You are on page 1of 117

Κοινωνία,

Άνθρωπος
και Πόλεις
Από τον Bookchin
στον Sennett

Φοιτητής: Ανδρέας Παύλος

Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Χαρίκλεια Γυιόκα

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης


Πολυτεχνική Σχολή
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών

Φεβρουάριος 2020
Περιεχόμενα

Πρόλογος.....................................................................................11

Μέρος Πρώτο. Κοινωνικές δομές του παρελθόντος: Αναγνώσεις


του Μπούκτσιν................................................................................. 14
Ιστορική εξέλιξη κοινωνικών δομών...................................... 16
Φυλετικές ομάδες....................................................................... 17
Αίγυπτος..................................................................................... 21
Αθήνα.......................................................................................... 24

Μεσαίωνας............................................................................. 30
Η ζωή στους δήμους................................................................... 32
Το πέρασμα σε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής........................... 36

Μέρος Δεύτερο. Αστικός τρόπος ζωής: Από τον Μπούκτσιν


στον Σένετ......................................................................................... 38
Νεωτερική Πόλη..................................................................... 40
Η σύγχρονη κοινωνική ζωή......................................................... 41
Λος Άντζελες.............................................................................. 43
Προβλήματα στις πόλεις............................................................. 47

Εξελικτικά στάδια: ατομική και κονοτική ζωή...................... 50


Η έννοια της καθαρμένης ταυτότητας........................................ 52
Άτομο: Εφηβεία και ενηλικίωση................................................. 56
Κοινότητα: Ο μύθος της κοινοτικής αλληλεγγύης....................... 59
Μέρος Τρίτο. Σχεδιασμός των πόλεων....................................... 66
Πολεοδομικά ζητήματα.......................................................... 68
Η πολεοδομία σήμερα................................................................ 69
Η αστική μεταρρύθμιση του Οσμάν............................................ 80
Η προβληματική διάσταση του πολεοδομικού σχεδιασμού........ 84

Η πόλη αλλιώς....................................................................... 89
Σχέδιο για ένα κοινοτικό περιβάλλον......................................... 90
Ετεροτοπίες................................................................................ 95
Θεωρητικές πρακτικές για αλλαγή............................................. 101
Αυτοοργανωμένες, βιώσιμες κοινότητες..................................... 105

Επίλογος..................................................................................... 110

Βιβλιογραφία.............................................................................. 112

Πηγές εικόνων............................................................................. 114


ΠΡΟΛΟΓΟΣ 11

Πρόλογος

Ο κεντρικός στόχος της παρούσας εργασίας είναι να αναλυθεί


ο λόγος, ο τρόπος και τα κίνητρα λειτουργίας του πολεοδομικός
σχεδιασμός στις μέρες μας. Βασική προϋπόθεση αυτού του
εγχειρήματος είναι η ανάλυση τόσο της σύγχρονης κοινοτικής και
ατομικής ζωής, όσο και της εξέλιξής τους στο πέρασμα των χρόνων.
Αυτές οι προσεγγίσεις σχετικά με το άτομο και την κοινωνία
είναι απαραίτητες προκειμένου να αναζητήσουμε την ρίζα του
πολεοδομικού σχεδιασμού καθώς και τον μεταμορφωτικό του
χαρακτήρα έως σήμερα. Η προσπάθεια ανάλυσης βασίστηκε σε
μεγάλο βαθμό σε αναφορές των θεωρητικών και στοχαστών Μάρεϋ
Μπούκτσιν και Ρίτσαρν Σένετ , οι οποίες συμπίπτουν χρονικά
καθώς αποτυπώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1970, οι απόψεις των
οποίων έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς μια μαρξιστική ιδεολογία,
που όμως προσεγγίζεται από τον καθένα με διαφορετικό τρόπο.
Παράλληλα σε όλη την έκταση της εργασίας εμφανίζονται αναφορές
των κλασικών της κοινωνιολογικής θεωρίας Γκέοργκ Ζίμμελ και
Λούις Μάμφορντ οι οποίοι εξέτασαν με πλήρη και ριζοσπαστικό
τρόπο το πνεύμα της σύγχρονης πραγματικότητας, τα έργα και
οι αναλύσεις των οποίο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση
των ιδεών των προηγούμενων δύο. Έργα πιο σύγχρονα, αλλά στην
ίδια κατευθυντήρια γραμμή με αυτή των παραπάνω εμφανίζονται
στην έρευνα από τους ιστορικούς, κοινωνιολόγους και θεωρητικούς
σε θέματα της πόλης και της αστικής ανάπτυξης όπως ο Μάικ
Ντέιβις και ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ καθώς και από τον αρχιτέκτονα
Σταύρο Σταυρίδη. Έτσι, λόγω πολλών και ποικίλων αναφορών
από ανθρώπους που εξειδικεύονται σε διαφορετικά πεδία, η
12 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

εργασία στην προσπάθειά της να ερμηνεύσει τον σχεδιασμό των


πόλεων αποκτά έναν κοινωνιολογικό, φιλοσοφικό και ψυχολογικό
χαρακτήρα, πράγμα λογικό αφού κοινωνία, άνθρωπος και
πόλη είναι αναπόσπαστα κομμάτια όπου το ένα εμπεριέχεται
στο άλλο και τα οποία λειτουργούν ως ένας οργανισμός.
Η παρούσα ερευνητική εργασία προσανατολίζεται συνεπώς
σε μια πολυεπίπεδη ανάλυση της κοινωνίας εντός της σύγχρονης
εποχής, στον ρόλο της πολεοδομίας και στον τρόπο με τον οποίο
επιδρά στη διαμόρφωση της κοινότητας, επιδιώκοντας να εξηγήσει
συνολικά το κατά πόσο μια μορφή ζωής με τα σημερινά δεδομένα
είναι ουσιαστική για τον άνθρωπο ατομικά και συλλογικά. Η
ανάλυση ξεκινάει με μια ιστορική αναδρομή στις κοινοτικές δομές
του παρελθόντος, στον τρόπο που αυτές ήταν οργανωμένες και
διοικούνταν, φανερώνοντας παράλληλα τις σχέσεις τον ατόμων
μεταξύ τους εντός ενός συνόλου. Στη συνέχεια περνάει στην εποχή
του Μεσαίωνα, όπου αποτελεί ένα κομβικό σημείο της ιστορίας
ως η τελευταία περίοδος πριν την εμφάνιση της αστικής πόλης,
παρουσιάζοντας την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση
που επικρατούσε στους δήμους. Έπειτα αναλύεται η σημερινή
εποχή και η μετάλλαξη της κοινοτικής ζωής και των πρότυπων με
τα οποία οι πόλεις δομούνταν και αναπτύσσονταν, προκαλώντας
έτσι μια παρέκκλιση του ατόμου από θέματα και ζητήματα
ζωτικής σημασίας για το ίδιο. Έως αυτό το σημείο η εργασία θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια κοινωνιολογική επισκόπηση
στο πέρασμα των χρόνων, συμπεριλαμβανομένων πολλών κριτικών
βιβλιογραφικών παραπομπών, ωστόσο στην συνέχεια η έρευνα
προσανατολίζεται και στη σύγχρονη ψυχολογική διαμόρφωση του
ατόμου και κατά επέκταση της κοινωνίας. Κατόπιν, εμφανίζεται
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13

ένα μεγάλο κεφάλαια σχετικά με την λειτουργία του σχεδιασμού


στο επίπεδο των πόλεων και στα αποτελέσματα που αυτός
επιφέρει στο κοινωνικό σύνολο και τέλος παρουσιάζονται οι
εναλλακτικές μορφές σχεδιασμού που μπορεί να εμφανιστούν σε
μεγάλη η μικρή κλίμακα και σε θεωρητικές ή πραγματικές συνθήκες
λόγω της απαίτησης για κοινωνική αλλαγή από το ίδιο το άτομο.
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η έρευνα
της εργασίας γίνεται ως επί το πλείστον πάνω στις μεγαλουπόλεις
και στις πόλεις που αναπτύσσονται εντός του παγκόσμιου
δικτύου, οι οποίες πάσχουν από αυξημένη κοινωνική πόλωση.
Αυτό είναι σημαντικό να διευκρινιστεί καθώς στην έννοια της
πόλης ενυπάρχουν κοινωνικές δομές, συστήματα και υπηρεσίες
που άλλες φορές εμφανίζονται σε μεγάλη κλίμακα και σε επίπεδο
μητρόπολης και άλλες σε μικρότερη. Η παγκόσμια επιρροή
είναι εντονότερη στις πρώτες ενώ στις δεύτερες καθώς και σε
εκείνες που βρίσκονται εκτός παγκόσμιου δικτύου ενδέχεται
πολλές φορές να αναδυθούν μορφές κοινοτικής ζωής μακριά
από τα σύγχρονα πρότυπα. Απώτερος στόχος της έρευνας
είναι να ασκήσει έναν κριτικό λόγω τόσο πάνω στην σύγχρονη
κοινοτική ζωή όσο και στον τρόπο που η πολεοδομία λειτουργεί
σήμερα με σκοπό να αναθεωρηθεί η ήδη υπάρχουσα κατάσταση
και να επανακτηθεί το δικαίωμα επανευφεύρεσης της πόλης.
Μέρος Πρώτο. Κοινωνικές δομές του
παρελθόντος: Αναγνώσεις του Μπούκτσιν
16 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Ιστορική εξέλιξη κοινωνικών δομών

Προσπαθώντας να εξετάσουμε συνολικά στην έρευνα την


σημερινή κοινοτική ζωή, το παρόν κεφάλαιο ξεκινά με μία
σημαντική ιστορική επισκόπηση πάνω στην εξέλιξη των κοινωνικών
δομών η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αναφορές και
παρατηρήσεις του Μάρρεϋ Μπούκτσιν που εμφανίζονται στο
βιβλίο: Τα όρια της πόλης (1996). Σύμφωνα με τον ίδιο η
ανάπτυξη και οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων
στο πέρασμα των χρόνων εξαρτιόταν σε τεράστιο βαθμό από
τη σχέση μεταξύ υπαίθρου και πόλης. Ξεκινώντας από τις
προκαπιταλιστικές περιόδους και τις αρχέγονες κοινότητες των
φυλετικών ομάδων όπου η ύπαιθρος υπερίσχυε της πόλης με
τον κοινωνικό πλούτο να προέρχεται από τις αγροτικές ασχολίες
που κυριαρχούσαν στις καθημερινές δραστηριότητες, συνεχίζει
στις χώρες της Μεσοποταμίας και των έντονων συγκεντρωτικών
συστημάτων και καταλήγει στην αρχαιά Αθήνα και την διαρκή
σχέση του ατόμου με την πόλη, την λήψη αποφάσεων αλλά και
την ισορροπία μεταξύ πόλης και υπαίθρου σε όλες τις οικονομικές
δραστηριότητες. Το κεφάλαιο κλείνει με τους λόγους που
οδήγησαν στο τέλος της αθηναϊκής πόλης αλλά και τους λόγους
που ευθύνονται για την ύφεση της Ρώμης η οποία είχε αποκτήσει
τεράστιες διαστάσεις. Αυτή η ιστορική αναδρομή των κοινωνικών,
οικονομικών και πολιτικών χαρακτηριστικών των παρελθοντικών
δομών ανθρώπινης συναναστροφής, θεωρείται απαραίτητη για
την περαιτέρω ανάλυση της κοινοτικής ζωής του σήμερα σε έναν
αστικοποιημένο περιβάλλον, αλλά και κρίσιμη για την προσπάθεια
απάντησης των ερωτημάτων που θα τεθούν αυτόματα όσον αφορά
την ποιότητα και την ουσία του σημερινού αστικού τρόπου ζωής.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 17

Φυλετικές ομάδες
Στις κοινότητες φυλετικών ομάδων ο Μπούκτσιν παρατηρεί
έντονη εξάρτηση των τότε αστικών κέντρων από τις αγροτικές
περιοχές που υπήρχαν γύρω καθώς οι δραστηριότητες της
υπαίθρου ήταν η κεντρική ασχολία των ομάδων. Η συναλλαγή
γινόταν σε ανταλλακτική βάση και η κοινωνία ήταν βασισμένη σε
συγγενικούς δεσμούς με πρωταρχικό στόχο των διοικητικών μελών
τις θρησκευτικές, στρατιωτικές και φυλετικές υποθέσεις. Τέτοιες
κοινωνίες βασισμένες στην φυλετική ομάδα και σε παρόμοιες δομές
συγγένειας, υπήρχαν ολόκληρους αιώνες στην Κεντρική Αμερική
προτού να γίνουν γνωστές στους ευρωπαίους κατακτητές του
16ου αιώνα. Μέχρι την ισπανική κατάκτηση, αυτές οι κοινωνίες
δεν είχαν αποσυντεθεί σε βαθμό ώστε να παράγουν μια ταξική
κοινωνία που να βασίζεται σε εδαφικούς δεσμούς και εν τέλη
στην ατομική ιδιοκτησία και τον ατομικό έλεγχο του κοινωνικού
πλούτου. Ο Μπούκτσιν αναγνωρίζει την πρωτεύουσα της πόλης
των Αζτέκων, Τενοτσιτλάν, ως μια τέτοια κοινωνία, όπου οι
φυτοκαλλιεργητικές δραστηριότητες ήταν η βασική ασχολία των
κατοίκων και οι οποίες προεκτείνονταν στην αστική κοινότητα.
Λόγω αυτής της υπεροχής των αγροτικών συμφερόντων έναντι των
αστικών, οι Αζτέκοι ποτέ δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν αρκετά
τις χρηματικές τους σχέσεις, με τις συναλλαγές να γίνονταν σε
ανταλλακτική βάση όπου για ρέστα δίνονταν κόκκοι κακάο.
Τα άτομα αυτής της κοινότητας γεννιόντουσαν και μεγάλωναν
μέσα σε ένα πολύπλοκο σύνολο κοινωνικών σχέσεων το οποίο
αναπτύχθηκε από τη ζωή στην ύπαιθρο, με την φυλετική ομάδα
να αποτελεί το κέντρο όλων ασχολιών της ζωής των Αζτέκων.
18 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Ο Μπερνάλ Ντιάζ, ένας από τους Ισπανούς κονκισταδόρες,


μέσα από το βιβλίο του Βεϊγάν: Aztecs of Mexico (1962, σ.225)
παρουσιάζει την Τενοτσιτλάν με εντυπωσιακό τρόπο: «Βλέποντας
τέτοια θαυμάσια πράγματα, δεν ξέραμε τι να πούμε ή αν ήταν
αληθινό ό,τι αντικρίζαμε, καθώς στη μια πλευρά υπήρχαν
μεγάλες πόλεις και η ίδια η λίμνη ήταν γεμάτη κανό, και κάθε
τόσο ένας υπερυψωμένος δρόμος περνούσε πάνω από γέφυρες
και μπροστά μας απλώνονταν η πόλη του Μεξικού.». Παρουσιάζει
δηλαδή ένα μεγαλείο όσον αφορά το χτίσιμο της πόλης το οποίο
οφειλόταν στις θρησκευτικές κατασκευές, τις τελετουργικές
πλατείες, τα ανάκτορα και τα διοικητικά κτήρια. Αυτή η
εντυπωσιακή αρχιτεκτονική είναι λογική αν συλλογιστεί κανείς
τη σημασία που έδιναν οι Αζτέκοι στο νόημα αυτών των κτηρίων.
Οι μεταβολές αυτών των πρώιμων πόλεων στην κοινωνία των
φυλετικών ομάδων ξεκινάνε από τις τεχνολογικές εξελίξεις, κυρίως
την εξημέρωση των ζώων και την ανακάλυψη του αρότρου ενώ
στο πέρασμα των χρόνων οι συγγενικοί δεσμοί αποδυναμωθήκαν,
δίνοντας τη θέση τους σε ιεραρχικούς κανόνες. Οι αρχηγοί των φυλών
έγιναν αποκλειστικοί ιδιοκτήτες της γης, καθορίζοντας οι ίδιοι τη
διαχείριση των καλλιεργειών, συγκεντρώνοντας παράλληλα τα
αγροτικά πλεονάσματα, με το σύστημα των φυλετικών ομάδων να
καταλήγει σε ένα μέσω καταμερισμού της εργασίας και των πόρων.
Ο Έντουαρντ Χύεμς στο βιβλίο: Soil and Civilization (1952,
σσ.228-229) σχετικά με τους πολιτισμούς στις Περουβιανές
Άνδεις αναφέρει: «Ήταν υποχρεωμένοι, στις Άνδεις…να
δημιουργήσουν τα εδάφη τους για να επεκταθούν,… ήταν
αναγκασμένοι να διατηρούν… την αρχαιά δομή της κοινωνίας,
τουλάχιστον στο βαθμό που σχετίζονταν με συστήματα και
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 19

καλλιέργειας της γης. Απουσία μηχανημάτων ή ανεπτυγμένης


δουλοκτητικής οικονομίας…Το έδαφος δεν δέχτηκε άμεση
επίθεση, γιατί οι Ισπανοί ενδιαφέρονταν αρχικά μόνο
για χρυσό, αλλά ο κοινωνικός οργανισμός καταστράφηκε
και αμέσως το ίδιο το έδαφος άρχισε να πεθαίνει.».
Ο Μπούκτσιν (1996, σσ.54-55) κάνει μια ενδιαφέρουσα
παρατήρηση σχετικά με την κοινωνική και πολιτική ζωή
πιστεύοντας πως: «Συγκρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα
εμφανίζονται όταν τα εξωτερικά μέσα ιδιοποίησης υλικών
πλεονασμάτων (πόλεμος, λεηλασία) εσωτερικεύονται ως
συστηματικοί τρόποι εκμετάλλευσης, μετασχηματίζοντας την
φυλετική ομάδα και την κοινωνική ζωή από μέσα.». Φανερώνει
έτσι σιγά σιγά την πορεία που πήρε ο άνθρωπος προς μια
κοινωνική ζωή αντίθεσης και ανταγωνισμού. Σύμφωνα με
τον ίδιο, αυτό το σύστημα εκμετάλλευσης των πόρων από τις
κυβερνητικές δομές εμφανίζεται σε έντονο βαθμό στις χώρες της
Μεσοποταμίας, μέσω του «ασιατικού γαιοκτητικού συστήματος»,
όρος που αναπτύχθηκε από τον Μαρξ στο βιβλίο του: Κριτική της
Πολιτικής Οικονομίας (2010) ως ένας τρόπος γεωργίας όπου η
γη συνεχίζει να είναι αναπαλλοτρίωτη και δουλεύεται συλλογικά
αλλά η διαχείρισή της ελέγχεται από ένα κρατικό μηχανισμό.
20 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Εικόνα 1. Η πόλη της Τενοτσιτλάν, Diego Rivera, 1945

Εικόνα 2. Ο Μεγάλος Ναός της


Τενοτσιτλάν
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 21

Αίγυπτος
Στο βιβλίο: Τα όρια της πόλης (1996), υπάρχουν αναφορές
σχετικά με αυτόν τον τρόπο διακυβέρνησης σε Μεσοποταμία
και αρχαία Αίγυπτο, όπου η κοινωνίες των χωρών αυτών
προσπαθούσαν να βρουν μια κοινή τομή ανάμεσα στην παράδοση
της αναπαλλοτρίωτης κοινοτικής γης και στις νέες αρχές που
οδηγούσαν στον έλεγχο των αγροτικών πλεονασμάτων, έλεγχος ο
οποίος δεν κατάφερε να μετατρέψει την μορφή της κοινωνία σε
ιδιοκτησιακή. Το για ποιον λόγο δεν το κατάφερε αυτό οφείλεται
στο γεγονός ότι οι χώρες αυτές βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στα
ποτάμια που υπάρχουν γύρω τους και κατά συνέπεια στην άρδευση,
που εξαιτίας των τεχνικών της απαιτήσεων ενίσχυε συνεργατικές
μορφές αγροτικής διαχείρισης. Αποτελούσαν στην ουσία κοινωνίες
με στοιχεία από την αρχαϊκή δομή των φυλετικών ομάδων αλλά
μέσα σε ένα εξαιρετικά συγκεντρωτικό κρατικό πλαίσιο. Ο
Μπούκτσιν (1996, σ.60) σχετικά με τα παραπάνω αναφέρει
συγκεκριμένα για την Αίγυπτο: «Η άρδευση, καθιστώντας
αναγκαία τη συντονισμένη συλλογική εργασία, ευνόησε τον
κρατικό συγκεντρωτισμό και τη γραφειοκρατικοποίηση. Ήδη από
την Πρώτη Δυναστεία στην Αίγυπτο, μαθαίνουμε από τις ιστορικές
πηγές για την ύπαρξη ενός βεζίρη, ενός καγκελάριου, ενός
αρχιθαλαμηπόλου, ενός τελετάρχη, ενός βασιλικού αρχιτέκτονα,
ενός επόπτη πλημμυρών…ένα πλατύ φάσμα αξιωματούχων, που
επιλέγονταν κυρίως από τις εξέχουσες οικογένειες της κοιλάδας,
που μας θυμίζουν περισσότερο βασιλικούς αυλικούς και
γραφειοκράτες παρά ανεξάρτητους φεουδάρχες ευγενείς. Στην
Αίγυπτο, εκτός από κάποιες αξιώσεις που προέβαλε το ιερατείο,
η γη ανήκε στον Φαραώ. Ουσιαστικά στο όνομά του οι τοπικοί
22 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

κυβερνήτες μάζευαν το φόρο υποτέλειας και τους φόρους σε


είδος, οι οποίοι έπειτα αποθηκεύονταν σε βασιλικές αποθήκες. Η
αγροτιά δεμένη στενά με τη γη, ή έμενε με ένα υπόλειμμα της
παραγωγής της ή αμειβόταν σε είδος από το δημόσιο ταμείο.».
Τα αγροτικά συμφέροντα, χάρη στη συγκεντρωτική εξουσία και
τον πλούτο που έλεγχαν, υποτάσσαν την πόλη στην ύπαιθρο. Το
εμπόριο, η βιοτεχνία και οι νέες τεχνικές παραγωγής βρίσκονταν
στην υπηρεσία των αγροτικών στρωμάτων και ο πλούτος των
πόλεων αντί να επιστρέφει σε μια τοπική αστική τάξη με τη μορφή
συσσώρευσης κεφαλαίου, απαλλοτριωνόταν από τους μονάρχες,
τους τοπικούς κυβερνήτες και τις κρατικές γραφειοκρατίες. Η
αιγυπτιακή οικονομία σύμφωνα με τον Μπούκτσιν (1996, σ.61)
ασφυκτιούσε με πάνω από διακόσιους φόρους: «Η εσωτερική
αγορά της κοιλάδας περιορίζονταν αποτελεσματικά από ένα φόρο
10% επί των πωλήσεων, ένα φόρο 5% στα ενοίκια κατοικιών, ένα
φόρο κληρονομιάς και, με εξαίρεση τα προνομιούχα στρώματα,
ένα κεφαλικό φόρο. Οι εύπορες τάξεις επιβαρύνονταν συνήθως
με δαπανηρές τελετές και υποχρεώσεις να προσφέρουν «δώρα»
στους μονάρχες. Φόροι εμπορευμάτων επιβάλλονταν όχι μόνο
στα λιμάνια και τις συνοριακές εισόδους, αλλά και στα όρια
των επαρχιών. Ουσιαστικά οι άδειες για όλες τις τέχνες και τα
επαγγέλματα εκδίδονταν από το κράτος. Βασιλικά μονοπώλια
επιβλήθηκαν στην παραγωγή λαδιού, παπύρου, υφασμάτων
καθώς και στα ορυχεία και τις τραπεζικές εργασίες, ενώ οι
κρατικές επιχειρήσεις συναγωνίζονταν με τον ιδιωτικό τομέα
σε βιοτεχνίες όπως οι βαφείς, η βυρσοδεψία, τα καλλυντικά, η
αρωματοποιία, η υαλουργία, η αγγειοπλαστική και η ζυθοποιία.».
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 23

Εικόνα 3. Η αγροτική καλλιέργεια


στην αρχαία Αίγυπτο, 12ος αιώνας
π.Χ

Εικόνα 4. Συνεργατική αγροτική


διαχείρηση στην αρχαία Αίγυπτο
24 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Αθήνα
Μετά τον 10ο αιώνα π.Χ αρχίζει να εμφανίζεται στις ακτές
της Μεσογείου ένα νέο σύστημα αγροτικής διαχείρισης και
ένας νέος τρόπος αστικής ζωής ο οποίος χαρακτηριζόταν από
έντονη συμμετοχή των πολιτών σε θέματα της κοινότητας. Το
δύσβατο, ορεινό έδαφος της Ελλάδας έκανε ουσιαστικά αδύνατη
την επίτευξη της πολιτικής ενοποίησης και συγκεντρωτισμού,
ο οποίος φαινόταν πολύ έντονα στους πολιτισμούς της Εγγύς
Ανατολής. Η ελληνική κοινωνία αρχικά βασιζόταν σε ένα χαλαρό
φεουδαρχικό σύστημα το οποίο έδωσε τη θέση του σε ένα σύστημα
ανεξάρτητων αγροτικών κοινοτήτων, ενισχύοντας έτσι μικρής
κλίμακας καλλιέργειες και συμβάλλοντας μετέπειτα στην εμφάνιση
της εμπορευματικής παραγωγής μέσα σε μια αγροτική κοινότητα.
Ο Μπούκτσιν (1996, σ.65) κάνει έναν παραλληλισμό σχετικά με
την επιφανειακή ομοιότητα που είχε η Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα
με την εικόνα μιας σύγχρονης αστικής πόλης: «Η Αθήνα, η ελληνική
πόλη με την οποία είμαστε πιο εξοικειωμένοι, συντηρούσε
ίσως κάπου 30.000 άνδρες πολίτες (και αν προσθέσουμε
τις γυναίκες και τα παιδιά τους, έναν συνολικό πληθυσμό
150.000 ανθρώπων), ίσως 100.000 δούλους και περίπου 35.000
μέτοικους ή ελεύθερους ξένους. Στην διάρκεια της κλασικής
περιόδου της Αθήνας, ο πληθυσμός της πόλης μπορεί να
ξεπερνούσε άνετα τις 250.000. Γενικά πρέπει να δούμε τις
νέες ελληνικές πόλεις σαν ανεξάρτητες αστικές οντότητες,
απαλλαγμένες από την επικυριαρχία φεουδαρχών και ισχυρών
γαιοκτημόνων…Η αστική ζωή υπάρχει τώρα σαν αυτοσκοπός,
όχι ως συμπλήρωμα μιας αγροτικής κοινωνίας, και απολαμβάνει
μια αυτονομία, που θα ήταν αδιανόητη μέσα στα πλαίσια των
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 25

προηγούμενων ασιατικών γαιοκτητικών συστημάτων.». Αυτό που


είναι εντυπωσιακό σύμφωνα με τον ίδιο είναι ότι στην αρχαία
Αθήνα η πολιτική δραστηριότητα συνεπάγονταν έναν εξαιρετικά
υψηλό βαθμό συμμετοχής των πολιτών, οι αποφάσεις των οποίων
διαμορφώνονταν από την λαϊκή συνέλευση ή εκκλησία την οποία
έπρεπε να παρακολουθεί κάθε άνδρας πολίτης και την εκτέλεση
των αποφάσεων αυτών την αναλάμβανε η Βουλή των Πεντακοσίων.
Ο Γουίλλιαμ Φόουλερ στο βιβλίο του: The City State of the Greeks
and Romans (1952, σ.168), περιγράφει την μεγάλη συμμετοχή
στην λαϊκή συνέλευση της Αθήνας, καθιστώντας την ως ένα
εγγενές χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης της πόλης: «Τώρα
αν θεωρήσουμε αυτό το γεγονός σε συνάρτηση με το καθολικό
δικαίωμα των πολιτών να παίρνουν μέρος στην Εκκλησία και
το δικαίωμα εκείνων που είναι πάνω από τριάντα χρονών, να
αποτελούν τους ενόρκους στα δικαστήρια, γίνεται αμέσως
φανερό ότι ο αθηναϊκός λαός αυτοδιευθύνονταν πραγματικά και
ότι το καθεστώς ήταν μια πραγματική δημοκρατία. Δεν υπάρχει
εδώ καμία προνομιούχος τάξη, καμία τάξη επαγγελματιών
πολιτικών, καμία γραφειοκρατία, κανένα σώμα ανθρώπων, όπως
η ρωμαϊκή Σύγκλητος, που μόνο αυτοί καταλάβαιναν τα μυστικά
του κράτους και απολάμβαναν το σεβασμό και την εμπιστοσύνη
ως φορείς της συμπυκνωμένης σοφίας όλης της κοινότητας. Στην
Αθήνα δεν υπήρχε καμία διάθεση, και στην πραγματικότητα,
καμία ανάγκη, να εμπιστευτούν την εμπειρία κανενός, κάθε
άτομο έμπαινε έξυπνα στις λεπτομέρειες των προσωρινών του
καθηκόντων και τα διεκπεραίωνε, όσο μπορούμε να ξέρουμε,
με επιμέλεια και ακεραιότητα. Σαν τους μουσικούς μιας καλά
εκπαιδευμένης ορχήστρας, όλοι κατάφεραν να μάθουν τους ρόλους
26 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

τους και να είναι ικανοποιημένοι με τον κλήρο που τους έλαχε.».


Ο Μπούκτσιν (1996, σ.67) συνοψίζει τις αρετές της αθηναϊκής
ζωής και κατά επέκταση τον τρόπο διαμόρφωσης του πολίτη
λόγω αυτών μέσα στην πόλη ως εξής: «Η Αθηναϊκή ζωή, στις
πιο υπέροχες στιγμές της, διαμόρφωσε μια ολότητα που
ενισχύονταν από την ισορροπία και την ενότητα της ίδιας της
πόλεως. Σε έναν Έλληνα θα φαινόταν παράλογο ότι το πνεύμα
θα μπορούσε να διαχωριστεί από το σώμα, η τέχνη από την
κοινωνία, ο άνθρωπος από τη φύση, η κουλτούρα από την
πολιτική. Η πόλη ήταν ο άνθρωπος, ο άνθρωπος ήταν η πόλη.
Το να εξοριστείς από την πόλη ήταν σαν να υφίστασαι μια
εξόντωση πιο τρομερή και από το θάνατο. Ο Έλληνας πολίτης
τρέφονταν από την κοινότητά του, όπως το δέντρο από το
χώμα. Τόσο αδιαχώριστα ενωμένοι ήταν οι άνθρωποι και η
κοινωνία, ώστε ένα κοινωνικό φως έλουζε καθετί το ελληνικό.».
Είναι δεδομένο πως η ελληνική κοινωνία στιγματιζόταν από
την δουλεία και από ένα έντονο πατριαρχικό αποκλεισμό των
γυναικών όμως αυτά τα απάνθρωπα χαρακτηριστικά δεν μπορούν
να εξηγήσουν το γιατί η αθηναϊκή πόλη κατόρθωσε να γίνει τόσο
θαυμάσια. Το πολιτικό πνεύμα της Αθήνας είχε την πηγή του στις
αρετές των ανεξάρτητων μικροκαλλιεργητών, όχι στη δουλεία ή
την πατριαρχεία. Η εσωτερική ενότητα της Αθήνας προερχόταν
από ανθρώπους που είχαν πλήρη αφοσίωση στα κοινά τους
πιστεύω και είχαν πλήρως ανεπτυγμένη κοινωνικότητα, λόγω
ίσως των σταθερών δεσμών τους με τη γη και την οικονομική τους
ανεξαρτησία. Η Αθήνα σύμφωνα με τον Μπούκτσιν ήταν μια πόλη -
κράτος ούτε τόσο πλούσια ώστε να παράγει καταπιεστικά πρότυπα
αφθονίας αλλά ούτε τόσο φτωχή ώστε να υποστεί καταπιεστική
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 27

φτώχεια, εξαιτίας του ότι βασιζόταν σε μια οικονομία μικρής


κλίμακας η πόλη και η ύπαιθρος έφτασαν σε μια ισορροπία. Αυτή
η ισορροπία χάθηκε όταν επεκτάθηκαν οι εμπορικές επαφές με
τον έξω κόσμο και ισχυροποιήθηκε η αστική τάξη, μετατρέποντας
την πόλη σε κοσμόπολη. Το αποκορύφωμα αυτής της κατάστασης
ήταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος με την προσπάθεια ηγεμονίας
της Αθήνας έναντι των υπόλοιπων ελληνικών κοινοτήτων. Μετά
το τέλος του πολέμου η Αθήνα έπαψε πλέον να ικανοποιεί
τις τοπικές ανάγκες και να αποτελεί μια σταθερή κοινότητα
μικροϊδιοκτητών, όπου ο πλούτος και η ιδιοκτησία συγκεντρώνονταν
ολοένα και σε λιγότερα άτομα, ώσπου η ανεξαρτησία
της τερματίστηκε οριστικά από τη μακεδονική φάλαγγα.
Η Ρώμη χαρακτηρίζεται στην ουσία από τον Μπούκτσιν ως
ένας μεγάλος επίλογος της Αθήνας, όπου πλέον το εμπόριο και οι
πόλεις είχαν αποκτήσει κοσμοπολίτικες διαστάσεις, υπερισχύοντας
έντονα της υπαίθρου, πράγμα που οδήγησε στην εμφάνιση δύο
εναλλακτικών λύσεων. Η πρώτη απέβλεπε στην ανάπτυξη των
εμπορικών σχέσεων σε τέτοιο βαθμό που θα παρήγαγαν μια
καπιταλιστική οικονομία, πράγμα αδύνατο διότι η μεσόγειος ήταν
αρκετά ανέτοιμη να ανταγωνιστεί και να ανατρέψει τα γαιοκτητικά
συστήματα της Εγγύς Ανατολής. Η δεύτερη λύση, η οποία
ακολουθήθηκε, στόχευε σε μια παρασιτική κατάσταση από πλευράς
των πόλεων μέσω λεηλασιών του αγροτικού πλούτου των κοινωνιών
της Εγγύς Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, με αποτέλεσμα
η Ρώμη να φτάσει στο απόγειό της από πόρους λεηλασιών και
όχι από δικές της αγροτικές δραστηριότητες. Αυτή η παρασιτική
διαδικασία έφτασε σε ένα σημείο όπου τα έξοδα συντήρησης της
Ρώμης υπερέβαιναν τα έσοδά της, προκαλώντας αδυναμία στη
28 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

διατήρησή της ώσπου τελικά η αγροτική της βάση συρρικνώθηκε σε


πολύ έντονο βαθμό. Αυτό σε συνδυασμό με τις κεντρικές και βόρειες
περιοχές της Ευρώπης, όπου οι γερμανικοί λαοί απομακρύνονται
πλέον από την οργάνωση κατά φυλές και τα αγροτικά βασίλεια,
οδήγησε σε μια περίοδο επανεμφάνισης μιας φεουδαρχικής
κοινωνίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, γνωστή και ως Μεσαίωνας.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 29

Εικόνα 5. Ο Περικλής αγορεύει στην Εκκλησία του δήμου, Philip


von Foltz, 1860

Εικόνα 6. Αγροτικές ασχολίες στην


αρχαία Αθήνα
30 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Μεσαίωνας

Στο δεύτερο κεφάλαιο, παρατηρείται ο ενδιάμεσος σταθμός


στην ιστορία των πόλεων όπου σε αντίθεση με την Ελλάδα και την
Ρώμη, που η ανάπτυξη της αστικής ζωής οδήγησε σε τέλμα, και τις
σημερινές πόλεις της Ευρώπης, όπου οδηγήθηκαν στον καπιταλισμό
και στην θεμελίωση της αστικής πόλης, αυτός χαρακτηριζόταν από
έναν τοπικό χαρακτήρα, δημιουργώντας συνθήκες για αποκέντρωση
και ανεξάρτητη ανάπτυξη. Αυτή η περίοδος, γνωστή ως Μεσαίωνας,
αποτέλεσε προσοδοφόρο έδαφος για την ανάπτυξη κοινοτικών
δραστηριοτήτων και συλλογικών δράσεων, όπου οι πολίτες
συμμετείχαν σε ό,τι τους αφορούσε και η κοινότητα εξαρτιόταν
αποκλειστικά από τους ίδιους και τη συμμετοχή τους σε αυτήν.
Όπως περιγράφει ο Μπούκτσιν, τον 10ο αιώνα η Γαλλία
ήταν χωρισμένη σε δέκα χιλιάδες πολιτικές περιφέρειες , λόγω
συγκρούσεων των βαρόνων, δίνοντας έτσι στις αστικές κοινότητες
ένα πλατύ πεδίο για ανεξάρτητη ανάπτυξη. Παρόλο που οι
αγροτικές κοινότητες των ευρωπαϊκών πόλεων αρχικά στερούνταν
σε οργάνωση και πλούτο συγκριτικά με αυτές της Εγγύς Ανατολής,
με τον καιρό πολλές από αυτές κατάφεραν να πετύχουν μια
ήπια κυριαρχία επί των αγροτικών συμφερόντων και μέσω της
ανάπτυξης των εμπορευματικών σχέσεων να απελευθερωθούν από
τον έλεγχο των φεουδαρχών. Παραδείγματα τέτοιων ανατροπών
εμφανίζονται στην Ευρώπη από το 13ο αιώνα και μετά, με μερικά
από αυτά να παρουσιάζονται από τον Μπούκτσιν (1996, σ.80):
«Στη Βόρεια Ιταλία και σε ολόκληρη την Κεντρική και Δυτική
Ευρώπη, οι δήμοι άρχισαν να συμμαχούν μεταξύ τους για να
εγκαθιδρύσουν ομοσπονδίες εναντίον των τοπικών ευγενών της
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 31

περιοχής. Οι πρώτες αύρες της γερμανικής ενοποίησης έπνευσαν


στη χώρα όταν το 1256 οι πόλεις της κοιλάδας του Ρήνου
εγκαθίδρυσαν την Ένωση Πόλεων του Ρήνου και μολονότι η
Ένωση αυτή διαλύθηκε σύντομα, βρήκε λίγο-πολύ σταθερούς
διαδόχους στη Χανσεατική Ένωση της περιοχής της Βαλτικής
και τη Σουηβική Ένωση. Αυτή η αξιοσημείωτη κινητικότητα
των πόλεων δεν περιορίστηκε μόνο στη Γερμανία. Τα Ελβετικά
Καντόνια χειραφετήθηκαν από την Αυστρία και οι φλαμανδικές
πόλεις εξεγέρθηκαν εναντίων του κόμη Λουδοβίκου… και το
Παρίσι με επικεφαλής τον Ετιέν Μαρσέλ, πήρε τα όπλα εναντίον
του Γάλλου Δελφίνου… Στη Βόρεια Ιταλία, η μία πόλη μετά
την άλλη κατάφερναν να υποτάξουν ή να αφομοιώσουν τους
τοπικούς ευγενείς στα εμπορικά τους συμφέροντα.». Οι πόλεις
αναπτύσσονταν λόγω της καλλιέργειας, της βιοτεχνίας και του
εμπορίου, με διαφορετική ένταση σε κάθε μία, με τους δήμους να
χαρακτηρίζονται από αυτονομία και να αποτελούν ευνοϊκό τόπο
για τους ανεξάρτητους εμπόρους, αποφεύγοντας να μετατραπούν
σε όργανα εκμετάλλευσης όπως στο παρελθόν. Σύμφωνα με τον
Μπούκτσιν, η οικονομία αυτών των εμπόρων και τεχνιτών βασιζόταν
στην απλή εμπορευματική παραγωγή και μέσω της αγοράς
ικανοποιούσαν τις ανάγκες τους χωρίς να συσσωρεύουν πλούτο.
32 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Η ζωή στους δήμους


Ο ίδιος παρατηρεί πως στον μεσαιωνικό δήμο τα παραγωγικά
μέσα ανήκαν στον άμεσο παραγωγό και όχι σε έναν αμέτοχο από
την παραγωγική διαδικασία ιδιοκτήτη τους, με τις συντεχνίες των
αρχιεργατών να διαμορφώνουν την οικονομική δραστηριότητα,
δηλαδή την παραγωγή, την ποιότητα και την τιμή. Αυτή η
οικονομική δραστηριότητα βασιζόταν σε μια οικονομία εργαλείων
και δεξιοτήτων και όχι σε μια οικονομία μηχανών, που οδήγησε
την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα στην ανάπτυξη της
δικιάς της ηπειρωτικής οικονομίας. Ο Μπούκτσιν (1996, σ.84)
σχετικά με την έντονη ανάπτυξη του εμπορίου εκείνη την περίοδο
στην Ευρώπη και τον μεγάλο ρόλο που αυτό είχε στην διαμόρφωση
της οικονομίας της, αναφέρει: «Μολονότι κάθε εμπόριο είναι
αλλοτρίωση, στο μεσαιωνικό δήμο ήταν επίσης και σχέση. Εφόσον
αυτό ήταν ξεκάθαρο γεγονός της καθημερινής ζωής, εξαιτίας του
τρόπου που επικρατούσε, ο μεσαιωνικός δήμος δημιούργησε
αξιοθαύμαστες μορφές συνεργασίας, όχι μόνο στην πολιτική ζωή,
αλλά και στην ίδια την οικονομία.». Ο Λούις Μάμφορντ στο βιβλίο:
The Culture of Cities (1938, σ.35), σχολιάζει το κλίμα εγγύτητας
μεταξύ τον ατόμων που εργάζονταν σε ένα χώρο παρομοιάζοντάς
το με αυτό της οικογένειας: «Το εργαστήριο ήταν μια οικογένεια,
όπως και το λογιστήριο του εμπόρου. Τα μέλη έτρωγαν μαζί
στο ίδιο τραπέζι, δούλευαν στα ίδια δωμάτια, κοιμούνταν στον
ίδιο κοιτώνα, προσεύχονταν από κοινού, συμμετείχαν σε κοινές
διασκεδάσεις.». Ο Μπούκτσιν (1996, σ.85) αναφέρεται και στην
αυτοδιαχείριση που κυριαρχούσε στον μεσαιωνικό δήμο η οποία
εξαρτιόνταν εξολοκλήρου από την ευθύνη που οι ίδιοι οι πολίτες
αισθανόντουσαν ότι είχαν ως προς τον δήμο: «Σχεδόν όλοι οι δήμοι
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 33

αστυνομεύονταν από τους ίδιους τους πολίτες τους, που κυκλικά


εναλλασσόμενοι αποτελούσαν το σώμα των νυχτοφυλάκων
και συμμετείχαν στις τάξεις της πολιτοφυλακής της πόλης. Οι
δήμαρχοι και τα συμβούλια της πόλης εκλέγονταν, συνήθως, από
τις συντεχνίες ή από λαϊκές συνελεύσεις του πληθυσμού που
θύμιζαν την αθηναϊκή Εκκλησία. Πράγματι όπως η πόλις, αυτές
οι πόλεις αποτελούσαν μια τέλεια ολοκληρωμένη κοινότητα.».
Ο Λούις Μάμφορντ (1938, σσ.63-64) παραθέτει την περιγραφή
μιας θρησκευτικής τελετής στην Αμβέρσα τον 16ο αιώνα από
τον Άλμπρεχτ Ντύρερ, η οποία αποκαλύπτει πολύ ζωντανά την
αλληλεγγύη που διέπει αυτόν τον τρόπο ζωής στους δήμους ως
εξής: «Είδα την Πομπή να περνάει κατά μήκος του δρόμου, τους
ανθρώπους να είναι διατεταγμένοι σε σειρές, όπου ο καθένας
κρατούσε κάποια απόσταση από τον διπλανό του, αλλά οι σειρές
ήταν κοντά η μια πίσω από την άλλη. Υπήρχαν οι χρυσοχόοι,
οι βαφείς, οι οικοδόμοι, οι κεντητές, οι γλύπτες, οι ξυλουργοί,
οι επιπλοποιοί, οι ναυτικοί, οι ψαράδες, οι χασάπηδες, οι
υφαντουργοί, οι αρτοποιοί, οι ράφτες, οι τσαγκάρηδες.
Πραγματικά κάθε λογής εργάτες και πολλοί τεχνίτες και
έμποροι που δουλεύουν για να ζήσουν. Μια πολύ μεγάλη ομάδα
από χήρες έπαιρνε επίσης μέρος στην πομπή. Συντηρούν τον
εαυτό τους δουλεύοντας χειρωνακτικά και τηρούν έναν ειδικό
κανόνα. Ήταν ντυμένες από πάνω μέχρι κάτω με λευκά, λινά
φορέματα, φτιαγμένα ειδικά για την περίσταση.». Ο Μάμφορντ
(1938, σ.64) προσθέτει: «Παρατηρείστε το μεγάλο αριθμό
ανθρώπων που παίρνουν μέρος σε αυτήν την πομπή. Όπως
και στην ίδια την εκκλησία, οι θεατές ήταν επίσης και κοινωνοί
και συμμέτοχοι: συμμετείχαν στο θέαμα, παρακολουθώντας
34 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

το από μέσα όχι από έξω ή μάλλον το αισθάνονταν από


μέσα, ενεργώντας από κοινού, όχι ως ξεκομμένα άτομα
που έχουν περιοριστεί σε έναν και μόνο ειδικό ρόλο.».
Ο Μπούκτσιν (1996, σ.87) πιστεύει πως: «Ο δήμος δεν
προσέφερε μόνο ασφάλεια στο λαό του, αλλά και ένα βαθύ
αίσθημα επικοινωνίας. Παρείχε όχι μόνο ασφάλεια στο λαό του,
αλλά και το πλεονέκτημα της κοινωνικότητας και μια ανθρώπινη
κλίμακα που μπορούσε να καταλάβει ο αστός και στην οποία
μπορούσε να βρει έναν μοναδικά ατομικό χώρο. Ο δήμος ήταν το
σπίτι του, όχι απλός ένα περιβάλλον που περιτριγυρίζει το σπίτι
του.». Ο Ανρί Πιέρν στο βιβλίο του: Οι πόλεις του Μεσαίωνα:
δοκίμιο οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας (2003, σσ.209-210)
φανερώνει το αδελφικό κλίμα μεταξύ των πολιτών στον μεσαιωνικό
δήμο: «Ο καθένας θεωρούσε τον άλλον ως αδερφό του. Ήδη από
τον 12ο αιώνα έμποροι ξόδευαν ένα μεγάλο μέρος από τα κέρδη
τους, κτίζοντας εκκλησίες, ιδρύοντας νοσοκομεία, εξαγοράζοντας
τα τέλη της αγοράς. Η αγάπη του κέρδους συνδέονταν, σ’
αυτούς, με τον τοπικό πατριωτισμό. Κάθε άνθρωπος ήταν
υπερήφανος για την πόλη του και αφοσιωνόταν αυθόρμητα στην
ευημερία της. Αυτό συνέβαινε επειδή, στην πραγματική ζωή, η
ζωή του κάθε ατόμου εξαρτιόταν άμεσα από τη συλλογική ζωή
της δημοτικής ένωσης… Ήταν πρόθυμος να αφοσιωθεί στην
υπεράσπισή του, όπως ακριβώς ήταν πρόθυμος να τον στολίσει
και να τον κάνει πιο όμορφο από τους γειτονικούς δήμους.».
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 35

Εικόνα 7. Η εργασία στους


δήμους

Εικόνα 8. Η ζωή στους δήμους


36 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Το πέρασμα σε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής


Παρόλα αυτά, ο Μπούκτσιν, παρατηρείται πως η ανάπτυξη του
διεθνούς εμπορίου με τις νέες ανάγκες που δημιούργησε άρχιζε να
καταστρέφει αργά την αυτάρκη αγροτική οικονομία και τον τοπικό
χαρακτήρα του μεσαιωνικού δήμου, με το ίδιο το εμπόρευμα να
εξουσιάζει πλέον τις ζωές στους αυτόνομους δήμους και τους
ανθρώπους να γίνονται ανταλλάξιμοι με τα προϊόντα που παρήγαν.
Παραδείγματα τέτοιων καταστάσεων εμφανίζονται στους δήμους
της Φλάνδρας, όπου το 1280 ξέσπασε μια αιματηρή ταξική
σύγκρουση μεταξύ μικροτεχνιτών και πλούσιων αρχιμαστόρων που
ήταν οργανωμένοι σε κλειστά συντεχνιακά μονοπώλια και οι οποίοι
τους εκμεταλλεύονταν έντονα, καθώς και στην Αγγλία όπου γύρω
στον 16ο αιώνα η αγγλική αριστοκρατία άρχισε να απαλλοτριώνει
και να περιφράζει τους παραδοσιακούς βοσκότοπους των χωριών
ακόμα και τις ιδιωτικές περιουσίες για χάρη του κέρδους που
επέφερε το μαλλί των προβάτων. Παράγωγο της εισχώρησης της
κοινωνίας σε μια ισχυρά κεφαλαιοποιημένη αγορά σύμφωνα με τον
Μπούκτσιν (1996, σ.89) ήταν το εργοστάσιο, που άλλαξε ριζικά τον
τρόπο ζωής και προσέδωσε ένα καινούργιο νόημα στην κοινωνική
ζωή, σχολιάζοντας: «Αν η απλή επέκταση των εμπορευματικών
σχέσεων μπορεί να ειπωθεί ότι έχει μεταμορφώσει το μεσαιωνικό
δήμο σε αστική πόλη, το εργοστάσιο μπορεί να υποδειχτεί
ως ο παράγοντας που δίνει σε αυτή την πόλη τη δομική της
μορφή και τον κοινωνικό της σκοπό… Στο μεσαιωνικό δήμο, το
εργοστάσιο ήταν ένα σπίτι: ήταν ο τόπος όχι μόνο ιδιαίτερα
εξατομικευμένων τεχνικών δραστηριοτήτων, αλλά επίσης
πολύπλοκων προσωπικών και πολιτιστικών υπευθυνοτήτων. Με
την εμφάνιση του εργοστασίου, το σπίτι και ο τόπος εργασίας
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 37

διαχωρίζονται. Το εργοστάσιο είναι ένα μέρος όπου πηγαίνει ο


εργάτης προκειμένου να αναλώσει τις ανθρώπινες δυνάμεις του,
στην υπηρεσία όλο και περισσότερο ανώνυμων ιδιοκτητών και
διευθυντών. Το εργοστάσιο δεν έχει προσωπικές ή πολιτιστικές
λειτουργίες, είναι απλώς το κέντρο συγκέντρωσης και
κινητοποίησης αλλοτριωμένης, αποπροσοποιημένης εργασίας.».
Τελικώς, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Γκέοργκ Ζίμμελ
στο βιβλίο του Μητροπολιτική Αίσθηση (2017, σ.35): «Η
σύγχρονη μεγαλούπολη τροφοδοτείται σχεδόν αποκλειστικά
από την αγοραία παραγωγή, δηλαδή για αγοραστές απολύτως
αγνώστους, τους οποίους δεν συναντά ποτέ ο παραγωγός.». Στη
σύγχρονη κοινωνία η εργασία έχει γίνει αυτοσκοπός, διαχωρίζοντας
τον μικροπαραγωγό από τα μέσα παραγωγής και υποβαθμίζοντας
την εργασία του στο εμπόρευμα καθαυτό, μετατρέποντας
την αστική πόλη σε έναν τόπο εργασίας όπου τα περιθώρια
κοινωνικής συναναστροφής μειώνονται ολοένα και περισσότερο.
Μέρος Δεύτερο. Αστικός τρόπος ζωής: Από
τον Μπούκτσιν στον Σένετ
40 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Νεωτερική Πόλη

Η ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας και η μεταβολή της στο


πέρασμα των χρόνων συντέλεσε στην διαμόρφωση της σημερινής
βιωμένης αστικής πόλης, όπου σε αντίθεση με το παρών, ο Ζίμμελ
(2017, σ.44) παρατηρεί την ενεργή στάση που είχαν τα άτομα των
παλαιότερων κοινωνικών δομών στην κοινότητα: «Το πρωιμότερο
στάδιο κοινωνικών σχηματισμών… είναι ένας σχετικά μικρός
κύκλος, με ισχυρή οριοθέτηση από γειτονικούς, ξένους ή κατά
οποιονδήποτε τρόπο ανταγωνιστικούς κύκλους, αλλά με τόσο
μεγάλη εσωτερική συνοχή που παρέχεται στα μέλη τους πεδίο για
να αναπτύξουν τις ιδιαιτερότητές τους και να αναλάβουν κινήσεις
με δική τους ευθύνη.». Οι συλλογικοί δεσμοί ζωής της φυλής, του
γένους και της συντεχνίας διαλύθηκαν από τους δεσμούς του
χρήματος, αποποιώντας το άτομο από κάθε ευθύνη απέναντι στην
κοινωνία και στους πολίτες, με το ατομικό συμφέρον να αποτελεί
κυρίαρχο στόχο. Ξανά συγκριτικά με το παρελθόν ο Μπούκτσιν
(1996, σσ.96-97) παρατηρεί πως: ««Η αυτοσυντήρηση» και η
δυναμική της «κοινωνικής προόδου» ορίζονται με βάση το ατομικό
συμφέρον αποκλείοντας, εξ ορισμού, τους καταξιωμένους από
το χρόνο δεσμούς της αλληλεγγύης, που ήταν τόσο θεμελιώδεις
στις παραδοσιακές κοινωνίες. Ο όρος «ατομικό συμφέρον»
προσφέρει τη λογική εξήγηση εκείνου που περιγράφεται
ουδέτερα ως «κοινωνική συμπεριφορά» και «ανθρώπινη
αλληλεπίδραση.». Η κοινωνική ζωή μετασχηματίζεται σε μια
ρυθμιστική μηχανή όπου οι ποσοτικές σχέσεις υπερτερούν ενώ
απουσιάζουν οι κοινωνικές διαστάσεις και η ανάπτυξη των σχέσεων.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ 41

Η σύγχρονη κοινωνική ζωή


Η κοινωνική ζωή σύμφωνα με τον Μπούκτσιν (1996, σ.98): «…
αποκτά διαστάσεις που είναι τόσο απομακρυσμένες από την
ανθρώπινη κλίμακα και τον ανθρώπινο έλεγχο, ώστε η κοινωνία
παύει να εμφανίζεται ως το καταφύγιο της ανθρωπότητας…
Η πόλη γίνεται ένας σωρός αποχαυνωμένων ανθρώπων,
διασκορπισμένων ανάμεσα σε ψυχρές, άμορφες οικοδομές…Η
προσωποποιημένη συλλογικότητα, που αντιπροσωπεύεται από
τη φυλετική ομάδα, τη φυλή και τη συντεχνία αντικαθίσταται
από τον ανώνυμο γραφειοκρατικό θεσμό ή φορέα, ο οποίος,
στο βαθμό που προσφέρει μια χρήσιμη κοινωνική υπηρεσία,
το κάνει με ψυχρή αδιαφορία.». Ο Μαξ Βέμπερ στο βιβλίο:
Η Πόλη (2003, σ.21), σχολιάζει πως: «Η ανάπτυξη της πόλης
επιτυγχάνεται με την υποκατάσταση των άμεσων, πρόσωπο με
πρόσωπο «πρωτογενών» σχέσεων με έμμεσες «δευτερογενείς»
σχέσεις.», είναι αδιάφορο δηλαδή το εάν η πόλη υποβιβάζει
τους κατοίκους της και τον τρόπο ζωής τους, αυτό που έχει
σημασία είναι η οικονομική ανάπτυξη. Ο Μπούκτσιν βλέπει
συγκεκριμένα πως όλες οι σύγχρονες πόλεις είναι μια πηγή
αυξανόμενου ψυχολογικού στρες όπου ο αέρας των πόλεων
είναι μολυσμένος, τα αστικά απόβλητα παίρνουν ανεξέλεγκτες
διαστάσεις και οι κατασκευές χαμηλής ποιότητας εμφανίζονται
όλο και πιο συχνά. Ο Μάικ Ντέιβις στο βιβλίο του Πέρα από το
Blade Runner. Αστικός έλεγχος – Η οικολογία του φόβου (2008,
σ.73) αναφέρεται χαρακτηριστικά σε αυτήν την χαμηλής ποιότητας
αρχιτεκτονική: «Τα καλιφορνέζικα «dinbats» (όπως είναι γνωστά
στην καθομιλουμένη τα διώροφα κτήρια) καθώς και άλλοι
τύποι διαμερισμάτων ελαφριού σκελετού που προσφέρονται σε
42 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

ζώνες με μεγάλη ηλιοφάνεια είναι ιδιαιτέρως ακατάλληλα για


να υποστηρίξουν την απερίσπαστη διαδοχή των γενεών στην
κοινότητα και την περιουσία. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτές οι
φτηνιάρικες κατασκευές σχεδιάστηκαν για να ανακυκλώνονται την
κατάλληλη στιγμή σε αειθαλείς δυναμικές αγορές αυτοκινήτων.».
Οι φυλετικές και ταξικές διαμάχες αυξάνονται, τα οικονομικά
προβλήματα πληθαίνουν και τα εγκλήματα πολλαπλασιάζονται
μέσα σε μια κατάσταση υπεραφθονίας αγαθών όπου το άτομο
προσπαθεί να επιβιώσει έχοντας μεγάλο φόβο για την προσωπική
του ασφάλεια, την στιγμή που οι πόλεις συνεχίζουν να επεκτείνονται
δίχως νόημα και μορφή παρά το γεγονός ότι σε πολλά αστικά
κέντρα τα προβλήματα της ανάπτυξης έχουν πάρει επικίνδυνες
διαστάσεις. Τέτοια προβλήματα εμφανίζονται σε μεγάλο βαθμό
στις αμερικάνικες πόλεις με το Λος Άντζελες να πρωτοστατεί.
Το βιβλίο του Μάικ Ντέιβις, Πέρα από το Blade Runner. Αστικός
έλεγχος – Η οικολογία του φόβου (2008), ασκεί μια έντονη
κριτική πάνω στον τρόπο δημιουργίας του Λος Άντζελες αλλά και
στους επικερδείς οικονομικούς σκοπούς στους ρυθμούς των οποίων
κινείται όλη η πόλη, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον συνεχή αστικό
έλεγχο ο οποίος τροφοδοτεί συγκρούσεις αλλά και στην πλήρη
απουσία οικολογικής συνείδησης. Στοιχεία αυτής της ανάλυσης θα
εμφανιστούν και στη συνέχεια σχετικά με την έρευνα πάνω στον
σχεδιασμό των πόλεων. Ο Μπούκστιν (1996, σσ.103-107) σχετικά
με τα προβλήματα της πόλης του Λος Άντζελες και την αλλοτρίωση
του πολίτη ως κοινωνική ύπαρξη στην πόλη αναφέρει τα εξής:
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ 43

Λος Άντζελες
«Το σύγχρονο Λος Άντζελες έχει, κατά μια έννοια, ηλικία
μόνο μερικών δεκαετιών…Η σκληρή πραγματικότητα μας
επιβάλλει να θεωρήσουμε αυτήν την αστική οντότητα ως το
ακριβώς αντίθετο μιας αυθεντικής κοινότητας. Η πόλη είναι
πραγματικά μια περιφέρεια: ένα εξωφρενικό συνονθύλευμα
χαμηλής ποιότητας κτισμάτων, χτυπητών φωτισμών με νέον,
αχανών υπεραγορών, χυδαία διακοσμημένων βενζινάδικων
και ελικοειδών δρόμων για κυκλοφορία αυτοκινήτων… Το
τερατώδες αυτής της μητροπολιτικής περιοχής παράγει ένα
χαρακτηριστικό αποτέλεσμα: η κυρίως πόλη δεν χρησιμοποιείται
κατά καμία ανθρώπινη έννοια. Είναι απλά ένα μέρος στο οποίο
δουλεύουν. Οι άνθρωποι ούτε κάνουν βόλτα στον κεντρικό της
δρόμο, ούτε μαζεύονται στις πλατείες της… Δεν είναι αρκετό
να πούμε ότι το Λος Άντζελες είναι ένα υπερανεπτυγμένο
προάστιο που η δημιουργία του έγινε δυνατή χάρη στα
μηχανοκίνητα οχήματα και τους αυτοκινητόδρομου, γιατί αυτό
υπονοεί συγκεκριμένες φυσικές ανέσεις, δέντρα, θάμνους και
ελεύθερους χώρους, που αποτελούν δευτερεύουσες αξίες για
την μητρόπολη της νότιας Καλιφόρνιας… Στο Λος Άντζελες,
το αυτοκίνητο δεν είναι μόνο ένα μέσο μεταφοράς, αλλά μια
νοοτροπία που διαμορφώνει την ευαισθησία του πολίτη απέναντι
το περιβάλλον του, τον τρόπο ζωής του και την αντίληψη του
για το χώρο και το χρόνο… Χωρίς να μας προκαλεί έκπληξη
λοιπόν, μαθαίνουμε ότι οι δημοτικές αρχές του Λος Άντζελες
έβαλαν πλαστική «βλάστηση» κατά μήκος της έκτασης ενός
αυτοκινητόδρομου για να αντικαταστήσουν τους θάμνους που
πέθαναν από μόλυνση του αέρα… Όσο και αν είναι δύσκολο να
44 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

το πιστέψουμε, οι δημοτικές αρχές σκέφτηκαν ότι τα πλαστικά


«φυτά» θα ήταν πιο «ελκυστικά» από τα πραγματικά…Η
μητρόπολη είναι μάλλον αυθάδης παρά ζωντανή, μάλλον
νευρική παρά ενεργητική και, πάνω από όλα, καταστροφικά
μεγάλη, με την έννοια ότι έχει κατασκευαστεί μαζικά, ότι έχει
συναρμολογηθεί φθηνά και πρόχειρα. Οι ανθρώπινες ιδιότητές
της πνίγηκαν από την πνευματική και κοινωνική φτώχεια.».
Σε αντίθεση με το Λος Άντζελες, η Νέα Υόρκη προκαλεί
ένα αίσθημα αφοσίωσης στην πόλη το οποίο με τον καιρό
ολοένα και χάνεται, μετατρέποντας την σιγά σιγά σε ένα
νέο Λος Άντζελες. Ο Μπούκτσιν βλέπει την εξέλιξη της Νέας
Υόρκης στο πέρασμα των χρόνων, όπου στο παρελθόν η πόλη
είχε τις δικές της χαρές, τις ξεχωριστές κατά εθνική ομάδα
γειτονιές καθώς και ποικιλία σε οπτικές παραστάσεις ενώ το
κέντρο του Μανχάταν συγκέντρωνε ντόπιους κατοίκους και
τουρίστες σε ένα πολιτιστικό ξεφάντωμα. Η σύγχρονη αστική
πόλη αδυνατεί να ενοποιήσει εσωτερικά τις διαφορετικών
χαρακτηριστικών περιοχές της (κέντρο, περίχωρα, προάστια,
γκέτο) πετυχαίνοντας μια εύστοχη ανομοιογένεια της ενότητας
μέσα στην ποικιλομορφία της πόλης, πράγμα που χαρακτήριζε τους
μεσαιωνικούς δήμους και που αυτή η ανομοιογένεια προέρχονταν
από την αλληλοβοήθεια και τον κοινοτικό χαρακτήρα τους.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ 45

Εικόνα 9. Λος Άντζελες

Εικόνα 10. Πλαστική


«βλάστηση» στο Λος
Άντζελες, 1972
46 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Εικόνα 11. Η Νέα Υόρκη το 1900

Εικόνα 12. Η Νέα Υόρκη το 2020


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ 47

Προβλήματα στις πόλεις


Πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό των ατόμων του παρελθόντος
ήταν σύμφωνα με τον Μπούκτσιν η έκφραση της ατομικότητάς
τους που τροφοδοτούσε σε μεγάλο βαθμό τόσο τις φυλετικές
κοινότητες όσο και τους δήμους του Μεσαίωνα, σε αντίθεση με
τις ολοκληρωτικές κοινωνίες που υποβαθμίζουν το άτομο σε ένα
κοινωνικό μηχανισμό με σκοπούς πέραν του ίδιου. Αναφέρει
χαρακτηριστικά (1996, σ.112) πως: «Η ακεραιότητα του ατομικού
εγώ εξαρτάται από την ικανότητά του να ολοκληρώνει τις
πολλές διαφορετικές όψεις της ανθρώπινης ζωής: εργασία και
παιχνίδι, λόγο και συναίσθημα, νόηση και αίσθηση, το ιδιωτικό
και το κοινωνικό, σε ένα συνεπές και δημιουργικό σύνολο. Με
κανένα τρόπο αυτή η διαδικασία ολοκλήρωσης δεν αποτελεί μια
αυστηρά ιδιωτική και προσωπική δραστηριότητα, αντιθέτως, για
τα περισσότερα άτομα, η δυνατότητα της ολοκλήρωσης του εγώ
εξαρτάται σε πολύ σημαντικό βαθμό από την έκταση στην οποία
η ίδια η κοινωνία ολοκληρώνεται υπαρξιακά στην πορεία της
καθημερινής ζωής.». Ο Μαξ Χορκχάιμερ, στο βιβλίο: Η Έκλειψη
του Λόγου (1987,σ.135), μίλησε για τον κίνδυνο καταστροφής
αυτής της ατομικότητας: «Η πραγματική ατομικότητα βλάπτεται
όταν ο κάθε άνθρωπος αποφασίζει να τα βγάλει πέρα μόνος του.
Καθώς ο συνηθισμένος άνθρωπος αποσύρεται από τη συμμετοχή
στις πολιτικές υποθέσεις, η κοινωνία τείνει να επανέλθει στο
νόμο της ζούγκλας, που συνθλίβει κάθε ίχνος ατομικότητας.
Το απόλυτα απομονωμένο άτομο ήταν πάντα μια αυταπάτη.
Τα περισσότερο εκτιμώμενα προσωπικά προτερήματα όπως η
ανεξαρτησία, η θέληση για ελευθερία, η συμπόνια και το αίσθημα
της δικαιοσύνης είναι τόσο κοινωνικές όσο και ατομικές αρετές.
48 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Το πλήρως ανεπτυγμένο άτομο είναι το επιστέγασμα μιας πλήρως


ανεπτυγμένης κοινωνίας. Η χειραφέτηση του ατόμου δεν είναι
χειραφέτηση από την κοινωνία, αλλά η απαλλαγή της κοινωνίας
από την εξατομίκευση, μια εξατομίκευση που ίσος φτάνει στο
αποκορύφωμά της σε περιόδους κολεκτιβοποίησης και μαζικής
κουλτούρας.». Αυτή η ατομικότητα είναι που λείπει σήμερα από
τις ζωές των ανθρώπων καθώς η κρίση που διανύει ο δυτικός
κόσμος σε όλα τα επίπεδα μετέτρεψε το άτομο σε ένα παθητικό
όν γεμάτο αδιαφορία όπου αδυνατεί να εκφράσει την ατομικότητά
του, που εκδηλώνεται στην προσωπικότητα και την ιδιαιτερότητά
του, καθιερώνοντας ένα πρότυπο ζωής με ιδανικά και αξίες
σύμφωνα με τα πρότυπα του ατομισμού και του ανταγωνισμού.
Το γεγονός της αναδιαμόρφωσης της πόλης σήμερα είναι
αναγκαίο. Αναμφίβολα ο στόχος αυτής της αναδιαμόρφωσης είναι η
ύπαρξη μιας πόλης η οποία θα γίνει χώρος έκφρασης πραγματικής
επικοινωνίας, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα αίτια που
προκαλούν τις σημερινές παθογένειες εντός της. Τα προβλήματα
υπάρχουν και εμφανίζονται καθημερινά στην κοινοτική ζωή στην
πόλη. Ανομία καθώς και αδιαφορία του ατόμου απέναντι στη
βία που ασκείται δημόσια αλλά και κρατικός έλεγχος ο οποίος
πολλές φορές θρέφει ενέργειες παραβίασης της ηθικής. Μεγάλες
ποσότητες ρύπων επιβλαβείς για την υγεία που οφείλονται σε
μεγάλο βαθμό στα αυτοκίνητα που κατακλύζουν τους δρόμους
και οι οποίοι με τη σειρά τους απλώνονται σε όλο το χώρο της
πόλης. Η ιδιώτευση του δημοσίου χώρου έχει αυξηθεί κατακόρυφα,
τα πάρκινγκ στις πόλεις έχουν πάρει την θέση πολλών υπαίθριων
χώρων και οι ρυθμοί της ζωής είναι πιο έντονοι από ποτέ. Τα άτομα
με αναπηρία αδυνατούν να μετακινηθούν εντός της πόλης λόγο
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ 49

ελάχιστων υποδομών και αλόγιστης κατάληψης του αστικού χώρου


από το αυτοκίνητο. Η συγκοινωνία είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό
ανεπαρκής εξαιτίας της έλλειψης μέσων δημόσιας μεταφοράς
και εναλλακτικών τρόπων μετακίνησης, προκαλώντας έτσι έναν
υπέρμετρο ανθρώπινο συνωστισμό. Οι κυκλοφοριακές συμφορήσεις
θα παραμείνουν κακές όσοι νέοι αυτοκινητόδρομοι και να
κατασκευαστούν, καθώς αυτοί θα δημιουργούν επιπλέον ευκαιρίες
για χρήση του αυτοκινήτου, πράγμα που συνεπάγεται την ύπαρξη
όλο και περισσότερων ανθρώπων με αυτοκίνητο. Ο διαχωρισμός
σύμφωνα με φυλετικά και οικονομικά κριτήρια αυξάνεται τόσο
πολύ ως συνέπια της μαζικής εισροής μεταναστών και προσφύγων
στις αστικές περιοχές, ώστε οι πόλεις εσωτερικά διαιρούνται σε
αλληλοαποκλειόμενες περιοχές. Τίποτα δεν αποκαλύπτει πιο
ξεκάθαρα τη συνολική παρακμή της πόλης από την πανταχού
παρουσία βρομιάς και σκουπιδιών που συσσωρεύονται στους
δρόμους, τον θόρυβο, τη μαζική συμφόρηση που επικρατεί και
την απάθεια του πληθυσμού απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα. Η
ίδια η πόλη δεν είναι μόνο θύμα ρύπανσης, αλλά και ένας σοβαρός
ρυπαντής η ίδια. Οι απαιτήσεις της σε νερό διαταράσσουν τον
συνεχή κύκλο ανακύκλωσης του νερού και τα απορρίμματα που
παράγει αυξάνονται πέρα από κάθε λογικό έλεγχο. Παρόλα αυτά
η αστική ζωή στη πόλη συνεχίζει να πορεύεται στην βάση όλων
αυτών των προαναφερθέντων συνθηκών. Η σκέψη ότι δεν υπάρχει
όριο σε αυτή τη ρότα των πόλεων και το γεγονός ότι ο φυσικός
κόσμος θέτει το δικό του οικολογικό όριο, χτυπάει το καμπανάκι
σε μια ανεπανόρθωτη καταστροφή της οικολογικής ισορροπίας.
50 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Εξελικτικά στάδια: ατομική και κονοτική ζωή

Σε αυτό το κεφάλαιο, έπειτα από την εξέλιξη των κοινωνικών


δομών στο πέρασμα του χρόνου και την εγκαθίδρυση της
νεωτερικής κοινωνίας, γίνεται μια προσπάθεια αναζήτησης των
σύγχρονων εξελικτικών σταδίων συμπεριφοράς του ατόμου και της
κοινωνίας. Η παρακάτω ανάλυση έχει βασιστεί σε μια συγκεκριμένη
αναλυτική θεωρία του Ρίτσαρντ Σένετ η οποία αποτυπώνεται στο
βιβλίο: Οι χρήσεις της αταξίας (2004). Πριν ξεκινήσει η ανάλυση
κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί μια σημαντική διαφορά
ανάμεσα στις αντιλήψεις του Σένετ και του Μπούκτσιν οι οποίες
γενικά συγκλίνουν σε αρκετό βαθμό αλλά αυτή είναι ουσιαστικής
σημασίας για την περαιτέρω έρευνα. Ο Μπούκτσιν θεωρεί σε
μεγάλο βαθμό ως ρίζα των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων
και της προβληματικής διαμόρφωσης της κοινωνικής υπόστασης
του ατόμου τα απρόσωπα, μηχανικά, γραφειοκρατικά σχέδια που
δημιούργησαν το οικονομικό πλαίσιο της αφθονίας της εποχής,
ενώ ο Σένετ θεωρεί πως η σύγχρονη κοινοτική ζωή πάσχει από
κάτι βασικό που έχει τις ρίζες του στη διαδικασία ανάπτυξης του
ανθρώπινου όντος καθαυτού και ότι η αφθονία της νεωτρικότητας
επέτρεψε σε αυτό να εκφραστεί με πολύ έντονο τρόπο, με τον ίδιο
να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην λανθασμένη χρήση της αφθονίας.
Η αναζήτηση της κοινότητας σήμερα, σύμφωνα με τον Σένετ,
έχει φτάσει να εννοείται ως μια αναζήτηση των ανθρώπων για
κάποια αρχή ζωής σε σχέση με την κατάσταση που βρίσκονται,
προχωρώντας σε μια διαδικασία αποκλεισμού η οποία επιφέρει
στην κοινωνική και την προσωπική ανανέωση μια στασιμότητα.
Για παράδειγμα, οι άνθρωποι στα προάστια έχουν μια αίσθηση ότι
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ 51

είναι μαζί και ότι κατέχουν μια ταυτότητα, όμως αυτή η κοινωνική
συνοχή στην πραγματικότητα φαίνεται να πάσχει, εν μέρη λόγω της
εισόδου διαφόρων μορφών αφθονίας στην πόλη, την αδυναμία ως
προς τη χρήση τους και μια συγκεκριμένη αναπτυξιακή ψυχολογία
σχετικά με την κοινωνική συναναστροφή του ατόμου και του
τρόπου ζωής του, που έχει τις ρίζες της στο άτομο από την παιδική
του κιόλας ηλικία. Όπως στη συνολική έρευνα έτσι και σε αυτό το
κεφάλαιο γίνεται μια προσπάθεια με σκοπό να επεξεργαστούμε το
ερώτημα του κατά πόσο μια μορφή κοινωνικής ζωής στα σημερινά
δεδομένα είναι ουσιαστική για το άτομο και την κοινωνία.
52 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Η έννοια της καθαρμένης ταυτότητας


Ο Σένετ παρατηρεί πως στο μυθιστόρημα του Μαλρώ οι
Κατακτητές, που αναφέρεται στην κινέζικη επανάσταση του 1925,
βρίσκεται μια αντιπαράθεση μεταξύ δύο ειδών ηγετών. Από την
μία ο Μπορίν και ο Γκαρίν, επαναστάτες που προσαρμόζονται
στα γεγονότα της επανάστασης που αυτοί ζουν και από την άλλη
ο Χόνγκ, ένας αμετάβλητος αναρχικός ιδεολόγος, απρόθυμος να
υποταχθεί στα αλληλοσυγκρουόμενα γεγονότα της επανάστασης,
βάζοντας τον εαυτό του σε τέτοια θέση ώστε να φαίνεται πάνω από
τις εντάσεις που δημιουργεί η επανάσταση, προσπαθώντας να φανεί
ως εκούσια αμετάβλητος, σε αντίθεση με την ανήσυχη συμπεριφορά
των άλλων δύο. Ο Σένετ παρομοιάζει τον τρόπο συμπεριφοράς
του νέου επαναστάτη με τον τρόπο συμπεριφοράς των νέων
ψυχιάτρων οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους μικρούς θεούς
με το να δικάζουν τους ασθενείς τους και να τους αντιμετωπίζουν
λίγο περιφρονητικά. Αυτό φαίνεται σύμφωνα με τον Σένετ να
έχει τις ρίζες του στον φόβο των γιατρών καθώς μια πολύ στενή
σχέση με τους ασθενείς θα μπορούσε να τους επηρεάσει πολύ και
επίπονα. Είναι φανερό δηλαδή, σύμφωνα με τον ίδιο, πως τόσο ο
επαναστάτης όσο και οι γιατροί προσπαθούν να χάσουν επαφή με
τον κόσμο γύρω τους με ένα περιφρονητικό ύφος δημιουργώντας
μια αμετάβλητη εικόνα του εαυτού τους εκ των προτέρων έτσι
ώστε να καταπολεμηθούν οι δυσάρεστες εμπειρίες που ελλοχεύουν
στην κοινωνική πραγματικότητα, σύμφωνα με τα δικά τους
κριτήρια. Παρομοίως, ο Ζίμμελ (2017, σσ.33-34), αναφέρει πως
η επιφυλακτικότητα και η απάθεια είναι συμπεριφορές που
επιτρέπουν στον κάτοικο της μητρόπολης να προφυλάσσεται από
συνεχείς εχθρικές παρεμβολές του περίγυρού του, «Ο κάτοικος
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ 53

της μεγαλούπολης δημιουργεί, μέσω της απάθειας, ένα


προστατευτικό όργανο απέναντι στο περιβάλλον του, που απειλεί
να τον ξεριζώσει με τους χειμάρρους και τις αντινομίες του.».
Αναφέρει επίσης πως (2017, σ.40): «Η ουσία της απάθειας είναι η
άμβλυνση του ενδιαφέροντος για τις διαφορές των πραγμάτων,
όχι με την έννοια ότι δεν γίνονται αντιληπτές,…αλλά με την έννοια
ότι η σημασία και η αξία των διαφορών των πραγμάτων και
άρα και των ίδιων πραγμάτων εκλαμβάνονται ως ασήμαντες.».
Αντίστοιχος τρόπος αντιμετώπισης, όπως παρατηρεί ο Σένετ,
κυριαρχεί και στον σχεδιασμό των πόλεων, μέσω των «σχεδιασμένων
αναγκών», δηλαδή έναν εκ των προτέρων λεπτομερή σχεδιασμό
πάνω στις απρόβλεπτες κοινωνικές απαιτήσεις μιας πόλης στο
μέλλον. Ο σχεδιασμός μιας πόλης τέτοιου τύπου είναι λοιπόν
η προβολή μιας αμετάβλητης κοινότητας η οποία εκφράζει μια
άρνηση στα απρόσμενα γεγονότα που μπορούν να εμφανιστούν σε
αυτήν, όπου σύμφωνα με τον Σένετ αυτός ο μηχανισμός άμυνας
λειτουργεί λόγω του φόβου απέναντι στο άγνωστο της ζωής, το
οποίο μπορεί να προκαλέσει μια επίπονη κατάσταση στη ζωή του
ατόμου. Για να αποφευχθεί λοιπόν αυτό γίνεται μια προσπάθεια
εξαφάνισης των εκπλήξεων και των απρόβλεπτων γεγονότων της
ζωής μέσω του σχεδιασμού μελλοντικών κοινωνικών καταστάσεων
εκ των προτέρων. Η διαδικασία αυτή περιγράφεται από τον Σένετ
μέσω της αναζήτησης για «καθαρμό», όπου τα ενοχλητικά στοιχεία
της ζωή απομακρύνονται καθώς δεν ταιριάζουν στο σύνολο όλων
των πτυχών που το άτομο θεωρεί ότι το ορίζουν, δηλαδή στην
ταυτότητά του, έτσι οι εμπειρίες που δεν ταιριάζουν με την αίσθηση
κάποιου για τη θέση που έχει στην κοινωνία αποφεύγονται με
σκοπό να διατηρηθεί ανέπαφη και καθαρή η εικόνα του εαυτού του.
54 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Την αντίδραση απέναντι στον φόβο του αναπάντεχου ο Σένετ την


πρωτοβρίσκει στα στάδια της εφηβείας καθώς τότε δημιουργούνται,
σύμφωνα με τον ίδιο, μηχανισμοί προκειμένου το άτομο να
αντιμετωπίσει την αταξία και τους κινδύνους που θα συναντήσει.
Ο Μπούκτσιν (1996, σσ.117-118) αναφέρεται στο αντίκτυπο
αυτού του τρόπου αντιμετώπισης των πραγμάτων αναφερόμενος
πως: «Οι κατακερματισμένοι ρόλοι που η γραφειοκρατικοποίηση
επιβάλλει στο εγώ συγκρούονται με το μύθο ότι μια μπλαζέ
αδιαφορία για τον κόσμο γενικά, είναι ένας τρόπος απόσυρσης
από μια ομογενοποιημένη κοινωνία, η αλλοτρίωση που διαποτίζει
το πλήθος μπορεί να εξορκιστεί μονάχα με την προσκόλληση στο
δικό σου αίσθημα ιδιωτικής ζωής και με τις δικές σου υποθέσεις.
Αυτή η στάση εκλεκτικισμού, κοινωνικής απόσυρσης και
απομόνωσης ουσιαστικά βαθαίνει τη μαζικοποίηση και ενισχύει την
κυριαρχία των πέραν της κοινωνίας δυνάμεων επί της κοινωνίας,
των πέραν του ατόμου δυνάμεων επί του ατόμου… Το άτομο που
αποσύρεται στον εαυτό του και στα ιδιωτικά του ενδιαφέροντα,
που οχυρώνεται πίσω από μια κοινωνική ουδετερότητα και μια
πολιτική αδιαφορία, όλο και περισσότερο παραδίδει τον εαυτό
του στις επιθετικές κοινωνικές δυνάμεις από τις οποίες προσπαθεί
να δραπετεύσει. Εφόσον αυτή η διαδικασία προχωρήσει αρκετά,
δεν είναι πλέον αυτός που αποφασίζει για την μοίρα του, αλλά
ένας αυξανόμενα γραφειοκρατικός και αυταρχικός μηχανισμός
του οποίου τα συμφέροντα είναι εχθρικά προς του ατόμου.».
Ουσιαστικά αναφέρει πως εντός μιας κατάστασης ομογενοποίησης
της κοινωνίας όπου το άτομο αδιαφορεί για την ζωή γύρω του,
αποφεύγοντας να εμπλακεί σε πολλαπλές καταστάσεις και
εμπειρίες που το αφορούν, χάνει την ατομικότητά του και αδυνατεί
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ 55

να γίνει υπεύθυνος για τα θέματα που αφορούν την ζωή του,


μεταβιβάζοντας αυτό το δικαίωμα σε απρόσωπους μηχανισμούς.
56 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Άτομο: Εφηβεία και ενηλικίωση


Η εφηβεία, θεωρεί ο Σένετ, είναι η περίοδος όπου το άτομο
εμπλέκεται σε νέες ανακαλύψεις για τον ίδιο και την ζωή,
ωριμάζει σωματικά και αυξάνεται έντονα η επιθυμία του να
ενεργεί ανεξάρτητα, αποκλείοντας έτσι εκ πρώτης όψεως το
γεγονός πως είναι η περίοδος ζωής όπου το άτομο αναπτύσσει
αυτόν τον μηχανισμό άμυνας για συνοχή. Παρόλα αυτά υπάρχουν
κάποιες καταστάσεις σε αυτήν την ηλικία που δηλώνουν το
αντίθετο και σύμφωνα με τον Σένετ μία από αυτές είναι η
διαδικασία εισαγωγής των νέων σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα,
όπου πολλοί εξ αυτών μένουν προσκολλημένοι σε μια επιλογή, η
οποία μπορεί να προέκυψε τελείως τυχαία, χωρίς να αναζητούν
εναλλακτικές λύσεις. Είναι κάτι κρυμμένο μέσα τους, θεωρεί ο
Σένετ, που τους εμποδίζει από το να πάρουν ριζικές αποφάσεις
για τις ζωές τους, θέλουν αν είναι σίγουροι για το τι θα κάνουν
προτού το κάνουν. Ένα άλλο πρότυπο «καθαρμού», σύμφωνα
με τον ίδιο, που συναντάται στην εφηβεία, σχετίζεται με την
αναζήτηση του ιδανικού συντρόφου. Ο όρος ιδανικός σύντροφος,
όπως αναφέρει ο Σένετ, στην ουσία αντικατοπτρίζει την τέλεια
εικόνα του εαυτού μας, οδηγώντας έτσι το άτομο στην αποφυγή
ερωτικών σχέσεων, πολλές φορές επίπονων, με άλλα πρόσωπα.
Γενικώς πιστεύει πως οι νέοι σε αυτές τις ηλικίες προσπαθούν
να δημιουργήσουν μια δυνατή ταυτότητα για τους ίδιους,
δηλαδή μια ισχυρή και αμετακίνητη εικόνα που να τους βοηθά
να αναπτύξουν μια σκληροτράχηλη συναισθηματική ικανότητα,
αποφεύγοντας τους κινδύνους των εκπλήξεων, καταλήγοντας έτσι
σε ένα σημείο αδυναμίας για εξερεύνηση και εσωτερική ανάπτυξη.
Ο Σένετ θεωρεί την «κρίση ταυτότητας» ως μια προσπάθεια
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ 57

του ανθρώπου να διατυπώσει για πρώτη φορά κανόνες για τη σχέση


μεταξύ μιας εικόνας του εαυτού του και μιας εικόνας του κόσμου
έξω από τον εαυτό του. Είναι δηλαδή οι κανόνες και τα πρότυπα
προκειμένου να προσδιοριστούν οι σχέσεις μεταξύ της αίσθησης
που έχει ένα άτομο για τον εαυτό του και της αίσθησής του για τον
κοινωνικό κόσμο γύρω του, μέσω αυτής της διαδικασίας το άτομο
τελικά διαμορφώνει κανόνες ηθικής και συμπεριφοράς και είναι
πλέον έτοιμο να ζήσει με βάση την δικιά του κρίση και τις δικιές
του επιθυμίες μακριά από την γονική εξουσία. Παρόλα αυτά, όπως
διατυπώνει ο Σένετ, το στοιχείο της εμπειρίας λείπει από αυτό
το δυναμικό ξεκίνημα του ατόμου για κοινωνική ζωή, η εφηβεία
λοιπόν είναι ένα στάδιο ανάπτυξης στο οποίο οι σεξουαλικές,
διανοητικές και αισθητηριακές δυνάμεις αναπτύσσονται
νωρίτερα από το απόθεμα εμπειριών που το άτομο κατέχει.
Συνεπώς οι νέοι, σύμφωνα με τον ίδιο, απέναντι σε αυτήν την
απειρία και την επώδυνη αταξία που συναντάνε, για να έχουν
τον έλεγχο της ζωής τους προσπαθούν να εξηγήσουν το μέλλον
συνολικά, να εξηγήσουν δηλαδή από πριν καταστάσεις, πράγμα
που είναι μια άμυνα απέναντι στον πόνο που ενδεχόμενος μπορεί
να συναντήσουν. Αυτή η αντίδραση, θεωρεί ο Σένετ, απέναντι στον
πόνο είναι αυτό που στην εφηβεία δημιουργεί τα εργαλεία για τον
«καθαρμό» της ταυτότητας του ατόμου. Η άμυνα, όπως περιεκτικά
αναφέρει ο ίδιος, λειτουργεί με το να φαντάζεται ο έφηβος το
νόημα της εμπειρία εκ των προτέρων ή χωρίς να την ζει, ώστε
να μην μπει στην υποχρέωση να ζήσει μια ενδεχομένως επίπονη
κατάσταση μέχρι τέλους προκειμένου να καταλάβει το νόημα.
Με αυτόν τον τρόπο ο έφηβος διαφυλάσσει μια εικόνα της
ταυτότητάς του έτσι ώστε να είναι συνεκτική και σταθερή, έχοντας
58 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

μάθει πλέον να προφυλάσσεται μέσω της απόκλισης της αταξίας και


του πόνου από ένα γεγονός, ορθολογικοποιεί έτσι κάθε επερχόμενη
εμπειρία και δρα σαν ένα ανεξάρτητο ον σε ένα ξένο περιβάλλον.
Ο Σένετ πιστεύει πως αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης μελλοντικών
καταστάσεων είναι αρκετά επικίνδυνος αν παραμείνει αμετάβλητος
στη ζωή ενός ατόμου, καθώς αυτό θα βρίσκεται συνεχώς σε μια
ψευδαίσθηση γνώσης όσον αφορά την έκβαση εμπειριών που δεν είχε
ποτέ, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει συγκεκριμένες καταστάσεις
στον κόσμο. Επιπλέον, όπως ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά,
αυτή η άμυνα μπορεί να αποτελέσει και μαζική στάση ζωής
(2004, σ.45): «Αυτές οι επιθυμίες για καθαρμένη εμπειρία
εκφράζονται και ως ένα κοινοτικό φαινόμενο, όταν οι επιθυμίες
για καθαρμού ενός μεγάλου αριθμού ατόμων γίνονται κυρίαρχες
στις ζωές τους προσπαθώντας να δημιουργήσουν την κοινωνία
σύμφωνα με την δικιά τους εικόνα, έτσι ώστε η κοινωνία να είναι
οργανωμένη με τρόπο που να αποφεύγεται η επώδυνη αταξία.».
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ 59

Κοινότητα: Ο μύθος της κοινοτικής αλληλεγγύης


Κοινότητα, θεωρεί ο Σένετ, έναν ιδιαίτερο κοινωνικό όρο
διαφορετικής σημασίας από αυτόν της κοινωνικής ομάδας. Μια
κοινότητα, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ένα ξεχωριστό είδος
κοινωνικής ομάδας όπου οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μοιράζονται
κάτι όλοι μαζί, το αίσθημά της είναι αδελφικό και κάτι περισσότερο
από την αναγνώριση ότι οι άνθρωποι χρειάζονται ουσιαστικά ο ένας
τον άλλον, είναι ένας δεσμός που παράγει το αίσθημα μιας κοινής
ταυτότητας και του «εμείς». Ο Σένετ παρατηρεί πως στα χρόνια
μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κοινωνιολόγοι κατέλεξαν
στο γεγονός ότι η κοινή ταυτότητα σε μια κοινοτική ζωή, αυτά
που ενώνουν μια ομάδα ανθρώπων, πραγματοποιείται πριν από
κάθε κοινοτική εμπειρία μεταξύ των ανθρώπων που εμπλέκονται
σε αυτήν. Η ανάγκη των ανθρώπων να προβάλουν έναν κοινό
χαρακτήρα κοινοτικής ζωής καταλήγει συχνά να είναι σε διαμάχη με
τον πραγματικό τρόπο που οι άνθρωποι ζουν μεταξύ τους. Συνεπώς
οι άνθρωποι προβάλουν εκ τον προτέρων μια εικόνα του «ποιοι
είμαστε» ως μια συλλογική προσωπικότητα, πάνω σε ένα τελείως
διαφορετικό επίπεδο σε σχέση με τον χαρακτήρα που αυτοί έχουν.
Περιγραφή μιας τέτοιας κοινότητας έγινε, σύμφωνα με τον
Σένετ, από τον Άρθουρ Βίντιχ και τον Τζόζεφ Μπένσμαν, οι
οποίοι ανέλυσαν την κοινοτική ζωή σε μια μικρή πόλη της Νέας
Υόρκης. Εκεί παρατήρησαν πως η κοινοτική συμμετοχή και η
λήψη αποφάσεων στην πόλη αφορούσαν μονάχα ένα μικρό αριθμό
ατόμων, ότι παράγοντες όπως τάξη, εθνική καταγωγή και ηλικία
έπαιζαν ρόλο στην αποκοπή επαφών μεταξύ των ανθρώπων μέσα
στην κοινότητα. Παρόλα αυτά οι άνθρωποι αυτής της μικρής πόλης
εξέφραζαν μια ισχυρή πίστη ως μια ενωμένη ομάδα με ζεστές
60 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

επαφές μεταξύ όλων των μελών της κοινότητας της πόλης. Αυτή
η ίδια προβολή κοινοτικής αλληλεγγύης που είναι αντίθετη στην
κοινοτική εμπειρία, εμφανίστηκε και σε ένα πλούσιο προάστιο
όπου εκεί, ο Σένετ παρατήρησε πως ο ρυθμός διαζυγίων καθώς
και ο βαθμός εγκληματικότητας των ανηλίκων και η ανάγκη των
κατοίκων για νοσοκομειακή περίθαλψη λόγω συναισθηματικής
κατάρρευσης ήταν πολύ υψηλοί. Παρόλα αυτά τα προβλήματα, τα
άτομα αυτής της κοινότητας ενώθηκαν προκειμένου να διώξουν μια
μαύρη ευημερούσα οικογένεια από το σπίτι της τρείς μέρες αφότου
είχε μετακομίσει, φανερώνοντας πως σε αυτήν την κοινότητα
ανθούσε ο ρατσισμός. Λεγόμενα όπως (2004,σσ.53-54): «Εμείς
είμαστε μια κοινότητα συμπαγών οικογενειών», «Δεν θέλουμε
ανθρώπους που δεν μπορούν να κρατήσουν τις οικογένειές
τους μαζί», «Αυτή είναι μια ευτυχισμένη και ήρεμη περιοχή»
και «Ο χαρακτήρας της κοινότητας πρέπει να είναι ενωμένος»,
εκφράστηκαν από τους κατοίκους της πόλης, όπως αναφέρει ο Σένετ.
Κατά τη διάρκεια περιόδων κοινωνικής αλλαγής, η επιθυμία
των ανθρώπων να ορίσουν ένα κοινό «εμείς» είναι πολύ δυνατή
έτσι ώστε να μπορέσουν να φτιάξουν ένα προπύργιο για τους
εαυτούς τους ενάντια στην αταξία. Η σύγχρονη κοινοτική ζωή
και τα παραδείγματα αυτά μας φανερώνουν πως οι άνθρωποι
αδυνατούν να αλληλοεπιδρούν και να κατανοούν ο ένας τον άλλον
όπως πραγματικά είναι λόγω του φόβου, διότι η ουσιαστική
επικοινωνία συνεπάγεται πολλές φορές την αναμέτρηση και αυτό
μπορεί να αποβεί σε ένα ανεξέλεγκτο κοινωνικό γεγονός. Το
αίσθημα της κοινής ταυτότητας, μέσα από τα παραδείγματα που
εμφανίστηκαν πιο πάνω, είναι μια πλαστή εμπειρία σύμφωνα
με τον Σένετ αφού οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ζουν μεταξύ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ 61

τους με κατανόηση και κοινούς δεσμούς αλλά αυτό είναι κάτι


που δεν ισχύει σύμφωνα με τις πραγματικές τους σχέσεις.
Παρόλα αυτά το ψέμα αυτό φτιάχνει μια συνεκτική εικόνα
για την κοινότητα, λειτουργώντας σαν ένα όν με καθορισμένες
επιθυμίες, αντιπάθειες και σκοπούς, δημιουργώντας μια εικόνα
αποστειρωμένη από κάθε τι διαφορετικό και συγκρουσιακό.
Σύμφωνα με τον Σένετ, ξεκινώντας από την εφηβεία, το άτομο
αναπτύσσει πλήρως τις δυνάμεις του μη έχοντας όμως εμπειρία.
Αυτή η έλλειψη ισορροπίας κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης
είναι έντονη σε θέματα ηθικών και κοινωνικών επιλογών.
Παρατηρεί πως οι περισσότεροι νέοι έχουν απορρίψει τη δύναμη
του να αντέχουν αβεβαιότητες, χρησιμοποιώντας δυνάμεις έτσι
ώστε να σχηματίσουν νοήματα και αξίες όσον αφορά εμπειρίες
που πρόκειται να έχουν στο μέλλον. Φαίνεται πως αυτή η
διαδικασία αποφυγής είναι αντίστοιχη με το αίσθημα κοινοτικής
αλληλεγγύης που αναλύθηκε παραπάνω. Κοινοτικές επώδυνες
εμπειρίες και άγνωστες κοινωνικές καταστάσεις σύμφωνα με
τον Σένετ μπορούν να αποφευχθούν με την κοινή συναίνεση μια
κοινότητας, όπου τα άτομά της πιστεύουν πως γνωρίζουν την
σημασία των εμπειριών που εμφανίζονται και έχουν μάθει από
αυτές. Συνεπώς γίνεται αντιληπτό πως οι άνθρωποι αισθάνονται
πιο πολύ ανησυχία όταν αντιλαμβάνονται την «ετερότητα»
των γύρω τους, καθώς το αίσθημα του εμείς εκφράζει μια
επιθυμία του να είμαστε όμοιοι, είναι δηλαδή ένας τρόπος να
αποφεύγουν την ανάγκη να κοιτάζουν βαθύτερα ο ένας στον άλλο.
Ο Σένετ αναφέρει πως υπάρχουν τρεις κοινωνικές συνέπειες
μέσω της εφαρμογής αυτής της κοινοτικής αλληλεγγύης. Η πρώτη
έγκειται στην απώλεια μιας πραγματικής συμμετοχής στην
62 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

κοινοτική ζωή, πράγμα που αναλύθηκε και πιο πάνω από τον
Μπούκτσιν, όπου τα άτομα της κοινότητας, σύμφωνα με τον Σένετ,
έπειθαν τους εαυτούς τους ότι αφού η κοινότητα βρισκόταν σε χέρια
όμοια με τα δικά τους, οποιοσδήποτε και αν κυβερνούσε η κοινωνία
ήταν σε καλά χέρια. Η δεύτερη συνέπεια σχετίζεται με το αίσθημα
συνοχής σε μια κοινότητα, απωθώντας αυτούς που παρεκκλίνουν,
φοβούμενοι ότι αυτό το κάτι «διαφορετικό» θα φθάσει στο να
συμβεί και στα ίδια τα άτομα της κοινότητας και ότι μπορεί να
πληγωθούν από αυτό. Η τρίτη συνέπεια σχετίζεται σε μεγάλο
βαθμό από τη σχέση της κοινοτικής ζωής με την βία, όπου η πλαστή
κοινοτική αλληλεγγύη ωθεί τους ανθρώπους στο να κλιμακώνουν
πολύ έντονες διχόνοιες με άλλες κοινότητες ή ξένους ώστε να μπορεί
να αποκλειστεί μια βίαιη αναμέτρηση. Ο Σένετ αναφέρει επίσης
πως όλες οι παραπάνω συνέπειες για κοινοτική συνοχή ενισχύονται
από την οικονομική αφθονία που υπάρχει μέσα στις κοινότητες.
Σύμφωνες με τις αναφορές του Μπούκτσιν, που αποτυπώθηκαν
στο προηγούμενο κεφάλαιο σχετικά με το όφελος της ύπαρξης
ποικιλίας εμπειριών σε μια πόλη, είναι και οι απόψεις του Σένετ
που θεωρεί πως η ετερότητα εντός των πόλεων είναι αυτό που
δημιουργεί την γοητεία μέσα σε αυτές, προερχόμενο από τίς
ποικίλες δραστηριότητες που γίνονται εντός των συνόρων της. Ο
εμπορικός τομέας της Νέας Υόρκης απλωνόταν σε μια περιοχή
από γραφεία, κοινωνικές υπηρεσίες, κομψά σπίτια και μεγάλες
εμπορικές περιοχές. Αυτή η ποικιλία δημιουργήθηκε διότι καμία
από αυτές τις περιοχές δραστηριότητας δεν είχε αρκετή δύναμη,
δηλαδή πλούτο και συγκέντρωση, για να ελέγξει τα δικά της
όρια ως μια κοινότητα. Παρόλα αυτά αυτό το χαρακτηριστικό
γνώρισμα των γειτονιών των μεγάλων αμερικανικών πόλεων με
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ 63

τον καιρό μαράζωσε, όπως φάνηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο


με το Λος Άντζελες και την σταδιακή αλλαγή της Νέας Υόρκης.
Γίνεται αντιληπτό σύμφωνα με τον Σένετ, πως η αφθονία
σε μια κοινότητα ενισχύει τον μύθο της συνεκτικής κοινοτικής
ζωής και αυτό το κάνει με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι ότι μια
κοινότητα με επαρκή πλούτο μπορεί να ελέγχει τα σύνορά της και
την εσωτερική της σύνθεση. Για παράδειγμα, οι παλιές γειτονιές
ήταν περίπλοκες καθώς καμία δεν είχε αρκετούς οικονομικούς
πόρους να προστατευτεί μόνη της, πολλές οικογένειες δεν
είχαν χρήματα να ζήσουν μόνες τους σε ένα σπίτι και έτσι να
προστατευτούν από εξωτερικές επιρροές. Επιπλέον η ζωή στις
κατοικήσιμες περιοχές του τότε δεν μπορούσε να προστατευτεί
από τις συνθήκες της πόλης, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι δεν
είχαν λεφτά για να μετακινηθούν από τα θορυβώδη κτήρια που
στέγαζαν στους πρώτους ορόφους μπαρ και μαγαζιά. Ο Σένετ
παρατηρεί πως μια ανεπαρκής οικονομία στις πόλεις αντιστέκεται
στη πλαστή συνοχής των κοινοτήτων του σήμερα, όπου ολόκληρες
αστικές περιοχές μπορούν να διατηρούνται γεωγραφικά σύμφωνα
με την κοινωνική τάξη, τη φυλή, την εθνικότητα, έτσι ώστε
να επιτυγχάνεται μια κοινοτική ταυτότητα απλοποιώντας τις
ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ίδιος θεωρεί πως σε κοινότητες που
είναι φτωχές ή σε περιόδους έλλειψης το κοινό μοίρασμα μεταξύ
ατόμων και οικογενειών είναι ένα απαραίτητο στοιχείο επιβίωσης,
η απουσία αυτού του κοινοτικού μοιράσματος, σύμφωνα με τον
ίδιο, αποτελεί τον δεύτερο τρόπο με τον οποίο η αφθονία ενισχύει
τον μύθο της συνεκτικής κοινοτικής ζωής. Το μοίρασμα σπάνιων
εργαλείων ή ακόμα και βασικών αναγκών όπως τροφή ήταν
συχνό φαινόμενο στα γκέτο των μαύρων, αυτό το ίδιο κοινοτικό
64 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

μοίρασμα που συνεπάγεται άμεσες κοινωνικές επαφές υπήρξε


χαρακτηριστικό πολλών πόλεων στο παρελθόν και ιδιαίτερα όπως
είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο στις αρχέγονες, βασισμένες στην
φυλή, κοινότητες αλλά και στους μεσαιωνικούς δήμους. Η αφθονία,
αναφέρει ο Σένετ, εξαφανίζει την ανάγκη για ένα τέτοιο μοίρασμα,
αφού κάθε οικογένεια έχει τα δικά της εργαλεία, το δικό της
μεταφορικό μέσο, θέρμανση και άλλα, με αποτέλεσμα η ανάγκη
για μοίρασμα να μην είναι πλέον κινητήριος δύναμη. Αυτό σημαίνει
πως οι ποικίλες εμπειρίες μέσα σε μια κοινότητα που υπήρχαν
κάποτε διακόπηκαν καθώς όταν πρέπει οι άνθρωποι να μοιραστούν
πολύ λιγότερα πράγματα, υπάρχει πολύ μικρότερο απόθεμα
από εμπειρίες που μπορούν να αντλήσουν και να δοκιμάσουν.
Όλες αυτές οι διαστάσεις του μύθου της κοινοτικής
αλληλεγγύης εμφανίζονται με πραγματικά μεγάλη δύναμη
στη σύγχρονη κοινωνική ζωή και έχουν μία έντονη σχέση με
την ανάπτυξη των πόλεων του εικοστού αιώνα, όπου όπως
παρατηρεί ο Σένετ, η βαθμιαία επικράτησή τους είναι η ιστορία
που υπάρχει πίσω από τα κοινοτικά πρότυπα σχεδιασμού που
αναπτύχθηκαν από τις αρχές έως και τα μέσα του εικοστού αιώνα.
Μέρος Τρίτο. Σχεδιασμός των πόλεων
68 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Πολεοδομικά ζητήματα

Είδαμε ήδη πως η σύγχρονη γραφειοκρατική εποχή της αφθονίας


έχει αλλοτριώσει το άτομο σε πολλαπλά επίπεδα, καθιερώνοντας
ένα πρότυπο ζωής μακριά από ουσιαστικές ανθρώπινες
αλληλεπιδράσεις, κατευθύνοντας το άτομο σε μια διαδικασία
ζωής όπου υποβαθμίζεται από κύριος του εαυτού του και όσον το
αφορούν. Ως αποτέλεσμα αυτού του τρόπου ζωής, όπως είδαμε στο
προηγούμενο κεφάλαιο, είναι και η έντονη εμφάνιση της επιθυμίας
του ατόμου για συνοχή, η οποία έχει τις ρίζες της στον φόβο που
μπορεί να εμφανιστεί από αναπάντεχες εμπειρίες και ωθεί το
άτομο και την κοινωνία σε μια μορφή αποστροφής σε οτιδήποτε
δεν συμβαδίζει με την ταυτότητα, σε οτιδήποτε το διαφορετικό.
Σε αυτό το κεφάλαιο θα γίνει μια προσπάθεια κατανόησης του
αντίκτυπου αυτής της σύγχρονης συμπεριφοριακής τάσης του
ανθρώπου πάνω στον πολεοδομικό σχεδιασμό και στον τρόπο που
αυτός συγκροτείται εντός της μηχανικής νεωτερικής κοινωνίας.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 69

Η πολεοδομία σήμερα
Σύμφωνα με τα όσα αναλύθηκαν στο κεφάλαιο της νεωτερικής
πόλης σχετικά με τον τρόπο ζωής του ατόμου, ο Λούις Μάμφορντ,
στο βιβλίο του: Ο Μύθος της Μηχανής (1985) έρχεται να σχολιάσει
πως ο 20ος αιώνας του κτισίματος των πόλεων, έχει προκαλέσει
σύγχυση σε μια κοινωνία που χρησιμοποιεί τη μηχανή έχοντας
μια αντίληψη της ίδιας της κοινωνίας ως μηχανής, όπου τα μέρη
της είναι διαφορετικά και συνυπάρχουν για να βγάλουν εις πέρας
μια συγκεκριμένη λειτουργία και οποιαδήποτε δυσλειτουργία
υπάρχει μεταξύ τους ή και ακόμη μια ανεξάρτητη λειτουργεία
μερικών από αυτών, ματαιώνουν τον σκοπό της και χρήζουν
αλλαγής ή και απόσυρσης. Παρομοίως και ο Ρίτσαρντ Σένετ
θεωρεί πως ο μητροπολιτικός σχεδιασμός βρίσκεται σε αντιστοιχία
με την τεχνολογία των σύγχρονων μηχανών, προσπαθώντας να
ενοποιήσει τις ανάγκες με έναν υπερβατικό τρόπο και για τον
σκοπό αυτής της ενοποίησης η σύγκρουση και οι διαφορές μεταξύ
των μερών της ανθρώπινης πόλης πρέπει να εξαλειφθούν. Με
άλλα λόγια το προϊόν ενός «καλού σχεδιασμού» επιφέρει μια
τάξη και μια ρυθμιστική κατάσταση στην πόλη στα πλαίσια της
«ορθολογικότητας». Ο Φρανκ Φίσσερ στο βιβλίο του: Where City
Planning Stands Today (1954, σ.75), αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ένα ερώτημα σχετικά με τον πολεοδομικό σχεδιασμό πρέπει
να έχει μπει στο μυαλό οποιουδήποτε έχει ρίξει μια ματιά στους
μεγαλειώδεις τόμους στους οποίους παρουσιάζονται γενικά οι
προτάσεις των μηχανικών. Γιατί αυτοί οι χώροι πρασίνου, αυτοί
οι προσεκτικά τοποθετημένοι ουρανοξύστες, αυτές οι ευχάριστες
περιοχές κατοικίας και οι εξίσου ευχάριστες ζώνες βιομηχανίας
και εργασίας, παραμένουν ακόμη στο μεγαλύτερο τμήμα τους
70 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

όνειρα; Γιατί οι πόλεις μας είναι μετά βίας λιγότερο άσχημες και
δυσάρεστες από ότι στο ζενίθ της Βιομηχανικής Επανάστασης
του 19ου αιώνα;». Αυτοί οι χώροι πρασίνου, οι ζώνες βιομηχανίας
και εργασίας, οι προσεκτικά τοποθετημένοι ουρανοξύστες μπορούν
να δημιουργήσουν από μόνα τους ανθρώπινες και βιώσιμες πόλεις;
Ο Μπούκτσιν θεωρεί πως η πολεοδομία δεν εμφανίστηκε ως
ξεχωριστός κλάδος τον 19ο αιώνα μόνο επειδή οι πόλεις είχαν
φρικτά εκφυλιστεί αλλά κυρίως επειδή ο προγραμματισμός και πιο
συγκεκριμένα το σχέδιο είχαν αντικειμενοποιηθεί για ρυθμιστικούς
σκοπούς. Ο ίδιος αναφέρει (1996, σσ.128-129) πως: «Η κεντρική
αντίληψη ότι η πόλη ήταν ουσιαστικά μια ανθρωπογενής
διευθέτηση του χώρου, ανάθεσε στην οργάνωση του χώρου
προβλήματα που βασικά ενυπάρχουν στην κοινωνία… Το πολύ
πιο σημαντικό γεγονός ότι οι πόλεις ενσαρκώνουν μορφές
κοινωνικών σχέσεων,… παρακάμπτεται από μια προοπτική
που επικεντρώνεται σε κοινωνικά ουδέτερες κατηγορίες.».
Παρόλα αυτά, πολλές από τις σημαντικότερες κοινωνικά και
πολιτιστικά πόλεις του παρελθόντος ήταν χωροθετικά χαοτικές
και αντίθετες με την ρυθμιστική αντιμετώπιση του σύγχρονου
πολεοδομικού σχεδιασμού. Ο Λούις Μάμφορντ στο βιβλίο του:
The City in History (1961), περιγράφει τον αθηναϊκό δήμο ως έναν
ακατάπαυστο λαβύρινθο που προκαλούσε τρέλα και όπου οι
δρόμοι δεν ήταν πλατύτεροι από το άνοιγμα που χρειαζόταν ένας
άνθρωπος και ένας γάιδαρος. Για να βρει κανείς τον δρόμο μέσα
σε αυτήν την αταξία έπρεπε, σύμφωνα με τον ίδιο, να γνωρίζει την
πόλη απέξω. Παράλληλα περιγράφει (1961, σ.163) τις κατοικίες
ως: «ένας σωρός… από σπίτια… κτισμένα με άψητα τούβλα,
με στέγες από κεραμίδια ή ακόμη από λάσπη και πλεγμένα
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 71

κλαδιά.». Ο αστικός χώρος σύμφωνα με τον ίδιο αναπτυσσόταν


από την επιθυμία για στενή κοινωνικότητα και όχι από εκ τον
προτέρων μηχανικές συνιστώσες συντονισμού της κοινωνίας.
Παράλληλα αναφέρεται και στην μεσαιωνική πόλη (1961, σ.297)
όπου: «δεν ανακαλύπτεις καμία στατική αρχιτεκτονική, αλλά
μια δυναμική ποικιλία.». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά (1961,
σ.277): «Οι όγκοι ξαφνικά επεκτείνονταν ή εξαφανίζονταν
καθώς τους πλησιάζεις ή απομακρύνεσαι από αυτούς, μερικά
βήματα μπορούν να αλλάξουν τη σχέση μεταξύ πρώτου πλάνου
και φόντου, ή μεταξύ ελάχιστης και μέγιστης ακτίνας του
οπτικού πεδίου. Τα περιγράμματα των κτηρίων, με τα απότομα
αετώματά τους, τις οξείες σιλουέτες των στεγών τους, τις
κωνικές απολήξεις τους, τους πυργίσκους τους, τα λεπτεπίλεπτα
διακοσμητικά γεμίσματα κάτω από τα γοτθικά τόξα τους, να
κυματίζουν και να ρέουν, να υψώνονται και να πέφτουν, με
μια ζωντάνια παρόμοια με αυτή των ίδιων κτιρίων.». Σε αυτήν
την μορφή σχεδίασης παρατηρούμε την ύπαρξη μιας ενεργής
ατομικότητας, και διεκδίκησης ελευθερίας και προσωπικότητας,
προτού αυτό χαθεί στο σταδιακό πέρασμα του χρόνου όπως
αναλύθηκε και στο αντίστοιχο κεφάλαιο του Μεσαίωνα.
Ο πολεοδομικός σχεδιασμός σε αντίθεση με το παρελθόν,
σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, είναι μια έκφραση δυσπιστίας
απέναντι στον αυθορμητισμό των σύγχρονων σχέσεων και αυτό
συμβαίνει διότι η νεωτερική εποχή διαιρεί ουσιαστικά όλες
τις σφαίρες της ζωής, στρέφοντας τη μία ενάντια στην άλλη,
προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσει τον ολοκληρωμένο
έλεγχο αυτών, πράγμα που ενισχύθηκε όταν η δραστηριότητα των
αρχιτεκτόνων, των μηχανικών και των κοινωνιολόγων θεώρησε
72 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

τον εαυτό της ως εξειδικευμένο επάγγελμα όπου και ξέπεσε στον


στενό καταμερισμό της εργασίας της ίδιας της κοινωνίας την
οποία επιδίωκε να ελέγξει. Ο Σένετ (2004, σ.115) δίνει ιδιαίτερη
έμφαση στην διατήρηση της τάξης της κοινωνικής ζωή μέσω της
ομογενοποίησής της από τον σχεδιασμό, θεωρώντας πως: «Θαμμένη
μέσα σε αυτήν την λαχτάρα για προσχεδιασμό, μέσα σε αυτά
τα μηχανικά πλαίσια, βρίσκεται η επιθυμία να αποφεύγουμε
τον πόνο, να δημιουργούμε μια υπερβατική τάξη ζωής που είναι
απρόσβλητη από την ποικιλία.», προσθέτοντας (2004, σ.117)
επίσης πως: «…οι αντιλήψεις των σχεδιαστών στηρίζονται πάνω
σε αυτό το αστεακό «σύνολο», αυτοί ονειρεύονται μια πόλη
που υπάρχει κάπου αλλού από ότι στο παρόν, μια όμορφη
πόλη που οι άνθρωποι ταιριάζουν μεταξύ τους μέσα σε ειρήνη
και αρμονία, μια πόλη τόσο στην πραγματικότητα όμορφη,
ώστε οι άνθρωποι των γκέτο, η αστυνομία, οι αριστοκράτες,
οι χίπις, οι φοιτητές, οι υπάλληλοι, και οι λογιστές θα
κλείνουν τα μάτια σε ό,τι αυτοί δεν μπορούν να ανεχθούν
ο ένας στον άλλον, στα επώδυνα γεγονότα της διαφοράς
τους, και θα συγκεντρώνονται με σκοπό της κοινή ευτυχία.».
Στο ίδιο μοτίβο ο Μάικ Ντέιβις στο βιβλίο: Πέρα από το
Μπλέιντ Ράνερ (2008, σ.117) στο ερώτημα του πως θα αποφύγουμε
τον φόβο και τον πόνο των πόλεων απαντά σαρκαστικά:
«Να δημιουργήσουμε μια Πυκνή, Συμπαγή, Πολυλειτουργική
Πυρηνική Περιοχή. Το κέντρο μιας πόλης μπορεί να σχεδιαστεί
και να αναπτυχθεί έτσι ώστε οι επισκέπτες να αισθάνονται
ότι αυτό είναι ελκυστικό, ότι είναι ένα μέρος όπως εκείνα
που συνηθίζουν να συχνάζουν «αξιοσέβαστοι άνθρωποι» σαν
τους ίδιους… Ένα κέντρο της πόλης που θα είναι συμπαγές,
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 73

πυκνοδομημένο και πολυλειτουργικό θα συγκεντρώνει ανθρώπους


προσφέροντάς τους ένα μεγαλύτερο φάσμα δραστηριοτήτων…
οι δραστηριότητες που προσφέρονται… θα καθορίζουν ποιος
«τύπος» ανθρώπου θα περιδιαβαίνει στα πεζοδρόμια της, η
εγκατάσταση γραφείων και η στέγαση κατοικιών μεσαίου και
ανώτερου εισοδήματος μέσα ή κοντά στην πυρηνική περιοχή θα
μπορεί να εξασφαλίσει ένα υψηλό ποσοστό «αξιοσέβαστων»,
νομοταγών πεζών. Μια τέτοια ελκυστική αναμορφωμένη πυρηνική
περιοχή θα μπορούσε επίσης να είναι αρκετά μεγάλη ώστε να
επηρεάσει τη συνολική εικόνα του κέντρου της πόλης.», θεωρεί
δηλαδή πως οι σχεδιαστές αυτών των πόλεων ασκούν στο πλήθος
μια πρακτική ομογενοποίησης για δικό του υποτιθέμενο καλό,
με την αρχιτεκτονική να παίζει ολοφάνερο ρόλο σχετικά με τον
έλεγχό του. Η προσπάθεια επίτευξης αυτής της μυθικής ενοποίησης
σύμφωνα με τον Σένετ έχει τις ρίζες της στην ιδέα της απόδοση
της μηχανής, όπως είδαμε πιο πάνω. Όταν αυτή η νοοτροπία
μεταφέρεται στην παραγωγή πόλεων, επιδιώκεται ένας σχεδιασμός
κοινωνικών μερών από ένα προκαθορισμένο, προεικονισμένο
σύνολο με σκοπό τη δημιουργία μιας προσχεδιασμένης οντότητας
όπου σύμφωνα με τον ίδιο το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας
είναι απάνθρωπο. Σύμφωνη με αυτήν την άποψη είναι και η θέση
του Έλληνα αρχιτέκτονας Μανόλη Κορρέ, όπου στο ερώτημα που
του έθεσε δημοσιογράφος στο περιοδικού:Blue (2019, Τεύχος 79,
σ.214) σχετικά με τον σημερινό σχεδιασμό της Αθήνας, απάντησε
πως: «…Η σημερινή Αθήνα είναι μια ασχεδίαστη πόλη, μια πόλη
που αναπτύσσεται δυναμικά. Αυτό έχει και θετικά στοιχεία,
διότι μια κακοσχεδιασμένη πόλη είναι λιγότερο καλή από μια
ασχεδίαστη, η οποία αναπτύσσεται τυχαία από τις εκάστοτε
74 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

δυνάμεις, από τη δυναμική των διαφόρων ομάδων, οι οποίες


δρουν η κάθε μια ιδιοτελώς. Αυτό όμως της προσδίδει και μια
φυσικότητα, όπου και ισορροπίες υπάρχουν και όλα λειτουργούν.
Υπάρχουν πάρα πολλές πόλεις που σχεδιάστηκαν από ειδικούς,
αλλά όχι σοφούς, και δεν πέτυχαν. Διότι οι ειδικοί πολεοδόμοι
κάνουν πάντοτε προβολή της πόλης στο μέλλον και πρέπει
να μαντεύουν πως θα αναπτυχθεί. Δεν μπορεί όμως κανείς να
καλουπώσει τα πράγματα και να πει ότι το μέλλον θα είναι αυτό.
Το μέλλον, έως ένα σημείο, είναι αυτό που θέλει να είναι. Και
η πολεοδομία γνωρίζει ότι δεν μπορείς να προεξοφλήσεις μέσω
σχεδίων μια συνεχή κανονική ανάπτυξη. Θα υπάρξουν μέρη του
οργανισμού που θα παρουσιάσουν νεκρωτικά φαινόμενα και
άλλα υπερπλασίες, όπως ακριβώς σε έναν ζωντανό οργανισμό.».
Αυτή η άποψη εμφανίστηκε και στο κεφάλαιο σχετικά με την
ταυτότητα του ατόμου όπου αναφέρθηκε περιεκτικά η έννοια των
«σχεδιασμένων αναγκών» όπως το ορίζει ο Σένετ, θεωρούμενη
ως μια στρατηγική για την αντιμετώπιση του αγνώστου στο
μέλλον. Ο Σένετ παρατηρεί συγκεκριμένα (2004, σ.114) πως:
«Αυτό που είναι ιδιαίτερα μηχανικό όσον αφορά αυτήν την
προσέγγιση του χρόνου, είναι ότι μια πλειονότητα σχεδιαστών,
οι οποίοι προχωρούν με αυτόν τον τρόπο, συλλαμβάνουν
τις «ανάγκες» των κατοίκων της πόλης όχι με όρους της
εγνωσμένης εμπειρίας, αλλά περισσότερο με όρους που
ρυθμίζονται με βάση τον χώρο των κατοίκων της πόλης όπου
οι ανάγκες βιώνονται αφηρημένα, ως μέρος μιας συνολικής
λειτουργίας.», με άλλα λόγια όπως αναφέρει ο Μπούκτσιν (1996,
σ.133): «…,η κυριαρχούσα παντού, πραγματιστική νοοτροπία
της αστικής κοινωνίας φίμωσε την οραματική αντίληψη του
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 75

πολεοδομικού σχεδιασμού, για να μπορέσει να γίνει κάτι,


πρέπει να ασχολείσαι με τα «δεδομένα της ζωής»…». Αυτές
«οι αφηρημένες βιωμένες ανάγκες» και τα «δεδομένα της ζωής»
υπάρχουν στην σημερινή εποχή και καθορίζονται από το κοινωνικό
σύστημα όπως και ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ο οποίος σύμφωνα
με τον Μπούκτσιν βασίζεται σε παραμέτρους του ίδιου του
συστήματος. Ο ίδιος βρίσκει την προβληματική του σχεδιασμού
στο γεγονός ότι το σύστημα είναι έμφυτα ανορθολογικό και έτσι
ο πολεοδομικός σχεδιασμός βρίσκεται στην απίθανη θέση να
καταστήσει ορθολογικό έναν κοινωνικό οργανισμό του οποίου η
ουσία είναι η ανορθολογικότητα, βασισμένη στην παραγωγή και
την υποταγή των ανθρώπινων σκοπών σε οικονομικούς στόχους.
Για την ανεπιτυχή προσπάθεια του προσχεδιασμού των
αναγκών των πόλεων μίλησε και ο Ιταλός αρχιτέκτονας Λεονάρντο
Μπενεβόλο στο βιβλίο του: The Origins of Town Planning (1971,
σ.11), θεωρώντας πως: «η τεχνική του πολεοδομικού σχεδιασμού
μένει πάντα πίσω από τα γεγονότα που υποτίθεται ότι ελέγχει
και διατηρεί έναν αυστηρά διορθωτικό χαρακτήρα.». Αυτή
η έννοια του διορθωτικού εδώ μάλλον έχει περισσότερο τη
σημασία του επιδεινωτικού καθώς αυτή η ανάγκη για διόρθωση
δεν προέρχεται από μια τεχνική που βασίζεται στην ανθρώπινη
κλίμακα και στους ανθρώπινους σκοπούς κρατώντας επαφή με τα
γεγονότα, αλλά από παραμέτρους μιας κοινωνίας η οποία τείνει
να υποδουλώσει το άτομο σε σκοπούς πέραν του ίδιου και να το
ωθήσει σε καταστάσεις πλασματικής ενότητας και τάξης. Αυτή η
κατάσταση, όσο και το πρώτο μέρος της θεώρησης του Μπενεβόλο,
το γεγονός δηλαδή πως μια προσχεδιασμένη κατάσταση δεν μπορεί
να ανταποκριθεί στα δεδομένα μιας πόλης, εμφανίζονται από τον
76 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

ψυχολόγο και ειδικό σε θέματα πολεοδομίας συγγραφέα Ουίλιαμ


Γουάιτ στο βιβλίο του: The Last Landscape (2002) δείχνοντας
αυτήν την αδυναμία των σχεδιαστών να δομήσουν μια αστική
περιοχή της Ουάσιγκτον. Οι σχεδιαστές επέβαλαν μια εικόνα
αστικής ανάπτυξης πάνω στην πόλη που όμως τα γεγονότα της
πόλης την παραβίασαν, καθώς καινούργια οικιστική και εμπορική
ανάπτυξη πραγματοποιήθηκε σε περιοχές που οι σχεδιαστές
δεν περίμεναν, η πόλη ανανεώνονταν με τρόπους που αρχικά
δεν προβλέφθηκαν. Η απάντηση των σχεδιαστών, όπως δείχνει ο
Γουάιτ, δεν είχε να κάνει με την κατανόηση των νέων αλλαγών
αλλά με το να ζητήσουν μεγαλύτερες αστυνομικές δυνάμεις
προκειμένου να ενισχύσουν αυτό που αρχικά οραματίστηκαν.
Τα παρακάτω λόγια του Σένετ (2004, σ.118) ταιριάζουν
απόλυτα για την περιγραφή της παραπάνω κατάσταση: «Για να
θέσουμε το ζήτημα περισσότερο συγκεκριμένα: σήμερα τα σχέδια
ή οι «κύριοι οδηγοί» φτιάχνονται για ολόκληρες μητροπολιτικές
περιοχές. Οι σχεδιαστές προσπαθούν να καθοδηγήσουν
την ιστορία του μέλλοντος των πόλεων σύμφωνα με
προκαθορισμένα, προδιαγεγραμμένα πλαίσια. Κάποια μέρη του
σχεδίου όταν πραγματοποιηθούν, αναπτύσσονται ιστορικά για
να συγκρουστούν με τα άλλα, είναι τότε που σκέφτονται ότι το
σχέδιο έχει αποτύχει. Το «σύνολο» έχει διαλυθεί, διότι δεν έγινε
αντιληπτό ότι είναι ικανό να αναπτυχθεί με άγνωστους τρόπους.
Αντίθετα η ανάπτυξη, στον μαζικό σχεδιασμό, συλλαμβάνεται
μέσα σε μηχανικά πλαίσια όπως η πραγματοποίηση ενός αρχικού
οράματος. Αυτή υπήρξε η εσωτερική αντίφαση που σακάτεψε
την ίδια την πράξη σχεδιασμού όσον αφορά τις μεγάλες
πόλεις, δεν υπάρχει πρόβλεψη για το γεγονός της ιστορίας,
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 77

για το ακούσιο, το αντιφατικό, το άγνωστο…» αναφέροντας


(2004, σ.119) στο τέλος πως: «…οι σχεδιαστές στο τέλος είναι
πάντα υποχρεωμένοι να είναι εκτός ελέγχου». Μπορούμε να
θεωρήσουμε από τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω πως όντως ο
σχεδιασμός των πόλεων υπόκειται σε μια μηχανική διαδικασία
«λύσεων», μη λαμβάνοντας υπόψιν τους αστάθμητους παράγοντες
που η ανθρώπινη συναναστροφή μπορεί να δημιουργήσει, για
την αποφυγή άγνωστων και επίπονων καταστάσεων. Παρόλα
αυτά, φαίνεται πως αυτή η μορφή άρνησης για το αναπάντεχο, το
απρόσμενο των πόλεων, αυτή η έντονη προσκόλληση στο «αρχικό
όραμα» είναι μια εκούσια διαδικασία, η οποία προσπαθεί να
επιβάλει μέσω του σχεδιασμού ένα ρυθμιστικό πρότυπο κοινωνικής
ζωής βασισμένο στη λειτουργεία μιας απρόσωπης γραφειοκρατικής
κοινωνίας, καταπολεμώντας έντονα την ετερότητα και τα όσα αυτή
συνεπάγεται μέσω της καταστολής και του συνεχόμενου ελέγχου.
Ένα ακόμη παράδειγμα στο πλαίσιο τήρησης αυτών των «κύριων
οδηγών» ενάντια στον αυθορμητισμό και την ανθρώπινη υπόσταση
της πόλης, για χάρη της τάξης και της μηχανικής ζωής που η
κοινωνία του κέρδους και της αγοράς έχει επιβάλει, εμφανίζεται
και στο Λος Άντζελες από τον Μάικ Ντέιβις στο βιβλίο: Πέρα
από το Μπλέιντ Ράνερ (2008). Ο ίδιος αναφέρει πως τα όρια
μεταξύ αρχιτεκτονικής και επιβολής της δημόσιας τάξης έγιναν
πολύ συγκεχυμένα, καθώς η αστυνομία του Λος Άντζελες έγινε
κεντρικός παράγοντας στη διαδικασία ανασχεδιασμού του κέντρου
και κανένα πρόγραμμα δεν προχωρούσε χωρίς τη συμμετοχή της.
Εκπρόσωποι της αστυνομίας άσκησαν με επιτυχία πιέσεις ενάντια
στην πρόβλεψη δημοσίων αποχωρητηρίων, καθώς αποτελούσαν
«σκηνές εγκλημάτων» κατά τη γνώμη τους και απομάκρυναν την
78 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

παρουσία πλανόδιων μικροπωλητών, με πρόσχημα το εμπόριο


ναρκωτικών. Οι επερχόμενες ταραχές προσέφεραν στα αστυνομικά
τμήματα των προαστίων το πρόσχημα να διευρύνουν τη συμμετοχή
τους σε ζητήματα πολεοδομικά και χωροταξικά. Στο προάστιο του
Λος Άντζελες, το Θάουζαντ Όακς, ο σύνδεσμος του σερίφη έπεισε τον
δήμο να θέσει εκτός νόμου τους παράδρομους ως «προτεραιότητα
πρόληψης της εγκληματικότητας». Επιπλέον, ο Ντέιβις παρατηρεί
πως η βιντεοσκόπηση των περιοχών του κέντρου επεκτάθηκε στους
χώρους στάθμευσης, στους πεζόδρομους και στις πλατείες. Όπως
ο ίδιος αναφέρει συγκεκριμένα (2008, σ.22): «Η σφαιρική αυτή
επιτήρηση συνιστά ουσιαστικά ένα σαρωμένο τοπίο, έναν χώρο
προστατευτικής ορατότητας, που καθορίζει όλο και περισσότερο
πού αισθάνονταν ασφαλείς στο κέντρο οι εργαζόμενοι
των γραφείων και οι τουρίστες μεσαίου εισοδήματος.».
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 79

Εικόνα 13. Μεγαλούπολη

Εικόνα 14. Αστικός Έλεγχος


80 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Η αστική μεταρρύθμιση του Οσμάν


Ως πρωτεργάτη της αστικής και πολεοδομικής μεταρρύθμισης
η οποία κατέληξε να κυριαρχεί στην εποχή μας ο Σένετ θεωρεί
τον βαρόνο Οσμάν, στον οποίο τέθηκε μετά από διαταγή του
Ναπολέοντα του Τρίτου, το ξαναχτίσιμο του Παρισιού τη δεκαετία
του 1860. Όπως αναφέρει ο Σένετ, το Παρίσι εκείνο τον καιρό ήταν
ένα κράμα βιομηχανικών και προβιομηχανικών λειτουργιών, όπου
καινούργια εργοστάσια αναπτύσσονταν ραγδαία γύρω από την
πόλη καθώς και σε διάφορες περιοχές του κέντρου. Παρόλα αυτά
όμως, οι μικροί καμπυλωτοί δρόμοι, τα παρηκμασμένα κτίρια και
ο όχλος που ήταν όλο και περισσότερο άγνωστος στις διοικητικές
αρχές και τις κοινωνικές υπηρεσίες της πόλης, συνέχιζαν να είναι
το επίκεντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων. Η μετακίνηση,
σύμφωνα με τον Σένετ, μέσα στην πόλη ήταν πολύ δύσκολη γύρω
στο 1840, όπου χρειάζονταν μιάμιση ώρα για να περπατήσεις
από μια περιοχή του Παρισιού στην άλλη και η οποία μετά τις
πολεοδομικές αλλαγές γίνονταν με τα πόδια μέσα σε τριάντα
λεπτά. Επιπλέον, ο Σένετ αναφέρει πως ιδιαίτερα επίφοβο
ήταν στις πολιτικές αρχές το γεγονός ότι δεν υπήρχε τρόπος
ελέγχου των εργατών σε περίπτωση εμφύλιας στάσης, μιας και
οι καμπυλωτοί δρόμοι ήταν τέλειοι για το στήσιμο αυτοσχέδιων
οδοφραγμάτων. Ο τρόπος με τον οποίο ο Οσμάν «διόρθωσε» την
στέγαση, τη δύσκολη μεταφορά και την έλλειψη πολιτικού ελέγχου
είναι σημαντικός καθώς ήταν, σύμφωνα με τον Σένετ, ο πρώτος
που θεώρησε τη λύση αυτών των προβλημάτων με ουσιαστικά
αλληλένδετο τρόπο. Πίστευε δηλαδή, όπως θεωρεί ο Σένετ,
πως αυτό που κάποιος θα έκανε σε σχέση με τη μεταφορά θα
μπορούσε επίσης να είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του όχλου
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 81

όταν συνέβαιναν εμφύλιες ταραχές, όπως επίσης και ο τρόπος


με τον οποίο κάποιος θα απομάκρυνε τα ερειπωμένα σπίτια θα
ήταν επίσης ένας τρόπος καθορισμού των κοινωνικών τάξεων.
Ο Σένετ παρατηρεί πως ο Οσμάν άρχισε να χαράσσει
μεγάλες και μακριές ευθείες λεωφόρους, οι οποίες μπορούσαν
να διευκολύνουν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό κίνησης, να βοηθούν
στην εύκολη μεταφορά στρατευμάτων σε περιοχές της πόλης
όπου υπήρχε εξέγερση και να δρουν ως σύνορα που διαιρούν
διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές περιοχές της πόλης. Σχετικά
με το παρελθόν αυτού του τρόπου σχεδιασμού, ο Σένετ (2004,
σ.109) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σε σχέση με τους θεσμούς
της πόλης αυτές οι λεωφόροι σχεδιάστηκαν με τον ίδιο τρόπο
που αρχικά είχαν μπει στα σκαριά την μεγάλη εποχή του
μπαρόκ σχεδιασμού των πόλεων τον δέκατο έκτο και στις
αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα.». Ο Σένετ παρατηρεί πως
αυτές οι φαρδιές λεωφόροι συνέδεαν δημόσια μνημεία μεταξύ
τους χωρίς να συνδέουν μια ομάδα ανθρώπων με μία άλλη
ώστε να μπορούν να έχουν κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους. Οι
εργατικές συνοικίες του Παρισιού παρέμεναν έτσι ασύνδετες με
τα καινούργια κέντρα βιομηχανίας της πόλης. Ο Σένετ θεωρεί
επίσης πως αυτοί οι καινούργιοι δρόμοι συχνά χρησίμευαν και
στο να ξεχνιούνται τα κοινωνικά προβλήματα εφόσον αυτά
εξαφανίζονταν πίσω από τις μεγάλες και όμορφες λεωφόρους.
Ο Σένετ (2004, σ.110) πιστεύει πως η κληρονομία που άφησε
στις πόλεις της εποχής μας αυτό το πρότυπο πολεοδομικού
σχεδιασμού στηρίζεται στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της
πόλης ως σύνολο, αναφερόμενος πως: «Αυτή η πίστη μάλλον
ασυλόγιστα θεωρεί ότι επειδή τα κοινωνικά, οικονομικά και
82 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

φυσικά φαινόμενα μιας πόλης είναι αλληλένδετα ως προς τον


τρόπο λειτουργίας τους, είναι μια καλή ιδέα να προσπαθήσουμε
να τα αντιμετωπίσουμε με ένα συνεκτικό τρόπο, ώστε αλλαγές
σε μια περιοχή να μπορούν αναπόφευκτα με διαρθρωμένους
τρόπους να μεταβάλουν άλλες περιοχές ζωής της πόλης.», καθώς
επίσης και στον σχεδιασμό ενός φυσικού χώρου για προκαθορισμένη
κοινωνική χρήση. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως: «Αντίθετα από
το να θεωρούμε ότι θα έπρεπε πρώτα να πραγματοποιηθούν
αλλαγές στην κοινωνική δομή της πόλης, ο Οσμάν κληροδότησε
σε μας τη ιδέα ότι είναι κατά κάποιο τρόπο καλύτερο, και
βέβαια ευκολότερο, να αλλάξουμε το φυσικό τοπίο με σκοπό να
μεταβληθούν τα κοινωνικά πρότυπα της μητρόπολης.». Αυτές οι
ιδέες σύμφωνα με τον Σένετ, φαίνονται σήμερα πολύ συνηθισμένες
και αποτελούν τα κριτήρια σχεδιασμού των σύγχρονων πόλεων στις
οποίες οικοδομήθηκε και η σημερινή γραφειοκρατική οργάνωση.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 83

Εικόνα 15. Καρικατούρα


του Οσμάν, Paul Hado, 1970

Εικόνα 16. Οι πολεοδομικές αλλαγές του Οσμάν στο Παρίσι


84 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Η προβληματική διάσταση του πολεοδομικού σχεδιασμού


Ο Μπούκτσιν σχετικά με την εξέλιξη του πολεοδομικού
σχεδιασμού αναφέρει πως από τις μεταρρυθμίσεις του Οσμάν
και μετά η αρχιτεκτονική και ο πολεοδομικός σχεδιασμός,
κυριαρχούνταν από την αποτελεσματικότητα των κατασκευών
και το λειτουργισμό. Όπως ο ίδιος αναφέρει συγκεκριμένα (1996,
σ.140): «Η «Ομορφιά» συμπεριλήφθηκε στη δυνατότητα του
προϊόντος του σχεδιασμού να εξυπηρετεί τους στόχους που
η κοινωνία, ειδικότερα η αστική οικονομία της αγοράς, έχει
καθορίσει για μια κατασκευή ή μια πόλη.». Ο Μπούκτσιν (1996,
σ.141) θεωρεί πως η αποτελεσματικότητα, οι μειωμένες αξίες και η
στυφνή λειτουργικότητα αποτελούν τα κριτήρια για οποιαδήποτε
δράση της σύγχρονης εποχής. Όπως αναφέρει σχετικά με την
αρχιτεκτονική και το Μοντέρνο κίνημα των αρχών του 20ου αιώνα:
«Η σύγχρονη αρχιτεκτονική και ο πολεοδομικός σχεδιασμός
μετατρέπουν αυτά τα… κριτήρια σε κανόνες ομορφιάς και
κοινωνικής ολοκλήρωσης. Η περιγραφή της πόλης ως ένα
«εργαλείο» από τον Λε Κορμπυζιέ και η άποψη για αυτήν ως
«τη μοναδική ιδανική μηχανή» του Φράνκ Λόιντ Ράιτ βρίσκονται
σε τέλεια συμφωνία μεταξύ τους... Είτε συνειδητά είτε όχι,
στο σχέδιο δίνεται υπόσταση όλο και περισσότερο ως ένα μέσο
παράκαμψης των κοινωνικών σχέσεων που καταστρέφουν τους πιο
ορθολογικούς στόχους του, με το να εντάσσουν προγραμματικά
τον ανορθολογισμό της κοινωνίας στο προϊόν σχεδιασμού.».
Ο σύγχρονος πολεοδομικός σχεδιασμός, σύμφωνα με τον
Μπούκτσιν, μας προσφέρει λειτουργικά σχέδια χωρίς ανθρώπινες
αξίες και οργανωμένους χώρους χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο.
Ο Σένετ (2004, σ.113) παραθέτει κάποιες ιδέες ενός τεχνοκράτη
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 85

πολεοδόμου που εμφανίζονται, όπως λέει ο ίδιος, σε μια


«εκθειασμένη συλλογή δοκιμίων» πάνω στον σχεδιασμό: «…το
σύνολο της περιοχής που έχει καλυφθεί από σχέδια θα έπρεπε
συνεχώς να μεγεθύνεται. Υπάρχει μια έντονη ανάγκη για ένα
εθνικό πρότυπο αστεοποίησης ή για μια τοπική στρατηγική
για όλες της Ηνωμένες Πολιτείες. Πολύ περισσότερο, αυτό το
πρότυπο θα έπρεπε να συντονιστεί με τον Καναδά και το Μεξικό
σε ηπειρωτικό επίπεδο.». Ο συγγραφέας δηλαδή θεωρεί πως εάν
ένας τέτοιος μαζικός συντονισμός μπορούσε να πετύχει, τότε θα
έπρεπε να ξανασχεδιαστούν όλα τα επίπεδα ζωής μεταξύ αυτών,
και συνεχίζει (2004, σ.113) λέγοντας πως: «Οι αισθητικές και
ανθρωπιστικές αξίες και θεσμοί πρέπει να έχουν μια σχεδιασμένη
σχέση με τις οικονομικές και πολιτικές αξίες και θεσμούς. Έτσι
όλες αυτές οι δραστηριότητες θα πρέπει να σχεδιάζονται ως μια
φυσική ενότητα και των δύο καθώς επίσης και ως κοινωνικές
δομές. Σαφώς και οι δημόσιες και οι ιδιωτικές δομές θα πρέπει
να συνδέονται.». Ο Σένετ (2004, σ.113) εξηγεί πως: «Αυτά δεν
είναι λόγια ενός τρελού υπερανθρώπου.», προσπαθώντας να
μας κάνει να αναλογιστούμε τους σαφείς σκοπούς ενός μεγάλου
και σημαντικού μέρους του επαγγέλματος που σχεδιάζει τις
σύγχρονες πόλεις ώστε τίποτα να μην μένει εκτός ελέγχου. Όπως
ο ίδιος αναφέρει (2004, σ.113): «Διότι για να χειραγωγηθεί η ζωή
όσο γίνεται πιο αυστηρά, πρέπει όλα τα είδη των ποικιλιών
δραστηριοτήτων να ρυθμιστούν από… κοινούς παρονομαστές.».
Ο Μπούκστιν θεωρεί πως στην αρχαία Ελλάδα, η πόλη
ήταν κάτι παραπάνω από ένα προϊόν σχεδιαστικών τεχνικών ή
ορθολογικά τοποθετημένων οικοδομημάτων. Αυτοί οι υπολογισμοί
ήταν δευτερεύοντες ως προς το όραμα που είχαν για ελευθερία
86 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

και για ένα χώρο στον οποίο οι άνθρωποι θα διαμόρφωναν μια


οργανική ολότητα χωρίς να χάνουν την ατομικότητα, δίνοντας
ζωή στη διαφορετικότητα και τη δημιουργικότητα. Ο ίδιος
πιστεύει (1996, σ.153) πως πρακτικές όπως το να ανακουφίζεις
τη συμφόρηση χωρίς να προνοείς για άμεση επικοινωνία ή ακόμα
να δημιουργείς το κοινωνικό έδαφος για ανθρώπινη επαφή
χωρίς νόημα «είναι μια παρωδία των υψηλών παραδόσεων
της αστικότητας». Όπως αναφέρει (1996, σσ.153-154): «Η
ανθρώπινη κλίμακα ήταν κάτι παραπάνω από ένα σχέδιο σε
ένα σχεδιαστήριο, προέρχονταν από την άμεση επικοινωνία
που υπήρχε στη φυλετική ομάδα, τη συντεχνία και στη δημόσια
ένωση των ελευθέρων, ανεξάρτητων αγροτών και τεχνιτών.».
Σαν επίλογο σχετικά με το μέλλον του πολεοδομικού σχεδιασμού
θεωρεί πως: «Μέχρις ότου ο πολεοδομικός σχεδιασμός στραφεί
προς την ανάγκη μιας ριζοσπαστικής κριτικής στην επικρατούσα
κοινωνία και αντλήσει τα σχεδιαστικά του στοιχεία από μια
επαναστατική μεταμόρφωση των υπαρχόντων κοινωνικών
σχέσεων, θα παραμείνει απλή ιδεολογία – υπηρέτης της ίδιας της
κοινωνίας που παράγει την κρίση των πόλεων του καιρού μας.».
Ο Σένετ σαν δικό του επίλογο σχετικά με το μέλλον του
πολεοδομικούς σχεδιασμού, κρίνει απαραίτητο πως η σχεδιαστική
κοινότητα πρέπει να παίρνει την ευθύνη για τις πράξεις της σε
μια απρόβλεπτη κοινωνία παρά σε ένα ονειρικό κόσμο αρμονίας
και προκαθορισμένης τάξης. Αναφέρει χαρακτηριστικά (2004,
σ.122): «Για να κάνουμε τις σύγχρονες πόλεις να υπηρετούν
ανθρώπινες ανάγκες, εμείς θα πρέπει να αλλάξουμε τον
τρόπο με τον οποίο εργάζονται οι σχεδιαστές πόλεων. Αντί
να σχεδιάζουν για κάποιο αφηρημένο αστεακό σύνολο, οι
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 87

σχεδιαστές θα πρέπει να εργάζονται για τα συγκεκριμένα μέρη


της πόλης, τις διαφορετικές τάξεις, τις εθνικές ομάδες, και τις
φυλές που αυτή περιέχει. Και το έργο που κάνουν για αυτούς
τους ανθρώπους δεν μπορεί να σχεδιάζει το μέλλον τους. Οι
άνθρωποι δεν θα έχουν την ευκαιρία να ωριμάσουν παρά μόνο
εάν αυτοί το κάνουν αυτό για τους εαυτούς τους, παρά μόνο αν
εμπλακούν ενεργά στη διαμόρφωση της κοινωνικής τους ζωής.».
88 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Εικόνα 17. Απόσπασμα από το βιβλίο: Towards a new architecture, Le


Corbusier, 1923

Εικόνα 18. Broadacre City: Πρόταση του Frank


Lloyd Wright για την πόλη του μέλλοντος, Τhe
Living City, 1958
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 89

Η πόλη αλλιώς

Στα πλαίσια της αναβίωσης του ενδιαφέροντος για τις ιδέες


του Ανρί Λεφέβρ σχετικά με το δικαίωμα στην πόλη και την
εμφάνιση διαφόρων κοινωνικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο τα
οποία σήμερα απαιτούν ένα τέτοιο δικαίωμα, ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ
στο βιβλίο του: Οι εξεγερμένες πόλεις (2013), προσπαθεί να
εξετάσει και να επαναπροσδιορίσει αυτό το δικαίωμα από την
δικιά του σκοπιά. Ο ίδιος θεωρεί πως αυτό το δικαίωμα είναι κάτι
παραπάνω από ένα δικαίωμα ατομικής ή ομαδικής πρόσβασης
στα αγαθά της πόλης, είναι το δικαίωμα να την αλλάξουμε
και να την μετασχηματίσουμε σύμφωνα με τις επιθυμίες
μας. Επιπλέον ο Χάρβεϊ (2013, σ.38) πιστεύει πως αποτελεί
περισσότερο ένα συλλογικό παρά ένα ατομικό δικαίωμα, εφόσον
ο μετασχηματισμός της πόλης εξαρτάται ως επί το πλείστον
από τις συλλογικές δραστηριότητες πάνω στις διαδικασίες
αστικοποίησης και θεωρεί την αξία του μεγίστης σημασίας:
«Η ελευθερία να δημιουργούμε και να επαναδημιουργούμε
τον εαυτό μας και την πόλη μας είναι, πιστεύω, ένα από τα
πολυτιμότερα και ταυτόχρονα ένα από τα πιο παραμελημένα
ανθρώπινα δικαιώματά μας.». Ο Χάρβεϊ ουσιαστικά πιστεύει
πως η διεκδίκηση του δικαιώματος στην πόλη, σημαίνει διεκδίκηση
κάποιου είδους δύναμης που να επεξεργάζεται τις διαδικασίες
αστικοποίησης, τους τρόπους με τους οποίους δημιουργούνται και
αναδημιουργούνται οι πόλεις, με έναν θεμελιώδη και ριζοσπαστικό
τρόπο που προκύπτει από την δράση των ίδιων τον πολιτών.
90 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Σχέδιο για ένα κοινοτικό περιβάλλον


Ένας τέτοιος βαθμός υψηλής ριζοσπαστικής κοινωνικής
συνειδητοποίησης εμφανίστηκε σύμφωνα με τον Μπούκτσιν
σε πολλές εναλλακτικές σχεδιαστικές προτάσεις τη δεκαετία
του 1960 και στις αρχές του 1970. Γενικά, αυτές οι προτάσεις
αντιμετώπιζαν τον σχεδιασμό με ριζικά διαφορετικό τρόπο
από ότι οι συμβατικοί πολεοδόμοι. Σύμφωνα με τον ίδιο (1996,
σσ.157-158): «Για τους πολεοδόμους της αντικουλτούρας,
το σημείο εκκίνησης για οποιοδήποτε σχέδιο δεν ήταν «το
ευχάριστο αντικείμενο» ή η «αποτελεσματικότητα» με την οποία
επιτυγχάνονται η κυκλοφορία, οι επικοινωνίες και οι οικονομικές
δραστηριότητες. Μάλλον, αυτούς τους νέους πολεοδόμους
τους απασχολούσε πρωτίστως η σχέση του σχεδιασμού με την
καλλιέργεια προσωπικής οικειότητας, πολύπλευρων κοινωνικών
σχέσεων, μη ιεραρχικών δομών οργάνωσης…». Ο σχεδιασμός
δηλαδή σε αυτές τις περιπτώσεις δεν στηρίζονταν σε αφηρημένες
έννοιες, αλλά σε ριζοσπαστικά νέες κοινωνικές εναλλακτικές λύσεις
που όπως αναφέρει ο Μπούκστιν (1996, σ.158): «Η προσπάθεια
είχε σκοπό να αντικαταστήσει τον ιεραρχημένο χώρο με τον
«απελευθερωμένο χώρο»». Ανάμεσα στα πολλά σχέδια αυτού
του είδους ίσως το πιο εντυπωσιακό, σύμφωνα με τον Μπούκστιν,
διαμορφώθηκε στο Μπέρκλεϋ από μία ομάδα αποτελούμενη από
τη λαϊκή αρχιτεκτονική, την τοπική ένωση ενοικιαστών και τα μέλη
του τοπικού διατροφικού συνεταιρισμού. Ο Μπούκτσιν αναφέρει
πως αυτό το σχέδιο δημιουργήθηκε λόγω του επεισοδίου του
«Λαϊκού Πάρκου» του Μάη του 1969, όταν εξεγερμένοι νεολαία,
φοιτητές και φοιτήτριες, και αργότερα απλοί πολίτες του Μπέρκλεϋ
συγκρούστηκαν με την αστυνομία για πάνω από μια βδομάδα για να
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 91

διατηρήσουν ένα πάρκο το οποίο αυθόρμητα είχαν δημιουργήσει σε


ένα εγκαταλελειμμένο οικόπεδο γεμάτο σκουπίδια, που ανήκε στο
πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Το πάρκο τελικά πέρασε ξανά στα
χέρια των πανεπιστημιακών ιδιοκτητών, με κόστος τη ζωή ενός νέου
ανθρώπου, πολλούς σοβαρούς τραυματισμούς και μαζικές συλλήψεις.
Σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, αυτά τα σκηνικά ήταν το ξεκίνημα
του Επαναστατικού Οικολογικού Κινήματος και του Σχεδίου για
ένα Κοινοτικό Περιβάλλον, όπου ήταν ριζοσπαστικά κατά της
κατεστημένης κουλτούρας. Αυτό το Σχέδιο διακήρυττε, όπως ο
Μπούκτσιν αναφέρει (1996, σσ.158-159) ότι: «Η επαναστατική
κουλτούρα μας παρέχει νέους κοινοτικούς, οικολογικά βιώσιμους
τρόπους για να οργανώσουμε τις ζωές μας, ενώ η λαϊκή πολιτική
μας παρέχει τα μέσα για να αντισταθούμε στο Σύστημα», με
βασικό του στόχο, όπως ο Μπούκτσιν τον παραθέτει (1996, σ.159):
«Κοινοτικούς τρόπους οργάνωσης της ζωής μας για να μπορέσουμε
να μειώσουμε την κατανάλωση, να παρέχουμε όσα χρειάζονται
για τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες πιο αποτελεσματικά,… να
στηρίξουμε τους εαυτούς μας…». Το Σχέδιο για ένα Κοινοτικό
Περιβάλλον προέβλεπε (1996, σ.159), τον επανασχεδιασμό των
σπιτιών ώστε να: «ξεπεραστεί το κομμάτιασμα της ζωής μας…
να ενθαρρυνθεί και να καταπολεμηθεί η ιδιώτευση», και πρότεινε
σχεδιαστικές λύσεις όπως σχέδια ορόφων που θα επέτρεπαν την
ύπαρξη μεγαλύτερων δωματίων με πολλαπλές χρήσεις και τα
οποία θα προωθούσαν περισσότερο την αλληλεπίδραση μεταξύ
των ατόμων, όπως κοινές τραπεζαρίες, χώροι συγκεντρώσεων
και εργασίας. Επίσης προτείνονταν η διαμόρφωση των στεγών
και των εξωτερικών τοίχων με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν
συνδετικούς κρίκους επικοινωνίας μεταξύ των γειτονικών σπιτιών
92 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

και μεταξύ των δωματίων και των επάνω ορόφων, το ξήλωμα των
φρακτών που υπήρχαν στις πίσω και πλάγιες αυλές για τη διάνοιξη
ελεύθερων χώρων ως εσωτερικών πάρκων και κήπων καθώς
επίσης και σκεπασμένες γεφυρώσεις με την μορφή υπερυψωμένης
πλατφόρμας μεταξύ των σπιτιών για να μην υπάρχει αυστηρός
διαχωρισμός μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Ο
Μπούκτσιν θεωρεί πως το σχέδιο δεν επικεντρώνονταν μόνο στους
δημόσιους χώρους αλλά και στις γειτονιές όπου οι άνθρωποι ζούσαν
την καθημερινή τους ζωή. Σύμφωνα με το Σχέδιο, πολλοί δρόμοι
του Μπέρκλεϋ θα μπορούσαν να κλείσουν έτσι ώστε να ελαττωθεί η
κυκλοφοριακή συμφόρηση και να ενισχυθεί η συλλογική μεταφορά,
ελευθερώνοντας παράλληλα πολύ μεγάλη έκταση γης για την
δημιουργία κήπων, πλατειών και πάρκων. Τα άτομα ωθούνται έτσι
να περπατούν ή να χρησιμοποιούν το ποδήλατό τους και αν η χρήση
του αυτοκινήτου είναι απαραίτητη αυτή θα πρέπει να γίνεται με
τέτοιο τρόπο ώστε πολλά άτομα να εξυπηρετούνται ταυτόχρονα.
Ο Μπούκτσιν (1996, σ.160) παραθέτει επιπλέον τους στόχους
του Σχεδίου όσον αφορά τις υπηρεσίες της κοινότητας ως εξής:
«Οι υπηρεσίες της κοινότητας θα κάνουν ένα μικρό άλμα, όταν
μικρές ομάδες γειτόνων θα επιστρατεύουν τις πηγές και την
ενέργεια για να φέρουν κοντά τις κατακερματισμένες γειτονιές
και να αρχίσουν να φροντίζουν για το τι πρέπει να γίνει σε
τοπικό επίπεδο και με ολοκληρωμένο τρόπο, τότε οι κοινότητες
θα κάνουν ένα μεγάλο άλμα.». Σε σχέση με αυτό, ο Μπούκτσιν
παρατηρεί πως στο Σχέδιο προτείνεται η κυκλική διάθεση των
σπιτιών των πολιτών για την χρήση τους ως παιδικών σταθμών.
Ο ίδιος πιστεύει (1996, σ.161) πως το Σχέδιο: «Δεν τρέφει
καμία αυταπάτη ότι αυτό το σύνολο των ιδεών αναδόμησης θα
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 93

«απελευθερώσει» το Μπέρκλεϋ ή οποιαδήποτε άλλη κοινότητα.


Βλέπει την πραγματοποίηση αυτών των ιδεών σαν τα πρώτα
βήματα προς τον επαναπροσανατολισμό του ατόμου από
μια παθητική αποδοχή της απομόνωσης, του εγωισμού,… σε
πρωτοβουλίες από τα κάτω που θα επανασυστήσουν κοινοτικές
σχέσεις και, πρόσωπο με πρόσωπο, δίκτυα αλληλοβοήθειας.»
94 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Εικόνα 19. Λαϊκό Πάρκο, Μπέρκλεϋ, 1969

Εικόνα 20. Σχέδιο κοινόχρηστων χώρων


ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 95

Ετεροτοπίες
Τόσο το Σχέδιο όσο και πρακτικές που στοχεύουν στην
αναδόμηση της υπάρχουσας βιωμένης κατάστασης και οι οποίες
γεννιούνται ως τόποι ασυνέχειας, ως ρήγματα στις ήδη υπάρχουσες
ταξινομήσεις του χώρου και της κοινωνίας, οι οποίες εμφανίζονται
εκεί που υπάρχει μεγάλη θέληση για τάξη, χαρακτηριστικό της
μοντέρνας κοινωνίας, με σκοπό τη δημιουργία συνθηκών όπου
το άτομο περνάει σε ένα άλλο επίπεδο ζωής, διεκδικώντας το
δικαίωμά της επανεφεύρεσης της πόλης σύμφωνα με τις επιθυμίες
και τι ανάγκες του, αποτελούν για τον Έλληνα αρχιτέκτονα
Σταύρο Σταυρίδη αλλά και για τον Γάλλο φιλόσοφο Μισέλ
Φουκώ ετεροτοπίες. Σχετικά με την έννοια της ταυτότητας και
την προβληματική της διάσταση που αναλύθηκε σε προηγούμενο
κεφάλαιο από τον Σένετ, ο Σταυρίδης στο βιβλίο του: Μετέωροι
χώροι της ετερότητας (2010, σ.224), αναφέρεται για αυτήν εντός
της ετεροτοπίας ως εξής: «Σε αυτές τις δοκιμές του ετέρου, οι
ταυτότητες μπορεί να ιριδίζουν, μπορεί να εμφανίζονται και να
χάνονται, να εκφράζονται και να αναιρούνται ταυτόχρονα».
Στην ουσία στις ετεροτοπίες σύμφωνα με τον ίδιο (2010, σ.224)
προβάρονται νέοι ρόλοι, χωρίς σε αυτούς να αντιστοιχεί μια
οριστική προσχώρηση σε μια ταυτότητα, όπως αναφέρει: «Η τέχνη
του να είσαι άλλος, όχι σαν τέχνη της απάτης αλλά σαν τέχνη
της αναζήτησης νέων μορφών υποκειμενικότητας, είναι μια τέχνη
που αναβλύζει στις ετεροτοπίες.». Ως προσθήκη στις απόψεις
του Σταυρίδη, ο Σένετ πιστεύει πως αν υπάρξει ένας κόσμος
βασισμένος στην ετερότητα τότε θα υπάρξει ένα μεγάλο ποσοστό
αταξίας, έτσι το άτομο στην προσπάθεια του να επιβάλει ένα
όραμα συνεκτικής τάξης συναντά μια κοινωνική κατάσταση που
96 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

είναι έξω από τον έλεγχό του. Ο άτακτος κόσμος νικάει τα όνειρα
για μυθική συνοχή και καθαρμένη ταυτότητα, καθώς το άτομο
δεν μπορεί να καλουπωθεί αυτόβουλα με αποτέλεσμα να πρέπει
να ζήσει και να συνυπάρξει σε μια κατάσταση εμπλουτισμένη
από τα αναπάντεχα γεγονότα που δημιουργεί η ετερότητα.
Στην Ελλάδα ο Σταυρίδης παρατηρεί πως μορφές συλλογικής
δράσης και διεκδίκησης παρόμοιες με αυτές του Σχεδίου,
που σχετίζονται με τη ζωή στη πόλη, προκάλεσαν την
δημιουργία ετεροτοποίων εντός της μητροπολιτικής τάξης. Κύριο
χαρακτηριστικό σύμφωνα με τον Σταυρίδη αυτών των δράσεων
ήταν η υπεράσπιση και διεύρυνση του δημοσίου χώρου ως χώρου
κοινής χρήσης και το πρότυπο που πρόβαλαν στις περισσότερες
περιπτώσεις είχε τη μορφή μιας δυναμικής συνάντησης ανάμεσα σε
άτομα και ομάδες με διαφορετικές ταυτότητες και ανάγκες. Ένα
διάστημα, αναφέρει ο Σταυρίδης, επικράτησαν δράσεις που είχαν
στόχο να αποτρέψουν την περίφραξη των δημοσίων υπαίθριων
χώρων και επομένως να παρέμβουν στην επιβολή της ελεγχόμενης
πρόσβασης σε αυτούς ή και την παραχώρησή τους σε ιδιωτικά
συμφέροντα. Τέτοιοι ήταν η αγώνες των κατοίκων κατά της
περίφραξης του Φιλοπάππου στο Θησείο, του Πεδίου του Άρεως
καθώς και της παραλίας στο Ελληνικό. Σε όλες της περιπτώσεις η
προσπάθεια ήταν να αντικατασταθεί ο έλεγχος της περιμέτρου, που
απέδιδε συγκεκριμένη χρήση στον περιφραγμένο χώρο, από μια
ουσιαστική οριοθέτηση του χώρου που θα αποτελούσε τόπο κοινής
χρήσης. Όπως αναφέρει ο ίδιος (2010, σ.227): «Εισάγοντας στοιχεία
λαϊκής συμμετοχής και πρωτοβουλίας στη φύλαξη, διαμόρφωση
και αξιοποίηση των χώρων, τούτες οι δράσεις αποκτούσαν
ετεροτοπικό χαρακτήρα…αυτές οι πρακτικές επινοούσαν
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 97

τρόπους να παράγεται η δημόσια χρήση ως χρήση πολύμορφη,


μη ορισμένη από τη διαχείριση και την πολιτική του κράτους…».
Ο Σταυρίδης, αναφέρει πως ένα ακόμα χαρακτηριστικό
αυτών των ετεροτοπικών εμπειριών είναι ότι ο προσδιορισμός
νέου περιεχομένου στη χρήση του δημοσίου δεν αποτελούσε
μόνο διεκδίκηση αλλά και αποτέλεσμα συλλογικών δράσεων και
πρωτοβουλιών, πράγμα σύμφωνο με την οπτική του Ντέιβιντ
Χάρβεϊ όπως είδαμε πιο πάνω σχετικά με το δικαίωμα στην
πόλη. Σε αντίθεση με τον μητροπολιτικό σχεδιασμό των πόλεων
όπου γίνεται προβολή της πόλης στο μέλλον ο Σταυρίδης (2010,
σ.227) θεωρεί πως: «Αν στην ετεροτοπία το μέλλον γεννιέται
στο παρόν, μέσα σε αντιφάσεις και ασάφειες ως προς τον
προσανατολισμό, τότε σε τούτες τις εμπειρίες αχνοφένονται
μορφές δημόσιας δράσης διαφορετικές από τις κυρίαρχες. Και
κυρίως προτείνονται όψεις του δημοσίου χώρου που εμπεριέχουν
διαφορετικούς προσδιορισμούς του στη πράξη.». Αυτές οι
αντιφάσεις, οι ασάφειες καθώς και οι διαφορετικές εμπειρίες
που αναφέρει ο Σταυρίδης είναι στοιχεία που δημιουργούν ένα
σύνθετο περιβάλλον όπου σύμφωνα με τον Σένετ (2004, σ.155):
«Μονάχα ένα τέτοιο περιβάλλον είναι ικανό να προσφέρει
τις δυνατές περιπλοκότητες μιας πλήρους διαδραμάτισης των
ανθρώπινων ζωών. Αφού ολόκληρη η ηθική φύση των ανθρώπων
είναι ασταθής, εύθραυστη, και εμπλέκεται σε αποδιοργανωμένα
γεγονότα, μονάχα μια κοινωνία που είναι πρόθυμα ασταθής
μπορεί να παράγει ένα μέσω για ανάπτυξη.», προσθέτοντας
(2004, σσ.152-153): «Ένας άνθρωπος συμπλέκεται με αληθινά
κοινωνικούς τρόπους, ερευνώντας την ετερότητα γύρω του,
με σκοπό να επαναβεβαιώσει το γεγονός της μοναδικότητάς
98 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

του, το ενήλικο είναι του.». Αναφέρει δηλαδή πως μόνο μέσα


από την εξερεύνηση της ετερότητας και της συμπλοκής σε
πέραν των καθορισμένων ορίων, θα βελτιωθεί η ποιότητα των
κοινωνικών σχέσεων αλλά και η ατομική ανάπτυξη του καθενός.
Η κατάληψη της εγκαταλελειμμένης Δημοτικής Αγοράς
στην Κυψέλη, αποτελεί σύμφωνα με τον Σταυρίδη μια
τέτοια ετεροτοπική εμπειρία καθώς συνδυάζει ένα διεκδικητικό
προφίλ σαφώς προσανατολισμένο στην αριστερά με μια σειρά
από πρακτικές που στηρίζονται σε πρωτοβουλίες κατοίκων,
καλλιτεχνών και συλλογικοτήτων περιβαλλοντικής δράσης. Ο
Σταυρίδης (2010, σ.227) αναφέρει επίσης πως: «Στην Αγορά
της Κυψέλης δοκιμάστηκαν ποικίλοι τρόποι σύζευξης της
αμφισβήτησης με τη μόρφωση, την τέχνη και την κουλτούρα
αλλά και πιο κλασικές μορφές οργάνωσης μιας δημοσιότητας
που αναφέρεται στην εναλλακτική πληροφόρηση.». Ο ίδιος
θεωρεί πως η δύναμη τελικά του εγχειρήματος αυτού αναδείχτηκε
περισσότερο στις πρωτοβουλίες οργάνωσης ενός διαφορετικού
χώρου, ενός αυτοδιαχειριζόμενου κοινόχρηστου χώρου, παρά στο
περιεχόμενο των εκδηλώσεων που έγιναν σε αυτό. Ο Σταυρίδης
αναφέρεται επίσης και στην πρωτοβουλία των κατοίκων των
Εξαρχείων να καταλάβουν ένα μεγάλο πάρκινγκ στο κέντρο της
πόλης, στη διασταύρωση Ναυαρίνου και Ζωοδόχου Πηγής, και να
το μετατρέψουν σε πάρκο. Υπήρχαν ομάδες που είχαν τη φροντίδα
για το σχεδιασμό, τη φύτευση του χώρου και την οργάνωση σε
αυτόν και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σταυρίδης (2010,
σ.230): «Εμπνεύστηκαν από ένα ιδιόμορφο μείγμα πολιτικών και
ιδεολογικών απόψεων με κοινό παρονομαστή το σύνθημα: «Να
πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας.»». Στο πάρκο, όπου υπήρχαν
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 99

τόσο προστριβές όσο και προβλήματα, εξελίχτηκε ένα πείραμα


αυτοοργάνωσης και εναλλακτικής παραγωγής του υπαίθριου
δημοσίου χώρου που έθετε σε αμφισβήτηση πολλές βεβαιότητες.
100 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Εικόνα 21. Exodus1, Exodus or the Voluntary Prisoners of


Architecture, OMA, 1972

Εικόνα 21. Exodus3, Exodus or the Voluntary Prisoners of


Architecture, OMA, 1972
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 101

Θεωρητικές πρακτικές για αλλαγή


Με αφορμή αυτές τις αυτοοργανωμένες πρωτοβουλίες μικρής
κλίμακας και τα χαρακτηριστικά που τις διέπουν είναι σημαντικό
να αναφερθεί η προσπάθεια που κάνει ο Σένετ προκειμένου να
δείξει τον τρόπο με τον οποίο η μορφή ζωή που αναπτύσσεται
εντός των ετεροτοπίων μπορεί να αποκτήσει καθολική υπόσταση
στην κοινωνική ζωή της πόλης, αναδομώντας την σύγχρονη
κοινωνικότητα με τέτοιο τρόπο ώστε τα πρότυπα μυθικών
ταυτοτήτων και δυνάμεων συνοχής να δοκιμαστούν. Με άλλα
λόγια προσπαθεί να δείξει τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η πόλη
θα μπορέσει να αποτελέσει μια μεγάλη ετεροτοπία. Ο πιο άμεσος
τρόπος ένωσης των κοινωνικών ζωών των ανθρώπων, σύμφωνα
με τον ίδιο είναι μέσω της ανάγκης, δηλαδή κάνοντάς τους να
έχουν την ανάγκη να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον με σκοπό να
επιβιώσουν. Ο Σένετ θεωρεί πως αυτό που πρέπει να αναδυθεί στη
ζωή της πόλης είναι η ύπαρξη κοινωνικών σχέσεων, και ειδικότερα
κοινωνικών σχέσεων που συνεπάγονται κοινωνική σύγκρουση, διότι
η βίωση προστριβών λόγω διαφορών και συγκρούσεων κάνει τους
ανθρώπους να αντιλαμβάνονται προσωπικά το περιβάλλον που
υπάρχει γύρω από τις ζωές τους. Όπως ο ίδιος αναφέρει (2004,
σσ.158-159): «Η ανάγκη που υπάρχει για τους ανθρώπους
είναι να αναγνωρίζουν τις συγκρούσεις, και όχι να προσπαθούν
να τις αποκαθαίρουν συνεχώς με έναν μύθο αλληλεγγύης, με
σκοπό να επιβιώσουν…Η πόλη μπορεί να γεννήσει ένα μοναδικό
έδαφος συνάντησης για αυτές τις απροσδόκητες καταστάσεις.».
Η δημιουργία μιας τέτοιας κοινότητας θα χρειαστεί σύμφωνα
με τον ίδιο δύο αλλαγές ως προς το πεδίο δράσης της πόλης. Η
μία θα είναι αλλαγή ως προς το πεδίο δράσης της γραφειοκρατικής
102 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

εξουσίας και η άλλη ως προς την αντίληψη στο σχεδιασμό της


πόλης. Ο Σένετ αναφέρει πως στις σύγχρονες κυβερνήσεις, οι
γραφειοκρατίες γίνονται πυραμίδες εξουσίας όπου ο έλεγχος
ασκείται από λίγα άτομα της κορυφής και οι πολλοί που βρίσκονται
κάτω ασκούν ολοένα και λιγότερο έλεγχο πάνω σε βασικές ανάγκες.
Ο ίδιος θεωρεί πως αυτό που χρειάζεται, για να δημιουργηθούν
πόλεις όπου οι άνθρωποι θα είναι αναγκασμένοι να ζουν μέσα σε
ένα περιβάλλον ποικίλων εμπειριών και θα είναι αναγκασμένοι να
παίρνουν αποφάσεις για τη ζωή και να αντιμετωπίζουν το ένας τον
άλλον, είναι μια ανασύνθεση της δημόσιας εξουσίας με κεντρικό
γνώμονα την αποκέντρωση. Παρατηρεί πως ένα αστυνομικό τμήμα
διεκπεραίωσης είναι πιο παραγωγικό από ότι δέκα, ένα κεντρικό
τμήμα ελέγχου πυρκαγιών είναι καλύτερο από πολλά μικρά,
αναφέρει συγκεκριμένα (2004, σ.160): «Το πρόβλημα με αυτούς
τους οργανισμούς δεν είναι αν θα έπρεπε να υπάρχουν, αλλά τι
θα έπρεπε να κάνουν». Σύμφωνα με τον ίδιο οι άνθρωποι σήμερα
πιστεύουν πως όσο πιο μεγάλη είναι μια δομή τόσο πιο πλούσιο θα
πρέπει να είναι το πεδίο δράσης της, έτσι είναι δύσκολο να δεχτούν
την ιδέα ότι ένας κεντρικός μηχανισμός μπορεί να υπάρχει μέσα
στη πόλη και ωστόσο να κάνει πολύ περιορισμένα και καθορισμένα
καθήκοντα. Για παράδειγμα σε μια αποκεντρωμένη εξουσία όπου
οι μητροπολιτικοί έλεγχοι θα μειώνονταν, ο αστυνομικός έλεγχος
θα εξαφανίζονταν, διότι η αστυνομία δεν θα είχε την ευθύνη της
διατήρησης της τάξης μέσα στην κοινότητα αλλά περισσότερο
την ευθύνη αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος.
Όσον αφορά το σχεδιασμό της πόλης ο Σένετ πιστεύει πως
απαιτείται η καταστροφή των σχεδιαστικών αντιλήψεων που
υποστηρίζουν πως ο σχεδιασμός θα πρέπει να κατευθύνεται με
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 103

στόχο την τάξη της πόλης, που κυριαρχούν από την εποχή του
βαρόνου Οσμάν στο Παρίσι. Αντίθετα ο Σένετ πιστεύει πως η
πόλη θα πρέπει να συλληφθεί ως μια κοινωνική τάξη μερών δίχως
μια συνεκτική, ελεγχόμενη συνολική μορφή, όπως αναφέρει (2004,
σ.161): «Ο σχεδιασμός λειτουργικών διαχωριστικών γραμμών,
διαδικασιών, χρησιμοποίησης του εδάφους πριν την κατοίκισή
του, θα πρέπει να καταργηθεί. Πολύ περισσότερο, η δημιουργία
χώρων μέσα στην πόλη θα πρέπει να υπάρχει για ποικίλη,
μεταβαλλόμενη χρήση.», και συνεχίζει λέγοντας (2004, σ.161)
πως: «Περιοχές, για παράδειγμα, που κατά τη διάρκεια μιας
περιόδου χρησίμευαν ως εμπορικά μέρη θα πρέπει να είναι
ικανές να χρησιμεύουν σε μια άλλη εποχή ως μέρη κατοίκισης.
Η δημιουργία περιοχών γειτονίας δεν πρέπει να σημαίνει ότι το
κοινωνικοοικονομικό επίπεδο ή οι δραστηριότητες της περιοχής
καθηλώνονται από προκαθορισμένες ειδικές ζώνες κοκ.». Αυτή η
απαγόρευση για προσχεδιασμένο χώρο είναι σημαντική σύμφωνα
με τον ίδιο, διότι έτσι προκύπτει μεγάλη ποικιλία στις γειτονιές
της πόλης και διότι επιτρέπει σε οποιεσδήποτε κοινωνικές
απροσδόκητες καταστάσεις να βρουν στήριγμα μέσα σε αυτές.
Έτσι, ο Σένετ θεωρεί πως η προσχεδιασμένη εικόνα των γειτονιών
της πόλης δεν θα μπορούσε να καθοριστεί πάνω σε ένα σχεδιαστικό
χάρτη, αλλά θα εξαρτιόταν από τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα
της γειτονιάς θα αντιμετώπιζαν το ένα το άλλο. Τελικώς, πιστεύει
(2004, σ.162) πως ενθαρρύνοντας αστικούς χώρους χωρίς ζώνες, μη
κεντρικά ελεγχόμενους, θα προωθούταν μια ορατή και λειτουργική
αταξία μέσα στην πόλη: «Πεποίθησή μου είναι ότι αυτή η αταξία
είναι καλύτερη από το νεκρό, προκαθορισμένο σχεδιασμό, ο
οποίος περιορίζει μια αποτελεσματική κοινωνική εξερεύνηση.
104 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Είναι καλύτερο για τους ανθρώπους να είναι δημιουργοί ιστορικής


αλλαγής παρά να «εκτελείται» ο λειτουργικός σχεδιασμός ενός
προδοκιμασμένου σχεδίου. Αν το στοιχείο της ιστορίας σε
χώρους της πόλης μπορέσει να αναδυθεί με αυτόν τον τρόπο,
αν επιτραπεί η λειτουργική εξάρθρωση καθώς και το ανακάτεμα
ταυτόχρονων γεγονότων και ανθρώπων που κατοικούν σε ένα
κοινό έδαφος, τότε οι επιθυμίες για καθαρμένη ταυτότητα θα
μπορέσουν να έχουν ένα πεδίο δοκιμής του πιο ισχυρού είδους.».
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 105

Αυτοοργανωμένες, βιώσιμες κοινότητες


Σε αντίθεση με τις απόψεις του Σένετ ο οποίος οραματίζεται
μια αναρχία εντός ολόκληρης της πόλης, δηλώσεις αναρχικών του
δέκατου ένατου αιώνα πάνω στην δομή της κοινωνίας κλίνουν
προς μια κοινωνία αντιθετική προς την πυκνοκατοικημένη πόλη.
Για ανθρώπους όπως ο Προυντόν και ο Κροπότκιν, ένα σημαντικό
πλεονέκτημα της Παρισινής Κομμούνας ήταν ο μικροομαδικός
της χαρακτήρας και η σφιχτότητά της. Ο Μπούκτσιν φαίνεται
να συμφωνεί με αυτή την κατεύθυνση δηλαδή των συλλογικά
διαχειριζόμενων και άμεσα δημοκρατικών κοινοτήτων, δίνοντας
μεγάλη έμφαση στον ρόλο της «Ελευθεριακής Δημοτικής
Αυτοδιεύθυνσης», βασισμένη στην ηθική της ενότητας με μη
ιεραρχικό τρόπο καθώς και στον ρόλο της ποικιλομορφίας,
της αυτοδιαμόρφωση και αυτοδιαχείριση καθώς και της
συμπληρωματικότητας και της αλληλοβοήθειας. Ο ίδιος θεωρεί
πως η Παρισινή Κομμούνα αποτελούσε κέντρο ολοκλήρωσης
υψηλής επικοινωνίας όπου οι πολίτες αποτελούσαν ένα πολιτικό
σώμα ενωμένο με ηθικές αξίες βασισμένες στο λόγο, θυμίζοντας
τους φυλετικούς λαούς όπου τα άτομα τα ένωναν ισχυροί δεσμοί
αίματος. Κάνει λόγο για μια πολιτική σφαίρα μακριά από
γραφειοκρατία, συγκεντρωτισμό και κρατική εξουσία και κοντά
στην αναγνώριση του ρόλο της πόλης ως μια συνάθροιση ξεχωριστών
ατόμων βασισμένους σε ηθικούς τρόπους συναναστροφής.
Από τη στιγμή που η πόλη έχασε την έννοια της συλλογικής
ενότητάς της και διαχώρισε τα ζητήματά της σε ιδιωτικού και
δημοσίου ενδιαφέροντος , η ίδια η δημόσια ζωή ιδιωτικοποιήθηκε
και κατακερματίστηκε. Για να γίνει ξανά η πόλη ένα πεδίο
κοινωνικότητας, πολιτισμού και επικοινωνίας ο ίδιος πιστεύει πως
106 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

πρέπει να διαλυθεί σε μεγάλο βαθμό και να αντικατασταθεί από


νέες αποκεντρωμένες οικοκοινότητες. Η σύγχρονη τεχνολογία έχει
φτάσει σε ένα επίπεδο ανάπτυξης που επιτρέπει στον άνθρωπο
να ανοικοδομήσει τη ζωή στην πόλη σύμφωνα με κανόνες που θα
μπορούν να καλλιεργήσουν μια ισορροπημένη, σωστά ανεπτυγμένη
και αρμονική κοινότητα μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ της
ανθρωπότητας και της φύσης. Αυτή η οικοκοινότητα, σύμφωνα
με τον ίδιο (1996, σ.167): «θα είναι κάτι παραπάνω από μια
πόλη, δεν θα έχει άλλα όρια πέρα από αυτά που συνειδητά
θα θέτονται από την ανθρώπινη δημιουργικότητα, το λόγο
και τα οικολογικά δεδομένα.», βασιζόμενη σε μια ορθολογική
οικοτεχνολογία, θα αποτελεί μια αστική οργανική οντότητα η
οποία θα αποκτήσει ζωντάνια χάρη σε μια νέα ευαισθησία των
ατόμων και θα υποστηρίζεται από μια νέα αίσθηση ασφάλειας,
αποτελώντας (1996, σ.167): «έναν αυθεντικό χώρο εναρμόνισης και
εκπλήρωσης των βαθύτερων και πιο δημιουργικών ενστίκτων της
ανθρωπότητας.». Σκοπός αυτής της αποκέντρωσης της δημοτικής
εξουσίας σε διαστάσεις γειτονιάς είναι η κατανόηση των δημοτικών
προβλημάτων από τον κάτοικο της πόλης ωθώντας έτσι τη συμμετοχή
του σε ότι αφορά την κοινότητα. Αυτά τα μικρά θραύσματα θα
μπορέσουν να συντεθούν έτσι ώστε να έχουμε μια εικόνα πολιτικής
σφαίρας που δεν είναι κοινοβουλευτική ή γραφειοκρατική,
συγκεντρωτική ή κρατική αλλά μια εικόνα του δήμου που
αναγνωρίζει το ρόλο της πόλης στη διαμόρφωση ενός λαού ή μιας
συνάθροισης ξεχωριστών ατόμων σε ένα σύνολο πολιτών βασισμένο
σε ηθικούς και ορθολογικούς τρόπους συναναστροφής, θυμίζοντας
τόσο την αθηναϊκή δημοκρατία όσο και την παρισινή κομμούνα.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ 107

Παρόμοιες είναι και οι απόψεις του Αλγερινού ψυχιάτρου


Φραντς Φάνον, που εμφανίζονται στο βιβλίο: Της Γης οι
Κολασμένοι (1982), οποίος θεωρεί πως η ελευθερία μπορεί να
ζήσει μονάχα για όσο καιρό το άτομο παραμείνει έξω από τα
όρια της μεγαλούπολης, θεωρώντας πως αυτό πρέπει να θεωρεί
την πόλη σαν μια ανθρώπινη αποικία, μια ανθρώπινη κοινότητα.
Ο Φάνον πιστεύει πως η γραφειοκρατία σε μία πόλη και ο
ανώνυμος χαρακτήρας των ανθρώπινων επαφών καταστρέφουν
τελικά το αίσθημα εγγύτητας των ανθρώπων που θέλουν να
μοιραστούν μια καλύτερη, περισσότερο δίκαιη ζωή για όλους.
Από την άλλη ο Σένετ παρουσιάζεται υπέρμαχος της ζωής
εντός της μεγαλούπολης, η οποία όμως οφείλει να αλλάξει τις
κυβερνητικές και σχεδιαστικές πρακτικές της με τους τρόπους
που αποτυπώθηκαν παραπάνω, καθώς θεωρεί πως ο φόβος
απέναντι στις πόλεις οδηγεί από μόνος του σε ένα τρομερό όριο
στην ανθρώπινη ελευθερία. Ο ίδιος θεωρεί πως αποφεύγοντας την
ζωή της αστικής πόλης μπορεί μεν να διαφυλάττεις την φλόγα
της αλληλεγγύης αλλά με κόστος να επιβάλεις μια τρομερή
απλότητα (2004, σ.17): «Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ο πόθος
να αποφευχθεί η μηχανική ρουτίνα ικανοποιείται κάνοντας
τα κοινωνικά σύνορα της ζωής κλειστοφοβικά.», θεωρώντας
παράλληλα πως η ιδέα σύμφωνα με την οποία μια οργάνωση που
είναι φυλετική ή βασίζεται σε στενές σχέσεις όπως αυτή στους
μεσαιωνικούς δήμους είναι καλύτερη από μια οργάνωση απρόσωπη
και γραφειοκρατική, φανερώνει την αδυναμία των ανθρώπων να
χειριστούν και να αλλάξουν οι ίδιοι τις διακυβερνητικές δομές.
Η ανάγκη ανακατασκευής της πόλης σήμερα είναι κάτι
δεδομένο και οι τρόποι με τους οποίους αυτή μπορεί να προκύψει
108 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

ποικίλουν σε θεωρητικό και σχεδιαστικό επίπεδο. Άλλοι δίνουν


μεγάλη βαρύτητα στις κοινότητες μικρής κλίμακας, στους δήμους
και στις γειτονιές ενώ διαφορετικές ιδέες υποστηρίζουν πως η
αλλαγή μπορεί να επέλθει σε μεγαλύτερη κλίμακα εντός της
πυκνοκατοικημένης πόλης. Αναμφίβολα ο στόχος όλων αυτών
είναι η ύπαρξη μιας καλύτερης πόλης, μιας βιώσιμης πόλης,
μιας πόλης η οποία θα γίνει χώρος έκφρασης επικοινωνίας
σε θεμελιώδες επίπεδο. Οι πόλεις πρέπει να αποκτήσουν τον
χαρακτήρα ενός πεδίου δράσης όπου κάθε κοινοτικό πρόβλημα θα
αντιμετωπίζεται με δράσεις που θα φτάνουν μέχρι τις κοινωνικές
ρίζες του, και όχι με νομοθεσίες που περιορίζουν το δικαίωμα
του πολίτη ως αυτόνομου όντος και ενισχύουν την εξουσία των
πέραν του ατόμου θέσεων. Το γεγονός ότι η πόλη πρέπει να
αποκτήσει ένα πρόσημο βιωσιμότητας προσανατολισμένη στην
οικολογία είναι επίσης τόσο απαραίτητο όσο είναι και η αλλαγή
των κυβερνητικών δομών της. Το κατά πόσο η πόλη μπορεί να
αλλάξει και πως ο σχεδιασμός της μπορεί να συμβάλει σε αυτό
στο πέρασμα των χρόνων μένει να αποδειχθεί. Το μόνο σίγουρο
είναι πως αυτή η ανάγκη για αλλαγή, τόσο της ίδια της πόλης
όσο και των συνθηκών ζωής εντός της, είναι ζωτικής σημασίας
για την καθοριστική εξέλιξη του ανθρώπου και της κοινωνίας.
110 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ

Επίλογος

Στην προσπάθεια κατανόησης του πολεοδομικού σχεδιασμού


κρίνεται λοιπόν απαραίτητη η ανάλυση τόσο της κοινωνίας όσο
και του ίδιου του ατόμου που την απαρτίζει, αφού η πολεοδομία
αποτελεί μια εφαρμοσμένη πρακτική που έχει σαν αντικείμενο
την κατασκευή της πόλης η οποία αν μη τι άλλο αποκτά νόημα
από τις δράσεις των ίδιων των πολιτών της, από τον τρόπο ζωής
τους και από τις σχέσεις μεταξύ τους. Βρισκόμαστε λοιπόν
σε ένα σημείο στην ιστορία των πόλεων όπου οι ενέργειες
του ανθρώπου είναι προβληματικές τόσο σε περιβαλλοντικό
επίπεδο όσο και σε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων, σκοπών και
γενικότερα τρόπου ζωής. Η έρευνα επιχειρεί να εξηγήσει το πώς
έχει διαμορφωθεί ο πολεοδομικός σχεδιασμός μέχρι σήμερα και
για ποιους λόγους, εμφανίζοντας παράλληλα και στιγμιότυπα
χώρων μέσα στην πόλη που δεν ανταποκρίνονται στις καθολικές
σχεδιαστικές λύσεις και που έχουν διαμορφωθεί από τους
ίδιους τους πολίτες και όχι από «ειδικούς» πολεοδόμους και
τεχνοκράτες. Πολλές είναι οι θεωρητικές προσεγγίσεις μιας
ανακατασκευής της πόλης καθώς και οι προσπάθειες επίτευξής
της μέσω εναλλακτικών σχεδιαστικών τρόπων, πολλών εκ των
οποίων αρκετές φορές αποτελούν συμβολικές πράξεις, χωρίς να
μεταβάλουν ουσιαστικά τα δεδομένα ζωής, φανερώνοντας παρόλα
αυτά μια προσπάθεια για αλλαγή. Είναι σημαντικό λοιπόν, να
αντιληφθούμε μέσα από αυτή την εργασία τον ρόλο της πόλης μέσα
στους αιώνες, την παρακμή της καθώς και τη σημαντική ανάγκη
για μετασχηματισμό της, ο οποίος θα πρέπει να βασίζεται σε μια
διαφορετική διαδικασία συγκρότησης της ανθρώπινης κοινότητας.
Βιβλιογραφία

Βιβλία στην ελληνική γλώσσα:


Βέμπερ, Μαξ., 2003. Η Πόλη. Αθήνα: Κένταυρος
Ζίμμελ, Γκέοργκ., 2017. Μητροπολιτική Αίσθηση, Οι
Μεγαλουπόλεις και η Διαμόρφωση της Συνείδησης /
Κοινωνιολογία των Αισθήσεων. Αθήνα: Άγρα
Λεφέβρ, Ανρί., 1977. Το Δικαίωμα στην Πόλη: Χώρος και
Πολιτική. Αθήνα: Παπαζήση
Μάμφορντ, Λούις., 1985. Ο Μύθος της Μηχανής. Αθήνα: Ύψιλον /
Βιβλία
Μαρξ, Καρλ., 2010. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Δεύτερη
Έκδοση. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Μπούκτσιν, Μάρεϋ., 1996. Τα Όρια της Πόλης. Δεύτερη Έκδοση.
Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής
Ντέιβις, Μάικ., 2008. Πέρα από το Blade Runner, Αστικός
Έλεγχος – Η Οικολογία του Φόβου. Αθήνα: Futura
Πιέρν, Ανρί., 2003. Οι πόλεις του Μεσαίωνα : Δοκίμιο
Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας. Αθήνα: Βιβλιόραμα
Σένετ, Ρίτσαρντ., 2004. Οι Χρήσεις της Αταξίας, Προσωπική
Ταυτότητα και Ζωή στην Πόλη. Δεύτερη Έκδοση. Αθήνα: Τροπή
Σένετ, Ρίτσαρντ., 1999. Η Τυραννία της Οικειότητας. Αθήνα:
Νεφέλη
Σταυρίδης, Σταύρος., 2010. Μετέωροι Χώροι της Ετερότητας.
Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Φάνον, Φραντς., 1982. Της Γης οι Κολασμένοι. Αθήνα: Κάλβος
Χάρβεϊ, Ντέιβιντ., 2013. Εξεγερμένες Πόλεις, Από το Δικαίωμα
στην Πόλη στην Επανάσταση της Πόλης. Αθήνα: ΚΨΜ
Χορκχάιμερ, Μαξ., 1987. Η Έκλειψη του Λόγου. Αθήνα: Κριτική
Άρθρο σε έντυπο περιοδικό στην ελληνική γλώσσα:
Κορρές, Μανόλης., 2019. Ο Παρθενώνας Συμβολίζει την
Τελειότητα. Blue, Τεύχος:79, σσ.212-220

Βιβλία στην αγγλική γλώσσα:


Benevolo, Leonardo., 1971. The Origins of Town Planning.
Μασαχουσέτη: M.I.T Press
Fisher, Frank., 1954. Where City Planning Stands Today. Νέα Υόρκη:
Penguin Books
Fowler, William., 1952. The City State of Greeks and Romans. Νέα
Υόρκη: Macmillan
Hyams, Edward., 1952. Soil and Civilization. Λονδίνο: Thames and
Hudson
Mumford, Lewis., 1938. The Culture of Cities. Νέα Υόρκη: Harcourt
Brace and Company
Mumford, Lewis., 1961. The City in History. Νέα Υόρκη: Harcourt
Brace and Company
Vaillent, George., 1962. Aztecs of Mexico. Δεύτερη Έκδοση. Νέα
Υόρκη: Penguin Books
Whyte, William., 2002. The Last Landscape. Δεύτερη Έκδοση.
Πενσυλβάνια: University of Pennsylvania Press
Πηγές εικόνων

Εικόνα 1. https://commons.wikimedia.org/wiki/File:La_Gran_
Tenochtitlan.JPG
Εικόνα 2. https://maps-prints.com/antique-prints-america/3041-
grand-temple-de-mexico-groote-tempel-van-mexico-van-
schley-c1730.html
Εικόνα 3. https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Maler_der_
Grabkammer_des_Sennudem_001.jpg
Εικόνα 4. https://hubpages.com/education/nile-river
Εικόνα 5. https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%
87%CE%B5%CE%AF%CE%BF:Discurso_funebre_pericles.PNG
Εικόνα 6. https://archaia-ellada.blogspot.com/2013/02/
Εικόνα 7. https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Fotothek_
df_tg_0007212_St%C3%A4ndebuch_%5E_Beruf_%5E_
Handwerk_%5E_Sticker_%5E_Seide.jpg
Εικόνα 8. https://commons.wikimedia.org/wiki/File:%D0%A1%D1
%80%D0%B5%D0%B4%D0%BD%D0%B5%D0%B2%D0%B5%D
0%BA%D0%BE%D0%B2%D1%8B%D0%B5_%D1%80%D0%B5%
D0%BC%D0%B5%D1%81%D0%BB%D0%B5%D0%BD%D0%BD
%D0%B8%D0%BA%D0%B8.jpg
Εικόνα 9. http://www.city-data.com/forum/los-angeles/2137041-
when-people-tell-me-la-ugly-7.html
Εικόνα 10. https://www.gettyimages.com/detail/news-photo/
view-of-plastic-trees-and-bushes-planted-on-the-center-news-
photo/55920740
Εικόνα 11. https://doyoulikevintage.postx2.com/
post/119518261464/new-york-city-c1900
Εικόνα 12. https://stock.adobe.com/gr_en/312086981?as_
campaign=TinEye&as_content=tineye_match&epi1=312086981&tdu
id=e86f94c1a15b0c5bbf0d2c02d8d953ed&as_channel=affiliate&as_
campclass=redirect&as_source=arvato
Εικόνα 13. http://www.metteingvartsen.net/performance/giant-city/
Εικόνα 14. https://stock.adobe.com/188158741?as_
campaign=TinEye&as_content=tineye_match&epi1=188158741&tdu
id=e86f94c1a15b0c5bbf0d2c02d8d953ed&as_channel=affiliate&as_
campclass=redirect&as_source=arvato
Εικόνα 15. http://www.sebraprints.com.au/baron-georges-eugene-
haussmann-french-caricature.html
Εικόνα 16. https://medium.com/projexity-blog/5-notes-about-
urban-boulevards-7c167da03e7b
Εικόνα 17. http://visionforummiltonkeynes.blogspot.com/
Εικόνα 18. https://www.scoopnest.com/user/
Oniropolis/740846622695948288-you-could-make-the-argument-
that-his-broadacre-city-anticipated-solarpunk-by-half-a-century
Εικόνα 19. https://culturemobile.wordpress.com/2010/10/20/
peoples-park-2/
Εικόνα 20. https://www.npr.org/sections/
parallels/2015/02/16/385528919/not-a-group-house-not-a-
commune-europe-experiments-with-co-housing?t=1580600025563
Εικόνα 21. http://socks-studio.com/2011/03/19/exodus-or-the-
voluntary-prisoners-of-architecture/
Εικόνα 22. http://socks-studio.com/2011/03/19/exodus-or-the-
voluntary-prisoners-of-architecture/

You might also like