Professional Documents
Culture Documents
πρακτικά συνεδρίου
πρακτικά συνεδρίου
Το Συνέδριο πραγματοποιήθηκε στις 15-16 Απριλίου 2000, στην Αίθουσα Γεωργίου Κα-
ράντζα της ΕΣΗΕΑ, με την εξής σύνθεση του Δ.Σ. του Μορφωτικού Ιδρύματος:
© ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ
ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Ακαδημίας 20, Αθήνα
Τηλ. 36 32 601
ISBN 960-86935-0-0
Μ ΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ
ΤΗΣ
ΕΝΩΣΕΩΣ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΓΑΩΣΣΑ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΑΡΙΟΥ (15-16 ΑΠΡΙΑΙΟΥ 2000)
ΑΘΗΝΑ 2001
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 11
ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ 15
Π. Μ π ο υ κ α λ α ς - Σ π . Α. Μ ο ςχονας
ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΣΩΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΧΡΗΣΗ
Εμμανουήλ Κριαράς
κίλες απόψεις για τη λύση του προβλήματος. Αλλ’ ακόμη και τούτο:
όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και η πολιτεία αισθάνθηκε την ανά
γκη να λύσει το ζήτημα με την αναγνώριση της δημοτικής, το ενδιαφέ
ρον του κράτους περιορίστηκε σχεδόν μόνο στο χώρο της εκπαίδευσης
και εν μέρει της δικαιοσύνης. Δε φρόντισε να διαφωτίσει, με τα ποικί
λα μέσα που είχε στη διάθεσή του, και τους άλλους κρατικούς λειτουρ
γούς, καθώς και τα ευρύτερα στρώματα του λαού για τη σημασία και το
περιεχόμενο της γλωσσικής μεταβολής. Έτσι βρισκόμαστε σήμερα μπρο
στά στο φαινόμενο ορισμένοι τουλάχιστον από εκείνους που χειρίζο
νται γραφίδα να περιπίπτουν σε σφάλματα συχνά ασυγχώρητα. Η θε
ραπεία του κακού είναι επιτακτική και επείγουσα. Το αγαθό αποτέλε
σμα κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορούμε να το επιτύχομε;
***
Τα περιορισμένα χρονικά όρια που έχω στη διάθεσή μου δε μου επιτρέ
πουν να χειριστώ το θέμα με την απαιτούμενη άνεση. Είμαι υποχρεω
μένος με αφοριστικό κάπως τρόπο να σας ανακοινώσω τις σκέψεις
μου.
Μια γενική αρχή μάς υπαγορεύει να μιλούμε και να γράφομε όσο γί
νεται φυσικότερα και χωρίς επιτήδευση. Οφείλομε να αποφεύγομε τις
πομπώδεις διατυπώσεις για τα απλούστερα γεγονότα και τις απλούστε-
ρες καταστάσεις -συνήθεια που συχνά την ακολουθούσε η καθαρεύου
σα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει κατ’ αρχήν να αποφεύγομε τους αρχαϊ
σμούς, στους οποίους μας είχε συνηθίσει η καθαρεύουσα. Όμως είναι
βέβαιο ότι κάθε γραπτή γλώσσα πολιτισμένου λαού διαμορφώνεται και
με τη βοήθεια αρχαϊστικών γλωσσικών στοιχείων. Κανείς δεν πίστεψε
και δεν πιστεύει σε μιαν απόλυτη καθαρότητα του δημοτικού λόγου.
Βέβαια με το άπλωμά της η δημοτική ήταν φυσικό ώς ένα βαθμό να γί
νεται καθαρότερη και ομαλότερη. Άλλο όμως είναι να δέχεσαι στη γρα
πτή γλώσσα τα απαραίτητα αρχαϊστικά στοιχεία και άλλο από κακή
συνήθεια να μην μπορείς να απαλλαγείς από άχρηστα πια αρχαϊστικά
στοιχεία. Και το χειρότερο είναι τα αρχαϊστικά αυτά στοιχεία με την
παραμόρφωση που από πολλούς δέχονται να σε οδηγούν σε γλωσσικά
τέρατα -δημιουργήματα γλωσσικής άγνοιας ή γλωσσικής παρεξήγησης.
Πράγματι τόσο βαθιά υπήρξε η επίδραση στη γλωσσική μας νοοτροπία
της υπερβολικής αρχαϊστικής τάσης της καθαρεύουσας ώστε οι λιγότε
ρο κατατοπισμένοι και από τους σημερινούς δημοτικιστές να μη μπο
ρούν να απαλλαγούν από την κακή συνήθεια του άτοπου αρχαϊσμού,
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΩΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΧΡΗΣΗ 19
που καταντά συχνά όχι μόνο φόρτος του λόγου μας, αλλά και πραγμα
τικός κίνδυνος διαστροφής αρχαϊσμών, που καν δεν τους χρειαζόμα
στε. Συναντά κανείς σε γραπτό νεοελληνικό κείμενο τάχα αρχαϊστικούς
τύπους της μορφής: νεοεισελθείς. Αυτός που χρησιμοποίησε το δήθεν
αρχαϊστικό αυτό τύπο δέχτηκε την άχρηστη σ’ εμάς σήμερα μετοχή πα
θητικού αορίστου, που τη διέστρεψε μάλιστα σύμφωνα με την αμάθειά
του: εισελθών το έκαμε εισελθείς (κατά τα άλλα δημοσιευθείς, τιμωρη
θείς). Περιπτώσεις τέτοιων αποκαρδιωτικών αρχαϊσμών δεν είναι σπά
νιες. Η κατάσταση αυτή όσο παρατείνεται χειροτερεύει. Και αυτό πρέ
πει να το προσέξομε.
Επίσης δυσκολίες συναντά ο κοινός χρήστης του γραπτού λόγου
όταν βρίσκεται στην ανάγκη να χρησιμοποιήσει γραμματικά στοιχεία
της καθαρεύουσας που άλλοτε είναι απαραίτητα και άλλοτε όχι. Στις
περιπτώσεις που είναι απαραίτητα πρέπει να διδαχτεί τη χρήση τους ο
μη ενημερωμένος. Αυτό βέβαια μπορεί να γίνει, στο σχολείο. Εκείνος
που δε διδάχτηκε συστηματικά ούτε καθαρεύουσα ούτε δημοτική στα
χρόνια των σπουδών του -είναι η περίπτωση πολλών Νεοελλήνων- βρί
σκεται σε προφανή δυσκολία και οδηγείται συχνά σε σφάλμα. Γι’ αυτό
και δικαιολογημένη, νομίζω, είναι η σύσταση: κατ’ αρχήν αποφεύγετε
τους αρχαϊσμούς, γιατί συχνά είναι επικίνδυνοι.
Ένα είδος αρχαϊσμού που εξακολουθεί να ταλαιπωρεί τη ζωντάνια
της γλώσσας μας είναι η άμετρη χρησιμοποίηση αφηρημένων ουσιαστι
κών στις περιπτώσεις που η παρουσία ρημάτων θα έδινε μιαν αναμφι
σβήτητη ζωντάνια στο λόγο μας. Η καθαρεύουσα μιμούμενη τη γαλλική
γλωσσική χρήση κατά κόρον χρησιμοποιούσε αφηρημένα ουσιαστικά.
Η υπέρμετρη χρήση τους αλλοιώνει πολλές φορές το γλωσσικό χαρα
κτήρα της γλώσσας, στο συντακτικό ιδίως πεδίο. Γράφουν πολλοί λ.χ.
η αποφυγή λήψης απόφασης, ενώ μπορούσαν εξαίρετα να πουν: να
αποφύγομε να πάρομε απόφαση. Έτσι ο λόγος γίνεται φυσικότερος,
ζωντανότερος.
Αρχαϊσμός ώς ένα βαθμό ανεκτός είναι η χρησιμοποίηση του ο
οποίος, η οποία, κλπ., όμως και εδώ η κατάχρηση δεν είναι επαινετή. Η
γλώσσα μας χρειάζεται συχνότατα το αναφορικό και άκλιτο που. Είναι
βέβαιο όμως ότι η πολλαπλή και συνάμα συχνή χρήση του νεοελληνι
κού αυτού συνδέσμου οδηγεί συχνά και σε φανερή ασάφεια και σε ακα-
λαισθησία λόγου. Ακριβώς γ ι’ αυτό δεν προγράφεται, αλλά και δεν
επαινείται η συχνή χρήση τού ο οποίος, ούτε η συχνή χρήση τού πο υ ο
συγκερασμός είναι συχνά αναγκαίος.
Ακόμη και όταν ο αρχαϊσμός είναι απόλυτα δικαιολογημένος όπως
20 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ
***
***
ι
ΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ, υπόσχομαι η ομιλία μου να μην ξεπεράσει τα
Κ είκοσι πέντε λεπτά, υπακούοντας και στην προφανή τυπολογική
εντολή του δημοσιογραφικού λόγου, δηλαδή στη συντομία. Προηγού
νται κάποιοι εισαγωγικοί προσδιορισμοί, που ελπίζω να διαφωτίζουν
τόσο το γενικότερο έντιτλο πλαίσιο του συνεδρίου (δημοσιογραφία και
γλώσσα) όσο και τον τίτλο της δικής μου εισήγησης (τυπολογία και πα
θολογία).
1. Αν δεχτούμε ότι ο δημοσιογραφικός λόγος (έντυπος και ηλεκτρο
νικός, περιγραφικός και ερμηνευτικός, επαγγελματικός και ερασιτεχνι
κός) αποτελεί διακριτό γένος (ανάλογο προς το γένος της λογοτεχνίας
ή και της επιστήμης), τότε η τυπολογία του συνίσταται σε κάποιες, λίγο
πολύ κανονιστικού τύπου, συμβάσεις, οι οποίες ορίζουν τη διακεκριμέ
νη φυσιογνωμία του -συμβάσεις μορφής, περιεχομένου, ύφους, δεοντο
λογίας. Με βάση τα τυπολογικά αυτά ίχνη ορίζεται και η παθολογία
του δημοσιογραφικού λόγου, κατά κάποιον τρόπο ως εκτροπή· είτε δη
λαδή ως υπερβολή των τυπολογικών συμβάσεων είτε ως παράβαση και
παραβίασή τους.
Παρά ταύτα, το ζεύγος που προτείνεται πάσχει από καταστατική
ρευστότητα, επομένως μεταβλητότητα, και των δύο όρων του. Θέλω να
πω ότι τόσο η τυπολογία όσο και η παθολογία του δημοσιογραφικού
λόγου δεν αποτελούν σταθερούς συντελεστές: κατά εποχή και ανθρω-
πογεωγραφικό περιβάλλον μεταβάλλονται, σε ορισμένες μάλιστα περι
πτώσεις σχεδόν ανατρέπονται. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορούν
εύκολα να διακριθούν κάποιες αμφίβολες μορφές του δημοσιογραφι
κού λόγου, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ ευκαιριακής τυπολογίας αλ
λά και ευκαιριακής παθολογίας.
28 Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ
.
2 Σύμφωνα και με το όνομά της η δημοσιογραφία υπόσχεται επιμο
νή και παραμονή της σε θέματα μόνον δημοσίου ενδιαφέροντος. Θεω
ρητικά τουλάχιστον αποκλείεται η εισβολή του δημοσιογραφικού λόγου
στον προσωπικό και ιδιωτικό χώρο. Αλλά και σε τούτο το ζεύγος τα
ονόματα ισχύουν, τα πράγματα όμως αμφιβάλλονται και συγχέονται.
Τούτο σημαίνει ότι η ονοματική συμφωνία μας ως προς τον δημόσιο και
ιδιωτικό χώρο δεν συνεπάγεται και πραγματολογική συμφωνία. Επ’ αυ
τού οι απόψεις κατά περίπτωση διίστανται ή και μετωπικώς συγκρούο
νται, όταν μάλιστα πρόκειται για τον ιδιωτικό βίο δημοσίων προσώ
πων. Για να είμαστε όμως και ιστορικά ακριβείς, θα πρέπει να δεχτού
με ότι η δημόσια εισβολή στον ιδιωτικό χώρο των επώνυμων προσώ
πων είναι παλαιά υπόθεση, όπως μπορεί κάποιος εύκολα να συμπερά-
νει τόσο από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη όσο και από κάποια κείμε
να της αρχαιοελληνικής ρητορικής. Περιπλοκή λοιπόν και σε τούτο το
κεφάλαιο, από την οποία εξαρτάται ό,τι οξύμωρα θα ονόμαζα «μεταβαλ
λόμενο status της δημοσιογραφικής ηθικής».
.
3 Εξ ορισμού επίσης ο δημοσιογραφικός λόγος υπόσχεται πως είναι
διαμεσολαβητικός μεταξύ πολιτείας και πολιτών. Ελέγχει δηλαδή προ
φανείς, ή και λανθάνουσες, εντάσεις, που δημιουργούνται ανάμεσα στις
πάσης φύσεως εξουσίες και στα πολιτικά υποκείμενα που τις επιλέγουν
ή τις υφίστανται. Από την άποψη αυτή ο δημοσιογραφικός λόγος θα
μπορούσε να εκτιμηθεί γενικότερα ως αντιεξουσιαστικός. Εντούτοις
στην εποχή μας γίνεται συνεχώς λόγος, και όχι αδίκως, για πέμπτη
εξουσία που τη διαχειρίζονται και την ασκούν τα Μέσα Μαζικής Επι
κοινωνίας -εξουσία που πρακτικώς φτάνει συχνά στο ακραίο όριο της
υπερεξουσίας. Έτσι όμως τείνει εκ των πραγμάτων να καταργηθεί η
διαμεσολαβητική υπόσχεση του δημοσιογραφικού λόγου. Τρίτη επομέ
νως περιπλοκή και αυτή, όπου τα ονόματα ευημερούν αλλά τα πράγμα
τα πάσχουν. Αν ωστόσο θέλουμε να είμαστε και σε τούτο το κεφάλαιο
νηφάλιοι (όχι βεβαίως κυνικοί), πρέπει να δεχτούμε ότι ο ρόλος των
ισχυρών διαμεσολαβητών υπήρξε ανέκαθεν υποκριτικός, με την ηθική
και τη θεατρική έννοια του όρου. Απόδειξη: το χρηματιστικό εμπόριο,
και όχι βεβαίως μόνον μέσα στο μοντέλο της κεφαλαιοκρατικής οικο
νομίας.
.
4 Προκειμένου να εκτιμηθεί κριτικά η γλώσσα της δημοσιογραφίας,
χρειάζεται να αποφασίσουμε ποια θα είναι η μονάδα μέτρησής της. Συ
νήθως, όταν διαβάλλεται ο δημοσιογραφικός λόγος για τις γλωσσικές
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ 29
* * *
ρομαντική νοσταλγία αλλά σαν αξία ενεργό για το παρόν και το μέλλον
τους.
Κι αυτό αφορά όλους, όχι μόνο τους φιλολόγους και τους ποιητές.
Η γλώσσα είναι ένα γλωσσικό «συνανήκειν», μια εστία, η «τεχνοαγγλι-
κή» είναι ένα ξεσπίτωμα. Κανείς, υποθέτω, δεν αισθάνεται άνετα ως
ανέστιος και φερέοικος. Όσο κι αν επιμένουν οι σειρήνες της μεταμο
ντέρνας γκλαμουριάς και της προσαρμογής στην παγκοσμιοποιημένη
πραγματικότητα, στη «νέα οικονομία», στη νέα παραγωγικότητα, στις
νέες τεχνολογίες, στις νέες αγορές, στα νέα εμπορεύματα, στα νέα επαγ
γέλματα, στα νέα φερσίματα, στις νέες «γλώσσες», όσο λοιπόν κι αν
όλα αυτά τα «νέα», που θαμπώνουν την όρασή μας, υπάρχουν και είναι
δραστικά, άλλο τόσο υπάρχουν οι άνθρωποι και ο πολιτισμός τους που
δεν βολεύονται με την προσαρμογή. Η γλώσσα είναι ισχυρότατο ανά
χωμα στην προσαρμογή. Γι’ αυτό άλλωστε βάλλεται. Κι όχι μόνο η ελ
ληνική.
Για να μη χαθούν οι πολιτισμοί, οι ετερότητες, για να μη χωνευτούν
οι ευρωπαϊκοί λαοί και οι ευρωπαϊκές γλώσσες μέσα στην κατσαρόλα
που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση (melting pot = χωνευτήρι), μέσα στη
σαλατιέρα (salad bowl) που προσφέρει η μεταμοντέρνα νεοτερικότητα
του σημερινού κοσμοσυστήματος, για να υπάρξει η Ευρώπη της συνύ
παρξης των πολλαπλών ετεροτήτων, και για να μην υπάρξει η Ευρώπη
της ομοιομορφίας, οι ευρωπαϊκοί λαοί, όντας ανοιχτοί στους διπλανούς
τους και γενναιόδωροι, αλλά και υπερασπιζόμενοι τα σύνορά τους,
πρέπει να υπερασπίσουν ό,τι τους διαφοροποιεί και πάνω απ’ όλα τις
γλώσσες τους. Οι γλώσσες της Ευρώπης είναι ο πραγματικός «πλούτος
των εθνών» κι όχι η ελευθερία της αγοράς όπως δίδασκε ο Άνταμ Σμιθ
και οι σύγχρονοι, ημεδαποί και αλλοδαποί, προπαγανδιστές της.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΠΟΥ Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΑ Η ΓΡΑΦΗ
Παντελής Μπουκάλας
της τρόπο πρόσληψης, ανάγνωσης και ερμηνείας του κόσμου και των
ανθρωπίνων, έναν τρόπο ποτισμένο από την επιπολαιότητα και τη μα-
νιχαϊστική απολυτότητα. Αν ενδιαφέρει ο λόγος που ετοιμάζουν και
διακινούν τα Μέσα, την αιτία θα την αναζητήσουμε στην πολύ μεγάλη
πιθανότητα να αποτελούν αυτά τον ισχυρότερο παιδαγωγό, τον ισχυ
ρότερο ιδεολογικό μηχανισμό, υποκαθιστώντας την εκπαίδευση, ανα
πληρώνοντας την κοινωνία και προλαβαίνοντας την πολιτική εξουσία.
Όσα, γλωσσικά, δοκιμάζει να κανονίσει το σχολείο με τις δεδομένες
αδυναμίες του και με επίσης δεδομένη την ψυχική απόσταση των μαθη
τών από όσα τελούνται στο εσωτερικό του, απειλεί να τα απορρυθμίσει
η μαζική γλώσσα, η «δημοσιογραφική κοινή» -αλλ’ όχι μόνη· εκπεμπό-
μενη πια από αναρίθμητες εστίες, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, έχει
επιπλέον υπέρ αυτής το γεγονός ότι, εν αντιθέσει προς την εκπαίδευση,
τη συνδέει με τους καταναλωτές της σχέση επιθυμίας και τυπικά ελεύ
θερης επιλογής, και όχι σχέση υποχρέωσης και εξάρτησης.
Βεβαίως, ο όρος «δημοσιογραφική κοινή» ονομάζει ένα φάντασμα,
εφόσον μόνον η δαιμονολογική προσέγγιση του ζητήματος θα θεωρού
σε τη γλώσσα των Μέσων μονοδιάστατη και μονότροπη, και αποκλει
στικά παθογόνα. Στους κόλπους της συνυπάρχουν, συχνά αντιδικώ
ντας, η γραφομένη και η ομιλουμένη, η γλώσσα δηλαδή των εφημερίδων
και των περιοδικών και η γλώσσα των ηλεκτρονικών μέσων, με την τε
ράστια «κατανάλωση»· συνυπάρχουν η γλώσσα της αγχωμένης προχει
ρότητας (στη βαθμιαία επικράτηση της οποίας συμβάλλει καίρια και η
απότομη διόγκωση του δημοσιογραφικού σώματος, η διεύρυνσή του με
μετεφήβους άρτι αποφοιτήσαντες από κέντρα παραπαιδείας, όπου πρυ
τανεύουν απαίδευτοι «αστέρες») και η δουλεμένη, υποψιασμένη γλώσ
σα, μια μειονότητα που ασφυκτιά· συνυπάρχουν (όχι πάντοτε ειρηνικά)
η γλώσσα των επαγγελματιών, όσων δηλαδή ασκούνται στο μεροδούλι-
μερογράφι, και η γλώσσα όσων επισκέπτονται σποραδικά ή συχνότερα
τα Μέσα, δηλαδή πολιτικοί, ηθοποιοί, παράγοντες του αθλητισμού, αλ
λά και πανεπιστημιακοί και συγγραφείς, καθένας από τους οποίους δο
κιμάζει να ενοφθαλμίσει το δικό του γλωσσικό ύφος και ήθος· συνυπάρ
χουν άψογα κείμενα μιας πλούσιας δημοτικής, που συστήνουν σφριγη
λό κριτικό λόγο, με διεκπεραιωτικά συμπιλήματα κοινοτοπιών και σο
λοικισμών.
Δύσκολα, λοιπόν, θα μπορούσε να θεωρηθεί γλωσσικά μονότονη και
μονοφωνική η παρουσία των Μέσων, όσο κι αν το μοντέλο που κυριαρ
χεί, σχεδόν υπαγορευμένο από τη γλωσσική προσδοκία του κοινού, που
ωστόσο την έχει δημιουργήσει το ίδιο, ασφυκτιά μέσα στην αποκαρδιω
54 ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
χους, αυτή η πρωταρχική μέριμνα, και όχι το ποιες είναι οι λέξεις ή πό
σες οι πιθανότητες να μη χρειάζεται ούτε μία φωτογραφία.
6. Από ξιπασιά και μιμητισμό περισσότερο, παρά από αυθεντική
ανάγκη, ο δημοσιογραφικός λόγος άρχισε να ενδίδει στην απεριόριστη
χρήση ξένων λέξεων, ακόμη κι όταν η ελληνική έχει να αντιπροτείνει
ποικίλες λύσεις. Η ροπή αυτή εμφανίζεται ακατανίκητη στην τιτλοδό-
τηση των νεοεκδιδόμενων περιοδικών, όπου πλεονάζουν οι ξενόγλωσ
σοι τίτλοι, όπως επίσης πλεονάζουν οι ξενιστί επιγραφόμενες στήλες.
Κι αν είναι δύσκολο να υιοθετηθεί ο όρος «αναπήδηση» αντί του κοι
νόχρηστου και απολύτως κατανοητού πλέον «ρημπάουντ», όπως προ
τείνει η Ακαδημία, οπωσδήποτε μόνον γέλωτα, πικρό γέλωτα, παράγει
η χρήση στα γραπτά μας τραγελάφων όπως το «ογδόντα ’s», προς υπό
δειξη της δεκαετίας του 1980. Δεν κινδυνεύει βέβαια να σωπάσει η ελ
ληνική εξαιτίας των δανείων, όσο μιλιέται και γράφεται, κι όσο δεν
κλονίζεται η δομή και η σύνταξή της. Μήπως σώπασαν η αγγλική και η
γαλλική λόγω των τόσων λημμάτων που άντλησαν από την αρχαία ελ
ληνική, για τα οποία εμείς καμαρώνουμε άστοχα, ακόμη κι όταν τα ξα-
ναδανειζόμαστε;
.
7 Με το πέρασμα του χρόνου η γλώσσα των εφημερίδων ξανοίχτηκε
προς τις δυνατότητες που προσφέρει ο προφορικός λόγος, με την ελπί
δα ότι έχει να κερδίσει σε φρεσκάδα και αμεσότητα. Ανάλογη ελπίδα
την οδήγησε στην υιοθέτηση στοιχείων της λεγάμενης γλώσσας των εφή
βων. Παρότι δεν είναι πάντοτε σαφές κατά πόσον οι κινήσεις αυτές
υπακούουν στις επιταγές του μιμητισμού ή του παλιμπαιδισμού, ή ακό
μη και στην αγοραία ανάγκη κατεπείγουσας προσαρμογής στον τηλεο
πτικό κανόνα, είναι πιθανό να οδηγήσουν στη σχετική απεξάρτηση της
γραφομένης από τα ξύλινα εκφραστικά, λεκτικά και συντακτικά στερε
ότυπα που τη βαραίνουν και την αφυδατώνουν, πολλά από τα οποία
έχουν καθαρευουσιάνικη καταγωγή.
Ας μη θεωρηθεί πάντως ότι η δεσποτεία των κλισέ έληξε. Ζουν και
βασιλεύουν, προπάντων στην περιοχή των τίτλων, όπου χρησιμοποιού
νται σαν γιατροσόφι της αμηχανίας και σαν φτιασίδωμα της ραθυμίας,
επιβεβαιώνοντας τη γνώμη πως η εφήμερη γλώσσα, πρησμένη από τον
καταγωγικό βερμπαλισμό της, αποσκοπεί πρωτίστως στον εντυπωσια
σμό. Ιδού μερικά από τα πλέον συχνόχρηστα κλισέ: «Βαθαίνει το ρήγ
μα...» -δεκαετίες τώρα βαθαίνει και πυθμένας πουθενά. «Ανεβαίνει ο
πυρετός...» -όλο ανεβαίνει, κι ο Κέλσιος βλέπει απορημένος την κλίμα
κά του να μένει δεκάδες βαθμούς πίσω από την «καυτή επικαιρότητα».
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΟΥ Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΑ Η ΓΡΑΦΗ 59
.
9 Θα ήταν άδικο αν δεν σημείωνα εδώ ότι η δημοσιογραφική γλώσ
σα έχει συμβάλει, χάρη στη συνδρομή τόσο των επαγγελματιών χειρι
στών της όσο και των σταθερών επισκεπτών της, στον απεγκλωβισμό
της δημοτικής από την παλαιά ιδεολογική αδιαλλαξία. Μπορεί να σκο
ντάφτουμε ακόμη σε λέξεις που τις ανασύρει η τάση υπερακόντισης της
ίδιας της δημοτικής, τάση από την οποία διακρίνονται όσοι θέλουν να
αισθάνονται και κυρίως να δείχνουν λαϊκότεροι του λαού, ωστόσο η
«μέση» αστική δημοτική των εντύπων εμφανίζεται ικανή να αντιπαρέλ-
θει και τα λάθη της και τις υπερβολές της και να τα αφομοιώσει. Δεν θα
ισχυριζόμουν το ίδιο για τη «μέση δημοτική» των διαύλων. Εκεί ο χρό
νος δεν είναι με το μέρος των ρητόρων, ο δε συνήθης στόμφος αδυνατεί
να καλύψει πάντοτε την κατά βάθος απαιδευσία, η οποία, εν τη επάρσει
της, παράγει και τα μόνα λάθη που θα μπορούσε να μας ενδιαφέρουν: τα
λάθη που δεν οφείλονται στην ερμηνεύσιμη αδαημοσύνη ή τη βιασύνη αλ
λά στην προπέτεια και την ξιπασιά, στην ασυγκράτητη επιθυμία να δεί
ξουμε ανώτεροι της πραγματικής περιουσίας μας.
60 ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
Και τότε, από την ίδια οίηση ορμώμενοι, μιλάμε για το «ευσεβές πο-
σόν που στοίχισε η μεταγραφή του τάδε ποδοσφαιριστή», αφού το ται
ριαστό επίθετο «σεβαστός» δεν καταφέρνει να αποσπάσει το σεβασμό
μας, ή για τους «ποδοσφαιριστές» και τους «προπονητάς», που, ακρι
βώς με την καθαρευουσιάνικη κλιτική εκδοχή τους, υποτίθεται ότι ανα
βαθμίζουν τόσο το επάγγελμά τους όσο και τη ρητορική μας ικανότητα.
Τότε λέμε «η δεδηλωθείσα άποψη» και «η κατάσταση είναι, εκ των ονκ
άνευ», οπότε η απουσία του αναφορικού «ων» δεν δικαιούται καν να
μας απασχολήσει. Τότε επίσης λέμε «ως κεραυνός έπεσε η είδηση κτλ.»,
επειδή κάπου κάτι ακούσαμε για τη λαθεμένη χρήση τού «σαν». Πρόκει
ται για λάθη που υποδηλώνουν πάθη του ήθους και του πνεύματος
(αλαζονεία, ρηχότητα, ναρκισσισμός), πάθη που αποτυπώνονται σαφέ
στερα στο περιεχόμενο του δημοσιογραφικού λόγου, στα εξουσιόφιλα
στερεότυπα που διακινεί και στις αξίες που διακονεί.
* * *
Αναφέρθηκα απ’ την αρχή στην εσχατολογία που σκύβει πάνω από τα
όντως υπαρκτά και όντως πολλά λάθη που συναντούμε κάθε μέρα, και
πάνω σ’ αυτά τα λάθη μοιρολογάει τη γλώσσα -και θέλω να τονίσω σ’
αυτό το σημείο ότι το φαινόμενο δεν είναι ούτε τωρινό ούτε εγχώριο.
Ακόμη και οι Άγγλοι θρηνούν τη δική τους γλώσσα, ότι φτωχαίνει, λέ
νε, και συρρικνώνεται, παρά το γεγονός ότι αυτήν δεν την απειλεί κά
ποια ανύπαρκτη ισχυρότερη. Δεν είναι εγχώριο λοιπόν το φαινόμενο
Η «ΦΘΟΡΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Η «ΑΦΘΑΡΣΙΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ 63
της εσχατολογίας. Αλλά δεν είναι,, είπα, και τωρινό: όσο πίσω και να
ανατρέξουμε, από το πολύ πρόσφατο παρελθόν έως το απώτερο, στις
εφημερίδες, στα βιβλία, στις ιστορικές πηγές, πάντα βλέπουμε την έντο
νη ανησυχία ή την κινδυνολογία για την τύχη της γλώσσας.
Αυτό και μόνο πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις. Τι λέει δηλαδή η
ιστορία; Ότι κάθε εποχή άνθρωποι σοβαροί, ειδικοί επιστήμονες, δηλα
δή γραμματικοί, το πάλαι ποτέ, φιλόλογοι έπειτα, γλωσσολόγοι σήμε
ρα, επισημαίνουν πλήθος παρεκκλίσεις και λάθη στη χρήση της γλώσ
σας, και συμπεραίνουν έτσι πως η γλώσσα νοσεί, κινδυνεύει, πεθαίνει.
Ειδικοί, είπαμε, οι άνθρωποι αυτοί, και δίκιο έχουν ολοφάνερα σ’ αυ
τά που επισημαίνουν, στα λάθη. Αν όμως είχαν δίκιο και στην εκτίμησή
τους ότι μ’ αυτά τα λάθη -τα όντως υπαρκτά και όντως πολλά, το ξα-
ναλέω- σβήνει, πεθαίνει η γλώσσα, τότε θα βρισκόμασταν σήμερα άφω
νοι, άγλωσσοι, ή πάντως με κάποια διάλεκτο, με κάποια γλώσσα άλλη
από αυτήν για την οποία περηφανευόμαστε πως είναι μία, ενιαία, τρι
σχιλιετής. Φανταστείτε δηλαδή μια γλώσσα που επί αιώνες νοσεί, που
συσσωρεύει στο σώμα της λάθη επί λαθών, τι ξέφτι γλώσσας πλέον
πρέπει να είναι.
Για να το πω αλλιώς: αν είχε δίκιο ο Φρύνιχος, λόγου χάρη, τον 2ο
αιώνα μ.Χ., καθώς στηλιτεύει τη γλώσσα της εποχής του, με τις έκφυ
λες πάνν και αηδείς, όπως τις χαρακτηρίζει, λέξεις, και αν τότε η Κοι
νή των ελληνιστικών χρόνων, η γλώσσα των Ευαγγελίων, είναι λείψα
νο κακοφορμισμένο της αττικής γλώσσας -σαν τι να είναι, κοντά είκοσι
αιώνες μετά, η γλώσσα η σημερινή; Στη γλωσσική χωματερή λοιπόν και
Σολωμός και ΓΙαλαμάς, Σικελιανός και Ρίτσος, Σεφέρης και Ελύτης,
για να μείνω στην ποίηση μόνο, και σ’ αυτούς που έχουν φύγει μόνο.
Ο βέβηλος αυτός λόγος γεννά την αντίδραση, που είναι αυτονόητη,
πως όχι, αλίμονο, αλλού εντοπίζεται και τεκμαίρεται η φθορά, αλλού
οι άγλωσσοι, και άλλοι. Δεν έχει σημασία εδώ να αθροίσουμε γλωσσι
κές παρεκτροπές, κάποτε ηθελημένες αλλά κυρίως αθέλητες, από το πε
ρίφημο «επέστρεφε» του Καβάφη έως κοινότατα και πανθομολογούμε-
να λάθη του τύπου «απ’ ανέκαθεν» κτλ., που τα συναντά κανείς στο έρ
γο μέγιστων συγγραφέων, ακόμη και κραυγαλέες συντακτικές παραβά
σεις -λάθη, πάντως, που οπωσδήποτε δεν τα καλύπτει η γνωστή «ποιη
τική άδεια». Δεν έχει, λέω, σημασία, να αθροίσουμε λάθη ακόμα και
των μεγαλύτερων τεχνιτών του λόγου, δόκιμων φιλολόγων και ειδικών
επιστημόνων, έστω για να πούμε ότι, αφού αυτοί κάνουν λάθη, πόσο
μάλλον ο πτωχός δημοσιογράφος, πόσο μάλλον ο δόλιος ο φοιτητής, ο
μαθητής, ο απλός χρήστης. Εί αναφορά στους μεγάλους ποιητές έχει
64 ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΧΑΡΗΣ
Εδώ αγγίζουμε τον κοινό τόπο ότι η γλώσσα, κάθε γλώσσα, κάθε ζω
ντανή γλώσσα, αλλάζει, όπως ακριβώς αλλάζει κάθε ζωντανός οργανι
σμός, σημάδι δηλαδή, επιβεβαίωση πως είναι ζωντανή η γλώσσα, είναι
τρόπον τινά ζωντανός οργανισμός. Μένει να ρωτήσουμε πώς βλέπει ο
καθένας μας, πώς την αντιλαμβάνεται πρώτα και έπειτα πώς την ονο
ματίζει αυτή την εξέλιξη, την αλλαγή της γλώσσας. Πώς την ονομάζουν,
ειδικότερα, οι συγκαιρινοί, οι μάρτυρες (μάρτυρες και με την έννοια
των θυμάτων, αν θέλετε) των επιμέρους αλλαγών που συνιστούν
-μακροπρόθεσμα, εννοείται- τη ριζικότερη αλλαγή της γλώσσας.
Φοβούμαι πως η απάντηση είναι μία: την εξέλιξη της γλώσσας οι συγ
καιρινοί, οι σύγχρονοι των αλλαγών τη βλέπουν πάντοτε σαν φθορά
της γλώσσας. Δε θα μπορούσαν άλλωστε και να τη δουν διαφορετικά.
Βλέπετε, όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη κάθε πρωί, διαπιστώνουμε
πως μεγαλώνουμε, γερνάμε, άρα πεθαίνουμε. Και όπως ένα κλικ χωρί
ζει τη λογική από τη σχιζοφρένεια, έτσι και εδώ, είναι θέμα μιας μικρής
μετατόπισης από τον ναρκισσισμό και τον αυτισμό στη νηφάλια παρα
τήρηση πως το ανθρώπινο είδος δεν εξαντλείται στο όντως μοναδικό
και ανεπανάληπτο εγώ μας, πως δεν αρχίζει από εμάς η ιστορία και δεν
τελειώνει μ’ εμάς. Κι έμεινα μόνο, σκόπιμα, στην εξωτερική εμφάνιση:
αυτήν βλέπουμε στον καθρέφτη, αυτήν βλέπουν και οι άλλοι πρώτα σ’
εμάς, αυτή -με την αποσπασματική και μονοσήμαντη παρατήρηση-
υποβάλλει την έννοια της φθοράς, τον τρόμο του επικείμενου θανάτου.
Και ο τρόμος του θανάτου δεν καθησυχάζεται, γιατί ο τρόμος δεν
γνωρίζει λογική. Δεν πά’ να λέει η επιστήμη πως εξελίσσεται διαρκώς η
γλώσσα και πως δεν πεθαίνει, εγώ τη βλέπω αυτή τη λέξη, και την άλλη,
και την παράλλη, να συρρικνώνεται, να αλλάζει σημασία ή να χάνεται,
βλέπω το λάθος, την ασυνταξία, την παράβαση. Και είναι φυσικό αυτό.
Διαβάζουμε, όχι λογοτεχνία -ας την αφήσουμε τώρα- αλλά ένα οποίο-
δήποτε κείμενο, μια εφημερίδα, ένα βιβλίο: ποτέ δε λέμε καθώς διαβά
Η «ΦΘΟΡΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Η «ΑΦΘΑΡΣΙΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ 65
ζουμε, μία μία λέξη, μία μία φράση, α ναι, σωστή κι αυτή, κι η άλλη, κι
η παράλλη λέξη, και η φράση, σωστή, και συχνά μπορεί και ωραία, δεν
το λέμε, δεν είναι φυσικό, δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο δια
βάζουμε -δεν μπορεί να είναι. Μα μόλις πέσουμε στο λάθος, μας δια
περνά ηλεκτρικό ρεύμα. Και είναι κι αυτό απολύτως φυσικό. Δεν εν
νοώ εδώ ότι θα έπρεπε -μολονότι, ναι, συχνά θα έπρεπε, το οφείλουμε-
να μετρούμε λάθη και σωστά και να βγάζουμε ισολογισμό. Απλώς εξη
γώ τη δύναμη του λάθους, που αιχμαλωτίζει την προσοχή μας. Δεν πρέ
πει, λέω, να σταθούμε στο ποσοτικό θέμα, όσο καθοριστικό κι αν είναι,
από μιαν άποψη. Θα γυρίσω σ’ αυτό που είπα λίγο πριν. Ότι την αλλα
γή της γλώσσας στη συγχρονική παρατήρηση τη βλέπουμε αναπόφευκτα
σαν φθορά. Και η όψη της φθοράς, άρα η όψη του θανάτου, είναι απο
τρόπαιη, τρομαχτική.
Τι βλέπουμε λοιπόν, δίπλα μας, στα βιβλία; Ότι το όρημι του Όμηρου
έχει γίνει ορώ στον Ξενοφώντα και βλέπω στον Ελύτη. Ποιος απ’ τους
τρεις έχει γλώσσα πλούσια και ποιος γλώσσα φτωχή; Ποιος δυσκολεύ
τηκε να εκφράσει αυτό που ήθελε; Του έλειψε του Ξενοφώντα το όρημι
και ξέπεσε στο ορώ; Και συμβιβάστηκε ο Ελύτης με το βλέπω-, Φαντά
ζεστε να είπε ποτέ κανείς, επιστήμονας, γραμματικός, διορθωτής, πως
όχι, δε μας κάνει το όρημι, να το κάνουμε ορώ, και όχι, ούτε ορώ: βλέ
πω, καλύτερα. Αντίθετα, δε σας φαίνεται σαν να ακούμε τις φωνές που
θα στηλίτευαν το λαθεμένο ορώ αντί του όρημι, κι έπειτα τον παροπλι
σμό τού ορώ (αυτές πια τις φωνές τις έχουμε πραγματικά στ’ αφτιά
μας), όταν άρχισε να επικρατεί το βλέπω-, Μια ιστορία «φθοράς» είναι
δηλαδή η γλώσσα, μια αλυσίδα λαθών.
Λάθος ο σκίμπονς που έγινε κράββατος, όπως λέει ο Φρύνιχος την
εποχή τού άρον τον κράββατόν σου- κι αυτός ο πάνυ έκφυλος «κράββα
τος» έγινε τώρα κρεβάτι,. Φώναζε ο Φρύνιχος ότι το β ρ έχ ει αντί για το
ύειν, μάλιστα, το ύειν, είναι παντελώς αποδοκιμαστέον, και ότι είναι
αηδής η λέξη βιωτικόν, με την οποία κάποιος «προχειρολόγος» της
εποχής θα συνόψιζε το χρήσιμον εν τω βίω.
Όλα λάθη, από τα πιο απλά και φαινομενικώς ανώδυνα -που τώρα
φαίνονται ανώδυνα, ή που τα ονομάζουμε, τώρα πια, προϊόν απλού-
στευσης, συμμόρφωσης, αναλογίας, ή έλξης: τα ονομάζουν δηλαδή έτσι
οι επιστήμονες, τώρα που παρατηρούν και ερμηνεύουν τα φαινόμενα,
και τα δεχόμαστε κι εμείς. Θέλω όμως πάντοτε να σκεφτόμαστε πώς να
τα έλεγαν οι άνθρωποι της εποχής, τότε που θα ξεπήδαγε το λάθος, η
αλλαγή, σε κάποιου το στόμα, τη γραφίδα, τον πάπυρο, την περγαμηνή.
Να δούμε λοιπόν το δείκνυμι που γίνεται δεικνύω, και σήμερα δείχνω-
το όμννμι που γίνεται ομνύω, ένα ομνύω που σήμερα μόνο στον Καβά-
φη επιζεί, αλλιώς ορκίζομαι- ή το ους - τον ωτός, ωτίον, και από εκεί
αφτί.
Φθορά θα ήταν, λάθη δηλαδή, και τα συμφωνικά συμπλέγματα που
απλοποιούνταν: το σικχαίνομαι-σιχαίνομαι, το ρογχαλίζω-ροχαλίζω, ο
σφιγκτός-σφικτός-σφιχτός, τα σπλάγχνα-σπλάχνα, ο βραγχνός-βραχνός.
Το αιώνιο πρόβλημα με την εισαγωγή ξένων λέξεων -εδώ πια θα μας
βούλιαζαν τα παραδείγματα. Ή τις ξένες καταλήξεις: την ιταλική κατά
ληξη -άδα, που μας καταδίκασε, βλέπετε, κάποιο απομεσήμερο, σε βαρ
κάδα, ή τη λατινική κατάληξη -άτος, που μας τιμώρησε με το σολωμικό
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι! Αυτά, θα μας πουν, κάποτε συμ
Η «ΦΘΟΡΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Η «ΑΦΘΑΡΣΙΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ 67
μορφώνονταν στο τυπικό της ελληνικής γλώσσας, ενώ σήμερα... Άλλο εί
ναι το θέμα μας εδώ: εάν γίνονταν αυτομάτως αποδεκτά, επειδή τάχα
συμμορφώνονταν.
Πάμε πίσω στα λάθη: να δούμε τα χειρότερα: εκεί που οι λέξεις αλ
λάζουν σημασία: Ποια διαστροφή, λοιπόν, ή μήπως φιλοπαίγμων διά
θεση, έκανε τον αρχαίο καλόν να είναι σήμερα ωραίος, και καλός να
είναι ο αρχαίος αγαθός, που σήμερα κοντεύει να είναι μόνο αφελής-,
Ποιος να είπε ότι όχι δα και να λέμε όλα τα πουλιά όρνιθες-μόνο τις
κότες! Ή να ήταν άραγε προπάππος του Λαφάργκ (με το περίφημο δι
καίωμα στην τεμπελιά) αυτός που έκανε τη δουλεία - δουλειά-,
Ακόμα χειρότερα, και μυστήρια. Το νερό (νηρόν), που ήταν κάποτε
επίθετο, σήμαινε φρέσκος, και προσδιόριζε, μεταξύ άλλων, και το
ύδωρ: νηρόν ύδωρ. Και μάλιστα ο Φρύνιχος, ξανά, έλεγε: νηρόν ύδωρ
μη είπης, αλλά πρόσφατον, ακραιφνές. Κανένας δεν τον άκουσε. Όχι
μόνο! Έγινε το επίθετο ουσιαστικό, και εκτόπισε το ύδωρ. Ένα αντί
στοιχο σενάριο φαντάζει σήμερα εξωπραγματικό: το επίθετο κόκκινος,
λόγου χάρη, που μπορεί να προσδιορίζει από το τριαντάφυλλο έως το
φόρεμα μιας κυρίας, να επικρατήσει και να σημαίνει κάποτε τριαντά
φυλλο ή φόρεμα -το οποίο «φόρεμα», που θα το λένε πια «κόκκινο»,
θα χρειαστεί τότε άλλο επίθετο για να προσδιορίσει το χρώμα το οποίο
λέμε σήμερα «κόκκινο»: επιστημονική φαντασία, μα νά που κάτι τέτοιο
έγινε, αιώνες πριν!
ίδια και διαφορετικά μαζί όσο ίδια και διαφορετικά είναι, λ.χ., τα μέλη
μιας οικογένειας, ακόμη και στη «συγχρονία» τους, ο πατέρας δηλαδή
με το γιο του, κ.ο.κ. Εδώ πάντως θέλω πάλι να φανταστούμε τους αν
θρώπους της εποχής όπου το γάμο') = νυ μ φ εύ ο μ α ι, π α ντρ εύ ο μ α ι, άρχισε
να δηλώνει όλο και περισσότερο, κι έπειτα αποκλειστικά, την ερωτική
πράξη. Σκόπιμα χρησιμοποιώ παραδείγματα από αυτά που τα λέμε
«σόκιν», να δούμε ότι μέσα στη συνέχεια της γλώσσας, πλάι στις λέξεις
που έμειναν «αναλλοίωτες από την εποχή του Ομήρου», την ίδια ακρι
βώς στιγμή κάποιες «αλλοιώσεις» επιμένουν να μαρτυρούν κατά τον
πλέον σκανδαλιστικό τρόπο την «αυτόβουλη» πορεία της γλώσσας, να
υποδεικνύουν όχι απλώς το αυτονόητο χρονικό χάσμα αλλά και χάσμα
αιώνων πολιτισμικό, άλλοι θα λέγαν «ηθικό», από το ιερό στο ανίερο
κ.ο.κ. Θα προεκτείνω μάλιστα το προηγούμενο παράδειγμά μου, δημι
ουργώντας ένα άλλο σενάριο, κατά μίμησιν και αυτό: σκεφτείτε λοι
πόν τώρα το ενδεχόμενο να εκτοπιστεί κάποτε το σημερινό γα μ ώ , το
νυν «υποκατάστατο» του παλαιού ν υ μ φ ε ύ ο μ α ι, να εκτοπιστεί, λέω,
από το π η δώ ή από το π α ίρ νω , που θα χάσουν όλες τις άλλες σημασίες
τους και θα δηλώνουν αποκλειστικά την ερωτική πράξη: η σημασία
αυτή υπάρχει ήδη, και μάλιστα στο π α ίρ ν ω εντοπίζονται και εντε
λώς διαφορετικά επίπεδα: από το ουσιαστικά σεμνότυφο «την παίρ
νει», «την πήρε», όπως διαβάζουμε, κυρίως σε μεταφρασμένη λογοτε
χνία, από τα γαλλικά, έως το σαφώς αγοραίο -με συγχωρείτε- «τον
παίρνει».
Αλλά και ο σημερινός αγγλόφωνος, ο ομιλητής δηλαδή της γλώσσας
κοσμοκράτειρας που την τρέμουν γλώσσες μικρές και μεγάλες, ο ίδιος
που λέει (και το λένε και τα λεξικά του -προσοχή, δεν αναφέρομαι σε
γλώσσα life-style), αυτός που λέει το ακραιφνώς γαλλικό «φιανσέ»
(.fiancé-fiancée ) για το α ρ ρ α β ω νια σ τικ ό ς-ιά , και σημειώνει και τον τε
λείως ξένο στη γλώσσα του τόνο στο e, και λέει γ κ α ρ ά ξ προφέροντάς
το γαλλικά, με παχύ ζήτα, και α β ά ν -γκ α ρ ν τ , αυτός λοιπόν ο Αγγλος
δεν τολμάει να πει ότι το πάρτι όπου πήγε ήταν g a y, γιατί αμέσως θα
θριαμβεύσει ο Χριστόδουλος και η Μαλβίνα, που έχουν κάνει ντοκτο-
ρά για τον μειωμένο ανδρισμό των ξένων γενικά, των Άγγλων ειδι
κότερα. Αυτοί μετρούν τον ανδρισμό, εμείς μετρούμε τις γλώσσες, και
τις χωρίζουμε σε πλούσιες και φτωχές, σε ανώτερες και κατώτερες.
Όπως μπορεί και όπως βούλεται ο καθένας. Θέμα ιδεολογίας είναι
εντέλει.
Η «ΦΘΟΡΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Η «ΑΦΘΑΡΣΙΑ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ 69
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σ γ λ ω σ σ ιχ ή κ ο ιν ό τ η τ α έ χ ε ι τη δική τη ς γλω σ σ ικ ή κ ο υ λ τ ο ύ ρ α ή ιδ ε ο
λ ο γ ία η ο π ο ί α ε π η ρ ε ά ζ ε ι τη γ λ ω σ σ ικ ή σ υ μ π ε ρ ιφ ο ρ ά τ ω ν ο μ ιλ η τ ώ ν κ α ι
σ υ μ β ά λ λ ε ι μ ε κ α θ ο ρ ισ τ ικ ό τ ρ ό π ο σ τ η ν ε π ιτ υ χ ία ή τ η ν α π ο τ υ χ ία τ ω ν
γ λ ω σ σ ικ ώ ν π ο λ ιτ ικ ώ ν π ο υ υ ιο θ ε τ ο ύ ν τ α ι. Η γ λ ω σ σ ικ ή κ ο υ λ τ ο ύ ρ α /ιδ ε ο -
λ ο γ ία τ ρ ο φ ο δ ο τ ε ί κ α ι δ ια μ ο ρ φ ώ ν ε ι σ ε μ ε γ ά λ ο β α θ μ ό τη λ α ϊκ ή ά π ο ψ η
γ ια τη γ λ ώ σ σ α , δ η λ α δ ή τ ις α ν τ ιλ ή ψ ε ις π ο υ έ χ ο υ ν ο ι ο μ ιλ η τ έ ς γ ια τη
γ λ ώ σ σ α α λ λ ά τ α υ τ ό χ ρ ο ν α α ν α τ ρ ο φ ο δ ο τ ε ίτ α ι, α ν α π α ρ ά γ ε τ α ι κ α ι α ν α ν ε
ώ ν ε τ α ι α π ό τη λ α ϊκ ή ά π ο ψ η .
'Ενας από τους τομείς στους οποίους αποκρυσταλλώνεται η λαϊκή
άποψη για τη γλώσσα είναι ο ημερήσιος Τύπος. Παρόλο που η αντίρρη
ση του Hobsbawm (1990) ότι οι απόψεις που εκφράζονται συνήθως
γραπτώς δεν είναι αντιπροσωπευτικές της ευρύτερης κοινής/λαϊκής
γνώμης, επειδή προέρχονται από άτομα που αντιπροσωπεύουν συγκε
κριμένες ελίτ ή που τουλάχιστον είναι σε θέση να χειριστούν το γραπτό
λόγο, ισχύει και εδώ, η ανάλυσή τους παρουσιάζει ενδιαφέρον λόγω
των επαναλαμβανόμενων μοτίβων που αποκαλύπτει, βοηθώντας μας
να εντοπίσουμε τις προϋποθέσεις και τους μηχανισμούς που οδηγούν
στη μεταγλωσσική αυτή δραστηριότητα. Έτσι, η ανάλυση των σχολίων,
κειμένων και επιφυλλίδων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο Τύπο
αναδεικνύει ορισμένες σταθερές που συγκροτούν και οικοδομούν τη
λαϊκή άποψη για τη γλώσσα.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παραγωγή μεταγλωσσικού λόγου
στις περιφερειακές ή ετερόνομες κοινωνίες όπου οι κανόνες γλωσσικής
72 ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΑΡΥΟΛΑΙΜΟΥ
2. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
2.1 Μ Ε Τ Α Γ Α Ω Σ Σ Ι Κ Η Δ Ρ Α Σ Τ Η Ρ Ι Ο Τ Η Τ Α Κ Α Ι Γ Α Ω Σ Σ Ι Κ Η Ε Ξ Υ Γ Ι Α Ν Σ Η
2.2 Ν Ο Μ Ι Μ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Τ Η Σ Γ Λ Ω Σ Σ Ι Κ Η Σ Ε Ξ Υ Γ Ι Α Ν Σ Η Σ
Δ εν πρέπει να ξεχνούμε ότι στον τόπο μας ακόμα και οι κάτοικοι των π ό
λεω ν χρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν την κυπριακή ή μια ανάμικτη διάλεκτο στο σπίτι,
πράγμα π ο υ αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην εκμάθηση της π α ν ε λ
λ ή ν ι α ς γλώσσας.
«Η γλωσσική αυτάρκεια των νέων», 10.8.1990
78 ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΑΡΥΟΛΑΙΜΟΥ
4. Δανείζομαι την έννοια της sp ecta cu la risa tio n από τον B. Lafont (1980α και β).
ΛΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΣΤΑ MME 79
Κάποιος από τους ομιλητές6 είπε ότι οι Κύπριοι δεν ξέρουν να μιλήσουν
και δεν προβληματίζονται. Εμείς λέμε εντελώς το αντίθετο. Ότι οι Κύ
πριοι δεν προβληματίζονται γιατί δεν ξέρουν καλά την ελληνική γλώσσα.
Λ εν είναι σε θέση να κάνουν σύνθετες σκέψεις, αγνοούν τους ειδικευ
μένους όρους, δεν κατέχουν πλούσιο λεξιλόγιο, γ ι ’ αυτό και δυσκολεύον
ται να εκφραστούν ή να λάβουν μέρος σε μια συζήτηση πέραν της καθημε
ρινής ομιλίας.
«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική», 17.10.1987
Στις εφημερίδες και στα άλλα μέσα ενημέρωσης παρουσιάζεται ένα γλωσ
σικό κενό. Έτσι τα ρεπορτάζ πολλές φορές έχουν μια γλωσσική ομοιογέ
νεια, την ίδια “σημαντική” από έλλειψη γλωσσικού πλούτου.
«Η κρίση της γλώσσας», 11.9.1986
5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
7. Αυτό ισχύει έστω και αν ο εξυγιαντικός λόγος στιγματίζει μια συγκεκριμένη ομάδα
ομιλητών που κακοποιούν τη γλώσσα, τους κύπριους ομιλητές, σε αντίθεση με τους
Ελλαδίτες που τη διαφυλάττουν.
8. Ό πως είδαμε, η άγνοια αυτή είναι κυρίως λεξιλογική, η λ ε ξ ιπ ε ν ία .
ΛΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΣΤΑ MME 83
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
1.1 Η Θ Ι Κ Ο Ι Π Α Ν Ι Κ Ο Ι
2. Ο όρος «ηθικός πανικός» αποδίδεται στον εγκληματολόγο Jock Young. Τον καθιε
ρώνει ο κοινωνιολόγος Stanley Cohen, ο οποίος στο βιβλίο του F olk D e v ils a n d M o r a l
P anics: T he C r e a tio n o f th e M o d s a n d R o c k e rs , Oxford, Martin Robertson, 21980 (α έκδ.
1972) μελετά την αντίδραση των Μέσων στους καβγάδες μεταξύ νεολαιίστικων ομάδων,
των Mods και των Rockers, στη Βρετανία της δεκαετίας του ’60. Ιδιαίτερα κατατοπιστικό
είναι το βιβλίο του Kenneth Thompson M o ra l Panics, London, Routledge, 1998. Η γλωσ
σολόγος Deborah Cameron στο βιβλίο της V erbal H yg ien e, London, Routledge, 1995, κεφ.
3, αναλύει το ενδιαφέρον του Τύπου για γραμματικά ζητήματα με όρους ηθικού πανικού.
3. Για την πρώτη περίπτωση, βλ. Παράρτημα- για τη δεύτερη βλ. πρόχειρα Τ. Χριστί-
δη, «Βαρύ έλλειμμα κοινωνικής ανοχής» και Σ. Μοσχονά, «Η ύβρις και η καταγραφή
της», Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή , 31.5.1998.
88 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ
4. Για τον νομιμοποιητικό ρόλο των διαφόρων ελίτ βλ. G. Thomas, L in g u istic P urism ,
London, Longman, 1991, ιδιαίτερα κεφ. 6· πβ. Δελβερούδη, Μοσχονά, ό .π ., σ. 82, καθώς
και Σ. Μοσχονά, «Σύγχρονες μυθολογίες για τη γλώσσα», περ. Ο Π ο λ ίτ η ς ΊΟ (Νοέμβριος
1999), σσ. 57-61.
90 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ
1.2 Δ Η Μ Ο Σ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Η Κ Α Θ Η Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Τ Η Τ Α
1.2.1 Η σ υ χ ν ό τ η τ α τ ω ν δ η μ ο σ ιε υ μ ά τ ω ν
Για να σχηματίσω και να σχηματίσετε ακριβέστερη εικόνα, έλεγξα τα
δημοσιεύματα 72 εφημερίδων, ημερήσιων και εβδομαδιαίων, πρωινών
και απογευματινών, του κέντρου και της επαρχίας, καθώς και τα δημο
σιεύματα 100 περίπου εβδομαδιαίων, δεκαπενθήμερων ή μηνιαίων πε
ριοδικών «ευρείας κυκλοφορίας» στη διάρκεια ενός τριμήνου, από
1.11.99 μέχρι και 31.1.2000. Στο σύνολο των εντύπων, οι ημερήσιες
πρωινές ή απογευματινές εφημερίδες είναι μόλις 31 (23, αν αφαιρέσου-
με τις οικονομικές που σπανιότατα αρθρογραφούν για γλωσσικά ζητή
ματα). Η περίοδος που εξετάζουμε κρίνεται ποιοτικά ενδιαφέρουσα λό
γω του συχνά απολογιστικού/αφιερωματικού χαρακτήρα των δημοσιευ
μάτων (που προκάλεσε η «αλλαγή της χιλιετίας»).5
Μετά από μια δοκιμαστική απογραφική περίοδο (2° δεκαπενθήμερο
6. Η καταγραφή δεν πρέπει να είχε απώλειες μεγαλύτερες του 15-20%, όπως προκύπτει
από τα αποτελέσματα της συνέχισής της μέχρι και σήμερα, 20.11.99, καθώς και από την
ένταξη του δείγματος σε ευρύτερο αρχείο. Η αναλογική αύξηση των «συμπτωματικών ανα
φορών» -βλ. παρακάτω- είναι αποτέλεσμα μεγαλύτερης εξοικείωσης κατά την καταγραφή.
7. Σύμφωνα με τα στοιχεία της εφ. Τ ο Β ή μ α τη ς Κ υ ρ ια κ ή ς για την περίοδο από
29.10.1999 έως 3.2.2000 που εξετάζουμε, οι εφτά πρώτες σε κυκλοφορία καθημερινές εφη
μερίδες του κέντρου ήταν Τ α Ν έ α (20,8%), η Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία (14,5%), το Έ θ ν ο ς (9,6%), ο
Ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς Τ ύ π ο ς (9%), Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή (8,8%), η Α π ο γ ε υ μ α τ ιν ή (7,8%) και Τ ο Β ή μ α
(6,5%), ενώ οι τρεις πρώτες σε κυκλοφορία κυριακάτικες εφημερίδες είναι η Κ υ ρ ια κ ά τ ι
κη Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία (22,2%), Τ ο Β ή μ α τη ς Κ υ ρ ια κ ή ς (20,6%) και Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή (17,6%). Σε
σχέση με τον αριθμό των φύλλων ανά ημέρα κυκλοφορίας, η σειρά των τεσσάρων πρώ
των σε γλωσσικά δημοσιεύματα εφημερίδων είναι: Τ α Ν έα (20,8%), Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία
(15,6%), Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή (9,4%), Τ ο Β ή μ α (8,8%) -με συνολικό ποσοστό κυκλοφορίας με
γαλύτερο του 50%.
92 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ
ΑΝΑΦΟΡΑ 80 23 _ _
ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ 70 19,2 70 24,6
ΕΙΔΗΣΗ 70 19,2 70 24,6
ΒΙΒΛΙΟ 34 9,3 34 12
ΣΧΟΛΙΟ 33 9,1 33 11,6
ΕΡΕΥΝΑ 24 6,6 24 8,5
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 23 6,3 23 8,1
ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ 21 5,8 21 7,4
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 9 2,5 9 3,2
ληψίες των πολιτικών («Misa», Τ α Ν έα , 30.11.99). Αυτή την κατεύθυνση (από τη γλωσσι
κή εξήγηση στην πολιτική σπόντα) ακολουθούν συνήθως τα σχόλια του Π. Αλεξιάδη στη
στήλη «Τι σημαίνει» στον Α δ έ σ μ ε υ τ ο [Ρ ίζ ο υ ].
100 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ
1.2.2.1 Ειδήσεις
Ας δούμε πρώτα τι λογίζεται ως είδηση -υπενθυμίζω: σε μια περίοδο χω
ρίς ιδιαίτερο ειδησεογραφικά ενδιαφέρον. Ξεχωρίζω τα σημαντικότερα
θέματα:
σία της ελληνικής» [διδασκαλία της ελληνικής στο εξωτερικό με χρήση τεχνολογίας],
Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία , 27.11.99· Α. Μ. Τάμη «Η μάχη κατά της αφομοίωσης» [ελληνόγλωσση εκ
παίδευση στις ΗΠΑ και την Αυστραλία], Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία , 27.11.99· «Προώθηση της διδα
σκαλίας στην Ευρώπη των αρχαίων ελληνικών και λατινικών» [ζητάει ο Α. Αλαβάνος με
αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών], Η Α υ γ ή , 30.11.99· Γ. Βασιλακάκος, «Η ελληνική
γλώσσα συρρικνώνεται επικίνδυνα» [Συνέντευξη στην Η. Μαυροειδή με αφορμή συνέ
δριο στη Θεσσαλονίκη για τον απόδημο ελληνισμό], Η Α υ γ ή , 13.1.2000- «Ελληνόπουλα
[του εξωτερικού] χωρίς ελληνικά», Ε γώ , 1.12.99· κ.ά.
28. «Απάρνησις ταυτότητος» [εκφράζει φόβους για την «εξαίρεσιν» ελλ. γλώσσας και
πολιτισμού από την Ευρώπη], Ε σ τ ία , 1.11.99· «Πενταγλωσσία» [σχετικά με επερώτηση
του βουλευτή Β. Μαγγίνα για την υπεράσπιση της ελληνικής στην Ε.Ε.], Α κ ρ ό π ο λ ις ,
12.11.99· «Ερώτηση για υπεράσπιση της ελληνικής γλώσσας», Α π ο γ ε υ μ α τ ιν ή , 12.11.99-
«Αποκλείουν την ελληνική γλώσσα από τα κοινοτικά σχέδια», Η Β ρ α ό υ ν ή , 12.11.99- Χρ.
Χαραλαμπόπουλος, «Εκτός Ευρωκοινοβουλίου η ελληνική γλώσσα;», Η μ ερή σ ια , 13.11.99·
Α.Π., «Η ελληνική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση!», Α π ο γ ε υ μ α τ ιν ή , 15.11.99· «Και
γλώσσες β ' κατηγορίας», Α δ έ σ μ ε υ τ ο ς [Μ ή τσ η ], 18.11.99· «Διαμαρτυρία της Γιαννάκου
στο Ευρωκοινοβούλιο για την απόπειρα περιορισμών στη χρήση της ελληνικής γλώσ
σας», Κ ή ρ υ ξ Χ α ν ίω ν , 27.11.99- κ.ά.
29. «Υπογραφή ντροπής! - Ο Τσοχατζόπουλος υπέγραψε συμφωνία με τους Σκοπια
νούς στην “Μακεδονική” διάλεκτο! - Τα έχουν βρει και στο όνομα!», Ε λ ε ύ θ ε ρ η Ώ ρα ,
7.1.2000· «Την ύπαρξη “μακεδονικής" γλώσσας δέχεται η κυβέρνηση», Α π ο γ ε υ μ α τ ιν ή ,
7.1.2000.
30. Κ.Β., «Εκπαραθυρώνουν την αρχαία ελληνική από το Διαδίκτυο» [Ανάγκη η νέα
έκδοση του προγράμματος της MICROSOFT να υποστηρίζει πολυτονικό· επερώτηση Β.
Μαγγίνα], Ε ξ π ρ έ ς , 12.11.99- Λ.Γ., «Ανάθεμα τα γράμματα!», Α δ έ σ μ ε υ τ ο ς [Μ ή τσ η ],
12.11.99- Μ. Πίνη, «Εκτός διαδικτύου τα αρχαία από ελληνική αδιαφορία», Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ
π ία , 13.11.99- κ.ά. πολλά. Βλ. στη συνέχεια: ΝΑΚ, «Κομπιουτεράς ο Χριστόδουλος»,
Α δ έ σ μ ε υ τ ο ς [Ρ ίξ ο υ ], 13.1.2000- «Windows 2000 με πολυτονικό - Τα Windows 2000 θα “μι
102 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ
32. Πρόκειται για ε ν ν ο ιο λ ο γ ικ ό διχασμό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εκδηλώνε
ται με αφορμή το λήμμα ενός λεξικού, το οποίο κάνει αυτό ακριβώς: εννοιολογικές δια
κρίσεις (αντλώ την ιδέα από αδημοσίευτο σχόλιο του Γ. Βελούδη).
33. Η όλη «κίνηση» για τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας εί
ναι νεότοκη. Είναι άλλωστε πολύ πρόσφατη -κ α ι λόγω της Ε .Ε.- η συνειδητοποίηση ότι
υπάρχει αγορά (μετανάστες, ομογενείς παλιννοστούντες, γλωσσικές μειονότητες) όπου η
ελληνική μπορεί και πρέπει να διδαχθεί ως δεύτερη/ξένη γλώσσα.Τα σχετικά δημοσιεύμα
τα στον Τύπο, τα οποία αρχίζουν να παρουσιάζονται προς το τέλος της δεκαετίας του
’90, αποτελούν δείκτη αυτής της κίνησης, η οποία συνδέεται και με την ενίσχυση της ελ
ληνικής στο εσωτερικό αλλά και με την προσπάθεια «εξάπλωσής» της στο εξωτερικό.
34. «Αν βγουν τα ελληνικά, δεν μένει τίποτα», Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία , 12.11.99- βλ. παρόμοι
ες δηλώσεις στο Παράρτημα.
104 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝ ΑΣ
1.2.2.2 Γνώμες
Η διάκριση Εσωτερικού-Εξωτερικού συμπίπτει, ώς ένα βαθμό, με τη
διάκριση Γνώμης-Είδησης. Έτσι, αν σε περιόδους δημοσιογραφικής
ρουτίνας οι ειδήσεις αφορούν κυρίως στο Εξωτερικό της γλώσσας, τα
επιφνλλιδογραφικά καί σχολιαστικά δημοσιεύματα ασχολούνται κυ
ρίως με το Εσωτερικό, με τη σύσταση και τη φυσιογνωμία της γλώσσας,
με το παρόν και τις προοπτικές της.
• Παρόλο που ο θεματικός αυτός χωρισμός δεν είναι απόλυτος, οι
γλωσσικές «εξωτερικές ειδήσεις» αυτής της περιόδου παραμένουν,
σε μεγάλο βαθμό, ασχολίαστες στις στήλες γνώμης- δεν έχουν τη
δύναμη να προκαλέσουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ανησυχία, πανι
θωτική αυτή πρακτική οι δημοτικιστές αναπαράγουν μια κάποια γνώση της «καθαρεύου
σας», ορισμένα στοιχεία της οποίας θεωρούν απαραίτητα στην κοινή γλώσσα.
40. Βλ. λ.χ. Γ. Η. Χάρη, «Η δίκη των τόνων και του παππούλη τα αμπελοχώραφα»,
Τ α Ν έα , 24.12.99- του ίδιου, «Ο ανθηρός 20ός αιώνας», Τ α Ν έα , 15.1.2000- Γ. Μπαμπινιώ-
τη, «Από τον λογιωτατισμό στη δημοτική», Τ ο Β ή μ α , 2.1.2000- του ίδιου, «Οι λέξεις του
20ού αιώνα», Τ ο Β ήμα , 9.1.2000.
41. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κείμενο του Κ. Νικολάου «Το γλωσσικό μας
πρόβλημα και η απειλή αφανισμού», Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ία , 2.12.99. Προβάλλει την ανάμνηση ή
την επιθυμία ενός ηθικού πανικού, με πολλά από τα «μαχητικά» μοτίβα της τελευταίας
δεκαετίας. Αναφέρεται, πρόχειρα και πλημμελώς, σε «πρόχειρη και πλημμελή εφαρμογή
της μεταρρύθμισης». Παρά τις προσωπικές αιχμές του, το κείμενο έμεινε αναπάντητο.
Βλ. επίσης Γ. Μ. Καλιόρη, «Ελληνική γλώσσα: το δυσμενώς αδιόρατο μέλλον(;)», Ε λ ε υ
θ ερ ο τ υ π ία , 7.1.2000.
42. Το πρώτο κείμενο σ’ αυτή τη σειρά είναι ένα «απολίτιστο μονοτονικό» του Δ. Ν.
Μαρωνίτη, «Από την εμπάθεια στην απάθεια», Τ ο Β ήμα , 24.10.99, στο οποίο επισημαίνε-
ται: «Η πρόκριση των όρων “Νεοελληνική Γλώσσα” και “Νέα Ελληνική Γλώσσα” σημαί
νει για κάποιους παλαιούς καθαρεύοντες ή και μετανοημένους δημοτικιστές πως: το δια
βόητο γλωσσικό μας ζήτημα όχι μόνο ξεπεράστηκε, ύστερα από τη μεταπολιτευτική γλωσ
σική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Ράλλη, αλλά θα πρέπει πια να εκτιμηθεί ως παθολογικό
σύμπτωμα, το οποίο καλά θα κάνουμε να το ξεχάσουμε. [...] Έτσι, ο δημοτικισμός, ως
καταλυτικό κίνημα της ιστορίας μας, διαγράφεται, όταν, έμμεσα έστω, δεν διαβάλλεται
κιόλας ως ένοχος μιας γλωσσικής αναστάτωσης [...] οι όροι “Νεοελληνική Γλώσσα” και
“Νέα Ελληνική Γλώσσα” υπονοούν τη συντελεσμένη πλέον συγχώνευση δημοτικής και
καθαρεύουσας: την υπέρβαση μιας διχαστικής σύγκρουσης- το πέρασμα από τη γλωσσική
εμπάθεια στη γλωσσική συμπάθεια- μια συμπάθεια όμως που τελικώς αποδεικνύεται απά
θεια μπροστά σε όλα τα προηγούμενα πάθη του δημοτικισμού και των δημοτικιστών.»
Ακολουθεί επιφυλλίδα του Ε. Κριαρά, «Ο αγώνας (ο γλωσσικός) συνεχίζεται (ή πρέ
πει.. .)», Τ α Ν έα , 3.11.99. Ο Κριαράς προκρίνει τον όρο «Δημοτική» αντί του όρου «Νεο
ελληνική» με το αιτιολογικό ότι ο όρος είναι αναγκαίος, μέχρι να παγιωθεί η Δημοτική:
«Δεν ήρθε ακόμη καιρός που κάνοντας λόγο για τη νέα μας γλώσσα θα την πούμε “νεοελ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 107
ληνική” (γιατί έτσι πράγματι θα την πούμε κάποτε). [...] θα λέμε τη γλώσσα μας “δημοτι
κή” όσον καιρό χρειαστεί για να παρακινήσουμε τον Νεοέλληνα να προσέξει περισσότε
ρο και να τιμήσει τη γλώσσα του γράφοντάς τη σωστά και φροντισμένα.»
Ο Γ. Μπαμπινιώτης, «Τι γλώσσα μιλάμε», Τ ο Β ή μ α , 5.12.99, θέτει και αυτός ζήτημα
ονομασίας της ελληνικής, απορρίπτει τους όρους «Ελληνική» και «Δημοτική» και προ
κρίνει τον όρο «Νέα Ελληνική» ή «Νεοελληνική» ως «επικοινωνιακά περισσότερο λει
τουργικό».
Στο ζήτημα επανέρχεται ο Κριαράς, «Ο όρος “δημοτική” και το άσχημο παιχνίδι των
αρχαϊσμών», Τ α Ν έα , 21.12.99: «Χρειάζεται να αγωνιζόμαστε ακόμη για μια δημοτική
που να την ξεχωρίζομε από τα διάφορα γλωσσικά κατασκευάσματα που χρησιμοποιούν
την κάθε στιγμή εκείνοι στους οποίους δε φροντίσαμε να διδάξομε γλώσσα ή που δεν αι-
σθάνθηκαν μόνοι τους την ανάγκη να κατατοπιστούν στο γλωσσικό θέμα. [...] Ο όρος
“νέα ελληνική” θα γίνει πραγματικά “λειτουργικός”, όπως τον θέλει ο κ. Μπαμπινιώτης,
όταν ο Νεοέλληνας θα έχει πάψει να επηρεάζεται από τους αρχαϊσμούς. [...] Πάντως, για
τον ορθόδοξο δημοτικιστή σήμερα ο όρος “δημοτική” στο νόημά του ταυτίζεται απολύ
τως με τον όρο “νεοελληνική”.»
Το ζήτημα της ονομασίας της «ελληνικής» γλώσσας έχει απασχολήσει και παλαιότερα
τον Τύπο, και μάλιστα με τους ίδιους συζητητές· βλ. σχετικά Σ. Μοσχονά, «Μια γλώσσα
χωρίς όνομα», Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή , 22.10.2000.
108 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ
2. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
3. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Η «ΠΡΟΤΑΣΗ ΛΑΜΑΣΟΥΡ» ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΥΠΟ43
Την επομένη, το θέμα έχει γίνει πρω τοσέλιδο σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες:
43. Στη συγκέντρωση του υλικού που παρουσιάζεται στο Παράρτημα συνέβαλε και η
Ρ. Δελβερούδη. Για τα μοτίβα, τις μεταφορές, τους κοινούς τόπους που αξιοποιούν ορι
σμένα από τα δημοσιεύματα ίου Τύπου για την υπόθεση αυτή, βλ. την κοινή μας δημοσί
ευση. Στα παραθέματα ακολουθείται η ορθογραφία των εφημερίδων.
110 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ
«Βόμβα στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λέξη “Ευρώπη” είναι ελ
ληνική. Ο επιφανής καθηγητής της γλω σσολογίας Γιώργος Μ παμπινιώτης
αναλύει το θέμα» (Απογευματινή της Κυριακής, 1.1.95, 11)
«[για τη γλώ σσα έχουν ευθύνες οι] μαγαζάτορες και επιχειρηματίες με
112 ΣΠΥΡΟΣ A. ΜΟΣΧΟΝΑΣ
«Υ ποχω ρ ούν οι Γάλλοι για τη γλώ σσα», «Οι Γάλλοι κ ά νου ν πίσω για τη
γλώ σσα λέγοντας ότι ο υ π ουργός τους εξέφρασε προσω πικές απόψ εις.
«“Έ στριψ αν” α λα γαλλικά!» (Τα Νέα , 31.12.94, 1, 7)· βλ. και Ελευθεροτυ
πία, 12.1.95, 4: «Γαλλική αναδίπλω ση για τις γλώ σσες», Η Καθημερινή,
14.1.95, 36: «Η Γαλλία τελικά “κατάπιε” τη γλώσσα της».
τητα, ό λον εκείνο τον πλούτο της σκέψης και της γλώ σσας, πάνω στο
οπ ο ίο στηρίχθηκε ο εξανθρω πισμός του ανθρώ που, και η καλλιέργεια του
πνεύματος και της ψυχής του. Σε κάθε περίπτωση, η Ελληνική γλώσσα, δεν
μπορεί να έχει μεταχείριση, οποιασδήποτε άλλης γλώ σσας από τις νεότε
ρες, γιατί σ ’ αυτή έχουν γραφτεί τα πολυτιμότερα κείμενα του ανθρ ώ π ι
νου πολιτισμού. [...] Μην ξεχνο ύ ν οι “φ ίλοι” μας οι Γάλλοι ότι η γλώσσα
τους περιέχει 40.000 ελληνικές λέξεις, π ου α ν αφαιρεθούν, τότε θα πρέπει
να συνεννοούνται με νεύματα.
λογο σ ’ έναν διάλογο π ου δεν έχει α νοίξει καν. Η χρονική υστέρηση είναι λ ο ι
π ό ν το π ροφ ανές μειονέκτημα της αντίδρασης σε μια κίνηση ηθικού πανικού.
Και είναι ταυτοχρόνω ς και το σημαντικότερο πλεονέκτημά της: ο αντίλογος,
καθώς εμφανίζεται τελευταίος, μοιάζει να «κλείνει» αυτός το ζήτημα.
ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ
ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΚΑΙ Η ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΑ MME
Θόδωρος Καρζής
Αυτά όλα αναφέρονται για ιστορικούς και μόνο λόγους, καθώς έκτοτε
ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ 123
πολλές φορές ο ήλιος ανέτειλε πάνω από την Ακρόπολη και η νεοελλη
νική κυριαρχεί ήδη στο σύνολο σχεδόν του Τύπου, της Ραδιοφωνίας
και της Τηλεόρασης. Κυριαρχεί -αλλά με υπαρκτές πάντα τις παιδικές
της ασθένειες, μετεξελιγμένες σε εφηβικές. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν
μια συνοπτική ιατρική εξέταση.
Αρχίζοντας από τα γλωσσικά μαργαριτάρια που προαναφέρθηκαν
πρέπει να τονίσουμε πως αυτά αποτελούν παθήσεις, όχι της γλώσσας
μας, αλλά εκείνων που δε θεώρησαν επαγγελματική τους υποχρέωση να
τη μάθουν. Η περιορισμένη γνώση της νεοελληνικής γλώσσας από ορι
σμένα πρόσωπα δεν είναι γλωσσική ασθένεια, είναι δημοσιογραφική
ασθένεια. Και, πάντως, ο αριθμός αυτών των αμαρτημάτων είναι αρκε
τά περιορισμένος, αν σκεφτούμε τον καταιονισμό του λόγου, για ώρες
ατέλειωτες, από τα ερτζιανά κύματα.
Οι πραγματικές ασθένειες της νεοελληνικής, που αποτυπώνονται
και στο δημοσιογραφικό λόγο, γραπτό και ηλεκτρονικό, είναι εκείνες
που δημιουργούν στους χρήστες της άλυτες -ακόμη- αμφιβολίες, απο
ρίες, συγχύσεις και προβληματισμούς. Γιατί μια υγιής γλώσσα είναι,
μεταξύ άλλων, μια ξεκαθαρισμένη, κατασταλαγμένη γλώσσα, αποδεκτή
απ’ όλους τους χρήστες της σε όλα τα σημεία της. Ας επισημάνουμε με
ρικά τέτοια αμφισβητούμενα σημεία:
ορμητικά στις εθνικές γλώσσες και τους επιβάλλει μέρος του λεξιλογί
ου της, ή ακόμη και των συντακτικών δομών της, προκαλώντας έτσι
παρεκκλίσεις και διαστροφές στην εξελικτική πορεία τους. Δυστυχώς,
σ’ αυτή την εισβολή, εμείς οι Έλληνες ελάχιστα αμυνόμαστε και η ηττο
πάθεια αυτή παρατηρείται σε όλες τις τάξεις και κατηγορίες του πληθυ
σμού: από τη συνοικιακή κομμώτρια με την επιγραφή «Hairdresser
Georgia», ή το μικρομεσαίο επαγγελματία με το ελληνοαμερικανικό «Con-
stantinidis», μέχρι τους επιστήμονες, οι οποίοι διανθίζουν τα ελληνό
γλωσσα κείμενά τους με δεκάδες ονόματα και άλλες λέξεις στην αμερι
κανική, σαν η νεοελληνική να μην είναι σε θέση να τα αποδώσει -ενώ
είναι, και πολύ καλά μάλιστα. Χρειάζεται αντίσταση στο γλωσσικό
ιμπεριαλισμό και στην αντίσταση αυτή πρωτοπόροι ποιοι άλλοι μπορεί
να είναι από τους δημοσιογράφους, αφού οι δημοσιογράφοι, με την κα
θημερινή επαγγελματική εκφορά, ή σύνταξη του λόγου, επιβάλλουν
γλωσσικά πρότυπα στην κοινή γνώμη; Ιδιαίτερα οι δημοσιογράφοι των
ηλεκτρονικών μ μ ε , άσχετα αν το έχουν, ή όχι, συνειδητοποιήσει, είναι
οι άτυποι δάσκαλοι του λαού. Δεν επιτρέπεται, λοιπόν, ν ’ ακούμε από
το στόμα τους αμερικανισμούς, εκεί όπου υπάρχουν ελληνικά ισοδύνα
μα. Το «νημπέιτ» είναι η τηλεοπτική συζήτηση, ή τηλεοπτική α ντιπα
ράθεση, το «βιντεογουόλ» είναι η γιγαντοοθόνη, το «μπαράζ» είναι ο
καταιγισμός, το «ίματζ» είναι η εικόνα. Και, βέβαια, όταν ακούμε τον
κύριο συνάδελφο να εκφέρει όσο παχύτερα μπορεί τη λέξη «Washin
gton», πρέπει να ξέρουμε ότι πρόκειται για την Ουάσιγκτον: ακούσαμε
και μάθαμε πώς τη λένε οι Αμερικανοί, αλλά ξεχάσαμε πώς τη λένε οι
Έλληνες; Τέλος, επιτρέψτε μου να προσθέσω και δυο λέξεις για τα πε
ριοδικά ποικίλης ύλης, που οι εκδότες τους τα έχουν βαφτίσει, στην
αμερικανική κολυμπήθρα, life-style. Είναι τα πιο ανελλήνιστα κατα
σκευάσματα, με περισσότερες αμερικανικές παρά ελληνικές λέξεις, τέ
λεια υποδείγματα κομπλεξικού επαρχιωτισμού, ο οποίος εκδηλώνεται
με τη μορφή του αμερικανοπιθηκισμού.
Συμπερασματικά, παρά τις παιδικές, ή εφηβικές της ασθένειες, που
πάντως δεν είναι θανατηφόρες, η νεοελληνική γλώσσα βρίσκεται σήμε
ρα σε πολύ καλύτερη κατάσταση από άλλοτε. Η παιδεία μας είναι που
δε βρίσκεται σε καλή κατάσταση, αλλά γ ι’ αυτό βέβαια δε φταίει η
γλώσσα. Από τους κινδύνους που την απειλούν μεγαλύτερος είναι η
αμερικανική λεξιλογική εισβολή, η οποία, πάντως, από μας τους δημο
σιογράφους μπορεί ν ’ αντιμετωπιστεί, φτάνει να το θέλουμε: το Μορ
φωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ ας προμηθευτεί το «Δελτίο Νεολογισμών»
της Ακαδημίας Αθηνών και ας το αποστείλει ως προσφορά στα μέλη
ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ 127
μας, και όχι μόνο. Παρά τους κάποιους σχολαστικισμούς του, που δεν
είναι δύσκολο ν ’ αγνοηθούν, το μικρό αυτό λεξικό παρέχει τα ελληνικά
ισοδύναμα όλων των ξένων λέξεων που κατακλύζουν αναφομοίωτες τη
γλώσσα μας. Ύστερα από μια τέτοια χειρονομία, κανένας δημοσιογρά
φος δε θα δικαιούται πια να πει το διάλειμμα «τάψ-άουτ», τη δημο
σκόπηση «γκάλοπ», την η χοτα ινία «σάουντρακ» και την παρουσιά-
στρια «σόον-γούμαν». Κι όσο για τους γλωσσικούς βιασμούς των life
style, μια παρέμβαση, μια σύσταση έστω, του Διοικητικού Συμβουλίου
της ΕΣΗΕΑ είμαι βέβαιος ότι, και αν δεν είχε άμεσο αποτέλεσμα, πά
ντως θ’ αποσπούσε την επιδοκιμασία της συντριπτικής πλειονότητας
της δημοσιογραφικής οικογένειας.
Σας ευχαριστώ.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ
ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ
Νίκος Κυριαζίδης
Μπαμπινιώτη (που τις σημειώνω με αστερίσκο και που δεν είναι κατ’
ανάγκην μόνο δικές του) αλλά την απλούστερη γραφή που είτε την κα
θιερώνει τώρα ο Μπαμπινιώτης είτε είχε καθιερωθεί πρωτύτερα:
*αφτί με φ και όχι με υ. *βρόμα, *βρόμη και *βρομώ με ο και όχι με
ω. *βλίτο με ι και όχι με η. *γαβγίζω με αβ και όχι αυ. *γέλιο με ι και
όχι οι. δυόροφος με ο και όχι ω. διορία με ο και όχι ω. δοσίλογος με ο
και όχι ω. εγχείριση με ι και όχι η. μαυριδερός με ι και όχι ει. ελιά με ι
και όχι η. ελλιπής με ι και όχι ει. εταιρία με ι και όχι ει. *ζήλια με ι και
όχι ει. *ζοχάδα με ο και όχι ω. ίσκιος με ι και όχι η. θιάφι με ι και όχι
ει. *καβγάς με αβ και όχι αυ. *καημένος, *καημός με η και όχι ϋ. *κάθι-
σα με ι και όχι η. *καλοσύνη με ο και όχι ω. κάπα με ένα και όχι δύο π.
κάνη κάνουλα με ένα ν. *κιάλια με ι και όχι υ. κόκαλο με ένα κ. κου
λούρι με ένα λ. *κομουνισμός με ένα μ. *κόχη με ο και όχι ω. *κρεβάτι
με ένα β. κτίριο με ι και όχι η. *λιβάδι με ι και όχι ει. *λόξυγγας με ο
και όχι ω. λιγερός λιγίζω μ ι και όχι υ. *μαζί με ι και όχι υ. *μετόπη με
ο και όχι ω. *μικτός με ι και όχι ει. μιζίθρα παντού με ι και όχι υ και η.
μοσαϊκό με ο και όχι ω. νονός με ένα ν. *ξίγγι *ξίδι *ξινός με ι και όχι
υ. *οξιά με ι και όχι υ. *οξίδιο *οξιδώνω με ι και όχι ει. παλικάρι με
ένα λ. παπάς με ένα π. πιγούνι με ι και όχι η. *πιρούνι με ι και όχι η.
*πρίγκιπας με ι και όχι η. *προάστιο με ι και όχι ει. *προεδρία με ι και
όχι ει. ρεβίθι με ι και όχι υ. ροδάκινο με ο και όχι ω. *σιντριβάνι με ι
και όχι υ. *τάλιρο με ι και ένα λ και όχι η. *τοπίο με ι και όχι ει. τσι
γκλώ, τσίνορο, τσιρίζω, τσιτσιρίζω με ι και όχι με υ. *φάκελος με ένα
λ. *φίδι με ι και όχι ει. *φτώχια με ι και όχι ει. *χλομός με ο και όχι ω.
Αυτές οι λέξεις αποτελούν μόνο ένα μικρό δείγμα για το πόσο μπο
ρεί να απλοποιηθεί η ορθογραφία μας με την εφαρμογή του κανόνα της
απλούστερης δυνατής γραφής.
λά και την ουσία των κειμένων. Είναι, το τελευταίο μάτι. Ό,τι του ξεφύ-
γει πάει στον αναγνώστη, ως έργο του δαίμονα του τυπογραφείου. Ο
οποίος δαίμονας, όπως γνωρίζουμε όλοι, είναι ένα άκακο αρνί, που
του φορτώνονται όλες οι τυπωμένες αμαρτίες, χωρίς να έχει καμιά
ανάμειξη.
Σε παλαιότερες εποχές εργάζονταν ως διορθωτές, συγγραφείς και
καλλιτέχνες, για να καλύψουν τις βιοποριστικές ανάγκες τους. Μετά
τον τελευταίο πόλεμο και τον Εμφύλιο, στη διόρθωση εργάζονταν και
επιστήμονες, κυρίως εκπαιδευτικοί, που οι νικητές τούς απέκλειαν από
την άσκηση του επαγγέλματος για το οποίο είχαν σπουδάσει. Ο Τύπος
και η δημοσιογραφία τούς φέρθηκαν γενναιόδωρα, αλλά έλαβαν και
αντίδωρο, πολύτιμο στη μακρά μεταβατική φάση της καμπής του γλωσ
σικού εμφυλίου, καθώς η γενιά αυτή των διορθωτών είχαν καταστεί κα
λοί ώς άριστοι γνώστες και των δύο αντιμαχόμενων γλωσσών, της κα
θαρεύουσας με τις σπουδές τους και της δημοτικής από ιδεολογία.
Σήμερα, σ’ αυτό τον κρίσιμο κρίκο λειτουργίας των μέσων ομαδικής
ενημέρωσης υπηρετούν άνθρωποι με κατάρτιση, με καλές σπουδές, με
ευαισθησία και ενδιαφέροντα, που ασκούν το επάγγελμα του διορθωτή
όχι από εξωγενείς καταναγκασμούς, αλλά στις περισσότερες περιπτώ
σεις από επιλογή τους.
Νομίζω ότι η ΕΣΗΕΑ ασχολείται με την επιδείνωση των σχέσεων ερ
γασίας και στον τομέα των δημοσιογράφων διορθωτών, επιδείνωση
που προκαλείται από τη διόγκωση της ύλης, η οποία δεν παρακολου-
θείται με ανάλογη αύξηση του προσωπικού και των αμοιβών. Το Μορ
φωτικό Ίδρυμα θα πρότεινα να εγκαινιάσει -με αφορμή τη σημερινή
συζήτηση- την κινητοποίηση των ανασυντακτών και των διορθωτών
(των εν ενεργεία εννοώ) για τον εντοπισμό και την εξειδίκευση των
προβλημάτων που σχετίζονται με τη γλώσσα και για την επιδίωξη λύ
σεων.
Με την ευκαιρία, επικροτώ ως πολύ χρήσιμη την προτροπή του κ.
Θόδωρου Καρζή, να έχει ο δημοσιογράφος «κάτω από το μαξιλάρι
του» την επίσημη γραμματική της νεοελληνικής γλώσσας. Θα πρόσθετα
ότι ο ανασυντάκτης και ο διορθωτής πρέπει να έχει γύρω του και πολ
λά άλλα βοηθήματα για να προστρέχει ανά πάσα στιγμή. Οπωσδήποτε,
όμως, νομίζω ότι πρέπει να έχει πρόχειρη και μια γραμματική και ένα
συντακτικό της καθαρεύουσας.
Τελειώνοντας, θέλω να αναφερθώ σε ένα θέμα που δηλώνω ότι δεν
γνωρίζω. Απλώς διαισθάνομαι ότι υπάρχει ή υπήρχε μια αμοιβαία επι-
φυλακτικότητα ανάμεσα σε διδάσκοντες και διδασκόμενους στις πάνε-
140 ΚΏΣΤΑΣ ΤΣΟΥΡΑΚΗΣ
1. ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
γικό επίπεδο και κατά δεύτερο λόγο στο συντακτικό. Είναι επόμενο
λοιπόν οι κάποιας μόρφωσης παραγωγοί και καταναλωτές του δημο
σιογραφικού λόγου να γνωρίζουν τη μορφολογία της νέας ελληνικής
και την ποικιλία της περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο επίπεδο, γε
γονός που τους επιτρέπει να κάνουν και τις επιλογές που προτιμούν.
Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα τα παραπάνω επιχειρώ εδώ και μερικά
χρόνια να διερευνήσω τη σχέση της μορφολογικής ποικιλίας του γρα
πτού δημοσιογραφικού λόγου που εμφανίζεται στις ελληνικές εφημερί
δες με την πολιτικοϊδεολογική τοποθέτησή τους. Ένα μεγάλο μέρος της
έρευνας αυτής και των συμπερασμάτων στα οποία με οδήγησε παρου
σιάζω παρακάτω.
2. Η ΕΡΕΥΝΑ
Η έρευνα διεξήχθη από τον Ιούνιο του 1997 έως και τον Φεβρουάριο
του 1998. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκαν 12 εφημερίδες πανελλήνιας
κυκλοφορίας τριών διαφορετικών ημερών της εβδομάδας και τριών
διαφορετικών ημερομηνιών. Οι εφημερίδες που χρησιμοποιήθηκαν
ήταν κατά αλφαβητική σειρά οι εξής: Αδέσμευτος Τύπος, Απογευματι
νή, Αυγή, Αυριανή, Έθνος, Ελεύθερη Ώρα, Ελεύθερος, Ελεύθερος
Τύπος, Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, Τα Νέα, Ριζοσπάστης. Από τις 20
συνολικά καθημερινές εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας που ανα-
φέρονται στους δημοσιευόμενους κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα πί
νακες πωλήσεων των εφημερίδων εξαιρέθηκαν 4 που άρχισαν να εκδί-
δονται λίγο πριν από την έναρξη της έρευνας (Εξουσία, Η Βραδυνή,
Αθηναϊκή, Καλημέρα), η Εστία, της οποίας είναι γνωστή η μορφή της
γλώσσας που χρησιμοποιεί, και 3, οι οποίες παρουσίαζαν πολύ μικρή
κυκλοφορία (Νίκη, Δημοκρατικός Λόγος, Το Όνομα). Η πρώτη ημερο
μηνία ήταν η Παρασκευή 27 Ιουνίου 1997, η δεύτερη η Τρίτη 18 Νοεμ
βρίου 1997 και η τρίτη η Τετάρτη 4 Φεβρουάριου 1998.
Από το σύνολο της ύλης που περιλαμβάνει συνήθως μια εφημερίδα
επιλέχτηκε ένα μέρος του δημοσιογραφικού λόγου, το οποίο, κατά τη
γνώμη μου, εκφράζει και αντιπροσωπεύει τη «γραμμή», την ιδεολογία
και τη στάση της σύνταξης της εφημερίδας απέναντι στη γλώσσα. Συ
γκεκριμένα, επιλέχτηκαν από καθεμία από τις 12 εφημερίδες τα εξής
κείμενα: α) το πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ που αναφέρεται στο κύριο θέμα
της επικαιρότητας, β) το κύριο άρθρο της σύνταξης (editorial), και
γ) ένα άρθρο τακτικού συνεργάτη της εφημερίδας. Από τα τρία αυτά
144 ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒ1ΔΗΣ
1. Για μια θεώρηση της πρόσφατης ιστορίας της τονικής απλοποίησης σε συνάρτηση
με την ιστορία του Γλωσσικού Ζητήματος, βλ. στο Χαραλάμπους (1993).
2. Το 1985, από τα 21 έντυπα που ερευνήθηκαν (εφημερίδες, περιοδικά, έντυπα
ευρείας χρήσης) και είχαν σαφή κοινωνικοπολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση, τα
δώδεκα μόνο χρησιμοποιούσαν το μονοτονικό, ενώ τα υπόλοιπα εννιά το πολυτονικό και
διάφορες παραλλαγές του. Για την έρευνα αυτή βλ. στο Χατζησαββίδης (1986).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 147
3. Για την κατανομή των μορφών του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού των
επιθέτων βλ. στο Χειλά-Μαρκοπούλου (1996: 52).
4. Ο Τριανταφυλλίδης αποσιωπά εντελώς αυτήν την κατηγορία των επιρρημάτων,
επειδή προφανώς θεωρεί ότι τα επιρρήματα αυτά δεν ανήκουν στη Δημοτική (Τριαντα-
φυλλίδης 1993: 18-19).
150 ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΙΔΗΣ
5. Το θέμα της τάσης της γλώσσας προς περιφραστικές μορφές λόγου συζητείται από
τον J. Aitchison (Aitchison, 1981).
6. Η ποικιλία στη χρήση λόγιων και λαϊκών συμφωνικών συμπλεγμάτων που παρατη-
ρείται στον παθητικό αόριστο ανήκει κανονικά στη φωνολογική ποικιλία. Εδώ όμως
συνεξετάζεται, γιατί αποτελεί ένα μορφοφωνολογικό φαινόμενο.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 151
4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Βλ. ενδεικτικά Ammon U., Dittmar Ν., Mattheier K. J. (eds), S ocio lin g u istics, vol. 1,
Berlin, Walter de Gruyter, 1987, σσ. 327-330, Williams G., S o cio lin g u istics - A S o c io lo g ic a l
C ritiq u e , London, Routlege, 1992, σσ. 144-145, και Bédard Ε., Maurais J. (éd.), L a n o rm e
lin gu istiqu e, Montréal, Gouvernement du Québec, 1983.
158 ΑΝΝΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
2. Με την έννοια ενός ομοιογενούς συστήματος, μιας γλωσσικής ποικιλίας -δες μ.ά.
Burger (1990, 3), Kress (1986, 395-6).
3. Πρωτοδιατυπώθηκε από τον Bell (1984).
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 169
4. Δες Scannei (1998), Fowler (1991), Fairclough (1995), Van Dijk (1998).
5. Στην εισαγωγή του στον συλλογικό τόμο L anguage a n d I d e o lo g y , ο Jef Verschueren
(1999) ορίζει ως «ιδεολογία» κάθε συσχετισμό πεποιθήσεων ή ιδεών που αφορούν μία
όψη της κοινωνικής πραγματικότητας, βιώνονται ως θεμελιώδεις ή αυτονόητες και
παίζουν κανονιστικό ρόλο στο πλαίσιο μιας κοινότητας.
6. Van Dijk (1998, 24-25): «Our theory proposes that ideologies are the “axiomatic”
basis of the mental representations shared by the members of a social group. That is, they
represent the basic principles that govern social judgement -what group members think is
right or wrong, true or false.»
170 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
3.1 A N A Λ Υ Σ Η Κ Ε Ι Μ Ε Ν Ι Κ Ω Ν Ε Ι Δ Ω Ν
7. Δες Fowler (1991, 8) για μια ρητή παραδοχή αυτού του μεθοδολογικού περιορι
σμού.
8. Γενικά για τα κειμενικά είδη του Τύπου, δες Ltiger (1995), Bucher (1986). Από μεμο
νωμένα είδη έχουν μελετηθεί μεταξύ άλλων οι ειδήσεις (Burger, 1990, Bell, 1991, Bell,
1998), το ρεπορτάζ (Müller, 1989) και η συνέντευξη (Burger, 1990, 50 επ.).
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 171
9. Ο Allan Bell π.χ. αναπαριστά τη δομή της είδησης (news) ως διάγραμμα με τρεις
βασικούς κόμβους: (α) πηγή, (β) abstract (δηλ. τίτλος και lead), και (γ) story, δηλαδή το
καθεαυτό κείμενο, αποτελούμενο από επεισόδια που με τη σειρά τους αποτελούνται από
συμβάντα (Bell, 1998).
172 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
3.2 Α Ν Α Λ Υ Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Ι Κ Η Σ Π Ο Ι Κ Ι Λ Ο Τ Η Τ Α Σ
10. Αλλά ακόμη και η ίδια η επιλογή ειδών κειμένου σε μία εφημερίδα μπορεί να έχει
ιδεολογική βαρύτητα: Το αν μία εφημερίδα διαθέτει, λόγου χάρη, κοσμική στήλη, στήλη
για τους κομπιουτεράδες ή για τους φιλόζωους ή γράμματα αναγνωστών ή ροζ αγγελίες
-όλα αυτά είναι ενδεικτικά για τα είδη κοινωνικών σχέσεων που οι παραγωγοί απο
σκοπούν ως προς τους δέκτες και για το προφίλ του αναγνώστη όπως το σχεδιάζει η
εφημερίδα (δες Kress, 1986, 408).
11. Ο Jucker (1992, Κεφ. 2) δείχνει ότι διάφορες μελέτες της γλώσσας των Μέσων
ταιριάζουν (ως προς τη σύλληψη, τα ερωτήματα και το εμπειρικό αντικείμενο) στο
θεωρητικό πλαίσιο του ακροαματικού σχεδιασμού.
12. Ο Jucker (1992) διακρίνει αφενός την «παραδειγματική» (à la Labov), αφετέρου τη
«μη παραδειγματική» (με ρίζες στην παραδοσιακή υφολογία) προσέγγιση.
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 173
13. Ας σημειωθεί ότι η Cameron δεν κάνει καμία αναφορά σε είδη κειμένου (ή και
174 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
3.3 Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η Δ Η Μ Ο Σ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Ο Υ Α Ο Γ Ο Υ
θέματα), υπονοώντας ίσως ότι οι παραπάνω τάσεις γίνονται εμφανείς σε διάφορα σημεία
μιας εφημερίδας, π.χ. από τα πολιτικά έως τα αθλητικά, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η
εμπειρική βάση της σύγκρισης είναι παρόμοια. Το κατά πόσο αυτές οι τάσεις και συνεμ-
φανίσεις ισχύουν και για τη γλωσσική χρήση στον ελληνικό Τύπο, είναι κάτι που προφα
νώς πρέπει να μελετηθεί εμπειρικά.
14. Δες ιδιαίτερα Fowler (1991), Kress (1983).
15. Με βάση την παρουσίαση του Schroder (1994).
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 175
16. Ας θυμηθούμε εδώ τον όρο c o lla te ra l d a m a g e που χρησιμοποιήθηκε από στρατιω-
176 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
εμφάνισης στο ρόλο του Δράστη ατόμου από την εθνική μειονότητα ή την πλειονότητα,
συχνότητα του συσχετισμού μειονοτικού Δράστη με αρνητικά κατηγορούμενα και α ντί
στροφα πλειονοτικού Δράστη με ουδέτερα ή θετικά κατηγορούμενα (δες σχετικά και
Boyd-Barrett 1994,28).
22. Wodak et al. (1998, Κεφ. 2, σσ. 292-314).
178 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
3.4 Ε Ν Α Φ Α Ι Ν Ο Μ Ε Ν Ο Α Π Ο Π Ο Α Α Ε Σ Σ Κ Ο Π Ι Ε Σ :
Τ Ο Π Α Ρ Α Δ Ε ΙΓ Μ Α Τ Η Σ Π Ρ Ο Φ Ο Ρ ΙΚ Ο Τ Η Τ Α Σ
23. Η τάση αυτή αποκαλείται από τον Fairclough (1995) «conversationalization». Έναν
κατάλογο τυπικών στοιχείων προφορικότητας σε βρετανικές εφημερίδες δίνει ο Fowler
(1991,62-64).
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 179
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
28. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι η κοινωνική συνδήλωση νέων σημειωτικών και
επικοινωνιακών συμβάσεων είναι συχνά μια ευμετάβλητη ιστορική συγκυρία.
29. Έ νας συνδυασμός μεθόδων που η Κριτική Ανάλυση Λόγου προβλέπει προγραμ
ματικά (Fairclough, 1995).
30. Δύο περιπτώσεις με άμεση σχέση προς τη γλωσσολογία: (α) ο Allan Bell (1991)
εξετάζει την πολυστρωματική (multi-layered) συγκρότηση του δημοσιογραφικού κειμένου
(εξωτερικές πηγές, πρακτορεία, συντάκτης και διορθωτής) και τη χρήση και μετατροπή
των τυποποιημένων ειδήσεων των πρακτορείων, (β) Η Deborah Cameron (1996) εξετάζει
«οδηγούς ύφους» (style guides) εφημερίδων και μιλά με δημοσιογράφους για να προσδιο
ρίσει τη «γλωσσική/υφολογική πολιτική» μιας εφημερίδας.
182 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
παρέχει, στη γλωσσολογία μια σειρά από έννοιες και εργαλεία31 που
βοηθούν τον γλωσσολόγο να θέσει ερωτήματα σημαντικά για την ευρύ
τερη κοινότητα, και τον ενθαρρύνουν να κάνει τα ευρήματά του προ-
σβάσιμα και κατανοητά και στους μη ειδικούς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bell, Allan (1984), «Language style as audience design», Language in S o c ie ty 13: 145-204.
Bell, Allan (1989), L anguage o f th e n e w s m ed ia , Oxford: Blackwell.
Bell, Allan & Peter Garrett (eds.) (1998), A p p r o a c h e s to M e d ia D isc o u rse , Oxford:
Blackwell.
Boyd-Barrett, Oliver (1994), «Language and Media», Graddol, David & Oliver Boyd-Barrett
(eds.), M e d ia tex ts: A u th o rs a n d readers, 22-39, Clevedon: Multilingual Matters.
Bucher, Hans-Jürgen (1986), P re s se k o m m u n ik a tio n . G run d stru k tu ren e in e r ö ffen tlich en
F orm d e r K o m m u n ik a tio n aus lin g u istisch er Sicht, Tübingen: Niemeyer.
Bucher, Hans-Jürgen (1996), «Textdesign - Zaubermittel der Verständlichkeit? Die
Tageszeitung auf dem Weg zum interaktiven Medium», Hess-Lüttich, Ernest W. B. et
al. (eds.), T e x tstru k tu re n im M ed ien w a n d el, 31-59. Frankfurt a.M.: Peter Lang.
Burger, Harald (Ί990), S p ra ch e d e r M a sse n m ed ie n , Berlin, New York: de Gruyter.
Cameron, Deborah (1996), «Style policy and style politics: a neglected aspect of the
language of the news», M ed ia , C u ltu re & S o c ie ty 18: 315-333.
Fairclough, Norman (1995), M e d ia D isc o u rse , London: Edward Arnold.
Fowler, Roger (1991), L anguage in th e N e w s. D isc o u rse a n d I d e o lo g y in th e P ress, London,
NY : Routledge.
Jucker, Andreas (1992), S o cia l S tylistics. S y n ta c tic V ariation in B ritisch N e w sp a p e rs, Berlin,
New York: de Gruyter.
Kress, Gunther, Theo van Leeuwen (1998), «Front Pages: (The Critical) Analysis of
Newspaper Layout», Bell & Garrett (eds.), 186-219.
Kress, Gunther (1983), «Linguistic processes and the mediation of “reality”: the politics of
newspaper languages», In tern a tio n a l Journal o f th e S o c io lo g y o f L anguage 40,29-42.
Kress, Gunther (1986), «Language in the media: the construction of the domains of public
and private», M e d ia , C ulture & S o c ie ty 8 , 395-419.
Lüger, Heinz-Helmut (4995), P ressesp ra ch e. Tübingen: Niemeyer.
Müller, Marlise (1989), S c h w e iz e r P re s se r e p o rta g e n . E in e lin gu istisch e T e x tso r te n a n a ly s e ,
Aarau, Frankfurt a.M., Salzburg: Sauerländer.
Schrader, K.C. (1994), «Media, Language and Communication», Asher, R. E. (ed.), T he
E n c y c lo p e d ia o f L anguage a n d L in gu istics, Vol. 5,2412-2420, Oxford: Pergamon.
31. Π.χ. έρευνες αγοράς, «παρασκηνιακές» πληροφορίες για την παραγωγή και κατα
νάλωση του δημοσιογραφικού λόγου, βασικές ιδέες γραφιστικού στησίματος της εφημερί
δας κ.ά.
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ 183
* Θα ήθελα να ευχαριστήσω και από εδώ την καλή φίλη και συνάδελφο γλωσσολόγο
Μαρία Κακριδή για τις εύστοχες παρατηρήσεις και τη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων κατά
τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του κειμένου.
186 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ
γονται από την έντυπη ειδησεογραφία (φύλλα ημερήσιου Τύπου), ενώ από
την τηλεοπτική ειδησεογραφία έχει επιλεγεί η μετάδοση των αποτελεσμά
των στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές της 9ης Απριλίου 2000 (3.2).
Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν σε γενικές γραμμές είναι
δύο (4.1). Το πρώτο αφορά την αναγκαιότητα ανάδειξης νέων εστιών
έρευνας και πρωτίστως μιας νέας τυπολογίας που θα μελετά την υβρι-
δική μείξη των κειμενικών ειδών στο περιβάλλον των μέσων. Το δεύτε
ρο αφορά τη διαπίστωση πως ενδεχομένως η εκτεταμένη χρήση αφηγη-
ματοποιητικών τρόπων στην ειδησεογραφία αμβλύνει την κριτική πρό
σληψη και σκέψη, ενώ συγχρόνως αναπαράγει έναν λόγο εξουσιαστικό,
μη ανοιχτό, που ακυρώνει έμμεσα τη δυνατότητα για τη διαμόρφωση
διαφορετικών ή ακόμα και αντίθετων απόψεων.
Σε αυτό το πρώτο μέρος θα δούμε την ετυμολογική όσο και τη δομική
σχέση της είδησης με την αφήγηση. Αφορμή για τον συσχετισμό μάς δίνει
ήδη η φράση-κλειδί («συνόψισε μου») του ανεκδότου που παραθέσαμε ως
προμετωπίδα. Η είδηση συνιστά κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο μια
μορφή επιλογής και περίληψης των σημαντικότερων γεγονότων. Η σύνο
ψη ή περίληψη αποτελεί, σύμφωνα με τη θεωρία της αφηγηματικής ανά
λυσης του W. Labov (1972), μια σύντμηση της «υπόθεσης» της ιστορίας,
ενώ σύμφωνα με τον δομιστή G. Genette (1980) συνιστά μια από τις βα
σικές υποκατηγορίες της διαχείρισης του αφηγηματικού χρόνου στον λό
γο, και υπάγεται στην ευρύτερη κατηγορία της χρονικής «διάρκειας».1
Ας αρχίσουμε από την ίδια την ετυμολογία της λέξης. Στην ελληνική
γλώσσα η λέξη είδηση, το ειδένου (>είδω) ήδη από τον Αριστοτέλη και
τον Πλωτίνο σχετίζεται ετυμολογικά με τη γνώση, την αντίληψη, την
πληροφορία.12 Συνεκδοχικά σημαίνει και το ίδιο το γεγονός. Στην αγ
γλική γλώσσα η ετυμολογική συνάφεια μεταξύ γνώσης/είδησης (know/
news) και αφήγησης (narration) παραπέμπει ευθέως στη συσχέτιση των
δύο: ο αγγλικός όρος για το αφήγημα (narrative) σχετίζεται με τη γνώ
ση, καθόσον οι λέξεις narrative-narration-narrate προέρχονται από την
ινδοευρωπαϊκή ρίζα gna (γνωρίζω), από την οποία προέρχεται μια ολό
κληρη οικογένεια λέξεων, μεταξύ των οποίων και το ρήμα narro (λέω,
μεταδίδω), το ελληνικό χιχνώσκειν, το λατινικό απαρέμφατο cognosce-
re και το αγγλικό ρήμα know (news) κλπ.
Στη συνέχεια θα δούμε πώς η σύγχρονη ανάλυση του λόγου των μέσων
(media discourse) οικειοποιήθηκε αναλυτικές έννοιες και εργαλεία από
τη δομική αφηγηματική ανάλυση. Κεντρικές αφηγηματολογικές διακρί
σεις, όπως π.χ. η διάκριση ιστορία - λόγος, χρησιμέυσαν στον εμπλου
τισμό και στην περιγραφή των κειμενικών ειδών, αλλά και τρόπων του
λόγου των μέσων, αφού πρώτα διαφοροποιήθηκαν ή διεύρυναν το φά
σμα των εφαρμογών τους και των προσδιορισμών τους μέσα από τη
σύγχρονη θεωρία των μέσων.
Προτού όμως θέσουμε τον κεντρικό προβληματισμό σχετικά με τον
ορισμό του αφηγήματος, θα επιχειρήσουμε μια σύντομη και ενδεικτική
αναφορά στο ιστορικό της μεθοδολογίας της αφηγηματικής ανάλυσης. Η
εννοιολογική αμφισημία και οι ποικίλοι ορισμοί των όρων αφήγηση και
αφήγημα από τις διαφορετικές αφηγηματικές θεωρίες αποτελούν και τον
δείκτη της περιπετειώδους ιστορικής διαδρομής αυτής της μεθόδου ανά-
τοιι μερικώς με τον ορισμό της διήγησης του Genette (1985), όσον αφο
ρά τα στοιχεία της γραμματικής μορφής του λόγου. Κατά τον Genette,
η διήγηση «στην αυστηρή της μορφή σημαδεύεται από την αποκλειστική
χρήση του τρίτου προσώπου και τύπων τέτοιων όπως ο αόριστος
(passé simple) ή ο υπερσυντέλικος». Ορίζεται δηλαδή ως αντίποδας σε
κάθε είδους και μορφής προσωπική έκφραση του ομιλητή, ως «η από
λυτη απουσία [...] όχι μόνο του αφηγητή, αλλά και της ίδιας της [πρά
ξης της] αφήγησης, με την αυστηρή εξάλειψη κάθε αναφοράς στη χρονι
κή στιγμή του προσωπικού λόγου που ιδρύει αυτή την αφήγηση»
(Genette, 1985: 158-159).·'
Στις γλωσσολογικές θεωρίες που μελέτησαν τη σύσταση της υποκει
μενικότητας στη γλώσσα (Benveniste, 1966, Austin, 1962, Bakhtin, 1981,
Jakobson, 1997) η παραπάνω διάκριση αναφέρεται σε δύο τρόπους ομι
λίας: ο λόγος («discours») και η ιστορία/αφήγηση («histoire», «récit»).112
Η διάκριση ορίζεται γλωσσομορφολογικά και όχι εννοιολογικά, με βάση
δηλαδή γραμματικές κατηγορίες λόγου και γραμματικά στοιχεία μορ
φής.13 Η ιστορία/αφήγηση και ο λόγος ως τρόποι ομιλίας και σε όλο το
φάσμα των εκδοχών τους -από την καθαρή μορφή της διήγησης μέχρι
τις ενδιάμεσες κατηγορίες- ορίζονται και με κριτήριο τον δείκτη βαθ
μού παρουσίας ή απουσίας του αφηγητή από το γλωσσικό περικείμενο.
Στον λόγο ως ομιλιακό τρόπο προβάλλεται το «εγώ» του αφηγητή, το
«εσύ» του αποδέκτη και γίνεται χρήση συγκεκριμένων γραμματικών
χρόνων, συγκεκριμένων αντωνυμικών και επιρρηματικών δεικτών,
κλπ.14 Τα γλωσσικά χαρακτηριστικά της ιστορίας/αφήγησης συνδέο
νται περαιτέρω με τη ρητορική της «αντικειμενικότητας» σε αντίθεση
με τα γλωσσικά χαρακτηριστικά του λόγον που δίνουν έμφαση στην
15. Γεγονός που αποτρέπει από σχηματικές συνδέσεις συνολικά του αφηγηματικού τρό
που με την υποκειμενικότητα και του μη αφηγηματικού τρόπου με την αντικειμενικότητα
(Γεωργακοπούλου και Γούτσος, 1999), καθώς εμπλέκονται ζητήματα προσδιορισμού των
κριτηρίων με τα οποία ορίζεται και συστήνεται η υποκειμενικότητα και η αντικειμενικότη
τα μέσα στη γλώσσα. Στις συγκεκριμένες αφηγηματολογικές προσεγγίσεις που συζητάμε, το
υποκειμενικό ή αντικειμενικό αποτελούν κατηγορίες επιμέρους έκφανσης του αφηγημα
τικού τρόπου.
16. Στη γαλλική ορολογία histoire/récit/narration του Genette 1980, αλλά και α ντί
στοιχα στους Bal, 1985, Rimmon-Kenan, 1983, Prince, 1987 κ.ά.
17. Ούτως ή άλλως η τριμερής διάκριση των δομιστών δεν αφορούσε τόσο το πρώτο
επίπεδο της ιστορίας, δηλαδή των χρονικά συνδεδεμένων γεγονότων, όσο έναν περαιτέρω
διαχωρισμό, στο δεύτερο επίπεδο, αυτό της παρουσίασης των γεγονότων στον λόγο
(discourse).
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 193
άλλα λόγια όλες οι τεχνικές παρουσίασης της ιστορίας και της ακολου
θίας των γεγονότων.
Με τον όρο «ιστορία» (histoire/story) νοούμε τα αφηγημένα γεγονό
τα στην υποθετική αυθεντική χρονική σειρά με την οποία συνέβησαν,
ανεξάρτητα από την σειρά τοποθέτησής τους μέσα στον αφηγηματικό
λόγο (Bal, 1985: 5). Αν και υπάρχουν μονοσυμβαντικά αφηγήματα, συ
νήθως οι αφηγήσεις περιλαμβάνουν περισσότερα του ενός γεγονότα, γι’
αυτό και μιλάμε για διαδοχή γεγονότων.18 Η έννοια του γεγονότος δεν
αποτελεί απαραίτητα μια εξωγλωσσική έννοια, εφόσον το ίδιο το βίωμα
ή γεγονός μπορεί κάλλιστα να είναι ήδη ένα γλωσσικό γεγονός ή βίωμα,
μια γλωσσική πράξη.
Το δεύτερο (2) θεμελιώδες ερώτημα της αφηγηματικής θεωρίας αφο
ρά τη σχέση της ιστορίας με τις διαφορετικές εκδοχές της. Κάθε ιστο
ρία ως βιωματικός πυρήνας μπορεί να ειπωθεί με πολλούς τρόπους,
πολλά «κείμενα», πολλά είδη λόγων.19 Ήδη ο Αριστοτέλης στην Ποιη
τική του (VI) υποστηρίζει πως η δράση (πράξις) για να γίνει μύθος θα
πρέπει να τύχει καλλιτεχνικής επεξεργασίας. Άποψη που απηχείται στη
διάκριση ordo naturalis και ordo artificialis που εντοπίζουμε σε εγχειρί
δια Ρητορικής του 16ου αιώνα.20 Η αφήγηση ως λεκτική ή άλλη κατα
σκευή δεν θεωρείται ταυτόσημη με την ιστορία, η οποία, ανεξαρτήτως
μέσου, ορίζεται ως ένα γνωσιακό σχήμα (Bal, 1985, Greimas και Cortès,
1989), μεταδόσιμο ποικιλοτρόπως.21 Εξάλλου, στην υπόθεση του στα-
18. Είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε ένα γεγονός από μια σειρά γεγονότων, εφόσον
ένα γεγονός απαρτίζεται από περισσότερα γεγονότα. Για μεθοδολογικούς ωστόσο λόγους
το συμβάν ορίζεται ως η αλλαγή που επέρχεται μετά από μια ρήξη στην υπάρχουσα κα
τάσταση πραγμάτων. Αυτή η αλλαγή ή ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση ονομάστηκε
«μη τυχαία συνεκτικότητα» [non random sequence] (Toolan, 1996: 8) ή «μετασχηματι
σμός» [transformation] (Todorov, 1977: 233).
19. Ο αφηγηματολογικός προσδιορισμός της ιστορίας ως ανεξάρτητης του μέσου
υπηρέτησε πολλές μεθόδους ανάλυσης και υιοθετήθηκε από πολλούς μελετητές. Στήριξε
τις θεωρίες της αφηγηματικής γραμματικής (Greimas, 1977), τον ορισμό της ελάχιστης
αφηγηματικής μονάδας (Todorov, 1969), μοντέλα και θεωρίες βαθείας δομής και δομής
επιφάνειας (Lévi-Strauss). Παρομοίως, οι σύγχρονες θεωρίες της δράσης έλκουν την κα
ταγωγή τους από τα αριστοτελικά Η θ ικ ά Ν ικ ο μ ά χ ε ια , τη συμβολική λογική, τον φορμα
λισμό του Propp (1988) ή τον πρώιμο αυστηρό στρουκτουραλισμό του Barthes (1977) και
καταλήγουν να γεφυρώνουν τη γνωστική ψυχολογία (Goffman, 1974) ή την Τεχνητή Νοη
μοσύνη με τη λογοτεχνική αφηγηματολογία.
20. Αν και η κλασική ρητορική δεν ασχολήθηκε με την αφήγηση, μας έδωσε, ωστόσο,
πολλές παρατηρήσεις σχετικά με το ύφος και τη σύνθεση, που σήμερα πια έχουν ενσωμα
τωθεί στις μελέτες αφηγηματικής ανάλυσης.
21. Ούτως ή άλλως ενυπάρχει μια γενετική θεωρία του αφηγήματος στη θεώρηση της
194 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ
θερού πυρήνα της ίστορίας βασίζεται και η έννοια της παραλλαγής και
της υφολογικής ποικιλίας (Κενώ, 1984). Ορίζοντας συνολικά το αφήγη
μα ως σημειωτική αναπαράσταση μιας σειράς γεγονότων συνδεδεμένων
με νόημα και χρονικό ή αιτιακό τρόπο, δεν το περιορίζουμε μόνον στη
λεκτική εκδοχή του, αλλά επιπροσθέτως μελετάμε και μη γλωσσικές
πτυχές του. Αυτό επιτρέπει την αφηγηματική ανάλυση του λόγου μει
κτών μέσων όπως της τηλεόρασης (βλ. τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων) ή
αντίστοιχα του ραδιόφωνου.
Στην περίπτωση των MME, η ανάλυση της αφήγησης υιοθετεί τον
ορισμό του αφηγήματος ως χρονικής κατά βάση δομής,22 ενώ η ειδησε-
ογραφική κάλυψη (newsreport) ορίζεται ως δείγμα αφήγησης, διαφορε
τικό από την αφηγηματική μυθοπλασία (Rimmon-Kenan, 1983: 2). Η
χρήση αφηγημάτων και αφηγήσεων στην ειδησεογραφική πρακτική των
μέσων είναι πολύ συχνή, εφόσον η ίδια η λειτουργία της καταγραφής και
σύνταξης των ειδήσεων ενέχεται στην ανασκόπηση, επιλογή, ερμηνεία
και αξιολόγηση παρελθόντων γεγονότων υπό συγκεκριμένο πρίσμα
(Labov, 1972, Fairclough, 1995 : 91).
Τις πρώτες μελέτες των αφηγηματικών δομών στα ειδησεογραφικά
δελτία τις συναντάμε στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία της δεκαετίας
του 1970.23 Αποτολμούν εύστοχα να εντοπίσουν σε ειδησεογραφικά κεί
μενα τις 31 δομικές λειτουργίες του V. Propp (1927) στην ανάλυση των
ρωσικών παραμυθιών. Κεντρικό άξονα αποτελεί το πρότυπο αντιθετι
κό ζεύγος του κεντρικού καλού ήρωα και του κακού δαιμόνιου αντιπά
λου του. Το σχήμα τίθεται σε λειτουργία με έναν απλό μηχανισμό: άπαξ
και η είδηση ενταχθεί σε οποιοδήποτε κοινωνικοπολιτικό στερεότυπο
με αρνητικές συνδηλώσεις (π.χ. ο ξένος δικτάτορας, ο σατανισμός, η
χρήση ναρκωτικών ή/και άλλα συναφή αντικείμενα της «σκληρής ειδη-
σεογραφίας») ενεργοποιείται αυτόχρημα και ο αντίθετος κοινωνικός
λόγος. Το ειδησεογραφικά κείμενο ως επιλογή και παρουσίαση συγκε
κριμένων ακολουθιών γεγονότων αποτελεί μια σύνθεση από ρητά (in
2.1 ΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
24. Τα ίχνη αυτής της έμφασης τα εντοπίζουμε ήδη στον Labov, όταν ισχυρίζεται πως
η αφήγηση είναι κατά βάση ένα δεδομένο ερμηνευτικής τάξης, αλλά και στη δομική φάση
της αφηγηματικής θεωρίας, όπως π.χ. στον ορισμό της αφήγησης από τον R. Scholes
(1980: 205), πως «η αφήγηση δεν είναι μόνο η τοποθέτηση εν σειρά ή ακόμα η ψευδαίσθηση
μιας χρονολόγησης εν σειρά. Η α φ ή γη σ η ε ίν α ι μι a τ ο π ο θ έτη σ η ε ν σ ε ιρ ά κ ά π ο ιο υ π ρ ά γ μ α
τ ο ς γ ια κ ά π ο ιο ν » [η έμφαση δική μου].
196 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ
25. Για τη χρήση τού «αλλά» ως αφηγηματικής τεχνικής και μεθόδου εισαγωγής
πληροφοριών μετά από τεχνητή καθυστέρηση, βλ. Hicks, 1999: 29.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 197
26. Για τη διάκριση προσκηνίου - παρασκηνίου και την περαιτέρω σύνδεσή του με τις
αιτιακές και χρονικές δομές του αφηγήματος βλ. Labov, 1972. Οι κύριες προτάσεις
προβάλλουν συνήθως πληροφορίες που ανήκουν στο προσκήνιο, ενώ οι δευτερεύουσες
δίνουν πληροφορίες για το σκηνικό της δράσης (Fairclough, 1997: 117-124, Halliday, 1985).
198 ΜΑΡΙΑ KAK ΑΒΟΥΛΙΑ
27. Παρελθοντική πράξη, της οποίας η ενέργεια διαρκεί ώς το παρόν, βλ. Toolan,
1988: 122-137 και Caldas-Coulthard, C. R., 1994.
28. Βλ. σχετικά με την ελληνική δημοσιογραφία Χατζησαββίδης, 1997 και 1999.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 199
Α ΡΙβ-.Φ ΥΜ Ο Υ Μ
των Αιώνων π α γ κ ό σ μ ιό ς E n i e e n P M r t r ισ τ ο ρ ί α ς κ α ι π ο λ ιτ ισ μ ο ύ
η. X.
Ε ΔΡΑι ΜΕΣΟΓΕΙΟΙ
’AmMiiirriM^TfC «Η ·Μ γ( ! · | ft BV«·»» 4»' 81*r »4» κίσρ «·· MtitxtiiiTê» t« c •‘Κψ*,μιι(»κ »*»
ψ. S:Εκτακτος εκδοσις
l l p O I I Α Θ Η Ν Α ΙΟ Ι Χ Υ Ν Ε Τ Ρ ΙΨ Α Ν
|ÖY|EίΠ Ε Ρ Χ Α Σ E l Ζ Τ Ο Ν Μ Α Ρ Α Θ Ω Ν Α
■ ώ ^ΐΐΑ Τ Α ί ΘΑ*ΣΤΡΑΦΟΥΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ;
iM 'n C i " : προδότης Ιππίας καθοδηγεί τόν περσικόν στρατόν.- AI δυνάμεις t o ö Δσρείου
υπολογίζονται είς 50000 άνδρών.-Αί έλληνικαί δυνάμεις άποτελοΟνται όπό 9000
’Αθηναίουςκσ! 1000Πλαταιεϊς.-ΟΙ Σπαρτιάται εφθασαν μετά τήν φονικήν μάχην.
ΤΟ Σ Χ Ε Δ Ι Ο Ν Τ Ο Υ Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Υ Μ ΙΛ Τ/Α Δ Ο Υ
«ηηήλθαν «at όπίΛηοσ.
ΗαΙιμίΗού μ·« dvttrT«Aprr«cv; *οΟν Δαντίο» τώ» ’AAjvûv. μ! »αβηια'κή*
*e ,5
. ...
·άλ<*γγα "~·
·
.. κέντρο». Τήν οτι·
ιήν ÎKcUjy» δμ«χ βμμ*««««
μ« τό «ύρυκηοιο» ογίδιον τον
McXtkSoov, t i 6Co πΐηατα της
ΙλληνΜΚ «opardticx inf««·
σαν άπο το πλάγκτ lit ΛκάΟ«-
' « ο ν όρμήν κοττά τ&ι Πίροώ».
- .... _.™
eiïo’ïof'toit „>.»"£«<**Tie* Ο ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ 6cd rfc προ-
λάβη ivfi«*ou(vn» tnlétoc* ΓροναριϊτοΟτ »37^ «fit la-
., Ol 'Epcioxic. rOneotoejr
Î J CÇ W*olcoc ta oytfiia iû*
lôv otoetn
- poû» otootnya*. 5*1 uiw* *ών. fiooOowtroEc fiutet»«
(«αντίο* tel* doooupÄTU* 'Aft»·
*fi« fiwfii·»« τον u<Td τΑ*
Si«W tii4t 4>τ·λτνΊ< tu·
·«** ^4 ÎÎ^ U « ·» . . w w t .
--- —.
— — J tS Mckwévtla r ^ μάχη*, (απιικκί *ό «αταλάδη S Â Ï K
Rφκία. ,I|( η
έλιώ«TO».O.*!. îrs a fe .1- ü s f e aÆ
là IHWOOXP« t e i l t «I« ré» δρμρ. τού ©α-
Ml'Oo cia
y&îu
panooToâvie» tro-
Covi<c oyi fi» art loravto 9ix0*
t«0 «éitmiû^v. Oà itoco-ivà;*
6ι«τάχβίτσαν t i l t »A c.tofovi
•tpi« *6» MapoÖUu Atitw «I·
λΑοοο pcTu dvw>»u6n πο-
«•ο» νιδ« 4λο«λΛοον Λ*««.
Kol πρόγνοιι. ol οάόοι ά·
r» int.tl.«
J M *û.SΠ«»-
«crmcrjiiiùr oycSki»to0te- Q
Tfi* 5oiotir.n* ματαΙΐΜΐ» t<5* a io*o»l* tu* irpAfi».
Covwc.ünnOttoocvD
Vπλήγμα
•Il «ctoatoooé T»e ·&«*«!.
να* όποβιΟοοβή ai t<3p *ai
6ιητ&μ«ι«. Έ πΙ B Αλοκλήρο«
πτδιίγθιτγο* βάσιμοι· διότι
μόλις ά /τ ιιλ ι 4 Αλιος. ol πο- ..ίνΐ'·,.:“ώ:. L
:%.
inrot. »o*t*>»4«K »i «fi.
.«° 1
ιΐίίίί'ΤΧί-ίτώ
an »*inwSa»T:
övioa«. oüSck tö» AvtinaVj»
fincOfiaiCc cd inctefln.
Σήμτοον I2n* Ittct voo'ov
όμως, ol 'ΛΛιραίαι fiicnlatM·
οατιτογμίτοι 'Λβηιοίοι xtoar
tfi* Πίρσικόν ο'4λο* ovYKtr-
tr.ip|i(vo* cl« τό* «αληοινόν
όρμον. *Λντ| ι!κ DcootOuivn«
■Aotortiin* «cl «4* π«λ(.
►·<"■·· ΚαλλΙ,ο,.*. ·£»«.
Γ<·’\£
fi',*Äviipctiititoi*iü*«loCeU-
«JP'l l Ι1-1Τ1»Λ tfOMCTOlueel» ÄlA το* 5ti ol Π οοβι ’trx'oa* (■
π·6ι6α£όμ««»ι tûv πλοίων tu*,
fiwcj« cwi0(ocu«. ol 'Λ8ηνυΐοι
t®o» :o0« nfipoot »4 όνο·
otwiKu*«oay»tSiu*.
fi e -ffijR” iassa.
'i? -<»A&au. Al* Kovnse* Suuc và «ρο«σνώ< μί tô», anoni» ri
»tocOoûv t a t ’ cvOctov ivavTcOt
tû*. Ά&ην6». Ό Μιλτιάδης
κρονον» πρύμνηι'. Λιατνηοντσι
Î γνώμη fit» ol ΓΜοοοι ι**#νι*
laoOivrt« άπό »4» άπροβίό-
τον
. ’.Η v!«n tov Mooodj.st
i i r ä . .'.t Ä s u T S ï
bùeléw
*6»n.i'm
Γ Ν Ω Ρ ίζ ε τ ε o r i: té u άπίόάοισι và incteSé ir «ητο» παρουσίαν τοΟ ίλλη»ι·
τον. Etoi. «atéXnCav cl« lé* — 01 fWoocri *βΛ»ΐΜβν* βλο ’f(ou<. ‘H u t’aÇv tûv δύο άν «ίΟ οτρβτον Ανττύοησον ίτη- ·ΗUaoveoSti
W i s S ^ (SD:
τμαιι. « , A ttaoaiocu« «mW»
lOuo tu* »1 otfiOycite, ent4
«ASt «fro. nofiw» «ol fiov
USS
ιιπάλον ατοατοπίδον άπόστα
3·« lito 1.200 μέτρο ntoinov.
Κατόπι* διαταγής toO στοατπ-
γοΟ. ol Έ λλη«« ito » ittXnoc-
avpcdovrtc tl« 'ΛοΙαν ’Η Ta
xera «βΐ «οατογοί οντή «νίρ·
ycia τού Μιλτιάδη «οίκτοι Ε
οαίίο τουλάχιστον τής vkn«
•ci«, catfi Tic énotac ol nie-
ra i Wlatavto Caovtatoj ·—·
w a t e ; Attu- — M4»«« i bl
t ,»4Wo<, «I* . ...
*»<»w d t l*o fiytoa!
rüsi£ οααν κάπως τού« Πέοοα« t-
tiicwa* τ6 βήμα to* καί ί·
τού ΜαροΟώνος. 5iôti louât
τή* πάλι* tû» "ABtnûy ό«ό
όνδοίΐΊ· mitA*W».
της οπτικής σύνταξης, του ηχητικού και οπτικού μοντάζ, του ηλεκτρο
νικού κειμένου;
Ήδη στη Βρετανία της δεκαετίας του ’70 υπήρχε διαμορφωμένη μια
κοινή συνείδηση που πίστωνε τους κρατικούς τηλεοπτικούς οργανι
σμούς (ειδικότερα την British Broadcasting Corporation) με μια άνευ
όρων αντικειμενικότητα (Hartley, 1982). Η αξιοπιστία των ειδησεογρα-
φικών πηγών δοκιμάστηκε κατά καιρούς από διάφορες έρευνες, οι
οποίες κατέληγαν στην εμπέδωση της διαπίστωσης πως «η κάμερα δεν
λέει ποτέ ψέματα», εφόσον δεν χρησιμοποιεί, για να εκφραστεί, το
πρώτο ενικό πρόσωπο, την κατεξοχήν δηλαδή υφολογική επιλογή της
υποκειμενικότητας. Τριάντα χρόνια μετά, μπορούμε να θέσουμε εκ νέ
ου το ερώτημα που ακούγεται σχεδόν ρητορικό: τελικά μπορεί η ειδη-
σεογραφική κάμερα να πει ψέματα, να πλάσει μύθους ή όχι;
30. Πολλοί θεώρησαν πως με την προτεινόμενη μέθοδο της «οπτικής σημειολογίας»
[visual semiotics] προσεγγίζονται καλύτερα οι αναλύσεις του τηλεοπτικού λόγου όσον
αφορά τις εικόνες και τα κείμενα. Βλ. για παράδειγμα την «κοινωνική σημειολογία» των
Kress & van Leeuwen, 1990.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 203
31. Όπως, για παράδειγμα, η περίπτωση της καταγραφής των ιστορικών γεγονότων
από τους χρονογράφους των A n n a les. Ο White (1980: 7) παραθέτει από τη σειρά Mo
numente G erm a n ia e H is to r ic a /S c r ip to r e s τις αναφορές για την περίοδο 709-734. Για
παράδειγμα, οι εγγραφές έχουν την εξής μορφή: 709/Σκληρός χειμώνας. Πέθανε ο Δούκας
του Gottfried. 712/Πλημμύρες παντού. 718/0 Κάρολος κατατρόπωσε τους Σάξονες.
Μεγάλη πανωλεθρία.
32. Ο Trew (1979) μελέτησε ακριβώς τη διαδικασία μετασχηματισμού των ειδήσεων
από τις πηγές-πρακτορεία ειδήσεων (source-domain) στα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ των
εφημερίδων (target-domain) και παραμένει πάντα καίριο το παράδειγμα γλωσσικών και
συντακτικών επιλογών στην περίφημη φράση από τίτλο της εφημερίδας T im e s (1975):
R io tin g b la c k s sh o t d e a d b y p o lic e a s A N C le a d e r m e e t (βλ. και συμβολή Γ. Ανδρουτσόπου-
λου στον παρόντα τόμο, σσ. 167-183).
204 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ
οπαδούς καί τα κομματικά επιτελεία». Την τελευταία αυτή φράση της εκ-
φωνήτριας ακολουθεί το πρώτο πλάνο με τις σημαίες που σειόνται, φέ
ροντας και τον τίτλο σε κεφαλαιογράμματη γραφή, « Τ Ο Χ Ρ Ο Ν Ι Κ Ο Τ Η Σ
Α Γ Ω Ν Ι Α Σ » . Η ιστορία χωρίζεται σε έξι υποενότητες. Ακόμα και στην εν
σειρά διάταξη των τίτλων της κάθε υποενότητας αναγνωρίζουμε τη ρήξη,
την περιπέτεια και την τελική επανόρθωση της ισορροπίας, στοιχεία δη
λαδή μιας αφηγηματικής δομής κλασικού τύπου (Rimmon, 1983).
Την οπτική προβολή των τίτλων ακολουθεί η προφορική αφήγηση, η
οποία γίνεται από έναν αφανή αφηγητή/ρεπόρτερ, η φωνή του οποίου
(voice over) συνοδεύει τα πλάνα που προβάλλονται:
1. « Τ Ο Χ Ρ Ο Ν Ι Κ Ο Τ Η Σ Α Γ Ω Ν Ι Α Σ » [τί
τλος]
Ώ ρα 7 χ θ ε ς το α π ό γ ε υ μ α τα π ρ ώ τ α α π ο τ ε 2. Η Ω Ρ Α Τ Ω Ν E X I T P O L L S
λ έ σ μ α τ α τ ω ν e x it p o lls β γ α ί ν ο υ ν σ τ ο ν α έ [τίτλος] (διάρκεια 45 " )
ρα . Δ ί ν ο υ ν μ ικ ρ ό π ρ ο β ά δ ισ μ α στη Ν .Δ .
Ε ξ α ίρ ε σ η η Ε λ λ η ν ικ ή Τ η λεό ρ α σ η (E T ) π ο υ
ό π ω ς φ ά ν η κ ε σ τ η ν σ υ ν έ χ ε ια ή τ α ν η μ ό ν η
π ο υ έδ ω σ ε μ ε α κ ρ ίβ ε ια το α π ο τ έ λ ε σ μ α .
Σ τ ο ε κ λ ο γ ικ ό κ έ ν τ ρ ο τ ο υ Π Α Σ Ο Κ π ρ ό σ ω
π α σ φ ιγ μ έ ν α . Η α β ε β α ιό τ η τ α μ εγ ά λ η . Η
μ ά χ η π ρ ο μ η ν ύ ε τ α ι σκ ληρή. Σ τη X . Τ ρ ικ ο ύ -
π η σ υ ν ισ τ ο ύ ν ψ υ χ ρ α ιμ ία .
Σ τ ο ε κ λ ο γ ικ ό κ έ ν τ ρ ο τ η ς Ν .Δ . σ τ η ν π λ α 3. Π Α Ν Η Γ Υ Ρ Ι Σ Μ Ο Ι Σ Τ Η Ρ Η Γ Ι Λ Λ Η Σ
τ ε ία Σ υ ν τ ά γ μ α τ ο ς τα σ υ ν α ισ θ ή μ α τ α ε ν τ ε [τίτλος] (διάρκεια 8 0 ” )
λ ώ ς δ ια φ ο ρ ετ ικ ά . Τ α e x it p o lls π ο υ δ ίν ο υ ν
ε λ α φ ρ ύ π ρ ο β ά δ ισ μ α β γ ά ζ ο υ ν σ τ ο υ ς δ ρ ό Κόσμος έξω από το εκλογικό κέντρο της
μ ο υ ς τ ο υ ς ο π α δ ο ύ ς τη ς Ν .Δ . Τ α χ α μ ό γ ε λ α Ν.Δ. Κοντινά ή μακρινά πλάνα με εναγκα
δ ί ν ο υ ν κ α ι π α ίρ ν ο υ ν . Ο ι π α ν η γ υ ρ ισ μ ο ί λισμούς ή εκδηλώσεις ενθουσιασμού των
σ τ α γ ρ α φ ε ία α ρ χ ίζ ο υ ν . Κ λ ίμ α ε υ φ ο ρ ία ς οπαδών της Ν.Δ. Σημαίες, φωνές ενθου
κ α ι στη Ρ η γ ίλ λ η ς . Λ ί γ ο μ ετ ά τ ις 8 το α π ό σιασμού, πλάνα από το συγκεντρωμένο
γ ε υ μ α φ τ ά ν ε ι σ τα γ ρ α φ ε ία τ ο υ κ ό μ μ α τ ο ς η πλήθος.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 205
Ν τά ρ α Μ π α κ ο γ ιά ν ν η [α κ ο ύ γ ε τ α ι α π ό μ α κ ρ η
η φ ω ν ή τη ς Ν .Μ . μ έ σ α α π ό π α ν η γ υ ρ ισ μ ο ύ ς
ν α λέει, « ό λ α κ α λ ά » ]. Τ ίπ ο τ α όμως δ ε ν ε ίχ ε
κ ρ ιθ ε ί ο ρ ισ τ ικ ά . Τ α π ο σ ο σ τ ά α ρ χ ίζ ο υ ν να
α ν ε β ο κ α τ ε β α ίν ο υ ν . Η α γ ω ν ία σ τ ο α π ο κ ο ρ ύ
φ ω μ ά της. Ο ι ε ρ μ η ν ε ίε ς π ο λ λ έ ς . Γύρω στις
9.30 το θρίλερ κορυφώνεται.
4. ΙΣ Ο Π Α Λ ΙΑ
Η α π ό λ υ τ η ισ ο π α λ ία δ ε ν φ α ν τ ά ζ ε ι μ α κ ρ ιά . [τίτλος] (διάρκεια 30" )
Σ τ η δ ίν η τη ς α ν α μ ο ν ή ς ο ε κ π ρ ό σ ω π ο ς τη ς
Ν .Δ . κ ά ν ε ι λ ό γ ο γ ια μ η σ υ ν ε ρ γ α σ ία τ ω ν ε κ Σημαίες της Ν.Δ. που σειόνται. Κοντινό πλά
π ρ ο σ ώ π ω ν τη ς Ν έ α ς Δ η μ ο κ ρ α τ ία ς μ ε το νο Α. Σπηλιωτόπουλου (εκπρ. Τύπου της Ν.Δ.)
υ π ο υ ρ γ ε ίο Ε σ ω τ ε ρ ικ ώ ν ( σ υ ν έ ν τ ε υ ξ η ε κ π ρ ο
σ ώ π ο υ Τ ύ π ο υ της Ν .Δ .). Όσο περνάει η ώρα
τ ο υ ς π ρ ώ τ ο υ ς π α ν η γ υ ρ ισ μ ο ύ ς σ τ η ν π λ α τ ε ία
Σ υ ν τ ά γ μ α τ ο ς δ ια δ έχ ε τ α ι ο σ κ επ τ ικ ισ μ ό ς . Πλάνο με σημαίες ακίνητες
Η ρ ο ή τ ω ν α π ο τ ε λ ε σ μ ά τ ω ν π ρ ο χ ω ρ ά κ α ι το 5. Π Ρ Ο Β Α Δ Ι Σ Μ Α Π Α Σ Ο Κ [τίτλος]
ΠΑΣΟΚ προσπερνά έστω και με βραχεία (διάρκεια 20 " )
κεφαλή. Τ ο χ α μ ό γ ε λ ο ε π α ν έ ρ χ ε τ α ι σ ιγ ά σ ιγ ά
σ τ ο υ ς ο π α δ ο ύ ς τ ο υ Π Α Σ Ο Κ . Ο ι ο π α δ ο ί της Πλάνα με οπαδούς και σημαίες του ΠΑΣΟΚ
Ν .Δ . μ ο υ δ ιά ζ ο υ ν κ α ι κ α τ α λ α β α ίν ο υ ν π ω ς
ό σ ο π ε ρ ν ά η ώ ρ α ο χ ρ ό ν ο ς λ ε ιτ ο υ ρ γ ε ί ε ις
β ά ρ ο ς το υ ς. Στις 11.30 το βράδυ ό λ α φ α ίν ε
τα ι π ω ς ξ ε κ α θ α ρ ίζ ο υ ν .
Τ ο Π Α Σ Ο Κ ε ίν α ι ο ρ ια κ ά μ π ρ ο σ τ ά . Πλάνα κοντινά με πολύ φως, εικόνες με κυ
ρίαρχο το κόκκινο χρώμα
6. Ε Π Ι Κ Ρ Α Τ Η Σ Η
[τίτλος] (διάρκεια 45 " )
Στην πλατεία Κλανθμώνος το πανηγύρι αρ
χίζει. Τ ο γ λ έ ν τ ι ξ ε κ ιν ά κ α ι σ ε ά λ λ ε ς π ό λ ε ις Πλάνο κοντινό με σημαία που απεικονίζει
της χ ώ ρ α ς . τον πράσινο ήλιο, σύμβολο του ΠΑΣΟΚ
206 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ
33. Ο Culler (1981) έχει, ήδη καταδείξει την προτεραιότητα της ιστορίας έναντι του
λόγου, καθώς και την κυκλικότητα των επιχειρημάτων που υποστηρίζουν αυτή τη διάκριση.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 207
34. Πρόκειται για τον ενεστώτα που δεν ακολουθεί τη δράση των γεγονότων, αλλά
καταγράφει και περιγράφει σκηνές. Η συνεχής χρήση του σκηνικού ενεστώτα μιμείται την
«ισόχρονη αφήγηση» (r é c it iso c h ro n e ), την υποθετική εκείνη κατηγορία αφηγήματος στην
οποία η διάρκεια της ιστορίας, του αφηγημένου χρόνου, ταυτίζεται με το μήκος του
αφηγήματος, χωρίς καμία αλλαγή στην ταχύτητα, επιτάχυνση ή επιβράδυνση του ρυθμού
της αφήγησης (Genette, 1980: 88).
35. Μερικές από αυτές τις μεταφορές: η μ ά χ η π ο υ π ρ ο μ η ν ύ ε τ α ι σκ λη ρή , τα χ α μ ό γ ε λ α
δ ί ν ο υ ν κ α ί π α ίρ ν ο υ ν , το θ ρ ίλ ε ρ κ ο ρ υ φ ώ ν ε τ α ι, κ λ ίμ α ε υ φ ο ρ ία ς , π ρ ό σ ω π α σ φ ιγ μ έ ν α , η ρ ο ή
κλπ.
τ ω ν α π ο τ ελ εσ μ ά τ ω ν ,
36. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι επίσης η σχέση του χρόνου ανάγνωσης με τον χρόνο της
ιστορίας στα λεγάμενα κυβερνοαφηγήματα του διαδικτύου (Landow, 1992, Aarseth, 1997).
208 ΜΑΡΙΑ K AK ABOYAI A
4.1 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
37. Ούτως ή άλλως ο όρος σ τ ε ρ ε ό τ υ π ο , εκτός του ότι νοηματικά συνδέεται με την
έλλειψη πρωτοτυπίας, έλκει την ετυμολογική καταγωγή του από τον χώρο των μέσων και
μάλιστα της τυπογραφίας. Σύμφωνα με το Λ ε ξ ικ ό της Ε λ λ η ν ικ ή ς Γ λ ώ σ σ α ς του Δ. Δημη-
τράκου (τόμος 8, σελ. 6677) η σ τ ε ρ ε ο τ υ π ία είναι «η εκ στοιχειοθετημένης τυπογραφικής
σελίδος λήψις αρνητικού αντιτύπου, εφ ου χύνεται μολυβδόκραμα εν ρευστή καταστάσει,
αποτελούν μετά την ψύξιν την έκτυπον μεταλλίνην πλάκα την χρησιμοποιουμένην διά
την εκτύπωσιν».
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 209
38. Ο White (1980) «στιγματίζει» τις ιστορικές αφηγήσεις του 19ου αιώνα, οι οποίες
δεν αρκούνται στην απλή καταγραφή των γεγονότων (όπως τα μεσαιωνικά κείμενα),
αλλά προτάσσουν την ιδεολογική και ηθικολογική αξιολογική κρίση με την επιβολή μιας
αφηγηματικής ερμηνευτικής δομής.
39. Ο R. Scholes (1980) παρατηρεί πως η αφήγηση ως άλλο «όπιο» του λαού επιτελεί
τη μυστικοπαθή συγκάλυψη του πραγματικού με τη δημιουργία μιας «ψευδαίσθησης συ
νέχειας και σειράς».
210 ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ
40. Ο White (1980) δεν διστάζει να προτείνει την αντίσταση στην αφηγηματοποίηση
και στην αφηγηματική ρητορική της εξουσιαστικής αυθεντίας. Τάσσεται υπέρ μιας -όπως
την ονομάζει- αντι-αφηγηματικής στάσης απέναντι στα γεγονότα.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 211
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
I. Ελληνόγλωσση
Genette Gerard (1985), «Τα όρια της διήγησης», Σ π ε ίρ α 4-5 (1985) 145-165.
Γεωργακοπούλου Α., Γοΰτσος Δ. (1999), Κ ε ίμ ε ν ο κ α ι Ε π ικ ο ιν ω ν ία , Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα.
Γεωργακοπούλου Α., Γούτσος Δ. (1997), «Η αφήγηση ως βάση κειμενικών διακρίσεων:
'Ενα μοντέλο ανάλυσης λόγου και οι εφαρμογές του στα ελληνικά». Ανακοίνωση
στο 3ο Διεθνές Συνέδριο για την Ελληνική Γλώσσα, Αθήνα, 25-27 Σεπτεμβρίου
1997.
Ζέρη Περσεφόνη (2000) (υπό έκδ.), «Ραδιοτηλεόραση και Πολιτικά Κόμματα», Ε π ιθ ε ώ
ρ η σ η Κ ο ιν ω ν ικ ώ ν Ε ρ ε υ ν ώ ν Β '.
Jakobson Roman (1997), Δ ο κ ίμ ια γ ια τη γ λ ώ σ σ α τη ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς (εισ.- μτφρ. Αρης Μπερ-
λής), Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Κενώ Ραιημόν (1984), Α σ κ ή σ ε ις ύ φ ο υ ς (μτφ. Α. Κυριακίδης), Αθήνα: Ύψιλον.
Πασχαλίδης Γ. (1988), «Τηλεοπτικός λόγος και αφηγηματικός χώρος», στο Ναυρίδης Κ„
Δημητρακόπουλος Γ., Πασχαλίδης Γ. (επιμ.), Τ η λ εό ρ α σ η κ α ι ε π ι-κ ο ιν ω ν ία , Θεσσα
λονίκη: Παρατηρητής: 175-193.
Χατζησαββίδης Σωφρόνης (1999), Ε λ λ η ν ικ ή γ λ ώ σ σ α κ α ι δ η μ ο σ ιο γ ρ α φ ικ ό ς λ ό γ ο ς . Θ εω ρ η
τ ικ έ ς κ α ι ερ ευ ν η τ ικ έ ς π ρ ο σ ε γ γ ίσ ε ις , Αθήνα: Gutenberg.
— (1997), «Η ρητορική των τίτλων στον ελληνικό δημοσιογραφικό λόγο», στο Μ ε λ έ τ ε ς
γ ια τ η ν ε λ λ η ν ικ ή γ λ ώ σ σ α (Πρακτικά της 17ης ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσ
σολογίας της Φ.Σ. του Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη, 643-657.I.
II. Ξενόγλωσση
Batz R. (1992), F ranzoesische Fem sehnachricthen als kultureller T ext, Tuebingen: Niemeyer.
Bayley P. (1988), «Textuality and Rhetoric in TV News Discourse», S tu d i Ita lia n i di
L inguistica T eo rica e d A p p lic a ta 17 (2-3) 313-331.
Bell A. (1991), The language o f n e w s m edia. Oxford UP.
Bentele G (1985), «Die Analyse von Mediensprachen am Beispiel von Fernsehnachrichten»,
στο G. Bentele, & L.E.W.B. Hess (επιμ.), Z eich en g eb ra u ch in M a sse n m e d ie n : Z u m
V erh a eltn is v o n sp ra ch lich er u n d n ich tsprach lich er In fo rm a tio n in H oerfu n k, Film und
Fernsehen, Tuebingen: Niemeyer, 95-127.
Benveniste Emile (1971), P ro b le m s in G en era l L in gu istics (μτφ. Meek, M.E., Coral Gables,
Fla), Miami Un. Press.
Berger Arthur Asa (1997), N a r ra tiv e s in P o p u la r Culture, M edia, an d E v e r y d a y L ife, Λονδί
νο: Sage.
Brosius H. B., Donsbach, W., Birk M. (1996), «How Do Text-Picture Relations Affect the
Informational Effectiveness of Television Newscasts», Jou rn al o f B ro a d c a stin g &
E le c tro n ic M ed ia , 40 (2) 180-195.
Caldas-Coulthard C. R. (1994), «On Reporting Reporting: The Representation of Speech in
Factual and Fictional Narratives» στο Coulthard, Malcolm (επιμ.), A d v a n c e s in
W ritten T e x t A n a lysis, Λονδίνο: Routledge, 295-308.
Cohn D., Genette G. (debat) (1985), «Nouveaux, nouveaux discours du récit». P o é tiq u e 61,
106-109.
Culler Jonathan (1981), «Story and Discourse in the Analysis of Narrative», στο The P ursu it
o f Signs, Λονδίνο: Routledge.
Dijk T. A. van (1977), T e x t a n d C o n te x t, Λονδίνο: Longman.
— (1985) (επιμ.), H a n d b o o k o f D isc o u rse A n a lysis, 4 τόμοι, Academic Press.
— (1997), D isc o u rse Studies, 2 τόμοι, Λονδίνο: Sage.
Dolezel Lubomir (1973), N a r ra tiv e M o d e s in C zech L itera tu re, Τορόντο, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Πανεπιστημίου Τορόντο.
Fairclough Norman (1995), M ed ia D isc o u rse , Λονδίνο: Arnold.
— (1995a), C ritica l D isc o u rse A n a lysis. The C ritical S tu d y o f Language, Λονδίνο: Longman.
Fowler Roger (1991), L anguage in the N ew s, London: Routledge.
Frus Phyllis (επιμ.) ( 1994), The P o litic s a n d P o e tic s o f Journalistic N a rra tive, Πανεπιστημια
κές Εκδόσεις του Καίμπριτζ.
Genette Gerard (1980), N a r ra tiv e D isc o u rse (μτφ. J. E. Lewin), Ithaca, Νέα Υόρκη: Πανεπι
στήμιο του Cornell.
Georgakopoulou A., Goutsos D. (2000), «Mapping the World of Discourse. The Narrative
vs. Non-Narrative Distinction», S e m io tica 131 (1/2), 113-141.
Goffman Ervin (1974), F ram e A n a lysis: A n E ssa y on th e O rg a n iza tio n o f E x p e rie n c e , Καί
μπριτζ, Μασαχουσέτη : Πανεπιστημιακές Εκδόσεις του Χάρβαρντ.
Greimas, A.-J. (1977), «Elements of a Narrative Grammar», D ia critics 1 , 23-40.
Greimas, A.-J., Courtes J. (1989), «The Cognitive Dimension of Narrative Structure»,
G reim a ssia n S e m io tic s. N e w L ite r a r y H is to r y 20 (Spring 1989) 563-579.
Halliday M. (1985), In tro d u ctio n to fu n ction al gra m m a r, Edward Arnold.
Hartley John (1972), U nderstanding N ew s, Λονδίνο: Methuen.
Hicks Wynford (1999), W ritin g f o r Journalists, Λονδίνο: Routledge.
Kakavoulia Maria (1992), I n te r io r M o n o lo g u e an d its d isc u rsiv e fo rm a tio n in M . A x i o t i ’s
Δ ύ σ κ ο λ ε ς Ν ύ χ τ ε ς (1938), Miscellanea Byzantina Monacensia, Band 35. Εκδόσεις του
Πανεπιστημίου του Μονάχου.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ 213
Kosloff Sarah (1992), «Narrative and Television», στο Allen R. (επιμ.), C h an n els o f
D isc o u rse R e a sse m b le d , Νέα Υόρκη: Routledge.
Kress G., van Leeuwen, T. (1990), R ea d in g Im ages, Deakin University Press.
Labov W. (1972), Language in the Inner C ity, Φιλαδέλφεια: Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας.
Labov W., Fanshel D. (1977), T h e ra p eu tic D isc o u rse : P sy c h o th e r a p y as C o n v e rsa tio n , New
York: Academic Press.
Labov W., Waletzky J. (1967), «Narrative analysis: oral versions of personal experience»,
στο J. Helms (επιμ.), E ssa y s on th e V erb a l an d Visual A r ts, Seattle: Εκδόσεις Πανεπι
στημίου της Ουάσιγκτον, 12-44.
Lasky J. Melvin (1999), T he L anguage o f Journalism , Vol 1: Newspaper Culture. Transaction
Publishers.
Larsen, Henrik (1997), F oreign P o lic y a n d D isc o u rse A n a lysis. France, B ritain an d E u rope,
Routledge: London, N. York.
Landow George P. (1997), H y p e r te x t 2.0. T he C o n v e rg e n c e o f C o n te m p o r a r y C ritica l
T h e o ry a n d T ech n o lo g y , Baltimore: John Hopkins UP.
Liebes Tamar (1994), N a r r a tiv iz a tio n o f th e N e w s, Νέα Υόρκη: Lawrence Erlbaum
Associates.
Nash Christopher (επιμ.) (1989), N a r ra tiv e in C ulture: T he U se o f S to r y te llin g in the
Scien ces, P h ilo so p h y, a n d L itera tu re, Λονδίνο: Routledge.
Onega Susana, Landa Jose Angel Garcia (επιμ.) (1996), N a r ra to lo g y : A n In tro d u c tio n , Νέα
Υόρκη: Longman.
Prince, Gerald (1982), N a r ra to lo g y : T he F orm a n d F u n ction in g o f N a r r a tiv e , Βερολίνο:
Mouton.
— (1987), A D ic tio n a ry o f N a r ra to lo g y , Lexington, Πανεπιστήμιο Νεμπράσκα.
Propp Vladimir (1988) [' 1927], M o r p h o lo g y o f the F olktale (μετ. L. Scott), Austin: Texas UP.
Ricœur Paul (1980), «Narrative Time», On N arrative (επιμ, W.J.T. Mitchell), Σικάγο, 165-186.
Richardson L. (1990), «Narrative and Sociology», Journal o f C o n te m p o r a ry E th n o g ra p h y 19,
116-135.
Rimmon-Kenan Shlomith (1983), N a r r a tiv e F iction . C o n te m p o r a r y P o e tic s , λονδίνο:
Methuen.
Schaefer Richard J. (1997), «Editing Strategies in Television News Documentaries», Journal
o f C o m m u n ica tio n 4 (4) 34-48.
Scholes Robert (1980), «Language, Narrative, and Anti-narrative», O n N a r r a tiv e (επιμ.
W.J.T. Mitchell), Σικάγο, 200-209.
Thompson Gary (1997), R h e to r ic Through M edia, Boston: Allyn and Bacon.
Todorov T. (1969), G ra m m a ire du D e ca m ero n , The Hague: Mouton.
Toison Andrew (1996), M e d ia tio n s. T e x t a n d D isc o u rse in M e d ia Stu dies, Λονδίνο: Arnold.
Tomashevski Boris (1965) [1925], «Thematics», R u ssian F o rm a list C ritic ism : F ou r E ssa y s
(επιμ. και μτφ. Lee T. Lemon, M. J. Reis), Lexington, Πανεπιστήμιο Νεμπράσκα, 61-98.
Toolan Michael (1988), N a rra tiv e : A C ritica l L in gu istic In tro d u ctio n , Λονδίνο: Routledge.
Trew T. (1979), «Theory and ideology at work», στο Fowler, R. e t al. (επιμ.), L anguage an d
C o n tro l, Routledge and Kegan P.
White Hayden (1980), «The Value of Narrativity in the Representation of Reality», O n
N a r ra tiv e (επ ιμ . W.J.T. Mitchell), Σικάγο, 1-23.
Winch Samuel P„ Boeyink David (1997), M a p p in g th e Cultural Space o f Journalism , Praeger
Publishers.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ:
ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΩΣ ΕΞΟΥΣΙΑΖΟΜΕΝΟΙ;*
Αργυρής Αρχάκης - Άννα Μπότσογλον
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
* Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον κ. Σπάρο Μοσχονά για τις πολύ χρήσιμες
παρατηρήσεις και υποδείξεις του.
216 ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ-ΑΝΝΑ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ
ΤΟ ΥΛΙΚΟ
ότι από την ανάλυση του περιορισμένου δείγματός μας μπορούν να εξα
χθούν κάποια πρώτα ενδεικτικά συμπεράσματα, τα οποία πρέπει βεβαί
ως να επαληθευτούν σε ευρύτερο και αντιπροσωπευτικότερο δείγμα.
Τα φαινόμενα που μας απασχόλησαν προκλήθηκαν τόσο από τους
δημοσιογράφους όσο και από τους πολιτικούς. Έτσι, κατατάχθηκαν σε
δύο ομάδες και καταμετρήθηκαν ξεχωριστά. Για να διευκολυνθεί η σύ
γκριση έγινε αναγωγή τους σε χρόνο 100 δευτερολέπτων, δεδομένου ότι
η διάρκεια των συνεντεύξεων δεν ήταν ίδια.
Στον πρώτο άξονα που αφορά τον τρόπο διαδοχής των συνεισφορών
συγκαταλέγουμε τα ακόλουθα φαινόμενα:
1. Την επικάλυψη (overlap, πρβ. Sacks, Schegloff & Jefferson, 1974: 706-
708, West & Zimmerman, 1983: 114), δηλαδή τη συνήθως μικρής διάρ
κειας ταυτόχρονη ομιλία που πραγματοποιείται σε ή κοντά σε σημείο
μετάβασης της συνεισφοράς, όπως στο ακόλουθο παράδειγμα:2
(1) Δ: (...) δεν δημιουργείται πλειοψηφία νίκης με δεδομένες και τις ιδιαι
τερότητες τω ν Ευρωεκλογών hhh και με βάση και το εεε εξής εύρημα
π ου προκύπτει από την ανάλυση του αποτελέσματος, ότι δεν υπάρχει
εκείνη η ροή ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ π ρος τη Νέα Δημοκρατία
hhh που θα δημιουργήσει μία πλειοψηφία νίκης, hhh. Τι χρειάζεται γ ι’
αυτό κυρία Μπακο[γιάννη];
Π: [Υ π]άρχει κατ’ αρχήν εεε ένας εεε / ένα σημαντικό τέσσερα τα εκατό,
το οπ ο ίο δεν είναι αμελητέο (...)
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Ε π ικ α λ ύ ψ ε ις
Σύνολο Δημ/φος Πολιτικός
Κακαουνάκης-Λαλιώτης 1 1 0
Τσιόρδας-Καραμανλής 6 5 1
Τσαρούχας-Σέκερης 17 1 16
Σαφάκας-Κύρκος 1 1 0
Παπαπαναγιώτου-Μπακογιάννη 2 I 1
Σύνολο 27 9 18
Αναγωγή 100" 1 0,33 0,66
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Ε λ ά χ ισ τ ε ς α ν τ α π ο κ ρ ίσ ε ις
Σύνολο Δημ/φος Πολιτικός
Κακαουνάκης-Λαλιώτης 47 43 4
Τσιόρδας-Καραμανλής 3 3 0
Τσαρούχας-Σέκερης 127 115 12
Σαφάκας-Κύρκος 2 2 0
Παπαπαναγιώτου-Μπακογιάννη 8 8 0
Σύνολο 187 171 16
Αναγωγή 100" 6,94 6,34 0,59
(3) Π: εεε θα μπορεί να ανοίξει τους εεε ορίζοντες της σκέψης αλλά και της
συμπεριφοράς hhh ανθρώ πω ν π ου μπορεί να είναι σήμερα σύνεδροι
και εεε ν ’ αναφ έρονται εεε hhh σε αυτόν, hhh Ο Κώστας Σημίτης δεν
αναφέρεται hhh εεε στο εεε μέρος του ΠΑΣΟΚ στο [εεε] αναφέρεται
Δ: [μάλιστα]
Π: στο όλο του ΠΑ//[ΣΟΚ και στο όλο]
—> Δ: //[ποιες οι πληροφορίες] ναι
Π : //[και στο όλο ο / ο/]
-> Δ: //[π ο ιες είναι ο ι πληροφ ορίες σας], θα σας διευκολύνει στις ευρω ε
κλογές ο κύριος Α βραμόπουλος, θα κατεβεί; (...)
3. Το φαινόμενο των ταυτόχρονων ομιλιών και των διακοπών έχει εκτεταμένα μελε
τηθεί και στα ελληνικά σε ποικίλες περιστάσεις συνομιλίας, πρβ., μεταξύ άλλων, Αρχά-
κης, 1992, Makri-Tsilipakou,1994, Τζάννε, 1999.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ_______________________________ 221
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
Δ ια κ ο π έ ς
Σύνολο Δημ/φος Πολιτικός
Κακαουνάκης-Λαλιώτης 39 26 13
Τσιόρδας-Καραμανλής 2 1 1
Τσαρούχας-Σέκερης 22 13 9
Σαφάκας-Κύρκος 3 3 0
Παπαπαναγιώτου-Μπακογιάννη 13 12 1
Σύνολο 79 55 24
Αναγωγή 100" 2,93 2,04 0,89
της πιστής τήρησης της αρχής ότι κάθε φορά μιλάει ένας (βλ. Sacks,
Schegloff & Jefferson, 1974).
Αντίθετα με τα προηγούμενα δύο φαινόμενα και σύμφωνα με τον
Πίνακα 1, τα πολιτικά πρόσωπα -σαφέστατα ένα εξ αυτών- στο υλικό
μας εμφανίζουν την τάση να παράγουν περισσότερες επικαλύψεις
(0,66) έναντι αυτών που παράγουν οι δημοσιογράφοι (0,33). Η επικοι-
νωνιακή αυτή τακτική υποθέτουμε ότι δεν ακολουθείται τόσο από τους
δημοσιογράφους διότι, αντίθετα με τις ερωτήσεις, οι οποίες κυρίως εκ-
φέρονται με ανοδικό επιτονισμό, υποδηλωτικό της ολοκλήρωσής τους,
το τέλος μιας απάντησης από τους πολιτικούς δεν μπορεί να είναι εύ
κολα προβλέψιμο. Επιπλέον, η μεγαλύτερη παρουσία επικαλύψεων στο
λόγο των πολιτικών θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι υποδηλώνει τη
σπουδή τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των δημοσιογράφων
και επομένως την επικοινωνιακή τους εξάρτηση από αυτούς.4
Στο δεύτερο άξονα που αφορά τον τρόπο εισαγωγής και αλλαγής θεμά
των (πρβ., λ.χ., Goutsos, 1997) διακρίνουμε, όπως μπορεί να διαφανεί
στο παράδειγμα (4), την απότομη αλλαγή θέματος (sudden topic change,
Ainsworth-Vaughn, 1922: 421), όταν ο τρέχων ομιλητής αλλάζει θέμα
χωρίς αυτό που εισάγει να έχει καμία εμφανή συνοχική σχέση με το
προηγούμενο, και την αμφίδρομη αλλαγή θέματος (reciprocal topic
change, Ainsworth-Vaughn, ό.π.: 420), όταν η ολοκλήρωση του προηγού
μενου θέματος υποδεικνύεται ρητά και από τους δύο συνομιλητές και
στη συνέχεια ο ένας από τους δύο εισάγει ένα νέο θέμα. Ενδεικτικό εί
ναι το παράδειγμα (4):
(4) Δ: (...) (ο καλεσμένος μας} (...) φ αντάζομαι γ ι ’ αυτή την κρίση θα έχει
π ολλά να μας πει κύριε Κύρκο καλησπέρα σας.
Π: Γεια σας κύριε//[Σαφάκα].
- » Δ: //[hhh κύ]ριε Κύρκο κατ’ αρχήν πώ ς εσείς βλέπετε αυτήν την εεε κρί
ση κι α ν εεε διαβλέπετε ότι εεε hhh εεε αυτός ο π όλεμ ος θα έχει ένα
τέλος η / η λύση είναι κοντά.
Π: hhh Β λέποντας την αγριότητα με την οπ οία συνεχίζονται οι βομβαρ-
διμοί hhh και ακούγοντας και τις εεε δηλώσεις π ου γίνονται hhh από
τους αμερικανούς ηγέτες φοβούμαι ότι όχι μόνο δεν θα τελειώσει
hhh αλλά θα προχω ρήσουμε και στις χερσαίες επιχειρήσεις.
Δ: hhh Με τη μορφή τω ν νατοϊκώ ν επιθέσεων;
Π: Με τη μορφή των νατοϊκ ώ ν επιθέσεων και με επιχειρήσεις εδάφους.
-> Δ: Μ άλιστα, hhh. Δ εν ξέρω α ν έχετε κάτι να προσθέσετε ή να περάσω
στα επόμενα ερωτήματα;
Π: Στα επόμενα.
Δ: Ναι. Κ ύριε Κύρκο καταρχήν εεε θά ’θελα να συζητήσουμε μαζί hhh
εεε π οιοι κατά την εεε άποψή σας είναι οι στόχοι αυτής της επιχείρη
σης. Ο στόχος ή οι στόχοι, δηλαδή του ΝΑΤΟ (...)
(5) Π: (...) Το δεύτερο που πρέπει να σας πω είναι ότι, εμείς κύριε Τσιόδρα
πάντα πολιτευτήκαμε, hhh με νηφαλιότητα και υπευθυνότητα. Δεν
πρόκειται ποτέ να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα εκρηκτική δεν μας
ταιριάζει και δεν είναι και στις αρχές μας, hhh απ’ την άλλη μεριά
βεβαίως είναι / είναι κατανοητό, hhh ότι έτσι κι αλλιώς όταν πλησιά
ζουν εθνικές εκλογές και τώρα πια είμαστε /, hhh σε λίγο θα μπούμε
πια και στην ολοκλήρωση του τρίτου χρόνου της θητείας, hhh αυτής
της κυβέρνησης είναι φυσικό να δημιουργείται πάντα ένα μεγαλύτε
ρο ενδιαφέρον για τις εκλογές που έρχονται.
-> Δ: hhh Μάλιστα. Η Νέα Δημοκρατία αναδείχτηκε πρώτο κόμμα, φάνηκε
ωστόσο ότι δεν εισέπραξε το μεγάλο τμήμα της δυσαρέσκειας των ψη
φοφόρων το οποίο κατευθύνθηκε προς τ’ αριστερά. Πού το αποδίδετε;
Π: Ακούστε οι ερμηνείες είναι πας / πασιφανείς, hhh Και εεε δεν χρειά
ζεται να πούμε με μεγάλη λεπτομέρεια (...)
Στον Πίνακα 4α παρουσιάζονται τα ποσοτικά στοιχεία της εισαγωγής
νέων θεμάτων από το υλικό μας, ενώ στον Πίνακα 4β τα ποσοτικά
στοιχεία των τρόπων μετάβασης σε νεοεισαχθέντα ή ήδη κατατεθειμένα
θέματα κατά κατηγορία;
ΠΙΝΑΚΑΣ 4α
Ε ισ α γ ω γ ή θ έμ α τ ο ς
Σύνολο Δημ/φος Πολιτικός
Κακαουνάκης-Λαλιώτης 6 6 0
Τσιόρδας-Καραμανλής 12 12 0
Τσαρούχας-Σέκερης 8 7 1
Σαφάκας-Κύρκος 4 4 0
Παπαπαναγιώτου-Μπακογιάννη 3 3 0
Σύνολο 33 32 1
Αναγωγή 100" 1,22 1,18 0,03
ΠΙΝΑΚΑΣ 4β
Τ ρ ό π ο ι α λ λ α γ ή ς θ έμ α τ ο ς
Απότομη Με δεσμό Αμφίδρομη
Δημ. Πολ. Δημ. Πολ.
Κακαουνάκης-Λαλιώτης 5 0 2 0 0
Τσιόρδας-Καραμανλής 6 0 6 0 0
Τσαρούχας-Σέκερης 4 0 4 1 0
Σαφάκας-Κύρκος 3 0 0 0 2
Π απαπαναγιώτου- Μπακογ ιάννη 2 0 2 0 0
Σύνολο 20 0 14 1 2
Αναγωγή 100" 0,74 0 0,51 0,03 0,07
Σύνολο 20 15
Αναγωγή 100" 0,74 0,55
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ 225
ΠΑΡΑΦΡΑΣΗ
Από την ανάλυση των φαινομένων στον πρώτο άξονα της διαδοχής
των συνεισφορών και στο δεύτερο άξονα των θεματικών αλλαγών θεω
ρούμε ότι, έστω και στο πλαίσιο του περιορισμένου δείγματός μας, ενι-
σχύεται η υπόθεση ότι η σχέση μεταξύ δημοσιογράφων και συνεντευ-
ξιαζόμενων, περιλαμβανομένων και των πολιτικών που εξετάζουμε, εί
ναι άνιση, με έκδηλη την κυριαρχία των δημοσιογράφων. Αν δεχτούμε,
όπως προτείνει ο Hutchby (1996: 483), την κυριαρχία/εξουσία (power) ως
ένα φαινόμενο του συνεχούς λόγου όπου οι συμμετέχοντες παρουσιάζο
νται με διαφοροποιημένη δυνατότητα ελέγχου ο ένας των συνομιλιακών
δραστηριοτήτων του άλλου, τότε, όπως προκύπτει από τη μέχρι τώρα
ανάλυση του υλικού μας, ο δημοσιογράφος είναι αυτός που έχει τη δυνα
τότητα να επιτρέπει ή να περιορίζει τις συνομιλιακές συνεισφορές του
πολιτικού, χωρίς όμως, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, η συμπεριφορά
αυτή να σχετίζεται άμεσα με την αυταρχικότητα των προσώπων.
Η υπόθεση σχετικά με την ασύμμετρη σχέση δημοσιογράφου-πολιτι-
κού μπορεί επιπρόσθετα να ενισχυθεί από την εξέταση και του συνομι-
λιακού φαινομένου της παράφρασης (paraphrase, βλ. Αρχάκης, 1999)
που κατεξοχήν εκφέρεται από τους δημοσιογράφους και αφορά στο λό
γο των συνομιλητών τους.
Ο ρόλος της παράφρασης μπορεί να συνοψιστεί στην ανακλαστική
(reflexive) επεξεργασία της προηγούμενης συνεισφοράς του συνεντευ-
ξιαζόμενου και στην υπόδειξη της κατεύθυνσης που θα ακολουθήσει ο
επερχόμενος λόγος του ως ανταπόκριση στην παράφραση που προηγή-
θηκε. Ο δημοσιογράφος, δηλαδή, δεν περιορίζεται στην υποβολή ερωτή-
226 ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ-ΑΝΝΑ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ
(6) Δ: (...) Τ ις τελευταίες μέρες μετά τις εκλογές έχει ανοίξει μια συζήτηση
για τ ο ν εκλογικό νόμ ο απ ό διάφορες πλευρές, hhh Θεωρώ δεδομένη
την αντίθεσή σας α ν εεε κάνω λάθος διορθώστε με, hhh πώ ς θ ’ αντι-
δράσετε σε μια τέτοια περίπτωση.
Π: hhh Ακούστε πρέπει να σας πω ότι κατά την άποψή μου αυτό θα εί
να ι εάν ποτέ γινόταν, το θεωρώ σχεδόν ανέφικτο προκαταλαμβάνω
την απάντηση ((γελώντας)) και τη δική μου ακόμα.
Δ: Α νέφικτο απ ό π οια [άποψη;]
Π: [το θεω]ρώ σχεδόν ανέφικτο να γίνει.
Δ: το / η αλλαγή του εκλογικού νόμου;
Π : ν / η αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Δ: Γιατί έχει / η εεε κυβέρνηση δεν έχει την εεε πλειοψηφία να το [κάνει;]
Π: [εεε] Την πλειοψηφία τυπικά και τεχνητά την έχει, hhh Α λλά δεν ξ έ
ρω καν α ν θα την έχει για να περάσει ένα τέτοιο νομοσχέδιο, hhh Πέ
ραν τούτου όμω ς, μια τέτοια εεε επιλογή σημαίνει την π ιο επίσημη
την π ιο βαριά ομολογία ήττας.
(......... )
-> Δ: Μ άλιστα. Είπατε π ρ ιν ότι δεν ξέρετε α ν θα έχει την πλειοψ ηφία να
το κάνει, εννοείτε ότι κ άπ οιοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ θα ταχθούν
κατά της αλλαγής [του εκλογικού νόμου;]
Π: [hhh] Δ εν το ξέρω αυτό. Λέω το εξής όμως, hhh Ό τι α π ’ την ώρα που
κ άνεις μια κίνηση η ο π οία είναι η πλήρης ομ ολογία ήττας, hhh άρα
π ο υ σημαίνει ότι σε π άρα π ολλ ο ύ ς ανθρώ πους τούς λες ότι τελειώ
σατε κύριοι, hhh αποκλείεται να είστε π ια ((γελώ ντας)) hhh εεε εκ
πρόσω ποι στο Κ οινοβούλιο, φυσικό είναι αυτό να δημιουργήσει αν
μη τι άλλο σοβαρές εστίες αντίστασης. (...)
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ 227
ΠΙΝΑΚΑΣ 5
Π α ρ α φ ρ ά σ ε ις
Σύνολο Δημ/φος Πολιτικός
Κακαουνάκης-Λαλιώτης 1 1 0
Τσ ιόρδας-Καραμανλής 3 3 0
Τσαρούχας-Σέκερης 3 3 0
Σαφάκας-Κΰρκος 1 I 0
Παπαπαναγιώτου-Μπακογιάννη 3 3 0
Σύνολο 11 11 0
Αναγωγή 100" 0,4 0,4 0
δέκτες στο ότι, π.χ., ο πολιτικός θέλει να την αποφύγει λόγω των αρνη
τικών επιπτώσεων που μπορεί να συνεπάγεται η αποδοχή της.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η πρώτη αναφέρεται στο ότι ενώ ένας από τους αντικειμενικούς στό
χους των MME είναι να ενημερώσουν το κοινό, παρατηρείται ταυτό
χρονα και ένα έντονο στοιχείο ψυχαγωγίας. Η δεύτερη ένταση αναφέ-
ρεται στο ότι ο δημόσιος χώρος στον οποίο ανήκουν τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης συνδέεται με τον ιδιωτικό χώρο, δηλαδή το σπίτι, όπου και
καταναλώνονται τα προγράμματα/προϊόντα των MME. Οι εντάσεις αυ
τές απορρέουν, κατά τον Fairclough (1995), από την επικρατούσα εμπο-
ρευματοποίηση στα βρετανικά MME που έχει αποτέλεσμα την τάση υιο
θέτησης συνομιλιακού ύφους, δηλαδή, το πέρασμα σε μια μορφή γλώσ
σας λιγότερο τυπικής και επίσημης, ακόμη και σε χώρους όπως τα δελ
τία ειδήσεων και τα προγράμματα επικαιρότητας που συνδέονται πα
2. Η διαπλοκή δημόσιου και ιδιωτικού καθώς και τυπικού και μη τυπικού κώδικα
έχει καταγραφεί και στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης (βλ. για παράδειγμα, Χατζησαββίδης,
1999, Γεωργακοπούλου και Γούτσος, 1997, Τζαννετάκος, 1999, Μπουκάλας, 1999).
ΚΑΙ ΤΩΡΑ TA ΝΕΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ 235
2. ΕΞΩΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΤΡΟΠΟΣ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ
Δ ύ ο ε ίν α ι ο ι τ ρ ό π ο ι μ ετά δ ο σ η ς τ ω ν δ ελ τ ίω ν κ α ιρ ο ύ τη ς ελ λ η ν ικ ή ς τ η λ ε
ό ρ α σ η ς, η π α ρ ο υ σ ία σ η κ α ι η εκφώ νηση, δη λαδή η π α ρ ο υ σ ία σ η τ ο υ δ ε λ
τ ίο υ α π ό έ ν α ν /μ ία π α ρ ο υ σ ια σ τ ή /τ ρ ια π ο υ ε μ φ α ν ίζ ε τ α ι σ τ η ν ο θ ό ν η ή η
μ ετ ά δ ο σ η τ ω ν π λ η ρ ο φ ο ρ ιώ ν α κ ο υ σ τ ικ ά χ ω ρ ίς τ η ν π α ρ ο υ σ ία τ ο ύ /τ ή ς
ο μ ιλ η τ ή /τ ρ ια ς . Ε ν ώ π α λ α ιό τ ε ρ α ε π ικ ρ α τ ο ύ σ ε η π α ρ ο υ σ ία σ η , σ ή μ ερ α
φ α ίν ε τ α ι ό τ ι υ π ά ρ χ ε ι μ ια σ τρ ο φ ή π ρ ο ς τη ν εκ φ ώ νη σ η , τ ό σ ο α π ό τα τ ρ ία
κ ρ α τ ικ ά κ α ν ά λ ια ό σ ο κ α ι α π ό κ ά π ο ια ιδ ιω τικ ά (ALPHA κ α ι NEW ). Α ξ ί
ζ ε ι ν α σ η μ ειώ σ ο υ μ ε εδώ ό τ ι η εκ φ ώ νη σ η γ ίν ε τ α ι κ υ ρ ίω ς α π ό μ ε τ ε ω ρ ο
λ ό γ ο υ ς (μ ε εξα ίρ εσ η τ ο NEW κ α ι τ η ν ΕΤ3), η τ α υ τ ό τ η τ α τ ω ν ο π ο ίω ν α λ
λ ά κ α ι η ιδ ιό τ η τ α α ν α φ έ ρ ε τ α ι σ τ ο κ ά τω μ έρ ο ς τη ς ο θ ό ν η ς , εν ώ η π α ρ ο υ
σ ία σ η γ ίν ε τ α ι α π ό ά τ ο μ α π ο υ δ ε ν έ χ ο υ ν σ χέσ η με τη μ ετ εω ρ ο λ ο γ ία .
Οι λόγοι που ωθούν τα κανάλια να επιλέξουν τον έναν ή τον άλλο
τρόπο μετάδοσης προφανώς ποικίλλουν, το αποτέλεσμα όμως της επι
λογής αυτής είναι η δημιουργία διαφορετικών σχέσεων μεταξύ παρου-
σιαστών/εκφωνητών και νοητών θεατών. Η εκφώνηση φαίνεται να ση
ματοδοτεί ιδιαίτερη έμφαση στην εγκυρότητα της πληροφορίας, δεδομέ
νης και της γνωστοποίησης της ιδιότητας των εκφωνητών/τριών. Ο/Η
εκφωνητής/τρια μετεωρολόγος αποστασιοποιείται από το μήνυμα που
μεταφέρει εφόσον απουσιάζει από την οθόνη και η σχέση που δημιουρ-
γείται με το ακροατήριο είναι μάλλον ουδέτερη. Αντίθετα τώρα, ο/η πα-
ρουσιαστής/τρια συμμετέχει στην παρουσίαση με ανάλογες εκφράσεις
του προσώπου και της φωνής. Το στοιχείο της ψυχαγωγίας υπεισέρχε
ται εδώ και με την εναλλαγή των χαρτών, μερικοί από τους οποίους
απεικονίζουν και κίνηση βαρομετρικών συστημάτων ή έχουν ενδείξεις
που αναβοσβήνουν.
Από τον τρόπο εκφώνησης αλλά και από τη χρήση σύνθετων προτά
σεων είναι προφανές ότι τα εκφωνούμενα δελτία διαβάζονται. Η ανά
γνωση όμως είναι αργή και ευκρινής, πρακτική που ίσως θέλει να υπο
γραμμίσει την προσεκτική προετοιμασία και κατά συνέπεια την εγκυρό
τητα των πληροφοριών. Αντίθετα, οι παρουσιαστές/τριες, που βέβαια
και εκείνοι διαβάζουν το κείμενο, χρησιμοποιούν απλούστερες προτά
σεις αλλά και τόνο φωνής που προσιδιάζει στον προφορικό λόγο. Με
όλα αυτά αλλά και με τις ανάλογες εκφράσεις του προσώπου δημιουρ-
γείται μια διαπροσωπική σχέση συμπάθειας με το ακροατήριο. Αυτή εν
δυναμώνεται και από το γεγονός ότι οι παρουσιαστές/τριες αρχίζουν
ΚΑΙ ΤΩΡΑ TA ΝΕΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ 237
3. ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
3.1 ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Ένα άλλο στοιχείο που συμβάλλει στην τυπικότητα ενός κειμένου είναι
η χρήση ονοματικών αντί ρηματικών δομών (βλ. Fowler, 1991: 79). Στα
παλαιότερα δελτία καιρού που εξετάσαμε, οι ονοματικές δομές συνδυά
ζονταν με την παθητική (π.χ. αναμένεται άνοδος της θερμοκρασίας και
προβλέπονται βροχοπτώσεις), στοιχείο το οποίο ισχυροποιούσε τον
επίσημο και επιστημονικό χαρακτήρα των δελτίων. Η ελάττωση της
χρήσης της παθητικής φωνής φαίνεται ότι έχει συμπαρασύρει και τη
χρήση παρόμοιων ονοματικών δομών. Σε γενικές γραμμές, ενώ η χρήση
ονοματικών φράσεων επέτρεπε την παρουσίαση των καιρικών φαινομέ
νων ως αντικειμένων επιστημονικής μελέτης, η χρήση των ρηματικών
δομών δεν επιδέχεται παρόμοια ερμηνεία, όπως την Παρασκευή θα ανέ
βει η θερμοκρασία.
3.4 ΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΑ
3.5 Α Λ Λ Α Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Σ Υ Ν Ο Μ Ι Α Ι Α Κ Ο Υ Υ Φ Ο Υ Σ
3. Για τη χρήση τού λ ο ι π ό ν στο γραπτό και προφορικό λόγο, βλ. Georgakopoulou και
Goutsos, 1998.
ΚΑΙ ΤΩΡΑ TA ΝΕΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ 241
4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Π μ α ι μ ε τ ο χ ρ η μ α τ ισ τ η ρ ια κ ό λ ό γ ο κ α ι τ ις μ ε τ α φ ο ρ έ ς π ο υ τ ο ν σ υ
γ κ ρ ο τ ο ύ ν , δ ε ν ε ίχ α κ α ν φ α ν τ α σ τ ε ί ό τ ι μ ό λ ις μ ια δ εκ α ετ ία μ ετά ο λ ό γ ο ς
α υ τ ό ς θ α δ η μ ιο υ ρ γ ο ύ σ ε μ ια ν έ α π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α κ α ι ά ρ α θ α κ α θ ό ρ ιζ ε
σε τ ό σ ο μ εγ ά λ ο β α θ μ ό τη ζω ή μ α ς.
Στόχος της σημερινής μου ομιλίας είναι να επισημάνω και να συζη
τήσω τρία θέματα:
Πρώτον, ότι ο χρηματιστηριακός λόγος είναι κατεξοχήν μεταφορικός.
Δεύτερον, ότι μεταφορικές προεκτάσεις του χρηματιστηριακού λό
γου καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το δημοσιογραφικό λόγο.
Τρίτον, ότι ο χρηματιστηριακός λόγος, με τη διαμεσολάβηση του δη
μοσιογραφικού λόγου, δομεί πεδία της κοινωνικής μας εμπειρίας και
έτσι αφενός μεν συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικοπολιτισμικών
αξιών και, αφετέρου, δρομολογεί αλλαγές στο σύστημα της γλώσσας
γενικότερα.
Θα πιάσω λοιπόν το νήμα από εκεί που το άφησε η Αννα Φραγκου-
δάκη με την εισήγησή της, για να υποστηρίξω με απτά παραδείγματα
και στο πλαίσιο του θεωρητικού μοντέλου της γνωσιακής γλωσσολο
γίας (βλ. Lakoff, 1987 και Lakoff and Johnson, 1999) ότι μπορεί να
υπάρχουν αθώοι δημοσιογράφοι, δεν υπάρχει όμως αθώος δημοσιο
γραφικός λόγος.
Η συζήτηση που θα ακολουθήσει βασίζεται στην άποψη, την οποία
έχω διατυπώσει και στο παρελθόν (βλ. Marmaridou, 1999), ότι η σχέση
νόησης και γλώσσας είναι διαλεκτικά αρθρωμένη: Η νόηση χαρακτηρί
ζει τη γλώσσα και ταυτόχρονα, επειδή η γλώσσα υπάρχει κοινωνικά ως
λόγος, ο λόγος καθορίζει την κοινωνική πραγματικότητα και τον τρό
244 ΣΟΦΙΑ ΜΑΡΜΑΡΙΔΟΥ
• σε τ ο π ο γ ρ α φ ία το υ χ ώ ρ ο υ κ α ι κίνησ η μ έσ α σ ’ α υ τ ό ν :
1. Η τιμή του χρυσού α ν ή λθ ε σε υ ψ η λό τερ α ε π ίπ εδ α από την
αντίστοιχη περίοδο...
2. ...οι μετοχές του τομέα τηλεπικοινωνιών... ώ θησαν σε σημαντι
κή ά ν ο δ ο την αγορά.
Στα όρια του βιολογικού και ψυχολογικού πεδίου της εμπειρίας μας
είναι και τα παρακάτω:
και το χώρο βεβαίως της πολιτικής, που δεν θα έμενε αλώβητος από τη
χρηματιστηριακή εισβολή:
καλούμαστε να αγοράσουμε
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Lakoff, G. (1987), Women, Fire and Dangerous Things: What Categories Reveal About the
Mind, Chicago and London: The University of Chicago Press.
Lakoff, G. and M. Johnson (1999), Philosophy in the Flesh. The Embodied Mind and its
Challenge to Western Thought, New York: Basic Books.
Langacker, R. W. (1987), Foundations o f Cognitive Grammar. Vol. I: Theoretical
Prerequisites, Stanford, CA: Stanford University Press.
Marmaridou, S. S. A. (1991), «Cognitive structures in BBC financial reports», ERIC
Resources in Education, Washington D.C.
Marmaridou, S. S. A. (1994), «Conceptual metaphors in Greek financial discourse», στο
I. Philippaki-Warburton, K. Nicolaidis and M. Sifianou (eds), Themes in Greek
Linguistics, Amsterdam and Philadelphia: John Benjamins, 247-252.
Μαρμαρίδου, Σ. Σ. A. (1999), «Γλώσσα και νόηση: Μεταφορές στο χρηματιστηριακό λό
γο», στο Γλώσσα και Νόηση: Επιστημονικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις, Αθήνα:
Αλεξάνδρεια, 179-196.
Putnam, Η. (1981), Reason, Truth and History, Cambridge: Cambridge University Press.
Sweetser, E. E. (1990), From Etymology to Pragmatics: Metaphorical and Cultural Aspects
of Semantic Structure, Cambridge: Cambridge University Press.
Σκίτσο του Κ Υ Ρ (Ελευθεροτυπία)
Ö k.AMQMEPITHI
ΕΙΠΕ ΟΤΙ 01 ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ
ΚΑΝΟΥΝ LIMIT'UP
ΠΟΥΛΑ
Ο
ΗΉ
Μ
>
ΪΟ
Μ
Μ
W
Μ
Η
X
Μ
''ϋ
h -H
Η
t—(
X
Μ
Η ΕΜΒΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Γιάννης Βαρβέρης
ΤΥΠΟΣ
δικά δεκαπενθήμερα ή μηνιαία. Αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει κανένα ει
δικό περιοδικό τέχνης σήμερα,1και μια ειδική εφημερίδα τέχνης είναι
ειδησεογραφική, δεν περιέχει σχεδόν ποτέ κείμενα εικαστικής κριτικής.
Με αυτή την πρόχειρη καταμέτρηση δεν θέλω να πω ότι κακώς
υπάρχουν τόσο λίγες στήλες κριτικής. Από μια άποψη, τόση κριτική
χρειαζόμαστε, τόση έχουμε. Δείχνω όμως την ποσότητα για να έχουμε
κατά νουν και το υλικό πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγεται η συζήτη
σή μας για την ποιότητα της κριτικής γλώσσας. Ένα το κρατούμενο
λοιπόν: η εικαστική κριτική δεν είναι εκτενής, δεν υπάρχει μεγάλη προ
σφορά ούτε μεγάλη ζήτηση. Δεν αφορά τα πλήθη.
Το κενό, αν υπάρχει, συμπληρώνεται με τα περίφημα κείμενα καταλό
γων, τα εισαγωγικά-εξηγητικά κείμενα που περιέχονται συνήθως στον κα
τάλογο μιας έκθεσης, ατομικής ή ομαδικής. Αυτά δεν είναι τυπικώς κριτι
κά, δεν παίρνουν θέση πάνω στο καθαυτό γεγονός της έκθεσης, αφού ου
σιαστικά γράφονται ερήμην της στημένης έκθεσης -σχεδόν πάντα εκ των
προτέρων. Γράφονται για τα έργα και κυρίως για τον καλλιτέχνη στην
παρούσα φάση του. Φιλοδοξούν επίσης λίγο-πολύ να συνεισφέρουν μια
θεωρητική βάση για το έργο του καλλιτέχνη, έναν τρόπο θέασης, προσπέ
λασης του έργου.
Επανέρχομαι στον Τύπο. Παρότι υπάρχει ικανή προσφορά εικαστι
κών γεγονότων και προϊόντων, ο Τύπος, στη συντριπτική του πλειονό
τητα, τα αντιμετωπίζει σαν ψηφίδες του ημερολογίου ποικίλων εκδη
λώσεων. Αναφέρει τον τόπο και τον χρόνο, το όνομα του καλλιτέχνη,
μεταφέρει και δυο-τρεις αράδες από το δελτίο Τύπου (το συνήθως πομ-
φολυγώδες) και τέλειωσε. Η πρόσληψη του εικαστικού γεγονότος εξα
ντλείται συνήθως εκεί.
Χαρακτηριστική, από αυτή την απόψη, είναι η κάλυψη των εικαστι
κών άπό τα glossy περιοδικά (life style, γυναικεία κλπ.): Εκεί που πα-
λιότερα δεν υπήρχε λέξη, τώρα όλοι έχουν κάτι «εικαστικό», με προτί
μηση μάλιστα στην αβάν-γκαρντ. Τι γράφεται; Ε, μια αναγγελία της έκ
θεσης, με δυο καλά λόγια για τον καλλιτέχνη, αν τύχει και ο συντάκτης
τον γνωρίζει, ένα ωραίο σλάιντ και αυτό είναι.
Κατά τη γνώμη μου, τα εικαστικά, όπως και το βιβλίο, όπως και άλ
λα πεδία του λεγομένου «πολιτιστικού ρεπορτάζ», αντιμετωπίζονται
απο τα glossy περιοδικά σαν αναγκαίο άρτυμα, για να συντεθεί ένας
«οδηγός για ψώνια», με ανάλογα ψωνοκεντρικά ρεπορτάζ, μόδες, δια
φημίσεις κλπ. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, με την ανάπτυξη των σύ-
1. Ό πως έχει η κατάσταση την εποχή του Συνεδρίου, δηλαδή την 16η Απριλίου 2000.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ 273
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
ΤΙ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;
Σήμερα η γραφή περί την τέχνη υποφέρει εν πολλοίς από τις ασθένειες
της σύγχρονης τέχνης. Η σύγχρονη τέχνη δυσκολεύεται αφάνταστα να
επικοινωνήσει με το ευρύ κοινό. Απευθύνεται ως επί το πλείστον στο
σινάφι, στους συλλέκτες, στους ειδικούς των μουσείων και των ιδρυμά
των. Ανάμεσα στο έργο τέχνης και το μακρινό ευρύ κοινό τοποθετείται
συνήθως ο curator, ο επιμελητής, που είναι βασικά οργανωτικός-τεχνι-
κός συντονιστής της εκδήλωσης, αλλά και λίγο θεωρητικός και λίγο μά-
νατζερ και λίγο πλασιέ.
Τη σχέση αυτή τη θεωρώ, από πολλές απόψεις, προβληματική. Κα
θρεφτίζει τις σχέσεις στην αγορά τέχνης και τις διαμεσολαβήσεις της: ο
επιμελητής-curator, που είναι συχνά και κριτικός, παριστάνει τον μεσί
τη κινούμενος μεταξύ του δίπολου καλλιτέχνης-έργο, από τη μια, και
κοινό-αγορά, από την άλλη.
Ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στα άκρα του δίπολου υποτίθεται ότι
είναι η παραγωγή θεωρίας περί το έργο, η κριτική, η φιλολογία, η βι
βλιογραφία. Βεβαίως η κριτική (ως διαμεσολάβηση και ως παραγωγή
θεωρίας) συνυπάρχει με την τέχνη, και είναι και η ίδια μορφή τέχνης.
Ωστόσο σήμερα, στη σύγχρονη τέχνη, η κριτική όλο και συχνότερα δεν
παράγει ιδέες ή θεωρία ή απλώς θερμά συστατικά κείμενα, αλλά σκοτει
νιασμένα, απωθητικά σύμπλοκα νεολογισμών και ασαφών όρων, αυτά
ρεσκες κατασκευές φτιαγμένες όχι για το κοινό, όχι για την απόλαυση
του έργου τέχνης, αλλά για την επιβεβαίωση του επαγγελματία διαμεσο
λαβητή και την εδραίωση ενός Κανόνα και μιας εμπορικής αξίας.
Οι δημοσιεύσεις, η βιβλιογραφία, οι «μουσειακές» εκθέσεις, η θεωρη
τικολογία, αυξάνουν την εμπορική αξία του έργου, ακόμη κι αν δεν κα
ταφέρουν ποτέ να το κάνουν κατανοητό ή αρεστό. Κι έτσι, σταδιακά,
βλέπουμε σήμερα μεγάλο μέρος της θεωρητικής-κριτικής-εκθεσιακής ερ
γασίας να γίνεται με σκοπό την καθιέρωση ενός Εξαργυρώσιμου Κανό
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ 277
να της Υψηλής Τέχνης. Αυτό είναι ιδιαίτερα ψανερό στις μεγάλες αγο
ρές (λ.χ. στις ΗΠΑ), αλλά εμφανίζεται πια και στις «περιφερειακές»
σαν τη δική μας.
2. Βλ. το γνωστότερο ίσως έργο του, όπου συνοψίζει τις ρηξικέλευθες απόψεις του:
Arthur C. Danto, A f te r th e e n d o f art: C o n te m p o r a r y a rt a n d th e p a le o f h isto r y . The A.W.
Mellon lectures in the fine arts, 1995, The National Gallery of Art, Washington, D.C.
(Bolingen series, XXXV, 44), Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
278 ΝΙΚΟΣ Γ. ΗΥΔΑΚΗΣ
την ίδια τη φόρμα του έργου τους και την αξεδιάλυτη σχέση της φόρμας
με το περιεχόμενο. Δεν νοιάζονται για το κείμενο-έργο, και κατά τούτο
υπονομεύουν την ίδια τους τη λειτουργία, τη θέση τους. Ίσως να θέτουν
άλλες προτεραιότητες, τις οποίες εγώ τώρα αδυνατώ να διακρίνω·
ίσως. Βαθύτερα όμως βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, η ολοένα μεγαλύ
τερη απόσταση των κριτικών-γραφιάδων από τον πλακούντα της γλώσ
σας: τη λογοποιία, τη λογοτεχνία, την ποίηση -τη δημιουργία εντέλει.
Αλλά και επιστημονικά μιλώντας -αν θεωρήσουμε ότι η «συγγενής»
ιστορία της τέχνης είναι διακριτή επιστήμη, πολύ δε περισσότερο η τε-
χνοκριτική- τα σημερινά κριτικά κείμενα δεν είναι επαρκή, διότι,
απλούστατα, δεν περιγράφουν επαρκώς το αντικείμενό τους, το υπό
παρατήρησιν έργο, δεν είναι κυριολεκτικά, δεν είναι συντεταγμένα, και
δεν υποστηρίζονται λογικά οι αλληλουχίες των συλλογισμών.
Πολύ πρόχειρα λοιπόν, από τον όγκο των κυκλοφορούντων κριτι
κών κειμένων, εντός και εκτός Τύπου, θα διέκρινα μερικές ομάδες.
Πρώτα, μια «σχολή» όπου το εικαστικό γεγονός προσεγγίζεται με
ριπές ακυρολέκτων. Οι λέξεις κολλάνε στο «περίπου», εν συνόλω δεν
λένε τίποτε. Παρακολουθούμε συσσωματώματα λέξεων, με λυρική ή αι
σθητική φιλοδοξία, που όμως δεν κατορθώνουν να μεταδώσουν στον
αναγνώστη την εικόνα ή την υπόσταση του έργου (πόσο μάλλον την αύ
ρα του), ούτε όμως έναν αρθρωμένο συλλογισμό με αφορμή το έργο.
Δεύτερον, μια σχολή όπου το εικαστικό έργο θεωρείται σκαλί για τη
ναρκισσιστική αποθέωση του κριτικογράφου. Το γραπτό απαρτίζεται
από πλήθος παραπομπών με ποπ ή μεταστρουκτουραλιστικό υπόστρω
μα, και παρατίθενται σωρηδόν τα λαμπερά κλισέ της μόδας. Το κείμενο
γίνεται μια πολύχρωμη κουρελού από τσιτάτα και αμηρύκαστα θραύ
σματα ιδεών. Το έργο περιγράφεται ως πρόθεση, και φορτώνεται προ
θέσεις έως την κατάρρευσή του.
Τρίτον, μια οιονεί στουκτουραλιστική προσέγγιση που τεμαχίζει το
έργο βάσει άκαμπτων κανόνων. Ο κριτικός βλέπει μόνο ό,τι χωράει στο
θεωρητικό σχήμα του. Η γλώσσα είναι αναλόγως άκαμπτη, σκοτεινή,
δύσληπτη, σαν επιστημονική. Ο όγκος των πληροφοριών θάβει την
οποιαδήποτε γνώμη ή κρίση.
* * *
* Υπενθυμίζουμε όχι στον παρόντα τόμο οι εισηγήσεις δεν ακολουθούν τη σειρά τής
παρουσίασής τους στο Συνέδριο. (Σ.τ.ε.)
282 ΗΛΙΑΣ ΚΑΝΕΛΛΗΣ
και το τηλεοπτικό θέαμα που ευνοεί η μαζική κουλτούρα των ημερών μας.
Το κινηματογραφικό θέαμα, υπεύθυνο για τους πιο ισχυρούς μύθους
του αιώνα που πέρασε, χρειάστηκε να απομυθοποιηθεί, δηλαδή να εξη
γηθεί από τους κριτικούς του -και κάπως έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις,
η γλώσσα του θεάματος έδωσε την αφορμή να γίνει η γλώσσα θέαμα.
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να περάσω στο θέμα μας και να αναφερθώ στην
κριτική των τεχνών και, ιδιαίτερα, στην κριτική του κινηματογράφου,
μια «απασχόληση» που πήρε τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά και ίσως
γ ι’ αυτό οι εξαιρέσεις των σοβαρών από όσους την άσκησαν είναι ελά
χιστες. Εξειδικεύοντας, φυσικά, θα μείνουμε στην Ελλάδα, στο πεδίο
άσκησης των ελληνικών, αποδεχόμενοι ότι ιδιαίτερα όταν αναφερόμα
στε στην κριτική του οπτικοακουστικού, τα δάνεια από παραδείγματα
του εξωτερικού αφομοιώνονται γρήγορα στη χώρα μας. Και υποτίθεται
ότι εξαιρούμε τον ιδιαίτερα διαδεδομένο στην εικαστική κριτική ιμπρε
σιονιστικό λόγο, που προκειμένου περί του νοήματος, αυτιστικός, εσω-
στρεφής, δίνει λόγο μόνο στο υποκείμενο της διατύπωσής του -στον
συγγραφέα του (αν δίνει λόγο).
* * *
* * *
* * *
Σκέφτομαι ότι τον Νοέμβριο του 1989, τα πράγματα είχαν πολλά ακό
μη περιθώρια αισιοδοξίας. Ήταν τότε που ο Χρήστος Βακαλόπουλος,
ένας από τους ελάχιστους της γενιάς μου που με τον τρόπο τους υπέ
δειξαν ότι για να ζήσει η κριτική οφείλει να μη διαλέγεται με τον απο
στειρωμένο κόσμο της κινηματογραφοφιλίας, προσπαθούσε να αποδεί
ξει ότι ή η κριτική θα είναι καταρχάς πρωτογενές κείμενο, που αναζη
τεί με ελκυστικό τρόπο, με τα κόλπα της γραφής, το νόημα -ή δεν θα
υπάρξει ποτέ. Μαντεύοντας ότι ως είδος που «στραμπουλώντας» τη
γλώσσα και εκβιάζοντας το ιδεολογικοποιημένο συμπέρασμα θα απω
θούσε, επιταχύνοντας έτσι μια ώρα αρχύτερα την άνευ όρων παράδοση
του αντικειμένου στους «τροχονόμους» του καταναλωτισμού, της εκ
χώρησης του νοήματος στις μυθολογίες της κατανάλωσης, έκανε έκκλη
ση στην κριτική να εγκαταλείψει την έπαρση του ειδικού λόγου της. Όχι
κριτικές, μόνο ψίθυροι -φώναζε.
Δεν υπήρχε περίπτωση να ακουστεί -τα πράγματα είχαν πάρει τον
δρόμο τους. Με αποτέλεσμα, οι νεότερες γενιές (που δεν έχουν και τις
προσλαμβάνουσες της παλιάς σχολής) να αδιαφορούν για όλα τα ψευ
δεπίγραφα που λέγονται και γράφονται στο όνομα της πνευματικότη
τας. Γι’ αυτό και η κριτική κινηματογράφου είναι πλέον μια χαμένη
υπόθεση: δεν θα ξαναγεννηθεί εκ της τέφρας της ούτε ως παραλήρημα
«οψωνίων».
* * *
ζεται, η τηλεόραση κατακτά τον ρόλο του μέσου για την πολιτική και
για την αγορά. Αν στην αγορά αρκούν στερεότυπες διατυπώσεις και
στην παγκόσμια αγορά, σήμερα, κυριαρχεί η κοινή της συναλλακτικής
(τα broken english), αν στην πολιτική η κυρίαρχη γλώσσα γίνεται η στε
ρεότυπη της διαχείρισης, αποφεύγοντας να εκφράσει κοινωνικές απο
χρώσεις και οράματα (και, εν πάση περιπτώσει, όταν τα εκφράζει, να
το κάνει απλώς για να υποκαταστήσει το χαμένο νόημα), η τηλεόραση
πρέπει να βρει το εκφραστικό εκείνο εργαλείο μέσω του οποίου θα μι
λήσει για τις νέες συνήθειες. Η ταχύτητα, η συντομία, η εναλλαγή, το
μπλέξιμο των εικόνων που αντλούνται από την πραγματικότητα με άλ
λες που επινοούνται και κατασκευάζονται είναι τα κύρια χαρακτηρι
στικά της ενιαίας τηλεοπτικής γλώσσας. Η βαθιά σχέση με τα πράγμα
τα απουσιάζει από την τηλεοπτική γλώσσα. Η διαφορά εκπίπτει σε
φολκλορισμό. Η τηλεοπτική γλώσσα είναι τα broken english της σύνθε
της και πολύσημης γλώσσας των εικόνων.
Όταν, ανεξάρτητα από το αν μιλούν ελληνικά, γαλλικά, κινέζικα, οι
τηλεοπτικές εικόνες και η συγγενής τους κουλτούρα των πληροφοριών
τείνουν να γίνουν η νέα παγκόσμια γλώσσα επικοινωνίας των ανθρώ
πων, μοιάζει εξαιρετικά αστείο να μιλάμε για την αιμορραγία των εθνι
κών γλωσσών. Η γλώσσα έχει πάντα τη δυνατότητα να αυτορυθμίζεται,
φτάνει να υπάρχει ένα νόημα που να την εμπνέει, ένας ζωντανός κό
σμος γεμάτος αιτήματα που να μπορεί να τον εκφράσει. Η παγκόσμια
γλώσσα των πληροφοριών, αντίθετα, απηχεί έναν πολιτισμό ταξινομη
μένο, απονευρωμένο, που το μόνο αίτημα το οποίο θέτει είναι η κατα
νάλωση και ο δικός της πολιτισμός. Εκείνο που αξίζει πραγματικά να
μας απασχολήσει είναι αυτή η παγκόσμια κοινή γλώσσα των MME. Η
επιτηδευμένα αποπτωχευμένη, αποϊδεολογικοποιημένη (δηλαδή προ-
σκολλημένη στην κυρίαρχη ιδεολογία), στερεότυπη γλώσσα των Μέ
σων. Η γλώσσα, δηλαδή, που μεταποιείται σε ξύλινη ακριβώς εξαιτίας
του γεγονότος ότι έρχεται να κρύψει την αιμορραγία του νοήματος.
Οποιαδήποτε εθνική γλώσσα δεν κινδυνεύει πραγματικά από τις δάνειες
λέξεις και εκφράσεις που παρεισφρέουν στον κορμό της· κινδυνεύει
όμως από τα MME. που την απονευρώνουν βαθμιαία από παραστάσεις
και αναφορές, από τον πλούτο του πολιτισμού που εκφράζει, χάριν του
«επικοινωνιακού μέσου όρου» τον οποίο ευνοεί η κοινωνία των πληρο
φοριών.
Εκεί είναι το πρόβλημα και η ευθύνη της κριτικής κινηματογράφου,
αλλά και ολόκληρης της δημοσιογραφίας. Πώς ανάμεσα στις αράδες θα
εμφιλοχωρήσει ξανά το νόημα. Πώς η κριτική θα ρίξει γέφυρες στη
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ 287
ρά. Ξέρω ότι στην εποχή μας υπήρχανε συνάδελφοι -κι εγώ ακόμη- που
φτάσαμε στο σημείο να μας προπηλακίσουν. Γιατί δεν συμφωνούσαν ol
ακροατές ή οι αναγνώστες των εφημερίδων μ’ αυτά που λέγαμε ή μ’ αυ
τά που γράφαμε. Εγώ προσωπικά έκανα έξι χρόνια να πάω στην Τού-
μπα. Πήγαινα στο γήπεδο του Αρη και στο γήπεδο του Ηρακλή και δεν
πήγαινα στην Τούμπα. Ήμουν persona non grata στην Τούμπα. Διότι
λέγαμε την άποψή μας. Δεν ήμασταν δημόσιοι υπάλληλοι. Εγώ έφυγα
από μία εφημερίδα, κάποτε, διότι αλλοίωσαν το κείμενό μου. Κι έβα
λαν έναν τίτλο τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι έλεγε το κείμενο. Και ση
κώθηκα κι έφυγα. Και σε μια εποχή μάλιστα που ήταν δύσκολη και δεν
είχα και πολλά λεφτά. Αυτό είναι άλλο θέμα, δεν κυνήγησα τα λεφτά,
γ ι’ αυτό δεν είχα.
Δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε όλον τον κόσμο. Είναι αδύνατον.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς σ’ αυτά που γράφουμε και σ’ αυτά που
λέμε. Ξέρω συναδέλφους, που είναι ταλαντούχοι, οι οποίοι, όμως, όταν
γράφουν έναν μεγάλο αγώνα, το ντέρμπι που λέμε και στην Ελλάδα, εί
ναι πάρα πολύ προσεκτικοί. Στις εκφράσεις τους, στις διατυπώσεις
τους. Όταν πάνε στο εξωτερικό και παίρνουν το μικρόφωνο για την τη
λεόραση ή το ραδιόφωνο, ή στέλνουν μία ανταπόκριση από ένα ντέρμπι
Μίλαν-Γιουβέντους, εκεί τα λένε όλα. Γιατί δεν φοβούνται. Αυτό για
μένα δεν είναι δημοσιογραφία. Ο αθλητικός δημοσιογράφος, ο οποίος
εγώ πιστεύω ότι έχει τεράστιες δυνατότητες, έχει ποικιλία γνώσεων,
δεν ασχολείται με ένα σπορ ή με δύο σπορ, ασχολείται με τέσσερα ή με
πέντε κι αν χρειαστεί θα ασχοληθεί με δέκα αθλήματα, το καλοκαίρι εί
ναι τα θερινά αθλήματα, το χειμώνα είναι τα χειμερινά.
Εμείς οι παλιοί ευτυχήσαμε -προσωπικά τουλάχιστον είχα μεγάλα
οφέλη- από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το μόνο σπορ που δεν θέλησα
ποτέ μου να μάθω είναι η Φόρμουλα 1, το οποίο δεν θεωρώ σπορ. Ε ί
ναι μηχανικό σπορ κι εγώ δεν ξέρω από μηχανικά σπορ. Ο νέος, ενόψει
μάλιστα του 2004, οφείλει να μάθει αυτά τα λεγάμενα «μικρά σπορ».
Γιατί αν χτυπήσει την πόρτα της ΕΡΤ, που θα μεταδώσει τους Ολυ
μπιακούς Αγώνες του 2004, σαν κρατικό κανάλι, και πει «εγώ κάνω
στίβο ή μπάσκετ ή ποδόσφαιρο», θα του πει «μα έχουμε 30 ή 40». Ενώ
αν τους πει «ξέρω από ιστιοπλοΐα, κωπηλασία, ξιφασκία και σκοποβο
λή και χάντμπολ», θα τον προσλάβουνε. Έχει τεράστια σημασία. Δηλα
δή ο δημοσιογράφος είναι αυτός που γράφει μόνο Παναθηναϊκό-Ολυ-
μπιακό; Κι όχι αυτός που γράφει Αρχέλαο Κατερίνης-Βριλήσσια στο
χάντμπολ; Δεν είναι δημοσιογράφος αυτός; Δημοσιογράφος είναι μόνο
αυτός που παίρνει συνέντευξη από τον κ. Σημίτη και τον κ. Καραμαν
296 ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ
λή και δεν είναι δημοσιογράφος αυτός που παίρνει από τον δήμαρχο
της Ρόδου, επειδή έχει προβλήματα το νησί και είναι μονόστηλο το κεί
μενό του;
Απαραίτητη προετοιμασία: Γεωγραφία πρέπει να μάθει κανείς.
Εμείς οι αθλητικοί ξέρουμε γεωγραφία. Ξέρουμε πόλεις που δεν τις ξέ
ρουν οι πολιτικοί συντάκτες. Το ξέρω πολύ καλά αυτό, το έχω συζητή
σει με συναδέλφους. Που δεν τις ξέρουν διότι δεν έτυχε. Αλλά και
αφρικάνικη και αμερικάνικη και ασιατική γεωγραφία. Και πόλεις. Διό
τι υπάρχουν εκεί ομάδες και γίνονται εκδηλώσεις εκεί και είμαστε υπο
χρεωμένοι να τις ξέρουμε. Εγώ ήξερα για το Κόσοβο, τότε λεγόταν Τί-
τογκραντ, η σημερινή Ποντγκόριτσα, ήξερα για την Μπάνια Δούκα. Πι
στεύω στον αθλητικό συντάκτη. Του δίνεται η ευκαιρία τώρα με το
Internet, με τον ξένο Τύπο που κυκλοφορεί και στην Ελλάδα, τις εφη
μερίδες, τα περιοδικά, πατάει ένα κουμπί και βλέπει αγώνες στην Ισπα
νία, στην Αργεντινή, στην πρώην Σοβιετική Ένωση, στη Μογγολία
-όχι, στη Μογγολία δεν έχει ακόμα τηλεόραση, πάντως θά ’ρθει μια μέ
ρα-, στην Ιαπωνία... Τεράστιες δυνατότητες! Ο ρεπόρτερ του υπουργεί
ου Εργασίας ή του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, τι ρεπορτάζ κά
νει; Πηγαίνει μία φορά το μήνα, το δεκαπενθήμερο ενδεχομένως, τον
δέχεται ο υπουργός, του δίνει και μία ανακοίνωση του υπουργείου, βά
ζει κι έναν πρόλογο, τη δίνει στην εφημερίδα κι ο καλός συνάδελφος
δεν έχει βγει έξω από το Λεκανοπέδιο Αττικής.
Ενώ ο άλλος πάει και παίζει στη Λεττονία, όπως στο Ντίναμπουργκ
η ΑΕΚ. Και πάει κοντά στο Μινσκ ο Ολυμπιακός, που πριν δεν τό ’ξέ
ραν το Μίνσκ, όταν ήταν η Σοβιετική Ένωση και δεν υπήρχε η Λευκο
ρωσία. Του δίνονται τεράστιες δυνατότητες! Αρκεί να έχει το πάθος.
Ταλέντο - πάθος - εργασία και αξιοποίηση του ταλέντου. Και κάτι άλ
λο σημαντικότατο για τον αθλητικό δημοσιογράφο: Να γνωρίζει το
αντικείμενο. Δεν μπορείς να κρίνεις τον προπονητή, ο οποίος όλη την
εβδομάδα έχει τους ποδοσφαιριστές και τους προετοιμάζει για τον
αγώνα και κάνει μία κίνηση αλλαγής στο ημίχρονο, όταν βλέπει ότι δεν
πάει κάποιος, και να τον κρίνεις εσύ. Δεν μπορείς να ξέρεις περισσότε
ρα πράγματα από έναν άνθρωπο ο οποίος είναι όλη την εβδομάδα με
τους αθλητές. Γι’ αυτό πρέπει να γνωρίζεις και το αντικείμενο για να
γίνεις πιστευτός στον τηλεθεατή, ο οποίος δεν σημαίνει ότι είναι και
γνώστης του αντικειμένου! Μπορείς να προσελκύσεις με τις μεταδόσεις
σου και άλλους που δεν είναι; Που προτιμάνε να δούνε π.χ. την κυρία
Μενεγάκη στην τηλεόραση -με γεια τους με χαρά τους. Όχι να πεις η
μπάλα από τον Μαραντόνα στον Ρονάλντο κι απ’ τον Ρονάλντο στον
ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ 297
ομάδα του.» Προχωράει το κείμενο, μπλα μπλα, μπλα μπλα, «νά κιόλας
ο Ολυμπιακός σε μία τρικυμισμένη επίθεσή του κάρφωσε την μπάλα
στα δίχτυα του Βουτσαρά. Μια τρομερή βουή σαν κεραυνός αυλάκωσε
την ατμόσφαιρα. Μια καυτερή φλόγα έγλειφε αστραπιαία το νεκρό λα
ρύγγι του Κώστα, ένας πόνος, που κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα,
σπάθισε το λαιμό του. Κι ύστερα μία φωνή βγήκε από το στόμα του:
Γκόοολ!» Ο Τίμης λοιπόν γίνεται καλά, ως κουλουράς δεν ξέρω μετά
πώς πάει η δουλειά, κτλ. κτλ.
Στην αθλητικογραφία παρουσιάζονται και ορισμένες ανακόλουθες
καταστάσεις, όπως ένα κείμενο, που είναι του 1947, όπου λέει (νομίζω
τελικά ότι είναι αργότερα): «Πρωτοφανής εξέγερσις εσημειώθη επειδή
εσφαγιάσθησαν ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός υπό των διαιτητών,
υποχρεωθέντες σε ισοπαλία με 1-1. Θορυβώδεις διαδηλώσεις διαμαρτυ
ρίας εναντίον της ΕΠΟ εις τας κεντρικός οδούς και προ των γραφείων
μας διελύθησαν υπό των μηχανοκινήτων. Οι διαιτηταί ηκύρωσαν κανο
νικά γκολ των δύο δημοφιλών ομάδων και ηγνόησαν καταφανέστατα
πέναλτυ, υποχρεώσαντας αυτάς σε 1-1 προς την Προοδευτική και τον
Απόλλωνα...» Είναι πασίγνωστο ότι η Προοδευτική και ο Απόλλωνος
είναι οι ομάδες οι οποίες χειρίζονται το παρασκήνιο από το 1947 μέχρι
σήμερα...
Το θέμα ήταν ότι η πληροφόρηση στον ελληνικό Τύπο ήταν προβλη
ματική. Υπάρχει ας πούμε ένα άλλο κείμενο εδώ, το οποίο λέει: «Ο Β.
Μαυροειδής πανελλήνιο ρεκόρ, Τρίκαλα, τηλεγραφικώς, του απεσταλ
μένου αρχισυντάκτη μας κ. Πάνου Μακρίδη.» Δηλαδή από τα Τρίκαλα
είχε στείλει τηλεγραφική ανταπόκριση. Υπήρχε πρόβλημα. Και ο κ.
Διακογιάννης και άλλοι θα θυμούνται μία ιστορία, του 1974 νομίζω,
όπου ένας συντάκτης της Απογευματινής κάλυπτε τον αγώνα Βραζιλία-
Ελλάδα. Δεν υπήρχε τηλεφωνική επαφή, δεν υπήρχε καμιά μορφή επι
κοινωνίας και όλοι στην εφημερίδα περίμεναν να γράψουν το κείμενο,
να τυπωθεί και η εφημερίδα. Λοιπόν, μετά από προσπάθειες, ο συντά
κτης επιτέλους επικοινωνεί με την εφημερίδα και το σηκώνει ο συντά
κτης ύλης για να γράψει. Του λέει: «Έλα, λέγε.» Ακούγεται από την άλ
λη πλευρά, την πλευρά της Βραζιλίας: «Κλαίμε όλοι.» Του λέει: «Ναι
ρε, λέγε, τι κλαίμε όλοι;» «Κλαίμε όλοι», του λέει. «Γίγαντες, λέοντες,
γράψε, ξέρεις εσύ...» Το οποίο τι σημαίνει; Το ματς είχε τελειώσει 0-0,
δεν είχε να περιγράψει κάποια φάση και σου λέει «εντάξει»... Η γλώσ
σα στον αθλητικό Τύπο είναι τόσο καθορισμένη όσο και στη διπλωμα
τία. Είναι «γίγαντες, λέοντες, ξέρεις εσύ, γράφε».
Υπάρχει ένα άλλο κείμενο από την Αθλητική Φωνή, το 1955, στο
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ 303
και ποιο είναι στην πραγματικότητα το νόημα που βρίσκεται πίσω από
κάθε λέξη που χρησιμοποιείται. Η τέχνη της αθλητικής γραφής είναι να
μπορεί κάποιος να αποκωδικοποιήσει το κείμενο. Αν διαβάσεις το κεί
μενο αυτολεξεί, στην πραγματικότητα δεν βγάζεις νόημα. Επάνω στην
κριτική π.χ. γράφεις «ο φιλότιμος», βάζουμε Μπονόβας -ήταν κλασικό
για τον Μπονόβα- και σημαίνει ότι δεν βρίσκει την μπάλα ούτε με τις
δέκα. Στην πραγματικότητα γράφεις για κάποιον «φιλότιμος», όταν δεν
έχεις βρει κάτι καλύτερο να γράψεις γ ι’ αυτόν. «Ηρωικός» σημαίνει
πως εκτός του ότι είναι φιλότιμος, ότι τρέχει πίσω από τον άλλον,
τραυματίζεται κιόλας. Γι’ αυτό και «ηρωικός». «Δυναμικός αμυντικός»
σημαίνει ότι οι ορθοπεδικοί τού έχουν κάνει άγαλμα. Αλλά το καταλα
βαίνεις. Είναι η εμπειρία τού να διαβάζεις αθλητικό Τύπο. Δεν σου λέει
«ήρθε το τσεκούρι», «the hatchet man» και τους καθάρισε όλους, λέει ο
«δυναμικός αμυντικός».
«Δαντελένιος» είναι μια λέξη που περιέρχεται σε αχρησία πλέον, εί
ναι κάποιος που όταν βλέπει τον δυναμικό αμυντικό πέφτει στα γόνα
τα και του λέει «έλεος». «Αέρινος» σημαίνει κάποιος που άμα τον
σπρώχνεις πέφτει κάτω. «Βετεράνος», όταν γράφεται, αν γράφεται από
τον τοπικό ανταποκριτή, σημαίνει ότι παίζει στην ομάδα από την επο
χή του Τρικούπη και για να φτάσει στην αντίπαλη περιοχή θέλει σκου-
τεράκι. Αλλά δεν θέλει να τον προσβάλει και γράφει «ο βετεράνος αμυ
ντικός κλπ.». «Άσος» δεν σημαίνει τίποτα όταν γράφεται. Απλώς ότι
παίζει στην πρώτη ομάδα, και ο συντάκτης ήθελε να βρει ένα ωραίο ου
σιαστικό να του ταιριάζει στο επίθετο, είναι ο «άσος Κύπριος», ο «ά
σος Αρμένιος», ο «άσος αναπληρωματικός» της ομάδας κλπ. «Βορειοη
πειρώτης» κατά κανόνα σημαίνει ο αθλητής που είναι αναντάμ παπα-
ντάμ Αλβανός και προσπαθούμε να πειστούμε όλοι μας, οπότε με το να
επαναλαμβάνεις «ο Βορειοηπειρώτης άσος», «ο Βορειοηπειρώτης...»,
ψηνόμαστε μεταξύ μας.
Υπάρχει επίσης μια κωδικοποίηση στους τοπικούς ανταποκριτές, οι
οποίοι την άλλη μέρα πρέπει να πάνε και στο καφενείο. Πρέπει μεν να
γράψουν την κριτική τους, αλλά δεν θέλουν και να σκοτωθούνε. Ο το
πικός ανταποκριτής έχει τον βιότοπο εκεί που μένει και πρέπει να ζή-
σει. Επομένως, πρέπει να το πει διακριτικά αυτό που θέλει να πει: «Με
λάθη η διαιτησία του κ. Αρμένη», υποθετικά αναφέρω το όνομα, σημαί
νει ότι σφύριξε το πρώτο πέναλτι όταν οι αντίπαλοι ήταν στο πούλμαν
και ο άνθρωπος γράφει γενικά «έκανε λάθη».
«Ο διαιτητής έκανε λάθη για τα οποία διαμαρτύρονται και οι δύο
ομάδες», αυτά είναι τυποποιημένες φράσεις, τις οποίες καταλαβαίνει
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ 305
Λένε για τον Σωκράτη ότι κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό και την
έφερε να κατοικήσει με τους ανθρώπους· φιλοδοξώ να πουν για μένα ότι
έβγαλα τη φιλοσοφία από τις κλειστές κάμαρες, τις βιβλιοθήκες, τα σχο
λεία και τα πανεπιστήμια, και την έφερα να κατοικήσει στις λέσχες, στις
συνελεύσεις, στο τραπέζι του τσαγιού και στα καφενεία.
Για τον Γαβριηλίδη, τον Παλαμά, τον Δροσίνη και τον Ξενόπουλο,
για να αναφέρουμε τέσσερις μόνο από τους πιο επιφανείς συμπατριώ
τες μας, όσοι μέρα τη μέρα και άρθρο το άρθρο, στη δημοτική είτε στην
καθαρεύουσα, αγωνίστηκαν τον αγώνα της έκφρασης και απεργάστη
καν τη νεοελληνική κοινή -αυτήν που γράφουμε και διαβάζουμε ώς σή
μερα-, για τους ανθρώπους αυτούς η σωκρατική απολογία του Άντισον
ήταν χωνεμένη μέσα στις συνθήκες του επαγγέλματος τους, στα συμφω-
νημένα υπονοούμενα της τέχνης τους, γΓ αυτό και εξακολουθούσαν να
βλέπουν την επιφυλλιδογραφία, όπως εκείνος, σαν μαιευτήριο καλών
ιδεών. Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να τους ιδανικεύσουμε για να τους κα
ταλάβουμε. Από τα ίδια ευτελή, καθημερινά υλικά ήταν φτιαγμένη και
η δική τους η ζωή όπως περίπου η δική μας. Να βιοποριστούν ζητούσαν
και εκείνοι όταν έγραφαν στην εφημερίδα -«εξ ανάγκης και προς βιο
πορισμόν», όπως ομολογούσε και ο Παπαδιαμάντης. Αλλά δίπλα σ’
αυτήν την ανάγκη, μέσα από αυτήν και ίσως λίγο πάνω από αυτήν σχη
ματίζεται πάντα ένα περίσσευμα παιδείας, ένα ζωτικό περιθώριο (τι
άλλο είναι αυτός ο έρμος ο πολιτισμός;) που ο Παλαμάς το ονομάζει
«φήμη και δόξα».
αχούμε παρά μόνο στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, όταν τους δια
βάζουν ήσυχα σε κάποια γραφεία.
Πολιτικά η συνήθεια επικράτησε την εποχή που η Νέα Δημοκρατία
του Κωνσταντίνου Καραμανλή κυβερνούσε μετά τη μεταπολίτευση, κι
αφού είχαν προηγηθεί μερικά χρόνια δεξιών κυβερνήσεων. Οι μαχητι
κοί μεγάλοι τίτλοι της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης εξέφραζαν δυ
ναμικά τη λαχτάρα της για εξουσία. Όταν όμως την κέρδισε, της έμει
ναν τα ξύλινα γράμματα ως βαριά κληρονομιά που δεν έχει τι να την
κάνει. Φυσικά υιοθετήθηκαν από την έκτοτε δεξιά αντιπολίτευση, ακό
μα πιο μαχητικοί και κραυγαλέοι. Υποτίθεται ότι προκαλούν τον ανα
γνώστη, υποτίθεται ότι θα τον ξαφνιάσουν, θα τον ανησυχήσουν, κά
πως θα τον καταφέρουν να βάλει το χέρι στην τσέπη.
Όμως είναι γνωστό ότι οι αναγνώστες των εφημερίδων είναι μάλλον
σταθεροί, πιστοί σε κάποιο φύλλο, δεν αλλάζουν επειδή βλέπουν έναν
εντυπωσιακό τίτλο σε κάποιο άλλο. Έτσι ο μεγάλοι τίτλοι απλώς διευ
κολύνουν τους διαβάτες να έχουν ένα πανόραμα των απόψεων σε όσο το
δυνατόν μικρότερο χρόνο, μπροστά στο περίπτερο. Το να σταματάς και
να ρίχνεις μια ματιά στους τίτλους είναι συνήθεια που την έχουν πολύ
περισσότεροι άνθρωποι από όσους αγοράζουν τελικά εφημερίδα.
Υπάρχει λοιπόν αυτή η πολυφωνία του περιπτέρου, πολύ δημοκρα
τική, διότι όλοι οι τίτλοι φαίνονται από αρκετά μακριά, και κατευνα-
στική, διότι όλες μαζί οι κραυγές αποδυναμώνονται με τη συνύπαρξη.
Αυτή η εικόνα της υπερβολής άνευ λόγου είναι η πρώτη που φέρνει στο
μυαλό μου ο τίτλος του Συνεδρίου «Δημοσιογραφία και Γλώσσα». Τα
μεγάλα γράμματα, αυτή η τεράστια λακωνικότητα έχει κάτι απειλητικό,
παρ’ όλη την πολυφωνία. Ο κίνδυνος μιας κραυγής ομόφωνης δεν είναι
φανταστικός, έχει υπάρξει κι έχει πιέσει εξαιρετικά την ελεύθερη έκ
φραση και τη σκέψη. Είναι δύσκολο να αντιστέκεσαι στους δραματι
κούς τόνους.
Η εμφάνιση αυτή των πρώτων σελίδων είναι περισσότερο αρχιτε
κτονική παρά γλώσσα, για την οποία ελάχιστοι από τους δημοσιογρά
φους είναι υπεύθυνοι. Οι άνθρωποι που τη χτίζουν κάθε βράδυ, που τη
δημιουργούν, δεν είναι αυτοί που γράφουν τα ρεπορτάζ, δεν είναι αυ
τοί που γράφουν τα χρονογραφήματα, ακόμα κι αν είναι όμως, μετα
μορφώνονται σε αφανείς εργάτες οικοδομών. Οι λέξεις στην πρώτη σε
λίδα γίνονται αετώματα, τσιμεντόλιθοι, φράχτες και μετόπες. Οι διευ
θυντές, αυτοί συνήθως κατασκευάζουν την πρώτη σελίδα, έχουν εγκλω
βιστεί σε κάτι πέρα από την πολιτική στράτευση, πέρα από την ενημέ
ρωση, πέρα από τη δημοσιογραφία. Αυτό το κάτι υποτίθεται πως είναι
Κ Ρ Α Υ Γ Ε Σ Κ Α Ι Ψ ΙΘ Υ Ρ Ο Ι 321
η λογική της αγοράς, από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις. Ό,τι κά
νουν οι άλλοι πρέπει να το κάνουμε κι εμείς, σκέφτεται χωριστά ο κα
θένας.
Πάντως η κυκλοφορία των εφημερίδων όλ’ αυτά τα χρόνια των ξύ
λινων κραυγών πέφτει αντί να ανεβαίνει. Παλεύοντας με ξένα μέσα, με
την εικόνα και με το ξάφνιασμα, μέσα που η τηλεόραση τα κρατά και τα
ελέγχει από γεννησιμιού της, ο Τύπος χάνει το παιχνίδι. Το ξανακερδί
ζει στις εσωτερικές σελίδες, στους ψιθύρους. Εκεί που τα κείμενα μεγα
λώνουν και τα γράμματα μικραίνουν, γίνονται εξαράκια, όπως τα λέ
γαμε κάποτε. Τα ρεπορτάζ, που έχουν ήδη δοθεί στην τηλεόραση και
στο ραδιόφωνο, είναι λιγόλογα, αλλά πιο αναλυτικά, πληθαίνουν όμως
οι στήλες των σχολίων, τα άρθρα, οι αναλύσεις, τα σχόλια, τα χρονο
γραφήματα, που βρίσκονται τώρα σπαρμένα σε ολόκληρο το σώμα της
εφημερίδας, σε κάθε της γωνιά. Ο πλούτος των εφημερίδων είναι όλα
αυτά τα δευτερογενή κείμενα, που τις Κυριακές ειδικά τις κάνουν υπο
κατάστατα των περιοδικών ποικίλης ύλης.
Οι συγγραφείς των κειμένων αυτών δεν είναι πάντα δημοσιογράφοι,
έρχονται από άλλους χώρους, ειδικεύονται σε άλλες γραφές, δεν πέρα
σαν την τυραννία του κυνηγητού της είδησης. Πιστεύω ότι και η δημο
σιογραφία, η καθαρή και πρωτογενής δημοσιογραφία, βρίσκει την κα
λύτερη στιγμή της σ’ αυτή τη μορφή. Όταν έχει καταλαγιάσει το άγχος
της αγοράς, όταν έχουν ξεθυμάνει τα κλισέ, κι ο δημοσιογράφος, ερμη
νευτής της πραγματικότητας, βρίσκεται απέναντι της με τα πιο απλά
γλωσσικά εργαλεία και μπορεί επιτέλους να ψιθυρίσει. Δεν είναι καθό
λου εύκολο. Είναι ένα στάδιο ωριμότητας, μια κατάσταση πολυτελής,
που την κατακτά κανείς με κόπους. Εκεί ακουμπά κανείς τα βαριά μπα-
γκάζια του, καταθέτει τα όπλα του εντυπωσιασμού κι αρχίζει την κατά-
κτηση του προσωπικού του ύφους που θα δώσει ξανά την εικόνα του
κόσμου. Να ψιθυρίζουμε, για να μπορούν τα πράγματα να μας μιλούν,
θα συμπλήρωνα την παραίνεση του Χρήστου Βακαλόπουλου, που μας
θύμισε εδώ ο Ηλίας Κανέλλης.
Υπάρχει πλούτος μυστικός στις εσωτερικές σελίδες των εφημερί
δων. Και τον ονομάζω μυστικό, ονομάζω τα κείμενα αυτά ψιθύρους
διότι κατά κάποιο τρόπο αγνοούνται από τους αναλυτές, τους γλωσσο
λόγους, τους μελετητές των μέσων ενημέρωσης, αλλά καμιά φορά και
από τους ίδιους τους επικεφαλής τους. Όλοι ασχολούνται με τα πρω
τοσέλιδα, αλλά τα εσωτερικά κείμενα σαν να παρεισφρέουν ερήμην των
εφημερίδων, σαν να μην αναγνωρίζονται, σαν να βρίσκονται εκεί τυ
χαία, λες και θα μπορούσαν να βρίσκονται και κάπου αλλού. Οι εφημε
322 ΑΝΝΑ ΔΑΜΙΑΝΙΔΗ
θίασος αυτός τοποθετείται επί παντός του επιστητού, έχει δεν έχει σχέ
ση ή γνώση του θέματος. Συνήθως είναι καλλιτέχνες, πρωταγωνιστές
των σίριαλ ή μαϊντανοί των τοκ σόου, πολιτικοί μονίμως αντιφρονού-
ντες και με ωραίες ηρωικές κορόνες που αντιπολιτεύονται ακόμη και
το κόμμα τους.
Με αυτές τις μεθόδους τα τηλεοπτικά στερεότυπα υπεραπλουστεύ
ουν τον κόσμο, σχηματοποιούν την εμπειρία με βάση τις προκαταλή
ψεις και τροφοδοτούν την προπαγάνδα -την τηλεοπτική προπαγάνδα,
αυτή που εξασφαλίζει μόνιμο κοινό, όπως κάποτε οπαδούς στα κόμμα
τα- με συναισθηματική απήχηση και έτοιμη γνώμη.
Ας περάσουμε σε μερικά από τα πιο θεαματικά παραδείγματα του
τελευταίου καιρού, που δείχνουν ότι κάθε περίπτωση αντιμετωπίζεται
με την ίδια σκηνοθετική τεχνική και σε κάθε ευκαιρία ανασύρονται τα
ίδια ακριβώς στερεότυπα.
Σεισμοί: Θυμόμαστε το τηλεοπτικό θέαμα των ημερών εκείνων, που
έμοιαζε με φάρσα. Θυμόμαστε εκείνο το παράλογο θέαμα με τους σει-
σμολόγους να εμφανίζονται με καταιγιστικούς ρυθμούς στα κανάλια
επιμένοντας ότι δεν συμβαίνει τίποτε και κάνοντας στο τέλος και τον
πιο ψύχραιμο να ανησυχήσει, καθώς κάθε καθησυχαστική δήλωση τη
συνόδευαν εικόνες ερειπίων. Η ΒΑΝ-ολογία εκείνων των ημερών εμφα
νιζόταν σαν χρησμοί μιας ιερής Πυθίας που δεν τους κατανοούν οι μη
μυημένοι, για να καταλήξουμε στην τηλεοπτική κατανάλωση της τραγε
λαφικής εικόνας ενός λαού τρομαγμένου. «Παίρνουν ψυχοφάρμακα
επειδή φοβούνται τον σεισμό», «οι Αθηναίοι εγκαταλείπουν την πόλη»,
«Ρίχτερ με τα νεύρα μας»: Τίτλοι δελτίων ειδήσεων που άγγιζαν τα
όρια της κυνικής πλάκας, καθώς τα ίδια δελτία έπαιζαν άγρια με τον
ανθρώπινο φόβο, τον προκαλούσαν, τον ερέθιζαν και ταυτοχρόνως τον
κατανάλωναν όπως και τη φυσική αγανάκτηση του κόσμου. Οι ίδιοι οι
παρουσιαστές αναλάμβαναν το ρόλο του αγανακτισμένου και δεν δί
σταζαν να λένε: «Έχει τρομάξει ο κόσμος - Η κατάσταση είναι απαρά
δεκτη με αυτή τη φημολογία.» Λες και στην παραγωγή της φημολογίας
και στη δημιουργία του κλίματος δεν είχε την κύρια ευθύνη το τηλεο
πτικό θέαμα.
Καλοκαιρινές φωτιές: Πολεμικό θέαμα, ποδοσφαιρικού τύπου ανα
μεταδόσεις από τους τόπους της τραγωδίας, εξαγριωμένοι πολίτες στο
χείλος της καταστροφής ξεσπούν μπροστά στις κάμερες τον καημό
τους, προσφέροντας τη δυστυχία τους στο υπερθέαμα «ο πόλεμος της
φωτιάς».
Χρηματιστήριο: Ο πόλεμος των μετοχών, η μάχη των μικροεπενδυ-
ΤΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΤΟΥ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 327
* * *
exit-poll. Δεν διανοούνταν ότι κάτι που ειπώθηκε από την τηλεόραση
μπορεί και να μην είναι έτσι.
Χρησιμοποιώ αυτό το παράδειγμα, που είναι το σκάνδαλο των ημε
ρών -επί του οποίου ασφαλώς χρειάζεται να γίνει συζήτηση, αρκεί να
ξεχωρίσουμε το ίδιο το μέσο, την επιστημονική δημοσκόπηση έξω από
την κάλπη, από την τηλεοπτική του χρήση-, απλώς για να πω τρία
πράγματα, εκ των οποίων το ένα νομίζω ότι είναι σχετικό με το θέμα
αυτής της συζήτησης. Το πρώτο είναι αυτό που είπα ήδη. Η βραδιά της
Κυριακής απέδειξε ότι όσο και αν τη λοιδορούμε, όσο κι αν δεν την π ι
στεύουμε, ακόμη κι εμείς που την υπηρετούμε χωρίς να την αγαπάμε, η
δύναμη της τηλεόρασης είναι αυτή που είναι. Δανείζομαι μία φράση
που έχει πει ένας κατά τη γνώμη μου πολύ ενδιαφέρων και πολύ σημα
ντικός γάλλος μελετητής του φαινομένου «τηλεόραση», ο Ντομινίκ
Βολτόν, που λέει ότι υπάρχει ένα παράδοξο μέχρι και σήμερα, ότι ενώ
η τηλεόραση είναι ο κυρίαρχος παράγων επικοινωνίας στις κοινωνίες
μας, αποτελεί τον κυρίαρχο επικοινωνιακό τόπο κι έναν από τους πιο
ισχυρούς δεσμούς συνοχής των σύγχρονων κοινωνιών, η κριτική σκέψη
εξακολουθεί να περιφρονεί την τηλεόραση.
Η τηλεόραση είναι ένα αντικείμενο εκτός σκέψης. Κατά παράφρα
ση, οι παλαιότεροι θα θυμούνται την περίφημη φράση του Μαρξ, στις
Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, που έλεγε: «οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα προ
σπαθούσαν να εξηγήσουν τον κόσμο, ενώ το θέμα είναι να τον αλλά
ξουμε». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κριτική σκέψη για την τηλεό
ραση συνήθως λοιδορεί την τηλεόραση, ενώ το θέμα είναι να την κατα
λάβουμε.
Μία δεύτερη παρατήρηση που προκύπτει από την εμπειρία αυτής
της βραδιάς και δεν έχει σχέση με το θέμα μας, αλλά έχει σχέση με την
τηλεόραση: Νομίζω ότι αυτό το βράδυ σημαδεύει, το λέω λίγο μελοδρα
ματικά, όπως συνηθίζεται άλλωστε από τηλεοράσεως να ομιλεί κανείς,
το τέλος της τηλεοπτικής αθωότητας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την
εμπλοκή της στα πολιτικά πράγματα και την εκλογική διαδικασία. Επα
ναφέρει, δηλαδή, ένα αυθεντικά ελληνικό αίτημα, γιατί δεν υπάρχει
τουλάχιστον στα άλλα ευρωπαϊκά τηλεοπτικά τοπία, το αίτημα της
ρύθμισης, η οποία δεν υπήρξε από τη γέννηση της ιδιωτικής τηλεόρα
σης και που αν υπήρχε, θα απάλλασσε το τηλεοπτικό μέσο απ’ αυτόν
τον παραμορφωτικό και εκτρωματικό ακραίο ανταγωνισμό.
Για παράδειγμα, ακούω πολλούς συναδέλφους να λένε πολύ σοβαρά
και με σοβαρά επιχειρήματα ότι μετά την εμπειρία της Κυριακής τα
exit-polls θα έπρεπε να απαγορευτούν. Νομίζω ότι δεν υπάρχει ευρώ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΥΛΙΝΗ ΣΤΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΓΛΩΣΣΑ 331
παϊκή χώρα που να μη γίνονται exit-polls στις εκλογές και κανείς δεν
διανοήθηκε να τα καταργήσει, ακόμα κι όταν έκαναν λάθος. Ας θυμη
θούμε ότι έκαναν λάθος πρόσφατα στις ισπανικές εκλογές. Δεν σκέφτη-
κε όμως κανείς να καταργήσει τα exit-polls στην Ισπανία. Θα πρέπει να
βρούμε τι φταίει λοιπόν και ειδικά στην Ελλάδα τα exit-polls έφτασαν
από μια δοκιμασμένη επιστημονική μέθοδος να λειτουργούν έτσι. Ένας
(και όχι ο σημαντικότερος) λόγος είναι ότι πουθενά στην Ευρώπη δεν
γίνονται πέντε exit-polls από πέντε ανταγωνιστικά κανάλια και για να
εξοικονομήσουν χρήματα όλοι να τα κάνουν στο πόδι, ή οι περισσότε
ροι τουλάχιστον. Γίνονται δύο το πολύ. Ένα από την κρατική τηλεόρα
ση και ένα από ένα μεγάλο ιδιωτικό κανάλι. Οι υπόλοιποι τηλεοπτικοί
σταθμοί σκέφτονται κάτι άλλο να κάνουν εκείνο το βράδυ. Αλλά αυτό
είναι λεπτομέρεια. Επισημαίνω απλώς ότι η εμπειρία και αυτής της
βραδιάς, ή μάλλον η εμπειρία όλης της προεκλογικής περιόδου, σημα
δεύει ένα τέλος της τηλεοπτικής αθωότητας, σε ό,τι αφορά τη συμμετο
χή της πολιτικής στην τηλεόραση και της τηλεόρασης στην πολιτική και
εκλογική διαδικασία και επαναφέρει αυτό το αίτημα το από καιρού
ανενεργό και μάλλον εξαιρετικά ενοχλητικό, τόσο σ’ εκείνους που κυ
βερνούν όσο και σ’ εκείνους που έχουν την ιδιοκτησία των Μέσων, το
αίτημα μιας ρύθμισης.
Η τρίτη παρατήρηση έχει σχέση με το θέμα μας, με το θέμα της γλώσ
σας, του λόγου στην τηλεόραση. Έκανα λοιπόν το εξής: Μετά από όλη
αυτή τη συζήτηση που είχε γίνει και το διάλογο για το πώς τα exit-polls
έπεσαν έξω και παρέσυραν τον κόσμο να βγει να πανηγυρίσει (και πάλι
καλά που δεν θρηνήσαμε θύματα σε συγκρούσεις πανηγυριζόντων με
απογοητευμένους οπαδούς των αντιπάλων κομμάτων), κάθισα και ξα-
ναείδα προσεκτικά, τρεισήμισι ώρες, σε κασέτα, το τηλεοπτικό πρό
γραμμα εκείνης της Κυριακής. Από τις 7 παρά 5 ' έως τις 10 και μισή.
To MEGA είδα δηλαδή, γιατί εγώ εκεί ήμουν και αυτό είχα και πρόχει
ρο άλλωστε. Αλλά είναι το χαρακτηριστικό. Πρόσεχα μία μία τις φρά
σεις, δηλαδή τις άκουσα προσεκτικά. Διαπίστωσα ότι πράγματι ο
Ηλίας Νικολακόπουλος έχει δίκιο να λέει ότι ποτέ δεν είπε πως η Ν.Δ.
κερδίζει τις εκλογές· είπε απλώς ότι το exit-poll δίνει επικάλυψη των
ποσοστών των δύο κομμάτων, για το ένα από 42% μέχρι 43,5% και για
το άλλο από 42% μέχρι 43,8%. Αρα το κόμμα στο οποίο δίνει 0,3% πα
ραπάνω, αυτό έχει και μία μικρή πιθανότητα να είναι ο νικητής των
εκλογών. Τίποτα περισσότερο από αυτό.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα πώς, όταν ο αναλυτής, ο επιστήμονας
λέει απλώς ότι μάλλον ο ένας από τους δύο έχει ένα ελαφρό προβάδι-
332 ΠΑΥΛΟΣ ΤΣΙΜΑΣ
τίτλοι στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, επειδή δεν υπήρχαν μεταλλι
κά στοιχεία τόσο μεγάλα για να τους τυπώσουν, γινόντουσαν με ξύλι
να στοιχεία, εξού και η έκφραση «ξύλινος τίτλος», που έχει κοντινή ρί
ζα μ’ αυτό που ονομάζουμε ξύλινη γλώσσα, δηλαδή στερεότυπη, προ
παγανδιστική, μη αληθινή γλώσσα. Κι ήθελα να πω ότι τα τελευταία
οκτώ χρόνια που κάνω την ίδια δουλειά ή προσπαθώ να κάνω την ίδια
δουλειά στην τηλεόραση, προσπαθώ κι εγώ να καταλάβω τι σχέση έχει
αυτός ο ξύλινος παλιός λόγος που κυριαρχούσε στις εφημερίδες με
τον καινούργιο, τον γυάλινο λόγο, όπου τα στοιχεία δεν στοιχειοθε-
τούνται στο μάρμαρο από μαντέμι, αλλά προκύπτουν από μια περίερ
γη συγκατοίκηση των σημάτων του γλωσσικού κώδικα με τα οπτικά
σήματα ή με άλλα παραστατικά σήματα, που όλα μαζί φτιάχνουν πε
ρίεργες και εξαιρετικά ρευστές συμβάσεις πειστικότητας ή νοηματοδό-
τησης.
Συνήθως, όταν μιλάμε για τον λόγο στην τηλεόραση, κοροϊδεύουμε
τους νεότερους ιδίως συναδέλφους μας, οι οποίοι με το άγχος του μι
κροφώνου και του γυαλιού βγαίνουν και λένε κοτσάνες είτε γιατί δεν
ξέρουν να πουν τίποτα καλύτερο είτε γιατί επαναλαμβάνουν τα στερε
ότυπα που ο αρχισυντάκτης τούς έχει ζητήσει να λένε, όπου όλα τα θύ
ματα είναι ανυπεράσπιστα, όλοι οι φονιάδες είναι στυγεροί, ο θρήνος
σε όλα τα σπίτια είναι πάντα βουβός όταν κάποιος έχει πεθάνει, όπου
οι τραγωδίες απαντώνται ανά δεύτερη είδηση κ.ο.κ. Η γελοιοποίηση
του δημοσιογράφου, αν κάτσει κανείς να ξαναδεί αυτά που εκπέμπο-
νται ως ειδήσεις στην τηλεόραση, είναι το ευκολότερο πράγμα. Αλλά
αυτό που κυρίως είχα στο μυαλό μου ήταν αυτό που λίγο πολύ προ
σπάθησα να πω και πριν. Ότι, ειδικά στην τηλεόραση -νομίζω σε όλες
τις μορφές επικοινωνίας, απλώς στην τηλεόραση το πράγμα είναι πολύ
πιο έντονο και πολύ πιο δύσκολο να γίνει κατανοητό και να ελεγχθεί
ο κώδικας που προκύπτει, οι συμβάσεις επικοινωνίας που προκύπτουν
είναι τόσο ρευστές, τόσο δυσανάγνωστες, επειδή είμαστε τόσο ημιαναλ-
φάβητοι στη γραμματική και το συντακτικό αυτής της παράξενης γλώσ
σας που παράγει νόημα στην τηλεόραση.
Όλοι, πομποί και δέκτες, βρισκόμαστε συχνά αιχμάλωτοι σ’ ένα
παιχνίδι όπου τα νοήματα προκύπτουν τελείως διαφορετικά από αυτά
που οποιοσδήποτε θέλησε κι όπου ο κίνδυνος της παραπλάνησης, ο
κίνδυνος της χειραγώγησης ή της ιδεολογικής φόρτισης ενός μηνύματος
(χωρίς να το καταλαβαίνει ο δέκτης αλλά καμιά φορά χωρίς να το κα
ταλαβαίνει και ο πομπός, με τρόπους υποδόριους και αθέατους), είναι
πραγματικά μεγαλύτερος απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη μορφή επικοί-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΥΛΙΝΗ ΣΤΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΓΛΩΣΣΑ 335
νωνίας. Μ’ αυτήν την έννοια πολλές φορές νοσταλγώ, τώρα που ξω και
δουλεύω τη γυάλινη γλώσσα, την εύκολη εποχή, την ελέγξιμη εποχή της
ξύλινης γλώσσας και του μάστορα που έφτιαχνε στο μάρμαρο τόσο
γρήγορα τα στοιχεία ώστε, μέχρι να γράφω εγώ το επόμενο μονόστηλο,
προλάβαινε να παίξει και δυο παρτίδες ζάρια...
Σας ευχαριστώ πολύ.
ΝΕΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ, ΝΕΕΣ ΓΡΑΦΕΣ
Η ΝΕΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ
Στάθης (Στανρόπουλος)
μια θολή εικόνα για τα MME και τον ρόλο τους στη ζωή μας που όμως
δεν απέχει πολύ απ’ την αλήθεια.
Δεν χρειάζεται να είναι δηλαδή κάποιος εξαιρετικά οξύνους ή να
τυγχάνει βαθιάς παιδείας, ανθρωπιστικής κυρίως, για να αντιληφθεί, ή
να υποψιάζεται την πραγματικότητα αυτού που ονομάζουμε «Διαπλε-
κόμενα Συμφέροντα».
Το αδιάκριτον δηλαδή, όχι πλέον των εξουσιών, των θεσμικών εξου
σιών, αλλά των πραγματικών εξουσιών: του Κράτους, των Εταιρειών
και του Τύπου.
Η νέα αυτή κατάσταση, στο πλαίσιο της λεγόμενης παγκοσμιοποίη
σης, της παντί τρόπω δηλαδή αναζήτησης του κέρδους και της νομιμο
ποίησης αυτής της διαδικασίας, δημιουργεί τους νέους της προφήτες:
τους α-πολιτικούς πολιτικούς, τους κυνικούς δημοσιογράφους και το
life style.
Σήμερα στις παρέες δεν κουβεντιάζουμε για ηθοποιούς, κουβεντιά
ζουμε για μοντέλες! Δεν κουβεντιάζουμε για λογοτεχνία, μηρυκάζουμε
ό,τι γράφει η πληθύς των life style περιοδικών. Δεν μας νοιάζει αν κά
ποιος κλέβει, αλλά αν κάποιος περνάει καλά κλέβοντας.
Αυτός ο τρόπος ζωής δεν διαμορφώθηκε απ’ τα MME, διαμόρφω
σε και διαμορφώνει τα MME που με τη σειρά τους επηρεάζουν την κοι
νωνία.
Το πρόβλημα είναι αλλού -τα MME απλώς με τη σειρά τους το κα
ταγράφουν, το υφίστανται, το αναπαράγουν, το διαδίδουν, το προβάλ
λουν, το επιβάλλουν.
Δεν πρόκειται για φαύλο κύκλο, πρόκειται απλώς για φαυλότητα.
Για καλή, απλή, αγνή φαυλότητα!
Ο εξορισμός και εξορκισμός της πολιτικής, η εξαθλίωση της αισθη
τικής, ο μινιμαλισμός του καθημερινού πολιτισμού, η αποενοχοποίηση
του κυνισμού και ο εξανδραποδισμός της ηθικής -της όποιας ηθικής
του καθενός (του όποιου κώδικα τιμής δηλαδή στη συμπεριφορά του
απέναντι στους άλλους)- είναι τα βασικά στοιχεία που προσδιορίζουν
τον τρέχοντα τρόπο ζωής και συνεπώς αντανακλώνται και αναπαράγο-
νται στον (κι από τον) Τύπο και τη γλώσσα του.
Είναι πολύ εύκολο πλέον να εκληφθεί ως ηθικολογία και μάλιστα να
κατηγορηθεί κανείς για συντηρητισμό αν συνεχίζει να αναζητά και μά
λιστα να ιχνηλατεί αυτό που ο ίδιος θα όριζε ως δεοντολογία με βάση
την παιδεία του, την ιδεολογία του, τις πολιτικές του θέσεις και την πο
λιτική του εξέλιξη.
Σε μια εποχή που ένας «αριστερός» στην Ευρώπη αλλά και μερι
Η ΝΕΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ 343
κτό και ευδιάκριτο, όπως και κατά τον 14ο αιώνα, στον οποίο αναφέ-
ρεται ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος...
Αναπόφευκτο το μελαγχολικό ερώτημα: ποιο κοινό παρακολου
θεί την αντιμαχία; Πού βρίσκεται και δεν μπορώ να το εντοπίσω; Και
αν πρόκειται για προσωπική αδυναμία, για αδυναμία της δικής μου
όρασης, μικρό το κακό. Όμως ποια στοιχεία, ποιες ισχνές ενδείξεις
έστω, υπάρχουν; Μήπως οι συγκινητικοί τω τρόπω, σχεδόν καθημερι
νές παρεμβάσεις επιστολογράφων, οι οποίες εκφράζουν ειλικρινή αγω
νία για την επιταχυνόμενη πτώχευση της δημοσιογραφικής γλώσσας;
Μήπως υπήρξε ή βρίσκεται εν εξελίξει κάποια μαζική αντίδραση, με
αφορμή την περιστολή του λεξιλογίου, τα συχνά λάθη τα οποία έχουν
ιδρύσει καθεστώς και την ασύστολη χρήση -συχνά κακοποιημένων-
ξένων λέξεων και εκφράσεων, οι οποίες επιστρατεύονται για να καλύ-
ψουν τις αδυναμίες της σκευής; Εικάζω ότι οι γνωστού χαρακτήρος
αντιμαχίες και συχνά βαρετές διενέξεις μέσω των εφημερίδων, συγκε
ντρώνουν την προσοχή αναγνωστών-θεατών ολιγότερων και από έναν
αγώνα Β ' Εθνικής μεταξύ ομάδων οι οποίες δεν έχουν βαθμολογικό
ενδιαφέρον...
Ακριβώς στην εν λόγω αδιαφορία επενδύει η νεοδημοσιογραφική πε
νία. Εκεί στηρίζεται το θράσος της άγνοιας: Οι πρόκριτοι των MME λι
γοστεύουν. Εκ των γλωσσολογικώς εγκρίτων ελάχιστοι κατοικούν στην
κορυφή της δημοσιογραφικής πυραμίδος -ιδία των ηλεκτρονικών
MME. Και το ούτως ειπείν ελεγκτικό σώμα, η κοινωνία, ελάχιστα εν-
διαφέρεται. Και προπάντων: αδυνατεί ολοένα και περισσότερο να δια
κρίνει το πλήθος και την ποιότητα των παθογενών. Πρόκειται, βλέπετε,
για προϊόντα της εκπαιδεύσεως την οποία η ίδια ανέχθηκε και συνήθι
σε, καθώς και για σταθερές οι οποίες αργά, μα τόσο αποτελεσματικά,
έχουν επιβληθεί και βασιλεύουν. Αναφέρομαι στο ήσσον της προσπά
θειας, στο χρησιμοθηρικόν της παιδεύσεως, στο προσπελάσιμον της ευ
κολίας και σε άλλα συναφή...
Θύλακοι αντιστάσεως ασφαλώς υπάρχουν, έστω και αν αποκαλού-
νται θύλακες, από τους εκτελωνιστές της κρεουργημένης λογιοσύνης, η
οποία επιστρατεύεται για να προσδώσει κύρος και λούστρο σε ερειπω
μένα ενδιαιτήματα... Δεν περιλαμβάνω στους θυλάκους αυτούς όσους
δημοσιογράφους οδύρονται για την επέλαση επείσακτων γλωσσικών
προϊόντων ούτε εκείνους οι οποίοι εναβρύνονται για τη στέρεη συ
γκρότησή τους, και καμαρώνουν σαν γύφτικα σκεπάρνια επειδή τυγχά
νουν φορείς της ελληνικής γλώσσας, μητρίδος των περισσότερων γλωσ
σών του κόσμου, κατά τον προσφιλή οιηματικό αφορισμό.
MME ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ 349
θηση της γλώσσας δεν είναι θέμα χρόνου· ή ερωτεύεσαι εξαρχής μαζί
της ή απλώς τη χρησιμοποιείς. Εξάλλου ουδείς τούς έψεξε για φραστι
κά λάθη που γίνονται εν τη ρύμη του λόγου λόγω της ταχύτητας και
του μηδενικού χρόνου που έχουν στη διάθεσή τους. Αυτά είναι ανθρώ
πινα. Μιλάμε για τα λάθη εκείνα που είναι προϊόν της αδαημοσύνης
περί το σώμα της γλώσσας, των σπλάχνων της.
Ένας άλλος λόγος που οι εφημεριδογράφοι προσέχουν, σχεδόν
γλωσσολογούν, είναι η αμφίδρομη επικοινωνία που έχουν επιτύχει με
τους αναγνώστες, μια πιο ζεστή επαφή, σε αντίθεση με τους ραδιοτηλε
οπτικούς που επικοινωνούν μέσω του ειδώλου τους μόνο και αρέσκο-
νται ή αρκούνται στο φλυαρείν και το φαίνεσθαι. Οι πρώτοι υπηρετούν
τον λόγο, οι δεύτεροι γίνονται η κίβδηλη διακόσμησή του...
Όσο και αν ηχεί περίεργο, η είσοδος της χώρας στην ΟΝΕ ανάγκασε
τις εφημερίδες να επανεύρουν τον «εαυτό» τους, να ξανασκύψουν πά
νω στην αξία της γλώσσας. Διότι δεν μπορείς ν ’ αντιμετωπίσεις τις
ισχυρές ευρωπαϊκές γλώσσες με αδολεσχίες και εξυπνακισμούς. Όσο
αγράμματοι και αν θεωρούμεθα ως λαός, όσο καθυστερημένοι και αν
είμαστε τεχνολογικώς, απαιτούμε η γλώσσα μας να σταθεί στο ύψος
που έχει αποκτήσει εδώ και περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια, γιατί, ας μη
λησμονούμε, αυτή η γλώσσα μάς έχει διασώσει ως έθνος μέσα από τό
σες συγκρούσεις και υποδουλώσεις ανά τους αιώνες. Είναι σχεδόν ένα
θαύμα ότι πολλές από τις λέξεις έρχονται κατευθείαν από τον Όμηρο.
Είναι απαραίτητο νομίζω να θυμόμαστε συνεχώς τον Νίτσε και την
εκτίμησή του για τους εφημεριδογράφους, και να τον επικαλούμεθα,
όσο διαφορετική κι αν είναι η εποχή μας, όσο και αν έχει προχωρήσει η
επιστήμη και η Παιδεία. Έγραφε λοιπόν για τους εφημεριδογράφους
στην πρώτη διάλεξή του για την Παιδεία ότι είναι «εκείνη η κοινωνική
ομάδα που παρεμβλήθηκε σαν γλοιώδης κόλλα ανάμεσα στις επιστήμες
και πίστεψαν ότι βρήκαν τον προορισμό τους. Και το έργο αυτό το εκ
πληρώνουν καθώς ταιριάζει στη φύση τους, καθώς το λέει και το ίδιο
το όνομά τους: σαν μεροκάματο». Και συνεχίζει: «Το δημοσιογραφικό
έντυπο παίρνει τη θέση της Παιδείας και όποιος εξακολουθεί να έχει
αξιώσεις για μόρφωση στηρίζεται πια -έστω και αν ο ίδιος είναι επι
στήμονας- σ’ αυτό το ενδιάμεσο κολλητικό στρώμα που στοκάρει τους
αρμούς ανάμεσα σε κάθε κοινωνική τάξη, σε κάθε τέχνη, σε κάθε επι
στήμη». Και πρότεινε στη δεύτερη διάλεξή του: «Θα έπρεπε κάθε κάπως
ευγενικότερα προικισμένος νέος να μπαίνει διά της βίας κάτω από το
προστατευτικό κάλυμμα του καλού γούστου και της αυστηρής γλωσσι
κής πειθαρχίας».
354 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ