You are on page 1of 6

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

«Εἶπεν ο Κύριος … «ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ


δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται»

(Λουκᾶ ΙΗ’ 10-14)

Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἐφθάσαμε στήν πιό κατανυκτική,


λειτουργική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ὀνομάζεται
Τριώδιο. Ὁ σκοπός του εἶναι νά ἑτοιμασθοῦμε πνευματικά, μέ
τή μετάνοια καί τίς ἄλλες ἀρετές, νά προσκυνήσουμε τά Ἅγια
Πάθη καί τήν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, πού θά μᾶς φέρει
καί στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Γι’ αὐτό καί τό ἱερό Εὐαγγέλιο τῆς πρώτης αὐτῆς


Κυριακῆς τοῦ Τριωδίου, μᾶς παρουσιάζει, ἀφ’ ἑνός μέν ἕνα
πάθος ὀλέθριο, πού πρέπει νά καταπολεμήσουμε, τήν
ὑπερηφάνεια, ἀφ’ ἑτέρου δέ μᾶς προβάλλει μία ὑπέροχη ἀρετή,
τήν ταπεινοφροσύνη, πού ὀφείλουμε νά τήν κάνουμε βίωμα
μας.

Ὁ Κύριος λοιπόν μᾶς παρουσιάζει δύο τύπους ἀνθρώπων,


τόν Φαρισαίο καί τόν Τελώνη, μέ τά γνωρίσματά τους.

A. ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ.

α) Η ἐπίδειξη.
Μᾶς εἶπε ὁ Κύριος. Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ἱερό,
δηλαδή στόν Ναό γιά νά προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν
Φαρισαῖος, φαινομενικά δίκαιος καί εὐσεβής, καί ὁ ἄλλος
Τελώνης, πού θεωροῦνταν ἄδικος και ἁμαρτωλός.

Ὁ Φαρισαῖος «σταθείς πρός ἑαυτόν ταῦτα προσηύχετο»,


πού σημαίνει, πῆγε καί στάθηκε ὄρθιος ἐπιδεικτικά σέ ἕνα
μέρος, ὥστε νά φαίνεται καλά ἀπό τούς ἄλλους καί
προσευχόταν πρός τόν ἑαυτό του καί ὄχι πρός τόν Θεό, δηλαδή
ὑποκριτικά.

β) Ὁ ἐγωισμός καί ἡ κατάκριση.

Τί λέγει ὅμως στήν προσευχή του; «Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου


γιατί «Οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων», δηλαδή, δέν
εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι,
μοιχοί ἤ καί σάν αὐτόν ἐκεῖ τόν τελώνη.

Δέν εἶπε, παρατηρεῖ ἑρμηνευτής, ὅτι μέ ἐφύλαξες, Κύριε,


ἀπό ἀδικίας καί ἁρπαγῆς. Ἀλλά πῶς; Οὐκ εἰμί. Δηλαδή, δέν
εἶμαι ἐγώ. Ὅλο τό κατόρθωμα εἶναι δικό του, ἀντί ἐκείνου τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου, πού λέγει: «Οὐκ ἐγώ δέ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ
Θεοῦ, ἡ σύν ἐμοί». (Α’ Κορ. ΙΕ’, 10).

Καί ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης:

«Ἡ περιφρόνηση εἶναι ἀρχή τῆς ὑπερηφάνειας». Αὐτός εἶναι ὁ


σοφός, οἱ ἄλλοι δέν εἶναι τίποτε. Ἀλλά δέν ἀρκεῖται μόνο σ’
αὐτά ὁ ὑπερήφανος.

Ἀλλά κάνει καί

γ) Αὐτοδιαφήμιση.

Ἔχω λέγει καί ἀρετές. Νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα


(Δευτέρα καί Πέμπτη) καί δίνω τό ἕνα δέκατο ἀπ’ ὅλα ὅσα
ἀποκτῶ. (Ἀκόμη καί ἀπό τά πιό μικρά, γιά τά ὁποῖα δέν
ἐπιβάλλει ὁ νόμος τή «δεκάτη»).
Ταλαίπωρε Φαρισαῖε, κάθε ἐποχῆς. «Ποιός εἶσαι ἐσύ, ὁ
κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην»; Εἶσαι ἐσύ ὑπεράνω τοῦ Θεοῦ, πού
Αὐτός θά μᾶς κρίνει;

Καί τί προσευχή εἶναι αὐτή, νά αὐτοθαυμάζεσαι καί νά


αὐτοεπαινεῖσαι στό Ναό τοῦ Θεοῦ, ὅταν οἱ ἁμαρτίες μας, ὅλων
τῶν ἀνθρώπων εἶναι βουνό ἐνώπιον τοῦ Κυρίου;

Ἐκεῖ ὁδηγεῖ τό ὀλέθριο πάθος τῆς ὑπερηφάνειας μέ τό


Ἐγώ μας, τυφλώνει καί σκοτίζει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά
φέρεται ἐγωιστικά στούς ἄλλους ἀνθρώπους, καί στήν
οἰκογένειά του αὐταρχικά, χωρίς νά ὑπολογίζει τή γνώμη
κανενός.

Κατόπιν αὐτῶν, φυσικόν εἶναι νά μήν τόν ἐκτιμοῦν καί νά


τόν ἀποστρέφονται οἱ ἄνθρωποι καί ὁ Θεός, διότι «Ὁ Θεός
ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν». (Α’
Πετρ. Ε’, 5).

Ἄλλωστε αὐτή ἡ ὑπερηφάνεια καί ἀλαζονεία ἦταν καί ἡ


αἰτία τῆς φοβερῆς πτώσεως καί κολάσεως τοῦ Εωσφόρου, καί
εἶναι ἡ καταστροφή τῶν ἀμετανόητων ἁμαρτωλῶν.

Β. Η ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ.

Τά ἐντελῶς ἀντίθετα ἔκανε ὁ Τελώνης μέ τή στάση του


καί τά λόγια του, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Θεοφύλακτος, ἀπό τά
λόγια τοῦ Κυρίου.

α) Μέ τήν ἀπόκρυψή του καί τήν ταπείνωσή του.

Αὐτός στάθηκε μακριά ἀπό τό θυσιαστήριο τοῦ Ναοῦ καί


δέν τολμοῦσε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει πρός τόν οὐρανό.

β) Μέ τήν ἐξουθένωσή του.

Ἀλλά κτυποῦσε συνεχῶς μέ τά χέρια του τό στῆθος του,


πού ἔκρυβε μέσα του τήν ἁμαρτία καί
γ) Μέ τήν συντριβή τῆς καρδιᾶς του καί τή μετάνοιά του,
πού ἔλεγε: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Θεέ μου, σπλαγχνίσου με, ἐλέησόν με, καί συγχώρησέ με


τόν ἁμαρτωλό.

Καί σχολιάζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, πού λέγει:

«Ὁ Τελώνης δέν ἀντέδρασε στούς ὀνειδισμούς τοῦ


Φαρισαίου, οὔτε πόνεσε ἀπό τήν κατηγορία, ἀλλά δέχτηκε τόν
πικρό αὐτό λόγο μέ εὐγνωμοσύνη, διότι πίστευε ὅτι τοῦ ἄξιζε.
Καί ἔγινε ἔτσι τό βέλος τοῦ ἐχθροῦ φάρμακο καί θεραπεία,
ἐγκώμιο καί στέφανός του.

Αὐτό κάνει ἡ ταπεινοφροσύνη».

Γι’ αὐτό ὁ Κύριος εἶπε μετά:

Σᾶς βεβαιώνω ὅτι αὐτός ὁ περιφρονημένος τελώνης,


κατέβηκε ἀπό τό Ναό, καί πῆγε στό σπίτι του δικαιωμένος καί
ἀθωωμένος ἀπό τό Θεό καί ὄχι ὁ Φαρισαῖος, διότι ὅποιος
ὑψώνει τόν ἑαυτό του, θά ταπεινωθεῖ ἀπό τό Θεό καί θά
κατακριθεῖ. Ἀντίθετα ὅποιος ταπεινωνεῖ τόν ἑαυτό του, θά
ὑψωθεῖ καί θά τιμηθεῖ ἀπό τό Θεό.

Πόσο μεγάλη λοιπόν εἶναι ἡ ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης!

Εἶναι τό «θεμέλιο» (Ἱερός Χρυσόστομος) καί ἡ βάση ὅλων


τῶν ἀρετῶν. Χωρίς αὐτήν δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει
ἀληθινά πνευματική καί ἁγία ζωή.

Αὐτήν τήν «Στολήν τῆς Θεότητος», κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ


τόν Σῦρον, εἶχε ὁ θεάνθρωπος Κύριος μας, ἀλλά καί ἡ Παναγία
καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Σ’ αὐτήν ἀναπαύεται τό
Ἅγιο Πνεῦμα (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τήν ὀνομάζει «Ἁγία


Ταπείνωση» καί εἶναι «Ἡ Πύλη τῆς Βασιλείας». Καί συνεχίζει:
ὁ ταπεινός καί ὄχι ὁ «ταπεινόσχημος» εἶναι «Ὁ παρ’ ἑτέρων
ὀνειδισθείς καί τήν ἀγάπη αὐτοῦ μή μειώσας». Καί ἀκόμη
ἔγραψε στόν ΚΕ’ (25) Λόγο του «Περί Ταπεινοφροσύνης»:
«Εἶναι ἀκατόρθωτο νά εὑρεθεῖ ταπείνωσις στούς ἑτεροδόξους
(αἱρετικούς)» (ΚΕ, ΛΑ 31).

Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος καλεῖ τήν ταπείνωση «Μίμησιν


Χριστοῦ» καί γράφει πρακτικά στόν Ἀσκητικό του Λόγο τόν 10ο.
Νά ἔχεις τήν ταπείνωση σέ ὅλα: «Στήν ἐμφάνισή σου, στά
ροῦχα σου, στό βάδισμά σου, στό κάθισμά σου, στόν τρόπο πού
τρώγεις, στό σπίτι σου μέσα καί στούς λόγους σου. Νά εἶσαι
ὠφέλιμος πρός ὅλους καί ἀνεξίκακος. Κανέναν ἀπολύτως νά
μήν περιφρονεῖς. Νά εἶσαι γλυκός, εὐχάριστος στίς ἀπαντήσεις
καί ἐξυπηρετικός. Νά μήν ἐγκωμιάζεις ἐσύ τον ἑαυτό σου. Νά
μή δέχεσαι λόγον ἄσεμνο. Μήν γίνεσαι αὐστηρός στίς
παρατηρήσεις σου. Μήν ἐλέγχεις μέ ἐμπάθεια… Νά εἶσαι
ἀρεστός στό Θεό». Τότε θά εἶναι καί γιά σένα ἡ ταπείνωση
«ὑψοποιός».

Τώρα πού εὑρισκώμεθα στήν ἀρχή τοῦ Τριωδίου καί ἡ


Ἁγία μας Ἐκκλησία μέ τήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί
Φαρισαίου καί τούς θαυμασίους ὕμνους της «Τῆς μετανοίας
ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα …» καί ἄλλους καί μέ τίς ἄλλες
εὐαγγελικές περικοπές, μᾶς ὑποδεικνύει τί πρέπει νά
ἀποφύγουμε καί τί νά ἀποκτήσουμε.

Τό δοξαστικό τῆς Τυρινῆς μᾶς τό ὑπενθυμίζει: «Ἔφθασε


καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ἡ κατά δαιμόνων
νίκη, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια».

Αὐτόν τόν καιρό, «Καιρός Μετανοίας καί περισυλλογῆς»,


ὁ πονηρός διάβολος καί τά ὄργανά του, θέλουν νά καταλύσουν
τίς ἑορτές τοῦ Κυρίου καί νά ἐκτρέψουν τούς πιστούς, στά
εἰδωλολατρικά καρναβάλια καί σέ ἄσεμνα γλέντια καί πάρτυ
παιδιῶν. Ἡ Ἐκκλησία αὐτά τά ἔχει ἀποδοκιμάσει μέσα ἀπό τήν
Ἁγία Γραφή, καί τά ἔχει ἀπαγορεύσει μέ τόν 62ο Κανόνα τῆς
Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅταν λέγει: «Θέλουμε νά
ἐκλείψουν ἀπό τήν ζωή τῶν πιστῶν … οἱ γιορτές πού γίνονται
σύμφωνα μέ μιά συνήθεια παλιά καί ξένη πρός τή ζωή τῶν
Χριστιανῶν … Οὔτε νά φοροῦν προσωπεῖα κοσμικά ἤ σατιρικά
ἤ τραγικά … κάνοντας ἔτσι πράξεις δαιμονιώδους πλάνης, ἐξ
αἰτίας ἄγνοιας ἤ ματαιοδοξίας. Ὅσοι λοιπόν τά ἐπιχειροῦν
αὐτά, παρόλο πού γνωρίζουν τίς ἀπαγορεύσεις, αὐτοί ἄν εἶναι
κληρικοί, νά καθαιροῦνται, κι ἄν εἶναι λαϊκοί νά ἀφορίζονται».

Ἑπομένως ἀς τά προσέξουν αὐτά οἱ συνειδητοί


χριστιανοί, νά μήν πέσουν στίς παγίδες αὐτές τοῦ διαβόλου μέ
τίς τρομερές συνέπειές τους. Αὐτά εἶναι τά σκοτεινά ἔργα τῆς
ὑπερηφάνειας, τῆς ἀσωτείας, τῆς μέθης καί τῆς σπατάλης. Καί
καταπολεμοῦνται μέ τά «Ὅπλα τοῦ Φωτός».

Νά μᾶς ἀξιώσει δέ ὁ Θεός, νά εἰσέλθουμε στό «Στάδιο τῶν


ἀρετῶν» να προσκυνήσουμε καθαροί, μέ τήν «Πανοπλία τοῦ
Σταυροῦ» καί μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τά Ἅγια Πάθη
καί τήν Ἁγία Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Τότε θά ἰσχύσει καί
γιά ἐμᾶς ἐκεῖνος ὁ ὡραῖος ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας, πού λέγει: «Ὁ
ποιῶν ταῦτα, τόν ἀληθινόν κομίζεται στέφανον, παρά τοῦ
Παμβασιλέως Χριστοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως».

Καλό καί Ἅγιο Τριώδιο.


Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Γ. Σουσόπουλος.

Προϊστάμενος Ι. Ν. τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας Ἀνατολῆς

You might also like