Professional Documents
Culture Documents
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
1. Φορολογία κληρονομιών
Η φορολογία κληρονομιών ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ν.
2961/2001 (Κώδικας διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών,
Γονικών παροχών, Προικών και κερδών από λαχεία), ενώ
προηγουμένως ρυθμιζόταν από το ν.δ. 118/73, το οποίο είχε υποστεί
αρκετές τροποποιήσεις. Η νομοθεσία αυτή αντιμετωπίζει κατά τρόπο
ενιαίο την απόκτηση περιουσίας από χαριστική αιτία, εν ζωή ή αιτία
θανάτου. Ειδικότερα το νομοθέτημα αυτό ρυθμίζει τη φορολογία των
κληρονομιών, των δωρεών, των προικών (ήδη των γονικών παροχών)
και των κερδών από λαχεία. Σημαντικές ρυθμίσεις επήλθαν με σειρά
νομοθετημάτων, το πιο πρόσφατο των οποίων είναι ο ν. 3842/2010, με
τις διατάξεις του οποίου καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 5 έως
21 του ν. 3634/2008, (κατάργηση φόρων γονικών παροχών και
κληρονομιών …), με τις οποίες είχε καταργηθεί ο φόρος κληρονομιών
1
και γονικών παροχών για ορισμένες κατηγορίες υποχρέων.
Τροποποιήσεις επήλθαν και με τον ν. 3943/2011.
2
Μεταφορά του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης
στο χρόνο της λήξης της επιδικίας επέρχεται και όταν τα αντικείμενα της
κτήσης είναι κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου
επίδικα και ο δικαιούχος δεν έχει τη νομή αυτών. Εάν όμως αυτά
περιέλθουν στη νομή του δικαιούχου πριν από τη λήξη της επιδικίας, η
φορολογική υποχρέωση γεννιέται κατά τον χρόνο αυτόν. Εξάλλου, όταν
το δικαίωμα του κληρονόμου ή κληροδόχου κατέστη επίδικο, κατόπιν
αμφισβήτησής του από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο και ο
κληρονόμος ή κληροδόχος δεν έχει τη νομή των αντικειμένων της
κτήσης, επέρχεται μεταφορά του χρόνου γένεσης της φορολογικής
υποχρέωσης κατά τον χρόνο της με οποιονδήποτε τρόπο λήξης της
επιδικίας.
Ως αξία για την επιβολή του φόρου λαμβάνεται η αγοραία αξία
των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας (ενεργητικό της
κληρονομίας) (άρθρο 10), κατά τον χρόνο της επαγωγής, αφού
αφαιρεθούν τα χρέη και βάρη της κληρονομίας (παθητικό της
κληρονομίας), όπως αυτά ρυθμίζονται στα άρθρα 21-24 του Κώδικα.
Στο ενεργητικό της κληρονομίας εντάσσονται τόσο η ακίνητη όσο
και η κινητή περιουσία του κληρονομουμένου. Σε σχέση με την αξία
των κληρονομουμένων ακινήτων εφαρμόζονται δύο μέθοδοι: α) Η
μέθοδος των συγκριτικών στοιχείων, με την οποία επιδιώκεται ο
προσδιορισμός της αγοραίας αξίας με τη χρήση συγκριτικών στοιχείων,
πλησιόχωρων ομοειδών ακινήτων, τα οποία όμως πρέπει από άποψη
χρόνου και τόπο να μην απέχουν αρκετά από το κρινόμενο, ώστε να
είναι πρόσφορα ως συγκριτικά στοιχεία. Σε περίπτωση που δεν
υπάρχουν πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία, ο προσδιορισμός γίνεται με
κάθε πρόσφορο μέσο και β) η μέθοδος της προκαθορισμένης αξίας,
3
όπως αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 41 του ν. 1249/1982, εφόσον βέβαια
τα υπό κρίση ακίνητα βρίσκονται σε περιοχή για την οποία έχουν
ορισθεί οι τιμές ζώνης. Συνεπώς, η μέθοδος των συγκριτικών στοιχείων
εφαρμόζεται μόνο σε περιοχές, που δεν ισχύει η μέθοδος της
προκαθορισμένης αξίας. Όμως και στην περίπτωση αυτή η αξία των
κτισμάτων προσδιορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια του ν. 1249/1982.
Βεβαίως, στο μέτρο που η φορολογητέα αξία προσδιορίζεται με τη
μέθοδο της προκαθορισμένης αξίας, το τεκμαρτώς προσδιορισθέν ποσό
μπορεί να αμφισβητηθεί με προσφυγή από τον φορολογούμενο στο
μέτρο που αυτός κρίνει ότι η προκαθορισμένη αξίας είναι μεγαλύτερη
της αγοραίας.
Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση ΣΕ 288/1014, σε σχέση με
τη βάση επιβολής του φόρου, έγινε δεκτό ότι σε περίπτωση
απαλλοτρίωσης του ακινήτου πριν την επαγωγή της κληρονομίας, ο
φόρος κληρονομιών επιβάλλεται με βάση το ποσό που καταβλήθηκε ως
αποζημίωση και όχι με βάση την αντικειμενική αξία.
4
Η παραγραφή για την επιβολή του φόρου είναι επί ανακριβών
δηλώσεων δεκαετής, από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο
υποβλήθηκε η δήλωση και σε περίπτωση παράλειψης υποβολής της
σχετικής δήλωσης, ολόκληρου ή μέρους της κτηθείσας περιουσίας,
δεκαπενταετής, από το τέλος του έτους, εντός του οποίου έληξε η προς
υποβολή δήλωσης προθεσμία, ενώ για την επιβολή προστίμων είναι
δεκαετής. Εντούτοις, με ρυθμίσεις που εντάχθηκαν, κατά καιρούς, σε
νομοθετήματα, μεταφέρεται ο χρόνος παραγραφής σε μεταγενέστερο
χρόνο, με συνέπεια να αγγίζει σχεδόν τη δεκαπενταετία.
5
διαφορά του φόρου που προέκυπτε μετά την επανεκτίμηση υπόχρεος
ήταν ο αγοραστής. Παρά ταύτα στην πράξη ο φόρος καταβαλλόταν από
τον αγοραστή, πράγμα που οδήγησε στην τροποποίηση της σχετικής
ρύθμισης. Σε περίπτωση μεταβίβασης με πλειστηριασμό, υποκείμενος
στον φόρο είναι ο υπερθεματιστής.
Σχετικά με το αντικείμενο του Φ.Μ.Α., στην παρ. 1 του άρθρου 1
του α.ν. 1521/1950, περιέχεται η γενική διάταξη κατά την οποία για
κάθε από επαχθή αιτία μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου ή άλλου
εμπράγματου επ' αυτού δικαιώματος επιβάλλεται φόρος
(μεταβίβασης). Ως μεταβίβαση νοείται, σύμφωνα με πάγια νομολογία
του Συμβουλίου Επικρατείας, η κατάρτιση της οριστικής ενοχικής
σύμβασης, έστω κι αν αυτή τελεί υπό αίρεση, χωρίς να απαιτείται η
σύνταξη της μεταβιβαστικής πράξης του εμπράγματου επί του ακινήτου
δικαιώματος και η μεταγραφή τους.
Αντίθετα, σε περίπτωση σύνταξης προσυμφώνου για τη
μεταβίβαση ακινήτου δεν οφείλεται Φ.Μ.Α. Θα πρέπει να επισημανθεί
ότι από 1/1/2006 στη μεταβίβαση νεόδμητων οικοδομών επιβάλλεται
πλέον Φ.Π.Α. και όχι Φ.Μ.Α., με συνέπεια τη σημαντική συρρίκνωση
του πεδίου επιβολής του φόρου, που καλύπτει πλέον μόνο τη
μεταβίβαση παλαιών οικοδομών.
6
εφαρμοστέα πλέον είναι η οδηγία 2006/112/ΕΚ, όπως ισχύει σήμερα,
μετά τις τροποποιήσεις που ακολούθησαν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι
σύμφωνα με το άρθρο 33 της 6ης οδηγίας, απαγορεύεται η εφαρμογή
άλλων φόρων που έχουν τον χαρακτήρα του φόρου κύκλου εργασιών.
7
ανεξάρτητο οι μισθωτοί και λοιπά φυσικά πρόσωπα, τα οποία
συνδέονται με τον εργοδότη τους με σύμβαση εργασίας ή με
οποιαδήποτε άλλη νομική σχέση που δημιουργεί δεσμούς εξάρτησης,
όσον αφορά τους όρους εργασίας ή την αμοιβή και συνεπάγεται την
ευθύνη του εργοδότη. Έτσι, δεν υπάγονται στον φόρο και πρόσωπα
που συνδέονται με το δημόσιο ή ν.π.δ.δ. με σχέση μίσθωσης έργου,
όπως καθαρίστριες κ.λ.π., εφόσον τελούν υπό τις εντολές του εργοδότη,
με συνέπεια στην πραγματικότητα να υπάρχει σχέση μισθωτής
εργασίας.
8
3.3. Αντικείμενο του Φ.Π.Α.
Το αντικείμενο του ΦΠΑ ορίζεται στο άρθρο 2 του Κ.Φ.Π.Α.
Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή αντικείμενο του φόρου είναι α) η
παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών, εφόσον
πραγματοποιούνται από επαχθή αιτία στο εσωτερικό της χώρας από
υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα β) η εισαγωγή
αγαθών από τρίτες χώρες και γ) η ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών που
πραγματοποιείται στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκείμενο στον φόρο
και δ) η ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών που υπάγονται σε ειδικό
φόρο κατανάλωσης.
9
παροχής υπηρεσιών τις οποίες ενεργεί (φόρος εκροών), τον φόρο με
τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί η παράδοση αγαθών και η παροχή
υπηρεσιών που έγιναν σ' αυτόν και η εισαγωγή αγαθών που
πραγματοποιήθηκε απ' αυτόν (φόρος εισροών). Ο υποκείμενος δηλαδή
στον φόρο δικαιούται να εκπέσει από τον οφειλόμενο Φ.Π.Α. τον φόρο
που επιβάρυνε όλες τις εισροές του (αγορές ή εισαγωγές πρώτων ή
βοηθητικών υλών, εμπορεύσιμων και πάγιων αγαθών, υπηρεσίες που
του παρασχέθηκαν κ.λ.π.). Το δικαίωμα έκπτωσης αναγνωρίζεται μόνο
στον υποκείμενο, όχι όμως και στον υπόχρεο του φόρου, όταν δεν είναι
και υποκείμενος του φόρου.
---------------------------
10