτό το έγραψαν ορισμένοι δημοτικιστές. Η κανονική
δημοτική θα χρησιμοποιήσει κατασκευή σε ενεργητική φωνή: τον κάλτ­
σαν. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να αποφεύγεται η χρήση της μετοχής
του παθητικού αορίστου: δημοσιευθείς, κρατηθείς, κλπ., ενώ η μετοχή
του μεσοπαθητικού ενεστώτα: γραφόμενος, παρουσιαζόμενος, ελεγχό­
μενος είναι παραδεκτή. Είναι βέβαιο ότι η μονολεκτική παρουσία της
μετοχής του μεσοπαθητικού αορίστου εξοικονομεί λέξεις, όμως βασικό
είναι ότι μια τέτοια μετοχή δεν προσαρμόζεται στο νέο κλιτικό σύστημα.
Είναι ενδεχόμενο μάλιστα ο χρήστης τέτοιας μετοχής να παραπλανηθεί
σε λανθασμένο σχηματισμό, όπως στο παράδειγμα που σας ανέφερα
προηγουμένως: το τερατώδες νεοεισελθείς. Φυσικά και η αρχαία μετο­
χή του αορίστου της ενεργητικής φωνής (γράψας, κινήσας, κλπ.) είναι
ξένη και αυτή στο σύγχρονο κλιτικό σύστημα.
Ό τι πρέπει να αποφεύγονται και μετοχές ενεστώτα του τύπου γρα­
φών, διευθύνων δείχνει και το σφάλμα που ακούστηκε πρόσφατα από
την τηλεόραση: η παρατήρηση του διευθύνων συμβούλου. Το αρχαϊστι-
κό διευθύνων παρέμεινε άκλιτο, γιατί ο χρήστης, όχι πολύ ενημερωμέ­
νος, αδυνατούσε να το κλίνει, καθώς ήταν βέβαια τύπος αρχαϊστικός.
Γενικώς θα έλεγα ότι ο πιο ανώδυνος αρχαϊσμός θα ήταν ο δανει­
σμός για το λόγο μας λεξιλογικών στοιχείων αρχαίων. Ένας αρχαϊ­
σμός που συναντάται μάλλον συχνά σε κείμενα όχι πολύ συνεπών δη­
μοτικιστών είναι η «γενική απόλυτος». Τις περισσότερες φορές χρησι­
μοποιείται κανονικά. Όμως προσωπικά τον θεωρώ αρχαϊσμό όχι απα­
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΩΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΧΡΗΣΗ 21

ραίτητο στον κανονικό δημοτικιστικό λόγο. Μπορούμε να τον αντικα­


ταστήσομε με μια διαφορετική διατύπωση.
Είναι ανάγκη να είμαστε πάντοτε σε θέση να διαισθανόμαστε πότε
πρέπει να ακολουθήσομε την αρχαία σύνταξη και πότε να την αποφύ­
γομε· λόγου χάριν μερικοί γράφουν, η συμμετοχή στη συζήτηση του Δη-
μητριάδη ως βουλευτής και γράφουν εσφαλμένα. Άλλο παράδειγμα: Η
επιτυχημένη πορεία του ως σύμβουλος. Και αυτό είναι εσφαλμένο. Πρέ­
πει να γράψομε: η συμμετοχή στη συζήτηση του Δημητρίάδη ως βουλευ­
τή (γενική πτώση) και Η επιτυχημένη πορεία του ως συμβούλου. Σε τέ­
τοιες εκφράσεις θα ακολουθήσομε την αρχαία ομοιόπτωτη σύνταξη.
Καμιά φορά παραβαίνομε την κατά παράδοση ομοιόπτωτη χρήση
και γράφομε, όπως εντελώς τελευταία διάβασα σε σοβαρή αθηναϊκή
εφημερίδα (κράμα αρχαϊσμού και σολοικισμού): «Επί θύραις η σύστα­
ση του “Αλεξάνδρεια Καρδιοχειρουργικό Κέντρο’’», ενώ ο ίδιος δημο­
σιογράφος στη συνέχεια του λόγου του το ίδιο γεγονός το διατυπώνει
σωστά: σύσταση του «Αλεξάνδρειαν Κέντρου». Τελευταία εκλεκτός συ­
νάδελφός μου, ο κ. Πετρούνιας, δικαιολογημένα (με επιστολή του στην
Καθημερινή της 22. Μαρτίου) διαμαρτυρόταν για τα ανάλογα: τον πρό­
εδρο του Μεξικό, τη σκάλα του Μιλάνο. Φυσικά κανονικά γράφονται:
το μέλλον της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ ή τα γεγονότα του Μπαγκλαντές. Εδώ
οι λέξεις που συνοδεύουν το άρθρο δεν μπορούν να προσαρμοστούν
στο κλιτικό μας σύστημα και μένουν αμετάβλητες.
Καμιά φορά -και δεν είναι περίεργο σε μια εποχή που δικαιολογη­
μένα έχομε εγκαταλείψει την καθαρεύουσα- καλλιεργούμε τον εκδημο-
τικισμό. Και βέβαια δεν πρέπει να καταδικάζομε κάθε εκδημοτικισμό.
Πολλές αρχαϊστικές φόρμουλες πρέπει να αποφεύγονται. Ιδιαίτερη ση­
μασία οφείλομε να αποδώσομε στο ύφος του λόγου μας, είτε προφορι­
κός είναι είτε γραπτός. Ανάλογα με την ατμόσφαιρα των συμφραζομέ-
νων θα χρησιμοποιήσομε δημοτικότερο ή λογιότερο (θεωρητικότερο)
γλωσσικό τύπο. Αλλιώς θα μιλήσω με τη γυναίκα μου και το παιδί μου,
αλλιώς με τον προϊστάμενό μου ή ένα πρόσωπο σεβαστό. Αλλιώς γρά­
φει ο λογοτέχνης το διήγημά του και αλλιώς διατυπώνει το λόγο του σε
μια κριτική του ή σε ένα θεωρητικό σύγγραμμα. Το ύφος του προφορι­
κού λόγου πρέπει να διαφέρει από το ύφος του γραπτού.
Ορισμένες υπερβολικές ίσως χρήσεις χαρακτηρίζονται καμιά φορά
ως εκδημοτικισμός, όπως τα Ιούνης, Ιούλης, όμως δεν είναι. Πρόκειται
μάλλον για ιδιωματισμούς. Οι τύποι αυτοί των ονομάτων των μηνών
λέγονται σε ορισμένα ιδιώματα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα αν πρέπει
να χρησιμοποιούνται στο συνήθη λόγο, μια και πρόκειται για ιδιωματι­
22 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ

κά στοιχεία. Οι δημοτικοί τόποι των άλλων μηνών είναι απλώς λαϊκό­


τεροι· Μάρτης, Απρίλης, κλπ.
Δε χωρεί εκδημοτικισμός σε κύρια ονόματα συγγραφέων και άλλων
επώνυμων προσώπων που ο κάτοχός τους τα θέλησε διατυπωμένα σε δη­
μοτικό τύπο. Δε θα πούμε: Γληγόρης ή Γρηγόρης Ξενόπουλος, αλλά Γρη-
γόριος Ξενόπουλος γιατί έτσι υπέγραφε ο γνωστός συγγραφέας. Ούτε θα
πούμε: Ίωνας Δραγούμης, γιατί ο Δραγούμης υπέγραφε: Ίων. Προκειμέ-
νου και για επίθετα γνωστών ιστορικών προσώπων του νεότερου ελληνι­
σμού, θα σεβαστούμε την επιθυμία τους. Θα κλίνομε Μοισιόδαξ-Μοίσιό-
δακος και όχι Μοισιόδακας με εκδημοτικισμό. Ακόμη και την ορθογρα­
φία που ακολουθούσε ο παλαιότερος λ.χ. καλλιτέχνης θα τη σεβαστούμε.
Έτσι θα γράψομε: Μανώλης Καλομοίρης με ω(μέγα) και όχι σωστά: Μα­
νόλης (με όμικρον).
Καμιά φορά βρισκόμαστε στην ανάγκη να χρησιμοποιήσομε ένα πα-
λαιότερο ρητό διατυπωμένο στην αρχαία ή την αρχαϊ'ζουσα γλώσσα.
Πρέπει το ρητό να δοθεί εντελώς αμετάβλητο. Δε χρειάζεται κανέναν
εκδημοτικισμό, γιατί τότε θα χάσει το χρώμα του.
Παράλληλα με τον εκδημοτικισμό ή τον αρχαϊσμό υπάρχει και η τά­
ση για το νεολογισμό. Σε μιαν εποχή που η τεχνολογία ολοένα προάγε-
ται και τα επαγγέλματα αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα, σε μιαν εποχή
παγκοσμιοποίησης (νά μια λέξη που δεν τη βρίσκω σε κανένα από τα
πρόσφατα λεξικά της γλώσσας μας) δεν είναι περίεργο που και το λεξι­
λόγιο υφίσταται μιαν αλλαγή, έναν πλουτισμό, μια μεταμόρφωση.
Όμως και από μόνη της η κάθε γλώσσα με τον καιρό δημιουργεί νέες
λέξεις ικανοποιώντας όχι μόνο γενικότερες αλλά και προσωπικές του
κάθε χρήστη ανάγκες και επιθυμίες. Η τάση αυτή εξυπηρετείται απ’ αυ­
τά που η γραμματική ονομάζει παραγωγή και σύνθεση. Εμάς εδώ αυτή
τη στιγμή μας ενδιαφέρει η δημιουργία νέων λέξεων από το άτομο. Στο
χώρο αυτό καμιά φορά ο χρήστης κάνει κατάχρηση των δυνατοτήτων
που έχει στη διάθεσή του. Εντελώς πρόσφατα σε κείμενο γνωστού λογί-
ου διαπίστωσα μια τάση δημιουργίας νεόπλαστων λέξεων που δεν τις
βρίσκω σε κανένα από τα τρία πρόσφατα λεξικά της νέας μας γλώσσας.
Πρόκειται για λέξεις όπως μι,σοάσχετος (αντί σχεδόν άσχετος), απωα-
νατολικός (= της Άπω Ανατολής), παλαιοδημοτικισμός (ύφος παλαιο-
δημοτικιστικό). Νομίζω ότι με την τακτική αυτή φτάνομε στην υπερβο­
λή. Δημιουργούμε λέξεις κατεξοχήν πολυσύλλαβες και καμιά φορά
ακαλαίσθητες. Και εδώ συνιστάται το μέτρον. Κανονικό, νομίζω, είναι
να επιδοκιμάζεται ο νεολογισμός που βρήκε τη γενικότερη παραδοχή.
Αλλοι κάνουν κατάχρηση δημιουργώντας κατά κόρον σύνθετα με δεύ­
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΩΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΧΡΗΣΗ 23

τερο συνθετικό το -ποίηση. Τα καθηγητοποίηση, Οεατρικοποίηση, πολυ-


τασικότητα (= ύπαρξη πολλών τάσεων) καλό είναι να αποφεύγονται
και να προτιμάται η περίφραση. Το μεταφραστικό δάνειο θεατράνθρω­
πος το θεωρώ ατυχή σχηματισμό από το homme de théâtre. Δικαιολογη­
μένα δεν είπαμε γραμματάνθρωπος, αλλά άνθρωπος των γραμμάτων.
Μπορούσαμε επομένως να πούμε και άνθρωπος του θεάτρου ή θεατρο­
γνώστης.
Αντίστοιχη προς τον άτοπο και άκαιρο αρχαϊσμό είναι η χρησιμοποί­
ηση στο λόγο μας ιδιωματικών στοιχείων. Η χρησιμοποίησή τους δικαιο­
λογείται -και δικαιώνεται μάλιστα- στο λογοτέχνη, όταν το είδος του
γραπτού του επιβάλλει τη χρήση τέτοιων στοχείων. Όμως ούτε στον επι­
στημονικό ούτε στον τεχνικό και τον άλλο θεωρητικό λόγο έχουν τη θέση
τους τέτοια στοιχεία.
Νομίζω, δικαιολογημένη είναι η σύσταση να αποφεύγεται ο μακρο­
περίοδος λόγος, που οδηγεί σε νόημα που καμιά φορά δύσκολα το πα­
ρακολουθούμε. Ιδιαίτερα μάλιστα κουραστικές είναι οι αλλεπάλληλες
δευτερεύουσες προτάσεις. Συνιστάται ακόμη να αποφεύγονται έκδηλα
αρχαϊστικές συντάξεις ρημάτων. Καμιά φορά συντάσσομε τα νεοελλη­
νικά ρήματα ή ακολουθώντας την αρχαία τους σύνταξη, που δεν ταυτί­
ζεται πάντοτε με τη νεοελληνική, ή συντάσσομε κατά το νοούμενο και
όχι κατά το γραφόμενο. Έτσι πράγματι εξηγούνται πολλά νεοελληνικά
συντακτικά σφάλματα· π.χ. διαβάζει κανείς ότι «το κτήριο χρειάζεται
επισκευών» αντί «χρειάζεται επισκευές». Το νοούμενο εδώ που οδήγη­
σε στο λάθος είναι «έχει χρείαν επισκευής».
Υπογραμμίζω την ανάγκη να χρησιμοποιούμε, όταν γράφομε, όσο
γίνεται, κύριες προτάσεις και όχι εξαρτημένες, όχι υποτελείς. Κατορ­
θώνομε έτσι ο λόγος μας να κερδίζει σε ζωηρότητα και εμείς επιτυγχά­
νομε περισσότερη επαφή με τον αναγνώστη. Συνάμα ο λόγος μας γίνε­
ται επαρκέστερος από καλαισθητική άποψη. Αποφεύγομε τις δευτερεύ­
ουσες προτάσεις όταν αισθανόμαστε ότι κάνουν το λόγο μας βαρύ και
δυσνόητο. Αν οπωσδήποτε θα χρησιμοποιήσομε και δευτερεύουσες
προτάσεις, αυτές πρέπει να είναι όσο γίνεται λιγότερες. Ανάγκη είναι
να φροντίζομε παράλληλα ώστε το κύριο νόημα που θέλομε να δηλώ-
σομε να εκφράζεται με την κύρια πρόταση και όχι με τη δευτερεύουσα.
Πρέπει να έχομε υπόψη μας ότι τους πολλούς συνδέσμους στη φράση
μας, τα πολλά που, τα πολλά γιατί, τα πολλά να, τα πολλά για ή για να
οφείλομε να τα αποφεύγομε, και τούτο και για να μη γίνεται μονότονος
ο λόγος μας με την επανάληψη και γιατί συχνά η νοηματική σύνδεση
δηλώνεται από μόνη της.
24 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ

Μια πρακτική συμβουλή που θα μπορούσε να δοθεί σε κάθε χρήστη


του γραπτού λόγου θα ήταν να ξανακοιτάζει το γραπτό του (ίσως και
περισσότερες φορές). Η πείρα διδάσκει ότι όσες φορές και αν θελήσομε
να ξαναπεράσομε το γραπτό μας κάτω από τα μάτια μας, θα βρούμε
κάτι να βελτιώσομε στη διατύπωση. Το γραπτό μας μάλιστα πρέπει να
το διαβάζομε φωναχτά ώστε να αισθανόμαστε τις οχληρές επαναλή­
ψεις, τις τραχύτητες καμιά φορά του ύφους και να αποφεύγομε ό,τι
πρέπει για να μην κουράζεται ο αναγνώστης.
Μια άλλη γενική σύσταση θα ήταν: διαβάζετε λογοτεχνία. Ο λογοτέ­
χνης γράφει καλύτερα από μας. Όταν λοιπόν διαβάζομε καλούς λογο­
τέχνες, προσαρμοζόμαστε ώς ένα βαθμό, χωρίς να το καταλαβαίνομε,
και βελτιώνομε τις γλωσσικές μας ικανότητες. Γι’ αυτό πρέπει να προ­
σέχομε όχι μόνο στα νοήματα, αλλά και στη διατύπωση. Είναι μάλιστα
χρήσιμο να επισημαίνομε κάθε φορά ακραίες εκφράσεις, που μπορεί
ορισμένες στιγμές να τις χρησιμοποιήσομε κι εμείς.
Η σωστή γλώσσα πρέπει και να αποτυπώνεται ορθογραφημένα. Η
ορθογραφία είναι βέβαια από μια άποψη συμβατική. Όμως οι ορθογρα­
φικοί κανόνες πρέπει να τηρούνται με ευλάβεια. Για το θέμα της αληθι­
νά δύσκολης ορθογραφίας της γλώσσας μας έχουν κατά καιρούς γρα­
φεί και υποστηριχτεί πολλά. Το όλο πρόβλημα γίνεται δυσκολότερο και
εξαιτίας της μακρότατης ιστορίας της γλώσσας μας, αλλά και της βρα­
δύτατης εξέλιξής της και γενικότερα, αλλά και στο χώρο της ορθογρα­
φίας. Εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια γράφεται με τα ίδια γράμματα.
Είναι θαυμαστό, αλλά δημιουργεί και δυσκολίες, καθώς η γλώσσα μας
εξελίχτηκε και στο χώρο της προφοράς. Διάφορα ορθογραφικά συστή­
ματα προτάθηκαν κατά καιρούς. Τη συστηματικότερη αντιμετώπιση
του προβλήματος στη νεότερη φάση του την πραγματοποίησε ο Μανό­
λης Τριανταφυλλίδης γράφοντας μακρότατη σχετική πραγματεία. Ο
σύγχρονος δημοτικισμός -πρέπει να πω - δικαιολογημένα ακολουθεί
γενικώς τα διδάγματά του. Όμως και μέσα στο στρατόπεδο των
ακραιφνών δημοτικιστών υπάρχουν διαφωνίες ως προς την ορθογρά-
φηση πάμπολλων λέξεων της νέας ελληνικής. Και δεν είναι πάντοτε αι­
τία η άγνοιά μας ως προς την ετυμολογία ορισμένων «περίεργων» λέ­
ξεων της νέας ελληνικής. Τα ίδια τα πραγματικά γλωσσικά γεγονότα
δεν οδηγούν όλους τους μελετητές στις ίδιες ορθογραφικές απόψεις.
Δεν έχομε παρά να ανοίξομε τα τελευταία καλά λεξικά της νέας μας
γλώσσας για να διαπιστώσομε αποκλίσεις ορθογραφικές που κάνουν
να απορεί ιδίως ο κοινός χρήστης της γλώσσας. Οι αποκλίσεις αυτές
αφορούσαν παλαιότερα και το τονικό σύστημα, όταν ήταν πολυτονικό.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΩΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΧΡΗΣΗ 25

Διαφωνούσαν οι μελετητές για τον τόνο και παλαιών ακόμη λέξεων.


«Γλώσσα» με περισπωμένη ή με οξεία; Σχετικά με άλλες ορθογραφικές
αποκλίσεις ο Τριανταφυλλίδης είχε θέσει την αρχή να γράφονται με
απλούστερα γράμματα λέξεις των οποίων η ετυμολογική προέλευση
έχει αμαυρωθεί (δηλ. δεν είναι προφανής). Σύμφωνα με την αρχή αυτή
το ρήμα τραβώ, μόλο που προέρχεται από το ταυρόω, γράφεται με β
(βήτα). Εφαρμόζομε όμως όλοι ομοιόμορφα τον κανόνα του Τριαντα-
φυλλίδη; Όχι, αφού το ίσκιος, που ειπώθηκε έτσι αντί του σκιά με επί­
δραση του ήλιος (ήλιος-ήσκιος), γράφεται σήμερα και ίσκιος (με γιώτα)
και ήσκιος (με ήτα) από υπεύθυνους μελετητές. Ο ένας δηλαδή μελετη­
τής εφαρμόζει και στο ίσκιος τον κανόνα του Τριανταφυλλίδη· ο άλλος
μένει προσκολλημένος στη σωστή ετυμολόγηση από το ήλιος και το
γράφει με η (ήτα). Όμως και εδώ δεν έχει αμαυρωθεί η σωστή ετυμολό­
γηση;
Πράγματι το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη ορθογραφεί
ίσκιος (με γιώτα) (μολονότι δέχεται επίδραση από το αντίθετο του
σκιά: το ήλιος). Την ίδια τακτική στην ορθογράφηση της λέξης ίσκιος
ακολουθεί και το δικό μου λεξικό της δημοτικής. Το Λεξικό όμως Μπα-
μπινιώτη δεν ακολουθεί το δίδαγμα του Τριανταφυλλίδη και γράφει
ήσκιος (με ήτα) (το ίδιο κάνει και το Ετυμολογικό Λεξικό Ανδριώτη).
Χαρακτηρίζει μάλιστα ρητώς εσφαλμένη τη γραφή ίσκιος (με γιώτα) ο
Μπαμπινιώτης.

***

Μιλώντας σε συνέδριο με γενικό θέμα τη σχέση γλώσσας και δημοσιο­


γραφίας πρέπει, νομίζω, κάτι να πω, υπαινικτικά έστω, για το θέμα.
Ήδη από τα παλαιότερα χρόνια η γλώσσα της δημοσιογραφίας διέφερε
ώς ένα βαθμό από την καθιερωμένη επίσημη καθαρεύουσα. Στα χρόνια
της δικτατορίας, παρά την έκδηλα αντιδραστική πολιτική της εξουσίας,
η δημοσιογραφία είχε προχωρήσει σε ένα είδος μικτής γλώσσας. Ως
προς τη σύγχρονη δημοσιογραφική γλώσσα -και εννοώ τη γλώσσα των
επαγγελματιών δημοσιογράφων- μπορεί κανείς πολλά να διαπιστώσει
και να παρατηρήσει. Πολλοί από τους σημερινούς δημοσιογράφους -αν
δεν κάνω λάθος- ούτε κατά τα χρόνια των σπουδών τους, ούτε αργότε­
ρα, κατά τη δημοσιογραφική τους απασχόληση, είχαν την ευκαιρία να
κατατοπιστούν ικανοποιητικά στα θέματα του γραπτού μας λόγου. Η
δημοσιογραφική γλώσσα κατά συνέπειαν είναι συχνά και σήμερα ακα­
νόνιστη, καμιά φορά συγκεχυμένη και ακαλαίσθητη. Περιορίζομαι να
26 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ

πω τούτο: καθήκον έχουν όσοι κατευθύνουν τις εφημερίδες να ενδια­


φερθούν για το θέμα και να οργανώσουν υπηρεσία που θα παρακολου­
θεί και θα διαφωτίζει όσους επιβάλλεται να διαφωτίσει. Θα είναι κατά
κάποιο τρόπο υπεύθυνη για τη γλωσσική εμφάνιση των δημοσιευμά­
των. Στο χώρο αυτόν -είναι βέβαιο- μπορεί σε μεγάλο βαθμό να βοηθή­
σει το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ.
Επιτρέψτε μια τελευταία γενική υπόδειξη στο γλωσσικό χρήστη: να
μη διστάζει να συμβουλεύεται γραμματικές και λεξικά. Κάνοντας αυτή
την υπόδειξη κινδυνεύω να παρεξηγηθώ ως συντάκτης κατά το βίο μου
δύο λεξικών. Όμως έχω τη γνώμη ότι θα ωφεληθούμε στο μέτρο που
χρησιμοποιούμε τα δύο αυτά είδη βοηθημάτων.

***

Το συμπέρασμά μου από την περιορισμένη ανάλυση ορισμένων μόνο


από τις προϋποθέσεις για σωστή γλωσσική χρήση είναι τούτο: ότι
μπροστά στο χρήστη του νέου γραπτού μας λόγου προβάλλουν ποικίλα
επιμέρους προβλήματα, που μπορούν να αναχθούν στα εξής δύο: ποια
πρέπει να είναι τα όρια του αρχαϊσμού στο λόγο μας και ποια τα όρια
του εκδημοτικισμού. Θα μας δώσει τη λύση η ουσιαστικότερη εξοικείω­
σή μας με τα μυστικά της γλώσσας μας. Επίσης θα απαιτηθεί η αναζή­
τηση κάποιας αρμονίας που πρέπει να διέπει την αμοιβαία σχέση των
στοιχείων της γλωσσικής κατασκευής και του γλωσσικού ύφους. Ανά­
γκη να επιλέγομε το εκάστοτε κατάλληλο λεξιλόγιο και να συνδέομε
αρμονικά αναμεταξύ τους λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούμε ανά­
λογα με την κάθε περίπτωση και την ατμόσφαιρα που αποζητά το γρα­
πτό μας.
Σας ευχαριστώ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ:
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ
Λ. Ν. Μαρωνίτης

ι
ΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ, υπόσχομαι η ομιλία μου να μην ξεπεράσει τα
Κ είκοσι πέντε λεπτά, υπακούοντας και στην προφανή τυπολογική
εντολή του δημοσιογραφικού λόγου, δηλαδή στη συντομία. Προηγού­
νται κάποιοι εισαγωγικοί προσδιορισμοί, που ελπίζω να διαφωτίζουν
τόσο το γενικότερο έντιτλο πλαίσιο του συνεδρίου (δημοσιογραφία και
γλώσσα) όσο και τον τίτλο της δικής μου εισήγησης (τυπολογία και πα­
θολογία).
1. Αν δεχτούμε ότι ο δημοσιογραφικός λόγος (έντυπος και ηλεκτρο­
νικός, περιγραφικός και ερμηνευτικός, επαγγελματικός και ερασιτεχνι­
κός) αποτελεί διακριτό γένος (ανάλογο προς το γένος της λογοτεχνίας
ή και της επιστήμης), τότε η τυπολογία του συνίσταται σε κάποιες, λίγο
πολύ κανονιστικού τύπου, συμβάσεις, οι οποίες ορίζουν τη διακεκριμέ­
νη φυσιογνωμία του -συμβάσεις μορφής, περιεχομένου, ύφους, δεοντο­
λογίας. Με βάση τα τυπολογικά αυτά ίχνη ορίζεται και η παθολογία
του δημοσιογραφικού λόγου, κατά κάποιον τρόπο ως εκτροπή· είτε δη­
λαδή ως υπερβολή των τυπολογικών συμβάσεων είτε ως παράβαση και
παραβίασή τους.
Παρά ταύτα, το ζεύγος που προτείνεται πάσχει από καταστατική
ρευστότητα, επομένως μεταβλητότητα, και των δύο όρων του. Θέλω να
πω ότι τόσο η τυπολογία όσο και η παθολογία του δημοσιογραφικού
λόγου δεν αποτελούν σταθερούς συντελεστές: κατά εποχή και ανθρω-
πογεωγραφικό περιβάλλον μεταβάλλονται, σε ορισμένες μάλιστα περι­
πτώσεις σχεδόν ανατρέπονται. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορούν
εύκολα να διακριθούν κάποιες αμφίβολες μορφές του δημοσιογραφι­
κού λόγου, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ ευκαιριακής τυπολογίας αλ­
λά και ευκαιριακής παθολογίας.
28 Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

.
2 Σύμφωνα και με το όνομά της η δημοσιογραφία υπόσχεται επιμο­
νή και παραμονή της σε θέματα μόνον δημοσίου ενδιαφέροντος. Θεω­
ρητικά τουλάχιστον αποκλείεται η εισβολή του δημοσιογραφικού λόγου
στον προσωπικό και ιδιωτικό χώρο. Αλλά και σε τούτο το ζεύγος τα
ονόματα ισχύουν, τα πράγματα όμως αμφιβάλλονται και συγχέονται.
Τούτο σημαίνει ότι η ονοματική συμφωνία μας ως προς τον δημόσιο και
ιδιωτικό χώρο δεν συνεπάγεται και πραγματολογική συμφωνία. Επ’ αυ­
τού οι απόψεις κατά περίπτωση διίστανται ή και μετωπικώς συγκρούο­
νται, όταν μάλιστα πρόκειται για τον ιδιωτικό βίο δημοσίων προσώ­
πων. Για να είμαστε όμως και ιστορικά ακριβείς, θα πρέπει να δεχτού­
με ότι η δημόσια εισβολή στον ιδιωτικό χώρο των επώνυμων προσώ­
πων είναι παλαιά υπόθεση, όπως μπορεί κάποιος εύκολα να συμπερά-
νει τόσο από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη όσο και από κάποια κείμε­
να της αρχαιοελληνικής ρητορικής. Περιπλοκή λοιπόν και σε τούτο το
κεφάλαιο, από την οποία εξαρτάται ό,τι οξύμωρα θα ονόμαζα «μεταβαλ­
λόμενο status της δημοσιογραφικής ηθικής».

.
3 Εξ ορισμού επίσης ο δημοσιογραφικός λόγος υπόσχεται πως είναι
διαμεσολαβητικός μεταξύ πολιτείας και πολιτών. Ελέγχει δηλαδή προ­
φανείς, ή και λανθάνουσες, εντάσεις, που δημιουργούνται ανάμεσα στις
πάσης φύσεως εξουσίες και στα πολιτικά υποκείμενα που τις επιλέγουν
ή τις υφίστανται. Από την άποψη αυτή ο δημοσιογραφικός λόγος θα
μπορούσε να εκτιμηθεί γενικότερα ως αντιεξουσιαστικός. Εντούτοις
στην εποχή μας γίνεται συνεχώς λόγος, και όχι αδίκως, για πέμπτη
εξουσία που τη διαχειρίζονται και την ασκούν τα Μέσα Μαζικής Επι­
κοινωνίας -εξουσία που πρακτικώς φτάνει συχνά στο ακραίο όριο της
υπερεξουσίας. Έτσι όμως τείνει εκ των πραγμάτων να καταργηθεί η
διαμεσολαβητική υπόσχεση του δημοσιογραφικού λόγου. Τρίτη επομέ­
νως περιπλοκή και αυτή, όπου τα ονόματα ευημερούν αλλά τα πράγμα­
τα πάσχουν. Αν ωστόσο θέλουμε να είμαστε και σε τούτο το κεφάλαιο
νηφάλιοι (όχι βεβαίως κυνικοί), πρέπει να δεχτούμε ότι ο ρόλος των
ισχυρών διαμεσολαβητών υπήρξε ανέκαθεν υποκριτικός, με την ηθική
και τη θεατρική έννοια του όρου. Απόδειξη: το χρηματιστικό εμπόριο,
και όχι βεβαίως μόνον μέσα στο μοντέλο της κεφαλαιοκρατικής οικο­
νομίας.

.
4 Προκειμένου να εκτιμηθεί κριτικά η γλώσσα της δημοσιογραφίας,
χρειάζεται να αποφασίσουμε ποια θα είναι η μονάδα μέτρησής της. Συ­
νήθως, όταν διαβάλλεται ο δημοσιογραφικός λόγος για τις γλωσσικές
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ 29

του ατασθαλίες, τα λάθη εντοπίζονται στη λέξη: στη φωνητική ή μορφο-


λογική της στρέβλωση, στη σημασιολογική της αστοχία, ενίοτε στην
ακυριολεξία. Η λεξική όμως αυτή μέτρηση, επιμένοντας σχεδόν απο-
κλειστικώς στο πώς της δημοσιογραφικής γλώσσας και λιγότερο, ή κα­
θόλου, στο τι και στο γιατί της, ολισθαίνει σε ένα είδος επιπόλαιου και
επιδεικτικού φορμαλισμού. Αντ’ αυτού προτείνεται να ισχύσει και εδώ
ως μονάδα μέτρησης το κείμενο, ακριβέστερα: το μικροκείμενο. Γιατί
μόνο στο κειμενικό πλαίσιο του δημοσιογραφικού λόγου μπορούν να
αναγνωριστούν τόσο οι πραγματικές αρετές του όσο και οι πραγματι­
κές ανεπάρκειές του: νοηματικές, συντακτικές, υφολογικές. Για να το
πω απλούστερα, σχεδόν σχολικά ή και σχολαστικά: γραμματική και σύ­
νταξη πάνε και εδώ μαζί· η δεύτερη μάλιστα ορίζει την πρώτη· λέξεις
και νοήματα επομένως συνέχονται και συμβάλλονται, παράγοντας τό­
σο το ύφος όσο και το ήθος της δημοσιογραφικής γλώσσας.
Η διάκριση αυτή επιβάλλει και μια διόρθωση: αντί να μιλούμε για
δημοσιογραφική γλώσσα, θα πρέπει να αναφερόμαστε στον δημοσιο­
γραφικό λόγο. Εξάλλου, με βάση και τις γλωσσολογικές θεωρίες, η γλώσ­
σα ως γλώσσα αποτελεί συνολικώς συμβατικό κώδικα που δεν επιδέχε­
ται αξιολογικού τύπου μετρήσεις, καν διακρίσεις ανάμεσα σε σημαίνο­
ντα και σημαινόμενα. Αντίθετα, ο λόγος, η εφαρμογή δηλαδή της γλώσ­
σας από τους ομιλητές της, είναι εξαρχής φορτισμένος πραγματολογικά,
νοηματικά αλλά και ιδεολογικά. Προκαλεί, επομένως, αν δεν επιβάλλει,
την κρίση και την κριτική του σε πολλά και διάφορα επίπεδα.

5 . Ένας πέμπτος και τελευταίος προσδιορισμός: ο δημοσιογραφικός


λόγος είναι, συγκριτικώς και απολύτως, λιγότερο ή περισσότερο, έκδη-
λα εικονογραφικός. Υποστηρίζεται δηλαδή από την εικόνα των γραμ­
μάτων, των πραγμάτων και των προσώπων. Τούτο ισχύει βεβαίως κα-
τεξοχήν για την τηλεοπτική γλώσσα, παραμένει όμως διακριτικό χαρα­
κτηριστικό και της έντυπης δημοσιογραφίας, όπου η εικονογράφηση
του λόγου αυξομειώνεται αναλόγως προς την ελαφρότητα, τη σοβαρό­
τητα ή τη σοβαροφάνεια κάθε φορά του εντύπου. Γενικώς όμως, και σε
διάκριση λ.χ. με τον λόγο της επιστήμης ή της λογοτεχνίας, η δημοσιο­
γραφική γλώσσα ελέγχεται μεικτή, χυδαιότερα: μπάσταρδη. Για να χτυ­
πήσει στο μάτι, προσφεύγει σε εικονογραφικά στοιχεία, όταν δεν τους
δίνει και προτεραιότητα. Ας μην ξεχνούμε όμως ότι και σε τούτο το κε­
φάλαιο ο δημοσιογραφικός λόγος ακολουθεί τον γενικότερο εικονολα-
τρικό συρμό της εποχής, ο οποίος θεωρεί την εικόνα άμεσο και αδιά­
ψευστο ντοκουμέντο.
30 Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

Έπεται το συστηματικότερο μέρος της εισήγησής μου, όπου η θεω­


ρία προσγειώνεται στις εφαρμογές, για λόγους όμως οικονομίας με
τρόπο λίγο πολύ σχηματικό.

Σε ό,τι αφορά τη γραμματική επάρκεια ή ανεπάρκεια του δημοσιογρα­


φικού λόγου, όπως αυτός ασκείται τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας,
θέλω να κάνω μια προσωπική και προκλητική μάλλον δήλωση. Καθό­
λου δεν συμμερίζομαι τις αυξημένες ευθύνες και ενοχές, οι οποίες απο­
δίδονται στους δημοσιογράφους κάθε κατηγορίας, για την έκπτωση ή
και την ευτέλεια της νεοελληνικής γλώσσας. Πιστεύω δηλαδή ότι και σε
τούτο το κρίσιμο (ούτως ή άλλως, θεωρητικά και πρακτικά, αμφισβη­
τούμενο) κεφάλαιο η δικαιοσύνη επιβάλλει να ομολογήσουμε ότι η δη­
μοσιογραφική γλώσσα δεν διαφέρει ως προς τη γραμματική επάρκεια ή
ανεπάρκειά της από την ομιλούμενη ή γραφόμενη γλώσσα, λ.χ., των πο­
λιτικών, των συγγραφέων της επιστήμης, ακόμα και της τρέχουσας λο­
γοτεχνίας. Επιμένω επομένως πως δεν είναι ούτε καλύτερη ούτε χειρό­
τερη η γραμματική του δημοσιογραφικού λόγου, όπως συνήθως και εύ­
κολα διαβάλλεται.
Και μια δεύτερη πρόκληση: δεν είμαι φανατικός φίλαθλος -διαβάζω
επομένως μόνον κάποια σχετικά δημοσιεύματα στα αθλητικά ένθετα
του ημερήσιου Τύπου. Συχνά λοιπόν ευχάριστα εκπλήσσομαι για τη
γλωσσική τους ευλυγισία και ακριβολογία. Μπορεί να ενοχλούν στα
δημοσιεύματα αυτά οι πολλές ξένες λέξεις που έχουν εισβάλει στο
αθλητικό λεξιλόγιο, αλλά κατά περίεργο τρόπο, το επίπεδο της αθλητι­
κής γλώσσας είναι μάλλον από μέτριο και πάνω.
Επανέρχομαι τώρα στο ζητούμενο της γενικότερης αποτίμησης του
δημοσιογραφικού λόγου ως προς τα γραμματικά του στοιχεία. Θυμίζω
λοιπόν ότι τα λάθη που συνήθως γίνονται (φωνητικά, μορφολογικά,
κλιτικά, σημασιολογικά) είναι λίγο πολύ τα ίδια που πιστοποιεί κάποιος
και σε άλλα δημόσια γλωσσικά περιβάλλοντα: λ.χ. στο κοινοβούλιο,
στα δικαστήρια, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, στην εκκλησιαστι­
κή ρητορική -και πάει λέγοντας.
Αν καλά και σώνει πρέπει να εξειδικεύσω κάποια δυσφορία για τη
γραμματική της δημοσιογραφικής γλώσσας (κυρίως έντυπης και λιγό­
τερο ηλεκτρονικής), θα επέμενα στην εύκολη και ευκαιριακή κάποτε
προσφυγή της σε καθαρεύοντες τύπους, ειδικότερα ως προς τη γενική
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ 31

των παλαιών τριτοκλίτων, η οποία τον τελευταίο καιρό, ευκαίρως


ακαίρως, εμφανίζεται στα έντυπα με την κατάληξη -έως;.
Και για να κλείσω βιαστικά τις γενικότερες αυτές εμπειρικές παρα­
τηρήσεις μου, επισημαίνω δύο ακόμη γλωσσικά συμπτώματα του δημο­
σιογραφικού λόγου, τα οποία τείνουν να γίνουν πλέον επιδημικά: τα
ένα είναι το εξυπνάκικο ύφος του -το άλλο ο ασθματικός του ρυθμός,
εντοπισμένος και στη χρήση της στίξης. Όλα αυτά όμως είναι λεπτομέ­
ρειες (άλλες ευεξήγητες και άλλες ανεξήγητες), οι οποίες δεν δικαιολο­
γούν, κατά τη γνώμη μου, τη διακριτική υποτίμηση του δημοσιογραφι­
κού λόγου.
Προκειμένου τώρα να εκτιμηθεί στην κειμενική πλέον μορφή του ο
δημοσιογραφικός λόγος, επιβάλλεται η σταυρολεξική κατά κάποιον
τρόπο ταξινόμησή του. Υπαινίχθηκα ήδη τη διαίρεσή του σε έντυπο και
ηλεκτρονικό, περιγραφικό και ερμηνευτικό, επαγγελματικό και ερασι­
τεχνικό. Στην οριζόντια αυτή κατανομή αντιστοιχεί προφανώς και μια
κάθετη, η οποία μοιράζει τον δημοσιογραφικό λόγο: σε πολιτικό, οικο­
νομικό, πολιτιστικό και αθλητικό.
Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι τόσο η έντυπη όσο και η ηλεκτρονική
δημοσιογραφία λίγο πολύ στεγανοποιεί τα ταξινομημένα αυτά κεφά­
λαιά της. Έτσι συνήθως απομονώνεται η πολιτική από την οικονομία,
ο πολιτισμός από την πολιτική, και ούτω καθεξής. Η στεγανοποίηση
ωστόσο αυτή, προφανώς αποφασισμένη, δεν επιτρέπει στον αναγνώ­
στη, στον ακροατή και στον τηλεθεατή να σχηματίσει τους αναγκαίους
συνειρμούς ανάμεσα στα ταξινομημένα κεφάλαια, για να διαπιστώσει
την ενδεχόμενη ή τη βέβαιη σχέση και διασύνδεσή τους. Προφανώς η
επαγγελματική δημοσιογραφία έχει τους λόγους της να επιμένει στην
ταξινομική αυτή τακτική, με το εύλογο επιχείρημα ότι άλλως πως η
πληροφόρηση και ο σχολιασμός της συνολικής επικαιρότητας θα οδη­
γούσε σε συντακτικό κομφούζιο. Παρά ταύτα, έστω και ως πειραματι­
κή εξαίρεση, θα περίμενε κάποιος να επιχειρηθεί κάποτε (στα σοβαρό­
τερα τουλάχιστον έντυπα και στις συστηματικότερες ραδιοφωνικές και
τηλεοπτικές εκπομπές) ο κριτικός συνδυασμός των ταξινομημένων αυ­
τών κεφαλαίων, για να καταδειχθούν οι εσωτερικές τους αμοιβαίες συ­
νάφειες.
Θα επιμείνω εφεξής σ’ αυτό που ονόμασα ερασιτεχνική δημοσιογρα­
φία, και για άλλους λόγους και επειδή ενέχομαι σε τούτο το δημοσιο­
γραφικό κεφάλαιο εδώ και τριάντα περίπου χρόνια. Ο προτεινόμενος
όμως όρος χρειάζεται κάποιες διασαφήσεις. Προτείνεται για να καλύ­
ψει κυρίως δημοσιογραφικά κείμενα, τα οποία δεν προέρχονται από
32 Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

επαγγελματίες δημοσιογράφους, αλλά από διανοούμενους επισκέπτες


του δημοσιογραφικού χώρου, τακτικότερους ή ευκαιριακούς. Σ’ αυτούς
πάντως τους επισκέπτες διανοούμενους εμπιστεύεται περισσότερο η
έντυπη και λιγότερο η ηλεκτρονική δημοσιογραφία θέματα και προβλή­
ματα του δημόσιου βίου, τα οποία αφορμώνται από την επικαιρότητα
αλλά συγχρόνως και την εποπτεύουν. Ας πούμε ότι τα ερασιτεχνικά δη­
μοσιεύματα εντοπίζουν και συνάμα ελέγχουν την ιδεολογία του δημόσι­
ου βίου, με μέτρο και κριτήριο την αυστηρότερη και ευρύτερη γνώση και
παιδεία. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια τα ερασιτεχνικά αυτά κείμενα πε­
ρισσεύουν στον κυριακάτικο κυρίως Τύπο, όπου κατά κανόνα απομονώ­
νονται σε ένθετα τεύχη ή διακεκριμένες σελίδες.
Το αξιοπρόσεχτο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι τα ερασιτε­
χνικά κείμενα συστήνουν ένα είδος διαλογικής ή και αντιλογικής πολυ­
φωνίας, την οποία φαίνεται να επιζητούν, να προβάλλουν ή και να δια­
φημίζουν οι υπεύθυνοι της επαγγελματικής δημοσιογραφίας. Γιατί όχι,
θα πείτε. Εντούτοις υποβάλλω στο σημείο αυτό, ξεκινώντας και από
την προσωπική μου πείρα, μια εύλογη, υποθέτω, ένσταση.
Στον βαθμό που τα αποκλίνοντα μεταξύ τους, κάποτε και αντιμέτω­
πα, ερασιτεχνικά κείμενα προσφέρονται εντελώς ασχολίαστα από την
εφημερίδα, ενδέχεται να δημιουργούν κριτική σύγχυση στον αναγνώ­
στη· αν όχι στον λεγόμενο επαρκή, σίγουρα στον μεσαίο και αθωότερο,
ο οποίος περιέρχεται εντέλει σε πλήρη ή σχετική αμηχανία. Προφανώς
δεν υπερασπίζομαι την κατάργηση της ερασιτεχνικής αυτής πολυφω­
νίας, επομένως την πρόκριση μιας δογματικής και μονοσήμαντης, πλη­
ροφοριακής και ιδεολογικής, επιλογής από τους υπευθύνους των εντύ­
πων. Εντούτοις κάποιος μπούσουλας και σ’ αυτή τη δημοσιογραφική
τακτική χρειάζεται, αν δεν θέλουμε η ωφέλιμη πολυφωνία να ολισθήσει
στη σχιζοφρένεια.
Ήδη η προηγούμενη παρατήρησή μου ελέγχει τις σχέσεις τυπολογίας
και παθολογίας σε μια ορισμένη κατηγορία δημοσιογραφικών κειμέ­
νων. Θα επιμείνω λίγο ακόμη σε αυτά. Συνήθως στα ερασιτεχνικά κεί­
μενα, τα οποία φιλοξενούνται στον δημοσιογραφικό λόγο, αναγνωρίζε­
ται κάποιου είδους ελαστικότητα ως προς βασικές τυπολογικές εντο­
λές. Λόγου χάρη συχνά πυκνά παραβιάζεται η δημοσιογραφική αρχή
της συντομίας. Τα ερασιτεχνικά επομένως κείμενα είναι κάποτε ανυπό­
φορα εκτενή, γεγονός που τα καθιστά, στο ευρύτερο τουλάχιστον ανα­
γνωστικό κοινό, μάλλον απωθητικά. Ανάλογη παραβίαση τυπολογικών
εντολών πιστοποιείται στα ερασιτεχνικά κείμενα και ως προς το ύφος
τους: συχνά πολύ προσωπικό, περίπλοκο ή και εξεζητημένο, που τα
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ 33

κάνει δυσανάγνωστα ή και απρόσιτα. Ακόμη, τα κείμενα αυτά παραεί­


ναι κάποτε σοβαρά, όταν δεν αποδεικνύονται σε αυστηρότερο έλεγχο
απλώς σοβαροφανή. Τέλος, δεν λείπει από τέτοιου είδους κείμενα ένας
πρόδηλος ή ενδιάθετος δογματισμός, ο οποίος σε ορισμένες τουλάχι­
στον περιπτώσεις εκτρέπεται και σε σωφρονιστική ηθικολογία.
Σε τούτο το σημείο ας μου επιτραπεί και μία προσωπική ομολογία:
αφότου εγκαταστάθηκα στο Κυριακάτικο Βήμα (στην αρχή με τα «Πο­
λιτιστικά Μονότονα», μετά με τα «Απολίτιστα Μονοτονικά») ως γρα­
φιάς έμαθα πολλά και ωφέλιμα πράγματα. Εθίστηκα λόγου χάρη στην
τυπολογική εντολή της συντομίας, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτω­
ση μετριέται ακόμη και σε εντεταλμένο αριθμό λέξεων. Έτσι, εξ ορι­
σμού αποκλείεται η παθολογική φλυαρία. Με τον καιρό διδάχτηκα επί­
σης την ανεκτή δοσολογία προσωπικού και κοινόχρηστου ύφους, τυπο­
λογική εντολή που προστατεύει από υφολογικούς ακκισμούς. Τέλος,
μαθήτευσα στην επιλογή ενός θεματολογίου, που προσγειώνεται κάθε
φορά, περισσότερο ή λιγότερο, στη δημοσιογραφική επικαιρότητα, δί­
χως όμως να βουλιάζει και στο ανεκδοτολογικό κάποτε τέλμα της. Από
την άποψη αυτή οφείλω χάριτας, όπως έλεγαν και οι παλαιοί, στη δη­
μοσιογραφική μου αυτή εμπειρία, η οποία αισθάνομαι πως κατέστησε
γενικότερα τα κείμενά μου διαμεσολαβητικά και τα προσανατόλισε σε
ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, χωρίς μεγάλες ποιοτικές εκπτώσεις.
Δεν θα παρατείνω περισσότερο την παρεξηγήσιμη αυτή περιαυτολο-
γία, και θα περάσω αμέσως στο τελευταίο κεφάλαιο της εισήγησής μου,
στο οποίο επισημαίνονται παθολογικά σύνδρομα του δημοσιογραφικού
λόγου, που μέρα με τη μέρα οξύνονται. Εννοούνται κυρίως οι τρόποι
που η έντυπη αλλά και η ηλεκτρονική δημοσιογραφία συστήνει τα προϊό­
ντα του επικαιρικού πολιτισμού: βιβλία, θεάματα, μουσικές, εικαστικές
εκδηλώσεις και άλλα, λιγότερο διακριτά, είδη πολιτιστικών προϊόντων.
Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζεται
μια φενακισμένη διαφήμιση του πολιτισμού, η οποία υπερκαλύπτει, και
εν μέρει ακυρώνει, τη νηφαλιότερη και τεκμηριωμένη κριτική του διά­
γνωση. Θα γίνω πιο συγκεκριμένος: προηγείται κατά κανόνα η διαφη­
μιστική παρουσίαση των πολιτιστικών συνεισφορών και έπεται, αργο-
πορημένη πλέον και σπανίως, η υπεύθυνη κριτική τους αξιολόγηση. Σε
τούτο μάλιστα το κρίσιμο κεφάλαιο οι κακές γλώσσες μιλούν ακόμη
και για συμπτώματα αγοραπωλησίας του δημοσιογραφικού λόγου.
Κυρίες και κύριοι, εδώ απότομα θα σταματήσω. Ίσως έδωσα την
εντύπωση πως δεν έλαβα σοβαρά υπόψη μου τον επίτιτλο αυτού του
συνεδρίου, που υπόσχεται έλεγχο της δημοσιογραφικής γλώσσας στη
34 Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

γραμματική της προπάντων εκδοχή. Δοκίμασα ωστόσο να εξηγήσω


τους λόγους της ανυπακοής μου αυτής. Η προσδοκώμενη συζήτηση θα
δείξει αν η τυπολογική απειθαρχία μου έφερε στο προσκήνιο παθολογι­
κά σύνδρομα του δημοσιογραφικού λόγου, τα οποία σπανιότερα συζη-
τούνται.
Ευχαριστώ που με ακούσατε, και περιμένω τις αντιδράσεις.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ -
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΠΟ TA MME
ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Άννα Φραγκονδάκη

ίναι ΓΝΩΣΤΟ ΟΤΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟ ΠΑΡΑΓΕΙ το συμφραστικό και το


Ε κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο. Τον όρο κοινωνικοπολιτισμικό
πλαίσιο ή πλαίσιο της περίστασης (context of situation) πρωτοδιατύπω-
σε ο Bronislaw Malinowski σ’ ένα άρθρο τού 1923 με τίτλο «Το νόημα
στις πρωτόγονες γλώσσες».
Η ανθρωπολογική εμπειρία τον οδήγησε στη διαπίστωση ότι η γνώ­
ση μιας γλώσσας που σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής ονομάζει
«πρωτόγονη», καθόλου δεν αρκούσε σε κάποιον ευρωπαίο ή αμερικανό
παρατηρητή για να καταλαβαίνει τι έλεγαν οι ομιλητές της. Ερμηνεύει
την αδυναμία κατανόησης πάλι σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής,
αποδίδοντάς τη στη συντακτική «φτώχεια» των λεγάμενων πρωτόγο­
νων γλωσσών.
Είχε ωστόσο τη διορατικότητα να διαβλέψει και κάτι άλλο. Τα προ­
βλήματα της ανάλυσης του νοήματος, όπως γράφει, ξεπερνούν τη γλωσ-
σολογική ανάλυση και απαιτούν τη μελέτη της κουλτούρας και της κοι­
νωνικής ψυχολογίας. Δηλαδή διέβλεψε ότι για να καταλάβει ο απ’ έξω
παρατηρητής τον οποιονδήποτε διάλογο «ιθαγενών», χρειαζόταν πρώ­
τα να εξοικειωθεί με τις ιδιαιτερότητες της κουλτούρας της κοινωνίας
τους.
Τον όρο αξιοποίησαν αργότερα οι κοινωνιογλωσσολόγοι, επισημαί-
νοντας ότι για να καταλάβουμε πλήρως το νόημα πρέπει να γνωρίζου­
με τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς κανόνες επικοινωνίας της ομά­
δας των ομιλητών.
Αν συνδυάσουμε αυτή τη γνωστική κατάκτηση με μια άλλη σημαντι­
κή ανάλογη που ανήκει στον Κάρολο Μαρξ και λέει ότι κάθε κοινωνι­
κό προϊόν έχει πάνω του αόρατα τα ίχνη του συστήματος παραγωγής
38 ΑΝΝΑ Φ ΡΑ ΓΚΟΥΔΑΚΗ

που το δημιούργησε, για να μιλήσουμε για το λόγο των MME, θα χρεια­


ζόταν να ψάξουμε τους κοινωνικούς κανόνες παραγωγής του δημοσιο­
γραφικού λόγου.
Στην ελληνική κοινωνία οι κοινωνικοί κανόνες παραγωγής του δη­
μόσιου λόγου σχετίζονται με την κυριαρχία ή όχι των αρχών της δημο­
κρατίας.
Η ελευθερία του λόγου δεν είχε και δεν έχει στην ελληνική κοινωνία
τη βολταιρική σημασία της ελευθερίας να έχεις άλλη άποψη. Ιστορικά
κατάλοιπα από το 1936 και ιδίως τον εμφύλιο πόλεμο αυταρχικών και
αντιδημοκρατικών κυβερνήσεων και ισχύος κάθε είδους λογοκρισίας
επέβαλλαν την καταπάτηση αυτής της ελευθερίας.
Από την πτώση της δικτατορίας το 1974 και δώθε έγινε με παρέμβα­
ση του λόγου των MME μια τεράστια μετάθεση που κατασκεύασε μια
μεγάλη παγίδα σχετική με την ελευθερία του λόγου που εξακολουθεί να
καθορίζει το δημοσιογραφικό λόγο.
Μετά από πολλές δεκαετίες ισχύος των πολλών λογοκρισιών μέχρι
τη δικτατορία, ένα έντονο αίσθημα ανακούφισης και απελευθέρωσης
επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, κι ένα γενικευμένο αίτημα κυριαρ­
χεί να απελευθερωθεί ο αντίλογος και το δικαίωμα κριτικής, να ελέγχο­
νται και να λογαριάζουν τον έλεγχο οι εκπρόσωποι των εξουσιών, να
λέγεται και να γράφεται η αντίρρηση, η αμφισβήτηση, η κριτική.
Τα MME κάνουν την ακόλουθη εντυπωσιακά αποτελεσματική δια­
στρέβλωση αυτού του αιτήματος ελευθερίας και αντιλόγου. Γκρεμίζουν
τα ταμπού, αλλά τα γκρεμίζουν αλλού από εκεί όπου ασκούνταν οι λο­
γοκρισίες· έτσι υποκαθιστούν την κριτική με ένα είδος αθυροστομίας
που ακόμα σήμερα δίνει την ψευδαίσθηση ελέγχου και επίκρισης, ενώ
καταστρέφει την πολιτική κριτική μεταθέτοντάς τη στο πεδίο της ηθι­
κής, ψευδαίσθηση τόλμης και αντιλόγου, χειρότερη από τις παλιές λο­
γοκρισίες, γιατί αυτές ήταν τουλάχιστον αντιληπτές από όλους.
Αποτέλεσμα αυτής της μετάθεσης είναι η πολλαπλασιαζόμενη πα­
ρουσία στα MME ενός λόγου που γενικότερα ερμηνεύεται σαν εμπορι­
κός και έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά:
— Προβάλλει ως πρότυπη ή μοντέρνα ή ασυμβίβαστη την αντικοι­
νωνική συμπεριφορά, καθώς συστηματικά σαρκάζει τον κοινοβουλευτι­
σμό, την πολιτική συμμετοχή και την έννοια του πολίτη.
— Καλλιεργεί το σεξισμό και το ρατσισμό αποδίδοντάς τους «χιού­
μορ».
— Χρησιμοποιεί τον εμπαιγμό και τα εξευτελιστικά σχόλια στη θέ­
ση της πολιτικής κριτικής.
Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΠΟ TA MME 39

Το φαινόμενο ερμηνεύεται ευρύτερα στην κοινωνία με αποκλειστική


αναφορά στην εμπορικότητα, ενώ σχετίζεται με τις ιδέες, γιατί το θέμα
της εμπορικότητας, παρά τα φαινόμενα, είναι ψεύτικο.
Οποιαδήποτε στατιστική μελέτη της εμπορικής επιτυχίας οποιουδή-
ποτε πολιτισμικού προϊόντος αμφισβητεί τον κοινό τόπο ότι η κακή
ποιότητα θριαμβεύει. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 που η Ελέ­
νη Βλάχου εξέδωσε για πρώτη φορά βιβλίο τσέπης και ξαφνιάστηκε η
κοινωνία με την απρόβλεπτη εμπορική επιτυχία συγγραφέων δύσκολων
για το μεγάλο κοινό, όπως ο Φραντς Κάφκα που πουλιόταν στο περί­
πτερο, μέχρι την κυκλοφορία του βιβλίου που έχει εντυπωσιακά πολλα-
πλασιαστεί την περίοδο βασιλείας της τηλεόρασης, όλα δείχνουν ότι η
περίφημη εμπορικότητα είναι ψευτοπρόβλημα ή μάλλον είναι μια μεγά­
λη μετάθεση που ξεκινάει από τη βαθιά αντιδημοκρατική υποτίμηση
του κοινού.
Όταν η καταπάτηση δημοκρατικών αρχών και δεοντολογιών εμφα­
νίζεται σαν κακή δημοσιογραφική ποιότητα, ερμηνεύεται επιπλέον σαν
αποτέλεσμα της κακής ποιότητας των αναγνωστών και τηλεθεατών,
οπότε εμποδίζονται οι αναγνώστες και τηλεθεατές να αναγνωρίσουν τη
συμπαιγνία σε βάρος τους και καταδικάζονται επιπλέον δημόσια με την
ύστατη προσβολή ότι τους παρέχεται αυτό που αξίζουν, εφόσον αυτοί
επιλέγουν την κακή δημοσιογραφική ποιότητα ευνοώντας τη διάδοσή
της.
Το θέμα της ποιότητας είναι κι αυτό ψευδές. Μολονότι η χυδαιότη­
τα πράγματι μπορεί να ονομαστεί κακή ποιότητα, το πρόβλημα δεν εί­
ναι στην ποιότητα αλλά στις ιδέες. Η χυδαιότητα ενός ορισμένου δημο­
σιογραφικού λόγου μπορεί πολύ εύκολα να αναλυθεί ως προς τις πολι­
τικές θέσεις στις οποίες στηρίζεται και να γίνει ολοκάθαρο ότι πρόκει­
ται για τις βασικές αρχές της ιδεολογίας των αγκυλωτών σταυρών.
Ο ναζιστικός Τύπος, για παράδειγμα, από το 1933 χρησιμοποίησε
ως βασικό είδος λόγου την υπερβολή και ως βασική πολιτική αρχή την
ηθική σπίλωση. Στηρίχθηκε στη μετατροπή των πολιτικών εννοιών σε
ηθικές κατηγορίες και στη συστηματική μεταφορά του πολιτικού λόγου
από το πεδίο του πολιτικού συλλογισμού στο πεδίο της ηθικής αγανά­
κτησης. Δεν πολέμησε ποτέ τους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά χρη­
σιμοποίησε συστηματικά το σαρκασμό και την ηθική μείωση.
Το πρόβλημα στην ελληνική δημοσιογραφία δεν αφορά τις ακραίες
εκδοχές του φαινομένου αλλά δύο θεμελιώδη ζητήματα που αλληλεξαρ-
τώνται απολύτως: Το είδος λόγου που συνθέτει και διαδίδει την ιδεο­
λογία των αγκυλωτών σταυρών εμφανίζεται σε κανάλια που αυτοπροσ-
40 ΑΝΝΑ ΦΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ

διορίζονται δημοκρατικά και σε εφημερίδες με δημοκρατικούς τίτλους


(μερικές πολύ παλιούς). Αρα το ένα πρόβλημα είναι η νομιμοποίηση
που παρέχεται σε αυτή την ιδεολογία. Θα αποτελούσε αλλιώς αυτός ο
λόγος περιθωριακό φαινόμενο, κοινό σε όλες τις δημοκρατικές κοινω­
νίες, και θα είχε μικρή σημασία, εάν δεν τον νομιμοποιούσε το δημο­
κρατικό πλαίσιο.
Από την άλλη, επειδή αυτή η νομιμοποίηση παρέχεται στο όνομα της
εμπορικότητας, το δεύτερο και σπουδαιότερο πρόβλημα είναι ότι γίνεται
πρότυπο δημοσιογραφικής επιτυχίας ο καθένας που αποδίδει στον εαυ­
τό του το δικαίωμα να γράφει επικαλούμενος το χιούμορ ότι οι Αλβανοί
δεν είναι άριοι, οι γυναίκες δεν είναι άνθρωποι και οι πολιτικοί αντίπα­
λοι είναι μυρμήγκια (τα μεταφράζω σε δικά μου λόγια). Για να μπορεί
αυτό το περιεχόμενο να νομιμοποιείται από το πλαίσιό του, προφανώς
σε αυτή την κοινωνία οι θέσεις αυτές δεν ανακαλούν αυτόματα την πολι­
τική τους προέλευση και δεν ταυτίζουν αυτόματα τα άτομα -άρα και τα
έντυπα ή τα κανάλια που τα φιλοξενούν- με ακροδεξιές ή φασιστικές πε­
ποιθήσεις. Αν η ταύτιση γινόταν αυτόματα, η διάσταση της εμπορικότη­
τας είτε δεν θα υπήρχε είτε θα ήταν αδύνατο να αποτελέσει δικαιολογία.
Ο λόγος είναι κοινωνική πράξη, όπως έχει πολλά χρόνια τώρα ανα­
λύσει ο άγγλος θεωρητικός John Austin στο γνωστό βιβλίο του, του 1962,
Πώς κάνουμε πράξεις με τις λέξεις. Υπάρχει ένας ενδιαφέρων επιστη­
μονικός διάλογος πάνω στις λεγόμενες επιτελεστικές λέξεις, που απο­
τελούν από μόνες τους, αρκεί να προφερθούν, κοινωνικές πράξεις.
Όπως έχει αντείπει ο γάλλος γλωσσολόγος Emile Benveniste, το
1966, οι λέξεις δεν είναι επιτελεστικές από μόνες τους, οι κοινωνικές
συνθήκες τούς αποδίδουν τέτοιου είδους δυνατότητες. Ο καθένας, γρά­
φει, μπορεί να βγει στην κεντρική πλατεία και να φωνάξει «Κηρύσσω
γενική επιστράτευση», χωρίς βεβαίως να γίνει απολύτως τίποτα. Ο λό­
γος του δεν είναι πράξη, γιατί το δικαίωμα να κάνει πράξεις με το λό­
γο το έχει ο εκπρόσωπος κοινωνικής εξουσίας.

* * *

Στην ελληνική κοινωνία η χρήση του λόγου από τα MME γίνεται με


εντυπωσιακή αθωότητα, σαν να μην είναι λόγος εξουσίας, που κάνει
πράξεις.
Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η νομιμοποίηση που
έχουν παράσχει τα MME στην πιο ακραία πολιτική συμπεριφορά με τη
χρήση μίας και μόνο λέξης.
Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΠΟ TA MME 41

Εδώ και περίπου είκοσι πέντε χρόνια οι δημοσιογράφοι συστηματι­


κά νομιμοποιούν την όχι απλώς αντιδημοκρατική αλλά πολιτικά τερα­
τώδη θέση ότι όποιος νομίζει πως έχει «σωστές» πολιτικές απόψεις έχει
δικαίωμα να τις επιβάλλει σε όσους έχουν «λάθος» πολιτικές θέσεις όχι
απλώς με τη βία αλλά με τη φυσική εξαφάνιση των εκπροσώπων τους
με δολο-φονία.
Αυτό έγινε με την επαναληπτική και αδιάκοπη μέσα στα χρόνια χρήση
του ρήματος «εκτελώ» και του ουσιαστικού «εκτέλεση» για να περιγρα-
φούν ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης από τρομοκρατικές οργανώσεις.
Η λέξη «εκτέλεση» στα λεξικά και στη γλωσσική συνείδηση των ελ­
ληνόφωνων μέχρι πριν δύο δεκαετίες σήμαινε θανατική καταδίκη, δη­
λαδή εφαρμογή καταδικαστικής απόφασης δικαστηρίου, άρα θανατική
ποινή. Σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις, άσχετα με τα αίτια, την προμε­
λέτη ή τα ελαφρυντικά, η κατάλληλη ελληνική λέξη ήταν φόνος, δολο­
φονία ή ανθρωποκτονία.
Τους φόνους που έχουν κάνει τρομοκρατικές οργανώσεις, η γλώσσα
της δημοσιογραφίας, των εφημερίδων και της τηλεόρασης σε πολύ ψη­
λό ποσοστό σχεδόν συστηματικά τους ονομάζει επί είκοσι πέντε χρόνια
τώρα «εκτελέσεις». Αυτό επηρέασε το νόημα της λέξης, που ήδη έχει
υποστεί μετατόπιση.
Ο ευφημισμός ανήκει βέβαια στους τρομοκράτες τους ίδιους. Οι λέ­
ξεις είναι σχετικές με τις πράξεις. Οι τρομοκράτες ισχυρίζονται ότι «ε-
κτελούν», ακριβώς επειδή η λέξη «εκτέλεση» παρηχεί ένα είδος νομιμό­
τητας, ενώ οι άλλες λέξεις που σημαίνουν ανθρωποκτονία παρηχούν
πράξη έντονα καταδικασμένη ηθικά από τον πολιτισμό της εποχής:
«φόνος» ή «δολοφονία» είναι έγκλημα.
Επιπλέον τον ευφημισμό τον χρειάζονταν οι δράστες. Δεν επιτρέπει
η γλώσσα να περιγράφεις θετικά μια πράξη ονομάζοντάς τη με μια λέ­
ξη που έχει έντονα αρνητική σημασία. Θα κατασκεύαζαν οξύμωρα και
φανερές αντιφάσεις (δίκαιοι δολοφόνοι, σωστοί φονιάδες), θα κατα­
σκεύαζαν μηνύματα παράλογα και αυτοαναιρούμενα (σωστός φόνος,
δίκαιη δολοφονία).
Οι δημοσιογράφοι στις εφημερίδες και τις τηλεοράσεις δεν έχουν
νοηματικά κίνητρα κοινά με τους τρομοκράτες. Ωστόσο, αδιόρατα και
ανεπαίσθητα μέσα στα χρόνια οδήγησαν στη μετατόπιση του νοήματος,
με αποτέλεσμα αδιόρατα και ανεπαίσθητα αλλά συστηματικά να καλ­
λιεργούν έμμεσα και να διαδίδουν το νόημα της νομιμότητας για
μια πράξη πολιτικά ακραία· και δεν εννοώ εδώ το φόνο, το κατεξο-
χήν ακραίο είναι η κοινωνική ανοχή (μέσα από τη νομιμοποίηση) προς
42 ΑΝΝΑ Φ ΡΑ ΓΚ Ο Υ ΔΑ Κ Η

κάποια άτομα που αποδίδουν στον εαυτό τους το δικαίωμα να είναι


αυτόκλητη υπερεξουσία.
Το δικαίωμα να επιβάλλει τη γνώμη της με τη φυσική εξαφάνιση των
εκπροσώπων της λαθεμένης γνώμης δεν το έχει καμιά θεσμοθετημένη
εξουσία. Ακόμα και οι στρατοδίκες δεν αποφασίζουν να «εκτελέσουν»
χωρίς διαδικασία, μάρτυρες και υπεράσπιση. Κρίση τόσο αλάνθαστη,
που αποδίδει τέτοιου είδους δικαίωμα, έχει αποδοθεί μονάχα σε θεούς,
από τότε που υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία.
Κάποια μεμονωμένα άτομα, για λόγους που είναι θολοί και ασαφείς
κοινωνικά, αναγορεύουν τον εαυτό τους υπέρτατο κριτή, αυτόκλητο
υπερεισαγγελέα και αυτόματο δήμιο και η χρήση του λόγου από τους
δημοσιογράφους διαμορφώνει την κοινή γνώμη, αποδίδοντάς τους έμ­
μεσα με τη λέξη εκτέλεση αυτό το αδιανόητο δικαίωμα.
Η επικίνδυνη αθωότητα στην οποία αναφέρθηκα υπονοεί ότι αν κά­
ναμε έρευνα στους δημοσιογράφους για την πολιτική τους πρόθεση, νο­
μίζω ελάχιστοι ή πιθανότατα και κανένας δεν θα απαντούσε ότι επι­
δίωξε τη νομιμοποίηση των δολοφονιών που έκαναν οι τρομοκρατικές
οργανώσεις.
Απ’ όπου δηλαδή κι αν πιάσουμε το θέμα της χρήσης του λόγου από
τα MME, βρισκόμαστε στο ίδιο πολιτικό σημείο τού εάν και σε ποιο
βαθμό είναι κυρίαρχες στην κοινωνία βασικές αρχές της δημοκρατίας,
και εάν και σε ποιο βαθμό παγκόσμια καταδικασμένες αντιδραστικές
απόψεις και θέσεις ανακαλούν αυτόματα ή όχι την πολιτική τους προέ­
λευση.
Εδώ υπάρχει βέβαια μια σύγχυση ιστορική που προέρχεται από την
Αριστερά και έχει επιδεινωθεί με τη μεγάλη κρίση των αξιών της από
την πτώση του τείχους του Βερολίνου.
Η σύγχυση έρχεται από την παλιά αριστερή ιδεολογία των μαχητών
της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστερός των εποχών της παρανομίας.
Αυτή η Αριστερά, κοινωνικά ευγενής, στο μέτρο που τα άτομα διακύ-
βευαν όχι μόνο κοινωνικά συμφέροντα και οικονομικά οφέλη αλλά και
τη φυσική τους ελευθερία, τη σωματική τους ακεραιότητα και τη ζωή
τους στο όνομα μεγάλων ιδεών, αυτή η ευγενής Αριστερά που κουβάλη­
σε το άδειο κιβώτιο με τόση αυτοθυσία, σφράγισε την κοινωνία (σε όλες
τις χώρες άλλωστε) με την πολύ αυταρχική άποψη ότι ένα είναι το πο­
λιτικά «σωστό».
Έτσι η ιστορία του πολιτικού αυταρχισμού και της βίας και η παρά­
δοση της Αριστερός με το λόγο των θρησκειών, το λόγο που λέει την
αλήθεια (και η αλήθεια με A κεφαλαίο συνηχεί τη βεβαιότητα που απο-
Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΠΟ TA MME 43

κλείει την αμφιβολία ή το ερωτηματικό, ταυτίζοντάς τα αυτόματα με


την ιδεολογική προδοσία), όλα με δυο λόγια συγκλίνουν να καλλιερ­
γούν τον αυταρχικό δημόσιο λόγο, με αποτέλεσμα στην ελληνική κοι­
νωνία η ελευθερία του λόγου συχνά να σημαίνει τη γελοιότητα να έχει
ο καθένας το δικαίωμα να εκφράζει την άποψή του, αρκεί να είναι «σω­
στή».
Τα φαινόμενα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους εκπροσώπους
των MME και τη σημασία που δίνουν στη δημοσιογραφική δεοντολο­
γία. Αλλά όχι μόνο. Εξαρτώνται επίσης από τη συνειδητοποίηση μέσα
από πλήθος δεδομένα ότι η χώρα μας μοιάζει να έχει μια ιδιαιτερότητα
σε σχέση με τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες της Ένωσης. Η δημοκρατία
είναι πρόσφατο αγαθό και οι αρχές της δεν είναι κυρίαρχες στην ευρύ­
τερη κοινωνία. Τις παραβιάζουν καθημερινά πλήθος ρήτορες, χωρίς να
θεωρούνται αυτόματα εναντίον της δημοκρατίας. Όλες οι ιδεολογίες
των διακρίσεων, έως τις πιο απεχθείς, κυκλοφορούν αθώα με περίβλη­
μα δημοκρατικό, σε πλαίσιο δημοκρατικό, χωρίς να κατατάσσουν τους
φορείς τους εκεί που αντικειμενικά ανήκουν.
Το πρόβλημα είναι γενικότερο αλλά οι εκπρόσωποι των MME είναι
επαγγελματίες διαμορφωτές ιδεών. Επομένως έχουν οπωσδήποτε πα-
ραπανίσια ευθύνη και η αθωότητα είναι δικαίωμα που η κοινωνία δεν
πρέπει να τους παρέχει.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ!!!
Άγγελος Ελεφάντης

ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ! Δεν είναι μόνον γλωσσαμύντορες


Η και γνωστοί θρηνωδοί που βλέπουν θανάσιμους κινδύνους να
απειλούν τη γλώσσα, όπως η «λεξιπενία» των νέων, ο εκλατινισμός της
γραφής, η βίαιη εισβολή ξένων λέξεων, ο αφελληνισμός, το ξέκομμα
από τις ρίζες και την τρισχιλιετή διαχρονία της ελληνικής γλώσσας.
Τώρα προστίθενται και όσοι, όχι χωρίς βάση είναι αλήθεια, βλέπουν
ότι οι εθνικές γλώσσες, ιδιαίτερα των μικρών εθνών, όπως το ελληνικό,
είναι καταδικασμένες σε αλλοίωση και τελική εξαφάνιση μέσα στη χοά­
νη της παγκοσμιοποίησης, στην οποία επελαύνει ο οδοστρωτήρας των
αγγλικών και η επικράτηση της οικουμενικής «τεχνοαγγλικής». Και,
επιπλέον, επισημαίνεται ο κίνδυνος ότι ακόμη κι αυτή η ίδια η αγγλο-
φωνία νοθεύεται από μιαν άλλη υπερκείμενη γλώσσα της εικονογραφη­
μένης πληροφορικής. Διότι το νέο επικοινωνιακό ιδεώδες, εικονικό και
τυποποιημένο, κωδικό και τεχνικιστικό, στερεότυπο και πάνω απ’ όλα
«υπερεπικρατειακό», αφαιρεί από τις γλώσσες τον συμβολικό και τον
εκφραστικό τους φωτοστέφανο.
Αν, ακολουθώντας τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, θεωρήσουμε ότι «η
γλώσσα είναι, σε κάθε περίπτωση, όχι μόνον κοινοποίηση του κοινο-
ποιήσιμου αλλά και σύμβολο του μη κοινοποιήσιμου»,1 τότε η απί-
σχνανση της γλώσσας, ο περιορισμός της σε αποκλειστικά επικοινω-
νιακές λειτουργίες και η έκπτωση όλων των εκφραστικών της στοιχεί­
ων οδηγεί σε μια νέα πραγματικότητα που ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς
περιγράφει ως εξής: «Αποδυναμώνεται η αξία του επιχειρήματος, η δύ­
ναμη της ρητορικής, μια ολόκληρη παράδοση λόγου και τέχνης που
ανατρέχει στην αρχαία πόλη και στον Μεσαίωνα κινδυνεύοντας να πνι-1

1. Walter Benjamin, Δ ο κ ίμ ια φ ιλ ο σ ο φ ία ς της γλ ώ σ σ α ς, μτφρ.-εισαγωγή Φώτης Τερζά-


κης, εκδ. Νήσος, 2000.
46 ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΗΣ

γεί στους τυποποιημένους μαιάνδρους του Microsoft». Και εν κατα-


κλείδι, πάλι κατά τον Τσουκαλά, «οι εθνικές γλώσσες κινδυνεύουν να
μετατραπούν σε εκλεκτικά παρεφθαρμένες διαλέκτους μιας άτυπης και
απλώς “χρηστικής” οικουμενικής τεχνοαγγλικής και σε αποδυναμωμέ­
να παιχνίδια που επιβιώνουν προς τέρψιν των φιλολόγων, των ποιη­
τών και των αμετανόητων εκκεντρικών».2
Είναι έτσι τα πράγματα; Είναι βάσιμη η πρόβλεψη ότι οι εθνικές
γλώσσες, άρα και η ελληνική, κινδυνεύουν να μετατραπούν σε παρε­
φθαρμένες διαλέκτους μιας άτυπης τεχνοαγγλικής και σε αποδυναμω­
μένα παιχνίδια προς τέρψιν φιλολόγων, ποιητών και εκκεντρικών;
Έχει νόημα να αντιπαρατεθεί μια άλλη «πρόβλεψη», ότι η ελληνική
γλώσσα ποτέ δεν πεθαίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά;
Πριν από μερικά χρόνια σε ένα συνέδριο άκουγα κάποια γλωσσο-
κοινωνιολόγο και πανεπιστημιακό να προφητεύει ότι σε εκατό χρόνια
πάνω-κάτω, ίσως σε διακόσια, τα ελληνικά δεν θα υπάρχουν πια. Δεν
με ξένισε τόσο η κατηγορηματικότητα της προφητείας. Αλλωστε, όπως
η ίδια η γλωσσοκοινωνιολόγος δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει την
πρόβλεψή της, άλλο τόσο κι εγώ δεν θα μπορούσα να τη διαψεύσω. Ξέ­
ρουμε άλλωστε· χιλιάδες γλώσσες, διάλεκτοι, ιδιώματα και ντοπιολα­
λιές έχουν εξαφανιστεί, αλλοιωθεί ή μεταμορφωθεί, ανάμεσά τους έν­
δοξες γλώσσες όπως τα λατινικά ή τα αρχαία ελληνικά. Γιατί όχι και οι
σύγχρονες εθνικές γλώσσες, ιδίως αυτές με τους λίγους ομιλητές, αν
πράγματι υπάρχουν ισχυρές και ακαταμάχητες αιτίες που ωθούν προς
την εξαφάνισή τους ή τη μετάλλαξή τους σε «παρεφθαρμένες διαλέ­
κτους μιας άτυπης τεχνοαγγλικής»; Εκείνο όμως που ξενίζει περισσό­
τερο σ’ αυτές τις «προβλέψεις», περισσότερο κι από ένα είδος προφητι-
σμού που τις διακρίνει, είναι ο τελεολογικός τους χαρακτήρας, ένα εί­
δος αναπότρεπτης νομοτέλειας. Κάτι σαν μοίρα που βαραίνει πάνω
στις γλώσσες και τους πολιτισμούς, μπροστά στην οποία η οποιαδήπο­
τε αντίσταση είναι μάταιη και εντέλει η εμμονή ορισμένων, έστω κι αν
αυτοί οι ορισμένοι είναι ολόκληρα έθνη, δεν είναι παρά νοσταλγία, ρο­
μαντισμός, αναχρονισμός, εκκεντρικότητα ή και, ευθέως, συντηρητι­
σμός. Ή, διαφορετικά, η ίδια η «πρόβλεψη» δεν προβλέπει την αντίστα­
ση, άρα μια διαφορετική προοπτική, αλλά την προσαρμογή στη νέα κα­
τάσταση πραγμάτων, ακόμη κι αν, όπως ο Κ. Τσουκαλάς, δεν επιχαίρει
για τις μελλούμενες εξελίξεις.

2. Κων. Τσουκαλάς, «Η ιδιωματική γλώσσα ενός νέου κόσμου», Τ ο Β ήμα , Κυριακή 6


Αυγούστου 2000.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ!!! 47

Αλλά γ ι’ αυτή τη διάσταση, που κατά τη γνώμη μου είναι το κύριο


ζήτημα, παρακάτω. Για την ώρα ας σημειωθεί ότι αυτού του είδους η
πρόβλεψη για το μέλλον των εθνικών γλωσσών συνάδει με ανάλογες
προβλέψεις για την έκπτωση του έθνους, για την έκπτωση της κεντρικό­
τητας του κράτους-έθνους -η αναφορά μάλιστα στην κεντρικότητα του
κράτους-έθνους θεωρείται κρατισμός και εθνικισμός- αφού πολλές
από τις παραδοσιακές του λειτουργίες εκχωρούνται ή μεταφέρονται σε
υπερεθνικές οντότητες. Συνάμα υπόρρητη ή και ρητή είναι η παραδοχή
ότι η ίδια «πρόβλεψη», το γονάτισμα κάτω από τις αναπότρεπτες επι­
ταγές της παγκοσμιοποίησης και η προσαρμογή σ’ αυτές, ως προς τις
γλώσσες και γενικότερα τις πολιτισμικές ποικιλότητες, προδιαγράφει
την πολιτική περιθωριοποίηση των συλλογικοτήτων, των συστατικών
των κοινωνιών μας, του πολιτικού πολιτισμού μας, όπως τον γνωρίζα­
με μέχρι σήμερα, και την επικράτηση του ακραίου ατομικισμού στον
οποίο το αυτόκεντρο άτομο δεν αναγνωρίζει παρά τον εαυτό του και
δεν αναγνωρίζεται παρά στον εαυτό του.
Οι τάσεις -όχι οι νόμοι βέβαια, δεν υπάρχουν νόμοι γ ι’ αυτά τα
πράγματα, όπως π.χ. στη φυσική ο νόμος της βαρύτητας- που ωθούν
προς αυτή την κατεύθυνση είναι και υπαρκτές και αρκετές δραστικές.
Γι’ αυτό δεν είναι αστήρικτη η βάση από την οποία εκκινούν όσοι του­
λάχιστον καταφέρνουν να περιγράφουν πειστικά καταστάσεις και φαι­
νόμενα του καιρού μας, χωρίς αναγκαστικά να περιπίπτουν στην αγο­
ραία καταστροφολογία και την αυθαίρετη μελλοντολογία. Δεν είναι μα­
κριά από την πραγματικότητα ο Κ. Τσουκαλάς που υποστηρίζει ότι:

Με ολοένα εντεινόμενους ρυθμούς η αγγλοφω νία, έστω άτεχνη ή «σπασμέ­


νη», άρχισε να μονοπω λεί όλους τους τομείς αιχμής της υπερεθνικής επ ι­
κ οινω νίας. Η οικονομ ία , οι χρηματιστηριακές συναλλαγές, η επιστήμη, η
τεχνολογία, ο αθλητισμός, η μόδα, οι τέχνες, η μουσική και τα θεάματα μι­
λάν κατά το πλείστον αγγλικά. [...] Εφεξής όλο και περισσότερο η καθημε­
ρινή χρηστική λειτουργικότητα της μητρικής γλώσσας οφείλει να συμπλη­
ρώνεται και να υποστηρίζεται απ ό αντίστοιχες επιδόσεις στο τρέχον υ π ε­
ρεθνικό ιδίωμα.

Είχα κι εγώ ο ίδιος επισημάνει παρόμοιες ισοπεδωτικές συνέπειες που


έχει η παγκοσμιοποίηση, η κοσμοαγορά και η κοσμοοικονομία πάνω
στις εθνικές γλώσσες.3 Πράγματι οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί. Η παγκο­

3. Αγγελος Ελεφάντης, «Ο νεοφιλελευθερισμός στη γλώσσα», περ. Ο Π ο λ ίτ η ς , τ. 125,


Μάιος 1994. Περιέχεται στο Δ ι ά γ υ μ ν ο ύ ο φ θ α λ μ ο ύ , εκδ. Πόλις, 1998, σσ. 440-451.
48 ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΗΣ

σμιοποίηση μιλά αγγλικά, μιλά broken english, φτωχά αγγλικά ή τα αγ­


γλικά του φτωχού. Δεν πρόκειται, βέβαια, για τη μαζική εκμάθηση και
χρησιμοποίηση μιας σπουδαίας γλώσσας όπως τα αγγλικά, κάτι που θα
άνοιγε στον καθένα ένα παράθυρο στον κόσμο. Το ζήτημα είναι η περί­
που συνεννόηση του γκαρσονιού, η μίμηση, η επιτήδευση, η χρησιμο­
ποίηση άπειρων ξένων λέξεων στην καθημερινή ζωη, ακόμη και στον
επιστημονικό λόγο, η παραίτηση από κάθε γλωσσοπλαστική προσπά­
θεια εγκλιματισμού, ενσωμάτωσης ξένων όρων και λέξεων μέσα στο
οργανικό σύστημα και το τυπικό της δικιάς μας γλώσσας. Κι όχι μόνο.
Το ζήτημα είναι μια έντονη τάση προς τον εκλατινισμό της ελληνικής
γραφής με τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του Διαδικτύ­
ου, φαινόμενο που, προ ημερών, επισήμαιναν και κατήγγελλαν 40
Έλληνες ακαδημαϊκοί με κοινή ανακοίνωσή τους, καταγγελία που δεν
θα έπρεπε να αποδώσουμε στον γνωστό γλωσσαμυντορισμό ορισμένων
εξ αυτών. Διότι το ζήτημα υπάρχει και είναι σοβαρό. Κι όχι μόνο. Η
μουσική «για τους νέους», ροκ, χιπ-χοπ, ηλεκτρονική, ραπ, κλπ. μιλά
αγγλικά, η νεανική «κουλτούρα» μιλά αγγλικά. Και γράφεται, κυρίως,
στα αγγλικά. Τα μουσικά συγκροτήματα είναι βαφτισμένα με αγγλόφω­
να ονόματα. Χιλιάδες είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα ελληνικά
προϊόντα με ονόματα αγγλικά, παρόλο που κάποιος νόμος του 1984 το
απαγορεύει. Ο τουρισμός μιλά αγγλικά. Τα ακαδημαϊκά συγγράμματα
πολλές φορές μοιάζουν με φραγκοχιώτικα· τα εργαστήρια και οι επιχει­
ρήσεις νέας τεχνολογίας μιλούν αγγλικά. Δεν θα συνεχίσω, ο καθένας
μπορεί να εμπλουτίσει τον κατάλογο.
Όμως, τα φαινόμενα αυτά συνιστούν τέτοιας τάξεως απειλή, τάση
αναντίστρεπτη εξαιτίας της οποίας η ελληνική γλώσσα, και γενικά οι
ολιγότερον ομιλούμενες γλώσσες, πρόκειται στο μέλλον να μετατρα­
πούν σε ποιητικές εκκεντρικότητες; Δεν θα προσθέσω κι εγώ μιαν αι­
σιόδοξη και καθησυχαστική προφητεία. Πρέπει όμως να πάρουμε στα
σοβαρά δύο παραμέτρους του ζητήματος.
Η πρώτη: Οι γλώσσες αλλάζουν ριζικά στη μακρά διάρκεια, όχι μή­
να το μήνα ή δεκαετία τη δεκαετία. Αλλάζουν ριζικά όταν οι άνθρωποι
που τις χρησιμοποιούν, οι ομιλητές, ολόκληρες κοινωνίες, αλλάζουν
ριζικά. Η ιστορική αυτή παρατήρηση έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία
όταν έχουμε να κάνουμε με γλώσσες που το «ένσαρκο σώμα τους», η
υλικότητά τους η ίδια είναι αποτυπωμένη σε έργα λογοτεχνίας, επιστή­
μης και γενικά γραπτού λόγου μεγάλης εμβέλειας, που έρχονται μέσα
από τον μεγάλο χρόνο. Αυτή η έγγραφη αποτύπωση της γλώσσας είναι
τα ισχυρά οχυρά της. Μόνη της η προφορικότητα εύκολα, σχετικώς, θα
Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Μ Α Σ Κ ΙΝ Δ Υ Ν Ε Υ Ε Ι!!! 49

μπορούσε να αλωθεί. Ας μην ξεχνάμε εκείνο το τόσο τετριμμένο scripta


manent. Διότι, επιπλέον, εκείνο το, επίσης τετριμμένο, ότι σημασία στη
ζωή μιας γλώσσας, άρα και στις μεταμορφώσεις της, έχει η χρήση της,
περιλαμβάνει, δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει, και τη γραπτή χρήση
της κι όχι μόνο τη λαλιά, την ομιλία. Όταν όμως λέμε γραπτή χρήση
της γλώσσας εννοούμε όχι μόνο μια πρακτική, αλλά ένα ολόκληρο σώ­
μα παιδείας και πολιτισμού, οργανωμένου, θεσμοθετημένου, έλλογου
πολιτισμού που δεν προσβάλλεται εύκολα και μάλιστα καταλυτικά από
τις φευγαλέες χρήσεις. Εδώ η παιδεία, με την ιστορικότητά της, η εκ­
παίδευση με τους θεσμούς της -σχολεία, πανεπιστήμια, εκδόσεις κ λ π -
έχουν αποφασιστικό ρόλο. Το ίδιο σημαντικός είναι ο ρόλος του κρά­
τους και των δημόσιων θεσμών που «ομιλούν» γραπτώς. Όσο κι αν
βγαίνουν στα παράθυρα των MME οι εκπρόσωποί τους, όσο κι αν η
γλώσσα της «εικονογραφημένης πληροφορικής» τούς επηρεάζει, είναι
υποχρεωμένοι να «ομιλούν» γραπτώς. Νόμοι, διοίκηση, δικαιοσύνη,
πανεπιστήμια, επιστήμη, λογοτεχνία κλπ. «ομιλούν» γραπτώς, χρησι­
μοποιούν και δεν μπορούν παρά να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα του
έθνους τους, όσο κι αν ορισμένοι νομίζουν ότι μια αγγλικούρα ή ένας
ξενόγλωσσος νεολογισμός τούς περιποιεί τιμή.
Μ’ αυτήν την πρώτη παρατήρηση έρχομαι σε μια δεύτερη που, ίσως,
έχει περισσότερη σημασία γιατί αγγίζει το πρακτέο.
Εύκολα μπορούμε να καταγράψουμε την αδράνεια και την αδιαφο­
ρία μιας κοινής γνώμης που συνήθισε να μην έχει πρόβλημα με τα προ-
βλήματά της, ένα εκ των οποίων είναι η ποιότητα του πολιτισμού της.
Ο πολιτισμός όμως δεν είναι πράγμα. Είναι αποτέλεσμα σχέσεων. Σχέ­
σεων επικοινωνιακών αλλά και συγκρουσιακών μέσα στις οποίες εκ­
φράζονται αντιτιθέμενες ροπές, αντιτιθέμενες αξίες, διαφορετικοί τρό­
ποι ζωής, κοινωνικές σχέσεις και συμφέροντα που δεν βγαίνουν από το
καλούπι μιας άνωθεν διατεταγμένης ομοιομορφίας. Το τελικό αποτέλε­
σμα έχει αποκρυσταλλώσεις και παγιώσεις, «είναι το κοινά παραδε­
κτό», παρόλο που αμετάκλητες και για πάντα αποκρυσταλλώσεις δεν
υπάρχουν ποτέ. Το παιχνίδι με τα μεγάλα διακυβεύματα των αντιτιθέ-
μενων τάσεων συνεχίζεται. Κι ακριβώς αυτό το αέναο παιχνίδι δίνει τη
δυνατότητα να προβάλλονται αντιστάσεις ακόμη κι απέναντι στις πιο
ισχυρές τάσεις. Αν, λοιπόν, υπάρχει αυτή η ισχυρή τάση προς την αγ-
γλοφωνία και πολύ περισσότερο προς την «τεχνοαγγλική» που θα ισο­
πεδώσει τις εθνικές γλώσσες, και πράγματι υπάρχει, άλλο τόσο υπάρ­
χει η εξίσου ισχυρή τάση των πολιτισμών και των γλωσσών να μην
υποταχθούν, να αντισταθούν, να διατηρήσουν τον εαυτό τους, όχι σαν
50 ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΛ ΕΦΑΝΤΗΣ

ρομαντική νοσταλγία αλλά σαν αξία ενεργό για το παρόν και το μέλλον
τους.
Κι αυτό αφορά όλους, όχι μόνο τους φιλολόγους και τους ποιητές.
Η γλώσσα είναι ένα γλωσσικό «συνανήκειν», μια εστία, η «τεχνοαγγλι-
κή» είναι ένα ξεσπίτωμα. Κανείς, υποθέτω, δεν αισθάνεται άνετα ως
ανέστιος και φερέοικος. Όσο κι αν επιμένουν οι σειρήνες της μεταμο­
ντέρνας γκλαμουριάς και της προσαρμογής στην παγκοσμιοποιημένη
πραγματικότητα, στη «νέα οικονομία», στη νέα παραγωγικότητα, στις
νέες τεχνολογίες, στις νέες αγορές, στα νέα εμπορεύματα, στα νέα επαγ­
γέλματα, στα νέα φερσίματα, στις νέες «γλώσσες», όσο λοιπόν κι αν
όλα αυτά τα «νέα», που θαμπώνουν την όρασή μας, υπάρχουν και είναι
δραστικά, άλλο τόσο υπάρχουν οι άνθρωποι και ο πολιτισμός τους που
δεν βολεύονται με την προσαρμογή. Η γλώσσα είναι ισχυρότατο ανά­
χωμα στην προσαρμογή. Γι’ αυτό άλλωστε βάλλεται. Κι όχι μόνο η ελ­
ληνική.
Για να μη χαθούν οι πολιτισμοί, οι ετερότητες, για να μη χωνευτούν
οι ευρωπαϊκοί λαοί και οι ευρωπαϊκές γλώσσες μέσα στην κατσαρόλα
που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση (melting pot = χωνευτήρι), μέσα στη
σαλατιέρα (salad bowl) που προσφέρει η μεταμοντέρνα νεοτερικότητα
του σημερινού κοσμοσυστήματος, για να υπάρξει η Ευρώπη της συνύ­
παρξης των πολλαπλών ετεροτήτων, και για να μην υπάρξει η Ευρώπη
της ομοιομορφίας, οι ευρωπαϊκοί λαοί, όντας ανοιχτοί στους διπλανούς
τους και γενναιόδωροι, αλλά και υπερασπιζόμενοι τα σύνορά τους,
πρέπει να υπερασπίσουν ό,τι τους διαφοροποιεί και πάνω απ’ όλα τις
γλώσσες τους. Οι γλώσσες της Ευρώπης είναι ο πραγματικός «πλούτος
των εθνών» κι όχι η ελευθερία της αγοράς όπως δίδασκε ο Άνταμ Σμιθ
και οι σύγχρονοι, ημεδαποί και αλλοδαποί, προπαγανδιστές της.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΠΟΥ Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΑ Η ΓΡΑΦΗ
Παντελής Μπουκάλας

ΡΩΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ, ΛΟΙΠΟΝ: Τι πάει να πει, τώρα πια, «δημο­


Ε σιογράφος», πώς μεταφράζεται ο όρος αυτός στη διάλεκτο την
οποία εκπόνησε και επέβαλε το «πνεύμα της εποχής», ποιο το αληθές
αντίκρισμά του στο χρηματιστήριο της κυριολεξίας; Σε τούτη την περί­
πτωση δεν μας βοηθάει να ανατρέξουμε στα λεξικά· το ερμήνευμα που
δίνουν στο οικείο λήμμα έχει συνταχθεί προ Τηλεοράσεως («δημοσιο­
γράφος· ο κατ’ επάγγελμα γράφων εις εφημερίδας ή περιοδικά, ο συ­
ντάσσουν την δημοσιογραφικήν ύλην»), άρα δεν έχει στέρεες συνάψεις
με την ξινή πραγματικότητα που γευόμαστε καθημερινά. Ας μη θεωρή­
σουμε πάντως ασήμαντο το πρώτο κρατούμενο: το «δημοσιογράφος»
χαρακτηρίζεται απερίφραστα επάγγελμα, και όχι λειτούργημα, όπως θα
επιθυμούσαν οι ψευδαισθήσεις μας και η αμάχητη αυτοκολακευτική
μας τάση.
Ο όρος μοιάζει έκπτωτος και ως προς τα δύο μέρη που συνθέτουν
το νόημά του. Η προφανής έκπτωση αφορά το σκέλος της γραφής: σή­
μερα ο ένας στους δύο, στους τρεις που καλύπτονται από την αιγίδα
του δημοσιογράφου, ο ένας στους δύο, στους τρεις που πολιτεύονται,
στην ιδιωτική τους περιοχή και στον κοινωνικό χώρο, μ’ αυτόν τον φο­
βερό συντεχνιακό «αέρα της υπεροχής», χρησιμοποιεί σαν μοναδικό ερ­
γαλείο γραφής το μικρόφωνο· δεν έχει γράψει ποτέ στη μικρή ή μεγάλη
καριέρα του με οτιδήποτε άλλο, μολύβι, στυλό, γραφομηχανή, υπολογι­
στή. Γράφει με τη φωνή του, και προπαντός με τη φωνή των άλλων.
Και, συνήθως, γράφει, μιλάει δηλαδή, άτσαλα, φτωχά, στερεοτυπικά
και με στόμφο -αυτό του ζητούν άλλωστε, κι αυτό έχει μάθει στο σχο­
λείο του (αλλά και στις ιδιωτικές σχολές επαγγελματικής ορθοπεδικής,
όπου, αν κρίνουμε και από τις βροντωδώς ναρκισσευόμενες διαφημί­
σεις, συνήθως τον διδάσκουν φίρμες οι οποίες έγιναν φίρμες ακριβώς
52 ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

επειδή μιλούσαν επίσης άτσαλα, φτωχά, στερεοτυπικά και με στόμφο).


Κι αφού ό,τι μιλιέται, προβάλλεται αμέσως, αφανίστηκε το «πρόχειρο»
(ούτε ο όρος δεν είναι πια οικείος), το ξανακοίταγμα, η πρώτη και δεύ­
τερη γραφή, αφανίστηκε δηλαδή η τέχνη της γραφής. Ο τηλεοπτικός και
ραδιοφωνικός χρόνος δεν τα ανέχεται αυτά. Και πάει χαμένο έτσι το
δηλητήριο με το οποίο ο Καρλ Κράους εμπότισε το απόφθεγμά του
πως «οι δημοσιογράφοι εμπνέονται από την προθεσμία· αν είχαν πε­
ρισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους θα έγραφαν χειρότερα». Πάει χαμέ­
νο εφόσον στη δημόσια λαλιά (και όχι δημόσια γραφή) δεν υπάρχει καν
προθεσμία· όλα είναι «απευθείας», «ζωντανά», χωρίς να μεσολαβεί τί­
ποτε ανάμεσα στο «συγκλονιστικό γεγονός» και τη λήθη που το περιλα­
βαίνει πριν καν αρχίσει το επόμενο δελτίο ειδήσεων.
Αν, εις μνήμην των αρχαίων ημών και της λέξης τους «αδολέσχης»,
προτείναμε την αντικατάσταση του όρου «δημοσιογράφος» με το «δη-
μοσιολέσχης», δημοσιοφλύαρος ή δημοσιολάλος, ώστε να παρακολου­
θήσουμε τις εξελίξεις και την επιβολή της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας
επί της εφημεριδογραφικής, θά ’ταν σαν να μη διακρίναμε τελικά την
άλλη έκπτωση, του πρώτου συνθετικού, τη μη προφανή, την ίσως ύπου­
λη. Και να μην τό ’θελε, το επίθετο «δημόσιος» εξακολουθεί, πειθόμενο
στα ρήματα της ρίζας του, να φυλάσσει εντός του ένα πλάσμα σχεδόν
μυθικό, τον δήμο (πόσο τον φυλάσσει; πάνω-κάτω όσο φυλάσσει τον
«λαό» το δυσεξιχνίαστο πλέον ρήμα «λειτουργώ» ή το αδιαφανές ου­
σιαστικό «λεωφορείο»). Αλλά πόσος και ποιος ακριβώς δήμος σώζεται
υπό το καθεστώς μιας εξουσίας, της τέταρτης, η οποία συχνά-πυκνά
επιθυμεί και επιδιώκει να υποκαταστήσει την πρώτη, τη δεύτερη και
την τρίτη, από έπαρση μάλιστα και βουλιμία και όχι από πρόθεση ενα­
ντίωσης στις άλλες εξουσίες; Σε ποιο κάτοπτρο προτιμά να αντικρίζει
το γραπτό του (ή τον προφορικό του λόγο) ο δημοσιογράφος: στης
εξουσίας το μαυλιστικό και απορροφητικότατο κάτοπτρο (με την
οποία οι σχέσεις του ελέγχονται υπερβολικά στενές και αρκετές φορές
δόλιες) ή στου φασματικού δήμου;
Εν πάση περιπτώσει, όσο μας ενδιαφέρει το νόημα που υπηρετεί ο
δημοσιογραφικός λόγος, άλλο τόσο μας ενδιαφέρει η γλώσσα των μέ­
σων μαζικής ενημέρωσης, η ποιότητα και η παθολογία της. Και το εν­
διαφέρον οφείλεται στην παιδευτική ισχύ και την εμβέλεια της γλώσσας
αυτής, στην ενύπαρκτη δυνατότητά της να εγχαράσσεται στους πολ­
λούς, να εγχαράσσεται μάλιστα βαθύτατα και σχεδόν χωρίς την ελε­
γκτική παρεμβολή της συνείδησης -να εγχαράσσει δηλαδή και να κλη­
ροδοτεί τα λάθη της, τα πάθη της, τις αξίες που υπερασπίζει, τον δικό
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΟΥ Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΑ Η ΓΡΑΦΗ 53

της τρόπο πρόσληψης, ανάγνωσης και ερμηνείας του κόσμου και των
ανθρωπίνων, έναν τρόπο ποτισμένο από την επιπολαιότητα και τη μα-
νιχαϊστική απολυτότητα. Αν ενδιαφέρει ο λόγος που ετοιμάζουν και
διακινούν τα Μέσα, την αιτία θα την αναζητήσουμε στην πολύ μεγάλη
πιθανότητα να αποτελούν αυτά τον ισχυρότερο παιδαγωγό, τον ισχυ­
ρότερο ιδεολογικό μηχανισμό, υποκαθιστώντας την εκπαίδευση, ανα­
πληρώνοντας την κοινωνία και προλαβαίνοντας την πολιτική εξουσία.
Όσα, γλωσσικά, δοκιμάζει να κανονίσει το σχολείο με τις δεδομένες
αδυναμίες του και με επίσης δεδομένη την ψυχική απόσταση των μαθη­
τών από όσα τελούνται στο εσωτερικό του, απειλεί να τα απορρυθμίσει
η μαζική γλώσσα, η «δημοσιογραφική κοινή» -αλλ’ όχι μόνη· εκπεμπό-
μενη πια από αναρίθμητες εστίες, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, έχει
επιπλέον υπέρ αυτής το γεγονός ότι, εν αντιθέσει προς την εκπαίδευση,
τη συνδέει με τους καταναλωτές της σχέση επιθυμίας και τυπικά ελεύ­
θερης επιλογής, και όχι σχέση υποχρέωσης και εξάρτησης.
Βεβαίως, ο όρος «δημοσιογραφική κοινή» ονομάζει ένα φάντασμα,
εφόσον μόνον η δαιμονολογική προσέγγιση του ζητήματος θα θεωρού­
σε τη γλώσσα των Μέσων μονοδιάστατη και μονότροπη, και αποκλει­
στικά παθογόνα. Στους κόλπους της συνυπάρχουν, συχνά αντιδικώ­
ντας, η γραφομένη και η ομιλουμένη, η γλώσσα δηλαδή των εφημερίδων
και των περιοδικών και η γλώσσα των ηλεκτρονικών μέσων, με την τε­
ράστια «κατανάλωση»· συνυπάρχουν η γλώσσα της αγχωμένης προχει­
ρότητας (στη βαθμιαία επικράτηση της οποίας συμβάλλει καίρια και η
απότομη διόγκωση του δημοσιογραφικού σώματος, η διεύρυνσή του με
μετεφήβους άρτι αποφοιτήσαντες από κέντρα παραπαιδείας, όπου πρυ­
τανεύουν απαίδευτοι «αστέρες») και η δουλεμένη, υποψιασμένη γλώσ­
σα, μια μειονότητα που ασφυκτιά· συνυπάρχουν (όχι πάντοτε ειρηνικά)
η γλώσσα των επαγγελματιών, όσων δηλαδή ασκούνται στο μεροδούλι-
μερογράφι, και η γλώσσα όσων επισκέπτονται σποραδικά ή συχνότερα
τα Μέσα, δηλαδή πολιτικοί, ηθοποιοί, παράγοντες του αθλητισμού, αλ­
λά και πανεπιστημιακοί και συγγραφείς, καθένας από τους οποίους δο­
κιμάζει να ενοφθαλμίσει το δικό του γλωσσικό ύφος και ήθος· συνυπάρ­
χουν άψογα κείμενα μιας πλούσιας δημοτικής, που συστήνουν σφριγη­
λό κριτικό λόγο, με διεκπεραιωτικά συμπιλήματα κοινοτοπιών και σο­
λοικισμών.
Δύσκολα, λοιπόν, θα μπορούσε να θεωρηθεί γλωσσικά μονότονη και
μονοφωνική η παρουσία των Μέσων, όσο κι αν το μοντέλο που κυριαρ­
χεί, σχεδόν υπαγορευμένο από τη γλωσσική προσδοκία του κοινού, που
ωστόσο την έχει δημιουργήσει το ίδιο, ασφυκτιά μέσα στην αποκαρδιω­
54 ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

τική προβλεψιμότητά του- λιγοστά τα επίθετά του, μνημεία της υπερβο­


λής, και λιγότερες οι παρομοιώσεις του -τα τρυκ της έκφρασης εξέπε­
σαν ήδη σε τικ.
Αν λοιπόν η «μεσάζουσα» γλώσσα κρίνεται προβληματική αλλά και
παραγωγός προβλημάτων, εντιμότερο είναι να συνεκτιμηθεί σαν τμήμα
του γενικότερου προβλήματος λόγου και παιδείας, και πάντως δίχως
τις κραυγές της κινδυνολογίας, που ενίοτε δεν υπηρετούν άλλον στόχο
από την τιμητική αυτοεξαίρεση του κινδυνολογούντος. Επί παραδείγ­
ματα Αν υποτεθεί ότι αποδεχόμαστε το μάλλον δημοφιλές δόγμα σύμ­
φωνα με το οποίο η γλώσσα των Μέσων πένεται και η μικρότατη περι­
ουσία της δεν της επιτρέπει να προωθηθεί και κάτω από την επιδερμί­
δα των πραγμάτων και των αισθημάτων, αφού την εγκλωβίζει στην
άγονη περιοχή των ρητορικών συμβάσεων, θα οφείλαμε να στρέψουμε
ισότιμα την επιτιμητική προσοχή μας και σε μεγάλο μερίδιο της νεοελ­
ληνικής πεζογραφίας, της περισσότερο επιτυχημένης αγοραστικά· εκεί,
λοιπόν, σε εκατοντάδες εκατοντάδων επεισοδιώδεις σελίδες, η γλώσσα
δεν έχει μήτε κόκαλα μήτε μεδούλι, αφού δεν θεωρείται τελεστής συγκί­
νησης, δεν θεωρείται καν διακύβευμα της λογοτεχνίας και αναπόσπα­
στο συστατικό της, αλλά ένας ταπεινός συρμός που έχει αναλάβει να
μεταφέρει διανοήματα τα οποία υποτίθεται ότι είναι δυνατόν να αρ­
τιωθούν δίχως τη γλώσσα, και ερήμην της ακόμη.
Στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα, και με εφαλτήριο είτε το
1974 της μεταδικτατορικής έκρηξης είτε το 1976 της γλωσσικής μεταρ­
ρύθμισης, η γλώσσα των εφημερίδων κινήθηκε από την κατεστημένη
απλή καθαρεύουσα προς την αστική δημοτική. Ας προσπαθήσουμε λοι­
πόν να προσδιορίσουμε κάποια γενικά γνωρίσματα αυτής της διαδρο­
μής ή να εντοπίσουμε κάποιες πιθανόν ενδιαφέρουσες περιθωριακές
πτυχές, προσημειώνοντας ότι είναι σταθερά μεγάλος ο αριθμός των αυ-
τοαναφορικών κειμένων στον Τύπο, όπου, σε άρθρα, σε σχόλια αλλά
και σε επιστολές αναγνωστών, ελέγχεται η στάθμη της γλώσσας του ή
της ελληνικής γλώσσας εν γένει. Στα περισσότερα σχετικά κείμενα είναι
ευδιάκριτος ο πρόχειρος κινδυνολογικός-εσχατολογικός τόνος, ο οποί­
ος θωπεύει τη δημόσια ακοή, εφοδιάζοντάς τη με τα προσφιλή της στε­
ρεότυπα περί ανίατης κρίσεως, και ταυτόχρονα αυτοκολακεύεται. Να
σημειωθεί ακόμη ότι ο επίσης συχνός δημοσιογραφικός έλεγχος αλλο-
τρίων λαθών (κυρίως των πολιτικών) δεν μεριμνά πάντοτε να εδραστεί
στην καλή γνώση των λεξικών πραγμάτων. Κάποιος πολιτικός επί πα-
ραδείγματι καταγγέλθηκε, επί λέξει, ότι «εκτελεί τη γλώσσα» επειδή
τόλμησε να πει ότι «το κόμμα του εκτελεί στο ακέραιο το καθήκον
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΟΥ Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΑ Η ΓΡΑΦΗ 55

του». Ο σαρκαστικός επικριτής έτυχε προφανώς να λησμονήσει ότι το


«εκτελώ» έχει και τη σημασία τού «επιτελώ», εκτός από εκείνη του «α­
ποκεφαλίζω».
Ιδού, λοιπόν, ορισμένα γλωσσικά γνωρίσματα του μεταπολιτευτικού
Τύπου, μια πρώτη προσέγγιση των οποίων είχα επιχειρήσει σε ομιλία
μου στο «Συνέδριο για την ελληνική γλώσσα - Είκοσι χρόνια από την
καθιέρωση της νεοελληνικής (δημοτικής) ως επίσημης γλώσσας», που
είχε οργανωθεί από τον Τομέα Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθη­
νών και την εν Αθήναις Γλωσσική Εταιρεία (Αθήνα, 29.11.1996-
1.12.1996).
1. Είναι μάλλον υποχρεωτικό να υπογραμμιστεί ευθύς εξαρχής ότι,
με πολύ γρήγορο ρυθμό και δίχως αποτελεσματική αντίσταση, η εικόνα
επέβαλε το καθεστώς της, τη λογική και την αισθητική της, ταπεινώνο­
ντας το λόγο. Για να αμυνθούν στην επικράτηση των τηλεοπτικών διαύ­
λων, οι περισσότερες εφημερίδες έσπευσαν να υιοθετήσουν ακριβώς
τον τηλεοπτικό τρόπο, τον τρόπο της εικόνας, ο οποίος τις απειλούσε.
Μίκρυναν λοιπόν τις σελίδες τους, κόβοντάς τες σ’ ένα στενάχωρο σχή­
μα, το ταμπλόιντ, μεγέθυναν, πολλαπλασίασαν και χρωμάτισαν τις φω­
τογραφίες τους, μείωσαν (σε αριθμό και σε έκταση) τις επιφυλλίδες και
όσα κείμενά τους έτειναν προς το δοκίμιο, τέλος, γιγάντωσαν τους τίτ­
λους τους, οι οποίοι λογοπαίζουν ολοένα συχνότερα ή δανείζονται και
μιμούνται τις τεχνικές της διαφημιστικής συνθηματοποιίας. Υπάρχουν
πλέον πολλοί πρωτοσέλιδοι τίτλοι, των δύο αράδων, όπου ένα ρήμα ή
ένα ουσιαστικό, στην πρώτη αράδα, τερατώδους μεγέθους, προτείνεται
σαν επιφώνημα ή σαν κραυγή κενή νοήματος, εφόσον δεν διατηρεί την
παραμικρή σχέση με την επόμενη αράδα, γραμμένη με άσημα δωδεκάρια
ή δεκατεσσάρια. Οι λέξεις γίνονται λοιπόν λίθοι, μόνο που στρέφονται
πρώτα κατά της δικής μας κεφαλής.
2. Η γλωσσική συμπεριφορά των εντύπων, όπου δεν υπήρξε τυχαία,
προέκυψε σαν αποτέλεσμα είτε της βούλησης κάποιων διευθυντικών
στελεχών, που εμφορούνταν από την απολύτως συνηθισμένη πεποίθη­
ση ότι η εξουσία δικαιούται να νομοθετεί και να λογοθετεί, είτε της βια­
στικής και ελαφρώς λαϊκιστικής συμμόρφωσης προς το νέο Παράδειγ­
μα, και όχι κάποιας βαθύτερης σκέψης. Κάθε εφημερίδα, λόγου χάρη,
εισήγαγε και ακολουθεί το δικό της μονοτονικό σύστημα (αν και η λέξη
«σύστημα» εδώ ακούγεται βαρύτατη), χωρίς ιδιαίτερη συνέπεια από σε­
λίδα σε σελίδα· άλλωστε, ορισμένοι κινήθηκαν προς την επιλογή του
μονοτονικού με την πρόθεση να το χρησιμοποιήσουν σαν πειστήριο
56 ΠΑΝΤΕΛΗΣ Μ ΠΟΥΚΑΛΑΣ

προοδευτικότητας, σχεδόν αμέσως δε διαπίστωσαν ότι αυτή η τόσο ρη­


χή προοδευτικότητα μπορούσε να τους αποφέρει σημαντικό οικονομι­
κό όφελος. Ανάλογη ποικιλία παρατηρείται και στη γραμματική των
εφημερίδων. Άλλες πολιτεύονται γλωσσικά υπό την επιρροή των πλέον
απλουστευτικών λεξικών, άλλες εμφανίζονται συντηρητικότερες και,
τουλάχιστον ως προς τα ξένα κύρι,α ονόματα, κρατούν την παραδοσια­
κή ορθογραφία. Νομίζω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πολυτυπία
μάλλον επιτείνει τη σύγχυση (την οποία άλλωστε συντηρούν και τα λε­
ξικά, με τη δική τους αμηχανία) παρά επαληθεύει την απελευθερωτική
ποικιλία της ελληνικής, τη ρυθμική ευστροφία της.

3. Και η πρόχειρη φυλλομέτρηση βεβαιώνει ότι δεν έχουν λείψει τα


φύλλα ή οι στήλες που εξακολουθούν να γράφονται στην καθαρεύουσα,
είτε στην «καθαρή» μορφή της, για να λογοπαίξουμε, είτε σε ηπιότερη.
Σημειώνω τρεις εκδοχές χρήσης της καθαρεύουσας: (α) Την ιδεολογική
-όταν το γλωσσικό κέλυφος, που το ανασύρει και το χρησιμοποιεί η
πεποίθηση ότι η ελληνική είναι γλώσσα θεία, άφθαρτη στο χρόνο, επι­
στρατεύεται για να υποδείξει ή και να κραυγάσει μιαν ολονέν ρηχότερη
ελληνικότητα που με ανάδελφο οίστρο αυτοπροτείνεται σαν μόνη αυθε­
ντική. (β) Τη σκωπτική χρήση της μορφής της καθαρεύουσας, του φαί-
νεσθαί της· σε αυτές τις ασκήσεις ύφους επιβάλλεται η πρόθεση του
σαρκασμού, πρόθεση ωστόσο που δεν υποστηρίζεται πάντοτε από βα­
θύτερη γνώση των κανόνων της καθαρεύουσας, του νοηματοδοτικού
τρόπου της, των ελιγμών και των τεχνασμάτων της. (γ ) Την οιημαηκή
τέλος χρήση όχι συνολικά της καθαρεύουσας αλλά κάποιων απολιθω­
μάτων, κάποιων εντελώς εξωτερικών στοιχείων της, η ένθεση των οποί­
ων στον δημοτικώς κανονικό λόγο υποτίθεται ότι προσδίδει κύρος και
επαληθεύει κάποια πνευματική υπεροχή.
Πιστεύω ότι η -κυριακάτικη συνήθως- επιμονή στα γραβατωμένα
«διά την», «εις την» κ.τ.τ. πρέπει να εξεταστεί υπό το ίδιο πρίσμα που
θα εξεταζόταν και η ομόρροπη γλωσσική κίνηση πολιτικών ανδρών οι
οποίοι φρονούν ότι αναβαθμίζουν τη ρητορεία τους σφηνώνοντας στη
δημοτική τους ένα παράταιρο «εις την», φρονούν δηλαδή ότι έτσι κα­
θιερώνουν την εξουσία τους και αποδεικνύουν τις ειδικές γνώσεις τους
-οπότε εγείρεται το ερώτημα: μπορεί να φενακίσει ο φενακισμένος, και
μάλιστα ο αυτοφενακισμένος; Δεν αναφέρομαι εδώ στους προχωρημέ­
νης ηλικίας πολιτικούς, που ενηλικιώθηκαν γλωσσικά σε περιβάλλον
καθαρεύουσας, οπότε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ο αταβισμός
τους ανασύρει καθαρεύοντα στερεότυπα, αλλά στη γενιά των ήδη εξου-
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΟΥ Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΑ Η ΓΡΑΦΗ 57

σιαζόντων σαραντάρηδων, μέλη της οποίας σπεύδουν να φορέσουν


έναν ανοίκειο για την παιδεία τους γλωσσικό μανδύα (να πω χιτώνα;),
κινούμενοι από την πεποίθηση ότι έτσι θα αποδείξουν ότι ωρίμασαν
και θεράπευσαν τις παιδικές τους ασθένειες, τις πολιτικοϊδεολογικές
εννοείται. Είναι αποκαλυπτικό το πώς γερνάει, άλλοτε σταδιακά και
άλλοτε ραγδαία, ο δημόσιος λόγος του εκάστοτε κυβερνητικού εκπρο­
σώπου: για να μη ναυαγήσει μέσα στο ψεύδος της εξουσιαστικής του
συνθήκης, αρπάζεται από τα «ξύλα» μιας μιξοκαθαρεύουσας.
.
4 Η δημοσίως γραφομένη γλώσσα άρχισε να εμφανίζεται -και επι­
μένω στο ρήμα εμφανίζεται- απελευθερωμένη, απαλλαγμένη από τα­
μπού. Βωμολοχεί λοιπόν όχι μόνο ασύστολα αλλά και με προπέτεια
και με την αυτάρεσκη αίσθηση ότι επαναστατεί ριζικά. Αν προ ετών τα
αποσιωπητικά κολόβωναν πάνω στο χαρτί τις λέξεις του προφορικού
υβρεολογίου, τώρα έχουμε εισέλθει στην περίοδο του «ολογράφως»,
του «υβρίζειν ολογράφως» -άλλωστε και στην τραγουδοποιία έχουμε
από καιρό αφήσει πίσω μας την εποχή του ερωτικού υπαινιγμού για να
υπακούσουμε στους όρους της αχρειογλωσσίας, της απερίφραστης και
προκλητικά χυδαίας καταδήλωσης. Η αρχή έγινε από κάποιες αθλητι­
κές εφημερίδες που καθιέρωσαν την αργκό του χουλιγκανισμού, από
παραπολιτικά έντυπα τα οποία για να σκανδαλίσουν υιοθέτησαν ένα
ιδίωμα που θρυλείται ότι θριαμβεύει στα καφενεία, και από τα ημιπορ-
νογραφικά περιοδικά του λεγάμενου life style, αλλά πλέον η ψευδώνυ­
μη αυτή απελευθέρωση στεγάζεται και σε στήλες ημερησίων εντύπων
και σε «παιγνιώδεις» ραδιοφωνικές εκπομπές, όπου η ελευθεριότητα
της έκφρασης υπηρετεί (ή δοκιμάζει να επικαλύψει) τη συντηρητικότη-
τα ή και τη νεοκυνική αντιδραστικότητα της σκέψης.
5. Τα εντελώς πρόσφατα χρόνια, κάποια φύλλα, υποθέτοντας ότι το
κοινό τους είναι είτε ράθυμο είτε απολύτως υποταγμένο στις συνήθειες
της τηλεόρασης, εισήγαγαν με βροντόφωνη διαφήμιση την τεχνική του
«έντυπου ζάπινγκ», αν μου επιτρέπεται ο προδήλως αδόκιμος όρος.
Μελανώνουν δηλαδή σε κάθε κείμενό τους τις ελάχιστες περικοπές στις
οποίες οφείλει να σταθμεύσει ο αναγνωστικός οφθαλμός· οι υπόλοιπες
αράδες, τυπωμένες με άσημα λευκά στοιχεία, προφανώς θεωρούνται
περιττές ή και ισότιμες του απολύτως λευκού χάρτου. Πρόκειται άραγε
για έμμεση αυτοκριτική;
Γενικώς, έχει μάλλον επιβληθεί ένα πνεύμα μινιμαλισμού της γλώσ­
σας, και πιθανόν μινιμαλισμού της σκέψης. «Πόσες λέξεις είναι αυτό
το κομμάτι και τι φωτογραφίες παίρνει» -αυτή είναι η πηγή του άγ­
58 ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

χους, αυτή η πρωταρχική μέριμνα, και όχι το ποιες είναι οι λέξεις ή πό­
σες οι πιθανότητες να μη χρειάζεται ούτε μία φωτογραφία.
6. Από ξιπασιά και μιμητισμό περισσότερο, παρά από αυθεντική
ανάγκη, ο δημοσιογραφικός λόγος άρχισε να ενδίδει στην απεριόριστη
χρήση ξένων λέξεων, ακόμη κι όταν η ελληνική έχει να αντιπροτείνει
ποικίλες λύσεις. Η ροπή αυτή εμφανίζεται ακατανίκητη στην τιτλοδό-
τηση των νεοεκδιδόμενων περιοδικών, όπου πλεονάζουν οι ξενόγλωσ­
σοι τίτλοι, όπως επίσης πλεονάζουν οι ξενιστί επιγραφόμενες στήλες.
Κι αν είναι δύσκολο να υιοθετηθεί ο όρος «αναπήδηση» αντί του κοι­
νόχρηστου και απολύτως κατανοητού πλέον «ρημπάουντ», όπως προ­
τείνει η Ακαδημία, οπωσδήποτε μόνον γέλωτα, πικρό γέλωτα, παράγει
η χρήση στα γραπτά μας τραγελάφων όπως το «ογδόντα ’s», προς υπό­
δειξη της δεκαετίας του 1980. Δεν κινδυνεύει βέβαια να σωπάσει η ελ­
ληνική εξαιτίας των δανείων, όσο μιλιέται και γράφεται, κι όσο δεν
κλονίζεται η δομή και η σύνταξή της. Μήπως σώπασαν η αγγλική και η
γαλλική λόγω των τόσων λημμάτων που άντλησαν από την αρχαία ελ­
ληνική, για τα οποία εμείς καμαρώνουμε άστοχα, ακόμη κι όταν τα ξα-
ναδανειζόμαστε;
.
7 Με το πέρασμα του χρόνου η γλώσσα των εφημερίδων ξανοίχτηκε
προς τις δυνατότητες που προσφέρει ο προφορικός λόγος, με την ελπί­
δα ότι έχει να κερδίσει σε φρεσκάδα και αμεσότητα. Ανάλογη ελπίδα
την οδήγησε στην υιοθέτηση στοιχείων της λεγάμενης γλώσσας των εφή­
βων. Παρότι δεν είναι πάντοτε σαφές κατά πόσον οι κινήσεις αυτές
υπακούουν στις επιταγές του μιμητισμού ή του παλιμπαιδισμού, ή ακό­
μη και στην αγοραία ανάγκη κατεπείγουσας προσαρμογής στον τηλεο­
πτικό κανόνα, είναι πιθανό να οδηγήσουν στη σχετική απεξάρτηση της
γραφομένης από τα ξύλινα εκφραστικά, λεκτικά και συντακτικά στερε­
ότυπα που τη βαραίνουν και την αφυδατώνουν, πολλά από τα οποία
έχουν καθαρευουσιάνικη καταγωγή.
Ας μη θεωρηθεί πάντως ότι η δεσποτεία των κλισέ έληξε. Ζουν και
βασιλεύουν, προπάντων στην περιοχή των τίτλων, όπου χρησιμοποιού­
νται σαν γιατροσόφι της αμηχανίας και σαν φτιασίδωμα της ραθυμίας,
επιβεβαιώνοντας τη γνώμη πως η εφήμερη γλώσσα, πρησμένη από τον
καταγωγικό βερμπαλισμό της, αποσκοπεί πρωτίστως στον εντυπωσια­
σμό. Ιδού μερικά από τα πλέον συχνόχρηστα κλισέ: «Βαθαίνει το ρήγ­
μα...» -δεκαετίες τώρα βαθαίνει και πυθμένας πουθενά. «Ανεβαίνει ο
πυρετός...» -όλο ανεβαίνει, κι ο Κέλσιος βλέπει απορημένος την κλίμα­
κά του να μένει δεκάδες βαθμούς πίσω από την «καυτή επικαιρότητα».
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΟΥ Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΑ Η ΓΡΑΦΗ 59

«Κόλαση θύμιζαν οι σκηνές...» -παρότι μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευ­


χθεί «απευθείας σύνδεση» με την Κόλαση ώστε να την αναγνωρίσουμε
ευθύς αμέσως και να τη θυμηθούμε. «Άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου» -κι
ανοίγουν τόσο συχνά που είναι πια να αναρωτιέται κανείς ποιοι άνε­
μοι απέμειναν στη δικαιοδοσία του θεού, ο οποίος πάντως, ολιγαρκέ­
στερος των δημοσιογραφούντων, διέθετε έναν μόνο σάκο.
.
8 Σαν σφουγγάρι ακόρεστο, η δημοσιογραφική γλώσσα απορροφά
λαίμαργα και δίχως σαφή την έγνοια της αφομοίωσης οτιδήποτε παρά­
γει και διακινεί κάθε καινούργια μόδα, όποιο κι αν είναι το πεδίο της
δράσης της, η λογοτεχνία ας πούμε, η τραγουδοποιία, ο κινηματογρά­
φος, και εσχάτως το χρηματιστήριο. Από την κατά κόρον και με ποικί­
λες (και όχι πάντοτε στοχαστικές) προσαρμογές τού πεζογραφικού τίτ­
λου «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς...» έως το συχνόχρηστο «Μετέωρο
βήμα» του πελαργού ή του υπουργού, και από το πολυτραγουδισμένο
σε παραλλάσσοντες τίτλους «Διδυμότειχο μπλουζ» έως τα λίμιτ-απ, λί-
μιτ-ντάουν και μπλου τσιπ, η γλώσσα των Μέσων υιοθετεί ενθουσιωδώς
και εντέλει επιβάλλει μαζικά εκφράσεις και κλισέ ειδικών χώρων. Σε αυ­
τές τις περιπτώσεις συμβαίνει ό,τι ακριβώς και με το κάπνισμα: το πρώ­
το τσιγάρο, το πρώτο άναμμα του λογοπαιγνίου, έχει την αστραφτερή
ομορφιά του- το δεύτερο είναι νοσταλγία, το τρίτο μίμηση, το τέταρτο
ανακλαστικό των δακτύλων, το εικοστό έξις ψυχική, το μυριοστό νόσος.

.
9 Θα ήταν άδικο αν δεν σημείωνα εδώ ότι η δημοσιογραφική γλώσ­
σα έχει συμβάλει, χάρη στη συνδρομή τόσο των επαγγελματιών χειρι­
στών της όσο και των σταθερών επισκεπτών της, στον απεγκλωβισμό
της δημοτικής από την παλαιά ιδεολογική αδιαλλαξία. Μπορεί να σκο­
ντάφτουμε ακόμη σε λέξεις που τις ανασύρει η τάση υπερακόντισης της
ίδιας της δημοτικής, τάση από την οποία διακρίνονται όσοι θέλουν να
αισθάνονται και κυρίως να δείχνουν λαϊκότεροι του λαού, ωστόσο η
«μέση» αστική δημοτική των εντύπων εμφανίζεται ικανή να αντιπαρέλ-
θει και τα λάθη της και τις υπερβολές της και να τα αφομοιώσει. Δεν θα
ισχυριζόμουν το ίδιο για τη «μέση δημοτική» των διαύλων. Εκεί ο χρό­
νος δεν είναι με το μέρος των ρητόρων, ο δε συνήθης στόμφος αδυνατεί
να καλύψει πάντοτε την κατά βάθος απαιδευσία, η οποία, εν τη επάρσει
της, παράγει και τα μόνα λάθη που θα μπορούσε να μας ενδιαφέρουν: τα
λάθη που δεν οφείλονται στην ερμηνεύσιμη αδαημοσύνη ή τη βιασύνη αλ­
λά στην προπέτεια και την ξιπασιά, στην ασυγκράτητη επιθυμία να δεί­
ξουμε ανώτεροι της πραγματικής περιουσίας μας.
60 ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

Και τότε, από την ίδια οίηση ορμώμενοι, μιλάμε για το «ευσεβές πο-
σόν που στοίχισε η μεταγραφή του τάδε ποδοσφαιριστή», αφού το ται­
ριαστό επίθετο «σεβαστός» δεν καταφέρνει να αποσπάσει το σεβασμό
μας, ή για τους «ποδοσφαιριστές» και τους «προπονητάς», που, ακρι­
βώς με την καθαρευουσιάνικη κλιτική εκδοχή τους, υποτίθεται ότι ανα­
βαθμίζουν τόσο το επάγγελμά τους όσο και τη ρητορική μας ικανότητα.
Τότε λέμε «η δεδηλωθείσα άποψη» και «η κατάσταση είναι, εκ των ονκ
άνευ», οπότε η απουσία του αναφορικού «ων» δεν δικαιούται καν να
μας απασχολήσει. Τότε επίσης λέμε «ως κεραυνός έπεσε η είδηση κτλ.»,
επειδή κάπου κάτι ακούσαμε για τη λαθεμένη χρήση τού «σαν». Πρόκει­
ται για λάθη που υποδηλώνουν πάθη του ήθους και του πνεύματος
(αλαζονεία, ρηχότητα, ναρκισσισμός), πάθη που αποτυπώνονται σαφέ­
στερα στο περιεχόμενο του δημοσιογραφικού λόγου, στα εξουσιόφιλα
στερεότυπα που διακινεί και στις αξίες που διακονεί.

* * *

«Μακρινοί πρόγονοι των δημοσιογράφων», σύμφωνα με τη γενεαλογία


που εισηγήθηκε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης στο Δημοσιογραφικό Συνέδριο της
Σαμοθράκης το 1996, «είναι οι ρήτορες του 5ου προχριστανικού αιώνα
στην πόλη των Αθηνών, ή ακόμη και περιοδεύοντες σοφιστές». Και
φαίνεται πως η καταγωγή αυτή βαραίνει ιδιαίτερα τον δημοσιογραφικό
λόγο, και ως προς τα νοήματά του και ως προς την έκφραση που επιλέ­
γει για να τα αναδείξει. « Έστω δέ ή ρητορική δύναμις περί έκαστον
τοϋ θεωρήσαι τό ένδεχόμενον πιθανόν» σημείωνε ο Αριστοτέλης για
την τέχνη αυτή, είναι δηλαδή η ικανότητα να βρίσκουμε για οποιοδήπο-
τε θέμα το επιχείρημα που μπορεί να γίνει πιστευτό. Μήπως δεν στέκει
ο ορισμός του και για τη δημοσιογραφία;
Η «ΦΘΟΡΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ,
Η «ΑΦΘΑΡΣΙΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Γιάννης Η. Χάρης

TΤ “Φ ΘΟΡΑ” ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, η “α φ θ α ρ σ ία ” τη ς γ λ ώ σ σ α ς » ε ίν α ι


Τ Τ το θέμα μου, και σπεύδω να διευκρινίσω ότι τους όρους φθο­
ρά και αφθαρσία τους εννοώ μέσα σε εισαγωγικά: δεν παραπέμπουν
στο φαινόμενο αλλά στον λόγο που διαπιστώνει ακριβώς φθορά της
γλώσσας, συρρίκνωση, μαρασμό ή και θάνατο της γλώσσας. Απέναντι
λοιπόν σ’ αυτό που εννοείται σαν φθορά της γλώσσας θέλω να αντιτά-
ξω την αφθαρσία, όχι σαν έννοια αντίπαλη, παρά σαν ακύρωση του
συλλογισμού αυτού: ισχυρίζομαι δηλαδή ότι η φθορά της γλώσσας, αυ­
τό που μπορεί να θεωρούμε φθορά της γλώσσας, είναι ακριβώς η
αφθαρσία της γλώσσας.
Βρίσκομαι εδώ εξαιτίας της επαγγελματικής μου ιδιότητας, του
διορθωτή κειμένων, του επιμελητή εκδόσεων, που με φέρνει επί τριάντα
χρόνια σε στενή, διαστροφική επαφή με κάθε λογής κείμενα, και έχω
την τύχη να απευθύνομαι σε ανθρώπους που έχουν οι περισσότεροι
επαγγελματική σχέση με τη γλώσσα: έτσι, πιστεύω ότι θα αναφερθώ σε
κοινές εμπειρίες και σε κοινά ανακλαστικά. Πρέπει γι’ αυτό να κάνου­
με «ανακωχή»: δεν γράφετε εσείς σήμερα -μιλώ για τους δημοσιογρά­
φους- και δεν κρατώ εγώ τον κόκκινο μαρκαδόρο που πουλάει σοφία
και εμβρίθεια, που επεμβαίνει στα κείμενα και στη γλώσσα σας, και
ίσως κάποτε αυθαιρετεί. Προσπαθώντας να κάνει, τι; Να διορθώσει το
λάθος, να συμμορφώσει, να υποτάξει στη νόρμα. Αλλά ποια η νόρμα;
Κι όμως, κάθε γλώσσα έχει μια νόρμα, μια νόρμα που οπωσδήποτε δεν
είναι πλαίσιο, κάδρο απολύτως γεωμετρημένο και κλειστό, αλλά δεν
παύει να είναι παραταύτα νόρμα -δηλαδή κανόνες. Οι οποίοι βεβαίως
δεν είναι ποτέ δοσμένοι αρχήθεν, εκ Θεού. Και εδώ θα παραπέμψω στις
κοινές εμπειρίες, όπως ανάγγειλα: όλοι έχουμε περιπλανηθεί ατέλειω­
62 ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΧΑΡΗΣ

τα, αναζητώντας τα ασαφή όρια που υπάρχουν -οπωσδήποτε υπάρ­


χουν- στη διακίνηση ανάμεσα στα διαφορετικά ιστορικά στάδια της
γλώσσας· και όλοι μπορούμε να μαρτυρήσουμε για την κάποτε ανύπαρ­
κτη, άλλοτε λειψή, συχνά αποπροσανατολιστική βοήθεια των λεξικών
και των συναφών εγχειριδίων. Όπως είναι φυσικό, σ’ όλη αυτή τη δια­
δρομή ανθούν τα λάθη. Κι ερχόμαστε τώρα κάποιοι από εμάς, ο δάσκα­
λος, ο φιλόλογος, ο φύλακας, ο τροχονόμος, ο διορθωτής, ο απέναντι
αναγνώστης ή ακροατής, ειδικοί και μη, όλοι με το κοινό μας πάθος για
τη γλώσσα, επισημαίνουμε τα λάθη -ορθώς!- και λιγοθυμούμε -λάθος!
Λόγω της επαγγελματικής μου ιδιότητας μπορώ να καταλάβω περίο­
πτη θέση στην ιεραρχία των λαθολόγων. Και μπορώ έτσι να απλώσω
μπροστά σας κατάφυτα «λιβάδια με μαργαρίτες», όπως λένε, όχι από
αυτά τα οποία διαπομπεύουν μικρά παιδιά του σχολείου, μαθητές και
φοιτητές, όλη αυτή την ανεκδοτολογία που συσκοτίζει ή και αγνοεί τα
μαθησιακά προβλήματα, πρώτ’ απ’ όλα, πλάι στον εξουσιαστικό λόγο
του σχολείου ή το άγχος των εξετάσεων -όχι υλικό από τέτοια πηγή αλ­
λά από τα δικά μας τα κείμενα, τα δικά μου και τα δικά σας, των επαγ-
γελματιών της γλώσσας, και ακόμα παραπάνω, κείμενα καθηγητών φι­
λολόγων, καθηγητών γλωσσολόγων, και να φαιδρύνουμε την ατμό­
σφαιρα, να σκανδαλίσουμε και να σκανδαλιστούμε. Εύκολο πολύ αυτό,
αλλά, πέρα από το να σαρκάσει αυτούς που μιλούν για «φθορά» της
γλώσσας, αντιτάσσοντάς τους τη «φθορά» της δικής τους γλώσσας, δε
μας βγάζει πουθενά. Κυρίως μας παγιδεύει σε μια λογική που θέλω να
δείξω ότι ελάχιστη σχέση έχει με την ιστορία της γλώσσας, άρα με τη
γλώσσα την ίδια, αφού απ’ τη μια τη θέλει αδιάσπαστη και τρισχιλιετή
και απ’ την άλλη επιμένει να την παρατηρεί καθηλωμένη και στατική
μέσα στα ελάχιστα τετραγωνικά που επιτρέπει η προσωπική, συγχρονι­
κή ματιά του καθενός μας.

Η ΑΠΟ ΑΙΩΝΩΝ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ

Αναφέρθηκα απ’ την αρχή στην εσχατολογία που σκύβει πάνω από τα
όντως υπαρκτά και όντως πολλά λάθη που συναντούμε κάθε μέρα, και
πάνω σ’ αυτά τα λάθη μοιρολογάει τη γλώσσα -και θέλω να τονίσω σ’
αυτό το σημείο ότι το φαινόμενο δεν είναι ούτε τωρινό ούτε εγχώριο.
Ακόμη και οι Άγγλοι θρηνούν τη δική τους γλώσσα, ότι φτωχαίνει, λέ­
νε, και συρρικνώνεται, παρά το γεγονός ότι αυτήν δεν την απειλεί κά­
ποια ανύπαρκτη ισχυρότερη. Δεν είναι εγχώριο λοιπόν το φαινόμενο
Η «ΦΘΟΡΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Η «ΑΦΘΑΡΣΙΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ 63

της εσχατολογίας. Αλλά δεν είναι,, είπα, και τωρινό: όσο πίσω και να
ανατρέξουμε, από το πολύ πρόσφατο παρελθόν έως το απώτερο, στις
εφημερίδες, στα βιβλία, στις ιστορικές πηγές, πάντα βλέπουμε την έντο­
νη ανησυχία ή την κινδυνολογία για την τύχη της γλώσσας.
Αυτό και μόνο πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις. Τι λέει δηλαδή η
ιστορία; Ότι κάθε εποχή άνθρωποι σοβαροί, ειδικοί επιστήμονες, δηλα­
δή γραμματικοί, το πάλαι ποτέ, φιλόλογοι έπειτα, γλωσσολόγοι σήμε­
ρα, επισημαίνουν πλήθος παρεκκλίσεις και λάθη στη χρήση της γλώσ­
σας, και συμπεραίνουν έτσι πως η γλώσσα νοσεί, κινδυνεύει, πεθαίνει.
Ειδικοί, είπαμε, οι άνθρωποι αυτοί, και δίκιο έχουν ολοφάνερα σ’ αυ­
τά που επισημαίνουν, στα λάθη. Αν όμως είχαν δίκιο και στην εκτίμησή
τους ότι μ’ αυτά τα λάθη -τα όντως υπαρκτά και όντως πολλά, το ξα-
ναλέω- σβήνει, πεθαίνει η γλώσσα, τότε θα βρισκόμασταν σήμερα άφω­
νοι, άγλωσσοι, ή πάντως με κάποια διάλεκτο, με κάποια γλώσσα άλλη
από αυτήν για την οποία περηφανευόμαστε πως είναι μία, ενιαία, τρι­
σχιλιετής. Φανταστείτε δηλαδή μια γλώσσα που επί αιώνες νοσεί, που
συσσωρεύει στο σώμα της λάθη επί λαθών, τι ξέφτι γλώσσας πλέον
πρέπει να είναι.
Για να το πω αλλιώς: αν είχε δίκιο ο Φρύνιχος, λόγου χάρη, τον 2ο
αιώνα μ.Χ., καθώς στηλιτεύει τη γλώσσα της εποχής του, με τις έκφυ­
λες πάνν και αηδείς, όπως τις χαρακτηρίζει, λέξεις, και αν τότε η Κοι­
νή των ελληνιστικών χρόνων, η γλώσσα των Ευαγγελίων, είναι λείψα­
νο κακοφορμισμένο της αττικής γλώσσας -σαν τι να είναι, κοντά είκοσι
αιώνες μετά, η γλώσσα η σημερινή; Στη γλωσσική χωματερή λοιπόν και
Σολωμός και ΓΙαλαμάς, Σικελιανός και Ρίτσος, Σεφέρης και Ελύτης,
για να μείνω στην ποίηση μόνο, και σ’ αυτούς που έχουν φύγει μόνο.
Ο βέβηλος αυτός λόγος γεννά την αντίδραση, που είναι αυτονόητη,
πως όχι, αλίμονο, αλλού εντοπίζεται και τεκμαίρεται η φθορά, αλλού
οι άγλωσσοι, και άλλοι. Δεν έχει σημασία εδώ να αθροίσουμε γλωσσι­
κές παρεκτροπές, κάποτε ηθελημένες αλλά κυρίως αθέλητες, από το πε­
ρίφημο «επέστρεφε» του Καβάφη έως κοινότατα και πανθομολογούμε-
να λάθη του τύπου «απ’ ανέκαθεν» κτλ., που τα συναντά κανείς στο έρ­
γο μέγιστων συγγραφέων, ακόμη και κραυγαλέες συντακτικές παραβά­
σεις -λάθη, πάντως, που οπωσδήποτε δεν τα καλύπτει η γνωστή «ποιη­
τική άδεια». Δεν έχει, λέω, σημασία, να αθροίσουμε λάθη ακόμα και
των μεγαλύτερων τεχνιτών του λόγου, δόκιμων φιλολόγων και ειδικών
επιστημόνων, έστω για να πούμε ότι, αφού αυτοί κάνουν λάθη, πόσο
μάλλον ο πτωχός δημοσιογράφος, πόσο μάλλον ο δόλιος ο φοιτητής, ο
μαθητής, ο απλός χρήστης. Εί αναφορά στους μεγάλους ποιητές έχει
64 ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΧΑΡΗΣ

εδώ την εξής σημασία: ότι οι δημιουργοί αυτοί υπηρέτησαν το ποιητικό


τους όραμα, έδωσαν το έργο αυτό που όλοι το θαυμάζουμε, με τη γλώσ­
σα που τους δόθηκε, τη γλώσσα, θα πω, που «τους βρέθηκε», τη γλώσ-
σα-αποτέλεσμα συνεχούς, ακατάπαυστης εξέλιξης, αλλαγής, την ίδια
γλώσσα με την οποία μπορεί να μεγαλουργήσει ο τεχνίτης αλλά και να
βαναυσολογήσει ο ξυλοσχίστης.

Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

Εδώ αγγίζουμε τον κοινό τόπο ότι η γλώσσα, κάθε γλώσσα, κάθε ζω­
ντανή γλώσσα, αλλάζει, όπως ακριβώς αλλάζει κάθε ζωντανός οργανι­
σμός, σημάδι δηλαδή, επιβεβαίωση πως είναι ζωντανή η γλώσσα, είναι
τρόπον τινά ζωντανός οργανισμός. Μένει να ρωτήσουμε πώς βλέπει ο
καθένας μας, πώς την αντιλαμβάνεται πρώτα και έπειτα πώς την ονο­
ματίζει αυτή την εξέλιξη, την αλλαγή της γλώσσας. Πώς την ονομάζουν,
ειδικότερα, οι συγκαιρινοί, οι μάρτυρες (μάρτυρες και με την έννοια
των θυμάτων, αν θέλετε) των επιμέρους αλλαγών που συνιστούν
-μακροπρόθεσμα, εννοείται- τη ριζικότερη αλλαγή της γλώσσας.
Φοβούμαι πως η απάντηση είναι μία: την εξέλιξη της γλώσσας οι συγ­
καιρινοί, οι σύγχρονοι των αλλαγών τη βλέπουν πάντοτε σαν φθορά
της γλώσσας. Δε θα μπορούσαν άλλωστε και να τη δουν διαφορετικά.
Βλέπετε, όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη κάθε πρωί, διαπιστώνουμε
πως μεγαλώνουμε, γερνάμε, άρα πεθαίνουμε. Και όπως ένα κλικ χωρί­
ζει τη λογική από τη σχιζοφρένεια, έτσι και εδώ, είναι θέμα μιας μικρής
μετατόπισης από τον ναρκισσισμό και τον αυτισμό στη νηφάλια παρα­
τήρηση πως το ανθρώπινο είδος δεν εξαντλείται στο όντως μοναδικό
και ανεπανάληπτο εγώ μας, πως δεν αρχίζει από εμάς η ιστορία και δεν
τελειώνει μ’ εμάς. Κι έμεινα μόνο, σκόπιμα, στην εξωτερική εμφάνιση:
αυτήν βλέπουμε στον καθρέφτη, αυτήν βλέπουν και οι άλλοι πρώτα σ’
εμάς, αυτή -με την αποσπασματική και μονοσήμαντη παρατήρηση-
υποβάλλει την έννοια της φθοράς, τον τρόμο του επικείμενου θανάτου.
Και ο τρόμος του θανάτου δεν καθησυχάζεται, γιατί ο τρόμος δεν
γνωρίζει λογική. Δεν πά’ να λέει η επιστήμη πως εξελίσσεται διαρκώς η
γλώσσα και πως δεν πεθαίνει, εγώ τη βλέπω αυτή τη λέξη, και την άλλη,
και την παράλλη, να συρρικνώνεται, να αλλάζει σημασία ή να χάνεται,
βλέπω το λάθος, την ασυνταξία, την παράβαση. Και είναι φυσικό αυτό.
Διαβάζουμε, όχι λογοτεχνία -ας την αφήσουμε τώρα- αλλά ένα οποίο-
δήποτε κείμενο, μια εφημερίδα, ένα βιβλίο: ποτέ δε λέμε καθώς διαβά­
Η «ΦΘΟΡΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Η «ΑΦΘΑΡΣΙΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ 65

ζουμε, μία μία λέξη, μία μία φράση, α ναι, σωστή κι αυτή, κι η άλλη, κι
η παράλλη λέξη, και η φράση, σωστή, και συχνά μπορεί και ωραία, δεν
το λέμε, δεν είναι φυσικό, δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο δια­
βάζουμε -δεν μπορεί να είναι. Μα μόλις πέσουμε στο λάθος, μας δια­
περνά ηλεκτρικό ρεύμα. Και είναι κι αυτό απολύτως φυσικό. Δεν εν­
νοώ εδώ ότι θα έπρεπε -μολονότι, ναι, συχνά θα έπρεπε, το οφείλουμε-
να μετρούμε λάθη και σωστά και να βγάζουμε ισολογισμό. Απλώς εξη­
γώ τη δύναμη του λάθους, που αιχμαλωτίζει την προσοχή μας. Δεν πρέ­
πει, λέω, να σταθούμε στο ποσοτικό θέμα, όσο καθοριστικό κι αν είναι,
από μιαν άποψη. Θα γυρίσω σ’ αυτό που είπα λίγο πριν. Ότι την αλλα­
γή της γλώσσας στη συγχρονική παρατήρηση τη βλέπουμε αναπόφευκτα
σαν φθορά. Και η όψη της φθοράς, άρα η όψη του θανάτου, είναι απο­
τρόπαιη, τρομαχτική.

ΣΤΟΝ ΖΥΓΟ ΤΩΝ ΑΥΤΟΝΟΗΤΩΝ

Πρέπει όμως να τον καθησυχάσουμε τον τρόμο μας. Πρέπει να μετατο­


πιστούμε από τα αυτονόητα, να ακούσουμε τουλάχιστον την Ιστορία.
Που μας δείχνει τα συνεχή λάθη, τη συνεχή αλλαγή της γλώσσας, η
οποία παραμένει ζωντανή, ολοζώντανη, όχι παρά τα λάθη, αλλά ακρι­
βώς με τα λάθη. Τα χτεσινά λάθη, που είναι τα σημερινά σωστά, αυτά
που τα απειλούν τα σημερινά λάθη, δηλαδή τα αυριανά σωστά. Εξελι­
κτικός νόμος, νομοτέλεια. Και απλή λογική. Είναι όμως πιο απλή η άλ­
λη, όχι λογική μα πάντως ισχυρότατη, πανίσχυρη εμπειρική παρατήρη­
ση: ότι ο ήλιος βγαίνει το πρωί από κάποιο σημείο, το λέμε ανατολή,
ανεβαίνει σιγά σιγά στον ουρανό ψηλά, και πέφτει, δύει, σε άλλο ση­
μείο. Εδώ, ανίσχυροι και παραιτημένοι, πιστεύουμε τυφλά αυτά που
μας είπε κάποια στιγμή η επιστήμη: πως όχι, δεν τα κάνει ο ήλιος αυτά,
αλλά εμείς πάνω στη γη που κινείται, που γυρίζει, και έρχεται μάλιστα
τα πάνω κάτω, και τότε, στα κάτω, εμείς στεκόμαστε ανάποδα, κι όμως
δεν πέφτουμε -άλλο μέγα παράδοξο δηλαδή, ο νόμος της βαρύτητας.
Δεν τα συλλαμβάνουμε αυτά. Μα τα πιστεύουμε. Στη γλώσσα όμως αρ-
νούμαστε να πιστέψουμε όχι την αρμόδια επιστήμη αλλά αυτά που
απλά κι ωραία μπορούμε να τα δούμε μόνοι μας στα βιβλία, και στη δι­
κή μας τη μικρή ιστορία.
66 ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΧΑΡΗΣ

ΑΠ’ ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΣΤΟ ΛΑΘΟΣ ΣΤΟ ΣΩΣΤΟ

Τι βλέπουμε λοιπόν, δίπλα μας, στα βιβλία; Ότι το όρημι του Όμηρου
έχει γίνει ορώ στον Ξενοφώντα και βλέπω στον Ελύτη. Ποιος απ’ τους
τρεις έχει γλώσσα πλούσια και ποιος γλώσσα φτωχή; Ποιος δυσκολεύ­
τηκε να εκφράσει αυτό που ήθελε; Του έλειψε του Ξενοφώντα το όρημι
και ξέπεσε στο ορώ; Και συμβιβάστηκε ο Ελύτης με το βλέπω-, Φαντά­
ζεστε να είπε ποτέ κανείς, επιστήμονας, γραμματικός, διορθωτής, πως
όχι, δε μας κάνει το όρημι, να το κάνουμε ορώ, και όχι, ούτε ορώ: βλέ­
πω, καλύτερα. Αντίθετα, δε σας φαίνεται σαν να ακούμε τις φωνές που
θα στηλίτευαν το λαθεμένο ορώ αντί του όρημι, κι έπειτα τον παροπλι­
σμό τού ορώ (αυτές πια τις φωνές τις έχουμε πραγματικά στ’ αφτιά
μας), όταν άρχισε να επικρατεί το βλέπω-, Μια ιστορία «φθοράς» είναι
δηλαδή η γλώσσα, μια αλυσίδα λαθών.
Λάθος ο σκίμπονς που έγινε κράββατος, όπως λέει ο Φρύνιχος την
εποχή τού άρον τον κράββατόν σου- κι αυτός ο πάνυ έκφυλος «κράββα­
τος» έγινε τώρα κρεβάτι,. Φώναζε ο Φρύνιχος ότι το β ρ έχ ει αντί για το
ύειν, μάλιστα, το ύειν, είναι παντελώς αποδοκιμαστέον, και ότι είναι
αηδής η λέξη βιωτικόν, με την οποία κάποιος «προχειρολόγος» της
εποχής θα συνόψιζε το χρήσιμον εν τω βίω.
Όλα λάθη, από τα πιο απλά και φαινομενικώς ανώδυνα -που τώρα
φαίνονται ανώδυνα, ή που τα ονομάζουμε, τώρα πια, προϊόν απλού-
στευσης, συμμόρφωσης, αναλογίας, ή έλξης: τα ονομάζουν δηλαδή έτσι
οι επιστήμονες, τώρα που παρατηρούν και ερμηνεύουν τα φαινόμενα,
και τα δεχόμαστε κι εμείς. Θέλω όμως πάντοτε να σκεφτόμαστε πώς να
τα έλεγαν οι άνθρωποι της εποχής, τότε που θα ξεπήδαγε το λάθος, η
αλλαγή, σε κάποιου το στόμα, τη γραφίδα, τον πάπυρο, την περγαμηνή.
Να δούμε λοιπόν το δείκνυμι που γίνεται δεικνύω, και σήμερα δείχνω-
το όμννμι που γίνεται ομνύω, ένα ομνύω που σήμερα μόνο στον Καβά-
φη επιζεί, αλλιώς ορκίζομαι- ή το ους - τον ωτός, ωτίον, και από εκεί
αφτί.
Φθορά θα ήταν, λάθη δηλαδή, και τα συμφωνικά συμπλέγματα που
απλοποιούνταν: το σικχαίνομαι-σιχαίνομαι, το ρογχαλίζω-ροχαλίζω, ο
σφιγκτός-σφικτός-σφιχτός, τα σπλάγχνα-σπλάχνα, ο βραγχνός-βραχνός.
Το αιώνιο πρόβλημα με την εισαγωγή ξένων λέξεων -εδώ πια θα μας
βούλιαζαν τα παραδείγματα. Ή τις ξένες καταλήξεις: την ιταλική κατά­
ληξη -άδα, που μας καταδίκασε, βλέπετε, κάποιο απομεσήμερο, σε βαρ­
κάδα, ή τη λατινική κατάληξη -άτος, που μας τιμώρησε με το σολωμικό
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι! Αυτά, θα μας πουν, κάποτε συμ­
Η «ΦΘΟΡΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Η «ΑΦΘΑΡΣΙΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ 67

μορφώνονταν στο τυπικό της ελληνικής γλώσσας, ενώ σήμερα... Άλλο εί­
ναι το θέμα μας εδώ: εάν γίνονταν αυτομάτως αποδεκτά, επειδή τάχα
συμμορφώνονταν.
Πάμε πίσω στα λάθη: να δούμε τα χειρότερα: εκεί που οι λέξεις αλ­
λάζουν σημασία: Ποια διαστροφή, λοιπόν, ή μήπως φιλοπαίγμων διά­
θεση, έκανε τον αρχαίο καλόν να είναι σήμερα ωραίος, και καλός να
είναι ο αρχαίος αγαθός, που σήμερα κοντεύει να είναι μόνο αφελής-,
Ποιος να είπε ότι όχι δα και να λέμε όλα τα πουλιά όρνιθες-μόνο τις
κότες! Ή να ήταν άραγε προπάππος του Λαφάργκ (με το περίφημο δι­
καίωμα στην τεμπελιά) αυτός που έκανε τη δουλεία - δουλειά-,
Ακόμα χειρότερα, και μυστήρια. Το νερό (νηρόν), που ήταν κάποτε
επίθετο, σήμαινε φρέσκος, και προσδιόριζε, μεταξύ άλλων, και το
ύδωρ: νηρόν ύδωρ. Και μάλιστα ο Φρύνιχος, ξανά, έλεγε: νηρόν ύδωρ
μη είπης, αλλά πρόσφατον, ακραιφνές. Κανένας δεν τον άκουσε. Όχι
μόνο! Έγινε το επίθετο ουσιαστικό, και εκτόπισε το ύδωρ. Ένα αντί­
στοιχο σενάριο φαντάζει σήμερα εξωπραγματικό: το επίθετο κόκκινος,
λόγου χάρη, που μπορεί να προσδιορίζει από το τριαντάφυλλο έως το
φόρεμα μιας κυρίας, να επικρατήσει και να σημαίνει κάποτε τριαντά­
φυλλο ή φόρεμα -το οποίο «φόρεμα», που θα το λένε πια «κόκκινο»,
θα χρειαστεί τότε άλλο επίθετο για να προσδιορίσει το χρώμα το οποίο
λέμε σήμερα «κόκκινο»: επιστημονική φαντασία, μα νά που κάτι τέτοιο
έγινε, αιώνες πριν!

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΧΑΣΜΑ

Κι άλλα χειρότερα, βλάσφημα και σκανδαλιστικά, μα και επίκαιρα. Την


παράλλη Δευτέρα, Μεγάλη Δευτέρα, αν πάμε στην εκκλησία θα ξανα­
κούσουμε στο ευαγγέλιο ότι κάποιος «γαμήσας ετελεύτησε...» Τώρα ξέ­
ρουμε ότι δεν πέθανε από κατάχρηση, όταν όμως το ακούγαμε αυτό μι­
κρότεροι (όπως και τώρα, φυσικά, όταν τ ’ ακούει το σημερινό παιδί),
μαζί με το εξίσου ανίερο έκλασε του Ιησού στην πιο ιερή στιγμή, τότε
που παρέδιδε το σώμα και το αίμα του στους μαθητές του (λαβών άρ­
τον, έκλασε και είπε...), και τόσα άλλα, τότε λοιπόν, όταν τα ακούγαμε
αυτά πλάι στα κηρύγματα για τη μία και ενιαία γλώσσα, την περιούσια
γλώσσα πρότυπο, απλώς σκανδαλιζόμαστε, τα παρανοούσαμε -και πα­
ραφρονούσαμε. Κανείς δεν μας έλεγε τότε, και ούτε λέει και μετά, πως,
ναι, η γλώσσα μία και ενιαία είναι, αλλά με σαφώς διακριτά, μέσα στην
πορεία των αιώνων, τα πολλά και διαφορετικά στάδιά της, που είναι
68 ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΧΑΡΗΣ

ίδια και διαφορετικά μαζί όσο ίδια και διαφορετικά είναι, λ.χ., τα μέλη
μιας οικογένειας, ακόμη και στη «συγχρονία» τους, ο πατέρας δηλαδή
με το γιο του, κ.ο.κ. Εδώ πάντως θέλω πάλι να φανταστούμε τους αν­
θρώπους της εποχής όπου το γάμο') = νυ μ φ εύ ο μ α ι, π α ντρ εύ ο μ α ι, άρχισε
να δηλώνει όλο και περισσότερο, κι έπειτα αποκλειστικά, την ερωτική
πράξη. Σκόπιμα χρησιμοποιώ παραδείγματα από αυτά που τα λέμε
«σόκιν», να δούμε ότι μέσα στη συνέχεια της γλώσσας, πλάι στις λέξεις
που έμειναν «αναλλοίωτες από την εποχή του Ομήρου», την ίδια ακρι­
βώς στιγμή κάποιες «αλλοιώσεις» επιμένουν να μαρτυρούν κατά τον
πλέον σκανδαλιστικό τρόπο την «αυτόβουλη» πορεία της γλώσσας, να
υποδεικνύουν όχι απλώς το αυτονόητο χρονικό χάσμα αλλά και χάσμα
αιώνων πολιτισμικό, άλλοι θα λέγαν «ηθικό», από το ιερό στο ανίερο
κ.ο.κ. Θα προεκτείνω μάλιστα το προηγούμενο παράδειγμά μου, δημι­
ουργώντας ένα άλλο σενάριο, κατά μίμησιν και αυτό: σκεφτείτε λοι­
πόν τώρα το ενδεχόμενο να εκτοπιστεί κάποτε το σημερινό γα μ ώ , το
νυν «υποκατάστατο» του παλαιού ν υ μ φ ε ύ ο μ α ι, να εκτοπιστεί, λέω,
από το π η δώ ή από το π α ίρ νω , που θα χάσουν όλες τις άλλες σημασίες
τους και θα δηλώνουν αποκλειστικά την ερωτική πράξη: η σημασία
αυτή υπάρχει ήδη, και μάλιστα στο π α ίρ ν ω εντοπίζονται και εντε­
λώς διαφορετικά επίπεδα: από το ουσιαστικά σεμνότυφο «την παίρ­
νει», «την πήρε», όπως διαβάζουμε, κυρίως σε μεταφρασμένη λογοτε­
χνία, από τα γαλλικά, έως το σαφώς αγοραίο -με συγχωρείτε- «τον
παίρνει».
Αλλά και ο σημερινός αγγλόφωνος, ο ομιλητής δηλαδή της γλώσσας
κοσμοκράτειρας που την τρέμουν γλώσσες μικρές και μεγάλες, ο ίδιος
που λέει (και το λένε και τα λεξικά του -προσοχή, δεν αναφέρομαι σε
γλώσσα life-style), αυτός που λέει το ακραιφνώς γαλλικό «φιανσέ»
(.fiancé-fiancée ) για το α ρ ρ α β ω νια σ τικ ό ς-ιά , και σημειώνει και τον τε­
λείως ξένο στη γλώσσα του τόνο στο e, και λέει γ κ α ρ ά ξ προφέροντάς
το γαλλικά, με παχύ ζήτα, και α β ά ν -γκ α ρ ν τ , αυτός λοιπόν ο Αγγλος
δεν τολμάει να πει ότι το πάρτι όπου πήγε ήταν g a y, γιατί αμέσως θα
θριαμβεύσει ο Χριστόδουλος και η Μαλβίνα, που έχουν κάνει ντοκτο-
ρά για τον μειωμένο ανδρισμό των ξένων γενικά, των Άγγλων ειδι­
κότερα. Αυτοί μετρούν τον ανδρισμό, εμείς μετρούμε τις γλώσσες, και
τις χωρίζουμε σε πλούσιες και φτωχές, σε ανώτερες και κατώτερες.
Όπως μπορεί και όπως βούλεται ο καθένας. Θέμα ιδεολογίας είναι
εντέλει.
Η «ΦΘΟΡΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Η «ΑΦΘΑΡΣΙΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ 69

ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΕΦΗΣΥΧΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΙΚΟΥ

Στα σοβαρά, όμως: τι κάνουμε τώρα, τι κάνουμε κάθε φορά; Εμείς, οι


άλλου τύπου ίσως ρυθμιστές, θα πούμε, τάχα, ωραία και καλά τα λάθη;
Φέρτε μας λάθη, για να πάει μπροστά η γλώσσα; Όχι, πρώτα θα κατα­
λάβουμε ακριβώς ότι δεν είμαστε εμείς οι ρυθμιστές, οι τροχονόμοι.
Εμείς θα διορθώνουμε με το κόκκινο μας, μα θα αποφασίσει κάποτε η
ίδια η γλώσσα, σύμφωνα με τις ανάγκες της και με τη δική της λογική,
τι θα δεχτεί και τι θα απορρίψει, τι θα κρατήσει και τι θα αποβάλει.
Κανένας εφησυχασμός δηλαδή, μα προπαντός κανένας πανικός. Όμως
η κινδυνολογία -θα το πω απερίφραστα-, έτσι όπως γυρίζει προκλητι­
κά την πλάτη στην ιστορία, στην ίδια τη γλώσσα, αλλά και στην κοινή
λογική, απαγορεύεται. Στο κάτω κάτω, αν κινδυνεύει μια γλώσσα, μπο­
ρεί να κινδυνεύει από τον απαξιωτικό λόγο, αυτόν που αποστρέφει το
πρόσωπό του από τη γλώσσα τη «φθαρμένη», λέει, ή και τη «νεκρή»,
και δηλητηριάζει την ψυχή, των νέων παιδιών ιδιαίτερα, και τη ζωή
μας.
Όμως η γλώσσα, όπως πάντα, προχωρεί, επιλέγει, σωστά και λάθη
μαζί και προχωρεί, και είναι πάντα εκεί, έτοιμη να υποδεχτεί τον Όμη­
ρο, αλλά και, αιώνες μετά, τον αλλόγλωσσο, τον Σύρο Ρωμανό τον Με-
λωδό, πολλούς αιώνες αργότερα τον ιταλοτραφή Διονύσιο Σολωμό, μό­
λις χτες τον Σεφέρη και τον Ελύτη, όλους εμάς, όσους με έγνοια και
μ’ αγάπη την προσεγγίζουμε, και απ’ αγάπη πάντα διαπιστώνουμε άλλοι
το θάνατο ή τη ζωή της, τη φθορά ή την αφθαρσία της: δεν τις γνωρίζει
όμως αυτές τις έννοιες η γλώσσα: μέσα από την ιστορία της, με την πο­
ρεία της, εάν δεν τις χλευάζει ελαφρώς, πάντως τις αγνοεί. Είναι εκεί.
ΛΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ
ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ
Μαρίλένα Καρνολαίμον

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΥΜ ΦΩΝΑ ME TON HAROLD SCHIFFMAN (1 9 9 6 ), κ ά θ ε κ ο ίν ω ν ιο -

Σ γ λ ω σ σ ιχ ή κ ο ιν ό τ η τ α έ χ ε ι τη δική τη ς γλω σ σ ικ ή κ ο υ λ τ ο ύ ρ α ή ιδ ε ο ­
λ ο γ ία η ο π ο ί α ε π η ρ ε ά ζ ε ι τη γ λ ω σ σ ικ ή σ υ μ π ε ρ ιφ ο ρ ά τ ω ν ο μ ιλ η τ ώ ν κ α ι
σ υ μ β ά λ λ ε ι μ ε κ α θ ο ρ ισ τ ικ ό τ ρ ό π ο σ τ η ν ε π ιτ υ χ ία ή τ η ν α π ο τ υ χ ία τ ω ν
γ λ ω σ σ ικ ώ ν π ο λ ιτ ικ ώ ν π ο υ υ ιο θ ε τ ο ύ ν τ α ι. Η γ λ ω σ σ ικ ή κ ο υ λ τ ο ύ ρ α /ιδ ε ο -
λ ο γ ία τ ρ ο φ ο δ ο τ ε ί κ α ι δ ια μ ο ρ φ ώ ν ε ι σ ε μ ε γ ά λ ο β α θ μ ό τη λ α ϊκ ή ά π ο ψ η
γ ια τη γ λ ώ σ σ α , δ η λ α δ ή τ ις α ν τ ιλ ή ψ ε ις π ο υ έ χ ο υ ν ο ι ο μ ιλ η τ έ ς γ ια τη
γ λ ώ σ σ α α λ λ ά τ α υ τ ό χ ρ ο ν α α ν α τ ρ ο φ ο δ ο τ ε ίτ α ι, α ν α π α ρ ά γ ε τ α ι κ α ι α ν α ν ε ­
ώ ν ε τ α ι α π ό τη λ α ϊκ ή ά π ο ψ η .
'Ενας από τους τομείς στους οποίους αποκρυσταλλώνεται η λαϊκή
άποψη για τη γλώσσα είναι ο ημερήσιος Τύπος. Παρόλο που η αντίρρη­
ση του Hobsbawm (1990) ότι οι απόψεις που εκφράζονται συνήθως
γραπτώς δεν είναι αντιπροσωπευτικές της ευρύτερης κοινής/λαϊκής
γνώμης, επειδή προέρχονται από άτομα που αντιπροσωπεύουν συγκε­
κριμένες ελίτ ή που τουλάχιστον είναι σε θέση να χειριστούν το γραπτό
λόγο, ισχύει και εδώ, η ανάλυσή τους παρουσιάζει ενδιαφέρον λόγω
των επαναλαμβανόμενων μοτίβων που αποκαλύπτει, βοηθώντας μας
να εντοπίσουμε τις προϋποθέσεις και τους μηχανισμούς που οδηγούν
στη μεταγλωσσική αυτή δραστηριότητα. Έτσι, η ανάλυση των σχολίων,
κειμένων και επιφυλλίδων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο Τύπο
αναδεικνύει ορισμένες σταθερές που συγκροτούν και οικοδομούν τη
λαϊκή άποψη για τη γλώσσα.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παραγωγή μεταγλωσσικού λόγου
στις περιφερειακές ή ετερόνομες κοινωνίες όπου οι κανόνες γλωσσικής
72 ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΑΡΥΟΛΑΙΜΟΥ

συμπεριφοράς είναι εξω γενείς, επηρεάζονται δηλαδή από τους κανόνες


που ισχύουν σε κάποια άλλη κοινωνιογλωσσική κοινότητα στην οποία
χρησιμοποιείται μια ποικιλία κύρους. Στην περίπτωση της Κύπρου,
κοινότητα αναφοράς είναι η ελλα δ ικ ή κ ο ιν ω ν ία και ποικιλία αναφοράς
η κ ο ιν ή ελ λ η ν ικ ή · όπως θα διαπιστώσουμε πιο κάτω, και οι δύο ορίζο­
νται με αρκετά ασαφή τρόπο σαν να επρόκειτο για ενιαία και χωρίς
διαφοροποιήσεις σύνολα.
Το κόρπους των δημοσιευμάτων που αναλύονται εδώ είναι παρμένα
από τον κυπριακό ημερήσιο Τύπο. Πρόκειται κυρίως για άρθρα, επι­
φυλλίδες και παρεμβάσεις που καλύπτουν την περίοδο από το 1986 μέ­
χρι σήμερα. Ξεχωρίζει μια ιδιαίτερα εύφορη περίοδος παραγωγής μετα-
γλωσσικών κειμένων, ένα είδος μ ε τ α γ λ ω σ σ ικ ο ύ π λη θ ω ρ ισ μ ο ύ , για να
παραφράσω μια έκφραση του Felix-Lambert Prudent,1που τοποθετείται
ανάμεσα στα έτη 1987 και 1992.

2. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

2.1 Μ Ε Τ Α Γ Α Ω Σ Σ Ι Κ Η Δ Ρ Α Σ Τ Η Ρ Ι Ο Τ Η Τ Α Κ Α Ι Γ Α Ω Σ Σ Ι Κ Η Ε Ξ Υ Γ Ι Α Ν Σ Η

Η μεταγλωσσική δραστηριότητα υποκινείται ή εμπνέεται από συγκεκρι­


μένα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα εντός της κυπριακής κοινωνίας.
Διατηρεί όμως σχετικά αυθόρμητο χαρακτήρα σε αντίθεση με μετα-
γλωσσικά σχόλια που εκμαιεύονται με τη χρήση συγκεκριμένων μεθό­
δων, λ.χ. με τη βοήθεια ερωτηματολογίων, για να αποτελέσουν αντικεί­
μενο έρευνας (Karyolemou, 1994). Παρά το γεγονός ότι το κανάλι επι­
κοινωνίας που χρησιμοποιείται -ο ημερήσιος γραπτός Τύπος- δεν ευ­
νοεί τη διαλογική έκφραση, σε αρκετές περιπτώσεις ο μεταγλωσσικός
λ ό γ ο ς δημιουργεί α ν τ ίλ ο γ ο , με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια αλυ­
σίδα από κείμενα που απαντούν ή σχολιάζουν προηγούμενες παρεμβά­
σεις, δηλαδή δ ιά λ ο γ ο ς (Δελβερούδη, Μοσχονάς, 1997).
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το θέμα της κ ρ ίσ η ς της ελ λ η ν ικ ή ς
γλ ώ σ σ α ς σ τη ν Κ ύ π ρ ο λόγω της διαχρονικής του διάστασης· σε αντίθε­
ση με τα υπόλοιπα θέματα που αναφύονται σε συγκεκριμένες στιγμές1

1. « In fla tio n lecta le» · ο Prudent αποδίδει με τον όρο « λ ε κ τ ικ ό ς π λ η θ ω ρ ισ μ ό ς » τη νεο-


λογική δραστηριότητα που οδηγεί στη δημιουργία πληθώρας νέων όρων που σχετίζονται
με την έννοια της διφυΐας ( d ig lo ssia ) κατά την πρώτη δεκαετία μετά την εισαγωγή του
όρου το 1959.
ΛΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΣΤΑ MME 73

με αφορμή συγκεκριμένα κοινωνικά γεγονότα και παύουν να απασχο­


λούν την κοινή γνώμη όταν εκλείψουν οι γενεσιουργοί λόγοι που τα
τροφοδοτούν, «η κρίση της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο» διατρέχει
όλη την υπό εξέταση περίοδο. Εμφανίζεται άλλοτε ως ανεξάρτητη θε­
ματική και άλλοτε ως επωδός, ως ένα είδος θεματικού μοτίβου με
αφορμή άλλες γλωσσικές θεματικές ή γλωσσικά επεισόδια, π.χ. τη μετά­
φραση της νομοθεσίας από τα αγγλικά στα ελληνικά, την υποχρεωτική
διδασκαλία της ελληνικής στην τριτοβάθμια ιδιωτική εκπαίδευση κλπ.
Η Ντέμπορα Κάμερον αποκαλεί τη μεταγλωσσική αυτή δραστηριό­
τητα γλω σ σ ικ ή ε ξ υ γ ία ν σ η .2 Η γλωσσική εξυγίανση σύμφωνα με την
Κάμερον είναι το σ ύ ν ο λ ο τω ν κανονιστικών μ ετ α γ λ ω σ σ ικ ώ ν π ρ α κ τ ι­
κ ώ ν π ο υ εδ ρ ά ζ ο ν τα ι σ τη ν π α ρ ο ρ μ η τικ ή επ ιθ υ μ ία να α σ χ ο λη θ εί κ α ν ε ίς
[με θέμ α τα π ο υ ά π τ ο ν τ α ι της γλώ σ σ α ς]3 και θα έλεγα, συμπληρώνο­
ντας, μ ε σ τ ό χ ο να σ υ μ β ά λει σ τη ν επ ίλ υ σ η υ π α ρ κ τ ώ ν ή φ α ν τ α σ τ ικ ώ ν
γ λω σ σ ικ ώ ν πρ οβλη μ ά τω ν.

2.2 Ν Ο Μ Ι Μ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Τ Η Σ Γ Λ Ω Σ Σ Ι Κ Η Σ Ε Ξ Υ Γ Ι Α Ν Σ Η Σ

Βασική προϋπόθεση για την παραγωγή μεταγλωσσικού λόγου είναι η


σιωπηρή αλλά γενική παραδοχή ότι η γλώσσα είναι υπόθεση όλων. Η
πεποίθηση αυτή εδράζεται στην κοινή μας ιδιότητα ως χρηστών της
γλώσσας. Η ιδιότητά μας ως ομιλητών μας ε κ χ ω ρ ε ί τ ο δ ι κ α ί ω μ α
να μιλάμε για τη γλώσσα και ταυτόχρονα π ι σ τ ο π ο ι ε ί τ η ν ε γ κ υ ρ ό -
τ η τ α των απόψεων που εκφράζουμε. Δ ι κ α ί ω μ α και ε γ κ υ ρ ό τ η τ a
παραπέμπουν στην έννοια της α ρ μ ο δ ι ό τ η τ α ς -όλοι είμαστε αρμό­
διοι να εκφέρουμε άποψη για θέματα γλώσσας- και αποτελούν τις δύο
βασικές συνιστώσες του μηχανισμού νομιμοποίησης της μεταγλωσσικής
δραστηριότητας: ό λ ο ι έ χ ο υ μ ε τ ο δ ι κ α ί ω μ α και ό λ ο ι ε ί μ α σ τ ε σ ε
θ έ σ η να εκφέρουμε άποψη για τη γλώσσα ή για γλωσσικά θέματα.
Έτσι, μια φυσική και μόνιμη ιδιότητα, αυτή του ομιλητή, ν ο μ ι μ ο π ο ι ­
ε ί έναν προσωρινό αλλά πολλές φορές επαναλαμβανόμενο ρόλο, αυ­
τόν του κριτή.
Η πρόσληψη της σχέσης ανάμεσα σε χρήστη και κρ ιτή ως φυσιολογι-

2. Με τον όρο γλ ω σ σ ικ ή ε ξ υ γ ία ν σ η μεταφράζω τον αγγλικό όρο v e rb a l h y g ie n e που η


Ντέμπορα Κάμερον χρησιμοποιεί στο ομότιτλο βιβλίο της.
3. «[the] set of normative metalinguistic practices that arise from this urge to meddle»
(1995: 237).
74 ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΑΡΥΟΛΑΙΜΟΥ

κής επαρκεί εδώ για να νομιμοποιήσει τη δραστηριότητα της γλωσσικής


εξυγίανσης. Συνήθως όμως η ιδιότητα του χρήστη δεν διασφαλίζει το
δικαίωμα κάποιου να εκφέρει άποψη για συγκεκριμένα θέματα ούτε την
εγκυρότητα των απόψεων που εκφράζει ως κριτής: λ.χ. όλοι χρησιμο­
ποιούμε αριθμούς, όλοι μπορούμε να κάνουμε απλές μαθηματικές πρά­
ξεις, δεν αναγνωρίζουμε, όμως, στον εαυτό μας το δικαίωμα να εκφέ­
ρουμε άποψη για τους αριθμούς.
Στην περίπτωση της γλώσσας, η «φυσιολογική» μετάβαση από την
ιδ ιότη τα του ομιλητή στο ρ ό λ ο του κριτή φαίνεται να οφείλεται στην
κρατούσα αντίληψη ότι για τη γλώσσα, φυσικό μέσο έκφρασης του αν­
θρώπου, δεν χρειάζεται εξειδικευμένη γνώση πέρα από αυτήν που απο­
κτάται από τη συνεχή χρήση της γλώσσας. Αυτό εξηγεί για ποιο λόγο
υπάρχει συχνά αντίθεση ανάμεσα στη γλωσσολογική άποψη και στη
λαϊκή άποψη για τη γλώσσα: την πρώτη τη νομιμοποιεί η γνώση γ ι α
τη γ λώ σσα ενώ τη δεύτερη η γνώση τ η ς γ λώ σσα ς. Η άποψη αυτή
εκφράζεται μέσα στα κείμενα με αποφάνσεις όπως «η γλώσσα είναι
υπόθεση ό λ ω ν μας», « ό λ ο ι είμ α σ τε υπεύθυνοι για τη γλώσσα», «πρέπει
να το π ά ρ ο υ μ ε απόφαση ότι η γλώσσα μας είναι η ελληνική» κλπ. Εδώ
η χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου αποτελεί μέρος μιας συμ­
μετοχικής στρατηγικής που στοχεύει να νομιμοποιήσει την αξιολογική
κρίση: αφού η γλώσσα είναι υπόθεση όλων, τότε είναι και υπόθεση του
γράφοντος.
Η γλωσσική εξυγίανση αφορά σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων αρκετά
διαφορετικών μεταξύ τους όπως η χρήση της ελληνικής σε συγκεκριμέ­
νους τομείς επικοινωνίας (νομοθεσία, εκπαίδευση), η δομή της ελληνι­
κής γλώσσας, οι γλωσσικές πρακτικές των κυπριών ομιλητών, η θέση
της αγγλικής στην κυπριακή κοινωνία κ.ά. Η θεματολογία, η ευρύτητα
των θεματικών (πρόκειται για θέματα που εμφανίζονται στον υπόλοι­
πο ελληνόφωνο χώρο, για θέματα που απασχολούν τις κοινότητες διε­
θνώς, για τοπικά θέματα), τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται, εί­
ναι μερικά από τα κριτήρια που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να
ομαδοποιηθούν τα κείμενα αυτά.
Παρά τις εμφανείς μεταξύ τους διαφορές, όλα τα κείμενα εδράζο­
νται στην κοινή πεποίθηση ότι υ φ ίσ τα τα ι γλ ω σ σ ικ ό π ρ ό β λη μ α (κάποιο
γλωσσικό πρόβλημα) και σταθερά αποβλέπουν σε επ ίλ υ σ ή του. Το κοι­
νό κίνητρο και ο κοινός στόχος είναι δύο σταθερά χαρακτηριστικά που
προβάλλουν μέσα από την πληθώρα των ιδιαιτεροτήτων. Η άποψη ότι
υφίσταται γλωσσικό πρόβλημα το οποίο πρέπει να επιλυθεί προϋποθέ­
τει μια βασική διάκριση ανάμεσα στο γλω σ σ ικ ά ο ρ θ ό και το γλω σ σ ικ ά
ΛΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΣΤΑ MME 75

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΝ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


ΟΠΩΣ Α1ΑΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΤΑΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
ΣΤΟΝ ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΤΥΠΟ

• η μετάφραση της νομοθεσίας στα ελληνικά


• η κρίση της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο
• η επαναφορά της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών
στη μέση εκπαίδευση
• η υποχρεωτική διδασκαλία της ελληνικής στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση όπου γλώσσα διδασκαλίας είναι η αγγλική
• η γλώσσα διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
• η χρήση της ελληνικής γλώσσας στις διαφημίσεις,
στις δημόσιες πινακίδες και στις εμπορικές ονομασίες
• Ήχρήση της ελληνικής γλώσσας στις οδηγίες χρήσεως
των εισαγόμενων προϊόντων
• η τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων
• ύ χρήση της ελληνικής γλώσσας στον τουριστικό τομέα
• η χρήση της ελληνικής γλώσσας στη Δημόσια Υπηρεσία

λανθασμένο, το γλωσσικά φυσικό και το γλωσσικά αφύσικο, το γλωσ­


σικά υγιές και το γλωσσικά παραφθαρμένο, και εδράζεται στην αντί­
ληψη ότι υπάρχει μια γλωσσική τάξη και μια γλωσσική αταξία/αναρ-
χία (βλ. επίσης Δελβερούδη, Μοσχονάς, 1997). Ανεξάρτητα από το θέ­
μα που πραγματεύεται, απώτερος στόχος της γλωσσικής εξυγίανσης
είναι να αποκαταστήσει τη γλωσσική τάξη ή να οικοδομήσει γλωσσική
τάξη. Ο απώτερος αυτός στόχος προσδίδει στη γλωσσική εξυγίανση
μια ηθική διάσταση που προβάλλει άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λι­
γότερο έντονα: στην πιο ακραία της έκφανση παίρνει τη μορφή γλωσ­
σικής σταυροφορίας- ηπιότερα, παρουσιάζεται σαν προσπάθεια να
επιβληθεί το γλωσσικά πρέπον ή το γλωσσικά υγιές. Έτσι, βλέπουμε να
εμφανίζεται μια ιδιάζουσα ρητορική που κάνει χρήση τριών βασικών
μεταφορών που μετέχουν στο ίδιο μοτίβο, αυτό της φυσικής φθοράς:
πρόκειται για τις μεταφορές της παρακμής, της ασθένειας και του πο­
λέμου:

Αυτή η διείσδυση [ξένω ν λέξεω ν και όρων] δεν θα αποτελούσε κανένα ο υ ­


σιαστικό κ ίνδυνο α ν η Κ ύπρος αισθανόταν σαν ένα τμήμα ενός ευρύτερου
εθνικού χ ώ ρ ο υ ... Σε τέτοια περίπτωση, οι μηχανισμοί αντίστασης θα ήταν
ικα νοί είτε να απ ο μ ο νώ σ ο υ ν τις ενοχλητικές λέξεις είτε να τις ενσω μα-
76 ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΑΡΥΟΛΑΙΜΟΥ

τώ σουν λειτουρ γικ ά ... Ο κ ίνδυνος, λ ο ιπ ό ν, δεν βρίσκεται στη διείσδυση


αλλά στη δική μας ανυπα ρξία αντίστασης.
«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική», 17.10.1987

Εμείς, πνίγουμε την ελληνική με ευτελείς δικαιολογίες, αντί να μάθουμε να


κολυμπούμε στα βαθιά νερά της. Τώρα πάνε να επιβάλουν να κολυμπάμε σε
κάτι αβαθή νερά, μολυσμένα συν τοις άλλοις από ξένα γλωσσικά λύματα.
«Η υπονόμευση της ελληνικής γλώσσας στη Δημόσια Υπηρεσία», 20.4.1999

Ό μω ς ενώ θα έπρεπε να προχω ρήσουμε στην κάθαρση και στον εξοβελι­


σμό από ό,τι σκίαζε το “ιλαρό φως” της γλώσσας μας, αποκαθαίροντας το
δέντρο της από όλα τα πνιχτικά ζιζάνια και αναχρονιστικά στις μεθόδους
οιδήματα θεωρήσαμε π ιο πρόσφ ορο να εκριζώσουμε το ίδιο το δέντρο.
«Γλωσσική και ανθρώπινη πενία», 9.1.1988

Η χαβούζα της γλωσσικής μόλυνσης και παραβατικότητας...


«Ομιλείτε ελληνικά», 30.6.1990

Η εξασθένηση των πνευματικώ ν και εθνικών αντισωμάτων μας.


«Γιατί το Συμπόσιο για την Ελληνική Γλώσσα έγινε στα αγγλικά»,
10.9.1986

3. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΤΟΥ ΕΞΥΓΙΑΝΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

Η γλωσσική εξυγίανση χρησιμοποιεί τις δικές της στρατηγικές/μηχανι-


σμούς προκειμένου να καταδείξει την ορθότητα των απόψεων που εκ­
φράζει. Έτσι εμφανίζεται:
(α) πολωτική στις αντιθέσεις της. Δεν αποδέχεται διαβαθμίσεις· γ ι’
αυτήν υπάρχει από τη μια το σωστό, από την άλλη το λανθασμένο, αυ­
τό που λέγεται και αυτό που θα έπρεπε να λέγεται, το πρέπον και το μη
πρέπον, το επιθυμητό και το απευκταίο, και συχνά το ηθικό και το ανή­
θικο. Οι όροι αντίθεσης που χρησιμοποιεί είναι σημαδεμένοι αρνητικά
ή θετικά. Σπάνια προβληματίζεται γι’ αυτή την πολωτική θεώρηση που
χρησιμοποιεί, σπανιότερα ακόμη για το ενδεχόμενο να σφάλλει στη θε­
ώρησή της αυτή.
(β) αποκλειστική στην υπερβολή της. Προβάλλει το «γλωσσικό πρό­
βλημα» στο οποίο επικεντρώνεται ως μοναδικό, ιδιαίτερο, αποκλειστι­
κό, απομονώνοντάς το και κρίνοντάς το ανεξάρτητα από ανάλογα πα-
λαιότερα ή πρόσφατα περιστατικά.
ΛΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΣΤΑ MME 77

Σε αυτή της την υπερβολή εμφανίζεται ανιστόρητη, δηλώνοντας έκ­


πληξη για γλωσσικά φαινόμενα που αποδεδειγμένα αποτελούν φυσικές
διαδικασίες εξέλιξης των γλωσσών (βλ. Χριστίδης, 1999, 45). Πολλές
φορές αναζητά λύσεις σε προβλήματα που έχουν επιλυθεί από καιρό,
άλλοτε καταδικάζει ως ενδείξεις γλωσσικής φθοράς συνήθεις μηχανι­
σμούς γλωσσικού εμπλουτισμού (δανεισμός), άλλοτε πάλι παραλείπει
να κάνει αναφορά σε φαινόμενα και γεγονότα που θα μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν για να καταρρίψουν τους ισχυρισμούς της. Είναι με
άλλα λόγια επιλεκτική στην επιχειρηματολογία της και αγνοεί ό,τι δεν
μπορεί να χρησιμοποιήσει για να τεκμηριώσει την ορθότητα των θέσε-
ών της (βλ. σε αυτό τον τόμο το άρθρο του Γ. Η. Χάρη, σσ. 61-69).
(γ) διαστρεβλωηκή στην περιγραφή της. Αντιλαμβάνεται και περι­
γράφει τη γλώσσα ως στατικό μέσο έκφρασης. Αγνοεί τόσο τη διαχρο-
νική/ιστορική όσο και τη συγχρονική μεταβλητότητα, δηλαδή τα φαινό­
μενα της γλωσσικής αλλαγής -κατ’ αυτήν η γλώσσα είναι ίδια, άρα δεν
μεταβάλλεται ή δεν πρέπει να μεταβάλλεται- και της γλωσσικής διακύ­
μανσης -κατ’ αυτήν η γλώσσα είναι ενιαία, άρα δεν ποικίλλει. Οι δια­
φορές που παρατηρεί και καταγράφει στο λόγο των διαλεκτόφωνων
ομιλητών ερμηνεύονται σαν ενδείξεις φθοράς, αλλοίωσης, αποτέλεσμα
της ατελούς γνώσης της κοινής ελληνικής, σαν λάθη. Πολλές φορές θε­
ωρεί ότι η χρήση της διαλέκτου παρελκύει την επιτυχή κατάκτηση της
κοινής νεοελληνικής από τους διαλεκτόφωνους ομιλητές και τη στιγμα­
τίζει σαν την κύρια αιτία για τη δεδηλωμένη αδυναμία των κυπριών
ομιλητών να εκφραστούν σε περιβάλλοντα επικοινωνίας που διαφορο­
ποιούνται από τις καθημερινές, οικείες για τους ομιλητές περιστάσεις
επικοινωνίας.

Εδώ στην Κύπρο έχομε ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα. Δυσκολευόμαστε να


οριοθετήσουμε τη διάλεκτό μας, δε[ν] ξέρουμε καλά-καλά πού τελειώνει η
γλώσσα π ου μιλάμε εδώ και η καθαρή Ελληνική, η π α ν ε λ λ ή ν ι α γλώσσα...
«Τα αρχαία και τα νέα», 21.12.1986

Δ εν πρέπει να ξεχνούμε ότι στον τόπο μας ακόμα και οι κάτοικοι των π ό ­
λεω ν χρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν την κυπριακή ή μια ανάμικτη διάλεκτο στο σπίτι,
πράγμα π ο υ αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην εκμάθηση της π α ν ε λ ­
λ ή ν ι α ς γλώσσας.
«Η γλωσσική αυτάρκεια των νέων», 10.8.1990
78 ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΑΡΥΟΛΑΙΜΟΥ

Δεν μπορεί, όμως, στο όνομα της κυπριακής ντοπιολαλιάς να δικαιολογη­


θεί με οποιοδήποτε τρόπο ο συστηματικός ξενισμός.
«Ομιλείτε ελληνικά», 30.6.1990

Η πρότυπη ποικιλία προς την οποία αντιπαραβάλλεται η διάλεκτος


κατονομάζεται με όρους γενικούς και ασαφείς που υπογραμμίζουν τον
ενιαίο και α-τοπικό χαρακτήρα της -βλ. στα πιο πάνω παραδείγματα
«πανελλήνια γλώσσα». Το ίδιο συμβαίνει με τους ομιλητές που χρησι­
μεύουν ως ομάδα αναφοράς· οι «Ελλαδίτες» αποτελούν ομοιογενές σύ­
νολο που δεν διαφοροποιείται κοινωνικά ή γεωγραφικά. Ακόμα και
όταν οι σχολιαστές διακρίνουν ανάμεσα σε κατηγορίες Ελλαδιτών,
όπως στο παρακάτω παράδειγμα, η αντίθεση ανάμεσα σε Κύπριους και
Ελλαδίτες διατηρεί τον ολικό χαρακτήρα της.

Πράγματι υπάρχει ένα πρόβλημα γλωσσικής πενίας. Δεν πρέπει όμως να


το συγκρίνουμε μ’ αυτό που υπάρχει στον υπόλοιπο ελληνισμό. Εκεί τα
πράγματα δεν παρουσιάζουν τόσο τραγικά χάλια όπως εδώ. Αν θελήσου-
με να συγκρίνουμε ένα[ν] Ελλαδί'τη, οποιασδήποτε βαθμίδας (ένα παιδί,
ένα[ν] πολιτικό, ένα βουλευτή, ένα[ν] καθηγητή, ένα[ν\ άνθρωπο της καθη­
μερινής ζωής, ένα[ν] ποδοσφαιριστή, ένα λογοτέχνη κλπ.) με ένα[ν] ανά­
λο γο Κ ύπριο, θα δούμε ότι η διαφορά είναι οικτρή εις βάρος μας. Οι
Κύπριοι στερούνται αυτού που απλά ονομάζομε ευφράδεια.
«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική», 17.10.1987

Σε αυτή την αντιπαράθεση η πιθανότητα να εγκαταλειφθεί η κυπρια­


κή προς όφελος της κοινής ελληνικής αντιμετωπίζεται σαν φυσική κα­
τάληξη στη διαδικασία αντικατάστασης μιας ετερόνομης διαλέκτου από
την αυτόνομη γλώσσα στην οποία υπάγεται. Οι απόπειρες να καταγρα­
φεί ο διαλεκτικός λόγος για να διασωθεί είναι αποδεκτές -ανεκτές;-
μόνον εφόσον λειτουργούν μνημειακά, ως αποκρυστάλλωση του διαλε­
κτικού λόγου, ως θεατροποίηση ή θεαματοποίηση4 της διαλέκτου, ως
διαλεκτικός λόγος in vitro. Οποιεσδήποτε προσπάθειες διατήρησης της
διαλέκτου ως ζωντανού λόγου θεωρούνται περιττές.

Σωστά πιστεύουμε... ότι τα μνημεία του διαλεκτικού λόγου πρέπει να δια­


σωθούν... πέραν τούτου όμως θεωρούμε κάθε άλλο πείσμα [υπεράσπιση
της διαλέκτου] αδικαιολόγητο.
«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική», 17.10.1987

4. Δανείζομαι την έννοια της sp ecta cu la risa tio n από τον B. Lafont (1980α και β).
ΛΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΣΤΑ MME 79

Η «αδυναμία» των Κυπρίων να χειριστούν σωστά την ελληνική


γλώσσα ισοδυναμεί με νοητική νωθρότητα. Έτσι τίθεται σε λειτουργία
η αρχή της εικ ο ν ικ ό τ η τ α ς (iconicity), σύμφωνα με την οποία ο τρόπος
έκφρασης των ομιλητών καθρεφτίζει φυσικές αρετές ή ελαττώματα, δη­
λαδή διακριτικά στοιχεία του χαρακτήρα τους: απλός τρόπος έκφρασης
σημαίνει απλοϊκή σκέψη, ατελής έκφραση ισοδυναμεί με έλλειψη προβλη­
ματισμού. Σύμφωνα με τις Irvine και Gal (1995) η εικονικότη τα μαζί με
την π ρ ο β ο λ ή (recursivity)5 και την α π ά λειψ η (erasure)5 αποτελούν τους
κύριους σημειωτικούς μηχανισμούς οικοδόμησης των γλωσσικών ιδεολο-
γημάτων/ιδεολογιών.

Κάποιος από τους ομιλητές6 είπε ότι οι Κύπριοι δεν ξέρουν να μιλήσουν
και δεν προβληματίζονται. Εμείς λέμε εντελώς το αντίθετο. Ότι οι Κύ­
πριοι δεν προβληματίζονται γιατί δεν ξέρουν καλά την ελληνική γλώσσα.
Λ εν είναι σε θέση να κάνουν σύνθετες σκέψεις, αγνοούν τους ειδικευ­
μένους όρους, δεν κατέχουν πλούσιο λεξιλόγιο, γ ι ’ αυτό και δυσκολεύον­
ται να εκφραστούν ή να λάβουν μέρος σε μια συζήτηση πέραν της καθημε­
ρινής ομιλίας.
«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική», 17.10.1987

Ο εξυγιαντικός λόγος κινείται σε


(δ) π ε ρ ιο ρ ισ τ ικ ή σ τη ν ο π τικ ή της.
ένα μόνο επίπεδο, το λεξιλογικό, ταυτίζοντας τη γλώ σ σ α με τις λέξεις.
Η γλώσσα ισοδυναμεί με το σύνολο των λέξεων που απαρτίζουν το λε­
ξιλόγιό της. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, και σε αντίθεση με όσα
μας διδάσκει η γλωσσολογία, η γλώσσα είναι ονοματοθεσία. Χειρίζε­
ται με άνεση τη γλώσσα ο ομιλητής ο οποίος γνωρίζει πολλές λέξεις,
έχει δηλαδή πλούσιο λεξιλόγιο. Ορίζεται ακόμη και το είδος των λέξε­
ων που συγκροτούν ένα πλούσιο λεξιλόγιο: δεν είναι λέξεις που ση­
μαίνουν συγκεκριμένα, υλικά πράγματα, είναι λέξεις που παραπέ­
μπουν σε αφηρημένες έννοιες. Έτσι, η λέξη αποκτά μοναδική βαρύτη­
τα στη διαδικασία αξιολόγησης των γλωσσικών ικανοτήτων των ομι­
λητών: αυτός που δεν χειρίζεται σωστά τη γλώσσα ασθενεί, π ά σ χ ει α π ό
λ ε ξ ιπ ε ν ία . Οι νέοι χρησιμοποιούν ένα βασικό λεξιλόγιο 200-300 λέξε­
ων που αντλούν από το λεξιλόγιο του ποδοσφαίρου, οι δημοσιογρά­
φοι δεν χειρίζονται καλά την ελληνική και δεν έχουν πλούσιο λεξιλό­
γιο, οι Κύπριοι γενικώς δεν χρησιμοποιούν «ειδικευμένους όρους».

5. Ως π ρ ο β ο λ ή (recursivity) ορίζεται η τάση να μεταφέρεται σ ε ά λ λ α επίπεδα μία αντί­


θεση που ισχύει για ένα συγκεκριμένο επίπεδο· α π ά λ ε ιψ η (erasure) είναι η διαδικασία
απόκρυψης ή αποσιώπησης στοιχείων που ακυρώνουν την αρχή της εικονικότητας.
6. Ο σχολιαστής αναφέρεται σε συζήτηση για την ελληνική γλώσσα που είχε προηγηθεί.
80 Μ Α Ρ ΙΛ Ε Ν Α ΚΑΡΥΟΛΑΙΜΟΥ

Οι νέοι... χω ρίς να συναισθάνονται τη γλωσσική τους ανεπάρκεια, π ερ ιο ­


ρίζονται ανέμελα σε φράσεις κλισέ, σε μονολεκτικές ή ασυμπλήρωτες α π α ­
ντήσεις και συμπληρώνουν τη γλωσσική τους αδυναμία με νοήματα ή χ ε ι­
ρονομίες για να γίνουν κατανοητοί.
«Η γλωσσική αντάρκεια των νέων», 10.8.1991

Στις εφημερίδες και στα άλλα μέσα ενημέρωσης παρουσιάζεται ένα γλωσ­
σικό κενό. Έτσι τα ρεπορτάζ πολλές φορές έχουν μια γλωσσική ομοιογέ­
νεια, την ίδια “σημαντική” από έλλειψη γλωσσικού πλούτου.
«Η κρίση της γλώσσας», 11.9.1986

Ε ίναι απαράδεκτο ν ’ ακούει κανείς τους βουλευτές ή τους υ π ουργούς να


δυσκολεύονται στη διατύπωση εξειδικευμένω ν όρω ν του τομέα τους, και
αντί να ψ άξουν να βρουν τη σωστή ορ ολογία στα ελληνικά, να χρησιμο­
π ο ιο ύ ν ανέμελα τους αγγλικούς όρους.
«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική», 17.10.1987

Επειδή η γλωσσική εξυγίανση κινείται κυρίως στο επίπεδο του λεξι­


λογίου -μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις ασχολείται με το μορφολο-
γικό επίπεδο (π.χ. τα τριτόκλιτα επίθετα, το αοριστικό και το ενεστωτι-
κό θέμα του ρήματος «άγω», τη μετατροπή του ρήματος «διαρρέω» σε
μεταβατικό) και σε πολύ μικρότερο βαθμό με το σημασιολογικό- κατα­
γράφει με αυστηρότητα τις παρεισδύσεις δάνειων λέξεων, ιδιαίτερα
όταν το σημαίνον, δηλαδή η μορφή, προδίδει έντονα την ξενική τους
προέλευση, όπως στην περίπτωση των «πάρκιγκ», «κομπιούτερ», «ί­
ντερνετ», «μόπαϊλ» (mobile), «χόλιτεϊ» (holiday). Ακόμη και τότε,
όμως, παραμένει περιοριστική αφού δεν αναγνωρίζει ούτε τα σημασιο-
λογικά (π.χ. «καλύπτω» ένα γεγονός στη δημοσιογραφική ορολογία,
«απολογούμαι» με την έννοια «ζητώ συγγνώμη» κλπ.), ούτε τα μετα­
φραστικά δάνεια (π.χ. «δεν είναι μέσα» από το «he/she is not in», «τα
φώτα τροχαίας» από το «traffic lights» κλπ.), ακριβώς επειδή η μορφή
σε αυτές τις περιπτώσεις δεν τη βοηθά. Στη διαδικασία αξιολόγησης της
γλώσσας-ονοματοθεσίας, η έννοια της γλωσσικής δομής, βασικής συνι­
στώσας στον ορισμό της γλώσσας -αφού σύμφωνα με τη γλωσσολογία
η γλώσσα είναι σύνολο δομών- είναι παντελώς απούσα.
(ε) απορριπτική στη διατύπωσή της. Η εξυγιαντική δραστηριότητα
έχει απώτερο στόχο την απόρριψη. Περιγράφει το γλωσσικό πρόβλημα
όχι για να το αξιολογήσει αλλά για να το στιγματίσει. Δεν κάνει προ­
σπάθεια να κατανοήσει ή να ερμηνεύσει τα φαινόμενα που καταγράφει,
ΛΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΣΤΑ MME 81

απλώς τα αξιολογεί αρνητικά για να τα απορρίψει (βλ. επίσης Δελβε-


ρούόη, Μοσχονάς, 1997). Η απορριπτική στάση της γλωσσικής εξυγίαν­
σης είναι αποτέλεσμα της απουσίας κριτικού πνεύματος: τα φαινόμενα
δεν ερμηνεύονται, αξιολογούνται με βάση τη διχοτομική αντίληψη σω-
στό/λάθος. Δεν θα δούμε ποτέ να εμφανίζονται όροι όπως γλω σ σ ικ ή
δ ια φ ορ οπ οίη σ η , υ π ερ δ ιο ρ θ ώ σ εις ή υ π ερ δ ια λεκ τισ μ ο ί, επ α ρχια κ ή νό ρ μ α
της κ ο ιν ή ς ελλη νικ ή ς , α σ τική δ ιά λεκ το ς, δ ια λ εκ τ ικ ό σ υνεχές, βασικοί
όροι που τους χρησιμοποιούν οι ερευνητές για να περιγράφουν και να
ερμηνεύσουν τις γλωσσικές χρήσεις των διαλεκτόφωνων ομιλητών ο
εξυγιαντικός λόγος είναι κοινότοπος αφού δεν βασίζεται στη γνώ ση γ ια
τη γλώ σ σ α και άρα δεν κάνει χρήση εξειδικευμένων όρων και εννοιών.

4. ΟΙ ΥΠΑΙΤΙΟΙ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Ο εξυγιαντικός λόγος κρίνει τις γλωσσικές χρήσεις συγκεκριμένων


ομάδων ομιλητών και κατονομάζει όσους ευθύνονται για την κρίση της
ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο. Οι υπαίτιοι ομαδοποιούνται με βάση
την κοινή επαγγελματική τους κατάρτιση, την κοινωνική τους προέλευ­
ση ή ακόμη την ηλικία τους. Αναφέρονται έτσι ως φορείς της γλωσσι­
κής παρακμής:
(α) τα μέσα μαζικής πληροφόρησης, δηλαδή οι δημοσιογράφοι, οι
εκφωνητές, οι σχολιαστές,
(β) οι υπάλληλοι στις κρατικές και ημικρατικές υπηρεσίες και οι
ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι,
(γ) οι έφηβοι, οι νέοι, οι μαθητές,
(δ) οι απόδημοι Κύπριοι,
(ε) μια μικροαστική ευημερούσα τάξη που αποτελείται από δικη­
γόρους, γιατρούς, εμπόρους και δικαστές.
Κατονομάζοντας ως υπεύθυνους για τα γλωσσικά κακά ά λλ ο υ ς , οι
σχολιαστές φαίνεται να χρησιμοποιούν εδώ μια στρατηγική αποστασιο­
ποίησης. Παράλληλα, όμως, ο μακροσκελής κατάλογος των ομάδων ομι­
λητών που παραθέτουν μειώνει το βαθμό πληροφόρησης της απαρίθμη­
σης, αφού σε τελική ανάλυση όλοι οι διαλεκτόφωνοι ομιλητές ευθύνο-
νται από κοινού για την παρακμή της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο. Η
απαρίθμηση αποκτά έτσι ιδιαίτερη λειτουργία: αποτελεί τον τελευταίο
κρίκο που συνδέει την αρχή με το τέλος της αλυσίδας, αποκαλύπτοντας
τη λογική που διέπει την εξυγιαντική δραστηριότητα: αφού όλοι οι ομι-
82 ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΑΡΥΟΛΑΙΜΟΥ

λητές ευθύνονται για την παρακμή της ελληνικής γλώσσας, συμπεριλαμ­


βανομένων των σχολιαστών, η ευθύνη για την αποκατάστασή της τους
βαραίνει όλους. Αυτή η ερμηνεία φαίνεται να συνάδει με τη συμμετοχική
στρατηγική που χρησιμοποιούν οι σχολιαστές («η γλώσσα είναι υπόθεση
όλων μας», « ό λ ο ι είμ α σ τε υπεύθυνοι για τη γλώσσα» κλπ.) για να νομι­
μοποιήσουν τις παρεμβάσεις τους.

5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η εξυγιαντική δραστηριότητα χρησιμοποιεί τη μεταγλωσσική έκφραση


με απώτερο στόχο να αναμορφώσει τους ομιλητές και να διορθώσει το
γλωσσικό λάθος. Στην προσπάθειά της αυτή υπογραμμίζει το μεγαλείο
της γλώσσας ως συστήματος και στιγματίζει τη γλωσσική ευτέλεια και
ανεπάρκεια των ομιλητών της.7 Η ανεπάρκεια των ομιλητών εκδηλώνε­
ται, σύμφωνα με τους σχολιαστές: (α) ως γλω σ σ ική ά γν ο ια , δηλαδή
άγνοια των κανόνων της ελληνικής γλώσσας,8 (β) ως επ ικ ο ινω νια κ ή α δ υ ­
ναμ ία, δηλαδή αδυναμία των ομιλητών να εκφραστούν σε συνθήκες που
διαφέρουν από τον οικείο, καθημερινό λόγο (βλ. μεταξύ άλλων την «ά­
γνοια ειδικευμένων όρων»), (γ) ως κ ο ιν ω ν ιο γλ ω σ σ ικ ή εκτροπή, αφού,
σύμφωνα πάντα με τους σχολιαστές, τείνει να καθιερώσει τη χρήση της
αγγλικής, με τη μορφή δανείων ή εναλλαγής κωδίκων, σε έναν κοινωνιο-
γλωσσικό χώρο που «ανήκει» στην ελληνική.
Η α νεπ ά ρ κεια τω ν ο μ ιλη τώ ν οδηγεί αργά ή γρήγορα σε εκ φ υ λισ μ ό της
γλώ σ σ α ς και σε εκβολή της α π ό συγκεκριμένους τομείς δραστηριότητας
(τουριστικό τομέα, τομέα υπηρεσιών, τριτοβάθμια ιδιωτική εκπαίδευση).
Σύμφωνα με την εξυγιαντική ρητορική, η προβλεπτή καταστροφική έκβα­
ση της γλωσσικής ανεπάρκειας δημιουργεί την ανάγκη για έγκαιρη πα­
ρέμβαση.
Ανεξάρτητα από χωροχρονικές διαφοροποιήσεις, ανεξάρτητα από
τη γλώσσα που αξιολογεί και τις γλωσσικές χρήσεις που απορρίπτει, ο
εξυγιαντικός λόγος χρησιμοποιεί παντού τους ίδιους μηχανισμούς, την
ίδια ρητορική και τα ίδια μυθεύματα. Κατά συνέπεια, παρουσιάζεται
εξαιρετικά ομοιόμορφος παρά τις επιμέρους διαφορές που συνυφαίνο-
νται με τις ιδιόμορφες συνθήκες του πλαισίου αναφοράς. Έτσι, δεν εί-

7. Αυτό ισχύει έστω και αν ο εξυγιαντικός λόγος στιγματίζει μια συγκεκριμένη ομάδα
ομιλητών που κακοποιούν τη γλώσσα, τους κύπριους ομιλητές, σε αντίθεση με τους
Ελλαδίτες που τη διαφυλάττουν.
8. Ό πως είδαμε, η άγνοια αυτή είναι κυρίως λεξιλογική, η λ ε ξ ιπ ε ν ία .
ΛΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΣΤΑ MME 83

ναι καθόλου παράξενο που ο εξυγιαντικός λόγος στην Κύπρο παρου­


σιάζει σημαντικές ομοιότητες όχι μόνο με την ιδεολογία του καθαρι­
σμού στην Ελλάδα (βλ. Δελβερούδη, Μοσχονάς, 1995) αλλά και σε άλ­
λα μέρη του κόσμου (βλ. τα άρθρα στο συλλογικό τόμο που επιμελήθη-
κε ο Jacques Maurais, 1985- βλ. επίσης Cameron, 1995).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Cameron, D. (1995), V erbal h yg ien e, Routledge, New York.


Δελβερούδη, P., Μοσχονάς, Σπ. (1997), «Ο καθαρισμός της γλώσσας και η γλώσσα του
καθαρισμού», Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έμ α τα , περίοδος Β ', Ιαν.-Μάρτ. 1997, τ. 62: 3-22.
Gal, S., Irvine, J. (1995), «The boundaries of languages and disciplines: How ideologies
construct difference», S o cia l R esea rch 62: 967-1001.
Hobsbawm, E. J., (1990), N a tio n s a n d n a tio n a lism sin c e 1780: P ro g ra m m e , m y th , re a lity ,
C.U.P., Λονδίνο.
Karyolemou, M. (1994), «Linguistic attitudes and metalinguistic discourse: an investigation
in the Cypriot press», στο Philippaki-Warburton I., Nikolaidis K., Sifianou Μ. (επιμ.),
T h e m e s in G re e k L in g u istic: P a p e rs fro m th e F irst In te rn a tio n a l C o n fe re n c e o n th e
G re e k Language, John Benjamins, Άμστερνταμ/Φιλαδέλφεια, σσ. 253-259.
Lafont, R. (1980a), «La spectacularisation de l’occitanophonie dans l’espace sociolingui­
stique: la fonction du retour», L en g a s 7: 71-77.
Lafont, R. (1980ß), «Stereotypes dans l’enquête sociolinguistique», L en gas 1: 79-85.
Maurais, J. (επιμ.) (1985), L a crise d e la langue, Le Robert-Paris, Κεμπέκ.
Prudent, F.-L. (1980), «Diglossie ou continuum. Quelques concepts problématiques de la
créolistique moderne appliquée à l’archipel Caraibe», Marcellesi J-B., Gardin B.
(επιμ.), S o cio lin g u istiq u e: a p p ro c h e s, th éo ries, p ra tiq u es, P.U.F., Παρίσι, σσ. 197-210.
Schiffman, Harold (1996), L anguage p o lic y a n d language culture, Routledge, Λονδίνο-Νέα
Υόρκη.
Χριστίδης, Α.-Φ. (1999), Γ λώ σ σ α , π ο λ ίτ ικ ή , π ο λ ιτ ισ μ ό ς , Πόλις, Αθήνα.
m
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ
ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ*
Σπνρος Α. Μοσχονάς

Γ ΛΩΣΣΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ απασχολούν τον ελληνικό Τύπο αδιάλει­


πτα, ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο. Ορισμένα μάλιστα εκ­
δηλώνονται περιοδικά με την ένταση «ηθικού πανικού». Στην ανακοί­
νωση αυτή θα αναφερθούμε
(α) στα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των περιόδων έξαρσης των
δημοσιευμάτων για τη γλώσσα, και
(β) σ’ ένα πρόσφατο δείγμα δημοσιογραφικής «καθημερινότητας»,
μια περίοδο δηλαδή κατά την οποία δεν υφίσταται μείζον
«γλωσσικό ζήτημα».
Συνεξετάζοντας και αντιπαραβάλλοντας περιόδους έξαρσης και περιό­
δους ύφεσης των σχετικών δημοσιευμάτων, μπορούμε να σχηματίσουμε
πληρέστερη εικόνα των απόψεων του Τύπου για τη γλώσσα, την ελληνι­
κή ή τη γλώσσα εν γένει.
Οι απόψεις αυτές -είναι διαπιστωμένο- έχουν έντονα ιδεοληπτικό
χαρακτήρα και ακολουθούν πλατιά διαδεδομένες πολιτισμικές συμβά­
σεις σχετικά με τη φύση της ελληνικής γλώσσας ή και της γλώσσας εν
γένει. Ο Τύπος όμως αξιοποιεί αυτές τις σχεδόν αχρονικές συμβάσεις ως
αντιληπτικά σχήματα για να κάνει τη δουλειά του, να θέτει δηλαδή επί­
καιρα, ιστορικά, γλωσσικά ζητήματα, όπως το ζήτημα της διαμόρφωσης
και καθιέρωσης «κοινής νεοελληνικής» γλώσσας ή, πιο πρόσφατα, της
ελληνικής σε σχέση με αλλόγλωσσους και άλλες γλώσσες. Θα πρέπει λοι­
πόν να δούμε τα γενικά σχήματα σε συνάρτηση με ειδικές περιπτώσεις,

* Η έρευνα αυτή χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από τον Ε.Λ.Κ.Ε. του Πανεπιστημίου


Αθηνών (Κ.Α. 70/4/4131).
86 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

τις καθολικές συμβάσεις σε σχέση με τα ιστορικά ζητήματα που μπορούν


να ανακινήσουν.1

1. ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ

Όταν ο ελληνικός Τύπος γράφει για τη γλώσσα, αυτό συμβαίνει:

Α. Στο πλαίσιο μιας παρατεινόμενης δημοσιογραφικής ρουτίνας η


οποία περιλαμβάνει, λ.χ., τακτικές διορθωτικές στήλες -εξ ορισμού
ανεπίκαιρες- μαζί με επικαιρικά ρεπορτάζ.
Β. Ο Τύπος όμως ασχολείται με γλωσσικά ζητήματα (ή τα δημιουργεί)
σύμφωνα με ένα πολύ πιο επικεντρωμένο επικοινωνιακό πρότυπο·
γλωσσικά ζητήματα εντάσσονται συχνά στο πλαίσιο μιας «εκστρα­
τείας», μιας «σταυροφορίας» ή «διαμάχης», η οποία έχει το χαρα­
κτήρα γενικευμένης επικοινωνιακής κίνησης που δημιουργεί «ηθικό
πανικό».
Ας δούμε πρώτα τη δεύτερη περίπτωση, του «ηθικού πανικού».

1. Λίγες είναι οι μελέτες δημοσιευμάτων του ελληνικού Τύπου για τη γλώσσα. Η Ρ.


Δελβερούδη και ο Σ. Μοσχονάς μελετούν δείγμα δημοσιευμάτων σε εφημερίδες μεγάλης
κυκλοφορίας προκειμένου να εξακριβώσουν από ποιους, σύμφωνα με ποια πρότυπα και
με ποια συλλογιστικά σχήματα εκφράζεται η νοοτροπία του γλωσσικού καθαρισμού («Ο
καθαρισμός της γλώσσας και η γλώσσα του καθαρισμού», Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έμ α τα 62 (1997), 79-
91). Ο Γ. Ανδρουτσόπουλος και η Α. Ιορδανίδου εξετάζουν ειδικότερα πώς αντιμετωπίζει
ο Τύπος τη «γλώσσα των νέων» -ένα από τα πολλά ζητήματα που απασχόλησαν μεταπολι­
τευτικά τον ελληνικό Τύπο («“Πήρανε τη γλώσσα στο... κρανίο”: Στάσεις των Μ.Μ.Ε. απέ­
ναντι στη γλώσσα των νέων», Ε λ λ η ν ικ ή Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ία ’97: Π ρ α κ τ ικ ά τ ο υ Γ ' Δ ιε θ ν ο ύ ς
Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ικ ο ύ Σ υ ν ε δ ρ ίο υ γ ια τ η ν Ε λ λ η ν ικ ή Γ λώ σ σ α , επιμ. Α. Μόζερ, Αθήνα, Ελληνικά
Γράμματα, 1999, 586-595). Η Μ. Καρυολαίμου ασχολείται με τα γλωσσικά ζητήματα που
απασχολούν τον κυπριακό Τύπο (La co m m u n a u té so c io lin g u istiq u e C h y p r io te G recqu e, δι­
δακτορική διατριβή, Université Paris V - René Descartes, 1994, κεφ. 5· «Λαϊκή γλωσσολογία
στα μέσα μαζικής ενημέρωσης», στον παρόντα τόμο, σσ. 71-83). Βεβαίως, δεν λείπουν μελέ­
τες αρχειακού υλικού από τον Τύπο για την παρουσίαση ιστορικών ζητημάτων- πολύ πρό­
σφατη η εξαίρετη μελέτη του Τ. Κωστόπουλου για τη γλωσσική πολιτική αφομοίωσης των
σλαβόφωνων ( Η α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η γλ ώ σ σ α : Κ ρ α τ ικ ή κ α τ α σ τ ο λ ή τ ω ν σ λ α β ικ ώ ν δ ια λ έ κ τ ω ν
σ τ η ν ε λ λ η ν ικ ή Μ α κ εδ ο νία , Αθήνα, Μαύρη Λίστα, 2000).
Για γενικές μελέτες, εύκολα διαθέσιμες, που τονίζουν την καθολική διάσταση των με-
ταγλωσσικών αντιλήψεων, βλ. Laurie Bauer & Peter Trudgill, L angu age M y th s, Penguin
Books, 1998- Ronald Wardhaugh, P r o p e r E nglish: M y th s an d M isu n d ersta n d in g s a b o u t
L angu age, Oxford, Blackwell, 1999- Marina Yaguello, C a ta lo g u e des id é e s re çu es su r la
langue, Paris, Seuil, 1988.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 87

1.1 Η Θ Ι Κ Ο Ι Π Α Ν Ι Κ Ο Ι

Υπάρχουν γλωσσικές υποθέσεις που φαίνεται να πυροδοτούν το ενδια­


φέρον του Τύπου και του κοινού, οπότε και παρατηρείται σε όλες τις
εφημερίδες έξαρση των δημοσιευμάτων για τη γλώσσα, ένταση, διάρ­
κεια, πρωτοσέλιδα, συμμετοχή της «πνευματικής ελίτ», επιστολογρα­
φία. Σας θυμίζω ορισμένα τέτοια θέματα: το Λεξικό Μπαμπινιώτη
(λήμμα «Βούλγαρος»), η πρόταση Λαμασούρ, η διδασκαλία των αρχαί­
ων και η επαναφορά τους («παλαιότερες μορφές της γλώσσας μας»), η
«ευδοκίμηση» και η «αρωγή», η καθιέρωση του μονοτονικού, η καθιέ­
ρωση της δημοτικής κ.ά.
Θα επισημάνω τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των δημοσιευμάτων
του Τύπου για τις υποθέσεις αυτές, συμπληρώνοντας, όπου είναι ανα­
γκαίο, το πρότυπο περιγραφής που μας προτείνουν (επι)κοινωνιολόγοι
όπως ο Stanley Cohen και γλωσσολόγοι όπως η Deborah Cameron.2
1. Στην αρχή, κάποιο γλωσσικό ζήτημα γίνεται αντιληπτό ως απειλή
στις ηθικές αξίες και τα κοινωνικά ή εθνικά συμφέροντα και φρονή­
ματα. Π.χ. η γαλλική πρόταση («πρόταση Λαμασούρ») για μείωση
των γλωσσών εργασίας στα όργανα της Ε.Ε., με την οποία θ’ απο­
κλειόταν η ελληνική, θεωρείται ότι προσβάλλει το «πνεύμα» και την
«ανωτερότητα» της γλώσσας μας (Δεκ. ’94-Ιαν. ’95). Ομοίως, το
λήμμα «Βούλγαρος» στο Λεξικό Μπαμπινιώτη θεωρείται «αντεθνι­
κή ενέργεια» που «διχάζει το έθνος» (Μάιος ’98 κ.ε.).3
2. Ο δημοσιογραφικός τρόπος παρουσίασης της «απειλής» είναι νπε-
ραπλουστεντικός- οπωσδήποτε, η αφορμή υστερεί σε σχέση με τον
σάλο που προκαλεί. Λόγου χάρη για την πρόταση Λαμασούρ οι εφη­
μερίδες γράφουν αδιακρίτως για «κατάργηση της ελληνικής γλώσ­
σας στην Ε.Ε.» (π.χ. Το Βήμα, 1.1.95, σ. Α10). Για το Λεξικό Μπα-

2. Ο όρος «ηθικός πανικός» αποδίδεται στον εγκληματολόγο Jock Young. Τον καθιε­
ρώνει ο κοινωνιολόγος Stanley Cohen, ο οποίος στο βιβλίο του F olk D e v ils a n d M o r a l
P anics: T he C r e a tio n o f th e M o d s a n d R o c k e rs , Oxford, Martin Robertson, 21980 (α έκδ.
1972) μελετά την αντίδραση των Μέσων στους καβγάδες μεταξύ νεολαιίστικων ομάδων,
των Mods και των Rockers, στη Βρετανία της δεκαετίας του ’60. Ιδιαίτερα κατατοπιστικό
είναι το βιβλίο του Kenneth Thompson M o ra l Panics, London, Routledge, 1998. Η γλωσ­
σολόγος Deborah Cameron στο βιβλίο της V erbal H yg ien e, London, Routledge, 1995, κεφ.
3, αναλύει το ενδιαφέρον του Τύπου για γραμματικά ζητήματα με όρους ηθικού πανικού.
3. Για την πρώτη περίπτωση, βλ. Παράρτημα- για τη δεύτερη βλ. πρόχειρα Τ. Χριστί-
δη, «Βαρύ έλλειμμα κοινωνικής ανοχής» και Σ. Μοσχονά, «Η ύβρις και η καταγραφή
της», Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή , 31.5.1998.
88 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

μπινιώτη, οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης μιλάνε για «νέα αυθαιρε­


σία του κράτους των Αθηνών» (Μακεδονία, 26.5.98, σ. 1: «Επικίνδυ­
νοι οι νέοι “Βουλγαροκτόνοι”: Αθηναϊκές αυθαιρεσίες και αδικίες
προκαλούν οργή στο Βορρά»), Με αφορμή τις λέξεις «ευδοκίμηση»
και «αρωγή» (Καλοκαίρι 1985) καθιερώνεται το ιδεολόγημα της «λε­
ξιπενίας των νέων» -κ.ο.κ.
3. Τα δημοσιεύματα έχουν ηθικολογικό χαρακτήρα. Έτσι, με αφορμή
το Λεξικό Μπαμπινιώτη, γράφει η εφημερίδα Σπορ τον Βορρά,
23.5.98, σ. 16: «σαπίλα κράτους, αγυρτία πανεπιστημιακών, θράσος,
τυχοδιωκτισμός, αθηναϊκή σιχασιά, τι να πρωτοδεί και να πρωτο-
κρίνει κανείς στο νέο κακούργημα σε βάρος της Μακεδονίας»· σχε­
τικά με την πρόταση Λαμασούρ, ο Ρ. Αποστολίδης έγραφε στην
Ελευθεροτυπία, 30.12.94, σ. 16: «Να μη φωνάζουμε τώρα. Είναι αρ­
γά. Εμείς οι ίδιοι δεν καταργήσαμε απ’ όλη μας την “παιδεία” τα αρ­
χαία ελληνικά; Εμείς δεν ξεπέφτουμε ολοένα στη μόρφωση, την καλ­
λιέργεια, το πνεύμα, τη συνείδηση, την επιστήμη, τη λογοτεχνία, τη
σκέψη; Εμείς, και οι “πάνω” μας και οι “κάτω”, δεν έχουμε τάξει στη
ζωή μας γ ι’ “ανώτατα” τα “κατώτερα”; Τα λεφτά, την καλοπέραση,
τη μη δουλειά, τη μη ποιότητα -σε τίποτα!» Αν ο ηθικός πανικός
που προκαλείται διά του Τύπου δεν είναι παρά η ενεργοποίηση των
συντηρητικών αντανακλαστικών της κοινωνίας μας, θα πρέπει τότε
να θεωρήσουμε ότι μερικά από τα συντηρητικότερα αντανακλαστικά
έχουν να κάνουν με την ίδια τη γλώσσα.
4. Ας σημειωθεί επίσης ότι τα σχετικά δημοσιεύματα είναι «πολεμικά»,
«στρατευμένα». Οι συντάκτες τους κατασκευάζουν «εχθρούς», συ­
σπειρώνονται και συσπειρώνουν, «δίνουν μάχες» με όπλα πολεμικές
μεταφορές, σχήματα λόγον δηλαδή (π.χ. Η Καθημερινή, 30.12.94, σ.
1: «Σε θέση μάχης για τη γλώσσα»). Η λογική των δημοσιευμάτων εί­
ναι έντονα διχαστική. Οι επιφυλλιδογράφοι και οι επιστολογράφοι
συχνά δίνουν την εντύπωση ότι γράφουν όχι για να επιχειρηματολο­
γήσουν αλλά για να συνταχθούν με τη μία ή την άλλη γνώμη (για πα­
ράδειγμα, η ελεύθερη στήλη «Αρχαία Ελληνικά - Διάλογος» στην
Ελευθεροτυπία, 1987, γρήγορα εκφυλίστηκε σ’ ένα είδος δημοψηφί­
σματος). Αντίθετα με άλλα είδη επιφυλλιδογραφίας, στα ζητήματα
αυτά δεν ενδιαφέρει τόσο η πρωτοτυπία των απόψεων και των επι­
χειρημάτων όσο η δημόσια αναγνώρισή τους ως απόψεων και επι­
χειρημάτων της μιας ή της άλλης πλευράς. Πρόκειται, θα λέγαμε, για
ψηφοφορία διά βοής.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 89

5. Αυτός ο δ ιχ α σ τ ικ ό ς και, « α γω ν ισ τικ ό ς » χ α ρ α κ τή ρ α ς τω ν δ η μ ο σ ιευ ­


μ ά τω ν επιβοη θά την τυπ οπ οίη σ ή τους και σ υμ β ά λλει στη ν «α μ οιβ α ία
δέσμευση» ό σ ω ν υ π ο σ τ η ρ ίζο υ ν ίδια άποιρη κ α ι σκοπ ό. Για τη δημι­
ουργία της δέσμευσης αυτής καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαφό­
ρων «πνευματικών ελίτ», οι οποίες αναλαμβάνουν να ε κ λ ο γ ικ ε ύ ο υ ν
τις τρέχουσες αντιλήψεις για τη γλώσσα, να τις ν ο μ ιμ ο π ο ιο ύ ν, προσ-
δίνοντας τους το κύρος που τους είναι απαραίτητο για να εξαπλω­
θούν σε ευρύτερα στρώματα, και να τις αντιπαραθέτουν, με τη ρητο­
ρική της πολεμικής, στις απόψεις άλλων ελίτ ή στις κινήσεις του εντο­
πισμένου εχθρού.4 Ταυτοχρόνως, «αναδυόμενα μέλη», διανοούμενοι
και δημοσιογράφοι, προσπαθούν να αυτοπροσδιοριστούν ως μέλη της
μιας ή της άλλης ελίτ μέσω της γλώσσας, με την υιοθέτηση δηλαδή
των γλωσσικών απόψεων του ενός ή του άλλου «στρατοπέδου». Η
όλη επικοινωνιακή κίνηση της «συστράτευσης» συντελείται μεταξύ
ενός μικρού ή ευρύτερου κοινού και της ελίτ που έχει αναλάβει να το
εκπροσωπήσει μπροστά στον ορατό ή αόρατο κίνδυνο -ο ρόλος των
δημοσιογράφων στην κίνηση αυτή είναι κατεξοχήν διαμεσολαβητικός.
6. Βέβαια, ο π α ν ικ ό ς γ ια γλω σ σ ικά ζητήματα σταδιακά υποχω ρεί, σ υνή ­
θω ς μ ε α ντίδρα ση π ο υ κα ταδ εικ νύει την υπερβολή του, και, ασχέτως
αν προκαλεί παροδικές ή μονιμότερες αλλαγές (λ.χ. νομοθετικές ρυθ­
μίσεις), αργά ή γρήγορα ξεχνιέται. Αλλά το γεγονός ακριβώς ότι ο ηθι­
κός πανικός εκφυλίζεται, ξεχνιέται ή αντιμετωπίζεται αναδρομικά σαν
μία ακόμα υπερβολή του Τύπου είναι και η προϋπόθεση για να ξανα-
δημιουργηθεί. Όπως θα φανεί αμέσως, στα περισσότερα καθημερινά
δημοσιεύματα του Τύπου, στα ειδησεογραφικά ιδιαίτερα, λανθάνουν
οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός νέου ηθικού πανικού· και συ­
χνά αναγνωρίζουμε στα δημοσιεύματα αυτά την ανάμνηση ενός ηθικού
πανικού, που όμως δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί εκ νέου, αφού, εν τω
μεταξύ, τα επικοινωνιακά αντανακλαστικά έχουν χαλαρώσει.
Στο Παράρτημα περιγράφεται η περίπτωση του «ηθικού πανικού»
που προκλήθηκε με αφορμή την πρόταση του γάλλου υπουργού Αλέν
Λαμασούρ για περιορισμό των γλωσσών εργασίας στα όργανα της Ε.Ε.
Η πρόταση αυτή, τελικά, αποσύρθηκε - κ α ι λόγω των αντιστάσεων που

4. Για τον νομιμοποιητικό ρόλο των διαφόρων ελίτ βλ. G. Thomas, L in g u istic P urism ,
London, Longman, 1991, ιδιαίτερα κεφ. 6· πβ. Δελβερούδη, Μοσχονά, ό .π ., σ. 82, καθώς
και Σ. Μοσχονά, «Σύγχρονες μυθολογίες για τη γλώσσα», περ. Ο Π ο λ ίτ η ς ΊΟ (Νοέμβριος
1999), σσ. 57-61.
90 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

συνάντησε. Ο ελληνικός Τύπος περιστασιακά ασχολείται ακόμα με το


«καθεστώς πενταγλωσσίας» στην Ε.Ε., πιστοποιώντας τη διάρκεια των
αποκτημένων του αντανακλαστικών.

1.2 Δ Η Μ Ο Σ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Η Κ Α Θ Η Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Τ Η Τ Α

Ας δούμε τώρα τα δημοσιεύματα του Τύπου για τη γλώσσα σε μια πε­


ρίοδο «καθημερινότητας», δημοσιογραφικής ρουτίνας, ύφεσης.

1.2.1 Η σ υ χ ν ό τ η τ α τ ω ν δ η μ ο σ ιε υ μ ά τ ω ν
Για να σχηματίσω και να σχηματίσετε ακριβέστερη εικόνα, έλεγξα τα
δημοσιεύματα 72 εφημερίδων, ημερήσιων και εβδομαδιαίων, πρωινών
και απογευματινών, του κέντρου και της επαρχίας, καθώς και τα δημο­
σιεύματα 100 περίπου εβδομαδιαίων, δεκαπενθήμερων ή μηνιαίων πε­
ριοδικών «ευρείας κυκλοφορίας» στη διάρκεια ενός τριμήνου, από
1.11.99 μέχρι και 31.1.2000. Στο σύνολο των εντύπων, οι ημερήσιες
πρωινές ή απογευματινές εφημερίδες είναι μόλις 31 (23, αν αφαιρέσου-
με τις οικονομικές που σπανιότατα αρθρογραφούν για γλωσσικά ζητή­
ματα). Η περίοδος που εξετάζουμε κρίνεται ποιοτικά ενδιαφέρουσα λό­
γω του συχνά απολογιστικού/αφιερωματικού χαρακτήρα των δημοσιευ­
μάτων (που προκάλεσε η «αλλαγή της χιλιετίας»).5
Μετά από μια δοκιμαστική απογραφική περίοδο (2° δεκαπενθήμερο

5. Από το ευρύ αυτό δείγμα αποκλείστηκαν περιοδικά και εφημερίδες με στενό


«γλωσσο-ιδεολογικό» προσανατολισμό, όπως το περ. Δ α υ λ ό ς και η εφ. Η γ λ ώ σ σ α μ α ς
(μηνιαία εφ. του Ομίλου Πειραιώς για τη Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας). Στο δείγμα
συνεξετάζονται και 30 τοπικές εφημερίδες -ω ς τοπικές θεωρούνται και οι εφημερίδες της
Θεσσαλονίκης (Α γ γ ε λ ιο φ ό ρ ο ς , Ε λ λ η ν ικ ό ς Β ο ρ ρ ά ς , Θ εσ σ α λ ο ν ίκ η , Μ α κ ε δ ο ν ία ). Σε περιο­
χές με δικό τους «γλωσσικό ζήτημα», όπως είναι οι περιοχές με ισχυρή παρουσία μειονο­
τήτων (Δυτ. Θράκη - Τουρκική-Πομακική, Μακεδονία - Σλαβομακεδονική), είναι πολλά
και ενδιαφέροντα τα σχετικά δημοσιεύματα.
Οπωσδήποτε δεν πρέπει να συγχέεται η γνώμη που εκφράζεται σε ορισμένες εφημερί­
δες με την «κοινή γνώμη»· ορισμένα δημοσιεύματα παράγουν και αναπαράγουν γλωσσι­
κή ιδεολογία που συχνά καταναλώνεται στους κόλπους μιας μικρής ομάδας, χωρίς σοβα­
ρές επιπτώσεις στην κοινή γνώμη.
Οι Jan Blommaert - Jef Versteueren («The Role of Language in European Nationalist
Ideologies», L anguage Id e o lo g ie s: P ra c tic e a n d T h e o ry , επιμ. B. B. Schieffelin, K. A.
Woolard, P. V. Kroskrity, Oxford, Oxford University Press, 1998, σσ. 190-191) τονίζουν
την ανάγκη αντιπροσωπευτικότητας του αρχειακού υλικού που πρέπει α) να βασίζεται σε
έντυπα με μεγάλη αναγνωσιμότητα που στοχεύουν σε διαφορετικά ακροατήρια, β) να
περιλαμβάνει και τακτικές ειδησεογραφικές στήλες και άρθρα γνώμης, ώστε γ) να αναδει-
κνύεται το «άρρητο πλαίσιο αναφοράς, ο καθ’ υπόθεσιν κοινός κόσμος των δοξασιών» -
χρήσιμες οδηγίες για κάθε σχετική έρευνα.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 91

Οκτ. 99), καταγράφηκαν συνολικά 364 δημοσιεύματα.6 Έχουμε λοιπόν


περίπου 4 δημοσιεύματα την ημέρα σε περίπου 170 έντυπα -σε πολύ λι-
γότερα στην πραγματικότητα, αφού τα περισσότερα από τα έντυπα που
ελέγξαμε σπανίως αρθογραφούν για γλωσσικά ζητήματα. Σε περιπτώ­
σεις ηθικού πανικού τα δημοσιεύματα, ανάλογα με την «κρισιμότητα»
του θέματος, είναι πενταπλάσια έως και δεκαπλάσια σε περιόδους πο­
λύ μικρότερες (μιας-δυο βδομάδων). Από ποσοτική άποψη λοιπόν, η
αναντιστοιχία μεταξύ περιπτώσεων ηθικού πανικού και περιπτώσεων
καθημερινότητας και ρουτίνας είναι απόλυτη. (Δεν συμβαίνει το ίδιο
από ποιοτική άποψη, όπως θα φανεί παρακάτω.)
Γλωσσικά δημοσιεύματα, όπως είναι αναμενόμενο, εμφανίζονται
σπάνια σε οικονομικές, επαρχιακές (ή τοπικές) εφημερίδες, σε περιοδικά
ευρείας κυκλοφορίας, γυναικεία ή «λάιφ-στάιλ», καθώς και σε εφημερί­
δες ή περιοδικά ειδικής θεματογραφίας. Τα περισσότερα δημοσιεύματα
(41%) εμφανίζονται σε τέσσερις καθημερινές εφημερίδες με μεγάλη πα­
νελλήνια κυκλοφορία, και μ’ αυτή τη σειρά: Ε λευθερο τυπ ία , Η Κ α θ η μ ε­
ρινή, Το Βήμα, Τα Νέα. Η σειρά δεν μοιάζει σημαντική και, αν εξαιρέ­
σουμε τις συμπτωματικές αναφορές, για τις οποίες περισσότερα στη συ­
νέχεια, αλλάζει λίγο: Ε λευθεροτυπ ία, Τα Νέα, Το Βήμα, Η Κ αθημερινή.
Η συχνότητα των δημοσιευμάτων επηρεάζεται μερικώς από τη διά­
θεση τακτικών στηλών για γλωσσικά θέματα (η Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία και η
Κ α θ η μ ερ ιν ή δεν έχουν τακτικές γλωσσικές στήλες, ενώ η Ρ α δ ιο τ η λ ε ό ­
ραση έχει). Θα μπορούσαμε να συσχετίσουμε τη συχνότητα των δημο­
σιευμάτων με την κυκλοφορία των εφημερίδων.7 Θα μπορούσα­
με όμως να τη συσχετίσουμε και με την πολυθεματικότητα των εφη­
μερίδων ή και με την έκταση που καταλαμβάνουν σ’ αυτές οι στήλες

6. Η καταγραφή δεν πρέπει να είχε απώλειες μεγαλύτερες του 15-20%, όπως προκύπτει
από τα αποτελέσματα της συνέχισής της μέχρι και σήμερα, 20.11.99, καθώς και από την
ένταξη του δείγματος σε ευρύτερο αρχείο. Η αναλογική αύξηση των «συμπτωματικών ανα­
φορών» -βλ. παρακάτω- είναι αποτέλεσμα μεγαλύτερης εξοικείωσης κατά την καταγραφή.
7. Σύμφωνα με τα στοιχεία της εφ. Τ ο Β ή μ α τη ς Κ υ ρ ια κ ή ς για την περίοδο από
29.10.1999 έως 3.2.2000 που εξετάζουμε, οι εφτά πρώτες σε κυκλοφορία καθημερινές εφη­
μερίδες του κέντρου ήταν Τ α Ν έ α (20,8%), η Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία (14,5%), το Έ θ ν ο ς (9,6%), ο
Ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς Τ ύ π ο ς (9%), Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή (8,8%), η Α π ο γ ε υ μ α τ ιν ή (7,8%) και Τ ο Β ή μ α
(6,5%), ενώ οι τρεις πρώτες σε κυκλοφορία κυριακάτικες εφημερίδες είναι η Κ υ ρ ια κ ά τ ι­
κη Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία (22,2%), Τ ο Β ή μ α τη ς Κ υ ρ ια κ ή ς (20,6%) και Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή (17,6%). Σε
σχέση με τον αριθμό των φύλλων ανά ημέρα κυκλοφορίας, η σειρά των τεσσάρων πρώ ­
των σε γλωσσικά δημοσιεύματα εφημερίδων είναι: Τ α Ν έα (20,8%), Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία
(15,6%), Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή (9,4%), Τ ο Β ή μ α (8,8%) -με συνολικό ποσοστό κυκλοφορίας με­
γαλύτερο του 50%.
92 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

πολιτισμού, όπου κυρίως εμφανίζονται τα γλωσσικά θέματα.


Αλλά θα ήμασταν πιο πιστοί στα δεδομένα μας αν υποθέταμε ότι
«αυτό που κάνει τη διαφορά» είναι ακριβώς η συχνότητα των σνμπτω-
μαηκών αναφορών σε γλωσσικά θέματα (εννοούμε ως συμπτωματικές
τις εκτός θέματος αναφορές, που μοιάζουν να γίνονται «από σπόντα»,
σε συνεντεύξεις, στήλες πολιτισμού, άρθρα γνώμης, αλλά ακόμη και
στη μη γλωσσική ειδησεογραφία· βλ. παρακάτω). Η αναγνώριση των
συμπτωματικών αναφορών είναι εξαιρετικά δύσκολη, θα μπορούσε
όμως να αποτελέσει έναν αξιόπιστο δείκτη για το πόσο «ψαγμένη» ή
«υποψιασμένη» είναι μια εφημερίδα -ο ι συντάκτες της, δηλαδή- επί
γλωσσικών θεμάτων. Οι συμπτωματικές αναφορές είναι δείκτης του
«πνεύματος» μιας εφημερίδας, όχι της γλωσσικής της ύλης. Πράγματι,
μόνο στον Πίνακα 1α, όπου καταγράφονται οι διαπιστωμένες συμπτω­
ματικές αναφορές, φαίνεται να υπάρχει κάποια ασυνέχεια ανάμεσα σε

ΠΙΝΑΚΑΣ 1α. ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΑΝΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Ν (= 364) (%)


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 49 13,5
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 39 10,7
ΤΟ ΒΗΜΑ 31 8,5
ΤΑ ΝΕΑ 30 8,2
-> 40,9%
ΕΣΤΙΑ 16 4,4
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ 14 3,8
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 13 3,6
ΕΘΝΟΣ 13 3,6
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 13 3,6
ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ (ΡΙΖΟΥ) 12 3,3
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ 9 2,5
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 9 2,5
Η ΑΥΓΗ 9 2,5
ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ (ΜΗΤΣΗ) 8 2,2
ΑΥΡΙΑΝΗ 6 1,6
ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ 6 1,6
Η ΒΡΑΔΥΝΗ 5 1,4
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ 4 1
ΗΜΕΡΗΣΙΑ 4 1
Ο ΛΟΓΟΣ 4 1
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 4 1
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 4 1
ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ 3 0,8
Η ΝΙΚΗ 3 0,8
-> 84,5%
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 93

εφημερίδες με μεγαλύτερη συχνότητα γλωσσικών δημοσιευμάτων και


εφημερίδες με μικρότερη συχνότητα. Αφαιρώντας τις συμπτωματικές
αναφορές (Πίνακας lß), η φθίνουσα σειρά παρουσιάζεται πιο ομαλή
(ξεχωρίζει κάπως μόνο η Ελευθεροτυπία, που έχει και τα περισσότερα
δημοσιεύματα).
Στους Πίνακες 1α και lß καταγράφονται εφημερίδες και περιοδικά
με τουλάχιστον ένα γλωσσικό δημοσίευμα το μήνα, κατά μ.ό. Καμία
εφημερίδα δεν συγκεντρώνει περισσότερα από το 12-14% των δημοσι­
ευμάτων. Το σύνολο των δημοσιευμάτων στις τέσσερις μεγάλης κυκλο­
φορίας εφημερίδες δεν ξεπερνά το 41%· αν μάλιστα αφαιρέσουμε τα
«συμπτωματικά» δημοσιεύματα, δεν ξεπερνά το 35% (βλ. Πίνακα lß,
όπου και η πιο ομοιόμορφη κατανομή).

ΠΙΝΑΚΑΣ lß. ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΑΝΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ


(ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΩΝ ΑΝΑΦΟΡΩΝ)

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Ν (= 284) (%)


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 35 12,3
ΤΑ ΝΕΑ 23 8,1
ΤΟ ΒΗΜΑ 21 7,4
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 18 6,3
ΕΣΤΙΑ 15 5,3
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ 13 4,6
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 12 4,2
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 11 3,9
ΕΘΝΟΣ 11 3,9
ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ (ΡΙΖΟΥ) 11 3,9
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ 9 3,2
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 9 3,2
Η ΑΥΓΗ 7 2,5
ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ (ΜΗΤΣΗ) 6 2,1
ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ 6 2,1
ΑΥΡΙΑΝΗ 4 1,4
Η ΒΡΑΔΥΝΗ 4 1,4
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ 4 1,4
ΗΜΕΡΗΣΙΑ 4 1,4
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 4 1,4
Ο ΛΟΓΟΣ 3 1,1
Η ΝΙΚΗ 3 U
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 3 1,1
-> 83,2%

Έχει κάποιο ενδιαφέρον ότι σε εφημερίδες του αναγνωρισμένα συ­


ντηρητικού χώρου εμφανίζεται μόλις το 20-25% των δημοσιευμάτων
94 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

(ανάλογα με το ποιες εφημερίδες θεωρεί κανείς «αναγνωρισμένα συντη­


ρητικές»), Προτρέχοντας, θα λέγαμε ότι συντηρητικές απόψεις δεν εκ­
φράζονται μόνο σε συντηρητικές εφημερίδες. Ελάχιστα είναι τα δημοσιεύ­
ματα στις εφημερίδες της Αριστερός, στην Αυγή και τον Ριζοσπάστη (4%)
-και η θεματογραφία τους δεν φαίνεται συγκροτημένα διαφορετική.8

1.2.2 Οι κατηγορίες των δημοσιευμάτων


Τι είδους είναι τα δημοσιεύματα;
Κατά την ταξινόμηση υιοθετήθηκε ευρεία αντίληψη για το τι αποτε­
λεί γλωσσικό δημοσίευμα. Κάθε είδους μεταγλωσσική αναφορά, ακόμα
και συμπτωματική, κρίθηκε ενδιαφέρουσα και καταγράφηκε. (Βέβαια,
όπως είπαμε, είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι συμπτωματικές αναφο­
ρές και, για τον λόγο αυτό, όσες εντοπίστηκαν θεωρήθηκαν ξεχωριστή
κατηγορία, ώστε να μας επιτρέπονται ακριβέστερες εκτιμήσεις για την
πραγματική έκταση των δημοσιευμάτων.) Για την ταξινόμηση του υλι­
κού χρησιμοποιήθηκαν οι ακόλουθες κατηγορίες:

• Επιφυλλίδα ( ε π ιφ υ λ λ ί δ α ). Η γλωσσική επιφυλλίδα αποτελεί,


αναμφισβήτητα, ξεχωριστό είδος. Αφορά ειδική θεματολογία και
επικαλείται δική της επιχειρηματολογία. Ασκείται από ασκημένους
και ειδικούς συνεργάτες (Ε. Κριαράς, Γ. Μπαμπινιώτης, Δ. Ν. Μα-
ρωνίτης κ.ά.). Έχει μεγάλη παράδοση και της αφιερώνονται τακτι­
κές στήλες. Η διορθωτική επιφυλλίδα (διορθωτική στήλη) είναι η διαρ­
κέστερη υποκατηγορία και είναι συνήθως τακτική (Γ. Η. Χάρης στα
Νέα, «Γλωσσαμύντωρ» στη Ραδιοτηλεόραση κ.ά.)· βέβαια, το διορθω­
τικό ρεπερτόριο αυτών των στηλών γρήγορα εξαντλείται και ο δια­
θέσιμος χώρος γεμίζει με γλωσσική ιδεολογία. Κριτήριο ιδιαιτερότη­
τας της γλωσσικής επιφυλλίδας είναι επίσης ότι χαρακτηρίζεται από
σχετική ανεξαρτησία ως προς το Μέσο- υπάρχουν, λ.χ., αντίστοιχα
είδη ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών -ραδιοφωνικές/τη-
λεοπτικές επιφυλλίδες, θα τις λέγαμε-, όπως τα (εκδομένα) γλωσσι­
κά «πεντάλεπτα» (Ε. Κριαρά, Δ. Λυπουρλή, Χρ. Τσολάκη κ.ά.).

8. Βλ. όμως Παράρτημα, για μια ξεκάθαρη διαφοροποίηση της Α υ γή ς , το «πολυ-πολι-


τισμικό» πρότυπο της οποίας προβάλλεται με αναφορές στα γλωσσικά δικαιώματα των
μειονοτήτων (βλ. λ.χ. Ξ., «Καλές οι μειονότητες εκεί... Παράδειγμα, ίσως, και για μας»,
Η Α υ γ ή , 8.12.99, και «“Επίσημη” γλώσσα τα γκρεκάνικα», Η Α υ γή , 9.12.99, σχετικά με νό­
μο της Ιταλικής Γερουσίας για την προστασία των μειονοτικών γλωσσών. Για το ίδιο θέ­
μα πβ. «Η ελληνική γλώσσα στην Ιταλία», Ε λ εύ θ ε ρ η Ώ ρ α , 8.12.99, όπου η έμφαση απο­
κλειστικά στην προστασία της ελληνικής διαλέκτου.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 95

• Σχόλιο (ΣΧΟΛΙΟ). Το γλωσσικό σχόλιο αποτελεί και αυτό καταγρα­


φή γνώμης, είναι όμως συντομότερο και επικαιρικό, γίνεται από
συντάκτες μάλλον παρά συνεργάτες, είναι συχνότερα ανυπόγραφο.
Συνήθως παρουσιάζει την είδηση μαζί με το αξιολογικό της περί­
γραμμα.9 Μπορεί πάντως να είναι τακτικό (όπως η εύστοχα προ­
σχηματική στήλη «Τι σημαίνει» του Π. Αλεξιάδη στον Αδέσμευτο
[Ρίζου] ή η στήλη «Μαργαριτάρια» στο Έθνος -περίπτωση διορ­
θωτικού σχολίου).
• Έρευνα/Ρεπορτάζ συντακτών (ε ρ ε υ ν ά ). Μεταξύ άλλων, το ρεπορ­
τάζ διακρίνεται από το συνδυασμό ειδών (έκθεση, συνέντευξη, δελ­
τίο, καταγραφή γνώμης).101Υποκατηγορία αποτελεί η ιστορική
έρευνα, συνήθως στο πλαίσιο κάποιου αφιερώματος.11 Καταγρά­
ψαμε ως έρευνες και τις παρουσιάσεις ερευνών, δηλ. ρεπορτάζ για
κάποια έρευνα, ψευτοέρευνα ή ερευνητικό πρόγραμμα, του οποίου
γίνεται έτσι δημόσια παρουσίαση,12 την κάλυψη κάποιου συνεδρί­
ου με αντικείμενο (ευθέως ή εμμέσως) «γλωσσικό»,13 καθώς και τις

9. Βλ. λ.χ. το σχόλιο του Ρ ιζ ο σ π ά σ τ η , 21.1.2000, «“Πάπαλα” η ελληνική γλώσσα»: «Ο


πολύς εκσυγχρονισμός εξαφανίζει ακόμα και την ελληνική γλώσσα. Οι αθεόφοβοι εκσυγ­
χρονιστές κυβερνήτες μας συνέταξαν το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σύγκλισης, που
υπέβαλαν στην Ε.Ε., μόνο στην αγγλική γλώσσα: όταν εκπρόσωποι του ΚΚΕ, αλλά και
άλλων κομμάτων ζήτησαν ένα αντίγραφο του προγράμματος, για να το μελετήσουν, έκ­
πληκτοι πληροφορήθηκαν ότι το πρόγραμμα σύγκλισης γράφτηκε μόνο στα αγγλικά και
δεν υπάρχει αντίστοιχο ελληνικό κείμενο! § Είπαμε, ευρωλιγουρισμός και ευρωλαγνεία,
αλλά όχι και μέχρι του σημείου να εξοβελιστεί η ελληνική γλώσσα από τα επίσημα κείμε­
να του ελληνικού κράτους. Ύστερα λένε ότι έχει άδικο ο Πάγκαλος, που λέει ότι στο
υπουργείο Εξωτερικών η επίσημη γλώσσα είναι τα αγγλικά.»
10. Βλ. λ.χ. Ν. Τρίγκα, «'Ωρα μηδέν για την ελληνόγλωσση παιδεία των ομογενών εξω­
τερικού», Τ ο Β ήμα , 8.12.99.
11. Βλ. λ.χ. Θ. Αντωνόπουλου, «Η δίκη των τόνων και του πνεύματος», Τ α Ν έα ,
30.11.99 (σχετικά με τη «δίκη των τόνων»)· Ρ. Σταυρίδη-Πατρικίου, «Μανόλης Τριαντα-
φυλλίδης: Διανοούμενος και αγωνιστής του κινήματος της Δημοτικής», Τ α Ν έα , 30.12.99·
βλ. και παρακάτω, σημ. 40.
12. Βλ. π.χ. Ν. Καράμπαση, «Σπάνε τα στεγανά του αναλφαβητισμού στη Θράκη»,
Η μ ερ ή σ ια , 22.1.2000, με συνεντεύξεις υπευθύνων του προγράμματος «Εκπαίδευση Μου-
σουλμανοπαίδων»· «Έλληνας διάβασε τη Γραμμική Α '», Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία 1/2.1.2000, με
συνέντευξη του «αποκρυπτογράφου». Σύγκρινε: «Οι μαθητές Δημοτικού δεν ξέρουν γρα­
φή και ανάγνωση», Α π ο γ ε υ μ α τ ιν ή , 26.1.2000- «Μαθητές “στουρνάρια” στη Β. Ελλάδα»,
Α υ ρ ια ν ή , 26.1.2000· «Με γλωσσικό πρόβλημα μεγάλο ποσοστό μαθητών του Δημοτικού»,
Τ ο Β ήμα , 27.1.2000· «Τι δεν μαθαίνουν οι μαθητές», Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή , 27.1.2000· κ.ά. (δημο­
σιεύματα σχετικά με έρευνα του Τμήματος Ψυχολογίας του Α.Π.Θ. για τα «γλωσσικά
προβλήματα» μαθητών του δημοτικού σχολείου).
13. Τις α ν α γ γ ε λ ίε ς συνεδρίων κ.ά. εκδηλώσεων τις εντάσσουμε σε ξεχωριστή κατηγο-
96 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

«αναμεταδόσεις» και «προσαρμογές» από έρευνες/ρεπορτάζ του


ξένου Τύπου.14 Εννοείται ότι ορισμένες παρουσιάσεις εκδηλώσεων
θα μπορούσαν να ενταχθούν και στην επόμενη κατηγορία.
• Είδησεογραφία (ε ί δ η σ η ). Δεν μπορεί να προσδιοριστεί αναλυτικά
και εκ των προτέρων το τι ακριβώς αποτελεί «γλωσσική είδηση». Κά­
ποτε δεν είναι καν εντοπίσιμη η εξωτερική, «πραγματική» αφορμή.
Η «είδηση» κρίνεται και από την ταυτόχρονη καταγραφή της σε δια­
φορετικές εφημερίδες, που όμως συχνά διαφέρουν ως προς τις κα­
ταγραφές τους -που σημαίνει ότι υπάρχουν ενδιαφέροντες μηχανι­
σμοί επιλογής (βλ. παραδείγματα πιο κάτω). Η ειδησεογραφική
αφορμή μπορεί, βεβαίως, να είναι κατασκευασμένη. Κειμενική ένδει­
ξη της γλωσσικής είδησης αποτελεί η καταχώρισή της σε ειδησεογρα-
φικές στήλες. Ειδική υποκατηγορία αποτελούν οι αναγγελίες, που
χαρακτηρίζονται από θεματική ειδίκευση και προδρομική μάλλον
παρά αναδρομική αναφορά.
• Αναγγελία (α ν α γ γ ε λ ί α ). Πρόκειται για αναγγελίες εκδηλώσεων
(π.χ. μιας διάλεξης με γλωσσικό θέμα, ενός συνεδρίου, κάποιας
δραστηριότητας γλωσσικού συλλόγου, δημόσιων παρουσιάσεων
βιβλίων κλπ.).15 Οι αναγγελίες συνεδρίων σπανίως ακολουθούνται
από ρεπορτάζ (αναγγέλλεται δηλαδή η έναρξη ενός συνεδρίου, αλ­
λά δεν καλύπτονται οι εκδηλώσεις του).
• Βίβλίοκριηκή/βιβλωπαρουσίαση (β ιβ λ ί ο ). Εννοούμε την ενυπό­
γραφη κριτική/παρουσίαση βιβλίου με γλωσσική θεματολογία.
Ενίοτε η παρουσίαση αυτή δεν γίνεται στις προγραμματισμένες
στήλες βιβλίου, είναι ανυπόγραφη και συμπίπτει με τη δημοσίευση
του βιβλίου (δηλαδή με την αποστολή Δελτίου Τύπου). Δεν θα εξε­

ρία· βλ. παρακάτω. Συνήθως «καλύπτονται» τα συμπεράσματα ενός συνεδρίου ή οι εναρ­


κτήριες ομιλίες· σύγκρινε: «Νεολαία Αποδήμων - Δυσκολίες στη διατήρηση της ελληνικής
γλώσσας», Α γ γ ε λ ιο φ ό ρ ο ς (Θεσσαλονίκης], 4.12.99, και Ε.Τ. «Κλειδί η διατήρηση της ελ­
ληνικής γλώσσας», Ε λ λ η ν ικ ό ς Β ο ρ ρ ά ς , 6.12.99, για συνέδριο της νεολαίας του ΣΑΕ· «Οι
παγκόσμιοι Έλληνες είναι πηγή», Α υ ρ ια ν ή , 6.12.99, βασισμένο στην ομιλία στο συνέδριο
αυτό της υπ. Βάσως Παπανδρέου· «Ορατοί κίνδυνοι για την ελληνική γλώσσα», Ε σ τ ία ,
6.12.99, «Μην καταργούμε την ελληνική γλώσσα», Κ α ρ φ ί, 7.12.99 [σχόλιο], με διαπιστώ­
σεις από το παραπάνω συνέδριο του κ. Η. Νεοφυτίδη, προέδρου του Κέντρου Μακεδονι­
κών Σπουδών της Νέας Υόρκης.
14. Βλ. π.χ. «Πόλεμος γλωσσών», Ε π ενδ υ τή ς, 11.12.99· πβ. D. Crystal, «Θανατική ποι­
νή για δύο γλώσσες κάθε μήνα», Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή , 21.11.99 (αναδημοσίευση από G uardian)·
πβ. σχετικό σχόλιο του Π. Μανταίου, «Γλώσσες εν κινδύνω...», Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία , 26.11.99.
15. Βλ. λ.χ. «Κλήρωση λαχνών του Ομίλου για τη Διεθνοποίηση της Ελληνικής Γλώσ­
σας», Τ α χ υ δ ρ ό μ ο ς Κ α β ά λ α ς , 31.1.2000.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 97

τάσουμε εδώ το μεταφυσικό ερώτημα διάκρισης των σχετικών δη­


μοσιευμάτων σε «παρουσιάσεις», «κριτικές» και «διαφημίσεις».16
• Συνέντευξη (σ υ ν έ ν τ ε υ ξ η ). Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται συ­
νεντεύξεις γλωσσολόγων, γενικώς ασχολουμένων περί τη γλώσσα
ή συνεντεύξεις επί γλωσσικού θέματος.17 Τα ρεπορτάζ (βλ. παρα­
πάνω) συχνά περιέχουν «τοποθετήσεις» (δηλαδή αποσπάσματα συ­
νεντεύξεων) από «ειδικούς» και «αρμοδίους», που εκθέτουν συνο­
πτικά τη γνώμη τους για ζήτημα που θέτει ο συντάκτης. Σε συνε­
ντεύξεις με «ανθρώπους του πνεύματος» (επί οιουδήποτε θέματος)
είναι συχνές οι συμπτωματικές αναφορές σε γλωσσικά θέματα.18
• Επιστολή (ε π ισ τ ο λ ή ). Η επισήμανση γλωσσικών λαθών είναι αγα­
πημένο χόμπυ των επιστολογράφων.19 Οι «διορθωτικές» επιστολές

16. Για τη βιβλιοκριτική στον ελληνικό Τύπο, βλ. Δ. Μανιφάβα, Η κ ά λ υ ψ η τ ο υ β ι β λ ί ­


ο υ από το ν Τύπο, Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου-Παρατηρητήριο Βιβλίου, 1999. Την πε­
ρίοδο που εξετάζουμε οι περισσότερες αναφορές (14,41%) σε γλωσσολογικό βιβλίο γίνο­
νται στην Ι σ τ ο ρ ία τη ς ε λ λ η ν ικ ή ς γ λ ώ σ σ α ς , επιμ. Μ. Κοπιδάκη Αθήνα, ΕΛΙΑ, του οποίου η
έκδοση συνδυάστηκε με υπερεπίσημη δημόσια παρουσίαση (ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ) (βλ. «Ιστορία
της γλώσσας για όλους», Τ α Ν έα , 10.12.99, όπου και κατάλογος των παρευρεθέντων επι­
σήμων)· για μια καθαρότερη περίπτωση βιβλιοκριτικής βλ. X. Καμπουρίδη, «Γλώσσα, ει­
κόνα, σημειολογία»· σύγκρινε με Α. Καρατζαφέρη, «Ταξιδεύοντας με την ελληνική γλώσ­
σα», Ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς Τ ύ π ο ς, 17.1.2000.
17. Ο τελευταίος από τους τρεις προσδιορισμούς είναι και ο ακριβέστερος· βλ. λ.χ.
συνέντευξη του «δημοσιολόγου» Ιωάννη Σιώρη, «Ο... πολιτικός βιασμός της γλώσσας
και ένας... ανενεργός νόμος», Ε λ εύ θ ε ρ η Ώ ρ α , 31.12.99, σσ. 3, 7, 19.
18. Μάλλον δεν είναι συμπτωματική η συχνότητα συμπτωματικών αναφορών σε τέ­
τοιου τύπου «γενικές συνεντεύξεις». Οι κοινοτοπίες για τη γλώσσα αποτελούν απαραίτη­
το εφόδιο για δημόσια χρήση ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, όπως υποδει­
κνύει ο Μανόλης Αναγνωστάκης: «Μέσα στο γραφείο του ο Ποιητής, μιλά αργά στον ευ­
γενικό επισκέπτη του για την αποστολή της ποίησης στον καιρό μας, για την αδιαφορία
των νέων προς τη γλώσσα, για την πολυπλοκότητα των πνευματικών προβλημάτων στην
αντιφατική εποχή μας» ( Τ ο Π ε ρ ιθ ώ ρ ιο ’6 8 - ’6 9 , Αθήνα, στιγμή, 1985, α ' έκδ. 1979). Πβ.
την τελευταία συνέντευξη του Γ. Χειμωνά (στον Α. Σταμάτη, Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή , 14.11.99):
«Η καταστροφή της ελληνικής γλώσσας με το μονοτονικό θα οδηγήσει τελικά σε λατινικό
αλφάβητο... Εδώ έχουμε κατάργηση διφθόγγων, κατάργηση διπλών συμφώνων... Υπάρ­
χουν μελέτες που αποδεικνύουν ότι αλλιώς ο σύγχρονος Έλληνας προφέρει μια λέξη που
αρχίζει με φωνήεν και ψιλή και διαφορετικά με δασεία, αλλιώς προφέρει το φωνήεν με
βαρεία και αλλιώς με οξεία.»
19. Βλ. την επιστολή του Π. Σιαπίκη ή Σιάπικα, που περνάει σε διάφορες εφημερίδες
( Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία , 1.12.99, «Λάθη στη γλώσσα»· Τ α Ν έ α , 4.12.99, «Γλωσσική πρόταση»,
Τ ύ π ο ς τη ς Κ υ ρ ια κ ή ς , 5.12.99, «Περί... ετυμολογίας»)· στην επιστολή προτείνονται αντι­
καταστάσεις όπως «ευρωποβουλευτής» αντί «ευρωβουλευτής», «ευρωπικός» αντί «ευρω­
παϊκός» κ.ά.
98 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

αφορούν τον δημοσιογραφικό λόγο κυρίως στα ηλεκτρονικά μέ­


σα.20 Συνηθισμένες είναι πάντως και οι «γενικές επιστολές» («εκ­
θέσεις ιδεών» με θέματα την «ανωτερότητα»-«πνευματικότητα» της
ελληνικής, «απειλές» για τη γλώσσα μας κλπ.).21
• Συμπτωμαηκή αναφορά (α ν α φ ο ρ α ). Ως συμπτωματική θεωρήθηκε
οποιαδήποτε μεταγλωσσική αναφορά «εκτός πλαισίου», δηλαδή σε
δημοσιεύματα που δεν έχουν αυστηρά γλωσσικό θέμα.22 Τέτοιου
τύπου «συμπτωματικές αναφορές» είναι συχνές σε δημοσιεύματα
που αφορούν στην πρωτότυπη γλώσσα της λογοτεχνίας, σε αξιολο­
γήσεις μεταφράσεων κλπ. (λ.χ. σε βιβλιοκριτικές),23 σε δημοσιεύμα­
τα σχετικά με τη συγκρότηση του ελληνικού πολιτισμού,24 σε συνε­
ντεύξεις κ.α. Η συμπτωματικότητα μπορεί να είναι και αντίστροφη,
με αφορμή δηλαδή ένα γλωσσικό θέμα να επιχειρείται προσέγγιση σε
θέμα μη γλωσσικό.25 Ως συμπτωματικές καταγράφονται και οι με-

20. Βλ. λ.χ. Μ. Κουβάτσου, «Η γλώσσα μας», Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία , 15.12.99.


21. Βλ. λ.χ. B. Ν. Κρεμμύδα, «Η αιώνια ελληνική γλώσσα», Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή , 2.11.99.
Καταγράψαμε ως επιστολές και όχι ως έρευνες/ρεπορτάζ τις απαντήσεις αναγνωστών σε
ερωτήματα «Στήλης Αναγνωστών», λ.χ. τις απαντήσεις στο ερώτημα της εφ. Μ α κ ε δ ο ν ία
για το αν κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα (βλ. ενδεικτικά επιστολές Θ. Σαντά, 11.1.2000,
και Αλκ. Εξιόγλου, 13.1.2000, που αποδεικνΰουν ότι το ερώτημα προϋποθέτει την απά­
ντηση). Πολλές οι επιστολές σε περίοδο ηθικού πανικού, αισθητά λιγότερες σε περιόδους
«γλωσσικής καθημερινότητας»· βλ. Παράρτημα.
Την επιστολογραφία για τη γλώσσα την αξιοποιήσαμε εκτενώς στην εργασία μας «Ο
καθαρισμός της γλώσσας και η γλώσσα του καθαρισμού», ό .π ., σαν δείγμα λ ό γ ο ν ενδει­
κτικού της παρουσίας ενός «μικρού κοινού» που πλαισιώνει και απηχεί τις απόψεις της
γλωσσικής ελίτ. Διαπιστώναμε εκεί ότι όσο μακρύτερα από την ομάδα της ελίτ αντηχεί
μια γνώμη, τόσο πιο στερεότυπη γίνεται· βλ. Παράρτημα.
22. Λ.χ. με αφορμή τη θεατροποίηση της «Ψυχολογίας Συριανού συζύγου» του Ε. Ροΐδη,
εγκωμιάζεται η «μαγεία» της καθαρεύουσας (Ε. Μαρίνου, «Ζηλεύοντας στην καθαρεύουσα»,
Κ υ ρ ια κ ά τ ικ η Ε λ ευ θ ε ρ ο τ υ π ία , 9.1.2000- Μ. Χρηστίδη, «Στη μαγεία της ελληνικής γλώσσας»,
Ε λ ευ θ ερ ο τ υ π ία , 29.1.2000). Με αφορμή ληστεία σε γραφείο δικηγόρων, σχολιάζεται η ανορ­
θογραφία της ταμπέλας «Κλειστό λόγο ληστείας» («Ανορθόγραφοι δικηγόροι», Φ ω ς τω ν
Σ π ο ρ , 15.1.2000). Σε ειρωνικό σχόλιο για τη λέξη «πλανητάρχης» εκφράζεται η πεποίθηση
ότι «η ελληνική γλώσσα είναι η πιο εύπλαστη του κόσμου» (Θ. Ν. Χατζηγώγου,
«Planitarchis», Ε λ εύ θ ερ η Ώ ρα, 11.12.99)· σε ρεπορτάζ για τις «Καινοτομίες στη Σύνοδο της
Βουλής των Εφήβων», Τ ο Β ήμα, 14.1.2000, γίνεται συμπτωματική αναφορά στο ότι «πολλοί
μαθητές εκφράζουν έντονη ανησυχία για... τη συρρίκνωση της ελληνικής γλώσσας»· κ.ο.κ.
23. Βλ. λ.χ. Π. Μπουκάλα, «Με πρώτη ύλη την ιστορία», Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή , 18.1.2000,
όπου αναφορές στη λογοτεχνική μίμηση του λόγιου και του λαϊκού ύφους στο μυθιστό­
ρημα Η Φ λ ώ ρ ια τ ω ν νερών της Ισμήνης Καπάνταη.
24. Βλ. λ.χ. I. Μ. Χατζηφώτη, «Ποιοι έβαλαν τα θεμέλια της πνευματικής ανάπτυξης
και του ουμανισμού στην Ευρώπη», Α κ ρ ό π ο λ ις , 9.11.99.
25. Λ.χ. με αφορμή την ιστορία της λέξης «μίξα», ο Δ. Μυταράς σχολιάζει τις δοσο-
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 99

τωνυμικές αναφορές στη «γλώσσα των πολιτικών», στη «γλώσσα


των εικόνων», στη «γλώσσα της τηλεόρασης», «της πληροφορικής»
κ.ο.κ. Πάντως, το ουσιαστικό χαρακτηριστικό των συμπτωματικών
αναφορών είναι ακριβώς ότι μπορούν να εμφανιστούν οπουδήπο­
τε, δεν χρειάζονται δηλαδή ειδική πλαισίωση. Από τη μια λοιπόν,
επειδή είναι απρόβλεπτες, οι συμπτωματικές αναφορές είναι δύ­
σκολο να εντοπιστούν και, από την άλλη, επειδή θα μπορούσαν να
εμφανίζονται οπουδήποτε, έχουν την τάση να είναι τυποποιημένες
και στερεότυπες, σαν να ανταποκρίνονται σε διαμορφωμένη ανα­
γνωστική προσδοκία, που, όταν αποκτηθεί, δύσκολα αποβάλλεται.

Οι κατηγορίες των δημοσιευμάτων που παρουσιάσαμε είναι στην


πραγματικότητα επικαλυπτόμενες και όχι αποκλειστικές· αποκλειστικές
αναγκαστήκαμε να τις θεωρήσουμε για τις ανάγκες της ταξινόμησης. Συ­
χνά, απουσία άλλων ενδείξεων, ταξινομήσαμε τα δημοσιεύματα σύμφω­
να με το «ειδικό βάρος» τους. Έχουμε ήδη διαπιστώσει ότι, ιδιαίτερα σε
περιπτώσεις ηθικού πανικού, ένα επίκοινωνιακό συμβάν μπορεί να συν­
δυάζει πολλά διαφορετικά δημοσιογραφικά είδη -να μεταφέρεται, κατά
κάποιο τρόπο, από στήλη σε στήλη και από εφημερίδα σε εφημερίδα.
Με τις επιφυλάξεις αυτές, ανά κατηγορία τα δημοσιεύματα κατανέ-
μονται ως εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ 2. ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΑΝΑ ΕΙΔΟΣ


(ΜΕ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ)

ΕΙΔΟΣ Ν (=364) (%) Ν (=284) (%)

ΑΝΑΦΟΡΑ 80 23 _ _
ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ 70 19,2 70 24,6
ΕΙΔΗΣΗ 70 19,2 70 24,6
ΒΙΒΛΙΟ 34 9,3 34 12
ΣΧΟΛΙΟ 33 9,1 33 11,6
ΕΡΕΥΝΑ 24 6,6 24 8,5
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 23 6,3 23 8,1
ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ 21 5,8 21 7,4
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 9 2,5 9 3,2

Από τον Πίνακα 2 προκύπτει ότι δύο είναι οι μεγάλες κατηγορίες


«συστηματικών» δημοσιευμάτων για τη γλώσσα: τα επιφυλλιδογραφι-

ληψίες των πολιτικών («Misa», Τ α Ν έα , 30.11.99). Αυτή την κατεύθυνση (από τη γλωσσι­
κή εξήγηση στην πολιτική σπόντα) ακολουθούν συνήθως τα σχόλια του Π. Αλεξιάδη στη
στήλη «Τι σημαίνει» στον Α δ έ σ μ ε υ τ ο [Ρ ίζ ο υ ].
100 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

κά δημοσιεύματα («άρθρα γνώμης») και τα ειδησεογραφικά. Κάθε κα­


τηγορία περιλαμβάνει το 19-25% των δημοσιευμάτων. Θεωρώντας ότι
τα σχόλια και οι συνεντεύξεις συγγενεύουν περισσότερο προς την επι­
φυλλίδα, ενώ τα ρεπορτάζ και οι αναγγελίες είναι και αυτά, με την ευ­
ρύτερη έννοια του όρου, ειδησεογραφικά κείμενα,26 μπορούμε να σχη­
ματίσουμε δύο ακόμα μεγαλύτερες ομάδες δημοσιευμάτων: αυτά που
διατυπώνουν γνώμη και αυτά που παρουσιάζουν ειδήσεις· με τέτοιο
λογαριασμό κάθε ομάδα περιλαμβάνει τον ίδιο περίπου αριθμό δημοσι­
ευμάτων (112, 31-39%, η πρώτη και 115, 32-41%, η δεύτερη).
Η ισομερής αυτή κατανομή μάς επιτρέπει να εξετάσουμε με γενικό
τρόπο Τι είναι είδηση και Τι είναι γνώμη ή, αναλυτικότερα: ποιες οι
γλωσσικές ειδήσεις, και ποιες οι γνώμες και επί ποιων θεμάτων.

1.2.2.1 Ειδήσεις
Ας δούμε πρώτα τι λογίζεται ως είδηση -υπενθυμίζω: σε μια περίοδο χω­
ρίς ιδιαίτερο ειδησεογραφικά ενδιαφέρον. Ξεχωρίζω τα σημαντικότερα
θέματα:

• Εκπαιδευτικά - Ζητήματα διδασκαλίας της ελληνικής. Τα περισσό­


τερα δημοσιεύματα αφορούν στη διδασκαλία της ελληνικής σε αλ­
λόγλωσσους, είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό (συχνότερα
όμως στο εξωτερικό). Αρκετά είναι τα κείμενα που θέτουν ως πα­
ράδειγμα τα εκπαιδευτικά προγράμματα ξένων χωρών για τη διδα­
σκαλία των αρχαίων ελληνικών. Μάλιστα, άρθρο των Ζακλίν ντε
Ρομιγί και Ζαν-Πιερ Βερνάν για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνι­
κής στην εφ. Le Monde (Δεκ. 99) σχολιάζεται ευρέως στον ελληνικό
Τύπο μαζί με την πρόταση του Α. Αλαβάνου για ενίσχυση -διεθνώς-
της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής.27

26. Οι βιβλιοκριτικές/βιβλιοπαρουσιάσεις αποτελούν ενδιάμεση κατηγορία: ενημερώ­


νουν για την έκδοση ενός βιβλίου («είδηση») και το κρίνουν («σχόλιο»). Οι επιστολές, για
πολλούς λόγους, συγκροτούν δική τους ξεχωριστή κατηγορία.
27. «Η ελληνική γλώσσα εξαφανίζεται, η Ιστορία “βελτιώνεται”», Α δ έ σ μ ε υ τ ο ς
[Μ ή τσ η ], 6.11.99 [σχετικά με «κρίση» της διδασκαλίας των αρχαίων και νέων ελληνικών
στα ανώτατα εκπ. ιδρύματα των ΗΠΑ]· «Η διδασκαλία ελληνικής γλώσσης στη Β. Ή πει­
ρο», Ε σ τ ία , 12.11.99' Θ. Οικονομίδη, «Οι Γάλλοι υπέρμαχοι των Αρχαίων Ελληνικών»,
Ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς Τ ύ π ο ς , 17.11.99· «Τα Αρχαία Ελληνικά» [στη Γαλλία], Ε σ τία , 18.11.99· Ε. Πα-
φίτου, «Μαθήματα αδελφοσύνης», Θ εσ σ α λ ο ν ίκ η , 19.11.99· Μπ. Μπρούτσος, «Η ελληνική
γλώσσα» [διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο εξωτερικό], Ε σ τία , 22.11.99· «Τα ελλη­
νικά στη Ρωσία», Π ο λ ιτ ικ ά Θ έμ α τα , 27.11.99· Στ. Τσιπλάκου, «Η τεχνολογία στην υπηρε­
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 101

• Το «καθεστώς πενταγλωσσίας» εντός της Κοινότητας. Αναφέρονται


οι επερωτήσεις βουλευτών, οι πρωτοβουλίες ευρωβουλευτών, οι δη­
λώσεις του Χρ. Ροκόφυλλου για παρέμβαση στο Πρωτοδικείο των
Ευρ. Κοινοτήτων.28 Πρόκειται ξεκάθαρα για «ανάμνηση» της υπόθε­
σης Λαμασούρ.
• Το «Μακεδονικό». Υπογραφή συμφωνίας από τον Άκη Τσοχατζό-
πουλο και τον «σκοπιανό» ομόλογό του, γραμμένη και στην ελλη­
νική γλώσσα και στη σλαβομακεδονική, πράξη που θεωρείται
έμπρακτη αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας.29 Πρόκειται για
έντονη «ανάμνηση» του γνωστού «Μακεδονικού».
• Η πολυτονική γραφή. Η εγκατάσταση πολυτονικής γραμματοσει­
ράς στο πρόγραμμα Microsoft Windows. Το ζήτημα τίθεται με επε-
ρώτηση του βουλευτή Β. Μαγγίνα και λήγει «με τις ευλογίες Χρι­
στόδουλου», αφού ανακοινωθεί από την εταιρεία ότι «στηρίζει τα
αρχαία ελληνικά».30

σία της ελληνικής» [διδασκαλία της ελληνικής στο εξωτερικό με χρήση τεχνολογίας],
Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία , 27.11.99· Α. Μ. Τάμη «Η μάχη κατά της αφομοίωσης» [ελληνόγλωσση εκ­
παίδευση στις ΗΠΑ και την Αυστραλία], Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία , 27.11.99· «Προώθηση της διδα­
σκαλίας στην Ευρώπη των αρχαίων ελληνικών και λατινικών» [ζητάει ο Α. Αλαβάνος με
αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών], Η Α υ γ ή , 30.11.99· Γ. Βασιλακάκος, «Η ελληνική
γλώσσα συρρικνώνεται επικίνδυνα» [Συνέντευξη στην Η. Μαυροειδή με αφορμή συνέ­
δριο στη Θεσσαλονίκη για τον απόδημο ελληνισμό], Η Α υ γ ή , 13.1.2000- «Ελληνόπουλα
[του εξωτερικού] χωρίς ελληνικά», Ε γώ , 1.12.99· κ.ά.
28. «Απάρνησις ταυτότητος» [εκφράζει φόβους για την «εξαίρεσιν» ελλ. γλώσσας και
πολιτισμού από την Ευρώπη], Ε σ τ ία , 1.11.99· «Πενταγλωσσία» [σχετικά με επερώτηση
του βουλευτή Β. Μαγγίνα για την υπεράσπιση της ελληνικής στην Ε.Ε.], Α κ ρ ό π ο λ ις ,
12.11.99· «Ερώτηση για υπεράσπιση της ελληνικής γλώσσας», Α π ο γ ε υ μ α τ ιν ή , 12.11.99-
«Αποκλείουν την ελληνική γλώσσα από τα κοινοτικά σχέδια», Η Β ρ α ό υ ν ή , 12.11.99- Χρ.
Χαραλαμπόπουλος, «Εκτός Ευρωκοινοβουλίου η ελληνική γλώσσα;», Η μ ερή σ ια , 13.11.99·
Α.Π., «Η ελληνική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση!», Α π ο γ ε υ μ α τ ιν ή , 15.11.99· «Και
γλώσσες β ' κατηγορίας», Α δ έ σ μ ε υ τ ο ς [Μ ή τσ η ], 18.11.99· «Διαμαρτυρία της Γιαννάκου
στο Ευρωκοινοβούλιο για την απόπειρα περιορισμών στη χρήση της ελληνικής γλώσ­
σας», Κ ή ρ υ ξ Χ α ν ίω ν , 27.11.99- κ.ά.
29. «Υπογραφή ντροπής! - Ο Τσοχατζόπουλος υπέγραψε συμφωνία με τους Σκοπια­
νούς στην “Μακεδονική” διάλεκτο! - Τα έχουν βρει και στο όνομα!», Ε λ ε ύ θ ε ρ η Ώ ρα ,
7.1.2000· «Την ύπαρξη “μακεδονικής" γλώσσας δέχεται η κυβέρνηση», Α π ο γ ε υ μ α τ ιν ή ,
7.1.2000.
30. Κ.Β., «Εκπαραθυρώνουν την αρχαία ελληνική από το Διαδίκτυο» [Ανάγκη η νέα
έκδοση του προγράμματος της MICROSOFT να υποστηρίζει πολυτονικό· επερώτηση Β.
Μαγγίνα], Ε ξ π ρ έ ς , 12.11.99- Λ.Γ., «Ανάθεμα τα γράμματα!», Α δ έ σ μ ε υ τ ο ς [Μ ή τσ η ],
12.11.99- Μ. Πίνη, «Εκτός διαδικτύου τα αρχαία από ελληνική αδιαφορία», Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ ­
π ία , 13.11.99- κ.ά. πολλά. Βλ. στη συνέχεια: ΝΑΚ, «Κομπιουτεράς ο Χριστόδουλος»,
Α δ έ σ μ ε υ τ ο ς [Ρ ίξ ο υ ], 13.1.2000- «Windows 2000 με πολυτονικό - Τα Windows 2000 θα “μι­
102 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

• Ο «κίνδυνος» καθιέρωσης του λατινικού αλφαβήτου. Δημοσιεύμα­


τα διαμαρτυρίας κατά του Αθ. Παππά (καθηγητή του Πανεπιστημί­
ου Αθηνών), που υποτίθεται ότι προτείνει σε βιβλίο του καθιέρω­
ση του λατινικού αλφαβήτου.31
Τα ειδησεογραφικά αυτά «παραδείγματα» μοιάζουν άσχετα μεταξύ
τους. Σε μια πρώτη ματιά η γλωσσική ειδησεογραφία φαίνεται να περι­
λαμβάνει ασύνδετα και ασυνάρτητα ζητήματα. Όμως, με λίγη προσοχή,
διαπιστώνουμε πως υπάρχει «κοινή λογική» που τα συνέχει.
Ας προσέξουμε, πρώτα, ότι όλα τα παραπάνω ζητήματα αντιμετωπί­
ζονται με τους όρους ενός ηθικού πανικού -μικρής, βέβαια, έντασης και
περιορισμένης εμβέλειας. Ορισμένα από τα ζητήματα αυτά έχουν δώσει
αφορμή για τη δημιουργία ηθικού πανικού στο παρελθόν -και όχι μόνο
σε συντηρητικές εφημερίδες, που έχουν και τα διαρκέστερα αντανακλα­
στικά και κρατούν τις ισχυρότερες «αναμνήσεις» πανικών. Σε ορισμέ­
να δημοσιεύματα είναι φανερή η επιθυμία δημιουργίας ενός πανικού.
Οπωσδήποτε: το επικοινωνιακό πρότυπο του ηθικού πανικού είναι αυ­
τό που καθορίζει τι θα επιλεγεί ως είδηση και τι όχι.
Ας προσέξουμε επίσης ότι οι περισσότερες από τις «ειδήσεις» αυτές
αφορούν στη θέση της ελληνικής σε κάποιον πραγματικό ή φανταστικό
εξωτερικό χώρο. Είδηση είναι η διδασκαλία της ελληνικής σε αλλό­
γλωσσους, στο εξωτερικό κυρίως. Είδηση είναι η απειλή κατά της ελλη­
νικής στην Ε.Ε. Είδηση είναι η παραχώρηση στον εξωτερικό «εχθρό»
ενός συμβολικού ονόματος. Είδηση είναι η επέκταση της ελληνικής στο
«εξωτερικό», στο «ξένο» δηλαδή, περιβάλλον των ηλεκτρονικών υπο­

λούν” αρχαία ελληνικά», Α κ ρ ό π ο λ ις , 13.1.2000· Κ. Μιχαηλίδη, «Με τις ευλογίες Χριστό­


δουλου και η ελληνική γλώσσα στα Windows 2000», Α π ο γ ε υ μ α τ ιν ή , 13.1.2000- «Τα
Windows 2000 θα υποστηρίζουν και τα αρχαία ελληνικά», T ech B u siness, 18.1.2000- κ.ά.
(Πρόκειται ίσως για την πιο έξυπνη -έμμεση και ανέξοδη- διαφημιστική καμπάνια της
M ic r o s o ft στην Ελλάδα!)
31. Το θέμα ανακινεί πρώτος ο Α δ έ σ μ ε υ τ ο ς [Ρ ίζ ο υ ], 12.10.99 και την τακτική του
οστρακισμού ακολουθούν και άλλες συντηρητικές εφημερίδες: «Επαγρύπνησις για προστα­
σία της γλώσσης», Ε σ τία , 4.11.99- Γ. Ντάσκα, «Η Μακεδονία δεν θέλει να καταργηθούν τα
ελληνικά» [Επιστολή της «Πρωτοβουλίας Πολιτών για τα δίκαια της Μακεδονίας» κατά του
Αθ. Παππά], Α δ έ σ μ ευ τ ο ς [Ρ ίζο υ], 12.11.99- «Βολές κατά του Αθ. Παππά από τον Γλωσσικό
Όμιλο Βόλου», Ε λ εύ θ ερ η Ώ ρα, 13.11.99- κ.ά. Δεν έχουμε ελέγξει την ακρίβεια των αιτιάσε­
ων (το βιβλίο κυκλοφορεί πια σε ανατύπωση). Ο κίνδυνος «εκλατινισμού» της ελληνικής
αποτελεί επανερχόμενο θέμα στις συντηρητικές κυρίως εφημερίδες, καθώς και το σύνδρομο
συνωμοσίας κατά της ελληνικής- βλ. και X. Τσικόπουλου, «Η κακοποίηση της γλώσσας - Το
μονοτονικό σύστημα προπομπός της Λατινοποίησης της γλώσσας μας!», Ε λ εύ θ ερ η Ώ ρα,
7.1.2000- Μ. Σταματιάδου, «Κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα;», Ά β α το ν, 20.12.99.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 103

λογιστών. Είδηση είναι ο κίνδυνος «άλωσης» της ελληνικής από το «ε­


ξωτερικό», το «ξένο» δηλαδή, λατινικό αλφάβητο.
Παρόμοια λογική ανακαλύψαμε και σε ορισμένους από τους «μεγά­
λους» ηθικούς πανικούς. Για να περιοριστούμε στους δύο πιο πρόσφα­
τους: Η αντίδραση στην πρόταση Λαμασούρ είναι, ξεκάθαρα, αντίδραση
σ’ έναν εξωτερικό «εχθρό» και αφορά τη θέση της ελληνικής σ’ ένα «ε­
χθρικό» εξωτερικό περιβάλλον. Η αντίδραση στο Λεξικό Μπαμπινιώτη
είχε επίσης το χαρακτήρα αντίδρασης σε μια υποτιθέμενη κίνηση διχα­
σμού τού «εσωτερικού», με την τοποθέτηση στο «εξωτερικό» μιας ολόκλη­
ρης πληθυσμιακής ομάδας (εκτός οι «Βούλγαροι», εντός οι «Αθηναίοι»).32
Μπορούμε τώρα να συνεξετάσουμε μικρούς και μεγάλους ηθικούς πα­
νικούς και να δούμε το αντιληπτικό σχήμα που προκύπτει· να δούμε ποιοι
είναι οι κοινοί τόποι και οι κοινοτοπίες όλων αυτών των δημοσιευμάτων:

Ας φανταστούμε ότι η γλώσσα έχει ένα Εσωτερικό κι ένα Εξωτερικό.


Το Εσωτερικό ας το φανταστούμε ενιαίο και ομοιογενές.
Μπορεί να επεκτείνεται ή να συρρικνώνεται.
Επεκτείνεται, καταρχάς, προς το παρελθόν του. Οτιδήποτε βρίσκε­
ται στην Ιστορία της γλώσσας τού ανήκει, μπορεί να το περιλάβει.
Μάλιστα, η αρχαία γλώσσα είναι αυτή που του δίνει κύρος.
Μπορεί όμως να επεκταθεί και προς το Εξωτερικό. Τελευταία όλο και
περισσότεροι φαίνεται να συνειδητοποιούν ότι η ελληνική μπορεί ή πρέ­
πει να διδαχτεί σε αλλόγλωσσους, σε ξένους -ότι μπορεί να επεκταθεί.33
Η επέκταση αυτή μπορεί να είναι πραγματική -επέκταση της ελλη-
νομάθειας-, μπορεί όμως να είναι και συμβολική: επέκταση του
κύρους της γλώσσας. Πολλοί φαντάζονται πως αν, ας πούμε, μπο­
ρούσαμε να «αποσύρουμε» τις «ελληνικές» λέξεις από την αγγλική,
δεν θα έμενε τίποτα!34

32. Πρόκειται για ε ν ν ο ιο λ ο γ ικ ό διχασμό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εκδηλώνε­
ται με αφορμή το λήμμα ενός λεξικού, το οποίο κάνει αυτό ακριβώς: εννοιολογικές δια­
κρίσεις (αντλώ την ιδέα από αδημοσίευτο σχόλιο του Γ. Βελούδη).
33. Η όλη «κίνηση» για τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας εί­
ναι νεότοκη. Είναι άλλωστε πολύ πρόσφατη -κ α ι λόγω της Ε .Ε.- η συνειδητοποίηση ότι
υπάρχει αγορά (μετανάστες, ομογενείς παλιννοστούντες, γλωσσικές μειονότητες) όπου η
ελληνική μπορεί και πρέπει να διδαχθεί ως δεύτερη/ξένη γλώσσα.Τα σχετικά δημοσιεύμα­
τα στον Τύπο, τα οποία αρχίζουν να παρουσιάζονται προς το τέλος της δεκαετίας του
’90, αποτελούν δείκτη αυτής της κίνησης, η οποία συνδέεται και με την ενίσχυση της ελ­
ληνικής στο εσωτερικό αλλά και με την προσπάθεια «εξάπλωσής» της στο εξωτερικό.
34. «Αν βγουν τα ελληνικά, δεν μένει τίποτα», Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία , 12.11.99- βλ. παρόμοι­
ες δηλώσεις στο Παράρτημα.
104 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝ ΑΣ

Όμως, όπως μπορεί να επεκταθεί το Εσωτερικό προς το Εξωτερι­


κό, έτσι μπορεί και το Εξωτερικό να επεκταθεί προς το Εσωτερικό,
να του «επιτεθεί», να το «αλλοιώσει» ή να το «αλώσει». Αυτό θα
συμβεί, λ.χ., αν δώσουμε το όνομα «Μακεδονία» -ένα κομμάτι του
Εσωτερικού- στον εχθρό. Θα συμβεί αν επιτρέψουμε τον εκλατινι-
σμό του αλφάβητου. Αν δεχτούμε πολλές ξένες λέξεις. Αν μείνουμε
ανυπεράσπιστοι στον στίβο της Ε.Ε. Αν εμείς οι ίδιοι παραχωρή­
σουμε μέρος του Εσωτερικού στο Εξωτερικό.35
Ας συνοψίσουμε: Εσωτερικό και Εξωτερικό- ένα εσωτερικό κι ένα
εξωτερικό μέτωπο- «μάχες» στο εσωτερικό, «μάχες» στο εξωτερικό. Αυ­
τές, περίπου, είναι οι συμβάσεις, συμβάσεις πολιτισμικές, με τις οποίες
η γλώσσα γίνεται είδηση στον ελληνικό Τύπο.
Σύμφωνα με τις συμβάσεις αυτές, οι γλωσσικές «ειδήσεις» είναι κυ­
ρίως «εξωτερικές» ειδήσεις που αφορούν στη θέση της ελληνικής στο
εξωτερικό, «εχθρικό» περιβάλλον, λ.χ. της Ε.Ε., και προϋποθέτουν ότι
υπάρχει ανάγκη «προάσπισης» και «θωράκισης» της γλώσσας απέναντι
σε εξωτερικές «απειλές», με αποτελεσματικότερο «όπλο» τη γλωσσική
παιδεία. Προϋποθέτουν επίσης, αυτονόητα, όλο το εννοιολογικό σχήμα
με το οποίο εκάστοτε γίνεται η διάκριση ανάμεσα στο Εσωτερικό και το
Εξωτερικό της γλώσσας, εννοιολογικό σχήμα κάθε άλλο παρά αυτονόητο.

1.2.2.2 Γνώμες
Η διάκριση Εσωτερικού-Εξωτερικού συμπίπτει, ώς ένα βαθμό, με τη
διάκριση Γνώμης-Είδησης. Έτσι, αν σε περιόδους δημοσιογραφικής
ρουτίνας οι ειδήσεις αφορούν κυρίως στο Εξωτερικό της γλώσσας, τα
επιφνλλιδογραφικά καί σχολιαστικά δημοσιεύματα ασχολούνται κυ­
ρίως με το Εσωτερικό, με τη σύσταση και τη φυσιογνωμία της γλώσσας,
με το παρόν και τις προοπτικές της.
• Παρόλο που ο θεματικός αυτός χωρισμός δεν είναι απόλυτος, οι
γλωσσικές «εξωτερικές ειδήσεις» αυτής της περιόδου παραμένουν,
σε μεγάλο βαθμό, ασχολίαστες στις στήλες γνώμης- δεν έχουν τη
δύναμη να προκαλέσουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ανησυχία, πανι­

35. Ό πω ς συμβαίνει με κάθε πολωτικό σχήμα, η αντίθεση Εσωτερικού-Εξωτερικού


μπορεί να συμπίπτει με παράλληλες αντιθέσεις, όπως: Εμείς-Αλλοι (κοινωνική αντίθε­
ση), Σωστό-Λάθος (γραμματική αντίθεση) κ.ά.· βλ. σχετικά, Δελβερούδη, Μοσχονά, ό .π .,
79-80 [«κοινωνική-γλωσσική διαλεκτική»]· πβ. T. A. van Dijk, «Opinions and Ideologies in
the Press», στο A p p r o a c h e s to M e d ia D isc o u rse , επιμ. A. Bell & P. Garrett, Oxford,
Blackwell, 1998,25 [«group ideologies... are polarized»].
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 105

κό. Στις επκρυλλιδογραφικές στήλες περνούν πάντως λίγα ζητήμα­


τα της τρέχουσας ειδησεογραφίας, όπως το ζήτημα των σχέσεων
επαφής και κυριαρχίας μεταξύ άλλων γλωσσών και της ελληνι­
κής·36 θίγεται επίσης το ζήτημα της γλωσσικής εκπαίδευσης.37 Η
επιφυλλιδογραφική αντιμετώπιση όμως δεν είναι αιχμηρή, ακρι­
βώς επειδή δεν συνδυάζεται με την ειδησεογραφία, όπως συμβαίνει
σε περιόδους «μεγάλου» πανικού.
« Σημαντικό μέρος των επιφυλλιδογραφικών και σχολιαστικών δη­
μοσιευμάτων είναι διορθωτικό. Ανήκουν εδώ οι τακτικές διορθω­
τικές στήλες, που τις έχουμε αναφέρει, αλλά και άλλα δημοσιεύμα­
τα που καταπιάνονται με την επισήμανση «γλωσσικών λαθών»,
ιδίως στην τηλεόραση.38 Είδαμε ότι τέτοια ζητήματα απασχολούν
και την «τακτική» επιστολογραφία. Τα κείμενα αυτά, έμμεσα, με τα
λάθη που εντοπίζουν, υποδεικνύουν ποια πρότυπα γλωσσικής χρή­
σης θεωρούνται αποδεκτά και ποια όχι.39
Κατά τα άλλα, τα άρθρα γνώμης δείχνουν προτίμηση σε μεγάλα, ιστο­
ρικά ή διαχρονικά -ανεπίκαιρα- ζητήματα:
0 Αρκετά είναι τα κείμενα με ιστορικές αναφορές, στο πρότυπο των
«ιστορικών ερευνών» ή με αφορμή κάποιο ιστορικό ζήτημα· τα δη­

36. Βλ. Αρ. Φούφα, «Η πολυγλωσσία διχάζει τους Ευρωπαίους», Ε Ε , 24.11.99· Α. Μ.


Τάμη, «Η μάχη κατά της αφομοίωσης», Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία , 27.11.99· Α. Φραγκουδάκη, «Η
Ενωμένη Ευρώπη και οι “μεγαλομανείς” γλώσσες», Τ α Ν έα , 11.12.99· πβ. Β. Βασιλικού,
«Η επιστροφή των λατινικών», Τ α Ν έα , 21.12.99.
37. Βλ. Σ. Τσιπλάκη, «Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Ελληνικής», Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία ,
27.11.99- Δ. Ν. Παπαθανασόπουλου, «Γλωσσική αγωγή», Ε σ τία , 2, 3,4, 6.12.99· Ν. Τσού-
λια, «Γλωσσικά ζητήματα στην εκπαίδευση», Τα Ν έα , 22.1.2000.
38. I. Μ. Χατζηφώτη, «Τηλεόραση και γλωσσικές αθλιότητες», Α κ ρ ό π ο λ ις , 25.11.99·
Ο Σχολιαστής, «Τηλεόραση και ελληνική γλώσσα», Μ α κ ε δ ο ν ία , 27.11.99. Βλ. το σχόλιο
«Πρόστιμα σε όσους καταστρέφουν τη Γλώσσα» [προτείνει να επιβληθούν στους ραδιο­
τηλεοπτικούς σταθμούς ο καθ. Λατινικής Φιλολογίας Γ. Τουρλίδης, επιμελητής του Λ ε ξ ι ­
κ ο ύ Μπαμπινιώτη], Ε λ εύ θ ε ρ η Ώ ρ α , 29.12.99. Βλ. επίσης Μ. Σουλιώτη, «Όταν η Ολυμπιά­
δα δεν μιλάει σωστά ελληνικά», Τ ο Β ήμα , 7.11.99.
39. Στα διορθωτικά κείμενα αξίζει να αφιερωθεί ξεχωριστή έρευνα, που θα συμπερι-
λάβει και τους διάφορους «Οδηγούς γραφής και σωστής χρήσης» (του τύπου «Πώς να γρά­
φουμε σωστά ελληνικά») που κυκλοφορούν ευρύτερα. Δεδομένου ότι τα διορθωτικά κείμε­
να, εξ ορισμού ρυθμιστικά, υπηρετούν την κ ο ιν ή , την π ρ ό τ υ π η γλώσσα, έχουν ενδιαφέρον
οι ακόλουθες επισημάνσεις: α) Οι ξένες λέξεις και οι ξενισμοί εξακολουθούν να αποτελούν
προσφιλή στόχο των διορθωτών, που σημαίνει ότι το πρότυπο της κοινής γλώσσας παρα­
μένει αναλλοίωτα κ α θ ο ρ ισ τ ικ ό , β) Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το ενδιαφέρον φαι­
νόμενο δηλωμένοι δημοτικιστές να ασχολούνται όχι τόσο με την ορθή χρήση της δημοτικής
όσο με τη διόρθωση των λόγιων ή α ρ χ α ϊσ τ ικ ώ ν στοιχείων. Έχει ενδιαφέρον ότι με τη διορ­
106 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

μοσιεύματα αυτά έχουν απολογιστικό χαρακτήρα, όπως και η πε­


ρίοδος, «μπροστά στη νέα χιλιετία», που εξετάζουμε.40
• Γενικού περιεχομένου κινδυνολογικά κείμενα, που προβάλλουν την
απειλή «αφανισμού» της ελληνικής, δεν λείπουν ούτε αυτή την πε­
ρίοδο.41
• Το μόνο ζήτημα που προκαλεί συζήτηση στον Τύπο (ή διά του
Τύπου), και μάλιστα μεταξύ ειδικών που συνδέουν το όνομά τους
με την ιστορία του γλωσσικού ζητήματος ή με την ιστόρησή του,
αφορά στο όνομα που πρέπει να φέρει η σημερινή κοινή γλώσσα:
«Δημοτική», «Νεοελληνική» ή «Κοινή Νεοελληνική». Εμμέσως, όπως
γίνεται φανερό ήδη από τα προτεινόμενα ονόματα, η συζήτηση
αφορά στα πρότυπα της κοινής γλώσσας -και τα πρότυπα αυτά,
βέβαια, ανάγονται σε δύο, της Δημοτικής και της Καθαρεύουσας.42

θωτική αυτή πρακτική οι δημοτικιστές αναπαράγουν μια κάποια γνώση της «καθαρεύου­
σας», ορισμένα στοιχεία της οποίας θεωρούν απαραίτητα στην κοινή γλώσσα.
40. Βλ. λ.χ. Γ. Η. Χάρη, «Η δίκη των τόνων και του παππούλη τα αμπελοχώραφα»,
Τ α Ν έα , 24.12.99- του ίδιου, «Ο ανθηρός 20ός αιώνας», Τ α Ν έα , 15.1.2000- Γ. Μπαμπινιώ-
τη, «Από τον λογιωτατισμό στη δημοτική», Τ ο Β ή μ α , 2.1.2000- του ίδιου, «Οι λέξεις του
20ού αιώνα», Τ ο Β ήμα , 9.1.2000.
41. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κείμενο του Κ. Νικολάου «Το γλωσσικό μας
πρόβλημα και η απειλή αφανισμού», Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία , 2.12.99. Προβάλλει την ανάμνηση ή
την επιθυμία ενός ηθικού πανικού, με πολλά από τα «μαχητικά» μοτίβα της τελευταίας
δεκαετίας. Αναφέρεται, πρόχειρα και πλημμελώς, σε «πρόχειρη και πλημμελή εφαρμογή
της μεταρρύθμισης». Παρά τις προσωπικές αιχμές του, το κείμενο έμεινε αναπάντητο.
Βλ. επίσης Γ. Μ. Καλιόρη, «Ελληνική γλώσσα: το δυσμενώς αδιόρατο μέλλον(;)», Ε λ ε υ ­
θ ερ ο τ υ π ία , 7.1.2000.
42. Το πρώτο κείμενο σ’ αυτή τη σειρά είναι ένα «απολίτιστο μονοτονικό» του Δ. Ν.
Μαρωνίτη, «Από την εμπάθεια στην απάθεια», Τ ο Β ήμα , 24.10.99, στο οποίο επισημαίνε-
ται: «Η πρόκριση των όρων “Νεοελληνική Γλώσσα” και “Νέα Ελληνική Γλώσσα” σημαί­
νει για κάποιους παλαιούς καθαρεύοντες ή και μετανοημένους δημοτικιστές πως: το δια ­
βόητο γλωσσικό μας ζήτημα όχι μόνο ξεπεράστηκε, ύστερα από τη μεταπολιτευτική γλωσ­
σική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Ράλλη, αλλά θα πρέπει πια να εκτιμηθεί ως παθολογικό
σύμπτωμα, το οποίο καλά θα κάνουμε να το ξεχάσουμε. [...] Έτσι, ο δημοτικισμός, ως
καταλυτικό κίνημα της ιστορίας μας, διαγράφεται, όταν, έμμεσα έστω, δεν διαβάλλεται
κιόλας ως ένοχος μιας γλωσσικής αναστάτωσης [...] οι όροι “Νεοελληνική Γλώσσα” και
“Νέα Ελληνική Γλώσσα” υπονοούν τη συντελεσμένη πλέον συγχώνευση δημοτικής και
καθαρεύουσας: την υπέρβαση μιας διχαστικής σύγκρουσης- το πέρασμα από τη γλωσσική
εμπάθεια στη γλωσσική συμπάθεια- μια συμπάθεια όμως που τελικώς αποδεικνύεται απά­
θεια μπροστά σε όλα τα προηγούμενα πάθη του δημοτικισμού και των δημοτικιστών.»
Ακολουθεί επιφυλλίδα του Ε. Κριαρά, «Ο αγώνας (ο γλωσσικός) συνεχίζεται (ή πρέ­
πει.. .)», Τ α Ν έα , 3.11.99. Ο Κριαράς προκρίνει τον όρο «Δημοτική» αντί του όρου «Νεο­
ελληνική» με το αιτιολογικό ότι ο όρος είναι αναγκαίος, μέχρι να παγιωθεί η Δημοτική:
«Δεν ήρθε ακόμη καιρός που κάνοντας λόγο για τη νέα μας γλώσσα θα την πούμε “νεοελ­
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 107

Είναι ριψοκίνδυνο να επιχειρήσουμε γενικεύσεις για τις πολλές και


ποικίλες γνώμες που εκφράζονται στα άρθρα γνώμης. Μπορούμε όμως
να επιχειρήσουμε κάποια γενίκευση για τα θέματα επί των οποίων εκ-
φέρονται. Σύμφωνα με την ταξινόμησή μας λοιπόν, τα επιφυλλιδογρα-
φικά-σχολιαστικά κείμενα ασχολούνται κυρίως ή εντέλει με ζητήματα
τυποποίησης -ζητήματα δηλαδή διαμόρφωσης και καθιέρωσης κοινής-
πρότυπης γλώσσας. Ασχολούνται, όπως είπαμε ήδη, κυρίως με το Εσω­
τερικό της γλώσσας, με τη σύστασή του, τα πρότυπα που οφείλει να
ακολουθεί.
Στα ζητήματα αυτά της τυποποίησης, προφανώς, βαραίνει ακόμα η
μεγάλη συζήτηση για την αντίθεση Δημοτικής-Καθαρεύουσας καθώς και
η νεότερη συζήτηση για τα λόγια ή αρχαϊστικά στοιχεία που επιτρέπει η
Δημοτική. Η διχαστική λογική που ακολουθούν τα περισσότερα δημοσι­
εύματα για τη γλώσσα είναι ορατή και σ’ αυτή τη μεγάλη υποκατηγορία
δημοσιευμάτων, στο μέτρο που άρρητη προϋπόθεσή τους είναι ότι κά­
ποια από τις δύο, η Καθαρεύουσα μάλλον παρά η Δημοτική, βρίσκεται
ή πρέπει να βρεθεί εκτός, στο Εξωτερικό της γλώσσας, ή πρέπει να πε­
ριοριστεί όσο χρειάζεται για να μπορεί η άλλη να επεκτείνεται ανεμπό­
διστη στο Εσωτερικό.

ληνική” (γιατί έτσι πράγματι θα την πούμε κάποτε). [...] θα λέμε τη γλώσσα μας “δημοτι­
κή” όσον καιρό χρειαστεί για να παρακινήσουμε τον Νεοέλληνα να προσέξει περισσότε­
ρο και να τιμήσει τη γλώσσα του γράφοντάς τη σωστά και φροντισμένα.»
Ο Γ. Μπαμπινιώτης, «Τι γλώσσα μιλάμε», Τ ο Β ή μ α , 5.12.99, θέτει και αυτός ζήτημα
ονομασίας της ελληνικής, απορρίπτει τους όρους «Ελληνική» και «Δημοτική» και προ­
κρίνει τον όρο «Νέα Ελληνική» ή «Νεοελληνική» ως «επικοινωνιακά περισσότερο λει­
τουργικό».
Στο ζήτημα επανέρχεται ο Κριαράς, «Ο όρος “δημοτική” και το άσχημο παιχνίδι των
αρχαϊσμών», Τ α Ν έα , 21.12.99: «Χρειάζεται να αγωνιζόμαστε ακόμη για μια δημοτική
που να την ξεχωρίζομε από τα διάφορα γλωσσικά κατασκευάσματα που χρησιμοποιούν
την κάθε στιγμή εκείνοι στους οποίους δε φροντίσαμε να διδάξομε γλώσσα ή που δεν αι-
σθάνθηκαν μόνοι τους την ανάγκη να κατατοπιστούν στο γλωσσικό θέμα. [...] Ο όρος
“νέα ελληνική” θα γίνει πραγματικά “λειτουργικός”, όπως τον θέλει ο κ. Μπαμπινιώτης,
όταν ο Νεοέλληνας θα έχει πάψει να επηρεάζεται από τους αρχαϊσμούς. [...] Πάντως, για
τον ορθόδοξο δημοτικιστή σήμερα ο όρος “δημοτική” στο νόημά του ταυτίζεται απολύ­
τως με τον όρο “νεοελληνική”.»
Το ζήτημα της ονομασίας της «ελληνικής» γλώσσας έχει απασχολήσει και παλαιότερα
τον Τύπο, και μάλιστα με τους ίδιους συζητητές· βλ. σχετικά Σ. Μοσχονά, «Μια γλώσσα
χωρίς όνομα», Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή , 22.10.2000.
108 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

2. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Είδαμε ότι τόσο η επικαιρότητα όσο και η παροδικότητα των γλωσσι­


κών ζητημάτων εξασφαλίζεται από ένα αφηρημένο εννοιολογικό σχή­
μα, βασική προϋπόθεση του οποίου είναι ότι η γλώσσα αποτελείται από
ένα Εσωτερικό και ένα Εξωτερικό. Το εννοιολογικό σχήμα που βασίζεται
σ’ αυτή την αντίθεση δεν είναι στατικό· είναι δυναμικό και επιτρέπει
στον Τύπο «επιλογές» και «προσαρμογές». Οι επιλογές αυτές παρακο­
λουθούν τη μετακίνηση των ορίων μεταξύ Εσωτερικού και Εξωτερικού.
Ενώ οι απόψεις για τη γλώσσα στον Τύπο εκκινούν από το γλωσσι­
κό ζήτημα και την αντίθεση καθαρεύουσας-δημοτικής -το μεγάλο «εσω­
τερικό» ζήτημα-, τα τελευταία χρόνια, μετά τη «λήξη» του γλωσσικού
ζητήματος, τα δημοσιεύματα του Τύπου επεκτείνονται σε «εξωτερικά»
θέματα που έχουν να κάνουν με τη γλωσσική επαφή και κυριαρχία, με
την πολυγλωσσία, τη χρήση ξένων γλωσσών, τις γλωσσικές συνέπειες
της παγκοσμιοποίησης (διάδοση της αγγλικής, «θάνατος» των μικρότε­
ρων γλωσσών), τις επιδράσεις που δέχεται η ελληνική, κυρίως από τα
αγγλικά, τη θέση της ελληνικής στην Ε.Ε., τη διάδοσή της στο εξωτερικό,
την ύπαρξη μειονοτικών γλωσσών στο εσωτερικό, την πολιτική γλωσσι­
κής αφομοίωσης των μειονοτήτων και των μεταναστευτικών ομάδων.
Η δειγματοληπτική έρευνά μας δείχνει αισθητή μετατόπιση από ζη­
τήματα «εσωτερικά» (σύσταση της γλώσσας) σε ζητήματα «εξωτερικά»
(σχέσεις μεταξύ γλωσσών). Το γλωσσικό ζήτημα ξεχνιέται και νέα ζητή­
ματα ανακύπτουν, στα «όρια» της γλώσσας.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ένδειξη συμπτωματικής και πρόσκαιρης
ισορροπίας το γεγονός ότι η γλωσσική ειδησεογραφία καταπιάνεται κυ­
ρίως με ζητήματα «εξωτερικά», ενώ η γλωσσική επιφυλλιδογραφία εμ­
μένει σε «εσωτερικά» ζητήματα. Πάντως, οι δύο κατηγορίες θεμάτων
συνδέονται: η γλώσσα πρέπει να έχει ενιαίο και αρραγές «εσωτερικό
μέτωπο» για να είναι ισχυρή στο «εξωτερικό μέτωπο». Στο «εξωτερι­
κό» η ελληνική παρουσιάζεται σαν γλώσσα «αμυνόμενη», αναγκασμένη
να υπερασπίζεται το εσωτερικό της- ομογενείς και παλιννοστούντες
ανήκουν στο Εσωτερικό της γλώσσας- μετανάστες και μειονότητες πρέ­
πει να ενταχθούν σ’ αυτό.
Όμως, η θεματική εμμονή στα «εσωτερικά» ζητήματα, και δη τα με­
γάλα, σε αντίθεση με τη θεματική στροφή της ειδησεογραφίας, θα μπο­
ρούσε να σημαίνει και κάποια παρατεινόμενη ιδεολογική αδράνεια. Τα
πρότυπα και η βαρύτητα των γλωσσικών ζητημάτων αλλάζουν, με ρυθ­
μούς που η γλωσσική επιφυλλιδογραφία αδυνατεί να παρακολουθήσει.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 109

3. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Η «ΠΡΟΤΑΣΗ ΛΑΜΑΣΟΥΡ» ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΥΠΟ43

Η γαλλική πρόταση («πρόταση Λαμασούρ») για μείωση τω ν γλωσσών εργασίας


στα όργανα της Ε.Ε. «ανακαλύπτεται» καθυστερημένα την 29.12.94:
Ελευθεροτυπία, 29.12.94, 6: «Οι Γάλλοι “κόβουν” τα Ελληνικά»
Η Καθημερινή, 29.12.94, 1: «Υ πό διω γμόν η ελληνική γλώσσα», 4: «Κ ινη­
τοποίηση για τη γλώσσα».

Την επομένη, το θέμα έχει γίνει πρω τοσέλιδο σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες:

Απογευματινή: «Ουστ, Γάλλοι!»


Ριζοσπάστης: «Πλήρη υποταγή απαιτούν οι Βρυξέλλες»
Έθνος: «Μετά την κατακραυγή, τα στρίβουν οι Γάλλοι για τη γλώσσα»
Ελευθεροτυπία: «Σχέδιο για άφω νους “μικρούς”»
Η Καθημερινή: «Σε θέση μάχης για τη γλώσσα»
Τα Νέα: «Επιστολή Ανδρέα σε Μ παλαντύρ για τη γλώσσα» κλπ.

Οι εσωτερικοί τίτλοι-υπότιτλοι είναι π ιο διαφωτιστικοί· αυτοί, περισσότε­


ρο απ ό τα κείμενα π ου τους συνοδεύουν, δίνο υ ν το περίγραμμα της «είδησης»
και την αξιολόγησή της:

«Αιδώς Καρτεσιανοί», «Γαλλική βαρβαρότητα», «Ψ υχραιμία, mon enfant»


(.Απογευματινή, 30.12.94, 8, 10,24)
«Ελληνικής γλώ σσας περιπέτειες», «Epistole Hellénique μικρέ», «Τώρα ξ υ ­
πνήσαμε;», «Γαλλικές μω ροφιλοδοξίες», «ΕΟΚ: Επιχείρηση-φίμωτρο των
μικρών», «Πράξη βάρβαρη και προσβλητική», «“Συμμαχία” για την αφ ω ­
νία», «Έ λληνες, γιά ξυπνήστε π ρ ο ς τα ανώτερα», «Ευρώπη δύο π ο ιο τή ­
τω ν», «“Σωστά αντιδράσατε”, λέει Ο λλανδός καθηγητής ελληνικώ ν»
(Ελευθεροτυπία 3, 8-9, 16, 41-2)
«Η υποκρισία τω ν ευρω λάγνω ν», «Π ολιτιστικός ιμπεριαλισμός: Οι ισχυ­
ροί της Ε.Ε. μεθοδεύουν την κατάργηση τω ν 4 από τις 9 γλώσσες», «Ε θνι­
κός συναγερμός για την αποτροπή της πολιτιστικής δολοφ ονία ς», « Α π ο ­
κρούστε τη νέα “συμμαχική” βαρβαρότητα» ( Ριζοσπάστης, 4, 6-7) κ.ο.κ.

Ο τρόπος π ου οι συντάκτες μιας εφημερίδας κατανοούν και χειρίζονται την


είδηση εκδηλώνεται βέβαια περισσότερο απροσχημάτιστα στα σ χόλια τω ν σ υ­
ντα κ τώ ν αντιγράφω λίγα, τα λιγότερο ακραία:

43. Στη συγκέντρωση του υλικού που παρουσιάζεται στο Παράρτημα συνέβαλε και η
Ρ. Δελβερούδη. Για τα μοτίβα, τις μεταφορές, τους κοινούς τόπους που αξιοποιούν ορι­
σμένα από τα δημοσιεύματα ίου Τύπου για την υπόθεση αυτή, βλ. την κοινή μας δημοσί­
ευση. Στα παραθέματα ακολουθείται η ορθογραφία των εφημερίδων.
110 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

«Γ νω ρίζουν όλ ο ι αυτοί οι... Ντιροζέληδες της γαλλικής προεδρίας ότι


γλώ σσα σημαίνει λαός; Ό τι οι λαοί της Ε.Ε. είναι ισότιμοι; Ό τι οι γλώ σ ­
σες τω ν κρατών μελών είναι ισότιμες; Γνω ρίζουν ότι η ελληνική είναι η
μητρική γλώ σσα τω ν κορυφαίω ν όρω ν της μητρικής τους... της γαλλικής
(και της αγγλικής και της γερμανικής); [...] Γνω ρίζουν ότι τα τέκνα τω ν
αφεντικώ ν τους, π ου πρόκειται να μας κυβερνήσουν αύριο, του κυρίου
Πεζό, του κυρίου Σιτροέν, σπουδάζουν απαραιτήτως την αρχαία ελληνική
σε κάτι κολέγια για λίγους;» ( Ελευθεροτυπία , 30.12.94, 8-9)
«Ε, ας πάψ ουν οι Γάλλοι να ομ ιλούν το 6-66% της γλώσσας των, ήγουν το
ελληνογενές σώμα της και μηδέν παρεξήγηση» (Τα Νέα, 30.12.94, 10)
«Μ α εδώ τα ελληνικά δεν είναι π ια επίσημη γλώ σσα ούτε στην Ελλάδα!
Am I wrong?» (Ελευθεροτυπία 30.12.94,56)
«Ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι όλον αυτό τον θόρυβο για την κατάργη­
ση της ελληνικής γλώσσας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μα δεν την έχουμε κ α ­
ταργήσει ήδη εμείς οι ίδιοι; Μια βόλτα στα μαγαζιά (επί το ελληνικότερον
μπουτίκ) για shopping και μια ματιά στις επιγραφές τους θα πείσει και τον
πιο δύσπιστο. Μήπως οι διαμαρτυρόμενοι δεν είναι αρκετά in;» (Το Βήμα,
1.1.95, A 10).

Π ροσπάθεια κριτικού ελέγχου των σχετικών απόψεω ν (οι οποίες, ας σημειωθεί,


διαδίδονται απ ό το ραδιόφω νο και την τηλεόραση σε ακόμα π ιο ακραία μορφή)
επ ιχειρούν ελάχιστες εφημερίδες, όπω ς Η Αυγή, π ου φαίνεται να αντιτάσσει
ένα πολυπολιτισμικό πρότυπο στο εθνικιστικό:

«Η πολυγλω σσία π λούτος της Ευρώπης», «Έ ργα αντί υπερβολώ ν»


(30.12.94, 1, 16)· βλ. και Η Κυριακάτικη Αυγή, 1.1.95, 5, 11.

Οι σελίδες τω ν εφημερίδων φ ιλ ο ξενο ύ ν ήδη απ ό την 29.12.94 αρκετές γνώ μες


«επωνύμων»:

«Ε ίναι προσβλητικό για τη γλώσσα μας. [Η ελληνική γλώσσα] στήριξε και


στηρίζει τις δικές τους “μεγάλες” γλώσσες σε επιστημονικό και θεωρητικό
επίπεδο» (Ευγ. Φακίνου, Ελευθεροτυπία, 29.12.94, 6)
«Να διω χθεί π οινικ ά ο Γάλλος υπουργός. [...] Εμείς προσδιορίσαμε την
πορεία της ευρωπαϊκής ιστορίας αλλά υπάρχουν κάποιοι π ου μισούν τους
αρχαίους λαούς» (Π. Μάτεσις, ό.π.)
«ταχύτατη σαφή και δυναμική αντίσταση, [...] ανοιχτή επιστολή π ο υ θα
[...] υπογράφ εται από κορυφαίους διανοουμ ένους της χώ ρας και φ ίλους
της ελληνικής γλώσσας» (Αλ. Αλαβάνος, Η Καθημερινή, 2 9 .12.94,4)
«Η ελληνική γλώ σσα είναι μητέρα όλω ν των γλω σσώ ν [...]. Σε κάθε π ερ ί­
πτωση, η ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να έχει τη μεταχείριση οπ οιοσ δή π ο­
τε άλλης γλώ σσας από τις νεότερες, γιατί σ ’ αυτήν έχουν γραφτεί τα π ο λ υ ­
τιμότερα κείμενα του ανθρώ πινου πολιτισμού» (Στ. Παπαθεμελής, Έθνος,
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ III

30-12-94, 7) «δολοφονία-εξαίρεση τω ν γλω σσώ ν τω ν μικρότερων χωρών»


(Β. Ευφραιμίδης, ό.π.)
«[η ελληνική], όπ ω ς όλ ο ι γνω ρ ίζουν, είναι η γλώ σσα τω ν γλω σσώ ν» (Φ.
Π ετσάλνικος, ό.π.)
«[Δεν] δέχομαι να μπαίνει [η ελληνική γλώσσα] στο ίδιο τσουβάλι, φ έρ’ ει-
π είν, με την πορτογαλική, π ου δεν είναι παρά μία ακόμη “διάλεκτος” της
λατινικής. Η ελληνική είναι η μητέρα όλω ν τω ν γλω σσώ ν, ακόμη και της
λατινικής. Το να εξαιρείται λ ο ιπ ό ν η μητέρα απ ό το σ ύ νολο τω ν υ π ο λ ο ί­
π ω ν γλωσσών είναι ένα φαινόμενο τουλάχιστον αντιπνευματικό. [...] Ά ξι­
ζε περισσότερος σεβασμός στη γλώσσα στην οπ οία βρίσκονται οι ρίζες χ ι­
λιάδω ν ξένω ν ευρω παϊκώ ν λέξεων» (I. Καμπανέλλης, ό.π., 8)
«[...] όλ οι οι μορφ ω μένοι άνθρω ποι στο σ ύγχρονο κόσμο μπορεί να μην
μιλάνε τα ελληνικά, αλλά γνω ρ ίζουν π όσ ο βαθιές είναι οι ελληνικές ρίζες
στη δική τους μητρική γλώ σσα...» (Γ. Ν. Α ναστασόπουλος, Απογευματινή
30.12.94, 8)
«Ε άν έπρεπε να χρησιμοποιείται μια γλώσσα στην Κ οινότητα αυτή είναι η
αρχαία ελληνική» (Μ. Έβερτ, ό.π., 10)
«όλες οι πολιτιστικές λέξεις στο λεξιλόγιο τω ν ευρω παϊκώ ν γλω σσώ ν εί­
να ι ελληνικές. Κ αι δεν θα ήταν καθόλου αστείο αν ως πρώτη αντίδραση
αποφασίζαμε να τις αποσύρουμε» (ό.π.)
«Μήπως αυτή η εμπάθειά τους [των Γάλλων] για την ελληνική γλώ σσα εί­
να ι ένα αταβιστικό σύμπλεγμα κατωτερότητας, π ο υ θέλει να π ει πω ς τα
πρώ τα και ανεπανάληπτα κείμενα και έργα απ ό τότε μέχρι σήμερα είναι
γραμμένα όχι στα γαλλικά; Συγκρίνετε Α ισχύλο και Ρακίνα. Θα λυπηθείτε
για τον δεύτερο. Ε ίναι γεγονός ότι η παραγωγή των Γάλλων σ ’ όλους τους
πολιτιστικούς τομείς είναι β ' κατηγορίας. Αυτή είναι η απάντησή μας»
(Μ. Μ ουντές, Ελευθεροτυπία, 30.12.94,41)
«Να μη φ ω νάζουμε τώρα. Ε ίναι αργά. Εμείς οι ίδιοι δεν καταργήσαμε α π ’
όλη μας την “παιδεία” τα αρχαία ελληνικά; Εμείς δεν ξεπέφτουμε ολοένα
στη μόρφωση, την καλλιέργεια, το πνεύμα, τη συνείδηση, την επιστήμη, τη
λογοτεχνία, τη σκέψη; Εμείς, και οι “π ά νω ” μας και οι “κάτω”, δεν έχ ο υ ­
με τάξει στη ζωή μας γ ι’ “ανώ τατα” τα “κατώτερα”; Τα λεφτά, την κ αλο­
πέραση, τη μη δουλειά, τη μη ποιότητα -σ ε τίποτα!» (Ρ. Α ποστολίδης,
ό.π., 16).

Ε πιφυλλίδες και συνεντεύξεις επω νύμω ν θα εμφανίζονται για κάμποσες μέρες


ακόμη· με χρονολογική σειρά:

«Βόμβα στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λέξη “Ευρώπη” είναι ελ­
ληνική. Ο επιφανής καθηγητής της γλω σσολογίας Γιώργος Μ παμπινιώτης
αναλύει το θέμα» (Απογευματινή της Κυριακής, 1.1.95, 11)
«[για τη γλώ σσα έχουν ευθύνες οι] μαγαζάτορες και επιχειρηματίες με
112 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

φ ραγκολεβαντίνικες επιγραφές, με λατινικούς χαρακτήρες, κομπιουτερα-


τζήδες π ο υ δεν κουράστηκαν ούτε ένα λεπτό να μεταφράσουν ή έστω να
ελληνοποιήσουν το λεξιλόγιό τους, πλαστικοί “διανοούμ ενοι” και μεταμο­
ντέρνα τσόκαρα» (Μ. Π απαγιαννάκης, ό.π., 13)
«Η Ευρώπη και η γλώσσα (μας)» (Γ. Σταματόπουλος, Ελευθεροτυπία, 3.1.95,
42)
«Σιλβουπλέ» (Π. Μ ανταίος, Ελευθεροτυπία 4 .1 .9 5 ,2 )
«Εμείς τι κάνουμε;» (Φ. Βασιλακάκη, ό.π., 35)
«Γλώσσες» (Ελευθεροτυπία 7.1.95, 19)
«Α γνοούν οι Γάλλοι την πολιτιστική ιστορία τους;» (Ν. Γιαλούρης, Το Βή­
μα, 8.1:95, Β6)
«Αποβολή γλωσσών και αποκοπή ριζώ ν» (Μ. Πλωρίτης, Το Βήμα, 8.1.95,
A 17)
«Παραιτημένοι και άγλω σσοι (Μ. Κ ουλεντιανού, Κυριακάτικη Ελευθερο­
τυπία, 8.1.95)
«Η γλώσσα π ου κόκαλα δεν έχει» (Η Καθημερινή, 8.1.95,4)
«Επίσκεψη λέξεων. Ο ελληνικός θησαυρός στις ξένες γλώσσες» (Μ. Π λω ­
ρίτης, Το Βήμα, 15.1.95, A 16)
«Ο γλωσσικός Ελληνισμός» (Δ. Μ ιχαλόπουλος, ό.π., Β2)
«Ομιλείτε την γαλλικήν;» (Δ. Μ ητρόπουλος, ό.π.)
«Κ αταργούν ουσιαστικά τη δική τους γλώσσα» (Σπ. Α λεξίου, ό.π., A 12)
«Γλωσσικές διακρίσεις στην Ευρώπη;» (Γ. Μ παμπινιώ της, Το Βήμα,
22.1.95, ΒΙΟ)
«Να παλέψ ουμε για γλωσσικό πλουραλισμό» (Α. Α λαβάνος, Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία, 22.1.95, 52)
«Μ όνοι μας βάζουμε τα ελληνικά στο περιθώ ριο» ( Ελευθεροτυπία,
30.1.95, 15)· κ.ά.

Δ εν υπάρχει δυνατότητα να παραθέσουμε αποσπάσματα α π ’ όλα αυτά τα κεί­


μενα. Σημειώνουμε πάντω ς την καταιγιστική ομοφω νία των απόψεων, παρά τις
πολιτικές ή κομματικές διαφορές των εκφραστών τους καθώς και των εφημερί­
δω ν π ου τους φ ιλοξενούν. Συμβαίνει τα ίδια πρόσω πα να διαδηλώ νουν τις
ίδιες γνώ μες σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες ή μια δήλωσή τους να «αναμεταδί-
δεται» την επομένη σε άλλη εφημερίδα (βλ. λ.χ. Η Καθημερινή, 1.1.95, 24: α π ο ­
σπάσματα τω ν δηλώσεων του Ρ. Αποστολίδη· Ελευθεροτυπία, 31.12.94,2: απο­
σπάσματα δηλώσεων τω ν Μ. Μ ουντέ, Β. Βασιλικού, Κ. Γεω ργουσόπουλου και
I. Καμπανέλλη, με σχόλια επιδοκιμασίας). Οι δημοσιογράφοι φαίνεται ν ’ α να ­
γνω ρ ίζο υ ν -κ α ι κ α λ ο ύ ν - μια συγκεκριμένη ομάδα «πνευματικώ ν ανθρώ πω ν»
(ελίτ), αρμόδια να εκφράζει απόψ εις για τη γλώσσα. Οι ίδιες οι απόψ εις, εξάλ­
λου, συγκλίνουν σε αρκετούς κ οινού ς τόπους: την «πολιτιστική ανωτερότητα»
και «πνευματικότητα» της ελληνικής, τη συνεχή τροφ οδοσία τω ν ευρω παϊκώ ν
γλωσσώ ν από «ελληνικές» λέξεις, την πολεμική επαγρύπνηση, την ανάγκη δ ια ­
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 113

σφάλισης «αρραγούς εσωτερικού μετώπου» με την «καθαρή» χρήση της ελληνι­


κής στο εσωτερικό κλπ.
Το π ρότυπ ο π ο υ γενικώ ς υιοθετεί η σχετική «ειδησεογραφία» είναι έντονα
πολεμικό, άρα κάθε άλλο παρά ουδέτερο. Έτσι, α ν στις 30.12.94 η ελληνική ελίτ
«δίνει μάχη», την επομένη κιόλας η μάχη έχει κερδηθεί:

«Υ ποχω ρ ούν οι Γάλλοι για τη γλώ σσα», «Οι Γάλλοι κ ά νου ν πίσω για τη
γλώ σσα λέγοντας ότι ο υ π ουργός τους εξέφρασε προσω πικές απόψ εις.
«“Έ στριψ αν” α λα γαλλικά!» (Τα Νέα , 31.12.94, 1, 7)· βλ. και Ελευθεροτυ­
πία, 12.1.95, 4: «Γαλλική αναδίπλω ση για τις γλώ σσες», Η Καθημερινή,
14.1.95, 36: «Η Γαλλία τελικά “κατάπιε” τη γλώσσα της».

Εν τω μεταξύ, ήδη από την 1.1.95 (Η Καθημερινή, 1.1.95,11) αρχίζουν να κατα­


φ τάνουν στις εφημερίδες οι επιστολές τω ν αναγνω στώ ν, δείχνοντας την ετοι­
μοπόλεμη διάθεση ενός μικρού κοινού. Επιστολές σχετικά με την υπόθεση αυτή
συνεχίζουν να δημοσιεύονται τουλάχιστον μέχρι την 26.2.95, οπότε σταματήσα­
με να παρακολουθούμε τη σχετική επιστολογραφία. Χαρακτηριστικό της π λει­
ονότητας αυτώ ν τω ν επιστολώ ν είναι ότι επαναλαμβάνουν, σχεδόν επί λέξει,
τους κοινούς τόπους και τα επιχειρήματα π ου έχει ήδη εκφράσει ή συνεχίζει να
εκφράζει η ελίτ με επιφ υλλίδες και ειδησεογραφικά σχόλια, με ραδιοφω νικές
και τηλεοπτικές συνεντεύξεις. Ό π ω ς ήδη επισημάναμε, αντίθετα με την επιστο­
λογραφ ία π ου θέλει να αναφέρει ιδιαίτερα προβλήματα τω ν πολιτώ ν ή γνώ μες
π ου δεν εκπροσωπούνται, η περί τη γλώσσα επιστολογραφία αρκείται να δείξει
ότι ο συντάκτης της συντάσσεται με τις απόψ εις της ελίτ. Έτσι, μερικές από τις
επιστολές αυτές «επιβραβεύονται», δηλαδή επιλέγονται για δημοσίευση στις κύ­
ριες στήλες τω ν εφημερίδων ή π λαισιώ νονται κατάλληλα (λ.χ. Ελευθεροτυπία,
11.1.95,2- η ίδια επιστολή στην Καθημερινή, 8.1.95, 11), αρκετές στέλνονται και
δημοσιεύονται σε δύο ή και τρεις εφημερίδες (Η Καθημερινή, 11.1.95, 12, και
Ελευθεροτυπία, 12.1.95, 10· Ελευθεροτυπία, 9.1.95, 10, Η Καθημερινή, 31.1.95,
12, και Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22.1.95, 54). Σε π εριόδους ηθικού π α ν ι­
κού, η ειδησεογραφία, η επιφυλλιδογραφία και η επιστολογραφία είναι απ ολύ­
τως συνδυασμένες.
Δείγμα της απήχησης των απόψεω ν της ελίτ μάς δίνει ο τοπικός Τύπος, που,
π αρά τη θεματική του ειδίκευση, καταπιάνεται και αυτός με το θέμα π ου έχει
δημιουργηθεί· βλ. ενδεικτικά περ. Ανατολική Αττική 39 (Ιαν. 1995), 38:

Στη λαιμητόμο η μητέρα τω ν γλω σσώ ν. [...] Δ εν πρέπει να ξεχνο ύ ν, ότι η


Ελληνική γλώ σσα, είναι η μητέρα τω ν γλωσσών, η γλώ σσα τω ν γλω σσώ ν,
και ό,τι να γίνει στην Γη, [...] ένα δεν μπορεί να αλλάξει ή να αμφισβητη­
θεί: Η αξία, η σημασία της Ελληνικής γλώ σσας. [...] οι Έ λληνες, εδώ και
χιλιάδες χρόνια, έχουν δημιουργήσει ένα τέλειο γλωσσικό όργανο, π ου χ ά ­
ρη σ ’ αυτό γονιμοποιήθηκε το αρχαίο πνεύμα και έχει σήμερα η άνθρω πό-
114 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

τητα, ό λον εκείνο τον πλούτο της σκέψης και της γλώ σσας, πάνω στο
οπ ο ίο στηρίχθηκε ο εξανθρω πισμός του ανθρώ που, και η καλλιέργεια του
πνεύματος και της ψυχής του. Σε κάθε περίπτωση, η Ελληνική γλώσσα, δεν
μπορεί να έχει μεταχείριση, οποιασδήποτε άλλης γλώ σσας από τις νεότε­
ρες, γιατί σ ’ αυτή έχουν γραφτεί τα πολυτιμότερα κείμενα του ανθρ ώ π ι­
νου πολιτισμού. [...] Μην ξεχνο ύ ν οι “φ ίλοι” μας οι Γάλλοι ότι η γλώσσα
τους περιέχει 40.000 ελληνικές λέξεις, π ου α ν αφαιρεθούν, τότε θα πρέπει
να συνεννοούνται με νεύματα.

Βλ. επίσης εφ. Χα'ίδαριώτικος Δ ίαυλος (Γενάρης ’95), 3: «Η ελληνική


γλώσσα είναι αιώ νια. [...] η γλώ σσα τω ν Ελλήνω ν, π ο υ αποτελεί το θεμέ­
λιο των περισσότερων ευρωπαϊκών γλωσσών, υποστηρίζεται από τους “φ ί­
λ ο υ ς” μας τους Γάλλους π ω ς πρέπει να απομονω θεί και να σβηστεί από
τους γλω σσικούς χάρτες. [...] Και α ν τελικά π ετύχουν να π ν ίξ ο υ ν κάθε
αντίδραση και οργα νώ σουν μια Έ νω ση, π ο υ δε θα υποφ έρει π ια απ ό τη
“γλωσσική βαβυλωνία”, τότε να επιδιώ ξουν να τελειοποιήσουν το έργο τους
με το να διαγράψ ουν κάθε ελληνική λέξη, τόσο από το καθημερινό και επ ί­
σημο, όσ ο και α π ό το επιστημονικό λεξιλόγιό τους. Και αφ ού το 40%
(τουλάχιστον) των λέξεώ ν τους, είτε είναι αυτούσιες ελληνικές, είτε παρά-
γονται α π ό ελληνικάς ρίζας ας έρθουν να απολογηθούν στα γαλλικά...»

Τα δύο αυτά παραθέματα αρκούν για να δείξουν την επαναληπτικότητα των


απόψ εω ν και τω ν διατυπώ σεω ν. Ό σ ο απομακρυνόμαστε απ ό την πηγή, τόσο
καλύτερα λειτουργεί το αντανακλαστικό της κοινοτοπίας.
Δ εν πρέπει βέβαια να αποσιω πήσουμε τις αντιρρήσεις π ου εκφράστηκαν σε
απόψεις όπω ς οι παραπάνω καθώς και τις μετριοπαθέστερες αντιδράσεις· βλ.

Π. Μ πουκάλα, «Οβελισμοί», Η Καθημερινή, 3 0.12.94,2· του ίδιου, «Υ περ­


βολές», Η Καθημερινή, 3 1.12.94,2· πβ. του ίδιου, «Η γλώσσα και τα δάνει­
α», Η Καθημερινή, 8.1.95, 16·
Ρ. Σωμερίτη, «Π οιοι και π όσο απ ειλούν την ελληνική γλώσσα», Το Βήμα.
1.1.95, ET
Ε. Κ αραντζόλα, «Μ προστά στην αναπόφευκτη διεύρυνση», Α ντί 568
(6.1.95), 20-21·
Η. Κανέλλη, «Να μη γίνουμε και γραφικοί», ό.π., 21·
Π. Κ. Ιωακειμίδη, «Η γλώσσα μας στην Ευρώπη», Τα Νέα, 7.1.95, 6·
Δ. Ν. Μ αρωνίτη, «Υ στερία», Το Βήμα, 8.1.95, Β8· του ίδιου, «Λ αθροχει­
ρία», Το Βήμα, 15.1.95, Β8· του ίδιου, «Επί ταυτά», Το Βήμα, 22.1.95, Β12·
κ.ά.

Την υπερβολή στιγματίζουν και λίγες επιστολές:

«Δ εν σημαίνει, επειδή μιλώ ελληνικά, είμαι εξυπνότερος του Ά γγλου. Ή


να ισχυρισθώ ότι η τάδε ευρωπαϊκή γλώσσα είναι καλύτερη, στη σημερινή
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 115

εποχή, α π ό την τάδε ευρω παϊκή, επειδή κλπ. κλπ.» ( Ελευθεροτυπία ,


17.1.95, 10)·
«Οι συζητήσεις όμω ς στην Ελλάδα [έχουν ως αφετηρία] ένα αίσθημα ανω ­
τερότητας σε σχέση με τις ελληνικές π ολιτισμικές π αραδόσεις, τη γλώ σ­
σα και την κ ουλτούρα, π ο υ θεω ρούνται ω ς μοναδικές, ασύγκριτες και
ανώτερες τω ν άλλω ν. Έ να παράδειγμα αποτελεί το άρθρο του κ. Α λεξίου
[Το Βήμα, 15.1.95, Α12· βλ. παραπάνω ]. Α πό τη δική του σκοπιά το π ρ ό ­
βλημα λαμβάνει μια πλήρω ς διαστρεβλωμένη διάσταση, πρόκειται για
“κατάργηση της ελληνικής γλώ σ σ α ς” και ό χι για το α ν π .χ. ένας κ α ν ο ν ι­
σμός της Ε πιτροπής για την εμφιάλωση του κρασιού πρέπει να μεταφρα-
σθεί σε 11 γλώσσες. Ο κ. Α λεξίου υποστηρίζει ότι είναι λυπηρό να μ π α ί­
ν ο υ ν στην ίδια μοίρα με την ελληνική γλώ σσες όπω ς τα δανικά, τα σουη­
δικά ή τα φ ινλανδικ ά, διότι η Ε λλάδα είνα ι “κυρίω ς ιδέα και π νεύ μ α ”.
Α λλά ας αφήσουμε για μια στιγμή το γλωσσικό επίπεδο κι ας ρίξουμε μια
ματιά στη σύγχρονη πραγματικότητα τω ν πα ρ α π ά νω χω ρώ ν. Κ αι π ρ α γ ­
ματικά τι α ξ ίζο υ ν οι ταπ εινές συνθήκες τω ν σκανδιναβικώ ν χω ρώ ν (δη­
μοκρατική παράδοση, δικαιοκρατικές δομές, κ οινω νικές π α ρ οχές, ισ ότι­
μη θέση τω ν γυνα ικ ώ ν) απ ένα ντι στην ιδέα και το π νεύμ α π ο υ σ υναντά
κ ανείς σε κάθε βήμα του καθημερινά στη σημερινή Ελλάδα!» (Το Βήμα,
26.2.95, Α18).

Η μετάβαση από ακραίες σε περισσότερο ήπιες απόψεις και διατυπώσεις επιτε-


λείται συχνά από τους ίδιους τους συντάκτες μιας εφημερίδας. Έ τσι, ενώ η
Ελευθεροτυπία τήρησε γενικά στην «υπόθεση Λ αμασούρ» μια στάση π ο υ δεν
διέφερε π ολύ α π ό αυτήν της Απογευματινής, δεν έλειψαν στις στήλες της και
σχόλια όπω ς αυτό:

«Ε ίναι αξιοπρόσεκτη η έκταση και η οξύτητα τω ν αντιδράσεω ν από


α π λούς π ολίτες για το θέμα της μείωσης τω ν γλωσσών εργασίας πέντε μι­
κρών χωρών. Ωστόσο, ορισμένοι “τραβούν” το θέμα στην άλλη άκρη του
-εκείνη του σ ο β ινισ μ ο ύ - π ου μ όνο κακό μπορεί να κάνει στην υπόθεση.
Ό π ω ς για παράδειγμα ο “Ό μ ιλο ς για τη διεθνοποίηση της ελληνικής
γλώ σσας”, ο ο π ο ίο ς διαμαρτύρεται επειδή “η ελληνική (...) ετέθη λόγω
αμαθείας και κακοπιστίας εις την αυτήν κατηγορίαν με γλώ σσες ασημά-
ντου πολιτισμικής εμβελείας, ετερόφωτες και παράγω γες, ως επί το πλεί-
σ το ν”. Α υτό μας έλειπε, τώρα. Να πάμε στα π ερί “ανω τερότητας” των
γλω σσώ ν για να καταλήξουμε σε άλλες... “ανωτερότητες”» ( Ελευθεροτυ­
π ία , 4.1.95, 8-9).

Α ς π ροσεχθεί όμω ς πω ς οι λίγες αυτές αντιδράσεις έχουν, αναγκαστικά, ένα


ιδιόρρυθμο π ρότυπ ο αναφοράς· δεν απευθύνονται ευθέως σ τον αναγνώ στη,
στο «πλατύ κ οινό», αλλά μ άλλον στους εκφραστές τω ν αντίθετω ν απόψ εω ν,
στην ελίτ και το «μικρό κοινό» της. Τα άρθρα και τα σχόλια μ οιάζουν με α ντί­
116 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ

λογο σ ’ έναν διάλογο π ου δεν έχει α νοίξει καν. Η χρονική υστέρηση είναι λ ο ι­
π ό ν το π ροφ ανές μειονέκτημα της αντίδρασης σε μια κίνηση ηθικού πανικού.
Και είναι ταυτοχρόνω ς και το σημαντικότερο πλεονέκτημά της: ο αντίλογος,
καθώς εμφανίζεται τελευταίος, μοιάζει να «κλείνει» αυτός το ζήτημα.
ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ
ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΚΑΙ Η ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΑ MME
Θόδωρος Καρζής

ΠΟ ΤΙΣ 3-5 ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ζωντανές ή νε­


Α κρές, κατά κανόνα καμιά δεν έχει ημερομηνία γέννησης και θανά­
του. Όμως, επειδή και κανένας κανόνας δεν υπάρχει χωρίς την εξαίρε­
ση, ή τις εξαιρέσεις του, μπορούμε σαν εξαίρεση ν ’ αναφέρουμε τη νεο­
ελληνική γλώσσα, που φέτος εορτάζει την 24η επέτειο των γενεθλίων
της. Όπως γνωρίζουμε, και δε θα έπρεπε να το λησμονούμε, η γλώσσα
που μιλάμε και γράφουμε οριστικοποιήθηκε, καθιερώθηκε, αν θέλετε
επιβλήθηκε, με τον ιστορικό νόμο 309/1976, γνωστό ως «νόμο Ράλλη»,
που την εισήγαγε και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Μέχρι τότε, η Ελλάδα παρουσίαζε την παγκόσμια πρωτοτυπία ν ’
αγνοούν οι πολίτες της ποια ακριβώς ήταν η γλώσσα τους: η αρχαϊκή
καθαρεύουσα, ή η απλή καθαρεύουσα; Η ψυχαρική δημοτική, ή η απλή
δημοτική; Ή, ακόμη, η λεγάμενη «γλώσσα της εφημερίδος», η οποία με
άνεση αλίευε και χρησιμοποιούσε ανάμικτες λέξεις και τύπους απ’ όλες
τις άλλες; Με το νόμο εκείνο, ο ελληνικός λαός απελευθερώθηκε από τα
δεσμά ενός γλωσσικού τραγέλαφου που παρατεινόταν επί ενάμιση αιώ­
να, καθώς και από τις απροσμέτρητες πολιτισμικές του συνέπειες, για
να γίνει επιτέλους κάτοχος της μιας, ενιαίας νεοελληνικής γλώσσας. Το
μικρό βιβλιαράκι που τιτλοφορείται Νεοελληνική Γραμματική είναι
από τότε το μαγικό κλειδί που επιτρέπει την είσοδο όλων των Ελλήνων
στο σταθερό πια έδαφος του νέου γλωσσικού μας τοπίου. Ο ταξικός
διαχωρισμός των διαφόρων γλωσσικών μορφών (καθαρεύουσα για τις
ιθύνουσες τάξεις, δημοτική για τις υπόλοιπες), η γλωσσική πολιτικο­
ποίηση (καθαρεύουσα για τους νομιμόφρονες, δημοτική για τα ανατρε­
πτικά στοιχεία), η σύγχυση και, τελικά, η πανελλήνια αγραμματοσύνη
120 ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΖΗΣ

εξαιτίας του γλωσσικού προβλήματος, έληξαν. Σήμερα η γλώσσα δεν εί­


ναι αυτοσκοπός, όπως ήταν· ξαναγύρισε στη φυσιολογική της λειτουρ­
γία και χρήση, του κοινωνικο-πολιτισμικού μέσου για την έκφραση ου­
σιαστικών γνώσεων και κριτικής σκέψης. Γι’ αυτό και χαρακτήρισα το
νόμο 309/1976 ιστορικό, γι’ αυτό και πιστεύω πως η ψήφισή του σήμανε
τη γέννηση της νεοελληνικής μας γλώσσας -όχι σε μιαν αμφισβητούμε­
νη θεωρία, όπως ήταν πριν, αλλά στη χειροπιαστή πράξη.
Στα 24 χρόνια του, ένας άνθρωπος είναι ενήλικος και, τουλάχιστον
κατά τεκμήριο, ώριμος. Αλλά μια γλώσσα όχι. Ιδίως αν πρόκειται για
γλώσσα με βαρύ ιστορικό φορτίο, όπως είναι η νεοελληνική. Η υιοθέτη­
ση ενός ενιαίου γλωσσικού οργάνου, δυστυχώς δεν εκτιμήθηκε όσο άξι­
ζε, και όσο θα έπρεπε, απ’ όλους τους Έλληνες. Ο ενάμισης αιώνας του
αέναου γλωσσικού πολέμου είχε εναποθέσει στο λαϊκό συλλογικό υπο­
συνείδητο προκαταλήψεις, εμμονές, απωθήσεις, προσηλώσεις, φανατι­
σμούς, εχθρότητες. «"Εξις δευτέρα φύσις», μας πληροφορούσε άλλοτε
η καθαρεύουσα. Θα υπενθυμίσω πως η χώρα μας είναι μια από τις ελά­
χιστες στον κόσμο όπου για το γλωσσικό έχει χυθεί αίμα, όπως συνέβη­
κε με τα λεγάμενα «Ευαγγελικά», το 1901- ή όπου καθηγητές έχουν κα­
ταδικαστεί από συγκλητικά «δικαστήρια» συναδέλφων τους, απλώς και
μόνο επειδή ο τρόπος της γραφής, όχι η ουσία, των κειμένων τους ήταν
διαφορετικός από εκείνον των διωκτών τους, όπως συνέβηκε με τη λε­
γάμενη «δίκη των τόνων», το 1943. Στην πρώτη περίπτωση, η Ελλάδα
είχε μόλις υποστεί την τραγική περιπέτεια ενός καταστροφικού πολέ­
μου, ενώ στη δεύτερη βρισκόταν κάτω από εχθρική κατοχή. Αντιλαμβά­
νεται κανείς πόσο παθιασμένη, για την ακρίβεια μανιώδης, πρέπει να
ήταν η προσκόλληση των τοτινών Ελλήνων στους γλωσσικούς τύπους
της επιλογής τους, ώστε να υπερισχύει ακόμα και από τις εθνικές συμ­
φορές.
Τη μέγιστη, ίσως, από τις δοκιμασίες της είχε την ιστορική ατυχία
να γνωρίσει η ελληνική γλώσσα στη διάρκεια της απριλιανής δικτατο­
ρίας. Βρέθηκε στο στόμα και, αλίμονο! στην πένα ατόμων πνευματικά
υπανάπτυκτων, που καταδίκασαν την ακοή και την όραση των Ελλή­
νων σε μια επτάχρονη μαστίγωση· και, επιπλέον, αποπειράθηκαν να
στρέψουν τον τροχό της Ιστορίας προς τα πίσω, αφού μια από τις πρώ­
τες νομοθετικές πράξεις τους ήταν να επιβάλουν την αρχαϊκή καθαρεύ­
ουσα ακόμη και στους δυστυχείς νεοσσούς της δημοτικής εκπαίδευσης.
Ωστόσο, μετά την εξάλειψη της σκοτεινής και οδυνηρής εκείνης πο­
λιτικής παρένθεσης, μια επίσης οδυνηρή πραγματικότητα απέδειξε ότι
στη χώρα μας τα γλωσσικά ταμπού εξακολουθούσαν να υπάρχουν και,
ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ 121

μάλιστα, στους κύκλους ακριβώς εκείνους που υποτίθεται ότι ex officio


συγκροτούν την πνευματική πρωτοπορία του έθνους. Η ψήφιση του νό­
μου 309/1976, όση ευφορία δημιούργησε στην πλειοψηφία του λαού, με
επικεφαλής τη μαθητική και φοιτητική κοινότητα, άλλη τόση οργή προ-
κάλεσε στη μειοψηφία. Ήταν μια μειοψηφία ασήμαντη, αντιδραστική,
σκόπιμα βραδυπορούσα, αλλά με ισχυρά ερείσματα και όπλα, γιατί την
αποτελούσαν τα κατάλοιπα του καθαρευουσιάνικου διανοουμενισμού,
οι νησίδες της επιστημονικής αλαζονείας και τα ψήγματα μιας γλωσσο-
λογικής ιδιορρυθμίας -κατηγορίες που διέθεταν προσβάσεις και μέσα
στα Μέσα, ώστε να δημοσιοποιούν τις προκαταλήψεις τους, αλλά και
να θορυβούν, αδικώντας κατάφωρα τη σιωπηλή πλειοψηφία.
Οπότε, άρχισε ένας «υπέρ πάντων άγών» κατά της νομοθετικής
ενοποίησης της γλώσσας, από άλλους απροκάλυπτος και μετωπικός,
από άλλους ύπουλος και υπονομευτικός. Ο δεύτερος ήταν και ο χειρό­
τερος, επειδή οι αυτουργοί του, μπροστά στην ανέφικτη πια επάνοδο
της καθαρεύουσας, αποσκοπούσαν στην όσο το δυνατό βαθύτερη διά­
βρωση και νόθευση της νεοελληνικής με καθαρευουσιάνικους γραμμα­
τικούς και συντακτικούς τύπους και με νεκρά λεξιλόγια, ώστε να διαι-
ωνιστεί το γλωσσικό χάος. Έτσι, πίστευαν, θα διαιωνιζόταν και η υπο­
τιθέμενη αυθεντία των γλωσσικών κηνσόρων, δηλαδή των ίδιων. Η πο­
λεμική θα σημειώσει μια νέα έξαρση το 1982 όταν με το προεδρικό διά­
ταγμα 297 καθιερώνεται το μονοτονικό σύστημα. «Χαρισηκή βολή στη
γλώσσα μας» και «προδοσία τον αρχαίου πολιτισμού μας» το χαρακτή­
ρισαν οι κήνσορες, συνεπικουρούμενοι και από μερικούς πελταστές της
κουλτούρας, με ελαφρότατο μορφωτικό εξοπλισμό. Οι πρώτοι αποσιω­
πούσαν εσκεμμένα, ενώ οι δεύτεροι απλώς αγνοούσαν, ότι η γλώσσα
στην οποία γράφτηκαν τα πνευματικά αριστουργήματα της κλασικής
Ελλάδας ήταν άτονη και κεφαλαιογράμματη. Αποσιωπούσαν, ή αγνο­
ούσαν, ότι οι τόνοι επινοήθηκαν από τους αλεξανδρινούς γραμματοδι­
δάσκαλους, για διδακτικούς και μόνο σκοπούς, μισή χιλιετία μετά το
«χρυσό αιώνα», και ότι τα πνεύματα πρωτοχρησιμοποιήθηκαν από
τους Βυζαντινούς, μόλις τον 9ο αιώνα της χριστιανικής χρονολογίας.
Η πολεμική αυτή ακόμη συνεχίζεται, 24 χρόνια μετά την καθιέρωση
της νεοελληνικής, αν και ξεθυμασμένη πια σήμερα και με τη μορφή μά­
χης οπισθοφυλακών. Δεν επέφερε τα αποτελέσματα που προσδοκούσαν
οι αυτουργοί της, αφού ούτε η καθαρεύουσα νεκραναστήθηκε ούτε η νε­
οελληνική νοθεύτηκε: τα πυρά των εχθρών της αποδείχτηκαν άσφαιρα.
Εκείνο όμως που οι τελευταίοι πέτυχαν ήταν να παρεμβάλουν κάποια
προσκόμματα στην ομαλή εξελικτική της πορεία και να ενσπείρουν
122 ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΖΗΣ

αμφισβητήσεις σε ορισμένα σημεία της. Αυτές οι αμφισβητήσεις, με την


ακούσια αλλά γενναία συνδρομή της ελαττωματικής παιδείας μας, κα­
θώς και μιας γενικότερης πολιτισμικής κρίσης, αποτελούν τις παιδικές
ασθένειες της νεοελληνικής, οι οποίες επιβιώνουν και στην τωρινή,
ανώριμη ακόμη ηλικία της.
Στον αγώνα που χρειάστηκε να δώσει η εθνική μας γλώσσα για να
σταθεί στα πόδια της και να γίνει το κοινωνικό και πολιτισμικό όργα­
νο όλων των Ελλήνων, ο ρόλος των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας
υπήρξε, γενικά, θετικός. Είναι εύκολο να γελάμε, ή να οργιζόμαστε από
την πολυθρόνα μας, με τα πολυποίκιλα γλωσσικά μαργαριτάρια των
ερτζιανών κυμάτων, όπως, ας πούμε, ο «αυτοπυρπολισμός», ή ό «μισός
τόνος οστρακοειδών ακατάλληλα προς κατανάλωση», ή «της Ερυθρός
Ημισέληνον», ή «της αχανής ηπείρου» και άλλα. Όμως, θα ήταν άδικο
να λησμονούμε:

1. Ότι ο γραπτός Τύπος, στη συντριπτική του πλειονότητα, υιοθέ­


τησε εξαρχής τη νεοελληνική γλώσσα, παρά τις αντικειμενικές
δυσκολίες που αντιμετώπιζε σημαντικό μέρος του συντακτικού
προσωπικού του· και αξίζει εδώ ειδική μνεία για τους συναδέλ­
φους διορθωτές, τους αφανείς αυτούς ήρωες των εφημερίδων,
που κατέβαλαν τότε επίμοχθες προσπάθειες για την επιβολή και
την τήρηση των κανόνων της.
2. Ότι όλος σχεδόν ο γραπτός Τύπος εφάρμοσε (με ανακούφιση,
απ’ ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω) τη μονοτονική γραφή, ορι­
σμένες μάλιστα εφημερίδες, πρωτοπορώντας, ακόμη και πριν
από το προεδρικό διάταγμα του 1982. Έτσι, η στείρα επιμονή
στο πολυτονικό περιορίστηκε σε μερικούς ιδιόρρυθμους και
γλωσσικά ανεξέλικτους λογοτέχνες, που όσο πιο πολύ γράφουν
τόσο πιο λίγο διαβάζονται και τα κείμενά τους βαδίζουν γοργά
προς το ράφι της γλωσσικής μας ιστορίας.
3. Ότι η ελληνική Τηλεόραση, την εποχή που ήταν αποκλειστικά
κρατική, πραγματοποίησε στις ειδήσεις της το δύσκολο βήμα
από την καθαρεύουσα, ή τη μικτή, σε μια σωστή νεοελληνική,
προσφεύγοντας μάλιστα στη βοήθεια μιας επιλεγμένης ομάδας
φιλολόγων. Ένα τόλμημα που είχε προκαλέσει τις έντονες αντι­
δράσεις, τις επιθέσεις, καμιά φορά και τις συκοφαντίες των
αντιφρονούντων, κατά τη μεταβατική εκείνη περίοδο.

Αυτά όλα αναφέρονται για ιστορικούς και μόνο λόγους, καθώς έκτοτε
ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ 123

πολλές φορές ο ήλιος ανέτειλε πάνω από την Ακρόπολη και η νεοελλη­
νική κυριαρχεί ήδη στο σύνολο σχεδόν του Τύπου, της Ραδιοφωνίας
και της Τηλεόρασης. Κυριαρχεί -αλλά με υπαρκτές πάντα τις παιδικές
της ασθένειες, μετεξελιγμένες σε εφηβικές. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν
μια συνοπτική ιατρική εξέταση.
Αρχίζοντας από τα γλωσσικά μαργαριτάρια που προαναφέρθηκαν
πρέπει να τονίσουμε πως αυτά αποτελούν παθήσεις, όχι της γλώσσας
μας, αλλά εκείνων που δε θεώρησαν επαγγελματική τους υποχρέωση να
τη μάθουν. Η περιορισμένη γνώση της νεοελληνικής γλώσσας από ορι­
σμένα πρόσωπα δεν είναι γλωσσική ασθένεια, είναι δημοσιογραφική
ασθένεια. Και, πάντως, ο αριθμός αυτών των αμαρτημάτων είναι αρκε­
τά περιορισμένος, αν σκεφτούμε τον καταιονισμό του λόγου, για ώρες
ατέλειωτες, από τα ερτζιανά κύματα.
Οι πραγματικές ασθένειες της νεοελληνικής, που αποτυπώνονται
και στο δημοσιογραφικό λόγο, γραπτό και ηλεκτρονικό, είναι εκείνες
που δημιουργούν στους χρήστες της άλυτες -ακόμη- αμφιβολίες, απο­
ρίες, συγχύσεις και προβληματισμούς. Γιατί μια υγιής γλώσσα είναι,
μεταξύ άλλων, μια ξεκαθαρισμένη, κατασταλαγμένη γλώσσα, αποδεκτή
απ’ όλους τους χρήστες της σε όλα τα σημεία της. Ας επισημάνουμε με­
ρικά τέτοια αμφισβητούμενα σημεία:

π ρ ώ τ ο : Υπήρχε ανέκαθεν μια αδυναμία στη χρήση της γενικής πτώ­

σης, την οποία μάλιστα ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης χαρακτήριζε «άρ­


ρωστη πτώση». Αυτή η αδυναμία, ή ασθένεια, στο τελευταίο τέταρτο
του 20ού αιώνα σημείωσε μια υποτροπή και αντί η χρήση της γενικής
να είναι απλώς πιο περιορισμένη στη νεοελληνική απ’ ό,τι ήταν στην
καθαρεύουσα, γενικά η γενική τείνει να εξαλειφθεί εντελώς. Όλες οι δά­
νειες λέξεις, που από τις αρχές του 20ού αιώνα είχαν ενσωματωθεί στη
γλώσσα μας κι ενταχτεί στο κλιτικό της σύστημα, λόγω μιας «γενικοφο-
βίας» (αν μου επιτρέπεται ο νεολογισμός), ανέμελα επαναφέρονται
στην ονομαστική: «της βεράντα», «της γραβάτα», «του καζίνο»... Το
ίδιο και με τα τοπωνυμικά: «τον Μιλάνο», «της Βενεζουέλα», «τον Με­
ξικό»... Κάποτε εμφανίστηκε σε προθήκη μια πινακίδα που έγραφε
«προσφορά παλτό», σαν το παλτό να είναι άκλιτο· ενώ έχει ειπωθεί
ακόμη και «της Μαρία» -και όποιος θέλει το πιστεύει. Θα συμφωνή­
σουμε, υποθέτω, ότι όσο «άρρωστη» και αν είναι η γενική, με κανέναν
τρόπο δε δικαιολογείται η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνισή της, και
μάλιστα από τη δημοσιογραφική γλώσσα, που αποτελεί βασικό όχημα
της γλωσσικής καθοδήγησης του λαού.
124 ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΖΗΣ

Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο : Αμφισβητούμενα σημεία υπάρχουν και στη νεοελληνική

ορθογραφία. Μερικά παραδείγματα: Η αιτιατική του αρσενικού άρ­


θρου παίρνει, ή δεν παίρνει, τελικό ν πριν από σύμφωνο, πέρα από τα
αδιαμφισβήτητα κ-π-τ (δηλαδή στο δημοσιογράφο, ή «στον δημοσιο­
γράφο», στο Θόδωρο, ή «στον Θόδωρο»); Οι λέξεις αργαλιός, φτώχια,
περηφάνια, γράφονται με γιώτα, ή με έψιλον γιώτα; Πολλοί προτιμού­
με το άρθρο χωρίς ν, σύμφωνα με τη βασική αρχή «Γράφε όπως μιλάς»,
και την κατάληξη -ια με γιώτα, επειδή η γραφή αυτή ευθυγραμμίζεται
με την τάση της γλώσσας μας για απλοποίηση· όμως, υπάρχει ισχυρή
αντιπολίτευση... Έπειτα, ο Μ ανόλης γράφεται με όμικρον, όπως τον
γράφουν αρκετοί, ή με ωμέγα, Μανώλης, όπως τον γράφουν περισσότε­
ροι; Ακόμη, λέξεις όπως μίγμα, προεδρία, εφορία, εταιρία, για πολλές
δεκαετίες καθιερωμένες με γιώτα, μια μερίδα του Τύπου τις έχει επανα­
φέρει στο έψιλον γιώτα, δημιουργώντας έτσι μια αδικαιολόγητη σύγχυ­
ση. Δεν ξέρω αν και η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, που ο τίτλος της
είναι από το 1934 γραμμένος με γιώτα, θα πρέπει σήμερα να τον επι­
διορθώσει σύμφωνα με την εφημεριδική επιταγή.

τ ρ ί τ ο : Ορισμένες λέξεις, οι οποίες ποτέ στην ιστορία τους δεν είχαν

πληθυντικό, τώρα τον αποκτούν, τόσο με δημοσιογραφική, όσο και με


πολιτική παρέμβαση. Κάποιος θα έπρεπε να πληροφορήσει κάποια
πρόσωπα του δημόσιου βίου μας ότι στη γλώσσα μας δεν υπάρχουν «οι
πολιτικές», «οι νοοτροπίες», «οι λογικές» και «οι δράσεις»: υπάρχει μό­
νο «η πολιτική», «η νοοτροπία», «η λογική» και «η δράση», οι οποίες
εφαρμόζονται σε διάφορους τομείς: η πολιτική στον οικονομικό τομέα,
στη διοίκηση, στις διεθνείς σχέσεις, η νοοτροπία στον επαγγελματικό χώ­
ρο, στον οικογενειακό βίο κλπ. Και, φυσικά, κάποιες ενέργειες (και όχι
«δράσεις», βέβαια) δε γίνονται «στα πλαίσια», αλλά στο πλαίσιο, είτε της
νομοθεσίας, είτε των κανονισμών, είτε του συντάγματος, αφού το π λα ί­
σιο είναι ένα: αν ήταν πολλά, οι ενέργειες θα βρίσκονταν de facto εκτός
πλαισίου... Τέτοιες αμφιβολίες και αιωρήσεις μεταξύ σωστού και λά­
θους αποτελούν για τη νεοελληνική γλώσσα συμπτώματα παθογένειας.

Με επίγνωση ότι δεν «κομίζω γλαύκα εις ’Αθήνας»,


τέ τα ρτο :
απλώς θα υπενθυμίσω πως όλες οι γλώσσες του κόσμου εξελίσσονται.
Όμως εξελίσσονται ομαλά και αβίαστα, στο στόμα του λαού, όχι με την
επιβολή ραδιο-τηλεοπτικών γλωσσικών προκαταλήψεων. Η παλιά δη­
μοτική είχε να επιδείξει μερικούς ακραίους δημοτικισμούς, όπως «οι
ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ 125

μαθητάδες», «του πανεπιστήμιου» και άλλους, ενώ σήμερα, στην ηλε­


κτρονική δημοσιογραφία έχουμε το αντίστροφο φαινόμενο, ενός γλωσ­
σικού νεοσυντηρητισμού. Για παράδειγμα, ακούμε στις ειδήσεις τον πα­
θητικό αόριστο των νεοελληνικών ρημάτων να επιστρέφει στον καθα­
ρευουσιάνικο τύπο: όχι ο πρόεδρος δέχτηκε, αλλά «εδέχθη», όχι οι
υπουργοί αντικαταστάθηκαν, αλλά «αντικατεστάθησαν», όχι οι εκλο­
γές αποφασίστηκαν, αλλά, όπως παλιά, «απεφασίσθησαν». Δημιουργή-
θηκε, ακόμη, ίσως για τους πάρα πολύ μορφωμένους, ο τύπος «εφηύ­
ρε», αντί του εφεύρε, ένα πράγματι πρωτότυπο εφεύρημα. Καθώς φαί­
νεται, μερικοί συνάδελφοι πιστεύουν ότι με τους καθαρευουσιανισμούς
ο λόγος τους περιβάλλεται το μανδύα του ανώτερου μορφωτικού επι­
πέδου και του υψηλού κύρους. Φοβάμαι ότι συμβαίνει το αντίθετο.
Στην ίδια αυτή τάση του δήθεν εξευγενισμού του λόγου υπάγεται και η
αποφυγή ορισμένων φυσιολογικών, και κάθε άλλο παρά χυδαίων, φω­
νητικών συμπλεγμάτων της νεοελληνικής: το χτες εκφέρεται «χθες», το
σκοινί «σχοινί», η φτήνια «φθήνεια», το χτίστηκε «κτίσθηκε». Ίσως με­
ρικοί από μας να νομίζουν ότι ο τρόπος εκφοράς των συμφωνικών συ­
μπλεγμάτων είναι κάτι εντελώς ασήμαντο στην όλη λειτουργία της
γλώσσας. Δυστυχώς δεν είναι, και αυτό μπορεί να τεκμηριωθεί από το
χτεσινό φύλλο μιας έγκριτης αθηναϊκής εφημερίδας, το οποίο σας πα­
ρουσιάζω. Όπως βλέπετε, στη σελίδα 8 κυριαρχεί με έντονα στοιχεία
(και με αποσιωπητικά) ο μονολεκτικός τίτλος: β ι α ς θ η κ α ν ... Εντρύφη-
σα στο κείμενο για να δω ποιες ατυχείς κυρίες είχαν πέσει θύματα αυ­
τού του αποτρόπαιου εγκλήματος, για να διαπιστώσω πως ο συντάκτης
δεν αναφερόταν σε κυρίες, αλλά σε πολιτικούς, που β ι ά σ τ η κ α ν (και
όχι β ι α ς θ η κ α ν ) να πανηγυρίσουν για μια εκλογική νίκη που τελικά δεν
ήρθε. Υποθέτω ότι το παράδειγμα αναδεικνύει με ενάργεια το ρόλο και
τη σημασία των συμφωνικών συμπλεγμάτων. Μιλώντας για γλωσσικό
νεο-συντηρητισμό ας μη λησμονήσουμε και το άλλοτε καθιερωμένο
αφορά το, που επαναφέρεται από αρκετούς στην αρχαϊκή μεγαλοπρέ­
πεια του «αφορά στο».

: Η σκιά της παγκοσμιοποίησης από καιρό ήδη βαραίνει και


π έ μ π το

πάνω από τη νεοελληνική. Η αγγλική γλώσσα -αμερικανική, ακριβέστε­


ρα- έχει επιβληθεί στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, ως όργανο κοι­
νής συνεννόησης. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί θετικό για την αλλη­
λοκατανόηση και την πολιτισμική προσέγγιση των λαών. Αλλά το αρ­
νητικό είναι ότι, στην πράξη, η διεθνής αυτή γλώσσα έχει μετατραπεί σε
σιδερένιο βραχίονα ενός πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, αφού διεισδύει
126 ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΖΗΣ

ορμητικά στις εθνικές γλώσσες και τους επιβάλλει μέρος του λεξιλογί­
ου της, ή ακόμη και των συντακτικών δομών της, προκαλώντας έτσι
παρεκκλίσεις και διαστροφές στην εξελικτική πορεία τους. Δυστυχώς,
σ’ αυτή την εισβολή, εμείς οι Έλληνες ελάχιστα αμυνόμαστε και η ηττο­
πάθεια αυτή παρατηρείται σε όλες τις τάξεις και κατηγορίες του πληθυ­
σμού: από τη συνοικιακή κομμώτρια με την επιγραφή «Hairdresser
Georgia», ή το μικρομεσαίο επαγγελματία με το ελληνοαμερικανικό «Con-
stantinidis», μέχρι τους επιστήμονες, οι οποίοι διανθίζουν τα ελληνό­
γλωσσα κείμενά τους με δεκάδες ονόματα και άλλες λέξεις στην αμερι­
κανική, σαν η νεοελληνική να μην είναι σε θέση να τα αποδώσει -ενώ
είναι, και πολύ καλά μάλιστα. Χρειάζεται αντίσταση στο γλωσσικό
ιμπεριαλισμό και στην αντίσταση αυτή πρωτοπόροι ποιοι άλλοι μπορεί
να είναι από τους δημοσιογράφους, αφού οι δημοσιογράφοι, με την κα­
θημερινή επαγγελματική εκφορά, ή σύνταξη του λόγου, επιβάλλουν
γλωσσικά πρότυπα στην κοινή γνώμη; Ιδιαίτερα οι δημοσιογράφοι των
ηλεκτρονικών μ μ ε , άσχετα αν το έχουν, ή όχι, συνειδητοποιήσει, είναι
οι άτυποι δάσκαλοι του λαού. Δεν επιτρέπεται, λοιπόν, ν ’ ακούμε από
το στόμα τους αμερικανισμούς, εκεί όπου υπάρχουν ελληνικά ισοδύνα­
μα. Το «νημπέιτ» είναι η τηλεοπτική συζήτηση, ή τηλεοπτική α ντιπα ­
ράθεση, το «βιντεογουόλ» είναι η γιγαντοοθόνη, το «μπαράζ» είναι ο
καταιγισμός, το «ίματζ» είναι η εικόνα. Και, βέβαια, όταν ακούμε τον
κύριο συνάδελφο να εκφέρει όσο παχύτερα μπορεί τη λέξη «Washin­
gton», πρέπει να ξέρουμε ότι πρόκειται για την Ουάσιγκτον: ακούσαμε
και μάθαμε πώς τη λένε οι Αμερικανοί, αλλά ξεχάσαμε πώς τη λένε οι
Έλληνες; Τέλος, επιτρέψτε μου να προσθέσω και δυο λέξεις για τα πε­
ριοδικά ποικίλης ύλης, που οι εκδότες τους τα έχουν βαφτίσει, στην
αμερικανική κολυμπήθρα, life-style. Είναι τα πιο ανελλήνιστα κατα­
σκευάσματα, με περισσότερες αμερικανικές παρά ελληνικές λέξεις, τέ­
λεια υποδείγματα κομπλεξικού επαρχιωτισμού, ο οποίος εκδηλώνεται
με τη μορφή του αμερικανοπιθηκισμού.
Συμπερασματικά, παρά τις παιδικές, ή εφηβικές της ασθένειες, που
πάντως δεν είναι θανατηφόρες, η νεοελληνική γλώσσα βρίσκεται σήμε­
ρα σε πολύ καλύτερη κατάσταση από άλλοτε. Η παιδεία μας είναι που
δε βρίσκεται σε καλή κατάσταση, αλλά γ ι’ αυτό βέβαια δε φταίει η
γλώσσα. Από τους κινδύνους που την απειλούν μεγαλύτερος είναι η
αμερικανική λεξιλογική εισβολή, η οποία, πάντως, από μας τους δημο­
σιογράφους μπορεί ν ’ αντιμετωπιστεί, φτάνει να το θέλουμε: το Μορ­
φωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ ας προμηθευτεί το «Δελτίο Νεολογισμών»
της Ακαδημίας Αθηνών και ας το αποστείλει ως προσφορά στα μέλη
ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ 127

μας, και όχι μόνο. Παρά τους κάποιους σχολαστικισμούς του, που δεν
είναι δύσκολο ν ’ αγνοηθούν, το μικρό αυτό λεξικό παρέχει τα ελληνικά
ισοδύναμα όλων των ξένων λέξεων που κατακλύζουν αναφομοίωτες τη
γλώσσα μας. Ύστερα από μια τέτοια χειρονομία, κανένας δημοσιογρά­
φος δε θα δικαιούται πια να πει το διάλειμμα «τάψ-άουτ», τη δημο­
σκόπηση «γκάλοπ», την η χοτα ινία «σάουντρακ» και την παρουσιά-
στρια «σόον-γούμαν». Κι όσο για τους γλωσσικούς βιασμούς των life­
style, μια παρέμβαση, μια σύσταση έστω, του Διοικητικού Συμβουλίου
της ΕΣΗΕΑ είμαι βέβαιος ότι, και αν δεν είχε άμεσο αποτέλεσμα, πά­
ντως θ’ αποσπούσε την επιδοκιμασία της συντριπτικής πλειονότητας
της δημοσιογραφικής οικογένειας.
Σας ευχαριστώ.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ
ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ
Νίκος Κυριαζίδης

ΙΜΑΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΣ πως στη δική μου γενιά έγιναν οι μεγαλύτε­


Ε ρες μεταρυθμίσεις στη νεοελληνική γλώσσα και πως στις αλλαγές
αυτές έπαιξαν αποφασιστικό και πρωτοπόρο ρόλο οι δημοσιογράφοι
και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (MME). Σήμερα, δυστυχώς, πολλοί
είναι εκείνοι που προσπαθούν να ξαναγυρίσουν στα παλιά, παρ’ όλο
ότι η εκπαιδευτική μεταρύθμιση των Καραμανλή-Ράλλη του 1976, κα­
θώς και των Παπανδρέου-Βερυβάκη του 1982 με την καθιέρωση και του
μονοτονικού, απάλλαξαν το νεοελληνικό λόγο και γραφή από περιττά
βάρη και νομιμοποίησαν ως γλώσσα μας τον έξοχο λόγο του λαού μας.
Έτσι εφαρμόζεται τώρα και στη χώρα μας εκείνο που είχε διακηρύ­
ξει και εφαρμόσει, πριν πεντακόσια χρόνια, ο μεγάλος γλωσσικός μετα-
ρυθμιστής Λούθηρος, που έλεγε πως αν θέλεις να γράψεις καλά σε μια
γλώσσα: «Ρώτα τη μάνα στο σπίτι, τα παιδιά στους δρόμους, τον
απλοϊκό άνθρωπο στο παζάρι. Κοίταξέ τους στο στόμα πώς μιλούν και
έτσι γράφε».
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο καθηγητής Γιάννης Καζάζης του Πανεπι­
στημίου της Θεσσαλονίκης υποστηρίζει ότι «η γλώσσα μας είναι σήμε­
ρα σε μια άριστη κατάσταση» (Ελευθεροτυπία, 8.4.2000) και ο καθηγη­
τής του Πανεπιστημίου της Αθήνας Γιώργος Μπαμπινιώτης, ότι «η
γλωσσική μεταρρύθμιση που έγινε πέτυχε κατά βάση κι όσο πάμε τα ελ­
ληνικά μας... γίνονται όλο και καλύτερα» (στο ίδιο).
Οφείλουμε λοιπόν να υπερασπισθούμε τις αλλαγές που έχουν γίνει,
από τις επιθέσεις που έχουν εξαπολυθεί εναντίον τους, ακολουθόντας
κι εφαρμόζοντας συστηματικά τη γραμματική Τριανταφυλλίδη που δι­
δάσκεται στα σχολεία. Είναι τελείως απαράδεκτο, άλλα πράγματα να μα­
θαίνει ο δάσκαλος στα παιδιά μας κι άλλα να τους παρουσιάζουν τα MME.
130 ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΖΙΔΗΣ

Θα ήθελα εδώ να υπογραμμίσω ότι το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδή­


σεων με την καθοδήγηση του συνάδελφου Θόδωρου Καρζή έχει εκδόσει
από το 1988 έναν εξαιρετικό Γλωσσικό Οδηγό για Δημοσιογράφους
που αποτελεί ένα πρώτης γραμμής βοήθημα για την εφαρμογή των βα­
σικών κανόνων της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη στη δημοσιογραφία.
Το θέμα, κατά τη γνώμη μου, είναι όχι μόνο να κρατήσουμε αυτές
τις κατακτήσεις αλλά να προχωρήσουμε ακόμη πιο πέρα στην απλοποί­
ηση της γραφής μια που ένας πρέπει να είναι ο στόχος μας: Να μπορού­
με να εκφραζόμαστε με όσο το δυνατό μεγαλύτερη σαφήνεια και να εί­
μαστε πιο προσιτοί στον ελληνικό λαό, ώστε να είναι ενήμερος για τα
πάντα όταν θα πρέπει να ασκήσει το ύψιστο δικαίωμά του -της εκλογής
των αρχόντων του.
Οι μεταρυθμίσεις του ’76-’82 έλυσαν, με την καθιέρωση γενικών κα­
νόνων, το ζήτημα της ενιαίας και απλοποιημένης κλίσης και γραφής
στα νεοελληνικά, των άρθρων και καταλήξεων των λέξεων καθώς και
ορισμένα άλλα θέματα. Μια που όμως πάντα κρατάμε την ιστορική ορ­
θογραφία, γιατί έτσι πιστεύουμε ότι αποδείχνουμε την καταγωγή μας
από την Αρχαία Ελλάδα, νομίζω ότι θα πρέπει να βοηθήσουμε να δημι-
ουργηθεί ένα σύνολο όσο το δυνατόν πιο απλών και χωρίς εξαιρέσεις
κανόνων γραφής. Αυτό θα βοηθήσει το λαό μας και να γράφει και να
εκφράζεται ευκολότερα.
Θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι και μόνο με την κατάργηση των τό­
νων και των πνευμάτων και με την εισαγωγή του μονοτονικού συστή­
ματος, σταμάτησαν να κάνουν οι Έλληνες το 70% και πάνω των λαθών
στα γραφτά τους. Βέβαια μια νέα τόσο μεγάλη μεταβολή θα μπορούσε
να γίνει μόνο με πολύ ριζικότερες αλλαγές -όπως είναι η καθιέρωση
της φωνητικής ορθογραφίας ή του λατινικού αλφάβητου ή της Ερα-
σμιακής Προφοράς στην ανάγνωση των αρχαίων ελληνικών κειμένων.
Αλλά τέτοιες αλλαγές που κάποτε ζητούσε ο Βηλαράς, ο Ν. Χατζηδά-
κης, ο Δημήτρης Γληνός και τις είχε για σημαία της η Αριστερά ούτε
ακούγονται ούτε συζητούνται σήμερα.
Όπως όμως είπα, η αντίδραση προσπαθεί να μας πάει πίσω. Π.χ.
αρχαιόπληκτοι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν όσο το δυνατόν περισ­
σότερους αρχαιοελληνικούς τύπους στα γραφτά τους και προπαγανδί­
ζουν την άποψη ότι «μιλούμε την ίδια ουσιαστικά γλώσσα με τους Αρ­
χαίους Έλληνες», υπονομεύοντας τα θεμέλια της εκπαιδευτικής μετα-
ρύθμισης. (Αλήθεια. Ποιος νεοέλληνας αν δεν έχει ειδικά διδαχθεί τα Α ρ­
χαία μπορεί να καταλάβει τα παλιά κείμενα και ποιος αρχαιοέλληνας αν
σήμερα ανασταίνονταν θα καταλάβαινε τα νεοελληνικά κείμενα;)
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ 131

Κι ας μας λέει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή ο καθηγητής Μα-


ρωνίτης πως ώρες ώρες σκέφτεται ότι ίσως «θα ήταν καλύτερα τα
πράγματα αν ίσχνε και για μας ό,τι και για έναν ξένο, που αντιμετωπί­
ζει τα αρχαία ελληνικά σαν ξένη γλώσσα».
Ας προχωρήσουμε όμως. Στη δημοσιογραφική γλώσσα περιλαμβάνε­
ται σήμερα και το πρόβλημα της εκφοράς των λέξεων από το ραδιόφω­
νο και την τηλεόραση το οποίο οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε. Πολλά
από αυτά δημιουργούνται από την έλλειψη ορισμένων γραμμάτων του
αλφαβητάριού μας και την αναντιστοιχία ορισμένων γραμμάτων και
φθόγγων. Και γίνονται ακόμη πιο έντονα με τη συνεχή εισαγωγή ξένων
λέξεων στα ελληνικά.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι τα 24 γράμματα του αλφαβήτου
μας δεν καλύπτουν όλους τους φθόγγους που χρειαζόμαστε για να γρά­
ψουμε και να διαβάσουμε την ελληνική γλώσσα. Θα έχετε όλοι ακούσει
τα «ινστιτούτα» και τους «ντέντεκτιβ» να διαβάζονται ως «instindouta»
και «ndedektiv» κ.ο.κ. Και η γραμματική μας αναγνωρίζει ότι μας λεί­
πουν τρεις φθόγγοι -οι b, d, g. Ορισμένοι μάλιστα γλωσσολόγοι θεω­
ρούν ότι αυτή τη φθογγολογική απόδοση είχαν στα αρχαία ελληνικά τα
γράμματα β, δ, γ. Ο Κώστας Ελευθερουδάκης, ένας από τους σπουδαι­
ότερους νεοέλληνες εκδότες, στο περίφημο Λεξικό του που το έβγαλε
στη δεκαετία του ’30, είχε προτείνει κι εφαρμόσει ως λύση την πρόσθε­
ση τριών γραμμάτων στο αλφάβητο βάζοντας απλώς μία τελεία πάνω
από τα β, δ, γ. Έτσι έλυνε το πρόβλημα με το «μπ» που μπορεί να δια­
βαστεί ως απλό b (bambaki), ως mb (kam-bia), κ.ο.κ. Τα ίδια ισχύουν
και για το d (ντ), και g (γκ).
Προβλήματα γραφής και εκφοράς υπάρχουν επίσης με τους συνδυα­
σμούς των φωνηέντων αυ και ευ που έχουν διπλή προφορά: af (ναύτης)
και av (Αύγουστος) -ef (ευτυχία) και ev (Ευρώπη). Από καιρό συγγρα­
φείς όπως ο Ασημάκης Πανσέληνος κ.ά., γράφουν το ναύτης με φ (νά-
φτης) και τον Αύγουστο με β (Άβγουστο). Μήπως θα έπρεπε τα MME να
κάνουν μια εκστρατεία για την καθιέρωση αυτής της ορθογραφίας που
αποτελεί διόρθωση της νεοελληνικής ορθογραφίας;
Η καθιέρωση της απλούστερης δυνατής γραφής όταν μία λέξη ορθο-
γραφείται κατά περισσότερους από έναν τρόπο, πάντα από έγκυρους
γλωσσολόγους, νομίζω ότι είναι κάτι απαραίτητο και αυτονόητο. Αντι­
γράφω μερικά παραδείγματα τα οποία παίρνω από το Λεξικό της Νεο­
ελληνικής Γλώσσας (σ. 1284) του Γ. Μπαμπινιώτη, ο οποίος στηρίζει τη
δική του ορθογραφία σε έτυμα είτε αρχαιοελληνικά είτε που έχουν εμ­
φανιστεί στην ιστορία της γλώσσας μας. Διαλέγω όχι πάντα τις εκδοχές
132 ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΖΙΔΗΣ

Μπαμπινιώτη (που τις σημειώνω με αστερίσκο και που δεν είναι κατ’
ανάγκην μόνο δικές του) αλλά την απλούστερη γραφή που είτε την κα­
θιερώνει τώρα ο Μπαμπινιώτης είτε είχε καθιερωθεί πρωτύτερα:
*αφτί με φ και όχι με υ. *βρόμα, *βρόμη και *βρομώ με ο και όχι με
ω. *βλίτο με ι και όχι με η. *γαβγίζω με αβ και όχι αυ. *γέλιο με ι και
όχι οι. δυόροφος με ο και όχι ω. διορία με ο και όχι ω. δοσίλογος με ο
και όχι ω. εγχείριση με ι και όχι η. μαυριδερός με ι και όχι ει. ελιά με ι
και όχι η. ελλιπής με ι και όχι ει. εταιρία με ι και όχι ει. *ζήλια με ι και
όχι ει. *ζοχάδα με ο και όχι ω. ίσκιος με ι και όχι η. θιάφι με ι και όχι
ει. *καβγάς με αβ και όχι αυ. *καημένος, *καημός με η και όχι ϋ. *κάθι-
σα με ι και όχι η. *καλοσύνη με ο και όχι ω. κάπα με ένα και όχι δύο π.
κάνη κάνουλα με ένα ν. *κιάλια με ι και όχι υ. κόκαλο με ένα κ. κου­
λούρι με ένα λ. *κομουνισμός με ένα μ. *κόχη με ο και όχι ω. *κρεβάτι
με ένα β. κτίριο με ι και όχι η. *λιβάδι με ι και όχι ει. *λόξυγγας με ο
και όχι ω. λιγερός λιγίζω μ ι και όχι υ. *μαζί με ι και όχι υ. *μετόπη με
ο και όχι ω. *μικτός με ι και όχι ει. μιζίθρα παντού με ι και όχι υ και η.
μοσαϊκό με ο και όχι ω. νονός με ένα ν. *ξίγγι *ξίδι *ξινός με ι και όχι
υ. *οξιά με ι και όχι υ. *οξίδιο *οξιδώνω με ι και όχι ει. παλικάρι με
ένα λ. παπάς με ένα π. πιγούνι με ι και όχι η. *πιρούνι με ι και όχι η.
*πρίγκιπας με ι και όχι η. *προάστιο με ι και όχι ει. *προεδρία με ι και
όχι ει. ρεβίθι με ι και όχι υ. ροδάκινο με ο και όχι ω. *σιντριβάνι με ι
και όχι υ. *τάλιρο με ι και ένα λ και όχι η. *τοπίο με ι και όχι ει. τσι­
γκλώ, τσίνορο, τσιρίζω, τσιτσιρίζω με ι και όχι με υ. *φάκελος με ένα
λ. *φίδι με ι και όχι ει. *φτώχια με ι και όχι ει. *χλομός με ο και όχι ω.
Αυτές οι λέξεις αποτελούν μόνο ένα μικρό δείγμα για το πόσο μπο­
ρεί να απλοποιηθεί η ορθογραφία μας με την εφαρμογή του κανόνα της
απλούστερης δυνατής γραφής.

Ας προχωρήσουμε όμως και σε προτάσεις για άλλες απλοποιήσεις:


Τα παραθετικά σε -ότερος, -ότατος γράφονται με ο, αδιάφορο αν η
προηγούμενη συλλαβή είναι μακρόχρονη ή βραχύχρονη -όπως διδάσκει
ο Δ. Ν. Μαρωνίτης (Εγκόλπιο της Ορθής Γραφής, σ. 45). Εξαιρούνται
τα παραθετικά τα οποία προέρχονται από επιρρήματα που λήγουν σε
ω. Έτσι γλιτώνουμε από το νεώτερος με ω, που πολλοί ακόμη χρησιμο­
ποιούν.
Η γραμματική μας θέλει η ενεργητική μετοχή που τελειώνει σε
-όντας να γράφεται με ω όταν τονίζεται και με ο όταν είναι άτονη
(παίρνοντας, περνώντας). Δε βλέπω γιατί να έχουμε αυτή τη διαφορά.
Συλλαβική αύξηση παίρνουν όσα ρήματα αρχίζουν από σύμφωνο.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ 133

Μένει όπου τονίζεται και παραλείπεται όταν είναι άτονη. Το ρ όμως δε


διπλασιάζεται όπως γινόταν στα Αρχαία (ράβω, έραβα - ρίχνω, έριξα -
ρέω, έρεε -όλα με ένα ρ).
Εσωτερική αύξηση μπορεί να υπάρξει σε ρήμα μόνο σε τονισμένη
συλλαβή (διέκρινα, ξεχώριζα, κ.ο.κ.). Πολλές φορές όμως το ε της αύ­
ξησης χάνεται με αφαίρεση επειδή η πρώτη λέξη λήγει σε αδρότερο φω­
νήεν σύμφωνα με την κλίμακα α, (ο), (ου), ε, (ι). Π.χ. ανάλαβε και όχι
ανέλαβε, πρόταξε και όχι προέταξε, πρόβλεψε και όχι προέβλεψε, κατά-
κρινα και όχι κατέκρινα, κ.ο.κ. (Σύντομες οδηγίες για την καλή χρήση
της Δημοτικής -Παπανούτσος, Σταύρου.)
Χρονική αύξηση εξωτερική ή εσωτερική δεν μπορεί να υπάρχει στη
γλώσσα μας αφού δεν έχουμε πια βραχύχρονα και μακρόχρονα φωνήε­
ντα -όπως γράφουν ο Παπανούτσος και Σταύρου. Έτσι δεν εκτείνο­
νται το α σε η (παράγγειλα και όχι παρήγγειλα), το ο σε ω (οδηγούσα
και όχι ωδηγούσα, εξόρκισα και όχι εξώρκισα), το αι σε η (αφαίρεσα
και όχι αφήρεσα).
Στον κανόνα αυτόν υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις τις οποίες περι­
λαμβάνει η σχολική γραμματική (ήρθα, ήβρα, ήπια, ήξερα, ήθελα, είδα,
είπα, είχα, ειδωθήκαμε, ιδωθούμε, ιδωθεί, ειπώθηκε, ειπωμένος).
Καλό επίσης θα είναι να καταργήσουμε τον αναδιπλασιασμό στις
μετοχές του παρακειμένου εκτός αν έχουν περάσει στη γλώσσα ως κα­
τάλοιπα. Στη Γραμματική τους της Ελληνικής Γλώσσας οι Holton,
Mackridge, Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton (σ. 131) γράφουν ότι το φαι­
νόμενο του αναδιπλασιασμού «είναι λόγιας προέλευσης και δεν είναι
πια παραγωγικό». Εφημερίδες, όμως, όπως η Καθημερινή ή η Ελευθε­
ροτυπία μεταχειρίζονται λέξεις όπως προδιαγεγραμμένος αντί προδια-
γραμμένος, εγκαταλελειμμένος αντί εγκαταλειμένος, κ.ο.κ.
Τέλος, κι επειδή η ώρα μου μοιάζει να τελειώνει, θα ήθελα να πω
δύο λόγια για την εισαγωγή ξένων λέξεων στη γλώσσα μας. Αυτό οφεί­
λεται όχι μόνο σε τάσεις επίδειξης ορισμένων αλλά και της κάλυψης
ορισμένων βασικών αναγκών. Εξάλλου είναι απίθανο πόσο μικρός εί­
ναι ο αριθμός των ξένων λέξεων στη γλώσσα μας. Στο Μείζον Ελληνι­
κό Λεξικό των Τεγόπουλου-Φυτράκη που έχει 65.000 λέξεις ούτε το
10% έχει ξένο έτυμο. (1.237αγγλικές, 1.717 γαλλικές, 1.033 τουρκικές,
924 λατινικές, 1.314 ιταλικές, 87 ισπανικές, 103 γερμανικές -σύνολο
6.412.)
Το μόνο που νομίζω ότι πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε είναι να τις
εντάσσουμε στο δικό μας κλιτικό σύστημα και όχι να λέμε της Κορέα
όπως ακούγεται αυτές τις μέρες αλλά της Κορέας. Ούτε να τις κλίνου­
134 ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΖΙΔΗΣ

με στην ξένη γλώσσα (οι ντέντεκτιβς αντί απλώς οι ντέντεκτιβ).


Τα νέα ελληνικά είναι μια πολύ πλούσια γλώσσα που δυστυχώς
έχουμε περιφρονήσει. Έχω ανοίξει στο διαδίκτυο μία ιστοσελίδα με τα
έργα του Μακρυγιάννη (www.makriyannis.gr) που κατάγραψε φωνητι­
κά τα ελληνικά του ’2 1 .0 Σεφέρης λέει πως ο άνθρωπος αυτός θα ήταν
ο μεγαλύτερος πεζογράφος μας, αν δεν υπήρχε ο Παπαδιαμάντης. K l
ότι κάθε τόσο τον διάβαζε στη ζωή του.
Ποιος νεοέλληνας και πόσοι λόγιοι μας κάνουν κάτι παρόμοιο;
ΔΙΟΡΘΩΤΗΣ: ΣΤΙΛΒΩΤΗΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΜΟΣ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΑ
ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ
Κώστας Τσονράκης

γ ^ \Τ Α Ν ΑΚΟΥΣΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ότι προετοιμάζεται αυτή η εκδή-


λωση, την αντιμετώπισα με επιφύλαξη. Μου φάνηκε βαρύς και ο
τίτλος «Συνέδριο για δημοσιογραφία και γλώσσα». Ομολογώ ότι έκανα
λάθος.
Όσα ακούσαμε μέχρι στιγμής, και μόνον αυτά, θα αρκούσαν για να
θεωρηθεί δικαιωμένη η πρωτοβουλία που είχε το Μορφωτικό Ίδρυμα
της ΕΣΗΕΑ να οργανώσει αυτό το διήμερο προβληματισμού για τη
γλώσσα και τη δημοσιογραφία.
Αυτή η πρωτοβουλία και η συμμετοχή μας σημαίνουν, στην πράξη,
ότι αποδεχόμαστε πως υπάρχει πρόβλημα. Σημαίνει ακόμη, ουσιαστι­
κά, ότι αναγνωρίζουμε πως αποτελούμε μέρος του προβλήματος και
-ακόμη πιο σημαντικό- ότι έχουμε ευθύνη, συλλογικά και ατομικά, για
την αντιμετώπισή του.
Η αποδοχή αυτή, αν έχω εκτιμήσει σωστά, έχει μια ηθική και κοινω­
νική και πολιτική διάσταση, που ίσως υπερφαλαγγίζει σε σημασία τα
όποια αποτελέσματα θα προκόψουν από τις συζητήσεις του διημέρου.
Αν, μάλιστα, υπάρξει και συνέχεια, θα δοθεί και ένα μήνυμα, χρήσιμο
για την αλληλεξάρτηση προθέσεων και αποτελεσματικότητας.
Εκπαιδευτικοί, γλωσσολόγοι, συγγραφείς και δημοσιογράφοι ευθυ-
νόμαστε για τον πλούτο και τη διαύγεια -άρα και για την πενία και τη
ρύπανση- του γλωσσικού περιβάλλοντος. Αυτή τη διαπλοκή, που σήμε­
ρα αναγνωρίζουμε, την επισημαίνουν, άλλωστε, κατά καιρούς και άλ­
λοι, καλοί και κακοί.
Ως συνήθεις υπόπτους μάς έχουν δείξει με το δάχτυλο από τις αρχές
του αιώνα. Το 1921 η αλήστου μνήμης «Επιτροπεία προς εξέτασιν της
136 ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΟΥΡΑΚΗΣ

γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων» κατάγγελλε στη δια­


βόητη έκθεσή της «Προς το επί των εκκλησιαστικών και της δημοσίας
εκπαιδεύσεως σεβαστόν υπουργείον» ότι τα διδακτικά βιβλία είναι
γραμμένα σε γλώσσα συρφετώδη, μαλλιαρή και ψευδοδημώδη. Και
πριν καταλήξει στο «διά ταύτα», να προτείνει, δηλαδή, «να εκβληθώσι
πάραυτα εκ των σχολείων και να καώσι» και «να καταδιωχθώσι ποινι-
κώς οι υπαίτιοι των προς διαφθοράν της ελληνικής γλώσσης και παι­
δείας τελεσθέντων πραξικοπημάτων», διαπιστώνει:
«...Έτι ακολαστοτέρα, καθ’ ο και όλως ανεξέλεγκτος, πρέπει να υπο-
τεθή η υπ’ αυτών ενεργουμένη προφορική προπαγάνδα, δι’ ης κατά
προτίμησιν εθήρευον τους πολιτευομένους και τους δημοσιογράφους
ως δυναμένους σπουδαίως να εξυπηρετήσωσι τους σκοπούς αυτών. Διά
τον αυτόν δε λόγον αναμφιβόλως και η κατά παραγγελίαν συγγραφή
διδακτικών βιβλίων ανετέθη κατά προτίμησιν εις δημοσιογράφους, καί-
περ όλως αδαείς και άλλως ακαταλλήλους, ώστε να γεννηθώσι σπου­
δαία υλικά συμφέροντα παρ’ ανθρώποις δυναμένοις να επιδράσωσι
σπουδαίως επί του ημερησίου τύπου. (...) Όθεν δεν πρόκειται περί ζη­
τήματος απλώς επιστημονικού, αλλά πρωτίστως περί ζητήματος δημο­
σίας τάξεως».
Στα ογδόντα χρόνια που μεσολάβησαν, έγιναν πολλά για να καταλή­
ξουμε στη σημερινή εικόνα των μέσων ομαδικής ενημέρωσης, την οποία
θα αναλύσουν και άλλοι ομιλητές, αρμοδιότεροι και απείρως επαρκέ­
στεροι. Προκειμένου, όμως, να ομαδοποιήσουμε φαινόμενα θετικά ή
αρνητικά, πράγμα που είναι πολύ χρήσιμο, νομίζω ότι πρέπει να απο­
φύγουμε τον πειρασμό να επιχειρήσουμε συνολικές διαγνώσεις. Το κα­
λό και το κακό συμβιώνουν και εκεί βρίσκεται η μεγάλη δυσκολία,
αφού ο αφορισμός είναι πιθανό να αποδειχθεί εξίσου άδικος όσο και
το πιστοποιητικό αθωότητας.
Είναι βέβαιο ότι αναπτύσσεται μια αποξήρανση του δημοσιογραφι­
κού λόγου με μικρά κείμενα, αποτελούμενα από λέξεις-κλειδιά, που
προορίζονται να γίνουν σύνθημα-όχημα προώθησης μιας ιδέας ή ενός
προϊόντος.
Είναι βέβαιο ότι επιχειρείται η καθιέρωση γλωσσικών ιδιωμάτων, με
γλωσσάρια και ατάκες που κατασκευάζονται σε γραφεία-εργαστήρια,
από επώνυμους κατασκευαστές. Είναι βέβαιο ότι αυτές οι επιχειρήσεις,
με το πρόσχημα της αμφισβήτησης και του κινηματισμού, σκοπεύουν
απλώς στη διεύρυνση της αγοράς για την προώθηση ειδών ψυχαγωγίας,
ένδυσης και υπόδυσης και άλλων εμπορευμάτων της μόδας που οι ίδιοι
διαμορφώνουν.
ΔΙΟΡΘΩΤΗΣ: ΣΤΙΛΒΩΤΗΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ 137

Είναι βέβαιο ότι φτάνουν στον αναγνώστη λάθη ορθογραφικά, συ­


ντακτικά, παρατονισμοί, που νοθεύουν τη γλώσσα και προκαλούν σύγ­
χυση. Είναι βέβαιο ότι πολύ περισσότερα μένουν στην κρησάρα του
ανασυντάκτη και του διορθωτή.
Αυτά τα προβλήματα, πάντως, δεν εμφανίζονται στον ίδιο βαθμό σε
όλα τα μέσα ενημέρωσης. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι και δεν είναι όλα τα
μέσα ενημέρωσης ίδια. Νομίζω, μάλιστα, ότι είναι άξιο να σημειωθεί
πως οι εφημερίδες που τηρούν με ιδιαίτερη προσοχή τους γλωσσικούς
κανόνες και φιλοξενούν συχνά προβληματισμούς και προτάσεις για τη
χρήση της γλώσσας, βρίσκονται στην κορυφή του πίνακα με τις κυκλο­
φορίες.
Πιθανότατα δεν είναι σύμπτωση ότι οι ίδιες εφημερίδες που συγκε­
ντρώνουν την προτίμηση του αναγνωστικού κοινού, δεν έχουν υποκύ-
■ψει στον πειρασμό να συμπτύσσουν τίτλους και κείμενα σε λέξεις-κλει-
διά, προορισμένα για άμεση κατανάλωση. Προφανώς και αυτές οι εφη­
μερίδες και οι δημοσιογράφοι τους απευθύνονται σε οπαδούς, ψηφοφό­
ρους και καταναλωτές, αλλά το κάνουν με ένα τρόπο που δείχνει πε­
ρισσότερο σεβασμό προς το λειτούργημα της ενημέρωσης.
Αυτός ο σεβασμός μπαίνει σε δοκιμασία από τη συμπίεση του χώρου
στα έντυπα και του χρόνου στα ηλεκτρονικά μέσα. Ο δημοσιογράφος
κάποτε εξαντλεί τα όρια της εξοικείωσής του με τη γραμματική και το
συντακτικό. Στην τηλεόραση, εξάλλου, μεσολαβεί και ο συνθέτης των
τίτλων. (Ένα πρόσφατο παράδειγμα: Με την εύλογη βιασύνη να πληρο-
φορηθούμε τηλεοπτικώς την ικανοποίηση νεαρού υπαλλήλου του Στέιτ
Ντιπάρτμεντ για το αποτέλεσμα των δικών μας εκλογών, η λέξη κυ-
βερν-ό-ν (κόμμα) προβλήθηκε στις οθόνες με ένα όμικρον σαν μια τερά­
στια τρύπα στη σοβαρότητα του σταθμού και της είδησης.)
Νομίζω ότι ο δρόμος για να εξαλειφθούν οι αιτίες που προκαλούν
αυτά τα φαινόμενα, θα είναι μακρός. Μέχρι τότε, πρέπει να γίνει κατα­
νοητό ότι, τουλάχιστον για τα γραπτά, είναι ανάγκη να υπάρχει ένα τε­
λικό υπεύθυνο μάτι και στα ηλεκτρονικά μέσα. Όπου εφαρμόζεται αυ­
τό, έχει αποδειχθεί επωφελές για όλους.
Γι’ αυτή την πτυχή του προβλήματος θα πρότεινα να συγκροτήσει το
Μορφωτικό Ίδρυμα μηχανισμό με διαρκές έργο τη συμβολή στην αντι­
μετώπιση προβλημάτων που σχετίζονται με τη γλώσσα στα μέσα ομαδι­
κής επικοινωνίας. Ενδεικτικά αναφέρομαι σε ορισμένες δραστηριότη­
τες που θα μπορούσε να αναλάβει αυτός ο μηχανισμός:
138 ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΟΥΡΑΚΗΣ

1. Συγκέντρωση της βιβλιογραφίας που σχετίζεται με την επισήμαν­


ση γλωσσικών προβλημάτων στα μέσα ομαδικής επικοινωνίας και χρη­
στικών οδηγών για την ορθή γραφή. Ο Κριαράς, ο Μαρωνίτης, ο Καρ-
ζής, ο Κυριαζίδης, ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, ο Τζαννετάκος, η Πα-
παζαφείρη, ο Πασαλάρης και πολλοί άλλοι έχουν προσφέρει συγγραφι­
κό έργο για τους κανόνες χρήσης της γλώσσας στον Τύπο και τα ηλε­
κτρονικά μέσα και οδηγούς που έχουν προσφέρει και προσφέρουν πο­
λύτιμη βοήθεια στους δημοσιογράφους και ιδιαίτερα στους ανασυντά-
κτες και τους διορθωτές.
Ο κατάλογος αυτός, όσο γίνεται πιο πλήρης, να εμπλουτίζεται συνε­
χώς και να κοινοποιείται σε όλους τους δημοσιογράφους και τα μέσα
επικοινωνίας. Εφόσον δε έχει εξασφαλιστεί η άδεια του συγγραφέα, να
διατίθεται φωτοτυπική αναπαραγωγή του έργου σε κάθε ενδιαφερόμε­
νο δημοσιογράφο.

2. Αποδελτίωση των δημοσιευμάτων στον καθημερινό και τον περιο­


δικό Τύπο, με γενικές ή και επιμέρους παρατηρήσεις, για τη χρήση της
γλώσσας στα μέσα ενημέρωσης. Ο Κριαράς, ο Μπαμπινιώτης και ο Μα­
ρωνίτης στο Βήμα, η Φραγκουδάκη στα Νέα, ο Γιάννης Χάρης στα Πρό­
σωπα των Νέων, ο Βαρδιάμπασης στην Ελευθεροτυπία, ο Μπουκάλας
στην Καθημερινή, αραιότερα ο Γιανναράς στην Καθημερινή, ο Τάσιος
στο Βήμα, ο Ηλίας Πετρόπουλος και πολλοί άλλοι, με αναλύσεις, επιση­
μάνσεις, παρατηρήσεις, προτάσεις και καμιά φορά με χρήσιμες αντιπα­
ραθέσεις, ταράζουν τα νερά σε σημεία όπου συσσωρεύονται ρύποι. Αυ­
τά τα δημοσιεύματα προτείνω να συγκεντρώνονται, να φωτοτυπούνται
και να αποστέλλονται ονομαστικά σε όλους τους δημοσιογράφους.

3. Επιδίωξη συνεργασίας με τις διευθυντικές ομάδες των μέσων


ομαδικής επικοινωνίας για τη σημασία που έχει η γλώσσα που εισάγουμε
στα σπίτια των συμπατριωτών μας. Είναι βέβαιο ότι στις περισσότερες
περιπτώσεις θα διαπιστωθεί ευαισθησία και θα υπάρξει ανταπόκριση
που σχετίζεται, άλλωστε, με το κύρος του μέσου το οποίο διευθύνουν.

4. Για το ρόλο του διορθωτή: Ο Βικτόρ Ουγκό τον χαρακτήριζε με-


τριόφρονα σοφό, που στιλβώνει τα πτερά του δαιμόνιου. Τη δημιουρ­
γία, δηλαδή, της μεγαλοφυΐ'ας που εμπνέεται από τη θεία δύναμη. Σήμε­
ρα έχουμε το διορθωτή -με τις σπουδές του, την εμπειρία του και τη
διαρκή ενασχόλησή του- κάτοχο ευρύτατου πεδίου γνώσεων, με ιδιαί­
τερη φροντίδα για την αποφυγή λαθών στη γραμματική, τη σύνταξη αλ­
ΔΙΟΡΘΩΤΗΣ: ΣΤΙΛΒΩΤΗΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ 139

λά και την ουσία των κειμένων. Είναι, το τελευταίο μάτι. Ό,τι του ξεφύ-
γει πάει στον αναγνώστη, ως έργο του δαίμονα του τυπογραφείου. Ο
οποίος δαίμονας, όπως γνωρίζουμε όλοι, είναι ένα άκακο αρνί, που
του φορτώνονται όλες οι τυπωμένες αμαρτίες, χωρίς να έχει καμιά
ανάμειξη.
Σε παλαιότερες εποχές εργάζονταν ως διορθωτές, συγγραφείς και
καλλιτέχνες, για να καλύψουν τις βιοποριστικές ανάγκες τους. Μετά
τον τελευταίο πόλεμο και τον Εμφύλιο, στη διόρθωση εργάζονταν και
επιστήμονες, κυρίως εκπαιδευτικοί, που οι νικητές τούς απέκλειαν από
την άσκηση του επαγγέλματος για το οποίο είχαν σπουδάσει. Ο Τύπος
και η δημοσιογραφία τούς φέρθηκαν γενναιόδωρα, αλλά έλαβαν και
αντίδωρο, πολύτιμο στη μακρά μεταβατική φάση της καμπής του γλωσ­
σικού εμφυλίου, καθώς η γενιά αυτή των διορθωτών είχαν καταστεί κα­
λοί ώς άριστοι γνώστες και των δύο αντιμαχόμενων γλωσσών, της κα­
θαρεύουσας με τις σπουδές τους και της δημοτικής από ιδεολογία.
Σήμερα, σ’ αυτό τον κρίσιμο κρίκο λειτουργίας των μέσων ομαδικής
ενημέρωσης υπηρετούν άνθρωποι με κατάρτιση, με καλές σπουδές, με
ευαισθησία και ενδιαφέροντα, που ασκούν το επάγγελμα του διορθωτή
όχι από εξωγενείς καταναγκασμούς, αλλά στις περισσότερες περιπτώ­
σεις από επιλογή τους.
Νομίζω ότι η ΕΣΗΕΑ ασχολείται με την επιδείνωση των σχέσεων ερ­
γασίας και στον τομέα των δημοσιογράφων διορθωτών, επιδείνωση
που προκαλείται από τη διόγκωση της ύλης, η οποία δεν παρακολου-
θείται με ανάλογη αύξηση του προσωπικού και των αμοιβών. Το Μορ­
φωτικό Ίδρυμα θα πρότεινα να εγκαινιάσει -με αφορμή τη σημερινή
συζήτηση- την κινητοποίηση των ανασυντακτών και των διορθωτών
(των εν ενεργεία εννοώ) για τον εντοπισμό και την εξειδίκευση των
προβλημάτων που σχετίζονται με τη γλώσσα και για την επιδίωξη λύ­
σεων.
Με την ευκαιρία, επικροτώ ως πολύ χρήσιμη την προτροπή του κ.
Θόδωρου Καρζή, να έχει ο δημοσιογράφος «κάτω από το μαξιλάρι
του» την επίσημη γραμματική της νεοελληνικής γλώσσας. Θα πρόσθετα
ότι ο ανασυντάκτης και ο διορθωτής πρέπει να έχει γύρω του και πολ­
λά άλλα βοηθήματα για να προστρέχει ανά πάσα στιγμή. Οπωσδήποτε,
όμως, νομίζω ότι πρέπει να έχει πρόχειρη και μια γραμματική και ένα
συντακτικό της καθαρεύουσας.
Τελειώνοντας, θέλω να αναφερθώ σε ένα θέμα που δηλώνω ότι δεν
γνωρίζω. Απλώς διαισθάνομαι ότι υπάρχει ή υπήρχε μια αμοιβαία επι-
φυλακτικότητα ανάμεσα σε διδάσκοντες και διδασκόμενους στις πάνε-
140 ΚΏΣΤΑΣ ΤΣΟΥΡΑΚΗΣ

πιστημιακές σχολές από τη μία πλευρά και σε επαγγελματίες δημοσιο­


γράφους από την άλλη. Αυτό που γίνεται σήμερα εδώ και ό,τι θα αφήσει
ως συνέχεια, νομίζω ότι μου δίνει την ευκαιρία να βεβαιωθώ πως κάνω
λάθος. Σε κάθε περίπτωση, η γλώσσα μας είναι ένα διαρκές αγαθό και η
οργανωμένη υπεράσπισή της είναι για το καλό όλων μας. Χαίρομαι που
διαπιστώνω πως όλοι μας το θεωρούμε χρέος και ατομική υποχρέωση.
Η ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΩΣ ΔΕΙΚΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ
Σωφρόνης Χατζησαββίδης

1. ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ προφορικός και γραπτός δημοσιογραφικός λόγος


Ο σε ελληνική γλώσσα βρίσκεται σήμερα ως όλον και ως μέρος στο
στόχαστρο μιας αντιφατικής κριτικής. Από τη μια υποστηρίζεται ότι τα
σε μεγάλο βαθμό παθολογικά του συμπτώματα καταστρέφουν τη φυ­
σιογνωμία της νέας ελληνικής γλώσσας και από την άλλη ότι αποτελεί
το είδος του λόγου που «γράφει» τη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής
γλώσσας και παράλληλα διαμορφώνει γλωσσικά πρότυπα. Η αντιφατι­
κή αυτή κριτική ανάγει τον δημοσιογραφικό σε ένα κεντρικό είδος λό­
γου για τη σύγχρονη εγγράμματη ελληνική κοινωνία. Και πράγματι,
ανεξάρτητα από τη θέση που κρατά ο ερευνητής απέναντι στην -θετική
ή αρνητική- κριτική που γίνεται στο σύγχρονο ελληνικό δημοσιογραφι­
κό λόγο, αυτός κυριαρχεί, τουλάχιστον ποσοτικά, στην ελληνική κοινω­
νία, υφίσταται και εξελίσσεται, όπως υφίσταται και εξελίσσεται κάθε
φυσική γλώσσα και κάθε ζωντανός οργανισμός. Ως τέτοιος, είναι φυσι­
κό να παρουσιάζει μια ποικιλία τόσο σε σχέση με τα άλλα είδη λόγου
όσο και στο εσωτερικό του είδους, ποικιλία, μάλιστα, η οποία εμφανί­
ζεται σε όλα τα επίπεδα (φωνητικό, φωνολογικό, μορφολογικό, συντα­
κτικό, λεξιλογικό). Η ποικιλία όμως που παρουσιάζει ο σημερινός ελ­
ληνικός δημοσιογραφικός λόγος δεν πηγάζει μόνο από υφολογικούς
λόγους αλλά και από ιστορικοϊδεολογικούς.
Είναι γνωστή σε όλους η γλωσσική διαμάχη μεταξύ των οπαδών της
Καθαρεύουσας και της Δημοτικής που επικράτησε στην ελληνική κοι­
νωνία για πάρα πολλούς αιώνες και οξύνθηκε τον 20ό αι., με αποτέλε­
σμα να ιδεολογικοποιηθεί και σε μερικές περιπτώσεις να κομματικο­
ποιηθεί. Η Καθαρεύουσα συνδέθηκε, τουλάχιστον τον 20ό αι., με τη συ-
142 ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΙΔΗΣ

νχηρητική ιδεολογία, ενώ η Δημοτική με την αποκαλούμενη προοδευτι­


κή ιδεολογία. «Στη χώρα μας, η γλώσσα δεν είναι μόνο κώδικας επικοι­
νωνίας. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, φορτωμένο με προκαταλή­
ψεις, δεσμούς με το παρελθόν, φιλολογικές προκατασκευές, εθνικιστι­
κή μέθη, ιστορική νοσταλγία, έντονες πολιτικές διαμάχες. Οι λόγιοι
όλων των εποχών ήθελαν να κρατούν στα χέρια τους το δικαίωμα να
διαμορφώνουν αυτοί τη γλώσσα» αναφέρει χαρακτηριστικά στα μέσα
της δεκαετίας του 1970 ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Θ. Δίζελος
(1976: 89). Σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια μετά, θεωρείται από την επι­
στήμη αυτονόητο ότι η γλώσσα, η κάθε γλώσσα, και όχι μόνο η ελληνι­
κή, αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο και ως τέτοιο περιέχει στοιχεία της
ιδεολογίας της κοινωνίας που την παράγει. Με άλλα λόγια, η ιστορία
και τα πιστεύω μιας κοινωνικής ομάδας, ενός λαού, ενός έθνους κτλ.
αντικατοπτρίζονται μέσα στη γλώσσα του.
Η ιδιαιτερότητα της σημερινής ελληνικής έγκειται στο ότι είναι
«φορτωμένη» έντονα από τα σύνδρομα του παρελθόντος, τα οποία συ­
χνά εμφανίζονται, ηθελημένα ή ακούσια, ιδίως στο γραπτό λόγο, με
αποτέλεσμα το γραπτό κείμενο σε ελληνικό λόγο να αποτελεί πολύ συ­
χνά και δείκτη της σχέσης του συντάκτη του με το παρελθόν της ελλη­
νικής γλώσσας και γενικότερα με την ιδεολογία που κουβαλάει μαζί της
αυτή η σχέση. Οι ελληνικές εφημερίδες, τα περιοδικά και τα ηλεκτρονι­
κά μέσα ενημέρωσης -όπως άλλωστε και τα αντίστοιχα ξένα- αποτε­
λούν μέρος του κοινωνικού γίγνεσθαι και οι παραγωγοί των κειμένων
που εκπέμπονται μέσω αυτών είναι άνθρωποι οι οποίοι οπωσδήποτε
έχουν μια ιδεολογία, την οποία εκφράζουν μέσω του ιδιόλεκτού τους,
αλλά, όταν διαθέτουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις (κύρος, εξουσία,
θέση κτλ.), και μέσω του δημόσιου λόγου που εκπέμπουν τα μέσα επι­
κοινωνίας στα οποία εργάζονται.
Η ιδεολογία εμφανίζεται σε όλα τα επίπεδα της νέας ελληνικής (φω­
νητικό, φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό και
πραγματολογικό επίπεδο). Εκεί όμως που γίνεται εμφανέστερη, λόγω
προφανώς της μεγαλύτερης ποικιλίας, είναι το μορφολογικό επίπεδο.
Στο επίπεδο αυτό είναι δυνατό να διερευνηθεί ευκολότερα η ιδεολογία
του συντάκτη του κειμένου, διότι η επιλογή των τύπων που εκφράζουν
τη μία ή την άλλη πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση όχι μόνο γίνεται συ­
νειδητά, αλλά γίνεται αντιληπτή και από τον μέσης μόρφωσης αναγνώ­
στη ή ακροατή. Άλλωστε θα πρέπει να τονιστεί ότι η διδασκαλία και η
συνακόλουθη εκμάθηση της Γραμματικής στο ελληνικό σχολείο, τόσο
στο παρελθόν όσο και σήμερα, περιορίζεται ουσιαστικά στο μορφολο-
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 143

γικό επίπεδο και κατά δεύτερο λόγο στο συντακτικό. Είναι επόμενο
λοιπόν οι κάποιας μόρφωσης παραγωγοί και καταναλωτές του δημο­
σιογραφικού λόγου να γνωρίζουν τη μορφολογία της νέας ελληνικής
και την ποικιλία της περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο επίπεδο, γε­
γονός που τους επιτρέπει να κάνουν και τις επιλογές που προτιμούν.
Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα τα παραπάνω επιχειρώ εδώ και μερικά
χρόνια να διερευνήσω τη σχέση της μορφολογικής ποικιλίας του γρα­
πτού δημοσιογραφικού λόγου που εμφανίζεται στις ελληνικές εφημερί­
δες με την πολιτικοϊδεολογική τοποθέτησή τους. Ένα μεγάλο μέρος της
έρευνας αυτής και των συμπερασμάτων στα οποία με οδήγησε παρου­
σιάζω παρακάτω.

2. Η ΕΡΕΥΝΑ

Η έρευνα διεξήχθη από τον Ιούνιο του 1997 έως και τον Φεβρουάριο
του 1998. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκαν 12 εφημερίδες πανελλήνιας
κυκλοφορίας τριών διαφορετικών ημερών της εβδομάδας και τριών
διαφορετικών ημερομηνιών. Οι εφημερίδες που χρησιμοποιήθηκαν
ήταν κατά αλφαβητική σειρά οι εξής: Αδέσμευτος Τύπος, Απογευματι­
νή, Αυγή, Αυριανή, Έθνος, Ελεύθερη Ώρα, Ελεύθερος, Ελεύθερος
Τύπος, Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, Τα Νέα, Ριζοσπάστης. Από τις 20
συνολικά καθημερινές εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας που ανα-
φέρονται στους δημοσιευόμενους κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα πί­
νακες πωλήσεων των εφημερίδων εξαιρέθηκαν 4 που άρχισαν να εκδί-
δονται λίγο πριν από την έναρξη της έρευνας (Εξουσία, Η Βραδυνή,
Αθηναϊκή, Καλημέρα), η Εστία, της οποίας είναι γνωστή η μορφή της
γλώσσας που χρησιμοποιεί, και 3, οι οποίες παρουσίαζαν πολύ μικρή
κυκλοφορία (Νίκη, Δημοκρατικός Λόγος, Το Όνομα). Η πρώτη ημερο­
μηνία ήταν η Παρασκευή 27 Ιουνίου 1997, η δεύτερη η Τρίτη 18 Νοεμ­
βρίου 1997 και η τρίτη η Τετάρτη 4 Φεβρουάριου 1998.
Από το σύνολο της ύλης που περιλαμβάνει συνήθως μια εφημερίδα
επιλέχτηκε ένα μέρος του δημοσιογραφικού λόγου, το οποίο, κατά τη
γνώμη μου, εκφράζει και αντιπροσωπεύει τη «γραμμή», την ιδεολογία
και τη στάση της σύνταξης της εφημερίδας απέναντι στη γλώσσα. Συ­
γκεκριμένα, επιλέχτηκαν από καθεμία από τις 12 εφημερίδες τα εξής
κείμενα: α) το πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ που αναφέρεται στο κύριο θέμα
της επικαιρότητας, β) το κύριο άρθρο της σύνταξης (editorial), και
γ) ένα άρθρο τακτικού συνεργάτη της εφημερίδας. Από τα τρία αυτά
144 ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒ1ΔΗΣ

κείμενα τα δύο πρώτα είναι συνήθως ανυπόγραφα, ενώ το τρίτο είναι


ενυπόγραφο. Τα τρία κείμενα αντιπροσωπεύουν το δημοσιογραφικό
λόγο, αλλά δεν είναι τα μοναδικά, αφού στις σελίδες των εφημερίδων
αφθονούν τα ρεπορτάζ, οι ειδήσεις, τα άρθρα και τα σχόλια. Επειδή θε­
ώρησα ότι, λόγω του τρόπου που εργάζονται οι συντάκτες των εφημε­
ρίδων, τα κείμενα αυτά θα παρουσιάζουν από γλωσσική άποψη μια ενι­
αία για κάθε εφημερίδα «γραμμή», δεν τα συμπεριέλαβα στην έρευνα,
αλλά τα χρησιμοποίησα στις περιπτώσεις εκείνες όπου τα δεδομένα
από μια εφημερίδα δεν ήταν επαρκή.
Το σύνολο του corpus πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η έρευνα και η
ανάλυση αποτελείται από 108 κείμενα, η έκταση των οποίων ποικίλλει.
Από κάθε κείμενο αποδελτιώθηκαν όλοι οι μορφολογικοί τύποι που
δυνάμει παρουσιάζουν ποικιλία στη νέα ελληνική γλώσσα και έγιναν
λίστες με όλους τους διαφορετικούς τύπους. Εξετάστηκαν όχι μόνο οι
διαφορετικοί μορφολογικοί τύποι αλλά και οι διαφορετικές ορθογρα­
φικές εκδοχές. Με βάση λοιπόν τις παρατηρήσεις και τα δεδομένα που
παρουσιάζουν προηγούμενες έρευνες και αναφέρονται στη μορφολογι-
κή ποικιλία της νέας ελληνικής, καθώς και τις προσωπικές παρατηρή­
σεις, ερευνήθηκε η μορφολογική και η ορθογραφική ποικιλία που πα­
ρουσιάζουν το άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο, το επίρρημα και το
ρήμα της νέας ελληνικής. Συγκεκριμένα, ερευνήθηκαν οι εξής κατηγο­
ρίες μορφολογικής ποικιλίας:
α) η ποικιλία στη χρήση των τονικών συστημάτων,
β) η ποικιλία στη χρήση της αιτιατικής του ενικού του οριστικού και
του εμπρόθετου άρθρου στο αρσενικό και το θηλυκό γένος,
γ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση της γενικής του ενικού των θη­
λυκών ουσιαστικών σε -η, γεν. -ης ή -έως και -ης (-ητα), γεν. -ητος (-ήτας),
δ) η ποικιλία στη χρήση του τονισμού της γενικής του ενικού και του
πληθυντικού των επιθέτων,
ε) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση των επιρρημάτων,
στ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση των παραθετικών των επιθέ­
των και επιρρημάτων,
ζ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση του παθητικού αορίστου,
η) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση του ενεστώτα των ρημάτων
της Β ' συζυγίας (επονομαζομένων συνηρημένων σε -άω, -ώ),
θ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση του 3ου πληθυντικού προσώ­
που ενεστώτα των ρημάτων,
ι) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση της αύξησης στην οριστική των
παρελθοντικών χρόνων του ρήματος, και
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 145

ια) η ποικιλία στη χρήση του τονισμού της μετοχής.


Στην ανακοίνωση όμως αυτή εξετάζονται και παρουσιάζονται μόνο
οι κατηγορίες οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, αντικατοπτρίζουν περισ­
σότερο την ιδεολογική τοποθέτηση του συντάκτη τους ή του εντύπου.
Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται οι εξής κατηγορίες:
α) η ποικιλία στη χρήση των τονικών συστημάτων,
β) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση της γενικής του ενικού των θη­
λυκών ουσιαστικών σε -η, γεν. -ης ή -έως και -ης (-ητα), γεν. -ητος
(-ήτας),
γ) η ποικιλία στη χρήση του τονισμού της γενικής του ενικού και του
πληθυντικού των επιθέτων,
δ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση των επιρρημάτων,
ε) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση των παραθετικών των επιθέ­
των και επιρρημάτων,
στ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση του παθητικού αορίστου, και
ζ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση της αύξησης στην οριστική
των παρελθοντικών χρόνων του ρήματος.
Η βασική υπόθεση της έρευνας ήταν ότι λόγω της πρόσφατης ιστο­
ρίας της νέας ελληνικής, όπου κυριάρχησε η διαμάχη μεταξύ της Καθα­
ρεύουσας και της Δημοτικής, καθώς και λόγω της φυσιογνωμίας της
σύγχρονης νέας ελληνικής, όπου στον καθημερινό λόγο χρησιμοποιού­
νται λόγιοι και λαϊκοί μορφολογικοί τύποι, οι εφημερίδες με συντηρη­
τικό ιδεολογικό προσανατολισμό θα περιέχουν περισσότερο λόγιους
μορφολογικούς τύπους, οι εφημερίδες με αριστερό ιδεολογικό προσα­
νατολισμό θα περιέχουν περισσότερο λαϊκούς μορφολογικούς τύπους,
ενώ οι εφημερίδες που κινούνται ιδεολογικά και κομματικά στον ευρύ­
τερο κεντρώο χώρο θα περιέχουν μορφολογικούς τύπους της επίσημης
Κοινής Νεοελληνικής. Για τη διερεύνηση αυτής της υπόθεσης χώρισα
τις 12 εφημερίδες σε πέντε κατηγορίες, ανάλογα με την κομματική τους
τοποθέτηση και τη γενικότερη ιδεολογική τους «γραμμή». Στην κατηγο­
ρία των άκρως συντηρητικών εφημερίδων κατατάχθηκαν η Ελεύθερη
Ώρα και ο Ελεύθερος, ενώ στην κατηγορία των συντηρητικών εφημερί­
δων κατατάχθηκαν η Απογευματινή, ο Αδέσμευτος Τύπος και ο Ελεύθε­
ρος Τύπος. Στην κατηγορία των κεντρώων εφημερίδων κατατάχθηκαν
η Αυριανή, το Έθνος, η Ελευθεροτυπία, η Καθημερινή και Τα Νέα.
Τέλος, η κατηγορία των αριστερών εφημερίδων αντιπροσωπεύεται από
την Αυγή και η κατηγορία των άκρως αριστερών εφημερίδων από τον
Ριζοσπάστη.
Άλλη υπόθεση της έρευνας ήταν ότι, λόγω του σχετικά συγκεκριμέ-
144 ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΙΔΗΣ

κείμενα τα δύο πρώτα είναι συνήθως ανυπόγραφα, ενώ το τρίτο είναι


ενυπόγραφο. Τα τρία κείμενα αντιπροσωπεύουν το δημοσιογραφικό
λόγο, αλλά δεν είναι τα μοναδικά, αφού στις σελίδες των εφημερίδων
αφθονούν τα ρεπορτάζ, οι ειδήσεις, τα άρθρα και τα σχόλια. Επειδή θε­
ώρησα ότι, λόγω του τρόπου που εργάζονται οι συντάκτες των εφημε­
ρίδων, τα κείμενα αυτά θα παρουσιάζουν από γλωσσική άποψη μια ενι­
αία για κάθε εφημερίδα «γραμμή», δεν τα συμπεριέλαβα στην έρευνα,
αλλά τα χρησιμοποίησα στις περιπτώσεις εκείνες όπου τα δεδομένα
από μια εφημερίδα δεν ήταν επαρκή.
Το σύνολο του corpus πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η έρευνα και η
ανάλυση αποτελείται από 108 κείμενα, η έκταση των οποίων ποικίλλει.
Από κάθε κείμενο αποδελτιώθηκαν όλοι οι μορφολογικοί τύποι που
δυνάμει παρουσιάζουν ποικιλία στη νέα ελληνική γλώσσα και έγιναν
λίστες με όλους τους διαφορετικούς τύπους. Εξετάστηκαν όχι μόνο οι
διαφορετικοί μορφολογικοί τύποι αλλά και οι διαφορετικές ορθογρα­
φικές εκδοχές. Με βάση λοιπόν τις παρατηρήσεις και τα δεδομένα που
παρουσιάζουν προηγούμενες έρευνες και αναφέρονται στη μορφολογι-
κή ποικιλία της νέας ελληνικής, καθώς και τις προσωπικές παρατηρή­
σεις, ερευνήθηκε η μορφολογική και η ορθογραφική ποικιλία που πα­
ρουσιάζουν το άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο, το επίρρημα και το
ρήμα της νέας ελληνικής. Συγκεκριμένα, ερευνήθηκαν οι εξής κατηγο­
ρίες μορφολογικής ποικιλίας:
α) η ποικιλία στη χρήση των τονικών συστημάτων,
β) η ποικιλία στη χρήση της αιτιατικής του ενικού του οριστικού και
του εμπρόθετου άρθρου στο αρσενικό και το θηλυκό γένος,
γ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση της γενικής του ενικού των θη­
λυκών ουσιαστικών σε -η, γεν. -ης ή -έως και -ης (-ητα), γεν. -ητος (-ήτας),
δ) η ποικιλία στη χρήση του τονισμού της γενικής του ενικού και του
πληθυντικού των επιθέτων,
ε) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση των επιρρημάτων,
στ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση των παραθετικών των επιθέ­
των και επιρρημάτων,
ζ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση του παθητικού αορίστου,
η) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση του ενεστώτα των ρημάτων
της Β ' συζυγίας (επονομαζομένων συνηρημένων σε -άω, -ώ),
θ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση του 3ου πληθυντικού προσώ­
που ενεστώτα των ρημάτων,
ι) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση της αύξησης στην οριστική των
παρελθοντικών χρόνων του ρήματος, και
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 145

ια) η ποικιλία στη χρήση του τονισμού της μετοχής.


Στην ανακοίνωση όμως αυτή εξετάζονται και παρουσιάζονται μόνο
οι κατηγορίες οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, αντικατοπτρίζουν περισ­
σότερο την ιδεολογική τοποθέτηση του συντάκτη τους ή του εντύπου.
Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται οι εξής κατηγορίες:
α) η ποικιλία στη χρήση των τονικών συστημάτων,
β) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση της γενικής του ενικού των θη­
λυκών ουσιαστικών σε -η, γεν. -ης ή -έως και -ης (-ητα), γεν. -ητος
(-ήτας),
γ) η ποικιλία στη χρήση του τονισμού της γενικής του ενικού και του
πληθυντικού των επιθέτων,
δ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση των επιρρημάτων,
ε) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση των παραθετικών των επιθέ­
των και επιρρημάτων,
στ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση του παθητικού αορίστου, και
ζ) η μορφολογική ποικιλία στη χρήση της αύξησης στην οριστική
των παρελθοντικών χρόνων του ρήματος.
Η βασική υπόθεση της έρευνας ήταν ότι λόγω της πρόσφατης ιστο­
ρίας της νέας ελληνικής, όπου κυριάρχησε η διαμάχη μεταξύ της Καθα­
ρεύουσας και της Δημοτικής, καθώς και λόγω της φυσιογνωμίας της
σύγχρονης νέας ελληνικής, όπου στον καθημερινό λόγο χρησιμοποιού­
νται λόγιοι και λαϊκοί μορφολογικοί τύποι, οι εφημερίδες με συντηρη­
τικό ιδεολογικό προσανατολισμό θα περιέχουν περισσότερο λόγιους
μορφολογικούς τύπους, οι εφημερίδες με αριστερό ιδεολογικό προσα­
νατολισμό θα περιέχουν περισσότερο λαϊκούς μορφολογικούς τύπους,
ενώ οι εφημερίδες που κινούνται ιδεολογικά και κομματικά στον ευρύ­
τερο κεντρώο χώρο θα περιέχουν μορφολογικούς τύπους της επίσημης
Κοινής Νεοελληνικής. Για τη διερεύνηση αυτής της υπόθεσης χώρισα
τις 12 εφημερίδες σε πέντε κατηγορίες, ανάλογα με την κομματική τους
τοποθέτηση και τη γενικότερη ιδεολογική τους «γραμμή». Στην κατηγο­
ρία των άκρως συντηρητικών εφημερίδων κατατάχθηκαν η Ελεύθερη
Ώρα και ο Ελεύθερος, ενώ στην κατηγορία των συντηρητικών εφημερί­
δων κατατάχθηκαν η Απογευματινή, ο Αδέσμευτος Τύπος και ο Ελεύθε­
ρος Τύπος. Στην κατηγορία των κεντρώων εφημερίδων κατατάχθηκαν
η Αυριανή, το Έθνος, η Ελευθεροτυπία, η Καθημερινή και Τα Νέα.
Τέλος, η κατηγορία των αριστερών εφημερίδων αντιπροσωπεύεται από
την Αυγή και η κατηγορία των άκρως αριστερών εφημερίδων από τον
Ριζοσπάστη.
Άλλη υπόθεση της έρευνας ήταν ότι, λόγω του σχετικά συγκεκριμέ­
146 ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΙΔΗΣ

νου ιδεολογικού προσανατολισμού που διατηρεί η καθεμία από τις 12


εφημερίδες και λόγω του συγκεκριμένου κοινού στο οποίο απευθύνε­
ται, δεν θα παρουσιάζεται διαφοροποίηση ως προς τη μορφολογία με­
ταξύ των τριών κειμένων που εξετάζονται σε κάθε εφημερίδα.

3. ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥΣ

Ως προς την ποικιλία στη χρήση των τονικών συστημάτων διαπιστώθη­


κε ότι από το σύνολο των εφημερίδων που ερευνήθηκαν μόνο η Ελεύθε­
ρη Ώρα χρησιμοποιεί το παραδοσιακό πολυτονικό σύστημα χωρίς βα­
ρείες· όλες οι υπόλοιπες χρησιμοποιούν το καθιερωμένο από το 1982
για την εκπαίδευση και τη δημόσια διοίκηση μονοτονικό σύστημα. Η
επιλογή αυτή της Ελεύθερης Ώρας, επιλογή η οποία εκτός των άλλων
συνεπάγεται και ένα αρκετά μεγάλο για την εφημερίδα οικονομικό κό­
στος, επιβεβαιώνει τη σαφώς συντηρητική στάση της εφημερίδας τόσο
απέναντι στην ελληνική γλώσσα όσο και σε άλλα κοινωνικά, πολιτικά
και άλλα θέματα.
Η πρόσφατη ιστορία της χρήσης των τονικών συστημάτων παρακο­
λούθησε σε γενικές γραμμές την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, όπου
οι υποστηρικτές της Καθαρεύουσας ήταν συνήθως και υποστηρικτές
του πολυτονικού, ενώ οι υποστηρικτές του πολυτονικού (ή και ατονι­
κού) βρίσκονταν ανάμεσα στους υποστηρικτές της Δημοτικής.1Από την
άλλη, η σχεδόν γενικευμένη σήμερα χρήση του μονοτονικού από εφημε­
ρίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας και διαφορετικής ιδεολογικής και κομ­
ματικής τοποθέτησης δείχνει ότι μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό η μέχρι
τουλάχιστον την προηγούμενη δεκαετία12 ιδεολογικοπολιτική λειτουρ­
γία της χρήσης του τονικού συστήματος. Με το δεδομένο αυτό, η χρήση
του πολυτονικού συστήματος από την Ελεύθερη Ώρα αποκτά μεγαλύτε­
ρη σημασία από την άποψη της ιδεολογικοπολιτικής σηματοδότησής
του.
Ως προς την ποικιλία στη χρήση της γενικής ενικού των θηλυκών
ονομάτων της παλαιάς τρίτης κλίσης, διαπιστώθηκε ότι από τις 12 εφη­

1. Για μια θεώρηση της πρόσφατης ιστορίας της τονικής απλοποίησης σε συνάρτηση
με την ιστορία του Γλωσσικού Ζητήματος, βλ. στο Χαραλάμπους (1993).
2. Το 1985, από τα 21 έντυπα που ερευνήθηκαν (εφημερίδες, περιοδικά, έντυπα
ευρείας χρήσης) και είχαν σαφή κοινωνικοπολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση, τα
δώδεκα μόνο χρησιμοποιούσαν το μονοτονικό, ενώ τα υπόλοιπα εννιά το πολυτονικό και
διάφορες παραλλαγές του. Για την έρευνα αυτή βλ. στο Χατζησαββίδης (1986).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 147

μερίδες μόνο η Ελεύθερη Ώρα διατηρεί σε όλες τις περιπτώσεις τη μορφή


της γενικής σε -εως· η εφημερίδα αυτή μάλιστα διατηρεί στην ονομαστική
τη γραφή σε -ις αντί του προτεινόμενου από την επίσημη Γραμματική και
γενικώς χρησιμοποιούμενου -η. Από τις υπόλοιπες εφημερίδες η Απογευ­
ματινή, ο Ελεύθερος και η Καθημερινή υιοθετούν τη γενική σε -εως μόνο
στο κύριο άρθρο, ενώ στα υπόλοιπα κείμενα υιοθετούν τη γραφή σε -ης.
Ανάλογη είναι και η περίπτωση των θηλυκών ονομάτων που λήγουν στην
ονομαστική σε -ότης (-ότητα) και στη γενική σε -ότητος (-ότητας).
Η χρήση της γενικής των παλαιών θηλυκών της τρίτης κλίσης σε -ης
υιοθετήθηκε καταρχάς από τον Μ. Τριανταφυλλίδη στη Νεοελληνική
Γραμματική, όπου τονίζεται σε σημείωση ότι «η γενική του ενικού,
ιδίως των υπερδισύλλαβων, σχηματίζεται και σε -εως» (Τριανταφυλλί-
δης 1993: 244). Αργότερα, στην επίσημη αναπροσαρμοσμένη σχολική
Γραμματική προτείνονται και οι δύο μορφές ως ισοδύναμες. Ο Γ. Μπα-
μπινιώτης, θεωρώντας ότι η γραφή της ονομαστικής των ουσιαστικών
αυτών σε -η και της γενικής σε -ης «ήταν τα όπλα των δημοτικιστών για
την κατάληψι του “κάστρου” και συγχρόνως κόκκινο πανί για τις αντι­
λήψεις των καθαρευουσιάνων», ενώ η επιστημονικά ορθή γραφή είναι
σε -ι (γεν. σε -εως) (Μπαμπινιώτης 1979: 115-130, 195), προτείνει ως
μόνο μόρφημα της κατάληξης της γενικής των πρώην τριτόκλιτων θη­
λυκών ουσιαστικών το -εως.
Η σχεδόν γενικευμένη σήμερα χρήση της κατάληξης -ης των παλαιών
τριτόκλιτων θηλυκών ουσιαστικών ανάγει, εκτός των περιπτώσεων που η
χρήση της επιβάλλεται από τυποποιημένες εκφράσεις (π.χ. εκ φύσεως), τη
συνειδητή επιλογή της χρήσης της κατάληξης -εως σε σημείο που προδίδει
μια συντηρητική στάση απέναντι στη νέα ελληνική, η οποία συνοδεύεται
συνήθως και από ανάλογη πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση του χρήστη.
Ο τονισμός της γενικής των επιθέτων παρουσιάζει την εξής εικόνα:
οι εφημερίδες Απογευματινή, Αυγή, Αυριανή, Ελεύθερος, Ελευθεροτυ­
πία και Ριζοσπάστης τονίζουν κατά κανόνα στην προπαραλήγουσα,
ενώ οι εφημερίδες Αδέσμευτος και Ελεύθερη Ώρα τονίζουν κατά κανό­
να στην παραλήγουσα. Στις υπόλοιπες εφημερίδες (Έθνος, Ελεύθερος
Τύπος, Καθημερινή, Τα Νέα) χρησιμοποιούνται και οι δύο τρόποι τονι­
σμού. Η ποσοτική υπεροχή του τονισμού στην προπαραλήγουσα δείχνει
μια τάση προτίμησης του γραπτού δημοσιογραφικού λόγου στον τονι­
σμό της Δημοτικής, ο οποίος είναι και ο πλέον συχνόχρηστος στη σύγ­
χρονη προφορική και γραπτή ελληνική γλώσσα, κάτι που φαινομενικά
τουλάχιστον μειώνει τα επιχειρήματα μιας ερμηνείας η οποία θα συσχέ­
τιζε τον τρόπο τονισμού των επιθέτων με την πολιτικοϊδεολογική το­
148 ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΙΔΗΣ

ποθέτηση των εφημερίδων. Αν όμως περιοριστούμε στην εξέταση τριών


εφημερίδων με σαφή πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση, την Αυγή, την
Ελεύθερη Ώρα και τον Ριζοσπάστη, γίνεται αμέσως σαφές ότι και ο το­
νισμός των επιθέτων σχετίζεται με την πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση
των εφημερίδων και με τη θέση τους απέναντι στη σύγχρονη γλώσσα. Η
Αυγή και ο Ριζοσπάστης, κατά παράδοση εφημερίδες του αριστερού
χώρου, δείχνουν σαφή προτίμηση προς τον τονισμό της Δημοτικής, ενώ
η εφημερίδα του ακραίου συντηρητικού χώρου, η Ελεύθερη Ώρα, μια
σαφή προτίμηση προς τον τονισμό της Καθαρεύουσας.
Για την εξέταση της μορφολογικής ποικιλίας των επιρρημάτων ερευ-
νήθηκαν όσα στην ελληνική γλώσσα παρουσιάζουν δύο τύπους, έναν σε
-ως και έναν άλλο σε -α. Η έρευνα έδειξε ότι εκτός από τον Ριζοσπά­
στη, στον οποίο η χρήση του μορφολογικού τύπου σε -α των εν λόγω
επιρρημάτων είναι, εκτός δύο περιπτώσεων, γενικευμένη, σε όλες τις
άλλες εφημερίδες χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι. Σε ορισμένες
από αυτές γίνονται εμφανείς κάποιες τάσεις· έτσι η Απογευματινή και
η Καθημερινή προτιμούν περισσότερο τους τύπους των επιρρημάτων
σε -ως, ενώ η Αυγή, η Αυριανή και η Ελεύθερη Ώρα προτιμούν περισσό­
τερο τους τύπους σε -α. Στις υπόλοιπες εφημερίδες η ποικιλία στη χρή­
ση και των δύο μορφολογικών τύπων είναι τόσο εμφανής, ώστε ορισμέ­
νες φορές εμφανίζεται στο ίδιο κείμενο το ίδιο επίρρημα με διαφορετι­
κή μορφή (π.χ. βεβαίως και βέβαια στον Αδέσμευτο Τύπο της 4.2.1998,
τελικώς και τελικά στα Νέα της 27.6.1997) ή και πιο συχνά εμφανίζο­
νται στο ίδιο κείμενο με διαφορετική μορφή δύο ή περισσότερα επιρρή­
ματα (π.χ. γενικώς και συνολικά στ ον Ελεύθερο Τύπο, 18.11.1997).
Η ποικιλία στη χρήση των διαφορετικών μορφολογικών τύπων της
κατηγορίας των επιρρημάτων που εξετάζουμε εδώ θα μπορούσε να ερ­
μηνευτεί ως πολιτικοϊδεολογικά και υφολογικά προσδιορισμένη. Από
την πρόχειρη εξέταση που έκανα στα περιβάλλοντα όπου εμφανίζονται
ορισμένα επιρρήματα, διαπίστωσα ότι ο τύπος σε -ως εμφανίζεται κα­
τά κανόνα σε κείμενα που έχουν έναν λόγιο χαρακτήρα, τείνουν προς
λόγιο λεξιλόγιο και οι συντάκτες τους προτιμούν λόγιους μορφολογι-
κούς τύπους. Ιδιόμορφη περίπτωση αποτελεί η Ελεύθερη Ώρα, η οποία,
μολονότι χρησιμοποιεί μορφολογικά στοιχεία της Καθαρεύουσας (πο­
λυτονικό, καταλήξεις των πρώην τριτόκλιτων θηλυκών ουσιαστικών σε
-ι (ονομ.) και σε -εως (γεν.), κατάληξη υποτακτικής σε -η), χαρακτηρίζε­
ται γενικά από μια φρασεολογία λαϊκότροπη, γεγονός που οδηγεί προ­
φανώς τους συντάκτες των κειμένων στη χρήση του μορφολογικού τύ­
που σε -α. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην εξής ερμηνεία: για την εν
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 149

λόγω εφημερίδα η μορφολογική ποικιλία των επιρρημάτων σε -ως (-α)


έχει λειτουργική αλλά όχι πολιτικοϊδεολογική σημασία. Προς μια ανά­
λογη ερμηνεία μάς οδηγεί και η άκριτη χρήση των δύο διαφορετικών
τύπων από τις εφημερίδες Αδέσμευτος Τύπος, Έθνος, Ελεύθερος,
Ελεύθερος Τύπος, Ελευθεροτυπία και Τα Νέα. Η εξέταση επίσης έδειξε
ότι η ποικιλία στο εσωτερικό του ίδιου του κειμένου δεν προσδιορίζε­
ται παρά ελάχιστα από υφολογικά κριτήρια, αλλά προφανώς από τη
μορφή που έχει το κάθε επίρρημα στο ιδιόλεκτο του συντάκτη.
Η έρευνα της μορφολογικής ποικιλίας των παραθετικών επιθέτων
και επιρρημάτων επικεντρώθηκε στη διαφοροποίηση της χρήσης μετα­
ξύ του μονολεκτικού και του περιφραστικού τύπου. Διαπιστώθηκε ότι
σε όλα τα δημοσιογραφικά κείμενα του corpus, εκτός τεσσάρων συνολι­
κά περιπτώσεων (δύο στην Καθημερινή και από μία στο Έθνος και
στον Ελεύθερο Τύπο), γίνεται χρήση των μονολεκτικών τύπων. Η τόσο
μεγάλη ποσοτικά προτίμηση του μονολεκτικού τύπου των παραθετικών
έναντι των περιφραστικών δείχνει κατ’ αρχήν ότι δεν μπορούμε να μι­
λήσουμε ουσιαστικά για διαφοροποίηση της χρήσης των παραθετικών
επιθέτων με βάση την πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση των εφημερίδων
ή/και των συντακτών των δημοσιογραφικών κειμένων και τη σχέση
τους με την ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας. Γι’ αυτό τα αίτια της
σχεδόν αποκλειστικής χρήσης των μονολεκτικών τύπων θα πρέπει προ­
φανώς να αναζητηθούν σε άλλους παράγοντες.
Εξετάζοντας την κατανομή των μορφών του συγκριτικού και υπερ­
θετικού βαθμού των επιθέτων διαπιστώνουμε ότι αυτή εμφανίζει τον
περιφραστικό τύπο δυνάμει ισχυρότερο.3 Ενώ δηλαδή όλες οι κατηγο­
ρίες των επιθέτων μπορούν να σχηματίσουν τον συγκριτικό και τον
υπερθετικό βαθμό περιφραστικά (πιο+θετικός και ο πιο+θετικός), λι-
γότερες από τις μισές κατηγορίες μπορούν να τους σχηματίσουν μονο­
λεκτικά. Όσον αφορά την κατανομή των μορφών του συγκριτικού και
του υπερθετικού βαθμού των επιρρημάτων, εμφανίζει και αυτή τον πε­
ριφραστικό τύπο πιο ισχυρό, γιατί όλες οι κατηγορίες των επιρρημά­
των που σχηματίζουν παραθετικά, εκτός ορισμένων επιρρημάτων σε
-ως (π.χ. απλώς, σαφώς, προφανώς),4 σχηματίζουν το συγκριτικό και

3. Για την κατανομή των μορφών του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού των
επιθέτων βλ. στο Χειλά-Μαρκοπούλου (1996: 52).
4. Ο Τριανταφυλλίδης αποσιωπά εντελώς αυτήν την κατηγορία των επιρρημάτων,
επειδή προφανώς θεωρεί ότι τα επιρρήματα αυτά δεν ανήκουν στη Δημοτική (Τριαντα-
φυλλίδης 1993: 18-19).
150 ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΙΔΗΣ

τον υπερθετικό βαθμό μονολεκτικά και περιφραστικά ή μόνο περιφρα­


στικά.
Η εξέταση της εξέλιξης της χρήσης των δύο τύπων των παραθετικών
δείχνει ότι οι περιφραστικοί τύποι δεν αποτελούν εξέλιξη των μονολε­
κτικών, όπως πιστεύεται από ορισμένους,5 αλλά γλωσσική μορφή που
προέκυψε από την «κατάληξη της γραμματικοποίησης του στοιχείου
[πιο] που έχει αρχίσει εδώ και αιώνες» (Χειλά-Μαρκοπούλου 1991:
168). Η ερμηνεία αυτή αναιρεί την πιθανή ένταξη των περιφραστικών
τύπων στη Δημοτική και των μονολεκτικών στην Καθαρεύουσα.
Η κατανομή λοιπόν και η διαχρονική εξέλιξη των μορφών του συ­
γκριτικού και υπερθετικού βαθμού των επιθέτων, όπως αναλύθηκε πα­
ραπάνω, αποκλείει μια ερμηνεία που θα προσδιόριζε με πολιτικοϊδεο-
λογικά κριτήρια τη χρήση της μορφολογικής διτυπίας των παραθετικών
στο δημοσιογραφικό λόγο. Γι’ αυτό η χρήση της μορφολογικής ποικιλίας
των παραθετικών στη νέα ελληνική γλώσσα θα πρέπει να προσδιορίζε­
ται από κοινωνιογλωσσικούς παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους κυ­
ρίαρχο ρόλο παίζει η ψυχολογικής υφής τάση των ομιλητών στον καθη­
μερινό προφορικό λόγο για υπερβολική χρήση και με εμφαντικό τόνο
στοιχείων που προσδιορίζουν ποσότητα (Χειλά-Μαρκοπούλου 1996:
55). Αντίθετα, στο γραπτό λόγο η τάση αυτή του συντάκτη συνήθως πε­
ριορίζεται ή δίνεται με άλλα εκφραστικά μέσα, περισσότερο πειστικά
για τον απόντα τη στιγμή της σύνταξης συνομιλητή-αναγνώστη. Ο γρα­
πτός δημοσιογραφικός λόγος είναι κατά βάση δημόσιος πληροφορια­
κός λόγος, ο οποίος λόγω της κατά παράδοση λειτουργίας και δεοντο­
λογίας της δημοσιογραφίας είναι λόγος αντικειμενικός. Αυτά τα σύμ­
φυτα με το γραπτό δημοσιογραφικό λόγο στοιχεία οδηγούν κατά την
άποψή μας στη χρήση του μονολεκτικού τύπου των παραθετικών των
επιθέτων και των επιρρημάτων, χρήση που μειώνει την εκφραστικότη­
τα αλλά και την υποκειμενικότητα.
Όσον αφορά τη μορφολογική (αλλά και φωνολογική) ποικιλία6 του
παθητικού αορίστου των ρημάτων, η έρευνα στις δώδεκα εφημερίδες
έδωσε τα εξής αποτελέσματα: ο Ριζοσπάστης είναι η μοναδική εφημερί­
δα που χρησιμοποιεί μόνο τύπους της Δημοτικής και λαϊκά συμφωνικά
συμπλέγματα (π.χ. φτιάχτηκε, διατυπώθηκαν). Η Ελεύθερη Ώρα χρησι­

5. Το θέμα της τάσης της γλώσσας προς περιφραστικές μορφές λόγου συζητείται από
τον J. Aitchison (Aitchison, 1981).
6. Η ποικιλία στη χρήση λόγιων και λαϊκών συμφωνικών συμπλεγμάτων που παρατη-
ρείται στον παθητικό αόριστο ανήκει κανονικά στη φωνολογική ποικιλία. Εδώ όμως
συνεξετάζεται, γιατί αποτελεί ένα μορφοφωνολογικό φαινόμενο.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 151

μοποιεί μόνο λόγια συμφωνικά συμπλέγματα (π.χ. καλοσκέφθηκες) αλ­


λά λαϊκούς μορφολογικούς ρηματικούς τύπους (π.χ. ενημερώθηκε αντί
ενημερώθη). Στις υπόλοιπες εφημερίδες του δείγματος χρησιμοποιού­
νται αδιάκριτα και οι λόγιοι και οι λαϊκοί μορφολογικοί τύποι. Έτσι,
οι εφημερίδες Αυριανή, Έθνος και Ελευθεροτυπία χρησιμοποιούν λαϊ­
κούς μορφολογικούς τύπους (π.χ. επαναλήφθηκε, επιβλήθηκε, εκδόθηκε
αντί των λόγιων επανελήφθη, επεβλήθη, εξεδόθη) αλλά στη χρήση των
συμφωνικών συμπλεγμάτων δείχνουν προτίμηση τόσο στα λαϊκά όσο
και στα λόγια. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα χρησιμοποιούνται
στο ίδιο κείμενο και οι δύο τύποι (π.χ. προκηρυχθεί και προκηρυχτεί
στο άρθρο τακτικού συνεργάτη της Ελευθεροτυπίας της 27.6.1997). Ο
Αδέσμευτος Τύπος, ο Ελεύθερος και ο Ελεύθερος Τύπος μοιράζονται
τις επιλογές τους ανάμεσα στους λόγιους και τους λαϊκούς μορφολογι-
κούς τύπους. Τέλος, η Απογευματινή, η Αυγή, η Καθημερινή και Τα Νέα
δείχνουν μεγαλύτερη προτίμηση γενικά στους λόγιους τύπους.
Τα παραπάνω δεδομένα δημιουργούν επιφυλάξεις στον ερευνητή
που θα ήθελε να συσχετίσει τη μορφολογική (και φωνολογική) ποικιλία
του ρήματος στο δημοσιογραφικό λόγο με την παράμετρο της πολιτι-
κοϊδεολογικής τοποθέτησης του εντύπου. Από τις δώδεκα εφημερίδες
του δείγματος μόνο ο Ριζοσπάστης δίνει το δικαίωμα ενός συσχετι­
σμού, καθώς είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος της παραδοσιακής Αριστε­
ρός, η οποία, ως γνωστόν, τήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της γλωσσικής
διαμάχης μια σαφή και αμετακίνητη στάση υπέρ της Δημοτικής. Από
την άλλη, η Ελεύθερη Ώρα, ευρισκόμενη πολιτικά και ιδεολογικά στον
αντίποδα του Ριζοσπάστη, δίνει το περιορισμένο δικαίωμα συσχετι­
σμού λόγω της γενικευμένης χρήσης των λόγιων συμφωνικών συμπλεγ­
μάτων. Δεν είναι όμως αρκετές αυτές οι δύο εφημερίδες για να υποστη­
ριχτεί με βεβαιότητα ότι η μορφολογική ποικιλία του παθητικού αορί­
στου στο δημοσιογραφικό λόγο προσδιορίζεται από την πολιτικοϊδεο-
λογική τοποθέτηση της εφημερίδας. Αλλωστε, ειδικά για τα συμφωνι­
κά συμπλέγματα, όπως υποστηρίζεται και από άλλους ερευνητές (Χα-
ραλαμπόπουλος 1985: 52), η με διαχρονικά κριτήρια διάκρισή τους σε
λόγια και λαϊκά δεν μπορεί να συνδέεται σε συγχρονικό επίπεδο με τη
χρήση της γλώσσας.7 Η εκμετάλλευση λοιπόν της δυναμικής εξέλιξης
της νέας ελληνικής στον τομέα αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί μάλλον σε
άλλα, πιο λειτουργικά, κριτήρια. Και τα κριτήρια αυτά έχουν σχέση με

7. Για την εξέταση τω ν συμφωνικών συμπλεγμάτων αυτής της κατηγορίας σε


συγχρονικό επίπεδο βλ. στα Efstathiades (1976) και Warburton-Φιλιππάκη (1980).
152 ΣΩΦΡ0ΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΙΔΗΣ

τη λειτουργία της επίδειξης σοβαρότητας -άρα και εγκυρότητας- που,


όπως ειπώθηκε παραπάνω, επιτελεί η χρήση της Καθαρεύουσας ή/και
των λόγιων γλωσσικών στοιχείων.
Τα MME γενικά, και ειδικότερα ο Τύπος, ενδιαφέρονται να επενδύ­
σουν το περιεχόμενό τους με το απαραίτητο κύρος για να είναι σε θέση
να επιτελούν τις λειτουργίες που είναι επιφορτισμένος να επιτελέσει ο
δημοσιογραφικός λόγος (Χατζησαββίδης 1999: 33-42). Το κύρος αυτό
εξασφαλίζεται και μέσω της επίδειξης της σοβαρότητας που επιτυγχά­
νεται με τη χρήση λόγιων τύπων. Έτσι, εκτός από την Ελεύθερη Ώρα
και τον Ριζοσπάστη, που οι επιλογές τους στον τομέα της μορφολογι-
κής ποικιλίας του παθητικού αορίστου προσδιορίζονται από πολιτι-
κοϊδεολογικούς παράγοντες, οι υπόλοιπες εφημερίδες εκμεταλλεύονται
κατά το δοκούν την ποικιλία αυτή. Από την άποψη αυτή η Αυριανή και
το Έθνος, με τη συχνότερη χρήση των λαϊκών τύπων, εκφράζουν αφε­
νός ρητά την αποδοχή της επίσημης κωδικοποιημένης νέας ελληνικής
και αφετέρου αποφεύγουν, μάλλον συνειδητά, την επίδειξη σοβαρότη­
τας (ή σοβαροφάνειας), που αποτελεί χαρακτηριστικό του εξουσιαστι­
κού γραπτού λόγου. Οι υπόλοιπες εφημερίδες (Αδέσμευτος Τύπος, Απο­
γευματινή, Αυγή, Ελεύθερος, Ελεύθερος Τύπος, Καθημερινή, Τα Νέα)
κρατούν μια διττή στάση απέναντι στην επίσημη κωδικοποιημένη νέα
ελληνική, στάση η οποία τους δίνει το δικαίωμα να εμμένουν στη χρήση
της Κοινής Νεοελληνικής προσφεύγοντας όμως και σε λόγιους τύπους, οι
οποίοι τους παρέχουν και ένα μέρος της σοβαρότητας που χρειάζονται.
Στον τομέα της αύξησης (και της εσωτερικής αύξησης) η ποικιλία
που παρουσιάζεται γενικά στην ελληνική γλώσσα είναι μεγάλη, τόσο
στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Σύμφωνα με τον Τριαντα-
φυλλίδη (1993: 319-320) η αύξηση διατηρείται όταν τονίζεται, και σε
ορισμένες περιπτώσεις για λόγους ευφωνίας και ρυθμού και για απο­
φυγή κάποιας ασάφειας. Τονίζει μάλιστα ότι «αυτό γίνεται και στη ζω­
ντανή γλώσσα, περισσότερο όμως στη γραπτή και ιδίως στον ποιητικό
λόγο» (Τριανταφυλλίδης 1993: 320). Ειδικά για την εσωτερική αύξηση
σημειώνεται στη σχολική Γραμματική ότι διατηρείται όταν τονίζεται.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η διατήρηση της άτονης αύξησης σημαίνει
προτίμηση σε αρχαϊκούς και λόγιους τύπους, ενώ η μη διατήρηση προ­
τίμηση σε πιο λαϊκούς τύπους.
Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι η Ελεύθερη Ώρα και ο Ελεύθερος
κάνουν γενικευμένη χρήση της αύξησης σε όλες τις περιπτώσεις (π.χ.
επρόδωσε, εγαλούχηοε, διεπίστωσε, απεφάσισε), η Απογευματινή και η
Αυριανή σε μία μόνο περίπτωση (επεχείρησαν, επεοήμανε), ενώ οι υπό-
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 153

λοιπές εφημερίδες ακολουθούν τα προτεινόμενα από τη Γραμματική.


Τα δεδομένα αυτά δείχνουν μια σαφή θέση των δύο συντηρητικών εφη­
μερίδων (Ελεύθερη Ώρα και Ελεύθερος) απέναντι στην επίσημη κωδι-
κοποιημένη νεοελληνική γλώσσα. Οι δύο εφημερίδες κρατούν ρητά και,
προφανώς, συνειδητά μια στάση υπέρ της παλαιότερης μορφής της ελ­
ληνικής γλώσσας, λόγω προφανώς της συντηρητικής πολιτικοϊδεολογι-
κής τους τοποθέτησης, ενώ οι υπόλοιπες εφημερίδες, εκτός από σπά­
νιες περιπτώσεις, έχουν μια θετική στάση απέναντι της. Η τάση που
διαφαίνεται δεν είναι όμως τόσο εμφανής, ώστε να δοθεί μια σαφής ερ­
μηνεία.

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Σκοπός της έρευνας ήταν η διερεύνηση της μορφολογικής ποικιλίας


στον ελληνικό γραπτό δημοσιογραφικό λόγο και η βασική υπόθεση με
την οποία ξεκίνησε η έρευνα ήταν ότι η ύπαρξη της εν λόγω ποικιλίας
συνδέεται με την ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας, τη διαφορετική
ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση των ελληνικών εφημερίδων και τη δια­
φορετική τους στάση απέναντι στην ελληνική γλώσσα. Ακόμη, τέθηκε
ως υπόθεση ότι στο εσωτερικό των εφημερίδων θα υφίσταται μια σχε­
τική ομοιογένεια από την άποψη της μορφολογίας της γλώσσας.
Η έρευνα επαλήθευσε μερικώς τις αρχικές μας υποθέσεις. Οι 12 εφη­
μερίδες που ερευνήθηκαν -αντιπροσωπευτικές, κατά τη γνώμη μου, της
σύγχρονης μορφής του ελληνικού γραπτού δημοσιογραφικού λόγου-
παρουσιάζουν άλλες μικρή έως μηδαμινή ποικιλία και άλλες μεγαλύτε­
ρη μορφολογική ποικιλία στο εσωτερικό τους. Συγκρινόμενες μεταξύ
τους οι εφημερίδες, διαπιστώνεται ότι περισσότερο ο Ριζοσπάστης, λι­
γότερο η Αυγή και η Αυριανή και ακόμη λιγότερο το Έθνος προτιμούν
κατά κανόνα μορφολογικούς τύπους οι οποίοι βρίσκονται πιο κοντά
στη Δημοτική, ενώ η Ελεύθερη Ώρα και δευτερευόντως η Απογευματι­
νή, ο Ελεύθερος και η Καθημερινή προτιμούν μορφολογικούς τύπους
λόγιους που πλησιάζουν στην Καθαρεύουσα. Οι υπόλοιπες εφημερίδες
υιοθετούν μορφολογικούς τύπους που βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην
επονομαζόμενη Κοινή Νεοελληνική, όπως έχει διαμορφωθεί στην εκ­
παίδευση μέσω των επίσημων εγχειριδίων κωδικογράφησης της νέας
ελληνικής γλώσσας (Γραμματική, Συντακτικό).
Η πραγματικότητα αυτή δείχνει ότι υπάρχει εκ μέρους των συντα­
κτών του δημοσιογραφικού λόγου και των εντύπων μια σαφής αλλά
154 ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΙΔΗΣ

όχι γενικευμένη πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση απέναντι στη σύγχρο­


νη μορφή της ελληνικής. Η διαπίστωση αυτή δείχνει ότι υφίσταται ένα
μέρος των παραγωγών του δημοσιογραφικού λόγου -και προφανώς
και αναγνωστών- οι οποίοι εμμένουν σε μορφές λόγου της Καθαρεύου­
σας. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι οι παραγωγοί αυτοί αντιπροσωπεύο­
νται από έντυπα τα οποία υποστηρίζουν κατά κανόνα απόψεις συντη­
ρητικές. Εξαίρεση από αυτήν την κατηγορία θα μπορούσαμε να πούμε
ότι αποτελεί η Καθημερινή, η οποία, ενώ κρατά την παλιά της μορφή
ως προς το σχήμα και τη σελιδοποίηση, ως προς το περιεχόμενο διαφο­
ροποιείται αρκετά από τις δύο άλλες εφημερίδες (Ελεύθερη Ώρα, Ελεύ­
θερος). Από αυτήν την άποψη η Καθημερινή αποτελεί ίσως έντυπο άξιο
ιδιαίτερης έρευνας ως προς τη γλωσσική φυσιογνωμία του σε σχέση πά­
ντα με την ιστορία του.8 Στην άλλη πλευρά αυτής της κατηγορίας βρί­
σκεται ο Ριζοσπάστης, ο οποίος σε ορισμένα κείμενα χρησιμοποιεί
ακραία Δημοτική. Η Αυγή δεν ακολουθεί τον ίδιο ακριβώς δρόμο.
Μορφολογικά όμως και οι δύο εφημερίδες δείχνουν την προτίμησή
τους σε τύπους της Δημοτικής, γεγονός βέβαια που είναι ερμηνεύσιμο,
αφού και οι δύο εφημερίδες ανήκουν στο χώρο της ελληνικής Αριστε­
ρός, η οποία την περίοδο του Γλωσσικού Ζητήματος είχε ταχθεί υπέρ
της Δημοτικής.
Όσον αφορά τις υπόλοιπες εφημερίδες, δεν παρουσιάζουν μια σαφή
τάση στην επιλογή μορφολογικών τύπων· η χρήση των διαφορετικών
τύπων και η ανάμειξη λόγιων και λαϊκών μορφολογικών τύπων στο
ίδιο το έντυπο ή ακόμη και στο ίδιο το κείμενο χρησιμοποιείται από
ορισμένους δημοσιογράφους ως στοιχείο υφολογικής διαφοροποίησης.
Μετά από όλα αυτά, θα μπορούσε να διατυπωθεί με σχετική βεβαιό­
τητα το εξής συμπέρασμα: Η μορφολογική ποικιλία του δημοσιογραφι­
κού λόγου υφίσταται σήμερα στις πανελλήνιας κυκλοφορίας εφημερί­
δες και αποτελεί -σε μικρότερο βέβαια βαθμό από ό,τι στο παρελθόν-
έναν από τους δείκτες που διαφοροποιούν μεταξύ τους τις εφημερίδες
ως προς την πολιτική ιδεολογία που εκφράζουν.

8. Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή αποτελεί ίο έντυπο που παρουσιάζει αρκετές ιδιορρυθμίες σε σχέση


με τις άλλες εφημερίδες και στη χρήση γλωσσικών στοιχείων στους δημοσιογραφικούς
τίτλους. Βλ. για το θέμα αυτό στο Χατζησαββίδης (1997: 653).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 155

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Aitchison, J. (1981), L anguage change: p ro g r e s s o r d ecay, Longman, London.


Δίζελος Θ. (1976), Γ λ ώ σ σ α κ α ι δ η μ ο σ ιο γ ρ α φ ία , Παπαζήσης, Αθήνα.
Efstathiades, S. (1976), «Constraints on Obstruent Sequences in Greek Phonology: a note in
centripetality», Ε Ε Φ Σ τ ο υ Α.Π.Θ. 15, σσ. 53-61.
Μπαμπινιώτης, Γ. ( 1979), Ν ε ο ε λ λ η ν ικ ή Κ ο ιν ή : π έ ρ α της κ α θ α ρ ευ ο ύ σ η ς κ α ι της δ η μ οτικ ή ς,
Γρηγόρης, Αθήνα.
Τριανταφυλλίδης, Μ. (1993), Ν ε ο ε λ λ η ν ικ ή Γ ρ α μ μ α τικ ή (της Δ η μ ο τ ικ ή ς), Ι.Ν.Σ., Θεσσαλο­
νίκη.
Χαραλαμπόπουλος, Α. (1985), «Τα συμφωνικά συμπλέγματα της νέας ελληνικής», Γ λ ω σ ­
σ ο λ ο γ ία 4, σσ. 47-62.
Χαραλάμπους, Δ. (1993), «Όψεις του γλωσσικού ζητήματος στην Ελλάδα: από τη δίκη
των τόνων στην καθιέρωση του μονοτονικού (1941-1982)», Π α ιδ α γ ω γ ικ ή Ε π ιθ εώ ρ η σ η
18, σσ. 39-62.
Χατζησαββίδης, Σ. (1986), «Ιδεολογικοπολιτικές αναζητήσεις στο χώρο των τονικών συ­
στημάτων», Α ν τ ί 322, σσ. 47-84.
Χατζησαββίδης, Σ. (1997), «Η ρητορική των τίτλων στον ελληνικό δημοσιογραφικό λόγο»
στο Μ ε λ έ τ ε ς γ ια τ η ν Ε λ λ η ν ικ ή Γ λ ώ σ σ α (Πρακτικά της 16ης ετήσιας Συνάντησης του
Τομέα Γλωσσολογίας της Φ.Σ. του Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη, σσ. 643-657.
Χατζησαββίδης, Σ. ( 1999), Ε λ λ η ν ικ ή γ λ ώ σ σ α κ α ι δ η μ ο σ ιο γ ρ α φ ικ ό ς λ ό γ ο ς : θ εω ρ η τ ικ ές κ α ι
ε ρ ε υ ν η τ ικ έ ς π ρ ο σ ε γ γ ίσ ε ις , Gutenberg, Αθήνα.
Χειλά-Μαρκοπούλου, Δ. (1991), «Περίφραση και γραμματικοποίηση: η εξέλιξη του περι­
φραστικού συγκριτικού της ελληνικής», στο Μ ε λ έ τ ε ς γ ια τ η ν Ε λ λ η ν ικ ή Γ λ ώ σ σ α (Πρα­
κτικά της 11ης ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φ.Σ. του Α.Π.Θ.),
Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, σσ. 158-174.
Χειλά-Μαρκοπούλου, Δ. (1996), «Τα παραθετικά του επιθέτου της νέας ελληνικής: περι­
γραφική προσέγγιση», στο Ζ η τ ή μ α τ α ν ε ο ε λ λ η ν ικ ή ς γ λ ώ σ σ α ς : δ ιδ α κ τ ικ ή π ρ ο σ έ γ γ ισ η .
Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, σσ. 51-68.
Warburton-Φιλιππάκη, Et. (1980), «Greek diglossia and some aspects of the phonology of
Common Modem Greek», Journal o f L in g u istics 16, pp. 45-54.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ «ΚΟΙΝΗ»:
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΟΡΙΣΜΟΥ
Άννα Ιορδανίδον

Α ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΜΑΣ με το σημείωμα τυπογράφου


Θ σε δεύτερη διόρθωση βιβλίου: Παρατηρήσεις - Προσοχή για διορ­
θωτή: 1. Τυποποίησα παντού τη λέξη άνδρας σε άντρας. 2. Επίσης τη
λέξη είμαστε σε ήμαστε. ('[...] το έκανα με εύρεση και αλλαγή για όλες.)
Η τυποποίηση στη συνείδηση του τυπογράφου σημαίνει κατάργηση της
πολυτυπίας, σημαίνει, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, «εύρεση» των
διαφόρων τύπων μιας λέξης και «αλλαγή» προς όφελος ενός και μονα­
δικού τύπου. Η τυποποίηση στη γλωσσολογία, ως απόδοση του όρου
standardisation, σημαίνει άλλο πράγμα: την ανάδειξη μιας γλωσσικής
ποικιλίας σε επίσημο γλωσσικό όργανο ενός κράτους (standard γλώσ­
σα) και τη γραμματική και λεξικογραφική της κωδικοποίηση. Δε σημαί­
νει όμως κατάργηση της πολυτυπίας. Για παράδειγμα, η σύγχρονη νέα
ελληνική διαθέτει για το γ ' πρόσωπο πληθυντικού του παθητικού πα­
ρατατικού τους τύπους λέγονταν - λεγόντανε - λεγόντουσαν, με την
ίδια σημασία αλλά υφολογική διάκριση (το λέγονταν προτιμάται στον
επίσημο γραπτό λόγο, τα λεγόντανε - λεγόντουσαν στον ανεπίσημο
προφορικό), αλλά δεν έχει πλέον το λόγιο τύπο ελέγοντο, που ανήκε σε
μια άλλη γλωσσική ποικιλία, της καθαρεύουσας.
Κοινή ονομάζουμε την τυποποιημένη, κωδικοποιημένη, επίσημα
(κρατικά) καθιερωμένη γλωσσική ποικιλία, τη γλώσσα standard, όπως
αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία.1Αυτή η ποικιλία, για λόγους που

1. Βλ. ενδεικτικά Ammon U., Dittmar Ν., Mattheier K. J. (eds), S ocio lin g u istics, vol. 1,
Berlin, Walter de Gruyter, 1987, σσ. 327-330, Williams G., S o cio lin g u istics - A S o c io lo g ic a l
C ritiq u e , London, Routlege, 1992, σσ. 144-145, και Bédard Ε., Maurais J. (éd.), L a n o rm e
lin gu istiqu e, Montréal, Gouvernement du Québec, 1983.
158 ΑΝΝΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ

δεν είναι γλωσσικοί, αλλά πολιτικο-ιδεολογικο-κοινωνικοί, νομιμοποι­


είται από το κράτος για να αποτελέσει (σε αντιδιαστολή με τις άλλες
τοπικές και κοινωνικές παραλλαγές) τη γλώσσα της εκπαίδευσης και
των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Με την κοινή (standard) συνδέεται, αλ­
λά δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά, η νόρμα, που αποτελεί τη χρήση της
γλώσσας που προβάλλεται ως ορθή και περιβάλλεται με το κύρος κοι­
νωνικών ομάδων που ασκούν εξουσία. Για παράδειγμα, η επιτευχθείσα
συμφωνία θα ήταν στην κοινή νεοελληνική η συμφωνία που επιτεύχθη­
κε, αλλά δε νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί που θα το κατέγραφαν ως λα­
θεμένη ή αδόκιμη χρήση -αντιθέτως, οι περισσότεροι θα το θεωρούσαν
δείγμα υψηλού επιπέδου χειρισμού της ελληνικής γλώσσας.
Για τα ελληνικά δεδομένα, η κατάσταση εμφανίζεται περίπλοκη, λό­
γω του παρελθόντος της διγλωσσίας. Η κοινή νεοελληνική που διδά­
σκεται στην εκπαίδευση μετά την καθιέρωση (1976) της δημοτικής ως
επίσημης γλώσσας του νεοελληνικού κράτους είναι η περιγραφόμενη
στη γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη δημοτική της εποχής του
(1941). Η αναπροσαρμογή της «Μικρής Γραμματικής» για το σχολείο
ελάχιστα άλλαξε το αρχικό κείμενο, ενώ διακρίνεται γενικά για ρυθμι­
στικό χαρακτήρα και όχι περιγραφικό (έμφαση σε κανόνες). Επομένως,
η πρώτη αυτή κωδικοποιημένη μορφή της νέας ελληνικής παρουσιάζει
δύο βασικά μειονεκτήματα: α) δε βασίζεται σε μια καταγραφή-ανάλυση-
μελέτη της σύγχρονης γλωσσικής πραγματικότητας, και β) προβάλλει
ορισμένες επιλογές εις βάρος άλλων αντί να περιγράφει χρήσεις της
γλώσσας που διαφοροποιούνται λειτουργικά. Παράδειγμα: το μιλούν
δεν είναι η κυρίαρχη (άρα και ορθότερη) γλωσσική επιλογή, όπως προ­
βάλλεται από τη Γραμματική, αλλά μία από τις δύο επιλογές (η άλλη εί­
ναι το μιλάνε), που σχετίζονται με υφολογικές επιλογές του ομιλητή,
δηλαδή επίσημο ύφος - ανεπίσημο ύφος. Γλωσσολογικές μελέτες των
τελευταίων 25 χρόνων έχουν διευρύνει σημαντικά τις γνώσεις μας για
τη σύγχρονη ελληνική γλώσσα. Γραμματικές όπως η τελευταία των
Holton-Mackridge-Φιλιππάκη2 αποτελούν τη βάση για περιγραφή της
κοινής. (Η σχολική γραμματική δεν μπορεί παρά να αναπροσαρμο­
στεί...) Όσο για τα λεξικά, τα οποία εξ ορισμού καταγράφουν τη
standard γλώσσα, εμφανίζουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους, που οφεί-I,

2. Holton D., Mackridge P., Φιλιππάκη-Warburton El., Γ ρ α μ μ α τ ικ ή τη ς ε λ λ η ν ικ ή ς


γλώ σσ α ς, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 1999. Γλωσσολογική περιγραφική προσέγγιση
ακολουθεί και η Γ ρ α μ μ α τ ικ ή τη ς ν έ α ς ε λ λ η ν ικ ή ς των Κλαίρη X., Μπαμπινιώτη Γ., τόμος
I, τόμος II, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1996, 1999.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ «ΚΟΙΝΗ»: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΟΡΙΣΜΟΥ 159

λονται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη στήριξης σε σώματα κειμένων


(corpus) της νεοελληνικής γλώσσας.
Ο δημοσιογραφικός λόγος είναι δημόσιος λόγος. Εκφέρεται για να
ανακοινωθεί δημόσια, για να δημοσιοποιηθεί, άρα η επιλογή του γλωσ­
σικού οργάνου εκφοράς του είναι πράξη δημόσιου ενδιαφέροντος, με
όλα τα συνεπακόλουθα. Κάποτε, πριν το 1976, η επιλογή ήταν μεταξύ
δημοτικής και καθαρεύουσας: δημοτική = προοδευτικός πολιτικός προ­
σανατολισμός, καθαρεύουσα = συντηρητικός. Εφόσον στην Ελλάδα
υπάρχει, από το 1976 και μετά, καθιερωμένη γλωσσική ποικιλία (στηρι-
ζόμενη στη δημοτική), τι θα μπορούσε να εκφράζει πλέον η οποιαδήπο­
τε δημόσια διαφοροποίηση, που μπορεί να είναι από πλήρης άρνηση
έως ελαφρή απόκλιση; Πώς αντιλαμβάνονται τα δημοσιογραφικά μέσα
τη νεοελληνική κοινή; Αποδέχονται ένα βασικό κορμό, που καταγράφει
η σχολική γραμματική, και διευρύνουν με χρήσεις υφολογικά-λειτουρ-
γικά προσδιορισμένες, ή διαφοροποιούνται σε κάποιους τομείς, ή δια­
φοροποιούνται συνολικά αντιπροτείνοντας άλλο γλωσσικό πρότυπο;
Για τις παρατηρήσεις μας θα στηριχθούμε στη διερεύνηση του τρό­
που που χρησιμοποιούν τη γλώσσα σύγχρονες εφημερίδες ποικίλων
πολιτικο-ιδεολογικών τάσεων. Εστιάζουμε την προσοχή μας στην εμ­
φάνιση λόγιων σχηματισμών, όπως εθεωρείτο (θεωρούνταν), διελύθη
(διαλύθηκε), να περιορισθεί (να περιοριστεί) κτλ. Οι σχηματισμοί αυτοί
συνδέονται άμεσα με το διγλωσσικό παρελθόν και η μελέτη της χρήσης
τους στο σύγχρονο λόγο μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα ποιοι έχουν
πλέον ενταχθεί στην κοινή (συνιστώντας υφολογική και όχι πολιτικο-
ιδεολογική επιλογή) και ποιοι διαχωρίζονται, διαγράφοντας ίσως ένα
ιδεατό γλωσσικό πρότυπο, μια νόρμα, ή αναλαμβάνοντας κάποιες λει­
τουργίες του λόγου όπως, για παράδειγμα, η ειρωνική-σκωπτική.
Προηγούμενη εργασία μας3 βασισμένη σε μελέτη υλικού από γράμ­
ματα αναγνωστών σε εφημερίδες (1995-1997), που αποτελεί παραγωγή
λόγου σε συνθήκες υψηλής επισημότητας (ο επιστολογράφος χρησιμο­
ποιεί το γλωσσικό πρότυπο που θεωρεί ότι έχει το μεγαλύτερο κύρος),
έδειξε ότι οι ομιλητές οριοθετούν συστηματικά και με παρατηρήσιμη
κανονικότητα τους λόγιους σχηματισμούς και δεν τους ανάγουν σε συ­
νολικές μορφολογικές επιλογές. Εξηγούμαστε: η κλίση του παρατατι­
κού των ρημάτων σε -ομαι δεν επηρεάζεται από την αποδοχή των λό­

3. «Ζητήματα τυποποίησης της σύγχρονης νεοελληνικής», « Ισ χ υ ρ έ ς » κ α ι « α σ θ ε ν ε ίς »


Α.-Φ. Χριστίδης (επιστημ. επιμ.), Θεσσαλονίκη, Κέ­
γ λ ώ σ σ ε ς σ τ η ν Ε υ ρ ω π α ϊκ ή Έ νω σ η ,
ντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1999, σσ. 835-844.
160 ΑΝΝΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ

γιων καταλήξεων -είτο, -ούντο ορισμένων ρημάτων σε -ούμαι, δηλαδή


το εθεωρείτο δεν έχει επιβάλει κάποιο ελέγετο αντί για λεγόταν. Η εσω­
τερική αύξηση δεν απειλεί να επιβάλει την άτονη αύξηση -γράφουμε
επέτρεπε αλλά σπανίως έως καθόλου ετηλεφώνησα. Τα λόγια συμφωνι­
κά συμπλέγματα χθ-φθ-σθ εμφανίζονται σε συγκεκριμένα ρήματα και
σε επίσημο ύφος λόγου, βλ. τη διαφορά μεταξύ διώχνω - διώχτηκα και
διώκω - διώχθηκα. Παρ’ όλ’ αυτά, εμφανίζονται σε κάποιο ποσοστό,
της τάξεως του 15-20%, λόγιοι σχηματισμοί μη ενταγμένοι στην κοινή
νεοελληνική, όπως εδιδάχθησαν, εγεννήθησαν, εδόθη, εξηφανίσθη κτλ.4
Παρόμοιοι σχηματισμοί εμφανίζονται στη γλώσσα των MME και απο­
τελεί ενδιαφέρουσα υπόθεση ότι η τάση απόκλισης από τη μορφολογία
της κοινής νεοελληνικής, προς την κατεύθυνση της λόγιας μορφολο­
γίας, μπορεί να διαμορφώνει κάποια νόρμα, κάποιο πρότυπο χρήσης
της γλώσσας περιβεβλημένο με κύρος.
Η εξέταση της μορφολογικής ποικιλίας του ονόματος και του ρήμα­
τος στη γλωσσική πρακτική των MME (παραπέμπουμε σε παλαιότερες
εργασίες μας και σε εργασίες του Χατζησαββίδη5) οδηγεί στο συμπέρα­
σμα ότι η κοινή νεοελληνική (όπως την ορίσαμε στην αρχή της ομιλίας
μας, διευρυμένη, πολύμορφη και υφολογικά διαφοροποιούμενη) είναι γε­
νικά και δημοσιογραφική κοινή. Με δεδομένο όμως το διγλωσσικό πα­
ρελθόν και την παλαιότερη ιδεολογικο-πολιτική σηματοδότηση δημοτική
= προοδευτικός χώρος, καθαρεύουσα = συντηρητικός, τίθεται το ζήτημα
αν η στάση απέναντι στην κοινή νεοελληνική αποτυπώνει ιδεολογικο-πο-
λιτικό προσανατολισμό.

4. Ορισμένοι φαίνεται ότι δεν έχουν καθιερωμένο εναλλακτικό τύπο, όπως το


σ υ ν ε λ ή φ θ η (συλλή φ θη κ ε-, σ υ ν ε λ ή φ θ η κ ε ;). Περιορίζονται στο γ ' πρόσωπο ενικού και
πληθυντικού και απουσιάζουν από τον καθημερινό προφορικό λόγο.
5. Ιορδανίδου Α., «Κοινωνικά και υφολογικά προσδιορισμένη ποικιλία των ρημάτων
σε -άω/-ώ και -ώ/-είς», Μ ε λ έ τ ε ς γ ια τ η ν ε λ λ η ν ικ ή γλ ώ σ σ α , Π ρ α κ τ ικ ά τη ς 13ης ε τ ή σ ια ς
Σ υ ν ά ν τ η σ η ς τ ο υ Τ ο μ έ α Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ία ς τη ς Φ ιλ ο σ ο φ ικ ή ς Σ χ ο λ ή ς τ ο υ Α .Π .Θ ., Θεσσαλο­
νίκη, Αφοί Κυριακίδη, 1992, σσ. 305-318.
Iordanidou A., «Morphological variation of the passive imperfect in Modern Greek»,
T h e m e s in G re e k L in gu istics, Amsterdam, Benjamins, 1994, σσ. 373-380.
Χατζησαββίδης Σ., «Η μορφολογική ποικιλία στον ελληνικό γραπτό δημοσιογραφικό
λόγο», Μ ε λ έ τ ε ς γ ι α τ η ν ε λ λ η ν ικ ή γλ ώ σ σ α , Π ρ α κ τ ικ ά τη ς 19ης ε τ ή σ ια ς Σ υ ν ά ν τ η σ η ς τ ο υ
Τ ο μ έ α Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ία ς τ η ς Φ ιλ ο σ ο φ ικ ή ς Σ χ ο λ ή ς τ ο υ Α .Π .Θ ., Θεσσαλονίκη, Αφοί
Κυριακίδη, 1999, σσ. 601-614.
Χατζησαββίδης Σ., «Η μορφολογική ποικιλία του ρήματος σ τ ο ν ελληνικό γραπτό
δημοσιογραφικό λόγο», Μ ε λ έ τ ε ς γ ια τ η ν ε λ λ η ν ικ ή γλ ώ σ σ α , Π ρ α κ τ ικ ά τη ς 2 0 ή ς ε τ ή σ ια ς
Σ υ ν ά ν τ η σ η ς τ ο υ Τ ο μ έ α Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ία ς τη ς Φ ιλ ο σ ο φ ικ ή ς Σ χ ο λ ή ς τ ο υ Α .Π .Θ ., Θεσσαλο­
νίκη, Αφοί Κυριακίδη, 2000, σσ. 588-599.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ «ΚΟΙΝΗ»: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΟΡΙΣΜΟΥ 161

Ας δούμε συγκεκριμένα παραδείγματα από τα κύρια άρθρα σύγχρο­


νων εφημερίδων, συγκρίνοντας με τις ίδιες εφημερίδες το 1982, λίγα
μόλις χρόνια μετά την καθιέρωση της δημοτικής (αυτό έχει ενδιαφέρον
για την ανίχνευση-διαπίστωση εξελικτικής πορείας).6 Μπορούμε να
διακρίνουμε τις εξής τάσεις:
Από τη μία πλευρά ο Ριζοσπάστης, που αποφεύγει γενικά τη λόγια
μορφολογία. Τύποι όπως ανεχθεί, καλυφθεί, προκηρυχθεί είναι σπάνι­
οι, ενώ απουσιάζει το συμφωνικό σύμπλεγμα σθ (παραφωνία σε τίτλο
άρθρου: θα χαραμισθούν αριστερές ψήφοι; όπου ρήμα καθημερινού
προφορικού λόγου «μεταμφιέζεται» σε λόγιο). Την ίδια εικόνα παρου­
σιάζει και ο Ριζοσπάστης τον 1982, με μεγαλύτερη αυστηρότητα (βλ.,
για παράδειγμα, ταχτικός καθηγητής). Θα λέγαμε ότι ο Ριζοσπάστης
τείνει να επιλέγει από τη μορφολογία της κοινής νεοελληνικής τις ανε­
πίσημες επιλογές της καθημερινής γλώσσας, ως πλέον προσιτές στα
λαϊκά στρώματα, στα οποία κατεξοχήν απευθύνεται. Ο Ριζοσπάστης
βρίσκεται περισσότερο κοντά στο πρότυπο της σχολικής γραμματικής,
που απεικονίζει την τάση σαφούς (και πολεμικής) οριοθέτησης ως προς
την καθαρεύουσα. Τα λόγια στοιχεία είναι ύποπτα συντηρητισμού.
Από την άλλη πλευρά, η Βραόυνή και η Απογευματινή εμφανίζουν
αρκετούς λόγιους σχηματισμούς: εγράφη, ελέχθη, επεδείχθη από τηλεο-
ράσεως, χρωματίσθηκαν, πολλαπλασιάσθηκαν, ενέπιπταν επί της Σο-
φοκλέονς, υπόσχοντο, πραγματοποιείτο, ισχυρισθούν, υπερασπισθεί
κτλ. Χαρακτηριστικό είναι ότι παρουσιάζονται με λόγια μορφή λέξεις
που δεν έχουν λόγια προέλευση: ρίχθηκαν (το αρχαίο ρήμα ήταν ρίπτω,
άρα ερρίφθησαν), ξεπεράσθηκαν, ή αναδύονται «ερμαφρόδιτοι» τύποι:
προεβλήθηκαν (μεταξύ του προεβλήθησανκαι του προβλήθηκαν). Αλλες
ερμαφρόδιτες δομές: πέραν από τα επίσημα στοιχεία, πλην της κυβέρ­
νησης, μεσούσης της χρηματιστηριακής κρίσης κτλ. Η υπεργενίκευση
της χρήσης του «ως» δημιουργεί προτάσεις όπως: οι ύπουλες κατηγο­
ρίες κατέρρευσαν ως πύργος από τραπουλόχαρτα.
Παρόμοια ήταν η γλωσσική πρακτική των εφημερίδων αυτών το
1982, με ισχυρότερη όμως παρουσία και άλλων λόγιων στοιχείων,

6. Το υλικό μας αποτελείται από τις εφημερίδες Τ ο Β ή μ α (13.2.1982,12.3.2000), Τ α


Ν έα (2.3.1982, 11.3.2000), Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία (17.2.2000, 12.3.2000), Έ θ ν ο ς (18.2.1982,
12.3.2000), Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή (13.2.1982,12.3.2000), Α π ο γ ε υ μ α τ ιν ή (26.11.1981, 12.3.2000), Η
Β ρ α ό υ ν ή (22.1.1982, 12.3.2000), Ρ ιζ ο σ π ά σ τ η ς (13.2.1982, 12.3.2000), Η Α υ γ ή (20.3.1982,
12.3.2000) , Τ ύ π ο ς τη ς Κ υ ρ ια κ ή ς (12.3.2000), Κ υ ρ ια κ ά τ ικ η Α υ ρ ια ν ή (12.3.2000). Δε θα
αναφερθούμε σε εφημερίδες που χρησιμοποιούν κάποια μορφή καθαρεύουσας, π.χ.
Ε σ τία .
162 ΑΝΝΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ

όπως οι λόγιες μετοχές: ενθαρρννθέντες από το πνεύμα της αλλαγής, το


καταληφθέν κτίριο, κυκλοφορούντων αυτοκινήτων, οχλουσών βιομη­
χανιών. (Η Βραδυνή το 1982 επέμενε ακόμη στο -η και -ω της υποτακτι­
κής και στο -ι των θηλυκών ουσιαστικών.) Ερμαφρόδιτες δομές: απο-
βλέπων αποκλειστικά και μόνο στο συμφέρον του κόμματος [...] και
δηλώνοντας ότι θα σεβαστεί [...], εθεωρείτο σαν πρωταγωνιστής.
Αρκετούς λόγιους σχηματισμούς εμφανίζουν και οι εφημερίδες Το
Βήμα και Η Καθημερινή, με την εξής σημαντική διαφορά όμως: είναι
σπάνιοι έως ανύπαρκτοι οι ερμαφρόδιτοι σχηματισμοί, υπάρχει δηλα­
δή μεγαλύτερη συνέπεια ως προς το χειρισμό των λόγιων τύπων και
δομών. Καταγράφουμε: ισχύουσας τότε της «λίστας», την κατάταξη του
μεταγραφέντος στις πρώτες σειρές των συνδυασμών, βοηθούντος του
ΚΚΕ, εν συνεχεία ετέθησαν εκτός ενεργού πολιτικής (Το Βήμα, 12.3.2000),
την επιτευχθείσα επί Κλίντον οικονομική ευημερία, καίτοι ευρισκόμε-
θα εν όψει μιας κρίσιμης εκλογικής αναμετρήσεως, εξήλθε της αιθού­
σης, εισερχόμεθα και επισήμως στην έναρξη της προεκλογικής περιόδου
(Η Καθημερινή, 12.3.2000). Στο ίδιο άρθρο συνυπάρχουν βρέθηκε, αρ-
νήθηκε, τοποθετήθηκε με εξελέγη, διεγράφησαν, συμπεριελήφθη. Εντυ­
πωσιακή είναι η εμμονή στο συμφωνικό σύμπλεγμα σθ: Το θερμότατο
και το υπερκομματικό χειροκρότημα της Βουλής επισφραγίσθηκε με το
«Άξιος», «Άξιος» που ακούσθηκε για πρώτη φορά σε προεδρική ορκω­
μοσία. Ο κ. Κωστής Στεφανόπουλος ορκίσθηκε χθες Πρόεδρος Δημο­
κρατίας (Η Καθημερινή, 12.3.2000). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Καθημε­
ρινή του 1982 περιείχε σαφώς περισσότερους λόγιους σχηματισμούς:
προτείνει όπως μη δημιουργηθεί, επεκράτησε η άποψη όπως τεθεί ευθέ­
ως πολιτικό ζήτημα κτλ.
Οι υπόλοιπες εφημερίδες (Αυγή, Έθνος, Ελευθεροτυπία, Τα Νέα,
Ελεύθερος Τύπος, Αυριανή κ.ά.) φαίνεται ότι επιλέγουν την πολυτυπία
της κοινής νεοελληνικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι αξιοποιούν τη μορφο-
λογική ποικιλία για υφολογικές διακρίσεις, δηλαδή για να υποδηλώ­
σουν επίσημο ή ανεπίσημο ύφος. Πολλές φορές παρατηρείται στο εσω­
τερικό του ίδιου άρθρου να χρησιμοποιεί ο αρθρογράφος και τους δύο
τύπους, με ελεύθερη εναλλαγή, χωρίς υφολογική διαφοροποίηση (ήρ-
θε/ήλθε, περιοριστεί/περιορισθεί, δεχτεί/δεχθεί κτλ.). Σχετικά σπάνια
εμφανίζονται ερμαφρόδιτες δομές, όπως: οι πιθανότητες στατιστικού
σφάλματος ελαχιστοποιούνται ή και ακυρώνονται ως εκ της επιβεβαι-
ώσεως με αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις της κατεύθυνσης των ερευνητι­
κών ευρημάτων (Αυγή, 12.3.2000).
Τέλος, έχει ενδιαφέρον να καταγράφουμε την ειρωνική-σκωπτική
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ «ΚΟΙΝΗ»: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΟΡΙΣΜΟΥ 163

χρήση λόγιων στοιχείων, για παράδειγμα: η εν είδει χάπενιγκ παρέμβα­


ση εκπροσώπων της Greenpeace, ρίχνοντας μερικές ντουζίνες κιλά
βαμβάκι επί τον οδοστρώματος [...] πέραν των ευτράπελων σχολίων
προκάλεσε και πολλά ερωτηματικά (Η Βραδυνή, 12.3.2000).
Η εικόνα που διαγράφεται είναι λοιπόν η εξής: γενική παραδοχή της
νεοελληνικής κοινής (25 χρόνια μετά την καθιέρωση της δημοτικής και
μετά από αρκετούς αιώνες κυριαρχίας της διγλωσσίας), με αποκλίσεις
που συνιστούν δύο πόλους, δύο βασικές τάσεις· η μία προς ανάδειξη
των ανεπίσημων μορφολογικών επιλογών της καθημερινής γλώσσας,
και η άλλη προς ανάδειξη των λόγιων επίσημων μορφολογικών επιλο­
γών του γραπτού λόγου ή λόγιων επιλογών που δεν εντάσσονται στην
κοινή νεοελληνική. Και οι δύο τάσεις συρρικνώνουν τις δυνατότητες
που παρέχει η πολυτυπία της κοινής γλώσσας -στη μία περίπτωση πε­
ριθωριοποιούνται οι λόγιοι σχηματισμοί, άρα καταγράφονται ως πολι­
τικά «συντηρητικοί», στην άλλη περίπτωση προβάλλονται υπερβολικά
(σε βαθμό να προκαλούν φαινόμενα υπερδιόρθωσης), άρα ανάγονται σε
επιλογές υψηλού κύρους και όχι σε επιλογές με συγκεκριμένο υφολογι-
κό-λειτουργικό φορτίο. Με δεδομένο ότι το γλωσσικό πρότυπο λει­
τουργεί και ως μηχανισμός κοινωνικών διακρίσεων, η δυσκολία και η
πολυπλοκότητα θεωρείται ότι αποδίδει μεγαλύτερο κύρος σε αυτόν
που το χειρίζεται. Το κοινό ανάμεσα στις δύο τάσεις είναι ότι διαμορ­
φώνουν πρότυπα, ότι ιδεολογικοποιούν κάποιες γλωσσικές επιλογές,
αποχαρακτηρίζοντάς τες υφολογικά.
Η τάση για χρησιμοποίηση λόγιων σχηματισμών μη ενταγμένων
στην κοινή νεοελληνική πιθανότατα σκιαγραφεί τη νόρμα που προβάλ­
λεται από μερίδα των MME, το αισθητικό πρότυπο της χρήσης της
γλώσσας από μορφωμένους χειριστές της εξουσίας. Όσα περισσότερα
επετεύχθη και επιτευχθέντα χρησιμοποιεί, τόσο περισσότερο κύρος θε­
ωρεί ότι αποκτά ο δημόσια εκφωνούμενος λόγος.7 Το μέλλον θα δείξει

7. Ό πως επισημαίνει και ο Π. Μπουκάλας, αυτή η «οιηματική» χρήση απολιθωμάτων


της καθαρεύουσας υποτίθεται ότι προσδίδει κύρος και επαληθεύει κάποια πνευματική
υπεροχή («Η “δημοσιογραφική κοινή” και τα πάθη της», Π ρ α κ τ ικ ά Σ υ ν ε δ ρ ίο υ γ ια τη ν
ε λ λ η ν ικ ή γλ ώ σ σ α , 1976-1 9 9 6 , Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1999). Μ’ αυτό τον τρόπο, η χρήση
της γλώσσας νομιμοποιείται από α υ τ ο ύ ς π ο υ τη χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν , εν ώ η τυποποιημένη (με
σεβασμό της πολυτυπίας) γλώσσα συνιστά κοινή δυνατότητα για όλους και αφήνει
περιθώρια λειτουργικής χρήσης ανάλογα με την περίσταση επικοινωνίας. Στη μία
περίπτωση αυτός που νομιμοποιεί είναι ο χρήστης, ενώ στην άλλη η ίδια η χρήση της
γλώσσας: στη μία περίπτωση κάτι είναι «ορθό» ή «ωραίο» γιατί το είπε ή το έγραψε ο
τάδε ή η τάδε εφημερίδα, ενώ στην άλλη κάτι είναι ορθό και κατάλληλο για το σκοπό για
τον οποίο ειπώθηκε ή γράφηκε.
164 ΑΝΝΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ

πόσο ισχυρός μηχανισμός είναι αυτός και πόσο συνδέεται με το ιδεολό­


γημα της αναγκαιότητας της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών για
θεραπεία της «γλωσσικής πενίας».8

8. Αρκεί να σκεφτούμε ότι σχηματισμοί όπως ο ε π ιτ ε υ χ θ ε ίς , η ε π ιτ ε υ χ θ ε ίσ α , το


ε π ιτ ε υ χ θ έ νχωρίς γνώση των αρχαίων ελληνικών δεν έχουν πολλές ελπίδες αξιοπρεπούς
μεταχείρισης. Για να μη μιλήσουμε για τη δ ιδ ά σ κ ω ν , το α ν α λ ο γ ώ ν π ο σ ό , τ ω ν ε π ε ιγ ό ν τ ω ν
π ε ρ ιπ τ ώ σ ε ω ν , τ ω ν ε ξ ε γ ε ρ θ έ ν τ ω ν μ α ζ ώ ν κτλ. (βλ. και την τερατογένεση που ανέφερε στο
παρόν συνέδριο ο Κριαράς: ν ε ο ε ισ ε λ θ ε ίς ). Και η εύλογη απορία μαθήτριας του δημοτι­
κού σχολείου σχετικά με την «υψηλού κύρους» προσφώνηση κ. κ α θη γη τά : «Ποιος είναι
αυτός ο κύριος καθηγητάς;» (εφόσον μόνο κατά το ψ α ρ ά ς θα μπορούσε να κλίνεται στα
νέα ελληνικά...).
ΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΑΟΓΟΥ
-
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ:
ΕΙΔΗ, ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Γιάννης Ανδρουτσόπονλος

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ΓΙΑΤΙ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ είναι, απα­


Τ ραίτητη σήμερα, δεν χρειάζεται να σχολιαστεί ιδιαίτερα. «Ό,τι
γνωρίζουμε για την κοινωνία μας, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο
όπου ζούμε, το γνωρίζουμε από τα Μέσα», έχει πει ο γερμανός κοινω­
νιολόγος Niklas Luhmann.1 Στόχος μου είναι να σκιαγραφήσω τρία
ερευνητικά υποδείγματα για τη γλωσσολογική μελέτη του έντυπου δη­
μοσιογραφικού λόγου, όπως αυτά εφαρμόζονται στην αγγλόφωνη και
γερμανόφωνη έρευνα. Ο περιορισμός μου στην ξενόγλωσση βιβλιογρα­
φία δεν σημαίνει βέβαια ότι οι προσεγγίσεις αυτές δεν έχουν χρησιμο­
ποιηθεί στη χώρα μας. Ωστόσο, στόχος μου είναι να αποσπάσω την
προσοχή από την ελληνική δημοσιογραφική και γλωσσολογική πραγμα­
τικότητα και να τη στρέψω προς τη «λογική» των ερευνητικών υποδειγ­
μάτων, τα βασικά τους ερωτήματα και ευρήματα. Εισαγωγικά, θα ανα­
φερθώ σε δύο έννοιες που θεωρούνται ζωτικές για τη γλωσσολογική με­
λέτη του δημοσιογραφικού λόγου γενικότερα: ιδεολογία και γλωσσική
ποικιλότητα.

2. ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ, ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΣΤΟΝ ΤΥΠΟ

Το ότι η γλώσσα του Τύπου ποικίλλει, είναι ολοφάνερο: Για παράδειγ­


μα, ένα και το αυτό γεγονός παρουσιάζεται με πολύ διαφορετικούς τί­

1. Luhmann (1996, 9). Ακολουθώντας την πρακτική πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών,


χρησιμοποιώ τον όρο «Μέσα» αντί για το αρκτικόλεξο «MME».
168 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

τλους. Οι στήλες μιας εφημερίδας -πολιτικά, αθλητικά, κοσμικά, μι-


κροσχόλια κτλ.- χρησιμοποιούν διαφορετική γλώσσα η καθεμία. Ο
ίδιος θεματικός τομέας (π.χ. τα αθλητικά) μπορεί να καλυφθεί με πολύ
διαφορετικό τρόπο ανάλογα με την εφημερίδα. Εξάλλου, αναγνώστες
και δημοσιογράφοι αναγνωρίζουν (και αξιολογούν) διαφορές στη
γλωσσική έκφραση των εφημερίδων, αναφερόμενοι σε μια γλώσσα «συ­
ντηρητική», «λαϊκή», «σωστή», «άσχημη», «ξύλινη» κτλ. Σκόπιμο είναι
λοιπόν να απορρίψουμε από την αρχή οποιαδήποτε θεωρία γλωσσικής
ομοιογένειας. Όπως ακριβώς δεν υπάρχει η γλώσσα των Μέσων,2 έτσι
δεν υπάρχει και η γλώσσα του Τύπου ή ο δημοσιογραφικός λόγος. Το
σύστημα των έντυπων Μέσων είναι ένα πολυδιάστατο πεδίο γλωσσικής
χρήσης, με προτιμήσεις συχνά αντιμαχόμενες και ίσως αντιφατικές,
όμως όχι τυχαίες.
Από τους διάφορους παράγοντες που μπορεί να καθορίζουν τη
γλωσσική χρήση μιας εφημερίδας, ο ερευνητής γλωσσολόγος σίγουρα
δεν θα αγνοήσει το λεγόμενο «house style» (οικιακό ύφος), δηλαδή το
ιδιαίτερο γλωσσικό στίγμα της κάθε εφημερίδας ή ακόμα και ορισμέ­
νων (επώνυμων) δημοσιογράφων. Ωστόσο, ο παράγοντας που υπόσχε­
ται συστηματικότερα ευρήματα, είναι το «κοινωνικό προφίλ» του κάθε
εντύπου: Ποια είναι η θέση της εφημερίδας στην αγορά, ποιος ο τυπι­
κός, αναμενόμενος ή «ιδανικός» αναγνώστης της, ποια τέλος η γλώσσα
που οι υπεύθυνοι της εφημερίδας θεωρούν ότι ταιριάζει στον τυπικό
αυτόν αναγνώστη; Η σχέση αυτή ανάμεσα στο γλωσσικό ύφος και το
τυπικό κοινό ενός Μέσου εκφράζεται στη γλωσσολογία με τον όρο
audience design (ή «ακροαματικός σχεδιασμός», όπως έχει αποδοθεί ο
όρος στα ελληνικά).3 Όπως λέει η Deborah Cameron (1996: 320), η
γλώσσα μιας εφημερίδας
είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε μία ομάδα ιδανικών [imagined] αναγνωστών
και, εξίσου σημαντικό, διαφημιζομένων, να μπορεί άνετα να ταυτιστεί με αυ­
τήν. Ό πω ς η προφορά στην ομιλία, έτσι και το γλωσσικό ύφος μιας εφημερί­
δας είναι σημάδι [marker] ταυτότητας και κοινωνικής διαφοροποίησης.

Για να ορίσουν αυτή την κοινωνική διαφοροποίηση του ημερήσιου


Τύπου, πολλοί ερευνητές χρησιμοποιούν δύο βασικούς άξονες αναφο­
ράς: ο άξονας «πάνω - κάτω» αφορά τη θέση της εφημερίδας στην αγο­

2. Με την έννοια ενός ομοιογενούς συστήματος, μιας γλωσσικής ποικιλίας -δες μ.ά.
Burger (1990, 3), Kress (1986, 395-6).
3. Πρωτοδιατυπώθηκε από τον Bell (1984).
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 169

ρά (π.χ. «ποιοτικές» και «λαϊκές» εφημερίδες), ενώ ο άξονας «δεξιά -


αριστερά» αφορά την πολιτική τοποθέτηση που η εφημερίδα συμμερίζε­
ται ή και προασπίζεται. Το στίγμα μιας εφημερίδας στον χώρο που ορί­
ζουν οι δύο άξονες είναι αυτό που καμιά φορά αποκαλείται ιδεολογία
ή ιδεολογική τοποθέτηση μιας εφημερίδας.
Όσο σημαντική είναι η έννοια της ιδεολογίας για τη μελέτη του δη­
μοσιογραφικού λόγου, τόσο δύσκολος είναι ο ορισμός της. Με βάση τη
σχετική βιβλιογραφία4 μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τύπους ερμηνεί­
ας: Μια πρώτη ερμηνεία, που βρίσκεται αρκετά κοντά στην καθημερινή
γλώσσα, ταυτίζει την ιδεολογία με ένα αρθρωμένο σύστημα αξιών και
πεποιθήσεων (π.χ. πολιτική, θρησκευτική ιδεολογία). Μια δεύτερη ερ­
μηνεία (γνωστή και ως ιδεολογική κριτική) βλέπει την ιδεολογία ως
έναν ειδικό τρόπο αναπαράστασης της κοινωνίας, ο οποίος στηρίζει
και αναπαράγει σχέσεις εξουσίας, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που
βασίζονται στην κοινωνική τάξη, το φύλο ή την εθνικότητα. Στο πλαί­
σιο αυτής της ανακοίνωσης, θα προτιμήσω μια τρίτη και πλατύτερη ερ­
μηνεία: ιδεολογία ως κοσμοθεωρία, ως το σύνολο των πεποιθήσεων και
αντιλήψεων μιας κοινωνικής ομάδας.5 Όπως λέει ο van Dijk, ιδεολογία
είναι οι βασικές αρχές που ορίζουν ό,τι τα μέλη μιας κοινωνικής ομά­
δας θεωρούν σωστό ή εσφαλμένο, αληθές ή ψευδές.6
Μια τέτοια πλατιά ερμηνεία επιτρέπει μια πλουραλιστική ματιά
στις ιδεολογίες του Τύπου. Μας βοηθά να διακρίνουμε ότι -πέρα από
το βασικό της στίγμα στον χώρο που ορίζουν οι δύο προαναφερθέντες
άξονες- κάθε εφημερίδα απευθύνεται επιλεκτικά σε επιμέρους ομάδες
με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Για να δώσω ένα παράδειγμα: Ο «Αποδυτη-
ριάκιας» στον Φίλαθλο, η «Σίβυλλα» στο Βήμα, το «Πού πας φαντάρε»
στην Ελευθεροτυπία, τα «Κοσμικά» του Αδέσμευτου Τύπου -αυτές και
παρόμοιες στήλες αντανακλούν διαφορετικές ιδεολογίες που συνδέο­
νται με συγκεκριμένους τρόπους ζωής, με καθημερινές πρακτικές και
αισθητικές προτιμήσεις.

4. Δες Scannei (1998), Fowler (1991), Fairclough (1995), Van Dijk (1998).
5. Στην εισαγωγή του στον συλλογικό τόμο L anguage a n d I d e o lo g y , ο Jef Verschueren
(1999) ορίζει ως «ιδεολογία» κάθε συσχετισμό πεποιθήσεων ή ιδεών που αφορούν μία
όψη της κοινωνικής πραγματικότητας, βιώνονται ως θεμελιώδεις ή αυτονόητες και
παίζουν κανονιστικό ρόλο στο πλαίσιο μιας κοινότητας.
6. Van Dijk (1998, 24-25): «Our theory proposes that ideologies are the “axiomatic”
basis of the mental representations shared by the members of a social group. That is, they
represent the basic principles that govern social judgement -what group members think is
right or wrong, true or false.»
170 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Συνοψίζοντας τις παραπάνω παρατηρήσεις για τη σχέση ιδεολογίας


και γλωσσικής ποικιλότητας στον Τύπο: Τα Μέσα παίρνουν ιδεολογική
θέση κάθε φορά που εστιάζουν σε μία μικροκοινότητα με τα ενδιαφέρο­
ντα και τα προβλήματά της, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ψήγματα
από τη γλώσσα, από το εκφραστικό ρεπερτόριο αυτής της μικροκοινό-
τητας. Κατά συνέπεια, μια σημαντική αποστολή της γλωσσολογικής
έρευνας του δημοσιογραφικού λόγου είναι να μελετήσει τη σχέση ανά­
μεσα στις γλωσσικές επιλογές των Μέσων και τις κοινωνικές τοποθετή­
σεις (τις ιδεολογίες) που οι επιλογές αυτές εκφράζουν ή υπονοούν.

3. ΤΡΕΙΣ ΚΕΙΜΕΝΟΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Περνάω τώρα στα τρία ερευνητικά υποδείγματα για τη γλωσσολογική


ανάλυση του δημοσιογραφικού λόγου: (ι) ανάλυση κειμενικών ειδών,
(ιι) ανάλυση γλωσσικής ποικιλότητας, (ut) κριτική ανάλυση δημοσιο­
γραφικού λόγου. Και τα τρία υποδείγματα είναι «κειμενοκεντρικά» ή
«γλωσσοκεντρικά», με την έννοια ότι η ανάλυση περιορίζεται στον
γλωσσικό κώδικα, το γραπτό κείμενο, αποσπώντας τον από το σημειω­
τικό του περιβάλλον πάνω στη σελίδα της εφημερίδας.7 Ωστόσο, στο τέ­
λος της εισήγησης θα αναφερθώ συνοπτικά και σε προσεγγίσεις που
υπερβαίνουν αυτόν τον περιορισμό.

3.1 A N A Λ Υ Σ Η Κ Ε Ι Μ Ε Ν Ι Κ Ω Ν Ε Ι Δ Ω Ν

Το πρώτο ερευνητικό υπόδειγμα έχει ως αντικείμενο ό,τι αποκαλείται


στην αγγλόφωνη (και γαλλόφωνη) βιβλιογραφία genre, στον γερμανό­
φωνο χώρο Textsorte και στα ελληνικά είδος λόγου ή είδος κειμένον-
κειμενικό είδος. Ας τονιστεί από την αρχή ότι η εφημερίδα (ως συνολι­
κό προϊόν) δεν είναι είδος κειμένου, αλλά φορέας πολυάριθμων κειμε-
νικών ειδών, π.χ. είδηση, ρεπορτάζ, σχόλιο, επιφυλλίδα, παραπολιτικό
σημείωμα, κριτική, δελτίο καιρού κτλ.8
Ένα είδος κειμένου ορίζεται συνήθως ως μία «περίπλοκη» ή «σύνθε­

7. Δες Fowler (1991, 8) για μια ρητή παραδοχή αυτού του μεθοδολογικού περιορι­
σμού.
8. Γενικά για τα κειμενικά είδη του Τύπου, δες Ltiger (1995), Bucher (1986). Από μεμο­
νωμένα είδη έχουν μελετηθεί μεταξύ άλλων οι ειδήσεις (Burger, 1990, Bell, 1991, Bell,
1998), το ρεπορτάζ (Müller, 1989) και η συνέντευξη (Burger, 1990, 50 επ.).
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 171

τη» λεκτική πράξη και περιγράφεται ως συνδυασμός εξωγλωσσικών


και γλωσσικών γνωρισμάτων. Τα εξωγλωσσικά γνωρίσματα περιλαμ­
βάνουν τόσο την επικοινωνιακή λειτουργία του κειμένου (π.χ. καθαρή
πληροφόρηση για τις ειδήσεις, διατύπωση υποκειμενικής γνώμης για το
σχόλιο της σύνταξης), όσο και τους διάφορους όρους ή παράγοντες της
επικοινωνίας. Στην περίπτωση του ημερήσιου Τύπου, ορισμένοι όροι
είναι κοινοί για όλους τους συμπαίκτες -έχουμε δηλαδή δημόσια, έντυ­
πη και μαζική επικοινωνία με ασύμμετρη σχέση πομπού και δέκτη-,
ενώ άλλοι ποικίλλουν (το κοινωνικό προφίλ και το εύρος κυκλοφορίας
του κάθε εντύπου).
Γλωσσολογικά, η ανάλυση ενός κειμενικού είδους συνυπολογίζει
μια σειρά από αναλυτικά επίπεδα: τη μακροδομή ή τον δομικό τύπο
του κειμενικού είδους (όπως αυτός προσδιορίζεται με πραγματολογι­
κά, θεματικά και συντακτικά κριτήρια),9 τη θεματική ανάπτυξη (π.χ.
αφηγηματική για την είδηση και το ρεπορτάζ, επιχειρηματολογική για
το σχόλιο), την τροπικότητα (π.χ. υποκειμενικότητα, ειρωνεία), τη
γραμματική συνοχή, τέλος το τυπικό λεξιλόγιο, τα τυπικά μεταφορικά
σχήματα και άλλα γνωρίσματα της μικρογλωσσικής διαμόρφωσης. Μια
τέτοια ανάλυση γρήγορα δείχνει ότι κάθε είδος κειμένου έχει το δικό
του γλωσσικό «προφίλ» - μ ’ άλλα λόγια ένα πλέγμα από συμβάσεις
γλωσσικής διαμόρφωσης που είναι θεμελιωμένες στην επικοινωνιακή
λειτουργία του κειμένου και τη σύνδεσή του με τομείς κοινωνικής δρα­
στηριότητας. Οι συμβάσεις αυτές οριοθετούν το είδος κειμένου, επιτρέ­
ποντας ταυτόχρονα και ένα περιθώριο ποικιλότητας στη διαμόρφω­
σή του.
Ο βασικός καρπός αυτής της προσέγγισης είναι η «χαρτογράφηση»
του επικοινωνιακού χώρου -στην περίπτωσή μας, των συστατικών
μιας εφημερίδας. Παρόλο που η ανάλυση κειμενικών ειδών δεν θίγει
άμεσα τη σχέση γλωσσικής ποικιλότητας και ιδεολογίας, μπορεί να
χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο για να καταδειχτεί μια τέτοια σχέση. Γε­
νικότερα, η ανάλυση κειμενικών ειδών αποτελεί μεθοδολογική αφετη­
ρία και σημείο αναφοράς για λεπτομερέστερα γλωσσολογικά ερωτήμα­
τα, όπως π.χ. η θεματική ανάπτυξη σε βιβλιοκρισίες, η υποκειμενικότη­
τα στο κυρίως σχόλιο, η ελλειπτική σύνταξη των τίτλων, τα μεταφορι­

9. Ο Allan Bell π.χ. αναπαριστά τη δομή της είδησης (news) ως διάγραμμα με τρεις
βασικούς κόμβους: (α) πηγή, (β) abstract (δηλ. τίτλος και lead), και (γ) story, δηλαδή το
καθεαυτό κείμενο, αποτελούμενο από επεισόδια που με τη σειρά τους αποτελούνται από
συμβάντα (Bell, 1998).
172 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

κά σχήματα στο αθλητικό ρεπορτάζ κτλ. Ερευνητικά ερωτήματα τέτοιου


είδους ορίζονται κατά κανόνα (και από μεθοδολογική σκοπιά πρέπει
να ορίζονται) με αναφορά σε συγκεκριμένα είδη κειμένου. Αλλά και
όσον αφορά τη στατιστική ανάλυση γλωσσικής ποικιλότητας, είναι αυ­
τονόητο ότι τα δείγματά μας θα προέρχονται από το ίδιο είδος κειμέ­
νου σε δύο ή περισσότερες εφημερίδες, γιατί έτσι κρατάμε ορισμένους
παράγοντες σταθερούς, μεταβάλλοντας μόνο το κοινωνικό προφίλ του
Μέσου.101

3.2 Α Ν Α Λ Υ Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Ι Κ Η Σ Π Ο Ι Κ Ι Λ Ο Τ Η Τ Α Σ

Το δεύτερο υπόδειγμα έρευνας, η ανάλυση γλωσσικής ποικιλότητας,


προσπαθεί να καταδείξει ποσοτικές (στατιστικές) σχέσεις ανάμεσα σε
ορισμένες γλωσσικές μεταβλητές (στη σύνταξη, τη μορφολογία ή το λε­
ξιλόγιο) και ορισμένους εξωγλωσσικούς παράγοντες (π.χ. μια ορισμένη
ταξινόμηση των εφημερίδων). Έρευνες αυτού του τύπου χρησιμοποι­
ούν κατά κανόνα την έννοια του ακροαματικού σχεδιασμού όπως ανα­
φέρθηκε παραπάνω, δηλαδή τη σχέση ανάμεσα στο γλωσσικό ύφος του
Μέσου και το τυπικό ή αναμενόμενο κοινό του.11
Το τυπικό αντικείμενο ανάλυσης είναι μια μορφολογική ή συντακτι­
κή μεταβλητή σε δύο ή περισσότερες εφημερίδες. Για παράδειγμα, ο
Allan Bell (1991) μελετά την εξάλειψη του άρθρου στους τίτλους βρετα­
νικών εφημερίδων. Ένα δεύτερο αντικείμενο είναι η «πυκνότητα» ορι­
σμένων γλωσσικών στοιχείων. Για παράδειγμα, ο Andreas Jucker (1992)
εξετάζει την πολυπλοκότητα της ονοματικής φράσης σε βρετανικές εφη­
μερίδες.12 Τόσο αυτοί οι δύο ερευνητές όσο και πολλές ακόμη μελέτες
δείχνουν ότι η συχνότητα των υπό εξέταση γλωσσικών στοιχείων -και,
συνεκδοχικά, η γλώσσα μιας εφημερίδας- συναρτάται τόσο με την κοι­

10. Αλλά ακόμη και η ίδια η επιλογή ειδών κειμένου σε μία εφημερίδα μπορεί να έχει
ιδεολογική βαρύτητα: Το αν μία εφημερίδα διαθέτει, λόγου χάρη, κοσμική στήλη, στήλη
για τους κομπιουτεράδες ή για τους φιλόζωους ή γράμματα αναγνωστών ή ροζ αγγελίες
-όλα αυτά είναι ενδεικτικά για τα είδη κοινωνικών σχέσεων που οι παραγωγοί απο­
σκοπούν ως προς τους δέκτες και για το προφίλ του αναγνώστη όπως το σχεδιάζει η
εφημερίδα (δες Kress, 1986, 408).
11. Ο Jucker (1992, Κεφ. 2) δείχνει ότι διάφορες μελέτες της γλώσσας των Μέσων
ταιριάζουν (ως προς τη σύλληψη, τα ερωτήματα και το εμπειρικό αντικείμενο) στο
θεωρητικό πλαίσιο του ακροαματικού σχεδιασμού.
12. Ο Jucker (1992) διακρίνει αφενός την «παραδειγματική» (à la Labov), αφετέρου τη
«μη παραδειγματική» (με ρίζες στην παραδοσιακή υφολογία) προσέγγιση.
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 173

νωνική διαφοροποίηση των εφημερίδων όσο και με τη θεματική ενότη­


τα στο εσωτερικό μιας εφημερίδας (π.χ. σπορ, εξωτερικά, εσωτερικά,
οικονομικά, τέχνες).
Η ανάλυση γλωσσικής ποικιλότητας συχνά παρουσιάζεται ως δείγ­
μα (ή έκφανση) μιας γενικότερης κοινωνιογλωσσικής τάσης ή αντίθε­
σης. Η Deborah Cameron διακρίνει πέντε αντιθέσεις («πολικότητες»)
για τη σύγκριση του γλωσσικού ύφους στον βρετανικό Τύπο:
α) Η αντίθεση πληροφοριακό - συναισθηματικό (informational -
affective) αφορά τον τρόπο παρουσίασης των γενονότων.
β) Η αντίθεση επίσημη - καθημερινή γλώσσα (formal - colloquial)
σχετίζεται με τη γλωσσική ποικιλία (ή το επίπεδο γλώσσας) και περι­
λαμβάνει τόσο συντακτικά γνωρίσματα (π.χ. απλή ή σύνθετη προτασια­
κή δομή, μήκος πρότασης) όσο και το λεξιλόγιο (ιδιαίτερα τη χρήση ή
αποφυγή προφορικών και μη πρότυπων εκφράσεων). Συγγενής είναι
και η αντίθεση ανάμεσα σε γραπτό και προφορικό ύφος.
γ) Η αντίθεση κύρος - αλληλεγγύη (status - solidarity) σχετίζεται ιδι­
αίτερα με επιλογές κατονομασμού και προσφώνησης (τόσο των παρου-
σιαζομένων όσο και των αναγνωστών).
δ) Η αντίθεση παράδοση - νεοτερισμός (tradition - modernity) έχει
να κάνει με το βαθμό διατήρησης παραδοσιακών κανόνων ή ενσωμάτω­
σης καινοτομιών (στην ορθογραφία, το λεξιλόγιο, τη σύνταξη).
ε) Η αντίθεση εθνοκεντρισμός - διεθνισμός (ethnocentrism -
internationalism) διατυπώνεται π.χ. στην ονομασία ξένων κρατών και
πόλεων, δείχνοντας μια λιγότερο ή περισσότερο εθνοκεντρική (στην πε­
ρίπτωση της Cameron: βρετανική) κοσμοθεωρία.
Από τον κατάλογο αυτό, τα ζεύγη (β) (επίπεδο λόγου) και (δ) (παρά­
δοση και νεοτερικότητα) αποτελούν πρόσφορη αφετηρία για τη στατι­
στική ανάλυση της γλώσσας του Τύπου. Όπως τονίζει η Cameron
(1996), οι πέντε αυτές αντιθέσεις αλληλοσυνδέονται και σχηματίζουν
προβλέψιμους τύπους συνεμφάνισης σε συσχετισμό με τους δύο άξονες
αναφοράς του ακροαματικού σχεδιασμού, «πάνω - κάτω» και «δεξιά -
αριστερά». Έτσι, το ύφος των λεγάμενων λαϊκών εφημερίδων τείνει
προς τους πόλους «συναισθηματικό», «καθημερινή γλώσσα» και «αλλη­
λεγγύη». Από τις λεγόμενες ποιοτικές εφημερίδες, η γλωσσική χρήση
των δεξιότροπων φύλλων είναι περισσότερο προσανατολισμένη προς
το «κύρος», «παραδοσιακή» και «εθνοκεντρική» από αυτήν των κεντρι­
κών και αριστερών φύλλων.13

13. Ας σημειωθεί ότι η Cameron δεν κάνει καμία αναφορά σε είδη κειμένου (ή και
174 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Είναι όμως οι στατιστικές διαφορές του ερευνητή σημαντικές και


για τους δημοσιογράφους και τους αναγνώστες; Ο Jucker (1992,253-4)
τονίζει ότι οι συντακτικές δομές που ο ίδιος μελέτησε μάλλον δεν επη­
ρεάζουν άμεσα την υφολογική πρόσληψη του αναγνώστη. Οι χτυπητές
διαφορές μάλλον βρίσκονται αλλού: το καθημερινό ή λόγιο λεξιλόγιο,
οι ιδιωματισμοί του δρόμου ή οι αρχαΐζουσες εκφράσεις είναι για τον
αναγνώστη εμφανέστερα σημάδια ιδεολογικού προσανατολισμού, δεν
προσφέρονται όμως για στατιστική ανάλυση.

3.3 Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η Δ Η Μ Ο Σ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Ο Υ Α Ο Γ Ο Υ

Ορισμένες στατιστικές διαφορές στη γλωσσική χρήση του Τύπου μπο­


ρούν λοιπόν να ερμηνευτούν ως σημάδια ιδεολογίας, σημάδια του κοι­
νωνικού προφίλ μιας εφημερίδας. Ωστόσο, η ρητή σχέση γλωσσικής
χρήσης και ιδεολογίας διατυπώθηκε στο πλαίσιο της λεγόμενης κριτι­
κής γλωσσολογίας, όπως αυτή αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’70 και
του ’80.14
Η κριτική γλωσσολογία προσεγγίζει τη σχέση γλώσσας και ιδεολο­
γίας από δύο σκοπιές. Από τη μία θεωρεί ότι η ίδια η γλωσσική δομή
εμπεριέχει ιδεολογικές τοποθετήσεις (π.χ. σε ό,τι αφορά τη διάκριση
και κατονομασία των δύο φύλων), από την άλλη υποστηρίζει ότι η χρή­
ση της γλώσσας αναπαράγει ιδεολογικές τοποθετήσεις. Εστιάζοντας τη
γλωσσική χρήση στον Τύπο, ερευνητές όπως ο Roger Fowler (1991) και
ο Gunther Kress (1986) δείχνουν ότι, λόγω των συνθηκών παραγωγής
του δημοσιογραφικού λόγου, η αναπαράσταση των γεγονότων στα
Μέσα δεν (μπορεί να) είναι ιδεολογικά ουδέτερη. Κατά συνέπεια, ούτε
η γλώσσα των ειδήσεων μπορεί να είναι ελεύθερη αξιολογήσεων και
ιδεολογικών επιλογών. Ακόμα περισσότερο, αυτές οι αξιολογήσεις και
επιλογές συνδέονται με πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, χωρίς
όμως αυτό να είναι πάντοτε σαφές στον απλό αναγνώστη.
Για να πάρουμε ένα διάσημο παράδειγμα:15 Η επικεφαλίδα «Rioting
blacks shot dead by police» -κατά λέξη: Ταραχοποιοί μαύροι πνροβο-

θέματα), υπονοώντας ίσως ότι οι παραπάνω τάσεις γίνονται εμφανείς σε διάφορα σημεία
μιας εφημερίδας, π.χ. από τα πολιτικά έως τα αθλητικά, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η
εμπειρική βάση της σύγκρισης είναι παρόμοια. Το κατά πόσο αυτές οι τάσεις και συνεμ-
φανίσεις ισχύουν και για τη γλωσσική χρήση στον ελληνικό Τύπο, είναι κάτι που προφα­
νώς πρέπει να μελετηθεί εμπειρικά.
14. Δες ιδιαίτερα Fowler (1991), Kress (1983).
15. Με βάση την παρουσίαση του Schroder (1994).
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 175

λούνται θανάσιμα από την αστυνομία- περιέχει σύμφωνα με την κριτι­


κή ανάλυση δύο γλωσσικές επιλογές που επιδέχονται ιδεολογική ερμη­
νεία: τη χρήση της παθητικής φωνής και την επιλογή της μετοχής rioting
(αντί π.χ. για protesting ή demonstrating). Φέρνοντας στο νου ταραχές
και έναν ανεξέλεγκτο όχλο, η λέξη rioting νομιμοποιεί τη δράση της
αστυνομίας, ενώ με την παθητική σύνταξη ο δράστης εμφανίζεται όχι
στην αρχή της πρότασης, όπου θα ήταν και πιο εμφανής, αλλά στο τέ­
λος της. Πόσο διαφορετική θα ήταν η ερμηνεία με έναν τίτλο όπως π.χ.
«Police shoots protesting civilians dead» (Η αστυνομία πυροβολεί θανά­
σιμα διαμαρτυρόμενους πολίτες). Όμως, σύμφωνα με την ανάλυση πά­
ντοτε, οι κοινωνικοοικονομικές ελίτ που ελέγχουν τον Τύπο έχουν κά­
θε συμφέρον να ελαχιστοποιήσουν (ή και να αποκρύψουν) την ευθύνη
των κρατικών οργάνων, προβάλλοντας αντίθετα ορισμένες ενέργειες
των πολιτών ως απειλή όχι μόνο για τους κρατούντες, αλλά για την
κοινωνία στο σύνολό της -μετατρέποντας δηλαδή ένα ταξικό συμφέρον
σε κοινό συμφέρον, διά της χειραγώγησης του λόγου. Ασφαλώς, η κρι­
τική γλωσσολογία δεν κρύβει τις πολιτικές της καταβολές.
Συνδέοντας τη γραμματική με την ιδεολογική ανάλυση, η κριτική
γλωσσολογία δείχνει ότι ακόμη και φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέ­
ρειες της γλωσσικής διατύπωσης μπορούν να συμβάλλουν στην αναπα­
ραγωγή κοινωνικών στερεοτύπων ή στη συγκάλυψη πολιτικών ευθυ­
νών. Από πρακτική σκοπιά, η κριτική γλωσσολογική έρευνα απέφερε
μια λεπτομερή περιγραφή και ταξινόμηση γλωσσικών επιλογών που θε­
ωρούνται ότι λειτουργούν ιδεολογικά. Αναλυτικότερα, με βάση τους
Fowler (1991), Schrader (1994) και van Dijk (1998):

- Στη σύνταξη: (α) η μεταβατικότητα (ποιος παρουσιάζεται ως δράστης


ενεργειών), (β) η παθητική φωνή, σε συνδυασμό μάλιστα με την εξάλει­
ψη του δράστη («ο Β δολοφονήθηκε» αντί «ο A δολοφόνησε τον Β»),
(γ) η τροπικότητα (π.χ. η διατύπωση «αναγκάστηκαν να ανοίξουν πυρ»
δικαιολογεί μια ενέργεια καθώς την παρουσιάζει ως απόρροια ανωτέ-
ρας βίας), και (δ) η ονοματικοποίηση (με αποτέλεσμα τη συμπαγή και
αφηρημένη έκφραση ενεργειών με ουσιαστικά και όχι με ρήματα).
- Στο λεξιλόγιο, η χρήση λέξεων πλούσιων σε συνδηλώσεις (ιδιαίτερα
στο πεδίο των κοινωνικών κατηγοριοποιήσεων), καθώς και στοιχεί­
ων από ειδικά λεξιλόγια (που συγκαλύπτουν ευθύνες κάτω από την
αυθεντία της τεχνικής γνώσης).16

16. Ας θυμηθούμε εδώ τον όρο c o lla te ra l d a m a g e που χρησιμοποιήθηκε από στρατιω-
176 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

- Στα κύρια ονόματα και τις προσφω νήσεις, οι διάφορες υβριστικές,


χλευαστικές, χαϊδευτικές, στιγματιστικές κτλ. παραλλαγές (ιδιαίτε­
ρα για ονόματα πολιτικών αρχηγών αλλά και ιδιωτών που βρίσκο­
νται στο επίκεντρο της δημοσιότητας.17
- Τέλος, τα διάφορα σχήματα λό γο υ και οι εννοιολογικές μεταφορές.

Το αδύνατο σημείο της προσέγγισης αυτής βρίσκεται στους ισχυρι­


σμούς της για την επίδραση των γλωσσικών επιλογών του Τύπου στον
σχηματισμό γνώμης του αναγνώστη. Ενώ η πρώιμη κριτική γλωσσολο­
γία έτρεφε την εντύπωση ότι η δομική ανάλυση μπορεί να μας διαφωτί­
σει και για το πώ ς διαβάζονται τα κείμενα,18 η επακόλουθη συζήτηση
τόνισε ότι η ερμηνεία μιας είδησης εξαρτάται όχι μόνο από τη διατύπω­
σή της, αλλά και από τη βιογραφία και την κοινωνική θέση του αναγνώ­
στη.19 Σήμερα, πλέον, η γλωσσολογία των Μέσων Επικοινωνίας ανα­
γνωρίζει ότι κανένα συμπέρασμα για τον ιδεολογικό α ντίκτυπο των ει­
δήσεων που στηρίζεται μόνο σε κειμενική ανάλυση δεν μπορεί να θεω­
ρηθεί επιστημονικά κατοχυρωμένο.
Η μετεξέλιξη της κριτικής γλωσσολογίας στη δεκαετία του ’90 είναι
γνωστή ως κριτική ανάλυση λό γο υ (critical discourse analysis, ΚΑΛ) και
συνδέεται ιδιαίτερα με τα ονόματα των Teun van Dijk, Norman
Fairclough και Ruth Wodak.20 Η ΚΑΛ συνεχίζει την κριτική αντιμετώπι­
ση του δημοσιογραφικού λόγου, διαφέρει ωστόσο σε διάφορα σημεία
από την πρώιμη κριτική γλωσσολογία. Ως προς το εμπειρικό υλικό, η
ΚΑΛ δεν περιορίζεται στον Τύπο, αλλά δουλεύει με δείγματα από όλα
τα Μέσα καθώς και με άμεση προφορική επικοινωνία. Ως προς τις με­
θόδους, η ΚΑΛ χρησιμοποιεί τη γραμματική-δομική ανάλυση πλάι σε
άλλους τρόπους κειμενικής ανάλυσης.21 Τόσο ο van Dijk όσο και ο

τικούς σε διάφορους πολέμους της τελευταίας δεκαετίας, εννοώντας τη δ ο λ ο φ ο ν ία


α μ ά χω ν α π ό σφ ά λμ α.
17. Δες ιδίως Fowler (1991, 112 επ.).
18. Ο Boyd-Barrett (1994) αποκαλεί αυτή την «αυταπάτη» της κριτικής γλωσσολογίας
«the effect fallacy».
19. Δες μ.ά. Boyd-Barrett (1994, 29) και Schrader (1994). Η κριτική αυτή ισχύει και
για τις συγκριτικές αναλύσεις του Kress (1983 και 1986) που δείχνει διαφορές στον
τρόπο παρουσίασης του ίδιου γεγονότος σε δύο εφημερίδες (μία «ποιοτική» και μία
«λαϊκή»), υποστηρίζοντας ότι κάθε τρόπος έχει διαφορετικό ιδεολογικό περιεχόμενο και
αντίκτυπο.
20. Δες van Dijk (1988,1991, 1998), Fairclough (1995), Wodak et al. (1998).
21. O van Dijk (1991), για παράδειγμα, μελετώντας την ειδησεογραφία για εθνικές
μειονότητες, συνδυάζει τη δομική ανάλυση με στατιστικά στοιχεία, π.χ. συχνότητα
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 177

Fairclough πρεσβεύουν μια διακλαδική προσέγγιση στον λόγο των Μέ­


σων, με την ανάλυση παραγωγής και κατανάλωσης να πλαισιώνουν την
κειμενική ανάλυση. Η ουσιαστική διαφορά, όμως, είναι η θεωρητική και
αναλντίκή αφετηρία: Η ΚΑΛ θεωρεί ως αντικείμενό της όχι τη γλώσσα
του Τύπου, αλλά ένα ορισμένο κοινωνικό φαινόμενο ή διαδικασία και
δείχνει με ποιον τρόπο, με ποια γλωσσικά μέσα συγκροτείται αυτό το
φαινόμενο.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα κριτικής ανάλυσης δημοσιογραφικού
λόγου είναι η μελέτη της Ruth Wodak και συνεργατών της για τη συ­
γκρότηση της εθνικής ταυτότητας στον αυστριακό δημόσιο λόγο.22 Η
συγκρότηση εθνικής ταυτότητας θεωρείται ως πολυσχιδής κοινωνική
διαδικασία που επιτελείται σε διάφορες μορφές επικοινωνίας, προφο­
ρικές και γραπτές, και με διάφορες θεματικές αφορμές. Στην προκειμέ­
νη έρευνα, ένα από τα εξεταζόμενα θέματα είναι η ένταξη της Αυστρίας
στην Ευρωπαϊκή Ένωση που αποφασίστηκε με δημοψήφισμα το 1994.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι ενόψει της ελλιπούς πληροφόρησης των πο­
λιτών σχετικά με ευρωπαϊκά ζητήματα, τα αυστριακά Μέσα έπαιξαν
αποφασιστικό ρόλο στην προώθηση των συμφερόντων των πολιτικών
και οικονομικών ελίτ. Αναλύουν δε τον ρόλο αυτό συνδυάζοντας την
ανάλυση περιεχομένου με την ποιοτική ανάλυση κειμένου, με εμπειρική
βάση την κάλυψη τριών καθημερινών αυστριακών εφημερίδων.
Ως πρόσφορο αντικείμενο ανάλυσης επιλέχθηκε ο θεματικός τομέας
«ουδετερότητα και αμυντική πολιτική». Η πολιτική και στρατιωτική
ουδετερότητα θεωρούνταν ζωτικό στοιχείο της αυστριακής εθνικής
ταυτότητας, ήταν δε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ασύμβατη με
την ένταξη της χώρας στην (τότε) ΕΟΚ. Αν λοιπόν ένταξη και ουδετερό­
τητα θεωρούνταν έννοιες μη συμβατές, ο ρόλος των φιλοευρωπαϊκών
Μέσων ήταν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ του αντιθέτου. Με βάση
την ποιοτική ανάλυση στρατηγικών και διατυπώσεων σε κυρίως σχόλια
και επιφυλλίδες οι ερευνητές δείχνουν πώς η έννοια και σημασία της ου­
δετερότητας για την Αυστρία συγκροτείται και παρουσιάζεται μέσα από
τον δημοσιογραφικό λόγο έτσι ώστε κατά κανένα τρόπο να μην αποτελεί
εμπόδιο στην ευρωπαϊκή ένταξη της χώρας. Σύμφωνα με τους ερευνητές,
δύο ήταν οι βασικές στρατηγικές της επιχειρηματολογίας αυτής: Από τη

εμφάνισης στο ρόλο του Δράστη ατόμου από την εθνική μειονότητα ή την πλειονότητα,
συχνότητα του συσχετισμού μειονοτικού Δράστη με αρνητικά κατηγορούμενα και α ντί­
στροφα πλειονοτικού Δράστη με ουδέτερα ή θετικά κατηγορούμενα (δες σχετικά και
Boyd-Barrett 1994,28).
22. Wodak et al. (1998, Κεφ. 2, σσ. 292-314).
178 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

μία, οι αρθρογράφοι επιχειρούν να αποδυναμώσουν τη μη συμβατότητα


ουδετερότητας και έντασης (όπως την υποστηρίζουν οι αντίμαχοι της τε­
λευταίας). Από την άλλη, υποστηρίζεται ότι η μόνη ουσιαστική λειτουρ­
γία της ουδετερότητας είναι η εγγύηση της εθνικής ασφάλειας, πράγμα
όμως που η Ε.Ε. μπορεί να πετύχει πολύ αποτελεσματικότερα, ενόψει
του τέλους του Ψυχρού Πολέμου και των αναταραχών στα γειτονικά
Βαλκάνια. Οι ερευνητές δείχνουν ότι όλες οι εφημερίδες που υποστηρί­
ζουν την ένταξη χρησιμοποιούν στην επιχειρηματολογία τους τα παρα­
πάνω στοιχεία, με διαφορές στην κατανομή και το ειδικό βάρος τους. Σε
μικρογλωσσικό επίπεδο, τα σχετικά δημοσιεύματα χαρακτηρίζονται από
τη χρήση της αντωνυμίας «εμείς» -που αναφερόμενη στην κοινότητα δη­
μοσιογράφων και αναγνωστών συνδηλώνει τόσο αλληλεγγύη ανάμεσα σε
ομοεθνείς όσο και συναισθηματική φόρτιση του λόγου-, αλλά και από
την εγγύτητα στην καθομιλουμένη και το συνομιλιακό ύφος της καθημε­
ρινής κουβέντας. Συμπερασματικά, η μελέτη των Wodak et al. (1998) εί­
ναι μια εκδοχή της κριτικής ανάλυσης λόγου που χρησιμοποιεί τη γλωσ-
σολογική ανάλυση όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως εργαλείο για τη μελέτη
του περιεχομένου και των επιχειρημάτων μιας διαμάχης.

3.4 Ε Ν Α Φ Α Ι Ν Ο Μ Ε Ν Ο Α Π Ο Π Ο Α Α Ε Σ Σ Κ Ο Π Ι Ε Σ :
Τ Ο Π Α Ρ Α Δ Ε ΙΓ Μ Α Τ Η Σ Π Ρ Ο Φ Ο Ρ ΙΚ Ο Τ Η Τ Α Σ

Καθένα από τα υποδείγματα που παρουσιάστηκαν, φωτίζει μια ορισμέ­


νη σύνδεση ποικιλότητας και ιδεολογίας στη γλωσσική χρήση του Τύ­
που. Άρα μόνο ένας συνδυασμός μεθόδων μάς επιτρέπει να προσεγγί­
σουμε τη δυναμικότητα και μεταβολή της δημοσιογραφικής γλώσσας.
Και αντίστροφα, φαινόμενα ή τάσεις που διαπιστώνονται για τον δη­
μόσιο λόγο, μπορούν να εξεταστούν από διάφορες σκοπιές.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την τάση προς προφορικότητα -τάση
που τα τελευταία χρόνια αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα
στη μελέτη του δημοσιογραφικού λόγου.23 Οι παρατηρητικοί αναγνώ­
στες διαπιστώνουν ότι οι εφημερίδες χρησιμοποιούν (αυξανόμενα απ’
ό,τι φαίνεται) στοιχεία που θεωρούνται τυπικά για την προφορική, κα-
θομιλούμενη γλώσσα. Οι γλωσσολόγοι ίσως δεχτούν ως κοινή αφετηρία
του συλλογισμού τους ότι οι εφημερίδες «δανείζονται» προφορικούς

23. Η τάση αυτή αποκαλείται από τον Fairclough (1995) «conversationalization». Έναν
κατάλογο τυπικών στοιχείων προφορικότητας σε βρετανικές εφημερίδες δίνει ο Fowler
(1991,62-64).
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 179

τρόπους έκφρασης με σκοπό να γεφυρώσουν το επικοινωνιακό χάσμα


ανάμεσα στην εφημερίδα (ως θεσμικό όργανο) και τον αναγνώστη (ως
ιδιωτικό πρόσωπο).24 Από εκεί και πέρα, κάθε ερευνητικό υπόδειγμα
θα πάρει τον δικό του δρόμο:
• Ο αναλυτής κειμενικών ειδών θα διαπιστώσει ότι η τάση προς προ-
φορικότητα δεν είναι το ίδιο έντονη σε όλα τα σημεία μιας εφημερί­
δας, αλλά ποικίλλει ανάλογα με το είδος κειμένου. Θα διατυπώσει
την υπόθεση ότι η αναλογία προφορικών στοιχείων είναι μεγαλύτε­
ρη σε είδη κειμένου εγγενώς διαλογικά (π.χ. συνέντευξη), καθώς και
σε είδη που βρίσκονται πιο κοντά στην καθημερινή κουβέντα και
άρα έχουν χαλαρότερες συμβάσεις διατύπωσης (π.χ. το παραπολιτι­
κό σχόλιο). Σε ένα και το αυτό έντυπο, λοιπόν, υπάρχουν διάφορες
βαθμίδες προφορικότητας ανάλογα με το κειμενικό είδος.
• Ο οπαδός της στατιστικής κοινωνιογλωσσολογίας θα επιχειρήσει να
συσχετίσει την έκταση των προφορικών στοιχείων με το κοινωνικό
προφίλ της εφημερίδας. Γρήγορα θα διαπιστώσει, για παράδειγμα,
ότι ορισμένα στοιχεία προφορικότητας εμφανίζονται συχνότερα σε
εφημερίδες από το «χαμηλότερο» τμήμα του φάσματος. Επιχειρώ­
ντας να απομονώσει τα στοιχεία που μπορούν να μελετηθούν ποσο­
τικά, ο αναλυτής πιθανότατα θα έρθει αντιμέτωπος με το (δυσάρε­
στο από στατιστική σκοπιά) φαινόμενο ότι ελάχιστα στοιχεία προ­
φορικότητας, στρατηγικά μοιρασμένα στο κείμενο, αρκούν για να
προσδώσουν την αίσθηση του χαλαρού και άνετου ύφους.25
• Ο κριτικός γλωσσολόγος θα εστιάσει στη σύνδεση της προφορικότη­
τας με μια ορισμένη ιδεολογία. Θα τονίσει ότι η προφορικότητα -σε
μια de facto ασύμμετρη μορφή επικοινωνίας όπως η εφημερίδα- έχει
στόχο να γεννήσει την ψευδαίσθηση της οικειότητας και φιλικότη­
τας. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη μελέτη των Wodak et al. (1998)
για τον δημόσιο διάλογο γύρω από την ένταξη της Αυστρίας στην
Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναλύοντας σειρά επιφυλλίδων γνωστού δημο­
σιογράφου σε αυστριακή εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας, οι ερευ­
νητές παρατηρούν ότι το ύφος των επιφυλλίδων βρίσκεται εν μέρει
πολύ κοντά στην καθομιλούμενη γλώσσα. Τούτο βρίσκεται βέβαια σε
αντίθεση με την πολυπλοκότητα του αντικειμένου και το γλωσσικό
επίπεδο που συμβατικά χρησιμοποιείται για την παρουσίαση διπλω­

24. Δες Fowler (1991,59 επ.).


25. Φαινόμενο που ο Fowler (1991, 61) το αποκαλεί «cueing».
180 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

ματικών και κρατικών ζητημάτων. Ωστόσο, ακριβώς αυτό το καθο-


μιλούμενο ύφος φέρνει (κατά τους ερευνητές) ένα περίπλοκο και
εξαιρετικά λεπτό θέμα στη συναισθηματική ακτίνα των αναγνωστών
και συμβάλλει έτσι στην πολιτική γραμμή της εφημερίδας (Wodak et
al., 1998: 312). Αλλά και αναλύσεις βρετανικών «λαϊκών» εφημερί­
δων26 δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση: Ο προσανατολισμός τους
προς την προφορική και εκφραστική γλώσσα συνθέτει μια καθημερι­
νή φωνή, μια φωνή του απλού ανθρώπου. Η φωνή αυτή μπορεί να
υπονοεί μια κοσμοθεωρία κοινή για παραγωγό και δέκτη, κοσμοθε­
ωρία που εμπεριέχει, μεταξύ άλλων, τη δυσπιστία απέναντι στη δια-
νοουμενίστικη προσέγγιση των πραγμάτων, την αντίθεση προς τη
μακροσκελή ανάλυση της αστικής εφημερίδας. Όπως και άλλες
γλωσσικές επιλογές, έτσι και η προφορικότητα εργαλειοποιείται, γί­
νεται φορέας μιας ιδεολογικής στάσης.

4. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΠΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Και οι τρεις προσεγγίσεις έχουν ένα κοινό γνώρισμα: αντικείμενο της


ανάλυσης είναι το δημοσιευμένο γλωσσικό κείμενο καθώς και η σχέση
ανάμεσα στην υφή του και το εξωγλωσσικό του περιβάλλον. Τα τελευ­
ταία χρόνια, ωστόσο, ερευνητές που προέρχονται από τη γλωσσολογία
τείνουν προς μια πλατύτερη θεώρηση όσον αφορά τη δόμηση του δημο­
σιογραφικού εντύπου, τους εξεταζόμενους κώδικες και τις πρακτικές
παραγωγής και κατανάλωσης του δημοσιογραφικού λόγου.
Πρόσφατες μελέτες τονίζουν ότι ο (ημερήσιος και περιοδικός) Τύ­
πος πειραματίζεται με νέες μορφές δόμησης και παρουσίασης της πλη­
ροφορίας.27 Το γραμμικό κείμενο δίνει σιγά σιγά τη θέση του στο
«cluster», δηλαδή το θεματικό σύνολο από μικρότερα κείμενα, γραφή­
ματα, πίνακες και σκίτσα. Ταυτόχρονα, η κυριαρχία του γραπτού κώδι­
κα δίνει τη θέση της στο «πολυκωδικό» (multi-modal) κείμενο, όπου μη
γλωσσικές μορφές δόμησης και παρουσίασης παίζουν ολοένα σημαντι­
κότερο ρόλο. Λειτουργικά, το cluster επιτρέπει (και ευνοεί) την επιλε­
κτική ανάγνωση, ακολουθεί δε τη γενικότερη τάση προς μικρότερα κεί­
μενα. Κοινωνικά, νέοι τρόποι κειμενικής διαμόρφωσης υιοθετούνται
συχνά από νεοεμφανιζόμενα έντυπα και έτσι συχνά ερμηνεύονται ως

26. Δες Fowler (1991), Fairclough (1995).


27. Δες Bucher (1998), PUschel (1997), Kress & Van Leeuwen (1998).
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 181

σημάδι νεοτερισμού. Μια ανάλογη κοινωνική ερμηνεία ισχύει βέβαια


και για τη σχέση κειμένου και εικόνας στις εφημερίδες. Ιδιαίτερα το
αμιγώς τυπογραφικό πρωτοσέλιδο αποτελεί σήμερα ένα ισχυρό σημάδι
παραδοσιακότητας ή και συντηρητισμού, αποκτά δηλαδή μια ιδεολογι­
κή συνδήλωση παρόμοια με αυτή της γλωσσικής διαμόρφωσης.28
Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, η γλωσσολογική και σημειωτική ανά­
λυση πλαισιώνεται από την εθνογραφική μελέτη της παραγωγής και κα­
τανάλωσης του δημοσιογραφικού λόγου.29 Η έρευνα παραγωγής ενημε­
ρώνει τον γλωσσολόγο για τους κανόνες και τις ρουτίνες που ακολου­
θούν οι δημοσιογράφοι στην παραγωγή των κειμένων τους.30 Ακόμη,
για τις συνθήκες και στρατηγικές που οδηγούν στην υιοθέτηση ενός
ορισμένου γλωσσικού ύφους. Η (ποιοτική) έρευνα κατανάλωσης δεί­
χνει στον γλωσσολόγο πώς ο δημοσιογραφικός λόγος αξιολογείται από
τους φυσικούς δέκτες του, και τον βοηθά να εκτιμήσει τι επιρροή έχει
ένα ορισμένο γλωσσικό ύφος στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, αλ­
λά και της γλωσσικής πραγματικότητας.

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οι τρέχουσες τάσεις στη δημόσια επικοινωνία, αλλά και στην επιστημο­


νική της περιγραφή, δεν μπορούν βέβαια να μην έχουν αντίκτυπο στην
«ιδεολογία» του ίδιου του ερευνητή. Όλο και περισσότερο, ο γλωσσο­
λόγος που ασχολείται με τα Μέσα αναγκάζεται να διευρύνει το αναλυ­
τικό του φάσμα, ορίζοντας εαυτόν ως «αναλυτή κειμενικής διαμόρφω­
σης» ή και «σημειολόγο της μεσοεπικοινωνίας». Αντίστοιχα, η γλωσσο­
λογική ανάλυση του δημοσιογραφικού λόγου καλείται να παίξει ρόλο
γέφυρας ανάμεσα στην κοινωνική γλωσσολογία (με ευρεία έννοια) και
την έρευνα των μέσων επικοινωνίας. Η διακλαδική αυτή τοποθέτηση

28. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι η κοινωνική συνδήλωση νέων σημειωτικών και
επικοινωνιακών συμβάσεων είναι συχνά μια ευμετάβλητη ιστορική συγκυρία.
29. Έ νας συνδυασμός μεθόδων που η Κριτική Ανάλυση Λόγου προβλέπει προγραμ­
ματικά (Fairclough, 1995).
30. Δύο περιπτώσεις με άμεση σχέση προς τη γλωσσολογία: (α) ο Allan Bell (1991)
εξετάζει την πολυστρωματική (multi-layered) συγκρότηση του δημοσιογραφικού κειμένου
(εξωτερικές πηγές, πρακτορεία, συντάκτης και διορθωτής) και τη χρήση και μετατροπή
των τυποποιημένων ειδήσεων των πρακτορείων, (β) Η Deborah Cameron (1996) εξετάζει
«οδηγούς ύφους» (style guides) εφημερίδων και μιλά με δημοσιογράφους για να προσδιο­
ρίσει τη «γλωσσική/υφολογική πολιτική» μιας εφημερίδας.
182 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

παρέχει, στη γλωσσολογία μια σειρά από έννοιες και εργαλεία31 που
βοηθούν τον γλωσσολόγο να θέσει ερωτήματα σημαντικά για την ευρύ­
τερη κοινότητα, και τον ενθαρρύνουν να κάνει τα ευρήματά του προ-
σβάσιμα και κατανοητά και στους μη ειδικούς.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bell, Allan (1984), «Language style as audience design», Language in S o c ie ty 13: 145-204.
Bell, Allan (1989), L anguage o f th e n e w s m ed ia , Oxford: Blackwell.
Bell, Allan & Peter Garrett (eds.) (1998), A p p r o a c h e s to M e d ia D isc o u rse , Oxford:
Blackwell.
Boyd-Barrett, Oliver (1994), «Language and Media», Graddol, David & Oliver Boyd-Barrett
(eds.), M e d ia tex ts: A u th o rs a n d readers, 22-39, Clevedon: Multilingual Matters.
Bucher, Hans-Jürgen (1986), P re s se k o m m u n ik a tio n . G run d stru k tu ren e in e r ö ffen tlich en
F orm d e r K o m m u n ik a tio n aus lin g u istisch er Sicht, Tübingen: Niemeyer.
Bucher, Hans-Jürgen (1996), «Textdesign - Zaubermittel der Verständlichkeit? Die
Tageszeitung auf dem Weg zum interaktiven Medium», Hess-Lüttich, Ernest W. B. et
al. (eds.), T e x tstru k tu re n im M ed ien w a n d el, 31-59. Frankfurt a.M.: Peter Lang.
Burger, Harald (Ί990), S p ra ch e d e r M a sse n m ed ie n , Berlin, New York: de Gruyter.
Cameron, Deborah (1996), «Style policy and style politics: a neglected aspect of the
language of the news», M ed ia , C u ltu re & S o c ie ty 18: 315-333.
Fairclough, Norman (1995), M e d ia D isc o u rse , London: Edward Arnold.
Fowler, Roger (1991), L anguage in th e N e w s. D isc o u rse a n d I d e o lo g y in th e P ress, London,
NY : Routledge.
Jucker, Andreas (1992), S o cia l S tylistics. S y n ta c tic V ariation in B ritisch N e w sp a p e rs, Berlin,
New York: de Gruyter.
Kress, Gunther, Theo van Leeuwen (1998), «Front Pages: (The Critical) Analysis of
Newspaper Layout», Bell & Garrett (eds.), 186-219.
Kress, Gunther (1983), «Linguistic processes and the mediation of “reality”: the politics of
newspaper languages», In tern a tio n a l Journal o f th e S o c io lo g y o f L anguage 40,29-42.
Kress, Gunther (1986), «Language in the media: the construction of the domains of public
and private», M e d ia , C ulture & S o c ie ty 8 , 395-419.
Lüger, Heinz-Helmut (4995), P ressesp ra ch e. Tübingen: Niemeyer.
Müller, Marlise (1989), S c h w e iz e r P re s se r e p o rta g e n . E in e lin gu istisch e T e x tso r te n a n a ly s e ,
Aarau, Frankfurt a.M., Salzburg: Sauerländer.
Schrader, K.C. (1994), «Media, Language and Communication», Asher, R. E. (ed.), T he
E n c y c lo p e d ia o f L anguage a n d L in gu istics, Vol. 5,2412-2420, Oxford: Pergamon.

31. Π.χ. έρευνες αγοράς, «παρασκηνιακές» πληροφορίες για την παραγωγή και κατα­
νάλωση του δημοσιογραφικού λόγου, βασικές ιδέες γραφιστικού στησίματος της εφημερί­
δας κ.ά.
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 183

Scollon, Ron (1998), M e d ia te d D isc o u r se as S o c ia l In te ra c tio n : A n E th n o g ra p h ic S tu d y o f


N e w s D isco u rse. London: Longman,
van Dijk, Teun A. (1988a), N e w s A n a lysis. Hillsdale, NJ: Erlbaum.
van Dijk, Teun A. (1988b), N e w s as D isc o u rse , Hillsdale, NJ: Erlbaum.
van Dijk, Teun A. (1991), R a c ism an d th e P ress, London: Routledge.
Verschueren, Jef (1999), L anguage a n d Id e o lo g y , Antwerp: IPrA.
Wodak, Ruth et al. (1998), Z u r d isk u rsiv e n K o n s tr u k tio n n a tio n a le r Id e n titä t. Frankfurt
a.M.: Suhrkamp.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ
Μαρία Κακαβούλία

1.1 Η ΕΙΔΗΣΗ ΩΣ ΑΦΗΓΗΣΗ

Σ ΑΡΧΙΣΩ ΜΕ ΕΝΑ ΓΝΩΣΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ: πρόκειται για τον αρχι­


Α συντάκτη που απευθύνεται στον ή στη ρεπόρτερ:
— Μίλησε ο Υ πουργός; Τι είπε;
— Μίλησε, αλλά δεν είπε τίποτα.
— Ωραία, συνόψίσέ μου αυτό το τίποτα σε δύο στήλες μόνο.

Στην παρουσίαση αυτή θα μας απασχολήσουν οι αφηγηματικοί τρό­


ποι τους οποίους μετέρχεται η πρακτική της ειδησεογραφίας.* Βασικός
στόχος του κειμένου είναι: 1) να εντοπίσουμε ενδεικτικά και με συγκε­
κριμένα παραδείγματα την ποικιλία των αφηγηματικών τεχνικών που
συναντώνται στον ειδησεογραφικό λόγο των μέσων (έντυπων και ηλε­
κτρονικών), και 2) να εξετάσουμε πώς και κατά πόσον η χρήση αφηγη­
ματικών τρόπων στην ειδησεογραφία καθοδηγεί τον παραλήπτη και
υπαγορεύει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο πρόσληψης του ειδησεογραφικού
λόγου.
Για τον σκοπό αυτό, η μεθοδολογία που ακολουθείται ( 1.2) χρησιμο­
ποιεί συγκεκριμένες αναλυτικές κατηγορίες της κλασικής αφηγηματι­
κής ανάλυσης σε συνδυασμό με έννοιες κλειδιά από τη θεωρία ανάλυ­
σης του λόγου των μέσων (media discourse). Η ανάλυση των αφηγημα­
τικών τρόπων στις ειδησεογραφίες γίνεται μέσω επιλεκτικών παραδειγ­
μάτων και είναι ενδεικτική. Δεν στοχεύει στην κάλυψη του φάσματος
όλων των ειδών λόγου ή αφηγηματικών τεχνικών που απαντούν στο
κειμενικό περιβάλλον των μέσων. Αρκετά από τα παραδείγματα επιλέ­

* Θα ήθελα να ευχαριστήσω και από εδώ την καλή φίλη και συνάδελφο γλωσσολόγο
Μαρία Κακριδή για τις εύστοχες παρατηρήσεις και τη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων κατά
τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του κειμένου.
186 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ

γονται από την έντυπη ειδησεογραφία (φύλλα ημερήσιου Τύπου), ενώ από
την τηλεοπτική ειδησεογραφία έχει επιλεγεί η μετάδοση των αποτελεσμά­
των στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές της 9ης Απριλίου 2000 (3.2).
Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν σε γενικές γραμμές είναι
δύο (4.1). Το πρώτο αφορά την αναγκαιότητα ανάδειξης νέων εστιών
έρευνας και πρωτίστως μιας νέας τυπολογίας που θα μελετά την υβρι-
δική μείξη των κειμενικών ειδών στο περιβάλλον των μέσων. Το δεύτε­
ρο αφορά τη διαπίστωση πως ενδεχομένως η εκτεταμένη χρήση αφηγη-
ματοποιητικών τρόπων στην ειδησεογραφία αμβλύνει την κριτική πρό­
σληψη και σκέψη, ενώ συγχρόνως αναπαράγει έναν λόγο εξουσιαστικό,
μη ανοιχτό, που ακυρώνει έμμεσα τη δυνατότητα για τη διαμόρφωση
διαφορετικών ή ακόμα και αντίθετων απόψεων.
Σε αυτό το πρώτο μέρος θα δούμε την ετυμολογική όσο και τη δομική
σχέση της είδησης με την αφήγηση. Αφορμή για τον συσχετισμό μάς δίνει
ήδη η φράση-κλειδί («συνόψισε μου») του ανεκδότου που παραθέσαμε ως
προμετωπίδα. Η είδηση συνιστά κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο μια
μορφή επιλογής και περίληψης των σημαντικότερων γεγονότων. Η σύνο­
ψη ή περίληψη αποτελεί, σύμφωνα με τη θεωρία της αφηγηματικής ανά­
λυσης του W. Labov (1972), μια σύντμηση της «υπόθεσης» της ιστορίας,
ενώ σύμφωνα με τον δομιστή G. Genette (1980) συνιστά μια από τις βα­
σικές υποκατηγορίες της διαχείρισης του αφηγηματικού χρόνου στον λό­
γο, και υπάγεται στην ευρύτερη κατηγορία της χρονικής «διάρκειας».1
Ας αρχίσουμε από την ίδια την ετυμολογία της λέξης. Στην ελληνική
γλώσσα η λέξη είδηση, το ειδένου (>είδω) ήδη από τον Αριστοτέλη και
τον Πλωτίνο σχετίζεται ετυμολογικά με τη γνώση, την αντίληψη, την
πληροφορία.12 Συνεκδοχικά σημαίνει και το ίδιο το γεγονός. Στην αγ­
γλική γλώσσα η ετυμολογική συνάφεια μεταξύ γνώσης/είδησης (know/
news) και αφήγησης (narration) παραπέμπει ευθέως στη συσχέτιση των
δύο: ο αγγλικός όρος για το αφήγημα (narrative) σχετίζεται με τη γνώ­
ση, καθόσον οι λέξεις narrative-narration-narrate προέρχονται από την
ινδοευρωπαϊκή ρίζα gna (γνωρίζω), από την οποία προέρχεται μια ολό­
κληρη οικογένεια λέξεων, μεταξύ των οποίων και το ρήμα narro (λέω,
μεταδίδω), το ελληνικό χιχνώσκειν, το λατινικό απαρέμφατο cognosce-
re και το αγγλικό ρήμα know (news) κλπ.

1. Η γραφική παράσταση της π ε μ ίλ η ψ η ς παριστάνεται με το σχήμα ΑΧ<ΧΙ, όπου


ΑΧ= αφηγηματικός χρόνος και XI = χρόνος της ιστορίας (Genette 1980: 95).
2. Κατά τον Αριστοτέλη, η είδηση είναι «η εκ μαθήσεως θεωρητική γνώσις, επίγνωσις,
κατάληψις» (Λ ε ξ ικ ό της Ε λ λ η ν ικ ή ς Γ λ ώ σ σ α ς Δημητράκου, τόμ. 3, σελ. 2256).
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 187

Στο Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης η λέξη «news» ορίζεται ως η «κα­


ταγραφή ή εξιστόρηση [account] πρόσφατων γεγονότων ή συμβάντων,
τα οποία παραλαμβάνονται από κάποιους και φτάνουν σε κάποιους ως
καινούργιες πληροφορίες. Τα νέα συμβάντα εκ προοιμίου συνιστούν
αντικείμενο συζήτησης ή αναφοράς, ζητούμενο γνώσης». Ο συγκεκριμέ­
νος ορισμός της «είδησης» καθιστά σαφές πως είδηση δεν είναι το αξιο­
μνημόνευτο γεγονός καθαυτό, όσο μάλλον η αξιολόγηση και η περιγρα­
φή ενός γεγονότος ως τέτοιου. Βλέπουμε, λοιπόν, πως η πρακτική της ει-
δησεογραφίας είναι σύμφυτη με μια επιλεκτική και χρονικά δομημένη
καταγραφή των γεγονότων. Είναι, συνεπώς, ποτέ δυνατόν να μεταμορ­
φωθεί στο είδος εκείνο του «καθαρού» λόγου που ο Τύπος έχει ονειρευ­
τεί για την ειδησεογραφία του; Εκείνο δηλαδή το είδος του λόγου που
αξιολογικά υπηρετεί και κυρίως πραγματώνει την έννοια της ουδετερό­
τητας, της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας; Τα συμβάντα και τα
γεγονότα παραλαμβάνονται, αξιολογούνται και μεταδίδονται ήδη πάντα
μέσα σε ένα πλαίσιο αναφοράς, γλωσσικής, κοινωνικής και θεσμικής.
Το αίτημα της αντικειμενικότητας και της ολοκληρωμένης ενημέρω­
σης εξακολουθεί να αποτελεί την πεμπτουσία της ειδησεογραφικής δεο­
ντολογίας. Οι τρόποι και οι οπτικές γωνίες με τις οποίες υπηρετείται
αυτό, ωστόσο, αλλάζουν. Ενώ, αρχικά, στο όνομα της αντικειμενικής
στάσης ως προς το θέμα τους -την είδηση-, οι ειδησεογραφίες υιοθε­
τούσαν έναν αφηγηματικό λόγο που δεν φέρει τα σημάδια του αφηγητή
του, έναν λόγο σύμφωνο δηλαδή με τον «πυρηνικό» ορισμό του αφηγή­
ματος,3 στην πορεία τα πράγματα άλλαξαν. Η δημοσιογραφία, και δη η
ειδησεογραφική αρθρογραφία και ραδιοτηλεοπτική ενημέρωση, καλεί­
ται να υπηρετήσει πολλαπλούς στόχους, να συμπεριλάβει ψυχαγωγία
και ενημέρωση σε ένα και μόνο σχήμα. Σαν συνέπεια αυτού παρατηρή­
θηκε μια ανάμειξη κωδίκων τόσο στα κειμενικά είδη (αφήγηση - συνο­
μιλία) όσο και στον επικοινωνιακό προσανατολισμό του λόγου (δημό­
σιος - ιδιωτικός χαρακτήρας λόγου και τρόπου πληροφόρησης).4
Η έρευνα ανέκαθεν θεωρούσε πως τα μέσα επιτελούσαν δύο λειτουρ­
γίες: αυτήν της ψυχαγωγίας και αυτήν της ενημέρωσης (Liebes, 1994,
Bell, 1991, Hartley, 1972). Τα είδη του επικοινωνιακού λόγου των μέ­
σων διαχωρίζονταν αντίστοιχα: αφ’ ενός στα «σοβαρά» είδη λόγου που
καταγράφουν την τρέχουσα πραγματικότητα επιλεκτικά μεν αλλά χω­

3. Βλ. παρακάτω, σελ. 188 κ.ε.


4. Για μια μελέτη της διαπλοκής δημόσιου-ιδιωτικοΰ λόγου και το ζήτημα της
μορφολογικής ποικιλίας στα ελληνικά MME, βλ. Χατζησαββίδης 1999: 131-157.
188 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ

ρίς αναγνωρίσιμη μυθοπλαστική εξιστόρηση, και αφ’ ετέρου στα «ελα­


φρά» είδη ψυχαγωγικής επικοινωνίας που αποσκοπούν στη φυγή μέσα
από φανταστικές διηγήσεις και ιστορίες. Εντούτοις, ο διαχωρισμός αυ­
τών των ειδολογικών ορίων δεν ισχύει πλέον, όπως μας έδειξαν πρό­
σφατες ειδησεολογικές μελέτες: η ειδησεογραφική κάλυψη δεν αντιφά­
σκει πλέον προς εαυτήν όταν μετέρχεται αφηγηματικούς μυθοπλαστι-
κούς τρόπους, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στα λίγα ενδεικτι­
κά παραδείγματα που παρατίθενται πιο κάτω. Η αγγλική γλώσσα έχει
μια νέα λέξη για να ονομάσει την υβριδική ανάμειξη της μυθοπλασίας
(fiction) και της πραγματικότητας (fact): τη λέξη faction.
Η συστηματική μελέτη της ειδησεογραφίας διεθνώς (van Djik, 1987,
Batz, 1992, Bentele, 1985, κ.ά.) στον έντυπο αλλά και στον ραδιοτηλεο­
πτικό τύπο ειδησεογραφικού άρθρου, μετά από μελέτη πολλών δειγμά­
των σε εφημερίδες και ραδιοτηλεοπτικά μέσα ανά τον κόσμο, έχει εντο­
πίσει την παρουσία υβριδικών μειγμάτων αφηγηματικών ή λιγότερο αφη­
γηματικών τρόπων και γλωσσικών μονάδων.5 Αυτή η διακειμενική σύ-
ντηξη κειμενικών ειδών πειθούς, ψυχαγωγίας και πληροφόρησης χαρα­
κτηρίζεται με το νεολογικό όρο infotainment (ψυχαγωγική ενημέρωση).

1.2 Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΤΑ ΜΕΣΑ

Στη συνέχεια θα δούμε πώς η σύγχρονη ανάλυση του λόγου των μέσων
(media discourse) οικειοποιήθηκε αναλυτικές έννοιες και εργαλεία από
τη δομική αφηγηματική ανάλυση. Κεντρικές αφηγηματολογικές διακρί­
σεις, όπως π.χ. η διάκριση ιστορία - λόγος, χρησιμέυσαν στον εμπλου­
τισμό και στην περιγραφή των κειμενικών ειδών, αλλά και τρόπων του
λόγου των μέσων, αφού πρώτα διαφοροποιήθηκαν ή διεύρυναν το φά­
σμα των εφαρμογών τους και των προσδιορισμών τους μέσα από τη
σύγχρονη θεωρία των μέσων.
Προτού όμως θέσουμε τον κεντρικό προβληματισμό σχετικά με τον
ορισμό του αφηγήματος, θα επιχειρήσουμε μια σύντομη και ενδεικτική
αναφορά στο ιστορικό της μεθοδολογίας της αφηγηματικής ανάλυσης. Η
εννοιολογική αμφισημία και οι ποικίλοι ορισμοί των όρων αφήγηση και
αφήγημα από τις διαφορετικές αφηγηματικές θεωρίες αποτελούν και τον
δείκτη της περιπετειώδους ιστορικής διαδρομής αυτής της μεθόδου ανά-

5. Για τη σχετική διάκριση, βλ. Georgakopoulou and Goutsos, 2000.


ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 189

λύσης.6 Η αφήγηση επί, τρεις τουλάχιστον δεκαετίες αποτελεί το πολυ­


συζητημένο και αμφιλεγόμενο αντικείμενο συνεδρίων, συναντήσεων, βι­
βλιογραφικής πληθώρας μελετών, και έχει κατά καιρούς οριστεί μέ­
σα στα ευρύτερα πλαίσια της κοινωνιογνωστικής αξίας της ως ένα εί­
δος «μετάφρασης» ή οργάνωσης της γνώσης σε λόγο (White, 1980), ως
ένας διαπολιτισμικός μετακώδικας που επικοινωνεί μορφές παγκόσμιας
πραγματικότητας μέσα από νοηματικές σταθερές αποδεκτές και κατα­
νοητές από όλους, ως ένας συγκεκριμένος τρόπος επιλογής των γεγο­
νότων με ενότητα θέματος και χρονολογική/λογική σειρά (Scholes,
1980) ή ως μια ανοιχτή ερμηνευτική δομή, ένα μοντέλο για την επανά­
ληψη της περιγραφής του κόσμου (Ricœur, 1980). Τα λογοτεχνικά κείμε­
να με πλούσια, ευρηματική και εκλεπτυσμένη αφηγηματική δόμηση
αποτέλεσαν την ιδανική βάση για την εξερεύνηση, την κατάδειξη αλλά
και την ανάλυση του αφηγηματικού υλικού σε όλο το φάσμα των δυνα­
τοτήτων του, παρέχοντας στην αφηγηματολογία τη δυνατότητα ανά­
πτυξης μιας μεθόδου με όσο το δυνατόν ακριβέστερα και πιο εξειδικευ-
μένα αναλυτικά εργαλεία, κατάλληλα ακόμα και για την ανάλυση των
πλέον «δύστροπων» αφηγηματικών κειμένων.
Νέες προοπτικές άνοιξαν για την αφηγηματολογία μέσα από επιστη­
μονικά πεδία μελέτης, όπως η θεωρία της πρόσληψης, η κριτική θεωρία
του λόγου, η ιστορική θεώρηση, ο αποδομισμός, η ψυχανάλυση (Labov
και Fanshel, 1977) κ.ά.7 Γνωστική ψυχολογία, εθνογραφία (Richardson,
1990), σημειολογία, ιστοριογραφία και ιστορία των επιστημών (η έν­
νοια του grand narrative) βρίσκονται σε ζωντανή σχέση με τη ρητορική
της αφήγησης (Onega/Landa, 1996).
Πώς όμως προσδιορίζεται η αφήγηση, το αφηγείσθαι, ως τρόπος; Η
αφηγηματική θεωρία εκκινεί από τέσσερα θεμελιώδη ερωτήματα: 1)
ποια είναι η σχέση των αφηγημάτων με την «πραγματική» ζωή, υπάρχει
δηλαδή αντιστοιχία μεταξύ πραγματικών και αφηγηματικών συμβά­
ντων; (Barthes, 1978, Berger, 1997) 2) Με ποιους τρόπους σχετίζονται
οι διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας μεταξύ τους; 3) Κατά πό­
σον η γλωσσική δομή των προτάσεων μπορεί να θεωρηθεί ως η ελάχι­

6. Για παράδειγμα, οι κατηγορίες ιστορία-κείμενο-αφήγηση (story-text-narration) στη


θεωρία της Rimmon-Kenan (1983) αντιστοιχούν στους όρους πλοκή-ιστορία-κείμενο
(fabula-story-text) της Bal (1985) ή στην τριμερή ταξινόμηση των μερών της αφήγησης του
Genette (histoire/recit/narration). Η αφηγηματική θεωρία της Rimmon-Kenan (1983), αν
και βασίζεται στις επιμέρους κατηγορίες της πολυδαίδαλης τυπολογίας του G. Genette,
θεωρείται πιο εύχρηστη και κατανοητή.
7. Βλ. σχετικά Nash, 1989, καθώς και την εισαγωγή των Onega και Landa, 1996: 25-36.
190 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ

στη αφηγηματική μονάδα; 4) Ποια είναι, επιπροσθέτως, η ελάχιστη συν­


θήκη ορισμού της αφηγηματικότητας;
Σχετικά με το πρώτο ερώτημα (1) και τη σχέση των αφηγημάτων με
την πραγματική ζωή, οι μελέτες των κοινωνιογλωσσολογίαν Labov και
Waletzky (1967) είναι πολύ διαφωτιστικές. Μετά τη συστηματική μελέ­
τη καθημερινών προφορικών αφηγήσεων τυχαίων ομιλητών, οι Labov
και Waletzky (1967) υποστήριξαν και τη βασική υπόθεση εργασίας τους,
ότι δηλαδή οι βασικές αφηγηματικές δομές ήδη εντοπίζονται ολοκλη­
ρωμένα στις προφορικές αφηγήσεις εμπειριών των αφηγητών. Θεωρούν
πως η αφήγηση επιτελεί μια λειτουργία ανασυγκρότησης της εμπειρίας
μέσα από μια διάταξη φράσεων, η οποία ακολουθεί αυστηρά τη σειρά
των γεγονότων, έτσι όπως συνέβησαν στην πραγματικότητα.8 Πάνω σε
αυτό τον άξονα προσδιορίζουμε και τον «σκελετό» της αφήγησης, ο
οποίος αποτελείται από μια σειρά χρονικά διατεταγμένων φράσεων
(«ελεύθερες αφηγηματικές φράσεις»), ενώ «ως ελάχιστο αφήγημα ορί­
ζουμε εκείνο που περιέχει μία και μόνη χρονική ένωση» (Labov, 1972:
361). Παράδειγμα: «Ξεκίνησε την καριέρα του από ένα ιδιωτικό μου­
σείο και σε δύο χρόνια εντάχθηκε στην αρχαιολογική υπηρεσία όπου
διέπρεψε ως αρχαιολόγος».
Σύμφωνα με τους ίδιους ερευνητές,9 μια δεύτερη, εξίσου σημαντική
λειτουργία της αφήγησης είναι η «αξιολογική». Ένα αφήγημα δηλαδή
θα πρέπει να έχει κάποιο νόημα για τον ίδιο τον αφηγητή, να είναι άξιο
λόγου, αφήγησης, να κινητοποιεί την αφήγηση. Η αξιολογική αυτή διά­
σταση διατυπώνεται με τις λεγάμενες «ελεύθερες αξιολογικές φράσεις»
(«free evaluative clauses»),10 όπως, για παράδειγμα, οι φράσεις «αυτά
τα πράγματα είναι συνηθισμένα», ή «όπως μπορείτε να φανταστείτε» ή
«το πράγμα είχε πολύ γέλιο», κλπ.
Ο παραπάνω ορισμός του ελάχιστου αφηγήματος κατά Labov τέμνε-

8. «Οι βασικές αφηγηματικές ενότητες που θέλουμε να απομονώσουμε, καθορίζονται


από το γεγονός ότι ανασυστήνουν την εμπειρία στην ίδια σειρά με τα πραγματικά γεγο­
νότα» (Labov, Waletzky, 1967: 20-21). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η χρονική ανα­
διάταξη στην παρουσίαση των γεγονότων, έτσι όπως για παράδειγμα εμπεριέχεται στην
κατηγορία «τάξη» («order») της ανάλυσης του Genette (1980), αποκλείεται στον ορισμό
της αφήγησης των Labov και Waletzky, εφόσον κατ’ αυτούς η χρονική ένωση των φρά­
σεων στην αφήγηση δεν είναι αναστρέψιμη.
9. Και άλλους όπως οι Toolan, 1988: 7 και Prince, 1987: 58.
10. Η αξιολόγηση συνιστά ένα δεύτερο στρώμα αφήγησης, στο οποίο παρεισφρέουν
ζητήματα παρουσίασης, οπτικής γωνίας και υποκειμενικότητας του αφηγητή. Αποτελεί
σημαντικό μέρος της αφηγηματικής δομής κατά τον Labov και χωρίζεται σε εξωτερική
και εσωτερική με αντίστοιχες υποκατηγορίες.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 191

τοιι μερικώς με τον ορισμό της διήγησης του Genette (1985), όσον αφο­
ρά τα στοιχεία της γραμματικής μορφής του λόγου. Κατά τον Genette,
η διήγηση «στην αυστηρή της μορφή σημαδεύεται από την αποκλειστική
χρήση του τρίτου προσώπου και τύπων τέτοιων όπως ο αόριστος
(passé simple) ή ο υπερσυντέλικος». Ορίζεται δηλαδή ως αντίποδας σε
κάθε είδους και μορφής προσωπική έκφραση του ομιλητή, ως «η από­
λυτη απουσία [...] όχι μόνο του αφηγητή, αλλά και της ίδιας της [πρά­
ξης της] αφήγησης, με την αυστηρή εξάλειψη κάθε αναφοράς στη χρονι­
κή στιγμή του προσωπικού λόγου που ιδρύει αυτή την αφήγηση»
(Genette, 1985: 158-159).·'
Στις γλωσσολογικές θεωρίες που μελέτησαν τη σύσταση της υποκει­
μενικότητας στη γλώσσα (Benveniste, 1966, Austin, 1962, Bakhtin, 1981,
Jakobson, 1997) η παραπάνω διάκριση αναφέρεται σε δύο τρόπους ομι­
λίας: ο λόγος («discours») και η ιστορία/αφήγηση («histoire», «récit»).112
Η διάκριση ορίζεται γλωσσομορφολογικά και όχι εννοιολογικά, με βάση
δηλαδή γραμματικές κατηγορίες λόγου και γραμματικά στοιχεία μορ­
φής.13 Η ιστορία/αφήγηση και ο λόγος ως τρόποι ομιλίας και σε όλο το
φάσμα των εκδοχών τους -από την καθαρή μορφή της διήγησης μέχρι
τις ενδιάμεσες κατηγορίες- ορίζονται και με κριτήριο τον δείκτη βαθ­
μού παρουσίας ή απουσίας του αφηγητή από το γλωσσικό περικείμενο.
Στον λόγο ως ομιλιακό τρόπο προβάλλεται το «εγώ» του αφηγητή, το
«εσύ» του αποδέκτη και γίνεται χρήση συγκεκριμένων γραμματικών
χρόνων, συγκεκριμένων αντωνυμικών και επιρρηματικών δεικτών,
κλπ.14 Τα γλωσσικά χαρακτηριστικά της ιστορίας/αφήγησης συνδέο­
νται περαιτέρω με τη ρητορική της «αντικειμενικότητας» σε αντίθεση
με τα γλωσσικά χαρακτηριστικά του λόγον που δίνουν έμφαση στην

11. Η αφηγηματολογική προσέγγιση του G. Genette που βασίζεται στη Ρητορική,


επανατοποθετείται απέναντι στην πλατωνική και αριστοτελική διάκριση της Μίμησης και
Διήγησης, επισημαίνοντας πως όλες οι διατυπώσεις είναι δυνητικά πρωτοπρόσωπες,
ιδρύονται και διατυπώνονται, δηλαδή, από ένα υποκείμενο της εκφοράς του λόγου, γ ι’ αυ­
τό και η έννοια της «καθαρής αφήγησης» αποτελεί μόνο μια υπόθεση εργασίας (1985: 158).
12. Ο Genette με τον όρο «récit» μεταφράζει τον όρο ό ιή γ η σ ις τ ου Αριστοτέλη.
13. Υποκειμενικός είναι ο προσωπικός λόγος, όταν σημαδεύεται, έκδηλα ή όχι, από
την παρουσία του «εγώ»-ίε (ή την αναφορά σ’ αυτό), όμως αυτό το «εγώ» δεν μπορεί να
οριστεί αλλιώς παρά σαν το πρόσωπο που εκφωνεί τον λόγο. Ό πως και ο ενεστώς, που
είναι ο κατεξοχήν χρόνος του προσωπικού λόγου, δεν μπορεί να οριστεί διαφορετικά
παρά σαν η στιγμή όπου εκφωνείται ο λόγος, ενώ η χρήση του δηλώνει «την ταύτιση του
γεγονότος που περιγράφεται με τη στιγμή του λόγου που το περιγράφει» (Genette, 1985).
14. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ενδιάμεσες κατηγορίες, όπως η προσωπική
αφήγηση, η ιστορική μαρτυρία, κλπ. Βλ. Kakavoulia, 1992.
192 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ

υποκειμενικότητα του «προσωπικού» λόγου.15 Το ζήτημα της υποκειμε­


νικότητας ή αντικειμενικότητας στα ειδησεογραφικά κείμενα που συνα­
ντάμε στα μέσα, είναι εξαιρετικά πολύπλοκο. Αποτελεί συνάρτηση και
άλλων θεμάτων, όπως διαθέσιμου χρόνου και χώρου για τη δημοσιο­
γραφική κάλυψη, αξιολόγησης και επιλογής, σειράς παρουσίασης της
ειδησεογραφικής ύλης, κλπ.
Όσο για τον ορισμό του αφηγήματος, οι προσεγγίσεις είναι πολλές
και ετερόκλητες. Από την αριστοτελική Ποιητική μέχρι την ανάλυση
της μορφολογίας των παραμυθιών από τον V. Propp (1927), το αφήγη­
μα ορίζεται «ως είδος λόγου που πραγματεύεται τη μετάβαση από μιαν
αρχική κατάσταση πραγμάτων στη ρήξη και, στη συνέχεια, στην αποκα­
τάσταση της αρχικής κατάστασης με τροποποιημένη μορφή, ύστερα από
μία ή περισσότερες εμπρόθετες πράξεις» (Propp, 1988: 45).
Είναι πάντως εξόχως ενδιαφέρον το γεγονός ότι η ανάλυση του λόγου
των μέσων έχει υιοθετήσει και επεκτείνει σε βάθος βασικές αναλυτικές κα­
τηγορίες και τυπολογικές διακρίσεις της κλασικής αφηγηματολογίας. Για
παράδειγμα, η ανάλυση της αφήγησης στα Μέσα έχει κατά το πλείστον απλο­
ποιήσει το κλασικό τρίπτυχο της δομικής αφηγηματολογίας (πλοκή/ιστο­
ρία/αφήγηση)'6 υπέρ της δυαδικής διάκρισης της αφήγησης σε ιστορία/
λόγο (Toison, 1996, Toolan, 1988, Fairclough, 1995). Ο Fairclough (1995: 91)
αναφερόμενος συνοπτικά στην αφηγηματική αυτή διάκριση, αντλεί από τη
γλωσσολογική θεωρία του Toolan (1988) και διαχωρίζει: (1) την ιστορία
(story), κατηγορία που αναφέρεται σε μια ιδεατή λειτουργία της γλώσσας,
και (2) την παρουσίαση ή λόγο (discourse), τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο
η ιστορία υλοποιείται και οργανώνεται ως κείμενο με οποιοδήποτε μέσον
ή τεχνική. Στην κατηγορία του λόγον συνεξετάζονται ζητήματα αφηγημα­
τικής φωνής και οπτικής γωνίας, καθώς και η χρονική τους διάταξη,17 με

15. Γεγονός που αποτρέπει από σχηματικές συνδέσεις συνολικά του αφηγηματικού τρό­
που με την υποκειμενικότητα και του μη αφηγηματικού τρόπου με την αντικειμενικότητα
(Γεωργακοπούλου και Γούτσος, 1999), καθώς εμπλέκονται ζητήματα προσδιορισμού των
κριτηρίων με τα οποία ορίζεται και συστήνεται η υποκειμενικότητα και η αντικειμενικότη­
τα μέσα στη γλώσσα. Στις συγκεκριμένες αφηγηματολογικές προσεγγίσεις που συζητάμε, το
υποκειμενικό ή αντικειμενικό αποτελούν κατηγορίες επιμέρους έκφανσης του αφηγημα­
τικού τρόπου.
16. Στη γαλλική ορολογία histoire/récit/narration του Genette 1980, αλλά και α ντί­
στοιχα στους Bal, 1985, Rimmon-Kenan, 1983, Prince, 1987 κ.ά.
17. Ούτως ή άλλως η τριμερής διάκριση των δομιστών δεν αφορούσε τόσο το πρώτο
επίπεδο της ιστορίας, δηλαδή των χρονικά συνδεδεμένων γεγονότων, όσο έναν περαιτέρω
διαχωρισμό, στο δεύτερο επίπεδο, αυτό της παρουσίασης των γεγονότων στον λόγο
(discourse).
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 193

άλλα λόγια όλες οι τεχνικές παρουσίασης της ιστορίας και της ακολου­
θίας των γεγονότων.
Με τον όρο «ιστορία» (histoire/story) νοούμε τα αφηγημένα γεγονό­
τα στην υποθετική αυθεντική χρονική σειρά με την οποία συνέβησαν,
ανεξάρτητα από την σειρά τοποθέτησής τους μέσα στον αφηγηματικό
λόγο (Bal, 1985: 5). Αν και υπάρχουν μονοσυμβαντικά αφηγήματα, συ­
νήθως οι αφηγήσεις περιλαμβάνουν περισσότερα του ενός γεγονότα, γι’
αυτό και μιλάμε για διαδοχή γεγονότων.18 Η έννοια του γεγονότος δεν
αποτελεί απαραίτητα μια εξωγλωσσική έννοια, εφόσον το ίδιο το βίωμα
ή γεγονός μπορεί κάλλιστα να είναι ήδη ένα γλωσσικό γεγονός ή βίωμα,
μια γλωσσική πράξη.
Το δεύτερο (2) θεμελιώδες ερώτημα της αφηγηματικής θεωρίας αφο­
ρά τη σχέση της ιστορίας με τις διαφορετικές εκδοχές της. Κάθε ιστο­
ρία ως βιωματικός πυρήνας μπορεί να ειπωθεί με πολλούς τρόπους,
πολλά «κείμενα», πολλά είδη λόγων.19 Ήδη ο Αριστοτέλης στην Ποιη­
τική του (VI) υποστηρίζει πως η δράση (πράξις) για να γίνει μύθος θα
πρέπει να τύχει καλλιτεχνικής επεξεργασίας. Άποψη που απηχείται στη
διάκριση ordo naturalis και ordo artificialis που εντοπίζουμε σε εγχειρί­
δια Ρητορικής του 16ου αιώνα.20 Η αφήγηση ως λεκτική ή άλλη κατα­
σκευή δεν θεωρείται ταυτόσημη με την ιστορία, η οποία, ανεξαρτήτως
μέσου, ορίζεται ως ένα γνωσιακό σχήμα (Bal, 1985, Greimas και Cortès,
1989), μεταδόσιμο ποικιλοτρόπως.21 Εξάλλου, στην υπόθεση του στα-

18. Είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε ένα γεγονός από μια σειρά γεγονότων, εφόσον
ένα γεγονός απαρτίζεται από περισσότερα γεγονότα. Για μεθοδολογικούς ωστόσο λόγους
το συμβάν ορίζεται ως η αλλαγή που επέρχεται μετά από μια ρήξη στην υπάρχουσα κα­
τάσταση πραγμάτων. Αυτή η αλλαγή ή ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση ονομάστηκε
«μη τυχαία συνεκτικότητα» [non random sequence] (Toolan, 1996: 8) ή «μετασχηματι­
σμός» [transformation] (Todorov, 1977: 233).
19. Ο αφηγηματολογικός προσδιορισμός της ιστορίας ως ανεξάρτητης του μέσου
υπηρέτησε πολλές μεθόδους ανάλυσης και υιοθετήθηκε από πολλούς μελετητές. Στήριξε
τις θεωρίες της αφηγηματικής γραμματικής (Greimas, 1977), τον ορισμό της ελάχιστης
αφηγηματικής μονάδας (Todorov, 1969), μοντέλα και θεωρίες βαθείας δομής και δομής
επιφάνειας (Lévi-Strauss). Παρομοίως, οι σύγχρονες θεωρίες της δράσης έλκουν την κα­
ταγωγή τους από τα αριστοτελικά Η θ ικ ά Ν ικ ο μ ά χ ε ια , τη συμβολική λογική, τον φορμα­
λισμό του Propp (1988) ή τον πρώιμο αυστηρό στρουκτουραλισμό του Barthes (1977) και
καταλήγουν να γεφυρώνουν τη γνωστική ψυχολογία (Goffman, 1974) ή την Τεχνητή Νοη­
μοσύνη με τη λογοτεχνική αφηγηματολογία.
20. Αν και η κλασική ρητορική δεν ασχολήθηκε με την αφήγηση, μας έδωσε, ωστόσο,
πολλές παρατηρήσεις σχετικά με το ύφος και τη σύνθεση, που σήμερα πια έχουν ενσωμα­
τωθεί στις μελέτες αφηγηματικής ανάλυσης.
21. Ούτως ή άλλως ενυπάρχει μια γενετική θεωρία του αφηγήματος στη θεώρηση της
194 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ

θερού πυρήνα της ίστορίας βασίζεται και η έννοια της παραλλαγής και
της υφολογικής ποικιλίας (Κενώ, 1984). Ορίζοντας συνολικά το αφήγη­
μα ως σημειωτική αναπαράσταση μιας σειράς γεγονότων συνδεδεμένων
με νόημα και χρονικό ή αιτιακό τρόπο, δεν το περιορίζουμε μόνον στη
λεκτική εκδοχή του, αλλά επιπροσθέτως μελετάμε και μη γλωσσικές
πτυχές του. Αυτό επιτρέπει την αφηγηματική ανάλυση του λόγου μει­
κτών μέσων όπως της τηλεόρασης (βλ. τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων) ή
αντίστοιχα του ραδιόφωνου.
Στην περίπτωση των MME, η ανάλυση της αφήγησης υιοθετεί τον
ορισμό του αφηγήματος ως χρονικής κατά βάση δομής,22 ενώ η ειδησε-
ογραφική κάλυψη (newsreport) ορίζεται ως δείγμα αφήγησης, διαφορε­
τικό από την αφηγηματική μυθοπλασία (Rimmon-Kenan, 1983: 2). Η
χρήση αφηγημάτων και αφηγήσεων στην ειδησεογραφική πρακτική των
μέσων είναι πολύ συχνή, εφόσον η ίδια η λειτουργία της καταγραφής και
σύνταξης των ειδήσεων ενέχεται στην ανασκόπηση, επιλογή, ερμηνεία
και αξιολόγηση παρελθόντων γεγονότων υπό συγκεκριμένο πρίσμα
(Labov, 1972, Fairclough, 1995 : 91).
Τις πρώτες μελέτες των αφηγηματικών δομών στα ειδησεογραφικά
δελτία τις συναντάμε στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία της δεκαετίας
του 1970.23 Αποτολμούν εύστοχα να εντοπίσουν σε ειδησεογραφικά κεί­
μενα τις 31 δομικές λειτουργίες του V. Propp (1927) στην ανάλυση των
ρωσικών παραμυθιών. Κεντρικό άξονα αποτελεί το πρότυπο αντιθετι­
κό ζεύγος του κεντρικού καλού ήρωα και του κακού δαιμόνιου αντιπά­
λου του. Το σχήμα τίθεται σε λειτουργία με έναν απλό μηχανισμό: άπαξ
και η είδηση ενταχθεί σε οποιοδήποτε κοινωνικοπολιτικό στερεότυπο
με αρνητικές συνδηλώσεις (π.χ. ο ξένος δικτάτορας, ο σατανισμός, η
χρήση ναρκωτικών ή/και άλλα συναφή αντικείμενα της «σκληρής ειδη-
σεογραφίας») ενεργοποιείται αυτόχρημα και ο αντίθετος κοινωνικός
λόγος. Το ειδησεογραφικά κείμενο ως επιλογή και παρουσίαση συγκε­
κριμένων ακολουθιών γεγονότων αποτελεί μια σύνθεση από ρητά (in

αφηγηματικής δομής ως μιας πολυεπίπεδης κατασκευής που προσεγγίζεται με όρους βα-


θείας δομής και μηχανισμούς μετασχηματισμού από το ένα επίπεδο στο άλλο. Οι δομικές
προσεγγίσεις αναζητώντας ομοιότητες βάθους προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός αρχιαφη-
γήματος, ενός αρχετυπικού μοντέλου (Ur-model), στο οποίο υπάγονται οι επακόλουθοι
τύποι αφηγημάτων (Bal, 1985).
22. Με τον απλούστερο τρόπο ορισμού «τα αφηγήματα είναι ιστορίες που λαμβάνουν
χώρα μέσα στον χρόνο» (Berger, 1997: 6).
23. Η πολυλειτουργικότητα των ειδησεογραφικών κειμένων, έντυπων και ηλεκτρο­
νικών, σε οπτικοακουστικό και γλωσσικό επίπεδο, μελετήθηκε επίσης διεξοδικά από κοι-
νωνιοσημειωτικές προσεγγίσεις.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 195

praesentia) και εννοούμενα (in absentia) νοήματα (Fairclough, 1995: 106-


108).
Όπως ήδη επισημάναμε, η ανάλυση των αφηγήσεων στον λόγο των
μέσων εστιάζει στην πρόσληψη του αφηγηματικού λόγου και στους μη­
χανισμούς προσδιορισμού αυτής της πρόσληψης24 στον άξονα επικοι­
νωνίας αφηγητής - παραλήπτης της αφήγησης. Το αφήγημα στα μέσα συ-
στήνεται ως ολοκληρωμένη νοηματική ενότητα μόνο στο νου του αποδέ­
κτη της αφήγησης. Για τη συστηματικότερη ανάλυση συνεπώς, απαιτείται
μια ρητορικής τάξης υφολογική ανάλυση για την κωδικοποίηση και την
αναγνώριση: 1) των διαβαθμίσεων της παρουσίας ή της απουσίας του
αφηγητή, και 2) των πολιτισμικών και άλλων μεταβλητών που ελέγχουν
την πρόσληψη.

2.1 ΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Με θεωρητική εκκίνηση την υπόθεση πως το νόημα δεν συστήνεται έξω


από τη γλώσσα, και πως η γλώσσα δεν συστήνεται έξω από την κοινω­
νία, αλλά και τους χρήστες της, είναι σημαντικό να εξετάζουμε τους
τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται ο λόγος των μέσων ως θε­
σμών (Larsen, 1997: 9). Στη διεθνή βιβλιογραφία έχει ήδη μελετηθεί η
γλώσσα της δημοσιογραφίας και η πολιτική σημασία της στον μηχανι­
σμό κατασκευής γνώσης και παραγωγής μαζικής ιδεολογίας σε επίπεδο
σύνταξης, γραμματικής, κλπ. (Lasky, 1999, Fowler, 1991).
Στα ενδεικτικά παραδείγματα που θα αναφέρουμε από την έντυπη
ειδησεογραφία, θα εστιάσουμε την ανάλυσή μας στους τρόπους αφηγη­
ματικής παρουσίασης, οι οποίοι παρουσιάζουν ποικίλο ενδιαφέρον
γιατί δείχνουν την έμφαση του λόγου των μέσων, την εμμονή τους θα
λέγαμε, στην πρόσληψη, στην απήχηση και στην επίδραση που έχουν
στον παραλήπτη ή τον αναγνώστη τους. Στοχεύοντας στον παραλήπτη
η ειδησεογραφική αφήγηση χρησιμοποιεί αναμείξεις προσωπικών αφη­
γήσεων με κοινό λόγο, εξομολογητική ρητορική, αλλά και τυποποιημέ­
νο λεξιλόγιο, κλπ. Προκειμένου να διασκεδάζουν ή να αποσπούν την

24. Τα ίχνη αυτής της έμφασης τα εντοπίζουμε ήδη στον Labov, όταν ισχυρίζεται πως
η αφήγηση είναι κατά βάση ένα δεδομένο ερμηνευτικής τάξης, αλλά και στη δομική φάση
της αφηγηματικής θεωρίας, όπως π.χ. στον ορισμό της αφήγησης από τον R. Scholes
(1980: 205), πως «η αφήγηση δεν είναι μόνο η τοποθέτηση εν σειρά ή ακόμα η ψευδαίσθηση
μιας χρονολόγησης εν σειρά. Η α φ ή γη σ η ε ίν α ι μι a τ ο π ο θ έτη σ η ε ν σ ε ιρ ά κ ά π ο ιο υ π ρ ά γ μ α ­
τ ο ς γ ια κ ά π ο ιο ν » [η έμφαση δική μου].
196 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ

προσοχή οι ειδήσεις ως κειμενικό είδος αρκετές φορές προσφεύγουν


στη μυθοπλαστική επαναδιατύπωση και αισθητικοποίηση του λόγου
τους. Ταυτόχρονα, στο όνομα της αυθεντικής πληροφόρησης διαμορ­
φώνουν μια ρητορική που αποσκοπεί στο να πραγματώνει γλωσσικά τη
γεγονοτική αλήθεια (Fairclough, 1995 : 93). Στο επίμαχο ζήτημα της διά­
χυσης των ορίων μεταξύ ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, εξετάζεται κυ­
ρίως το ποιος ευθύνεται για την καταστρατήγηση ή για την κατασκευή
αυτών των ορίων, την τάση ηδονισμού στις ειδησεογραφίες, το ειδησεο-
λογικό ήθος y.αι την αξιολόγηση των ειδήσεων μέσα στα ευρύτερα πολι­
τισμικά και κοινωνικά πλαίσια (Winch & Boeyink, 1997, Ζέρη, 2000).
Θα αναφερθούμε, επιγραμματικά μόνο, σε κάποια δείγματα -ενδεικτι­
κά ωστόσο- αφηγηματικών τρόπων που εντοπίσαμε στο τμήμα της διε­
θνούς ειδησεογραφίας κυριακάτικου φύλλου [Times/To Βήμα, 9.4.2000,
Α28], Εκεί υπήρχε το άρθρο με τίτλο «Τα μοναχικά γενέθλια του κ. Κολ»,
υπότιτλο «Κανένα πάρτι δεν διοργανώθηκε προς τιμήν του», ενώ παρα-
πλεύρως υπήρχε η φωτογραφία του γερμανού πολιτικού σε πλήρη κατή­
φεια. Η αφηγηματική ευρηματικότητα του τίτλου εναπόκειται εν πολλοίς
στον επιθετικό προσδιορισμό «μοναχικά», δείκτη της αξιολογικής λει­
τουργίας της αφήγησης (Labov, 1972) και του άξονα αφηγητής - παρα­
λήπτης της αφήγησης.
Η σειρά παρουσίασης των συμβάντων στο άρθρο δομείται πάνω σε
μια χρονική και θεματική αντίστιξη: το πρωθύστερο σχήμα του «πριν»
με το «μετά» (= τώρα), με το οποίο και αρχίζει το κείμενο: «Τα εξηκο­
στά γενέθλια του Χέλμουτ Κολ στις 3 Απριλίου 1990 ήταν ένα μεγάλο
γεγονός στη Βόννη. [...] Την περασμένη Δευτέρα ο Κολ γιόρτασε τα
εβδομηκοστά γενέθλιά του αλλά ο άνθρωπος που είχε κυβερνήσει τη
Γερμανία ήταν μόνος.» Το «πριν» διαφοροποιείται από το «τώρα» με
τη χρήση του αντιθετικού σύνδεσμου «αλλά», ο οποίος σηματοδοτεί και
την αλλαγή στην πορεία εξέλιξης των πραγμάτων.25 Η συνέχεια του άρ­
θρου, που δεν την παραθέτω εδώ, αποδίδει την αφήγηση ως μια κατά
βάση χρονική και αιτιακή διάταξη των γεγονότων. Αυτή η συγκεκριμέ­
νη τεχνική της αρχικής αντιπαράθεσης των θριαμβευτικών γενεθλίων
του 1990 με τα ανέορτα γενέθλια του 2000 στοχεύει στη διέγερση του
ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη και θεσπίζει την αφήγηση ως δια­
δικασία απάντησης σ’ ένα υπόρρητο «γιατί» του αναγνώστη. Βλέπουμε

25. Για τη χρήση τού «αλλά» ως αφηγηματικής τεχνικής και μεθόδου εισαγωγής
πληροφοριών μετά από τεχνητή καθυστέρηση, βλ. Hicks, 1999: 29.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 197

πως εδώ στόχο της αφηγηματικής παρουσίασης αποτελεί η πρόσληψη


του άρθρου από τον παραλήπτη.
Απόηχος από αφήγηση ελαφρού αισθηματικού μυθιστορηματικού εί­
δους διακρίνεται στις εισαγωγικές φράσεις κεντρικού ειδησεογραφικού
άρθρου εφημερίδας [Το Βήμα] που υπογράφει Έλληνας δημοσιογρά­
φος και φέρει τίτλο: «Τι ψηφίζουν οι ξένοι. Οι αναλυτές των ξένων
επενδυτικών οίκων ρωτούν για τις διαρθρωτικές αλλαγές»:

Ντυμένη με γκ ρίζο κοστούμι, λευκό π ουκάμισο και με τα ξα νθ ά μαλλιά


μαζεμένα πίσω , απέπνεε σαφώ ς αέρα επαγγελματισμού. Α ναλύτρια ενός
α π ό τους μεγαλύτερους επενδυτικούς οίκους με έδρα το Σίτι του Λ ο νδ ί­
νο υ βρισκόταν στην Αθήνα για έναν και μόνο λόγο: να συγκεντρώσει πλη­
ροφορίες για τις βουλευτικές εκλογές της 9ης Α πριλίου. Δεν ήταν η πρώτη
φορά π ου ερχόταν στην ελληνική πρωτεύουσα, εξ ου και εξέφρασε την έκ­
πληξή της για την έλλειψη κυκλοφοριακής συμφόρησης, την οπ οία απέδω ­
σε στο μετρό. Π ολύ γρήγορα όμω ς η συζήτηση επικεντρώθηκε σε καθαρά
επαγγελματικά θέματα. Θα είναι ισχυρή η κυβέρνηση π ου θα προκύψει με­
τά τις εκλογές; Θα βγει ενισχυμένος ο Κ. Σημίτης έναντι τω ν εσωκομματι­
κών αντιπάλω ν του; Έ χει βάθος και ποιότητα στελεχών η Ν.Δ.;

Από πλευράς αφηγηματικών τεχνικών παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέ­


ρον η παραπάνω παράγραφος. Η εναλλαγή παρελθοντικών χρόνων
(παρατατικός, αόριστος: απέπνεε, βρισκόταν, εξέφρασε) με την κατα­
κλείδα του ευθέος λόγου των ερωτηματικών φράσεων σε μέλλοντα και
ενεστώτα χρόνο (θα είναι, θα βγει, έχει βάθος;) υπηρετεί τη διάκριση
προσκηνίου - παρασκηνίου. Η χρήση του παρατατικού τονίζει τον πα-
ρασκηνιακό, υποβοηθητικό χαρακτήρα των αφηγηματικών λεπτομερει­
ών που λειτουργούν ως συμφραζόμενα και συμπληρώνουν την αφηγη­
ματική δράση του προσκηνίου, η οποία συνήθως εκφέρεται σε αόριστο
ή αφηγηματικό ενεστώτα.26

1. Γ ε γ ο ν ό τ α σ ε ε π ίπ ε δ ο ισ τ ο ρ ία ς /Π ρ ο σ κ ή ν ιο : Α ναλύτρια ενός απ ό τους


μεγαλύτερους επενδυτικούς οίκους με έδρα το Σίτι του Λ ονδίνου βρισκόταν
στην Αθήνα για έναν και μόνο λόγο: να συγκεντρώσει πληροφορίες για τις
βουλευτικές εκλογές της 9ης Α πριλίου. [...] η συζήτηση επικεντρώθηκε σε
καθαρά επαγγελματικά θέματα.

26. Για τη διάκριση προσκηνίου - παρασκηνίου και την περαιτέρω σύνδεσή του με τις
αιτιακές και χρονικές δομές του αφηγήματος βλ. Labov, 1972. Οι κύριες προτάσεις
προβάλλουν συνήθως πληροφορίες που ανήκουν στο προσκήνιο, ενώ οι δευτερεύουσες
δίνουν πληροφορίες για το σκηνικό της δράσης (Fairclough, 1997: 117-124, Halliday, 1985).
198 ΜΑΡΙΑ KAK ΑΒΟΥΛΙΑ

2. Πληροφορίες Παρασκηνίου: Ντυμένη [...] μαζεμένα πίσω [...] απέπνεε


σαφώς Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν στην ελληνική πρωτεύουσα.
3. Ευθύς Λόγος: Θα είναι ισχυρή η κυβέρνηση που θα προκόψει μετά τις
εκλογές; Θα βγει ενισχυμένος ο Κ. Σημίτης έναντι των εσωκομματικών αντι­
πάλων του; Έχει βάθος και ποιότητα

Σε επίπεδο αφηγηματικής παρουσίασης η χρονική απόσταση της αρχής


(απέπνεε) υποστηρίζεται στη συνέχεια με τη χρήση πλάγιων και ελεύθε­
ρων πλάγιων λόγων και αφηγηματικού παρατατικού27 ([...] βρισκόταν
στην Αθήνα για έναν και μόνο λόγο: να συγκεντρώσει Δεν ήταν η
πρώτη φορά που ερχόταν στην ελληνική πρωτεύουσα). Η απόσταση
μειώνεται ανεπαίσθητα, όταν η αφήγηση μεταβαίνει σε (στιγμιαίους)
αόριστους ([...] εξέφρασε την έκπληξή της [...] απέδωσε στο μετρό [...]
επικεντρώθηκε) για να καταλήξει στον ευθύ λόγο με χρήση μέλλοντα
και ενεστώτα, ενώ παράλληλα με τη σταδιακή αποκάλυψη της ταυτότη­
τας ή και των προθέσεων της ηρωίδας (βρισκόταν [...] Απριλίου) χρησι­
μοποιείται ευθύς λόγος, τρεις κύριες ερωτηματικές προτάσεις εκφερό-
μενες σε μέλλοντα και ενεστώτα, άμεσα, χωρίς εισαγωγική πρόταξη {θα
είναι, θα βγει, έχει). Με αυτό τον τρόπο το έδαφος προετοιμάζεται κα­
τάλληλα για την ανάγνωση του υπόλοιπου άρθρου ως απάντησης στα
ερωτήματα που τίθενται στην αρχή. Ας σημειωθεί ως ενδεικτικό στοι­
χείο, και όχι μόνον του συγκεκριμένου άρθρου, πως μόνον η αρχή του
συγκεκριμένου ειδησεογραφικού κειμένου εκτρέπεται από τους κειμενι-
κούς κανόνες του είδους προς άλλες διακειμενικές συνάφειες ή αφηγη-
ματοποιητικές τεχνικές, προκειμένου να τέρψει, να θέλξει και να διεγεί­
ρει την προσοχή του αναγνώστη της, ενώ το υπόλοιπο ακολουθεί πιο
συμβατικούς τρόπους αφήγησης.
Μικρό δείγμα των αφηγηματικών πρακτικών της έντυπης ειδησεο-
γραφίας παραθέτουμε από τα ευρήματα που εντοπίσαμε σε τίτλους από
σύντομα ειδησεογραφικά άρθρα εφημερίδων.28 Η δραματική αφηγημα-
τοποίηση εκεί αποτελεί πλέον πάγια τακτική: «Ο δικτάτορας στέλνει
στη φυλακή τον αεροπειρατή πρώην πρωθυπουργό», «Τι άλλαξε στην
τουρκική στρατηγική», «Τι ψηφίζουν τα στελέχη της ΠΟΛΑΝ», «Τι ενό­
χλησε τους ξένους τεχνοκράτες», «Πώς ο υποψήφιος του Πασόκ, κ. Πα-
ρασκευόπουλος διάλεξε να επικοινωνήσει με την ειδική κατηγορία των

27. Παρελθοντική πράξη, της οποίας η ενέργεια διαρκεί ώς το παρόν, βλ. Toolan,
1988: 122-137 και Caldas-Coulthard, C. R., 1994.
28. Βλ. σχετικά με την ελληνική δημοσιογραφία Χατζησαββίδης, 1997 και 1999.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 199

ψηφοφόρων, τους τυφλούς» [Το Βήμα, 9.4.2000, Α24], Οι σχέσεις τίτλου-


σύντομου κειμένου, περίπου 160 λέξεων, οργανώνονται πάνω στη λογι­
κή δομή: «πρόβλημα-λύση», «ερώτηση-απάντηση» (Thompson, 1997). Η
οργάνωση της ρητορικής δομής του κειμένου πάνω σε παρόμοια μοντέ­
λα που χαρακτηρίζουν μη αφηγηματικά είδη κειμένων, όπως είναι το
επιχείρημα ή ο εκθετικός λόγος, εμπλουτίζουν και ποικίλλουν τον στε­
γνά χρονογραφικό λόγο του σύντομου ειδησεογραφικού ρεπορτάζ (van
Dijk, 1977).

2.2 Η «ΕΙΔΗΣΕΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


ΚΑΙ Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ( 1955-1956)

Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να συμπεριλάβω, ωστόσο, και την αναφορά


σε ένα διασκεδαστικό εγχείρημα που έγινε στην Ελλάδα προς το μέσον
της δεκαετίας του 1950 (1955-1956) από ανθρώπους του πνεύματος και
δημοσιογράφους. Πρόκειται για την έκδοση μιας ιδιότυπης εφημερίδας
με τον τίτλο Η Εφημερίς των Αιώνων. Παγκόσμιος Επιθεώρησις Ιστο­
ρίας και Πολιτισμού. Εξέδωσε 32 φύλλα σε μορφή ένθετου εβδομαδιαί­
ου δισέλιδου στην εφημερίδα Ανεξάρτητος Τύπος και με συστηματι­
κούς συντάκτες τον Νίκο Βώκο και τον Αντρέα Φραγκιά. Εδώ πρόκει­
ται για την αντίστροφη περίπτωση, την «ειδησεοποίηση» της ιστορίας,
μια απόπειρα να δοθεί η χροιά της φθαρτής επικαιρότητας της εφημε­
ρίδας σε ιστορικά γεγονότα όπως η μάχη του Μαραθώνα ή η ναυμαχία
της Σαλαμίνας. Η ειδησεογραφική αφηγηματοποίηση ιστορικών γεγο­
νότων μιμείται το ύφος, την έντυπη μορφή και ειδησεογραφική διάταξη
σε άρθρα και σχόλια μιας «κανονικής» εφημερίδας (γελοιογραφίες,
σχόλια, πολιτιστικά μονόστηλα, κυρίως άρθρα, φωτογραφίες, σκίτσο,
πολιτική ανάλυση), κλπ. Παραθέτω, ενδεικτικά, τίτλους της αρθρογρα-
φίας από την Εφημερίδα των Αιώνων, η οποία στα 32 φύλλα της (δισέ­
λιδα σε μεγάλο μέγεθος) καλύπτει την ειδησεογραφία από την προϊστο­
ρία και την εποχή του Χαλκού (3300 π.Χ.) στο φύλλο αρ. 1, μέχρι το
478 π.Χ. στο τελευταίο φύλλο, αρ. 32. Στο φύλλο αρ. 13 που φέρει τη
χρονολογική και τοπική ένδειξη άνω δεξιά «Από 1225-1120 π.Χ. Έδρα:
Μεσόγειος» το κύριο άρθρο, τρίστηλο, της πρώτης σελίδας φέρει τον
τίτλο: Με αλλεπάλληλα και ασυγκράτητα κύματα συνεχίζεται η Κάθο­
δος των Δωριέων εις Ελλάδα. Ο υπότιτλος με μικρογράμματη γραφή
συνεχίζει: Οι σκληροί και πολεμοχαρείς κατακτηταί πλημμυρίζουν την
χώραν. -Υπερτερούν χάρις εις τα σιδηρά όπλα των. Στο φύλλο αρ. 29
200 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ

με χρονολογική ένδειξη «480 π.Χ.» το κύριο τετράστηλο άρθρο έχει τί­


τλο κεφαλαιογράμματο: Αγωνία συνέχει την ψυχήν της Ελλάδος. Ο
Περσικός στρατός προελαύνει ασυγκράτητος προς τας Αθήνας, και
υπότιτλο με μικρότερα κεφαλαία γράμματα. Οι ηρωικοί μαχηταί υπό
τον Λεωνίδαν έπεσαν μέχρις ενός εις Θερμοπύλας. Στην ίδια σελί­
δα υπάρχουν και μικρά μονόστηλα 150 λέξεων περίπου με τίτλους
όπως: «Μολών Ααβέ» απήντησεν ο Λεωνίδας εις τους Πέρσας. Θερμό-
πύλαι 480 π.Χ. (Του πολεμικού απεσταλμένου μας). Το εκδοτικό αυ­
τό εγχείρημα στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 έχει αρκετό φιλολο­
γικό και εκδοτικό ενδιαφέρον, αν και, όπως λέγεται, ακολούθησε ένα
παρόμοιο πείραμα του γαλλικού εκδοτικού οίκου Gallimard την ίδια
εποχή.29
Η Εφημερίς των Αιώνων παρουσιάζει τα ιστορικά γεγονότα μέσα
από τη μίμηση του ειδησεογραφικού ύφους και της τυπογραφικής διά­
ταξης της εφημερίδας. Σε αυτό το παιχνίδι, η συγγραφή της Ιστορίας
αποδίδεται ως μια συρραφή φθαρτών και επίκαιρων ειδήσεων. Υπονο­
μεύεται έτσι με ειρωνικό τρόπο ο σοβαρός και έγκυρος ιστορικός αφη­
γηματικός λόγος. Αντίθετα, οι αφηγηματικοί τόνοι και τρόποι τους
οποίους εντοπίσαμε στις ειδησεογραφίες επιχειρούν ακριβώς στον
αντίποδα του εγχειρήματος να εξ-ιστορήσουν το ειδησεογραφικό περιε­
χόμενο.

3.1 ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ

Στη συνέχεια θα αναφερθούμε μέσα από ένα πολύ σύντομο παράδειγμα


στην τηλεοπτική ειδησεογραφία, η οποία χρησιμοποιεί την τεχνολογία
όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα τον συνεχή μετασχηματισμό του
λόγου της, τις συνεχώς νέες δυνατότητες διατύπωσης και πρόσμειξης
των μέσων της. Μια σειρά απαιτητικών ερωτημάτων -που δεν θα απα­
ντηθούν βέβαια εδώ- ελέγχουν ήδη την πρώτη προσέγγιση του θέματος.
Ποια είναι η σχέση της φωνής και του φωνούμενου κειμένου με την ει­
κόνα που προβάλλεται; Είναι μια σχέση ισοδυναμίας, υποκατάστασης,
συνάφειας, αναπλήρωσης κ.ο.κ.;30 Ποιες είναι οι παραθεματικές τεχνι­
κές που χρησιμοποιούνται στον τηλεοπτικό λόγο; Ποιος είναι ο ρόλος

29. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον φίλο συγγραφέα-πεζογράφο Στέφανο Τασσό-


πουλο γιατί στάθηκε η πιο έγκυρη πηγή πληροφόρησης σχετικά με την Ε φ η μ ε ρ ίδ α τ ω ν
Αιώνων και το πολύτιμο υλικό της.
' ΟΙ ηίρσαι
-ήττήβηοα»·
Η Ε φ η μ ερίς "And
4 9 4 -4 9 0

Α ΡΙβ-.Φ ΥΜ Ο Υ Μ
των Αιώνων π α γ κ ό σ μ ιό ς E n i e e n P M r t r ισ τ ο ρ ί α ς κ α ι π ο λ ιτ ισ μ ο ύ
η. X.

Ε ΔΡΑι ΜΕΣΟΓΕΙΟΙ

’AmMiiirriM^TfC «Η ·Μ γ( ! · | ft BV«·»» 4»' 81*r »4» κίσρ «·· MtitxtiiiTê» t« c •‘Κψ*,μιι(»κ »*»

ψ. S:Εκτακτος εκδοσις
l l p O I I Α Θ Η Ν Α ΙΟ Ι Χ Υ Ν Ε Τ Ρ ΙΨ Α Ν
|ÖY|EίΠ Ε Ρ Χ Α Σ E l Ζ Τ Ο Ν Μ Α Ρ Α Θ Ω Ν Α
■ ώ ^ΐΐΑ Τ Α ί ΘΑ*ΣΤΡΑΦΟΥΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ;
iM 'n C i " : προδότης Ιππίας καθοδηγεί τόν περσικόν στρατόν.- AI δυνάμεις t o ö Δσρείου
υπολογίζονται είς 50000 άνδρών.-Αί έλληνικαί δυνάμεις άποτελοΟνται όπό 9000
’Αθηναίουςκσ! 1000Πλαταιεϊς.-ΟΙ Σπαρτιάται εφθασαν μετά τήν φονικήν μάχην.
ΤΟ Σ Χ Ε Δ Ι Ο Ν Τ Ο Υ Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Υ Μ ΙΛ Τ/Α Δ Ο Υ
«ηηήλθαν «at όπίΛηοσ.
ΗαΙιμίΗού μ·« dvttrT«Aprr«cv; *οΟν Δαντίο» τώ» ’AAjvûv. μ! »αβηια'κή*
*e ,5
. ...
·άλ<*γγα "~·
·
.. κέντρο». Τήν οτι·
ιήν ÎKcUjy» δμ«χ βμμ*««««
μ« τό «ύρυκηοιο» ογίδιον τον
McXtkSoov, t i 6Co πΐηατα της
ΙλληνΜΚ «opardticx inf««·
σαν άπο το πλάγκτ lit ΛκάΟ«-
' « ο ν όρμήν κοττά τ&ι Πίροώ».

ff« tk ié* î>a 6t iû» «6ca


S p ré l
,/dnrOlo*,,,.tnparnYÛ*. Té* oiaooitooot«■*1*2nc«povt.
fcû ol Έλλην«« W» ιΐχσν ««'
«4 finotoi al»*i6i<mBI»Tt«, κν
οιολςκτικΑ« ον><0λΚ»θοβΥ i n Λ
tei« Aoukov« ’Αβιινβιου« kuî
Μιλτμ46η*...6 éitofec fti tm n r μςταΐό tôv dttolo». δμος οι/γ· Πλατσι«·«· Έ»τρομ«ι tête ol
l»0cr ÎXivuovi «ώτιίαποσ« -τήν κοταλόγιται· «dl.4 ΚολλΗ·«·· t*o6oSc«. έτοόαηκον »co« τή
πλοίο ΤΟ» v t TA firto-σ. é«ut
Η*η·-καΙ Ανάγκασα τούς ftrttr το«. E k τΑ* μάχην ίλββο* μ( άναοέοω «et fi,ut le-.·- . ποο·
mf youf flfoaat .νά· καια*υγουν to« fini μί» τΑ* πλιυοάν rûv TÎOcvmi lac«; ià litictBovv «α­
»k. Tà ,χλοκι το». Ό .Μιλτιά- Πτοούν 50.000 fttolnou, t*ft τό tût* 'AÇinû*..

ΦαΑ? U. _ _____ >.000


___ „ . ΟΙ
riXmaiek. _ . Ιτιαρτtftttn
---- cernât». ol
iiC iuitw cîcui «άτι — _
w nû td τηοιγοάοω- Ol lUp-
ιίβι «Ιχο* énoagtM vd tt'tl· ti «ατφπληκτοι. ttofi« e r r
βτμιαντκΛ* βοιΥκκη·, I- Ιήν._ 1*000* ^ ^ t e t o o t i t e »
«βοοτ*ν pttfi το Tttoec τΑς μ4- Π Ο ΙΟ Σ
Hr °ol 'Ελλη«« .βά
ΪΕ ,Τ ίίΐΓ Ώ ΐ* « 0 Μ ΙΛ Τ ΙΑ Δ Η Σ
«•Waipta *d «oX*vnow» «»>
«tool-κατά τ4* ncooft*. Ο ΙΤΤΑΤΗΓΟΙ «·» ({η
"φα6ι& Τ ά n p o iiY n O tv T q ΠΤΕΡΑ ΔΙΔΕΙ ^ »·όλι·ι <ν λ.*»»4.
Ί*η» el« τ4 αΟηνοΐ»* 4-
Η ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΑ! SStWÖ
'ν ··. κι.~ft-’S
W » ΐ·■■
'A ycrw μόλις tyväotq «I«
Αθήνα« A «extotxrciodA τής ’Ε-
Îtrptie«, ίγιντ*,άντ>λι»π»4ν διι
οΐ Πέοσβι θώ fcnoloovio liar-
X Π Α Ρ Τ Η , Ζ,π
400 ». X. ( - U .
κΙ·Λί,.:ί::ιπ:
Al 5âo «όσα« ιΙ|{ *4 M t ’*4 Mopoftirot.
τΐο» ttfc itôSuc. liw X fa n
i é u ôwéaw« πολ(μι«4* συμ­
βούλιο» n i* 10 oto aio rû * tôv
'Αθηνών. Cmè ttW Artaia* τον
Δ ΠΙΣΤΕΥΤΟΝ tkupcîica τό
* «οτόοβωμα . «ον ‘ΑόηναΙον
ήμ(0ο6ρόνον ΦτιβπΓΠΪύον, ό
όποιο« trptic τήν άπόστοοι»
:Ι1£ν,Η5™Λ;
ΚΑΤΟΠΙΝ Α ΙΣ Χ Ρ Α ! Π Ρ Ο ΔΟ ΣΙΑ Σ κολςνάοχον Καλλιμώτον nofi« ΜαοαΟώνο« — Σπάρίικ. 6·ν
λήμ,ν άπο*άσιο<. Ol trtvrc 6c λαβή 1.140 otfiBta tnfie 4·
το» ato arn rô * . 6cnov*0oea* vfivo» ύρών.
0} αριστοκράται παρέδωσαν vntp τηρήαιο« όμυνικης σιβ-
Oto«. ύλλά οι 0»6λοιιτοι. Vf
ταξί» iw» οποίων «al 6 ΜιΧΐ[·
Ό McXitfiSq« Wciileot.
4»|in tû* Ά?«*4ι it«*ô
ü6iK «πέμ«ικ* Sri ol 'λΛηην- n SIS, 4tt.»féXn U tl<
τήν^Ερέτρίΐανεις τούς Πέρσας οι ί»ο«πι n i énruSov». Τ«λι-
«u« οπτρίσχυστ* ή y « v n α ν £ .'rti.i.v vra
Ο Ι Ε Υ ΓΕ Ν Ε ΙΣ ΣΥΝΕΜΝΟΗΘΗΖΑΝ ΜΕ Τ Ο Υ Σ Ε ΠΙΔΡ Ο-
té. «α·6π<» «ol τής ovuouol*
ne ro0 Καλλιμά*ον o' Μ άπ|ο ΆΤΙιίΤύίΛΑ
Μ Ε ΙΣ ΚΑΙ ΗΝΟΙΞΑΝ Τ Α Ι Π Υ Λ Α Σ Τ Η Σ Π Ο ΛΕ Π Σ.— Τελευταία ώρα T·». Ka t 4 tfi* vag»p»*n*
elc Θρ4»γ. . 4 MiMiéfi·«
Η Κ ΑΤΑ ΣΤΡΟ Φ Η ΚΑΙ Η ΣΦΑΓΗ ΤΩ Ν Κ ΑΤΟ ΙΚ Ω Ν
0ΜΙΛΤΙΛ4ΗΣ IxSSïS'îT:
a s a t.-J n £ « :
ΕΣΒΣΕ
η ® ! , ·« «
Αρια*αιοαιών ol Πίεσαι doto·
î«i{( été I *4 γίνουν «Οοκη τής
.
ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ
B•YtcA
Ä pCe
·”“né.’tot t “tefirXu-

éealac,, dA>4 .arrœtpQvvivnc lit té* e»d«K'. \ Mcltlfi-
•Χίο* κόληκ lé t ΕροτρίΙπς. ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ’ä ä s ;;
Oc ννοοτό*. · —
Ç W 'S f l
RÎSJLÏ^I » τώ« <·
Λ β Η Ν Α Ι, H XrnxtnCfinv.
400 λ ., X .
( T t i ά* tanciKpJfoB /te<| 5Ä„&Ä
tk T*t -AWret, S*uT*J-

- .... _.™
eiïo’ïof'toit „>.»"£«<**Tie* Ο ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ 6cd rfc προ-
λάβη ivfi«*ou(vn» tnlétoc* ΓροναριϊτοΟτ »37^ «fit la-
., Ol 'Epcioxic. rOneotoejr
Î J CÇ W*olcoc ta oytfiia iû*
lôv otoetn
- poû» otootnya*. 5*1 uiw* *ών. fiooOowtroEc fiutet»«
(«αντίο* tel* doooupÄTU* 'Aft»·
*fi« fiwfii·»« τον u<Td τΑ*
Si«W tii4t 4>τ·λτνΊ< tu·

·«** ^4 ÎÎ^ U « ·» . . w w t .
--- —.
— — J tS Mckwévtla r ^ μάχη*, (απιικκί *ό «αταλάδη S Â Ï K
Rφκία. ,I|( η
έλιώ«TO».O.*!. îrs a fe .1- ü s f e aÆ
là IHWOOXP« t e i l t «I« ré» δρμρ. τού ©α-
Ml'Oo cia
y&îu
panooToâvie» tro-
Covi<c oyi fi» art loravto 9ix0*
t«0 «éitmiû^v. Oà itoco-ivà;*
6ι«τάχβίτσαν t i l t »A c.tofovi
•tpi« *6» MapoÖUu Atitw «I·
λΑοοο pcTu dvw>»u6n πο-
«•ο» νιδ« 4λο«λΛοον Λ*««.
Kol πρόγνοιι. ol οάόοι ά·
r» int.tl.«
J M *û.SΠ«»-
«crmcrjiiiùr oycSki»to0te- Q
Tfi* 5oiotir.n* ματαΙΐΜΐ» t<5* a io*o»l* tu* irpAfi».
Covwc.ünnOttoocvD
Vπλήγμα
•Il «ctoatoooé T»e ·&«*«!.
να* όποβιΟοοβή ai t<3p *ai
6ιητ&μ«ι«. Έ πΙ B Αλοκλήρο«
πτδιίγθιτγο* βάσιμοι· διότι
μόλις ά /τ ιιλ ι 4 Αλιος. ol πο- ..ίνΐ'·,.:“ώ:. L
:%.
inrot. »o*t*>»4«K »i «fi.

.«° 1
ιΐίίίί'ΤΧί-ίτώ
an »*inwSa»T:
övioa«. oüSck tö» AvtinaVj»
fincOfiaiCc cd inctefln.
Σήμτοον I2n* Ittct voo'ov
όμως, ol 'ΛΛιραίαι fiicnlatM·
οατιτογμίτοι 'Λβηιοίοι xtoar
tfi* Πίρσικόν ο'4λο* ovYKtr-
tr.ip|i(vo* cl« τό* «αληοινόν
όρμον. *Λντ| ι!κ DcootOuivn«
■Aotortiin* «cl «4* π«λ(.
►·<"■·· ΚαλλΙ,ο,.*. ·£»«.
Γ<·’\£
fi',*Äviipctiititoi*iü*«loCeU-
«JP'l l Ι1-1Τ1»Λ tfOMCTOlueel» ÄlA το* 5ti ol Π οοβι ’trx'oa* (■
π·6ι6α£όμ««»ι tûv πλοίων tu*,
fiwcj« cwi0(ocu«. ol 'Λ8ηνυΐοι
t®o» :o0« nfipoot »4 όνο·
otwiKu*«oay»tSiu*.
fi e -ffijR” iassa.
'i? -<»A&au. Al* Kovnse* Suuc và «ρο«σνώ< μί tô», anoni» ri
»tocOoûv t a t ’ cvOctov ivavTcOt
tû*. Ά&ην6». Ό Μιλτιάδης
κρονον» πρύμνηι'. Λιατνηοντσι
Î γνώμη fit» ol ΓΜοοοι ι**#νι*
laoOivrt« άπό »4» άπροβίό-
τον
. ’.Η v!«n tov Mooodj.st
i i r ä . .'.t Ä s u T S ï
bùeléw
*6»n.i'm
Γ Ν Ω Ρ ίζ ε τ ε o r i: té u άπίόάοισι và incteSé ir «ητο» παρουσίαν τοΟ ίλλη»ι·
τον. Etoi. «atéXnCav cl« lé* — 01 fWoocri *βΛ»ΐΜβν* βλο ’f(ou<. ‘H u t’aÇv tûv δύο άν «ίΟ οτρβτον Ανττύοησον ίτη- ·ΗUaoveoSti
W i s S ^ (SD:
τμαιι. « , A ttaoaiocu« «mW»
lOuo tu* »1 otfiOycite, ent4
«ASt «fro. nofiw» «ol fiov
USS
ιιπάλον ατοατοπίδον άπόστα
3·« lito 1.200 μέτρο ntoinov.
Κατόπι* διαταγής toO στοατπ-
γοΟ. ol Έ λλη«« ito » ittXnoc-
avpcdovrtc tl« 'ΛοΙαν ’Η Ta­
xera «βΐ «οατογοί οντή «νίρ·
ycia τού Μιλτιάδη «οίκτοι Ε
οαίίο τουλάχιστον τής vkn«
•ci«, catfi Tic énotac ol nie-
ra i Wlatavto Caovtatoj ·—·
w a t e ; Attu- — M4»«« i bl
t ,»4Wo<, «I* . ...
*»<»w d t l*o fiytoa!
rüsi£ οααν κάπως τού« Πέοοα« t-
tiicwa* τ6 βήμα to* καί ί·
τού ΜαροΟώνος. 5iôti louât
τή* πάλι* tû» "ABtnûy ό«ό
όνδοίΐΊ· mitA*W».

Σ ε λ ίδ α α π ό τ η ν Εφημερίδα των Αιώνων ό π ω ς δ η μ ο σ ιε υ ό τ α ν ω ς έν θ ετ ο


σ τ η ν εφ η μ ερ ίδ α Ανεξάρτητος Τύπος το 1955-1956.
202 ΜΑΡΙΑ K AK ΑΒΟΥΛΙΑ

της οπτικής σύνταξης, του ηχητικού και οπτικού μοντάζ, του ηλεκτρο­
νικού κειμένου;
Ήδη στη Βρετανία της δεκαετίας του ’70 υπήρχε διαμορφωμένη μια
κοινή συνείδηση που πίστωνε τους κρατικούς τηλεοπτικούς οργανι­
σμούς (ειδικότερα την British Broadcasting Corporation) με μια άνευ
όρων αντικειμενικότητα (Hartley, 1982). Η αξιοπιστία των ειδησεογρα-
φικών πηγών δοκιμάστηκε κατά καιρούς από διάφορες έρευνες, οι
οποίες κατέληγαν στην εμπέδωση της διαπίστωσης πως «η κάμερα δεν
λέει ποτέ ψέματα», εφόσον δεν χρησιμοποιεί, για να εκφραστεί, το
πρώτο ενικό πρόσωπο, την κατεξοχήν δηλαδή υφολογική επιλογή της
υποκειμενικότητας. Τριάντα χρόνια μετά, μπορούμε να θέσουμε εκ νέ­
ου το ερώτημα που ακούγεται σχεδόν ρητορικό: τελικά μπορεί η ειδη-
σεογραφική κάμερα να πει ψέματα, να πλάσει μύθους ή όχι;

3.2 ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ


ΤΗΣ 9ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2000 ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ

Σύμφωνα με τη θεωρία της αφήγησης υπάρχει πάντα η δυνατότητα να


αφηγηθούμε με δύο τουλάχιστον τρόπους μια σειρά γεγονότων. Αυτό
το πιστοποιήσαμε και στην περίπτωση της επομένης των ελληνικών
βουλευτικών εκλογών της 9ης Απρίλιον 2000. Σε συγκεκριμένο κρατικό
τηλεοπτικό σταθμό, θεωρήθηκε καλό να συμπεριληφθεί ως μέρος του
βασικού κορμού της ειδησεογραφικής ύλης του δελτίου ειδήσεων, και
υπό μορφή κινηματογραφικού αφηγήματος, διάρκειας τριών ακριβώς
πρώτων λεπτών, η διαδικασία έκβασης των τελικών αποτελεσμάτων.
Είχε προηγηθεί βεβαίως η λεπτομερής -με συνεντεύξεις, σχόλια και ρε­
πορτάζ- παρουσίαση των εκλογικών αποτελεσμάτων, είχαν πληρωθεί,
δηλαδή, οι απαιτήσεις «ορθότητας» της αντικειμενικής ενημέρωσης,
όταν ο τηλεοπτικός λόγος κάνοντας χρήση της δύναμης των εικόνων
του μεταμφιέστηκε -για να τέρψει- σε μια ιστορία με ηδύτητα, αρχή,
μέση και ευτυχές τέλος, μουσική επένδυση κλπ. Το «παραμύθι» είχε τον
σχετικά βαρύγδουπο τίτλο Το Χρονικό της Αγωνίας.
Στην τυπολογία των αφηγηματικών ειδών το Χρονογράφημα ή Χρο-

30. Πολλοί θεώρησαν πως με την προτεινόμενη μέθοδο της «οπτικής σημειολογίας»
[visual semiotics] προσεγγίζονται καλύτερα οι αναλύσεις του τηλεοπτικού λόγου όσον
αφορά τις εικόνες και τα κείμενα. Βλ. για παράδειγμα την «κοινωνική σημειολογία» των
Kress & van Leeuwen, 1990.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 203

νικό ως κειμενικό είδος, όπως και η γενεαλογική καταγραφή, δεν απο­


τελούν εξ ορισμού αφήγημα. Οι κατάλογοι ιστορικών συμβάντων
(White, 1980: 6-8) σε απλή χρονολογική διάταξη δεν αρκούν για να
έχουμε αυτόχρημα ολοκληρωμένο ιστορικό αφήγημα.31 Για να συμβεί
αυτό, θα πρέπει να υπάρχει μια δομή με σημασιακή τάξη και με μια
νοηματική αλληλουχία. Ο συσχετισμός παραπέμπει στην κατά τον R.
Jakobson (1997) διαταραχή της συνάφειας, σύμφωνα με την οποία
υπάρχει αδυναμία αναγωγικού συσχετισμού του καταλόγου των λέξεων
σε προτάσεις με νόημα.
Έχει επισημανθεί πως κάτω από την πίεση του αιτήματος της -ψυχαγω­
γίας, η λιτή ειδησεολογική αφήγηση υποκύπτει σε μια αφηγηματοποιητική
διαδικασία (Toison, 1996: 42). Η ειδησεολογική αξιοπιστία και υπευθυνό­
τητα που πρέπει να διέπει ένα δελτίο ειδήσεων, υπηρετείται από διάφορα
τεχνάσματα της ρητορικής της γεγονοτικότητας (factuality), όπως η από­
δοση δηλώσεων από αξιόπιστες πηγές της εξουσίας, συνεντεύξεις, ρεπορ­
τάζ, αποσπάσματα φιλμ, κλπ. (Almeida, 1992). Η αφηγηματοποίηση των
γεγονότων-ειδήσεων δεν παρατηρείται μόνο μέσα στον πυρήνα του κε­
ντρικού δελτίου, αλλά και εκτός, σε συμπληρωματικά ρεπορτάζ ή σε ενη­
μερωτικές εκπομπές, και έχει πολλές φορές τη μορφή επαναληπτικής συ­
γκεφαλαίωσης ενός σημαντικού θέματος της τρέχουσας ειδησεογραφίας.
Όπως ήδη επισημάνθηκε, η αφηγηματοποίηση είναι μια πράξη αναγωγής
του λόγου: επιβάλλει μια συγκεκριμένη αφηγηματική δομή, και υποβάλλει
τα ιστορικά δεδομένα με τις ελλειμματικές τους αφηγηματικές διαστάσεις
σε ένα αφηγηματικό σχήμα με αρχή, μέση και τέλος.32
Την εισαγωγή στην αφηγηματοποιημένη εκδοχή των τελικών εκλογι­
κών αποτελεσμάτων, μετά το πέρας του κεντρικού δελτίου, κάνει και πά­
λι η συντάκτρια-εκφωνήτρια του δελτίου με τις φράσεις «Ήταν η βραδιά
των εκπλήξεων και των ανατροπών, των αντιφατικών αισθημάτων στους

31. Όπως, για παράδειγμα, η περίπτωση της καταγραφής των ιστορικών γεγονότων
από τους χρονογράφους των A n n a les. Ο White (1980: 7) παραθέτει από τη σειρά Mo­
numente G erm a n ia e H is to r ic a /S c r ip to r e s τις αναφορές για την περίοδο 709-734. Για
παράδειγμα, οι εγγραφές έχουν την εξής μορφή: 709/Σκληρός χειμώνας. Πέθανε ο Δούκας
του Gottfried. 712/Πλημμύρες παντού. 718/0 Κάρολος κατατρόπωσε τους Σάξονες.
Μεγάλη πανωλεθρία.
32. Ο Trew (1979) μελέτησε ακριβώς τη διαδικασία μετασχηματισμού των ειδήσεων
από τις πηγές-πρακτορεία ειδήσεων (source-domain) στα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ των
εφημερίδων (target-domain) και παραμένει πάντα καίριο το παράδειγμα γλωσσικών και
συντακτικών επιλογών στην περίφημη φράση από τίτλο της εφημερίδας T im e s (1975):
R io tin g b la c k s sh o t d e a d b y p o lic e a s A N C le a d e r m e e t (βλ. και συμβολή Γ. Ανδρουτσόπου-
λου στον παρόντα τόμο, σσ. 167-183).
204 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ

οπαδούς καί τα κομματικά επιτελεία». Την τελευταία αυτή φράση της εκ-
φωνήτριας ακολουθεί το πρώτο πλάνο με τις σημαίες που σειόνται, φέ­
ροντας και τον τίτλο σε κεφαλαιογράμματη γραφή, « Τ Ο Χ Ρ Ο Ν Ι Κ Ο Τ Η Σ
Α Γ Ω Ν Ι Α Σ » . Η ιστορία χωρίζεται σε έξι υποενότητες. Ακόμα και στην εν
σειρά διάταξη των τίτλων της κάθε υποενότητας αναγνωρίζουμε τη ρήξη,
την περιπέτεια και την τελική επανόρθωση της ισορροπίας, στοιχεία δη­
λαδή μιας αφηγηματικής δομής κλασικού τύπου (Rimmon, 1983).
Την οπτική προβολή των τίτλων ακολουθεί η προφορική αφήγηση, η
οποία γίνεται από έναν αφανή αφηγητή/ρεπόρτερ, η φωνή του οποίου
(voice over) συνοδεύει τα πλάνα που προβάλλονται:

ΦΩΝΟΥΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΚΟΝΑ

1. « Τ Ο Χ Ρ Ο Ν Ι Κ Ο Τ Η Σ Α Γ Ω Ν Ι Α Σ » [τί­
τλος]

Πλάνα εναλλασσόμενα με πράσινες και


μπλε σημαίες που σειόνται

Ώ ρα 7 χ θ ε ς το α π ό γ ε υ μ α τα π ρ ώ τ α α π ο τ ε ­ 2. Η Ω Ρ Α Τ Ω Ν E X I T P O L L S
λ έ σ μ α τ α τ ω ν e x it p o lls β γ α ί ν ο υ ν σ τ ο ν α έ ­ [τίτλος] (διάρκεια 45 " )
ρα . Δ ί ν ο υ ν μ ικ ρ ό π ρ ο β ά δ ισ μ α στη Ν .Δ .
Ε ξ α ίρ ε σ η η Ε λ λ η ν ικ ή Τ η λεό ρ α σ η (E T ) π ο υ
ό π ω ς φ ά ν η κ ε σ τ η ν σ υ ν έ χ ε ια ή τ α ν η μ ό ν η
π ο υ έδ ω σ ε μ ε α κ ρ ίβ ε ια το α π ο τ έ λ ε σ μ α .
Σ τ ο ε κ λ ο γ ικ ό κ έ ν τ ρ ο τ ο υ Π Α Σ Ο Κ π ρ ό σ ω ­
π α σ φ ιγ μ έ ν α . Η α β ε β α ιό τ η τ α μ εγ ά λ η . Η
μ ά χ η π ρ ο μ η ν ύ ε τ α ι σκ ληρή. Σ τη X . Τ ρ ικ ο ύ -
π η σ υ ν ισ τ ο ύ ν ψ υ χ ρ α ιμ ία .

[Σ υ ν έ ν τ ε υ ξ η Κ . Λ α λ ιώ τ η ] « Χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι μ ια Πλάνα με συνέντευξη Κ. Λαλιώτη (εκπρ.


α ν α μ ο ν ή λ ί γ ο υ χ ρ ό ν ο υ μ ε ψ υ χ ρ α ιμ ία κ α ι του ΠΑΣΟΚ)
ν η φ α λ ιό τ η τ α . Μ έ χ ρ ι τώ ρ α έ χ ο υ ν μ ιλ ή σ ε ι
ο ι ερ ευ ν η τ ές , ο ι α ν α λ υ τ έ ς κ α ι ο ι δ η μ ο σ κ ό -
π ο ι. Α ς α φ ή σ ο υ μ ε ν α κ α τ α γ ρ α φ ε ί η λ α ϊκ ή
ε τ υ μ η γ ο ρ ία .»

Σ τ ο ε κ λ ο γ ικ ό κ έ ν τ ρ ο τ η ς Ν .Δ . σ τ η ν π λ α ­ 3. Π Α Ν Η Γ Υ Ρ Ι Σ Μ Ο Ι Σ Τ Η Ρ Η Γ Ι Λ Λ Η Σ
τ ε ία Σ υ ν τ ά γ μ α τ ο ς τα σ υ ν α ισ θ ή μ α τ α ε ν τ ε ­ [τίτλος] (διάρκεια 8 0 ” )
λ ώ ς δ ια φ ο ρ ετ ικ ά . Τ α e x it p o lls π ο υ δ ίν ο υ ν
ε λ α φ ρ ύ π ρ ο β ά δ ισ μ α β γ ά ζ ο υ ν σ τ ο υ ς δ ρ ό ­ Κόσμος έξω από το εκλογικό κέντρο της
μ ο υ ς τ ο υ ς ο π α δ ο ύ ς τη ς Ν .Δ . Τ α χ α μ ό γ ε λ α Ν.Δ. Κοντινά ή μακρινά πλάνα με εναγκα­
δ ί ν ο υ ν κ α ι π α ίρ ν ο υ ν . Ο ι π α ν η γ υ ρ ισ μ ο ί λισμούς ή εκδηλώσεις ενθουσιασμού των
σ τ α γ ρ α φ ε ία α ρ χ ίζ ο υ ν . Κ λ ίμ α ε υ φ ο ρ ία ς οπαδών της Ν.Δ. Σημαίες, φωνές ενθου­
κ α ι στη Ρ η γ ίλ λ η ς . Λ ί γ ο μ ετ ά τ ις 8 το α π ό ­ σιασμού, πλάνα από το συγκεντρωμένο
γ ε υ μ α φ τ ά ν ε ι σ τα γ ρ α φ ε ία τ ο υ κ ό μ μ α τ ο ς η πλήθος.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 205

Ν τά ρ α Μ π α κ ο γ ιά ν ν η [α κ ο ύ γ ε τ α ι α π ό μ α κ ρ η
η φ ω ν ή τη ς Ν .Μ . μ έ σ α α π ό π α ν η γ υ ρ ισ μ ο ύ ς
ν α λέει, « ό λ α κ α λ ά » ]. Τ ίπ ο τ α όμως δ ε ν ε ίχ ε
κ ρ ιθ ε ί ο ρ ισ τ ικ ά . Τ α π ο σ ο σ τ ά α ρ χ ίζ ο υ ν να
α ν ε β ο κ α τ ε β α ίν ο υ ν . Η α γ ω ν ία σ τ ο α π ο κ ο ρ ύ ­
φ ω μ ά της. Ο ι ε ρ μ η ν ε ίε ς π ο λ λ έ ς . Γύρω στις
9.30 το θρίλερ κορυφώνεται.

4. ΙΣ Ο Π Α Λ ΙΑ
Η α π ό λ υ τ η ισ ο π α λ ία δ ε ν φ α ν τ ά ζ ε ι μ α κ ρ ιά . [τίτλος] (διάρκεια 30" )

Πλάνο κτιρίου της ελληνικής Βουλής, φωτι­


Σ υ ν έ ν τ ε υ ξ η Κ . Σ κ α ν δ α λ ίδ η : « Η ν ύ χ τ α έ χ ει σμένο στο βάθος
α κ ό μ α π ο λ ύ δ ρ ό μ ο μ π ρ ο σ τ ά της. Κ α λ ό ε ίν α ι
ν α μ η φ ω ν α σ κ ο ύ μ ε , ν α μ η β ια ζ ό μ α σ τ ε κ α ι Πλάνα με συνέντευξη Κ. Σκανδαλίδη
π ρ ο π α ν τ ό ς ν α μ η δ ια ψ ευ δ ό μ α σ τ ε .»

Σ τ η δ ίν η τη ς α ν α μ ο ν ή ς ο ε κ π ρ ό σ ω π ο ς τη ς
Ν .Δ . κ ά ν ε ι λ ό γ ο γ ια μ η σ υ ν ε ρ γ α σ ία τ ω ν ε κ ­ Σημαίες της Ν.Δ. που σειόνται. Κοντινό πλά­
π ρ ο σ ώ π ω ν τη ς Ν έ α ς Δ η μ ο κ ρ α τ ία ς μ ε το νο Α. Σπηλιωτόπουλου (εκπρ. Τύπου της Ν.Δ.)
υ π ο υ ρ γ ε ίο Ε σ ω τ ε ρ ικ ώ ν ( σ υ ν έ ν τ ε υ ξ η ε κ π ρ ο ­
σ ώ π ο υ Τ ύ π ο υ της Ν .Δ .). Όσο περνάει η ώρα
τ ο υ ς π ρ ώ τ ο υ ς π α ν η γ υ ρ ισ μ ο ύ ς σ τ η ν π λ α τ ε ία
Σ υ ν τ ά γ μ α τ ο ς δ ια δ έχ ε τ α ι ο σ κ επ τ ικ ισ μ ό ς . Πλάνο με σημαίες ακίνητες

Η ν ίκ η π ο υ έ δ ε ιξ α ν τα e x it p o lls δ ε ν ε ίν α ι Πλάνο οπαδών του ΠΑΣΟΚ. Μουσική υπό­


κ α ι τ ό σ ο εύ κ ο λ η . Μ π ο ρ ε ί κ α ι ν α χ ά σ ο υ μ ε κρουση από το τραγούδι του συνθέτη Μά­
λ έ ν ε μ ε ρ ικ ο ί. νου Λοΐξου «Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο»

Η ρ ο ή τ ω ν α π ο τ ε λ ε σ μ ά τ ω ν π ρ ο χ ω ρ ά κ α ι το 5. Π Ρ Ο Β Α Δ Ι Σ Μ Α Π Α Σ Ο Κ [τίτλος]
ΠΑΣΟΚ προσπερνά έστω και με βραχεία (διάρκεια 20 " )
κεφαλή. Τ ο χ α μ ό γ ε λ ο ε π α ν έ ρ χ ε τ α ι σ ιγ ά σ ιγ ά
σ τ ο υ ς ο π α δ ο ύ ς τ ο υ Π Α Σ Ο Κ . Ο ι ο π α δ ο ί της Πλάνα με οπαδούς και σημαίες του ΠΑΣΟΚ
Ν .Δ . μ ο υ δ ιά ζ ο υ ν κ α ι κ α τ α λ α β α ίν ο υ ν π ω ς
ό σ ο π ε ρ ν ά η ώ ρ α ο χ ρ ό ν ο ς λ ε ιτ ο υ ρ γ ε ί ε ις
β ά ρ ο ς το υ ς. Στις 11.30 το βράδυ ό λ α φ α ίν ε ­
τα ι π ω ς ξ ε κ α θ α ρ ίζ ο υ ν .
Τ ο Π Α Σ Ο Κ ε ίν α ι ο ρ ια κ ά μ π ρ ο σ τ ά . Πλάνα κοντινά με πολύ φως, εικόνες με κυ­
ρίαρχο το κόκκινο χρώμα

6. Ε Π Ι Κ Ρ Α Τ Η Σ Η
[τίτλος] (διάρκεια 45 " )
Στην πλατεία Κλανθμώνος το πανηγύρι αρ­
χίζει. Τ ο γ λ έ ν τ ι ξ ε κ ιν ά κ α ι σ ε ά λ λ ε ς π ό λ ε ις Πλάνο κοντινό με σημαία που απεικονίζει
της χ ώ ρ α ς . τον πράσινο ήλιο, σύμβολο του ΠΑΣΟΚ
206 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ

Σε επίπεδο διάταξης του λόγου αναγνωρίζουμε κάποιες από τις ει­


δολογικές συμβάσεις των «σκληρών» ειδήσεων: τον συμπαγή πυρήνα
της είδησης που αποτελείται από έναν τίτλο ή ακόμη και από έναν υπό­
τιτλο, καθώς και μία παράγραφο που μας επεξηγεί κάθε φορά το σχετικό
με τον τίτλο περιεχόμενο. Μια σειρά συμπληρωματικών πληροφοριών
με μορφή εικόνων, πλάνων και σχολιασμών ολοκληρώνουν την είδηση.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο τίτλος προτάσσεται με κεφαλαιογράμ-
ματη γραφή στην οθόνη (βλ. δεξιά στήλη του παραπάνω σχεδιαγράμμα­
τος), και ακολουθεί το φωνούμενο κείμενο (βλ. αριστερή στήλη) που
σχολιάζει σειρά από εικόνες που προβάλλονται ταυτόχρονα.
Σε επίπεδο αφηγηματικής δομής αναγνωρίζουμε μόνο μερικά από τα
συστατικά στοιχεία της πρωτογενούς δομής της ιστορίας. Στη διάρκεια
των 4.30 ωρών του αφηγημένου χρόνου (πρώτη χρονική ένδειξη 7 το
απόγευμα, τελευταία χρονική ένδειξη 11.30 το βράδυ) έχουμε τη διαδικα­
σία ρήξης με μια δεδομένη κατάσταση πραγμάτων και την τελική τροπο­
ποίηση της κατάστασης μετά από κάποια συμβάντα, τα οποία ωστόσο
δεν οφείλονται σε αναγνωρίσιμους χαρακτήρες ή την εμπρόθετη δράση
τους. Καταγράφεται μόνον η αντίδραση ενός απρόσωπου συλλογικού
υποκειμένου (τα «πρόσωπα», «οι οπαδοί») σε εξωτερικούς παράγοντες,
οι οποίοι επιφέρουν αλλαγή του τελικού εκλογικού αποτελέσματος. Κα­
τά τα άλλα, φαίνεται πως «Το Χρονικό της Αγωνίας», ως ατελές αφήγη­
μα, εντάσσεται ευκολότερα στο αφηγηματικό είδος του χρονικού ή χρο­
νογραφήματος, εφόσον, περιοριζόμενο στην καταγραφή των γεγονότων,
τελειώνει με την αναφορά στο παρόν του χρονογράφου και αποτυγχάνει
στην επίτευξη αφηγηματικής κατακλείδας ή επιμύθιου (White, 1980: 16).
Ο μετασχηματισμός μέρους της βασικής ειδησεογραφικής ύλης του
δελτίου ειδήσεων σε αυτοτελές αφήγημα παραπέμπει στον διαχωρισμό
που κάνει ο White (1980) μεταξύ ενός τρόπου αφηγηματικού που καταγρά­
φει σειρές συμβάντων χωρίς να τις υποβάλλει αναγκαστικά σε ερμηνευτι­
κά σχήματα, και ενός τρόπου αφηγηματοποιητικής και άρα ερμηνευτικής
αξιολόγησης που όχι μόνο παραθέτει εν σειρά τα γεγονότα, αλλά και τα
συνδέει με συγκεκριμένες αιτίες και αποτελέσματα. Πίσω από την αφηγη-
ματοποιημένη δηλαδή εκδοχή των γεγονότων κρύβεται πάντα μια άλλη
αφήγηση λιγότερο πλήρης, λιγότερο εξηγητική. Η εξιστόρηση ως λόγος
του πραγματικού αντιπαρατίθεται στον λόγο που υπακούει στην επιθυ­
μία της ίδιας της αφηγηματοποιητικής μυθοπλαστικής του πραγμάτωσης.33

33. Ο Culler (1981) έχει, ήδη καταδείξει την προτεραιότητα της ιστορίας έναντι του
λόγου, καθώς και την κυκλικότητα των επιχειρημάτων που υποστηρίζουν αυτή τη διάκριση.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 207

Η χρήση του σκηνικού ενεστώτα σε όλη την έκταση του φωνούμενου


κειμένου, ανεξαρτήτως προσκηνιακής δράσης ή σχολιαστικών πληρο­
φοριών, χωρίς δηλαδή εναλλαγή με αόριστο ή άλλους παρελθοντικούς
χρόνους, παραπέμπει σε τεχνικές των λαϊκών προφορικών αφηγήσεων,
στις οποίες ο ενεστώς χρησιμοποιείται σε εκείνα τα σημεία αφήγησης
που υπογραμμίζεται η ρήξη και η αλλαγή πορείας των γεγονότων.34 Η
Kosloff (1992) προτείνει μια συγκριτική εξέταση των τηλεοπτικών αφη­
γημάτων και των προφορικών λαϊκών αφηγήσεων, γιατί θεωρεί πως ο
τηλεοπτικός απρόσωπος λόγος, προκειμένου να προσωποποιήσει το
ύφος του, οικειοποιείται διάφορες τεχνικές από τον χώρο των προφο­
ρικών αφηγήσεων. Στην τηλεοπτική ειδησεογραφία η ποικιλία των ει­
δών λόγου που εμπλέκονται ελέγχεται τρόπον τινά από τις οπτικές και
ηχητικές τεχνικές του μοντάζ -πολλές φορές πρόχειρες και κακότε­
χνες- που επιχειρούν ένα οπτικό «κλείσιμο» (Toison, 1996: 33-38,
Schaefer, 1997). Επίσης, στη διάρκεια των τηλεοπτικών ειδήσεων η
εστίαση ή επιλογή σε κάποιες λεπτομέρειες και στοιχεία περιγραφής
λειτουργεί συνεκδοχικά ως αντιπροσωπευτική δηλαδή ένδειξη μιας
ολότητας, ενός συνόλου (Brosius, Donsbach, et al., 1996).
Στην περίπτωση του φωνούμενου κειμένου, το ποιόν ενεργείας του
ενεστώτα, σε συνδυασμό με τη χρήση κοινότοπων μεταφορών,35 τον συ­
ναισθηματικό, ελλειπτικό λόγο (ονοματικές φράσεις), τη διαδοχή πλά­
νων από πανηγυρίζοντες και κατηφείς ψηφοφόρους, παράγει έναν τη­
λεοπτικό λόγο που αγγίζει τα όρια της αληθοφανούς υπερβολής. Στο
συγκεκριμένο παράδειγμα, η ηλεκτρονική εικόνα με τη μεταφορική δύ­
ναμη του «παρόντος» της υπερδιπλασιάζει τη φθαρτή παροντικότητα
του ενεστώτα -«τώρα λέω, ομιλώ» (jetzt sagen - Ricœur, 1980: 167-
169),36 αναστέλλοντας έτσι μια από τις βασικές συστατικές συνθήκες
των αφηγημάτων, το ότι βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην «αναπαρά-

34. Πρόκειται για τον ενεστώτα που δεν ακολουθεί τη δράση των γεγονότων, αλλά
καταγράφει και περιγράφει σκηνές. Η συνεχής χρήση του σκηνικού ενεστώτα μιμείται την
«ισόχρονη αφήγηση» (r é c it iso c h ro n e ), την υποθετική εκείνη κατηγορία αφηγήματος στην
οποία η διάρκεια της ιστορίας, του αφηγημένου χρόνου, ταυτίζεται με το μήκος του
αφηγήματος, χωρίς καμία αλλαγή στην ταχύτητα, επιτάχυνση ή επιβράδυνση του ρυθμού
της αφήγησης (Genette, 1980: 88).
35. Μερικές από αυτές τις μεταφορές: η μ ά χ η π ο υ π ρ ο μ η ν ύ ε τ α ι σκ λη ρή , τα χ α μ ό γ ε λ α
δ ί ν ο υ ν κ α ί π α ίρ ν ο υ ν , το θ ρ ίλ ε ρ κ ο ρ υ φ ώ ν ε τ α ι, κ λ ίμ α ε υ φ ο ρ ία ς , π ρ ό σ ω π α σ φ ιγ μ έ ν α , η ρ ο ή
κλπ.
τ ω ν α π ο τ ελ εσ μ ά τ ω ν ,
36. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι επίσης η σχέση του χρόνου ανάγνωσης με τον χρόνο της
ιστορίας στα λεγάμενα κυβερνοαφηγήματα του διαδικτύου (Landow, 1992, Aarseth, 1997).
208 ΜΑΡΙΑ K AK ABOYAI A

στάση παλαιών βιωμάτων και εμπειριών» (Toolan, 1988: 6).


Το τηλεοπτικό αφήγημα στην ειδησεογραφία αναπαράγει πολιτισμι­
κά και κοινωνικά στερεότυπα,37 αποσκοπεί στη βεβαίωση όσων ήδη
γνωρίζουμε, δεσμεύεται στην ανάγκη της τηλεόρασης για ζωντανή επι­
κοινωνία, αλλά και θέλει να καλύψει τις αναμονές όλο και πλατύτερης
μάζας τηλεθεατών. Για να υπηρετήσει όλα αυτά τα ετεροβαρή αιτήματα,
η τηλεοπτική ειδησεογραφία διαχειρίζεται ένα φιλμικό οπτικό υλικό, το
οποίο υποστηρίζει με εικόνες από την επικαιρότητα του «έξω κόσμου»
για την οποία γίνεται λόγος. Αυτό γίνεται συνήθως με τρεις τρόπους
(Hartley, 1972): πλάνα με φωνή του αφηγητή (voice over) και σχετικές
εικόνες, πλάνα με τον δημοσιογράφο να μιλά μπροστά στην κάμερα και
πλάνα με την παρουσία του εκάστοτε ομιλητή που δίνει συνέντευξη.
Για την τηλεοπτική ειδησεογραφία οι αναλύσεις θα μπορούσαν να χρη­
σιμοποιήσουν μεθόδους σημειολογικής ανάλυσης των σχέσεων γλώσ-
σας/λόγου και κινούμενης εικόνας (Πασχαλίδης, 1986). Η αφήγηση
στην τηλεοπτική ειδησεογραφία παρουσιάζει τα ακόλουθα δομικά χα­
ρακτηριστικά κατ’ επανάληψη:

(1) απροσδόκητες διαπλοκές αφηγηματοποιητικών και συνομιλια-


κών τρόπων του λόγου
(2) υπονόμευση της μίας και μόνης οπτικής γωνίας
(3) συγκρότηση και προβολή συλλογικής ταυτότητας
(4) εναλλαγές πολλών ομιλητών χωρίς εισαγωγική πρόταξη
(5) ασαφή όρια μεταξύ λόγου του αφηγητή/εκφωνητή και παρατι­
θέμενου λόγου του πολιτικού, θεσμικού ή άλλου εκπροσώπου.

4.1 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Εξετάσαμε, ενδεικτικά, τους τρόπους με τους οποίους η είδηση, προκει-


μένου να επικοινωνήσει το γνωστικό της περιεχόμενο και να γίνει κα­
τανοητή, οργανώνεται ως αφήγημα -είτε πρόκειται για μια απλή χρονο­

37. Ούτως ή άλλως ο όρος σ τ ε ρ ε ό τ υ π ο , εκτός του ότι νοηματικά συνδέεται με την
έλλειψη πρωτοτυπίας, έλκει την ετυμολογική καταγωγή του από τον χώρο των μέσων και
μάλιστα της τυπογραφίας. Σύμφωνα με το Λ ε ξ ικ ό της Ε λ λ η ν ικ ή ς Γ λ ώ σ σ α ς του Δ. Δημη-
τράκου (τόμος 8, σελ. 6677) η σ τ ε ρ ε ο τ υ π ία είναι «η εκ στοιχειοθετημένης τυπογραφικής
σελίδος λήψις αρνητικού αντιτύπου, εφ ου χύνεται μολυβδόκραμα εν ρευστή καταστάσει,
αποτελούν μετά την ψύξιν την έκτυπον μεταλλίνην πλάκα την χρησιμοποιουμένην διά
την εκτύπωσιν».
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 209

λογική καταγραφή είτε για μια πιο σύνθετη αφηγηματοποιημένη εκδοχή


των συμβάντων. Όπως είδαμε, η a priori φθαρτή αξία της επίκαιρης είδη­
σης μαζί με το αμείλικτο αίτημα της μεγιστοποίησης της κυκλοφορίας,
της ακροαματικότητας κλπ., συνιστούν ένα συνθλιπτικό δίδυμο που
εστιάζει στην εύκολη, γρήγορη και μαζική κατανάλωση της πληροφορίας
και της ενημέρωσης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο λόγος των Μέσων επηρεάζει τις γλωσ­
σικές πρακτικές και επιλογές πέρα και έξω από τα μέσα. Οι νέες εστίες
έρευνας που προκύπτουν υπαγορεύουν την αναγκαιότητα μιας νέας τυ­
πολογίας του λόγου που θα μελετά την υβριδική μείξη των κειμενικών
ειδών στο περιβάλλον των Μέσων: πληροφορία, πειθώ, αφήγηση, περι­
γραφή, ψυχαγωγική συνομιλία, διακειμενική ετερογένεια κλπ. είναι μό­
νον κάποια από τα είδη που εγκιβωτίζονται στο πεδίο του λόγου της ει-
δησεογραφίας που μόλις ελάχιστα αποπειραθήκαμε να χαρτογραφή­
σουμε. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, συμπερασματικά, διαπιστώσαμε πως η
χρήση μυθοπλαστικών αφηγηματοποιήσεων στην ειδησεογραφία, και
ειδικότερα στην τηλεοπτική ειδησεογραφία (3.2), αναπαράγει σχέσεις
εξουσίας και κυρίαρχα κοινωνικά και πολιτισμικά στερεότυπα. Μέσα
από την οιονεί μυθοπλαστική της αθωότητα η ειδησεογραφική αφηγη-
ματοποίηση των γεγονότων αξιολογεί, ερμηνεύει και κατασκευάζει νόη­
μα. Η αφηγηματοποίηση θεωρείται μια από τις πιο συνηθισμένες μεθό­
δους για την εφαρμογή μιας τάξης ή/και μιας προοπτικής στην εμπειρία
και στο βίωμα, ενώ συγχρόνως υπηρετεί την ανάγκη για κατάληξη, επί­
λογο και επιμύθιο, την ανάγκη για μια ιστορική ερμηνεία των αφηγημέ­
νων γεγονότων.38 Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως εξέχοντες θεωρητικοί
της αφήγησης όπως ο White (1980) ή ο Scholes (1980) επισήμαναν ήδη
πολύ νωρίς πως η αξία της αφηγηματικότητας ως τρόπου οργάνωσης
και κατανόησης της πραγματικότητας συντηρεί τις ισχύουσες πολιτικές
και κοινωνικές συμβάσεις.39 Στα παραδείγματα που είδαμε, ο βαθμός
αφηγηματοποίησης κυμαίνεται από τη γραμμική καταγραφή συμβάντων
μέχρι και την πλήρη αφηγηματοποίηση που υποβάλλει τα πραγματικά

38. Ο White (1980) «στιγματίζει» τις ιστορικές αφηγήσεις του 19ου αιώνα, οι οποίες
δεν αρκούνται στην απλή καταγραφή των γεγονότων (όπως τα μεσαιωνικά κείμενα),
αλλά προτάσσουν την ιδεολογική και ηθικολογική αξιολογική κρίση με την επιβολή μιας
αφηγηματικής ερμηνευτικής δομής.
39. Ο R. Scholes (1980) παρατηρεί πως η αφήγηση ως άλλο «όπιο» του λαού επιτελεί
τη μυστικοπαθή συγκάλυψη του πραγματικού με τη δημιουργία μιας «ψευδαίσθησης συ­
νέχειας και σειράς».
210 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ

γεγονοτικά δεδομένα σε ερμηνευτικά σχήματα αιτίου και αιτιατού.


Είδαμε επίσης πως η αφηγηματοποίηση ως επικοινωνιακή στρατηγική
ενέχεται σε μια αδιαφάνεια, η οποία πολλές φορές συγκαλύπτει την ιδε­
ολογική και συναισθηματική χειραγώγηση του αποδέκτη της.
Στο κείμενο αυτό, η προσέγγιση της αφήγησης ως επικοινωνιακής
τεχνικής είναι περιγραφική. Δεν προβαίνει σε ρυθμιστικές ή κανονιστι­
κές προτάσεις που θα αντιστρατεύονται αυτό που περιγράψαμε ως
αφηγηματικό ηγεμονισμό.40 Συμπερασματικά, ωστόσο, διανοίγονται
κάποια θέματα στο σχετικό πεδίο προβληματισμού. Απαριθμούμε μό­
νον μερικά, επιλεκτικά:

(1) Ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες μιας άκρατης αφηγηματο-


ποίησης στις λειτουργίες της δημοσιογραφίας του δυτικού κό­
σμου;
(2) Με ποιους τρόπους τελικά οι μορφές αφήγησης επηρεάζουν το
δικαίωμα στη γνώση, την πληροφόρηση και την ενημέρωση του
πολίτη;
(3) Ποια είναι η σχέση των παγκόσμιων «κειμένων» της τηλεοπτι­
κής ειδησεογραφίας με την αφηγηματοποίηση, και ποια η επί­
δρασή τους στην κατασκευή τοπικών, εγχώριων απ’ τη μια, αλ­
λά και παγκόσμιων νοημάτων, αφηγημάτων από την άλλη;
(4) Πόσο αληθεύει ο ισχυρισμός πολλών πως η απουσία αφηγημα­
τικών τεχνικών από την ειδησεογραφία οδηγεί στην παραίτηση,
τη συναισθηματική αδράνεια απέναντι στα κοινά;
(5) Πόσο επίκαιρα είναι, ωστόσο, τα ιδιαίτερα αυτά θέματα που
μας απασχόλησαν εδώ; Μήπως δεν καταγράφονται και ως θέ­
ματα κεντρικού ενδιαφέροντος από την αρχαιότητα, όσα θέμα­
τα αφορούσαν τη σχέση του αρχηγού του κράτους με την αγο­
ρά, τον δημόσιο χώρο, τον πολίτη σε τελευταία ανάλυση;

Η δική μας ανάγνωση δεν διευκολύνει τις απαντήσεις. Απλώς, ίσως,


συστηματικότερα διαπιστώσαμε πως τα ειδικά ειδησεογραφικά κείμενα
σχοινοβατούν μεταξύ ενημέρωσης και κατευναστικής εξημέρωσης του
παραλήπτη ενός λόγου κατεξοχήν πολιτικού που ονομάζεται «ειδησεο-
γραφία».

40. Ο White (1980) δεν διστάζει να προτείνει την αντίσταση στην αφηγηματοποίηση
και στην αφηγηματική ρητορική της εξουσιαστικής αυθεντίας. Τάσσεται υπέρ μιας -όπως
την ονομάζει- αντι-αφηγηματικής στάσης απέναντι στα γεγονότα.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 211

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

I. Ελληνόγλωσση

Genette Gerard (1985), «Τα όρια της διήγησης», Σ π ε ίρ α 4-5 (1985) 145-165.
Γεωργακοπούλου Α., Γοΰτσος Δ. (1999), Κ ε ίμ ε ν ο κ α ι Ε π ικ ο ιν ω ν ία , Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα.
Γεωργακοπούλου Α., Γούτσος Δ. (1997), «Η αφήγηση ως βάση κειμενικών διακρίσεων:
'Ενα μοντέλο ανάλυσης λόγου και οι εφαρμογές του στα ελληνικά». Ανακοίνωση
στο 3ο Διεθνές Συνέδριο για την Ελληνική Γλώσσα, Αθήνα, 25-27 Σεπτεμβρίου
1997.
Ζέρη Περσεφόνη (2000) (υπό έκδ.), «Ραδιοτηλεόραση και Πολιτικά Κόμματα», Ε π ιθ ε ώ ­
ρ η σ η Κ ο ιν ω ν ικ ώ ν Ε ρ ε υ ν ώ ν Β '.
Jakobson Roman (1997), Δ ο κ ίμ ια γ ια τη γ λ ώ σ σ α τη ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς (εισ.- μτφρ. Αρης Μπερ-
λής), Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Κενώ Ραιημόν (1984), Α σ κ ή σ ε ις ύ φ ο υ ς (μτφ. Α. Κυριακίδης), Αθήνα: Ύψιλον.
Πασχαλίδης Γ. (1988), «Τηλεοπτικός λόγος και αφηγηματικός χώρος», στο Ναυρίδης Κ„
Δημητρακόπουλος Γ., Πασχαλίδης Γ. (επιμ.), Τ η λ εό ρ α σ η κ α ι ε π ι-κ ο ιν ω ν ία , Θεσσα­
λονίκη: Παρατηρητής: 175-193.
Χατζησαββίδης Σωφρόνης (1999), Ε λ λ η ν ικ ή γ λ ώ σ σ α κ α ι δ η μ ο σ ιο γ ρ α φ ικ ό ς λ ό γ ο ς . Θ εω ρ η ­
τ ικ έ ς κ α ι ερ ευ ν η τ ικ έ ς π ρ ο σ ε γ γ ίσ ε ις , Αθήνα: Gutenberg.
— (1997), «Η ρητορική των τίτλων στον ελληνικό δημοσιογραφικό λόγο», στο Μ ε λ έ τ ε ς
γ ια τ η ν ε λ λ η ν ικ ή γ λ ώ σ σ α (Πρακτικά της 17ης ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσ­
σολογίας της Φ.Σ. του Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη, 643-657.I.

II. Ξενόγλωσση

Aarseth J. Espen (1997), C y b e r te x t. P e r s p e c tiv e s on E rg o d ic L ite ra tu re , Βαλτιμόρη: John


Hopkins UP.
Austin J. L. (1962), H o w to d o things w ith w ords, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Οξφόρδης.
Allen Robert C. (επιμ.) (1992), C hannels o f d isc o u rse, re a sse m b le d : te le v is io n an d
c o n te m p o r a r y criticism , Chapel Hill NC: North Carolina UP.
Almeida, E. P. (1992), «Α Category System for the Analysis of Factuality in Newspaper
Discourse», T e x t 12 (2) 233-262.
Altheide David (1976), C re a tin g R e a lity : H o w T V n e w s d is to r ts e v e n ts , Beverly Hills CA:
Sage.
Altheide, D. L., Michalowski, R. S. (1999), «Fear in the news: A discourse of control»,
S o c io lo g ic a l Q u a rte r ly 40 (3) 475-503.
Bakhtin Μ. M. (1986), S p e e c h g e n r e s a n d o th e r la te essa y s, Emerson C., Holquist M.
(επιμ.), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις του Τέξας.
Bal Mieke (1985), N a r ra to lo g y : In tro d u c tio n to th e th e o r y o f n a rr a tiv e (Transi. C. van
Boheemen), Τορόντο: Toronto UP.
Barthes Roland (1977), «Introduction to the Structural Analysis of Narratives», Im age,
M u sic, T e x t (μτφ. S. Heath), Νέα Υόρκη, 79-124.
212 ΜΑΡΙΑ K AK ABOYAI A

Batz R. (1992), F ranzoesische Fem sehnachricthen als kultureller T ext, Tuebingen: Niemeyer.
Bayley P. (1988), «Textuality and Rhetoric in TV News Discourse», S tu d i Ita lia n i di
L inguistica T eo rica e d A p p lic a ta 17 (2-3) 313-331.
Bell A. (1991), The language o f n e w s m edia. Oxford UP.
Bentele G (1985), «Die Analyse von Mediensprachen am Beispiel von Fernsehnachrichten»,
στο G. Bentele, & L.E.W.B. Hess (επιμ.), Z eich en g eb ra u ch in M a sse n m e d ie n : Z u m
V erh a eltn is v o n sp ra ch lich er u n d n ich tsprach lich er In fo rm a tio n in H oerfu n k, Film und
Fernsehen, Tuebingen: Niemeyer, 95-127.
Benveniste Emile (1971), P ro b le m s in G en era l L in gu istics (μτφ. Meek, M.E., Coral Gables,
Fla), Miami Un. Press.
Berger Arthur Asa (1997), N a r ra tiv e s in P o p u la r Culture, M edia, an d E v e r y d a y L ife, Λονδί­
νο: Sage.
Brosius H. B., Donsbach, W., Birk M. (1996), «How Do Text-Picture Relations Affect the
Informational Effectiveness of Television Newscasts», Jou rn al o f B ro a d c a stin g &
E le c tro n ic M ed ia , 40 (2) 180-195.
Caldas-Coulthard C. R. (1994), «On Reporting Reporting: The Representation of Speech in
Factual and Fictional Narratives» στο Coulthard, Malcolm (επιμ.), A d v a n c e s in
W ritten T e x t A n a lysis, Λονδίνο: Routledge, 295-308.
Cohn D., Genette G. (debat) (1985), «Nouveaux, nouveaux discours du récit». P o é tiq u e 61,
106-109.
Culler Jonathan (1981), «Story and Discourse in the Analysis of Narrative», στο The P ursu it
o f Signs, Λονδίνο: Routledge.
Dijk T. A. van (1977), T e x t a n d C o n te x t, Λονδίνο: Longman.
— (1985) (επιμ.), H a n d b o o k o f D isc o u rse A n a lysis, 4 τόμοι, Academic Press.
— (1997), D isc o u rse Studies, 2 τόμοι, Λονδίνο: Sage.
Dolezel Lubomir (1973), N a r ra tiv e M o d e s in C zech L itera tu re, Τορόντο, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Πανεπιστημίου Τορόντο.
Fairclough Norman (1995), M ed ia D isc o u rse , Λονδίνο: Arnold.
— (1995a), C ritica l D isc o u rse A n a lysis. The C ritical S tu d y o f Language, Λονδίνο: Longman.
Fowler Roger (1991), L anguage in the N ew s, London: Routledge.
Frus Phyllis (επιμ.) ( 1994), The P o litic s a n d P o e tic s o f Journalistic N a rra tive, Πανεπιστημια­
κές Εκδόσεις του Καίμπριτζ.
Genette Gerard (1980), N a r ra tiv e D isc o u rse (μτφ. J. E. Lewin), Ithaca, Νέα Υόρκη: Πανεπι­
στήμιο του Cornell.
Georgakopoulou A., Goutsos D. (2000), «Mapping the World of Discourse. The Narrative
vs. Non-Narrative Distinction», S e m io tica 131 (1/2), 113-141.
Goffman Ervin (1974), F ram e A n a lysis: A n E ssa y on th e O rg a n iza tio n o f E x p e rie n c e , Καί­
μπριτζ, Μασαχουσέτη : Πανεπιστημιακές Εκδόσεις του Χάρβαρντ.
Greimas, A.-J. (1977), «Elements of a Narrative Grammar», D ia critics 1 , 23-40.
Greimas, A.-J., Courtes J. (1989), «The Cognitive Dimension of Narrative Structure»,
G reim a ssia n S e m io tic s. N e w L ite r a r y H is to r y 20 (Spring 1989) 563-579.
Halliday M. (1985), In tro d u ctio n to fu n ction al gra m m a r, Edward Arnold.
Hartley John (1972), U nderstanding N ew s, Λονδίνο: Methuen.
Hicks Wynford (1999), W ritin g f o r Journalists, Λονδίνο: Routledge.
Kakavoulia Maria (1992), I n te r io r M o n o lo g u e an d its d isc u rsiv e fo rm a tio n in M . A x i o t i ’s
Δ ύ σ κ ο λ ε ς Ν ύ χ τ ε ς (1938), Miscellanea Byzantina Monacensia, Band 35. Εκδόσεις του
Πανεπιστημίου του Μονάχου.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 213

Kosloff Sarah (1992), «Narrative and Television», στο Allen R. (επιμ.), C h an n els o f
D isc o u rse R e a sse m b le d , Νέα Υόρκη: Routledge.
Kress G., van Leeuwen, T. (1990), R ea d in g Im ages, Deakin University Press.
Labov W. (1972), Language in the Inner C ity, Φιλαδέλφεια: Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας.
Labov W., Fanshel D. (1977), T h e ra p eu tic D isc o u rse : P sy c h o th e r a p y as C o n v e rsa tio n , New
York: Academic Press.
Labov W., Waletzky J. (1967), «Narrative analysis: oral versions of personal experience»,
στο J. Helms (επιμ.), E ssa y s on th e V erb a l an d Visual A r ts, Seattle: Εκδόσεις Πανεπι­
στημίου της Ουάσιγκτον, 12-44.
Lasky J. Melvin (1999), T he L anguage o f Journalism , Vol 1: Newspaper Culture. Transaction
Publishers.
Larsen, Henrik (1997), F oreign P o lic y a n d D isc o u rse A n a lysis. France, B ritain an d E u rope,
Routledge: London, N. York.
Landow George P. (1997), H y p e r te x t 2.0. T he C o n v e rg e n c e o f C o n te m p o r a r y C ritica l
T h e o ry a n d T ech n o lo g y , Baltimore: John Hopkins UP.
Liebes Tamar (1994), N a r r a tiv iz a tio n o f th e N e w s, Νέα Υόρκη: Lawrence Erlbaum
Associates.
Nash Christopher (επιμ.) (1989), N a r ra tiv e in C ulture: T he U se o f S to r y te llin g in the
Scien ces, P h ilo so p h y, a n d L itera tu re, Λονδίνο: Routledge.
Onega Susana, Landa Jose Angel Garcia (επιμ.) (1996), N a r ra to lo g y : A n In tro d u c tio n , Νέα
Υόρκη: Longman.
Prince, Gerald (1982), N a r ra to lo g y : T he F orm a n d F u n ction in g o f N a r r a tiv e , Βερολίνο:
Mouton.
— (1987), A D ic tio n a ry o f N a r ra to lo g y , Lexington, Πανεπιστήμιο Νεμπράσκα.
Propp Vladimir (1988) [' 1927], M o r p h o lo g y o f the F olktale (μετ. L. Scott), Austin: Texas UP.
Ricœur Paul (1980), «Narrative Time», On N arrative (επιμ, W.J.T. Mitchell), Σικάγο, 165-186.
Richardson L. (1990), «Narrative and Sociology», Journal o f C o n te m p o r a ry E th n o g ra p h y 19,
116-135.
Rimmon-Kenan Shlomith (1983), N a r r a tiv e F iction . C o n te m p o r a r y P o e tic s , λονδίνο:
Methuen.
Schaefer Richard J. (1997), «Editing Strategies in Television News Documentaries», Journal
o f C o m m u n ica tio n 4 (4) 34-48.
Scholes Robert (1980), «Language, Narrative, and Anti-narrative», O n N a r r a tiv e (επιμ.
W.J.T. Mitchell), Σικάγο, 200-209.
Thompson Gary (1997), R h e to r ic Through M edia, Boston: Allyn and Bacon.
Todorov T. (1969), G ra m m a ire du D e ca m ero n , The Hague: Mouton.
Toison Andrew (1996), M e d ia tio n s. T e x t a n d D isc o u rse in M e d ia Stu dies, Λονδίνο: Arnold.
Tomashevski Boris (1965) [1925], «Thematics», R u ssian F o rm a list C ritic ism : F ou r E ssa y s
(επιμ. και μτφ. Lee T. Lemon, M. J. Reis), Lexington, Πανεπιστήμιο Νεμπράσκα, 61-98.
Toolan Michael (1988), N a rra tiv e : A C ritica l L in gu istic In tro d u ctio n , Λονδίνο: Routledge.
Trew T. (1979), «Theory and ideology at work», στο Fowler, R. e t al. (επιμ.), L anguage an d
C o n tro l, Routledge and Kegan P.
White Hayden (1980), «The Value of Narrativity in the Representation of Reality», O n
N a r ra tiv e (επ ιμ . W.J.T. Mitchell), Σικάγο, 1-23.
Winch Samuel P„ Boeyink David (1997), M a p p in g th e Cultural Space o f Journalism , Praeger
Publishers.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ:
ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΩΣ ΕΞΟΥΣΙΑΖΟΜΕΝΟΙ;*
Αργυρής Αρχάκης - Άννα Μπότσογλον

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΜΑΣ ΑΥΤΟ θα εξετάσουμε ορισμένες όψεις του τρόπου


Σ οργάνωσης των συνεντεύξεων με πολιτικά πρόσωπα, εστιάζοντας
κυρίως σε επανερχόμενα δομικά σχήματα. Θα κινηθούμε στο πλαίσιο
δύο γλωσσολογικών προσεγγίσεων, της ανάλυσης της συνομιλίας
(conversation analysis, πρβ. Levinson, 1983) και της κριτικής ανάλυσης
του λόγου (critical discourse analysis, πρβ. Fairclough, 1989 κ.ά.). Η υπό­
θεσή μας είναι ότι ο συνεντευκτής-δημοσιογράφος έχει εν γένει κυριαρ­
χική συμπεριφορά απέναντι στους συνεντευξιαζόμενούς του, χωρίς οι
πολιτικοί, στους οποίους θα εστιαστεί η προσοχή μας, να αποτελούν
εξαίρεση. Θα επιχειρήσουμε να ενισχύσουμε την υπόθεση αυτή παρου­
σιάζοντας τα γενικά χαρακτηριστικά και το οργανωτικό σχήμα της συ­
νέντευξης, τα ιδιαίτερα φαινόμενα που παρατηρούνται κατά τη διαδο­
χική εναλλαγή των συνεισφορών (turn taking) και την αλλαγή των θεμά­
των, όπως επίσης και τον τρόπο λειτουργίας της παράφρασης στις συ­
νεντεύξεις. Σε σχέση με τα φαινόμενα αυτά θα παρουσιάσουμε ορισμέ­
να ενδεικτικά ποσοτικά στοιχεία. Θα ολοκληρώσουμε δοκιμάζοντας
την ένταξη των φαινομένων που θα μας απασχολήσουν στις ασύμμε­
τρες, προβαλλόμενες, όμως, ως φυσικές, συμβάσεις που λαμβάνουν χώ­
ρα στη διεπίδραση της συνέντευξης και καταθέτοντας τον προβληματι­
σμό μας για το αν πράγματι οι συνεντευξιαζόμενοι πολιτικοί είναι
εξουσιαζόμενοι στις συνεντεύξεις.

* Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον κ. Σπάρο Μοσχονά για τις πολύ χρήσιμες
παρατηρήσεις και υποδείξεις του.
216 ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ-ΑΝΝΑ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ

ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ

Το κύριο οργανωτικό σχήμα με το οποίο συνήθως και χαρακτηριστικά


εξελίσσεται μια συνέντευξη είναι αυτό των ερωταποκρίσεων: ο συνε-
ντευκτής ρωτά και ο συνεντευξιαζόμενος απαντά, χωρίς κατά κανόνα
να υπάρχει η δυνατότητα αντιστροφής των ρόλων. Σε αντίθεση, δηλα­
δή, με ό,τι συμβαίνει στις καθημερινές αυθόρμητες συνομιλίες, όπου
παρατηρείται επιτόπια ρύθμιση στον τρόπο διαδοχής των συνεισφορών
και οι ρόλοι του ερωτώντος και του αποκρινόμενου αλλάζουν μ’ έναν
σχετικά ad hoc τρόπο (πρβλ. Sacks, Schegloff & Jefferson, 1974), στις συ­
νεντεύξεις οι ρόλοι διεπίδρασης είναι προκαθορισμένοι και σχεδόν
αμετάβλητοι: ο συνεντευκτής, ως επί το πλείστον, δεν παίρνει τη θέση
του συνεντευξιαζόμενου, και συνήθως ούτε το αντίστροφο μπορεί να
συμβεί (βλ., λ.χ., Blum-Kulka, 1983: 133 κ.ε.). Ειδικότερα, η θέση υπο­
κειμένου, σύμφωνα με την ορολογία του Fairclough (1989: 38-40), που
καταλαμβάνει ο συνεντευκτής τού δίνει το δικαίωμα να ελέγχει και να
οργανώνει σε μεγάλο βαθμό τη διεπίδραση: θέτει τις ερωτήσεις, ελέγχει
την κατανομή και το μήκος των συνεισφορών, προσδιορίζει τις θεματι­
κές ενότητες και την εξέλιξη της συζήτησης. Αντίθετα, ο συνεντευξιαζό-
μενος καλείται να απαντά στις ερωτήσεις του συνεντευκτή και μ’ αυτή
την έννοια είναι άμεσα εξαρτημένος από αυτόν.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η συνέντευξη σε γενικές γραμμές είναι
μία ασύμμετρη διεπίδραση, όπου ο συνεντευκτής, έχοντας τη δυνατότη­
τα να θέτει περιορισμούς στις διαθέσιμες επικοινωνιακές επιλογές του
συνεντευξιαζόμενου, επηρεάζει τη συμπεριφορά του και, μ’ αυτή την
έννοια, βρίσκεται σε θέση ισχύος σε σχέση με τον τελευταίο (πρβ.
Ferguson, 1977: Hutchby, 1996: 483-485). Ο έλεγχος δηλαδή της συνέ­
ντευξης απορρέει κυρίως από το λόγο του συνεντευκτή.
Θα πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη ότι εκτός από τον συνεντευκτή
και τον συνεντευξιαζόμενο υπάρχει και μια τρίτη θέση υποκειμένου
(πρβ. Fairclough, 1989: 178), η οποία καταλαμβάνεται στα ραδιοτηλεοπτι­
κά μέσα από τους ακροατές/τηλεθεατές. Ο λόγος των Μέσων Μαζικής
Ενημέρωσης δεν είναι απλώς δημόσιος, αλλά μαζικά μεταδιδόμενος. Οι
ακροατές/τηλεθεατές θεωρούνται νοητά παρόντες και είναι αυτοί εκ μέ­
ρους των οποίων γίνονται οι ερωτήσεις του συνεντευκτή και σ’ αυτούς
που κυρίως απευθύνονται οι απαντήσεις του συνεντευξιαζόμενου.1

1. Η παρουσία μη συνασπισμένου ακροατηρίου ενδέχεται να προσδίδει στη συνέντευ­


ξη το χαρακτήρα ενός «θεάτρου της συνομιλίας», βλ. Μοσχονάς, 1995.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ 217

Στην ανάλυση που ακολουθεί θα εξειδικεύσουμε τις παρατηρήσεις


μας σε συνεντεύξεις με πολιτικούς περιστρεφόμενοι γύρω από τρεις άξο­
νες: Ο πρώτος αφορά τον τρόπο διαδοχής των συνεισφορών (turns), ο
δεύτερος αφορά τον τρόπο εισαγωγής των θεμάτων και μετάβασης από
το ένα θέμα στο άλλο (πρβ. Μπότσογλου, 2000) και ο τρίτος τον τρόπο
λειτουργίας της παράφρασης στις συνεντεύξεις (πρβ. Αρχάκης, 1999).

ΤΟ ΥΛΙΚΟ

Αναλύθηκαν πέντε συνεντεύξεις με πολιτικά πρόσωπα σε μία περίοδο


οκτώ μηνών από τις 21 Αυγούστου 1998 έως τις 17 Ιουνίου 1999, οι
οποίες ήταν μέρος ραδιοφωνικών ειδησεογραφικών εκπομπών. Η ομοι­
ότητα του θέματος ήταν ανέφικτη, οπότε δεν αποτέλεσε κριτήριο επιλο­
γής των συνεντεύξεων. Το αν, όμως, οι συνεντεύξεις ήταν ζωντανές και
αμοντάριστες επηρέασε την επιλογή μας, καθώς στην αντίθετη περίπτω­
ση δεν θα είχαμε ακριβή εικόνα πολλών από τα χαρακτηριστικά που διε­
ρευνούμε, αλλά και της ίδιας της δομής των συνεντεύξεων. Έτσι, προ-
κρίναμε ολοκληρωμένες συνεντεύξεις όπου η ποιότητα του ήχου ήταν
καλή και όπου δεν υπήρχαν ακατανόητα σημεία. Συγκεκριμένα ηχογρα-
φήθηκαν και αναλύθηκαν:
- από τον Flash 9,61: Κακαουνάκης (δημοσιογράφος) - Λαλιώτης
(υπουργός) με διάρκεια 11 ' και 4 0 " , Τσιόρδας (δημοσιογράφος) -
Καραμανλής (πρόεδρος Ν.Δ.) με διάρκεια 12 ' και 3 1 " , Παπαπανα-
γιώτου (δημοσιογράφος) - Μπακογιάννη (βουλευτής Ν.Δ.) με διάρ­
κεια 5 ' και 14 " ,
- από τον Σ Κ Α Ϊ 100,4: Τσαρούχας (δημοσιογράφος) - Σέκερης (πρέ­
σβης επί τιμή) με διάρκεια 10 ' και 52 " ,
- από τον Antenna Radio: Σαφάκας (δημοσιογράφος) - Κύρκος (ιστο­
ρικό στέλεχος του Συνασπισμού της Αριστερός και της Προόδου) με
διάρκεια 4 ' και 36 " .
Το δείγμα των πέντε συνεντεύξεων που χρησιμοποιήσαμε είναι σαφώς
περιορισμένο και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την επεξερ­
γασία του δεν είναι γενικεύσιμα. Επιπλέον, όπως μπορεί να διαφανεί
και από τους πίνακες που παρατίθενται στη συνέχεια, οι προσωπικότη­
τες των συνομιλητών, οι οποίες διαμορφώνουν εν πολλοίς τον τόνο
(tenor, Halliday, 1978: 33) της συνέντευξης, αναμφίβολα επηρέασαν την
εμφάνιση ή όχι των υπό μελέτη φαινομένων. Θεωρούμε, παρ’ όλα αυτά,
218 ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ - ΑΝΝΑ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ

ότι από την ανάλυση του περιορισμένου δείγματός μας μπορούν να εξα­
χθούν κάποια πρώτα ενδεικτικά συμπεράσματα, τα οποία πρέπει βεβαί­
ως να επαληθευτούν σε ευρύτερο και αντιπροσωπευτικότερο δείγμα.
Τα φαινόμενα που μας απασχόλησαν προκλήθηκαν τόσο από τους
δημοσιογράφους όσο και από τους πολιτικούς. Έτσι, κατατάχθηκαν σε
δύο ομάδες και καταμετρήθηκαν ξεχωριστά. Για να διευκολυνθεί η σύ­
γκριση έγινε αναγωγή τους σε χρόνο 100 δευτερολέπτων, δεδομένου ότι
η διάρκεια των συνεντεύξεων δεν ήταν ίδια.

ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΩΝ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΩΝ

Στον πρώτο άξονα που αφορά τον τρόπο διαδοχής των συνεισφορών
συγκαταλέγουμε τα ακόλουθα φαινόμενα:
1. Την επικάλυψη (overlap, πρβ. Sacks, Schegloff & Jefferson, 1974: 706-
708, West & Zimmerman, 1983: 114), δηλαδή τη συνήθως μικρής διάρ­
κειας ταυτόχρονη ομιλία που πραγματοποιείται σε ή κοντά σε σημείο
μετάβασης της συνεισφοράς, όπως στο ακόλουθο παράδειγμα:2
(1) Δ: (...) δεν δημιουργείται πλειοψηφία νίκης με δεδομένες και τις ιδιαι­
τερότητες τω ν Ευρωεκλογών hhh και με βάση και το εεε εξής εύρημα
π ου προκύπτει από την ανάλυση του αποτελέσματος, ότι δεν υπάρχει
εκείνη η ροή ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ π ρος τη Νέα Δημοκρατία
hhh που θα δημιουργήσει μία πλειοψηφία νίκης, hhh. Τι χρειάζεται γ ι’
αυτό κυρία Μπακο[γιάννη];
Π: [Υ π]άρχει κατ’ αρχήν εεε ένας εεε / ένα σημαντικό τέσσερα τα εκατό,
το οπ ο ίο δεν είναι αμελητέο (...)

Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται ανά συνέντευξη οι επικαλύψεις που πραγ­


ματοποιήθηκαν στο υλικό μας από τους δημοσιογράφους, τους πολιτι­
κούς, τα σύνολά τους καθώς και η αναγωγή τους στα 100 δευτερόλεπτα:

2. Χρησιμοποιούμε τα ακόλουθα σύμβολα απομαγνητοφώνησης:


/ : αυτοδιακοπή
[ ] : επικάλυψη
// [ ] : διακοπή με ταυτόχρονη ομιλία
(...) : παράλειψη στοιχείων
hhh : ηχηρή εισπνοή.
(ta x )): μεταγλωσσικά σχόλια, π.χ. ((γελώντας))
(χχχ) : προσθήκη χρήσιμων για την κατανόηση πληροφοριών
Δ : Δημοσιογράφος
Π : Πολιτικός
ΣΥΝΕΝΤΕΥΕΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ 219

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Ε π ικ α λ ύ ψ ε ις
Σύνολο Δημ/φος Πολιτικός
Κακαουνάκης-Λαλιώτης 1 1 0
Τσιόρδας-Καραμανλής 6 5 1
Τσαρούχας-Σέκερης 17 1 16
Σαφάκας-Κύρκος 1 1 0
Παπαπαναγιώτου-Μπακογιάννη 2 I 1
Σύνολο 27 9 18
Αναγωγή 100" 1 0,33 0,66

2. Τις ελάχιστες ανταποκρίσεις (minimal responses, πρβ. Duncan, 1973:


38-9, Zimmerman & West, 1975: 108, Roger, 1989: 92, Edelsky, 1981:
398), δηλαδή τις λέξεις ή φράσεις που λέγονται από τον ακροατή με
πρόθεση υποστήριξης-ενθάρρυνσης ή αποθάρρυνσης του τρέχοντος ομι­
λητή, όχι όμως υφαρπαγής του βήματος (floor, πρβ. Edelsky, 1981: 401).
Οι ελάχιστες ανταποκρίσεις επιτελούνται με ή χωρίς ταυτόχρονη ομι­
λία και σ’ αυτές συγκαταλέγονται στοιχεία όπως τα «μμμ», «ναι», «μά­
λιστα», «όχι», γέλια, επαναλήψεις. Συμπεριλαμβάνουμε επίσης συμπλη­
ρώσεις φράσεων, σχόλια, απόψεις, γνώμες κλπ. Ορισμένα από τα στοι­
χεία αυτά μπορούν να εντοπιστούν στο ακόλουθο παράδειγμα:
(2) Π: hhh είναι επανάληψη [των] πάγιω ν θέσεων
- λ Δ: [ναι]
Π: του ΝΑΤΟ [με μία]
-» Δ: [μμμ]
Π: π ολύ μικρή διαφορά η οπ οία δεν είναι κρίσιμη, δηλαδή
—> Δ: ότι διευρύνεται η στρατιωτική δύναμη
Π: όχι, κατά πόσ ον
-» Δ: ναι
Π: κατά π ό σ ο ν η εεε hhh απόσυρση τω ν δυνά / η εεε η εεε η διακοπή των
βομβαρδισμώ ν hhh θα συμπέσει με την έναρξη απόσυρσης ή με την
ολοκλήρωση της απόσυρσης (...)

Στον Πίνακα 2 παρουσιάζονται τα ποσοτικά στοιχεία των ελάχιστων


ανταποκρίσεων από το υλικό μας:
220 ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ-ΑΝΝΑ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Ε λ ά χ ισ τ ε ς α ν τ α π ο κ ρ ίσ ε ις
Σύνολο Δημ/φος Πολιτικός
Κακαουνάκης-Λαλιώτης 47 43 4
Τσιόρδας-Καραμανλής 3 3 0
Τσαρούχας-Σέκερης 127 115 12
Σαφάκας-Κύρκος 2 2 0
Παπαπαναγιώτου-Μπακογιάννη 8 8 0
Σύνολο 187 171 16
Αναγωγή 100" 6,94 6,34 0,59

3. Τη διακοπή (interruption, πρβ. Zimmerman & West, 1975, Ferguson,


1977, West & Zimmerman, 1983), δηλαδή την εισβολή του συνομιλητή
στη ροή των λεγομένων του τρέχοντος ομιλητή, σε θέσεις απομακρυ­
σμένες από σημεία μετάβασης της συνεισφοράς, με σκοπό την υφαρπα­
γή του βήματος. Κατά την πραγματοποίηση διακοπών παρατηρούνται
συνήθως μικρές ή εκτεταμένες ταυτόχρονες ομιλίες.3 Οι διακοπές δεν
καταλήγουν πάντα στην κατάκτηση του βήματος από το συνομιλητή,
διότι ορισμένες φορές παρά την εισβολή του ο συνομιλητής υποχωρεί
και παραχωρεί το βήμα (βλ. Ferguson, 1977: 296-7). Ενδεικτικές είναι οι
διακοπές του ακόλουθου παραδείγματος:

(3) Π: εεε θα μπορεί να ανοίξει τους εεε ορίζοντες της σκέψης αλλά και της
συμπεριφοράς hhh ανθρώ πω ν π ου μπορεί να είναι σήμερα σύνεδροι
και εεε ν ’ αναφ έρονται εεε hhh σε αυτόν, hhh Ο Κώστας Σημίτης δεν
αναφέρεται hhh εεε στο εεε μέρος του ΠΑΣΟΚ στο [εεε] αναφέρεται
Δ: [μάλιστα]
Π: στο όλο του ΠΑ//[ΣΟΚ και στο όλο]
—> Δ: //[ποιες οι πληροφορίες] ναι
Π : //[και στο όλο ο / ο/]
-> Δ: //[π ο ιες είναι ο ι πληροφ ορίες σας], θα σας διευκολύνει στις ευρω ε­
κλογές ο κύριος Α βραμόπουλος, θα κατεβεί; (...)

Στον Πίνακα 3 παρουσιάζονται τα ποσοτικά στοιχεία των διακοπών


από το υλικό μας:

3. Το φαινόμενο των ταυτόχρονων ομιλιών και των διακοπών έχει εκτεταμένα μελε­
τηθεί και στα ελληνικά σε ποικίλες περιστάσεις συνομιλίας, πρβ., μεταξύ άλλων, Αρχά-
κης, 1992, Makri-Tsilipakou,1994, Τζάννε, 1999.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ_______________________________ 221

ΠΙΝΑΚΑΣ 3
Δ ια κ ο π έ ς
Σύνολο Δημ/φος Πολιτικός
Κακαουνάκης-Λαλιώτης 39 26 13
Τσιόρδας-Καραμανλής 2 1 1
Τσαρούχας-Σέκερης 22 13 9
Σαφάκας-Κύρκος 3 3 0
Παπαπαναγιώτου-Μπακογιάννη 13 12 1
Σύνολο 79 55 24
Αναγωγή 100" 2,93 2,04 0,89

Σχετικά με τα παραπάνω φαινόμενα του πρώτου άξονα, τα φαινόμε­


να δηλαδή που σχετίζονται με τον τρόπο διαδοχής των συνεισφορών,
παρατηρούμε ότι στο υλικό μας οι δημοσιογράφοι παρήγαγαν περισσό­
τερες ελάχιστες ανταποκρίσεις και διακοπές, αλλά λιγότερες επικαλύ­
ψεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Πίνακα 2 οι δημοσιογράφοι παρή­
γαγαν 6,34 ελάχιστες ανταποκρίσεις ανά 100 δευτερόλεπτα, ενώ οι πο­
λιτικοί μόνο 0,59. Ανάλογα είναι και τα αποτελέσματα για τις διακο­
πές:: Σύμφωνα με τον Πίνακα 3 οι δημοσιογράφοι διέκοψαν ή προσπά­
θησαν να διακόψουν πιο συχνά (2,04) από τους πολιτικούς (0,89).
Οι ελάχιστες ανταποκρίσεις και οι διακοπές είναι από τα μέσα που
κατεξοχήν χρησιμοποιούνται ως εργαλεία «πλοήγησης» για την καθο­
δήγηση και διαχείριση της συνέντευξης και ειδικότερα για την προτρο­
πή ή αποτροπή της ανάπτυξης μιας απαντητικής συνεισφοράς. Το γεγο­
νός ότι, όπως προκύπτει από το υλικό μας, χρησιμοποιούνται περισσό­
τερο από τους δημοσιογράφους θεωρούμε ότι ενισχύει την υπόθεση για
τον καθοδηγητικό και κυριαρχικό τους ρόλο στο πλαίσιο της διεπίδρα-
σης της συνέντευξης. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει, όπως θα παρατηρή­
σουμε και προς το τέλος της ανακοίνωσής μας, ότι δεν είναι δυνατόν
να καταγραφούν και αποκλίσεις από την κυριαρχική αυτή συμπεριφο­
ρά. Άμεσος στόχος πάντως των δημοσιογράφων μέσω της συμπεριφο­
ράς αυτής είναι τις περισσότερες φορές η γρήγορη και αποτελεσματική
εκμαίευση της είδησης.
Γενικότερα, η έντονη παρουσία ελάχιστων ανταποκρίσεων και δια­
κοπών θεωρούμε ότι αποκαλύπτει τη διαπλοκή των λόγων και, ειδικό­
τερα, την εμπλοκή των δημοσιογράφων στα λεγόμενα των πολιτικών
στις συνεντεύξεις που αναλύσαμε, κάτι που, όπως θα δούμε στη συνέ­
χεια, συμβαίνει με εμμεσότερο τρόπο και στις παραφράσεις. Δεν φαίνε­
ται να τηρείται, μ’ άλλα λόγια, μια αποστασιοποιημένη ουδετερότητα
(πρβ. Heritage, 1985: 112, Greatbatch, 1988: 417, Heritage & Greatbatch,
1991: 116), όπου η διαδοχή των συνεισφορών επιτελείται κυρίως βάσει
222 ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ-ΑΝΝΑ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ

της πιστής τήρησης της αρχής ότι κάθε φορά μιλάει ένας (βλ. Sacks,
Schegloff & Jefferson, 1974).
Αντίθετα με τα προηγούμενα δύο φαινόμενα και σύμφωνα με τον
Πίνακα 1, τα πολιτικά πρόσωπα -σαφέστατα ένα εξ αυτών- στο υλικό
μας εμφανίζουν την τάση να παράγουν περισσότερες επικαλύψεις
(0,66) έναντι αυτών που παράγουν οι δημοσιογράφοι (0,33). Η επικοι-
νωνιακή αυτή τακτική υποθέτουμε ότι δεν ακολουθείται τόσο από τους
δημοσιογράφους διότι, αντίθετα με τις ερωτήσεις, οι οποίες κυρίως εκ-
φέρονται με ανοδικό επιτονισμό, υποδηλωτικό της ολοκλήρωσής τους,
το τέλος μιας απάντησης από τους πολιτικούς δεν μπορεί να είναι εύ­
κολα προβλέψιμο. Επιπλέον, η μεγαλύτερη παρουσία επικαλύψεων στο
λόγο των πολιτικών θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι υποδηλώνει τη
σπουδή τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των δημοσιογράφων
και επομένως την επικοινωνιακή τους εξάρτηση από αυτούς.4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΘΕΜΑΤΩΝ

Στο δεύτερο άξονα που αφορά τον τρόπο εισαγωγής και αλλαγής θεμά­
των (πρβ., λ.χ., Goutsos, 1997) διακρίνουμε, όπως μπορεί να διαφανεί
στο παράδειγμα (4), την απότομη αλλαγή θέματος (sudden topic change,
Ainsworth-Vaughn, 1922: 421), όταν ο τρέχων ομιλητής αλλάζει θέμα
χωρίς αυτό που εισάγει να έχει καμία εμφανή συνοχική σχέση με το
προηγούμενο, και την αμφίδρομη αλλαγή θέματος (reciprocal topic
change, Ainsworth-Vaughn, ό.π.: 420), όταν η ολοκλήρωση του προηγού­
μενου θέματος υποδεικνύεται ρητά και από τους δύο συνομιλητές και
στη συνέχεια ο ένας από τους δύο εισάγει ένα νέο θέμα. Ενδεικτικό εί­
ναι το παράδειγμα (4):

4. Σε σχέση με τα φαινόμενα του πρώτου άξονα (επικαλύψεις, ελάχιστες ανταποκρί­


σεις και διακοπές) αξίζει να αναφερθεί ότι σε άλλα είδη συνεντεύξεων, όπως σ’ αυτές
που οι συνεντευξιαζόμενοι είναι μιουσικοί, δεν έχουν παρατηρηθεί διαφοροποιήσεις ανά­
λογες μ’ αυτές που εντοπίσαμε ανάμεσα σε δημοσιογράφους και πολιτικούς. Ο λόγος της
ανομοιότητας αυτής θεωρούμε ότι έγκειται στο διαφορετικό στόχο που υπηρετείται σε
κάθε τύπο συνέντευξης. Οι δημοσιογράφοι στις συνεντεύξεις με πολιτικούς στοχεύουν
κυρίως στην ά μ εσ η εκμαίευση ειδήσεων, ενώ στις συνεντεύξεις με μουσικούς, και γενικό­
τερα με προσωπικότητες, στη σ τ α δ ια κ ή αποκάλυψη του χαρακτήρα των συνεντευξιαζόμε-
νων, πτυχών της ζωής τους, καθώς και στην παρουσίαση του έργου τους (βλ. Μπότσο-
γλου, 2000).
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ 223

(4) Δ: (...) (ο καλεσμένος μας} (...) φ αντάζομαι γ ι ’ αυτή την κρίση θα έχει
π ολλά να μας πει κύριε Κύρκο καλησπέρα σας.
Π: Γεια σας κύριε//[Σαφάκα].
- » Δ: //[hhh κύ]ριε Κύρκο κατ’ αρχήν πώ ς εσείς βλέπετε αυτήν την εεε κρί­
ση κι α ν εεε διαβλέπετε ότι εεε hhh εεε αυτός ο π όλεμ ος θα έχει ένα
τέλος η / η λύση είναι κοντά.
Π: hhh Β λέποντας την αγριότητα με την οπ οία συνεχίζονται οι βομβαρ-
διμοί hhh και ακούγοντας και τις εεε δηλώσεις π ου γίνονται hhh από
τους αμερικανούς ηγέτες φοβούμαι ότι όχι μόνο δεν θα τελειώσει
hhh αλλά θα προχω ρήσουμε και στις χερσαίες επιχειρήσεις.
Δ: hhh Με τη μορφή τω ν νατοϊκώ ν επιθέσεων;
Π: Με τη μορφή των νατοϊκ ώ ν επιθέσεων και με επιχειρήσεις εδάφους.
-> Δ: Μ άλιστα, hhh. Δ εν ξέρω α ν έχετε κάτι να προσθέσετε ή να περάσω
στα επόμενα ερωτήματα;
Π: Στα επόμενα.
Δ: Ναι. Κ ύριε Κύρκο καταρχήν εεε θά ’θελα να συζητήσουμε μαζί hhh
εεε π οιοι κατά την εεε άποψή σας είναι οι στόχοι αυτής της επιχείρη­
σης. Ο στόχος ή οι στόχοι, δηλαδή του ΝΑΤΟ (...)

Το παραπάνω παράδειγμα (4) προέρχεται από την αρχική φάση μιας


συνέντευξης. Η πρώτη αλλαγή θέματος (πρώτο βέλος: «hhh κύριε Κύρ­
κο») γίνεται απότομα μέσω διακοπής αφού δεν έχουν ολοκληρωθεί οι
χαιρετισμοί που προηγούνται, ούτε σημαδεύεται η ολοκλήρωσή τους
από τον δημοσιογράφο με κάποιο δεσμό (βλ. παρακάτω). Επιπλέον, δεν
παρατηρείται συνοχική σχέση ανάμεσα στις συνεισφορές που προηγή-
θηκαν και σ’ αυτήν που ακολουθεί. Η δεύτερη αλλαγή (δεύτερο βέλος)
είναι αμφίδρομη; ο δημοσιογράφος λίγο πριν έχει ζητήσει από τον πο­
λιτικό μια διευκρινιστική επιβεβαίωση, ο πολιτικός την παρέχει, ο δη­
μοσιογράφος το αναγνωρίζει (με το «μάλιστα») και από κοινού κλεί­
νουν το προηγούμενο θέμα: συγκεκριμένα, ο δημοσιογράφος ρωτάει αν
έχει ολοκληρώσει ο πολιτικός και αν μπορεί να περάσει στα επόμενα
ερωτήματα-θέματα. Ο πολιτικός τού παρέχει την άδεια, ο δημοσιογρά­
φος το αναγνωρίζει (με το «ναι») και συνεχίζει.
Διακρίνουμε επίσης και την αλλαγή θέματος με δεσμό (link,
Ainsworth-Vaughn, 1992: 419-421), όταν ένας από τους συνομιλητές,
κυρίως ο δημοσιογράφος, αναφέρεται στην ολοκλήρωση του προηγού­
μενου θέματος χρησιμοποιώντας στην αρχή της συνεισφοράς του ενδεί-
κτες όπως το «μάλιστα» στο ακόλουθο παράδειγμα (5), και στη συνέ­
χεια περνάει σε επόμενο θέμα:
224 ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ-ΑΝΝΑ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ

(5) Π: (...) Το δεύτερο που πρέπει να σας πω είναι ότι, εμείς κύριε Τσιόδρα
πάντα πολιτευτήκαμε, hhh με νηφαλιότητα και υπευθυνότητα. Δεν
πρόκειται ποτέ να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα εκρηκτική δεν μας
ταιριάζει και δεν είναι και στις αρχές μας, hhh απ’ την άλλη μεριά
βεβαίως είναι / είναι κατανοητό, hhh ότι έτσι κι αλλιώς όταν πλησιά­
ζουν εθνικές εκλογές και τώρα πια είμαστε /, hhh σε λίγο θα μπούμε
πια και στην ολοκλήρωση του τρίτου χρόνου της θητείας, hhh αυτής
της κυβέρνησης είναι φυσικό να δημιουργείται πάντα ένα μεγαλύτε­
ρο ενδιαφέρον για τις εκλογές που έρχονται.
-> Δ: hhh Μάλιστα. Η Νέα Δημοκρατία αναδείχτηκε πρώτο κόμμα, φάνηκε
ωστόσο ότι δεν εισέπραξε το μεγάλο τμήμα της δυσαρέσκειας των ψη­
φοφόρων το οποίο κατευθύνθηκε προς τ’ αριστερά. Πού το αποδίδετε;
Π: Ακούστε οι ερμηνείες είναι πας / πασιφανείς, hhh Και εεε δεν χρειά­
ζεται να πούμε με μεγάλη λεπτομέρεια (...)
Στον Πίνακα 4α παρουσιάζονται τα ποσοτικά στοιχεία της εισαγωγής
νέων θεμάτων από το υλικό μας, ενώ στον Πίνακα 4β τα ποσοτικά
στοιχεία των τρόπων μετάβασης σε νεοεισαχθέντα ή ήδη κατατεθειμένα
θέματα κατά κατηγορία;
ΠΙΝΑΚΑΣ 4α

Ε ισ α γ ω γ ή θ έμ α τ ο ς
Σύνολο Δημ/φος Πολιτικός
Κακαουνάκης-Λαλιώτης 6 6 0
Τσιόρδας-Καραμανλής 12 12 0
Τσαρούχας-Σέκερης 8 7 1
Σαφάκας-Κύρκος 4 4 0
Παπαπαναγιώτου-Μπακογιάννη 3 3 0
Σύνολο 33 32 1
Αναγωγή 100" 1,22 1,18 0,03

ΠΙΝΑΚΑΣ 4β

Τ ρ ό π ο ι α λ λ α γ ή ς θ έμ α τ ο ς
Απότομη Με δεσμό Αμφίδρομη
Δημ. Πολ. Δημ. Πολ.
Κακαουνάκης-Λαλιώτης 5 0 2 0 0
Τσιόρδας-Καραμανλής 6 0 6 0 0
Τσαρούχας-Σέκερης 4 0 4 1 0
Σαφάκας-Κύρκος 3 0 0 0 2
Π απαπαναγιώτου- Μπακογ ιάννη 2 0 2 0 0
Σύνολο 20 0 14 1 2
Αναγωγή 100" 0,74 0 0,51 0,03 0,07
Σύνολο 20 15
Αναγωγή 100" 0,74 0,55
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ 225

Σχετικά με τα φαινόμενα του δεύτερου άξονα και σύμφωνα με τους Πί­


νακες 4α και 4β παρατηρούμε ότι στο υλικό μας η εισαγωγή των θεμά­
των στη μεγάλη τους πλειονότητα ελέγχεται από τους δημοσιογράφους
(1,18) και όχι από τους πολιτικούς (0,03). Οι μεταβάσεις δε σε νεοεισα-
χθέντα ή ήδη κατατεθειμένα θέματα γίνεται από τους δημοσιογράφους
κυρίως απότομα (0,74), ορισμένες φορές με δεσμούς (0,55), ενώ σπα­
νιότατα χρησιμοποιούνται οι αμφίδρομες αλλαγές (0,07). Ο απόλυτος
θεματικός έλεγχος από τους δημοσιογράφους είναι εύλογο να υποθέ­
σουμε ότι είναι απόρροια του οργανωτικού σχήματος της συνέντευξης:
οι δημοσιογράφοι είναι αυτοί που θέτουν τις ερωτήσεις και μέσω αυ­
τών εισάγουν τα νέα θέματα.

ΠΑΡΑΦΡΑΣΗ

Από την ανάλυση των φαινομένων στον πρώτο άξονα της διαδοχής
των συνεισφορών και στο δεύτερο άξονα των θεματικών αλλαγών θεω­
ρούμε ότι, έστω και στο πλαίσιο του περιορισμένου δείγματός μας, ενι-
σχύεται η υπόθεση ότι η σχέση μεταξύ δημοσιογράφων και συνεντευ-
ξιαζόμενων, περιλαμβανομένων και των πολιτικών που εξετάζουμε, εί­
ναι άνιση, με έκδηλη την κυριαρχία των δημοσιογράφων. Αν δεχτούμε,
όπως προτείνει ο Hutchby (1996: 483), την κυριαρχία/εξουσία (power) ως
ένα φαινόμενο του συνεχούς λόγου όπου οι συμμετέχοντες παρουσιάζο­
νται με διαφοροποιημένη δυνατότητα ελέγχου ο ένας των συνομιλιακών
δραστηριοτήτων του άλλου, τότε, όπως προκύπτει από τη μέχρι τώρα
ανάλυση του υλικού μας, ο δημοσιογράφος είναι αυτός που έχει τη δυνα­
τότητα να επιτρέπει ή να περιορίζει τις συνομιλιακές συνεισφορές του
πολιτικού, χωρίς όμως, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, η συμπεριφορά
αυτή να σχετίζεται άμεσα με την αυταρχικότητα των προσώπων.
Η υπόθεση σχετικά με την ασύμμετρη σχέση δημοσιογράφου-πολιτι-
κού μπορεί επιπρόσθετα να ενισχυθεί από την εξέταση και του συνομι-
λιακού φαινομένου της παράφρασης (paraphrase, βλ. Αρχάκης, 1999)
που κατεξοχήν εκφέρεται από τους δημοσιογράφους και αφορά στο λό­
γο των συνομιλητών τους.
Ο ρόλος της παράφρασης μπορεί να συνοψιστεί στην ανακλαστική
(reflexive) επεξεργασία της προηγούμενης συνεισφοράς του συνεντευ-
ξιαζόμενου και στην υπόδειξη της κατεύθυνσης που θα ακολουθήσει ο
επερχόμενος λόγος του ως ανταπόκριση στην παράφραση που προηγή-
θηκε. Ο δημοσιογράφος, δηλαδή, δεν περιορίζεται στην υποβολή ερωτή-
226 ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ-ΑΝΝΑ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ

σεων και, στην αποδοχή των όποιων απαντήσεων κρίνει σκόπιμο να


δώσει ο συνεντευξιαζόμενος. Με μοχλό την παράφραση, η οποία συνή­
θως έχει επιφανειακά ουδέτερο χαρακτήρα και δεν εμφανίζει ρητά
αξιολογικά στοιχεία, μπορεί να διεισδύσει, χωρίς να δίνει εμφανώς λα­
βή διαμαρτυρίας, σε εκείνες τις πτυχές του λόγου του συνεντευξιαζόμε-
νου που θεωρεί ότι έχουν ειδησεογραφικό ενδιαφέρον. Ειδικότερα, με
την παράφραση μπορεί να εντοπίσει τα σημεία που κρίνει ότι χρήζουν
διευκρίνισης, τα σημεία στα οποία θεωρεί ότι πρέπει να δοθεί έμφαση
και να υπογραμμιστούν, όπως και τα σημεία που πιθανώς ο συνομιλη­
τής του θα ήθελε να αφήσει ασαφή, κάτι που συχνότατα συμβαίνει με
τους πολιτικούς. Με την παράφραση, δηλαδή, ο δημοσιογράφος έχει τη
δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να υπονομεύει την προστατευτική ασάφεια
(πρβ. Thomas, 1985: 767) στην οποία συχνά επιλέγει να καταφύγει ή να
χρησιμοποιήσει ο πολιτικός, όπως στο ακόλουθο παράδειγμα:

(6) Δ: (...) Τ ις τελευταίες μέρες μετά τις εκλογές έχει ανοίξει μια συζήτηση
για τ ο ν εκλογικό νόμ ο απ ό διάφορες πλευρές, hhh Θεωρώ δεδομένη
την αντίθεσή σας α ν εεε κάνω λάθος διορθώστε με, hhh πώ ς θ ’ αντι-
δράσετε σε μια τέτοια περίπτωση.
Π: hhh Ακούστε πρέπει να σας πω ότι κατά την άποψή μου αυτό θα εί­
να ι εάν ποτέ γινόταν, το θεωρώ σχεδόν ανέφικτο προκαταλαμβάνω
την απάντηση ((γελώντας)) και τη δική μου ακόμα.
Δ: Α νέφικτο απ ό π οια [άποψη;]
Π: [το θεω]ρώ σχεδόν ανέφικτο να γίνει.
Δ: το / η αλλαγή του εκλογικού νόμου;
Π : ν / η αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Δ: Γιατί έχει / η εεε κυβέρνηση δεν έχει την εεε πλειοψηφία να το [κάνει;]
Π: [εεε] Την πλειοψηφία τυπικά και τεχνητά την έχει, hhh Α λλά δεν ξ έ­
ρω καν α ν θα την έχει για να περάσει ένα τέτοιο νομοσχέδιο, hhh Πέ­
ραν τούτου όμω ς, μια τέτοια εεε επιλογή σημαίνει την π ιο επίσημη
την π ιο βαριά ομολογία ήττας.
(......... )
-> Δ: Μ άλιστα. Είπατε π ρ ιν ότι δεν ξέρετε α ν θα έχει την πλειοψ ηφία να
το κάνει, εννοείτε ότι κ άπ οιοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ θα ταχθούν
κατά της αλλαγής [του εκλογικού νόμου;]
Π: [hhh] Δ εν το ξέρω αυτό. Λέω το εξής όμως, hhh Ό τι α π ’ την ώρα που
κ άνεις μια κίνηση η ο π οία είναι η πλήρης ομ ολογία ήττας, hhh άρα
π ο υ σημαίνει ότι σε π άρα π ολλ ο ύ ς ανθρώ πους τούς λες ότι τελειώ ­
σατε κύριοι, hhh αποκλείεται να είστε π ια ((γελώ ντας)) hhh εεε εκ­
πρόσω ποι στο Κ οινοβούλιο, φυσικό είναι αυτό να δημιουργήσει αν
μη τι άλλο σοβαρές εστίες αντίστασης. (...)
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ 227

Παραφράσεις όπως αυτή στο (6) εστιάζουν σε μη ρητά εκφρασμένες


πτυχές των θέσεων του πολιτικού και μάλλον σ’ αυτές που θα ήθελε να
αποφύγει ή να αφήσει ασαφείς. Έτσι, ο πολιτικός προσκαλείται να συ-
ναινέσει σε μη εμφανώς κινητοποιημένα συναγόμενα από τα προηγού­
μενα λεγόμενό του και μάλιστα διατυπωμένα με τρόπο ρητό. Στο (6) ο
πολιτικός προσπαθεί να αποφύγει την αποδοχή της παράφρασης του
δημοσιογράφου.
Στον Πίνακα 5 παρουσιάζονται τα ποσοτικά στοιχεία των παρα­
φράσεων από το υλικό μας:

ΠΙΝΑΚΑΣ 5

Π α ρ α φ ρ ά σ ε ις
Σύνολο Δημ/φος Πολιτικός
Κακαουνάκης-Λαλιώτης 1 1 0
Τσ ιόρδας-Καραμανλής 3 3 0
Τσαρούχας-Σέκερης 3 3 0
Σαφάκας-Κΰρκος 1 I 0
Παπαπαναγιώτου-Μπακογιάννη 3 3 0
Σύνολο 11 11 0
Αναγωγή 100" 0,4 0,4 0

Σύμφωνα με τον Πίνακα 5, οι παραφράσεις του υλικού μας φαίνεται


να είναι αποκλειστικό συνομιλιακό μέσο των δημοσιογράφων. Γενικό­
τερα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι παραφράσεις κατοχυρώ­
νουν στους δημοσιογράφους τη δυνατότητα να επεξεργάζονται και να
προβάλλουν στους αποδέκτες τους, με τον τρόπο που θέλουν, εκείνες
τις πτυχές των λεγομένων του συνεντευξιαζόμενου που κατά περίστα­
ση κρίνουν οι ίδιοι, ή κρίνεται από το σταθμό στον οποίο εργάζονται,
σκόπιμο να προβληθούν. Συχνά δεν αποφεύγονται και μάχες ανάμεσα
στις εκδοχές που επιδιώκει να προβάλει ο συνεντευξιαζόμενος-πολιτι-
κός και στη διάσταση που θέλει να τους προσδώσει ο δημοσιογράφος
μέσω των παραφράσεων που επιχειρεί (πρβ. Fairclough, 1992: 158,203).
Αν και ο τρόπος διεξαγωγής των «μαχών» αυτών χρειάζεται συστημα­
τική ανάλυση, θα θέλαμε τουλάχιστον να παρατηρήσουμε ότι πρόκειται
για μάχες άνισες: το δικαίωμα απόρριψης -ή έστω μη επιβεβαίωσης-
της παράφρασης που φαίνεται να έχει ο πολιτικός, δεν μπορεί ουσια­
στικά να εξαλείψει την εντύπωση που αποκομίζουν οι ακροατές, ότι,
δηλαδή, τα λεγόμενά του μπορούν να παραφραστούν, και άρα να εν­
νοηθούν και με τον τρόπο που επιχειρεί ο δημοσιογράφος. Η δε απόρ­
ριψη της παράφρασής τους μπορεί εύκολα να αποδοθεί από τους απο­
228 ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ-ΑΝΝΑ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ

δέκτες στο ότι, π.χ., ο πολιτικός θέλει να την αποφύγει λόγω των αρνη­
τικών επιπτώσεων που μπορεί να συνεπάγεται η αποδοχή της.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Στο θεωρητικό πλαίσιο της κριτικής ανάλυσης του λόγου (critical


discourse analysis, βλ., λ.χ., Fairclough, 1989, 1992, 1995), έχει παρατη­
ρηθεί ότι οι συμμετέχοντες σε κάποια διεπίδραση έχουν συνήθως συ­
γκεκριμένες προσδοκίες για τον τρόπο εξέλιξής της και για τις συμβά­
σεις που χρησιμοποιούνται σ’ αυτήν. Οι προσδοκίες αυτές αποτελούν
μέρος της κοινής λογικής (common sense). Ως μέρος της κοινής λογικής
θεωρείται κάτι που επιφανειακά χάνει την εξουσιαστική του φόρτιση
και φυσικοποιείται, θεωρείται δηλαδή ως η μόνη ή μία από τις λίγες
φυσικές και νόμιμες επιλογές. Η συγκάλυψη, όμως, αυτή του εξουσια­
στικού φορτίου είναι αποτέλεσμα ιδεολογικό.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Παυλίδου (1999β: 190), απηχώ-
ντας γενικότερες θέσεις που έχουν διατυπωθεί στο πλαίσιο της κριτικής
ανάλυσης του λόγου και της γαλλικής κοινωνικής φιλοσοφίας, «ο ρό­
λος της ιδεολογίας είναι ακριβώς να διατηρήσει σταθερή την ανισοκα-
τανομή της εξουσίας εμφανίζοντας ως “φυσικές” και σταθερές τις εκά-
στοτες επιλογές που απορρέουν από το γεγονός αυτό». Η γλώσσα και η
χρήση της εδράζεται σε αδιαφανείς παραδοχές της κοινής λογικής, οι
οποίες, όμως, είναι ιδεολογικά διαμορφωμένες (πρβ. Παυλίδου, 1999α:
18). Η εξουσία, σημειώνει επιπλέον η Παυλίδου (1999β, ό.π.), κινούμε­
νη στο ίδιο θεωρητικό πλαίσιο, μπορεί να εντοπιστεί είτε πίσω από το
λόγο διαμορφώνοντας τις συμβάσεις που διέπουν το λόγο με αποτέλε­
σμα τις φυσικοποιημένες ασυμμετρίες, είτε στο λόγο, με αποτέλεσμα
τον κατά περίσταση καθορισμό του ελέγχου του λόγου σε συνομιλιακά
γεγονότα.
Σε ό,τι έχει προηγηθεί διαπιστώσαμε τους προκαθορισμένους και άνι-
σους ρόλους διεπίδρασης που καταλαμβάνουν δημοσιογράφος και πολι­
τικός (αυτόν του ερωτώντος και αυτόν του αποκρινόμενου αντίστοιχα),
το διαφοροποιημένο έλεγχο (αυξημένος του δημοσιογράφου, μειωμένος
του πολιτικού) που ασκούν στη διαδοχή των συνεισφορών και στις θεμα­
τικές εισαγωγές και εναλλαγές και, τέλος, την «πολιορκητική πίεση» που,
μεταξύ άλλων, μέσω της παράφρασης συχνά ασκεί ο δημοσιογράφος στον
πολιτικό. Οι διαπιστώσεις αυτές θεωρούμε ότι συγκαταλέγονται στις
ασύμμετρες, φυσικοποιημένες όμως, συμβάσεις που λαμβάνουν χώρα στη
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ 229

διεπίδραση της συνέντευξης με πολιτικούς και αναδεικνύουν την κυριαρ­


χική επικοινωνιακή συμπεριφορά του συνεντευκτή-δημοσιογράφου απέ­
ναντι στους συνεντευξιαζόμενους-πολιτικούς.
Το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες (αλλά και οι ακροατές) αποδέχονται
συνήθως τις ασύμμετρες αυτές συμβάσεις θεωρούμε ότι είναι το ιδεολογι­
κό αποτέλεσμα της φυσικοποίησης της ανισότητας που υπάρχει στις συμ­
βάσεις αυτές και της προβολής της όχι ως κάτι αυθαίρετου, αλλά ως μέ­
ρους της κοινής λογικής: η αντιμετώπιση του συνεντευξιαζόμενου κατά
κανόνα ως αντικειμένου εξέτασης, διερεύνησης και διαχείρισης θεωρείται
ως κάτι φυσικό και αναμενόμενο, ως αυτονόητο (πρβ. Fairclough, 1992:
53).
Η διαπιστούμενη εδώ ασυμμετρία, πρέπει να έχουμε υπόψη μας, εί­
ναι δομική/θεσμική, σωρευτικό και κεκαλυμμένο αποτέλεσμα, της εξου­
σίας πίσω από το λόγο, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει και να συνεπά­
γεται, και, ως εκ τούτου, δεν είναι άμεσα συναρτημένη με, αν και μπο­
ρεί να επιτείνεται από, την αυταρχικότητα του τάδε ή του δείνα δημο­
σιογράφου (πρβ. Παυλίδου, 1999α: 16). Αναντίρρητα, ο δημοσιογράφος
διαχειρίζεται ένα σύνολο ασύμμετρων συμβάσεων εξαιτίας της θέσης
υποκειμένου που καταλαμβάνει και αναπόφευκτα θέτει την προσωπική
του σφραγίδα στον τρόπο διαχείρισής τους, προωθώντας την άποψη
που έχει ο ίδιος ή ο σταθμός όπου εργάζεται. Ενδεικτικές είναι άλλω­
στε οι διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν οι δημοσιογράφοι του δείγ­
ματός μας στις ποσοτικοποιήσεις των φαινομένων που παρουσιάσαμε.
Στο σημείο αυτό, εύλογα ίσως, ανακύπτει το ερώτημα αν οι πολιτι­
κοί και ο λόγος τους είναι εντελώς ανοχύρωτοι ενώπιον των δημοσιο­
γράφων. Σύμφωνα με την ανάλυση που προηγήθηκε στο περιορισμένο
υλικό μας τα συνομιλιακά μέσα άσκησης εξουσίας και κυριαρχίας εντο­
πίζονται κατά μέσο όρο κυρίως στο λόγο των δημοσιογράφων και όχι
των πολιτικών. Η Φραγκουδάκη (1987: 154 κ.ε.), αναλύοντας εν γένει
τον ιδεολογικό λόγο, το μέσο έκφρασης και αναπαραγωγής της ιεραρ­
χικά και άνισα δομημένης πραγματικότητας ο οποίος χαρακτηριστικά
πραγματώνεται στον πολιτικό λόγο, επισημαίνει αποτελεσματικά γνω-
ρίσματά του, όπως το ότι είναι πληθωρικός, αξιολογικός, ευφημιστι-
κός, συμφυρματικός, διχοτομικός, αυταπόδεικτος. Αν έτσι έχουν τα
πράγματα, τότε οι πολιτικοί και ο λόγος τους δεν φαίνεται να είναι κα­
θόλου ανοχύρωτοι.
Ποιος, λοιπόν, είναι ο ακριβής στόχος που επιτελείται στο πλαίσιο
της συνέντευξης; Ο έλεγχος του λόγου των «ισχυρών» πολιτικών; Αν
ναι, τότε από πού εκπορεύεται αυτός ο έλεγχος και σε τι αποσκοπεί;
230 ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ - ΑΝΝΑ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ

Πώς πρέπει να επιτελείται; Με τη συχνότερη χρησιμοποίηση των κυ­


ριαρχικών μέσων που καταγράψαμε ή με την τήρηση στάσης ουδετερό­
τητας και μη ανάμειξης; Ποια εντέλει θα μπορούσε να είναι η συνομι-
λιακή συμπεριφορά ενός κριτικά διακείμενου δημοσιογράφου, αλλά
και ενός κριτικά διακείμενου πολιτικού στη θεσμική συσσώρευση της
εξουσίας πίσω από το λόγο της συνέντευξης, η οποία σε τελική ανάλυ­
ση μοιάζει να δεσμεύει και τους δύο, καθορίζοντας τους συνομιλιακούς
όρους της συνέντευξης; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά ξεπερνούν
την ανάλυση στο πλαίσιο του μικροθεσμού της συνέντευξης στο οποίο
επιλέξαμε να κινηθούμε και απαιτούν ανάλυση στο ευρύτερο πλαίσιο
του μακροθεσμού των MME και της ιστορικής τους διαδρομής, κάτι
που ξεπερνά τους στόχους μας.
Ολοκληρώνοντας, θα θέλαμε να σημειώσουμε και να επισημάνουμε
την αναγκαιότητα να ληφθεί υπόψη από τη μελλοντική έρευνα ότι ορι­
σμένες φορές ο πολιτικός και γενικότερα ο συνεντευξιαζόμενος, όταν
κατέχει ιδιαίτερα σημαντική κοινωνική θέση, μπορεί να ανακόψει σε
κάποιο βαθμό τον έλεγχο του συνεντευκτή αρνούμενος να απαντήσει σε
ερωτήσεις, αλλάζοντας θέμα, ή ακόμα παράγοντας και εναρκτήριες κι­
νήσεις ερωτήσεων (πρβ. Greatbatch, 1988: 417-19, Fairclough, 1995 : 23).
Είναι, κατά συνέπεια, ενδιαφέρον να ερευνηθεί συστηματικά πότε οι
δημοσιογράφοι ανέχονται τέτοιες συμπεριφορές από τους συνομιλητές
τους, ορισμένες φορές με δυσμενείς επιπτώσεις και για την ίδια τους
την εικόνα, και πότε τις στιγματίζουν.
Το διαθέσιμο περιορισμένο υλικό δεν μας βοήθησε στην προκαταρ­
κτική έστω διερεύνηση τέτοιων ζητημάτων. Κατά συνέπεια, για τη συ­
στηματικότερη ενίσχυση, αλλά και τη συστηματικότερη επεξεργασία της
υπόθεσης της κυριαρχίας του δημοσιογράφου-συνεντευκτή είναι προ­
φανώς αναγκαία η ανάλυση ενός ευρύτερου σώματος συνεντεύξεων
όπου θα είναι δυνατό να ελεγχθεί και η στατιστική σημανηκότητα των
ευρημάτων, αλλά κυρίως να συνυπολογιστεί η κοινωνική ισχύς των συ­
νομιλητών καθώς και η απόσταση ή εγγύτητα στη σχέση τους στο πλαί­
σιο της διεπίδρασης της συνέντευξης (βλ. σχετικά Spencer-Oatey, 1996).
ΣΥΝΕΝΤΕΥΗΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ 231

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ainsworth-Vaugh, Ν. (1992), «Topic Transitions in Physician-Patient Interviews: Power,


Gender, and Discourse Change», L anguage in S o c ie ty 21: 409-426.
Αρχάκης, A. (1992), T o φ α ιν ό μ ε ν ο τη ς δ ια κ ο π ή ς σ τ α σ χ ο λ ικ ά σ υ ν ο μ ιλ ια κ ά π λ α ίσ ια κ α ι η
κ α τ ά φ ύ λ α δ ια φ ο ρ ο π ο ίη σ ή το υ , μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Τομέας Γλωσ­
σολογίας, Α.Π.Θ.
Αρχάκης, Α. (1999), «Οι λειτουργίες της παράφρασης σε συνεντεύξεις», Ε λ λ η ν ικ ή Γ λ ω σ ­
σ ο λ ο γ ία ’9 7 , Π ρ α κ τ ικ ά τ ο υ Γ ' Δ ιε θ ν ο ύ ς Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ικ ο ύ Σ υ ν ε δ ρ ίο υ γ ια τ η ν Ε λ λ η ν ι­
κ ή Γ λώ σ σ α , Αθήνα, 684-692.
BIum-Kulka, S. (1983), «The dynamics of political interviews», T e x t'S !·. 131-153.
Duncan, S.J.R. (1973), «Toward a Grammar for Dyadic Conversation», S e m io tic a 9: 29-46.
Edelsky, C. (1981), «Who’s got the floor», L anguage in S o c ie ty 10/3: 383-421.
Fairclough, N. (1989), L anguage a n d P o w e r , Essex: Logman.
Fairclough, N. (1992), D isc o u rse a n d so c ia l change, Cambridge: Polity press.
Fairclough, N. (1995), M e d ia d isc o u rse, London: Arnold.
Ferguson, N. (1977), «Simultaneous speech, interruptions and dominance», B ritish Journal
o f S o c ia l a n d C lin ical P s y c h o lo g y 16: 295-302.
Goutsos, D. (1997), M o d e lin g D isc o u r se T o p ic : S e q u e n tia l R e la tio n s a n d S tr a te g ie s in
E x p o s ito r y T ex t, Volume LIX. Advances in Discourse Processes. New Jersey: Ablex
Publishing Corporation.
Greatbatch, D. (1988), «A Turn-taking system for British News-interviews», L an gu age in
S o c ie ty 17: 401-430.
Halliday, M.A.K. (1978), L anguage as so c ia l se m io tic : The so c ia l in te rp r e ta tio n o f language
a n d m ea n in g , London: Arnold.
Heritage, J. (1985), «Analyzing news interviews: Aspects of the production of talk for an
overhearing audience», στο van Dijk, T. A. (επιμ.), H a n d b o o k o f d isc o u rse a n a lysis
(London: Academic Press), 3: 95-117.
Heritage, J . , Greatbatch, D. (1991), «On the Institutional Character of Institutional Talk: the
Case of News Interviews», στο Boden, D., Zimmerman, D. Η. (επιμ.), T alk an d S ocial
S tru ctu re : S tu d ie s in E th n o m e th o d o lo g y a n d C o n v e rsa tio n A n a ly s is, Oxford: Polity
Press, 93-137.
Hutchby, I. (1996), «Power in Discourse: The Case of Arguments on a British Talk Radio
Show», D isc o u rse & S o c ie ty 7 (4): 481-497.
Levinson, S. (1983), P ra g m a tics. Cambridge: Cambridge University Press.
Makri-Tsilipakou, M. (1994), «Interruption revisited: Affiliative vs. dissaffiliative inter­
vention», Journal o f P ra g m a tics 21: 401-426.
Μοσχονάς, Σ. (1995), «Ακροαματικοί ρόλοι και ακροατήρια», Μ ε λ έ τ ε ς γ ια τ η ν Ε λ λ η ν ικ ή
γ λ ώ σ σ σ α , Π ρ α κ τ ικ ά τη ς 15ης ε τ ή σ ια ς Σ υ ν ά ν τ η σ η ς τ ο υ Τ ο μ έ α Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ία ς τη ς Φ ι­
11-14 Μαΐου 1994, Τιμητική Προσφορά στον Καθη­
λ ο σ ο φ ικ ή ς Σ χ ο λ ή ς τ ο υ Α .Π .Θ .,
γητή Μ. Σετάτο, Θεσσαλονίκη, 698-709.
Μπότσογλου, Α. (2000), Σ υ ν ε ν τ ε ύ ξ ε ις σ τ ο Ε λ λ η ν ικ ό Ρ α δ ιό φ ω ν ο : Σ υ γ κ ρ ιτ ικ ή Μ ελέτ η , με­
ταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενη­
232 ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ-ΑΝΝΑ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ

μέρωσης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.


Παυλίδου, Θ. (1999α), Π α ρ α δ ο τ έ ο τ ο υ υ π ο χ ρ ε ω τ ικ ο ύ μ ε τ α π τ υ χ ια κ ο ύ μ α θ ή μ α τ ο ς Κ ο ι ν ω ­
ν ιο γ λ ω σ σ ο λ ο γ ία (Κ .Α . 9 0 1 ), Θεσσαλονίκη.
Παυλίδου, Θ. (1999β), «Αναζητώντας μια θεωρία της γλωσσικής ανισότητας», στο Α. Φ.
Χριστίδης (επιμ.), Ισ χ υ ρ έ ς - α σ θ ε ν ε ίς γλ ώ σ σ ες: Ό ψ ε ις τ ο υ γ λ ω σ σ ικ ο ύ η γ ε μ ο ν ισ μ ο ύ ,
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 187-195.
Roger, D. (1989), «Experimental Studies of Dyadic Turn-Taking Behaviour», στο Roger, D.,
Bull, P. (επιμ.), C o n v e rsa tio n : A n I n te r d isc ip lin a ry P e r s p e c tiv e , Avon: Multilingual
Matters Ltd, 75-95.
Sacks, H., Schegloff, E. A., Jefferson, G. (1974), «Α Simplest Systematics for the
Organisation of Turn-Taking for Conversation», L anguage 50: 696-735.
Spencer-Oatey, H. (1906), «Reconsidering power and distance», Jou rn al o f P ra g m a tic s 26:
1-24.
Τζάννε, A. (1999), «Ο ρόλος της ταυτόχρονης ομιλίας σε ενημερωτικές και ψυχαγωγικές
εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης», Ανακοίνωση στο 4ο Διεθνές Συνέδριο Ελλη­
νικής Γλωσσολογίας, Λευκωσία 17-19 Σεπτεμβρίου 1999.
Thomas, J. (1985), «The language of power: Towards a dynamic pragmatics», Jou rn al o f
P ra g m a tic s 9: 765-783.
West, C., Zimmerman, D. (1983), «Small insults: a study of interruptions in cross-sex
conversation between unacquainted persons», στο Thome, B., Kramarae, C., Henley,
N. (επιμ.), Language, G e n d e r a n d S o c ie ty , Rowley, MA: Newbury, 102-117.
Zimmerman, D., West, C. (1975), «Sex roles, interruptions and silences in conversation»,
στο Thorne, B., Henley, N. (επιμ.), L an gu age a n d se x : D iffe r e n c e a n d d o m in a n c e ,
Rowley, MA: Newbury, 105-129.
Φραγκουδάκη, A. (1987), Γ λ ώ σ σ α κ α ι ιδ ε ο λ ο γ ία , Αθήνα: Οδυσσέας.
Κ Α Ι ΤΩΡΑ TA ΝΕΑ Μ ΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ:
ΤΑ ΔΕΛΤΙΑ ΚΑΙΡΟΥ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Μαρία Σηφιανού - Αγγελική Τζάννε1

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY Media Discourse, ο Fairclough (1995) εντοπίζει δύο


Σ εντάσεις που επικρατούν στα σύγχρονα βρετανικά μέσα μαζικής
ενημέρωσης και για τις οποίες συχνά γίνεται λόγος τα τελευταία χρόνια:

— μεταξύ ενημέρωσης και ψυχαγωγίας


— μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού πεδίου

Η πρώτη αναφέρεται στο ότι ενώ ένας από τους αντικειμενικούς στό­
χους των MME είναι να ενημερώσουν το κοινό, παρατηρείται ταυτό­
χρονα και ένα έντονο στοιχείο ψυχαγωγίας. Η δεύτερη ένταση αναφέ-
ρεται στο ότι ο δημόσιος χώρος στον οποίο ανήκουν τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης συνδέεται με τον ιδιωτικό χώρο, δηλαδή το σπίτι, όπου και
καταναλώνονται τα προγράμματα/προϊόντα των MME. Οι εντάσεις αυ­
τές απορρέουν, κατά τον Fairclough (1995), από την επικρατούσα εμπο-
ρευματοποίηση στα βρετανικά MME που έχει αποτέλεσμα την τάση υιο­
θέτησης συνομιλιακού ύφους, δηλαδή, το πέρασμα σε μια μορφή γλώσ­
σας λιγότερο τυπικής και επίσημης, ακόμη και σε χώρους όπως τα δελ­
τία ειδήσεων και τα προγράμματα επικαιρότητας που συνδέονται πα­

1. Θα θέλαμε να εκφράσουμε τις θερμές μας ευχαριστίες στις συναδέλφους κ. Ε.


Αντωνοπούλου και Κ. Νικηφορίδου για τα εύστοχα σχόλιά τους αλλά και τους συμμετέ-
χοντες στο Συνέδριο που μας έκαναν παρατηρήσεις.
Επίσης θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι η μελέτη αυτή αποτελεί μέρος ευρύτερης έρευ­
νας που χρηματοδοτείται από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας του Πανεπι­
στημίου Αθηνών (Κ.Α. 70/4/4022).
234 ΜΑΡΙΑ ΣΗΦΙΑΝΟΥ - ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΖΑΝΝΕ

ραδοσιακά με τη φωνή της αυθεντίας και κατά συνέπεια με τον επίσημο


λόγο.2
Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθούμε με τη διαπλοκή τυπικού και μη τυ­
πικού κώδικα σε πρόσφατα δελτία καιρού της βραδινής ζώνης της ελ­
ληνικής τηλεόρασης. Το ενδιαφέρον μας για τα δελτία καιρού ξεκίνησε
πριν από αρκετά χρόνια όταν με έκπληξη παρατηρήσαμε ότι στα τηλεο­
πτικά δελτία καιρού στην Αγγλία χρησιμοποιούνται πολλά στοιχεία
συνομιλιακού ύφους, δηλαδή καθημερινής, μη τυπικής γλώσσας. Ο/Η
παρουσιαστής/τρια ακούγεται σαν ένας φίλος που μεταφέρει κάποια
νέα για τον καιρό και όχι σαν ένας επιστήμονας/μετεωρολόγος που πα­
ρουσιάζει την πρόγνωση για τα καιρικά φαινόμενα που θα επικρατή­
σουν την επόμενη μέρα. Με το έναυσμα αυτό, ασχοληθήκαμε πρώτα με
τα τηλεοπτικά δελτία καιρού στην αγγλική τηλεόραση και αργότερα με
τα δελτία καιρού στην ελληνική τηλεόραση.
Είναι πιστεύουμε ιδιαίτερα ενδιαφέρον να τονιστεί εδώ ότι ενώ θα
περίμενε κανείς να μην επηρεάζονται τα δελτία καιρού από τις εντά­
σεις στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω, συμβαίνει ακριβώς το αντί­
θετο, κυρίως στην Αγγλία. Το ψυχαγωγικό στοιχείο και το συνομιλιακό
ύφος έχουν έντονη παρουσία, παρόλο που τα δελτία καιρού είναι (α)
πολύ σύντομα και (β) έχουν σαφή και κύριο στόχο να ενημερώσουν
τους τηλεθεατές σχετικά με τις καιρικές συνθήκες. Συνεπώς, ακόμη και
στα δελτία καιρού, η γλώσσα που χρησιμοποιείται δεν είναι ουδέτερη
και «αθώα», ούτε κοινωνικοπολιτισμικά αλλά ούτε και ιδεολογικά. Τα
ελληνικά και τα βρετανικά δελτία καιρού απηχούν αλλά και αναπαρά­
γουν διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των παρουσιαστών/
τριών και του ακροατηρίου, όπως έδειξαν οι προηγούμενες μελέτες μας
(Sifianou και Tzanne, 1997, Σηφιανού και Τζάννε, 1999). Συγκεκριμένα,
τα ελληνικά δελτία απηχούν μια σχέση τυπικότητας και απόστασης
όπου, ενώ χρησιμοποιούνται στοιχεία συνομιλιακού ύφους, υπερέχει
το στοιχείο της εμπειρογνωμοσύνης. Σε αντίθεση, τα βρετανικά δελτία
απηχούν μια σχέση εγγύτητας και οικειότητας όπου οι παρουσιαστές
φαίνεται να ταυτίζονται με το ακροατήριό τους.
Γενικά, ο γλωσσικός κώδικας που χρησιμοποιείται στα αγγλικά δελ­
τία καιρού, τα οποία μάλιστα ονομάζονται «νέα για τον καιρό» και όχι
«δελτία ή πρόγνωση του καιρού», χαρακτηρίζεται κυρίως από στοιχεία

2. Η διαπλοκή δημόσιου και ιδιωτικού καθώς και τυπικού και μη τυπικού κώδικα
έχει καταγραφεί και στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης (βλ. για παράδειγμα, Χατζησαββίδης,
1999, Γεωργακοπούλου και Γούτσος, 1997, Τζαννετάκος, 1999, Μπουκάλας, 1999).
ΚΑΙ ΤΩΡΑ TA ΝΕΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ 235

της καθημερινής διαπροσωπικής επικοινωνίας και σε πολύ μικρότερο


βαθμό από τον επιστημονικό λόγο της μετεωρολογίας. Οι παρουσια-
στές/τριες προσπαθούν να γίνουν πειστικοί με γλωσσικές επιλογές που
υποδηλώνουν ταύτιση με το νοητό ακροατήριο. Κατά τον Fairclough
(1995), ο έντονος ανταγωνισμός και η εμπορευματοποίηση στο χώρο
των MME οδηγούν στη χρήση ενός γλωσσικού κώδικα που θα ψυχαγω­
γήσει τους θεατές με τρόπο γνώριμο, με λέξεις, εκφράσεις και δομές
που τους είναι οικείες από τις καθημερινές τους συναλλαγές.
Σε αντίθεση τώρα με τα αγγλικά δελτία καιρού, τα ελληνικά δελτία
(Σηφιανού και Τζάννε, 1999) απηχούν πολύ περισσότερο τη γνώση του
επιστήμονα/μετεωρολόγου. Το συμπέρασμα στο οποίο είχαμε καταλήξει
τότε ήταν ότι υπήρχε τάση ανάμειξης στοιχείων επιστημονικού και κα­
θημερινού λόγου με σαφή όμως επικράτηση του επιστημονικού λόγου,
ανεξάρτητα από το αν ο/η παρουσιαστής/τρια ήταν μετεωρολόγος ή
όχι. Είχαμε δε διατυπώσει και την υπόθεση ότι ίσως μελλοντικά επι­
κρατήσει και στα ελληνικά δελτία καιρού το συνομιλιακό ύφος.
Τα δεδομένα μας σε αυτό το άρθρο προέρχονται από τριάντα δελτία
καιρού από την ελληνική τηλεόραση, κρατική και ιδιωτική, τα οποία βι-
ντεοσκοπήσαμε από τον Δεκέμβριο του 1999 μέχρι τον Απρίλιο του
2000. Θα αντιπαραβάλουμε τα δεδομένα μας αυτά με τα προηγούμενα
για να δούμε εάν και κατά πόσον έχει εδραιωθεί η τάση για συνομιλακό
ύφος και για ανάμειξη στοιχείων επίσημου (τυπικού) και καθημερινού
(μη τυπικού) χαρακτήρα την οποία εντοπίσαμε στην προηγούμενη μελέ­
τη μας. Επίσης θα διερευνήσουμε εάν και κατά πόσον η σχέση παρου-
σιαστή/τριας και ακροατηρίου παραμένει αυτή της τυπικότητας και της
απόστασης μεταξύ του ομιλητή/τριας που κατέχει τις πληροφορίες και
του κοινού που θέλει να ενημερωθεί.
Όταν μιλάει κανείς για τη γλώσσα της τηλεόρασης δεν μπορεί βέ­
βαια να αγνοήσει και τα οπτικοακουστικά μέσα τα οποία χρησιμοποι­
ούνται και συν-δημιουργούν το τελικό αποτέλεσμα. Για το λόγο αυτό,
θα αναφερθούμε πολύ σύντομα πρώτα σε κάποια οπτικοακουστικά και
εξωγλωσσικά στοιχεία και κατόπιν στα γλωσσικά στοιχεία που χρησι­
μοποιούνται στα δελτία καιρού και στα οποία κυρίως βασίζονται οι
παρατηρήσεις μας.
236 ΜΑΡΙΑ ΣΗΦΙΑΝΟΥ-ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΖΑΝΝΕ

2. ΕΞΩΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΤΡΟΠΟΣ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ

Δ ύ ο ε ίν α ι ο ι τ ρ ό π ο ι μ ετά δ ο σ η ς τ ω ν δ ελ τ ίω ν κ α ιρ ο ύ τη ς ελ λ η ν ικ ή ς τ η λ ε­
ό ρ α σ η ς, η π α ρ ο υ σ ία σ η κ α ι η εκφώ νηση, δη λαδή η π α ρ ο υ σ ία σ η τ ο υ δ ε λ ­
τ ίο υ α π ό έ ν α ν /μ ία π α ρ ο υ σ ια σ τ ή /τ ρ ια π ο υ ε μ φ α ν ίζ ε τ α ι σ τ η ν ο θ ό ν η ή η
μ ετ ά δ ο σ η τ ω ν π λ η ρ ο φ ο ρ ιώ ν α κ ο υ σ τ ικ ά χ ω ρ ίς τ η ν π α ρ ο υ σ ία τ ο ύ /τ ή ς
ο μ ιλ η τ ή /τ ρ ια ς . Ε ν ώ π α λ α ιό τ ε ρ α ε π ικ ρ α τ ο ύ σ ε η π α ρ ο υ σ ία σ η , σ ή μ ερ α
φ α ίν ε τ α ι ό τ ι υ π ά ρ χ ε ι μ ια σ τρ ο φ ή π ρ ο ς τη ν εκ φ ώ νη σ η , τ ό σ ο α π ό τα τ ρ ία
κ ρ α τ ικ ά κ α ν ά λ ια ό σ ο κ α ι α π ό κ ά π ο ια ιδ ιω τικ ά (ALPHA κ α ι NEW ). Α ξ ί ­
ζ ε ι ν α σ η μ ειώ σ ο υ μ ε εδώ ό τ ι η εκ φ ώ νη σ η γ ίν ε τ α ι κ υ ρ ίω ς α π ό μ ε τ ε ω ρ ο ­
λ ό γ ο υ ς (μ ε εξα ίρ εσ η τ ο NEW κ α ι τ η ν ΕΤ3), η τ α υ τ ό τ η τ α τ ω ν ο π ο ίω ν α λ ­
λ ά κ α ι η ιδ ιό τ η τ α α ν α φ έ ρ ε τ α ι σ τ ο κ ά τω μ έρ ο ς τη ς ο θ ό ν η ς , εν ώ η π α ρ ο υ ­
σ ία σ η γ ίν ε τ α ι α π ό ά τ ο μ α π ο υ δ ε ν έ χ ο υ ν σ χέσ η με τη μ ετ εω ρ ο λ ο γ ία .
Οι λόγοι που ωθούν τα κανάλια να επιλέξουν τον έναν ή τον άλλο
τρόπο μετάδοσης προφανώς ποικίλλουν, το αποτέλεσμα όμως της επι­
λογής αυτής είναι η δημιουργία διαφορετικών σχέσεων μεταξύ παρου-
σιαστών/εκφωνητών και νοητών θεατών. Η εκφώνηση φαίνεται να ση­
ματοδοτεί ιδιαίτερη έμφαση στην εγκυρότητα της πληροφορίας, δεδομέ­
νης και της γνωστοποίησης της ιδιότητας των εκφωνητών/τριών. Ο/Η
εκφωνητής/τρια μετεωρολόγος αποστασιοποιείται από το μήνυμα που
μεταφέρει εφόσον απουσιάζει από την οθόνη και η σχέση που δημιουρ-
γείται με το ακροατήριο είναι μάλλον ουδέτερη. Αντίθετα τώρα, ο/η πα-
ρουσιαστής/τρια συμμετέχει στην παρουσίαση με ανάλογες εκφράσεις
του προσώπου και της φωνής. Το στοιχείο της ψυχαγωγίας υπεισέρχε­
ται εδώ και με την εναλλαγή των χαρτών, μερικοί από τους οποίους
απεικονίζουν και κίνηση βαρομετρικών συστημάτων ή έχουν ενδείξεις
που αναβοσβήνουν.
Από τον τρόπο εκφώνησης αλλά και από τη χρήση σύνθετων προτά­
σεων είναι προφανές ότι τα εκφωνούμενα δελτία διαβάζονται. Η ανά­
γνωση όμως είναι αργή και ευκρινής, πρακτική που ίσως θέλει να υπο­
γραμμίσει την προσεκτική προετοιμασία και κατά συνέπεια την εγκυρό­
τητα των πληροφοριών. Αντίθετα, οι παρουσιαστές/τριες, που βέβαια
και εκείνοι διαβάζουν το κείμενο, χρησιμοποιούν απλούστερες προτά­
σεις αλλά και τόνο φωνής που προσιδιάζει στον προφορικό λόγο. Με
όλα αυτά αλλά και με τις ανάλογες εκφράσεις του προσώπου δημιουρ-
γείται μια διαπροσωπική σχέση συμπάθειας με το ακροατήριο. Αυτή εν­
δυναμώνεται και από το γεγονός ότι οι παρουσιαστές/τριες αρχίζουν
ΚΑΙ ΤΩΡΑ TA ΝΕΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ 237

το δελτίο με έναν χαιρετισμό, ο οποίος απουσιάζει από τα εκφωνούμε­


να δελτία. Κατά συνέπεια, η γενικότερη εντύπωση που αποπνέουν τα
παρουσιαζόμενα δελτία καιρού είναι ότι είναι πιο ζωντανά από τα εκ­
φωνούμενα, που ακούγονται μάλλον τυποποιημένα και όμοια.

3. ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Μια γενικότερη παρατήρηση που θα μπορούσαμε να κάνουμε σε σχέση


με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται σήμερα είναι ότι είναι αρκετά
απλούστερη απ’ ό,τι παλαιότερα, εφόσον, θα έλεγε κανείς, αποφεύγεται
η χρήση λεξιλογίου και δομών που παραπέμπουν στην επιστήμη της με­
τεωρολογίας. Για παράδειγμα, πολλά ρήματα πρόβλεψης (π.χ. προβλέ-
πεται, αναμένεται) έχουν αντικατασταθεί από το «έχω» και το «υπάρ­
χει» όπως θα δούμε παρακάτω και δεν ακούγονται συχνά εκφράσεις
που αναφέρονται στην αστάθεια της δομής της ατμόσφαιρας ή στα βα­
ρομετρικά χαμηλά ακόμα και όταν χρησιμοποιούνται παρόμοιες εκφρά­
σεις, το όλο γλωσσικό περιβάλλον είναι απλούστερο. Για παράδειγμα,
ενώ παλαιότερα είχαμε παραδείγματα του είδους Όπως βλέπετε, η πε­
ριοχή μας καλύπτεται από ένα ομαλό πεδίο με υψηλές πιέσεις, που έχει
σαν αποτέλεσμα την καλοκαιρία, ενώ ένα μέτωπο στη δυτική Ευρώπη
κινείται εκ δυσμών προς ανατολάς, σήμερα αντίστοιχες χρήσεις είναι
Από αύριο θα δούμε τον καιρό στη χώρα μας να βελτιώνεται καθώς το
βαρομετρικό χαμηλό που μας επηρέασε απομακρύνεται.
Η απλούστευση της γλώσσας αντανακλά τη σχέση που διαμορφώνε­
ται μεταξύ παρουσιαστή/τριας και ακροατηρίου. Παλαιότερα το ακρο­
ατήριο συχνά εκλαμβανόταν ως κοινό που είχε όχι μόνο γενικότερη
παιδεία με βασικές γνώσεις μετεωρολογίας αλλά και το ενδιαφέρον να
ακούει και την ικανότητα να κατανοεί τις αιτίες των καιρικών φαινο­
μένων. Για παράδειγμα, ο/η παρουσιαστής/τρια, μετεωρολόγος ή όχι,
χρησιμοποιεί επιστημονικό λόγο όταν λέει ο συνδυασμός των υψηλών
πιέσεων της ανατολικής Ευρώπης με τις χαμηλές πιέσεις στην ανατολι­
κή Μεσόγειο, που προκαλεί τους θυελλώδεις βόρειους ανέμους στη χώ­
ρα μας, εξασθενεί. Ενώ το βαρομετρικό χαμηλό στην κεντρική Μεσό­
γειο κινείται προς τα ανατολικά... και παρουσιάζεται να απευθύνεται
σε ένα κοινό με επιστημονική περιέργεια και ενδιαφέρον. Σήμερα, πα­
ρόμοιες εξηγήσεις δεν ακούγονται. Ο γλωσσικός κώδικας του/της πα-
ρουσιαστή/τριας δεν παραπέμπει στον ίδιο βαθμό στον επιστημονικό
λόγο της μετεωρολογίας και το ακροατήριο φαίνεται να εκλαμβάνεται
238 ΜΑΡΙΑ ΣΗΦΙΑΝΟΥ - ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΖΑΝΝΕ

ως κοινό που χρειάζεται ή/και ενδιαφέρεται για απλούστερα πράγματα.


Ας δούμε τώρα κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα που αφορούν το
λεξιλόγιο και τις δομές που χρησιμοποιούνται.

3.1 ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Σαφής τάση για υιοθέτηση καθομιλούμενου ύφους εμφανίζεται στο λε­


ξιλόγιο. Ενώ παλαιότερα λέξεις της καθημερινής ομιλίας όπως συννε-
φιά/συννεφιές ή σύννεφα, λιακάδα και βοριάδες, βοριαδάκι ή μελτέμια
εναλλάσσονταν, ακόμη και στο ίδιο δελτίο, με αντίστοιχες επιστημονικές
λέξεις/εκφράσεις, όπως νεφώσεις, ηλιοφάνεια και βόρειοι άνεμοι, φαί­
νεται ότι σήμερα επικρατούν οι εκφράσεις της καθημερινής ομιλίας.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει εναλλαγή ακόμα και σήμερα,
κυρίως στα παρουσιαζόμενα δελτία, η οποία όμως μάλλον εξυπηρετεί
στόχους ποικιλίας, και κατ’ επέκταση ίσως αποβλέπει στην -ψυχαγωγία.
Για παράδειγμα, βρίσκουμε στο ίδιο δελτίο, λίγα σύννεφα με ήλιο, ηλιο­
φάνεια με λίγα σύννεφα και αίθριο καιρό με λίγες νεφώσεις.
Είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ μια εναλλαγή γενικών
λόγιων εκφράσεων με άλλες της καθομιλούμενης. Για παράδειγμα, ενώ
παλαιότερα το σταδιακά/βαθμιαία εναλλασσόταν με το σιγά σιγά, σήμε­
ρα δεν ακούγεται το δεύτερο ενώ το αυξημένη εναλλάσσεται με συνα­
φείς εκφράσεις, όπως λίγη συννεφιά που πρόσκαιρα θα είναι περισσό­
τερη. Το εκ δυσμών προς ανατολάς δεν ακούγεται πια, ενώ ακούγεται
το κατά τόπους. Συμπερασματικά, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται
φαίνεται να ταλαντεύεται μεταξύ τυπικού και μη τυπικού κώδικα.

3.2 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

Είναι ευρύτατα γνωστό ότι η χρήση της παθητικής φωνής χαρακτηρίζει


κείμενα επίσημου και ιδιαίτερα επιστημονικού χαρακτήρα. Η χρήση της
παθητικής συμβάλλει στη συντομία του μηνύματος και παρόλο που δεν
αναφέρεται ο δράστης της ενέργειας, η ταυτότητά του συνάγεται εύκο­
λα από τα συμφραζόμενα, και έτσι εξασφαλίζεται η έμμεση αναφορά
στην έγκυρη και αξιόπιστη πηγή της πληροφόρησης. Στα παλαιότερα
δελτία καιρού είχαμε εντοπίσει ρήματα σε παθητική φωνή που είχαν
σχέση κυρίως με την πρόβλεψη, όπως Αύριο στη βόρειο Ελλάδα προ-
βλέπεται συννεφιά και Από την Παρασκευή αναμένεται μικρή πτώση
της θερμοκρασίας. Οι δομές αυτές εναλλάσσονταν με αντίστοιχες της
ενεργητικής, όπως, για παράδειγμα, Ηλιοφάνεια και άνοδο της θερμό-
ΚΑΙ ΤΩΡΑ TA ΝΕΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ 239

κρασίας προβλέπει για σήμερα η Μετεωρολογική Υπηρεσία, όπου η πη­


γή της έγκυρης πληροφορίας αναφέρεται ρητά.
Αντίθετα, στα σημερινά δελτία διαφαίνεται μια τάση εγκατάλειψης
των δομών αυτών, δηλαδή και της ενεργητικής με την άμεση αναφορά
στην έγκυρη πηγή της πληροφορίας αλλά και της παθητικής με την υπο­
νοούμενη αναφορά. Επίσης διαφαίνεται και τάση εγκατάλειψης συγκε­
κριμένων ρημάτων που παραπέμπουν στην επιστημονική πρόβλεψη τα
οποία έχουν αντικατασταθεί κυρίως από το γενικής χρήσης ρήμα έχω
αλλά και το τριτοπρόσωπο υπάρχει, όπως, για παράδειγμα, Οι άνεμοι
θα είναι βορειοδυτικοί μέτριοι, Αίθριο καιρό με λίγες νεφώσεις θα έχει
η Θεσσαλονίκη, Στη Θεσσαλονίκη θα υπάρχει συννεφιά και Στην Α ττι­
κή θα υπάρχει ηλιοφάνεια με λίγη συννεφιά, όπου το ενδιαφέρον επικε­
ντρώνεται είτε στο χώρο είτε στα ίδια τα καιρικά φαινόμενα, και κατ’
επέκταση στις συνέπειές τους, όχι όμως και στην έγκυρη υπηρεσία που
τα προβλέπει. Η αντικατάσταση αυτή συμβάλλει σημαντικά στην
απλούστευση του λόγου αλλά έχει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι ο/η
παρουσιαστής/τρια με τη χρήση του έχει και του υπάρχει εκφράζει εμ­
μέσως τη βεβαιότητα του μη ειδικού και όχι την επιφυλακτικότητα του
επιστήμονα που απορρέει από το αναμένεται ή το προβλέπεται.

3.3 ΔΟΜΕΣ ΜΕ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΡΗΜΑΤΑ

Ένα άλλο στοιχείο που συμβάλλει στην τυπικότητα ενός κειμένου είναι
η χρήση ονοματικών αντί ρηματικών δομών (βλ. Fowler, 1991: 79). Στα
παλαιότερα δελτία καιρού που εξετάσαμε, οι ονοματικές δομές συνδυά­
ζονταν με την παθητική (π.χ. αναμένεται άνοδος της θερμοκρασίας και
προβλέπονται βροχοπτώσεις), στοιχείο το οποίο ισχυροποιούσε τον
επίσημο και επιστημονικό χαρακτήρα των δελτίων. Η ελάττωση της
χρήσης της παθητικής φωνής φαίνεται ότι έχει συμπαρασύρει και τη
χρήση παρόμοιων ονοματικών δομών. Σε γενικές γραμμές, ενώ η χρήση
ονοματικών φράσεων επέτρεπε την παρουσίαση των καιρικών φαινομέ­
νων ως αντικειμένων επιστημονικής μελέτης, η χρήση των ρηματικών
δομών δεν επιδέχεται παρόμοια ερμηνεία, όπως την Παρασκευή θα ανέ­
βει η θερμοκρασία.

3.4 ΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΑ

Η τροπικότητα αποτελεί ένα από τα βασικότερα στοιχεία του λόγου


που αντανακλούν τις θέσεις τού/τής ομιλητή/τριας, «δηλώνεται δηλαδή
240 ΜΑΡΙΑ ΣΗΦΙΑΝΟΥ - ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΖΑΝΝΕ

ο βαθμός δέσμευσής του ως προς την πιθανότητα-βεβαιότητα του εκφω-


νήματος ή ως προς την αναγκαιότητα της ενέργειας» (Μπακάκου και
Κουτσουλέλου, 1999: 731). Σε σχέση με τα αγγλικά, ο Fairclough (1992:
159) διακρίνει μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής τροπικότητας.
Ο όρος «υποκειμενική τροπικότητα» αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου
προσωπικές εκτιμήσεις του ομιλητή δηλώνονται ρητά στο λόγο, όπως
για παράδειγμα, σταδιακή αλλαγή παρουσιάζει ο καιρός και επιτέλους
γίνεται ανοιξιάτικος ενώ η «αντικειμενική τροπικότητα» αναφέρεται σε
περιπτώσεις όπου οι εκτιμήσεις αυτές εκφράζονται ως επιστημονικές
και όχι ως προσωπικές διαπιστώσεις.
Στα ελληνικά δελτία καιρού που εξετάσαμε η υποκειμενική τροπικό­
τητα εμφανίζεται σπανιότατα ακόμα και σήμερα και μόνο στα παρου-
σιαζόμενα δελτία, ενώ επικρατεί η αντικειμενική τροπικότητα, η οποία
αποδίδεται με επιρρήματα όπως ίσως και πιθανόν, και ρηματικές φρά­
σεις όπως υπάρχει πιθανότητα και ενδέχεται, λόγου χάρη, και υπάρχει
πιθανότητα να σημειωθούν σποραδικές καταιγίδες. Με τα γλωσσικά
αυτά στοιχεία αποφεύγεται η έκφραση προσωπικής και ίσως μη έγκυ­
ρης θέσης, και δηλώνεται επιφυλακτικότητα εκ μέρους του επιστήμο-
να/ομιλητή. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ και τη χρήση του αντίστοιχου
της καθομιλουμένης δεν αποκλείεται, όπως και δεν αποκλείεται να ση­
μειωθούν ασθενείς βροχές.

3.5 Α Λ Λ Α Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Σ Υ Ν Ο Μ Ι Α Ι Α Κ Ο Υ Υ Φ Ο Υ Σ

Όπως είπαμε ήδη, τα ελληνικά δελτία καιρού παρουσιάζουν στοιχεία


ανάμειξης του δημόσιου με τον ιδιωτικό κώδικα. Η τάση για απλούστε-
ρο, συνομιλιακό ύφος επιτείνεται και από στοιχεία του προφορικού
λόγου όπως συντμήσεις (θά ’ναι αντί θα είναι) αλλά και αναλυτικά λοι­
πόν και ετοιμαστείτε λοιπόν για ένα ευχάριστο τριήμερο.3 Το τελευταίο
παράδειγμα έχει σχέση και με έναν καθησυχαστικό τόνο που ενυπάρχει
τόσο στις παρουσιάσεις όσο και στις εκφωνήσεις, με τη διαφορά ότι εί­
ναι άμεσος στην πρώτη περίπτωση ενώ έμμεσος στη δεύτερη.
Ένα παράδειγμα από εκφώνηση είναι Όσο για τους ανέμους, δεν θα
δημιουργήσουν προβλήματα στις συγκοινωνίες, επομένως, αν σκέφτε­
στε να ταξιδέψετε, μην ανησυχείτε. Ένα αντίστοιχο παράδειγμα από

3. Για τη χρήση τού λ ο ι π ό ν στο γραπτό και προφορικό λόγο, βλ. Georgakopoulou και
Goutsos, 1998.
ΚΑΙ ΤΩΡΑ TA ΝΕΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ 241

παρουσίαση είναι Το τριή μερο μ ά λ ισ τ α τω ν εκ λο γώ ν, όσοι από σας τα­


ξιδέψετε δ ε ν θα α ν τιμ ετ ω π ίσ ετ ε π ρ ο β λ ή μ α τα κα θώ ς ο ι β ρ ο χ ές θα ε ίν α ι
λ ίγ ε ς κ α ι ο ι ά ν εμ ο ι δ ε ν θα ξ ε π ε ρ ν ο ύ ν τα έξι μ π ο φ ό ρ . Ο καθησυχαστικός
τόνος ενισχύεται και από τη χρήση του μ ό ν ο ή του κ υ ρ ίω ς που τονίζε­
ται, όπως μόνο στα β ο ρ ε ιο α ν α τ ο λ ικ ά θα α ν α π τ υ χ θ ο ύ ν νεφ ώ σ εις. Σπα­
νιότερα συναντά κανείς παραδείγματα στερεότυπων εκφράσεων της
καθομιλουμένης, όπως μ ετά α π ό τη ν π ρ ό σ φ α τη κ α κ ο κ α ιρ ία , σήμερα μ ύ ­
ρ ισ ε κ α ι π ά λ ι άνοιξη.

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Δύο είναι τα γενικά συμπεράσματα στα οποία μπορούμε να καταλήξουμε:

(1) Τα ελληνικά δελτία καιρού φαίνεται να χαρακτηρίζονται ακόμα από


ανάμειξη του δημόσιου/επιστημονικού και του ιδιωτικού/καθημερι-
νού κώδικα αλλά και από επέκταση του συνομιλιακού ύφους που
επιτείνεται και από τη χρήση απλούστερης καθημερινής γλώσσας.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έχει εγκαταλειφθεί η έμφαση στον επι­
στημονικό λόγο, εφόσον οι θερμοκρασίες κατά κανόνα κ υ μ α ίν ο ντ α ι
και οι άνεμοι π ν έ ο υ ν π ρ ο ς διάφορες διευθύνσεις. Η στροφή προς την
εκφώνηση από μετεωρολόγους που παρατηρήσαμε ίσως υποδηλώνει
αυτή την έμφαση. Ίσως αυτή την κατεύθυνση σηματοδοτεί και η αναγ­
γελία που επικρατεί, δηλαδή δελτία ή π ρό γνω σ η το υ κ α ιρ ο ύ και σπα­
νιότερα νέα για το ν καιρό.

(2) Το δεύτερο συμπέρασμα είναι η δημιουργία μιας κάποιας σχέσης οι­


κειότητας μεταξύ παρουσιαστών/τριών και κοινού αλλά κυρίως
μιας σχέσης μικρότερης απόστασης μεταξύ τους. Ο/Η παρουσια-
στής/τρια δεν εμφανίζεται πάντα ως ο/η επιστήμονας/ μετεωρολόγος
αλλά ούτε και το ακροατήριο ως το κοινό με τη γενική παιδεία και
την επιστημονική περιέργεια. Το κενό δηλαδή μεταξύ των δύο γεφυ-
ρώνεται. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις χρησιμοποιούνται εκφρά­
σεις όπου ο/η παρουσιαστής/τρια ταυτίζεται με το κοινό του και όχι
με την ομάδα των μετεωρολόγων, όπως, για παράδειγμα, ο ι ισ χ υ ρ ο ί
β ο ρ ιά δ ε ς που μας ταλαιπώρησαν σήμερα, α ύ ρ ιο θα υπ ο χω ρ ή σ ο υν.

Τελειώνοντας, έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι τόσο οι εκφωνητές/


τριες μετεωρολόγοι όσο και οι παρουσιαστές/τριες μη μετεωρολόγοι
242 ΜΑΡΙΑ ΣΗΦΙΑΝΟΥ-ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΖΑΝΝΕ

προτιμούν το συνομιλιακό ύφος και την απλούστερη γλώσσα, ενώ ο


επιστημονικός ή επιστημονικοφανής λόγος προτιμάται από εκφωνη-
τές/τριες που δεν είναι μετεωρολόγοι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γεωργακοπούλου, Α. και Γούτσος, Δ. (1999), «Η αφήγηση ως βάση κειμενικών διακρίσε­


ων: Έ να μοντέλο ανάλυσης λόγου και οι εφαρμογές του στα ελληνικά», στο Ε λ λ η ­
ν ικ ή Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ία ’97; Π ρ α κ τ ικ ά τ ο υ Γ ' Δ ιε θ ν ο ύ ς Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ικ ο ύ Σ υ ν ε δ ρ ίο υ γ ια
τ η ν Ε λ λ η ν ικ ή Γ λώ σ σ α , 693-701.
Fairclough, Ν. (1992), D isc o u rse a n d S o cia l Change, Cambridge: Polity Press.
Fairclough, N. (1995), M e d ia D isc o u rse , London: Edward Arnold.
Fowler, R. (1991), L anguage in th e N e w s, London και New York: Routledge.
Georgakopoulou, A. και Goutsos, D. (1998), «Conjunctions versus discourse markers in
Greek: the interaction of frequency, position, and functions in context», L in g u istics
36/5: 887-917.
Μπακάκου-Ορφανού, Αικ. και Κουτσουλέλου-Μίχου, Σ. (1999), «Μηχανισμοί αξιολόγη­
σης στο δημοσιογραφικό κείμενο», στο Ε λ λ η ν ικ ή Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ία ’97: Π ρ α κ τ ικ ά τ ο υ
Γ ' Δ ιε θ ν ο ύ ς Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ικ ο ύ Σ υ ν ε δ ρ ίο υ γ ια τ η ν Ε λ λ η ν ικ ή Γ λώ σ σ α , 728-736.
Μπουκάλας, Π. (1999), «Η “δημοσιογραφική κοινή” και τα πάθη της», στα Π ρ α κ τ ικ ά τ ο υ
Σ υ ν ε δ ρ ίο υ « 1 9 7 6 -1 9 9 6 : Ε ίκ ο σ ι Χ ρ ό ν ι α α π ό τ η ν Κ α θ ιέ ρ ω σ η τη ς Ν ε ο ε λ λ η ν ικ ή ς (Δ η ­
μ ο τ ικ ή ς ) ω ς Ε π ίσ η μ η ς Γ λ ώ σ σ α ς » , Αθήνα: Τσιβεριώτης, 503-508.
Sifianou Μ., Tzanne A. (1997), «“Lovely day, isn’t it”: Weather forecasts in their social-
cultural context», στο E. Pedro (επιμ.), P ro c e e d in g s o f th e 1 s t I n te r n a tio n a l
C o n fe re n c e on D isc o u rse A n a ly sis, (Lisbon) 357-366.
Σηφιανού, Μ. -Τ ξάννε, A. (1999), «“Πολλά μποφόρ στο Αιγαίο”: Μερικές σκέψεις για τη
γλώσσα των δελτίων καιρού στην ελληνική τηλεόραση», στο Ε λ λ η ν ικ ή Γ λ ω σ σ ο λ ο ­
γ ία ’97: Π ρ α κ τ ικ ά τ ο υ Γ ' Δ ιε θ ν ο ύ ς Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ικ ο ύ Σ υ ν ε δ ρ ίο υ γ ια τ η ν Ε λ λ η ν ικ ή
Γ λώ σ σ α , 665-672.
Τξαννετάκος, Γ. (1999), «Η χρήση της νεοελληνικής γλώσσας στα ψυχαγωγικά προγράμ­
ματα των MME», στα Π ρ α κ τ ικ ά τ ο υ Σ υ ν ε δ ρ ίο υ « 1 9 7 6 -1 9 9 6 : Ε ίκ ο σ ι Χ ρ ό ν ι α α π ό
τ η ν Κ α θ ιέ ρ ω σ η τη ς Ν ε ο ε λ λ η ν ικ ή ς (Δ η μ ο τικ ή ς) ω ς Ε π ίσ η μ η ς Γ λ ώ σ σ α ς» , Αθήνα: Τσι-
βεριώτης, 499-502.
ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
Σοφία Μαρμαρίδον

ΡΙΝ ΑΠΟ ΕΝΔΕΚ Α ΠΕΡΙΠΟΥ Χ ΡΟ ΝΙΑ, ό τ α ν ά ρ χ ισ α ν α α σ χ ο λ ο ύ ­

Π μ α ι μ ε τ ο χ ρ η μ α τ ισ τ η ρ ια κ ό λ ό γ ο κ α ι τ ις μ ε τ α φ ο ρ έ ς π ο υ τ ο ν σ υ ­
γ κ ρ ο τ ο ύ ν , δ ε ν ε ίχ α κ α ν φ α ν τ α σ τ ε ί ό τ ι μ ό λ ις μ ια δ εκ α ετ ία μ ετά ο λ ό γ ο ς
α υ τ ό ς θ α δ η μ ιο υ ρ γ ο ύ σ ε μ ια ν έ α π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α κ α ι ά ρ α θ α κ α θ ό ρ ιζ ε
σε τ ό σ ο μ εγ ά λ ο β α θ μ ό τη ζω ή μ α ς.
Στόχος της σημερινής μου ομιλίας είναι να επισημάνω και να συζη­
τήσω τρία θέματα:
Πρώτον, ότι ο χρηματιστηριακός λόγος είναι κατεξοχήν μεταφορικός.
Δεύτερον, ότι μεταφορικές προεκτάσεις του χρηματιστηριακού λό­
γου καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το δημοσιογραφικό λόγο.
Τρίτον, ότι ο χρηματιστηριακός λόγος, με τη διαμεσολάβηση του δη­
μοσιογραφικού λόγου, δομεί πεδία της κοινωνικής μας εμπειρίας και
έτσι αφενός μεν συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικοπολιτισμικών
αξιών και, αφετέρου, δρομολογεί αλλαγές στο σύστημα της γλώσσας
γενικότερα.
Θα πιάσω λοιπόν το νήμα από εκεί που το άφησε η Αννα Φραγκου-
δάκη με την εισήγησή της, για να υποστηρίξω με απτά παραδείγματα
και στο πλαίσιο του θεωρητικού μοντέλου της γνωσιακής γλωσσολο­
γίας (βλ. Lakoff, 1987 και Lakoff and Johnson, 1999) ότι μπορεί να
υπάρχουν αθώοι δημοσιογράφοι, δεν υπάρχει όμως αθώος δημοσιο­
γραφικός λόγος.
Η συζήτηση που θα ακολουθήσει βασίζεται στην άποψη, την οποία
έχω διατυπώσει και στο παρελθόν (βλ. Marmaridou, 1999), ότι η σχέση
νόησης και γλώσσας είναι διαλεκτικά αρθρωμένη: Η νόηση χαρακτηρί­
ζει τη γλώσσα και ταυτόχρονα, επειδή η γλώσσα υπάρχει κοινωνικά ως
λόγος, ο λόγος καθορίζει την κοινωνική πραγματικότητα και τον τρό­
244 ΣΟΦΙΑ ΜΑΡΜΑΡΙΔΟΥ

πο σκέψης, δηλαδή τη νόηση. Η διαλεκτική σχέση νόησης, γλώσσας, λό­


γου συνιστά ένα ακόμη αντεπιχείρημα για τις αξιολογικές κρίσεις περί
γλώσσας.
Η ύπαρξη της μεταφοράς στο λόγο παραπέμπει σε δύο ζητήματα
που απασχολούν πολλούς φιλοσόφους, γλωσσολόγους και ψυχολόγους
σήμερα. Το ένα αφορά στη σχέση γλώσσας και νόησης και στο ρόλο που
παίζει η μεταφορά στη σχέση αυτή: Είναι η μεταφορά ένα σχήμα λόγου,
ένα υφολογικό στοιχείο της γλώσσας ή αποτελεί βασικό μηχανισμό της
ανθρώπινης νόησης που επηρεάζει διαφορετικά γνωσιακά πεδία, μετα­
ξύ των οποίων και τη γλώσσα;
Το δεύτερο ζήτημα συνίσταται στην αιτιακή σχέση γλώσσας και κοι­
νωνικής πραγματικότητας, εάν δηλαδή η γλώσσα αντικατοπτρίζει την
ανεξάρτητα υπάρχουσα πραγματικότητα ή, αντίθετα, την κατασκευάζει,
και πώς η μεταφορά συμβάλλει στη γλωσσική αυτή λειτουργία.
Σύμφωνα με την αριστοτελική άποψη (Ποιητική, 1457-59), που κληρο­
δοτείται μέχρι σήμερα, η μεταφορά αποτελεί γλωσσική εκτροπή, δηλαδή
υφολογικό στοιχείο της γλώσσας που στοχεύει σε αισθητικό αποτέλεσμα.
Ωστόσο, τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, και στο πλαίσιο του
εμπειρικού ή «εσωτερικού» ρεαλισμού που θεμελιώνει ο Putnam (1981),
η άποψη αυτή αναθεωρείται ριζικά από γνωσιακούς γλωσσολόγους οι
οποίοι υποστηρίζουν ότι η μεταφορά αποτελεί γενικευμένη διαδικασία
του ανθρώπινου νου, αντανακλάται στη γλώσσα και προσδιορίζει σε πο­
λύ μεγάλο βαθμό τη γλωσσική σημασία (βλ. Lakoff, 1987, Langacker,
1987, Sweetser, 1990, κ.ά.). Είναι δε τόσο παγιοποιημένη η διαδικασία
αυτή στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ώστε συμβαίνει αυτόματα και χωρίς συ­
νειδητό έλεγχο εκ μέρους του ομιλητή της γλώσσας. Γι’ αυτόν ακριβώς
το λόγο δεν συνειδητοποιούμε το πλήθος των μεταφορών που χρησιμο­
ποιούμε καθημερινά στην ομιλία μας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η με­
ταφορά συνδέει γνωσιακά πεδία, και όχι λέξεις. Έτσι λοιπόν, έννοιες
που ανταποκρίνονται στην αισθητηριοκινητική, και επομένως συγκεκρι­
μένη, εμπειρία του ανθρώπου μεταφέρονται και χαρτογραφούν αφηρημέ-
να γνωσιακά πεδία, τους προσδίδουν εννοιολογική δομή και τα χαρακτη­
ρίζουν. Με τον τρόπο αυτό το αφηρημένο γίνεται κατανοητό μέσω του
συγκεκριμένου, δηλαδή μέσω της φυσικής εμπειρίας του ανθρώπου.
Δεδομένου ότι οι οικονομικές έννοιες είναι κατεξοχήν αφηρημένες,
οι μεταφορές τόυ χρηματιστηριακού λόγου συντελούν στην κατανόηση
του αφηρημένου γνωσιακού πεδίου μέσω γνωσιακών πεδίων που εμπε­
ριέχουν το συγκεκριμένο και οικείο στην ανθρώπινη εμπειρία (βλ. Mar-
maridou, 1991 και 1994).
ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 245

Τα γνωσιακά πεδία τα οποία συστηματικά χαρτογραφούν το χρημα­


τιστηριακό λόγο αναφέρονται:

• σε τ ο π ο γ ρ α φ ία το υ χ ώ ρ ο υ κ α ι κίνησ η μ έσ α σ ’ α υ τ ό ν :
1. Η τιμή του χρυσού α ν ή λθ ε σε υ ψ η λό τερ α ε π ίπ εδ α από την
αντίστοιχη περίοδο...
2. ...οι μετοχές του τομέα τηλεπικοινωνιών... ώ θησαν σε σημαντι­
κή ά ν ο δ ο την αγορά.

• σε ψ υ χ ο λ ο γ ικ έ ς κ α τα σ τά σ εις (σ υ να ισ θ η μ α τικ ές κ α ι νο η τικ ές) και σε


β ιο λ ο γ ικ ά φ α ιν ό μ εν α κ α ι χαρακτη ριστικά:

3. To ECU και το γερμανικό μάρκο α ν ά γ κ α σ α ν τη δραχμή να


υποστεί διολίσθηση.
4. ... το δολάριο είδ ε τη θέση του να εξα σ θ ενεί σημαντικά έναντι
του μάρκου...
5. ... οι συναλλαγές ήταν περισσότερο ζωηρές.
6. Η ελκυστικότητα της στερλίνας ενδέχεται να μειωθεί περισσότερο.
7. Το μεγάλο βήμ α το έκανε το δολάριο, αλλά η δ ισ τα κ τικ ό τη τά
του υπερίσχυσε.
8. Το γιεν έκλεισε την εβδομάδα με σημαντικά κέρδη έναντι του
αμερικανικού νομίσματος το οποίο είδ ε σ α σ τ ισ μ ένο την αξία
του να υποχωρεί.

• και σε κ ο ιν ω ν ικ ά φ α ιν ό μ εν α κ α ι καταστάσεις, όπως ο πόλεμος:


9. Η ισ χ ύ ς της στερλίνας οφείλεται τόσο στην υπ ο χώ ρ η σ η του
μάρκου όσο και...
10. Ενδέχεται η στερλίνα να χ ά σ ει έδαφος.
11. ...μια μετοχή που είχε καταστεί παροπλισμένη... κέρδισε 16,46%.
Έχω υποστηρίξει στο παρελθόν ότι οι μεταφορές αυτές προσωποποι­
ούν την έννοια του χρήματος. Συγκεκριμένα, ο χρηματιστηριακός θε­
σμός, μια αφηρημένη έννοια οικονομικών μεγεθών, γίνεται εικονικά
αντιληπτός με συγκεκριμένους όρους της βιωμένης εμπειρίας μας, δη­
λαδή ως φυσικός, κλειστός, πολυεπίπεδος χώρος μέσα στον οποίο κι­
νούνται συγκεκριμένα όντα. Η κίνηση μέσα στο χώρο αποτελεί πρω­
ταρχική βιολογική εμπειρία του ανθρώπου και συνδέεται πάντα με μια
αιτία, ή δράστη, που συχνά είναι ένα έμβιο ον. Η γλωσσική πραγμάτω­
ση της έννοιας της κίνησης και του δράστη τείνει να διαγράφει τα οικο­
246 ΣΟΦΙΑ ΜΑΡΜΑΡΙΔΟΥ

νομικά μεγέθη ως έμβια, έμψυχα όντα που χαρακτηρίζονται επίσης από


ψυχολογικές και νοητικές λειτουργίες και κοινωνική συμπεριφορά,
ακριβώς όπως ο άνθρωπος.
Οι εννοιολογικές χρηματιστηριακές μεταφορές είναι επίσης συμβα­
τικές, δηλαδή διέπονται από αυτοματισμό και ασυνειδητότητα, είναι δε
αναπόφευκτες και αναντικατάστατες. Οποιαδήποτε προσπάθεια κυριο­
λεκτικής απόδοσής τους είναι μάλλον καταδικασμένη, αλλά κι αν σε
κάποιες περιπτώσεις ήταν εφικτή, το προϊόν δεν θα ήταν χρηματιστη­
ριακός λόγος. Είναι σαφές ότι οι μεταφορές δεν διακοσμούν αλλά συγ­
κροτούν το είδος αυτό του λόγου και του αποδίδουν νοητική δομή και
υπόσταση. Οι γλωσσικές εκφράσεις που το χαρακτηρίζουν δεν αναπα-
ριστούν κάποια εξωτερική και ανεξάρτητη από τον άνθρωπο πραγμα­
τικότητα (αφού, π.χ., τα οικονομικά μεγέθη δεν έχουν φυσικό σώμα για
να κινούνται, να είναι ελκυστικά ή να υποφέρουν). Αντίθετα, η γλωσσι­
κή σημασία καθορίζεται από το νου και την αισθητηριοκινητική και κοι­
νωνική εμπειρία του ανθρώπου μέσω της διαδικασίας της μεταφοράς.
Επομένως, ο χρηματιστηριακός λόγος δομείται από εννοιολογικές
μεταφορές των οποίων η γλωσσική πραγμάτωση τείνει να προσωποποι­
εί το χρήμα και να διαγράφει τη χρηματιστηριακή δραστηριότητα ως
πόλεμο. Με αυτόν τον τρόπο ο λόγος κατασκευάζει και αναπαράγει την
κοινωνική αξία του χρήματος και τον οικονομικό ανταγωνισμό. Επι­
πλέον, ο χρηματιστηριακός λόγος, μέσω της διαδικασίας της μεταφο­
ράς και πάλι, προάγει την έννοια της μέτρησης και έτσι ενισχύει ένα
πρότυπο ανταγωνισμού που, όπως θα δούμε, αναπαράγεται και σε άλ­
λες πτυχές της κοινωνικής πραγματικότητας.
Θα εστιάσω τώρα στην αναπαραγωγή του χρηματιστηριακού λόγου
από τα MME, δηλαδή στον ευρύτερα δημοσιογραφικό λόγο. Θα ισχυρι­
στώ ότι οι εννοιολογικές μεταφορές που χρησιμοποιούνται από τα
MME, όταν γίνεται αναφορά στο χρηματιστηριακό θεσμό αλλά και σε
άλλες πτυχές της κοινωνικής πραγματικότητας, αναπαράγουν το προ-
σωποποιητικό μοντέλο του χρηματιστηριακού λόγου και το επεκτεί­
νουν μεταφορικά και σε άλλα γνωσιακά πεδία.
Η έννοια της κίνησης υιοθετείται στο δημοσιογραφικό λόγο ως εξής:

12. Πού πάει τώρα η αγορά;


13. Έτσι ανηφόρισε ο δείκτης.
14. ...την κατρακύλα της Σοφοκλέους.
15. Σημειωτόν η είσοδος σε αγορές των Βαλκανίων.
ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 247

Η προσωποποίηση δομείται και με μεταφορές από το βιολογικό πε­


δίο της εμπειρίας μας, όπως παρακάτω:

16. Αν πάντως μετά από τόσες τονωτικές ενέσεις εξακολουθήσει η


Σοφοκλέους να ασθενεί, καλό είναι να ψάξουμε προς την
πλευρά γνωστών εχθρών του έθνους εκτός συνόρων.
17. ...δεν καταλαβαίνουν Θεό τα διεθνή χρηματιστήρια. Ανεβαί­
νουν συνεχώς, σε διαρκή στάση, σαν δεκαεξάρηδες.
18. Αυτοκτονεί το νόμισμα της Ευρώπης.

Στα όρια του βιολογικού και ψυχολογικού πεδίου της εμπειρίας μας
είναι και τα παρακάτω:

19. Αν το Χρηματιστήριο πόνεσε, είναι επειδή κατέρρευσε ως όνειρο.


20. Συμπάσχει με το Χρηματιστήριο και η δραχμή.
21. «Γιάννη, παράτησε την ΟΝΕ, είναι πλέον τελειωμένη υπόθεση.
Από σήμερα και για έναν ολόκληρο μήνα αναλαμβάνεις συ­
ντονιστής για το Χρηματιστήριο. Θέλω να το ηρεμήσεις».

Η έννοια του πολέμου επίσης μεταφέρεται από το χρηματιστηριακό


στο δημοσιογραφικό λόγο:

22. Με όπλα δύο μετοχές...


23. Πυρομαχικά πολλών τρισεκατομμυρίων διαθέτουν τα κρατικά
όπλα παρέμβασης...
24. Το μέτωπο της στήριξης...
25. Έρχεται το ιππικό.

Από την ανάλυση των παραπάνω παραδειγμάτων προκύπτουν δυο


συμπεράσματα. Πρώτον, τα γνωσιακά πεδία της κίνησης στο χώρο, της
βιολογικής και ψυχολογικής εμπειρίας και της κοινωνικής εμπειρίας,
χρησιμοποιούνται και στο δημοσιογραφικό λόγο για να δομήσουν τις
χρηματιστηριακές έννοιες, δηλαδή για να τις κατηγοριοποιήσουν στην
ανθρώπινη νόηση. Γίνεται δηλαδή μια μεταφορά εννοιολογικής δομής
μεταξύ δύο ειδών λόγου, του χρηματιστηριακού και του δημοσιογραφι­
κού, που έχουν, βεβαίως, συγγένεια ως προς μερικές τουλάχιστον προ­
ϋποθέσεις παραγωγής τους. Δεύτερον, παρά τη «συγγένειά» τους, οι εν-
νοιολογικές μεταφορές του χρηματιστηριακού λόγου είναι, όπως είδα­
με από την εξέταση των πρώτων παραδειγμάτων, συμβατικές και ανα­
πόφευκτες, άρα συνιστούν το χρηματιστηριακό λόγο. Οι εννοιολογικές
248 ΣΟΦΙΑ ΜΑΡΜΑΡΙΔΟΥ

μεταφορές, όμως, στον ευρύτερα δημοσιογραφικό λόγο είναι πολύ λι­


γότερο συμβατικές και είναι σαφώς περισσότερο ευρηματικές ως προς
τη σύλληψή τους. Ενώ λοιπόν ο δημοσιογραφικός λόγος υιοθετεί τα
γνωσιακά πεδία-αφετηρίες του μεταφορικού χρηματιστηριακού λόγου,
τα επεκτείνει προς τη δική του κατεύθυνση και τα εντάσσει στη δική
του λειτουργία και στον δικό του κοινωνικό ρόλο. Με αυτόν τον τρό­
πο, μέσα από το δημοσιογραφικό λόγο αναπαράγεται η προσωποποίη­
ση του χρήματος και οι κοινωνικές δομές και αξίες που αυτή συνεπάγε­
ται, ακόμη και όταν οι αξίες αυτές γίνονται αντικείμενο κριτικής ή
σαρκασμού και γελοιοποίησης, όπως στα παραδείγματα 17, 19 ή 21.
Ωστόσο, και όταν το αντικείμενο του δημοσιογραφικού λόγου δεν
είναι τα χρηματιστηριακά πράγματα, χρησιμοποιείται ο χρηματιστη­
ριακός λόγος για να δομήσει άλλα πεδία της εμπειρίας μας, όπως είναι
η τηλεόραση, η τέχνη και, βεβαίως, η πολιτική:
Ο δημοσιογραφικός λόγος δομεί το τηλεοπτικό πεδίο της εμπειρίας
μας μέσω του χρηματιστηριακού λόγου ως εξής:

26. Βαγγέλης Βενιζέλος και Ντόρα Μπακογιάννη σ τα θ ερ ές α ξ ίε ς


στο τη λεοπ τικ ό χρ η μ α τισ τή ριο.
27. ...οι δ είκ τ ες τη λεθέασ ης φτάνουν στο lim it-u p όσο τα ρούχα
της τηλεπαρουσιάστριας φτάνουν στο lim it-dow n.

όπως επίσης και το χώρο της τέχνης:

28. Άλλωστε το σανίδι των λονδρέζικων θεάτρων αποτελούσε πά­


ντοτε την καλύτερη μ ετο χή στο χ ρ η μ α τισ τή ρ ιο της τέχνης.
29. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα πολλά από αυτά τα αντικείμενα
έχουν ξεφύγει από το χ ρ η μ α τ ισ τή ρ ιο τ ω ν φ α ν α τ ικ ώ ν και
έχουν μετατραπεί σε συλλεκτικά αντικείμενα...
30. Στο χ ρ η μ α τ ισ τή ρ ιο τ ω ν γκ ά τζ ετ οι τιμές είναι πάντα ενδει­
κτικές...

και το χώρο βεβαίως της πολιτικής, που δεν θα έμενε αλώβητος από τη
χρηματιστηριακή εισβολή:

31. Σε δύο μήνες θα ξέρουμε ποιο από τα δύο κόμματα θα κάνει


lim it-up.
32. Έπαιξε ο δήμαρχος με όλους τους κανόνες του πολιτικού
μάρκετινγκ και των δημοσίων σχέσεων, για να κερδίσει τις
ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 249

εντυπώσεις και να α νεβά σ ει τις μ ετο χές του προσβλέποντας


στο μέλλον...

Μεταφορά του χρηματιστηριακού λόγου γίνεται και στο διαφημιστι­


κό λόγο, στο λόγο των τηλεοπτικών σειρών, στα δελτία καιρού και στο
χώρο του αθλητισμού, μεταξύ άλλων.
Σε τηλεοπτική διαφήμιση για νέα εφημερίδα ακούμε ότι θα γίνει

33. ...limit-up στην ενημέρωση.

Ενώ σε τηλεοπτική διαφήμιση θεατρικής παράστασης με τον τίτλο

34. «Εδώ γίνεται της... Σ ο φ ο κ λέο υ ς »

καλούμαστε να αγοράσουμε

35. μ ετο χές γέλιου Βουτσά.

Σε διαφημιστικό φυλλάδιο τραπέζης διαβάζουμε:

36. Πώς σ κ έφ το ντα ι τα χρήματά σας; Γνωρίστε τώρα το χ α ρ α κ τή ­


ρα των χρημάτων σας και επενδύστε σωστά.

Σε διαφήμιση οικονομικών σελίδων εφημερίδας διαβάζουμε:

37. Δ εσ μ ώ τες της Σοφοκλέους. Μέχρι πότε;

Στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων ο χρηματιστηριακός λόγος


αναπαράγεται μέσα από διάλογο τηλεοπτικής σειράς ως εξής:

38. Θ: Είμαι εγκ λω βισ μ ένος, Βαγγέλη.


Β: Πού αφεντικό; Σε καμιά μετοχή;
Θ: Όχι, Βαγγέλη. Στη διπλή ζωή, Βαγγέλη!

Η επέλαση του χρηματιστηριακού λόγου στα δελτία καιρού π ισ τ ο ­


και από το παρακάτω παράδειγμα:
π ο ιε ίτ α ι

39. Μπορεί το απότομο limit-down του υδραργύρου σήμερα να


μας ξάφνιασε λίγο... η ΕΜΥ όμως προβλέπει...
250 ΣΟΦΙΑ ΜΑΡΜΑΡΙΔΟΥ

Στο πεδίο του αθλητισμού συχνά παρουσιάζονται εκφράσεις όπως


οι παρακάτω:

40. Τα σπριντ θά ’χουν μόνιμα ανοδική πορεία.


41. «Θα κάνουμε πάντα limit-up. Θα πηγαίνουμε πάντα προς τα
πάνω. Δεν είμαστε σαν το χρηματιστήριο εμείς.»

Ο χρηματιστηριακός λόγος εισβάλλει αναπόφευκτα και στο χώρο


της παιδείας:

42. Βλέπετε, οι μόνες αξίες που δείχνουν να πηγαίνουν καλά είναι


οι χρηματιστηριακές. Σε ό,τι αφορά την παιδεία, ο δείκτης εί­
ναι σταθερά κολλημένος στο limit-down.

Η κοινωνική διάχυση του χρηματιστηριακού λόγου είναι φυσικό να


επηρεάσει το γλωσσικό σύστημα και να το εμπλουτίσει με συντακτικο-
σημασιολογικές δομές και λεξήματα, ενώ η μεταφορική του διάσταση
δρομολογεί πολυσημικούς σχηματισμούς στο λεξιλόγιο. Ενδεικτικά
αναφέρω την ενίσχυση της πολυσημίας της λέξης «φούσκα» από την
παρουσία της στο χρηματιστηριακό λόγο.

Συμπερασματικά καταλήγω στα εξής:

1. Η νόηση καθορίζει βασικά πεδία αντίληψης εννοιών, π.χ. το πεδίο


της κίνησης μέσα στο χώρο, για την αντίληψη της χρηματιστηριακής
δραστηριότητας.
2. Η συντακτικο-σημασιολογική δομή της γλώσσας δομεί τα πεδία αυ­
τά, π.χ. το πεδίο της κίνησης, με συγκεκριμένους τρόπους, π.χ. ρή-
μα/κίνηση-υποκείμενο/αιτία της κίνησης, και άλλοτε οδηγεί σε προ­
σωποποίηση της αιτίας της κίνησης, άλλοτε δε όχι.
3. Ο μεταφορικός μηχανισμός συχνά χαρτογραφεί την αιτία-δράστη
της κίνησης στα οικονομικά μεγέθη και τα προσωποποιεί.
4. Ο μεταφορικός μηχανισμός ενισχύει την προσωποποίηση και, με
αφετηρία το βιολογικό, ψυχολογικό και κοινωνικό πεδίο της ανθρώ­
πινης εμπειρίας, δομεί και άλλες πτυχές της χρηματιστηριακής δρα­
στηριότητας.
5. Ο δημοσιογραφικός λόγος υιοθετεί τα πεδία-αφετηρίες των χρημα­
τιστηριακών μεταφορών και τις επεκτείνει δημιουργικά στη χρημα­
τιστηριακή θεματική του, αναπαράγοντας έτσι την προσωποποίηση
των οικονομικών μεγεθών, και του χρήματος ειδικότερα, και συμ­
ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 251

βάλλοντας στην ανάδειξη συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτισμικών


αξιών.
6. Οι αξίες αυτές εδραιώνονται περαιτέρω κατά τη μεταφορά του χρη­
ματιστηριακού λόγου σε άλλα πεδία της εμπειρίας μας, όπως η πο­
λιτική, η διαφήμιση, ο αθλητισμός, η ενημέρωση κ.ά. που συχνά δια-
μεσολαβούνται από το δημοσιογραφικό λόγο.
7. Η κοινωνική διάχυση του χρηματιστηριακού λόγου δημιουργεί νέες
γλωσσικές δυναμικές στο χώρο της συντακτικο-σημασιολογικής δο­
μής και του λεξιλογίου.

Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η νόηση καθορίζει βασικά πεδία αντίλη­


ψης εννοιών, τα οποία αποκτούν εσωτερική δομή από το γλωσσικό σύ­
στημα. Η πραγμάτωση του γλωσσικού συστήματος στον κοινωνικά θε­
σμοθετημένο λόγο κατασκευάζει και αναπαράγει μια κοινωνικοπολιτι-
σμική πραγματικότητα, η οποία με τη σειρά της κινεί νέες γλωσσικές
διεργασίες που ενσωματώνονται στο ίδιο το γλωσσικό σύστημα και μέ­
σω αυτού επηρεάζουν τη σκέψη, δηλαδή τη νόηση. Έτσι κλείνει ο κύ­
κλος της διαλεκτικής σχέσης γλώσσας και νόησης που ανέφερα στην
αρχή της ομιλίας μου.
Τελειώνοντας, θα σας παρουσιάσω δείγματα αναπαραγωγής του
χρηματιστηριακού λόγου στο γελοιογραφικό λόγο, ο οποίος, με το
γλωσσικό και εικονικό του κείμενο, στόχο έχει να σαρκάσει αυτό ακρι­
βώς που αναπαράγει.
Δεν θα σχολιάσω τα δείγματα αυτά, τα οποία άλλωστε αποτελούν τα
ίδια ένα σχόλιο για όσα έχω ήδη επισημάνει σήμερα. Ελπίζω να μου δο­
θεί η ευκαιρία να τα αναλύσω σε κάποια μελλοντική συνάντηση.
Για να ανταποκριθώ όμως σε έναν από τους βασικούς στόχους του
Συνεδρίου, θα πω ότι, βεβαίως, δεν είμαι εγώ εκείνη που θα αποτιμή-
σει τα δημοσιογραφικά κείμενα, ακόμη λιγότερο δε που θα κρίνει τους
ίδιους τους δημοσιογράφους. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι η κοινωνικά ευ­
αίσθητη δημοσιογραφία στην Ελλάδα μπορεί να πάει πολύ μπροστά, αν
οι δημοσιογράφοι δεν γνωρίσουν και δεν συνειδητοποιήσουν την εννοι-
ολογική και ταυτόχρονα κοινωνική δομή του λόγου που αναπαράγουν.
252 Σ Ο Φ ΙΑ Μ Α Ρ Μ Α Ρ ΙΔ Ο Υ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Lakoff, G. (1987), Women, Fire and Dangerous Things: What Categories Reveal About the
Mind, Chicago and London: The University of Chicago Press.
Lakoff, G. and M. Johnson (1999), Philosophy in the Flesh. The Embodied Mind and its
Challenge to Western Thought, New York: Basic Books.
Langacker, R. W. (1987), Foundations o f Cognitive Grammar. Vol. I: Theoretical
Prerequisites, Stanford, CA: Stanford University Press.
Marmaridou, S. S. A. (1991), «Cognitive structures in BBC financial reports», ERIC
Resources in Education, Washington D.C.
Marmaridou, S. S. A. (1994), «Conceptual metaphors in Greek financial discourse», στο
I. Philippaki-Warburton, K. Nicolaidis and M. Sifianou (eds), Themes in Greek
Linguistics, Amsterdam and Philadelphia: John Benjamins, 247-252.
Μαρμαρίδου, Σ. Σ. A. (1999), «Γλώσσα και νόηση: Μεταφορές στο χρηματιστηριακό λό­
γο», στο Γλώσσα και Νόηση: Επιστημονικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις, Αθήνα:
Αλεξάνδρεια, 179-196.
Putnam, Η. (1981), Reason, Truth and History, Cambridge: Cambridge University Press.
Sweetser, E. E. (1990), From Etymology to Pragmatics: Metaphorical and Cultural Aspects
of Semantic Structure, Cambridge: Cambridge University Press.
Σκίτσο του Κ Υ Ρ (Ελευθεροτυπία)

Σκίτσο του Κ Υ Ρ (Ελευθεροτυπία)

Ö k.AMQMEPITHI
ΕΙΠΕ ΟΤΙ 01 ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ
ΚΑΝΟΥΝ LIMIT'UP
ΠΟΥΛΑ

Σκίτσο του Κ Υ Ρ (Ελευθεροτυπία)


1

Σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου (Τα Νέα)


Σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου (Τα Νέα)

Σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου (Τα Νέα)


Σκίτσο του Γιάννη Καλαϊτζή (Ελευθεροτυπία)

Ο
ΗΉ
Μ
>
ΪΟ
Μ
Μ
W
Μ
Η
X
Μ

''ϋ
h -H
Η
t—(

X
Μ
Η ΕΜΒΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Γιάννης Βαρβέρης

Ν ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΜΕ Α Π ’ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΠΑΡΑΔΟΧΗ ότι θεατρική πα­

Α ράσταση και κριτικός λόγος συνιστούν εν δυνάμει ένα δίπολο


διαλόγου, το πρώτο που θα πρέπει να παρατηρήσουμε είναι πως ο διά­
λογος αυτός δεν είναι ισότιμος. Το ένα μέρος προτείνει το καλλιτεχνι­
κό ερέθισμα σε σκηνική γλώσσα, γλώσσα πρωτογενούς δημιουργίας, το
άλλο μέρος αντιδρά και απαντά σε γλώσσα φιλολογική, αναλυτική και
αξιολογική επί τη βάσει του ερεθίσματος, δηλαδή σε μια γλώσσα δευτε­
ρογενή, που προϋποθέτει την παράσταση. Η βασική αυτή διαφορά υπα­
γορεύει στην κριτική έναν αυστηρό ηθικό κώδικα, τον οποίο, όταν και αν
τον παραβιάσει, υπονομεύει το ήδη υπό διαρκή αμφισβήτηση κύρος της.
Και ο ηθικός αυτός κώδικας γίνεται απαιτητός απο μόνο το εξής γεγο­
νός: ότι η κριτική φθέγγεται για την καλλιτεχνική δημιουργία, την κρίνει
και συχνά επηρεάζει την τύχη της χωρίς εκείνη, δηλαδή η δημιουργία, να
μπορεί να αντιδράσει, στον ίδιο τουλάχιστον κώδικα ομιλίας.
Το καλλιτεχνικό δημιούργημα ουσιαστικά απαντάει, αν μπορεί ν’
απαντήσει, στην κριτική του, μονάχα με την ίδια του την ύπαρξη.
Η παραβίαση, βέβαια, του κώδικα ηθικής εκ μέρους της κριτικής μα­
κροπρόθεσμα εκθέτει την ίδια, εφόσον ο κρίνων πάντοτε κρίνεται, έστω
και σιωπηρά, έστω και μακροπρόθεσμα. Ποιος όμως είναι αυτός ο πε­
ριβόητος πρώτιστος ηθικός (κατ’ ουσίαν αισθητικός) κανόνας της θεα­
τρικής κριτικής; Όχι, βέβαια, να διερμηνεύει, όπως πολλοί λαϊκίστικα
υποστηρίζουν, την έτσι κι αλλιώς δυσεξιχνίαστη ή και αορίστως χυλώ-
δη γνώμη του ευρέος κοινού, αλλά να φωτίζει και να εξηγεί το θεατρι­
κό γεγονός με τους όρους που το ίδιο θέτει ως έργο και παράσταση. Θέ­
λω να πω, δηλαδή, ότι ο κριτικός λόγος του θεάτρου το πρώτο που
οφείλει να αποφεύγει είναι το αξίωμα. Η προαποφασισμένη αντίληψη
για το πώς πρέπει να ανεβαστεί π.χ. ένα έργο της αρχαίας γραμματείας
ή ένα ελισαβετιανό δράμα, ισοδυναμεί με την ύψιστη κακοπιστία τού
260 ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

κριτικού λόγου. Καθήκον της θεατρικής κριτικής είναι η απόλυτη δια­


θεσιμότητα της απέναντι σ’ αυτό που βλέπει. Δουλειά της είναι να δια­
κρίνει αν και κατά πόσο αυτό το οποίο υποδέχεται, συνάδει προς τους
όρους που η ίδια η σκηνοθεσία έχει θέσει και αν παράγεται οποιοσδή­
ποτε τάσης νόμιμο αισθητικό αποτέλεσμα, αλλά με βάση τις συντεταγ­
μένες του θεατρικού κειμένου και τις ερμηνευτικές γραμμές που αυτό
το ίδιο το κείμενο επιτρέπει ή υπαγορεύει.
Ας μη γελιόμαστε όμως. Και σ’ αυτόν ακόμη τον χρυσό κανόνα χω­
ράει νερό. Είναι κι αυτός αραιών καρατίων ή και επίχρυσος, σαν όλους
τους κανόνες. Κι αυτό επειδή παρεμβαίνουν, ακάθεκτοι στις μέρες μας,
παράγοντες που ακυρώνουν αυτές τις λεπτές διεργασίες της κριτικής
και την καθιστούν είτε παρείσακτη είτε απλό άλλοθι των εντύπων. Μι­
λώ για τα γνωστά σε όλους κυκλώματα των δημοσίων σχέσεων, τα
οποία, με τις παραθεατρικές τους μεθοδεύσεις, προκαταλαμβάνουν τη
γνώμη του κοινού, προκατασκευάζουν είδωλα και ελαχιστοποιούν, αν
όχι μηδενίζουν, τον θεατροκριτικό λόγο. Πώς το επιτυγχάνουν; Σε επί­
πεδο σκουπιδοφαγίας, διαμέσου νέων κριτηρίων που απορρέουν ιδίως
από τα ανατριχιαστικά τηλεοπτικά σίριαλ. Σε επίπεδο μετριογραφίας, με
το λεγόμενο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ, το οποίο όλο και περισσότερο υπο-
καθιστά την κριτική προβάλλοντας τις εξωτερικές και εντυπωσιακές
πλευρές μιας παράστασης, εξετάζοντας συχνότερα το «τι» του θεάτρου
και σπάνια το «πώς». Έτσι, όμως, ο επίδοξος αναγνώστης της θεατρικής
κριτικής εθίζεται σ’ έναν λόγο ευκαιριακό κι απροβλημάτιστο, ο οποίος
σιγά σιγά μαθαίνει να αναγορεύει ως θεατρικές αξίες στοιχεία καθαρώς
επικαιρικά και επιφανειακά. Νομίζω, εν προκειμένω, ότι η θεατρική κρι­
τική, αμυνόμενη των πατρίων εδαφών, δεν έχει άλλο τρόπο αντίδρασης
σε μια κοινωνία θεάματος και λυσσαλέας κατανάλωσης απ’ το να εμμέ­
νει όλο και φανατικότερα στις θεατρικές αξίες, να οξύνει δε την πένα της
προς όσους θύουν στις προαναφερθείσες τακτικές.
Αν πράγματι η θεατρική κριτική έχει σκοπό την προαγωγή του θεά­
τρου όπως βαθύτερα το εννοούμε, οφείλει με το οποιοδήποτε κύρος της
να περιβάλλει τις θεατρικές εκείνες προσπάθειες που συντηρούν την
ποιοτική έρευνα και ενθαρρύνουν την αισθητική αναζήτηση. Αντίστοι­
χα, να καλύπτει, κατά το δυνατόν, μ’ έναν πέπλο σιωπής και αδιαφο­
ρίας το θέατρο-καταναλωτικό προϊόν. Αυτό το τελευταίο, και να το κα­
ταγγείλεις παραπάνω από μία έστω φορά ως σύμπτωμα γενικότερου
φαινομένου, του κάνεις χάρη, νομιμοποιείς την ύπαρξή του ακόμη και
υπενθυμίζοντάς το, επικυρώνεις το νοσηρό υποκατάστατο ως έστω και
κακή εκδοχή του γνήσιου. Και, βέβαια, συγχρόνως αδικείς τις μικρές
Η ΕΜΒΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ 261

περιθωριακές ομάδες που αγωνίζονται, πολλές φορές μέσα στην οικο­


νομική στέρηση και στην ενορχηστρωμένη σιωπή, για την αληθινή θεα­
τρική τέχνη.
Η θεατρική κριτική, άραγε, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν της όσα εν­
δεχομένως έτυχε να γνωρίζει από την προετοιμασία ή τις ειδικές συν­
θήκες μιας παράστασης; Αν και συχνά το δίλημμα παίρνει ηθική διά­
σταση (π.χ. ασθένειες, ατυχήματα, ανωτέρα βία κτλ.), νομίζω ότι η κρι­
τική, εφόσον σε ικανό βαθμό εκπροσωπεί και τον μέσο θεατή, δεν πρέ­
πει να συνυπολογίζει τα συμβαίνοντα στην κουίντα και δεν πρέπει να
συναριθμεί τις θετικές ή αρνητικές εξωπαραστασιακές της πληροφο­
ρίες, γιατί υπάρχει κίνδυνος να αλλοιωθεί επί το συναισθηματικότερο
η αισθητική της κρίση.
Η θεατρική κριτική, παρότι δευτερογενής λόγος που εξαρτάται και
απορρέει απ’ την καλλιτεχνική δημιουργία, αρτιώνοντάς την, πρέπει να
έχει ή να μην έχει αυτόνομη λογοτεχνική υπόσταση; Θεωρώ ότι μόνον
αν η πρόθεση του θεατρικού κριτικού είναι η διάρκεια του κειμένου του
παράλληλα προς την άσκηση της κριτικής λειτουργίας, μόνον τότε ανα­
βαθμίζεται και η ίδια η κριτική λειτουργία.
Πώς δικαιούται αλλά και πώς υποχρεούται να συμπεριφέρεται η θε­
ατρική κριτική; Σχετικά, λέω εγώ. Θα διατυπώσεις τη γνώμη σου και θα
αναφερθείς στις τυχόν πολύ σημαντικές εμπειρίες σου, π.χ. από σκηνές
του εξωτερικού, αλλά στην αξιολόγησή σου θα λάβεις πρωτίστως υπ’
όψιν σου τη θεατρική πραγματικότητα, την παράδοση και τις θεατρικές
δυνατότητες του δικού σου τόπου. Ποτέ δεν κατάλαβα τις ισοπεδωτικές
κριτικές για παραστάσεις απλώς ανεκτές επειδή ο κριτικός είχε γνωρί­
σει ένα ξένο, προφανώς ανώτερο, παραστασιακό πρότυπο πάνω στο
ίδιο έργο.
Δικαιούται να υβρίζει η κριτική; Όχι. Να οργίζεται; Α, ναι, υποχρε-
ούται να οργίζεται, πάντα όμως υπό τον όρο της τεκμηρίωσης αυτής
της οργής. Αλίμονο αν η σοβαροφάνεια πνίξει το θυμικό μας. Κάπου
εδώ θά ’θελα να θυμίσω πως, όταν η παράσταση δεν άρεσε στο αρχαίο
κοινό, τότε όλοι σφύριζαν, έριχναν στους υποκριτές σκόρδα, σύκα,
ελιές, ακόμη δε και πέτρες.
Πότε είναι λιγότερο αξιόπιστη η θεατρική κριτική; Όταν μεροληπτεί
ή όταν δεν τεκμηριώνει; Όταν δεν τεκμηριώνει. Κι αυτό επειδή, όταν
μεροληπτεί, έτσι κι αλλιώς, αργά ή γρήγορα προδίδεται στους ανθρώ­
πους του θεατρικού σιναφιού που αποτελούν, άλλωστε, και το αφανές
αλλά πολυμελέστατο εφετείο κάθε θεατρικού κριτικού.
Είναι υποχρεωμένη η θεατρική κριτική να σχολιάζει ασθματικά το
262 ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

σύνολο ή, έστω, το πλείστο των παραστάσεων; Όχι, γιατί ένας τέτοιος


ρυθμός πολυγραφίας, τουλάχιστον στο ελληνικό θεατρικό Ελντοράντο,
μοιραία αμβλύνει το αισθητήριο και τη δεκτικότητα του κριτικού.
Έθιξα ελάχιστες από τις δεοντολογικές πλευρές του ευαίσθητου θε-
ατροκριτικού λειτουργήματος. Αφησα για το τέλος, μετά από τόσον
έλεγχο και υποκρυπτόμενες αυτοκατηγορίες, μια διάσταση που μάλλον
διαφεύγει τόσον από τον κόσμο του θεάτρου όσο και από το κοινό.
Ας βάλουμε το χέρι στην καρδιά κι ας βάλει κι η καρδιά το χέρι στη
μνήμη: Τιμήθηκε ποτέ θεατρικός κριτικός για την, μικρή ή μεγαλύτερη,
παρρησία του, για το σθένος του να γίνεται αντιπαθητικός, να χάνει φί­
λους, να στερείται εκείνης της γλυκιάς, και ενίοτε λιπαρής, συντροφι­
κότητας των καλλιτεχνικών κύκλουν; Εγώ θυμάμαι μονάχα μια περί­
πτωση. Το 1978 ο θίασος Αναλυτή-Ρηγόπουλου είχε αφιερώσει την πα­
ράσταση του Λεωφορείον ο πόθος του Τέννεσση Ουίλιαμς «στη μνήμη
των θεατρικών κριτικών που δεν ζούνε πια». Εκεί αναφέρονταν, και
πονηρά τα επαναφέρω, τα ονόματα του Βάσου Βαρίκα, του Λέοντος
Κουκούλα, του Γιάννη Κοκκινάκη, του Αιμίλιου Χουρμούζιου, του
Αλκή Θρύλου, του Μ. Καραγάτση, της Ειρήνης Καλκάνη, του Κώστα
Οικονομίδη, του Αχιλλέα Μαμάκη, του Κλέωνος Παράσχου, του Γερά­
σιμου Σταύρου. Θα μπορούσα σήμερα εγώ να προσθέσω ευλαβικά και
τα ονόματα του Θεμιστοκλή Αθανασιάδη-Νόβα, του Αγγέλου Τερζάκη,
του Θεόφιλου Φραγκόπουλου, του Στάθη Σπηλιωτόπουλου, του Στάθη
Δρομάζου, του Μπάμπη Κλάρα, του Αλέξη Διαμαντόπουλου, του Τώ-
νη Τσιρμπίνου, του Τάσου Λιγνάδη, του Νάσου Νικόπουλου, αλλά και
των ζώντων πλην σχολαζόντων Σόλωνος Μακρή, Γιώργου Κάρτερ και
Κώστα Νίτσου.
Ας είναι όμως. Το ξέρω και το ξέρουμε όλοι καλά: Η κριτική θά ’ναι
πάντα, ψυχολογικά, απέναντι απ’ τη δημιουργία. Έτσι τουλάχιστον θα
αισθάνονται εσαεί οι γνήσιοι καλλιτέχνες και διόλου δεν τους αδικώ.
«Πέρα πηγαίνουν, στην τιμή και στην πεποίθησή τους». Αλίμονο αν
έχαναν, λόγω της κριτικής, την άγια και οργίλη αυτοπεποίθησή τους, τη
μανία τους. Αλίμονο αν ο Όμηρος είχε ανακοπεί στους αιώνες απ’ τον
μεγάλο επικριτή του, τον Ζωίλο, «ομηρομάστιγα» και «κύνα ρητορι­
κό», τον Ζωίλο, που του επεφύλαξε δύο τουλάχιστον έργα: Κατά της
Ομήρου ποιήσεως λόγοι εννέα και Ψόγος Ομήρου.
Η κριτική, απ’ την άλλη μεριά, θα είναι πάντα ένας απαραίτητος δη­
μόσιος έλεγχος της αυθαιρεσίας, όταν η αυθαιρεσία δεν θά ’ναι εμπνευ­
σμένη. Γι’ αυτό και δεν φαίνεται τυχαίο που μπροστά στα αριστουργή­
ματα η κριτική σιωπά αφοπλισμένη, ενώ γίνεται τόσο πιο εύγλωττη όσο
Η ΕΜΒΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ 263

προφανέστερες προβάλλουν οι καλλιτεχνικές αναπηρίες. Το βλέπουμε


ακόμα και σήμερα στις εφημερίδες και στα περιοδικά με ανάλογες στή­
λες κριτικής θεάτρου ή και εν γένει κριτικής.

Θα τελειώσω με μια προσωπική ομολογία: Εκείνο που φοβάμαι πιο πο­


λύ σ’ αυτό το λειτούργημα και στη γλώσσα του είναι η εξουσιαστική,
αλαζονική ολισθηρότητα της κριτικής. Ποτέ δεν ξεχνώ τον στίχο του
γάλλου αναρχικού Λεό Φερρέ: Le désespoir est une forme supérieure de
la critique: H απόγνωση είναι η ανώτατη μορφή της κριτικής.
Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
ΣΤΟΝ ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΤΥΠΟ:
ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΕΣ
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ στον ημερήσιο Τύπο τα τελευταία


Η χρόνια έχει κάνει, κατά κοινή, νομίζω, παραδοχή, άλματα, του­
λάχιστον ως προς τα ποσοτικά της μεγέθη. Η καθιέρωση από τα μεγά­
λα ημερήσια ή κυριακάτικα φύλλα ενθέτων ή σελίδων για το βιβλίο,
που συνδέεται στενά με τη διόγκωση της εκδοτικής αγοράς στη διάρ­
κεια της δεκαετίας του ’90, παραχώρησε εκ των πραγμάτων στη λογο­
τεχνία (ελληνική και ξένη) τη μερίδα του λέοντος, βάζοντας έτσι αυτο­
μάτως στο παιχνίδι και την κριτική. Ποια κριτική, όμως, ακριβώς; Η
πρόσφατη εμπειρία λέει ότι κείμενα στην πληθώρα αυτή των κριτικών
δημοσιεύσεων, που αυξάνει θεαματικά από ημέρα σε ημέρα και από
εβδομάδα σε εβδομάδα, συνεισφέρουν οι πιο διαφορετικές κατηγορίες
γραφιάδων: κριτικοί, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, συγγραφείς,
καλλιτέχνες, ακόμη και πολιτικοί. Τι πρέπει άραγε να κρατήσουμε από
ένα τόσο εκτεταμένο άνοιγμα, που μας δείχνει πολλαπλά σημεία εντο­
πισμού της κριτικής δραστηριότητας στον χάρτη του Τύπου; Κι ακόμη,
με ποιον τρόπο θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε σχετικά με τη γλώσ­
σα, τις φωνές και τις μεθόδους της γραφής της;I.

I. Θα το πω εξαρχής: τα πολλαπλά σημεία στον χάρτη δεν σημαί­


νουν κατ’ ανάγκην και πολλαπλές γλώσσες ή μεθόδους και ο πολυμερι-
σμός δεν παραπέμπει αυτονοήτως στην πολυφωνία. Ξεκινώντας την
περιήγησή μου θα αφήσω προσωρινά απ’ έξω τους πανεπιστημιακούς,
οι οποίοι συνιστούν εντελώς ξεχωριστή κατηγορία, αλλά και τους κρι­
τικούς, οι οποίοι θα με απασχολήσουν πρωτίστως, για να σχολιάσω,
προβαίνοντας υπό μια έννοια και στις εισαγωγικές μου συστάσεις, τους
266 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

κώδικες που διακρίνω στα κείμενα των υπολοίπων. Οι κώδικες αυτοί


συνοψίζονται λίγο ώς πολύ στα ακόλουθα: καθώς από την κριτική δρα­
στηριότητα των συγγραφέων, των καλλιτεχνών και ενίοτε των πολιτι­
κών μάλλον λείπει η επαγγελματική βάση, και η φιλοξενία της στις εφη­
μερίδες έχει έναν σαφώς ευκαιριακό χαρακτήρα, τόσο στο επίπεδο της
συχνότητας όσο και στο επίπεδο της επιλογής των τίτλων, η γλώσσα
της είναι, έτσι κι αλλιώς, μονοφωνική -περιγραφική και όχι αξιολογι­
κή (εδώ περιλαμβάνω και τη γλώσσα του ρεπορτάζ του βιβλίου, που
μολονότι επαγγελματική, όταν καταπιάνεται με τη βιβλιοκρισία μετα­
φέρει ανεπίγνωστα στο εσωτερικό της τον στενά πληροφοριακό της χα­
ρακτήρα), επιμεριστική και όχι διαπλαστική (παρακινημένη από την
προσωπική εντύπωση και συχνά κατά δήλωσή της αδιάφορη για τις γε­
νικότερες ή τις αντικειμενικότερες συναρτήσεις του έργου που εξετά­
ζει), περιληπτική και όχι αναλυτική (προσηλωμένη στην πλοκή και στο
μήνυμα του λογοτεχνικού κειμένου, καθώς και στα ανεκδοτολογικά του
συμφραζόμενα), η γλώσσα αυτή, που πολλές φορές καταλήγει στον
αφειδώλευτο έπαινο, όταν δεν προκαταβάλλει σε όλους τους πιθανούς
τόνους τον ενθουσιασμό της, υποδεικνύει ένα είδος κριτικής του οποί­
ου η αξία βρίσκεται στο ενημερωτικό υλικό του.
Παρακολουθώντας αυτού του τύπου την κριτική μπορούμε να αντλή­
σουμε στοιχεία για την εργοβιογραφία ή για την ιστορία των βιβλίων
του συγγραφέα, για το μέγεθος της υποδοχής του ίδιου στη λογοτεχνική
πιάτσα ή σ’ ένα πλατύτερο και οπωσδήποτε κάπως υποψιασμένο κοινό,
όπως και για την καθολικότερη διείσδυση των κειμένων του στον δημό­
σιο χώρο. Κι ένας τέτοιος ρόλος, χρήσιμος καθ’ όλα στο πλαίσιό του,
σταματά, πιστεύω, από όποια πλευρά κι αν εξετάσουμε τη γλώσσα του,
και με όποιον τρόπο κι αν εικονογραφήσουμε το σύστημά της, εδώ.I.

II. Αλλιώς, βεβαίως, έχουν τα πράγματα με τους κώδικες της κριτι­


κής γλώσσας των πανεπιστημιακών: μένοντας κατά κανόνα μακριά
από την άμεση λογοτεχνική παραγωγή, που συνιστά την προνομιακή
περιοχή της ενημερωτικής κριτικής (δίνω, ασφαλώς, μια πρόχειρη
ονομασία), με το τοπίο της οποίας είμαστε, φαντάζομαι, τώρα εξοι­
κειωμένοι, οι πανεπιστημιακοί βάζουν με τη σειρά τους στην άκρη την
αξιολόγηση, εφόσον ο λόγος τους είναι είτε για φιλολογικές εκδόσεις
και επανεκδόσεις έργων τα οποία έχουν κρίνει ο χρόνος και το καθιε­
ρωμένο παράδειγμα της ιστορίας της λογοτεχνίας είτε για βιβλία θε­
ματογραφίας της αρμοδιότητάς τους, όπου εύλογα πρυτανεύει το κρι­
τήριο της ερευνητικής πληρότητας και επάρκειας.
Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΟΝ ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΤΥΠΟ 267

Θέλω, ωστόσο, να σημειώσω εν προκειμένω ότι η γλώσσα των πα­


νεπιστημιακών σε ό,τι αφορά το λογοτεχνικό κείμενο δεν έχει μόνον
τεχνικό, όπως στις εξειδικευμένες προσεγγίσεις τους, χαρακτήρα, αλ­
λά και αναλυτική/συνθετική δομή, εντός της οποίας αποδελτιώνονται
τόσο τα θεματικά μοτίβα και οι αφηγηματικές στρατηγικές του όσο
και τα εικονοποιητικά, τα συμβολοποιητικά ή τα υφολογικά του δεδο­
μένα. Και σε αυτή την προοπτική, όταν η κριτική γλώσσα των πανεπι­
στημιακών βγαίνει και στον χώρο της ζωντανής λογοτεχνίας, για εκ
του σύνεγγυς αναμετρήσεις, έχουμε μια σοβαρή ένδειξη για την αξιο­
λογική της λειτουργία: η ένταση εργασίας των αναλυτικών και των
συνθετικών της εργαλείων μας δείχνει εμμέσως πλην σαφώς και τις
προτιμήσεις της: το γούστο της για τα κείμενα που αναλαμβάνει να
συζητήσει και να τακτοποιήσει ερμηνευτικά -κ ι αυτό σημαίνει αναμ­
φίβολα έναν εμπλουτισμό της φωνής της.

III. Έχουμε πλησιάσει πολύ σε ό,τι προεισαγωγικά υποσχέθηκα ότι


θα με απασχολήσει κατά μείζονα λόγο: στους κώδικες της κριτικής των
κριτικών, όπως την ξέρουμε από τα ημερήσια και τα κυριακάτικα φύλ­
λα. Ας μην ξεχάσουμε, προτού πάμε στα καθέκαστα, τις εξωτερικές
προϋποθέσεις της ταυτότητάς της: καθορισμένη χρονικά, κατά κανόνα
εβδομαδιαία εμφάνιση, προαποφασισμένη έκταση και σταθερός χώρος
της παρουσίας της στην ύλη της εφημερίδας, δημοσιογραφικοί χρόνοι
στην κάλυψη της εκδοτικής παραγωγής (όριο τεσσάρων ή πέντε μηνών
από την πρώτη έκδοση του λογοτεχνικού κειμένου). Οι προϋποθέσεις
αυτές δημιουργούν στον αναγνώστη, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με τις
μορφές κριτικής δραστηριότητας που είδαμε ώς τώρα, έναν μόνιμο ορί­
ζοντα προσδοκίας, στο βάθος του οποίου αναμένει να ξεχωρίσει δύο
πράγματα: το βιβλίο του οποίου η κυκλοφορία έχει ήδη δημοσιοποιηθεί
(και το οποίο έχει ενδεχομένως ήδη διαβαστεί) και τη γνώμη του κριτι­
κού για το βάρος και τη σημασία του.
Με αυτά τα δεδομένα, θα έλεγα ότι αν τα άλλα είδη κριτικής δραστη­
ριότητας παράγουν τη γλώσσα τους ενδογενώς (υπό όρους που αποφα­
σίζουν κατά το μάλλον ή ήττον τα ίδια), η κριτική των κριτικών δια­
μορφώνει τη γλώσσα της σε ευθεία συνάρτηση με το αντικειμενικό της
περιβάλλον -το καθημερινό, με άλλα λόγια, πεδίο της πρόσληψής της,
που προσδιορίζει, επί τη βάσει του μόνιμου ορίζοντα της αναγνωστι­
κής προσδοκίας, και τον επαγγελματισμό της. Η κριτική των κριτικών
εμφανίζεται κατά συνέπεια στις εφημερίδες με αυξημένο μεσολαβητικό
ρόλο, ο οποίος απαιτεί για την τελική υλοποίησή του (την έκφραση της
268 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

κριτικής γνώμης) μια καλά οργανωμένη επικοινωνιακή πολιτική: προ­


τού αναπτύξει τα αξιολογικά του επιχειρήματα ο κριτικός, χρειάζεται
κάποια αφηγηματικά ερεθίσματα, τα οποία θα βάλουν αμέσως τον ανα­
γνώστη στο κλίμα και στο πνεύμα τού υπό συζήτηση λογοτεχνικού κει­
μένου, χωρίς υπερβάσεις και αφαιρέσεις που θα μειώσουν και θα δια-
σπάσουν την προσοχή του.
Ο κριτικός οφείλει εδώ να μπορεί να πει στον αναγνώστη του μιαν
ιστορία: την ιστορία των ιδεών ή των συγκινησιακών περιπετειών ενός
ποιήματος ή την ιστορία της υπαρξιακής δράσης των προσώπων ενός
διηγήματος ή ενός μυθιστορήματος. Και ώς το σημείο αυτό, η γλώσσα
της κριτικής των κριτικών παραμένει περιγραφική και ενδεικτική, μο­
νοφωνική, όπως το λέγαμε και για την ενημερωτική κριτική πρωτύτε­
ρα, χωρίς να προϊδεάζει τον αποδέκτη για την κατεύθυνση και τον
προσανατολισμό της γνώμης της. Ο κριτικός, όμως, υιοθετεί στο επό­
μενο στάδιο της προσέγγισής του, προκειμένου να μπει στη μελέτη της
δομής και του τρόπου κατασκευής του λογοτεχνικού κειμένου, την
εμπλουτισμένη φωνή της κριτικής γλώσσας των πανεπιστημιακών,
προχωρώντας από την ανάλυση (στοιχεία για τη μονάδα) στη σύνθε­
ση (στοιχεία για τη σχέση της μονάδας με άλλες, της αυτής ή όχι τά­
ξης μονάδες), για να καταλήξει στην αποτίμηση της διαπλοκής τους.
Και ο κριτικός στέκει σ’ αυτή τη φάση μπροστά σ’ ένα ερώτημα το
οποίο θέτει και στο οποίο απαντά ο ίδιος: Μου αρέσει ή δεν μου αρέ­
σει αυτό που έχω διαβάσει; Η απάντηση, θετική ή αρνητική, είναι το
πορθμείο του για τη μετάβαση από την εμπλουτισμένη φωνή στην πο­
λυφωνία.
Και αν μιλώ για πολυφωνία είναι γιατί η απάντησή του προαπαιτεί
ως εκ των ων ουκ άνευ όρο το τετράπτυχο περιγραφή-ανάλυση-σύνθε-
ση-έκφραση γνώμης. Τετράπτυχο το οποίο λειτουργεί αδιαίρετα στο
εσωτερικό του ίδιου πάντα κορμού: στο εσωτερικό της συνείδησης του
κριτικού υποκειμένου, που συνταιριάζοντας τη λογοτεχνική του παι­
δεία με τις εγγενείς φιλοσοφικές του πεποιθήσεις και την αναπόφευκτη
ιστορική ή πολιτική του ιδεολογία δοκιμάζει να δώσει αντικειμενική
υπόσταση στις κρίσεις του, αντλώντας αποδεικτικό υλικό από τη βού­
ληση ή τις προθέσεις του κειμένου το οποίο σχολιάζει. Και η φωνή αυ­
τής της αντικειμενοποιημένης υποκειμενικότητας (κανένας κριτικός
δεν μπορεί να αποδείξει επιστημονικά τους ισχυρισμούς του) είναι η
πολυφωνία της κριτικής των κριτικών και συνάμα ο κίνδυνος, αλλά
και η μοναδική ενθάρρυνσή τους για το μέλλον, αφού αφήνει όλες τις
πιθανότητες και τις προοπτικές ανοιχτές: η κριτική των κριτικών θα
Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΟΝ ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΤΥΠΟ 269

ζυγιαστεί μαζί με τα λογοτεχνικά κείμενα στα οποία έχει εμπλακεί και,


φυσικά, ο κρίνων θα κριθεί -τότε, όμως, όχι πια για τις προκαταλή­
ψεις και τις προσωπικές αυθαιρεσίες ή παρεκτροπές του, αλλά για τον
βαθμό και την οξύτητα ή το ρίσκο της υποκειμενικής του διαίσθησης
και (γιατί όχι;) ενόρασης.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ:
ΙΔΙΟΛΕΚΤΟ Ή ΚΟΡΑΚΙΣΤΙΚΑ;
Νίκος Γ. Ξυδάκης

ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ, «Γλώσσα της εικαστικής κριτικής: Ιδιό­


Ο λεκτο ή κορακίστικα;», είναι τυπικά δημοσιογραφικός: είναι προ­
κλητικός, άρα επιτυχής δημοσιογραφικά· αλλά και απλουστευτικός και
παραπλανητικός. Είναι απλουστευτικός αφενός, διότι δεν διευκρινίζει
ότι θα περιοριστούμε στη γλώσσα της κριτικής που γράφεται στον
Τύπο, και όχι σε όλη την έκταση της κριτικής. Είναι παραπλανητικός,
αφετέρου, διότι με τον τίτλο αυτό είναι σαν να δηλώνουμε ότι έχουμε
καταλήξει εκ των προτέρων σε ένα συμπέρασμα: ότι δηλαδή η γλώσσα
της κριτικής είναι είτε ιδιόλεκτο είτε κορακίστικα.
Ας αφήσουμε λοιπόν πίσω μας τους περιορισμούς του δημοσιογρα­
φικού τίτλου κι ας μπούμε στην ουσία.
Φυσικά δεν έχουμε κανένα συμπέρασμα. Έχουμε μοναχά παρατηρή­
σεις, ματιές, πλαγιοκοπήσεις ενός σύνθετου φαινομένου, που ξεπερνά
τα όρια μιας εισήγησης, κι ίσως και τα όρια αντοχής ενός κουρασμένου
ακροατηρίου. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορούμε να ασκήσουμε μια
περιορισμένη κριτική της κριτικής. Κι επειδή μιλώ με τη διπλή ιδιότη­
τα -του δημοσιογράφου και κριτικού- μπορώ, και οφείλω, να ασκήσω
μια δημόσια αυτοκριτική.

ΤΥΠΟΣ

Ας δούμε καταρχάς πόση και τι εικαστική κριτική υπάρχει στον Τύπο.


Πολύ λίγη. Ελάχιστη. Τέσσερις-πέντε ημερήσιες εφημερίδες όλες κι
όλες αφιερώνουν κάποιες στήλες τους, εβδομαδιαίως, στην εικαστική
κριτική. Προσθέτουμε ένα-δυο εβδομαδιαία φύλλα και δυο-τρία περιο­
272 ΝΙΚΟΣ Γ. ΞΥΔΑΚΗΣ

δικά δεκαπενθήμερα ή μηνιαία. Αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει κανένα ει­
δικό περιοδικό τέχνης σήμερα,1και μια ειδική εφημερίδα τέχνης είναι
ειδησεογραφική, δεν περιέχει σχεδόν ποτέ κείμενα εικαστικής κριτικής.
Με αυτή την πρόχειρη καταμέτρηση δεν θέλω να πω ότι κακώς
υπάρχουν τόσο λίγες στήλες κριτικής. Από μια άποψη, τόση κριτική
χρειαζόμαστε, τόση έχουμε. Δείχνω όμως την ποσότητα για να έχουμε
κατά νουν και το υλικό πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγεται η συζήτη­
σή μας για την ποιότητα της κριτικής γλώσσας. Ένα το κρατούμενο
λοιπόν: η εικαστική κριτική δεν είναι εκτενής, δεν υπάρχει μεγάλη προ­
σφορά ούτε μεγάλη ζήτηση. Δεν αφορά τα πλήθη.
Το κενό, αν υπάρχει, συμπληρώνεται με τα περίφημα κείμενα καταλό­
γων, τα εισαγωγικά-εξηγητικά κείμενα που περιέχονται συνήθως στον κα­
τάλογο μιας έκθεσης, ατομικής ή ομαδικής. Αυτά δεν είναι τυπικώς κριτι­
κά, δεν παίρνουν θέση πάνω στο καθαυτό γεγονός της έκθεσης, αφού ου­
σιαστικά γράφονται ερήμην της στημένης έκθεσης -σχεδόν πάντα εκ των
προτέρων. Γράφονται για τα έργα και κυρίως για τον καλλιτέχνη στην
παρούσα φάση του. Φιλοδοξούν επίσης λίγο-πολύ να συνεισφέρουν μια
θεωρητική βάση για το έργο του καλλιτέχνη, έναν τρόπο θέασης, προσπέ­
λασης του έργου.
Επανέρχομαι στον Τύπο. Παρότι υπάρχει ικανή προσφορά εικαστι­
κών γεγονότων και προϊόντων, ο Τύπος, στη συντριπτική του πλειονό­
τητα, τα αντιμετωπίζει σαν ψηφίδες του ημερολογίου ποικίλων εκδη­
λώσεων. Αναφέρει τον τόπο και τον χρόνο, το όνομα του καλλιτέχνη,
μεταφέρει και δυο-τρεις αράδες από το δελτίο Τύπου (το συνήθως πομ-
φολυγώδες) και τέλειωσε. Η πρόσληψη του εικαστικού γεγονότος εξα­
ντλείται συνήθως εκεί.
Χαρακτηριστική, από αυτή την απόψη, είναι η κάλυψη των εικαστι­
κών άπό τα glossy περιοδικά (life style, γυναικεία κλπ.): Εκεί που πα-
λιότερα δεν υπήρχε λέξη, τώρα όλοι έχουν κάτι «εικαστικό», με προτί­
μηση μάλιστα στην αβάν-γκαρντ. Τι γράφεται; Ε, μια αναγγελία της έκ­
θεσης, με δυο καλά λόγια για τον καλλιτέχνη, αν τύχει και ο συντάκτης
τον γνωρίζει, ένα ωραίο σλάιντ και αυτό είναι.
Κατά τη γνώμη μου, τα εικαστικά, όπως και το βιβλίο, όπως και άλ­
λα πεδία του λεγομένου «πολιτιστικού ρεπορτάζ», αντιμετωπίζονται
απο τα glossy περιοδικά σαν αναγκαίο άρτυμα, για να συντεθεί ένας
«οδηγός για ψώνια», με ανάλογα ψωνοκεντρικά ρεπορτάζ, μόδες, δια­
φημίσεις κλπ. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, με την ανάπτυξη των σύ-

1. Ό πως έχει η κατάσταση την εποχή του Συνεδρίου, δηλαδή την 16η Απριλίου 2000.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ 273

στοίχων καλλιτεχνικών αγορών και την ανάδυση ενός μητροπολιτκού


μοντέλου ζωής, τα καλλιτεχνικά παίρνουν την πλέον προβεβλημένη
ίσως θέση στα περιοδικά. Μαζί τους και τα εικαστικά. Ας μη μιλάμε
όμως για κριτική γλώσσα.
Στις εφημερίδες τώρα. Εκεί είναι διαπιστωμένη η καχυποψία των
πλείστων δημοσιογράφων προς τα εικαστικά, και ακόμη περισσότερο
προς την κριτική. Η καχυποψία προς την εικαστική κριτική μάλιστα,
καίτοι δικαιολογημένη έως ένα βαθμό, δεν είναι μεμονωμένη: είναι κα­
χυποψία (στην καλύτερη περίπτωση: αδιαφορία) προς οποιαδήποτε
μορφή σοφιστικέ, «ειδικού» κριτικού λόγου. Αυτή η παρατήρηση αφο­
ρά την πλειονότητα των εφημερίδων, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις.
Ωστόσο η ραγδαία διεύρυνση των καλλιτεχνικών αγορών ωθεί και
τις εφημερίδες να καλύψουν τις αναδυόμενες καινοφανείς ανάγκες. Ο
πολλαπλασιασμός των σελίδων βιβλίου μαρτυρεί περί αυτού. Η αγορά
παρέσυρε τις εφημερίδες και όχι το αντίστροφο. Αυτό είναι κατ’ αρχήν
θετικό, ανεξαρτήτως του επιπέδου του προσφερόμενου κριτικού λόγου.
Ειδικότερα στα εικαστικά υπάρχει ένας διαφορισμός. Η ζωγραφική,
και πολύ περισσότερο η σύγχρονη τέχνη, είναι μια τέχνη μη μαζική,
αριστοκρατική σχεδόν. Δεν διανέμεται μαζικά όπως ο κινηματογράφος,
η μουσική, ακόμη και η λογοτεχνία. Παρά την ύπαρξη πολλών αναπα­
ραγωγών, σε εκδόσεις, αφίσες, κλπ., η εμπειρία του έργου τέχνης είναι
προσωπική και αισθητηριακή, συναισθηματική, καταρχάς· νοητική και
αισθητική, υπαρξιακή και μεταφυσική, κατά δεύτερον. Η ίδια η γλώσσα
της σύγχρονης ζωγραφικής (η αφαίρεση ιδίως, ή η εννοιολογική τέχνη)
δεν είναι αφηγηματική, ευκόλως αναγνωρίσιμη και προσπελάσιμη.
Είναι έξω από το συμβατικό πλαίσιο της οικείας γραμμικής παρακο­
λούθησης μιας ταινίας, ενός μυθιστορήματος, ενός τραγουδιού. Είναι
μια γλώσσα μοναδική και εσωστρεφής, απαιτεί χρόνο και εξοικείωση,
κριτήρια, παιδεία εντέλει.
Αυτά, τα κριτήρια και η παιδεία, λείπουν καταρχάς από τον μέσο
δημοσιογράφο. Άρα δεν μπορεί να διαβεί το κατώφλι μιας κριτικής
προσέγγισης των θεμάτων του· αρκείται στη στενόθωρη, δύσπιστη σχε­
δόν, καταγραφή τους. Σπανίως κάποιος δημοσιογράφος υπερπηδά αυ­
τό το χαντάκι χωρίς να τσακιστεί. Δεν υπάρχει καν ο απαραίτητος επαγ­
γελματικός χρόνος. Δεν υπάρχει και η ζήτηση.
Το βάρος λοιπόν πέφτει στους ειδικούς. Ποιοι είναι οι ειδικοί; Ας
πούμε οι ιστορικοί τέχνης. Όμως ιστορικούς τέχνης, «επαγγελματίες»,
μόνο πρόσφατα άρχισαν να βγάζουν τα ελληνικά πανεπιστήμια, και
μάλιστα όχι σε προπτυχιακό επίπεδο. Ακόμη όμως και αυτοί οι και­
274 ΝΙΚΟΣ Γ. ΗΥΔΑΚΗΣ

νούργιοι ιστορικοί τέχνης ελάχιστα είναι εξοικειωμένοι με τα σύγχρο­


να ρεύματα, τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει ένας κριτικός σήμερα·
συνήθως πασχίζουν να προσεγγίσουν τη σύγχρονη τέχνη «ακαδημαϊ­
κά», με εννοιολογικά σχήματα και θεωρητικά εργαλεία που δεν αρκούν.
Αποτέλεσμα: το γραφτό τους συνήθως δεν είναι ούτε ακαδημαϊκά ούτε
επικοινωνιακά/δημοσιογραφικά επαρκές -για τη λογοτεχνική/καλλιτε-
χνική του επάρκεια, στην οποία δίνω βαρύνουσα σημασία, θα μιλήσου­
με παρακάτω.

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Ας ακολουθήσουμε το ιστορικό μονοπάτι, κι ας πάμε λίγο παλιότερα.


Στις παλιότερες εφημερίδες βλέπουμε να ασκούν τεχνοκριτική δημιουρ­
γοί κυρίως, και μάλιστα προερχόμενοι από το χώρο της λογοτεχνίας.
Είναι γνωστό, λ.χ., ότι στην Καθημερινή έγραφε τεχνοκριτική μεταπο­
λεμικά ο Οδυσσέας Ελύτης, ενώ μία από τις σημαντικότερες κριτικούς
μεταπολεμικά, από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 έως τις μέρες μας
σχεδόν, είναι η ποιήτρια Ελένη Βακαλό. Θα προσθέσω τον Στρατή Δού­
κα, λογοτέχνη, κριτικό, ζωγράφο, συνοδοιπόρο του Κόντογλου (ο
οποίος έγραψε και για την τέχνη στην εφημερίδα Ελευθερία, προδικτα-
τορικά), συνοδοιπόρο του Πεντζίκη, του Χατζηκυριάκου Γκίκα, του
Πικιώνη και του Παπαλουκά -αναφερόμαστε τώρα στον κύκλο του πε­
ριοδικού Τρίτο Μάτι, όπου συνυπήρχαν δημιουργικά και εν διαλόγω
καλλιτέχνες από όλες τις τέχνες.
Στους καλλιτέχνες θα πρόσθετα διαπρεπείς αρχαιολόγους, όπως ο
Άγγελος Μηλιάδης που πρόβαλε το έργο του Μπουζιάνη, ο Μαρίνος
Καλλιγάς που διετέλεσε και διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, ενώ
ο σπουδαίος Χρήστος Καρούζος υποστήριζε ότι η αρχαιολογία είναι η
ιστορία της τέχνης. Ας προσθέσουμε τον καθηγητή ιστορίας της τέχνης,
λογοτέχνη Παντελή Πρεβελάκη, και τον ιστορικό τέχνης και κήρυκα
της αφαίρεσης Αγγελο Προκοπίου.
Κείμενα όλων των παραπάνω εμφανίζονταν σε εφημερίδες και πε­
ριοδικά. Κοινό χαρακτηριστικό τους, τα άρτια ή και στίλβοντα, παρα­
δειγματικά ελληνικά (ιδίως του Καρούζου). Χαρακτηριστικό τους ακό­
μη είναι ότι ο κριτικός λόγος αναβλύζει από μια κοινή δημιουργική δε­
ξαμενή, εντός της οποίας συνυπάρχουν ζωγράφοι, ποιητές, πεζογρά-
φοι, δοκιμιογράφοι και κριτικοί. Ως προς τούτο, είναι ενδεικτικό το
προαναφερθέν παράδειγμα με το περιοδικό Τρίτο Μάτι. Σήμερα τέτοι­
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ 275

ες συνυπάρξεις είναι σπάνιες ή λείπουν εντελώς. Ποιητές και ζωγράφοι


δεν συνομιλούν, δεν αλληλοπαιδεύονται, δεν ανταλλάσσουν τα δώρα
και τις αγωνίες της τέχνης τους. Όθεν οι αναφορές των ζωγράφων στη
λογοτεχνία είναι ανύπαρκτες ή αφελείς, και αντιστοίχως οι εικαστικές
αναφορές των λογοτεχνών στις εικαστικές τέχνες μαρτυρούν απουσία
παιδείας, ακόμη και απουσία γούστου. Μια ματιά στα βιβλία πείθει:
Παλιότερα τα βιβλία του Σεφέρη, του Ελύτη, του Καββαδία κ.ά. τα φρό­
ντιζαν εικαστικά ο Μόραλης, ο Τσαρούχης, ο Γκίκας, δηλαδή οι ομήλι­
κοι και ομόλογοί τους. Σήμερα στα περισσότερα βιβλία βλέπουμε ανα­
παραγωγές προραφαηλιτών, Μοντιλιάνι και άλλες ευκολίες -σαν συ-
σκευασίες για σοκολατάκια-, πάντως σπανίως βλέπουμε διάλογο ομη­
λίκων καλλιτεχνών.
Η απουσία συναναστροφής επιδρά και στον κριτικό λόγο. Οι περισ­
σότεροι που γράφουν σήμερα τα λεγάμενα εικαστικά δεν έχουν λογοτε­
χνική προπαίδεια, δεν προέρχονται από την τέχνη του λόγου. Έχει κα­
νείς την εντύπωση πως όταν γράφουν κριτική (δοκίμιο, άρθρο, σημείω­
μα) δεν νοιάζονται να αρτιώσουν ένα αυτοτελές έργο τέχνης. Σαν να
μην έχουν επίγνωση ότι επιτελούν μια καλλιτεχνική λειτουργία, ότι το
κείμενο διαβάζεται παράλληλα με το εικαστικό έργο· όχι ερήμην του,
αλλά παράλληλα και συμπληρωματικά, και εν πάση περιπτώσει από
ανάλογο ύψος θέασης. Πρόκειται για πράγματα που έχουν κατακτηθεί
από την ελληνική λογοτεχνική κριτική, ήδη από τον καιρό του Παλαμά
και του Τέλλου Άγρα, για να μη φτάσουμε στον Σεφέρη, τον Λορεντζά-
το, και σε εντελώς συγκαιρινούς μας ποιητές που είναι και έξοχοι κρι­
τικοί ή δοκιμιογράφοι (εντελώς πρόχειρα: Λεοντάρης, Καψάλης,
Μπουκάλας).
Η Ελένη Βακαλό φαίνεται να είναι η μόνη πρόγονος των σημερινών
κριτικών που πατάει γερά και στις δύο βάρκες: και στη βάρκα της ποί­
ησης, στην αγωνία για την ακρίβεια και τη λέξη, και στη βάρκα της σύγ­
χρονης θεωρίας της εικαστικής τέχνης. Ακόμη όμως και η ακριβογρά-
φος Βακαλό χαρακτηρίστηκε από τους συγχρόνους της δυσνόητη και
στρυφνή, ενώ σήμερα την ξαναδιαβάζουμε σαν αναλυτική και σαφή.
Αλλάζει και η κριτική γλώσσα λοιπόν, με τον καιρό.
Η Βακαλό αποτελεί την πιο αξιοσημείωτη περίπτωση προγόνου για
έναν ακόμη λόγο: Έγραφε συστηματικά, κάθε εβδομάδα, σε ημερήσια
εφημερίδα, κριτικά σημειώματα για την εικαστική κίνηση. Κι εδώ πρέ­
πει να επισημάνουμε ένα άλλο χαρακτηριστικό της κριτικής που γράφε­
ται στον Τύπο: Η εφημεριδογραφία είναι για τον κριτικό το πιο κουρα­
στικό και ριψοκίνδυνο είδος. Σπεύδει πρώτος, εν θερμώ, να παρουσιά­
276 ΝΙΚΟΣ Γ. ΞΥΔΑΚΗΣ

σει και να κρίνει ταυτοχρόνως έναν καινούργιο καλλιτέχνη, ακόμη και


να αποφανθεί για ένα ρεύμα, προτού αυτό κρυσταλλωθεί και προτού
καν διαμορφωθούν τα σύστοιχα κριτήρια αξιολόγησης. Ένας αγώνας
δρόμου, όπου ο γραφιάς σπεύδει με εργαλεία δημοσιογραφικά, με τα
εργαλεία της καλλιτεχνικής κριτικής, με θεωρητική εξάρτυση, και όλα
μαζί δοκιμάζονται ενώπιον του μαζικού κοινού των εφημερίδων και
ασφαλώς ενώπιον του χρόνου.

ΤΙ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;

Σήμερα η γραφή περί την τέχνη υποφέρει εν πολλοίς από τις ασθένειες
της σύγχρονης τέχνης. Η σύγχρονη τέχνη δυσκολεύεται αφάνταστα να
επικοινωνήσει με το ευρύ κοινό. Απευθύνεται ως επί το πλείστον στο
σινάφι, στους συλλέκτες, στους ειδικούς των μουσείων και των ιδρυμά­
των. Ανάμεσα στο έργο τέχνης και το μακρινό ευρύ κοινό τοποθετείται
συνήθως ο curator, ο επιμελητής, που είναι βασικά οργανωτικός-τεχνι-
κός συντονιστής της εκδήλωσης, αλλά και λίγο θεωρητικός και λίγο μά-
νατζερ και λίγο πλασιέ.
Τη σχέση αυτή τη θεωρώ, από πολλές απόψεις, προβληματική. Κα­
θρεφτίζει τις σχέσεις στην αγορά τέχνης και τις διαμεσολαβήσεις της: ο
επιμελητής-curator, που είναι συχνά και κριτικός, παριστάνει τον μεσί­
τη κινούμενος μεταξύ του δίπολου καλλιτέχνης-έργο, από τη μια, και
κοινό-αγορά, από την άλλη.
Ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στα άκρα του δίπολου υποτίθεται ότι
είναι η παραγωγή θεωρίας περί το έργο, η κριτική, η φιλολογία, η βι­
βλιογραφία. Βεβαίως η κριτική (ως διαμεσολάβηση και ως παραγωγή
θεωρίας) συνυπάρχει με την τέχνη, και είναι και η ίδια μορφή τέχνης.
Ωστόσο σήμερα, στη σύγχρονη τέχνη, η κριτική όλο και συχνότερα δεν
παράγει ιδέες ή θεωρία ή απλώς θερμά συστατικά κείμενα, αλλά σκοτει­
νιασμένα, απωθητικά σύμπλοκα νεολογισμών και ασαφών όρων, αυτά­
ρεσκες κατασκευές φτιαγμένες όχι για το κοινό, όχι για την απόλαυση
του έργου τέχνης, αλλά για την επιβεβαίωση του επαγγελματία διαμεσο­
λαβητή και την εδραίωση ενός Κανόνα και μιας εμπορικής αξίας.
Οι δημοσιεύσεις, η βιβλιογραφία, οι «μουσειακές» εκθέσεις, η θεωρη­
τικολογία, αυξάνουν την εμπορική αξία του έργου, ακόμη κι αν δεν κα­
ταφέρουν ποτέ να το κάνουν κατανοητό ή αρεστό. Κι έτσι, σταδιακά,
βλέπουμε σήμερα μεγάλο μέρος της θεωρητικής-κριτικής-εκθεσιακής ερ­
γασίας να γίνεται με σκοπό την καθιέρωση ενός Εξαργυρώσιμου Κανό­
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ 277

να της Υψηλής Τέχνης. Αυτό είναι ιδιαίτερα ψανερό στις μεγάλες αγο­
ρές (λ.χ. στις ΗΠΑ), αλλά εμφανίζεται πια και στις «περιφερειακές»
σαν τη δική μας.

ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ

Τα παραπάνω ίσως ακούγονται υπερβολικά και αφοριστικά. Είναι εν


μέρει. Αλλά αν έρθουμε στα ίδια τα κείμενα που γράφονται σήμερα, θα
δούμε ότι το χάσμα επικοινωνίας μεταξύ κοινού και σύγχρονης τέχνης
οφείλεται εν πολλοίς και σε αυτά τα κείμενα. Θεωρητικά υπάρχουν
πολλές εξηγήσεις. Η υπονόμευση των κριτηρίων προσέγγισης του έργου
τέχνης από μερίδα των μεταμοντέρνων θεωρητικών, μετακυλιόμενη
στην τρέχουσα τεχνοκριτική, προκάλεσε τρομερή σύγχυση.
To «everything is possible» του Arthur Danto, επιφανούς αμερικανού
θεωρητικού, μάχιμου κριτικού στο περιοδικό Nation και καθηγητή στο
πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, με το οποίο εισηγείται μια
μεταϊστορική αισθητική για να ερμηνεύσει το Brillo Box του Αντί Γου-
όρχολ (1964), τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια του κριτικού και τον
οδηγεί στην αυθαιρεσία.2 Ο Ντάντο δεν είναι αφελής ασφαλώς, κάθε
άλλο. Ισχυρίζεται ότι μετά την pop art και τα ready mades η παραδο­
σιακή αφήγηση της τέχνης καθώς και η παραδοσιακή αφήγηση περί την
τέχνη έφτασαν στο τέλος τους. Σήμερα δεν μπορούμε εκ των προτέρων
να αποφανθούμε για το τι είναι εικαστική δημιουργία και τι όχι.
Anything visual can be a visual work, υποστηρίζει. Όλα παίζουν...
Δεν κρίνω εδώ τις απόψεις του Danto, ούτε καν τις παρουσιάζω
επαρκώς, αλλά θέλω να υπαινιχθώ ότι ο σκοτεινιασμένος, κατακερμα­
τισμένος, αποσπασματικός, ακυρόλεκτος, κάποτε και παραισθητικός
λόγος της σημερινής κριτικής οφείλεται εν πολλοίς και σε αυτή την
αποσάθρωση των παραδοσιακών θεωρητικών εργαλείων, στην υπονό­
μευση των κριτηρίων.
Τους άλλους λόγους επίσης τους υπαινιχθήκαμε προηγουμένως. Οι
σημερινοί κριτικοί, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, δεν νοιάζονται για τη
γλώσσα, για τη μορφή και τη βαθύτερη δομή του κειμένου, δηλαδή για

2. Βλ. το γνωστότερο ίσως έργο του, όπου συνοψίζει τις ρηξικέλευθες απόψεις του:
Arthur C. Danto, A f te r th e e n d o f art: C o n te m p o r a r y a rt a n d th e p a le o f h isto r y . The A.W.
Mellon lectures in the fine arts, 1995, The National Gallery of Art, Washington, D.C.
(Bolingen series, XXXV, 44), Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
278 ΝΙΚΟΣ Γ. ΗΥΔΑΚΗΣ

την ίδια τη φόρμα του έργου τους και την αξεδιάλυτη σχέση της φόρμας
με το περιεχόμενο. Δεν νοιάζονται για το κείμενο-έργο, και κατά τούτο
υπονομεύουν την ίδια τους τη λειτουργία, τη θέση τους. Ίσως να θέτουν
άλλες προτεραιότητες, τις οποίες εγώ τώρα αδυνατώ να διακρίνω·
ίσως. Βαθύτερα όμως βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, η ολοένα μεγαλύ­
τερη απόσταση των κριτικών-γραφιάδων από τον πλακούντα της γλώσ­
σας: τη λογοποιία, τη λογοτεχνία, την ποίηση -τη δημιουργία εντέλει.
Αλλά και επιστημονικά μιλώντας -αν θεωρήσουμε ότι η «συγγενής»
ιστορία της τέχνης είναι διακριτή επιστήμη, πολύ δε περισσότερο η τε-
χνοκριτική- τα σημερινά κριτικά κείμενα δεν είναι επαρκή, διότι,
απλούστατα, δεν περιγράφουν επαρκώς το αντικείμενό τους, το υπό
παρατήρησιν έργο, δεν είναι κυριολεκτικά, δεν είναι συντεταγμένα, και
δεν υποστηρίζονται λογικά οι αλληλουχίες των συλλογισμών.
Πολύ πρόχειρα λοιπόν, από τον όγκο των κυκλοφορούντων κριτι­
κών κειμένων, εντός και εκτός Τύπου, θα διέκρινα μερικές ομάδες.
Πρώτα, μια «σχολή» όπου το εικαστικό γεγονός προσεγγίζεται με
ριπές ακυρολέκτων. Οι λέξεις κολλάνε στο «περίπου», εν συνόλω δεν
λένε τίποτε. Παρακολουθούμε συσσωματώματα λέξεων, με λυρική ή αι­
σθητική φιλοδοξία, που όμως δεν κατορθώνουν να μεταδώσουν στον
αναγνώστη την εικόνα ή την υπόσταση του έργου (πόσο μάλλον την αύ­
ρα του), ούτε όμως έναν αρθρωμένο συλλογισμό με αφορμή το έργο.
Δεύτερον, μια σχολή όπου το εικαστικό έργο θεωρείται σκαλί για τη
ναρκισσιστική αποθέωση του κριτικογράφου. Το γραπτό απαρτίζεται
από πλήθος παραπομπών με ποπ ή μεταστρουκτουραλιστικό υπόστρω­
μα, και παρατίθενται σωρηδόν τα λαμπερά κλισέ της μόδας. Το κείμενο
γίνεται μια πολύχρωμη κουρελού από τσιτάτα και αμηρύκαστα θραύ­
σματα ιδεών. Το έργο περιγράφεται ως πρόθεση, και φορτώνεται προ­
θέσεις έως την κατάρρευσή του.
Τρίτον, μια οιονεί στουκτουραλιστική προσέγγιση που τεμαχίζει το
έργο βάσει άκαμπτων κανόνων. Ο κριτικός βλέπει μόνο ό,τι χωράει στο
θεωρητικό σχήμα του. Η γλώσσα είναι αναλόγως άκαμπτη, σκοτεινή,
δύσληπτη, σαν επιστημονική. Ο όγκος των πληροφοριών θάβει την
οποιαδήποτε γνώμη ή κρίση.

* * *

Για το τέλος, ας δούμε μερικά ενδεικτικά αποσπάσματα κειμένων, που


βοηθούν νομίζω να κατανοήσουμε όσα προαναφέρθηκαν.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ 279

Α. «[...] Όλα συμβαίνουν σαν η καλλιτέχνίς να εγκαθιστά τις συνθήκες των


κορεσμών και των απορροφήσεων ώς τον προθάλαμο των εν δυνάμει εικό­
νων που θα παραχθούν και ως προς τις οποίες ο επιτόπιος χειρισμός και
η εκεί χειρονομιακή απόφαση να είναι και οι προσδιοριστικές επιλογές
του είδους των απορροφήσεων -και των εικόνων- που θα προκόψουν, αλ­
λά προβλέποντας ως καθαρή συνθήκη πάντοτε, τη συστηματική απορρό­
φηση. Πρόκειται για μια τυπικά λειτουργική ανάπτυξη της διαμόρφωσης
της εικόνας κατά την οποία η εξάντληση των ίδιων των υλικών στις χρή­
σεις των δυνατοτήτων τους, συνιστά και τον οριακό προσδιορισμό του εί­
δους (του τύπου) -και του περιεχομένου- της παράστασης. [...]»
Β. «[...] Η ζωγραφική του Π. δεν αρκείται στη γέννηση του αντικειμένου
που δεν είναι άλλωστε στις αναζητήσεις του αυτοσκοπός: προχωρεί πέ­
ρα από τη μονοσήμαντη παράστασή του, αποκαλύπτοντας τη δυνατότη­
τα εικονογράφησης εντελώς διαφορετικών και αλληλοσυγκρουόμενων
δυνάμεων στο εσωτερικό των πραγμάτων. Η έννοια της δυαδικότητας
εδώ αποδίδεται με την επανάληψη της εικόνας δίπλα στην αρχική της
διατύπωση και ελάχιστα ή αδιόρατα παραλλαγμένης, όσο δηλαδή χρει­
άζεται για να φανούν οι αντίθετες ροπές ή τάσεις, με την ταυτόχρονη
διευκρίνιση πως κατ’ ουδένα τρόπο απειλείται η δομή της. Αυτή η μορ­
φοπλαστικής επινόησης ανατομία της υπόστασης επιχειρείται στο έργο
του με τη χρησιμοποίηση του χρώματος ως συμβόλου των μορίων της
ύλης και του σχεδίου ως φορέα και χώρου της δράσης τους. [...]»
Γ. «[...] Η ρεαλιστική θεματική διήγηση της καθημερινής ζωής διαμορ­
φώνεται με την αυτοδύναμη στυλιστική δυναμική των ώριμων πλέον
και εύπλαστων ανθρώπινων μορφών που χωρίς να χάνουν τη λεπτή
και ευαίσθητη καλαισθησία τους κυριαρχούν μέσα στο χώρο πραγματο­
ποιώντας ένα σιωπηλό διάλογο. [...]»
Δ. «[...] Η έκθεση εκτυλίσσεται ταυτόχρονα σε πολλά διαφορετικά επί­
πεδα, λειτουργώντας ως άμεσος απόηχος θεματικών που είναι σημαντι­
κές στο παρόν, ξεκινά από το απροκάλυπτο σεξ και τη βία, τη φήμη και
τη μόδα, την απόλυτη ελευθερία και μηχανισμούς ελέγχου, την ψεύτικη
ικανοποίηση στα τοπία των πόλεων έως τον αντίκτυπο της προηγμένης
καταναλωτικής κοινωνίας και του κοινότοπου της καθημερινής ζωής.
[...] Επιπλέον, πολλές φορές, αυτά τα έργα αντικατοπτρίζουν την επί­
γνωση της χρήσης του βίντεο σε σχέση με τον κινηματογράφο, την κουλ­
τούρα της τηλεόρασης καθώς μια αντίδραση προς άλλες καλλιτεχνικές
μορφές ή και μια μορφή ενασχόλησης με αυτές, όπως τη ζωγραφική,
την αρχιτεκτονική, τη φωτογραφία και την περφόρμανς. [...]»
280 ΝΙΚΟΣ Γ. ΗΥΔΑΚΗΣ

Ε. «[...] Η εικόνα μεταμορφώνεται σε εικονοποιητική διαδικασία εξι-


σορρόπησης ανάμεσα στο ατομικό και στο συλλογικό επίπεδο. Συνταυ­
τισμένο το σώμα και ο χώρος (εσωτερικός και εξωτερικός) γίνονται μία
οικεία, καθημερινή εμπειρία. Την εικόνα αντικρίζουμε με τα χιλιάδες
πρόσωπά της, με τα μυριάδες βλέμματά της να αποκαλύπτουν έναν
ολόκληρο ιστό συσχετισμών. Η αλλοτινή “ανατομία” του σώματος και
του γεγονότος, γίνεται η ανατομία των δομών της εικόνας, με τα κυ-
κλοφοριακά δίκτυα των αποχρώσεων και νοημάτων της να διαπλέκο-
νται, αναμυθολογώντας την ιδέα και της δυνατότητες της “παράστα­
σης”. [...]»

Ασφαλώς υπάρχουν και καλύτερα. Αλλά είναι από τις περιπτώσεις


όπου το καλύτερα σημαίνει και χειρότερα...
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΜΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Ηλίας Κανέλλης

ΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ να ακούσετε κινδυνολογίες του τύπου «Η


Μ γλώσσα μας κινδυνεύει», «Τα ελληνικά των M M E φτωχαίνουν»,
«Καθημερινά εκατοντάδες λάθη τυπώνονται στις εφημερίδες και τα πε­
ριοδικά και χιλιάδες εκπέμπονται από ερτζιανά και τηλεοπτικά δί­
κτυα» κτλ. Επιμένω, σχεδόν αξιωματικά, ότι όσο και αν κακοπαθαίνει
η γλώσσα, δεν κινδυνεύει -και καμιά φορά όντως το λάθος είναι ανώ­
τερο της τέχνης. Επιμένω επίσης ότι όσο ο γραπτός ή ο προφορικός λό­
γος, ο έντεχνος λόγος των δημοσιογράφων εκφράζει νοήματα για τη
ζωντανή και πάντα εν εξελίξει κοινωνία, δεν τρέχει τίποτα. Το πρόβλη­
μα είναι αλλού: βρίσκεται στην απώλεια του νοήματος, στην αποπτώ-
χενση του νοήματος -αυτή την αποπτώχευση έρχεται να περίγράιρει η
φτωχή, θραυσματική γλώσσα του επικοινωνιακού μέσου όρου που υιο­
θετούν τα MME. Αυτό το χαμένο νόημα θα μας απασχολήσει στην πο­
ρεία -και δεν είμαι σίγουρος ότι θα το ανακαλύψουμε.
Βρίσκω εξαιρετικά βολική την ιδέα των διοργανωτών να μου παρα-
χωρείται ο λόγος από δύο κριτικούς εκφραστές της γλώσσας του αθλη­
τικού θεάματος, να τον κάνω πάσα σε δύο πρόσωπα σχετικά με τη
γλώσσα του τηλεοπτικού θεάματος -μια κριτικό σχολιάστριά του και
έναν κριτικό «υπηρέτη» του.* Συμβολίζει το στρίμωγμα της τέχνης για
την κριτική της οποίας θα σας μιλήσω, της κατεξοχήν γλώσσας του θεά­
ματος κατά τον προηγούμενο αιώνα, του κινηματογράφου -ενός θεά­
ματος που έχει περάσει πλέον σε δεύτερη μοίρα, πίσω από το αθλητικό

* Υπενθυμίζουμε όχι στον παρόντα τόμο οι εισηγήσεις δεν ακολουθούν τη σειρά τής
παρουσίασής τους στο Συνέδριο. (Σ.τ.ε.)
282 ΗΛΙΑΣ ΚΑΝΕΛΛΗΣ

και το τηλεοπτικό θέαμα που ευνοεί η μαζική κουλτούρα των ημερών μας.
Το κινηματογραφικό θέαμα, υπεύθυνο για τους πιο ισχυρούς μύθους
του αιώνα που πέρασε, χρειάστηκε να απομυθοποιηθεί, δηλαδή να εξη­
γηθεί από τους κριτικούς του -και κάπως έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις,
η γλώσσα του θεάματος έδωσε την αφορμή να γίνει η γλώσσα θέαμα.
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να περάσω στο θέμα μας και να αναφερθώ στην
κριτική των τεχνών και, ιδιαίτερα, στην κριτική του κινηματογράφου,
μια «απασχόληση» που πήρε τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά και ίσως
γ ι’ αυτό οι εξαιρέσεις των σοβαρών από όσους την άσκησαν είναι ελά­
χιστες. Εξειδικεύοντας, φυσικά, θα μείνουμε στην Ελλάδα, στο πεδίο
άσκησης των ελληνικών, αποδεχόμενοι ότι ιδιαίτερα όταν αναφερόμα­
στε στην κριτική του οπτικοακουστικού, τα δάνεια από παραδείγματα
του εξωτερικού αφομοιώνονται γρήγορα στη χώρα μας. Και υποτίθεται
ότι εξαιρούμε τον ιδιαίτερα διαδεδομένο στην εικαστική κριτική ιμπρε­
σιονιστικό λόγο, που προκειμένου περί του νοήματος, αυτιστικός, εσω-
στρεφής, δίνει λόγο μόνο στο υποκείμενο της διατύπωσής του -στον
συγγραφέα του (αν δίνει λόγο).

* * *

Τα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, η ενασχόληση με τον κινημα­


τογράφο σήμαινε τον αντικομφορμισμό και την επανάσταση. Η διακει-
μενικότητα ήταν ο πλέον διαδεδομένος τρόπος ανάγνωσης του περιεχο­
μένου των κινηματογραφικών ταινιών. Το κυρίαρχο ειδικό έντυπο της
εποχής, ο Σύγχρονος Κινηματογράφος, ασχολούνταν μόνο με τον κινη­
ματογράφο των οραμάτων, τον κινηματογράφο που τροφοδοτούσε τη
σκέψη και υπέθαλπε την ανατροπή. Ο κριτικός έπρεπε να είναι φανατι­
κός κινηματογραφόφιλος, να τσαλαβουτάει στη γαλλική κουλτούρα και
να μιλάει τη γλώσσα της εξέγερσης. Η γραφή έπρεπε να είναι περίπλο­
κη -έτσι ώστε με δυσκολία να κατανοεί κανείς τα κείμενα (αν υποθέ­
σουμε ότι ο λόγος τους αρθρωνόταν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να
κατανοηθεί). Ήταν όμως τα χρόνια της άδολης κινηματογραφοφιλίας,
οι κριτικοί στέκονταν στην ταινία, πληροφορούσαν γ ι’ αυτήν αναζητώ­
ντας τις προεκτάσεις της, επιστρατεύοντας το σύνολο του γνωστικού
τους οπλοστασίου και του όποιου συστήματος σκέψης ασπάζονταν. Το
ενδιαφέρον τους κατέληγε σε μία, την ίδια πάντα, συνισταμένη: είναι
υπέρ τού υπό κρίσιν έργου ή εναντίον του; Υποτίθεται ότι το θετικό ή
το αρνητικό της κρίσης τροφοδοτούσε τις συζητήσεις της ταβέρνας -ήταν
η περίοδος όπου ο κόσμος μανιωδώς αναζητούσε το νόημα, έστω και
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ 283

αν συχνά το έχανε στην απεραντολογία, στις σχοινοτενείς προτάσεις


τις πνιγμένες στους γαλλισμούς, στην αυθαιρεσία της ανάγνωσης, στην
υπερβολή...
Σήμερα, που το νόημα έχει για τους περισσότερους τοποθετηθεί σε
πιο απλές σχέσεις με τα πράγματα, που η γλώσσα της κατανάλωσης
έχει κερδίσει το κοινό των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, σήμερα που η
υπερβολή της ιδεολογικοποίησης έχει ηττηθεί χάριν του πραγματισμού
των νέων καιρών, η κριτική των τεχνών είναι υπόθεση περιθωριοποιη­
μένη. Όσο πιο πολύ περιθωριοποιείται, όμως, τόσο πιο πολύ ανάβει η
συζήτηση για τον ρόλο της κριτικής και των κριτικών και τη σχέση τους
με το έργο τέχνης, τον καλλιτέχνη, τα καλλιτεχνικά ρεύματα και τις τά­
σεις. Το ίδιο όμως ανάβει και μια παράλληλη συζήτηση για τον εκπεσμό
της κριτικής -πολλοί τον συνδυάζουν με τις νέες συνήθειες οι οποίες
έχουν εισβάλει αλλάζοντας αμετάκλητα τους τρόπους με τους οποίους
αντιμετωπίζουν τέτοια ζητήματα, ζητήματα ανάλυσης και κατάταξης
του έργου, τα σύγχρονα MME.
Οι νέες συνθήκες εξαρτώνται απολύτως από τους τρόπους αυτούς,
τρόπους με τους οποίους προσλαμβάνεται η μαζική κουλτούρα. Η μυ­
θολογία των καλλιτεχνικών προϊόντων, η ένταση των πληροφοριών γύ­
ρω απ’ αυτά και η δυναμική του μάρκετινγκ στην προώθησή τους, η
συρρίκνωση της ανάλυσης χάριν της ταχύτητας με την οποία μεταδίδε­
ται η πληροφορία, μαζί με το γεγονός ότι το παιχνίδι των δημοσίων
σχέσεων και οι απαιτήσεις των εκδοτικών μηχανισμών όπου εργάζο­
νται οι συντάκτες/κριτικοί (προσδιορισμός της έκτασης του χειρογρά­
φου, έμφαση στο στόρυ της αφήγησης κτλ.) σχεδόν προκαθορίζουν τα
όρια του κειμένου.
Είναι όλα αυτά χαρακτηριστικά έκπτωσης; Θα έλεγα ότι απλώς εί­
ναι χαρακτηριστικά μιας μεταλλαγής, μιας μετατόπισης της έννοιας
του κριτικού και της κριτικής. Τα όχι πολύ μακρινά χρόνια που επικα­
λούνται όσοι θεωρούν ότι η κριτική έχει εκπέσει, οι πληροφορίες ήσαν
πολύ λιγότερες και ο χρόνος για συζητήσεις πολύ περισσότερος. Σήμε­
ρα, οι αναγνώστες, ακροατές, τηλεθεατές ή και χρήστες του Διαδικτύου
διαθέτουν πολύ περισσότερες πηγές πληροφόρησης. Ως αποτέλεσμα, οι
κριτικοί μοιάζουν να έχουν δεχτεί τον νέο ρόλο τους: επί της ουσίας εί­
ναι υπερπληροφορημένοι, και ως ειδικοί, απλώς στον λίγο χώρο που
τους απομένει, αρκούνται να λένε τελεσιγραφικά και συνήθως ατεκμη-
ρίωτα την άποψή τους -που συνήθως και αυτή δεν χρειάζεται, αφού κυ­
κλοφορεί στην πιο συνεπτυγμένη μορφή που θα μπορούσε να υπάρξει,
στους καταλόγους όπου πλάι στις ταινίες οι κριτικοί τις βαθμολογούν
284 ΗΛΙΑΣ ΚΑΝΕΛΛΗΣ

με αστεράκια. Νάτη λοιπόν η γλώσσα ως θέαμα. Οι κριτικοί κινηματο­


γράφου τείνουν να μη λένε τίποτα. Στους καταλόγους των έντυπων
που φιλοξενούν τις λίστες με τα αστεράκια η πληροφορία και η ανάλυ­
ση έχουν υποκατασταθεί από σύμβολα βαθμολογίας. Η γλώσσα για με­
γάλη μερίδα της κριτικής του κινηματογράφου είναι άχρηστη -επειδή
είναι άχρηστο το νόημα της κριτικής του έργου τέχνης.

* * *

Αφού λοιπόν η γλώσσα της κριτικής έφτασε κατά κανόνα να συμβολί­


ζεται με αστεράκια, δεν νομιμοποιείται κανείς να μιλάει για έκπτωση;
Ασφαλώς και υπάρχουν εκπτώσεις. Ασφαλώς δηλαδή και οι συνθήκες
που επέβαλε η εξέλιξη των MME έπληξαν το κύρος και της κριτικής του
κινηματογράφου. Δεν είμαι σίγουρος ότι η κριτική είχε σταθεί στο ύψος
της τα χρόνια της άδολης κινηματογραφοφιλίας, είμαι σίγουρος ωστό­
σο ότι σήμερα δεν κάνει ούτε μία προσπάθεια να αναλογιστεί τις ευθύ­
νες της απέναντι στην κοινή γνώμη την οποία, στον βαθμό που της υπο­
δεικνύει πώς να βλέπει με κριτικό πνεύμα το κινηματογραφικό προϊόν,
διαμορφώνει.
Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν είμαι και σίγουρος πως ό,τι εκχώρη­
σε (οριστικά;) η κριτική κινηματογράφου θα το λύσει η πανεπιστημιακή
εξειδίκευση, που τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος. Δεν είμαι βέβαιος
ότι το πάθος των «ψωνισμένων» κινηματογραφόφιλων κριτικών που
προσπαθούσαν να τακτοποιήσουν τις ετερόκλητες εικόνες μπορεί να
αντικατασταθεί από τον τακτοποιημένο εγκυκλοπαιδισμό και τη θεματι­
κή εξειδίκευση των μεταπτυχιακών παπαγάλων που όσο πάει και πλη­
θαίνουν. Δεν είμαι καν σίγουρος για το πραγματικό μεράκι των σημερι­
νών σινεφίλ -όπως επικράτησε πλέον να λέγονται οι κινηματογραφόφι­
λοι. Ή μάλλον είμαι. Είμαι απολύτως σίγουρος ότι, αναζητώντας στον
κινηματογράφο ψυχαγωγία και νέες μυθολογίες για να καλύψουν άλλα,
πιο σοβαρά υπαρξιακά κενά, επί της ουσίας παραμένουν ανυποψίαστοι
καταναλωτές εικόνων, απολύτως αποσυνδεδεμένων από οποιοδήποτε
άλλο περιεχόμενο πέραν του καταναλωτισμού και της μόδας.
Αυτό το περιεχόμενο της αρθρωμένης γλώσσας των εικόνων, στους
διευρυνόμενους ορίζοντες πλέον του μεγάλου παζαριού του οπτικοα-
κουστικού, υποψιασμένοι είτε ανυποψίαστοι προωθούν (προωθούμε)
όσοι ασκούν το επάγγελμα του δημοσιογράφου, του ειδικού σε θέματα
παρουσίασης και κριτικής των κινηματογραφικών προϊόντων. Ξεκινώ­
ντας από ένα μεράκι, από ένα ειδικό ενδιαφέρον που έκανε τους σημε­
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ 285

ρινούς κριτικούς να ταυτίσουν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους με τον


κινηματογράφο, καταλήγουν αθέλητα να συρρικνώσουν τον λόγο τους
στα αστεράκια που υποτίθεται ότι τον συμπυκνώνουν αλλά στην ουσία
τον καταργούν.

* * *

Σκέφτομαι ότι τον Νοέμβριο του 1989, τα πράγματα είχαν πολλά ακό­
μη περιθώρια αισιοδοξίας. Ήταν τότε που ο Χρήστος Βακαλόπουλος,
ένας από τους ελάχιστους της γενιάς μου που με τον τρόπο τους υπέ­
δειξαν ότι για να ζήσει η κριτική οφείλει να μη διαλέγεται με τον απο­
στειρωμένο κόσμο της κινηματογραφοφιλίας, προσπαθούσε να αποδεί­
ξει ότι ή η κριτική θα είναι καταρχάς πρωτογενές κείμενο, που αναζη­
τεί με ελκυστικό τρόπο, με τα κόλπα της γραφής, το νόημα -ή δεν θα
υπάρξει ποτέ. Μαντεύοντας ότι ως είδος που «στραμπουλώντας» τη
γλώσσα και εκβιάζοντας το ιδεολογικοποιημένο συμπέρασμα θα απω­
θούσε, επιταχύνοντας έτσι μια ώρα αρχύτερα την άνευ όρων παράδοση
του αντικειμένου στους «τροχονόμους» του καταναλωτισμού, της εκ­
χώρησης του νοήματος στις μυθολογίες της κατανάλωσης, έκανε έκκλη­
ση στην κριτική να εγκαταλείψει την έπαρση του ειδικού λόγου της. Όχι
κριτικές, μόνο ψίθυροι -φώναζε.
Δεν υπήρχε περίπτωση να ακουστεί -τα πράγματα είχαν πάρει τον
δρόμο τους. Με αποτέλεσμα, οι νεότερες γενιές (που δεν έχουν και τις
προσλαμβάνουσες της παλιάς σχολής) να αδιαφορούν για όλα τα ψευ­
δεπίγραφα που λέγονται και γράφονται στο όνομα της πνευματικότη­
τας. Γι’ αυτό και η κριτική κινηματογράφου είναι πλέον μια χαμένη
υπόθεση: δεν θα ξαναγεννηθεί εκ της τέφρας της ούτε ως παραλήρημα
«οψωνίων».

* * *

Την ίδια πάνω-κάτω περίοδο που ο Βακαλόπουλος προέτρεπε τους


κριτικούς να προσγειωθούν στη ζωή, στην Ελλάδα αρχίζαμε να κατα­
νοούμε τη δυναμική του νέου Μαζικού Μέσου, της τηλεόρασης. Και για
να μη διαψευστούν οι φόβοι μας, γρήγορα η τηλεόραση έγινε ο καθρέ­
φτης της κοινωνίας που κλήθηκε να εκφράσει, τις ανάγκες της οποίας
υποτίθεται εξυπηρετεί.
Σε ένα απέραντο πεδίο όπου οι κανόνες της ανταλλαγής και του
κέρδους κυριαρχούν, όπου η πολιτική απλώς εκπροσωπεί και διαχειρί­
286 ΗΛΙΑΣ ΚΑΝΕΛΛΗΣ

ζεται, η τηλεόραση κατακτά τον ρόλο του μέσου για την πολιτική και
για την αγορά. Αν στην αγορά αρκούν στερεότυπες διατυπώσεις και
στην παγκόσμια αγορά, σήμερα, κυριαρχεί η κοινή της συναλλακτικής
(τα broken english), αν στην πολιτική η κυρίαρχη γλώσσα γίνεται η στε­
ρεότυπη της διαχείρισης, αποφεύγοντας να εκφράσει κοινωνικές απο­
χρώσεις και οράματα (και, εν πάση περιπτώσει, όταν τα εκφράζει, να
το κάνει απλώς για να υποκαταστήσει το χαμένο νόημα), η τηλεόραση
πρέπει να βρει το εκφραστικό εκείνο εργαλείο μέσω του οποίου θα μι­
λήσει για τις νέες συνήθειες. Η ταχύτητα, η συντομία, η εναλλαγή, το
μπλέξιμο των εικόνων που αντλούνται από την πραγματικότητα με άλ­
λες που επινοούνται και κατασκευάζονται είναι τα κύρια χαρακτηρι­
στικά της ενιαίας τηλεοπτικής γλώσσας. Η βαθιά σχέση με τα πράγμα­
τα απουσιάζει από την τηλεοπτική γλώσσα. Η διαφορά εκπίπτει σε
φολκλορισμό. Η τηλεοπτική γλώσσα είναι τα broken english της σύνθε­
της και πολύσημης γλώσσας των εικόνων.
Όταν, ανεξάρτητα από το αν μιλούν ελληνικά, γαλλικά, κινέζικα, οι
τηλεοπτικές εικόνες και η συγγενής τους κουλτούρα των πληροφοριών
τείνουν να γίνουν η νέα παγκόσμια γλώσσα επικοινωνίας των ανθρώ­
πων, μοιάζει εξαιρετικά αστείο να μιλάμε για την αιμορραγία των εθνι­
κών γλωσσών. Η γλώσσα έχει πάντα τη δυνατότητα να αυτορυθμίζεται,
φτάνει να υπάρχει ένα νόημα που να την εμπνέει, ένας ζωντανός κό­
σμος γεμάτος αιτήματα που να μπορεί να τον εκφράσει. Η παγκόσμια
γλώσσα των πληροφοριών, αντίθετα, απηχεί έναν πολιτισμό ταξινομη­
μένο, απονευρωμένο, που το μόνο αίτημα το οποίο θέτει είναι η κατα­
νάλωση και ο δικός της πολιτισμός. Εκείνο που αξίζει πραγματικά να
μας απασχολήσει είναι αυτή η παγκόσμια κοινή γλώσσα των MME. Η
επιτηδευμένα αποπτωχευμένη, αποϊδεολογικοποιημένη (δηλαδή προ-
σκολλημένη στην κυρίαρχη ιδεολογία), στερεότυπη γλώσσα των Μέ­
σων. Η γλώσσα, δηλαδή, που μεταποιείται σε ξύλινη ακριβώς εξαιτίας
του γεγονότος ότι έρχεται να κρύψει την αιμορραγία του νοήματος.
Οποιαδήποτε εθνική γλώσσα δεν κινδυνεύει πραγματικά από τις δάνειες
λέξεις και εκφράσεις που παρεισφρέουν στον κορμό της· κινδυνεύει
όμως από τα MME. που την απονευρώνουν βαθμιαία από παραστάσεις
και αναφορές, από τον πλούτο του πολιτισμού που εκφράζει, χάριν του
«επικοινωνιακού μέσου όρου» τον οποίο ευνοεί η κοινωνία των πληρο­
φοριών.
Εκεί είναι το πρόβλημα και η ευθύνη της κριτικής κινηματογράφου,
αλλά και ολόκληρης της δημοσιογραφίας. Πώς ανάμεσα στις αράδες θα
εμφιλοχωρήσει ξανά το νόημα. Πώς η κριτική θα ρίξει γέφυρες στη
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ 287

ζωή, στα πραγματικά προβλήματα. Κατ’ επέκταση, πώς ο δημοσιογρα­


φικός λόγος, όχι μόνο ο λόγος της κριτικής των τεχνών αλλά στο σύνο­
λό του, θα αντιστρατευτεί πειστικά και ελκυστικά την τηλεοπτικοποίη-
ση, το συρρικνωμένο νόημα των πραγμάτων.
Σας ευχαριστώ.
Η ΓΛΩΣΣΑ
ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
Γιάννης Αιακογιάννης

Α ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΩ, ΟΣΟ ΜΠΟΡΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ, να είμαι απλός,


Θ γιατί πιστεύω ότι η αθλητική δημοσιογραφία πρέπει να είναι πολύ
απλή. Καλώς ή κακώς αποτείνεται στους απλούς ανθρώπους, στον φί­
λαθλο ή, αν θέλετε, περισσότερο στον οπαδό, που δεν είναι και πολύ
υψηλού πνευματικού επιπέδου. Έτσι δεν μπορούμε κατά τη διάρκεια
μιας περιγραφής ή μιας κριτικής στην εφημερίδα ή μιας περιγραφής και
μιας κριτικής στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση να αναφερθούμε στον
Παλαμά ή στον Αισχύλο ή στον Μπαλζάκ. Πρέπει να είμαστε όσο μπο­
ρούμε πιο απλοί.
Προσπάθησα κι εγώ να είμαι απλός, γ ι’ αυτό θα είμαι και απόψε
απλός. Είναι προσωπικές οι απόψεις μου και δεν είστε υποχρεωμένοι
να τις ασπαστείτε.
Ο τόπος, εδώ και μια δεκαπενταετία, και περισσότερο ίσως, περνάει
μια κρίση. Και είναι επόμενο και φυσικό να υπάρχει κρίση και στον
Τύπο. Και βέβαια όχι μόνο στον ελληνικό, γιατί ο Τύπος περνάει κρίση
και σε άλλες χώρες. Αλλά θα αναφερθώ μόνο στον τόπο μας. Η σημα­
ντική πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων δεν οφείλεται, όπως
πολλοί θέλουν να το παρουσιάσουν, στη δύναμη της τηλεόρασης και
μόνο. Το θέμα βρίσκεται αλλού. Η τηλεόραση δείχνει ενίοτε «ζωντανά»
τον βομβαρδισμό του Σαράγεβο ή του Μόσταρ ή της Μπάνια Λούκα ή
του Κόσοβου. Τι να διαβάσω την επομένη, ότι βομβαρδίστηκε το Κόσο-
βο ή ότι υπάρχουν εκατό νεκροί στην Τσετσενία; Δεν τά ’χω δει στην
τηλεόραση ζωντανά; Και πολλές φορές μάλιστα. Πρέπει, λοιπόν, ο Τύ­
πος να ασχοληθεί με το θέμα, με την είδηση, αλλά να την παρουσιάσει
διαφορετικά. Να δώσει εξηγήσεις, να δώσει ερμηνείες, να κρίνει. Δεν θα
γράψει μόνο την είδηση του βομβαρδισμού, πέρα από αυτό πρέπει να
κάνει ανάλυση.
Αυτό ισχύει και για τον αθλητισμό, βέβαια. Όταν βλέπει ο φίλαθλος
292 ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ

ή ο οπαδός -και δυστυχώς στην Ελλάδα οι περισσότεροι είναι οπαδοί,


γ ι’ αυτό και δεν πάει ο κόσμος στα γήπεδα-, όταν, λοιπόν, βλέπει δέκα
φορές το γκολ ή το οφσάιντ ή το πέναλτι, τι να γράψει ο Τύπος την
επομένη και γιατί να πουλήσει; Πρέπει να κάνει μια ανάλυση του αγώ­
να, γιατί νίκησε ή γιατί ηττήθηκε μια ομάδα, ανάλυση του ποδοσφαιρι­
στή, ανάλυση του αθλητή, του κολυμβητή, του ποδηλάτη. Και δεν είναι
τυχαίο ότι αν μια Δευτέρα δώσετε 1.000 δρχ. και πάρετε τις έξι αθλητι­
κές εφημερίδες (άλλο φαινόμενο ελληνικό! σ’ έναν πληθυσμό δέκα εκα­
τομμυρίων υπάρχουν έξι αθλητικές εφημερίδες, πέρα από τα ένθετα
στις πολιτικές εφημερίδες), θα δείτε ότι η μία εφημερίδα θα γράψει το
ένα, η άλλη το άλλο, ανάλογα πού πουλάει.
Δυστυχώς, ο αθλητικός Τύπος «κατευθύνεται» από τους μεγάλους
συλλόγους, θα τους έλεγα ιστορικούς. Στον αθλητικό Τύπο πολλές φο­
ρές δεν γίνεται αντικειμενική ανάλυση του αγώνα, παρά το γεγονός ότι
υπάρχουν πάρα πολλοί ταλαντούχοι νέοι δημοσιογράφοι. Και όσοι συ­
νεργάστηκαν μαζί μου στα αθλητικά των πολιτικών εφημερίδων, ξέ­
ρουν πόσο αγαπώ τους νέους και πόσο τους έχω βοηθήσει. Ανήκω στην
κατηγορία των ανθρώπων που δεν φθονούν τη νεολαία. Αντιθέτως, την
αγαπούν, τη βοηθούν να προχωρήσει, να αξιοποιηθεί. Απλώς μερικές
φορές μαλώνω τα νέα παιδιά γιατί τους λείπει η αυτοπειθαρχία.
Ο 'Ελληνας έχει κουραστεί. Βαρέθηκε, αν θέλετε. Έχει άλλα προβλή­
ματα. Έχει οικονομικά, έχει οικογενειακά, έχει τα παιδιά του να μορ­
φώσει, έχει και το Χρηματιστήριο τώρα, κι άλλα πολλά. Και δεν τον
ενδιαφέρει η πολιτική. Θα σας πω κάτι που μου έκανε εντύπωση. Έχω
ένα απόκομμα με τις κυκλοφορίες των εφημερίδων στο Λεκανοπέδιο
Αττικής την Τετάρτη 12 Απριλίου, δηλαδή δυο-τρεις μέρες μετά τις
εκλογές, όταν το θέμα είναι ακόμα «ζεστό», «καυτό». 25 πολιτικές εφη­
μερίδες, ημερήσιες, στο Λεκανοπέδιο Αττικής, πρωινές κι απογευματι­
νές -25, τεράστιος αριθμός!-, με μέσο όρο λιγότερο από 12.000 φύλλα
η καθεμία. Υπάρχει εφημερίδα με κυκλοφορία, την Τετάρτη 12 Απριλί­
ου, 91 φύλλα! Με 519, με 738. Κι είναι μόνο 9 εφημερίδες από 11.000
φύλλα και περισσότερο. Δεν είναι κρίση αυτή στον Τύπο; Όταν υπάρ­
χουν σε ευρωπαϊκές χώρες πολιτικές εφημερίδες, που δεν είναι της
πρωτεύουσας, δεν είναι του Παρισιού δηλαδή, δεν είναι της Μαδρίτης
ή της Ρώμης, που πουλάνε 800.000 και 900.000 φύλλα!
Την ίδια ημέρα, που δεν ήταν εμπορική από αθλητικής πλευράς, εκ-
δόθηκαν έξι αθλητικές εφημερίδες: φαινόμενο ρεκόρ. Η Μεγάλη Βρετα­
νία δεν έχει ημερήσια αθλητική εφημερίδα. Η Γερμανία δεν έχει ημερή­
σια αθλητική εφημερίδα. Η Ολλανδία δεν έχει ημερήσια αθλητική εφη­
ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ 293

μερίδα. Η Ιταλία, με 54 εκατομμύρια πληθυσμό, έχει τέσσερις ημερήσιες


αθλητικές εφημερίδες. Η Γαλλία, με 68 εκατομμύρια πληθυσμό, έχει μό­
νο μία ημερήσια αθλητική εφημερίδα. Η Ισπανία, με 42 εκατομμύρια
πληθυσμό, έχει τέσσερις αθλητικές εφημερίδες. Κι είναι χώρες όπου δεν
υπάρχει μόνο το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, όπως στην Ελλάδα, και
κάπου κάπου ο στίβος και η άρση βαρών. Ασχολούνται με τόσα και τό­
σα αθλήματα αυτές οι χώρες, οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμα και
το Βέλγιο, που έχει μικρότερο πληθυσμό από μας, και η Ολλανδία, που
έχει λιγότερο πληθυσμό, και η Σουηδία και η Δανία ασχολούνται με
τριάντα αθλήματα. Μέσος όρος, λοιπόν, 14.274 φύλλα για τις έξι ελλη­
νικές αθλητικές εφημερίδες. Και κάτω από 12.000 φύλλα οι πολιτικές.
Ομολογουμένως, δεν ξέρω πότε, αγαπητοί συνάδελφοι και αγαπητοί
φίλοι (αγαπητά παιδιά μου -γιατί παιδιά μου είστε όλοι), θα βγει ο τό­
πος από αυτή την κρίση που υπάρχει. Από αυτό το σκοτεινό τούνελ.
Εγώ βλέπω στο βάθος, πολύ βάθος, ένα φωτάκι, μικρό. Σημαίνει δηλα­
δή ότι στην άλλη άκρη του τούνελ υπάρχει κάτι. Μας αφήνουν να προ­
χωρήσουμε όμως; Είναι πολλά ερωτήματα τα οποία με βασανίζουν και
προβληματίζομαι και θα σας πω μάλιστα τι εννοώ. Γιατί δεν είμαι μη­
δενιστής αλλά δεν μπορώ να είμαι αισιόδοξος. Ενώ θα έπρεπε να είμαι
αισιόδοξος. Είμαι παιδί της Κατοχής κι ήμουν αισιόδοξος γιατί έλεγα
κάποτε ατενίζοντας από το Παγκράτι τον Παρθενώνα, την Ακρόπολη,
«θα πέσει η γερμανική σημαία, θα κατέβει, με τον αγκυλωτό σταυρό,
και θα ξανακυματίσει η γαλανόλευκη». Είχα μία ελπίδα! Τώρα τι ελπί­
δα να έχω; Λυπάμαι πάρα πολύ που το λέω, γιατί απευθύνομαι κυρίως
σε νέους ανθρώπους. Γι’ αυτό και οι νέοι δεν ψηφίζουν, γι’ αυτό και οι
νέοι δεν διαβάζουν εφημερίδα.
Κάποτε διάβαζα 4-5 εφημερίδες την ημέρα. Τις διάβαζα! Έκανα
τρεις ώρες να τις διαβάσω. Εκτός από τα οικονομικά, γιατί δεν μ’ εν­
διαφέρουν. Διάβαζα λίγα πολιτικά, κοινωνικά ελάχιστα, διεθνή, σχό­
λια, και τώρα διαβάζω μόνο μία, την ξεφυλλίζω και κάνω δεκαπέντε
περίπου λεπτά, με το ρολόι.
Δημοσιογραφία. Τι είναι η δημοσιογραφία; Για μένα είναι πάθος.
Κανείς δεν μας υποχρέωσε να γίνουμε δημοσιογράφοι. Είναι μεράκι,
για να μη χρησιμοποιήσω άλλη έκφραση. Πάθος. Πρέπει να έχεις ταλέ­
ντο ασφαλώς -και μιλάω τώρα για την αθλητική δημοσιογραφία-, τα­
λέντο, το οποίο, όμως, πρέπει να αξιοποιηθεί. Υπάρχουν ταλαντούχοι
αθλητές που ήταν διάττοντες αστέρες. Γιατί δεν προπονήθηκαν. Έχετε
την εντύπωση ότι η Μαρία Κάλλας έφτασε εκεί που έφτασε μόνο γιατί
ο Θεούλης τής έδωσε ωραίες χορδές; Κι έγινε μέτζο-σοπράνο ή κολορα-
294 ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ

τούρα; Προπονήθηκε γ ι’ αυτό κάθε μέρα. Έχετε την εντύπωση ότι ο


Καρλ Λιούις ή ο Πελέ ή ο Νίκος ο Γκάλης δεν ζούσαν με μία μπάλα ή
με ένα χρονόμετρο στο χέρι από το πρωί ως το βράδυ; Θα έλεγα ότι το
ταλέντο συμβάλλει στο 60-65%. Εγώ πιστεύω στο άτομο, γ ι’ αυτό μ’
αρέσουν και τα ατομικά αθλήματα, δεν είμαι ποδοσφαιράνθρωπος,
απλώς μετέδωσα πολλούς αγώνες ποδοσφαιρικούς, είμαι άνθρωπος
του στίβου. Άλλωστε τις μεγάλες ομάδες τις κάνουν τα άτομα, οι μεγά­
λοι ποδοσφαιριστές ή οι μεγάλοι μπασκετμπολίστες κάνουν τις μεγά­
λες ομάδες. Ταλέντο - δουλειά! Προπόνηση, που λέω κι εγώ. Συστημα­
τική, συνεχής, προγραμματισμένη και στις λεπτομέρειες ακόμα.
Ευτύχησα να μάθω αθλητική δημοσιογραφία, στο Παρίσι όταν ζού-
σα, στα μέσα της δεκαετίας του ’50 μέχρι τις αρχές του ’60, από μεγά­
λους δημοσιογράφους της εποχής, οι οποίοι μας έμαθαν και αυτοπει­
θαρχία. Όταν είναι 8 το ραντεβού, είναι 8 παρά δέκα. Δεν είναι ούτε 8,
ούτε 8 και Γ . Η εφημερίδα, όπως έλεγα και προηγουμένως, είναι το με­
γάλο σχολειό. Το δημοτικό σχολειό είναι η εφημερίδα. Εκεί θα γράψεις
το μονόστηλο, χωρίς το όνομά σου, θα σ’ το κοιτάξει ο αρχισυντάκτης,
θα σ’ το σκίσει δέκα φορές, θα σ’ το πετάξει στο καλάθι -μου έχει συμ­
βεί, γι’ αυτό το λέω-, θα μου εξηγήσει γιατί το σκίζει και πώς πρέπει να
διατυπώσω το κείμενο.
Στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο φεύγουνε οι λέξεις με γρήγορο
ρυθμό. Και πολλοί δεν ακούνε εκείνη την ώρα. Γιατί όταν ακούν έναν
αγώνα κι είναι οκτώ-δέκα, πίνουν τα ουισκάκια τους, τις μπίρες, σε κα­
νένα καφενείο ή σε κανένα σαλόνι ή στις πολυθρόνες, ο καθένας λέει
την άποψή του και μετά λένε «ο Διακογιάννης δεν τό ’πε αυτό». Γιατί
μιλάνε μεταξύ τους. Με το διάβασμα είναι διαφορετικό: το κοιτάς την
επομένη, το διαβάζεις και λες -λέω στον εαυτό μου: «Διακογιάννη, για­
τί σου διέφυγε αυτό;» Βλέπεις τα λάθη σου διαβάζοντας την επόμενη
ημέρα το κείμενο. Πράγμα που δυστυχώς, το έχω πει πολλές φορές σε
νέους, δεν το κάνουνε! Δεν διαβάζουν την εφημερίδα στην οποία εργά­
ζονται! Ούτε τα δικά τους κείμενα ούτε των άλλων. Εκεί είναι το παρά­
πονό μου με τους νέους. Διότι είναι πολυάσχολοι. Διότι το επάγγελμα
έγινε χρήμα. Έπαψε να είναι ρομαντικό. Για μένα είναι ρομαντικό. Δεν
πουλάμε γραβάτες ούτε παπούτσια! Κάνουμε ένα είδος τέχνης, θα έλε­
γα εγώ. Δεν λέω ότι είναι πιο ωραία η δημοσιογραφία από τη μουσική,
που για μένα είναι η ωραιότερη έκφραση της τέχνης και του έρωτα, δεν
λέω ότι είναι η πιο μεγάλη, αλλά είναι τέχνη η δημοσιογραφία. Το λέ-
γειν δεν είναι τέχνη;
Δεν θα πρέπει ο νέος δημοσιογράφος να αποφεύγει να κρίνει αυστη­
ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ 295

ρά. Ξέρω ότι στην εποχή μας υπήρχανε συνάδελφοι -κι εγώ ακόμη- που
φτάσαμε στο σημείο να μας προπηλακίσουν. Γιατί δεν συμφωνούσαν ol
ακροατές ή οι αναγνώστες των εφημερίδων μ’ αυτά που λέγαμε ή μ’ αυ­
τά που γράφαμε. Εγώ προσωπικά έκανα έξι χρόνια να πάω στην Τού-
μπα. Πήγαινα στο γήπεδο του Αρη και στο γήπεδο του Ηρακλή και δεν
πήγαινα στην Τούμπα. Ήμουν persona non grata στην Τούμπα. Διότι
λέγαμε την άποψή μας. Δεν ήμασταν δημόσιοι υπάλληλοι. Εγώ έφυγα
από μία εφημερίδα, κάποτε, διότι αλλοίωσαν το κείμενό μου. Κι έβα­
λαν έναν τίτλο τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι έλεγε το κείμενο. Και ση­
κώθηκα κι έφυγα. Και σε μια εποχή μάλιστα που ήταν δύσκολη και δεν
είχα και πολλά λεφτά. Αυτό είναι άλλο θέμα, δεν κυνήγησα τα λεφτά,
γ ι’ αυτό δεν είχα.
Δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε όλον τον κόσμο. Είναι αδύνατον.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς σ’ αυτά που γράφουμε και σ’ αυτά που
λέμε. Ξέρω συναδέλφους, που είναι ταλαντούχοι, οι οποίοι, όμως, όταν
γράφουν έναν μεγάλο αγώνα, το ντέρμπι που λέμε και στην Ελλάδα, εί­
ναι πάρα πολύ προσεκτικοί. Στις εκφράσεις τους, στις διατυπώσεις
τους. Όταν πάνε στο εξωτερικό και παίρνουν το μικρόφωνο για την τη­
λεόραση ή το ραδιόφωνο, ή στέλνουν μία ανταπόκριση από ένα ντέρμπι
Μίλαν-Γιουβέντους, εκεί τα λένε όλα. Γιατί δεν φοβούνται. Αυτό για
μένα δεν είναι δημοσιογραφία. Ο αθλητικός δημοσιογράφος, ο οποίος
εγώ πιστεύω ότι έχει τεράστιες δυνατότητες, έχει ποικιλία γνώσεων,
δεν ασχολείται με ένα σπορ ή με δύο σπορ, ασχολείται με τέσσερα ή με
πέντε κι αν χρειαστεί θα ασχοληθεί με δέκα αθλήματα, το καλοκαίρι εί­
ναι τα θερινά αθλήματα, το χειμώνα είναι τα χειμερινά.
Εμείς οι παλιοί ευτυχήσαμε -προσωπικά τουλάχιστον είχα μεγάλα
οφέλη- από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το μόνο σπορ που δεν θέλησα
ποτέ μου να μάθω είναι η Φόρμουλα 1, το οποίο δεν θεωρώ σπορ. Ε ί­
ναι μηχανικό σπορ κι εγώ δεν ξέρω από μηχανικά σπορ. Ο νέος, ενόψει
μάλιστα του 2004, οφείλει να μάθει αυτά τα λεγάμενα «μικρά σπορ».
Γιατί αν χτυπήσει την πόρτα της ΕΡΤ, που θα μεταδώσει τους Ολυ­
μπιακούς Αγώνες του 2004, σαν κρατικό κανάλι, και πει «εγώ κάνω
στίβο ή μπάσκετ ή ποδόσφαιρο», θα του πει «μα έχουμε 30 ή 40». Ενώ
αν τους πει «ξέρω από ιστιοπλοΐα, κωπηλασία, ξιφασκία και σκοποβο­
λή και χάντμπολ», θα τον προσλάβουνε. Έχει τεράστια σημασία. Δηλα­
δή ο δημοσιογράφος είναι αυτός που γράφει μόνο Παναθηναϊκό-Ολυ-
μπιακό; Κι όχι αυτός που γράφει Αρχέλαο Κατερίνης-Βριλήσσια στο
χάντμπολ; Δεν είναι δημοσιογράφος αυτός; Δημοσιογράφος είναι μόνο
αυτός που παίρνει συνέντευξη από τον κ. Σημίτη και τον κ. Καραμαν­
296 ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ

λή και δεν είναι δημοσιογράφος αυτός που παίρνει από τον δήμαρχο
της Ρόδου, επειδή έχει προβλήματα το νησί και είναι μονόστηλο το κεί­
μενό του;
Απαραίτητη προετοιμασία: Γεωγραφία πρέπει να μάθει κανείς.
Εμείς οι αθλητικοί ξέρουμε γεωγραφία. Ξέρουμε πόλεις που δεν τις ξέ­
ρουν οι πολιτικοί συντάκτες. Το ξέρω πολύ καλά αυτό, το έχω συζητή­
σει με συναδέλφους. Που δεν τις ξέρουν διότι δεν έτυχε. Αλλά και
αφρικάνικη και αμερικάνικη και ασιατική γεωγραφία. Και πόλεις. Διό­
τι υπάρχουν εκεί ομάδες και γίνονται εκδηλώσεις εκεί και είμαστε υπο­
χρεωμένοι να τις ξέρουμε. Εγώ ήξερα για το Κόσοβο, τότε λεγόταν Τί-
τογκραντ, η σημερινή Ποντγκόριτσα, ήξερα για την Μπάνια Δούκα. Πι­
στεύω στον αθλητικό συντάκτη. Του δίνεται η ευκαιρία τώρα με το
Internet, με τον ξένο Τύπο που κυκλοφορεί και στην Ελλάδα, τις εφη­
μερίδες, τα περιοδικά, πατάει ένα κουμπί και βλέπει αγώνες στην Ισπα­
νία, στην Αργεντινή, στην πρώην Σοβιετική Ένωση, στη Μογγολία
-όχι, στη Μογγολία δεν έχει ακόμα τηλεόραση, πάντως θά ’ρθει μια μέ­
ρα-, στην Ιαπωνία... Τεράστιες δυνατότητες! Ο ρεπόρτερ του υπουργεί­
ου Εργασίας ή του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, τι ρεπορτάζ κά­
νει; Πηγαίνει μία φορά το μήνα, το δεκαπενθήμερο ενδεχομένως, τον
δέχεται ο υπουργός, του δίνει και μία ανακοίνωση του υπουργείου, βά­
ζει κι έναν πρόλογο, τη δίνει στην εφημερίδα κι ο καλός συνάδελφος
δεν έχει βγει έξω από το Λεκανοπέδιο Αττικής.
Ενώ ο άλλος πάει και παίζει στη Λεττονία, όπως στο Ντίναμπουργκ
η ΑΕΚ. Και πάει κοντά στο Μινσκ ο Ολυμπιακός, που πριν δεν τό ’ξέ­
ραν το Μίνσκ, όταν ήταν η Σοβιετική Ένωση και δεν υπήρχε η Λευκο­
ρωσία. Του δίνονται τεράστιες δυνατότητες! Αρκεί να έχει το πάθος.
Ταλέντο - πάθος - εργασία και αξιοποίηση του ταλέντου. Και κάτι άλ­
λο σημαντικότατο για τον αθλητικό δημοσιογράφο: Να γνωρίζει το
αντικείμενο. Δεν μπορείς να κρίνεις τον προπονητή, ο οποίος όλη την
εβδομάδα έχει τους ποδοσφαιριστές και τους προετοιμάζει για τον
αγώνα και κάνει μία κίνηση αλλαγής στο ημίχρονο, όταν βλέπει ότι δεν
πάει κάποιος, και να τον κρίνεις εσύ. Δεν μπορείς να ξέρεις περισσότε­
ρα πράγματα από έναν άνθρωπο ο οποίος είναι όλη την εβδομάδα με
τους αθλητές. Γι’ αυτό πρέπει να γνωρίζεις και το αντικείμενο για να
γίνεις πιστευτός στον τηλεθεατή, ο οποίος δεν σημαίνει ότι είναι και
γνώστης του αντικειμένου! Μπορείς να προσελκύσεις με τις μεταδόσεις
σου και άλλους που δεν είναι; Που προτιμάνε να δούνε π.χ. την κυρία
Μενεγάκη στην τηλεόραση -με γεια τους με χαρά τους. Όχι να πεις η
μπάλα από τον Μαραντόνα στον Ρονάλντο κι απ’ τον Ρονάλντο στον
ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ 297

Πλατινί. Μα κι ένα παιδάκι ακόμα, μ’ ένα κομπιούτερ, πατάει από κά­


τω και λέει «Πλατινί» και τελείωσε η υπόθεση. Να εξηγήσεις πώς παί­
ζει η ομάδα, να εξηγήσεις το σύστημα, να εξηγήσεις την τακτική, αυτά
που μαθαίναμε εμείς οι παλαιότεροι δημοσιογράφοι.
Ομολογώ ότι ευτύχησα να έχω μεγάλους δημοσιογράφους-δασκά-
λους όταν ήρθα εδώ στην Ελλάδα. Ο Θανάσης ο Σέμπος, ο Πάνος Μα-
κρίδης, ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης κι αργότερα ο Αλέκος Φιλιππόπου-
λος, ο Σεραφείμ Φυντανίδης, ο Τάκης Λαμπρίας και ο Λέων Καραπα-
ναγιώτης. Οι οποίοι ήταν λίγο πολύ, εκτός από τον Τάκη τον Λαμπρία,
και φίλαθλοι. Και γινόταν κι ανταλλαγή απόψεων.
Θα ήθελα να μιλήσω πολύ περισσότερο. Αλλη φορά, αν θέλετε. Γιατί
έχουμε πάρα πολλά να πούμε. Είναι πολύ ωραίο το επάγγελμα, πιστέψ-
τε με. Ξέρετε, όμως, γιατί είναι ωραίο; Γιατί είναι δύσκολο. Και τα
ωραία είναι δύσκολα. Όποιος θέλει να κατακτήσει κάτι πολεμάει να το
κατακτήσει. Ας πούμε, αν κάποιος πολεμήσει για να κατακτήσει μια γυ­
ναίκα, την αγαπάει για πάντοτε. Και του αρέσει. Ενώ την άλλη που τη
βρίσκει εύκολα σ’ ένα μπαρ, την ξεχνάει πολύ γρήγορα...
Ευχαριστώ πάρα πολύ που με παρακολουθήσατε.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ:
ΑΠΟ ΤΟΥΣ «ΧΑΛΚΕΝΤΕΡΟΥΣ» ΣΤΑ «ΠΑΚΕΤΑ»
Αντώνης Πανούτσος

ΙΑΛΕΞΑ ΜΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜ ΕΝΑ από πολιτικές και αθλητικές εφημερί­


Δ δες, σε διάφορες εποχές, ώστε να φανεί η διαφορά της γλώσσας. Το
πρώτο κείμενο αναφέρεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και αρχίζει
-με συγχωρείτε, η γλώσσα είναι λιγάκι δυσνόητη πια: «Προς τους Ολυ­
μπιακούς Αγώνας καθ’ ον τρόπο απεφασίσθη εκ των υστέρων να γίνω-
σι δεν απεκρύψαμεν ποτέ την άκρα μας δυσπιστίαν. Αν είχε δε τι το πο­
λύ ελκυστικόν και κολακευτικόν η πρώτη αυτών ιδέα διά ημάς τους
Έλληνας, σήμερα όμως πολύ περισσοτέρας αφορμάς έχομε να σκεφθώ-
μεν σοβαρώς μήπως καλύτερον θα ήτο να μην αναλαμβάναμε τόσον με-
γάλας υποχρεώσεις απέναντι συμπάσης σχεδόν της Ευρώπης και της
Αμερικής.» Μετά ο συντάκτης του κειμένου καταπιάνεται με την επι­
χειρηματολογία: γιατί δεν έπρεπε να πάρουμε τους Ολυμπιακούς Αγώ­
νες, λέγοντας ότι ο κ. Ντε Κουμπερτέν μας είπε ότι θα στοιχίσουν 140
χιλιάδες δραχμές, ενώ ο προϋπολογισμός είναι πολύ βαρύτερος, ο κ.
Βικέλας δεν μας είχε πει... κτλ. κτλ. Και προχωράει το κείμενο: «Θέτο-
μεν το ερώτημα: πού θα καταλύσουν οι επισκεφθησόμενοι την Ελλάδα
πολυάριθμοι ξένοι; Χωρίς να προσέξωμε εις τας πολύ γενικάς και
ασυλλήπτους διαβεβαιώσεις των ενδιαφερομένων ότι περί του ζητήμα­
τος τούτου εφρόντισεν η Επιτροπή.»
Στη συνέχεια το κείμενο αναφέρει ότι «τα ξενοδοχεία θα αποδειχθώ-
σι ανεπαρκέστατα προς φιλοξενίαν χιλιάδων επισκεπτών» και καταλή­
γει απειλώντας ότι «θα είπωμεν αύριον ποια μέτρα απαιτούμεν παρ’
αυτών». Από την Πολιτεία εννοεί. Πρόκειται για την Εστία, το 1895, η
οποία εκφράζει τις αμφιβολίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του
1896, οι οποίοι μάλλον έγιναν επιτυχώς. Αυτή ήταν η πρώτη γλώσσα
της ελληνικής δημοσιογραφίας, νομίζω ότι τα πρώτα αθλητικά κείμενα
300 ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΝΟΥΤΣΟΣ

εμφανίστηκαν γύρω στο 1880. Αλλά η θεματολογία ήταν κοινή με τη ση­


μερινή, απ’ ό,τι φαίνεται.
Η γλώσσα στην ελληνική αθλητικογραφία και στα αθλητικά κείμενα
πέρασε διάφορες περιόδους. Από αυτά τα αρχαϊκά κείμενα της Εστίας
του 19ου αι. πηγαίνουμε στη δεκαετία του ’30 που έχω βρει κάποια κεί­
μενα. Αναφέρει κάποια εφημερίδα το βαρυσήμαντο γεγονός ότι «η ΕΟΝ
Αχαϊ'ας με 4-2 ενίκησε την ΕΟΝ Αιτωλοακαρνανίας». Μεγάλο κομμάτι
εκείνη την εποχή. «Φαλαγγίτες και σκαπανείς και πλήθος κόσμου πα­
ρακολούθησαν τον αγώνα με μεγάλο ενδιαφέρον» -πάντοτε ο αθλητι­
σμός είχε σχέση και με την πολιτική. Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας
αναφέρεται: «6.000 θεατές, 3.000 αθλητικές σημαίες και πρωτοφανής
ορχήστρα 1.000 οργάνων»... Δεν μπορώ να σκεφτώ πώς, αφού συνήθως
τέσσερα όργανα είναι και μπλέκονται, 1.000 όργανα, μάλλον υπερβολι­
κό ακούγεται, αλλά είναι πάνω στον ενθουσιασμό του 1936. Πρόκειται
για κείμενα του 1936.
Επίσης, διαφαίνεται και η σχέση που έχει η αθλητική γραφή με τον
γενικότερο πολιτικό περίγυρο. Πάντοτε οι πολιτικοί διαφημίζονται μέ­
σα από αθλητικά γεγονότα. Το παρακάτω απόσπασμα είναι από την
Απογευματινή του 1967, η οποία γράφει (και δεν αντικατοπτρίζεται η
άποψη της εφημερίδας, αλλά ολόκληρη η εποχή): «Παρουσία των βασι­
λέων, ετελέσθησαν χθες στις 6.30 στο Παναθηναϊκόν Στάδιον αι ετήσι-
αι γυμναστικοί επιδείξεις των σχολείων μέσης εκπαιδεύσεως Αθηνών.»
Η είδηση μάλλον δεν πρέπει να συγκλονίζει το κοινό -εκεί άλλωστε τε­
λειώνει και η περιγραφή των αγώνων και συνεχίζεται με το ότι «παρευ-
ρέθησαν οι Βασιλείς, ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, ο Υπουργός Εθνι­
κής Παιδείας. Τας επιδείξεις παρηκολούθησαν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώ­
νυμος, οι Υπουργοί Συντονισμού, Δικαιοσύνης, Οικονομικών, Βιομη­
χανίας...», και ακολουθεί ένας κατάλογος γύρω στα πενήντα ονόματα.
Καμιά φορά, λοιπόν, το αθλητικό κείμενο δεν είναι απαραίτητο να
γράφεται ακριβώς για να ενημερώσει. Γιατί δεν νομίζω ότι οι αγώνες
μέσης εκπαιδεύσεως θα ενδιέφεραν οποιονδήποτε ασχολείται με τα
αθλητικά.
Ο Τύπος έχει περάσει διάφορες περιόδους ως προς τη γλώσσα.
Υπήρξε μία περίοδος γύρω στο ’66-’68, όπου επιχειρήθηκε να χρησιμο­
ποιηθεί η καθαρεύουσα στον τρόπο περιγραφής των αγώνων. Στη Σφαί­
ρα γραφόταν: «εναρκτήριο λάκτισμα», το οποίο και παρέμεινε ώς τις
ημέρες μας, «επανορθωτικό λάκτισμα», το οποίο είναι ένα άλλο λάκτι­
σμα από τα πλάγια υποθέτω, το «γωνιαίο λάκτισμα», το οποίο ήταν
σαν τον μπακλαβά...
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ 301

Προηγουμένως όμως, το 1960, παρουσιάζεται ένα φαινόμενο: είναι


η εποχή που βγαίνει μία εβδομαδιαία εφημερίδα -έχει ξεχαστεί πια, ο κ.
Διακογιάννης θα τη θυμάται- η οποία ονομαζόταν Μπάλα, και κυκλο­
φορούσε μαζί με την Ομάδα. Ήταν εβδομαδιαία εφημερίδα, η οποία
χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα στην περιγραφή των αθλητικών γε­
γονότων γενικότερα. Το παρακάτω κείμενο δεν είναι από την Μπάλα,
είναι από την Αθλητική Ηχώ, το 1960, περίπου ίδια εποχή, αλλά δείχνει
το πνεύμα της εποχής και τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν. «Ένα γκολ
τον χάρισε την ομιλία του» είναι ο τίτλος του. Είναι ένας μουγκός που
πάει στο γήπεδο και γίνεται καλά.
Ξεκινάει το κείμενο: «Ο μουγκός κουλουράς που γιατρεύτηκε μετά
από μία νίκη τον Ολυμπιακού.» Μετριοφρόνως ο συντάκτης σημειώ­
νει: «Δεν πρόκειται να σας εξηγήσουμε επιστημονικώς το θαύμα.» Θα
υπήρχε περίπτωση, δηλαδή, τα θαύματα να εξηγούνται και επιστημονι­
κούς, αλλά το περνάει ντούκου. «Ούτε οπωσδήποτε θα έχει αξία να σας
πούμε αν εμείς πιστεύουμε σε αυτό ή όχι.» Αυτό είναι που λέμε «ξεκαρ­
φωνόμαστε» από το γεγονός. Τα γράφουμε αλλά μπορεί να είναι έτσι,
μπορεί και όχι. «Ωστόσο είμαστε υποχρεωμένοι να σας διηγηθούμε ένα
αληθινό περιστατικό, όπως μας το εξιστόρησαν αξιόπιστα πρόσωπα κι
όπως μας το επιβεβαίωσε στο τέλος ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της ιστο­
ρίας. Ο Κώστας Τίμης, ένα πανύψηλο παλικάρι, γέννημα-θρέμμα του
Πειραιά, είχε την ατυχία να γεννηθεί... μουγκός. Ωστόσο, αυτό δεν τον
πείραξε» (βλέπουμε, λοιπόν, ο Κώστας Τίμης δεν μασάει, δεν τον πεί­
ραξε ιδιαίτερα), «γιατί από πολύ μικρή ηλικία έπεσε με τα μούτρα στη
βιοπάλη» (αυτό είναι αντιπαραθετικό: όταν δουλεύεις, δεν σε πειράζει
αν είσαι μουγκός) ... «κάνοντας ένα σωρό επαγγέλματα για να κερδίσει
το ψωμί του. Ήταν από πάμπτωχη οικογένεια, είχε ακόμα τέσσερα
αδέλφια και μιας και η φύσις τον είχε αδικημένο, διπλάσιος έπρεπε να
είναι ο μόχθος του. Έτσι κυλούσε η ζωή του, μίζερη, πικραμένη, όλο
στενοχώρια κι απογοήτευση.» Νιώθει καλά αυτή τη στιγμή ο αναγνώ­
στης. «Τα τελευταία χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να μονιμοποιηθεί σε
ένα μονάχα επάγγελμα: έγινε δηλαδή κουλουράς. Κρέμασε τον ντορβά
στο λαιμό και γυρνούσε στους δρόμους, πουλώντας κουλούρια σε μό­
νιμους πελάτες, ναι, μόνιμους πελάτες, γιατί βέβαια χωρίς μιλιά δεν
μπορούσε να φωνάξει την πραμάτεια του. Και ο Κώστας Τίμης, ο οποί­
ος είναι οπαδός του Ολυμπιακού, πηγαίνει στο γήπεδο. Ψηλός, αδύνα­
τος καθώς ήταν, με το λευκό τζόκεϋ καπέλο του, ξεχώριζε και φάνταζε
και γινόταν ακόμη πιο συμπαθής, καθώς πάσχιζε από τον νεκρό λάρυγ-
γά του να βγάλει κάποια κραυγή που θα εμψύχωνε και θα βοηθούσε την
302 ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΝΟΥΤΣΟΣ

ομάδα του.» Προχωράει το κείμενο, μπλα μπλα, μπλα μπλα, «νά κιόλας
ο Ολυμπιακός σε μία τρικυμισμένη επίθεσή του κάρφωσε την μπάλα
στα δίχτυα του Βουτσαρά. Μια τρομερή βουή σαν κεραυνός αυλάκωσε
την ατμόσφαιρα. Μια καυτερή φλόγα έγλειφε αστραπιαία το νεκρό λα­
ρύγγι του Κώστα, ένας πόνος, που κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα,
σπάθισε το λαιμό του. Κι ύστερα μία φωνή βγήκε από το στόμα του:
Γκόοολ!» Ο Τίμης λοιπόν γίνεται καλά, ως κουλουράς δεν ξέρω μετά
πώς πάει η δουλειά, κτλ. κτλ.
Στην αθλητικογραφία παρουσιάζονται και ορισμένες ανακόλουθες
καταστάσεις, όπως ένα κείμενο, που είναι του 1947, όπου λέει (νομίζω
τελικά ότι είναι αργότερα): «Πρωτοφανής εξέγερσις εσημειώθη επειδή
εσφαγιάσθησαν ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός υπό των διαιτητών,
υποχρεωθέντες σε ισοπαλία με 1-1. Θορυβώδεις διαδηλώσεις διαμαρτυ­
ρίας εναντίον της ΕΠΟ εις τας κεντρικός οδούς και προ των γραφείων
μας διελύθησαν υπό των μηχανοκινήτων. Οι διαιτηταί ηκύρωσαν κανο­
νικά γκολ των δύο δημοφιλών ομάδων και ηγνόησαν καταφανέστατα
πέναλτυ, υποχρεώσαντας αυτάς σε 1-1 προς την Προοδευτική και τον
Απόλλωνα...» Είναι πασίγνωστο ότι η Προοδευτική και ο Απόλλωνος
είναι οι ομάδες οι οποίες χειρίζονται το παρασκήνιο από το 1947 μέχρι
σήμερα...
Το θέμα ήταν ότι η πληροφόρηση στον ελληνικό Τύπο ήταν προβλη­
ματική. Υπάρχει ας πούμε ένα άλλο κείμενο εδώ, το οποίο λέει: «Ο Β.
Μαυροειδής πανελλήνιο ρεκόρ, Τρίκαλα, τηλεγραφικώς, του απεσταλ­
μένου αρχισυντάκτη μας κ. Πάνου Μακρίδη.» Δηλαδή από τα Τρίκαλα
είχε στείλει τηλεγραφική ανταπόκριση. Υπήρχε πρόβλημα. Και ο κ.
Διακογιάννης και άλλοι θα θυμούνται μία ιστορία, του 1974 νομίζω,
όπου ένας συντάκτης της Απογευματινής κάλυπτε τον αγώνα Βραζιλία-
Ελλάδα. Δεν υπήρχε τηλεφωνική επαφή, δεν υπήρχε καμιά μορφή επι­
κοινωνίας και όλοι στην εφημερίδα περίμεναν να γράψουν το κείμενο,
να τυπωθεί και η εφημερίδα. Λοιπόν, μετά από προσπάθειες, ο συντά­
κτης επιτέλους επικοινωνεί με την εφημερίδα και το σηκώνει ο συντά­
κτης ύλης για να γράψει. Του λέει: «Έλα, λέγε.» Ακούγεται από την άλ­
λη πλευρά, την πλευρά της Βραζιλίας: «Κλαίμε όλοι.» Του λέει: «Ναι
ρε, λέγε, τι κλαίμε όλοι;» «Κλαίμε όλοι», του λέει. «Γίγαντες, λέοντες,
γράψε, ξέρεις εσύ...» Το οποίο τι σημαίνει; Το ματς είχε τελειώσει 0-0,
δεν είχε να περιγράψει κάποια φάση και σου λέει «εντάξει»... Η γλώσ­
σα στον αθλητικό Τύπο είναι τόσο καθορισμένη όσο και στη διπλωμα­
τία. Είναι «γίγαντες, λέοντες, ξέρεις εσύ, γράφε».
Υπάρχει ένα άλλο κείμενο από την Αθλητική Φωνή, το 1955, στο
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ 303

οποίο, και πάλι λόγω ελλιπούς πληροφόρησης, ο συντάκτης κάπου τα


έχει μπλέξει. Είναι ένα κλασικό αθλητικό κείμενο, όχι για να κατηγορή­
σουμε τα λάθη των συντακτών, αλλά επειδή έχουν την πλάκα τους.
Είναι από το Σικάγο, «του ανταποκριτού μας». Του «ανταποκριτού
μας» σημαίνει συνήθως στον αθλητικό Τύπο ότι δεν έχεις κανέναν και
σου το είπε ο ίδιος που αγωνίστηκε εκεί. Είναι ευφημισμός αυτός, αλ­
λιώς βάζεις το όνομα. Το κείμενο πάει ως εξής: «Ο Χάρης Καρπόζηλος
εθριάμβευσε επί του από δεκαετίας κατόχου του τίτλου -της τηλεορά-
σεως προφανώς- Μπαρτίν Λεόνε και κατέκτησε τη χρυσή ζώνη του
πρωταθλήματος τηλεοράσεως.» Προχωράει το κείμενο, λεει «το ματς
ήταν συναρπαστικό, ταχύ, κράτησε το ενδιαφέρον των χιλιάδων θεα­
τών που το παρακολούθησαν». Και περιμένουμε τώρα να γυρίσει πίσω
ο Καρπόζηλος, σύμφωνα με το κείμενο, να γυρίσει και να μας φέρει και
τη «Χρυσή ζώνη της τηλεοράσεως». Λέει, όμως: «Εν τω μεταξύ, όμως,
η τόσο ευτυχής αυτή ημέρα διά τον Έλληνα πρωταθλητή είχε δυσάρε­
στο τέλος. Αργά τα μεσάνυχτα και μετά το επίσημο γεύμα που εδόθη
προς τιμήν του ο Καρπόζηλος έφυγε με τον μάνατζέρ του διά να επι­
στρέφει με το αυτοκίνητό του εις το Σικάγο. Ολίγα χιλιόμετρα όμως
έξω από το Κάνσας Σίτυ, πέντε ένοπλοι σταμάτησαν διά της βίας το
αυτοκίνητο.» Και φυσικά του παίρνουν τη ζώνη της τηλεοράσεως. Χω­
ρίς να υπάρχει κάποια εξήγηση: γιατί πέντε γκάνγκστερ σταματάνε τον
Καρπόζηλο και του παίρνουν τη ζώνη της τηλεόρασης; Και κλείνει το
κείμενο: «Η όλη ιστορία προκάλεσε το γενικό ενδιαφέρον. Και συζητεί-
ται ήδη ευρύτατα μεταξύ των παλαιστικών κύκλων. Κυκλοφόρησε μά­
λιστα η φήμη ότι εις εκ των κλεπτών συνέστησε μέσω του μάνατζέρ
στον Χάρη να φύγει το ταχύτερο από την Αμερική. Πολλοί δε ισχυρίζο­
νται ότι στην υπόθεση υπάρχει δάκτυλος των κυριοτέρων αντιπάλων
του Καρπόζηλου.» Έχω και άλλα παρεμφερή κείμενα, αν και τους θά­
ψαμε τους δημοσιογράφους...
Υπάρχει μία ιστορία για το τυποποιημένο της αθλητικογραφίας και
του αθλητικού λόγου. Στα τέλη του ’70, προτού έρθει η τηλεόραση, ή
μόλις ερχόταν η τηλεόραση, κάποιος συντάκτης είχε ταξιδέψει στην
Αργεντινή για να παρακολουθήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Του λέει η
εφημερίδα του «στείλε την ανταπόκριση». Και είχε στείλει την ανταπό­
κριση με δηλώσεις Μενότι σε περίπτωση νίκης, και δηλώσεις Μενότι σε
περίπτωση ήττας. Η εφημερίδα μπορούσε να διαλέξει όποια από τις
δύο ήθελε.
Είναι τυποποιημένα τα πράγματα στον αθλητικό Τύπο, κωδικοποιη-
μένα. Θα σας πω πώς χρησιμοποιούνται οι λέξεις στην αθλητική γραφή
304 ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΝΟΥΤΣΟΣ

και ποιο είναι στην πραγματικότητα το νόημα που βρίσκεται πίσω από
κάθε λέξη που χρησιμοποιείται. Η τέχνη της αθλητικής γραφής είναι να
μπορεί κάποιος να αποκωδικοποιήσει το κείμενο. Αν διαβάσεις το κεί­
μενο αυτολεξεί, στην πραγματικότητα δεν βγάζεις νόημα. Επάνω στην
κριτική π.χ. γράφεις «ο φιλότιμος», βάζουμε Μπονόβας -ήταν κλασικό
για τον Μπονόβα- και σημαίνει ότι δεν βρίσκει την μπάλα ούτε με τις
δέκα. Στην πραγματικότητα γράφεις για κάποιον «φιλότιμος», όταν δεν
έχεις βρει κάτι καλύτερο να γράψεις γ ι’ αυτόν. «Ηρωικός» σημαίνει
πως εκτός του ότι είναι φιλότιμος, ότι τρέχει πίσω από τον άλλον,
τραυματίζεται κιόλας. Γι’ αυτό και «ηρωικός». «Δυναμικός αμυντικός»
σημαίνει ότι οι ορθοπεδικοί τού έχουν κάνει άγαλμα. Αλλά το καταλα­
βαίνεις. Είναι η εμπειρία τού να διαβάζεις αθλητικό Τύπο. Δεν σου λέει
«ήρθε το τσεκούρι», «the hatchet man» και τους καθάρισε όλους, λέει ο
«δυναμικός αμυντικός».
«Δαντελένιος» είναι μια λέξη που περιέρχεται σε αχρησία πλέον, εί­
ναι κάποιος που όταν βλέπει τον δυναμικό αμυντικό πέφτει στα γόνα­
τα και του λέει «έλεος». «Αέρινος» σημαίνει κάποιος που άμα τον
σπρώχνεις πέφτει κάτω. «Βετεράνος», όταν γράφεται, αν γράφεται από
τον τοπικό ανταποκριτή, σημαίνει ότι παίζει στην ομάδα από την επο­
χή του Τρικούπη και για να φτάσει στην αντίπαλη περιοχή θέλει σκου-
τεράκι. Αλλά δεν θέλει να τον προσβάλει και γράφει «ο βετεράνος αμυ­
ντικός κλπ.». «Άσος» δεν σημαίνει τίποτα όταν γράφεται. Απλώς ότι
παίζει στην πρώτη ομάδα, και ο συντάκτης ήθελε να βρει ένα ωραίο ου­
σιαστικό να του ταιριάζει στο επίθετο, είναι ο «άσος Κύπριος», ο «ά­
σος Αρμένιος», ο «άσος αναπληρωματικός» της ομάδας κλπ. «Βορειοη­
πειρώτης» κατά κανόνα σημαίνει ο αθλητής που είναι αναντάμ παπα-
ντάμ Αλβανός και προσπαθούμε να πειστούμε όλοι μας, οπότε με το να
επαναλαμβάνεις «ο Βορειοηπειρώτης άσος», «ο Βορειοηπειρώτης...»,
ψηνόμαστε μεταξύ μας.
Υπάρχει επίσης μια κωδικοποίηση στους τοπικούς ανταποκριτές, οι
οποίοι την άλλη μέρα πρέπει να πάνε και στο καφενείο. Πρέπει μεν να
γράψουν την κριτική τους, αλλά δεν θέλουν και να σκοτωθούνε. Ο το­
πικός ανταποκριτής έχει τον βιότοπο εκεί που μένει και πρέπει να ζή-
σει. Επομένως, πρέπει να το πει διακριτικά αυτό που θέλει να πει: «Με
λάθη η διαιτησία του κ. Αρμένη», υποθετικά αναφέρω το όνομα, σημαί­
νει ότι σφύριξε το πρώτο πέναλτι όταν οι αντίπαλοι ήταν στο πούλμαν
και ο άνθρωπος γράφει γενικά «έκανε λάθη».
«Ο διαιτητής έκανε λάθη για τα οποία διαμαρτύρονται και οι δύο
ομάδες», αυτά είναι τυποποιημένες φράσεις, τις οποίες καταλαβαίνει
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ 305

κανείς αν διαβάζει καθημερινά αθλητική εφημερίδα. «Η τοπική ομάδα


διαμαρτύρεται για ένα πλάγιο άουτ που το έδωσε αντίθετα, η άλλη για
τέσσερα πέναλτι και για δύο παίκτες που τους πέταξε έξω απ’ το παι­
χνίδι.» Αυτή είναι διαφορά, αλλά διαμαρτύρονται γενικότερα. «Έγινε
ένα δυναμικό παιχνίδι» σημαίνει ότι υπήρξε πρόβλημα κλινών στο το­
πικό κέντρο υγείας απ’ αυτούς που στείλανε. Υπάρχει μία έκφραση η
οποία αποκωδικοποιείται πιο δύσκολα από τις προηγούμενες. Είναι το
«παρά την ήττα, οι παράγοντες της τοπικής ομάδας έδωσαν συγχαρητή­
ρια στο διαιτητή». Δίνεις τα συγχαρητήρια επειδή ήσουν πολύ χάλια
εκείνη την ημέρα, έχεις χάσει με 6-0, τι να διαμαρτυρηθείς, ώστε να
μπορείς να δείρεις τον επόμενο και να πεις «εμείς όμως είχαμε πάντο­
τε ήθος, είχαμε δώσει συγχαρητήρια στον προηγούμενο, όπως θυμόσα­
στε». Είναι κανόνες αυτοί.
Έχει δημίουργηθεί επίσης μια ψυχωτική κατάσταση με το να μη γρά­
φονται ονόματα στον αθλητικό Τύπο. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε
έντονο με τον κ. Γιώργο Βαρδινογιάννη, πρόεδρο του Παναθηναϊκού,
ο οποίος στη διάρκεια της εικοσαετούς θητείας του έχει αναφερθεί με
περισσότερα ονόματα απ’ αυτά του Ιεχωβά. Νομίζω ότι θα τον λιθοβο­
λήσουν όποιον γράψει Γιώργος Βαρδινογιάννης. Αναφέρεται ως «ανώ­
τατο στέλεχος της ΠΑΕ», «ηγέτης της πράσινης ΠΑΕ», «ηγετική φυσιο­
γνωμία των πρασίνων», υπάρχουν τόσοι ευφημισμοί ώστε να μη γρα­
φτεί το όνομα και ο λόγος είναι σαφής στον αθλητικό Τύπο: ότι κινδυ­
νεύει μόνιμα ο πρόεδρος να πάει στους αθλητικούς δικαστές. Οπότε
λέει «εντάξει, γράψ’ το, αλλά μη βάλεις το όνομά μου σε παρακαλώ».
Επίσης προβληματική είναι η αναφορά της ηλικίας. Ένας βετεράνος
αναγνώστης μπορεί να καταλάβει από το πώς γράφει κάποιος το ρε­
πορτάζ το τι θέλει να πει. Για παράδειγμα, κάποιος ρεπόρτερ αναφέρε-
ται στον Τόνι Σαβέφσκι. Και τον αναφέρει «πολύτιμο άσο για την ομά­
δα» ή «36χρονο σκοπιανό παίκτη». Στην πραγματικότητα είναι και τα
δύο. Τον έχουμε γράψει «πολύτιμο άσο για την ομάδα» ή «36χρονο
σκοπιανό παίκτη». Είναι πολύ κοινό να τον γράφουμε έτσι. Λοιπόν, το
πρόσωπο είναι το ίδιο, αλλά προσέξτε τη διαφορά. Η διαφορά είναι τε­
ράστια ανάμεσα στο πώς το γράφεις. Στην πρώτη περίπτωση, «πολύτι­
μος άσος για την ομάδα», τονίζει τα θετικά. Στη δεύτερη, τονίζει την
προχωρημένη ηλικία και την καταγωγή. Πάμε να τον φάμε, φαίνεται.
Την ώρα που το διαβάζεις λες «36χρονος Σκοπιανός... αντίο».
Και τώρα ας δούμε πώς γράφεται μία είδηση η οποία δεν έχει δια­
σταυρωθεί αναλόγως με τη βαρύτητα που δίνει ο συντάκτης. Ας πούμε
ότι κυκλοφορεί η είδηση ότι ο Γιόχαν Κρόιφ πάει στην Καστοριά. Η
306 ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΝΟΥΤΣΟΣ

διατύπωση σε κατιούσα, από το αν το πιστεύει πολύ ο συντάκτης μέχρι


αν δεν το πιστεύει καθόλου, γράφεται ως εξής: «Ακούστηκε επίμονα η
πιθανότητα πρόσληψης του θρυλικού παλαίμαχου άσσου της χρυσής
1Ιάδας του Άγιαξ Γιόχαν Κρόιφ στην Καστοριά.» Αυτό σημαίνει ότι το
πιστεύει, θα τον πάρουμε. Αν το πιστεύει λιγότερο είναι «ακούστηκε
ότι ο Κρόιφ θα αναλάβει την Καστοριά», αφήνουμε το χρυσό κλπ. Αν
το πιστεύει ακόμα λιγότερο είναι: «Αργά χθες το βράδυ ακούστηκε το
όνομα του Γιόχαν Κρόιφ για την Καστοριά», γιατί με το «αργά χθες το
βράδυ» υποδηλώνει ότι «δεν είχα καιρό να το διασταυρώσω», το «αργά
χθες το βράδυ» είναι πολύ κωδική φράση. Ακόμα χειρότερα: «Ανάμεσα
σε άλλα ονόματα για την τεχνική ηγεσία της Καστοριάς ακούστηκε το
όνομα του Ολλανδού Γιόχαν Κρόιφ.»
Το απολύτως μη πιστευτό είναι: «Υπό την επίβλεψη του γυμναστή
Θανάση Ηρισμίδη ολοκληρώθηκε η προετοιμασία της ομάδας της
Καστοριάς για τον κρίσιμο αγώνα της Κυριακής με τον Αετό Σκύδρας.
Θα απουσιάσουν οι τιμωρημένοι Παπαδόπουλος και Πάντζος ενώ αμ­
φίβολη είναι η συμμετοχή του Γιώργου Κριγκέλα. Η αποστολή της
Καστοριάς θα αποσυρθεί στο ξενοδοχείο το βράδυ του Σαββάτου, ενώ
για τον πάγκο της Καστοριάς στη θέση του απολυμένου Γιάννη Κιξιρί-
δη στα ονόματα που γράφτηκαν χθες προστέθηκε και το όνομα του Γιό-
χαν Κρόιφ.» Αφήνω τα υπόλοιπα, θα μπορούσα να συνεχίσω... αλλά
σας ευχαριστώ, δεν έχω να πω τίποτε άλλο.
ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ
ΣΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ
Λίονύσης Καψάλης

ΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΥΛΟΥΝ ΠΟΛΥ ΓΡΗΓΟΡΑ στη ζωή ενός αν­


Τ θρώπου, τόσο που δεν συνειδητοποιούμε την ιδιαίτερη ιστορική
πυκνότητα που μπορεί να έχουν για το σύνολο. Η ταχύτητα ενθαρρύνει
την εκκαθολίκευση και η καθολικότητα, με τη σειρά της, επιταχύνει και
πολλαπλασιάζει την αλλαγή και πάνω απ’ όλα την αλλαγή των συνει­
δήσεων. Αθέατη στη συνείδησή μας παραμένει κυρίως η μεταβολή που
υφίσταται η ίδια η συνείδησή μας. Θυμάμαι καθαρά τον νεαρό φιλανα­
γνώστη που έσπευδε στο περίπτερο κάθε Παρασκευή, ημέρα της προκα­
θορισμένης συνάντησής του με την επιφυλλίδα του Κ. Θ. Δημαρά. Και
μοιάζει πάλι χθες όταν ο νεαρός εκείνος διάβαζε με λαχτάρα τις επι­
φυλλίδες του Δ. Ν. Μαρωνίτη στην ίδια εφημερίδα. Θυμάται ακόμη τις
πρώτες φράσεις της εναρκτήριας: «Ας ξεκινήσουμε με την ομολογία κά­
ποιας αμηχανίας: είναι η πρώτη φορά που γίνομαι από αναγνώστης,
συντάκτης επιφυλλίδων». Το έτος; 1971. Μαύρη δικτατορία, θα μου
πείτε, και με τέτοιες ασκήσεις καίριας εμμεσότητας οι λέξεις δεν μάζευ­
αν γύρω τους περιττό λίπος, δεν προλάβαιναν να πλαδαρέψουν, ώστε
να χρειαστεί, όπως συχνά χρειάζεται σήμερα, να υποβληθούν κι αυτές
στην ειδική φροντίδα του διαιτολόγου ή και του πλαστικού χειρουρ­
γού, όπως η καλοζωισμένη σάρκα μας. Η ίδια επιφυλλίδα, άλλωστε,
κατέληγε πάνω στην κόψη ενός καίριου, τότε όσο και τώρα, ερωτήμα­
τος: «Η συνέχεια θα δείξει αν ο συγκεκριμένος και σαφής λόγος είναι
στις μέρες μας δυνατός, και από υποκειμενική και από αντικειμενική
άποψη.» Η συνέχεια έδειξε άλλα πράγματα, για όλους μας.
Ο άλλοτε φιλοπερίεργος, νεαρός αναγνώστης του 1971 έχει αρχίσει,
εδώ και καιρό, να μεταβάλλεται σε αψίκορο και δύσθυμο μεσήλικα· και
η μεταβολή αυτή, περίπου αναμενόμενη και πάντως φυσιολογική όσο
και η αρχόμενη πρεσβυωπία, προκαλεί αντίστοιχες φυσιολογικές ανα­
κατατάξεις στη συνείδησή του. Αλλά καμία ανακατάταξη στη συνείδη­
310 ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ

ση κανενός δεν εξαρκεί ώστε να καταχωριστεί επαρκώς, με την πειθώ


πραγματικού βιώματος, η καθόλου μεταβολή, στην οποία ο νεαρός ανα­
γνώστης του 1971 και ο μεσήλικας επίγονός του αποτελούν απλή και
μάλλον ασήμαντη λεπτομέρεια. Με άλλα λόγια, ο όρος «αναγνώστης
εφημερίδων», μολονότι παραπέμπει ακόμη στην ίδια πάντα αστική συ­
νήθεια, την ανάγνωση της εφημερίδας, δεν στεγάζει πια και τα δύο αυ­
τά πρόσωπα. Όσο κι αν τα αναδεύσουμε χωρίζουν, καθώς το λάδι από
το νερό, μετατρέποντας τη ρευστή (ούτως ή άλλως) αυτοσυνειδησία μας
σε δειγματολόγιο ασύμβατων υλικών. Όπως το λέει και το Κατά Λου-
κάν Ευαγγέλιο: μεταξύ ημών καί υμών χάσμα μέγα έστήρικται, όπως
οί θέλοντες διαβήναι ενθεν πρός υμάς μή δύνωνται, μηδέ έκεΐθεν
πρός ημάς διαπερώσιν. Κάτι σαν θάνατος, λοιπόν, μεσολαβεί ανάμεσα
στον νεαρό αναγνώστη του 1971 και τον μεσήλικα επίγονό του: ο θάνα­
τος της μίας και ενιαίας εφημερίδας, εκείνης που ήταν ακόμη αδιαίρε­
τη, όπως η δημοκρατία, και προϋπέθετε τον αναγνώστη της επίσης ενι­
αίο και αδιαίρετο. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς συντελέστηκε αυτός ο θά­
νατος· ληξιαρχική πράξη δεν μπορούμε να συντάξουμε. Τον γνωρίζου­
με, όμως, από τα αποτελέσματά του καθώς και από τα λίγα κατάλοιπα
ζωής, όσα μάχονται αμφισβητώντας την παντοδυναμία του.
Ακούστε τι έγραφε ο ελλογιμότατος κύριος Ιωσήφ Αντισον, ο σεβα­
στός προπάτωρ της επιφυλλιδογραφίας, στις 12 Μαρτίου του 1711,
ημέρα Δευτέρα, στο δέκατο φύλλο του περίφημου Θεατή, της εφημερί­
δας που εξέδιδε με τον φίλο του Ριχάρδο Στηλ:

Λένε για τον Σωκράτη ότι κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό και την
έφερε να κατοικήσει με τους ανθρώπους· φιλοδοξώ να πουν για μένα ότι
έβγαλα τη φιλοσοφία από τις κλειστές κάμαρες, τις βιβλιοθήκες, τα σχο­
λεία και τα πανεπιστήμια, και την έφερα να κατοικήσει στις λέσχες, στις
συνελεύσεις, στο τραπέζι του τσαγιού και στα καφενεία.

Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η προσφυγή αυτή στη φιλοσοφία, όσο


απηρχαιωμένη κι αν φαίνεται σήμερα. Η ιδέα, εξόχως ρηξικέλευθη,
ήταν σχετικά απλή. Ο λονδρέζος αστός -άνδρας ή γυναίκα- εκαλείτο
να επινοήσει μια νέα συνήθεια: την ανάγνωση της εφημερίδας· μαζί με
τα άλλα σύνεργα της καθημερινής τεϊοποσίας, το ψωμί, το βούτυρο και
το τσάι, θα ζητούσε τώρα πια να του φέρνουν και την εφημερίδα του. Ο
πολίτης στον οποίον απευθυνόταν ο Αντισον -ο δικηγόρος, ο έμπορος,
ο γιατρός και κάθε σκεπτόμενος επιτηδευματίας- όφειλε να βγει από τη
μερικότητα και την αναπόφευκτη μεροληψία του πρακτικού βίου και να
ΣΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ 311

αρθεί στην ολότητα του θεωρηματικού βίου, εκεί όπου κατοικούσαν


όλοι όσοι, με τα λόγια του Αντισον πάλι, «αντιλαμβάνονται τον κόσμο
σαν θέατρο και επιθυμούν να σχηματίσουν ορθή κρίση για τους ηθοποι­
ούς του». Το θέατρο του κόσμου: με αυτή την κατεξοχήν σαιξπηρική με­
ταφορά ο Αντισον επανίδρυε την επικράτεια των λογίων συνώνυμη και
ομοούσια με την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη. Η επιφυλλίδα, το δο­
κιμαστήριο αυτής της νέας πολιτείας, ήταν μια πραγματοποιημένη φι­
λοσοφία σε μικρές καθημερινές δόσεις· ένα καινούργιο θεωρείο προς
τον κόσμο, μια θεωρία ζωής.
«Η πρωινή προσευχή του αστού», θα έλεγε αργότερα ο Χέγκελ· κι
εννοούσε μάλλον ότι η ανάγνωση της εφημερίδας ήταν κι αυτή μέρος
της αναπόφευκτης εκκοσμίκευσης και της νέας εκλογίκευσης του χρι­
στιανικού πολιτισμού· και ο εφημεριδογράφος ένα είδος λαϊκού εφημέ­
ριου που εκκοσμικεύει θρησκευτικούς τύπους και υποκλέπτει το αισθη­
ματικό και ιδεολογικό τους περιεχόμενο προς όφελος μιας νέας αστι­
κής ιεραρχίας. Εξίσου σαφής, και προς την ίδια ακριβώς κατεύθυνση,
υπήρξε και ο Κοραής: «το πιεστήριον των τύπων, γίνεται ιερός άμβων,
όταν απ’ αυτό σκορπίζωνται εις όλο το έθνος ηθικής και πολιτικής σω­
τηρίας διδάγματα». Ναι, από τίνος και εφεξής, η πρωινή εφημερίδα
-γιατί η εφημερίδα είναι κατ’ αρχήν και εκ συστάσεως πρωινή- γίνεται
ρυθμιστής της κανονικότητας του κόσμου και τελεστής της καθολικότη-
τάς του. Το ιδιαίτερο κράμα είδησης και σχολίου, πραγματολογικής και
φιλοσοφικής επαξίωσης του καθ’ ημέραν βίου, τακτοποιούσε την πραγ­
ματικότητα και την αναδιευθετούσε, αναμαγεύοντας λίγο -με τη γοη­
τεία του εφήμερου- όσα η ίδια η εφημερίδα αναπόφευκτα απομάγευε
από τον μέχρι προ τίνος δυσθεώρητο, αινιγματικό κόσμο. Ήταν ένα εί­
δος απαλλοτρίωσης της γνώσης, ένας ριζικός αναδασμός της πληροφο­
ρίας, που ενεργείτο εν ονόματι μιας νεογέννητης ιδέας: της ανθρωπότη­
τας· μιας καινούργιας ηθικής: της πολιτικής ελευθερίας· και ενός νέου
οργάνου: του ορθού λόγου.
Αυτή λοιπόν η εφημερίδα, την οποία επαγγέλλεται ο Άγγλος Ιωσήφ
Αντισον το 1711 και στην οποία γράφει ακόμη ο Μαρωνίτης στα 1971,
δεν υπάρχει πια, και είναι μάταιο, για να μην πω γελοίο, να προσποι­
ούμαστε ότι υπάρχει. Το θέατρο του κόσμου συνεχίζει, βεβαίως, τις πα­
ραστάσεις του· οι ηθοποιοί του εναλλάσσονται πυρετωδώς στη σκηνή
με ταχύτητα τηλεοπτικής διαφήμισης και με την ίδια πάνω κάτω αυθαι­
ρεσία, γεμάτοι θόρυβο και μένος. Αλλά το θέαμα άλλαξε. Το θέαμα, τώ­
ρα πια, είμαστε εμείς· τοποθετημένοι, σαν μέσα σε γυάλα, στην περία-
κτο της δυστυχούς συνείδησής μας.
312 ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ

Για τον Γαβριηλίδη, τον Παλαμά, τον Δροσίνη και τον Ξενόπουλο,
για να αναφέρουμε τέσσερις μόνο από τους πιο επιφανείς συμπατριώ­
τες μας, όσοι μέρα τη μέρα και άρθρο το άρθρο, στη δημοτική είτε στην
καθαρεύουσα, αγωνίστηκαν τον αγώνα της έκφρασης και απεργάστη­
καν τη νεοελληνική κοινή -αυτήν που γράφουμε και διαβάζουμε ώς σή­
μερα-, για τους ανθρώπους αυτούς η σωκρατική απολογία του Άντισον
ήταν χωνεμένη μέσα στις συνθήκες του επαγγέλματος τους, στα συμφω-
νημένα υπονοούμενα της τέχνης τους, γΓ αυτό και εξακολουθούσαν να
βλέπουν την επιφυλλιδογραφία, όπως εκείνος, σαν μαιευτήριο καλών
ιδεών. Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να τους ιδανικεύσουμε για να τους κα­
ταλάβουμε. Από τα ίδια ευτελή, καθημερινά υλικά ήταν φτιαγμένη και
η δική τους η ζωή όπως περίπου η δική μας. Να βιοποριστούν ζητούσαν
και εκείνοι όταν έγραφαν στην εφημερίδα -«εξ ανάγκης και προς βιο­
πορισμόν», όπως ομολογούσε και ο Παπαδιαμάντης. Αλλά δίπλα σ’
αυτήν την ανάγκη, μέσα από αυτήν και ίσως λίγο πάνω από αυτήν σχη­
ματίζεται πάντα ένα περίσσευμα παιδείας, ένα ζωτικό περιθώριο (τι
άλλο είναι αυτός ο έρμος ο πολιτισμός;) που ο Παλαμάς το ονομάζει
«φήμη και δόξα».

Εις το καφενείον του Γιαννοπούλου, όπου τώρα εκτείνεται μεγαλόπρεπός


το βιβλιοπωλείον Ελευθερουδάκη και Μπαρτ, ποσάκις εις το πλευράν του
Γαβριηλίδη ανέμενα μετά παλμών να ακούσω από τους πωλητάς των εφη­
μερίδων, έξω εις τον δρόμον μεγαλοφωνούμενον το «Μη χάνεσαι»· είχα
εμπιστευθή εις τας στήλας του τα νεανικά μου ορνιθοσκαλίσματα και πε-
ρίμενα ηλιθίως από εκεί φήμην και δόξαν.

Ας μην αφήσουμε να μας παραπλανήσει ο ειρωνικός και σχετλιαστικός


τόνος του Παλαμά. Δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι δεν ήταν μόνο η
ανάγκη να βιοπορίζεται που τον οδήγησε στο χρονογράφημα· ότι η φι­
λοδοξία του δεν ήταν μόνον ιδιοτέλεια και ότι μέσα σ’ αυτή την ανάγκη
χώρεσε και κάτι μεγαλύτερο -όπως τεκμαίρεται από τα ίδια τα κείμενά
του-, κάτι που αφορά άμεσα τον ανθρώπινο λόγο και τη σχέση του με
τα πράγματα του κόσμου. Και δικαιούμαστε επίσης να πιστεύουμε ότι
αυτό το κάτι ήταν ακόμη τότε συμβατό -οριακά έστω- με την απελπι­
σία του «ελεύθερου πολιορκημένου» πολεμάρχου, ο οποίος, όπως θυ­
μούνται οι αναγνώστες του Σολωμού,

Έριξε χάμου τα χαρτιά με τς’ είδησες του κόσμου.


ΣΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ 313

Για να το πω διαφορετικά: η άρνηση, η δυσπιστία και η αίσθηση της


ματαιότητας ανήκουν ανέκαθεν στην εφημερίδα, στη γραφή του εφήμε­
ρου κόσμου, όσο και η ευπιστία με την οποία ακοΰμε ακόμη να λέγεται,
σαν αδιαφιλονίκητο πειστήριο, «μα το διάβασα στην εφημερίδα!»
Αλλά μήπως εξωραΐζουμε τα πράγματα; Ο νεαρός αναγνώστης του
1971 δεν ανήκει άραγε στην ίδια πάνω κάτω εποχή, όταν ο μετέπειτα
εθνικός βάρδος τραγουδούσε «τρέχεις στο περίπτερο, διαβάζεις / φυλ-
λάδες με μιάμιση δραχμή»; Και αυτή ακόμη η παλαιότερη, η χρυσή επο­
χή του Γαβριηλίδη, του Παλαμά, του Δροσίνη και του Ξενόπουλου δεν
οδηγεί άραγε νομοτελειακά στον Καρυωτάκη, ο οποίος έγραφε

θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι


κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα,

πιστοποιώντας και ποιητικά, με αυτό το θανατερό σύμπλεγμα δασκά­


λου και εφημερίδας, το ρηθέν από τον Νίτσε, ότι «στην εφημερίδα κο-
ρυφώνονται οι ιδιότυποι μορφωτικοί στόχοι της εποχής μας»; Και πό­
σο ωραία συναιρούνται, σε τούτη την εμβληματική εικόνα του Καρυω­
τάκη, οι δύο αυτοί θεσμοί της αστικής χρηστομάθειας και εθιμοφροσύ-
νης, ο δάσκαλος και η εφημερίδα! Είπαμε: Η αδράνεια που μας οδηγεί
κάθε πρωί στο περίπτερο, για να αγοράσουμε την εφημερίδα, στοιχειο­
θετεί την κανονικότητα του κόσμου- είναι ο υποχρεωτικός ρυθμός της
ζωής μας μεταλλαγμένος σε συνήθεια- είναι ένας τρόπος -συμβατικός
μεν, αλλά εξίσου δραστικός με το ρολόι- να μετρούμε την ημέρα μας
και να συντονίζουμε την ιδιωτική με τη δημόσια ζωή μας. Ο άνθρωπος
που δίνει κάθε πρωί τις διακόσιες πενήντα δραχμές του πρέπει, σε κά­
ποιο ανομολόγητο βάθος, να αισθάνεται πως εξαγοράζει μια μορφή
συμμετοχής στα κοινά- ένα ελάχιστο περιθώριο μνήμης, ας το πούμε
έτσι, χάρη στο οποίο μπορούν ακόμη οι εκδότες να αερίζουν κάθε τόσο
τα ιδανικά της ελευθεροτυπίας για λόγους -φοβούμαστε- που ελάχιστη
σχέση έχουν με το θεσμό της σωκρατικής εφημερίδας, όπως την ευαγγε­
λίστηκε ο Αντισον, ή με το ιδεώδες της εκδημοκρατισμένης πληροφο­
ρίας. Κι αν η συνήθεια αυτή χρονολογείται, πρόχειρα και συμβατικά,
από την εποχή του Αντισον, η δυσπιστία μας απέναντι στην επιπόλαιη
γνώση και την εφήμερη γραφή καθώς και η αίσθηση της ματαιότητας
μπροστά στον ωκεανό του τυπωμένου χαρτιού αγγίζουν βαθύτερα, αρ­
χαιότερα στρώματα δυσπιστίας. Ποια είναι αυτά;
Πρέπει να αναχθούμε στον πλατωνικό Φαίδρο για να τα εντοπίσου­
με και να τα καταστήσουμε εκ νέου συζητήσιμα. Η εφημερίδα πράγματι
314 ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ

συμπυκνώνει και κεφαλαιώνει όλες τις απαξίες, όσες καταμαρτυρούσε


ο Πλάτων στην επινόηση της γραφής, αντιδιαστέλλοντάς την από τη
ζώσα φωνή. Η γραφή δεν προλαβαίνει να σιτέψει, να μεστώσει μέσα
στον οργανισμό του γράφοντος, στην ησυχία και τον αργό χρόνο της
δικής του περισυλλογής· και όταν βγει, αναζητώντας εσπευσμένα τον
αποδέκτη της, δεν προλαβαίνει να πυκνώσει, να δέσει, να βρει τη φυσι­
κή υποδοχή της και να πιάσει τόπο, όσο καλή, ηθική ή καλαίσθητη κι αν
είναι. Με λίγα λόγια, δεν μπορεί από λόγια να γίνει λόγος. Εξαχνώνε-
ται, εξαερώνεται, σκορπίζεται, διαχέεται, διαλύεται ή απλούστατα ευ-
τελίζεται προτού προλάβει να κρυσταλλωθεί σε κάτι σθεναρότερο και
ανθεκτικότερο. Αλλά στην πραγματικότητα βρισκόμαστε ήδη πέραν του
συντριπτικού μεταφυσικού διλήμματος που έθεσε ο Πλάτων ή, αν προ­
τιμάτε, βρισκόμαστε στον τόπο της παρωδίας του, αφού η ζώσα φωνή
είναι τώρα ο λεγόμενος live τηλεοπτικός λόγος (ανεμομαζώματα ανε-
μοσκορπίσματα, δηλαδή) και η γραφή το γραπτό του πρόσχημα. «Να με
καλέσετε εκεί να τα πούμε διά ζώσης» άκουσα τις προάλλες να λέει
ένας επιφανής άνδρας με τον οποίον τηλεφωνική μόνον επικοινωνία
είχε ο συντονιστής της «ζωντανής» εκπομπής. «Εκ του σύνεγγυς» ήθελε
προφανώς να πει ο άνθρωπος. Αλλά ο ανεπαίσθητος αυτός σολοικι­
σμός του, αντιδιαστέλλοντας αθέλητα τη ζώσα συνομιλία από την ηλε­
κτρονική μετάδοση της φωνής και τα ζωντανά πρόσωπα, τα όντως πα­
ρόντα σε μια συνομιλία, από την εικόνα τους, αποκάλυπτε μεμιάς το
τέχνασμα στο οποίο στηρίζεται η επικοινωνιακή φενάκη: Η τηλεοπτική
αδολεσχία, όσο αυθόρμητη και αν σκηνοθετείται, ανήκει περισσότερο
στη γραφή, τη μνημοτεχνία, και λιγότερο στη ζώσα ομιλία, τη μνήμη,
και επομένως δεν στοιχειοθετεί καμιά επιστροφή του πολιτισμού μας
στις αξίες της πρωτογενούς προφορικότητας, όπως ισχυρίζονται ορι­
σμένοι επικοινωνιολόγοι.
Η εφημερίδα, επειδή είναι η ακραία απόληξη της τυπογραφίας, ανα-
δεικνύει σε ενδημική τη μεταφυσική ασθένεια την οποία ο Πλάτων ενε-
τόπισε στην επινόηση της γραφής: όταν όέ άπαξ γραφή, κνλινόεϊται
μέν πανταχοϋ πας λόγος ομοίως παρά τοΐς έπαΐονσιν, ώς δ ’ αϋτως
πα ρ’ οίς ούδέν προσήκει, καί ούκ έπίσταται λέγειν οίς δει γε καίμή.
Σε απλή νεοελληνική: «καί μόλις γραφτεί κάτι, οτιδήποτε, κυλιέται και
μεταφέρεται παντού, εδώ κι εκεί, τόσο σ’ εκείνους που τον καταλαβαί­
νουν όσο και σ’ εκείνους που καμιά σχέση δεν έχουν μαζί του, και δεν
γνωρίζει πια σε ποιους πρέπει ν ’ απευθυνθεί και σε ποιους όχι». Αυτή
όμως η μεταφυσική απαξίωση της γραφής -κατ’ επέκτασιν της τυπο­
γραφίας και εντέλει της εφημερίδας: σκεφτείτε πόσο εύκολα μεταβαί­
ΣΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ 315

νουμε, στη γλώσσα μας, από το πλατωνικό «κυλινδεΐται» στον τυπο­


γραφικό κύλινδρο-, αυτή λοιπόν η στάση, που δεν είναι διόλου σπάνια
στις μέρες μας, μπορεί εύκολα να εκβάλει (γιατί την εμπεριέχει εν σπέρ-
ματι) σε μιαν αριστοκρατική πολιτεία ή απλούστερα σε μια σφόδρα
αντιδημοκρατική δυσπιστία απέναντι στον κοινό λόγο, η οποία αναπό­
φευκτα μεροληπτεί υπέρ του ηγεμόνος (του ιδανικού ή του τυραννικού
εν τοις πράγμασι). Χρειάζεται κάθε φορά να επινοηθούν οι τρόποι και
τα επιχειρήματα που θα πιστώσουν αυτή τη μεταφυσική απαξίωση στην
κοινωνία και τη δημοκρατία. Και οι τρόποι αυτοί πάλι στην εφημερίδα
έπρεπε να βρεθούν, στην ανάγνωση της κανονικότητας του κόσμου.
Πού όμως; Μα εκεί ακριβώς όπου την ενετόπισε ο Άντισον και φυσικά
με όλες τις αντιφάσεις τις οποίες σέρνει πίσω της η «σωκρατική» του
Άγγλου: στη φιλοσοφία (ας μη μας τρομάζει η λέξη), στην πραγματο­
ποιημένη φιλοσοφία και στη φιλοσοφική απορία τις οποίες ενεργεί η
δοκιμιακή εφημεριδογραφία. Εν ολίγοις, στην επιφυλλίδα. Αυτή, η στο­
χαστική στιγμή της εφημερίδας, αναλαμβάνει στο εξής να ελέγχει τον
εγγενή ολοκληρωτισμό του μέσου: την τάση του να παραστήσει την
ολότητα της ζωής, να σφετεριστεί την έμμεση λαϊκή εντολή που φέρει
μέσα του και να ηγεμονεύσει. Γιατί το μέσον τώρα πια όντως ηγεμονεύ­
ει· όχι αντιποιούμενο τη θέση του ηγεμόνα, αλλά πλαστογραφώντας
προς ίδιον όφελος την ιδεολογία που τον καθαιρεί. Ο συμβολικός απο­
κεφαλισμός του βασιλέως γίνεται καθημερινό θέαμα (νά το «θέατρο»
του Άντισον), όπου ο δήμιος εξακολουθεί να κραδαίνει το όπλο του
απειλητικά, σαν τον πρωτόγονο κυνηγό που πιστεύει ότι σκοτώνοντας
το ζώον αποκτά τη δύναμή του. Αυτός είναι ο τρομαχτικός αταβισμός
των σημερινών μέσων μαζικής επικοινωνίας, και τα μετατρέπει θορυ-
βωδώς από «κεραυνοστόμο τυρρηνική σάλπιγγα» (η φράση είναι πάλι
του Παλαμά) σε όργανα τυραννίας. Κάπου εκεί βρισκόμαστε σήμερα.
Από την «πρωινή προσευχή του αστού» φτάσαμε στους σημερινούς
«τηλεμουεζίνηδες» (κατά τον προσφυή νεολογισμό του Γεράσιμου Λυ-
κιαρδόπουλου), και από τον Σωκράτη του Άντισον στους κάθε λογής
αναισθησιολόγους και μαιευτήρες μιας εκτρωματικής κοινοτοπίας που
δυστυχώς μας περιέχει όλους. Η εφημερίδα, ο έντυπος λόγος, μετατρέ-
πεται ραγδαία σε λεζάντα της τηλεοπτικής εικόνας. Εξηγεί τι είδαμε
χθες, το υπογράφει, ολοκληρώνοντας έτσι (διά της έλλογης επίνευσης)
τη μεταμφίεση του θεάματος σε μοναδική πραγματικότητα.
316 ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ

νεαρός αναγνώστης που τηρούσε τους όρους της ιδανικά προκα­


Ο θορισμένης συνάντησής του με την επιφυλλίδα του Κ. Θ. Δημαρά
προφανώς θεωρούσε ότι κάτι μάθαινε, κάτι αποκόμιζε από τη συνάντη­
ση αυτή. Όχι. Δεν νοσταλγούμε την παλαιά ένδοξη δημοσιογραφία.
Ανασκαλίζουμε λίγο τις στάχτες του παρελθόντος, ψάχνοντας ακόμη
εκείνον τον νεαρό, ο οποίος ενδέχεται στο μεταξύ να έγινε και αυτός
από αναγνώστης, συντάκτης επιφυλλίδων. Γιατί εάν εκείνος ο νεαρός
δεν υφίσταται πλέον σαν ανθρώπινος τύπος, εάν η παιδεία μας και ο
πολιτισμός μας τον έχουν πια απεμπολήσει, τότε απλώς ματαιοπονού­
με. Και ίσως, σκεφτόμαστε, να υπήρξε κάτι που γνώριζαν καλά οι πα­
λαιοί λινοτύπες και το οποίο δεν θα εμφανιστεί ποτέ στην οθόνη του
σημερινού δημοσιογράφου· κάτι που γράφτηκε κάποτε στο «μάρμαρο»,
ένα φευγαλέο κείμενο, σχεδόν αδιόρατο, που θα ήταν εξίσου δραστικό
με τις αρχαίες επιγραφές, τις σκαλισμένες σε μάρμαρο ακατάλυτο· μια
μορφή υλικού πολιτισμού που έφερνε μαζί της έναν αέρα διάρκειας μέ­
σα στην εφήμερη γραφή του κόσμου. Γι’ αυτό και στη φαντασία μας συ­
ναιρούνται παράξενα ο Κ. Θ. Δημαράς και ο παλαιός λινοτύπης, σχη­
ματίζοντας τη μορφή ενός πολιτισμού, γεμάτου αδικία και βαναυσότη­
τα, όπως όλοι οι πολιτισμοί, αλλά κάπως καλύτερου και λιγότερο υπο­
κριτικού, στο θέμα αυτό, από τον δικό μας.
Σκέφτομαι εκείνη την παλαιά έκφραση που μόλις χρησιμοποίησα:
στο μάρμαρο. Ό τι γράφονταν κάποτε κείμενα κυριολεκτικά «επί του
πιεστηρίου», δίπλα ακριβώς στη λινοτυπική μηχανή που δούλευε αστα­
μάτητα, το γνωρίζουμε όλοι. Μας εντυπωσιάζει, τώρα πια, η επάρκεια,
η ρητορική αποτελεσματικότητα και η σαφήνεια ορισμένων από τα κεί­
μενα αυτά. Είχαν, μεταξύ άλλων, λύσει και το μείζον πρόβλημα (πρό­
βλημα, πρωτίστως, δημοσίου ήθους) που αντιμετωπίζει ο σημερινός
επιφυλλιδογράφος: το πρώτο ενικό πρόσωπο. Ένα δικαίωμα στην
πρωτοπρόσωπη εκφορά, με όλες τις αυτοβιογραφικές ή απλώς προσω­
πικές επιπλοκές του, που τώρα πια πλαστογραφείται καθημερινά, στον
έντυπο όσο και στον ηλεκτρονικό Τύπο, από χιλιάδες συμπολίτες μας,
διάσημους και άσημους. Το είχαν λύσει οικοδομώντας, με την εφήμερη
γραφή τους μέσα στο χρόνο, μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης με τον
αναγνώστη τους, η οποία μπορούσε να στεγάσει την πιο τίμια ιδιότητα
της επιφυλλίδας: την προσωπικότητα. Τα κείμενα αυτά προήλθαν από
την πένα ανθρώπων που ήξεραν να γράφουν επειδή, πρωτίστως, ήξε­
ραν να μιλούν και να συνομιλούν. Γι’ αυτό φαντάζει ακόμη πιο λαμπε­
ρό εκείνο το αθέλητο και θαυμαστό οξύμωρο «στο μάρμαρο»: το ακα­
ΣΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ 317

τάλυτο μάρμαρο, το προορισμένο να δεχτεί μορφές που διαρκούν αιώ­


νες, να χρησιμοποιείται ως έκφραση για να δηλώσει τα κείμενα που
γράφονται κυριολεκτικά στο πόδι, τα πιο εφήμερα λόγια που μπορεί να
φιλοξενήσει το αλφάβητο.
Ο μορφωτικός ρόλος της εφημερίδας μπορεί να ισχύσει και να φω­
τίσει λίγο τα περιρρέοντα σκοτάδια μόνον όπου η εφημερίδα, όπως και
η δημοκρατία, παρουσιάζεται αδιαίρετη και προϋποθέτει, όπως είπα,
εξίσου αδιαίρετο τον αναγνώστη της. Όχι τον homo economicus των
χρηματιστηριακών σελίδων, όχι τον homo athleticus των αθλητικών μή­
τε και τον -αμυδρά λατινικό- «κουλτουριάρη» των καλλιτεχνικών σε­
λίδων και των επιφυλλίδων· όχι αυτές τις εμπορεύσιμες υποδιαιρέσεις
της ανεύρετης ολότητας, όχι αυτό το κακόγουστο κακέκτυπο της ελεύ­
θερης αγοράς αλλά τον ενιαίο, καθολικό αναγνώστη. Αυτόν οφείλει να
ξαναβρεί η σημερινή εφημερίδα που σέβεται τον εαυτό της (και τους
αναγνώστες)· να τον οραματιστεί, να τον βρει και να τον προτείνει ως
πρότυπο παιδείας.
Θα μου επιτρέψετε, λοιπόν, ενώπιον της σεβαστής αυτής συνάθροι­
σης επαγγελματιών και επίδοξων επαγγελματιών, πιθανότατα κομίζων
γλαύκα εις Αθήνας (κοντεύει άλλωστε και η πανάκριβή μας ολυμπιάδα,
όταν χιλιάδες γλαυκοκομιστές, ιθαγενείς και αλλοθιγενείς, θα κατακλύ-
σουν την ενημέρωσή μας μέχρι αηδίας), θα μου επιτρέψετε να υπερα­
σπίσω αυτόν τον -πώς να τον πω - θεσμό της επιφυλλίδας απέναντι
στην επερχόμενη λαίλαπα εικονικής και υποχρεωτικής πραγματικότη­
τας· να τον υπερασπίσω ακόμη και με πλατωνικά επιχειρήματα, για
όλα εκείνα τα κείμενα τα οποία, κι ας μη γράφονται πια στο μάρμαρο
(καμιά φορά παίρνουν και εβδομάδα ολόκληρη για να γραφτούν), εξα­
κολουθούν να μεταφέρουν ώς σήμερα την επιγραμματική πειθώ των λέ­
ξεων που όντως γράφονταν στο μάρμαρο, ανάγλυφες, αρχής γενομένης
πάντα από εκείνο το παλαίφατο, αξεπέραστο, ιδρυτικό και ανεπίληπτα
κατηγορηματικό: *Έδοξε τφ όήμφ.
1

ΚΡΑΥΓΕΣ ΚΑΙ ΨΙΘΥΡΟΙ


Άννα Ααμιανίδη

ΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ είναι οι εικόνες των ειδήσεων στην


Γ τηλεόραση, είναι η μουσική υπόκρουση στα ραδιοφωνικά δελτία ει­
δήσεων, είναι το πάτσγουορκ των πρώτων σελίδων στις εφημερίδες
όταν κρέμονται όλες μαζί στα περίπτερα. Περπατώντας μια μέρα σ’
ένα ωραίο φαρδύ παριζιάνικο πεζοδρόμιο, είχα βρεθεί ξαφνιασμένη
μπροστά σ’ αυτό το τελευταίο «ιδίωμα», σ’ ένα περίπτερο που είχε ελ­
ληνικές εφημερίδες. Ήταν κρεμασμένες η μία κάτω από την άλλη και το
μέγεθος των γραμμάτων στους τίτλους ήταν τρομακτικό. Αγωνία μ’
έπιασε, τι είχε συμβεί στην Ελλάδα; Χρειάστηκε να τις διαβάσω όλες
για να καταλάβω ότι δεν είχε συμβεί τίποτα το ιδιαίτερο στην Ελλάδα,
να θυμηθώ ότι αυτά τα τεράστια γράμματα είναι η καθιερωμένη ρουτί­
να στα πρωτοσέλιδα των απογευματινών εφημερίδων. Είναι αυτά που
βλέπουμε όλοι μας καθημερινά, σ’ όλα τα περίπτερα, ό,τι κι αν συμβαί­
νει, ό,τι κι αν δεν συμβαίνει.
Αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε σταδιακά μετά τη μεταπολίτευση.
Οι πρώτες σελίδες των εφημερίδων μίκραιναν, ενώ τα γράμματα των
τίτλων μεγάλωναν. Έχουν φτάσει πια να μοιάζουν με μικρές αφίσες,
να περιέχουν τόσο λίγο κείμενο που θα μπορούσε να το φωνάξει ένας
τελάλης με πολύ λίγες φράσεις. Κι αυτό κάνουν ακριβώς, αντικαθι­
στούν τον τελάλη. Ίσως μάλιστα να εξηγείται το όλο φαινόμενο από το
γεγονός ότι δεν υπάρχουν πια τελάληδες, ούτε εφημεριδοπώλες να δια-
λαλούν την πραμάτεια... Κι επειδή οι εφημερίδες είναι όλες στρατευμέ-
νες πολιτικά, επειδή είναι όλες εκτός από μέσα ενημέρωσης και μέσα
διάδοσης πολιτικών απόψεων με μικρότερο ή μεγαλύτερο φανατισμό η
καθεμία, κι επειδή τα γεγονότα κι οι ειδήσεις ερμηνεύονται σε καθεμιά
από την πολιτική της σκοπιά, οι φωνές των απλών τελάληδων και εφη­
μεριδοπωλών θα ήταν πολύ ειρηνικές για τους τίτλους και τη μαχητι­
κότητα που τους διακρίνει. Ευτυχώς που είναι οπτικοί και δεν τους
320 ΑΝΝΑ ΔΑΜΙΑΝΙΔΗ

αχούμε παρά μόνο στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, όταν τους δια­
βάζουν ήσυχα σε κάποια γραφεία.
Πολιτικά η συνήθεια επικράτησε την εποχή που η Νέα Δημοκρατία
του Κωνσταντίνου Καραμανλή κυβερνούσε μετά τη μεταπολίτευση, κι
αφού είχαν προηγηθεί μερικά χρόνια δεξιών κυβερνήσεων. Οι μαχητι­
κοί μεγάλοι τίτλοι της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης εξέφραζαν δυ­
ναμικά τη λαχτάρα της για εξουσία. Όταν όμως την κέρδισε, της έμει­
ναν τα ξύλινα γράμματα ως βαριά κληρονομιά που δεν έχει τι να την
κάνει. Φυσικά υιοθετήθηκαν από την έκτοτε δεξιά αντιπολίτευση, ακό­
μα πιο μαχητικοί και κραυγαλέοι. Υποτίθεται ότι προκαλούν τον ανα­
γνώστη, υποτίθεται ότι θα τον ξαφνιάσουν, θα τον ανησυχήσουν, κά­
πως θα τον καταφέρουν να βάλει το χέρι στην τσέπη.
Όμως είναι γνωστό ότι οι αναγνώστες των εφημερίδων είναι μάλλον
σταθεροί, πιστοί σε κάποιο φύλλο, δεν αλλάζουν επειδή βλέπουν έναν
εντυπωσιακό τίτλο σε κάποιο άλλο. Έτσι ο μεγάλοι τίτλοι απλώς διευ­
κολύνουν τους διαβάτες να έχουν ένα πανόραμα των απόψεων σε όσο το
δυνατόν μικρότερο χρόνο, μπροστά στο περίπτερο. Το να σταματάς και
να ρίχνεις μια ματιά στους τίτλους είναι συνήθεια που την έχουν πολύ
περισσότεροι άνθρωποι από όσους αγοράζουν τελικά εφημερίδα.
Υπάρχει λοιπόν αυτή η πολυφωνία του περιπτέρου, πολύ δημοκρα­
τική, διότι όλοι οι τίτλοι φαίνονται από αρκετά μακριά, και κατευνα-
στική, διότι όλες μαζί οι κραυγές αποδυναμώνονται με τη συνύπαρξη.
Αυτή η εικόνα της υπερβολής άνευ λόγου είναι η πρώτη που φέρνει στο
μυαλό μου ο τίτλος του Συνεδρίου «Δημοσιογραφία και Γλώσσα». Τα
μεγάλα γράμματα, αυτή η τεράστια λακωνικότητα έχει κάτι απειλητικό,
παρ’ όλη την πολυφωνία. Ο κίνδυνος μιας κραυγής ομόφωνης δεν είναι
φανταστικός, έχει υπάρξει κι έχει πιέσει εξαιρετικά την ελεύθερη έκ­
φραση και τη σκέψη. Είναι δύσκολο να αντιστέκεσαι στους δραματι­
κούς τόνους.
Η εμφάνιση αυτή των πρώτων σελίδων είναι περισσότερο αρχιτε­
κτονική παρά γλώσσα, για την οποία ελάχιστοι από τους δημοσιογρά­
φους είναι υπεύθυνοι. Οι άνθρωποι που τη χτίζουν κάθε βράδυ, που τη
δημιουργούν, δεν είναι αυτοί που γράφουν τα ρεπορτάζ, δεν είναι αυ­
τοί που γράφουν τα χρονογραφήματα, ακόμα κι αν είναι όμως, μετα­
μορφώνονται σε αφανείς εργάτες οικοδομών. Οι λέξεις στην πρώτη σε­
λίδα γίνονται αετώματα, τσιμεντόλιθοι, φράχτες και μετόπες. Οι διευ­
θυντές, αυτοί συνήθως κατασκευάζουν την πρώτη σελίδα, έχουν εγκλω­
βιστεί σε κάτι πέρα από την πολιτική στράτευση, πέρα από την ενημέ­
ρωση, πέρα από τη δημοσιογραφία. Αυτό το κάτι υποτίθεται πως είναι
Κ Ρ Α Υ Γ Ε Σ Κ Α Ι Ψ ΙΘ Υ Ρ Ο Ι 321

η λογική της αγοράς, από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις. Ό,τι κά­
νουν οι άλλοι πρέπει να το κάνουμε κι εμείς, σκέφτεται χωριστά ο κα­
θένας.
Πάντως η κυκλοφορία των εφημερίδων όλ’ αυτά τα χρόνια των ξύ­
λινων κραυγών πέφτει αντί να ανεβαίνει. Παλεύοντας με ξένα μέσα, με
την εικόνα και με το ξάφνιασμα, μέσα που η τηλεόραση τα κρατά και τα
ελέγχει από γεννησιμιού της, ο Τύπος χάνει το παιχνίδι. Το ξανακερδί­
ζει στις εσωτερικές σελίδες, στους ψιθύρους. Εκεί που τα κείμενα μεγα­
λώνουν και τα γράμματα μικραίνουν, γίνονται εξαράκια, όπως τα λέ­
γαμε κάποτε. Τα ρεπορτάζ, που έχουν ήδη δοθεί στην τηλεόραση και
στο ραδιόφωνο, είναι λιγόλογα, αλλά πιο αναλυτικά, πληθαίνουν όμως
οι στήλες των σχολίων, τα άρθρα, οι αναλύσεις, τα σχόλια, τα χρονο­
γραφήματα, που βρίσκονται τώρα σπαρμένα σε ολόκληρο το σώμα της
εφημερίδας, σε κάθε της γωνιά. Ο πλούτος των εφημερίδων είναι όλα
αυτά τα δευτερογενή κείμενα, που τις Κυριακές ειδικά τις κάνουν υπο­
κατάστατα των περιοδικών ποικίλης ύλης.
Οι συγγραφείς των κειμένων αυτών δεν είναι πάντα δημοσιογράφοι,
έρχονται από άλλους χώρους, ειδικεύονται σε άλλες γραφές, δεν πέρα­
σαν την τυραννία του κυνηγητού της είδησης. Πιστεύω ότι και η δημο­
σιογραφία, η καθαρή και πρωτογενής δημοσιογραφία, βρίσκει την κα­
λύτερη στιγμή της σ’ αυτή τη μορφή. Όταν έχει καταλαγιάσει το άγχος
της αγοράς, όταν έχουν ξεθυμάνει τα κλισέ, κι ο δημοσιογράφος, ερμη­
νευτής της πραγματικότητας, βρίσκεται απέναντι της με τα πιο απλά
γλωσσικά εργαλεία και μπορεί επιτέλους να ψιθυρίσει. Δεν είναι καθό­
λου εύκολο. Είναι ένα στάδιο ωριμότητας, μια κατάσταση πολυτελής,
που την κατακτά κανείς με κόπους. Εκεί ακουμπά κανείς τα βαριά μπα-
γκάζια του, καταθέτει τα όπλα του εντυπωσιασμού κι αρχίζει την κατά-
κτηση του προσωπικού του ύφους που θα δώσει ξανά την εικόνα του
κόσμου. Να ψιθυρίζουμε, για να μπορούν τα πράγματα να μας μιλούν,
θα συμπλήρωνα την παραίνεση του Χρήστου Βακαλόπουλου, που μας
θύμισε εδώ ο Ηλίας Κανέλλης.
Υπάρχει πλούτος μυστικός στις εσωτερικές σελίδες των εφημερί­
δων. Και τον ονομάζω μυστικό, ονομάζω τα κείμενα αυτά ψιθύρους
διότι κατά κάποιο τρόπο αγνοούνται από τους αναλυτές, τους γλωσσο­
λόγους, τους μελετητές των μέσων ενημέρωσης, αλλά καμιά φορά και
από τους ίδιους τους επικεφαλής τους. Όλοι ασχολούνται με τα πρω­
τοσέλιδα, αλλά τα εσωτερικά κείμενα σαν να παρεισφρέουν ερήμην των
εφημερίδων, σαν να μην αναγνωρίζονται, σαν να βρίσκονται εκεί τυ­
χαία, λες και θα μπορούσαν να βρίσκονται και κάπου αλλού. Οι εφημε­
322 ΑΝΝΑ ΔΑΜΙΑΝΙΔΗ

ρίδες κατατρύχοντοα από το άγχος του ανταγωνισμού, μεταξύ τους και


με την τηλεόραση, και συνηθίζουν να περιφρονούν αυτό που είναι το
πραγματικό ατού τους.
Γι’ αυτό οι δημοσιογράφοι βασανίζονται. Πρέπει να μάθουν πρώτα
να κραυγάζουν. Πρέπει να αποστηθίσουν τα κλισέ και να τα χρησιμο­
ποιούν καταλλήλως σε κάθε περίσταση. Είναι το πρώτο τους οπλοστά­
σιο, διαβατήριο για τη μύηση στο θαυμαστό γενναίο κόσμο της επικοι­
νωνίας. Λέξεις αναγνώρισης, σύνθημα και παρασύνθημα. Κι εδώ που
τα λέμε βοηθούν σαν μπούσουλας ν ’ αντιμετωπίσει ο νέος την πραγμα­
τικότητα σε συνθήκες πίεσης χρόνου, να μη μείνει άφωνος μπροστά
της. Ας μην είμαστε τόσο απόλυτοι με τα κλισέ και με τις ξένες λέξεις.
Ο δημοσιογράφος πρέπει πρώτα να εντυπωσιάσει για να μπορέσει κά­
ποτε να ψιθυρίσει. Οι ξένες λέξεις τραβάνε την προσοχή, ώσπου να γί­
νουν συνηθισμένες, κι ίσως οι ίδιοι που τις λανσάρισαν θα ψάξουν να
βρουν κάποια άλλη τότε, η οποία πιθανόν να είναι αρχαία ελληνική.
Είναι κι αυτές αρκετά εντυπωσιακές εξάλλου. Οι δημοσιογράφοι είναι
άνθρωποι που πρέπει να τραβάνε την προσοχή. Υπάρχει μεγάλος αντα­
γωνισμός, δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται πια ταλέντο σόου-μπίζνες. Οι
υπερβολές, τα δράματα, η εκζήτηση, η πρόκληση, οι εξυπνάδες, όλ’ αυ­
τά είναι συνηθισμένα μέσα για να ξεχωρίσεις, ή έτσι νομίζουμε πολλοί.
Η γλώσσα μπαίνει σ’ αυτό το παιχνίδι, χρησιμοποιείται ως υλικό χλι­
δής. Ό χι μόνο δεν συρρικνώνεται αλλά φουσκώνει με τη χρήση αυτή,
λάμπει κι αστραφτοκοπά σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εκείνο που
συρρικνώνεται με όλα αυτά είναι η πραγματικότητα, ο γύρω μας κό­
σμος και η δυνατότητα να τον καταλάβουμε. Και φτάνει ώρες ώρες να
χάνεται το νόημα των λέξεων μπροστά στ’ αυτιά μας, από την κατά­
χρηση και τη μεταφορά. Αλλά πώς να προστατέψεις τις λέξεις; Να τις
βάλεις σε κανένα κλουβί; Δεν γίνεται. Να βγάλει φιρμάνια η ΕΣΗΕΑ για
τη χρήση τους; Ούτε αυτό γίνεται.
Υπήρξε διεθνώς ένα κίνημα σχετικό με τη χρήση των ονομασιών, το
κίνημα της πολιτικής ορθότητας, που ξεκίνησε από την Αμερική και εί­
χε στόχο κυρίως αντιρατσιστικό, στην Ελλάδα όμως το αντιμετωπίσα­
με μόνο με ειρωνεία. Η προσπάθεια να εντοπιστούν οι λέξεις που στιγ­
ματίζουν αρνητικά άτομα ή ομάδες ατόμων και οδηγούν σε διακρίσεις
φυλετικές και άλλες, έφτασε σε μας μόνο ως ανέκδοτο, παρόλο που η
επιλογή των λέξεων και των εκφράσεων που χρησιμοποιούμε, θα μας
το πουν και οι γλωσσολόγοι, δεν είναι ποτέ τυχαία. Τα σημερινά παι­
διά π.χ. χρησιμοποιούν αυθορμήτως τη λέξη «βουλεύτρια», θηλυκό του
«βουλευτής», που εμείς δεν μπορούμε να την πούμε ούτε να τη γράψου-
ΚΡΑΥΓΕΣ ΚΑΙ ΨΙΘΥΡΟΙ 323

με. Αυτά όμως μεγαλώνουν σε έναν κόσμο χωρίς προκαταλήψεις κατά


των γυναικών και λένε «βουλεύτρια» όπως λένε «χορεύτρια», πράγμα
που θ’ αναγκαστεί κι η γραμματική να το δεχθεί οσονούπω. Ελπίζω μό­
νο κανένα λεξικό να μη γράψει στις έννοιες της λέξης «Αλβανός» το
«διαρρήκτης», διότι εκεί υπάρχει μια καινούργια γλωσσική παρεξήγηση
που κάνουν τα σημερινά παιδιά, αφού έχουν μετατοπιστεί σε βάρος
εθνικοτήτων οι υποτιμητικές διακρίσεις. Αλλά ακόμα και σ’ αυτά τα
πράγματα δεν ξέρω τι νόημα θα είχαν κάποιες συστάσεις της ΕΣΗΕΑ
π.χ., από τη στιγμή που οι χρήστες των λέξεων δεν πιστεύουν απόλυτα
και φανατικά ότι κάθε φύλο, κάθε ομάδα και κάθε εθνικότητα δικαιού­
ται την αξιοπρέπεια του ονόματος τους. Βρισκόμαστε εκεί πάντα στο
στάδιο των κραυγών, στο στάδιο του ρεπορτάζ, της βιασύνης, της ευκο­
λίας, όταν προέχει η εντύπωση και η εξασφάλιση μιας θέσης στη σελι­
δοποίηση ή στο μεγάλο δελτίο. Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί χρειάζο­
νται κάποιο χρόνο, μια ελάχιστη περίσκεψη, χρειάζονται τις εσωτερι­
κές σελίδες και την ωριμότητα των ψιθύρων.
Το Συνέδριο αυτό γίνεται μια εβδομάδα μόνο μετά τις εκλογές και
το τέλος της προεκλογικής περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας συ­
ζητήθηκε τόσο πολύ η μορφή της επικοινωνίας και αναλύθηκε σε τέτοιο
βάθος, που δεν έμειναν πολλά περιθώρια για την ουσία. Μας κατέχει
ακόμα δέος μπροστά στη δύναμη και τη λάμψη του μέσου και δεν ανα­
λύουμε αρκετά το μήνυμα. Τι γράφεται, από ποιον, με τι ύφος και τι
επιδιώκει. Όλοι αυτοί οι τίτλοι, αυτή η μανία της λακωνικότητας, της
δημιουργίας σλόγκαν, πώς διαπερνά την εικόνα και τη σελίδα, πώς
ισορροπεί ανάμεσα στην εικόνα και στη σελίδα, γιατί υπάρχει και στις
δύο, επηρεάζει τον τρόπο ομιλίας μας; Την άσκηση της πολιτικής; Πολ­
λά απολαυστικά θέματα (είναι πάντα απολαυστικό να γνωρίζεις το βα­
θύτερο νόημα των επιλογών σου) θα μπορούσαν να βρουν οι γλωσσο­
λόγοι ερευνώντας και συγκρίνοντας τις μεντιακές γλωσσικές συνήθειες
και διατυπώσεις και πιστεύω ότι στον πλούτο των εσωτερικών σελίδων
τα συμπεράσματα των ερευνών που ελπίζουμε να κάνουν, θα βρίσκουν
πάντα εξαράκια και άφθονο χώρο να φιλοξενούνται.
ΤΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΚΑΙ Η ΕΙΚΟΝΟΛΑΤΡΙΑ
ΤΟΥ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
Πόπη Λιαμαντάκου

Σ ΔΟΥΜΕ ΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ, ΤΙΣ ΑΤΣΑΛΙΝΕΣ ΑΡΧΕΣ που διέπουν το


Α τηλεοπτικό πρόγραμμα, που συνθέτουν την καθημερινή φαντα­
σμαγορία του τρόμου και της χαζοχαρούμενης αφασίας: Πρώτη απα­
ραίτητη προϋπόθεση είναι να διασφαλιστεί η αναπαραγωγή συναρπα­
στικών γεγονότων, τα οποία να είναι οπωσδήποτε χειραγωγήσιμα, να
μην υπερβαίνουν το μέτρο μιας καταναλωτικής, μιας γιορτινής βίας
που απορροφά τους κραδασμούς των πραγματικών αντιθέσεων. Για το
σκοπό αυτό τα γεγονότα πρέπει να προσφέρουν εντυπωσιακές εικόνες
(απαράβατη τηλεοπτική αρχή: «γεγονός χωρίς εικόνα δεν υπάρχει», δεν
έχει συμβεί για τον γυάλινο κόσμο).
Αυτά τα γεγονότα αναπαράγονται με γεωμετρική πρόοδο από το
ενημερωτικό τηλεοπτικό πρόγραμμα και προβάλλονται με καταιγιστική
ταχύτητα, αποκλείοντας για τον τηλεθεατή την εσωτερική εμπειρία και
υπονομεύοντας κάθε στέρεη σχέση με τους άλλους, που είναι και οι μό­
νοι συντελεστές μιας αληθινής ζωής.
Δεύτερη προϋπόθεση είναι να διασφαλιστεί η χαζοχαρούμενη διάθε­
ση, η αίσθηση ότι τίποτε δεν είναι πραγματικά σοβαρό και ότι όλα όσα
παρακολουθούμε καθημερινώς άναυδοι να συμβαίνουν είναι ατραξιόν
που επαναλαμβάνονται από έναν καλά εκπαιδευμένο θίασο ποικιλιών.
Γι’ αυτό φροντίζουν οι εκπομπάρχες και οι παρουσιαστές των δελτίων
ειδήσεων να διαμορφώνουν έναν σταθερό κατάλογο καλεσμένων που
θα τους εξασφαλίσουν το θέαμα των αντιθέσεων, αυτό το περίφημο τη­
λεοπτικό άσπρο-μαύρο, αυτή την κίνηση του εκκρεμούς από την αφα­
σία στην καταγγελία, από τη γλυκερή ευγένεια των μπουρμπουληθρο-
σόου ή τον συναισθηματισμό-διπλότυπο της αγριότητας των δελτίων
ειδήσεων και των ριάλιτυ σόου στον καβγά και την τυφλή επίθεση. Ο
326 ΠΟΠΗ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΟΥ

θίασος αυτός τοποθετείται επί παντός του επιστητού, έχει δεν έχει σχέ­
ση ή γνώση του θέματος. Συνήθως είναι καλλιτέχνες, πρωταγωνιστές
των σίριαλ ή μαϊντανοί των τοκ σόου, πολιτικοί μονίμως αντιφρονού-
ντες και με ωραίες ηρωικές κορόνες που αντιπολιτεύονται ακόμη και
το κόμμα τους.
Με αυτές τις μεθόδους τα τηλεοπτικά στερεότυπα υπεραπλουστεύ­
ουν τον κόσμο, σχηματοποιούν την εμπειρία με βάση τις προκαταλή­
ψεις και τροφοδοτούν την προπαγάνδα -την τηλεοπτική προπαγάνδα,
αυτή που εξασφαλίζει μόνιμο κοινό, όπως κάποτε οπαδούς στα κόμμα­
τα- με συναισθηματική απήχηση και έτοιμη γνώμη.
Ας περάσουμε σε μερικά από τα πιο θεαματικά παραδείγματα του
τελευταίου καιρού, που δείχνουν ότι κάθε περίπτωση αντιμετωπίζεται
με την ίδια σκηνοθετική τεχνική και σε κάθε ευκαιρία ανασύρονται τα
ίδια ακριβώς στερεότυπα.
Σεισμοί: Θυμόμαστε το τηλεοπτικό θέαμα των ημερών εκείνων, που
έμοιαζε με φάρσα. Θυμόμαστε εκείνο το παράλογο θέαμα με τους σει-
σμολόγους να εμφανίζονται με καταιγιστικούς ρυθμούς στα κανάλια
επιμένοντας ότι δεν συμβαίνει τίποτε και κάνοντας στο τέλος και τον
πιο ψύχραιμο να ανησυχήσει, καθώς κάθε καθησυχαστική δήλωση τη
συνόδευαν εικόνες ερειπίων. Η ΒΑΝ-ολογία εκείνων των ημερών εμφα­
νιζόταν σαν χρησμοί μιας ιερής Πυθίας που δεν τους κατανοούν οι μη
μυημένοι, για να καταλήξουμε στην τηλεοπτική κατανάλωση της τραγε­
λαφικής εικόνας ενός λαού τρομαγμένου. «Παίρνουν ψυχοφάρμακα
επειδή φοβούνται τον σεισμό», «οι Αθηναίοι εγκαταλείπουν την πόλη»,
«Ρίχτερ με τα νεύρα μας»: Τίτλοι δελτίων ειδήσεων που άγγιζαν τα
όρια της κυνικής πλάκας, καθώς τα ίδια δελτία έπαιζαν άγρια με τον
ανθρώπινο φόβο, τον προκαλούσαν, τον ερέθιζαν και ταυτοχρόνως τον
κατανάλωναν όπως και τη φυσική αγανάκτηση του κόσμου. Οι ίδιοι οι
παρουσιαστές αναλάμβαναν το ρόλο του αγανακτισμένου και δεν δί­
σταζαν να λένε: «Έχει τρομάξει ο κόσμος - Η κατάσταση είναι απαρά­
δεκτη με αυτή τη φημολογία.» Λες και στην παραγωγή της φημολογίας
και στη δημιουργία του κλίματος δεν είχε την κύρια ευθύνη το τηλεο­
πτικό θέαμα.
Καλοκαιρινές φωτιές: Πολεμικό θέαμα, ποδοσφαιρικού τύπου ανα­
μεταδόσεις από τους τόπους της τραγωδίας, εξαγριωμένοι πολίτες στο
χείλος της καταστροφής ξεσπούν μπροστά στις κάμερες τον καημό
τους, προσφέροντας τη δυστυχία τους στο υπερθέαμα «ο πόλεμος της
φωτιάς».
Χρηματιστήριο: Ο πόλεμος των μετοχών, η μάχη των μικροεπενδυ-
ΤΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΤΟΥ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 327

των, η απελπισία των χαμένων, νέες δηλώσεις απελπισίας και καταστρο­


φής στα μικρόφωνα και ένα ακόμη «θρίλερ» για ροκάνισμα στις οχτώ
παρά δέκα, νέοι εξαγριωμένοι και κατεστραμμένοι πολίτες που «ξε-
σπούν στο φακό».

* * *

Οι κρίσεις στο τηλεοπτικό θέαμα πρέπει να ξεσπούν σαν τυφώνες, να


προκαλούν πανικό και ο πανικός να ξεσπάει προκαλώντας το ίδιο μα­
ζικό συναίσθημα, όπως ο φόβος απέναντι σε έναν κοινό εχθρό, ο οποί­
ος ενώνει το πλήθος των τηλεθεατών σε μία κοινότητα. Το φιάσκο που
ακολουθεί συνήθως μια τέτοια υποτιθέμενη μαζική αντίδραση που εμ­
φανίζεται ως τηλεοπτικό θέαμα με τα συστατικά ενός δράματος (καταγ-
γέλλοντες, καταγγελλόμενους, εθνοσωτήρες και εθνοεχθρούς), δεν πτο­
εί διόλου την αναπαραγωγή σε κάθε ευκαιρία του ίδιου ακριβώς θεάμα­
τος. Το ίδιο θέαμα είχαμε με τους αγρότες στους δρόμους, το ίδιο με
τους μαθητές, το ίδιο και με την τραγωδία του Κοσόβου, το ίδιο και με
τους σεισμούς, το ίδιο και με τις ετήσιες θερινές πυρκαγιές. Γιατί το
εμπορικό τηλεοπτικό θέαμα μετατρέπει την τηλεόραση σε ένα είδος
γυάλινου τούνελ του τρόμου μιας καθημερινής Ντίσνεϋλαντ, όπως θα
επιθυμούσαμε στην πραγματικότητα να είναι ο κόσμος μας ώστε να
τρομάζουμε για λίγο, να ουρλιάζουμε για λίγο, να συμπονάμε για λίγο
και να επανερχόμαστε αλώβητοι μετά στην κατάσταση της παιδικής
αφασίας με μια Φωσκολιάδα, με μια ανάκαμψη του χρηματιστηριακού
δείκτη ή απλώς με την έναρξη των θερινών διακοπών και την απομά­
κρυνση από τη γυάλινη οθόνη.
Στόχος του τηλεοπτικού υπερθεάματος είναι η εξουθένωση του τηλε­
θεατή και προς το σκοπό αυτό θυσιάζεται ο λόγος ως παραγωγός νοή­
ματος μπροστά στην απόλυτη ιερότητα του προκαθορισμένου θεάματος
με τα σαφή δικά του στερεότυπα. Με ευκολία ένα δεκατριάχρονο πάμ-
πλουτο κορίτσι όπως η Αθηνά Ωνάση γίνεται η «τραγική κληρονόμος»
με τη «σκληρή μοίρα», κάθε τόσο «ξυπνάει ο Εγκέλαδος», ενώ συλλαμ-
βάνονται «σατανικοί δολοφόνοι» που χαρακτηρίζονται «ανθρωπόμορ­
φα τέρατα» ή παρακολουθούμε «ολέθριες σχέσεις» ή «πολύκροτες δί­
κες» και μονίμως «αναστατώνεται η κοινή γνώμη» -αγαπημένη φράση
των παρουσιαστών όταν αναζητούν ισχυρό άλλοθι για να παρουσιά­
σουν ένα γεγονός που φυσικά δεν έχει για τον πολίτη τη σημασία την
οποία επιθυμούν να του προσδώσουν, συνήθως σε περιπτώσεις οικογε­
νειακών εγκλημάτων κλπ. Το νόημα των λέξεων διογκώνεται ώς την
328 ΠΟΠ Η ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΟΥ

απόλυτη εξόντωσή του, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες μιας


ενημέρωσης που δεν έχει άλλο σκοπό από τη διασκέδαση του κοινού.
Ο τηλεοπτικός κόσμος εμφανίζεται έτσι αυτάρκης και απεριόριστα
•ψυχαγωγικός, σαν ένα τηλεπαιχνίδι όπου τίποτε δεν είναι οριστικό και
το θέαμα με τις παραδοξότητες μπορεί να επαναλαμβάνεται εσαεί, είτε
είμαστε με τη μια ομάδα είτε με την αντίπαλη, εφόσον το τηλεοπτικό
θέαμα είναι επιτυχημένο όσο παράγει ζεύγη αντιπάλων, όσο διατηρεί
μια ποδοσφαιρική ατμόσφαιρα:
Είμαστε υπέρ των μαθητών που κατέβηκαν στους δρόμους ή κατά; -
Υπέρ των Σέρβων ή κατά; - Υπέρ του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζω­
ής ή κατά; Ό,τι κι αν είμαστε και όπως κι αν επιλέξουμε να εκφραστού­
με, το τηλεοπτικό θέαμα καταναλώνει υπέροχα τις αντιθέσεις. Θυμόμα­
στε, φαντάζομαι, μερικές απο τις πιο ανατριχιαστικές στιγμές των τρα­
γικών ημερών του Κοσόβου, όπου ουρές ρακένδυτων προσφύγων χω­
ρίς χαρτιά περίμεναν να τους σφραγίσουν το μπράτσο νατοϊκοί αξιω-
ματούχοι, για να βρουν θέση σε ένα από τα λεωφορεία που θα τους
έπαιρναν μακριά από την κόλαση των βομβαρδισμών. Ήταν μια από
τις πιο νοσηρά τηλεοπτικές εικόνες, όπως και οι εικόνες ερειπίων και
σκοτωμένων από τους βομβαρδισμούς, από τις εικόνες που αποτελούν
το άλλοθι της τηλεοπτικής τεχνολογίας και οι οποίες υποτίθεται ότι
αποκαλύπτουν και ξεμπροστιάζουν. Είναι ταυτοχρόνως εικόνες που
διασφαλίζουν στο μεγάλο τηλεοπτικό κοινό εκείνη την «ψευδαίσθηση
αθανασίας», καθώς η ίδια η τηλεόραση είναι το αντίδοτο στην εξεγερτι-
κή δύναμη των ίδιων της των εικόνων. Τα πιο άγρια μηνύματα, όταν
προβάλλονται ως έχουν, γίνονται στο τέλος μέρος της πραγματικότη­
τας. Άλλωστε, οποιαδήποτε εκδήλωση ανθρωπιάς δεν πρόκειται για κα­
τάσταση που μπορεί να κρατήσει για πολύ, μοιάζει με μέθη που κρατά -
ει για λίγο μακριά τον εφιάλτη του πολέμου, του θανάτου, του σεισμού,
της φωτιάς ή ό,τι άλλο, η οποία καταλήγει μάλλον σε πονοκέφαλο την
επόμενη ημέρα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΥΛΙΝΗ ΣΤΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΓΛΩΣΣΑ
Παύλος Τσίμας

Y^VAOI ΕΧΟΥΜΕ ΑΚΟΥΣΕΙ ΝΟΜΙΖΩ, την έχουμε δει και σε ταινία


V ^ / του Γούντυ Αλεν άλλωστε, αυτή την περίφημη ιστορία που συνέ­
βη στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1938, όταν ο μέγας Όρσον Γουέλς απο­
φάσισε να κάνει μια πλάκα στο ραδιόφωνο, να μεταφέρει ένα λογοτε­
χνικό έργο, τον Πόλεμο των κόσμων, κάνοντας τους Αμερικανούς που
άκουγαν ραδιόφωνο εκείνη την ώρα να βγουν πανικόβλητοι στους δρό­
μους πιστεύοντας ότι, όπως άκουσαν στο ραδιόφωνο, οι Αρειανοί
έχουν προσγειωθεί κάπου στην Αμερική και η Αμερική είναι έτοιμη να
πέσει στα χέρια των εξωγήινων.
Πριν λίγες μέρες, την περασμένη Κυριακή, ζήσαμε κατά λάθος έναν
μίνι δικό μας «Πόλεμο των κόσμων». Στείλαμε κατά λάθος -ο Όρσον
Γουέλς το έκανε επίτηδες- μικρές, ευτυχώς, ομάδες Ελλήνων να πανη­
γυρίζουν στον δρόμο για τη νίκη ενός κόμματος που είχε χάσει τις
εκλογές. Και άλλους πάλι να παίρνουν χάπια πανικόβλητοι διότι έρχο­
νται όχι Αρειανοί αλλά τα παιδιά του Καρατζαφέρη και του Ανδρεου-
λάκου. Τηρουμένων των αναλογιών, το ένα ήταν επίτηδες, το άλλο
ήταν κατά λάθος, το ένα το έκανε ο Όρσον Γουέλς, το άλλο το έκανε ο
Ηλίας Νικολακόπουλος.
Ο μύθος όμως δηλοί κάτι, νομίζω. Έχει συζητηθεί πολύ αυτή η ιστο­
ρία του 1938 στην Αμερική και μία βασική παρατήρηση είναι ότι οι
Αμερικανοί πίστεψαν τον Όρσον Γουέλς γιατί απλώς το κύρος που εί­
χε το ραδιόφωνο το 1938 ήταν τόσο μεγάλο, που κανείς δεν διανοού­
νταν ότι κάτι που άκουσε στο ραδιόφωνο μπορεί και να μην είναι αλή­
θεια. Τηρουμένων των αναλογιών πάλι, νομίζω ότι η ιστορία της Κυ­
ριακής και ο εμπαθής διάλογος που ακολούθησε αποδεικνύει ότι οι πε­
ρισσότεροι άνθρωποι, τελικά, ακόμη και οι πολιτικοί που ήταν καλε­
σμένοι στα πάνελ των τηλεοράσεων την ώρα που ανακοινωνόταν το
exit-poll, δεν διανοούνταν ότι ο Ηλίας μπορούσε να έχει πέσει έξω στο
330 ΠΑΥΛΟΣ ΤΣΙΜΑΣ

exit-poll. Δεν διανοούνταν ότι κάτι που ειπώθηκε από την τηλεόραση
μπορεί και να μην είναι έτσι.
Χρησιμοποιώ αυτό το παράδειγμα, που είναι το σκάνδαλο των ημε­
ρών -επί του οποίου ασφαλώς χρειάζεται να γίνει συζήτηση, αρκεί να
ξεχωρίσουμε το ίδιο το μέσο, την επιστημονική δημοσκόπηση έξω από
την κάλπη, από την τηλεοπτική του χρήση-, απλώς για να πω τρία
πράγματα, εκ των οποίων το ένα νομίζω ότι είναι σχετικό με το θέμα
αυτής της συζήτησης. Το πρώτο είναι αυτό που είπα ήδη. Η βραδιά της
Κυριακής απέδειξε ότι όσο και αν τη λοιδορούμε, όσο κι αν δεν την π ι­
στεύουμε, ακόμη κι εμείς που την υπηρετούμε χωρίς να την αγαπάμε, η
δύναμη της τηλεόρασης είναι αυτή που είναι. Δανείζομαι μία φράση
που έχει πει ένας κατά τη γνώμη μου πολύ ενδιαφέρων και πολύ σημα­
ντικός γάλλος μελετητής του φαινομένου «τηλεόραση», ο Ντομινίκ
Βολτόν, που λέει ότι υπάρχει ένα παράδοξο μέχρι και σήμερα, ότι ενώ
η τηλεόραση είναι ο κυρίαρχος παράγων επικοινωνίας στις κοινωνίες
μας, αποτελεί τον κυρίαρχο επικοινωνιακό τόπο κι έναν από τους πιο
ισχυρούς δεσμούς συνοχής των σύγχρονων κοινωνιών, η κριτική σκέψη
εξακολουθεί να περιφρονεί την τηλεόραση.
Η τηλεόραση είναι ένα αντικείμενο εκτός σκέψης. Κατά παράφρα­
ση, οι παλαιότεροι θα θυμούνται την περίφημη φράση του Μαρξ, στις
Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, που έλεγε: «οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα προ­
σπαθούσαν να εξηγήσουν τον κόσμο, ενώ το θέμα είναι να τον αλλά­
ξουμε». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κριτική σκέψη για την τηλεό­
ραση συνήθως λοιδορεί την τηλεόραση, ενώ το θέμα είναι να την κατα­
λάβουμε.
Μία δεύτερη παρατήρηση που προκύπτει από την εμπειρία αυτής
της βραδιάς και δεν έχει σχέση με το θέμα μας, αλλά έχει σχέση με την
τηλεόραση: Νομίζω ότι αυτό το βράδυ σημαδεύει, το λέω λίγο μελοδρα­
ματικά, όπως συνηθίζεται άλλωστε από τηλεοράσεως να ομιλεί κανείς,
το τέλος της τηλεοπτικής αθωότητας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την
εμπλοκή της στα πολιτικά πράγματα και την εκλογική διαδικασία. Επα­
ναφέρει, δηλαδή, ένα αυθεντικά ελληνικό αίτημα, γιατί δεν υπάρχει
τουλάχιστον στα άλλα ευρωπαϊκά τηλεοπτικά τοπία, το αίτημα της
ρύθμισης, η οποία δεν υπήρξε από τη γέννηση της ιδιωτικής τηλεόρα­
σης και που αν υπήρχε, θα απάλλασσε το τηλεοπτικό μέσο απ’ αυτόν
τον παραμορφωτικό και εκτρωματικό ακραίο ανταγωνισμό.
Για παράδειγμα, ακούω πολλούς συναδέλφους να λένε πολύ σοβαρά
και με σοβαρά επιχειρήματα ότι μετά την εμπειρία της Κυριακής τα
exit-polls θα έπρεπε να απαγορευτούν. Νομίζω ότι δεν υπάρχει ευρώ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΥΛΙΝΗ ΣΤΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΓΛΩΣΣΑ 331

παϊκή χώρα που να μη γίνονται exit-polls στις εκλογές και κανείς δεν
διανοήθηκε να τα καταργήσει, ακόμα κι όταν έκαναν λάθος. Ας θυμη­
θούμε ότι έκαναν λάθος πρόσφατα στις ισπανικές εκλογές. Δεν σκέφτη-
κε όμως κανείς να καταργήσει τα exit-polls στην Ισπανία. Θα πρέπει να
βρούμε τι φταίει λοιπόν και ειδικά στην Ελλάδα τα exit-polls έφτασαν
από μια δοκιμασμένη επιστημονική μέθοδος να λειτουργούν έτσι. Ένας
(και όχι ο σημαντικότερος) λόγος είναι ότι πουθενά στην Ευρώπη δεν
γίνονται πέντε exit-polls από πέντε ανταγωνιστικά κανάλια και για να
εξοικονομήσουν χρήματα όλοι να τα κάνουν στο πόδι, ή οι περισσότε­
ροι τουλάχιστον. Γίνονται δύο το πολύ. Ένα από την κρατική τηλεόρα­
ση και ένα από ένα μεγάλο ιδιωτικό κανάλι. Οι υπόλοιποι τηλεοπτικοί
σταθμοί σκέφτονται κάτι άλλο να κάνουν εκείνο το βράδυ. Αλλά αυτό
είναι λεπτομέρεια. Επισημαίνω απλώς ότι η εμπειρία και αυτής της
βραδιάς, ή μάλλον η εμπειρία όλης της προεκλογικής περιόδου, σημα­
δεύει ένα τέλος της τηλεοπτικής αθωότητας, σε ό,τι αφορά τη συμμετο­
χή της πολιτικής στην τηλεόραση και της τηλεόρασης στην πολιτική και
εκλογική διαδικασία και επαναφέρει αυτό το αίτημα το από καιρού
ανενεργό και μάλλον εξαιρετικά ενοχλητικό, τόσο σ’ εκείνους που κυ­
βερνούν όσο και σ’ εκείνους που έχουν την ιδιοκτησία των Μέσων, το
αίτημα μιας ρύθμισης.
Η τρίτη παρατήρηση έχει σχέση με το θέμα μας, με το θέμα της γλώσ­
σας, του λόγου στην τηλεόραση. Έκανα λοιπόν το εξής: Μετά από όλη
αυτή τη συζήτηση που είχε γίνει και το διάλογο για το πώς τα exit-polls
έπεσαν έξω και παρέσυραν τον κόσμο να βγει να πανηγυρίσει (και πάλι
καλά που δεν θρηνήσαμε θύματα σε συγκρούσεις πανηγυριζόντων με
απογοητευμένους οπαδούς των αντιπάλων κομμάτων), κάθισα και ξα-
ναείδα προσεκτικά, τρεισήμισι ώρες, σε κασέτα, το τηλεοπτικό πρό­
γραμμα εκείνης της Κυριακής. Από τις 7 παρά 5 ' έως τις 10 και μισή.
To MEGA είδα δηλαδή, γιατί εγώ εκεί ήμουν και αυτό είχα και πρόχει­
ρο άλλωστε. Αλλά είναι το χαρακτηριστικό. Πρόσεχα μία μία τις φρά­
σεις, δηλαδή τις άκουσα προσεκτικά. Διαπίστωσα ότι πράγματι ο
Ηλίας Νικολακόπουλος έχει δίκιο να λέει ότι ποτέ δεν είπε πως η Ν.Δ.
κερδίζει τις εκλογές· είπε απλώς ότι το exit-poll δίνει επικάλυψη των
ποσοστών των δύο κομμάτων, για το ένα από 42% μέχρι 43,5% και για
το άλλο από 42% μέχρι 43,8%. Αρα το κόμμα στο οποίο δίνει 0,3% πα­
ραπάνω, αυτό έχει και μία μικρή πιθανότητα να είναι ο νικητής των
εκλογών. Τίποτα περισσότερο από αυτό.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα πώς, όταν ο αναλυτής, ο επιστήμονας
λέει απλώς ότι μάλλον ο ένας από τους δύο έχει ένα ελαφρό προβάδι-
332 ΠΑΥΛΟΣ ΤΣΙΜΑΣ

σμα, πιθανολόγησης, όχι προβάδισμα εκλογικό, πώς δημιουργήθηκε η


πεποίθηση σ’ όλον τον κόσμο ότι το MEGA εκείνο το βράδυ είπε ότι η
Ν.Δ. κερδίζει τις εκλογές; Είναι πολύ απλό: γιατί η γλώσσα της τηλεό­
ρασης δεν είναι η φράση του Ηλία. Είναι τα συμφραζόμενα. Το ότι ας
πούμε όταν η κάμερα πήγαινε στο πρόσωπο του εκπροσώπου του
ΠΑΣΟΚ, αυτός ήταν πελιδνός, κάτωχρος και έτοιμος να πεθάνει. Κι
όταν πήγαινε στο πρόσωπο του εκπροσώπου της Ν.Δ., αυτός ήταν περι­
χαρής και αστραποβολούσε. Όλα αυτά μαζί έδιναν ένα νόημα μέσα στο
οποίο η φράση του Ηλία Νικολακόπουλου, ο πίνακας με τα ποσοστά τα
οποία κανείς δεν πρόσεχε, έπαιρναν πράγματι ένα διαφορετικό νόημα.
Απόδειξη ότι στην τηλεόραση -και όταν συζητάμε για τη γλώσσα στην
τηλεόραση και για τον λόγο της τηλεόρασης, είναι μια πολύ απλή αλή­
θεια που συνήθως την ξεχνάμε-, ο γλωσσικός κώδικας δεν είναι ο πρω­
τεύων, ή τουλάχιστον δεν είναι ο κυρίαρχος. Είναι ένας κώδικας ο
οποίος νοηματοδοτείται από ένα σωρό άλλους κώδικες, οπτικούς, πα­
ραστατικούς, των οποίων η σύνταξη και η γραμματική συνήθως μας
διαφεύγει κι εμείς οι δημοσιογράφοι, έναντι αυτών των κωδίκων είμα­
στε περίπου ημιαναλφάβητοι. Με αποτέλεσμα πολλές φορές το νόημα
που συνοδεύει το μήνυμα που εκπέμπουμε να είναι τελείως διαφορετι­
κό από αυτό που εμείς θα θέλαμε να πούμε.
Δεν νομίζω ότι φταίει το Μέσον το ίδιο, δεν νομίζω ότι φταίει η ει­
κόνα που είναι καταραμένη ή φρικτή ή επικίνδυνη ή χειραγωγική ή δογ­
ματική, που δεν επιτρέπει στον δέκτη του μηνύματος να είναι κριτικός
δέκτης, δεν το πιστεύω. Αν το πίστευα άλλωστε θα είχα ήδη παραιτηθεί
από την τηλεόραση. Δηλαδή δεν πιστεύω ότι ο δημοσιογραφικός λόγος
στην τηλεόραση είναι καταδικασμένος να είναι φτωχός σε νόημα ή πε­
ριορισμένος σε νόημα. Αλλά δεν έχω και την οριστική απάντηση σ’ αυ­
τό το στοίχημα, που για όποιον δουλεύει στην τηλεόραση άλλωστε εί­
ναι το στοίχημα της ζωής του, αρκεί να έχει το στοιχειώδες φιλότιμο να
το ψάχνει και να μην το θεωρεί δεδομένο ή να μην αρκείται στο να ει­
σπράττει τα χρήματα που παίρνει.
Θέλω να πω ότι μου έχει τύχει μερικές φορές να μιλάω καταπρόσω­
πο, όπως μιλάω μαζί σας, και να παρεξηγούμαι. Αλλα να θέλω να πω
και άλλα να καταλαβαίνει ο άλλος (μου συμβαίνει συνήθως με τη γυ­
ναίκα μου). Μου έχει τύχει να γράψω στα Νέα και άλλο εννοούσα εγώ
όταν έγραφα, κι άλλο κατάλαβαν οι αναγνώστες ή κάποιοι αναγνώστες.
Κάθε φορά που επικοινωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους υπάρχει ο κίν­
δυνος της παρεξήγησης του νοήματος. Αλλά πουθενά δεν μου έχει συμ­
βεί, όπως μου συμβαίνει στην τηλεόραση, πάντα όταν λέω κάτι, οι
ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΥΛΙΝΗ ΣΤΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΓΛΩΣΣΑ 333

περισσότεροι να καταλαβαίνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που εγώ


ήθελα να πω. Διότι πάντα η νοηματοδότηση του μηνύματος παραβιάζει,
επικαλύπτει και καμιά φορά προδίδει τον κώδικα που εγώ ο φτωχός
ξέρω και χρησιμοποιώ, δηλαδή τον γλωσσικό κώδικα.
Έκανα ένα ρεπορτάζ το οποίο δεν χρησιμοποίησα εντέλει παρά μό­
νο σε ράκη, πήρα τις προεκλογικές διαφημίσεις των κομμάτων, πήγα σ’
ένα χωριό, μάζεψα τους παππούδες στο καφενείο και συζήτησα μαζί
τους, προσπαθώντας να κατανοήσω τι καταλαβαίνουν όταν βλέπουν
τις διαφημίσεις του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. και πόσο τους επηρεάζουν.
Μετά πήρα τις ίδιες διαφημίσεις και πήγα στο Τμήμα Επικοινωνίας
του Πανεπιστημίου Αθηνών και το κουβέντιασα με τους φοιτητές. Δια­
πίστωσα κάτι, που ήταν αναμενόμενο, γ ι’ αυτό δεν χρησιμοποίησα και
το ρεπορτάζ: για τους παππούδες ήταν αδύνατον να αποκρυπτογραφή­
σουν το μήνυμα. Το εισέπρατταν όπως το εισέπρατταν. Τους επηρέαζε
ανάλογα με το αν ήταν επηρεάσιμοι πολιτικά ή όχι. Τα παιδιά, με το
που έβλεπαν μια διαφήμιση, αμέσως προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν τα
σήματα, τους κώδικες, τι ήθελε να πει ο διαφημιστής που το έκανε έτσι
κι όχι αλλιώς, γιατί χρησιμοποίησε αυτή τη φράση κι όχι μια άλλη, για­
τί έβαλε αυτό το φόντο και όχι ένα άλλο, πώς θέλει να με γελάσει, πώς
θέλει να με κοροϊδέψει. Τα παιδιά αποκρυπτογραφούσαν και απομυθο­
ποιούσαν το μήνυμα που οι παππούδες το εισέπρατταν όπως ήταν, το
απέρριπταν ή το κατάπιναν αμάσητο. Πράγμα που σημαίνει ότι απλώς
τα παιδιά, εμπειρικά, είναι πιο εγγράμματα στη σύνταξη και τη γραμ­
ματική της εικόνας, του τηλεοπτικού λόγου, της μεταποίησης μάλλον
του γλωσσικού κώδικα μέσα από τους συμφραζόμενους κώδικες που
χρησιμοποιούνται στην τηλεόραση.
Είπα όλα αυτά παρασυρόμενος από το θέμα της ημέρας που μας
απασχολεί όλους, ιδίως εμάς που ενεπλάκημεν στο σκάνδαλο της Κυ­
ριακής των εκλογών. Εγώ είχα διαλέξει αρχικά, όταν κουβέντιασα με
τον φίλο μου τον Στάθη, τον τίτλο «Από την ξύλινη στη γυάλινη γλώσ­
σα» γιατί απλώς είχα σκοπό να σας μιλήσω για την προσωπική εμπει­
ρία ενός ανθρώπου που έμαθε τη δημοσιογραφία τον καιρό που οι εφη­
μερίδες ακόμη κάνανε τη σύνθεσή τους στο μάρμαρο, με τα στοιχεία
που έπιανε ο μάστορας με το τσιμπιδάκι και τα έβαζε τάκα τάκα στη
σειρά κι εμείς, νεοσσοί δημοσιογράφοι, πηγαίναμε και θαυμάζαμε την
τέχνη του. Κάναμε εμείς κάτι ορνιθοσκαλίσματα στο χαρτί για ν ’ αλλά­
ξει ένα μονόστηλο στην πρώτη σελίδα κι αυτός ήθελε τον μισό χρόνο
απ’ ό,τι θέλαμε εμείς για να γράψουμε στο χέρι για να βάλει τα στοιχεία
τάκα τάκα και να τα κάνει κείμενο. Την εποχή που ακόμη οι μεγάλοι
334 ΠΑΥΛΟΣ ΤΣΙΜΑΣ

τίτλοι στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, επειδή δεν υπήρχαν μεταλλι­
κά στοιχεία τόσο μεγάλα για να τους τυπώσουν, γινόντουσαν με ξύλι­
να στοιχεία, εξού και η έκφραση «ξύλινος τίτλος», που έχει κοντινή ρί­
ζα μ’ αυτό που ονομάζουμε ξύλινη γλώσσα, δηλαδή στερεότυπη, προ­
παγανδιστική, μη αληθινή γλώσσα. Κι ήθελα να πω ότι τα τελευταία
οκτώ χρόνια που κάνω την ίδια δουλειά ή προσπαθώ να κάνω την ίδια
δουλειά στην τηλεόραση, προσπαθώ κι εγώ να καταλάβω τι σχέση έχει
αυτός ο ξύλινος παλιός λόγος που κυριαρχούσε στις εφημερίδες με
τον καινούργιο, τον γυάλινο λόγο, όπου τα στοιχεία δεν στοιχειοθε-
τούνται στο μάρμαρο από μαντέμι, αλλά προκύπτουν από μια περίερ­
γη συγκατοίκηση των σημάτων του γλωσσικού κώδικα με τα οπτικά
σήματα ή με άλλα παραστατικά σήματα, που όλα μαζί φτιάχνουν πε­
ρίεργες και εξαιρετικά ρευστές συμβάσεις πειστικότητας ή νοηματοδό-
τησης.
Συνήθως, όταν μιλάμε για τον λόγο στην τηλεόραση, κοροϊδεύουμε
τους νεότερους ιδίως συναδέλφους μας, οι οποίοι με το άγχος του μι­
κροφώνου και του γυαλιού βγαίνουν και λένε κοτσάνες είτε γιατί δεν
ξέρουν να πουν τίποτα καλύτερο είτε γιατί επαναλαμβάνουν τα στερε­
ότυπα που ο αρχισυντάκτης τούς έχει ζητήσει να λένε, όπου όλα τα θύ­
ματα είναι ανυπεράσπιστα, όλοι οι φονιάδες είναι στυγεροί, ο θρήνος
σε όλα τα σπίτια είναι πάντα βουβός όταν κάποιος έχει πεθάνει, όπου
οι τραγωδίες απαντώνται ανά δεύτερη είδηση κ.ο.κ. Η γελοιοποίηση
του δημοσιογράφου, αν κάτσει κανείς να ξαναδεί αυτά που εκπέμπο-
νται ως ειδήσεις στην τηλεόραση, είναι το ευκολότερο πράγμα. Αλλά
αυτό που κυρίως είχα στο μυαλό μου ήταν αυτό που λίγο πολύ προ­
σπάθησα να πω και πριν. Ότι, ειδικά στην τηλεόραση -νομίζω σε όλες
τις μορφές επικοινωνίας, απλώς στην τηλεόραση το πράγμα είναι πολύ
πιο έντονο και πολύ πιο δύσκολο να γίνει κατανοητό και να ελεγχθεί­
ο κώδικας που προκύπτει, οι συμβάσεις επικοινωνίας που προκύπτουν
είναι τόσο ρευστές, τόσο δυσανάγνωστες, επειδή είμαστε τόσο ημιαναλ-
φάβητοι στη γραμματική και το συντακτικό αυτής της παράξενης γλώσ­
σας που παράγει νόημα στην τηλεόραση.
Όλοι, πομποί και δέκτες, βρισκόμαστε συχνά αιχμάλωτοι σ’ ένα
παιχνίδι όπου τα νοήματα προκύπτουν τελείως διαφορετικά από αυτά
που οποιοσδήποτε θέλησε κι όπου ο κίνδυνος της παραπλάνησης, ο
κίνδυνος της χειραγώγησης ή της ιδεολογικής φόρτισης ενός μηνύματος
(χωρίς να το καταλαβαίνει ο δέκτης αλλά καμιά φορά χωρίς να το κα­
ταλαβαίνει και ο πομπός, με τρόπους υποδόριους και αθέατους), είναι
πραγματικά μεγαλύτερος απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη μορφή επικοί-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΥΛΙΝΗ ΣΤΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΓΛΩΣΣΑ 335

νωνίας. Μ’ αυτήν την έννοια πολλές φορές νοσταλγώ, τώρα που ξω και
δουλεύω τη γυάλινη γλώσσα, την εύκολη εποχή, την ελέγξιμη εποχή της
ξύλινης γλώσσας και του μάστορα που έφτιαχνε στο μάρμαρο τόσο
γρήγορα τα στοιχεία ώστε, μέχρι να γράφω εγώ το επόμενο μονόστηλο,
προλάβαινε να παίξει και δυο παρτίδες ζάρια...
Σας ευχαριστώ πολύ.
ΝΕΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ, ΝΕΕΣ ΓΡΑΦΕΣ
Η ΝΕΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ
Στάθης (Στανρόπουλος)

ΟΡΟΣ «ΝΕΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ» παρότι δεν είναι ιδιαίτερα διαδε­


Ο δομένος, πολύ περισσότερο μάλιστα καθόλου καθιερωμένος,
ακούγεται όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, θέλοντας να προσ­
διορίσει κυρίως ένα νέο ύφος γραφής πιο χαλαρό και πιο παιγνιώδες,
πιο προσωπικό, σαν «κάπως σε δεύτερο πρόσωπο» και, ενδεχομένως,
μία νέα πολιτική σκέψη, περισσότερον «πολιτική επικοινωνίας» θα έλε­
γα, του γράφοντος με το «κοινό» (ή μήπως με τους «πολίτες»; -είναι
ένα ερώτημα)...
Ας προσπαθήσουμε να ορίσουμε εν πρώτοις τι είναι αυτή η νέα δη­
μοσιογραφία, ποιο το ιδιόλεκτό της, πού παρατηρείται ή εντοπίζεται
και ποιος ο στόχος της.
Να σημειώσουμε καταρχάς ότι στην εποχή μας ενίοτε ο προσδιορι­
σμός «νέος» προτίθεται σ’ έναν όρο ακριβώς για να τον ακυρώσει -εν
μέρει ή συνολικώς! Παραδείγματος χάριν οι «Νέοι Εργατικοί» του Τό-
νυ Μπλαιρ ή το «Νέο ΠΑΣΟΚ». Αντιθέτως άλλες φορές ο προσδιορι­
σμός «νέος» προτίθεται για να τονίσει την έννοια του όρου που προσ­
διορίζει, όπως «Νέα Τάξη», ή για να επισημάνει μιας μορφής αναβίω­
ση, όπως «νεοφασισμός».
Στην εποχή μας λοιπόν του «νέου» ή του «μετά», ο προσδιορισμός
των ακριβών εννοιών, απ’ τη μια είναι ένα ζητούμενο κι απ’ την άλλη
το ζητούμενο αυτό καθίσταται πιο δύσκολο να ορίζεται, λόγω της ψευ­
δεπίγραφης χρήσης άλλων όρων και λέξεων.
Η νέα δημοσιογραφία λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε ότι εμφα­
νίζεται το πρώτον συγχρόνως με την απελευθέρωση α π ’ το κρατικό
μονοπώλιο του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Διαδίδεται γρήγο­
ρα και μεταπηδά και στις εφημερίδες αμέσως -σαν έτοιμη από και­
ρό, σε στήλες, σε σχόλια, σε χρονογραφήματα, σε editorial, στις μορ­
φές δηλαδή του δημοσιογραφικού λόγου που είναι πιο ευεπίφορες
340 ΣΤΑΘΗΣ (ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ)

σε αλλαγές και καινοτομίες α π ’ ό,τι άλλες μορφές οι οποίες διέπο-


νται από αυστηρότερους κανόνες γραφής, όπως το ρεπορτάζ, το άρ­
θρο και η ανάλυση, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι με τη σειρά
τους οι δεύτερες δεν επηρεάζονται από τις πρώτες συν τω χρόνω,
και κατά τη γλαφυρότητα και κατά τα ευρήματα και κατά το προσω­
πικό στυλ.
Διότι ακριβώς σ’ αυτά έγκειται η αναγνωρισιμότητα της νέας δη­
μοσιογραφίας. Στο πιο ελεύθερο (ή απελεύθερο; -θα δούμε παρακά­
τω) ύφος, στο πιο ελεύθερο (ή ελευθεριακό ή ελευθεριάζον; -θα δούμε
παρακάτω) ήθος, σ’ ένα γλωσσάρι που βρίθει καινοφανών τρόπων
επικοινωνίας. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτό το ύφος είναι
απλώς εύκολο, πιασάρικο, εξυπνακίστικο ή αν αντιθέτως είναι ύφος
που προκύπτει απ’ τη βάσανο της σκέψης και της γλώσσας, αν είναι
δηλαδή εύστοχο, αποτελεσματικό, ευχάριστο, συνεγερτικό και ερεθι­
στικό.
Η απάντηση συναρτάται απ’ το αν (στην προκειμένη περίπτωση η
«νέα δημοσιογραφία») διατυπώνει λόγο ουσίας ή εξουσίας!
Νομίζω είναι και τα δύο. Η νέα δημοσιογραφία αγορεύει κι όποιος
αγορεύει κάνει το ένα απ’ τα δύο ή και τα δύο. Συνεπώς το ιδιόλεκτο
της νέας δημοσιογραφίας και το ερώτημα αν είναι ελεύθερη ή απελεύ­
θερη δεν έχει να κάνει με την ποσόστωση λαθών ή σολοικισμών ή νεο­
λογισμών που μπορούν να την κάνουν διακριτή από άλλες πιο καθιε­
ρωμένες (αλλά και πιο ασφαλείς) ή πιο λόγιες ή πιο δοκιμασμένες μορ­
φές του δημοσιογραφικού λόγου, αλλά απλώς με το τι λέει! πού το πάει!
τι επιδιώκει!
Άλλωστε, περίπου στη ν.δ. διαπράττονται τα ίδια λάθη που συμβαί­
νουν και στο υπόλοιπον του δημοσιογραφικού λόγου. Άλλα λάθη κλι­
σέ, όπως «παν μέτρον άριστον», όπου αυτό το «παν» ακυρώνει τελείως
άλλωστε την έννοια του ορθού «μέτρον άριστον», ή άλλα που η συχνή
επανάληψή τους τείνει να τα καθιερώσει ως ορθά, όπως «οι ασκοί του
Αιόλου», αντί ο «ασκός του Αιόλου». Για να μην πούμε για το χάος με
την κλίση των μετοχών ιδίως θηλυκού γένους όταν συντίθενται με ου­
σιαστικά.
Όμως το ερώτημα για τη δημοσιογραφική γλώσσα κεκοσμημένη
μαργαριταριών, όσον και κάθε άλλο ιδιόλεκτο, ιατρικό, φορτηγατζίδι-
κο, χασάπικο, είναι τα λάθη της κατά τη στενή έννοια του συντακτικού
και της γραμματικής, ή το μήνυμα και η δυνατότητα μεταφοράς του κα­
τά τον αποτελεσματικότερο τρόπο στον δέκτη; Κι αν ο τρόπος αυτός
είναι δόκιμο να είναι ο πλέον αδόκητος; Κι αν χρησιμοποιήσει παι-
Η ΝΕΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ 341

γνιωδώς ακόμα και το λάθος για να προκαλέσει την προσοχή ή να σα-


τιρίσει;
Αφήνοντας λοιπόν πίσω μας το αυτονόητο για τα χοντρά λάθη που
βγάζουν μάτι, κι επισημαίνοντας την προσπάθεια του δημοσιογράφου,
όταν γράφει κι όταν ομιλεί να ξέρει τι θέλει και πώς πρέπει να το πει,
αφήνοντας δηλαδή στην περιοχή του αυτονόητου τη μόρφωση, την προ­
σπάθεια μόρφωσης και την αεί παιδεία, θα λέγαμε ότι αν θέλουμε να μι­
λήσουμε για τη γλώσσα των MME, πρέπει να μιλήσουμε για τον Λόγο
που διατυπώνουν και συνεπώς για τη φύση τους.
Υπ’ αυτήν την έννοια η νέα δημοσιογραφία συνιστά παθολογία ή
αναγκαιότητα για τα MME, τη Δημοκρατία και τον πολίτη; Είναι φαι­
νόμενο παρακμής ή μια νέα αναζήτηση;
Το νέο τοπίο το οποίον προέκυψε στα MME, κυρίως τα ηλεκτρονικά,
μετά την απελευθέρωσή τους απ’ το κρατικό μονοπώλιο είναι λίγο έως
πολύ γνωστό.
Ότι το τοπίο αυτό ακόμα διαμορφώνεται και ότι θα είναι συνεχώς
διαμορφωνόμενο για αρκετό καιρό, επίσης είναι γνωστό.
Γνωστότερο ακόμα είναι ότι η συζήτηση στην κοινωνία, ή οι αναφο­
ρές της κοινωνίας στα MME, έχουν πια καταστεί στοιχείο του καθημε­
ρινού πολιτισμού.
Ότι η συζήτηση αυτή είναι υπερτονισμένη και υπερτιμημένη και ότι
αναπαράγεται απ’ τα ίδια τα MME, παρότι αποτελούν το αντικείμενό
της, κατά επίσης υπερτονισμένο τρόπο, είναι το πρώτο σημείο παθολο­
γίας της νέας κατάστασης. Ότι η συζήτηση αυτή διεξάγεται εν μέσω γε­
νικεύσεων συνήθως και αφορισμών, μ’ ελάχιστα επιστημονικό τρόπο
και μέθοδο, είναι το δεύτερο σημείο, ή μάλλον η δεύτερη ορίζουσα του
προβλήματος. Το τρίτο είναι το αποτέλεσμα!
Σε μιαν εποχή που οι ιδεολογίες έχουν υποχωρήσει, που η Ενιαία
Σκέψη δείχνει να κυριαρχεί, και που ο καθένας μπορεί να ανακηρύσσει
σε όποιου είδους Λουδοβίκο θέλει τη δική του αλήθεια, δεν είναι λίγοι
οι πολίτες που θεωρούν ότι τα MME είναι ταυτοχρόνως και κόμματα,
και εταιρείες, και θεσμοί.
Μέσα στο μεταμοντέρνο χάος (της αποδόμησης) δεν είναι λίγοι εκεί­
νοι που δίνουν ένα δικό τους περιεχόμενο στη σημειολογία που τους
περιβάλλει, συγχέοντας τους πάντες με τα πάντα και συνεπώς δαιμονο-
ποιώντας ή εξαγιάζοντας κοντά στ’ άλλα και τα MME.
Το ερώτημα είναι αν έχουν, εν τέλει, δίκιο...
Αν εξαιρέσουμε την Ακαδημαϊκή Κοινότητα, τους πολιτικούς και
πολίτες (όσους έχουν πολιτική παιδεία), ο υπόλοιπος πληθυσμός έχει
342 ΣΤΑΘΗΣ (ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ)

μια θολή εικόνα για τα MME και τον ρόλο τους στη ζωή μας που όμως
δεν απέχει πολύ απ’ την αλήθεια.
Δεν χρειάζεται να είναι δηλαδή κάποιος εξαιρετικά οξύνους ή να
τυγχάνει βαθιάς παιδείας, ανθρωπιστικής κυρίως, για να αντιληφθεί, ή
να υποψιάζεται την πραγματικότητα αυτού που ονομάζουμε «Διαπλε-
κόμενα Συμφέροντα».
Το αδιάκριτον δηλαδή, όχι πλέον των εξουσιών, των θεσμικών εξου­
σιών, αλλά των πραγματικών εξουσιών: του Κράτους, των Εταιρειών
και του Τύπου.
Η νέα αυτή κατάσταση, στο πλαίσιο της λεγόμενης παγκοσμιοποίη­
σης, της παντί τρόπω δηλαδή αναζήτησης του κέρδους και της νομιμο­
ποίησης αυτής της διαδικασίας, δημιουργεί τους νέους της προφήτες:
τους α-πολιτικούς πολιτικούς, τους κυνικούς δημοσιογράφους και το
life style.
Σήμερα στις παρέες δεν κουβεντιάζουμε για ηθοποιούς, κουβεντιά­
ζουμε για μοντέλες! Δεν κουβεντιάζουμε για λογοτεχνία, μηρυκάζουμε
ό,τι γράφει η πληθύς των life style περιοδικών. Δεν μας νοιάζει αν κά­
ποιος κλέβει, αλλά αν κάποιος περνάει καλά κλέβοντας.
Αυτός ο τρόπος ζωής δεν διαμορφώθηκε απ’ τα MME, διαμόρφω­
σε και διαμορφώνει τα MME που με τη σειρά τους επηρεάζουν την κοι­
νωνία.
Το πρόβλημα είναι αλλού -τα MME απλώς με τη σειρά τους το κα­
ταγράφουν, το υφίστανται, το αναπαράγουν, το διαδίδουν, το προβάλ­
λουν, το επιβάλλουν.
Δεν πρόκειται για φαύλο κύκλο, πρόκειται απλώς για φαυλότητα.
Για καλή, απλή, αγνή φαυλότητα!
Ο εξορισμός και εξορκισμός της πολιτικής, η εξαθλίωση της αισθη­
τικής, ο μινιμαλισμός του καθημερινού πολιτισμού, η αποενοχοποίηση
του κυνισμού και ο εξανδραποδισμός της ηθικής -της όποιας ηθικής
του καθενός (του όποιου κώδικα τιμής δηλαδή στη συμπεριφορά του
απέναντι στους άλλους)- είναι τα βασικά στοιχεία που προσδιορίζουν
τον τρέχοντα τρόπο ζωής και συνεπώς αντανακλώνται και αναπαράγο-
νται στον (κι από τον) Τύπο και τη γλώσσα του.
Είναι πολύ εύκολο πλέον να εκληφθεί ως ηθικολογία και μάλιστα να
κατηγορηθεί κανείς για συντηρητισμό αν συνεχίζει να αναζητά και μά­
λιστα να ιχνηλατεί αυτό που ο ίδιος θα όριζε ως δεοντολογία με βάση
την παιδεία του, την ιδεολογία του, τις πολιτικές του θέσεις και την πο­
λιτική του εξέλιξη.
Σε μια εποχή που ένας «αριστερός» στην Ευρώπη αλλά και μερι­
Η ΝΕΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ 343

κοί στην Ελλάδα έχει φτάσει να θεωρεί προοδευτική πολιτική τους


βομβαρδισμούς και ανθρωπιστική συμπεριφορά τον πόλεμο, αρχίζου­
με όλοι να καταλαβαίνουμε τι κόστος έχει η αμνησία, η λήθη, η υπο-
βάθμιση της ιστορικής γνώσης, το έλλειμμα Γενικής και Ανθρωπιστι­
κής Παιδείας.
Είναι μια κρίσιμη στιγμή που η α-λήθεια, η μη λήθη δηλαδή, πρέπει
να ανακληθεί και να ανακαλείται συνεχώς στην καθημερινή ζωή. Και
να διαπερνά τη δημοσιογραφική γλώσσα με αναφορές και παραδείγμα­
τα. Είναι μία μεταβατική εποχή προς τον κίνδυνο ενός μακραίωνου με-
σαίωνα και μιας διαρκούς βαρβαρότητας, αν γίνει αποδεκτό κι αν εν
τέλει κυριαρχήσει αυτό που στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας
ονομάστηκε «τέλος της Ιστορίας».
Και βεβαίως, η όποια εξέλιξη προς την όποιαν κατεύθυνση, του πο­
λιτισμού ή της βαρβαρότητας, είναι θέμα πολιτικής, φιλοσοφικών και
ηθικών επιλογών, κυριαρχίας (ή όχι) του ανθρώπου επί της οικονο­
μίας, Δημοκρατίας ή Βαρβαρότητας.
Η δημοσιογραφία είναι παρακολούθημα αυτών των αντιθέσεων, εί­
ναι όμως και παράγων αυτών των αντιθέσεων, είναι και το γήπεδο
-ένα απ’ τα γήπεδα- που διεξάγεται ο αγώνας μεταξύ αυτών των αντι­
θέσεων.
Παρότι πολλοί πιστεύουν ότι οι δημοσιογράφοι είναι πλέον κάτι
σαν τον Άγιο Παντελεήμονα, ο οποίος μπορεί να θεραπεύει και να κα­
ταγγέλλει πάσαν νόσον και πάσαν ανομίαν του συστήματος ή ακόμα
απλούστερα να διορίζει την κόρη τους στο Δημόσιο, παρά ταύτα και
παρά την προβολή της οποίας τυγχάνει, ο δημοσιογράφος παραμένει
ένα απ’ τα δύο: ή εργάτης του Τύπου ταγμένος στον πολίτη και τη Δη­
μοκρατία ή τσιράκι του αφεντικού και ιμάντας εξουσίας (σπάσει δεν
σπάσει κάποτε).
Συνεπώς και η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι ανάλογη. Αυτή άλ­
λωστε είναι και η διαφορά μεταξύ ελεύθερης και απελεύθερης δημοσιο­
γραφίας. Μην ξεχνάμε ότι τις εφημερίδες τις εκδίδουν μεν ιδιοκτήτες,
τις γράφουν όμως δημοσιογράφοι. Το ίδιο και το ραδιόφωνο και η τη­
λεόραση, εις ό,τι αφορά στη δημοσιογραφική τους πλευρά.
Η ταύτιση λοιπόν του δημοσιογράφου με τα συμφέροντα των Εται­
ρειών και της Εξουσίας και ο κομψός, ενίοτε γοητευτικός τρόπος που
θα γράφει για να κρύβει κάτι τέτοιο, είναι η μεγαλύτερη αξία χρήσης
που μπορεί να έχει για την εξουσία η δημοσιογραφία!
Και στην Ελεύθερη Αγορά αυτή η αξία χρήσης μετατρέπεται σε
ανταλλακτική και αποτιμάται αναλόγως· και κατά το χρυσίον και κατά
344 ΣΤΑΘΗΣ (ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ)

τα πρότυπα που η ίδια η δημοσιογραφία ως light και τρέχουσα λογοτε­


χνία της καθημερινότητάς μας έχει φροντίσει να διαμορφώσει: της
«επιτυχίας» και του επιτυχημένου! Του «ανθρώπου για όλες τις επο­
χές» α π’ την ανάποδη, χωρίς, δηλαδή, καθόλου αρχές.
Αντιθέτους, η ελεύθερη δημοσιογραφία, έχοντας πια πάρει το μάθη­
μά της απ’ όλους αυτούς τους δημιουργούς ενός άνυδρου τοπίου ζωής,
αρχίζει πάλι (με δυσκολίες είναι η αλήθεια αλλά και στηριγμένη σε μια
λαμπρά παράδοση πνευματικών ανθρώπων), να επαναθέτει τα διαρκή
και αέναα προτάγματα της ανθρώπινης πορείας προς την πρόοδο, το
καλύτερο και το ομορφότερο.
Στη γεωγραφία των σημερινών εφημερίδων κυρίως, αλλά και του
ραδιοφώνου και, ασθενέστερα ακόμη, της τηλεόρασης, ο πολίτης μπο­
ρεί να διακρίνει τον πλουραλισμό των απόψεων, τις πολιτικές αντιμα­
χίες, την αμφισβήτηση, την αναζήτηση της αλήθειας, τις πολιτιστικές
διεργασίες, τα γεγονότα και τα νέα απ’ όλον τον κόσμο, τις απόψεις,
τους κινδύνους, τις ανατροπές.
Εξακολουθώ να πιστεύω αυτό που έλεγε ο Χέγκελ, ότι δηλαδή «η εφη­
μερίδα είναι η προσευχή του πολίτη», και θα πρόσθετα αυτό που ένας
επιφανής Έλληνας -μου διαφεύγει το όνομά του- συμπλήρωσε, ότι δη­
λαδή «στις δύσκολες εποχές είναι και η προσευχή του αιρετικού»...
Τελειώνοντας θα έλεγα, συνελόντι ειπείν, ότι: «η γλώσσα της δημο­
σιογραφίας είναι η πανοπλία του πολεμιστή. Απλώς πάει μαζί του στον
πόλεμο». Ένα είδος, το ίδιο, η «νέα δημοσιογραφία» εν προκειμένω,
μπορεί να έχει δύο εκδοχές. Η παιδεία του δημοσιογράφου και η ιδεο­
λογία του είναι που θα τον σπρώξει, ποια απ’ τις δύο θα επιλέξει και
πού θα ενταχθεί.
Και η γλώσσα που θα μετέλθει, αυτή η ίδια έχοντας αντίστοιχα κι
ανάλογα φορτία παιδείας (ή όχι) θα προδίδει διαρκώς και θα ανακοι­
νώνει ποιος πραγματικά είναι αυτός που τη γράφει ή τη μιλά.
Προσωπικώς πιστεύω ότι και η δημοσιογραφία -η οποία άλλωστε
έχει περάσει δυσκολότερες εποχές απ’ τη σημερινή- έστω και μαχόμενη
υπό σκιάν, ή ίσως ακριβώς γ ι’ αυτό, θα συνεχίσει μαχόμενη και στρα-
τευμένη στον Άνθρωπο και τη Δημοκρατία.
Εξάλλου η καλύτερη απόδειξη για του λόγου το ασφαλές είναι ότι οι
εφημερίδες σήμερα, παρ’ όλες τις αδυναμίες τους, είναι ασφαλώς καλύ­
τερες απ’ ό,τι στο παρελθόν!
Πέστε με αισιόδοξο αλλά πιστεύω ότι όπως όλα, έτσι και η δημοσιο­
γραφία είναι θέμα αίσθησης του μέτρου και ισορροπίας ανάμεσα στην
πραγματικότητα και την ανάγκη.
Η ΝΕΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ 345

Αν συμβεί το αντίθετο, αν τις εφημερίδες καταλήξουν εν τέλει να τις


γράφουν τα αφεντικά είτε με το όποιο δεξί τους χέρι είτε με το όποιο
αριστερό τους πόδι, τότε αυτές τις εφημερίδες δεν θα τις χρειάζεται η
Κοινωνία! Αλλά τότε θα είναι μια Κοινωνία τόσο βάρβαρη, που δεν θα
χρειάζεται γενικώς τίποτα...
L
MME ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ:
ΙΟΓΕΝΕΙΣ ΕΣΤΙΕΣ, ΘΥΛΑΚΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΣ.
ΜΙΑ ΔΙΑΡΚΗΣ ΜΑΧΗ
ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥΣ ΘΕΑΤΕΣ
Γιάννης Τρίάντης

Α ΠΑΘΟΓΕΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ούτε σημερινά εί­


Τ ναι ούτε στιγματίζουν ανεξίτηλα το σώμα του. Ωστόσο, οι αιτίες
που προκαλούν την ελαύνουσα λοίμωξη δύσκολα, πια, αντιμετωπίζο­
νται... Οι θύλακοι αντιστάσεως υπαρκτοί. Όμως, η μάχη είναι άνιση.
Διότι -οφείλουμε να παραδεχθούμε- οι μολυσματικές εστίες έχουν «χο­
ρηγό» τον μονοδιάστατο προσανατολισμό της εκπαιδεύσεως, τον αξια-
κό κώδικα της εποχής και, μοιραίως, την αδιαφορία της καθημαγμένης
ή εμπύρετης κοινωνίας. Αν η διαπίστωση αυτή αποδίδει τα γενικώς
κρατούντα και δεν αυθαιρετεί, τότε μάλλον στη σφαίρα της διακαούς
επιθυμίας κινείται ο «διαρκέστερος σκοπός του Συνεδρίου», όπως ανα­
πτύσσεται στο τρίτο σημείο του προγράμματος, παρά στο πεδίο του
επιτεύξιμου στόχου. «Διαρκέστερος σκοπός του Συνεδρίου -αναφέρει
το περί ου ο λόγος σημείο- είναι να εγκαινιάσει για ζητήματα όπως αυ­
τά έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ δημοσιογράφων και γλωσσολόγων και
μεταξύ δημοσιογράφων, γλωσσολόγων και κοινού, ελπίζοντας στη γε-
φύρωση πρακτικής και θεωρίας και συμβάλλοντας στην ανάπτυξη
σπουδών επικοινωνίας στον τόπο μας»...
Παραφράζοντας τον αγλαό ιστοριονόμο του 19ου αιώνα, θα μπο­
ρούσε να πει κανείς: «Ο λαός και οι γλωσσολογούντες, ο αναγνώστης
και οι γραφιάδες που νοιάζονται για τη γλώσσα συζώσιν ενταύθα άσχε­
τοι και αφιλίωτοι. Άνω μεν ο λόγιος, κάτω δε ο χύδην όχλος, και εν τω
μέσω χάσμα»... Καλά. Αποσύρω το «χύδην όχλος», καθώς και το λό­
γιος -για μια κατηγορία γλωσσολογούντων. Ωστόσο, το χάσμα υπαρ­
348 ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

κτό και ευδιάκριτο, όπως και κατά τον 14ο αιώνα, στον οποίο αναφέ-
ρεται ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος...
Αναπόφευκτο το μελαγχολικό ερώτημα: ποιο κοινό παρακολου­
θεί την αντιμαχία; Πού βρίσκεται και δεν μπορώ να το εντοπίσω; Και
αν πρόκειται για προσωπική αδυναμία, για αδυναμία της δικής μου
όρασης, μικρό το κακό. Όμως ποια στοιχεία, ποιες ισχνές ενδείξεις
έστω, υπάρχουν; Μήπως οι συγκινητικοί τω τρόπω, σχεδόν καθημερι­
νές παρεμβάσεις επιστολογράφων, οι οποίες εκφράζουν ειλικρινή αγω­
νία για την επιταχυνόμενη πτώχευση της δημοσιογραφικής γλώσσας;
Μήπως υπήρξε ή βρίσκεται εν εξελίξει κάποια μαζική αντίδραση, με
αφορμή την περιστολή του λεξιλογίου, τα συχνά λάθη τα οποία έχουν
ιδρύσει καθεστώς και την ασύστολη χρήση -συχνά κακοποιημένων-
ξένων λέξεων και εκφράσεων, οι οποίες επιστρατεύονται για να καλύ-
ψουν τις αδυναμίες της σκευής; Εικάζω ότι οι γνωστού χαρακτήρος
αντιμαχίες και συχνά βαρετές διενέξεις μέσω των εφημερίδων, συγκε­
ντρώνουν την προσοχή αναγνωστών-θεατών ολιγότερων και από έναν
αγώνα Β ' Εθνικής μεταξύ ομάδων οι οποίες δεν έχουν βαθμολογικό
ενδιαφέρον...
Ακριβώς στην εν λόγω αδιαφορία επενδύει η νεοδημοσιογραφική πε­
νία. Εκεί στηρίζεται το θράσος της άγνοιας: Οι πρόκριτοι των MME λι­
γοστεύουν. Εκ των γλωσσολογικώς εγκρίτων ελάχιστοι κατοικούν στην
κορυφή της δημοσιογραφικής πυραμίδος -ιδία των ηλεκτρονικών
MME. Και το ούτως ειπείν ελεγκτικό σώμα, η κοινωνία, ελάχιστα εν-
διαφέρεται. Και προπάντων: αδυνατεί ολοένα και περισσότερο να δια­
κρίνει το πλήθος και την ποιότητα των παθογενών. Πρόκειται, βλέπετε,
για προϊόντα της εκπαιδεύσεως την οποία η ίδια ανέχθηκε και συνήθι­
σε, καθώς και για σταθερές οι οποίες αργά, μα τόσο αποτελεσματικά,
έχουν επιβληθεί και βασιλεύουν. Αναφέρομαι στο ήσσον της προσπά­
θειας, στο χρησιμοθηρικόν της παιδεύσεως, στο προσπελάσιμον της ευ­
κολίας και σε άλλα συναφή...
Θύλακοι αντιστάσεως ασφαλώς υπάρχουν, έστω και αν αποκαλού-
νται θύλακες, από τους εκτελωνιστές της κρεουργημένης λογιοσύνης, η
οποία επιστρατεύεται για να προσδώσει κύρος και λούστρο σε ερειπω­
μένα ενδιαιτήματα... Δεν περιλαμβάνω στους θυλάκους αυτούς όσους
δημοσιογράφους οδύρονται για την επέλαση επείσακτων γλωσσικών
προϊόντων ούτε εκείνους οι οποίοι εναβρύνονται για τη στέρεη συ­
γκρότησή τους, και καμαρώνουν σαν γύφτικα σκεπάρνια επειδή τυγχά­
νουν φορείς της ελληνικής γλώσσας, μητρίδος των περισσότερων γλωσ­
σών του κόσμου, κατά τον προσφιλή οιηματικό αφορισμό.
MME ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ 349

Ικανό μέρος των σημερινών δημοσιογράφων ευτύχησε να μάθει


γράμματα υπό όρους οι οποίοι ευνοούσαν το επαρκές της γλωσσο­
μάθειας, έστω και υπό συνθήκες αλλεπαλλήλων κρίσεων και αντιμα­
χιών (περίοδοι καθαρευούσης, εποχές δημοτικής, μεικτό ιδίωμα κτλ.).
Ισχυρίζομαι, δε, ότι αρκετοί εξ αυτών μιλάνε και γράφουν καλύτε­
ρα από τον μέσο όρο των μυθολογημένων εν δημοσιογραφία προδρό­
μων. Την ανελαστικότητα, τον δογματισμό του συντακτικού, το άρρυθ-
μον της τυπολογικής αφοσιώσεως και την εξ αντικειμένου επίδειξη
κενής υπεροχής των δημοσιογραφικών κειμένων έναντι της καθομιλου­
μένης, έχουν διαδεχθεί η πλαστικότητα της εκφράσεως, το χυμώδες
σύμμεικτον και η δημιουργική αυθαιρεσία. Εκείνη που δεν φοβάται να
χρησιμοποιήσει επείσακτες λέξεις, δίπλα σε διμοιρίες λογίων εκφρά­
σεων. Εκείνη που δεν ευνουχίζει τις καταλήξεις εις -ως, αλλά και δεν
θεωρεί έγκλημα την υπέρβασή τους, για λόγους ποικίλους (ρυθμός,
πολυείδεια κ.ά.). Εκείνη που σέβεται το αενάως της γλωσσικής διαμορ-
φώσεως...
Εν τέλει: Τα υπαρκτά παθογενή της δημοσιογραφικής ενδοχώρας,
επομένως το εξοντωτικό για την επικοινωνία πρόσημό τους, δεν αφο­
ρούν τόσο στις εκτροπές και τις παρεκβάσεις, στους βαρβαρισμούς
και την ατελώνιστη χρήση των επείσακτων λέξεων, και στους σολοικι­
σμούς. Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται σε αυτά, ακόμη και αν δεχθούμε
ότι οι Σόλοι μετακινήθηκαν και εντοπίζονται πια ως αποικία απειλη­
τική στα έντυπα και ηλεκτρονικά MME της Ελλάδος. Αλλού εντοπί­
ζει το πρόβλημα ο άφευκτος υποκειμενισμός -και ας μου επιτραπεί
να πω η ιδιότης του καθ’ έξιν ερανιστή: Στο ότι η πλειονότης των λέ­
ξεων θα καταστούν οσονούπω ακατάληπτες και άχρηστες. Και ότι
ταυτόχρονα το θράσος της άγνοιας, το οποίο δεν ενδιαφέρεται φέρ’
ειπείν για την ύπαρξη, την αγωνία και την προσφορά του Σπυρίδω­
νος Ζαμπέλιου, δεν αποκλείεται να οδηγήσει ενίους εκ των προβε­
βλημένων καλάμων να τον αναζητήσουν. Για να «του πάρουν συνέ­
ντευξη»...
Διατείνομαι ότι ισχύουν όσα προεκτεθέντα παραπέμπουν στον ίλιγ­
γο της ευκολίας, στην τραγική αδυναμία της εκ-παιδευτικής λειτουρ­
γίας και στις εν γένει εδραιωμένες αντιλήψεις για τη ζωή... Αν όμως η
σημαντική αυτή γλώσσα, η ελληνική, την οποία κατά τύχην όλως μιλά­
με εμείς και όχι κάποιοι άλλοι, έχει κατορθώσει να επιβιώσει, τότε δι­
καιούμεθα να είμαστε αισιόδοξοι ότι και τώρα θα τα καταφέρει... Ο Ρό-
μπερτ Μπράουνινγκ υπερθεματίζει: «Οι Έλληνες έχουν πάντα ζωηρή
στο μυαλό τους την ολότητα της γλώσσας τους ώς τα χρόνια τους,
350 ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

αντλούν από αυτήν, κάνουν υπαινιγμούς σ’ αυτήν και την τροποποιούν


συνειδητά. Είναι αυτή η πνευματική συνέχεια που κάνει τη μελέτη της
ελληνικής γλώσσας δύσκολη αλλά και ανταμειπτική»... Σκοπίμως παρέ-
λειψα έναν χαρακτηρισμό που συνοδεύει στο κείμενο του Μπράου-
νινγκ το ουσιαστικό Έλληνες: «Οι μορφωμένοι Έλληνες», λέει ο δια­
πρεπής Σκωτσέζος. Ε, ο χαρακτηρισμός αυτός -μορφωμένοι- ας παρα-
μείνει ως επιδίωξη και στοίχημα διαρκές...
Ο ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΓΡΑΦΟΣ, Η ΓΛΩΣΣΑ
ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Γ ίώργος Σταματόπουλος

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΓΡΑΦΟΣ δεν είναι ένας απλός επαγγελματίας, λόγω


Ο του απλού αλλά και μείζονος σημασίας γεγονότος ότι αντικείμε­
νο της εργασίας του, το κύριο εργαλείο του είναι η γλώσσα. Δεδομένου
ότι η γλώσσα είναι η κυριότερη μορφή επικοινωνίας και με επίσης δε­
δομένο ότι η επικοινωνία είναι η σημαντικότερη οδός προς τη δημο­
κρατία, τότε ο εφημεριδογράφος, εκών άκων, καθίσταται οιονεί κοινω-
νός της δημοκρατίας. Η ευθύνη του, άρα, είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν
άλλων επαγγελματιών. Και άρα οφείλει να χρησιμοποιεί σωστά το ερ­
γαλείο του, τη γλώσσα. Η γλώσσα είναι πανάρχαια· ομιλείται εδώ και
χιλιάδες χρόνια. Η δημοσιογραφική όμως γλώσσα είναι νεότευκτο
φρούτο ως προϊόν του τεχνικού πολιτισμού και της στατιστικής της δέ­
σμευσης, καθώς και της διεκπεραιωτικής της αποστολής.
Η δημοσιογραφική γλώσσα, προορισμένη να εκφράσει το τώρα, να
δώσει την αμεσότητα της είδησης, αρέσκεται σε ενός είδους στερεοτυ­
πία ικανού να ικανοποιήσει τον δέκτη και επίσης ικανού να αποκοπεί
από τον κορμό της γλώσσας που είναι η λογοτεχνία. Η αυτοσυρρίκνω­
ση της δημοσιογραφικής γλώσσας, η εκτόπιση δ.χ. του απαρεμφάτου,
των μετοχών, της περιεκτικότητας που προσφέρει η καθαρεύουσα, της
άνω τελείας, της μεταφοράς δεν θα ενοχλούσε κανέναν εάν δεν επηρέ­
αζε κανέναν. Το γεγονός όμως ότι η επικοινωνία στη δημοκρατία
υπάρχει μέσω των MME, σημαίνει ότι ο δημοσιογράφος οφείλει να
επανεξετάσει τη θέση του ως προς τη χρήση της γλώσσας. Ευτυχώς,
αρκετοί δημοσιογράφοι έχουν επανεξετάσει τη θέση τους και έχουν
εναγκαλιστεί τον πλούτο και την ελευθερία της ελληνικής γλώσσας. Οι
πλείστοι εφημεριδογράφοι, εννοώ. Πράγματι· με μικρή επιφύλαξη, εάν
ρίξει κανείς μια ματιά στις εφημερίδες θα νιώσει αρκετή ικανοποίηση
352 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

από το υψηλό επίπεδο γλωσσικής χρήσης, ακόμη και στα ρεπορτάζ.


Σε ό,τι αφορά τα άλλα Μέσα, τηλεόραση, ραδιόφωνο, περιοδικά,
ναι, εκεί υπάρχει κρίση του δημοσιογραφικού λόγου και κατά συνέπεια
της ελληνικής γλώσσας. Διότι σε αυτά τα Μέσα δεν έχει σημασία τόσο
η γνώση όσο το ύφος· επικρατούν δηλαδή η εικόνα και το στυλ, η «μα­
σημένη τροφή» που λύνει πολλές εκφραστικές δυσκολίες. Τα ηλεκτρο­
νικά μέσα είναι λεξιφθόρα όσο προσπαθούν να μεταδώσουν την πληρο­
φορία με εύληπτο και «κομψό» τρόπο ώστε να γίνει κατανοητή υφ’
όλων.
Το γεγονός ότι οι εφημερίδες προσπάθησαν να μιμηθούν την τέτοια
μετάδοση τις ανάγκασε να υποπέσουν στο ολίσθημα να εξεικονίσουν τη
γραφή, να οπτικοποιηθούν οι ίδιες. Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό ότι
ο λόγος, όσο επαγγελματικός και αν είναι, δεν μπορεί να πάψει να εί­
ναι λόγος. Και η ανώτατη μορφή του λόγου, αυτή που διαιωνίζει τον
πολιτισμό και την Ιστορία, είναι η γραφή και μάλιστα εκείνη η γραφή
που σέβεται τη διαχρονία και την ευρύχωρη όσο και ευπλαστική ικανό­
τητα της ελληνικής γλώσσας.
Συνετέλεσε στην αντίληψη αυτή το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια
διακονούν τον δημοσιογραφικό λόγο σημαντικοί ποιητές και λογοτέ­
χνες, πανεπιστημιακοί και συγγραφείς.
Οι ξενισμοί, η απώλεια της πρωταρχίας του ρήματος και το λάιφ
στάιλ, που είχαν επικρατήσει για περίπου μία δεκαετία, εκτοπίστηκαν,
μια οιονεί λογιότης επιστρέφει στα κείμενα, όπως και η σοβαρότης αλ­
λά και η κριτική απέναντι στην εξουσία. Μοιάζει αυτονόητο αλλά το να
σταθείς κριτικά απέναντι στην εξουσία απαιτεί να γνωρίζεις καλά την
ελληνική γλώσσα. Δεν εννοώ να γνωρίζει κάποιος γραμματική και συ­
ντακτικό. Η εκμάθηση της ελληνικής σημαίνει βαθιά ανάγνωση, επίπο­
νη, των αξιών και της δύναμης των εννοιών. Ναι, χρειάζεται να διαβά­
σουμε τον Όμηρο και τον Θουκυδίδη, τον Αριστοτέλη, τον Πλωτίνο,
τους Πατέρες και τον Μακρυγιάννη· πώς αλλιώς;
Πώς αλλιώς θα συνειδητοποιήσουμε ότι γλώσσα δεν σημαίνει συ­
ντακτικό και γραμματική, αλλά, κυρίως, αίμα, πόνο, συνωμοσία, αλλη­
λεγγύη; Όλα εκείνα δηλαδή που μας καθορίζουν ως έλληνες πολίτες αλ­
λά και ως ανθρώπους;
Πολλοί εφημεριδογράφοι, ρεπόρτερ και, κυρίως, αρθρογράφοι, φαί­
νεται να το έχουν συνειδητοποιήσει. Μα, έχουν την πολυτέλεια να μην
τους κυνηγάει ο χρόνος, αντιτείνουν οι συνάδελφοι των ραδιοτηλεο­
πτικών μέσων, κι έτσι προσέχουν τι γράφουν, επανεξετάζουν το κείμε­
νό τους κι έχουν την ευκαιρία να διορθώνουν τα λάθη τους. Μα η εκμά­
Ο ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΓΡΑΦΟΣ, Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 353

θηση της γλώσσας δεν είναι θέμα χρόνου· ή ερωτεύεσαι εξαρχής μαζί
της ή απλώς τη χρησιμοποιείς. Εξάλλου ουδείς τούς έψεξε για φραστι­
κά λάθη που γίνονται εν τη ρύμη του λόγου λόγω της ταχύτητας και
του μηδενικού χρόνου που έχουν στη διάθεσή τους. Αυτά είναι ανθρώ­
πινα. Μιλάμε για τα λάθη εκείνα που είναι προϊόν της αδαημοσύνης
περί το σώμα της γλώσσας, των σπλάχνων της.
Ένας άλλος λόγος που οι εφημεριδογράφοι προσέχουν, σχεδόν
γλωσσολογούν, είναι η αμφίδρομη επικοινωνία που έχουν επιτύχει με
τους αναγνώστες, μια πιο ζεστή επαφή, σε αντίθεση με τους ραδιοτηλε­
οπτικούς που επικοινωνούν μέσω του ειδώλου τους μόνο και αρέσκο-
νται ή αρκούνται στο φλυαρείν και το φαίνεσθαι. Οι πρώτοι υπηρετούν
τον λόγο, οι δεύτεροι γίνονται η κίβδηλη διακόσμησή του...
Όσο και αν ηχεί περίεργο, η είσοδος της χώρας στην ΟΝΕ ανάγκασε
τις εφημερίδες να επανεύρουν τον «εαυτό» τους, να ξανασκύψουν πά­
νω στην αξία της γλώσσας. Διότι δεν μπορείς ν ’ αντιμετωπίσεις τις
ισχυρές ευρωπαϊκές γλώσσες με αδολεσχίες και εξυπνακισμούς. Όσο
αγράμματοι και αν θεωρούμεθα ως λαός, όσο καθυστερημένοι και αν
είμαστε τεχνολογικώς, απαιτούμε η γλώσσα μας να σταθεί στο ύψος
που έχει αποκτήσει εδώ και περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια, γιατί, ας μη
λησμονούμε, αυτή η γλώσσα μάς έχει διασώσει ως έθνος μέσα από τό­
σες συγκρούσεις και υποδουλώσεις ανά τους αιώνες. Είναι σχεδόν ένα
θαύμα ότι πολλές από τις λέξεις έρχονται κατευθείαν από τον Όμηρο.
Είναι απαραίτητο νομίζω να θυμόμαστε συνεχώς τον Νίτσε και την
εκτίμησή του για τους εφημεριδογράφους, και να τον επικαλούμεθα,
όσο διαφορετική κι αν είναι η εποχή μας, όσο και αν έχει προχωρήσει η
επιστήμη και η Παιδεία. Έγραφε λοιπόν για τους εφημεριδογράφους
στην πρώτη διάλεξή του για την Παιδεία ότι είναι «εκείνη η κοινωνική
ομάδα που παρεμβλήθηκε σαν γλοιώδης κόλλα ανάμεσα στις επιστήμες
και πίστεψαν ότι βρήκαν τον προορισμό τους. Και το έργο αυτό το εκ­
πληρώνουν καθώς ταιριάζει στη φύση τους, καθώς το λέει και το ίδιο
το όνομά τους: σαν μεροκάματο». Και συνεχίζει: «Το δημοσιογραφικό
έντυπο παίρνει τη θέση της Παιδείας και όποιος εξακολουθεί να έχει
αξιώσεις για μόρφωση στηρίζεται πια -έστω και αν ο ίδιος είναι επι­
στήμονας- σ’ αυτό το ενδιάμεσο κολλητικό στρώμα που στοκάρει τους
αρμούς ανάμεσα σε κάθε κοινωνική τάξη, σε κάθε τέχνη, σε κάθε επι­
στήμη». Και πρότεινε στη δεύτερη διάλεξή του: «Θα έπρεπε κάθε κάπως
ευγενικότερα προικισμένος νέος να μπαίνει διά της βίας κάτω από το
προστατευτικό κάλυμμα του καλού γούστου και της αυστηρής γλωσσι­
κής πειθαρχίας».
354 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

Υπερβολικός; Ίσως. Ουδείς όμως μπορεί να αμφισβητήσει την κρι­


τική και διεισδυτική του ματιά- ούτε ν’ αποφύγει ν’ αναγάγει την εκτίμη­
σή του για τη γερμανική δημοσιογραφία του 19ου αιώνα στα καθ’ ημάς.
Πολλοί είναι σήμερα οι δημοσιογράφοι που «χώνουν τη μύτη» τους
παντού- νιόβγαλτοι, προπετείς, πολύξεροι, Φιλισταίοι της γνώσης,
αγνοούντες την ελληνική γλώσσα. Και όμως, αποφαίνονται επί παντός
του επιστητού, θεωρούντες ότι επικοινωνούν, πλην όμως, φευ, εγκλη­
ματούν κατά της επικοινωνίας, την καταστρέφουν, τη βιάζουν, τη δια­
στρέφουν απλούστατα διότι δεν σέβονται τη γλώσσα και κατ’ επέκτα­
ση τους ανθρώπους.
Δεν είπε κανείς ότι δεν είναι επάγγελμα η δημοσιογραφία- διασώζε­
ται όμως από τη στυγνότητα και τον ορθολογισμό του επαγγελματι­
σμού γιατί υπηρετεί τον λόγο, την επικοινωνία, τη δημοκρατία. Και δεν
φαίνεται και τόσο άσχημη η πρόταση του Νίτσε, εάν τη μεταφέρουμε
στα δημοσιογραφικά, να μπούμε όλοι οι δημοσιογράφοι κάτω από το
κάλυμμα της αισθητικής και της αυστηρής γλωσσικής πειθαρχίας. Πολ­
λά, πιθανώς, θα μπορούσαμε να διδαχτούμε.
Δεν θά ’πρεπε να είμαστε απλοί υπηρέτες της στιγμής αλλά και φι­
λόσοφοι του συμβάντος. Και μόνο με σωστά ελληνικά μπορεί κανείς να
φιλοσοφήσει. Όμως, επαναλαμβάνω: Σωστά ελληνικά σημαίνει σωστή
σκέψη, όχι απλώς σωστή χρήση τους.
Δεν κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα- δεν διέρχεται κρίση- έχει διέλθει
τόσες και τόσες νομιζόμενες κρίσεις αλώβητη- λαβώθηκαν μόνον όσοι τη
χρησιμοποίησαν ως ιδεολογικό όπλο, τραυματίζοντας έτσι και καθυστε­
ρώντας την εξέλιξη. Ουδείς θα έπρεπε να περιφρονεί τη μητρική του
γλώσσα, πόσο μάλλον ένας δημοσιογράφος που είναι σε συνεχή επαφή
μαζί της. Πολλοί όμως είναι αυτοί που τελικώς την περιφρονούν διότι
άλλα επιτάσσει η κοινωνική αναρρίχηση και η ταχεία ανέλιξη προς την
επιτυχία και τον πλουτισμό. Ουδείς όμως παρέμεινε φτωχός ενασχολού-
μενος με τη γλώσσα του, πνευματικά εννοώ φτωχός- το αντίθετο.
Ασφαλώς και δεν πρέπει να εναποθέσουμε την τύχη και το μέλλον της
ελληνικής γλώσσας στη δημοσιογραφική. Γιατί όσοι και αν είναι οι εφη-
μεριδογράφοι που τη διακονούν και την αγαπούν, δεν είναι πολλοί. Και
όσο ελεύθεροι και αν είναι στο να χρησιμοποιούν όποιον τύπο θέλουν,
εντούτοις αυτολογοκρίνονται, υπέρ, λέει, της καλύτερης επικοινωνίας.
Περιορίζονται. Ναι μεν χρησιμοποιούν ένα πιο πλούσιο λεξιλόγιο, ναι
μεν προτείνουν ατραπούς γνώσης και παραπέμπουν στην ανάγνωση στι-
βαρών κειμένων, έστω με τη χρήση μιας μόνο λέξης, δεν παύουν όμως να
υπακούουν σε μυστικές συμφωνίες μεταξύ των εκδοτών και των ιδίων.
Ο ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΓΡ ΑΦΟΣ, Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 355

Δεν μπορείς λ.χ. να παραθέσεις ένα απόσπασμα του Ηράκλειτου ή


του Δημόκριτου αμετάφραστο· έχεις όμως κάθε ευχέρεια να χρησιμο­
ποιήσεις αρχαίες ρήσεις που είναι γνωστές σε όλους, τόσο ώστε νά
’χουν καταντήσει κι αυτές στερεότυπα. Και η στερεοτυπία, όσο και αν
βοηθάει στη διεκπεραίωση, τελικώς πλήττει τη γλώσσα.
Αυτό που οφείλουν να κάνουν οι ραδιοτηλεοπτικοί συντάκτες είναι
ν ’ ανοίξουν τα λεξικά τους· πολλή σοφία κρύβεται εκεί. Ίσως τότε
αντιλαμβάνονταν πόσο μονόδρομη είναι η επικοινωνία που δήθεν υπη­
ρετούν και άρα δεν μπορεί να γίνει αρωγός στη δημοκρατία. Και αν
σήμερα τα μεγάλα μυθιστορήματα δεν προσφέρονται για ανάγνωση,
υπάρχουν θαυμάσιοι Έλληνες ποιητές και δοκιμιογράφοι οι οποίοι
στις λίγες σελίδες των βιβλίων τους μεταφέρουν την αγωνία και την ελ­
πίδα μιας πάσχουσας χώρας· πάσχουσας αλλά πανέμορφης.
Όσοι δε υπηρετούν την έντυπη δημοσιογραφία, καλόν θα ήτο να
υπομιμνήσκονται καθημερινώς ότι ξεκίνησαν (ή παραμένουν) ως δυνά­
μει λογοτέχνες· να μην υποκύψουν δηλαδή στις ανάγκες της επιβίωσης
αναλισκόμενοι σε προχειρότητες. Διαφορετικά είναι ένας τραγέλαφος.
Διότι ενώ υπηρετούμε το πνεύμα, δοξάζουμε την ύλη!
Νομίζω ότι ο εφημεριδογράφος είναι από τους τελευταίους θυλά­
κους υπεράσπισης της ελληνικής γλώσσας και ταυτοχρόνως ο πυρήνας
της αντίστασης κατά των αυθαιρεσιών της εξουσίας. Θα ήταν και τη­
λαυγής φάρος της δημοκρατίας εάν γινόταν και εραστής της γλώσσας.
Διότι γλώσσα σημαίνει αντίσταση και γνώση. Και, επιμένω, η γλώσσα
είναι ο άνθρωπος.
Καίτοι φύσει απαισιόδοξος, θέλω να νομίζω ανατατικά απαισιόδο­
ξος, αισιοδοξώ για την πορεία αλλά και το μέλλον της έντυπης κυρίως
δημοσιογραφικής γλώσσας. Γιατί η ελληνική γλώσσα, λογοτεχνική ή δη­
μοσιογραφική, έχει αποδειχτεί αείζωη και αειπάρθενη. Και πάντα θα
υπάρχουν, όποιες σκοπιμότητες και αν υπηρετούν, επίδοξοι διακορευ­
τές της. Δεν είναι πράξη βίας αυτή η διακόρευση, αλλά τρυφερότητας.
Είναι ο ίδιος ο έρωτας, η επικοινωνία, η δημοκρατία.
Έχει γράψει ο Ηράκλειτος: τ Ωι μάλιστα διηνεκώς όμιλοϋσι λόγω,
τούτφ διαφέρονται· καί οίς καθ’ ημέραν έγκυρεϋσι ταϋτα αύτοϊς ξέ­
να φαίνονται, δηλαδή: με τον λόγο που ακαταπαύστως συναναστρέφο­
νται, μ’ αυτόν βρίσκονται σε αντίθεση· και κείνα που καθημερινά συνα­
ντούν, ξένα σ’ αυτούς φαίνονται. Στο χέρι μας είναι να τον διαψεύσουμε.
Ο ΞΥΛΙΝΟΣ ΦΟΡΜΑΛΙΣΜΟΣ
ΚΑΙ Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Δημήτρης Δανίκας

ΟΥ ΣΥ Ν ΕΒ Η ΤΙΣ ΠΡΟ ΑΛΛΕΣ. Έτσι, εντελώς τυχαία. Ξεφύλλιζα


Μ ένα ελληνικό περιοδικό γυναικείας μόδας, χωρίς να κοιτάξω το
εξώφυλλο. Δεν πρόσεξα τον τίτλο, ούτε με ενδιέφερε. Α, είπα, πρόκει­
ται για μία από τα ίδια. Και το άφησα. Λίγο αργότερα έμαθα πως δεν
είναι ένα ακόμα περιοδικό, αλλά Το Περιοδικό Μόδας. Η ελληνική έκ­
δοση της Vogue. Τι είχε συμβεί; Το αυτονόητο. Το πρωτότυπο, το γνή­
σιο, το αυθεντικό είχε εξισωθεί με το αντίγραφο. Οι αλλεπάλληλες και
συνεχείς αντιγραφές έχουν επιφέρει μια πρωτοφανή αλλοίωση στην ιε­
ράρχηση των κριτηρίων μας. Η μοναδικότητα, η πρωτοτυπία, η αυθε­
ντικότητα εξαφανίζονται μέσα σ’ ένα τοπίο ομοιομορφίας, πιθηκισμού
και αντιγραφών. Σαν κάποιο αόρατο, μακρινό, απρόσιτο Κέντρο να
φαξάρει τα κείμενα που γράφουμε και που διαβάζουμε. Ένα άλλο, το
ίδιο αόρατο Κέντρο εκπέμπει τις ίδιες, πανομοιότυπες εκπομπές. Και
κάποιο τρίτο Κέντρο τυπώνει τα εξώφυλλα του περιοδικού Τύπου.
Μια απίστευτη ομοιομορφία διατρέχει την έντυπη και την ηλεκτρο­
νική γλώσσα. Με τρία βασικά χαρακτηριστικά: Ποσότητα (Ύλης), Κλει­
δαρότρυπα και Προσφορές. Αγοράζουμε εφημερίδες -κατά τεκμήριο-
για να εξασφαλίσουμε την τσαγιέρα μας. Βλέπουμε τηλεόραση για να
σκοτώσουμε την ώρα μας. Και ξεφυλλίζουμε περιοδικά για να έχουμε
πρόσβαση στην κλειδαρότρυπα. Για να το πω πιο περιγραφικά, η κατά­
σταση έχει ως εξής: Τα κουπόνια είναι το υποκατάστατο των εφημερί­
δων. Τα υπνωτικά χάπια είναι το υποκατάστατο των καναλιών και τα
περιοδικά είναι το Diamond and pearls.
Πάνω κάτω η ίδια ομοιομορφία έχει διαμορφωθεί στους επιμέρους
τομείς. Το πολιτικό ρεπορτάζ σπεύδει να εγκατασταθεί στην γκαρντα-
358 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ

ρόμπα, στην κρεβατοκάμαρα και στον κήπο των πολιτικών. Το κοινω­


νικό εξαντλείται στο μελόδραμα (εποχής Στράντζαλη έως το πολύ Φώ-
σκολου) και το πολιτιστικό έχει μεταλλαχθεί σε κοσμικό. Ο μισός τηλε­
οπτικός πληθυσμός γνωρίζει το όνομα και τα καπρίτσια του Βίκτωρα,
του αγαπημένου του κ. Καραμανλή και της συμβίας του. Αμφιβάλλω
όμως αν το 1/10 αυτού του πληθυσμού γνωρίζει τις βασικές γραμμές
του οικονομικού προγράμματος που εκπόνησε ο κ. Αλογοσκούφης με
τους συνεργάτες του για λογαριασμό της Ν.Δ. Το τηλεοπτικό κοινό του
Privé -λόγου χάριν- γνωρίζει πως μια σουίτα στο Ritz του Παρισιού
κοστίζει μισό εκατομμύριο ημερησίως. Όμως ούτε ένας στους χίλιους
από τους τηλεθεατές αυτής της εκπομπής έχει τη δυνατότητα να κατα-
λύσει έστω και μία βραδιά σε υπόγειο δωμάτιο του Ritz. Και ο έσχατος
αναγνώστης κοσμικών σελίδων διαβάζει και μαθαίνει για το τελευταίο
συνολάκι της κυρίας Βαρδινογιάννη, το οποίο φυσικά ουδέποτε θα
φορέσει.
Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δαχτυλάκι μας. Η αλήθεια είναι
πως ο λόγος της Νέας Δημοσιογραφίας είναι συμπληρωματικός της Ει­
κόνας, της Διαφήμισης. Η σχέση έχει αναστραφεί. Αντί η Διαφήμιση να
συνοδεύει το Κείμενο, τώρα το Κείμενο συνοδεύει τη Διαφήμιση. Οι
παλιοί νόμοι της αγοράς έχουν τροποποιηθεί. Δεν αρκεί το κείμενο να
«πουλάει». Πρέπει και το ίδιο το κείμενο να υπακούει στους κανόνες
της αγοράς. Έτσι ο διαφημιστικός λόγος διεισδύει στον δημοσιογραφι­
κό. Το εύκολο, το γρήγορο, το εύπεπτο, το πρόχειρο, το πιασάρικο.
Χωρίς να το καταλάβουμε, μεταβαλλόμαστε σε κειμενογράφους προϊό­
ντων της αγοράς. Βασική προϋπόθεση για την ολοκλήρωση αυτής της
μετεξέλιξης του δημοσιογραφικού σε διαφημιστικό λόγο είναι το περι­
βάλλον. Κανείς διαφημιζόμενος δεν επιτρέπει στον διαφημιστή του να
προβάλλει το προϊόν του σ’ ένα μελαγχολικό, θλιβερό, ασταθές περι­
βάλλον. Πάρτε για παράδειγμα τη μουσική που μεταδίδουν τα μεγάφω­
να των σούπερ μάρκετ. Απαλή, ευχάριστη, γνώριμη, καταπραϋντική. Ο
ήχος υπνωτίζει, τα νεύρα ηρεμούν, η ατμόσφαιρα γίνεται... εικονική. Ο
ήχος αφαιρεί το άγχος και την κούραση. Έτσι ο καταναλωτής αγοράζει
ξένοιαστος σε κάποιο «άλλο» περιβάλλον. Και πολλές φορές αγοράζει
περισσότερα απ’ όσο του επιτρέπει το πορτοφόλι του.
Το δημοσιογραφικό περιβάλλον έχει μετεξελιχθεί σε ένα σούπερ
μάρκετ, διακοσμημένο από ευχάριστες, απαλές και εικονικές πραγματι­
κότητες. Έτσι δημιουργούνται όλες οι προϋποθέσεις για τη μεγαλύτερη
διεισδυτικότητα των διαφημίσεων. Δεν αρκεί να γράφεις ακολουθώ­
ντας τον κώδικα της γλώσσας της διαφήμισης. Αυτό είναι μία προϋπό-
Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 359

θέση. Η βασική, η κυρίαρχη, είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο τοπο­


θετείται το κείμενό σου. Απόδειξη; Έντυπα με μικρότερη κυκλοφορία
αποσπούν διπλάσιο και μερικές φορές τριπλάσιο αριθμό διαφημίσεων.
Επομένως το κριτήριο δεν είναι μόνο η κυκλοφορία, αλλά αυτό που
κυρίως μετράει είναι το περιεχόμενο. Ο δημοσιογραφικός λόγος μετε­
ξελίσσεται σε προέκταση, σε συμπληρωματικό λόγο της διαφήμισης και
της αγοράς. Επομένως ο κειμενογράφος της Νέας Δημοσιογραφίας έχει
μεταλλαχθεί σε έναν αόρατο πωλητή. Σε ένα «μεγάφωνο» που μεταδί­
δει απαλή, ευχάριστη, καταπραϋντική, εύπεπτη μουσική.
Αυτή η δυναμική της αγοράς χαρακτηρίζεται από μια απίστευτη
απορροφητικότητα. Είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας της κοινωνικής,
πολιτικής και πολιτιστικής πραγματικότητας. Είναι το θεμέλιο μιας
«εικονικής» πραγματικότητας. Ο αναγνώστης ξεφυλλίζει και εθίζεται
στη φενάκη μιας ξένης, προς αυτόν, πραγματικότητας. Όταν κλείσει το
έντυπο θα προσγειωθεί στον αληθινό κόσμο. Αυτή είναι και η βασική
ιδεολογική παράμετρος της Νέας Δημοσιογραφίας. Εμποδίζει την επι­
κοινωνία του ενός επιπέδου με το άλλο. Του δημοσιογραφικού λόγου
με τον αληθινό κόσμο. Από τη μια την εμποδίζει, τη φρακάρει, από την
άλλη την εκτροχιάζει. Ο θεατής ή ο αναγνώστης βιώνει μια στιγμιαία
εικονική πραγματικότητα. Ετσι αλλοιώνεται η βασική αρχή της δημο­
σιογραφίας: αυτή της επικοινωνίας. Επικοινωνούμε με το Ξένο, το Πέ­
ρα από το Εγώ και το Εμείς. Επικοινωνούμε με το Έξω από Εμάς. Αυ­
τή η σχέση δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις για την αλλοτρίωση.
Έτσι η ιδεολογία της Νέας Δημοσιογραφίας είναι ο προπαγανδιστι­
κός λόγος για κατανάλωση και μαζική δυστυχία. Η απαιτούμενη, για την
ψυχική ισορροπία του θεατή ή του αναγνώστη, επιβεβαίωση συνθλίβεται.
Ανάμεσα σ’ αυτά που διαβάζει ή βλέπει και σ’ αυτά που βιώνει, μεσολα­
βεί τεράστιο χάσμα. Για να το διανύσει πρέπει να αγοράσει και φυσικά
να μεταλλαχθεί. Όμως πόσα μπορεί να αγοράσει; Ελάχιστα. Τα ανα­
γκαία. Και όσο δεν φτάνει στο ποθούμενο μοντέλο που του προτείνει η
Νέα Δημοσιογραφία τόσο περισσότερο δυστυχισμένος γίνεται. Παράλλη­
λα, όμως, μεταλλάσσεται. Απομακρύνεται διαρκώς από τον αληθινό κό­
σμο. Έτσι μέσα του συνυπάρχουν δύο υπάρξεις σε διαρκή και μόνιμη
αντιπαλότητα. Αυτός και ο Άλλος. Η αιτία αυτού του διχασμού είναι κα­
θαρά κοινωνική. Και είμαι βέβαιος πως κι εμείς έχουμε βάλει το χεράκι
μας. Είτε το θέλουμε είτε όχι.
Η απίστευτη αυτή αφομοιωτική ικανότητα της αγοράς ρυθμίζει τα
πάντα γύρω μας. Σχεδόν όλους. Ακόμα και τα σφηνάκια, τα σκυλάκια
των πολιτικών, τις γραβάτες τους, τους τρόπους τους και τις καλοκαι­
360 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ

ρινές περιπλανήσεις τους. Α, ξέρετε, δεν πρέπει να κουνάτε το δάχτυ­


λο, χάνετε σε στυλ. Όλα και όλοι συγκλίνουν στον κεντρώο χώρο. Σχε­
δόν όλοι μάς προτρέπουν για συναίνεση. Με ένα χριστουγεννιάτικο δέ­
ντρο και μερικά καγκελάκια, ο δήμαρχος των Αθηναίων έχει αναγορευ­
τεί στον πιο δημοφιλή των Ελλήνων. Τι πουλάει; Το επιφαινόμενο, το
στυλ, το καγκελάκι, το σφηνάκι, οι Δημόσιες Σχέσεις. Το τίποτα.
Η συναίνεση και ο κεντρώος χώρος ανήκουν, πρωτίστως, στη σφαίρα
της ιδεολογίας. Συναινούμε συγκλίνοντας προς το ίδιο πεδίο δράσης,
σκέψης. Περίπου συμφωνούμε να ισορροπούμε στο κέντρο. Περίπου
γράφουμε για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες και τα κριτήρια του μετα­
κινούμενου κεντρώου ζελέ. Πρόκειται ακριβώς για την ίδια ομοιομορφία
που επικράτησε και πιστοποιήθηκε με το τελευταίο εκλογικό αποτέλε­
σμα. Όσο σβήνουμε τις διαφορετικότητες τόσο χάνουμε την προσωπικό­
τητά μας και όσο χάνουμε την προσωπικότητά μας τόσο βαδίζουμε προς
τη συναίνεση και το κέντρο.
Πάρτε ένα οποιοδήποτε κείμενο και αφού το διαβάσετε πέστε μου το
όνομα της υπογραφής. Τα περισσότερα αναφέρονται στο ίδιο μοντέλο
της αγοράς. Η Νέα Δημοσιογραφία είναι μέρος από το κάτοπτρο της
σημερινής παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας. Διαφορετικότητα
σημαίνει σκέψη, παρέμβαση, αποκάλυψη. Διαφήμιση σημαίνει συναίνε­
ση, σύγκλιση, πώληση, κατανάλωση.
Έτσι καταλήγουμε δέσμιοι μιας αλυσίδας αντιφάσεων. Γράφουμε
για να πουλήσουμε ως ενδιάμεσοι της αγοράς. Επομένως η Νέα Δημο­
σιογραφία ελέγχεται από την αγορά. Επομένως η ελευθερία των περισ­
σότερων εκφραστών της Νέας Δημοσιογραφίας εξαντλείται στο στυλ.
Και επομένως -αν συμφωνήσουμε με όλα αυτά- καλός νέος δημοσιο­
γράφος είναι ο μη δημοσιογράφος. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να μετα­
μορφωθεί σε δημοσιογράφο, αρκεί να διαθέτει καλές δημόσιες σχέσεις.
Έτσι οι πόρτες θα ανοίγουν κι εκείνος θα μπαίνει για να περιγράφει
όσο πιο γαργαλιστικά γίνεται τη διακόσμηση του χώρου!
Η ανακύκλωση αυτής της διαδικασίας -ανάμεσα στις απαιτήσεις και
τις προδιαγραφές της αγοράς και το υποκείμενο της δημοσιογραφίας-
δημιουργούν τάσεις φυγής. Το κοινό όλο και περισσότερο αποστρέφεται
και δεν διαβάζει. Ο δημοσιογράφος εκπίπτει σε ρόλους σκανδαλοθήρα,
κοσμικού, μπανιστηρτζή. Όπως περίπου συμβαίνει με την τηλεόραση.
Πολλοί, οι περισσότεροι τη βλέπουμε, αλλά ελάχιστοι την εκτιμούμε και
την εμπιστευόμαστε.
Το χειρότερο όμως είναι πως ενώ εξωτερικά μοιάζει όλο και περισ­
σότερο η Νέα Δημοσιογραφία να απομακρύνεται από την πολιτική, κα­
Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 361

τά βάθος όλο και περισσότερο χειραγωγεί το κοινό -ιδεολογικά και πο­


λιτικά- με πιο υπόγεια, αόρατα, πανούργα εργαλεία. Λόγου χάριν,
όταν αρκετοί εκπρόσωποι της Νέας Δημοσιογραφίας καταναλώνονται
σε γλαφυρές, ζωντανές περιγραφές για την κομψότητα ή το υψηλό πο­
λιτιστικό επίπεδο ή την οικογενειακή αρμονία του τάδε ή του δείνα πο­
λιτικού ή επιχειρηματία, στην πραγματικότητα ασκούν πολιτική και
μάλιστα ενός νέου, εκσυγχρονιστικού τύπου σταλινικής προπαγάνδας.
Εξωτερικά μοιάζει με life style. Στο βάθος καλλιεργεί πρότυπα που
βρίσκονται όχι μόνο έξω από τις ανάγκες και τα πραγματικά ενδιαφέ­
ροντα του αναγνώστη, αλλά και που αντικειμενικά είναι εχθρικά προς
αυτόν. Το ίδιο συχνά συμβαίνει και με την πολιτική. Ψηφίζουμε όχι με
τα συμφέροντά μας, αλλά με κριτήρια ξένα, αντίπαλα με αυτά. Ο ίδιος
εργαζόμενος που παραλίγο να σκοτωθεί από τη χάρτινη οικοδομή κά­
ποιας βιομηχανίας, μπορεί την επομένη να θαυμάσει σε κάποιο έντυπο
τις ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές του αφεντικού του που τον
άφησε ανυπεράσπιστο στον σεισμό. Πώς λέγεται αυτό; Life style; Λά­
θος. Είναι προπαγάνδα νέου τύπου. Και μάλιστα μια προπαγάνδα που
δεν υπακούει και δεν ορίζεται από τους αυστηρούς κανόνες κάποιας
κομματικής ιδεολογίας. Είναι η προπαγάνδα του χρήματος, της αγοράς
και της κατανάλωσης.
Η αφόρητη μονοχρωμία και ομοιομορφία του νέου ελληνικού δημο­
σιογραφικού τοπίου οφείλεται και σ’ έναν ακόμα παράγοντα. Στην
εξάρτηση. Η συντριπτική πλειονότητα των εντύπων και των καναλιών
αναφέρεται σε εξωγενή μοντέλα. Τα κοπιάρουμε, τα πριονίζουμε, τα με­
ταφέρουμε και φυσικά τα αναπαράγουμε. Έτσι το αίτημα για ανανέω­
ση εξαντλείται στη φόρμα. Πρόκειται για ένα νέο φαινόμενο που θα το
ονόμαζα ξύλινο φορμαλισμό. Το επιφαινόμενο υποκατέστησε το ου­
σιώδες. Το δευτερεύον αναρριχήθηκε σε πρωτεύον. Περιγράφουμε, δεν
εμβαθύνουμε. Έξω κούκλα-μέσα πανούκλα. Όμως για πάντα νέο ήταν,
είναι και θα είναι η πρωτοτυπία, η ιδιαιτερότητα, η διαφορετικότητα
ενός προσωπικού λόγου. Όμως η πρωτοτυπία θεωρείται συνώνυμο της
ανοησίας. Η ιδιαιτερότητα είναι αντιεμπορική και η διαφορετικότητα
δεν πουλάει. Όσο για την προσωπικότητα, αυτή είναι επικίνδυνη έως
απαγορευτική.
Με άλλα λόγια, πρωταγωνιστές της Νέας Δημοσιογραφίας είναι η
αγορά, οι δημόσιες σχέσεις, η κλειδαρότρυπα, ο ζωντανός αλλά επιφα­
νειακός, πολλές φορές άναρθρος, ρηχός και ασύντακτος λόγος. Εξαι-
τίας αυτού του «ξύλινου φορμαλισμού» ο Τύπος -έντυπος και ηλε­
κτρονικός- βρίσκεται καθηλωμένος σε μια διαρκή, παρατεταμένη κρί­
362 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ

ση. Μια κρίση με προσωρινές ανακάμψεις. Με το «ταμπλόιντ» προέκυ-


ψε ανάκαμψη. Στη συνέχεια ανάκαμψη προέκυψε με τα εξώφυλλα των
γλαστρών, με τα ειδησεογραφικά δελτία των καναλιών, με τα διαμελι­
σμένα πτώματα, τις αυτοκτονίες, τις κοσμικές στήλες, με τα κουπόνια.
Όμως κάθε φορά η ανάκαμψη είναι προσωρινή αλλά η πτωτική τάση εί­
ναι διαρκής. Αν ο σημερινός αναγνώστης είναι επιρρεπής στην ιδεολο­
γία της Νέας Δημοσιογραφίας και στον ξύλινο φορμαλισμό, τότε γιατί
μας εγκαταλείπει; Γιατί δεν μας εμπιστεύεται; Και γιατί οι εταιρείες με­
τρήσεων δεν αξιολογούν ποιοτικά τους δείκτες τους; Μήπως εν τέλει ο
αναγνώστης και ο θεατής ασφυκτιούν από την περιορισμένη δυνατότη­
τα επιλογών; Μήπως κουράστηκαν να βλέπουν και να διαβάζουν το
ίδιο κείμενο;
Μήπως η ιδεολογία της Νέας Δημοσιογραφίας, εν τέλει, είναι μονο­
σήμαντη, μονοδιάστατη, στο βάθος αυταρχική και δικτατορική; Ειλι-
κρινά θά ’θελα να αξιολογήσω και την εναλλακτική πλευρά της Νέας
Δημοσιογραφίας. Ευτυχώς υπάρχει, γίνεται, τυπώνεται, μεταδίδεται.
Αλλά κάθε μέρα που περνάει περιορίζεται, συρρικνώνεται. Φοβάμαι,
τρέμω στην ιδέα πως μια μέρα, οι ελάχιστοι εναπομείναντες τελευταίοι
Μοϊκανοί θα θεωρούνται Εχθροί του Λαού. Ας ελπίσουμε πως αυτό το
σενάριο είναι προορισμένο να γίνει ταινία επιστημονικής, εφιαλτικής
φαντασίας.
Σας ευχαριστώ.

You might also like