Professional Documents
Culture Documents
ανωμαλα ρηματα
ανωμαλα ρηματα
β β
Π - - - - - - - -
ρ ἄγε - - ἄξον ἄγαγε ἠχώς ἴσθι - -
ο ἀγέτω - - ἀξάτω ἀγαγέτω ἠχώς ἔστω - -
σ - - - - - - - -
τ. ἄγετε - - ἄξατε ἀγάγετε ἠχότες ἔστε - -
ἀγέτωσαν/ - - ἀξάντων/ ἀγαγέτωσαν/ ἠχότες ἔστων/ - -
ἀγόντων ἀξάτωσαν ἀγαγόντων ἔστωσαν/
ὄντων
Π - - - - - -
ρ βάλλε - - βάλε βεβληκώς ἴσθι -
ο βαλλέτω - - βαλέτω βεβληκώς ἔστω -
σ - - - - - -
τ. βάλλετε - - βάλετε βεβληκότες ἔστε -
βαλλέτωσαν/ - - βαλέτωσαν/ βεβληκότες ἔστων/ ἔστωσαν/ -
βαλλόντων βαλόντων ὄντων
Ο γίγνομαι/ ἐγιγνόμην γενήσομαι γενηθήσομαι ἐγενόμην ἐγενήθην γεγένημαι γέγονα γεγονώς ἦ (ν) ἐγεγόνειν
ρ γίγνει/ῃ ἐγίγνου γενήσει/ῃ γενηθήσει/ῃ ἐγένου ἐγενήθης γεγένησαι γέγονας γεγονώς ἦσθα ἐγεγόνεις
ι γίγνεται ἐγίγνετο γενήσεται γενηθήσεται ἐγένετο ἐγενήθη γεγένηται γέγονε (ν) γεγονώς ἦν ἐγεγόνει
σ γιγνόμεθα ἐγιγνόμεθα γενησόμεθα γενηθησόμεθα ἐγενόμεθα ἐγενήθημεν γεγενήμεθα γεγόναμεν γεγονότες ἦμεν ἐγεγόνεμεν
τ. γίγνεσθε ἐγίγνεσθε γενήσεσθε γενηθήσεσθε ἐγένεσθε ἐγενήθητε γεγένησθε γεγόνατε γεγονότες ἦτε ἐγεγόνετε
γίγνονται ἐγίγνοντο γενήσονται γενηθήσονται ἐγένοντο ἐγενήθησαν γεγένηνται γεγόνασι(ν γεγονότες ἦσαν ἐγεγόνεσαν
Π - - - - - - - - - -
ρ γίγνου - - - γενοῦ γενήθητι γεγονώς ἴσθι - - -
ο γιγνέσθω - - - γενέσθω γενηθήτω γεγενήσθω - - -
σ - - - - - - - - - -
τ. γίγνεσθε - - - γένεσθε γενήθητε γεγονότες ἔστε - - -
γιγνέσθων/ - - - γενέσθων/ γενηθέντων/ γεγενήσθων/ - - -
γιγνέσθωσαν γενέσθωσαν γενηθήτωσαν γεγενήσθωσαν
Υ ὦ - - γένωμαι - -
π ᾖς - - γένῃ - -
ο ᾖ - - γένηται - -
τ. ὦμεν - - γενώμεθα - -
ἦτε - - γένησθε - -
ὦσι(ν) - - γένωνται - -
Π - - - - - -
ρ ἴσθι - - γενοῦ - -
ο ἔστω - - γενέσθω - -
σ - - - - - -
τ. ἔστε - - γένεσθε - -
ἔστων/ἔστωσαν/ὄντων - - γενέσθων/γενέσθωσαν - -
Π - - - - - - -
ρ λαμβάνου - - λαβοῦ λήφθητι εἴληψο -
ο λαμβανέσθω - - λαβέσθω ληφθήτω εἰλήφθω -
σ - - - - - - -
τ. λαμβάνεσθε - - λάβεσθε λήφθητε εἴληφθε -
λαμβανέσθων/ - - λαβέσθων/ ληφθέντων/ εἰλήφθων -
λαμβανέσθωσαν λαβέσθωσαν ληφθήτωσαν /εἰλήφθωσαν
Π - - - - - - -
ρ λέγε - - λέξον εἰπέ εἰρηκώς ἴσθι -
ο λεγέτω - - λεξάτω εἰπέτω εἰρηκώς ἔστω -
σ - - - - - - -
τ. λέγετε - - λέξατε εἴπετε εἰρηκότες ἔστε -
λεγέτωσαν - - λεξάντων/ εἰπέτωσαν εἰρηκότες ἔστων/ ἔστωσαν/ ὄντων -
/ λεξάτωσαν /εἰπόντων
λεγόντων
Π - - - - - -
ρ μάνθανε - - μάθε μεμαθηκώς ἴσθι -
ο
μανθανέτω - - μαθέτω μεμαθηκώς ἔστω -
σ
τ. - - - - - -
μανθάνετε - - μάθετε μεμαθηκότες ἔστε -
μανθανέτωσ - - μαθέτωσαν/ μεμαθηκότες ἔστων/ ἔστωσαν/ ὄντων -
αν/ μαθόντων
μανθανόντω
ν
Α. μανθάνειν - μαθήσεσθαι μαθεῖν μεμαθηκέναι -
ενεστώτας παρατατικός μέλλοντας αόριστος παρακείμενος υπερσυντέλικος
Ο δρῶ ἔδρων δράσω ἔδρασα δέδρακα ἐδεδράκειν
ρ δρᾷς ἔδρας δράσεις ἔδρασας δέδρακας ἐδεδράκεις
ι
δρᾷ ἔδρα δράσει ἔδρασε(ν) δέδρακε(ν) ἐδεδράκει
σ
τ. δρῶμεν ἐδρῶμεν δράσομεν ἐδράσαμεν δεδράκαμεν ἐδεδράκεμεν
δρᾶτε ἐδρᾶτε δράσετε ἐδράσατε δεδράκατε ἐδεδράκετε
δρῶσι(ν) ἔδρων δράσουσι(ν) ἔδρασαν δεδράκασι(ν) ἐδεδράκεσαν
Π - - - - - -
ρ δρᾶ - - δρᾶσον δεδρακώς ἴσθι -
ο
δράτω - - δρασάτω δεδρακώς ἔστω -
σ
τ. - - - - - -
δρᾶτε - - δράσατε δεδρακότες ἔστε -
δράτωσαν/ - - δρασάντων/ δεδρακότες ἔστων/ ἔστωσαν/ ὄντων -
δρώντων δρασάτωσαν
Α. δρᾶν - δράσειν δρᾶσαι δεδρακέναι -
ενεστώτας παρατατικός μέλλοντας αόριστος β παρακείμενος υπερσυντέλικος
Π - - - - - -
ρ πάσχε - - πάθε πεπονθώς ἴσθι -
ο
πασχέτω - - παθέτω πεπονθώς ἔστω -
σ
τ. - - - - - -
πάσχετε - - πάθετε πεπονθότες ἔστε -
πασχέτωσαν/ - - παθέτωσαν/ πεπονθότες ἔστων/ἔστωσαν/ ὄντων -
πασχόντων παθόντων
Π - - - - - - - -
ρ πέμπου - - - πέμψαι πέμφθητι πέπεμψο -
ο πεμπέσθω - - - πεμψάσθω πεμφθήτω πεπέμφθω -
σ - - - - - - - -
τ. πέμπεσθε - - - πέμψασθε πέμφθητε πέπεμφθε -
πεμπέσθων/ - - - πεμψάσθων/ πεμφθέντων/ πεπέμφθων/ -
πεμπέσθωσα πεμψάσθωσα πεμφθήτωσαν πεπέμφθωσαν
ν ν
Π - - - - - - -
ρ τρέπε - - τρέψον - τετροφώς ἴσθι -
ο τρεπέτω - - τρεψάτω - τετροφώς ἔστω -
σ - - - - - - -
τ. τρέπετε - - τρέψατε - τετροφότες ἔστε -
τρεπέτωσαν/ - - τρεψάντων/ - τετροφότες ἔστων/ ἔστωσαν/ὄντων -
τρεπόντων τρεψάτωσαν
Π - - - - - -
ρ αἵρει - - ἕλε ᾑρηκώς ἴσθι -
ο αἱρείτω - - ἑλέτω ᾑρηκώς ἔστω -
σ - - - - - -
τ. αἱρεῖτε - - ἕλετε ᾑρηκότες ἔστε -
αἱρείτωσαν/ - - ἑλέτωσαν/ ᾑρηκότες ἔστων/ ἔστωσαν/ ὄντων -
αἱρούντων ἑλόντων