Professional Documents
Culture Documents
• πρακτικοί (ασφάλεια και άνεση, ελεύθερη μετακίνηση, φιλικοί και κατάλληλοι για την ηλικία τους
χώροι),
• κοινωνικοί (μαθαίνουν μαζί με φίλους τους, επίσκεψη ως κοινωνική έξοδος),
• συναισθηματικοί (συναισθηματική εμπλοκή αλλά όχι καταναγκασμός).
Συνοψίζοντας, ανεξάρτητα από τη σχέση των μουσειοπαιδαγωγικών προγραμμάτων με το αναλυτικό
πρόγραμμα, δεν θα πρέπει να παραμελούνται, αλλά αντίθετα να εντάσσονται λειτουργικά μέσα στον κάθε εκ-
παιδευτικό σχεδιασμό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μάθησης στο μουσείο, όπως αυτά αναπτύχθηκαν στην
προηγούμενη ενότητα, ώστε να μην μετατρέπεται το μουσείο σε σχολείο, ακόμη και αν στοχεύει στην εξυπη-
ρέτηση στόχων του αναλυτικού σχολικού προγράμματος. Εξάλλου, η αξιοποίηση διαθεματικών προσεγγίσεων
είναι χαρακτηριστικό της μουσειακής μάθησης και επιθυμητός στόχος και της σχολικής εκπαίδευσης.
96
Κεφάλαιο 4: ΜΟΥΣΕΙΑ ΚΑΙ ΤΥΠΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
είναι να μπορούν να εμβαθύνουν σε επιλεγμένα αντικείμενα και θέματα, χωρίς όμως να είναι αυτό τόσο πε-
ριορισμένο ώστε να καταλήξει βαρετό.
Ποια είναι όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός εκπαιδευτικού προγράμματος για σχολικές τάξεις;
Γενικά ο όρος εκπαιδευτικά προγράμματα χρησιμοποιείται στην ελληνική πραγματικότητα για να περιγράψει
οργανωμένες εκπαιδευτικές διαδικασίες που στοχεύουν σε συγκεκριμένες ομάδες κοινού, ως επί το πλείστον
σχολικές ομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποιείται επεξεργασία επιλεγμένων μουσειακών αντι-
κειμένων και εκθεσιακών θεματικών με συγκεκριμένες μεθόδους και μορφές εργασίας και επικοινωνίας. Ο
σχεδιασμός τους, καθώς καλείται να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες ομάδες μαθητικού κοινού, για το οποίο
δεν είναι σχεδιασμένες οι μουσειακές εκθέσεις, απαιτεί συχνά την παραγωγή εποπτικού υλικού, όπως κατόψεις,
φωτογραφίες, σχέδια, σκίτσα, το οποίο συμπληρώνει το ερμηνευτικό υλικό της έκθεσης και άλλου συνοδευτι-
κού εκπαιδευτικού υλικού, όπως φύλλα/υλικό δραστηριοτήτων, ώστε να διευκολυνθεί η διανοητική και συναι-
σθηματική προσέγγιση του μουσειακού χώρου από τις εκάστοτε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, αλλά και να
μπορέσουν να εφαρμοστούν συγκεκριμένες μουσειοπαιδαγωγικές μέθοδοι, όπως π.χ. η εξερεύνηση.
Οι εκπαιδευτικές αυτές δραστηριότητες διεξάγονται από το ειδικευμένο προσωπικό των μουσείων, εμ-
ψυχωτές ή/και μουσειοπαιδαγωγούς. Διαφοροποιούνται από τις απλές ξεναγήσεις-περιηγήσεις (χωρίς να απο-
κλείεται να υπάρχουν και αυτές ως τμήμα τους), καθώς αναπτύσσονται σε διαφορετικά στάδια και αξιοποιούν
περισσότερες μεθόδους προσέγγισης (κεφ. 3). Σε μια προσπάθεια γενίκευσης των σταδίων που ακολουθούνται
συνήθως στα εκπαιδευτικά προγράμματα, διακρίνονται τα παρακάτω (Νικονάνου 2010):
Α. Εμψύχωση για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα και ενημέρωση για το μουσείο και τη θεματική του
εκπαιδευτικού προγράμματος, συνήθως με την εφαρμογή της μεθόδου της αφήγησης ή της μαιευτικής. Το στά-
διο αυτό μπορεί να λαμβάνει χώρα στη μουσειακή έκθεση ή σε χώρο εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και συχνά
υποστηρίζεται από τη χρήση εποπτικού και άλλου εκπαιδευτικού υλικού (Εικόνα 4.1).
Β. Προσέγγιση εκθεμάτων και ερμηνευτικού υλικού μέσα στην έκθεση. Στο στάδιο αυτό μπορεί να
εφαρμόζεται η μέθοδος της αφήγησης, της μαιευτικής ή της αποκαλυπτικής μεθόδου, ανάλογα με το είδος της
δραστηριότητας, δηλαδή την ξενάγηση, τη συζήτηση ή την εξερεύνηση. Συχνά μάλιστα η προσέγγιση των εκ-
θεμάτων μπορεί να χωρίζεται σε δύο επιμέρους στάδια, το ένα με συζήτηση και το επόμενο με την εξερεύνηση.
Στην περίπτωση της εξερεύνησης χρησιμοποιούνται φύλλα/υλικό δραστηριοτήτων (βλ. κεφ. 9) και εφαρμόζε-
ται συνήθως η ομαδική εργασία (Εικόνα 4.2).
Γ. Εφαρμογή βιωματικών μεθόδων προσέγγισης των θεματικών του εκπαιδευτικού προγράμματος,
όπως για παράδειγμα η συμμετοχή σε υλικές-εικαστικές, μουσικές, θεατρικές δραστηριότητες κ.ο.κ. (Εικόνα
4.3, 4.4).
97
ΝΙΚΗ ΝΙΚΟΝΑΝΟΥ
Εικόνα 4.2 Προσέγγιση εκθεμάτων στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Φωτό: Ν.Ν.).
98
Κεφάλαιο 4: ΜΟΥΣΕΙΑ ΚΑΙ ΤΥΠΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Εικόνα 4.4 Εργαστήριο στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Φωτό: Ν.Ν.).
99
ΝΙΚΗ ΝΙΚΟΝΑΝΟΥ
Ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός θα πρέπει να επιδιώκει την ενεργητική στάση των μαθητών κατά τη διάρκεια του
προγράμματος, την κοινωνική αλληλεπίδραση, την προώθηση πρωτοβουλιών, την ανάπτυξη της κριτικής σκέ-
ψης, ικανοτήτων, δεξιοτήτων, την απόκτηση γνώσεων και τη διευκόλυνση δόμησης ατομικών νοημάτων, τη
συμμετοχή των αισθήσεων, την ψυχαγωγία και την προσωπική δημιουργική έκφραση κ.ο.κ. Κεντρικός άξονας
της όλης εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι η αξιοποίηση των μουσειακών αντικειμένων και του μουσειακού
χώρου, καθώς και η αξιοποίηση του «ανοιχτού» χαρακτήρα της μαθησιακής διαδικασίας. Τα εκπαιδευτικά
αυτά προγράμματα τίθενται σπάνια στην υπηρέτηση στόχων των αναλυτικών προγραμμάτων και συνήθως
προκαλούν μεμονωμένη επαφή με τον χώρο του μουσείου. Κυρίαρχος σκοπός είναι οι συμμετέχοντες μαθητές
να αποκτήσουν μια θετικά αξιομνημόνευτη εμπειρία από τον μουσειακό χώρο.
Τα εκπαιδευτικά αυτά προγράμματα απευθύνονται σε διαφορετικές κάθε φορά σχολικές τάξεις και βαθ-
μίδες εκπαίδευσης. Συνήθως διακρίνονται οι εξής ομάδες: α. παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας
(Νηπιαγωγείο, Α΄, Β΄ Δημοτικού και Γ΄ Δημοτικού), β. μαθητές Δ΄, Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού, γ. Μαθητές Γυμνα-
σίου και δ. Μαθητές Λυκείου, χωρίς ωστόσο να αποκλείονται μικρές μετατοπίσεις των ηλικιακών ορίων. Στην
ελληνική μουσειοπαιδαγωγική πραγματικότητα τα εκπαιδευτικά προγράμματα σπάνια απευθύνονται σε παιδιά
Νηπιαγωγείου ή μαθητές Λυκείου, με τις τρεις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού να είναι οι πιο προνομιούχες.
Τα προγράμματα προσαρμόζουν στις ιδιαιτερότητες της κάθε ηλικιακής ομάδας τα περιεχόμενα, τις
μεθόδους και τις μορφές εργασίας. Ειδικά για τις ομάδες νηπίων σημαντική κρίνεται η συνεργασία ανάμεσα
σε νηπιαγωγούς και μουσειοπαιδαγωγούς αλλά και με τους γονείς (Marx 2012b). Για όλες τις ομάδες αλλά
ειδικότερα για τα νήπια και τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σημαντικό είναι να παρέχεται στα παιδιά κατά τη
διάρκεια της επίσκεψης χρόνος και χώρος, ώστε με βάση τους δικούς τους ρυθμούς και τις ανάγκες να ασχο-
ληθούν, περισσότερο ή λιγότερο, με τα αντικείμενα (Ruempler-Wenk 2012). Όπως και με μεγαλύτερα παιδιά,
χρειάζεται να προβλέπονται δυνατότητες για να καθίσουν, γωνίες για να συγκεντρωθούν, χώροι για εργαστη-
ριακές δραστηριότητες. Μία ιδιαιτερότητα αυτής της ηλικιακής ομάδας είναι ότι πολύ περιορισμένα μπορεί
να προσεγγίσει τα ερμηνευτικά βοηθήματα μιας έκθεσης σχεδιασμένης για ενήλικες. Για τα παιδιά από τη Γ΄
Δημοτικού και μετά τα εκθεσιακά κείμενα μπορούν να αποτελέσουν υλικό για εξερεύνηση, γεγονός που μόνο
περιορισμένα μπορεί να ισχύει για τα μικρότερα παιδιά με αποτέλεσμα να χρειάζεται συνήθως εμπλουτισμός
των ερμηνευτικών μέσων της έκθεσης με εικόνες και άλλο εποπτικό υλικό. Τέλος, όπως αναφέρει η Kuttner
(2012), για τα μικρά παιδιά θα πρέπει πάντα να υπάρχει μια μορφή πρακτικής δημιουργικής έκφρασης, συμμε-
τοχή των αισθήσεων και εξάσκηση της λεπτής κινητικότητας (Εικόνα 4.5).
100