You are on page 1of 9

ΟΡΙΣΜΟΙ

Για τους σκοπούς αυτού του οδηγού, χρησιμοποιούνται οι παρακάτω ορισμοί :

Antistatic additive (Αντιστατικό πρόσθετο)


Μία ουσία που προσθέτεται σ' ένα προϊόν πετρέλαιου για ν' αυξήσει την ειδική ηλεκτρική
αγωγιμότητά του πάνω από τα 100 picoSiemens/metre (pS/m) ώστε ν' αποφεύγεται η
συσσώρευση στατικού ηλεκτρισμού.

Approved equipment (Εγκεκριμένο είδος εξοπλισμού)


Ένα είδος εξοπλισμού που η σχεδίασή του έχει δοκιμασθεί και εγκριθεί από αρμόδια αρχή
π.χ. κρατική υπηρεσία ή νηογνώμονα. Η αρχή πρέπει να πιστοποιεί ότι το είδος εξοπλισμού
είναι ασφαλές για χρήση σ' ορισμένη επικίνδυνη ατμόσφαιρα.

Auτo-ignition (Αυτανάφλεξη)
Η ανάφλεξη ενός εύφλεκτου υλικού χωρίς επίδραση σπινθήρα ή φλόγας, όταν το υλικό
θερμανθεί μέχρι τη θερμοκρασία στην οποία συμβαίνει αυτοσυντηρούμενη καύση.

Bonding (Ηλεκτρική σύνδεση)


Η ηλεκτρική σύνδεση μεταλλικών τμημάτων μεταξύ τους για την εξασφάλιση ηλεκτρικής
συνέχειας.

Cathodic protection (Καθοδική προστασία)


Η πρόληψη της διάβρωσης με εφαρμογή ηλεκτροχημικών μεθόδων. Στα δεξαμενόπλοια
μπορεί να εφαρμόζεται είτε εξωτερικά στο σκάφος είτε εσωτερικά στις επιφάνειες των
δεξαμενών. Στις τερματικές εγκαταστάσεις εφαρμόζεται συχνά σε χαλύβδινους πάσσαλους
και στα χαλύβδινα συστήματα απορρόφησης της ενέργειας των προσκρούσεων των πλοίων
που παραβάλλουν.

Clingage
Πετρελαιοειδές που παραμένει στα τοιχώματα ενός σωλήνα ή στις επιφάνειες του
εσωτερικού των δεξαμενών μετά την αφαίρεση του κύριου όγκου του πετρελαιοειδούς.

Cold Work (Ψυχρή εργασία)


Εργασία που δεν μπορεί να δημιουργήσει πηγή ανάφλεξης.

Combination carrier (Πλοίο συνδυασμένων μεταφορών)


Πλοίο σχεδιασμένο να μεταφέρει είτε φορτία πετρελαιοειδών είτε ξηρά φορτία χύμα.

Combustible (αναφέρεται και ως ” Flammable”.) (Εύφλεκτο)


Iκανό ν' ανάβει και να καίγεται. Στην αγγλική έκδοση του Οδηγού οι όροι "combustible’’
και “f1ammable’’ Θεωρούνται συνώνυμοι.

Combustible gas indicator (Explosimeter) (Μετρητής ευφλέκτων αερίων)


"Οργανο μέτρησης της σύνθεσης μιγμάτων αερίων υδρογονανθράκων και ατμοσφαιρικού
αέρα. Το αποτέλεσμα της μέτρησης παρέχεται συνήθως ως ποσοστό του κατώτερου όριου
ευφλεκτικότητας.

Dangerous area (Επικίνδυνη περιοχή δεςαμενόπλοιου)


Μία περιοχή του δεξαμενόπλοιου που θεωρείται επικίνδυνη ως προς την εγκατάσταση και
χρήση ηλεκτρικών ειδών εξοπλισμού.

Dry chemical Ροwder (Ξηρή χημική σκόνη)


Παρεμποδιστής της φλόγας σε μορφή σκόνης που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση
πυρκαϊών.

Earthing (αναφέρεται και ως ‘‘Grounding’’ Γείωση)


Η ηλεκτρική σίJVδεση ενός είδους εξοπλισμοί! με το κύριο σώμα της γης για να
εξασφαλίζεται ότι έχει το ίδιο ηλεκτρικό δυναμικό με τη γη. Στα πλοία η σίJVδεση γίνεται
με την κί!ρια μεταλλική KατασKειJή τοι, πλοίου, που εξαιτίας της ειδικής αγωγιμότητας της
θάλασσας έχει το ίδιο δυναμικό μι; τη γη.

Entry permit (Άδεια εισόδου)


Εγγραφο που εκδίδεται από υπεύθυνο άτομο που επιτρέπει την είσοδο σ' ένα χώρο ή
διαμέρισμα κατά την διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου.

Explosimeter Βλέπε: Combustible gas indicator

Explosion-proof (Flame-proof) (Aντιεκρηκτικό)


Ένα ηλεκτρικό είδος εξοπλισμού χαρακτηρίζεται και παίρνει πιστοποιητικό ως
αντιεκρηκτικό όταν είναι περικλεισμένο σε κιβώτιο ικανό v' αντέξει σ' έκρηξη μίγματος
αερίων υδρογοvαvθράκων με ατμοσφαιρικό αέρα ή άλλου ορισμένου εύφλεκτου μίγματος,
που θα γίνει μέσα σ 'αυτό. Πρέπει επίσης v’ αποκλείει την ανάφλεξη τέτοιων μιγμάτων που
βρίσκονται έξω από το κιβώτιο, είτε από σπινθήρα ή φλόγα που προέρχεται από έκρηξη
μέσα στο κιβώτιο, είτε από άνοδο της θερμοκρασίας που συvοδεύει αυτή την έκρηξη. Η
θερμοκρασία που αναπτύσσεται εξωτερικά ενός «αντιεκρηκτικού» ηλεκτρικού είδους
εξοπλισμού κατά τη λειτουργία του, πρέπει να είναι τέτοια που να μην μπορεί να
προκαλέσει ανάφλεξη της τυχόν εύφλεκτης ατμόσφαιρας που το περιβάλλει.

Explosive range Βλέπε: Flammable range

Flame arrester (Φλογοπαγίδα)


Μία διαπερατή μήτρα από μέταλλο, κεραμική ύλη ή άλλο ανθεκτικό στη θερμότητα υλικό,
που μπορεί να κατεβάζει τη θερμοκρασία της φλόγας μιας ανάφλεξης και κάθε άλλου
παράγωγου καύσης που ακολουθεί, σε σημείο κάτω από εκείνο που απαιτείται για v' ανάψει
το εύφλεκτο αέριο που βρίσκεται στην άλλη πλευρά της φλογοπαγίδας και δεν έχει ανάψει
ακόμη.

Flame screen ( Δικτυωτό διάφραγμα - σίτα)


Φορητό ή μόνιμο διάφραγμα που περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα πολύ πυκνοπλεγμένα
δικτυωτά από σύρμα ανθεκτικό στη διάβρωση. Χρησιμοποιείται για να εμποδίζει την είσοδο
σπινθήρων από ανοίγματα δεξαμενών ή εξαεριστικά ή για να εμποδίζει, επί μικρό χρονικό
διάστημα, τη διέλευση φλόγας. (Δεν πρέπει να συγχέεται με τη φλογοπαγίδα - flame
arrester).

Flammable (αναφέρεται και ως combustible (Εύφλεκτο)


Ικανό v' ανάβει και να καίγεται. Στην αγγλική έκδοση του οδηγού οι όροι 'flammable' και
combustible θεωρούνται συνώνυμοι.

Flammable range (αναφέρεται και ως Explosive range (Εύφλεκτη ζώνη)


Το σύνολο των ποσοστών συγκέντρωσης αερίων υδρογονανθράκων σε ατμοσφαιρικό αέρα
που βρίσκονται μεταξύ του κατώτερου και του ανώτερου ορίου ευφλεκτικότητας
(εκρηκτικότητας). Τα μίγματα που βρίσκονται σ' αυτή την ζώνη μπορούν v' ανάβουν και να
καίγονται.

Flash light (αναφέρεται και ως: Torch (Ηλεκτρικός φακός)


Φορητός λαμπτήρας που λειτουργεί με μπαταρίες. Εγκεκριμένος φακός είναι εκείνος που
έχει εγκριθεί από αρμόδια αρχή για χρήση σε εύφλεκτη ατμόσφαιρα.

Flashpoint ( Σημείο ανάφλεξης)


Η χαμηλότερη θερμοκρασία στην οποία ένα υγρό αναδίνει αέριο σε ποσότητα επαρκή για
να δημιουργηθεί εύφλεκτο μίγμα αέριου κοντά στην επιφάvειά του. Η μέτρηση του σημείου
ανάφλεξης γίνεται σ' εργαστήριο με τυποποιημένο όργανο και καθορισμένη διαδικασία.

Foam (αναφέρεται και ως:.Froth (Aφρός)


Ένα διάλυμα που έχει γίνει αεριούχο και χρησιμοποιείται για την πρόληψη και την
καταπολέμηση πυρκαϊών.

Foam concentrate (αναφέρεται και ως : Foam Compound.) (Συμπυκνωμένο αφρογόvο)


Το υγρό παραγωγής αφρού όπως παραλαμβάνεται, με πλήρη ισχύ, από το προμηθευτή. Το
νερο αυτό μετά τη διάλυση με νερό και την επεξεργασία του, γίνεται αφρός.

Foam solution ( Διαλυμένο αφρογόνο)


Το μίγμα που παράγεται από τη διάλυση συμπηκνωμένου αφρογόνου με νερό. πριν γίνει η
επεξεργασία του για να γίνει αφρός.

Free fall (Ελεύθερη πτώση)


Η χωρίς περιορισμό πτώση ενός υγρού σε μία δεξαμενή.

Froth Βλέπε: Foam.

Gas free (απαλλαγμένος από αέρια)


Μια δεξαμενή, ένα διαμέρισμα ή ένα δοχείο είναι απαλλαγμένο από αέρια όταν έχει
εισαχθεί σ αυτό καθαρός ατμοσφαιρικός αέρας σε ποσότητες επαρκείς για να κατεβάσουν
το ποσοστό κάθε εύφλεκτου, τοξικού ή αδρανούς αέριου, σ' εκείνο που απαιτείται για
ορισμένο σκοπό π.χ. θερμογόνα εργασία, είσοδο κ.λ.π.

Gas free certiflcate (Πιστοποιητικό απαλλαγής από αέρια)


Πιστοποιητικό που εκδίδεται από εξουσιοδοτημένο υπεύθυνο άτομο που βεβαιώνει ότι μια
δεξαμενή, διαμέρισμα ή δοχείο ήταν, την ώρα που έγινε ο έλεγχος, απαλλαγμένο από αέρια
στο βαθμό που απαιτείται για το σκοπό που προσδιορίζεται στο πιστοποιητικό.

Grounding Βλέπε: Earthing.

Halon (Άλον)
Αλογονομένος υδρογονάνθρακας παρεμποδιστής της φλόγας που χρησιμοποιείται στην
καταπολέμηση πυρκαϊών .

Hazardous area (Επικίνδυνη περιοχή ξηράς)


Μια περιοχή στην ξηρά που θεωρείται επικίνδυνη ως προς την εγκατάσταση και χρήση
ηλεκτρικών ειδών εξοπλισμού. Οι επικίνδυνες περιοχές ξηράς διαβαθμίζονται σε
επικίνδυνες ζώνες ανάλογα με την πιθανότητα παρουσίας εύφλεκτου μίγματος αερίων σ'
αυτές.

Hazardous zone (Επικίνδυνη ζώνη) Βλέπε: Hazardous area

Hot work (Θερμογόνα εργασία)


Εργασία που συνεπάγεται την ύπαρξη πηγών ανάφλεξης ή θερμοκρασίες που είναι αρκετά
υψηλές ώστε να προκαλέσουν την ανάφλεξη ενός εύφλεκτου μίγματος αερίων. Ο όρος
συμπεριλαμβάνει κάθε εργασία που απαιτεί τη χρήση συσκευής συγκόλλησης ή καύσης,
κολλητηριού, καμινέτου, μερικών μηχανοκίνητων εργαλείων, φορητών ηλεκτρικών ειδών
εξοπλισμού που δεν είναι από κατασκευή ασφαλή ή δεν περιέχονται σ' εγκεκριμένο
αντιεκρηκτικό περίβλημα, συσκευών αμμοβολής ή μηχανών εσωτερικής καύσης.

Hot work permit (Άδεια θερμογόνας εργασίας)


Έγγραφο που εκδίδεται από υπεύθυνο άτομο που επιτρέπει την εκτέλεση ορισμένης
θερμογόνας εργασίας σ' ορισμένη περιοχή στη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου.

Hydrocarbon gas (Άέριο υδρογονανθράκων)


Ένα αέριο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από υδρογονάνθρακες.

Inert condition (Άδρανής κατάσταση)


Μία κατάσταση κατά την οποία σ ' όλα τα σημεία μιας δεξαμενής, η περιεκτικότητα της
ατμόσφαιρας σε οξυγόνο έχει μειωθεί σε 8% κατ' όγκο ή λιγότερο με την προσθήκη
αδρανούς αερίου.

Inert gas (Άδρανές αέριο)


Ένα αέριο ή μίγμα αερίων. π.χ. καυσαέριο, που περιέχει οξυγόνο σε ποσότητα ανεπαρκή για
τη διατήρηση της καύσης υδρογονανθράκων.

Inert gas distribution system (Σύστημα διανομής αδρανούς αερίου)


Όλες οι σωληνώσεις, τα επιστόμια και τα σχετιζόμενα εξαρτήματα που χρησιμεύουν για τη
διανομή του αδρανούς αερίου από την εγκατάσταση παραγωγής μεχρι τις δεξαμενές
φορτίου, για τον εξαερισμό των αερίων στην ατμόσφαιρα και για την προστασία των
δεξαμενών από υπερβολική πίεση ή κενό.
Inert gas plant (Εγκατάσταση παραγωγής αδρανούς αερίου)
Όλα τα είδη εξοπλισμού που έχουν εγκατασταθεί ειδικά για την παροχή, την ψύξη, τον
καθαρισμό, την αύξηση της πίεσης, την παρακολούθηση και τον ελεγχο της παροχής
αδρανούς αερίου σε συστήματα δεξαμενών φορτίου.

Inert gas system (IGS) (Σύστημα αδρανούς αερίου)


Η εγκατάσταση παραγωγής αδρανούς αερίου και το σύστημα διανομής του, μαζί με τα μέσα
πρόληψης επιστροφής αερίων φορτίου στους χώρους του μηχανοστάσιου, καθώς και τα
μόνιμα και φορητά όργανα μέτρησης και συσκευές ελέγχου.

Inerting (Αδρανοποίηση)
Η εισαγωγή αδραvούς αερίου σε δεξαμενή με σκοπό την επίτευξη αδρανούς κατάστασης.

Insulating flange (Μονωτική φλάντζα)


Σύνδεση με φλάντζες στην οποία εχουν ενσωματωθεί μονωτική τσόντα, μονωτικά
περιβλήματα για τις βίδες και μονωτικές ροδέλες έτσι ώστε να διακόπτεται η ηλεκτρική
συνέχεια μεταξύ σωληνώσεων, τμημάτων μάνικας ή βραχιόνων φόρτωσης.

Interface detector (Ανιχνευτής διαχωριστικής επιφάνειας)


Ηλεκτρικό όργανο για την ανίχνευση των ορίων μεταξύ νερού και πετρελαιοειδούς.

Intrinsically safe (Ασφαλές από κατασκευής)


Ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μέρος κυκλώματος είναι από κατασκευή ασφαλές αν κανένας
σπινθήρας ή θερμικό αποτέλεσμα, που παράγεται με κανονικές συνθήκες λειτουργίας
(δηλαδή κατά το άνοιγμα ή κλείσιμο του κυκλώματος) ή τυχαία (π.χ. από βραχυκύκλωμα ή
ελάττωμα γείωσης) δεν είναι ικανά, υπό καθορισμένες συνθήκες δοκιμής, να προκαλέσουν
ανάφλεξη ενός καθορισμένου μίγματος αερίων.

Loading overall (Φόρτωση από πάvω)


Η φόρτωση φορτίου ή ερματος από την οροφή της δεξαμενής με χρήση σωλήνα ή μάνικας
με ανοιχτή άκρη που εισάγεται στη δεξαμενή από το κουβούσι ή άλλο άνοιγμα στο
κατάστρωμα, προκαλώντας έτσι ελεύθερη πτώση του υγρού.

Lower flammable Iimit (LFL) (Κατώτερο όριο ευφλεκτικότητας)


Το ποσοστό αερίου υδρογονανθράκων σε ατμοσφαιρικό αέρα. κάτω από το οποίο η
ποσότητα των υδρογονανθράκων είναι ανεπαρκής για τη διατήρηση και διάδοση της
καύσης. Μερικές φορές αναφέρεται και ως κατώτερο όριο εκρηκτικότητας (Lower
explosive limit - ΙΕΙ).

Mooring winch brake design capacity. (Από κατασκευής ικανότητα συγκράτησης του φρένου
βαρούλκου πpόσδεσης)
Το ποσοστό του φορτίου θραύσης του σχοινιού ή συρματόσχοινου πρόσδεσης (όταν είναι
καινούργιο) που φέρει το βαρούλκο, στο οποίο εχει σχεδιασθεί να λασκάρει αυτόματα το
φρένο του βαρούλκου. Μπορεί να εκφράζεται ως ποσοστό ή σε μετρικούς τόνους.
Mooring winch, design heaving capacity. (Από κατασκευής ικανότητα έλξης βαρούλκου
πpόσδεσης)
Η ισχύς ενός βαρούλκου πρόσδεσης να βιράρει το σχοινί ή συρματόσχοινο πρόσδεσης ή να
εφαρμόζει φορτίο σ' αυτό. Συνήθως εκφράζεται σε μετρικούς τόνους.

Naked Iights (Ακάλυπτες πηγές αvάφλεξης)


Οι ακάλυπτες φλόγες ή φωτιές, τα αναμμένα τσιγάρα, πούρα, τσιμπούκια ή παρόμοια υλικά
καπνίσματoς, κάθε άλλη πηγή ανάφλεξης που δεν είναι εγκλεισμένη, τα ηλεκτρικά και άλλα
είδη εξoπλισμoύ) που ενδέχεται να δημιουργήσουν σπινθήρες κατά τη χρήση, και οι χωρίς
προφηλακτήρα ,λαμπτήρες φωτισμού,

Non-volatile petroleum (Μη πτητικό πι;τρι;λαιοι;ιδές)


Πετρελαιοειδές με σημείο ανάφλεξης 60 C ( 140 F) ή υψηλότερο, που προσδιορίστηκε με
τη μέθοδο μέτρησης σε κλειστό δοχείο,

ΟΒΟ, OIL/ORE Βλέπε: 'Combination Carrier'

Oxygen analyzer / meter (Μετρητής οξυγόνου)


Όργανο για τον πρoσδιoρισμό του ποσοστού οξυγόνου που περιέχεται σε δείγμα
ατμόσφαιρας παρμένο από δεξαμενή, σωλήνα ή διαμέρισμα.

Packaged cargo (Συσκευασμένο φορτίο)


Πετρελαιοειδές ή άλλο φορτίο σε βαρέλια, κιβώτια ή άλλα δοχεία,

Petroleum (Πετρελαιοειδές)
Το αργό πετρέλαιο και τα υγρά προϊόντα που παράγονται απ' αυτό και είναι μίγματα
υδρογοvαvθράκωv,

Petroleum gas (Αέριο πετρελαιοειδούς)


Αέριο που προέρχεται από πετρελαιοειδές, Τα κύρια συστατικά των αερίων πετρελαιοειδών
είναι υδρογονάνθρακες, αλλά μπορεί επίσης να περιέχουν ως δευτερεύοντα συστατικά και
άλλες ουσίες όπως υδρόθειο, τετραθυλομόλυβδο (ΤΕΙ) ή τετραμεθυλομόλυβδο (ΤΜΙ),

Pour point (Σημείο ροής)


Η χαμηλότερη θερμοκρασία στην οποία ένα πετρελαιοειδές παραμένει ρευστό,

Pressure surge (Υδραυλικό πλήγμα)


Ξαφνική αύξηση της πίεσης του υγρού μέσα σε μία σωλήνωση, που προκαλείται από
απότομη αλλαγή της ταχύτητας ροής,

Pressure/vacuum relief ναlνε (P/V ναlνε) (Ανακουφιστικό επιστόμιο πίεσης / κενού)


Μια συσκευή που επιτρέπει τη ροή μικρών ποσοτήτων μιγμάτων ατμών, ατμοσφαιρικού
αέρα ή αδρανούς αερίου όταν αυτό γίνεται αναγκαίο εξαιτίας θερμικών μεταβολών μέσα σε
μια δεξαμενή φορτίου,

Purging (Εκκαθάριση)
Η εισαγωγή αδρανούς αερίου σε μια δεξαμενή, που ήδη βρίσκεται σε αδρανή κατάσταση, με
σκοπό: (1) να μειωθεί ακόμη περισσότερο το υπάρχον ποσοστό οξυγόνου ή
(2) να μειωθεί το υπάρχον ποσοστό αερίων υδρογονανθράκων σε σημείο τέτοιο ώστε να μην
είναι δυνατό να διατηρηθεί η καύση, αν κατόπιν εισαχθεί ατμοσφαιρικός αέρας ή
(3) και το (1) και το (2),

Pyrophoric iron sulfide (Πυροφορικός θειούχος σίδηρος)


Θειούχος σίδηρος που, όταν εκτεθεί στον ατμοσφαιρικό αέρα, έχει την ικανότητα να
υφίσταται ταχεία εξώθερμη οξείδωση που συνοδεύεται από πυράκτωση ικανή να
προκαλέσει ανάφλεξη ευφλέκτων μιγμάτων αερίων υδρογονανθράκων και ατμοσφαιρικού
αέρα.

Reid vapour pressure (RVP) (Τάση ατμών Reid)


Η τάση ατμών ενός υγρού, που προσδιορίζεται με τυποποιημένο τρόπο στη συσκευή Reid
σε θερμοκρασία 100 F (37,8 C) και με αναλογία όγκου αερίου προς όγκο υγρού 4 : 1.

Responsible officer (ή person) (Υπεύθυνος αξιωματικός (ή υπεύθυνο άτομο)


Ένα άτομο που διορίζεται από τον εργοδότη ή από τον πλοίαρχο του,πλοίου και
εξουσιοδοτείται να παίρνει όλες τις αποφάσεις που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη
αποστολή του και έχει τις γνώσεις και την εμπειρία που απαιτούνται γι' αυτό το σκοπό.

Resuscitator ( Συσκευή αναζωογόνησης)


Είδος εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για να βοηθήσει ή να επαναφέρει την αναπνοή ενος
ατόμου που προσβλήθηκε από αέριο ή έλλειψη οξυγόνου.

Self stοwing mooring winch (Βαρούλκο πρόσδεσης με αυτόματη περιέλιξη)


Ένα βαρούλκο πρόσδεσης που έχει τύμπανο στο οποίο είναι στερεωμένο και στοιβάζεται
αυτόματα ένα σχοινί ή συρματόσχοινο.

Sour crude οίl ( Όξινο αργό πετρέλαιο)


Αργό πετρέλαιο που περιέχει αισθητές ποσότητες υδρόθειου ή μερκαπτάνων ή και τα δύο.

Spontaneous combustion (Αυτόματη ανάφλεξη)


Ανάφλεξη ενός υλικού που προκαλείται από εξώθερμη (δηλ. που παράγει θερμότητα)
χημική αντίδραση μέσα στο ίδιο το υλικό, χωρίς αυτό να εκτεθεί σ' εξωτερική πηγή
ανάφλεξης.

Static accumulator οίl (Πετρελαιοειδές, συσσωρευτής στατικού ηλεκτρισμού).


Πετρελαιοειδές με ειδική ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από 100 picoSiemens/metre
(pS/m), ώστε να έχει την ικανότητα να συγκρατεί σημαντικό ηλεκτρικό φορτίο.

Static electricity (Στατικός ηλεκτρισμός)


Ο ηλεκτρισμός που παράγεται σε ανόμοια υλικά με φυσική επαφή και διαχωρισμό.

Static non-accumulator οίl (Πετρελαιοειδές, μη συσσωρευτής στατικού ηλεκτρισμού)


Πετρελαιοειδές με ειδική ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από 100 picoSiemens/metre
(pS/m), που το καθιστά ανίκανο να συγκρατεί σημαντικό ηλεκτρικό φορτίο.
Stripping (Αποστράγγιση)
Η τελική εργασία κατά την εξάντληση χύμα υγρού από δεξαμενή ή σωλήvωση.

Tanker ( Δεξαμενόπλοιο)
Πλοίο σχεδιασμένο για να μεταφέρει χύμα υγρά φορτία πετρελαιοειδών. Ο όρος
συμπεριλαμβάνει και τα πλοία συνδυασμένων μεταφορών όταν χρησιμοποιούνται για τον
ίδιο σκοπό.

Tension winch (automated or self tensioning mooring system) (Αυτορρυθμιζόμενο βαρούλκο)


Βαρούλκο πρόσδεσης με σύστημα που μπορεί να ρυθμίζεται ώστε να διατηρεί αυτόματα την
ένταση σ' ένα σχοινί ή συρματόσχοινο πρόσδεσης.

Terminal (Τερματική εγκατάσταση)


Μέρος στο οποίο προσορμίζονται ή προσδένουν δεξαμενόπλoια για να φορτώσουν ή να
εκφορτώσουν φορτία πετρελαιοειδών.

Terminal representative (Αντιπρόσωπος Τερματικής εγκατάστασης)


Το άτομο που ορίζεται από την τερματική εγκατάσταση ν' αναλάβει την ευθύνη μιας
εργασίας ή ενός καθήκοντος.

Threshold limit value (TLV) (Τιμή ορίου κατωφλίου*)


Ο χρονικά σταθμισμένος μέσος όρος συγκέντρωσης μιας ουσίας, στον οποίο σχεδόν όλοι οι
εργαζόμενοι μπορούν να εκθέτονται κάθε μέρα κατ' επανάληψη στη διάρκεια μιας
κανονικής εργάσιμης ημέρας 8 ωρών ή εργάσιμης εβδομάδας 40 ωρών χωρίς να υπάρξουν
δυσμενή αποτελέσματα.

Topping off (Συμπλήρωση δεξαμενής με φορτίο)


Η εργασία αποπεράτωσης της φόρτωσης μιας δεξαμενής μέχρι το επιθυμητό κενό.
Σ.Μ. Ο όρος treshold (κατώφλι ή ουδός) υποδηλώvει το σημείο από) το οποίο αρχίζει να
παράγεται ενα φυσιολογικό, ή λογικό αποτέλεσμα.

Topping up (Συμπλήρωση δεξαμενής με αέριο)


Η εισαγωγή αδρανούς αερίου σε μια δεξαμενή που ήδη βρίσκεται σ' αδρανή κατάσταση, με
σκοπό την αύξηση της πίεσης μέσα σ' αυτή για την αποφυγή εισροής ατμοσφαιρικού αέρα.

Torch Βλέπε: Flashlight.

Toxic (Τοξικός)
Δηλητηριώδης για τον ανθρώπινο οργανισμό.

True vapour pressure (TVP) (Aληθής τάση ατμών)


Αληθής τάση ατμών ενός υγρού είναι η απόλυτη πίεση που ασκεί το αέριο που παράγεται με
εξάτμιση από το υγρό, όταν αέριο και υγρό βρίσκονται σε ισορροπία στην επικρατούσα
θερμοκρασία και η αναλογία αερίου προς υγρό είναι ουσιαστικά μηδέν.
Ullage (Κενό δεξαμενής)
Το βάθος του χώρου πάνω από το υγρό μέσα σε μια δεξαμενή.

Upper flammable Iimiti (UFL) (Ανώτερο όριο ευφλεκτικότητας)


Το ποσοστό αερίων υδρογονανθράκων σε ατμοσφαιρικό αέρα, πάνω από το οποίο η
ποσότητα του αέρα είναι ανεπαρκής για τη συντήρηση και διάδοση της καύσης, Μερικές
φορές αναφέρεται και ως Ανώτερο όριο εκρηκτικότητας (Upper explosive limit - UEL)

Vapour (Ατμός)
Αέριο που η θερμοκρασία του είναι κάτω από την κρίσιμη θερμοκρασία.

Vapour seal system (Σύστημα αποκλεισμού των αερίων)


Ειδικό προσαρμοσμένο είδος εξοπλισμού που κάνει δυνατή τη μέτρηση και τη λήψη
δειγμάτων του φορτίου σε αδρανοποιημένη δεξαμενή χωρίς να μειωθεί η πίεση του
αδρανούς αερίου,

Volatile petroleum (Πτητικό πετρελαιοειδές)


Πετρελαιοειδές με σημείο ανάφλεξης κάτω από 60 C ( 140 F) που προσδιορίστηκε με τη
μέθοδο μέτρησης σε κλειστό δοχείο.

Water fog (Ομίχλη νερού)


Πολύ μικρά σταγονίδια που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα και συνήθως εξαπολύονται υπό
υψηλή πίεση από ακροσωλήνιο ομίχλης για χρήση στην καταπολέμηση πυρκαϊάς,

Water spray (Ψεκασμός ή ραντισμός νερού)


Χοντρές σταγόνες νερού που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα και παράγονται με εκτόξευση
από ειδικό ακροσωλήνιο για χρήση στην καταπολέμηση πυρκαϊάς.

Work permit (Άδεια εργασίας)


Έγγραφο που εκδίδεται από υπεύθυνο άτομο που επιτρέπει την εκτέλεση ορισμένης
εργασίας σ ' ορισμένη περιοχή στη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου.

You might also like