Professional Documents
Culture Documents
Εβδομάδα 11η
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ-
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
• Ποια είναι τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον χαρακτηρισμό ενός παιδιού ή
εφήβου με προβληματική συμπεριφορά;
Δ Στασινός (2013). Η Ειδική Εκπαίδευση 2020. Για μια Συμπεριληπτική ή Ολική Εκπαίδευση στο
Νέο-ψηφιακό σχολείο. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση (Κεφ. ΄Ενατο σσ.307-370). Βλ. αντίστοιχα
και στη βελτιωμένη έκδοση του παρόντος συγγράμματος (2016).
Στην παρούσα θεματική ενότητα γίνεται λόγος για τα προβλήματα συμπεριφοράς και τις
συναισθηματικές διαταραχές του παιδιού και του εφήβου. Συγκεκριμένα, σκιαγραφείται η
εννοιολογική τους διάσταση και το κλινικό τους προφίλ και υπογραμμίζεται ο ρόλος του
εκπαιδευτικού και του υποστηρικτικού προσωπικού στην αντιμετώπισή τους.
• Ορολογία, ορισμοί
6.2.1. Ορολογία-ορισμοί
6.2.1.1. Ορολογία
Η περιγραφή των συναφών περιπτώσεων έχει γίνει κατά καιρούς με τη χρήση διαφόρων όρων-
επιθέτων με αρνητική απόχρωση όπως συναισθηματικά διαταραγμένα, κοινωνικά
απροσάρμοστα, ανώμαλα, εξαθλιωμένα, ψυχολογικά διαταραγμένα, διεστραμμένα, αυτιστικά,
υπερκινητικά, επιθετικά, σχιζοφρενή, κ.τ.λ.
Στις τελευταίες δεκαετίες, για λόγους καθαρά ψυχολογικούς δηλαδή για μετριασμό των
αρνητικών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η χρήση των οικείων όρων-επιθέτων στον ψυχικό
κόσμο του παιδιού χρησιμοποιούνται περιφράσεις ή περιγραφές
Μερικά από τα βασικά θεωρητικά μοντέλα ή προσεγγίσεις που έχουν προταθεί στο πλαίσιο
ορισμού και ερμηνείας παρόμοιων διαταραχών είναι τα εξής:
• Η βιολογική προσέγγιση
• Το ψυχαναλυτικό μοντέλο
• Η ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση
• Η ανθρωπιστική προσέγγιση
• Η οικολογική προσέγγιση
• Το συμπεριφορικό μοντέλο
Η διατύπωση ενός ορισμού της προβληματικής συμπεριφοράς δίνει απαντήσεις σε τρία βασικά
ερωτήματα:
Μια τέτοια εννοιολογική προσέγγιση του συναφούς πληθυσμού μπορεί ακόμη να λειτουργήσει
και ως βάση για τον προσδιορισμό της συχνότητας του φαινομένου. Ο σαφής και αντικειμενικός
ορισμός της προβληματικής ή (και) διαταραγμένης συμπεριφοράς παραμένει επομένως ένα
κρίσιμο και δύσκολο στην επίλυσή του πρόβλημα. Προσπάθειες ωστόσο προς την κατεύθυνση
αυτή έχουν γίνει πάρα πολλές εκ μέρους των μελετητών του φαινομένου.
6.2.2. Συχνότητα
Οι εκτιμήσεις της συχνότητας των παιδιών με προβληματική συμπεριφορά και συναισθηματικές
διαταραχές ποικίλλουν σε πολύ πλατιά κλίμακα. Επισκόπηση της συναφούς βιβλιογραφίας δείχνει
πως ένα κυμαινόμενο ποσοστό μαθητών μεταξύ 0.1% και 30% του σχολικού πληθυσμού που
αντιπροσωπεύει παιδιά με προβλήματα ή διαταραχές συμπεριφοράς.
Σε ό,τι αφορά στο φύλο, οι διαταραχές συμπεριφοράς είναι περισσότερο συχνά διαγνωσμένες στα
αγόρια παρά στα κορίτσια και σε μια τυπική αναλογία περίπου 3:1 ή 4:1. Θα πρέπει να τονιστεί
στο σημείο αυτό πως και το Διαγνωστικό, Στατιστικό Εγχειρίδιο (DSM-IV) της Αμερικανικής
Ψυχιατρικής Εταιρείας προσδίδει έμφαση σε αυτή την αριθμητική υπεροχή των αγοριών με την
αναφορά του στην επιθετικότητα ως γνώριμη μορφή διαταραγμένης συμπεριφοράς που διέπει
κατεξοχήν το φύλο των αγοριών. Μια αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών
συχνότητας σε συνάρτηση με την ηλικία αναφέρεται συχνά και στα δυο φύλα. Διαφορές
συχνότητας του φαινομένου επισημαίνονται επίσης σε εθνική και κοινωνικο-οικονομική κλίμακα
παρόλο που οι συναφείς μαρτυρίες διαφοροποιούνται μεταξύ τους (Roberts et al., 2006).
Η μέτρηση εστιάζεται συνήθως στις εξής τέσσερις παραμέτρους που διέπουν την (προβληματική)
συμπεριφορά του παιδιού και εξετάζονται σε συσχέτιση μεταξύ τους.
• Συχνότητα,
• διάρκεια,
• τοπογραφία
• μέγεθος ή ένταση.
6.2.4. Ταξινόμηση
Η νομική θεώρηση μιας τέτοιας συμπεριφοράς εστιάζεται στο περιεχόμενο ορισμένων νόμων και
στο ενδεχόμενο παραβίασής τους εκ μέρους του παιδιού ως ανηλίκου που έχει ως αποτέλεσμα την
παραπομπή του στο ομώνυμο δικαστήριο (δικαστήριο ανηλίκων).
Μπορεί να διακρίνει κανείς δυο μορφές ή συστήματα ταξινόμησης παρόμοιων διαταραχών, την
ψυχιατρική ταξινόμηση και τη συμπεριφορική ταξινόμηση. H ψυχιατρική ταξινόμηση έχει
βασιστεί σε μη επαληθεύσιμες υποθέσεις οι οποίες έχουν ελάχιστη ή καμιά εφαρμογή στον
θεραπευτικό τομέα (Achenbach & Edelbrock, 1983). Η συμπεριφορική ταξινόμηση που είναι
νεότερη τείνει, αντίθετα, να είναι περισσότερο αξιόπιστη και έγκυρη στο βαθμό που είναι
βασισμένη σε μεγαλύτερη έκταση στην άμεση παρατήρηση διαταραγμένων ή ειδικών
συμπεριφορών (Achenbach & Edelbrock 1983, Quay 1979).
Σε άλλα κεφάλαια του εν λόγω εγχειριδίου γίνεται λόγος για διαταραχές όπως:
«Σχιζοφρένεια και ΄Αλλες Ψυχωσικές Διαταραχές» με τους υποτύπους της, Διαταραχές της
Διάθεσης (Καταθλιπτικές Διαταραχές, Διπολικές Διαταραχές, κ.ά.), Αγχώδεις Διαταραχές
(Προσβολή/Διαταραχή Πανικού, Αγοραφοβία, Κοινωνική Φοβία, Διαταραχή μετά από
Τραυματικό Στρες, κ.ά.), Σωματόμορφες Διαταραχές (Διαταραχή Πόνου, κ.ά.), Διαταραχές στην
Πρόσληψη Τροφής (Ψυχογενής Ανορεξία, Ψυχογενής Βουλιμία), Διαταραχές του ΄Υπνου,
Διαταραχές της Προσαρμογής (Με Καταθλιπτική Διάθεση, Με ΄Αγχος, Με Διαταραχή της
Διαγωγής, Με Μικτή Διαγωγή των Συγκινήσεων και της Διαγωγής), Διαταραχές της
Προσωπικότητας (Παρανοειδής Διαταραχή, Σχιζοειδής Διαταραχή, Αντικοινωνική Διαταραχή,
Αποφευκτική Διαταραχή, Εξαρτητική Διαταραχή, Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή, κ.ά.).
Ο Quay και οι συνεργάτες του (Quay, 1975, 1986) πρότειναν ένα πολύ γνωστό και αξιόπιστο
σύστημα ταξινόμησης των διαταραχών του παιδιού στο οποίο γίνεται λόγος για τα εξής συναφή
χαρακτηριστικά:
• Διαταραχές συμπεριφοράς
1
American Psychiatric Association (2004) (Μτφρ., επιμ. Κ. Γκοτζαμάνης). Διαγνωστικά κριτήρια DSM-IV-TRTM.
Αθήνα: Ιατρικές εκδόσεις Λίτσας.
Σημειώνεται ότι υπάρχει ήδη στην αγορά η Πέμπτη και τελευταία έκδοση (2013) (DSM-V) από την εν λόγω
Εταιρεία.
• Διαταραχές προσωπικότητας
• Ανωριμότητα
• Κοινωνικοποιημένη επιθετικότητα
Στην ομάδα των διαταραχών συμπεριφοράς περιλαμβάνονται συμπεριφορές όπως ανυπακοή ή/και
διασπαστικότητα, διαπληκτισμοί, αυταρχικότητα και ξεσπάσματα θυμού, κ.τ.λ..
6.2.5. Χαρακτηριστικά
6.2.5.2.1. Επιθετικότητα
Τα περισσότερα παιδιά με προβληματική συμπεριφορά παρουσιάζουν συχνά συμπτώματα
επιθετικότητας. Μια τέτοια συμπεριφορά που διαμορφώνεται σε τρόπο ζωής εκδηλώνεται συχνά
και με ένταση.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί πως και τα παιδιά με ομαλή συμπεριφορά εκδηλώνουν κάποτε
παρόμοιες συμπεριφορές αλλά όχι με τόση παρορμητικότητα και πολλαπλασιαζόμενη συχνότητα
με την οποία εκδηλώνεται η επιθετικότητα. Τα παιδιά με επιθετική συμπεριφορά συνήθως δεν
είναι δημοφιλή στους συνομηλίκους τους και βιώνουν συμπεριφορές κοινωνικού αποκλεισμού
και περιθωριοποίησης.
Το ενδιαφέρον των ερευνητών για την εκφοβιστική συμπεριφορά (bullying) των νέων προήλθε
από τις μελέτες του παγκόσμια γνωστού Νορβηγού επιστήμονα Dan Olweus (1993, 1994),
καθηγητή ψυχολογίας στο Ερευνητικό Κέντρο Προαγωγής Υγείας του Πανεπιστημίου Bergen της
ομώνυμης χώρας. Ο Dan Olweus 2 είναι πρωτοπόρος ερευνητής επί 35 και πλέον χρόνια της
ενδοσχολικής βίας. ΄Εχει προτείνει και εφαρμόζεται με κρατική υποστήριξη και υπό την επίβλεψή
του πρόγραμμα πρόληψης του εκφοβισμού 3 σε σχολεία της Νορβηγίας (σε δημοτικά και
γυμνάσια) και του εξωτερικού με ιδιαίτερα εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Το ενδιαφέρον των ειδικών για τη μελέτη του οικείου προβλήματος προήλθε ωστόσο και από
άλλες συναφείς συγκυρίες όπως είναι η προβολή στα ΜΜΕ (συχνών) περιστατικών σχολικής
βίας ανά τον κόσμο όπου η εκφοβιστική συμπεριφορά (εξελισσόμενη σε παγκόσμιο φαινόμενο)
αποτελεί μέρος της έκφανσής της.
Η εκφοβιστική συμπεριφορά απεικονίζει στην ουσία την ύπαρξη μιας δυσαναναλογίας σε επίπεδο
άσκησης δύναμης και εξουσίας μεταξύ δυο μερών. Το παιδί με εκφοβιστική συμπεριφορά
παραγνωρίζει την ανάγκη και το δικαίωμα του άλλου για ψυχική και σωματική ακεραιότητα.
Συμπτώματα εκφοβιστικής συμπεριφοράς μπορεί να παρατηρήσει κανείς σε όλο το φάσμα της
αναπτυξιακής περιόδου του παιδιού. Υποστηρίζεται ότι από τις πλέον ανώδυνες μορφές σχολικής
βίας και τις πιο ακραίες, ο κοινός παρονομαστής είναι η τραγικότητα του θύματος και η
τραγικότητα του θύτη.
Οι εκτιμήσεις της συχνότητας της εκφοβιστικής συμπεριφοράς είναι συνάρτηση των ορισμών
που λαμβάνονται υπόψη κάθε φορά για το σκοπό αυτό.
Σε ό,τι αφορά στο φύλο, έρευνες έχουν δείξει ότι τα αγόρια εμπλέκονται περισσότερο από ό,τι τα
κορίτσια σε δραστηριότητες εκφοβιστικής συμπεριφοράς και μάλιστα με τις δυο ιδιότητες δηλαδή
με αυτές του θύτη και του θύματος. Πρέπει να τονιστεί ότι τα αγόρια, σε σύγκριση με τα κορίτσια,
εκτίθενται περισσότερο σε άμεσες επιθέσεις στο πλαίσιο εκδήλωσης της εκφοβιστικής
συμπεριφοράς. Αντίθετα τα κορίτσια εκτίθενται περισσότερο σε έμμεσες επιθέσεις δηλαδή σε
έξυπνες μορφές μιας τέτοιας συμπεριφοράς παρά σε ανοιχτές επιθέσεις.
2
Σχετικό του βιβλίο σε ελληνική μετάφραση κυκλοφόρησε τελευταία από την εν λόγω εταιρεία με τίτλο «Εκφοβισμός
και βία στο σχολείο: Τι γνωρίζουμε και τι μπορούμε να κάνουμε». Το εν λόγω βιβλίο μεταφράστηκε σε πολλές
γλώσσες του κόσμου.
3
Παρόμοιο πρόγραμμα επεξεργάστηκε στη Μ. Βρετανία και η Helen Cowie, καθηγήτρια ψυχολογίας στο
Πανεπιστήμιο Sarey μαζί με τους συνεργάτες της που είναι γνωστό ως πρόγραμμα του Sheffield για την αντιμετώπιση
της εκφοβιστικής συμπεριφοράς μαθητών σε σχολεία της χώρας αυτής.
Ο Olweus (1994) περιγράφει ένα τυπικό παράδειγμα ατόμου-θύτη με εκφοβιστική συμπεριφορά:
«Είναι πολύ επιθετικό στους συνομηλίκους του και τους ενήλικες. ΄Εχει μια περισσότερο θετική στάση
απέναντι στη βία από ό,τι γενικότερα οι συμμαθητές του. Είναι παρωθητικός. Αισθάνεται μια δυνατή
ανάγκη να κυριαρχεί των άλλων. Αισθάνεται μικρή συμπάθεια απέναντι στα θύματά του. Αν είναι αγόρι
είναι από φυσική σκοπιά δυνατότερος του μέσου. Οι νέοι με υψηλή επιθετικότητα δεν εκδηλώνουν
απαραίτητα εκφοβιστική συμπεριφορά…».
6.2.6. Αίτια
• Βιολογικοί
• Ψυχολογικοί
Παραμένει ωστόσο αρκετά πολύπλοκος ο τρόπος με τον οποίο αυτοί οι αιτιώδεις παράγοντες
συναθροίζονται για να έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη παθολογικών συμπεριφορών.
Kάποιοι παράγοντες όπως είναι οι γενετικοί μπορεί να λειτουργούν στη μορφή προδιάθεσης για
εκδήλωση προβληματικής συμπεριφοράς ενώ άλλοι όπως οι ψυχολογικοί ή περιβαλλοντικοί
μπορεί να επισπεύδουν ή να προκαλούν μια τέτοια εκδήλωση.
Οι μελετητές του οικείου φαινομένου επισημαίνουν ακόμη το γεγονός ότι θα πρέπει να γίνεται
λόγος περισσότερο για παράγοντες που συνδυαστικά συνεισφέρουν στην παρουσία
προβληματικής συμπεριφοράς. Η υιοθέτηση της μιας ή της άλλης θέσης που παραπέμπει σε
αιτιώδεις παράγοντες της προβληματικής συμπεριφοράς προσδιορίζει και τις στρατηγικές
πρόληψης και παρέμβασης στο πρόβλημα.
Οι στρατηγικές παρέμβασης στο σχολικό περιβάλλον που έχουν προταθεί κατά καιρούς για την
αντιμετώπιση παιδιών με προβληματική συμπεριφορά και συναισθηματικές διαταραχές
ποικίλλουν. Τούτο οφείλεται εν μέρει στο μεγάλο αριθμό διαφορετικών μορφών με τις οποίες
παρόμοιες περιπτώσεις συμπεριφορών εκδηλώνονται αλλά και στη διαφοροποίηση του βαθμού
σοβαρότητας με τον οποίο απαντά η καθεμιά διαταραγμένη περίπτωση. Η παρουσία παρόμοιων
προβλημάτων εκτείνεται σε ένα άνυσμα διαφοροποιημένων διαταραχών συμπεριφοράς από την
επιθετική συμπεριφορά έως την κοινωνική απόσυρση.
΄Εχουν αναπτυχθεί διάφορες εναλλακτικές θεωρίες ή εννοιολογικά μοντέλα με τα οποία
επιχειρείται η ερμηνεία της προβληματικής συμπεριφοράς του ατόμου. Αυτά είναι τα ακόλουθα:
Το βιογενετικό, το ψυχοδυναμικό, το ψυχοπαιδαγωγικό, το ανθρωπιστικό, το οικολογικό και το
συμπεριφορικό.
Το μοντέλο αυτό προσδίδει έμφαση στην αλληλεπίδραση που ασκείται μεταξύ του παιδιού και
ενός πολύπλοκου κοινωνικού συστήματος το οποίο απαρτίζεται από τον κοινωνικό περίγυρο και
τους κοινωνικούς φορείς με τους οποίους αυτό συναλλάσσεται.
Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί πως σήμερα το σύνολο σχεδόν των παιδιών και εφήβων με
προβλήματα συμπεριφοράς και συναισθηματικές διαταραχές παρακολουθούν κανονικές τάξεις
του συνηθισμένου σχολείου.
Πέρα από τις πρακτικές διδακτικής μεταχείρισης του παιδιού με προβληματική συμπεριφορά που
αναφέρθηκαν παραπάνω, ο εκπαιδευτικός της κανονικής τάξης για να είναι αποτελεσματικός στο
έργο του θα πρέπει ιδιαίτερα να φροντίζει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: