You are on page 1of 118

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΔΡΑΜΑΣ – Σ.ΤΕ.Γ


ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΟΥ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ


ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
ΣΥΝΟΧΗ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΜΗΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:
Dr. ΣΠΙΤΑΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

ΔΡΑΜΑ 2012
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
ΣΥΝΟΧΗ

1
ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Dr. Σπιτάλας Νικόλαος, καθηγητής (επιβλέπων)

Εβρενοπούλου Δέσποινα, καθηγήτρια (αρχιτέκτων)

Σιδηροπούλου Πελαγία, καθηγήτρια (αρχιτέκτων)

2
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Νιώθω πραγματικά την ανάγκη να ευχαριστήσω τον


καθηγητή μου Σπιτάλα Νικόλαο με του οποίου την
καθοδήγηση και τις πολύτιμες συμβουλές προσέγγισα,
διερεύνησα διεξοδικά και συνέταξα την παρούσα
εργασία .

3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ

1.1. Σκοπός
1.2. Μεθοδολογία
1.3. Ορισμοί – Δυνατότητες
1.3.1. Ορισμός του Τοπίου
1.3.2. Η Ταυτότητα του Τοπίου
1.3.3. Η Φιλοσοφία του Τοπίου
1.3.4. Ορισμός της Αρχιτεκτονικής Τοπίου
1.4. Σχέση Φυσικού Τοπίου – Αρχιτεκτονικής
1.5. Σχέση ανθρώπου και Τοπίου
1.6. Η θρησκευτική διάσταση του τοπίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

2.1. Αρχαιότητα
2.2. Βυζάντιο
2.2.1. Παλαιοβυζαντινή Περίοδος
2.2.2. Μεσοβυζαντινή Περίοδος
2.2.3. Υστεροβυζαντινή Περίοδος
2.3. Αρχιτεκτονική του Ισλάμ
2.4. Μεσαίωνας
2.5. Αρχιτεκτονική της Λατινικής Αμερικής
2.6. Αναγέννηση
2.7. Τοπίο Μπαρόκ
2.8. Ο 18ος αιώνας
2.9. Ο 19ος αιώνας
2.10. Ο 20ος αιώνας – Το Μέλλον

4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
3. ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ

3.1. Το Μοντέλο της Κηπούπολης


3.2. Αρχιτεκτονική και Πολιτική
3.3. Χωρικές Δομές και Κοινωνικοί Μετασχηματισμοί
3.3.1. Η περίπτωση της Αθήνας
3.3.2. Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας / Αττικής (ΡΣΑ) 2021

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
4. Η ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

4.1. Μελέτη Περίπτωσης: Γλασκώβη


4.2. Η Ολοκληρωμένη Ανάπλαση στην Ανατολική Γλασκώβη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
5. ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ & ΑΕΙΦΟΡΙΑ

5.1. Πρακτικές για μια Βιώσιμη Πόλη


5.2. Ο Πολιτισμός της Αειφόρου Ανάπτυξης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Συμπεράσματα

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: ΕΙΚΟΝΕΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2: CLYDE GATEWAY - MASTERPLAN

5
ΠΕΡΙΛΗΨH
Ο αστικός σχεδιασμός στη σύγχρονη εποχή μελετάται μέσα από ένα πλαίσιο
δράσης που σκοπό έχει την αειφόρο ανάπτυξη και τον ποιοτικό τρόπο ζωής για
όλους τους κατοίκους μιας πόλης. Ο αστικός σχεδιασμός πρέπει να γίνεται με βάση
τις κοινωνικές ανάγκες των κατοίκων και των οικολογικών αναγκών του τόπου που
πρέπει να λαμβάνονται κάθε φορά υπόψη. Η παρούσα εργασία επιδιώκει να
αναπτύξει σφαιρικά το ζήτημα του αστικού σχεδιασμού σε συνάρτηση με την
κοινωνική συνοχή, η οποία δεν πρέπει να διαταράσσεται από την ανθρώπινη
παρέμβαση. Αναλύονται οι έννοιες του αστικού τοπίου, της ταυτότητας του και των
θεωρητικών προσεγγίσεων σε σχέση με αυτό και γίνεται μια ιστορική αναδρομή για
το πως εξελίχθηκε το αστικό τοπίο μέσα στο χρόνο. Επίσης, αναλύεται το
παράδειγμα της Γλασκώβης ως μιας πόλης με επιτυχημένη αστικής ανάπλαση στην
ανατολική περιοχής της και το παράδειγμα της Αθήνας ως μιας πόλης με ρήγμα στον
κοινωνικό της ιστό και οι προγραμματισμένες δραστηριότητες βελτίωσης της
κατάστασης της. Τέλος, αναλύεται η σημασία της αειφόρου ανάπτυξης που δίνεται
ανά τον κόσμο, η οποία στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των
ανθρώπων μέσα στην πόλη και στην άμβλυνση των όποιων διαφορών σε κοινωνικό
επίπεδο.

ABSTRACT
Urban design in modern times is studied within a framework of action that
aims at sustainable development and quality lifestyle for all residents of a city. Urban
design should be based on social needs of the people while ecological needs of the
site should be taken into account every time. This paper seeks to develop the issue
of urban design in relation to social cohesion, which should not be disturbed by
human action. Also, it analyzes the concepts of the urban landscape, identity and
theoretical approaches in this regard and there is a throwback to how the urban
landscape has evolved over time. Moreover, it analyzes the example of Glasgow as
a successful city planning redevelopment in its eastern part, and the example of
Athens as a city with fault cohesion of its social body and the programmed strategies
for the improvement of its situation. Finally, it discusses the importance of
sustainable development given around the world, which aims on the one hand to
improve the quality of life of people in the city, on the other hand to reduce disparities
in social terms.

6
Τοπίο είναι μια απειρία καταστάσεων, αλλά μπορεί να καταγραφεί, να
αναλυθεί, να ταξινομηθεί, να μελετηθεί. Το τοπίο είναι ένας λαβύρινθος του
βιωμένου και του φαντασιακού. Το τοπίο είναι η φύση, ο φυσικός γεωγραφικός
χώρος. Το τοπίο είναι η σύνθετη ιστορική συγκρότηση της κατοικημένης, από
τον άνθρωπο, φύσης1.

1
Φατούρος, Δ., (2005), Κατάλογος Σημειώσεων, Αρχιτέκτονες 49

7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η αντίληψη του τοπίου διαμορφώνεται από ένα σύνολο διαφορετικών


παραγόντων. Περιλαμβάνει όχι μόνο όλα τα γεωφυσικά στοιχεία που τον
χαρακτηρίζουν αλλά και τη δυναμική των αξιών που αναπτύσσεται από τους
ανθρώπους που τον κατοικούν. Αυτό σημαίνει ότι κάθε τοπίο επιδέχεται
πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις. Εξάλλου, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή
Σύμβαση για το Τοπίο, που πραγματοποιήθηκε στη Φλωρεντία το 2000,
προσδιορίστηκε με απόλυτη σαφήνεια πως «Τοπίο ορίζεται ένα
προσδιορισμένο τμήμα περιοχής, έτσι όπως την έχει αντιληφθεί ο πληθυσμός
ο οποίος τη βιώνει και της οποίας ο χαρακτήρας αποτελεί ένα συνονθύλευμα
πράξεων από φυσικούς και ανθρώπινους παράγοντες, καθώς και από τις
μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις»2.
Στα πλαίσια αυτής της θεώρησης, το τοπίο αποτελεί τον πυρήνα ενός
ανθρωποκεντρικού περιβάλλοντος που συντελεί στην εξέλιξη του κοινωνικού
ιστού και του ιστορικού γίγνεσθαι. Το ίδιο το τοπίο οριοθετεί την ανθρώπινη
δραστηριότητα με την έννοια των φυσικών περιορισμών και ταυτόχρονα
μεταβάλλεται εξαιτίας αυτής. Η οργάνωση του τοπίου συντελεί στην
οργάνωση του κοινωνικού του ιστού. Οι μορφές της ανθρώπινης
δραστηριότητας με τη σειρά τους διαμορφώνουν τελικά την ιδιαίτερη
οικονομική, οικιστική, γεωφυσική και πολιτιστική ταυτότητα του τοπίου. Ο ίδιος
ο χώρος λοιπόν υποδεικνύει την ανθρώπινη παρουσία και τη δράση της και
αλληλεπιδρά διαλεκτικά με τις αντιλήψεις που διαμορφώνουν οι κοινωνικές
ομάδες που κατοικούν σε αυτόν.

2
Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Τεύχος 1ο, Αρ. Φύλλου 30, 25/02/2010, Νόμος Υπ. Αριθμό
3827: «Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου», Chapter I-General Provision, Article
1 – Definitions, σ. 378

8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ

Όταν σχεδιάζεται ένας τόπος ανεξαρτήτου κλίμακας είναι απαραίτητη η


βαθιά γνώση τόσο των γεωφυσικών ιδιαιτεροτήτων του όσο και του
πολιτιστικού φορτίου που φέρει. Η γεωμετρία του χώρου, οι ιστορικές
συνθήκες που έχουν οδηγήσει στην ανάπτυξη του αλλά και οι ανάγκες των
ανθρώπων που ζουν μέσα σε αυτόν είναι μερικές από τις πτυχές που
απαιτείται να ληφθούν υπόψη. Ζητούμενο είναι τα αρχιτεκτονήματα – είτε
πρόκειται για κατοικίες είτε για οποιοδήποτε άλλο κτίσμα ή σχήμα - να
δημιουργούν την εντύπωση ότι βρίσκονταν ανέκαθεν στον τόπο αυτό, να
γίνουν κρίκος της ίδιας αλυσίδας που περιφρουρεί την κοινωνική του συνοχή.
Τυχόν αστοχίες, εκ των οποίων πληθώρα απαντάται κυρίως στα αστικά
κέντρα, διαταράσσουν την αρμονία του περιβάλλοντος χώρου του τοπίου με
τρόπο βίαιο και συντελούν τελικά στη διάτρηση της συνοχής του κοινωνικού
ιστού.

1.1. Σκοπός

Με αφετηρία το ζητούμενο της αρμονίας του περιβάλλοντος χώρου, του


αρχιτεκτονικού τοπίου και της κοινωνικής συνοχής, αναπτύσσεται, ειδικότερα
τις τελευταίες δεκαετίες, εντονότατος προβληματισμός αναφορικά με τον
τρόπο που ο άνθρωπος προσπαθεί να επιβληθεί στο τοπίο. Καθότι η γνώση
σχετικά με αυτό προσεγγίζεται μέσω πολλών διαφορετικών επιστημών, η
παρούσα πτυχιακή εργασία έχει ως σκοπό να παρουσιάσει σφαιρικά την
προβληματική του θέματος της κοινωνικής συνοχής στο χώρο, να αναδείξει
ορισμένες βασικές πτυχές της επίδρασης του τοπίου στην κοινωνική συνοχή
και να παρουσιάσει τις βασικότερες προτάσεις διαφόρων ειδικοτήτων για τη
σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος.

9
1.2. Μεθοδολογία

Το υλικό της παρούσας εργασίας βασίζεται στην εύρεση, στη μελέτη


και στην παρουσίαση της ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας σχετικά με την
επίδραση του τοπίου στην κοινωνική συνοχή μιας αστικής περιοχής από του
τομείς της αρχιτεκτονικής, κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας. Η εργασία
χωρίζεται σε πέντε βασικά κεφάλαια. Στο παρόν κεφάλαιο, στην εισαγωγή,
αναλύεται στα υποκεφάλαια της αρχικά η αντίληψη, η ταυτότητα και η
σημασία του όρου τοπίο, με έμφαση σε αυτό που ονομάζεται αστικό τοπίο.
Διερευνάται η έννοια της ένταξης του ανθρώπινου έργου σε αυτό, μέσα από
θεωρητικές φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές προσεγγίσεις. Στο δεύτερο
κεφάλαιο γίνεται μια αναδρομή στο παρελθόν, καταγράφοντας με χρονολογική
σειρά και επιλεκτικά τους κυριότερους ιστορικούς σταθμούς για το
αρχιτεκτονικό τοπίο, που είτε επιβλήθηκαν είτε χρησιμοποιήθηκαν ως
πρότυπα, αντικατοπτρίζοντας τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές
δομές του τόπου που παρήγαγαν τα πρότυπα αυτά.
Στο τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσονται οι έννοιες αστικός σχεδιασμός και
κοινωνική συνοχή. Οι ολοκληρωμένες αστικές αναπλάσεις που συμβάλλουν
στην οικονομική ανασυγκρότηση και την κοινωνική συνοχή είναι στο
επίκεντρο του ενδιαφέροντος των αρχών διοίκησης των μεγάλων πόλεων.
Ευρωπαϊκές πόλεις που αντιμετώπισαν τεράστια και ίσως κολοσσιαία
προβλήματα από τη μεγάλη κρίση της βιομηχανικής εποχής, τώρα στη
μεταβιομηχανική - νέα εποχή - μεταμορφώνουν αστικές, υποβαθμισμένες
περιοχές σε κέντρα ανάπτυξης.
Στο τέταρτο κεφάλαιο ως παράδειγμα αστικού σχεδιασμού με σκοπό
την κοινωνική συνοχή καταδεικνύεται η Γλασκώβη της Σκοτίας, μετά τη
«σύγχρονη ανάπτυξη» των δεκαετιών 1960 – 1970. Στη Γλασκώβη
αναπτύχθηκαν μεγάλα προγράμματα μέσα από ένα στρατηγικό πλάνο
συνεργασίας όλων των τοπικών οργανισμών, σε συνδυασμό με την επιτυχή
συναίνεση δημοσίων και ιδιωτικών φορέων. Το πρόγραμμα ανάπλασης της
ανατολικής πλευράς της Γλασκώβης, που εξετάζεται στο παρόν κεφάλαιο,
είναι αξιοσημείωτο και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για πόλεις με
έντονα αστικά προβλήματα.

10
Στο πέμπτο κεφάλαιο αναπτύσσεται το ζήτημα του πολεοδομικού
σχεδιασμού με στόχο την αειφόρο ανάπτυξη, ένα θέμα καίριο για το μέλλον
όχι μόνο των πόλεων αλλά και ολόκληρου του πλανήτη. Στόχος αυτών των
σχεδιασμών είναι η βιωσιμότητα των πόλεων εφαρμόζοντας τις αρχές της
αειφόρου ανάπτυξης. Αυτές οι αρχές βασίζονται στον επανασχεδιασμό της
υφιστάμενης πόλης, στην ανάπλαση και επαναχρησιμοποίησή της, με έμφαση
στις διαρθρωτικές αλλαγές του πολεοδομικού ιστού, με κατάλληλες
κυκλοφοριακές ρυθμίσεις και κυρίως με την αύξηση των ελεύθερων χώρων
και την κατάλληλη διαμόρφωση τους.
Στο έκτο κεφάλαιο αναπτύσσονται τα συμπεράσματα της θεωρητικής
έρευνας ενώ στο τέλος η εργασία περιλαμβάνει Παράρτημα στο οποίο
παρατίθενται εικόνες περιοχών, μνημείων και αρχιτεκτονικών συμπλεγμάτων
των διαφόρων αναφορών μέσα στο κείμενο, οι οποίες αναρτήθηκαν από το
διαδίκτυο, με τη βοήθεια της μηχανής αναζήτησης εικόνων.

1.3. Ορισμοί – Δυνατότητες

1.3.1. Ορισμός του τοπίου

Το τοπίο είναι μια έννοια με δύσκολο προσδιορισμό και ποικίλει


ανάλογα με τους τρόπους προσέγγισης του. Είναι ένας χώρος χωρίς σαφή
όρια, εκτός συγκεκριμένης κλίμακας ή γεωγραφίας που ο άνθρωπος
αντιλαμβάνεται ή διαμορφώνει ανάλογα με τα μέσα που διαθέτει, τις επιθυμίες
και τις επιδιώξεις του. Είναι ο χώρος που οι άνθρωποι τον έχουν οικειοποιηθεί
και κωδικοποιήσουν, που είναι γεμάτος από χρήσεις, μνήμες, ιστορία και
γεγονότα. Το τοπίο είναι αποτέλεσμα οικονομικών δραστηριοτήτων,
κοινωνικών σχέσεων, πολιτιστικών και θρησκευτικών αξιών αλλά και του
φυσικού του πλαισίου που μεταβάλλεται στον χρόνο. Είναι ο καθρέφτης της
ζωής μιας ομάδας ανθρώπων, ενώ παράλληλα αποτελεί πεδίο καθημερινής
δραστηριότητας αλλά και συμβολισμών.
Στη βιβλιογραφία διακρίνονται τρεις έννοιες: ο χώρος (space), ο τόπος
(place) και το τοπίο (landscape). Ο χώρος περιλαμβάνει τον τόπο ή
μετατρέπεται σε τόπο μετά από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις και
δραστηριότητες ενώ επενδύεται ακόμη και με αξίες. Ο χώρος και ο τόπος είναι

11
οι φυσικοί φορείς του τοπίου. Ο τόπος είναι μια κοινωνικά δομημένη έννοια
ενώ το τοπίο μια εξατομικευμένη υποκειμενική αντίληψη.3
Ο τόπος αντικειμενικά απαρτίζεται από μια σειρά υλικών πραγμάτων με
σχήμα, υφή και χρώμα. Οι παραλλαγές σε αυτά τα υλικά στοιχεία καθορίζουν
τον χαρακτήρα του τόπου έτσι ώστε να γίνεται αντιληπτό από τον άνθρωπο
με βάση τις αισθήσεις του. Η άποψη πως η αντίληψη των κοινωνιών για τον
τόπο είναι κατ΄ ανάγκη αντίληψη αισθητική, δεν αναφέρεται απλά στην
απόδοση επιθετικών προσδιορισμών στον τόπο (άγριος, φιλικός κ.λπ.) αλλά
στο ότι γίνεται αντιληπτός μέσω των αισθήσεων και έπειτα αξιολογείται
υποκειμενικά με βάση ένα σύνολο πολιτιστικών δομών και ψυχολογικών
διεργασιών4.
Κάθε άνθρωπος που είναι ταυτόχρονα και παρατηρητής
αντιλαμβάνεται διαφορετικά το τοπίο και ξεχωρίζει στον τόπο ορισμένα
στοιχεία που του προκαλούν εντύπωση, ανάλογα α) με την ιδιοσυγκρασία του
(ενδογενής παράγοντας) και β) ανάλογα με τα ερεθίσματα που λαμβάνει από
το εξωτερικό περιβάλλον (πολιτισμικές καταβολές, θεσμοί, συγκυριακές
εμπειρίες). Αυτοί οι δυο παράγοντες αντίληψης διαμορφώνουν το φίλτρο,
μέσα από το οποίο θα συγκροτηθεί το τοπίο στο νου του παρατηρητή ως
ενδιαφέρον ή αδιάφορο ή ακόμη συμβολικό (π.χ. ένας κάτοικος ορεινής
περιοχής εντυπωσιάζεται περισσότερο όταν δει ένα υδάτινο τοπίο και ένας
Ευρωπαίος θαυμάζει περισσότερο έναν ουρανοξύστη από ότι ένας
Αμερικανός, για τον Έλληνα το δένδρο της ελιάς έχει συμβολική σημασία, για
τον Γερμανό η βελανιδιά μπορεί να έχει εθνική σημασία κ.λ.π.).
Σημαντικό ρόλο στην αντίληψη του τοπίου παίζει ακόμη και ο
οικογενειακός παράγοντας, οι καταβολές που έχει ο άνθρωπος από την
παιδική του ηλικία και οι ενδοοικογενειακές σχέσεις (π.χ. ένας αγρότης
ενδεχόμενα να αισθάνεται το αγρόκτημα του ως σύμβολο που παραπέμπει σε
αγαπημένα οικογενειακά πρόσωπα που συνδέονται με το παρελθόν).
Άλλοι πάλι παρατηρητές βλέπουν το ίδιο περιβάλλον ως ένα
περιοριστικό παράγοντα όπως π.χ. βλέπουν οι μαθητές το σχολείο γιατί είναι

3
Χασάναγας, Ν., (2010). Κοινωνιολογία Τοπίου, εκδ. Παπασωτηρίου, Αθήνα. σ. 26
4
Μωραΐτης, Κ. (2005), Το Τοπίο, Πολιτιστικός Προσδιορισμός του Τόπου, εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα,
σ. 20

12
αναγκασμένοι να πηγαίνουν εκεί και άλλοι ως κάτι που δίνει νόημα στη ζωή
τους όπως π.χ. οι πιστοί που επισκέπτονται έναν λατρευτικό χώρο.
Επίσης, μη οπτικά στοιχεία μπορούν να παίξουν ρόλο στο μυαλό του
ανθρώπου για τον προσδιορισμό ενός τοπίου. Σύμφωνα με έρευνα του
Χασάναγα, ένα άτομο δε σχηματίζει στο μυαλό του ένα φυσικό ή μη φυσικό
τοπίο πάντα με βάση αυτό που βλέπει ή αισθάνεται αλλά ακόμη και με βάση
κάτι που ξέρει πως έγινε σε αυτό (π.χ. χρήση γεωργικών φαρμάκων σε μια
καλλιέργεια, τα οποία όμως δεν είναι ορατά αλλά ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται
το τοπίο ως μη φυσικό). Επομένως ένα τοπίο ορίζεται και γνωσιακά.5
Κάθε τόπος που συνδέεται με ένα τοπίο έχει υποστεί μια πολιτιστική
επεξεργασία είτε αυτή περιορίζεται στην άμεση πολιτισμική αντίληψη (ένα
σύνολο καλλιτεχνικών και πνευματικών δραστηριοτήτων) είτε στη δομική
κατασκευαστική παρέμβαση6. Έτσι λοιπόν το τοπίο φαίνεται να είναι μια
σύνθεση πολιτισμικών πρακτικών και εργασιών που κατασκευάζουν και
διαμορφώνουν έναν τόπο μέσα από την κατανόηση και τον ορισμό που
δίνουν οι κοινωνίες. Ο τρόπος που ο άνθρωπος και κατ΄ επέκταση οι
κοινωνίες επεξεργάζεται νοητικά τον τόπο, δεν είναι άλλος από τον τρόπο με
τον οποίο ορίζουμε τον εαυτό μας μέσα στον κόσμο7.
Στο πλαίσιο της πολιτιστικής αντιληπτικής επεξεργασίας, ενδιαφέροντα
ρόλο παίζει επίσης και ο δογματισμός στο πως θα γίνει αντιληπτό ένα τοπίο, η
υιοθέτηση δηλαδή μιας άποψης η οποία δεν επηρεάζεται από τα εμπειρικά
δεδομένα αλλά σχετίζεται με τις πολιτιστικές αντιλήψεις της κοινωνίας του:
π.χ. να πιστεύει κανείς πως ότι κάνουν οι έγχρωμοι είναι λάθος και ότι κάνουν
οι λευκοί είναι σωστό, ανεξάρτητα αν και οι δυο κάνουν ακριβώς το ίδιο
πράγμα.8
Επίσης, το τοπίο είναι καταλυτικός παράγοντας στη συγκρότηση της
ιστορίας, τη διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτήν. Είναι το πεδίο πάνω
στο οποίο σχηματίζονται, μεταλλάσσονται και εξελίσσονται ιστορικά οι
κοινωνίες. Τα ίχνη των ιστορικών γεγονότων, ορατά αλλά και αόρατα στο

5
Χασάναγας, Ν. (2010), σ. 29
6
Μωραΐτης, Κ. (2005), σ. 16
7
Μανωλίδης, Κ., Γούλα Μ, Δοξιάδης, Θ. (2003), Ωραίο, Φριχτό και Απέριττο Τοπίο,
Οργανώσεις και Προοπτικές του Τοπίου στην Ελλάδα, εκδ. Νησίδες, σ. 9-11
8
Χασάναγας, Ν. (2010), σ. 29

13
παρόν, συντελούν στη διαρκή μορφογένεση του τοπίου. Ένας αστικός χώρος
συμπεριλαμβάνει μνημειακά τοπία και μνημεία. Είναι τα στοιχεία που
συντηρούν τη συλλογική μνήμη. Οι κάτοικοι μιας περιοχής θυμούνται ένα
παρελθοντικό γεγονός που έλαβε χώρα εκεί και δεν αποκλείεται οι επιδράσεις
του να συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Άρα, το μνημείο είναι βασικό συστατικό της
συνέχειας μιας κοινωνίας στο χρόνο και το χώρο.
Για να λειτουργεί ένα αντικείμενο ή ένας χώρος ως μνημείο και να
συμβάλει στη συνέχεια μιας κοινωνίας πρέπει να είναι φορέας τουλάχιστον
μιας από τις τρεις κατηγορίες αξιών: ιστορική, ηλικιακή, αισθητική-καλλιτεχνική
Η τέταρτη κατηγορία, η χρηστική, υφίσταται μόνον αν υπάρχει έστω μια από
τις τρεις παραπάνω9.
Η ιστορική αξία έγκειται στην παροχή πληροφοριών για το παρελθόν.
Το μνημείο γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν, προσδίδει στο συγκεκριμένο
γεγονός οικουμενική αξία και τεκμηριώνει μια παράδοση, μια συνέχεια. Κατ΄
επέκταση δημιουργεί τη βάση μιας συνεκτικής κοινωνίας με τη δική της
ιστορία (π.χ. μια αρχαία πόλη, μια βυζαντινή εκκλησία κ.λ.π.).
Η ηλικιακή αξία έγκειται στη νοσταλγία που προκαλεί ένα μνημείο και
που αγγίζει συνήθως μόνο έναν σχετικά περιορισμένο φάσμα γενεών. Η αξία
αυτή στηρίζεται στην ισορροπία μεταξύ συντήρησης και φθοράς /
εγκατάλειψης του (π.χ. ένα παλιό πηγάδι καταμαρτυρεί πόσο σημαντικό ήταν
παλαιότερα αλλά και πόσο ξεπερασμένης τεχνοτροπίας είναι στη σημερινή
εποχή, αν το είχαν επισκευάσει, θα χανόταν η ηλικιακή του αξία).
Η αισθητική αξία ενός μνημείου εκφράζει ή αρνείται αισθητικές αξίες
που επικρατούν σε ένα δεδομένο τόπο και χρόνο. Γενικότερα, η αισθητική
αξία που προσπαθεί να επιτύχει ένας δημιουργός μνημείου αποσκοπεί στο να
συγκινήσει και να αποτελέσει ένα δυνατό οικουμενικό παράδειγμα μίμησης ή
κοσμοθεώρησης (άσχετα αν τελικά το πετύχει ή όχι). Η αισθητική αξία του
μνημείου προτείνει πρότυπα συμπεριφοράς, ιδανικών ζωής και ιδεολογικούς
προσανατολισμούς και πολλές φορές ξεπερνάει τα χωροχρονικά όρια και
αγγίζει ένα μεγαλύτερο φάσμα ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.

9
Τερζόγλου, Ν.Ι. (2006), Ιστορία – Μνήμη - Μνημείο και Εμπειρία Χώρου, σσ. 261-291(επιμ.)
Σ. Σταυρίδη εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα

14
Τέλος, η χρηστική αξία είναι τα οικονομικά οφέλη για τους χρήστες του
μνημείου και απορρέει από μία τουλάχιστον από τις προηγούμενες τρεις (π.χ.
παράδειγμα μνημείου αισθητικής αξίας που παράγει μεγάλη χρηστική αξία για
τις ταβέρνες γύρω από αυτό, είναι η μουριά στη Σκάλα της Μυτιλήνης, κάτω
από την οποία λέγεται ότι έγραφε ο Στρατής Μυριβήλης τα έργα του).

1.3.2. Η Ταυτότητα του τοπίου

Ένας τόπος μπορεί να παράγει διάφορες ταυτότητες σε διάφορες


ομάδες και άτομα, οι οποίες αντιστοιχούν σε διάφορα τοπία. Έχουν προταθεί
τέσσερις διαστάσεις ταυτότητας που μπορούν να δημιουργηθούν μέσω ενός
τοπίου10:
1. Διακεκριμένος χαρακτήρας όπως πλούσιες και φτωχές γειτονιές,
επικίνδυνες ή ασφαλείς περιοχές κ.λ.π.
2. Συνέχεια όπως τα διάφορα μνημεία, οι παιδικές και
οικογενειακές αναμνήσεις και οι μακροχρόνιες συνήθεις που σχετίζονται με
έναν τόπο δημιουργούν το αίσθημα της ταυτότητας
3. Δυνατότητα αυτοεκτίμησης μέσω του τόπου, λ.χ. ένας
περιποιημένος κήπος
4. Δυνατότητα ικανοποιητικής διαβίωσης σε ένα τόπο όπως το να
είναι καθαρός, χωρίς μολυσμένο αέρα, με έλλειψη εγκληματικότητας και
κοινωνιών εντάσεων
Η διάκριση των ταυτοτήτων ανάλογα με το βαθμό επέμβασης της
κοινωνίας στο φυσικό χώρο σύμφωνα με την Τερκενλή έχει ως εξής11:
- Εξουσιαστική ταυτότητα. Ένα τοπίο έχει εξουσιαστική ταυτότητα όταν
θεωρείται πολιτισμικό χωρίς να έχει υποστεί ανθρώπινη επέμβαση (π.χ.
τέτοιοι τόποι συναντώνται πολύ συχνά σε αρχαίες κοινωνίες ως λατρευτικοί
χώροι). Στις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχουν τοπία με τέτοια ταυτότητα όπως
είναι οι προστατευόμενες περιοχές, τα εθνικά πάρκα κ.λ.π. Υπό συνθήκες
εξουσιαστικής ταυτότητας, δεν εξουσιάζει στην πραγματικότητα το τοπίο αλλά
10
Wester – Herber, M. (2004), «Underlying concerns in land use conflicts, the role of place,
identity in risk perception», Environmental Science & Policy 7, 109-116
11
Τερκενλή, Θ.Σ., (1996), Το Πολιτισμικό Τοπίο: Γεωγραφικές Προσεγγίσεις, εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα

15
τα κέντρα εξουσίας που το εκμεταλλεύονται και ουσιαστικά οργανώνουν ένα
τοπίο επιβλητικό στη φαντασία των υπηκόων τους.
- Εκμεταλλευτική ταυτότητα. Ένα τοπίο έχει εκμεταλλευτική ταυτότητα
όταν ο άνθρωπος κυριαρχεί επί της φύσης, σε σημείο που να ελαχιστοποιεί
ριζικά την άμεση εξάρτηση του από το φυσικό περιβάλλον που τον
περιστοιχίζει και από τη φέρουσα ικανότητα του (π.χ. οι ουρανοξύστες της
Αμερικής θεωρούνται αξίες ύψους και ανθεκτικότητας). Στις κοινωνίες
εκμεταλλευτικής ταυτότητας, ο άνθρωπος έχει δαμάσει τη φύση και
προσπαθεί να επιβληθεί στους γύρω του.
- Συμβατική ταυτότητα. Αυτή η ταυτότητα αφορά στις μορφές τοπίου
που έχουν καταφέρει να αξιοποιήσουν πλήρως τη φέρουσα ικανότητα ενός
τοπικού οικοσυστήματος και να απεξαρτητοποιηθούν ως ένα βαθμό από
αυτήν αλλά όχι πλήρως. Παράδειγμα τέτοιου είδους ταυτότητας αποτελούν οι
αγροτικές κοινωνίες μιας αυτόνομης μοναστηριακής κοινότητας. Στη
συμβατική ταυτότητα γίνεται προσπάθεια συνδυασμού των πλεονεκτημάτων
της εξουσιαστικής ταυτότητας (σταθερότητα αξιών) με αυτών της
εκμεταλλευτικής (χαλάρωση της εξάρτησης από τη φέρουσα ταυτότητα του
οικοσυστήματος και συνακόλουθη δυνατότητα συσσώρευσης πλούτου).

1.3.3. Η Φιλοσοφία του Τοπίου

Πολλές είναι οι θεωρητικές φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές


προσεγγίσεις πάνω στο τοπίο. Οι πιο βασικές φιλοσοφικές προσεγγίσεις στο
θέμα αυτό αποδίδονται σε τρεις σημαντικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα στον
Γερμανό κοινωνιολόγο και νεοκαντιανό φιλόσοφος Georg Simmel (1858-
1919) στον επίσης Γερμανό φιλόσοφο Martin Heidegger (1889-1976) και
στον Νορβηγό αρχιτέκτονα και ιστορικό Christian Norberg-Schulz (1926-
2000). Στην παρούσα ενότητα, εκτός από αυτές τις βασικές φιλοσοφικές
θεωρήσεις παρουσιάζονται και μερικές μεταγενέστερες, κοινωνιολογικού
τύπου, οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον στη βιβλιογραφία.
Σύμφωνα με τον Simmel, το τοπίο οργανώνεται ως ένα κλειστό και
αυτόνομο πεδίο που γίνεται αντιληπτό από τη θέση του παρατηρητή και
εξαρτάται από τον ίδιο τον παρατηρητή, ο οποίος φέρει τις δικές του σκέψεις,

16
αντιληπτικές ικανότητες και τα δικά του βιώματα. Η φύση, που είναι μια
οντότητα χωρίς όρια αντιτίθεται στο τοπίο το οποίο είναι χωροθετημένο.
Παρόλο που μεμονωμένα τμήματα του τοπίου είναι φυσικά, η έννοια του δεν
ταυτίζεται με αυτή της φύσης αλλά το ίδιο αποτελεί ένα αυτόνομο, ανεξάρτητο
όλον που συνιστάται ως τοπίο μέσα από μια διαδικασία τέχνης12. Η αίσθηση
της φύσης κατά την αντίληψη του Simmel, για πρώτη φορά διαχωρίζει τις δυο
έννοιες φύση και τοπίο οι οποίες μπορεί να συναντιούνται συχνά αλλά δεν
παύουν να είναι διαφορετικές. Επισημαίνει επίσης ότι όταν βλέπουμε ένα
τοπίο και όχι ένα άθροισμα από μεμονωμένα φυσικά αντικείμενα, τότε
βλέπουμε ένα έργο τέχνης. Αναζητώντας το αίτιο μορφοποίησης του τοπίου,
αυτό ενυπάρχει στην έννοια του ψυχικού τόνου που λειτουργεί ως φορέας
που ενώνει όλα τα αποσπασμένα κομμάτια της φύσης13.
Ο Heidegger σε διάλεξη του, αναφερόμενος στη σχέση του ανθρώπου
με τη φύση αντιτίθεται στην θέση του Simmel, διατυπώνοντας την άποψη ότι ο
άνθρωπος μετατοπίζεται από την οργανική, εμφατική και προσηλωμένη θέση
του στον κόσμο και στρέφεται στη συστηματική εξερεύνηση των αντικειμένων
γύρω του, αναζητά δηλαδή την αλήθεια του φυσικού κόσμου. Ο άνθρωπος με
την μετατόπιση αυτή χειραφετείται και αποκτά περισσότερη σημασία. Ανάγει
όλα τα πράγματα απέναντι του στο δικό του μέτρο επηρεάζοντας ασφαλώς
την αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη.14 Το τοπίο λοιπόν συντελείται μέσα από
ένα ενιαίο ενέργημα και αντικειμενοποιείται ως πνευματικό μόρφωμα. Ο
ψυχικός τόνος είναι υποκειμενικός, διαφορετικός για κάθε άνθρωπο χωριστά
και γι αυτό υπάρχουν πολλαπλές αναγνώσεις τοπίου. Αυτός που θέλει να
απεικονίσει ένα τοπίο ή να εντάξει κάτι νέο σε αυτό, το κάνει με την εποπτεία
και το συναίσθημα και αυτό δεν είναι μια απλή διαδικασία αλλά αποτελεί ένα
από τα συνθετότερα προβλήματα της αρχιτεκτονικής σκέψης.
Ο Lefebvre μεταγενέστερα προσέγγισε μέσα από ένα κοινωνιολογικό
πρίσμα το τοπίο και πρότεινε ένα μαρξιστικό μοντέλο ανάλυσης του χώρου, το

12
Simmel, G, Ritter J. & Gombrich, E.H., (2004), Το τοπίο, εκδ. Ποταμός, Αθήνα, σ. 15
13
Simmel, G. κά., (2004), σ. 25
14
Heigegger, M. (2008). Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσαι, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα (διάλεξη)

17
οποίο θεωρεί πως ορίζεται συμβολικά και λεκτικά από πολιτικές διεργασίες
και πολιτικά περιεχόμενα15. Έτσι λοιπόν, διέκρινε τρεις διαστάσεις του χώρου:
1) πράξεις διαχείρισης του χώρου, οι οποίες σημαίνουν παραγωγή,
θέσπιση υλικού ή συμβολικού χώρου (π.χ. ανέγερση ενός κτιρίου, σχέδια
χώρου, έγγραφα που χαρακτηρίζουν μια περιοχή προστατευόμενη κ.λ.π.). Με
τις πράξεις αυτές, προσλαμβάνει κανείς το χώρο με διαφορετικούς τρόπους
και αυτές είναι που του προσδίδουν συγκεκριμένες αξίες στον χώρο.
2) εκφράσεις χώρου, δηλαδή οι κωδικοποιημένοι τρόποι με τους
οποίους συλλαμβάνουμε το τοπίο, λ.χ. το δάσος συμβολίζει τον καθαρό αέρα,
οι αγροί την παραγωγικότητα κ.λ.π.)
3) τύποι χώρου δηλαδή οι συγκεκριμένες κατηγορίες τις οποίες
αισθανόμαστε και βιώνουμε π.χ. καθαρό χωριό, μολυσμένη πόλη κ.λ.π.
Ο Castan - Broto και οι συνεργάτες του μετά από διερευνητικές
συνεντεύξεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία και συγκεκριμένα στην Τούζλα, μια
περιοχή με ιδιαίτερα προβλήματα ρύπανσης, συγκρότησαν τέσσερις τρόπους
θεώρησης του τοπίου16:
Α) τοπίο ως πόρος κοινωνικών λειτουργιών (π.χ. αναψυχής,
προστασίας από καιρικά φαινόμενα κ.λ.π.)
Β) τοπίο ως συμβολικός χώρος
Γ) τοπίο ως αυτόνομη οντότητα που αντιδρά απρόβλεπτα στις
περιβαλλοντικές επιπτώσεις της δραστηριότητας του ανθρώπου και
Δ) τοπίο ως ένα ολιστικό σύμπλεγμα που περιλαμβάνει τον άνθρωπο ο
οποίος ζει και μαθαίνει μέσα σε αυτό.

1.3.4. Ορισμός της Αρχιτεκτονικής Τοπίου

Αρχιτεκτονική τοπίου είναι η τέχνη και η επιστήμη η οποία,


αξιολογώντας και αναλύοντας οικολογικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς
παράγοντες, ασχολείται με την προγραμματισμένη και ορθολογική σχεδίαση
εξωτερικών χώρων κάθε μεγέθους και συνδυάζει ταυτόχρονα τη
15
Lefebvre, H. (1991). The production of space, Blackwell, Oxford
16
Castan – Broto, V. Tabbush, P., Burningham, K., Elghali, L., Edwards, D. (2007). «Coal
Ash and Risk: Four Social interpretation of a Pollution Landscape», Landscape Research 32
(4), σ. 481- 497

18
λειτουργικότητα και την αισθητική, για την καλύτερη χρησιμοποίηση τους από
τον άνθρωπο.17
Μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο προσέγγισης της αρχιτεκτονικής του
τοπίου είναι σκόπιμο να γίνει μια αναφορά στον λειτουργισμό ως βασικό
θεωρητικό εργαλείο των μελετητών που ασχολήθηκαν με την έρευνα για το
τοπίο σε σχέση με τον άνθρωπο. Ο λειτουργισμός αποτελεί μια γενική θεωρία
επί του θέματος παρά μια συγκεκριμένη θέση.
Κύριοι εκφραστές του λειτουργισμού θεωρούνται οι Parsons,
Durkheim και Comte. Ο λειτουργισμός είναι ουσιαστικά η έρευνα στην
αρχιτεκτονική τοπίου για το πως συνδυασμοί διαφόρων στοιχείων και θεσμών
συμβάλλουν ή όχι στην κοινωνική συνοχή και συνέχεια. Η κοινωνία θεωρείται
ως ένα σύστημα μέσα στο οποίο τίποτε δεν είναι ανεξάρτητο από τα άλλα
στοιχεία του συνόλου. Ο χώρος στον λειτουργισμό φαίνεται ότι ασκεί
επίδραση στις κοινωνικές λειτουργίες π.χ. μια βρύση σε ένα ελληνικό χωριό,
σε παλαιότερες εποχές, αποτελούσε σημείο συνάντησης και συνοχής των
γυναικών της περιοχής.
Οι βασικές έννοιες που αποτελούν «σημεία – κλειδιά» του
αρχιτεκτονικού λειτουργισμού είναι οι εξής: κατοικία, μεταφορά, εργασία,
αναψυχή. Αυτά τα σημεία παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα ζωής των
ανθρώπων, σίγουρα πρέπει να υπάρχει εναρμονισμός και
αλληλοσυμπλήρωση αυτών των τομέων και η κοινωνική συνοχή να εννοείται
πολύπλευρα με τον τρόπο αυτόν.18
Βασικά εμπόδια στον εναρμονισμό των σημείων αυτών είναι η
κυριαρχία του ιδιωτικού συμφέροντος, ο κατακερματισμός της γης, η έλλειψη
προγραμματισμού και η ελλιπής πρόσβαση σε πληροφορίες αναγκαίες για τον
σωστό σχεδιασμό. Έτσι δημιουργούνται δυσλειτουργίες στην πόλη όπως
έλλειψη πεζοδρομίων, χώρων αναψυχής και κοινωνικοποίησης, παιδότοποι,
χώροι στάθμευσης, κυκλοφοριακό πρόβλημα, έλλειψη πρόσβασης σε θέα,
έλλειψη φωτισμού, πρασίνου κ.λ.π. Οι δυσλειτουργίες απειλούν τη κοινωνική
συνοχή και τότε το σύστημα για να επιβιώσει πρέπει να προβεί σε κοινωνική

17
Τσαλικίδης, Ι. (2008), Αρχιτεκτονική Τοπίου, Εισαγωγή στη θεωρία και στην Εφαρμογή, εκδ.
Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, σ. 22
18
Χασάναγας, Ν. (2010), σ. 88

19
αλλαγή (π.χ. μια πολιτικοοικονομική μεταρρύθμιση). Σε αυτή την περίπτωση
έχουμε φαινόμενα διάλυσης, λύσης συνεργασιών, ατομισμό, εγκληματικότητα,
πραξικοπήματα, μαζική βία. Όλα αυτά τα φαινόμενα οδηγούν σε αποξένωση ή
ταξικό διαχωρισμό μέσα στις πόλεις (π.χ. πλούσιες και φτωχές γειτονιές),
ψυχικά προβλήματα και άγχος, μονομερή υιοθέτηση αστικών αξίων,
παραγκωνισμό των αξιών του φυσικού περιβάλλοντος. Η έλλειψη επαρκούς
χώρου μπορεί πάλι να οδηγήσει σε βίαιες συγκρούσεις (τόσο στον ιδιωτικό
χώρο του σπιτιού όσο και έξω στην πόλη).19.
Στον αντίποδα, οι επικριτές του λειτουργισμού ισχυρίζονται ότι οδήγησε
σε ανάπτυξη χώρων τυφλού καταναλωτισμού (π.χ. Disneyland), σε
ισοπεδωτικά πρότυπα, σε παγκοσμιοποίηση και μονοτονία. Αυτή η άποψη
έχει βάση διότι η βιομηχανία του χώρου προσπαθεί να βρει ενιαίες
προσεγγίσεις ώστε να παράγει άνετους και φθηνούς χώρους που να είναι
ταυτόχρονα ανταγωνιστικοί. Για τον μετριασμό των καταναλωτικών
επιπτώσεων προτείνονται τρία επιπρόσθετα κριτήρια για την αξιολόγηση
έργων από τους λειτουργιστές αρχιτέκτονες: ομαλή κοινωνική οργάνωση με
μείωση των συγκρούσεων και αύξηση της αποτελεσματικότητας κάθε
κοινωνικής ενέργειας (όπως εργασίας, αναψυχής στο μέτρο που εξαρτάται
από τον χώρο), αισθητική και οικολογία (Οργανική Αρχιτεκτονική)20.
Οι αρχιτέκτονες τοπίου οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους όλα τα
παραπάνω γιατί εργάζονται εκεί που οι άνθρωποι ζουν, δουλεύουν και
ψυχαγωγούνται. Ουσιαστικά ο αρχιτέκτονας οφείλει να ασχοληθεί όχι μόνο με
ένα κτίριο αλλά και με το φυσικό περιβάλλον που το περιβάλλει για να
επιτρέψει την άνετη διαμονή των κατοίκων του: πιθανότατα να σχεδιάσει
δρόμους γύρω από αυτό, πεζόδρομους, χώρους στάθμευσης, ενώ
ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία εκείνα που τονίζουν τον
χαρακτήρα του τοπίου και του κτιρίου (όπως πράσινο και φυτικό υλικό, νερό,
ηλεκτροφωτισμό, ειδικές κατασκευές, αστικό εξοπλισμό κ.λπ.). Επίσης, ο
αρχιτέκτονας οφείλει να πετύχει την άριστη χρήση του κτιρίου που σχεδιάζει

19
Χασάναγας, Ν. (2010), σ. 90
20
Σκοπός της Οργανικής Αρχιτεκτονικής είναι να αποφεύγεται η παραγωγή δομημάτων και η
μετατροπή του περιβάλλοντος της φύσης και να χρησιμοποιεί το περιβάλλον όσο το δυνατόν
γίνεται αυτούσιο, βλ. Χασάναγας, Ν. (2010), σσ. 91-95

20
αλλά και ολόκληρου του περιβάλλοντος χώρου από τους ανθρώπους που το
χρησιμοποιούν21.
Τα έργα με τα οποία ένας αρχιτέκτονας δουλεύει είναι ποικίλα και
μπορεί να περιλαμβάνουν:
 Περιφερειακή χωροταξική ανάπτυξη
 Οικιστική ανάπτυξη
 Οδικά δίκτυα κυκλοφορίας
 Λιμένες, αεροδρόμια, σιδηροδρομικοί σταθμοί
 Πανεπιστημιουπόλεις
 Αρχαιολογικοί χώροι
 Τουριστικά συγκροτήματα
 Εκθεσιακοί χώροι
 Βιομηχανικές περιοχές
 Ιδιωτικοί και δημόσιοι κήποι
 Διατήρηση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος
 Εθνικοί Δρυμοί, προστατευόμενες περιοχές
 Πάρκα
 Βοτανικοί κήποι
Οι διαφορετικοί τομείς στους οποίους μπορεί να μελετά και να
εργάζεται γενικά ένας αρχιτέκτονας τοπίου, σύμφωνα με τα σημερινά
δεδομένα είναι οι εξής22:
Έργα μικρής κλίμακας που περιλαμβάνουν 1) κήπους κατοικιών 2)
κήπους σχολείων 3) κήπους ευαγών ιδρυμάτων 4) παιδικές χαρές 5)
πεζόδρομους 6) χώρους στάθμευσης οχημάτων 7) πάρκα και πλατείες 8)
αξιοποίηση μνημείων και αρχαιολογικών χώρων.
Έργα μεγάλης κλίμακας που περιλαμβάνουν 1) μεγάλες τουριστικές
μονάδες 2) διεθνείς εκθέσεις 3) πανεπιστημιουπόλεις 4) οικισμούς πόλεων και
προαστίων 5) σχέδια λιμένων και αεροδρομίων 6) σχέδια αξιοποίησης ακτών,
λιμνών ή ποταμών 7) εθνικούς δρυμούς 8) οικολογικές μελέτες 9) χωροταξικές
μελέτες ανάπτυξης μεγάλων περιοχών.

21
Τσαλικίδης, Ι. (2008), σ. 23
22
Τσαλικίδης, Ι. (2008), σ. 25-26

21
1.4. Σχέση Φυσικού Τοπίου - Αρχιτεκτονικής

Η αρχιτεκτονική αναζητά τη σχέση με τη φύση την οποία επιτυγχάνει με


την αυτονομία της και τη στάση της απέναντι σε αυτή. Η αρχιτεκτονική
καταστρέφει τη φύση, συγχρόνως την οργανώνει. Κατά τον Simmel, η
αρχιτεκτονική στη φύση δοκιμάζει πολλούς τεμαχισμούς στον εαυτό της:
αποκόβει κάποιο μέρος της για να το εξειδικεύσει, να το μιμηθεί ή να
επιχειρήσει να ενσωματωθεί σε αυτό. Ο Norberg-Schulz βρίσκει τρεις μορφές
σχέσεων των ανθρώπων προς τη φύση: τη μίμηση, τη συμπλήρωση και τον
συμβολισμό. Αναλυτικότερα: α) ο άνθρωπος θέλει να καταστήσει τις δομές της
φύσης πιο ακριβείς, θέλει να οπτικοποιήσει αυτό που έχει κατανοήσει από τη
φύση, χτίζει δηλαδή αυτό που έχει δει μιμούμενος τη φύση. β) ο άνθρωπος
θέλει να συμπληρώσει τη δομημένη κατάσταση στην οποία ζει με αυτό που
λείπει γ) ο άνθρωπος πρέπει να συμβολίσει υλικά ότι κατανοεί από τη φύση,
παραδείγματος χάρη ένα φυσικό χαρακτηριστικό μεταφράζεται σε κτίριο και
αποτελεί πολιτισμικό αντικείμενο τα στοιχεία του οποίου αποκαλύπτουν το
ίδιο το φυσικό χαρακτηριστικό.23
Σύμφωνα με τον Norberg-Schulz, ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να
προσανατολιστεί στο περιβάλλον του και να καταλάβει τον κόσμο του, να
προβάλλει με άλλα λόγια στο περιβάλλον την εικόνα που έχει για τον κόσμο: η
σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον συνίσταται από τη μια στην
προσπάθεια να το αφομοιώσει κατά τα προσωπικά του πρότυπα αντίληψης
και από την άλλη, να μεταφράσει αυτά τα πρότυπα σε συγκεκριμένες
αρχιτεκτονικές δομές.24
Ο Norberg-Schulz θεωρεί ότι για να είναι τόπος ένας χώρος πρέπει να
έχει κάποια διακριτά φυσικά ή πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Για να κατανοηθεί
ο συλλογισμός του χρησιμοποίησε τον ρωμαϊκό όρο genius loci με σκοπό να
περιγράψει μια συγκεκριμένη πραγματικότητα μέσα στην οποία υπάρχει ο

23
Norberg-Schulz, C. (1971), Existence, Space and Architecture, Studio Vista, London, σ. 78
24
Norberg-Schulz, C., (2009). Genius Loci, Το Πνεύμα του Τόπου, μτφρ. Μ. Φραγκόπουλος,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, ΕΜΠ, Αθήνα, σ. 20

22
άνθρωπος25. Γενικά κάθε τόπος έχει ένα πνεύμα, και σύμφωνα με τον
Norberg-Schulz το πνεύμα αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που
μετατρέπει ένα συγκεκριμένο σημείο, που βρίσκεται μέσα σε πολλά άλλα, σε
τόπο. Το πνεύμα του τόπου είναι η απόδοση χαρακτήρα στον
αδιαφοροποίητο χρόνο, επιτρέποντας την ένταξη του ανθρώπου στο
περιβάλλον του. Η απόδοση χαρακτήρα, δηλαδή η ταυτότητα είναι προϊόν
κατασκευής κτισμάτων, οργάνωσης χώρου, έμπρακτης υποβολής της εικόνας
του ανθρώπου στο περιβάλλον του, ώστε ο ίδιος να αναγνωρίζει τον εαυτό
του και να βλέπει τον εαυτό του μέσα σε αυτό. Η θέαση του εαυτού
επιτυγχάνεται όχι μόνο βλέποντας πράγματα που απεικονίζουν τις νοητικά
επεξεργασμένες απόψεις του για τον κόσμο αλλά και αναγνωρίζοντας στα
κτίσματα την εμπλοκή του με τα πράγματα, την ενεργό παρουσία του. Έτσι η
φύση σχηματίζει ένα πλήρες όν, έναν τόπο, που ανάλογα με τις ιδιαίτερες
συνθήκες έχει μια ιδιαίτερη ταυτότητα.26

1.5. Σχέση Ανθρώπου και Τόπου

Ο άνθρωπος χρειάζεται μια υπαρξιακή αναφορά μέσα στον τόπο, να


ξέρει που βρίσκεται, να ταυτιστεί με το περιβάλλον, να νιώθει ότι ανήκει
κάπου. Η αρχιτεκτονική λοιπόν έχει ως στόχο να βοηθήσει τον άνθρωπο να
κατοικήσει και αυτό γίνεται μέσω των κτισμάτων που εναρμονίζονται με τον
τόπο και τον φέρνουν κοντινότερα στον άνθρωπο. Η κατοικία δεν είναι μόνο
στέγαση, είναι οι τόποι που εκτυλίσσεται η ζωή: το να ενοικείς σε ένα σπίτι
σημαίνει λοιπόν, να ενοικείς στον κόσμο.27 Η κατοίκηση υποδεικνύει
ουσιαστικά τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και τόπου. Κατά τον Heidegger η
κατοίκηση σημαίνει δέσιμο με τη γη, σεβασμό στον ουρανό, συνείδηση της
αδυναμίας και της ανάγκης επίκλησης μιας ανώτερης δύναμης. Ο Heidegger
αναλύει την έννοια της κατοίκησης και αναζητά τη σχέση ανάμεσα σε αυτήν

25
Στα λατινικά ο όρος genius loci σημαίνει ο δαίμονας του τόπου. Αργότερα ο όρος
χρησιμοποιήθηκε από τον Alexander Pope (μέσα του 17ου αιώνα) και τον Sir Walter Scott
(αρχές του 18ου αιώνα), για να δηλώσει τις αόρατες δυνάμεις ενός τόπου.
26
Norberg -Schulz, C. (2009), σ. 27
27
Norberg-Schulz, C. (2009), σ. 25

23
και στις έννοιες του χτισίματος, της προστασίας και του Είναι.28 Ειδικότερα, ο
σύγχρονος άνθρωπος μετατρέπει τον κόσμο αλλά και την κατοικία του σε
αντικείμενο τεχνικής χειραγώγησης, τα πράγματα σε αντικείμενα και τον εαυτό
του σε αυτάρεσκο υποκείμενο που τα αξιοποιεί και τα εκμεταλλεύεται με βάση
τις ανάγκες του. Όλα αυτά όμως πρέπει να γίνουν σε αρμονία με τη φύση.
Ο Ritter θεωρεί ότι η ανάγκη του ανθρώπου να εναρμονιστεί με τη
φύση αποκαλύπτει, τον διχασμό ανάμεσα στην αντικειμενική φύση, την οποία
ορίζουν η επιστήμη και η κοινωνική πρακτική και τη φύση ως κόσμο της ζωής.
Μέρος αυτού του διχασμού στη σύγχρονη κοινωνία είναι το κίνημα
προστασίας της φύσης.29 Η φύση πρέπει να προστατευτεί ώστε να μην
συμπεριληφθεί στην ασύστολη και λανθασμένη αξιοποίηση από τον
άνθρωπο. Έτσι η σύγχρονη αρχιτεκτονική τοπίου προσπαθεί να
επανεγκαταστήσει το φυσικό στην επικράτεια του τεχνητού έτσι ώστε να από-
αντικειμενοποιήσει το ίδιο το τέχνημα, να το καταστήσει μη αποτιμήσιμο με
όρους εκμετάλλευσης, άρα μη αναλώσιμο. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την
«συγκατοίκηση» ανθρώπου και φύσης και θα συμβάλει στην ανάπτυξη μιας
αρμονικής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και τόπου.

1.6. Η θρησκευτική διάταση του τοπίου

Πολλά τοπία εμπεριέχουν το θρησκευτικό στοιχείο. Στην ελληνική


ύπαιθρο, η ύπαρξη του καθαγιασμένου χώρου με την κατασκευή μικρών
εκκλησιών είναι χαρακτηριστική. Σε άλλες πάλι χώρες εμφανίζονται συχνά
χριστιανικά σύμβολα. Παραδείγματος χάριν στη γαλλική ύπαιθρο συναντά
κανείς αγάλματα της Παναγίας κατά μήκος εξοχικών δρόμων, στη Ρουμανία
και σε άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, η ύπαρξη σταυρών είναι
συνηθισμένη. Αυτά τα θρησκευτικά στοιχεία όμως δεν συνδυάζονται στενά με
άλλα φυσικά στοιχεία του τοπίου όπως με τη θέα ή το νερό όπως γίνεται στον
ελλαδικό χώρο.30 Σύμφωνα με τον Χασάναγα, το Θείο, το νερό, τα δένδρα και
η θέα είναι ένας χαρακτηριστικός συνδυασμός στην ελληνική ύπαιθρο. Ένα
28
Heigegger, M. (2008), σσ. 29-33
29
Ritter, J. (2004). Το Τοπίο: Η Λειτουργία του αισθητικού στη νεότερη κοινωνία, εκδ.
Ποταμός, Αθήνα, σ. 76
30
Χασάναγας, Ν., (2010), σ. 97

24
μικρό εκκλησάκι που χτίστηκε κοντά σε νερό, με δυνατότητα θέας, με δένδρα
γύρω από αυτό συγκροτεί ένα σύμπλεγμα στοιχείων απόλυτα ελληνικό που
λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για έναν Αρχιτέκτονα που θέλει να σχεδιάσει
κάτι φυσικό και ταυτόχρονα με ελληνική ταυτότητα. Στις λαογραφικές μελέτες,
υποστηρίζεται ότι ο χριστιανισμός διαδέχθηκε τη θρησκεία των Ολύμπιων
Θεών, επομένως κάποιοι θεοί που λατρεύονταν στη φύση αντικαταστάθηκαν
με Αγίους (ο προφήτης Ηλίας ενδεχομένως να πήρε τη θέση του Δία αφού και
οι δυο εκπροσωπούν τη φωτιά εξ ουρανού κ.λπ.). Επίσης οι Ολύμπιοι θεοί
λατρεύονταν σε τοπία ανάλογα με τη λειτουργία που τους είχαν προσδώσει οι
άνθρωποι.31
Οι χριστιανικοί ναοί των χωριών κτίζονταν συχνά κοντά σε νερό γιατί το
νερό αποτελούσε τη βασική προϋπόθεση για την ίδρυση ενός οικισμού. Τα
εκκλησάκια όμως συναντώνται ακόμη και σε ακατοίκητες και σπάνια
επισκέψιμες περιοχές. Αυτά δεν έχουν ούτε κάποια λειτουργική σημασία,
πολλές φορές ούτε καν αναψυχής (όταν δεν προσφέρουν παγκάκια, σκιά).
Επίσης μπορεί να μην έχουν ούτε αισθητικό ρόλο λόγω της φτωχής και απλής
τους εμφάνισης. Παρόλα αυτά, το καντήλι τους μπορεί να καίει συνεχώς
αποδεικνύοντας ότι κάποια θρησκευτικά αρχιτεκτονικά στοιχεία εμπεριέχουν
ψυχοπνευματική λειτουργία.32
Στα πλαίσια της ψυχοπνευματικής λειτουργίας, οι οπαδοί του
θρησκευτικού στοιχείου επιδιώκουν να το ενσωματώσουν στο αστικό τοπίο, το
ταυτίζουν με την αιωνιότητα της φύσης, το τοποθετούν για να
σηματοδοτήσουν τα όρια μιας κατοικημένης περιοχής, για να προστατεύσουν
από «εξωτερικούς κινδύνους» μια κατοικημένη περιοχή.33
Η Κυριακίδου – Νέστορος επισημαίνει ότι οι ορθόδοξοι ναοί, σε
αντίθεση με αυτούς των δυτικών δογμάτων που χαρακτηρίζονται από
εσωστρέφεια και πουριτανισμό και σε συνδυασμό με το ήπιο μεσογειακό
κλίμα, γίνονταν χώροι λαϊκής γιορτής, κάτι που ενίσχυε επιπλέον την άσκηση
διαλεκτικής και λαϊκής συνοχής στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το
γεγονός ότι στους ορθόδοξους λατρευτικούς χώρους υπάρχει πάντα χώρος
κοινωνικοποίησης (παγκάκια, τραπεζάκια, χώρος πανηγυριού). Ορισμένα ιερά

31
Χασάναγας, Ν., (2010), σ. 97
32
Χασάναγας, Ν., (2010), σ. 98
33
Χασάναγας, Ν., (2010), σ. 99

25
κτίσματα αποτελούν επίσης υπόδειγμα αισθητικής εναρμόνισης στο χώρο και
Οργανικής Αρχιτεκτονικής επειδή κατασκευάστηκαν με τοπικά υλικά. Με
αυτόν τον τρόπο με την χρησιμοποίηση, ενδυναμώνεται η εξάρτηση από το
τοπικό φυσικό περιβάλλον και διατηρείται η υποδομή για την ανάπτυξη
εξουσιαστικής ταυτότητας.34

34
Κυριακίδου – Νέστορος, Α. (1974), « Σημάδια του τόπου ή η λογική του ελληνικού τοπίου»,
Λαογραφικά Μελετήματα (1975), εκδ. Ολκός, Αθήνα, σ. 15-40

26
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΟΜΗ

Οι σύγχρονες ιδέες του αρχιτεκτονικού τοπίου φαίνεται να έχουν βαθιές


καταβολές στο χρόνο με ανάλογη ή διαφορετική ερμηνεία. Στο κεφάλαιο αυτό
παρουσιάζονται και αναλύονται εν συντομία οι διάφορες τάσεις της
αρχιτεκτονικής τοπίου, όπως διαμορφώθηκαν με το πέρασμα των αιώνων
καθώς και τα διάφορα στοιχεία που επέδρασαν πάνω τους. Είναι έντονη η
εναλλαγή στις αντιλήψεις και τις ιδέες με την παράλληλη εναλλαγή στο τοπίο
όπως είναι άλλωστε φυσικό. Ανασύρονται επιλεκτικά κάποιο σημαντικοί
σταθμοί σχεδιασμού που αποτελούν πρότυπα στην Αρχιτεκτονική,
ακολουθώντας μια τυπική χρονολογική σειρά.

2.1. Αρχαιότητα

Η Αίγυπτος φαίνεται να ασκεί μικρή επιρροή στο σχεδιασμό του


αρχιτεκτονικού τοπίου. Η κοιλάδα του Νείλου, ως κέντρο πολιτισμού (3.500-
500 π.Χ), εμπεριείχε ένα γραμμικό τοπίο, όπου το πράσινο συναντιόταν κατά
μήκος του ποταμού, εκεί που υπήρχε η αρδευόμενη αγροκαλλιέργεια (ένα
μικρό μέρος κατειλημμένο από περιφραγμένους και εντατικά καλλιεργημένους
κήπους της άρχουσας τάξης) (Εικ. 1). Το αιγυπτιακό τοπίο συμπληρωνόταν
με μνημειώδεις πέτρινους ναούς χτισμένους ανατολικά και τάφους στα
δυτικά35.
Στη Βαβυλώνα (στο σημερινό Ιράκ) το 605-562 π.Χ., κατασκευάστηκαν
οι Κρεμαστοί Κήποι, ένας κρεμαστός παράδεισος, οι οποίοι αποτελούνταν
από ένα σύμπλεγμα μεγαλοπρεπών δενδροστοιχιών και σιντριβάνια μπαρόκ,
κρεμασμένα σε αλληλοεμπλεκόμενες ασπίδες, που συνδύαζαν τεχνική
δεξιοτεχνία και αρχιτεκτονικό ρομαντισμό και λυρισμό (Εικ. 2). Η έκταση των
Κρεμαστών Κήπων λέγεται ότι κάλυπτε 120 τ.μ., το ύψος τους ήταν 25 μ. τα

35
Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1997), Αρχιτεκτονική τοπίου, Σχεδιασμός Αστικών Χώρων,
Κριτική & Θεωρία Σύγχρονες Τάσεις Σχεδιασμού Τοπίου, Τόμος Α΄, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη,
σ. 24

27
κατακόρυφα βάθρα τους 6.6 μ. πλάτος σε αποστάσεις 3,5 μ. μεταξύ τους, ενώ
οι τεχνικές άρδευσης τους αποτελούνταν από σωλήνες, ελικοειδείς κοχλίες και
κανάλια νερού.36
Μια πρώτη περιγραφή βασισμένη σε μεταγενέστερες ελληνικές πηγές
αναφέρει ότι οι Κήποι ήταν διατεταγμένοι αμφιθεατρικά, με μικρά κτίρια
ανάμεσα τους. Τη βάση των κήπων αποτελούσαν πολλοί τοίχοι, που ο
καθένας είχε πλάτος 7μ. και βρισκόταν σε απόσταση 3μ. από τον διπλανό
του. Οι τοίχοι αυτοί στήριζαν πέτρινες δοκούς. Πάνω από τις δοκούς υπήρχαν
τρία χωριστά στρώματα – καλάμια απλωμένα μέσα σε άσφαλτο, δυο σειρές
πλινθοδομής και μια υπερκείμενη επίστρωση από μολύβι. Το χώμα του
κήπου απλωνόταν από πάνω, το δε νερό για τα δένδρα παρεχόταν από
κρυμμένες μηχανές που τις τροφοδοτούσε ο ποταμός που περνούσε από
κάτω. Μια δεύτερη περιγραφή μιλάει για 20 τοίχους στήριξης, ενώ μια τρίτη
αναφέρει ότι ο κήπος ακουμπούσε σε καμάρες από τούβλα και άσφαλτο. Το
νερό παρεχόταν μέσω ελικοειδών κοχλιών, κατά το πρότυπο σχεδίου του
Αρχιμήδη, κατά μήκος ενός κλιμακοστασίου. Μια τέταρτη περιγραφή
αναφέρεται σε μια υποδομή από πέτρινες κολόνες που στήριζαν ξύλινες
δοκούς. Οι δοκοί ήταν κορμοί φοινικόδεντρων οι οποίοι, αντί να σαπίζουν,
παρείχαν συντήρηση στις ρίζες των δένδρων που βρίσκονταν στον κήπο από
πάνω τους. Τέλος, ολόκληρη η έκταση των κήπων αρδευόταν από ένα ευφυές
δίκτυο κρηνών και καναλιών. 37
Η Ελλάδα, έχει να επιδείξει μακράν παράδοση στην αρχιτεκτονική του
τοπίου, η οποία σχετίζεται με την κατανόηση και έκφραση του πνεύματος. Ο
μινωικός πολιτισμός το 2.000 π.Χ. κατασκεύασε τα ανοχύρωτα Μινωικά
ανάκτορα που ανοίγονταν ελεύθερα στο τοπίο (Εικ.3). Ο μυκηναϊκός
πολιτισμός το 1400 π.Χ., και αργότερα όλη η Ελλάδα, κατασκεύασε πολυτελή
ανάκτορα με κήπους σε περίκλειστες αυλές με οπωροφόρα και μεμονωμένους
δημόσιους ή ημιδημόσιους τόπους όπως ιερά άλση, πηγές και ακαδημίες
διδασκαλίας (Εικ.4). Το νόημα όμως μιας τοποθεσίας με σύνθετο και
διαισθητικό σχεδιασμό επιτεύχθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ., συνοψίζοντας κάθε
είδους αρχιτεκτονική έκφραση (ναός, θέατρο, αγορά ή κατοικία), στοιχεία που

36
Scarre, C. (2002), Τα Εβδομήντα Θαύματα του Κόσμου, τα Μεγάλα Μνημεία και πως
κατασκευάστηκαν, μτφρ. Δ. Γεδεών, εκδ. Γ.Β. Βασδέκης, Αθήνα, σ. 28
37
Scarre, C. (2002), σ. 28

28
συμπλήρωναν το φυσικό τοπίο έχοντας σημαντικό άξονα σχεδιασμού τη
γωνία θέασης και την οπτική μέσα στο χώρο (Εικ. 5).38
Παράλληλα με τον ελληνικό ορθολογισμό (Επίδαυρος, Ακρόπολη),
αναπτύχθηκε και ο ελληνικός μυστικισμός που προίκισε το τοπίο με
«μεταφυσικές ιδιότητες» και πονήματα της φαντασίας. Το genius loci που
προαναφέρθηκε, εφαρμόζεται εδώ με την έννοια της κατανόησης και
έκφρασης του πνεύματος ειδικών «μεταφυσικών τόπων» (Δελφοί, Ολυμπία)
και θεωρήθηκε το κληροδότημα της Ελλάδας στην παγκόσμια αρχιτεκτονική
τοπίου. Επιτεύχθηκε για πρώτη φορά η αρμονία μιας αρχιτεκτονικής
σύνθεσης με μια παγκοσμιότητα σε ένα τοπίο που ήταν άναρχο και
προϋπήρχε. Εκείνη την εποχή διαμορφώθηκαν για πρώτη φορά στην
Ευρώπη, πάρκα με απλή σύνθεση στην περιοχή γύρω από την Αθήνα (κήποι
των Μουσών, της Ακαδημίας, του Επίκουρου, του Λακκίου, του Κλώνου, του
Λυκείου). 39
Το πάρκο του Λυκείου για παράδειγμα, στην αρχή περιελάμβανε και
ένα δημόσιο γυμναστήριο. Εκεί δίδαξε ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης, ο
Θεόφραστος και ο Στράτων. Όλη αυτή η περιοχή ήταν καλοποτισμένη χάρη
στο υδραγωγείο του Πεισίστρατου και αργότερα του Αδριανού και αποτελούσε
ένα τοπίο πράσινο και όμορφο. Η περιοχή δε κατά μήκος του ποταμού Ιλισού
ήταν γνωστή ως «κήποι» και διατηρήθηκε ως τους ελληνιστικούς χρόνους το
2ο και 1ο αιώνα π.Χ40.
Στην ελληνιστική εποχή γίνεται η μεταμόρφωση του αστικού τοπίου
προς το μνημειακό. Οι κύριοι δρόμοι διακοσμούνταν με κιονοστοιχίες και με
δένδρα. Η συμμετρία και οι γραμμικές γραμμές πετύχαιναν μια εικόνα
μνημείων κύρους, ενώ η ίδια η ελληνιστική πόλη συμπεριλάμβανε πολλά
μνημειακά δημόσια κτίρια (Εικ. 6). Χρησιμοποιούνταν τυπικές σχέσεις
ανάμεσα στα μεγάλα κτίσματα και τη φυσική τοποθεσία, με γεωμετρικές
προοπτικές, όπου το μήκος ήταν τόσο ώστε η κεντρική ιδέα της σύνθεσης
(μοτίβο) να επαναλαμβάνεται στο άπειρο.41

38
Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 24
39
Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 24
40
Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 26
41
Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 27

29
Στην αρχαία Ρώμη το 450 π.Χ. απαντιέται για πρώτη φορά η
τυπολογία των δρόμων: δρόμος για πεζούς (initera), δρόμος για άμαξα
(actus), δρόμος για να διασταυρωθούν δύο άμαξες (via). Η ρωμαϊκή αγορά
(forum) δεν έχει μια αρχιτεκτονική δομή αλλά είναι μια πλακοστρωμένη
πλατεία γύρω από την οποία χτίζονται θρησκευτικά κτίρια και μαγαζιά. Στα
μέσα του 4ου αιώνα η ρωμαϊκή αγορά βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Σε μια
ρωμαϊκή πόλη, τόσο οι δρόμοι όσο και οι πλατείες δεν είναι ευρύχωρες (οι
μεγαλύτερες ήταν περίπου 1.000 τμ). Οι χώροι περιπάτου (campus) ήταν
μεγαλύτεροι από τις πλατείες και περιελάμβαναν χλοοτάπητες και φυτά (έως
και 35.000 τμ). Στην αυτοκρατορική Ρώμη οι δρόμοι ήταν λιθόστρωτοι, οι
πλατείες καλυμμένες με πλάκες τραβερτίνη και όλη η διακοσμητική της
υπερφόρτωση, μετά το 2ο αιώνα, καθώς και η μνημειακή της αρχιτεκτονική,
παραπέμπουν στο μεγαλείο και τη δόξα της εξουσίας (Εικ.7).42
Γενικότερα, στη Ρώμη και στην Αθήνα, τα αστικά πάρκα ήταν μικρού
μεγέθους. Η Ρώμη παρόλα αυτά, περιβαλλόταν από πάρκα ιδιωτικών
επαύλεων που δημιουργούσαν μια πλούσια πράσινη ζώνη στην πόλη. Στην
χρυσή εποχή της Ρώμης, περίπου το 27 π.Χ φαίνεται να αναδύεται μια
συναρπαστική τέχνη τοπίου με την ενθάρρυνση της σύνθεσης ανάμεσα σε
μηχανική, αρχιτεκτονική και φυσική ομορφιά, με την κατασκευή ναών,
υδραγωγείων και δημόσιων κήπων (ιερό τοπίο του Tivoli, υδραγωγός Pont Du
Gardes)43.

2.2. Βυζάντιο

2.2.1. Πρωτοβυζαντινή Περίοδος

Η αρχιτεκτονική της παλαιοχριστιανικής και της βυζαντινής περιόδου


διέπεται από τέσσερις νέες αρχές, που έχει διατυπώσει ο Παναγιώτης Μιχελής

42
Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 27
43
Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 27

30
και που έρχονται σε αντιπαράθεση με εκείνες τις αρχές που πρυτάνευαν στην
ελληνική αρχιτεκτονική:44
1. Η στροφή προς τα έσω. Η ανάγκη της συμμετοχής των πιστών στη
χριστιανική λατρεία και στην περισυλλογή επέβαλε την παρουσία των πιστών
μέσα στην εκκλησία. Αντίθετα, στους ελληνικούς και τους ρωμαϊκούς ναούς, οι
πιστοί τελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στην ύπαιθρο. Ακολούθως,
το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον του ναού εστίασε στο εσωτερικό του. Τα
χριστιανικά κτίρια της πρώτης περιόδου διατήρησαν ένα αυστηρό εξωτερικό,
ενώ το εσωτερικό τους συγκέντρωνε όλο τον πλούτο της διακόσμησης. Έτσι,
από την παλαιοχριστιανική και ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο ότι οι
αρχιτέκτονες, δίνοντας μεγάλη σημασία στον εσωτερικό χώρο ενός κτιρίου,
πέτυχαν να κάνουν τον εσωτερικό χώρο ενός ναού, φορά μιας ιδέας και
υψηλών θρησκευτικών νοημάτων.
2. Η κλίμαξ. Σε αντίθεση με τη αρχιτεκτονική αρμονία των αρχαίων
ναών, στη χριστιανική εκκλησία, οι επιμέρους μορφές έχουν άμεση σχέση με
την ανθρώπινη κλίμακα. Στον κλασικό ναό οι αρμονικές σχέσεις και αναλογίες
ήτα ανεξάρτητες προς το μέγεθος του, ενώ στον χριστιανικό τα επί μέρους
στοιχεία αναδείκνυαν το μέγεθος του. Έτσι οι αρχιτέκτονες πέτυχαν να
αναδείξουν το μεγάλο μέγεθος του εσωτερικού χώρου των ναών, με
αποτέλεσμα και πάλι να αποδοθεί χαρακτήρας πνευματικού ύψους στο
κτίριο.
3. Η γραφικότητα της μορφής. Σε αντίθεση με τους αρχαίους
ναούς,στους οποίους υπήρχε μια διάθεση τεκτονική και διάπλαση πλαστική
και τα αρχιτεκτονικά μέλη διατηρούσαν την αυτοτέλεια τους, στην χριστιανική
εκκλησία κυριαρχούσε το όλον και τα μέλη υποτάσσονταν στο γενικότερο
πνεύμα της συνθέσεως. Στο αρχαίο αρχιτεκτόνημα κυριαρχούσαν τα μέλη,
στο χριστιανικό ναό πρυτάνευε η ιδέα του συνόλου. Την αρχαία κλασική τέχνη
την όριζαν η απλότητα, η σαφήνεια και η ιδανικότητα του τύπου, ενώ την
χριστιανική η ποικιλότητα, η ασάφεια και τα χαρακτηριστικά της μορφής.
4. Ο δυναμισμός της συνθέσεως. Η γραφική διάταξη οδηγεί στη
δυναμική μορφή: με άλλα λόγια ο βυζαντινός αρχιτέκτονας ενδιαφερόταν για

44
Μπούρας, Χ. (2001), Ιστορία της αρχιτεκτονικής, Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο, το Ισλάμ και
τη Δυτική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα, Τόμος Β΄, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, σ. 31-33

31
την εντύπωση του όλου, στην οποία συνέβαλλαν τα μέλη της συνθέσεως κατά
τρόπο έμμεσο. Σε αντίθεση με την τελειότητα των κλασικών μορφών, ο
βυζαντινός θεατής μέσα στο ναό διέβλεπε το όλον της συνθέσεως που
κυριαρχούσε, με αποτέλεσμα οι ασάφειες και οι ατέλειες των μορφών να
μπορούν να δικαιολογηθούν και σε τελική ανάλυση να παραμένουν
απαρατήρητες.
Κατά τον 6ο αιώνα, την εποχή του Ιουστινιανού, στις τέχνες
υιοθετούνται ορισμένα ανατολικά (κυρίως περσικά-σασανιδικά) στοιχεία στο
Βυζάντιο και αφομοιώνονται. Στην αρχιτεκτονική σημειώνονται σημαντικές
αλλαγές, όπως μεταβολή της συνθέσεως στην κάτοψη και στον τρόπο
στεγάσεως. Ο αντίκτυπος της μεταβολής αυτής στη γενικότερη αντίληψη περί
αισθητικής του κτίσματος και κυριότερα στην σύλληψη του εσωτερικού χώρου
των εκκλησιών, υπήρξε αποφασιστικός για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής του
Βυζαντίου. Η βασιλική των ναών πήρε νέα μορφή στην Ανατολή και έμεινε ως
η αρχή της ναοδομίας μόνο στη Δύση. Η επάνοδος της θολοδομίας
υποδεικνύει είτε μια στροφή προς τα πρότυπα της μεγάλης ρωμαϊκής
αρχιτεκτονικής του 2ου – 4ου αιώνα είτε μια επικράτηση των ανατολικών
στοιχείων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι αρχιτέκτονες του Ιουστινιανού, με τους
νέους τρόπους στεγάσεως, εξέφρασαν με πολύ αποτελεσματικό τρόπο τις
ιδέες περί χώρου της εποχής και των απαιτήσεων του (της θρησκείας, του
πνεύματος). Το ημισφαίριο του τρούλου και το άπλετο φυσικό φως που
έρχεται από ψηλά συνδέθηκαν με το συμβολισμό του ουρανού και
συνακόλουθα με την ιερότητα του χώρου. Έτσι η νέα διάταξη, στην οποία
δέσποζε ο τρούλος, έγινε η τυπική μορφή ναού για την Ανατολική Εκκλησία
για περισσότερο από χίλια χρόνια.45

2.2.2. Μεσοβυζαντινή Περίοδος

Η κυρίως βυζαντινή αρχιτεκτονική αναπτύχθηκε στην περιοχή της


Κωνσταντινούπολης, της Ελλάδος, της Μ. Ασίας και σε μερικές περιοχές των
Βαλκανίων. Στην περιοχή της Συρίας, Παλαιστίνης, Αιγύπτου, οι Άραβες
έδωσαν στα παλιά στοιχεία νέο νόημα που αργότερα οδήγησε σε μια

45
Μπούρας, Χ. (2001), σ. 108

32
αυτόνομη αρχιτεκτονική. Στη βόρειο Ιταλία, τα παλιά ρωμαϊκά κατάλοιπα,
επηρεασμένα από τη βυζαντινή τέχνη της Ραβέννα, αναπτύχθηκαν αυτόνομα
και οδήγησαν στη Λομβαρδική αρχιτεκτονική. Στο χώρο του Βυζαντίου
υπήρξαν διαφοροποιήσεις στην αρχιτεκτονική και αναπτύχθηκαν διάφορες
σχολές. 46
Η Κωνσταντινούπολη διατήρησε την πολιτιστική της ακτινοβολία και με
αυτήν ξεκίνησαν οι μεγάλες αρχιτεκτονικές πρωτοβουλίες, οι βασιλικές
χορηγίες και οι περισσότερες αρχιτεκτονικές ιδέες. Θαυμαστό αρχιτεκτονικό
παράδειγμα αποτελεί ο ιερός ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη,
σύμβολο της Ορθόδοξης πίστης σε όλο τον κόσμο. (Εικ. 8).
Ανάλογα με τους αρχιτεκτονικούς τύπους που προτιμιούνταν, την
εφαρμογή διάφορων τρόπων δομήσεως και υλικών και τα μορφολογικά
χαρακτηριστικά που διέφεραν από τόπο σε τόπο, διακρίνονται οι εξής σχολές:
α) της Κωνσταντινούπολης β) της Ελλάδας γ) της Μικράς Ασίας δ) της
Αρμενίας και της Γεωργίας και ε) των Βαλκανίων. Από την εποχή του
Ιουστινιανού έως το έτος 1000, τα παλιά βυζαντινά κέντρα σβήνουν σιγά σιγά
ενώ η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη γίνονται τα κυριότερα κέντρα της
Αυτοκρατορίας. Τα ανατολικά στοιχεία (περσικής, αρμενικής ή αραβικής
καταγωγής) που διεισδύουν στην αρχιτεκτονική, περιορίζονται σε κτίρια μη
θρησκευτικής χρήσεως (κυρίως παλάτια) ή σε θέματα διακοσμητικά
(μαρμάρινα γλυπτά, αφηρημένα κοσμήματα κ.λ.π.).47
Παραδείγματα παλατιών που αναφέρονται στις βυζαντινές πηγές είναι
τα παλάτια του Θεόφιλου (του Βρύνατος του 835) που μιμείτο τα αραβικά της
Βαγδάτης, ή οι διαρρυθμίσεις του παλατιού του Βασιλείου Α΄, με πολλά μικρά
περίπτερα μέσα σε άλσος, καθώς και τις διακοσμήσεις της εκκλησίας της
Μονής του Λιβός (Φανάρ Ισά) με θέματα και τεχνικές που μιμούντο περσικά ή
αραβικά πρότυπα. Σύμφωνα με τον Μπούρα, μόνο οι αρμενικές επιδράσεις
πιστεύεται ότι ήταν οι ουσιαστικότερες στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική, ενώ την
ίδια εποχή, αποκρυσταλλώνονται οι γενικοί κανόνες περί της μορφής του
ναού που εμφανίστηκαν στον 6ο αιώνα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, γίνεται μια
συμβολική μικρογραφία του κόσμου, στην οποία η ζωγραφική και η

46
Μπούρας, Χ. (2001), σ. 145
47
Μπούρας, Χ. (2001), σ. 146

33
αρχιτεκτονική κατέχουν σημαίνοντα ρόλο. Ο Παντοκράτορας δεσπόζει στον
τρούλο – ουρανό, ακολουθούν οι προφήτες και οι άγγελοι, η Πλατυτέρα στην
κόγχη του ιερού μεσιτεύει μεταξύ Γης και Ουρανού. Η αρχιτεκτονική υπηρετεί
λοιπόν και αυτή το δόγμα που μετά την εικονομαχία, με επιμονή τονίζεται από
την επίσημη Εκκλησία.48

2.2.3. Υστεροβυζαντινή Περίοδος

Στην Υστεροβυζαντινή περίοδο οι τοπικές διαφοροποιήσεις γίνονται


σαφέστερες. Στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη (βλ. Εικ. 9 του Ναού
των Αγίων Αποστόλων που χτίστηκε κατά τα έτη 1310-1314) και τα μεγάλα
λιμάνια ακολουθούνται τα πρότυπα της σχολής της Κωνσταντινούπολης. Η
Ελλαδική σχολή έδωσε μερικά περίτεχνα έργα τον 13ο αιώνα αλλά γρήγορα
έχασε τις εσωτερικές της δυνάμεις. Στον ίδιο χώρο δημιουργήθηκαν δυο
ενότητες έργων, της ΄Αρτας (με μέτρια ποιότητα και επαρχιακό ύφος) και του
Μυστρά (με στοιχεία της κωνσταντινοπολίτικης αλλά και γοτθικής
αρχιτεκτονικής). Τα πολυάριθμά Σερβικά μνημεία βασίζονται στα βυζαντινά
πρότυπα κυρίως της Θεσσαλονίκης ή δημιουργούν ένα νέο ύφος. Η επίδραση
της γοτθικής και εν γένει της δυτικής αρχιτεκτονικής την εποχή αυτή στον
Βυζαντινό κόσμο είναι σχεδόν ανύπαρκτη.49
Την αρχιτεκτονική της εποχής την χαρακτηρίζουν μερικά γενικά
γνωρίσματα, όπως η μικρή δημιουργικότητα στο θέμα των τύπων των
εκκλησιών και η επανάληψη των αποκρυσταλλωμένων, παλαιότερων σχεδίων
με παραλλαγές. Το μνημειώδες ύφος σταδιακά υποχωρεί. Δεν κτίζονταν πια
μεγάλες εκκλησίες αλλά μόνο περιορισμένου μεγέθους, ενώ βασικές
αναζητήσεις αποτελούν η δεξιοτεχνία, η εκλέπτυνση και η αναζήτηση νέων
τρόπων εκφράσεως πάνω σε παλιά σχήματα. Νέα επιτεύγματα κάνουν την
εμφάνιση τους όπως πλησίασμα στην κλίμακα του ανθρώπου, μυστικισμός
και υποβολή στον εσωτερικό χώρο, πολλαπλότητα με ενότητα στη σύνθεση
κ.λ.π. Ο εσωτερικός διάκοσμος των αρχιτεκτονημάτων γίνεται συνήθως με

48
Μπούρας, Χ. (2001), σ.146
49
Μπούρας, Χ. (2001), σσ. 399-400

34
ζωγραφική σε μεγαλειώδεις συνθέσεις με λιγότερο φως και με γλυπτά σε
μάρμαρο ή ξύλο που δίνουν νέο ύφος στη διάσταση του εσωτερικού χώρου.50

2.3. Η αρχιτεκτονική του Ισλάμ

Η Βυζαντινή αρχιτεκτονική είχε στενές σχέσεις με την Ανατολή. Ο


αραβικός κόσμος για περισσότερο από 300 χρόνια ήταν ο μόνος γειτονικός
προς το Βυζάντιο πολιτισμός, επομένως οι επαφές του βυζαντινού και
αραβικού πολιτισμού ήταν άμεσες και σχεδόν συνεχείς.
Η πολεοδομία όμως των Αράβων γνώρισε μια νέα ώθηση και
προσπάθησε να ξεφύγει από τα πολεοδομικά αρχέτυπα της εποχής. Πρότυπο
τέτοιας απόκλισης αποτελεί η πόλη της Βαγδάτης που θεμελιώθηκε το 762. Η
πόλη ήταν κυκλική με δρόμους διατεταγμένους αχτινωτά. Η διάμετρος της
πόλης ήταν 2.650 μ., τα τείχη της ήταν από ωμά τούβλα, ενώ γύρω από αυτά
υπήρχε προστατευτικός τάφρος. Ο χώρος της κατοικίας περιορίζονταν σε
έναν δακτύλιο λιγότερο από 300 μ. διακοπτόμενο από ακτινωτούς δρόμους.
Όλο το υπόλοιπο μέρος της πόλης ήταν αφιερωμένο στο παλάτι, το τζαμί και
σε χώρους διοίκησης. Η απαγόρευση των εικόνων από το Κοράνι συντέλεσε
καταλυτικά στην ανάπτυξη της διακοσμητικής, με την πλήρη κάλυψη του
πεδίου διακόσμησης, με γεωμετρικά σύνολα και φυτικά διακοσμητικά σε
σύνολα πολύπλοκα, καλύπτοντας ολόκληρες επιφάνειες (αραβουργήματα).51
Στην ισλαμική αρχιτεκτονική, εκτός από τα συνηθισμένα κτίρια για το
λαό, υπήρχαν τρεις ακόμη τύποι κτιρίων: α) το τέμενος β) το παλάτι και γ) το
μαυσωλείο.52
Το τέμενος διαφέρει από όλα τα άλλα θρησκευτικά κτίρια στο
χαρακτηριστικό στοιχείο ότι δεν έχει ένα λειτουργικό, κεντρικό χώρο εκτός από
το μίχραμπ που δείχνει την κατεύθυνση της καάμπα ή της Μέκκα, την πλευρά
που πρέπει να έχει στραμμένο το πρόσωπο ο πιστός. Το τέμενος όμως
λειτουργεί και ως δημόσιος χώρος, λέσχη, γραφεία του δήμου, ξενώνας ακόμη

50
Μπούρας, Χ. (2001), σ. 400
51
Βαρνάς, Φ., (1979) Επίδραση Κοινωνικών παραγόντων στην Αρχιτεκτονική ανα τους
Αιώνες, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, σ. 62
52
Μπαμπορόου, Φ., (1982), Η Τέχνη του Ισλαμισμού, μτφρ. Μ. Κωστοπούλου, εκδ.
Ντουντούμης, Αθήνα, σ. 165

35
και σχολείο). Επίσης δεν υπάρχουν έπιπλα, εκτός από τον άμβωνα και όλη η
επιθυμία να εκφραστεί καλλιτεχνικά η αγάπη και η λατρεία για το θεό
διοχετευόταν στο βασικό σχήμα του κτιρίου και την εσωτερική διακόσμηση του
(κεραμικά, μωσαϊκά και ανάγλυφα) καθώς και σε ορισμένα αντικείμενα όπως
καντήλες, χαλιά και κιλίμια. Στην αρχιτεκτονική, η υπερβατή φύση της ύλης
του τεμένους, εισάγεται με την αέναη εναλλαγή των χώρων που δημιουργείται
από τους θόλους, τις αψίδες και τις μεγάλες αίθουσες ή τους διαδρόμους. Ο
χώρος είναι συνεχής, χωρίς όρια. Ουσιαστικά, η ισλαμική αρχιτεκτονική
αποτελεί τη φιλοσοφική έκφραση της θρησκείας αλλά αυτή καθαυτή δεν είναι
καθαρά θρησκευτική.53
Η παλαιότερη μορφή τεμένους ήταν με την υπαίθρια αυλή, με τη μορφή
αχιβάδας ή κόγχης και έγινε δημοφιλής σε όλες τις ισλαμικές χώρες της
Μεσογείου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας μορφής τεμένους αποτελεί το
Μεγάλο Τέμενος της Δαμασκού που χτίστηκε το 705-715 (Εικ.10). Το ίδιο
σχέδιο ανοιχτής αυλής ακολουθεί το μεγάλο Τέμενος της Κόρδοβας στην
Ισπανία ακολουθείται όμως και στην Αίγυπτο (π.χ. το τέμενος Αλ-Χακίμ που
χτίστηκε το 969-1171).54
Στο Ιράν επικράτησαν τα τεμένη με τέσσερις ανοιχτές θολωτές
αίθουσες (iwan ή ivan). Το ivan είναι μια θολωτή αίθουσα ανοιχτή σε μια
στενή πλευρά και χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας μορφής τεμένους
αποτελεί το Μεγάλο Τέμενος του Ισφαχάν (Μαστζίντ – ι Τζαμί) που χτίστηκε
τα χρόνια 1072-1092 (Εικ. 11).55
Στην Τουρκία επικράτησε ο τύπος του θολωτού τεμένους.
Χαρακτηριστικό δείγμα αρχιτεκτονικής αυτού του είδους αποτελεί το τέμενος
του Ταλκατάν Μπαμπά, κοντά στο Μερβ που χρονολογείται στο τέλος του
11ου αιώνα. Ένας άλλος χαρακτηριστικός τύπος τεμένους εμφανίστηκε στο
Κασμίρ της Ινδίας, η οποία προχώρησε στον ισλαμισμό τον 14ο αιώνα. Είναι
μια κυψελοειδής αίθουσα προσευχής που επιστέφεται από ένα ακιδωτό

53
Μπαμπορόου, Φ., (1982), σ.166
54
Μπαμπορόου, Φ., (1982), σ.167
55
Μπαμπορόου, Φ., (1982), σ.167-168

36
επιστέγασμα, επιβίωση μια παλαιάς βουδιστικής / ινδουιστικής αρχιτεκτονικής
παράδοσης.56
Τα ανάκτορα ήταν η κοσμική έκφραση της ισλαμικής τέχνης. Το
οικοδόμημα οργανωνόταν γύρω από μια μεγάλη αίθουσα ακρόασης του
ηγεμόνα, της οποίας η μορφή και ο διάκοσμος ποικίλλουν ανάλογα με την
εποχή και τη γεωγραφική θέση. Ένα από τα μεγαλύτερα σωζόμενα ισλαμικά
παλάτια είναι το Τοπκαπί Σεράι στην Τουρκία (Εικ.12) που η ανέγερση του
άρχισε τον 15ο αιώνα και περιλαμβάνει πολυάριθμα περίπτερα, μικρά
ανακτορικά, βοηθητικά κτίρια, όλα μέσα σε πανέμορφους κήπους. Στα
κυριότερα ισλαμικά παλάτια συγκαταλέγονται τα παλάτια των Μογγόλων στην
Ινδία, ιδιαίτερα τα Κόκκινα Φρούρια του Δελχί και της Άγρας και το ανακτορικό
συγκρότημα στη Φατιμπούρ Σικρί. Πρόκειται για αριστουργήματα από κόκκινη
πέτρα και λευκό μάρμαρο. Επίσης, θαυμάσιοι κήποι αναψυχής
συγκαταλέγονται στην ανακτορική αρχιτεκτονική του Ισλάμ όπως της
μογγολικής Ινδίας (κήποι Σελιμέ και Νισά του Κασμίρ).57
Τέλος, χαρακτηριστικός αρχιτεκτονικός τύπος του Ισλάμ είναι οι τάφοι
και τα μαυσωλεία. Το μαυσωλείο λειτουργούσε περισσότερο ως σύμβολο
πολιτικής δύναμης παρά θρησκευτικής ανάγκης Η τυπική κάτοψη, της οποίας
υπήρχαν πολυάριθμές παραλλαγές, περιλάμβανε μια μεγάλη αίθουσα πάνω
στην οποία έχτιζαν ένα τρούλο. Αναμφίβολα το πιο μεγαλόπρεπο και
ωραιότερο μαυσωλείο είναι το μαρμάρινο αριστούργημα του Τάτζ Μαχάλ στην
Άγρα της Ινδίας, που συνδυάζει τς περσικές με τις ινδικές παραδόσεις
(Εικ.13). 58

2.3. Μεσαίωνας

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη το αστικό τοπίο αλλάζει


δραματικά. Οι πόλεις περιβάλλονται από πανύψηλα τείχη για προστασία,
βρίσκονται τοποθετημένες συχνά σε υψώματα, είναι πυκνοκατοικημένες με

56
Μπαμπορόου, Φ., (1982), σ.168-169
57
Μπαμπορόου, Φ., (1982), σ.171
58
Μπαμπορόου, Φ., (1982), σ.174

37
στενούς δρόμους και περιορισμένες δυνατότητες δημιουργίας δημόσιων ή
ιδιωτικών κήπων. Συγκεκριμένα οι μεσαιωνικές πόλεις59:
 Δεν περιελάμβαναν καθόλου πράσινο παρά μόνο στους
μοναστηριακούς κήπους. Ελλείψει κήπων, τα νεκροταφεία έπαιζαν σημαντικό
ρόλο αφού, τοποθετημένα κοντά σε εκκλησίες, προσφέρονταν για περιπάτους
και συχνά περικλείονταν από στοές όπως οι μοναστηριακές αυλές.
 Υπήρχαν μερικοί κήποι ιδιωτικοί ή βασιλικοί, κατειλημμένοι από ζώα
και φυτά και αρχιτεκτονικές διακοσμητικές συνθέσεις.
 Χαρακτηριστικοί ήταν οι στενοί δρόμοι που δρασκέλιζαν αψίδες
στεγασμένες στους εξώστες των ορόφων που αισθητά προεξείχαν από το
ισόγειο
 Οι πλατείες συχνά χρησίμευαν για συγκεντρώσεις και βρίσκονταν
σε κεντρικά σημεία. Διακρίνονταν σε τρεις κατηγορίες: το προαύλιο μιας
εκκλησίας, την πλατεία της αγοράς (από τον 14ο αιώνα) και την πλατεία του
Δημαρχείου.
 Δένδρα σπάνια υπήρχαν στις πλατείες και στους δρόμους, όπως
λίγες ήταν οι κρήνες και τα αγάλματα ενώ ο ιδιωτικός χώρος σπάνιζε και
αυτός.
Η τέχνη του τοπίου την εποχή εκείνη ήταν διαισθητική και συνδέεται με
το νόημα του θρησκευτικού συμβολισμού. Είναι μια εποχή συγκινησιακού
τοπίου και όχι πνευματικού όπως στην αρχαία Ελλάδα και επηρέασε την
αρχιτεκτονική εξέλιξη με δύο τρόπους, είτε ως έμπνευση στο ρομαντισμό του
18ου και 19ου αιώνα, είτε ως αισθητικό πρότυπο για τη σύνθεση του
αγροκτήματος, του μοναστηριού, του πύργου και της πόλης.
Οι βυζαντινές εκκλησίες δέσποζαν στα τοπία της Μεσογείου έως και τη
Βενετία ενώ τα παραδείγματα του μοναχισμού (π.χ. Μετέωρα 14ος αιώνας)
εκφράζονται με απομονωμένα αρχιτεκτονικά πονήματα σε αφιλόξενους
χώρους, σχεδιασμένα με τάξη, σε έναν κλειστό χώρο μιας ιδιαίτερης
κοινότητας60.
Τον 9ο αιώνα μ.Χ από την Ιταλία διαδίδεται η οργανωμένη μάθηση.
Υιοθετήθηκε παγκόσμια το εσωτερικό τετράγωνο σχήμα, με πραγματική πηγή

59
Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1997), σσ. 28-30
60
Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 30

38
του τον περίκλειστο μοναστηριακό κήπο, ο οποίος ανάγεται στον
περιφραγμένο περσικό κήπο – παράδεισο. Το συγκεκριμένο πρακτικότατο
σχήμα θεωρήθηκε σχήμα αυτοσυγκέντρωσης και συμβολικής αξίας που
ενθάρρυνε τη γνώση, την υποταγή, το διαλογισμό, τη συζήτηση. Το
τετράγωνο σχήμα σε συμπαγή μορφή υιοθέτησε αργότερα η πόλη της
Οξφόρδης.
Κατά τον 13ο και 14ο αιώνα άνθησε η γοτθική αρχιτεκτονική που
ξεκίνησε από τη Γαλλία. Η έκταση που πήρε τελικά ήταν μεγάλη γιατί
αποτελούσε ένα ώριμο στιλ με αυτάρκεια τις μορφές και τους τύπους και
πέτυχε να εκφράσει ιδέες κυρίως θρησκευτικές με γενική διάδοση. Ο
Μπούρας περιγράφει το γοτθικό αρχιτεκτονικό στιλ ως εξής: η εφαρμογή ενός
τύπου θόλου ελαφρού με εντοπισμένες ωθήσεις, έτσι ώστε να επιτρέπει τη
διάρθρωση των τοιχωμάτων ως αφόρτιστων διαφραγμάτων και συγχρόνως με
ευελιξία στη στέγαση οποιουδήποτε σχήματος χώρου, δημιούργησε τον νέο
αρχιτεκτονικό τρόπο. Άλλες τελειοποιήσεις, όπως το οξυκόρυφο τόξο, η
ανάλυση των στηριγμάτων σε σύνθετα στοιχεία και η εφαρμογή των
εξωτερικών αντηρίδων, έδωσαν τα βασικά γνωρίσματα του ρυθμού: τη
εξαΰλωση στον εσωτερικό χώρο αφενός, την ανάταση αφ΄ετέρου. 61
Η πολλαπλότητα των στοιχείων του γοτθικού ρυθμού και το εκτεταμένο
θεματολόγιο μορφών έδωσαν τη δυνατότητα στους αρχιτέκτονες άπειρων
συνδυασμών που απέκλειαν τις γενικεύσεις, με αποτέλεσμα κάθε γοτθικό
μνημείο να έχει την προσωπικότητα του. Η μορφολογική αυτή πολλαπλότητα
κατά τον Μπούρα δεν ξεκινάει μόνο από μια διάθεση διακοσμήσεως αλλά
υπαγορευόταν πάντοτε από μια λογική όπως άλλωστε πρώτος επισήμανε ο
Viollet-le Duc. Κάθε στοιχείο προέκυπτε από μια ανάγκη συνήθως
κατασκευαστική. Αντιστρόφως, στα κλασικά παραδείγματα των καθεδρικών
ναών του 13ου και 14ου αιώνος βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με μια μεγάλη
αρχιτεκτονική όπου τα κατασκευαστικά προβλήματα βρίσκουν τη λύση τους
μέσω αισθητικών μορφών όπως είναι η εξυάλωση και η ανάταση, και η
δημιουργία ενός εσωτερικού χώρου που με το μεγαλείο του εκμηδένιζε τον
άνθρωπο και τον έκανε να αισθανθεί μοναδικό θρησκευτικό δέος.62

61
Μπαμπορόου, Φ., (1982), σ.340
62
Μπαμπορόου, Φ., (1982), σ.364

39
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μνημειακής αρχιτεκτονικής γοτθικού ρυθμού
αποτελεί η εκκλησία Duomo στο Μιλάνο, η δεύτερη μεγαλύτερη γοτθική
εκκλησία του κόσμου) (Εικ.14).
Η ισορροπία των γοτθικών ναών, ήταν βασισμένη σε ένα σύστημα
ωθήσεων και αντιστηρίξεων, υπολογισμένο μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια.
Η δυναμικότητα στο εξωτερικό των ναών ήταν ιδιαίτερα τονισμένη. Τα
κωδωνοστάσια, οι πύργοι στη διασταύρωση των κλιτών και πλήθος άλλων
στοιχείων που διαπλάθονταν με κορυφώματα, γίνονταν μικρά ή μεγάλα βέλη
στραμμένα στον ουρανό. Μπορεί λοιπόν ο γοτθικός ναός να ήταν λιγότερο
πνευματικός από τον Βυζαντινό, δεν έπαυε όμως να εμπνέει το συναίσθημα
του «υψηλού», του ουράνιου, προκαλώντας το δέος στους πιστούς.63

2.5. Η αρχιτεκτονική της Λατινικής Αμερικής

Τον 10ο περίπου αιώνα, σε μια άλλη ήπειρο, την Κεντρική και Νότιο
Αμερική, η φυλή των Ίνκας ίδρυσε το βασίλειο της. Η κυριαρχία των Ίνκας στη
Νότιο Αμερική διήρκεσε 300 χρόνια και αναπτύχθηκε ένας αξιόλογος
πολιτισμός που διέφερε πολύ από τους άλλους πολιτισμούς που
αναπτύχθηκαν στη γη την ίδια χρονική περίοδο περίπου, μέχρι την κατάληψη
τους από τους Ισπανούς το 1539. Τα πιο καλά διατηρημένα μνημεία του
πολιτισμού των Ίνκας βρίσκονται στις πόλεις Μάτσου Πιστού (Εικ.15) και
Κούκο. Τα οικοδομήματα του Μάτσου Πιστού που βρέθηκαν είναι φτιαγμένα
από μεγάλες πελεκημένες πέτρες, ενώ απαντάει κανείς ένα ανεπτυγμένο
οδικό σύστημα και ένα αξιόλογο σύστημα αποχέτευσης.64
Κλασικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των Ίνκας είναι ο Ναός του Ήλιου
στο Βιλκασχουαμάν, ενώ στο Σακσουαχαμάν, εκτός από τα διάφορα
οικοδομήματα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάσου τα τείχη της πόλης,
κατασκευασμένα από τεράστιους ογκόλιθους πελεκημένους σε σχήμα
πολυγωνικό. Άλλο ένα αξιόλογο μνημείο βρίσκεται στην πόλη Κάτσα, ο
μεγαλοπρεπής ναός του Κόν Τίκι, αφιερωμένος στο θεό Βιρακόχα. Μια μικρή

63
Βαρνάς, Φ., (1979), σ. 69
64
Βαρνάς, Φ., (1979), σ. 79

40
λίθινη γέφυρα μήκους 10 μέτρων σώζεται και χρησιμοποιείται ακόμη στην
περιοχή Καραμπάια, φτιαγμένη ολόκληρη από πέτρες, κατασκευασμένη
περίπου το 1450. Ουσιαστικά οι ανώνυμοι αρχιτέκτονες των Ίνκας, σκοπό
είχαν, μέσα από τις αρχιτεκτονικές τους κατασκευές, να πετύχουν την
εκμηδένιση της ανθρώπινης κλίμακας με την κατασκευή τεραστίων μνημείων
από πελεκητή πέτρα σε πολυγωνικό σχήμα. Παράδειγμα τέτοιας μνημειώδους
αρχιτεκτονικής αποτελεί το τεράστιο φρούριο του Σακσαχουαμάκ, του οποίου
η κατασκευή άρχισε το 1438 για να προστατεύεται από επιθέσεις του Κούθκο.
Εκεί, εργάστηκαν 30,000 εργάτες επί 80 χρόνια για να κόψουν τους βράχους,
να μεταφέρουν και να χτίσουν τους τεράστιους ογκόλιθους. Όλοι οι δρόμοι του
Κούκο οδηγούν σε μια τετράγωνη πλατεία, που βρίσκεται ο πυραμοειδής ναός
του ήλιου. Γύρω από αυτόν, υπήρχαν τα σπίτια των ιερέων, οικοδομήματα για
τους επισκέπτες, σπίτια για τις ιέρειες, τις Παρθένες του Ήλιου και το κτίριο
της κεντρικής διοίκησης του κράτους.65
Μένοντας στη Λατινική Αμερική, από το 1325 έως τις αρχές της
εκατονταετίας του 1500 μ.Χ., στο Τενοχτιλάν στην Πόλη του Μεξικού, μια άλλη
φυλή, αυτή των Ατζέκων, κατασκεύασαν τον Μεγάλο Ναό, το κύριο
τελετουργικό οικοδόμημα της πόλης του Τενοχτιτλάν (Εικ. 16). Ο Μεγάλος
Ναός ήταν ένα ομοίωμα βουνού. Η βάση της πυραμίδας ήταν σχεδόν
τετράγωνη με πλευρά περίπου 80 μ. Η πρόσβαση στην κορυφή της, που
βρισκόταν περισσότερο από 30 μ. πάνω από την πόλη, γινόταν με μια δίδυμη
σκάλα που είχε 113 απότομα σκαλοπάτια, στη δυτική πλευρά της πυραμίδας.
Στην κορυφή της υπήρχαν δυο δίδυμα ιερά αφιερωμένα στον Χουϊτζιλοπόχτλι,
τον προστάτη θεό της πόλης και τον Τλαλόκ, ένα θεό του νερού και της
γονιμότητας. Μπροστά τους βρισκόταν ένας ελεύθερος χώρο πλάτους 44 μ.,
όπου τελούνταν ιεροτελεστίες που περιελάμβαναν και ανθρωποθυσίες.66
Η πρωτεύουσα των Ατζέκων, Τενοχτιτλάν, ήταν το 1519 η πιο μεγάλη
πόλη της αμερικανικής ηπείρου. Οι βασιλείς της έκαναν επίδειξη του πλούτου
τους χτίζοντας πολυτελή ανάκτορα για τους εαυτούς του και μνημειώδης
ναούς και χώρους ιεροτελεστιών για τους θεούς τους. Στο κέντρο του
τετράπλευρου πλέγματος της Τενοχτιτλάν βρισκόταν ο κύριος τελετουργικός

65
Βαρνάς, Φ., (1979), σ. 79-80
66
Scarre, C. (2002), σ. 147

41
χώρος, μια τεράστια πλατεία με πλευρά 500 μ. περίπου, γεμάτη με δεκάδες
ναούς, υπνωτήρια και ιερά. Από την πλατεία αυτή εκτείνονταν προς τις κύριες
διευθύνσεις του ορίζοντα μεγάλοι υπερυψωμένοι δρόμοι και κανάλια. Ο
Μεγάλος Ναός έβλεπε προς τα δυτικά, μέσα από αυτόν τον περίγυρο και
αποτελούσε το αστικό κέντρο και την τελετουργικής εστία της πόλης,
τοποθετημένος σε ένα γεωγραφικό και κοσμολογικό άξονα που ένωνε τη
γήινη εξουσία με τα ανώτερα και κατώτερα επίπεδα του ιερού σύμπαντος,
καθώς και με μια επεκτεινόμενη αυτοκρατορία των Ατζέκων. Νότια του χώρο
υπήρχε η κύρια πλατεία της πόλης και στην ανατολική πλευρά, με θέα προς
την πλατεία ήταν το ανάκτορο του Μοτεκοζούμα. Ο ναός ανοικοδομείτο
συνεχώς επί μια περίοδο 200 χρόνων περίπου, με αποτέλεσμα τη δημιουργία
βαθμίδων ανοικοδόμησης (Ι-VII). Κάθε νέα βαθμίδα έθαβε και κάλυπτε
τελείως την προηγούμενη.67

2.6. Αναγέννηση

Κατά τη διάρκειας της Αναγέννησης στην Ευρώπη εμφανίζονται τα εξής


αρχιτεκτονικά πρότυπα: η ιταλική βίλα, οι γαλλικοί κήποι του 16ου και 17ου
αιώνα και οι αγγλικοί κήποι στις αρχές του 18ου αιώνα. Αναπτύσσονται οι
κανόνες της αισθητικής και η τέχνη της προοπτικής. Το σπίτι προεκτείνονταν
σε ελεύθερο χώρο αφού τοποθετούνταν σε επιλεγμένες τοποθεσίες (πλαγιές)
για κλιματολογικούς λόγους. Μέσα από αυστηρά καθορισμένους χώρους με
σημαντικές βαθμιδωτές σχέσεις μεταξύ τους και εξαιρετικά προσαρμοσμένους
στη τοπογραφία, τα αρχιτεκτονήματα έδιναν θέα στην πόλη ή την ύπαιθρο.
Για πρώτη φορά η θέα του ευρύτερου τοπίου αποτελούσε το μεγαλύτερο
μέρος του σχεδιασμού του ίδιου του χώρου. Οι κήποι είτε παρέμειναν στο
πνεύμα της κατοικίας (Φλωρεντία) είτε επανέφεραν το μεγαλείο της
αρχαιότητας (Ρώμη, Villa d΄ Este, Tivoli, Εικ. 17).68
Στην εποχή της Αναγέννησης, πρότυπο για την αρχιτεκτονική τοπίου
υπήρξε ο αρχιτέκτων Vingola (1507-1573) με το κορυφαίο έργο του τη Villa
Lante στην Bagnaia (1566). Η σύνθεση μοιάζει να μιμείται το μεγαλοπρεπές

67
Scarre, C. (2002), σ. 148-150
68
Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 31

42
μνημείο Taj Mahal στην Ινδία και υποτάσσει την αρχιτεκτονική του σύνθεση σε
μια αρχαία και παγκόσμια κοσμολογία που προβάλλεται στο φυσικό τοπίο
(Εικ.18). Στην Villa Rotonda εκφράζει την επιθυμία του για καθαρή γεωμετρική
και αυτοοριζόμενη αρχιτεκτονική, ανεξάρτητη από κάθε σχεδιασμένο
περιβάλλον. Έτσι σημαδεύεται το τέλος μιας εποχής για το σχεδιασμό του
τοπίου: περιορίζεται ο κήπος με την κλασική έννοια και προετοιμάζεται ο
δρόμος της εναρμονισμένης γεωμετρίας η οποία θα βρει την πλήρη εφαρμογή
της στον επαναστατικό σχεδιασμό τοπίου της Αγγλίας τον 18ο αιώνα69.

2.7. Τοπίο Μπαρόκ

Στο 2ο μισό του 16ου αιώνα παρουσιάζεται το στυλ του μπαρόκ σε όλες
τις μορφές της Τέχνης και της Αρχιτεκτονικής. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός
επιχειρείται με τεχνικές που στηρίζονταν στην ψευδαίσθηση, το φανταστικό
και τη σύγχρονη τέχνη του θεάτρου. Το περιβάλλον αντιμετωπίζεται από τη
μια πλευρά συνολικά ως μια ενότητα και από την άλλη ως μέρος του άπειρου.
Χαρακτηριστικά μπαρόκ τοπία αποτελούν η σκηνογραφική πλατεία Piazza del
Popolo του αρχιτέκτονα Bernini (1598-1680) στη Ρώμη (Εικ. 19), η οποία
ενέπνευσε το αντίστοιχο γαλλικό design, η πλατεία του Αγίου Πέτρου και
φυσικά η Βενετία ως πόλη. Επίσης, το στοιχείο της θεατρικότητας στους
κήπους για περιπάτους αποτυπώνεται περίτρανα στο σχεδιασμό της Villa
Gazzoni, κοντά στη Lucca (Εικ. 20).70
Η επιλογή της τοποθεσίας τον 16ο αιώνα ήταν καθοριστική τόσο για την
έμπνευση του σχεδίου, το οποίο ήταν χωρίς λεπτομέρειες, όσο και για τη
σύνθεση του χώρου. Ο τόπος μεταχειρίζονταν με λυρισμό αλλά και
πειραματική διάθεση. Αυτά τα δυο χαρακτηριστικά αποτυπώνονται στον
σχεδιασμό της Villa Dona dale Rose στη Βενετία που αποτέλεσε πηγή
έμπνευσης για το σχεδιασμό μελλοντικών πόλεων (Εικ.21) 71.
Ως προς τα πρότυπα σχεδιασμού τοπίου, ο 16ος αιώνας χαρακτηρίζεται
από την προοδευτική εμφάνιση τακτοποιημένων και συμμετρικών διατάξεων

69
Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 32
70
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σσ. 33-34
71
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 35

43
στην ύπαιθρο με την επιβολή του κλασικισμού. Έως τις αρχές του 17ου αιώνα
οι ευρωπαϊκές, δυτικές πόλεις ήταν πυκνοκατοικημένες, με λίγους και
περιορισμένους δημόσιους χώρους και κλειστούς ιδιωτικούς κήπους. Στη
Γαλλία, από τις αρχές του 16ου αιώνα, οι κήποι πλαισίωναν τις μεγάλες
επαύλεις ενώ από τον 17ο αιώνα και μετά εμφανιστήκαν οι πρώτοι δημόσιοι
κήποι και οι δρόμοι περιπάτου. Γρήγορα αναπτύχθηκε ο σχεδιασμός πάρκων
και κήπων όπου το πράσινο και τα φυτά συνδυάζονταν με κρήνες, αγάλματα,
πισίνες και άλλα αρχιτεκτονικά διακοσμητικά στοιχεία72.
Στο ιταλικό μπαρόκ τα κτίρια, αν και συνδεδεμένα με το περιβάλλον, εν
τούτοις βρίσκονταν μεμονωμένα στο χώρο. Στο γαλλικό μπαρόκ, επικρατούσε
η τάση συνολικής οργάνωσης του χώρου, με τα μεμονωμένα κτίρια να
αποτελούν μέρος ενός συνόλου. Ο συνολικά οργανωμένος χώρος βρήκε την
έκφραση του με τον πρωτοπόρο αρχιτέκτονα Andre le Notre, ο οποίος
εγκατέλειψε την ιδέα του διατμημένου (σε διαμερίσματα) χώρου. Οι αρχές
αυτού του σχεδιασμού ήταν οι εξής73: 1) ο κήπος δεν αποτελεί προέκταση
μιας κατοικίας αλλά είναι μέρος μιας ευρύχωρης τοποσύνθεσης 2) η σύνθεση
συσχετίζεται με τη φυσική, ελαφρώς κυματοειδή τοποθεσία 3) ο όγκος
προκύπτει από τα διατεταγμένα δάση (κλαδεμένες όψεις charmilles, έως και
4,5 μέτρα) 4) η ενότητα γύρω από το άπειρο ή τον ουρανό που χαρακτηρίζει
το μπαρόκ επιτυγχάνεται με καθρέφτες νερού και λεωφόρους που οδηγούν
απροσδιόριστα έξω 5) ο χώρος κατοικίας επισημαίνεται με γλυπτά και κρήνες
ως αυτόνομα έργα τέχνης 6) αναδεικνύεται η θέα και διευρύνονται οι επιμήκεις
διαδρομές 7) όλο το έργο ξετυλίγεται με μια ματιά ενώ τα στοιχεία έκπληξης
και αντίθεσης βρίσκονται στα διακριτικά δάση 8) η διάταξη των αναβαθμών
και των βαθμίδων απευθύνεται σε ανθρώπους που κινούνται.
Οι Βερσαλλίες αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα αντίληψης ότι το
τοπίο πρέπει να είναι μεγαλύτερο και ηρωικότερο από τα κτίρια που
περιλαμβάνει και υπήρξαν το απόλυτο αρχιτεκτονικό πρότυπο για πολλές
δεκαετίες (Εικ. 22).
Οι γεωμετρικές συνθέσεις της Αγγλίας εκείνης της εποχής ήταν
μικρότερης κλίμακας παρά μνημειακές και αποτέλεσαν φτωχές απομιμήσεις

72
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 36
73
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 37

44
των γαλλικών συνθέσεων, καθιερώνοντας το δικό τους στιλ που βασιζόταν
στο γεωργικό-φεουδαρχικό αγγλικό τοπίο. Στην Ολλανδία, εμφανίστηκε το
πρώτο ευρύ αστικό τοπίο κατοικημένου, και όχι μνημειακού χώρου, με
γεωμετρικά κανάλια και γραμμικά μέτωπα κατοικιών74.

2.8. Ο 18ος αιώνας

Τον 18ο αιώνα τρείς ήταν οι σχολές που υποκίνησαν το σχεδιασμό


τοπίου α) ο δυτικός κλασικισμός (ιταλικό μπαρόκ και γαλλική μοναρχία) β) η
Σχολή της Κίνας και γ) η Σχολή της Αγγλίας
Α) Η γαλλική επιρροή βρίσκεται στο τοπίο ενώ η ιταλική επιρροή στην
αρχιτεκτονική. Τα γαλλικά πρότυπα περιλαμβάνουν τη συγχώνευση του
σχεδιασμένου τοπίου στο σχεδιασμό των πόλεων. Στις πόλεις της Γαλλίας
πολλαπλασιάζονται οι κοινοί χώροι, οι φυτεμένες αλέες, οι δημόσιοι κήποι και
οι πλατείες. Η περιορισμένη δενδροστοιχισμένη λεωφόρος όριζε το
περιβάλλον είτε αυτό ήταν αγροτικό είτε αστικό. Οι μπαρόκ κρήνες στη Ρώμη
(Fontana di Trevi) υποδηλώνουν τη συνεργασία φύσης και ανθρώπου όπου
από τον φυσικό ακατέργαστο βράχο ξεπηδά μια αρχιτεκτονική αφηρημένη
σύνθεση (Εικ. 23).
Το γαλλικό πρότυπο οργάνωσης του χώρου κυριάρχησε με πρώτο
γνωστό παράδειγμα την Washington (μετά το 1900) και συνέχισε σε πολλές
πόλεις έως τη σύγχρονη εποχή. Η Ισπανία ακολούθησε τα γαλλικά πρότυπα
ενώ η Πορτογαλία υιοθέτησε μια αρχιτεκτονική σύνθεση με στοιχεία μπαρόκ
ιταλικής, γαλλικής, μαυριτανοαφρικανικής και άπω-ανατολικής κατεύθυνσης.
Η Λισσαβόνα από το 1785 και μετά είναι μια μεγάλη σύνθεση τοπίου δίπλα
σε ποταμό όπου δεσπόζει έως και σήμερα η Πλατεία Εμπορίου. Η
Πετρούπολη του 1703 είναι ένα κλασικό υδάτινο τοπίο, επηρεασμένο από τα
γαλλικά πρότυπα σχεδιασμού αλλά και τα μπαρόκ στοιχεία της Ιταλίας
ανακατεμένα με τις ρωσικές ανατολικές παραδόσεις75.

74
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 45
75
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 48

45
Β) Η Σχολή της Κίνας καθιερώθηκε την ίδια εποχή με τις Βερσαλλίες
αλλά σε πλήρη αντίθεση με τα γαλλικά πρότυπα. Το αρχιτεκτονικό σκηνικό
κατανέμονταν σε αποκαλυπτόμενες, ασύμμετρες και ανομοιόμορφες σκηνές
κλίμακας δένδρου (Εικ. 24). Η κινεζική πολιτεία αποτελούνταν από μια
αυστηρή σειρά από γεωμετρικά σχήματα που το ένα έμπαινε μέσα στο
περιεχόμενο του άλλου. Τα θερινά ανάκτορα περιελάμβαναν διάφορους
«εξιδανικευμένους μικρούς κόσμους» με τεχνητές κοιλάδες, λόφους και
λίμνες.76.
Γ) Η Σχολή της Αγγλίας αντιτίθεται στην κλασική οργάνωση του χώρου
και εκφράζει την τάση προς το φυσικό, το ρομαντικό και γραφικό τοπίο. Το
ρομαντικό κίνημα αποτυπώνεται στην ίδια την αρχιτεκτονική σκέψη που
επικεντρώνεται στη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του, στην
πνευματική έκφραση των κοινωνικών και οικολογικών συνθηκών σε αντίθεση
με τον φορμαλισμό που δήλωνε την απολυταρχική έκφραση στο χώρο. Μετά
το 1798 διαδόθηκε το μοντέλο paysagiste, το οποίο ήταν συνδεδεμένο με τους
τότε ρομαντικούς οραματισμούς για δημοκρατία και αδελφότητα. Η
μεταστροφή από τον κλασικισμό στον ρομαντισμό αναδεικνύεται με το Castle
Howard (1707), έργο του Sir John Vanbrugh (Εικ. 25), όπου η κυματοειδής
ύπαιθρος μοιάζει να οργανώνει τα μνημειακά αντικείμενα ζωγραφικής πάνω
της. Άλλα τυπικά έργα αυτής της αντίληψης είναι το Chiswick House στο
Middlesex (1736) (Εικ. 26), το Rousham στο Oxford shire και οι κήποι του
Stowe στο Buckinghamshire. Μέχρι σήμερα η τεχνική του περιορισμού των
ορίων και η συνέχεια του διαμορφωμένου χώρου στο τοπίο βρίσκουν
εφαρμογές. Άλλες τεχνικές που επινοήθηκαν είναι αυτή του βυθισμένου
τοπίου με στόχο όλη η φύση να είναι ένας κήπος (ha ha) 77.
Επίσης, ο σχεδιασμός του αστικού τοπίου στη Σχολή της Αγγλίας
αναπτύσσεται παράλληλα με τον εμπλουτισμό των κλασικών αρχών του
σχεδιασμού των πόλεων με τις αρχές του σύγχρονου πάρκου της υπαίθρου.
Τυπικό παράδειγμα τέτοιας αρχιτεκτονικής αποτελεί το Bath στο Somerset
(Εικ. 27). Το Bath μετατράπηκε από μια μικρή ρωμαϊκή και μετέπειτα
μεσαιωνική πόλη, σε φημισμένη λουτρόπολη από τους Ralph Allen και

76
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 49
77
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 51-52

46
Capability Brown με την κυριαρχία του αστικού τοπίου και με την
ψευδαίσθηση του πράσινου ότι η ύπαιθρος περνά μέσα από την πόλη78.

2.9. Ο 19ος αιώνας

Ο 18ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την επιστροφή του ενδιαφέροντος


για τη φύση και το γραφικό. Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την αληθινή
μεταμόρφωση των αστικών υπαίθριων χώρων και σηματοδοτεί τη χρονική
εποχή που οι αστικές πόλεις αυξήθηκαν και αναπτύχθηκαν. Εκείνη την εποχή
με τη βιομηχανική επανάσταση, οι πόλεις διογκώθηκαν και μεγάλα
πολεοδομικά έργα δημιουργούνται για πρώτη φορά. Τα δάση γύρω από το
Παρίσι έγιναν ρομαντικά πάρκα, ενώ πολυάριθμες πλατείες δημιουργήθηκαν
μέσα στην πόλη του Παρισιού, οι οποίες διάσπαρτες μεταξύ κατοικίας και
εργασίας, ακόμη στις διασταυρώσεις δρόμων κυκλοφορίας, δημιουργούσαν
χώρους συνάντησης και επαφών. Επίσης πλήθυναν και οι δενδροστοιχίες. Το
αστικό τοπίο έγινε θεαματικά εθνικό, όχι πια μοναρχικό, με αρχιτεκτονική που
περιελάμβανε νεοελληνικά στοιχεία. Η Βιέννη μετέτρεψε μια μεσαιωνική σε
ρομαντική, κλασική πόλη, αντίθετη στους υπερανθρώπινους χώρους και τα
υπερανθρώπινα βιομηχανικά περιβάλλοντα και διάνοιξε τις μεγάλες
λεωφόρους της (boulevard).
Η έκθεση του Λονδίνου το 1853 κατέδειξε τη δυνατή σχέση ανάμεσα
στον ορθολογισμό της μηχανικής και τον ανορθολογισμό του τοπίου ενώ το
1830 εγκαινιάστηκαν αρκετοί δημόσιοι χώροι (όπως δημόσια πάρκα,
βοτανικοί κήποι και κοιμητήρια). Ο William Morris (1834-1896) εισηγήθηκε το
arts and craft movement, ενώ το 1870 σχεδιάστηκε η πόλη Bedford Park
Estrate στο Chriswink από τον Norman Shaw ο οποίος ουσιαστικά σχεδίασε
μια κοινότητα χωριού, που θεωρείται πρόδρομος της κηπούπολης (garden
city) για την οποία γίνεται λόγος λίγο παρακάτω79.
Η Σχολή των Η.Π.Α. δημιουργήθηκε με αγγλικές και γαλλικές
αρχιτεκτονικές βάσεις. Η επιλογή του L’ Enfant για το σχεδιασμό της νέας

78
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 53
79
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 58

47
πρωτεύουσας Washington στο Potomac, αντέγραψε το μεγαλειώδες πνεύμα
των Βερσαλλιών. Ο Frederick Law Olmsted δημιούργησε μια σειρά από
εθνικά πάρκα με κυριότερο το Central Park στην Νέα Υόρκη το 1857 (Εικ. 28).
Το 1899 ο Olmsted ίδρυσε την ASLA (American Society of Landscape
Architects) από όπου αναδείχθηκαν δυο μεγάλες προσωπικότητες: ο Thomas
Jefferson, ο οποίος με στοιχεία γαλλικού νεοκλασικισμού, κλασικού ρωμαϊκού
και μοντέρνου λιμπεραλισμού, δημιούργησε τοπία περισυλλογής και
ασφάλειας (καλό παράδειγμα της υπέροχης δουλειάς του το Campus
University στην Virginia) και φυσικά ο ίδιος ο Olmsted που σχεδίασε τοπία
φυγής από την καθημερινότητα και έκανε την Αμερική να προπορευτεί με την
αρχιτεκτονική σκέψη του ενιαίου σχεδιασμού πόλης και υπαίθρου80.

2.10. Ο 20ος αιώνας – Το Μέλλον

Στις αρχές του 20ου αιώνα συντελέστηκαν πολλές οικονομικές και


πολιτικές συγκρούσεις, επιστημονικές ανακαλύψεις και διατυπώθηκαν πολλές
και διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες που έδωσαν νέα ώθηση στην επιστημονική
σκέψη (π.χ. η διαισθητική του F.H. Bengson, ο υλισμός του K. Marx και η
θεωρία της σχετικότητας του A. Einstein). Η μοντέρνα αρχιτεκτονική,
επηρεασμένη ασφαλώς από τις αλλαγές αυτές στον τρόπο σκέψης και
αντίληψης του χώρου και του χρόνου, αναζητά την ουσία πίσω από την
εμφάνιση. Ακολουθήθηκε η διαδικασία του εξορθολογισμού με την
εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της μηχανής αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα το
ζήτημα της βιομηχανικής ανάπτυξης στο περιβάλλον. Οι δημιουργικές
δυνάμεις στην αρχιτεκτονική κινήθηκαν προς δυο κατευθύνσεις:
α) Προς τη γνωστή λειτουργική και διεθνής αρχιτεκτονική. Πριν τον 1ο
Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίστηκε το κονστρουκτιβιστικό κίνημα και β) προς
την πολεοδομία (τη χρήση της γης) του σχεδιασμού τοπίου (planning). Εκεί
αναπτύσσεται η ταυτόχρονη προστασία των φυσικών πηγών και των
ιστορικών μνημείων. Πατέρας της επιστήμης της χωροταξίας και της

80
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 58

48
πολεοδομίας θεωρείται ο Patrick Geddes (1854-1932), ενώ το κίνημα των
κηπουπόλεων εισήγαγε ο Ebenezer Howard (1850-1928) 81.
Στη Σουηδία ο Gunnar Asplund συγχώνευσε την οικολογία και τη
μαζική αρχιτεκτονική παραγωγή, έδωσε νόημα στον κλασικισμό μέσα από
μοντέρνες δυνατότητες (όπως το Woodland Cemetery στην Στοκχόλμη βλ.
Εικ.29). Στην Ισπανία ο Antoni Gaudi οδηγεί την αρχιτεκτονική της
Βαρκελώνης σε μια χωροαρχιτεκτονική του «φανταστικού», όπου πίσω από
κάθε φυσικό σχήμα υπάρχει η έννοια της κίνησης και της αστάθειας (Εικ.
30)82.
Στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1930, ο Δημήτρης Πικιώνης
πειραματίζεται με την μοντέρνα αρχιτεκτονική, με τη σοφή διάταξη του κτιρίου
στο έδαφος, με την αλληλο-συσχέτιση των διαφόρων στοιχείων της σύνθεσης
ώστε να μοιάζουν ότι υπήρχαν πάντοτε στον χώρο (τρανό παράδειγμα
δουλειάς του αποτελεί η πρώτη ουσιαστική διαμόρφωση των χώρων γύρω
από την Ακρόπολη την περίοδο 1951-1957)83.
Η αφηρημένη τέχνη μεταφέρεται στο τοπίο από τον Βραζιλιάνο Roberto
Burle Marx. Με γνώμονα την προοπτική του Le Notre, σχεδίαζε μεγάλες
θεματικές εκτάσεις, συνδύασε χρώματα και φως σε μια εντυπωσιακή αίρεση
πλαστικής και βοτανικής σύνθεσης, αποτυπώνοντας τη δική του οπτική στα
βραζιλιάνικα δάση και ποτάμια (Kronforth Garden στην Theresiopolis στο Rio
de Janeiro)84.
Παρόλα αυτά τα πολύ σημαντικά παραδείγματα, σε γενικές γραμμές η
έννοια της οικολογίας τον 20ο αιώνα δεν ενσωματώνεται στο σχεδιασμό του
χώρου. Εμφανίζεται αδρά με τα κινήματα των κηπούπολων και με τη
γενικότερη διάθεση για μια φυσιολογική λειτουργία του αστικού
περιβάλλοντος. Ακόμη εμφανίζεται με διαφοροποιήσεις και τοπικές
ιδιαιτερότητες έξω από τη γενικότερη αντίληψη του μοντέρνου κινήματος, το
οποίο είχε να κάνει με τη μαζική παραγωγή. Η άνθηση του οικολογικού ή
λειτουργικού σχεδιασμού του τοπίου αναπτύχθηκε κυρίως στο δεύτερο μισό
του 20ου αιώνα, δίνοντας αρχικά μεμονωμένα παραδείγματα. Με άλλα λόγια,
81
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 62
82
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 64
83
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 67
84
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 68

49
το τοπίο δεν ήταν μέσα στη λογική του μοντέρνου κινήματος παρά μόνο σε ότι
αφορούσε το νόημα αναψυχής και της πράσινης ζώνης μέσα στην πόλη. Ο
πράσινος χώρος επιβλήθηκε γιατί απαντούσε μερικά στις νέες ανάγκες των
πολιτών, οι οποίοι ζούσαν μέσα στην υπερβολή της πολεοδόμησης και της
επιβαλλόμενης αστικοποίησης.
Η αρχιτεκτονική στη σύγχρονη εποχή κινείται με γνώμονα την
οικολογία, αναζητώντας ένα πλαίσιο ευχάριστης ζωής στην κλίμακα του
ανθρώπου και διαμορφώνει ελεύθερους ποιοτικούς χώρους δραστηριότητας .
Η αρχή έγινε το 1960 από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ. Από τις
νέες τάσεις σχεδιασμού τοπίου, το λεγόμενο landscape design στη
βιβλιογραφία, ορισμένες αναφέρονται στο πολιτιστικό και δημιουργικό τοπίο,
άλλες στο τοπίο απόλαυσης και άλλες στο σχεδιασμό του κατά το πνεύμα του
τόπου.85
Ο μετα-μοντερνισμός εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970
και σηματοδοτείται από την αλλαγή στάσης απέναντι στο περιβάλλον της
πόλης και μια νοοτροπία αντίθετη στη μαζική υπερ-κατανάλωση του. Η
αρχιτεκτονική μετατοπίζει τώρα ανοιχτά το ενδιαφέρον της στην οικολογία:
από τα μεγάλα, αχανή, εξορθολογισμένα τοπία στρέφεται στα μικρότερης
κλίμακας, με έμφαση στην ποιότητα και στη συμπεριφορά του χώρου. Δίνει
έμφαση στα βιώματα και την απόλαυση του ελεύθερου χώρου της πόλης
μέσα από τις μετακινήσεις της καθημερινότητας και τις υπαίθριες
δραστηριότητες. Προσανατολίζεται επίσης στη σχεδίαση ελεύθερου χώρου
στην πόλη, ως την πιο ορατή δομημένη έκφραση κοινωνικών και πολιτιστικών
αλλαγών, με σεβασμό στην ιστορία και το φυσικό χώρο, δίνοντας ταυτόχρονα
έμφαση στις τοπικές δραστηριότητες μέσα στους σύγχρονους τόπους.

85
Ανανιάδου – Τζημοπούλου, Μ. (1997), σ. 104

50
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

3. ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ

Η τεχνολογική πρόοδος ήταν αποτέλεσμα της βιομηχανικής


επανάστασης, των κοινωνικών αλλαγών και της πίεσης διαφόρων
δημογραφικών αλλαγών. Ο άνθρωπος και οι μηχανές έγιναν η μεγαλύτερη
δύναμη αλλαγής του τοπίου και των συνθηκών της φυσικής ζωής που
αναπτύσσεται μέσα σε αυτό, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται κατά καιρούς
διαφορετικά οι κοινωνικές σχέσεις και να αναδιαμορφώνεται η κοινωνική
συνοχή του αστικού περιβάλλοντος.
Το τεχνητό τοπίο είχε ως κύριο σκοπό τη μετατροπή των ήδη
υπαρχόντων φυσικών οικοσυστημάτων σε εκμεταλλεύσιμα ελεγχόμενα
οικοσυστήματα. Αυτά τα ελεγχόμενα οικοσυστήματα, όταν καλύπτουν τις
βασικές ανάγκες του ανθρώπου (τροφή, ενδυμασία και καταφύγιο),
θεωρούνται επιτυχημένα. Οι συνέπειες τους όμως πρέπει να αξιολογούνται
μακροπρόθεσμα για την εξασφάλιση της διατήρησης του βιολογικού
συστήματος. Ο Barry Commoner διατύπωσε τέσσερις βασικές οικολογικές
αρχές που αποτελούν τον βασικό οδηγό για οποιαδήποτε επέμβαση του
ανθρώπου στη φύση86:
1. καθετί συνδέεται με όλες τις μορφές του περιβάλλοντος
2. καθετί πρέπει κάπου να καταλήγει
3. η φύση ξέρει καλύτερα
4. κάθε ζωντανό ον ξοδεύει και ξοδεύεται σε ύλη και ενέργεια
Η καταστροφή του τοπίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την
καταστροφή του περιβάλλοντος και για αυτό, οι επιστήμες της Αρχιτεκτονικής
και της Οικολογίας οφείλουν και αυτές να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ
τους. Στη σύγχρονη εποχή ο Αρχιτέκτονας πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τις
βασικές οικολογικές αρχές πριν επιχειρήσει οποιαδήποτε επέμβαση στο
τοπίο.

86
Τσαλικίδης, Ι., (2008), Αρχιτεκτονική Τοπίου, Εισαγωγή στη Θεωρία και στην Εφαρμογή,
εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, σ. 82

51
3.1. Το Μοντέλο της Κηπούπολης

Η θεωρητική βάση της κηπούπολης είναι η σοσιαλιστική στρατηγική για


εξάλειψη της διαφοράς μεταξύ πόλης και υπαίθρου και της ανισότητας μέσα
στην πόλη, στο μέτρο που τουλάχιστον αυτή εξαρτάται από την χωροταξία.
Φυσικά δεν λείπουν και τα στοιχεία του φιλελευθερισμού και του
καπιταλισμού. Σκοπός αυτού του μοντέλου είναι η παρεμπόδιση
υπερδιόγκωσης αστικών τσιμεντένιων όγκων και η συγκρότηση μικρών,
αραιοκατοικημένων κοινοτήτων. Σε μια κηπούπολη, οι εκτεταμένοι υπαίθριοι
χώροι αποσκοπούν στο να συμβάλλουν στην κοινωνικοποίηση, στην ηρεμία,
σε αρεστές οικολογικές συνθήκες, με άλλα λόγια στην ποιότητα ζωής και
κοινωνικής συνοχής των κατοίκων της.
Δεδομένου ότι η κηπούπολη θεωρείται η ενσάρκωση της σοσιαλιστικής
πολεοδομίας, η παρουσία της στην πλέον σοσιαλιστική χώρα, την Σοβιετική
Ένωση, σύμφωνα με τις βαθμίδες προσβασιμότητας είχε την εξής δομή: 1. οι
πληρέστεροι χώροι είναι οι χώροι καθημερινής χρήσης (παιδικές χαρές,
σχολεία, καταστήματα, φαρμακεία και εστιατόρια) 2. λίγο μακρύτερα
βρίσκονται τα πολιτιστικά και εμπορικά κέντρα, ταχυδρομεία, κινηματογράφοι,
θέατρα, νοσοκομείο, κέντρα υγείας και αθλητικά κέντρα 3. μετά έρχονται οι
διοικητικές και οικονομικές υπηρεσίες και οι πιο εξεζητημένοι χώροι και 4. οι
μακρινότεροι χώροι είναι αυτοί της εξεζητημένης ψυχαγωγίας87.
Η έννοια της κηπούπολης γεννήθηκε τον 19ο αιώνα και βασιζόταν στην
αρχή «πίσω στη γη», μια αντίδραση στην εγκληματικότητα και τη ραγδαία
βιομηχανοποίηση του Λονδίνου, μιας πόλης που αναπτυσσόταν με ταχύτατο
ρυθμό. Η συγκρότηση της ιδέας της κηπούπολης ανήκει στον Ebenezer
Howard (1850-1928), ο οποίος δεν ήταν αρχιτέκτων ή πολεοδόμος, αλλά ένας
απλός στενογράφος. Εκείνη την εποχή, η μεγάλη συσσώρευση κόσμου
(ειδικά εργατών) στην πόλη του Λονδίνου, είχε γίνει χωρίς καμία σοβαρή
κρατική μέριμνα με αποτέλεσμα οι αρχές να μην μπορούν να εξυπηρετήσουν
τον ολοένα αυξανόμενο πληθυσμό τους. Σοβαρά ήταν τα προβλήματα
στέγασης και υγιεινής, ειδικά των χαμηλότερων τάξεων στην ούτως η άλλως

87
Χασάναγας, Ν. (2010), σ. 187

52
ισχυρά ταξική βρετανική κοινωνία, με παράλληλη υποβάθμιση του
περιβάλλοντος. Λόγω αυτών των ακραίων κοινωνικών συνθηκών, ο Howard
διαμόρφωσε τη δική του πρόταση για μια βιώσιμη πόλη.88
Το μοναδικό βιβλίο που έγραψε στη ζωή του το 1898 είχε τίτλο “Αύριο:
Ειρηνική Πορεία προς μια Πραγματική Μεταρρύθμιση” (Tomorrow: A Peaceful
Path to Real Reform, 1898), όπου μέσα από τις σελίδες του προσέφερε ένα
όραμα για πόλεις χωρίς φτωχογειτονιές που απολαμβάνουν τα αστικά οφέλη
(όπως ευκαιρίες για εργασία, διασκέδαση και υψηλούς μισθούς) και τα οφέλη
της υπαίθρου (όπως φυσική ομορφιά, καθαρός αέρας και φθηνά ενοίκια).
Απεικόνισε την ιδέα του στο περίφημο διάγραμμα “Τρεις Μαγνήτες” (βλέπε
Εικόνα 1) και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον προβληματισμό «Πού θα πάνε οι
άνθρωποι;» με τις επιλογές να περιλαμβάνουν «πόλη», «εξοχή» ή «πόλη-
εξοχή», τους τρεις μαγνήτες. Απηύθυνε έκκληση για τη δημιουργία νέων
προαστιακών πόλεων περιορισμένου μεγέθους που θα είχαν σχεδιαστεί εκ
των προτέρων και θα περιβάλλονταν από μια μόνιμη ζώνη γεωργικής γης. Ο
Howard πίστευε ότι τέτοιες κηπουπόλεις ήταν o τέλειος συνδυασμός πόλης
και φύσης. Οι πόλεις θα ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες, θα διοικούντο
από τους πολίτες που είχαν οικονομικό ενδιαφέρον για αυτές και θα
χρηματοδοτούνταν από μισθώματα γης. Η γη, στην οποία επρόκειτο να
κατασκευαστούν, προτάθηκε να ανήκει σε ένα συμβούλιο διαχειριστών και θα
μισθωνόταν σε πολίτες.
Την επόμενη χρονιά, το 1899, ιδρύθηκε στη Μ. Βρετανία ο
«Σύνδεσμος των Κηπούπολων» (Garden City Association). Στόχος του
συνδέσμου ήταν ο διάλογος για την προώθηση της πρακτικής εφαρμογής του
σχεδίου των κηπούπολων. Στο σύνδεσμο συμμετείχαν άνθρωποι
αναγνωρισμένου κύρους και επιρροής της κοινωνικής, οικονομικής και
πνευματικής ζωής της Αγγλίας, όπως ο Μπέρναρντ Σω και ο Τόμας Άνταμς.
Ένα χρόνο μετά, το 1902, ο Howard επανεξέδωσε το βιβλίο του με τίτλο
«Garden Cities of Tomorrow» και ο όρος κηπούπολη εισήλθε παγκοσμίως
στην πολεοδομική ιστοριογραφία.

88
Χασάναγας, Ν. (2010), σσ. 179-183

53
Η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του ήταν το
Letchworth (1903). Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως πολλές ευρωπαϊκές
χώρες, ιδιαιτέρως η Γερμανία και η Γαλλία, ανοικοδόμησαν τις πόλεις τους
πάνω στο πολεοδομικό σχεδιασμό του Howard. Ιδιαίτερη δε απήχηση είχε και
στην Αμερική.
Το φαινόμενο των Κηπούπολων ήρθε και στην Ελλάδα στις αρχές της
δεκαετίας του 1920, την περίοδο του Μεσοπολέμου, και άρχισε να φθίνει τις
παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το πρότυπο ήταν οι αγγλικές
Garden Cities και οι γαλλικές Cites-Jardins, όπως αυτές δημιουργήθηκαν κατά
το ίδιο διάστημα. Σημαντικά παραδείγματα κηπουπόλεων στον τόπο μας είναι:
το Ψυχικό (χτίστηκε το 1923 σε σχέδια του Αλ. Νικολούδη), η Εκάλη (χτίστηκε
το 1923 σε σχέδια του Σπ. Αγαπητού), η Ηλιούπολη (χτίστηκε το 1925, σε
σχέδια του Αρ. Βάλβη), ο Χολαργός (1928), η Πεντέλη (1929), η Φιλοθέη
(1931) και η Καλογρέζα (1935).

Σχεδιάγραμμα 1. Η σχέση «Κηπούπολης» με το Αστικό Κέντρο κατά τον


Howard. ΠΗΓΗ: http://parallhlografos.wordpress.com/2011/04/16/κηπουπόλεις-ιστορία-
από-το-μέλλον. (τελευταία ανάκτηση 12-12-2011)

54
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Καυκούλα, η κηπούπολη είχε τρεις
εκδοχές: του εξοχικού συνοικισμού, της φθηνής κατοικίας και του
προσφυγικού συνοικισμού και σηματοδότησε την αναγκαιότητα της αλλαγής,
χωρίς να εκπληρώσει τα πολιτικά και κοινωνικά οράματα του Howard.89 Με
την πάροδο όμως του χρόνου, η κηπούπολη αν και ξεκίνησε ως σύμβολο
κοινωνικής κατοικίας έγινε τελικά χώρος έκφρασης των αξιών της ανώτερης
κοινωνικής τάξης και η ποιότητα ζωής συνδέθηκε όλο και περισσότερο με τον
πλουτισμό και την κοινωνική άνοδο.
Σήμερα, στις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής, που δεν
υπάρχει χώρος δημιουργίας αρκετών υπαίθριων χώρων, κατασκευάζονται
πολλές φορές κήποι σε ταράτσες σπιτιών που περιγράφονται ως skyscapes
κατά παραλλαγή του όρου landscapes. Αυτού του είδους οι κήποι ευνοούν
την αναψυχή και την κοινωνική συνοχή μεταξύ ομοιογενών και μάλλον
ευκατάστατων τάξεων και όχι τη συμβίωση ανομοιογενών κοινωνικών
στρωμάτων (τα οποία μένουν σε φτωχότερα κτίρια και άλλες περιοχές).
Ένα φημισμένο υποκατάστατο κηπούπολης είναι το Central Park στη
Νέα Υόρκη (Εικ.28). Δημιουργήθηκε για να λειτουργήσει ως τόπος
συνάντησης διαφορετικών κοινωνικών τάξεων αλλά τελικά εξυπηρέτησε τη
φυγή από την καθημερινότητα των κατοίκων της αμερικανικής μεγαλούπολης.
Γενικά οι πράσινοι χώροι στα αστικά κέντρα θεωρούνται μέρη ησυχίας και
απομόνωσης και δεν συγκαταλέγονται σε αυτούς μόνο τα πάρκα και οι κήποι
αλλά και οι παραλίες και γενικά τα υδάτινα τοπία, τα οποία ασφαλώς
μετριούνται ως αισθητικά προσόντα σε μια πόλη.
Επομένως, η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής μέσω της φύσης
υπήρξε από τα βασικά στοιχεία της ιδεολογίας της κηπούπολης. Έμπρακτη
εφαρμογή εκτεταμένου δικτύου κήπων αποτελούν οι κοινότητες Kibbutz στο
Ισραήλ, οι οποίες είναι αγροτοσυνεταιριστικές κοινότητες που συνδυάζουν
σιωνισμό και σοσιαλιστική ιδεολογία. Αναπτύχθηκε δίκτυο κήπων για λόγους
βελτίωσης του μικροκλίματος, για λόγους συμβολικούς (κατάκτηση ενός
ερημικού περιβάλλοντος μέσω του κατάφυτου οικιστικού συμπλέγματος, μια
άλλη Γη της Επαγγελίας) και ανάπτυξη πνεύματος μιας ανοιχτής κοινωνίας.

89
Χασάναγας, Ν. (2010), σ. 187

55
Με αυτό τον τρόπο οι κοινότητες αυτές κατάφεραν ως ένα βαθμό να
ενωθούν με τη φύση και να απομακρύνουν τον άνθρωπο από την αγχωτική
και ατομιστική εκμεταλλευτική ταυτότητα του αστικού κέντρου και από την
επιβεβλημένη ιεραρχία και τον ανταγωνισμό του.
Στο αστικό τοπίο, με το ανώνυμο πλήθος, υπάρχει πάντα έλλειψη
χρόνου με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να μην μπορεί να συνάψει στενές
σχέσεις εμπιστοσύνης με τους γύρω του ή σχέσεις αγάπης. Η έλλειψη χρόνου
είναι το κυριότερο όπλο της βιομηχανοποίησης και η φύση από την αντίθετη
πλευρά, λειτουργεί ως καταφύγιο χρόνου.
Υπάρχει ασφαλώς και ο αντίλογος που ισχυρίζεται με επιχειρήματα
πως και η φύση απομονώνει. Ο Δεσποτόπουλος π.χ. αναφέρει ότι στην
περιοχή Västra Frölunda, του Γιέτεμποργκ της Σουηδίας, το δάσος μέσα στο
οποίο διασκορπίστηκε το αστικό περιβάλλον της περιοχής, σε συνδυασμό με
την ψυχική πίεση της υπερ-βιομηχανοποίησης, οδήγησε σε φαινόμενα
ατομικότητας και όχι συλλογικότητας, όξυνε την αποξένωση των κατοίκων και
διέσπασε την κοινωνική συνοχή, κάτι που συμβαίνει συχνά στα βόρεια κράτη
(Σουηδία, Γερμανία κ.λ.π.).90 Επομένως, η σχεδιασμένη απο-αστικοποίηση
οδηγεί, υπό αυτές τις συνθήκες, σε νευρώσεις και αλκοολισμό.
Αυτό έχει ασφαλώς να κάνει με το πνευματικό υπόβαθρο μιας
κοινωνίας, όπως άλλωστε και οι ενασχολήσεις και δραστηριότητες σε μέρη
που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον. Έρευνες έδειξαν ότι πολλά μέρη
φυσικής ομορφιάς ακόμη και στην Ελλάδα δεν αποτελούν μέρη
κοινωνικοποίησης αλλά αυτοσυγκέντρωσης και ηρεμίας, χαλάρωσης και
περισυλλογής (όπως ένας εθνοβοτανικός κήπος, μια βόλτα σε ένα πάρκο ή
μια παραλία). Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός, ότι και μια ετερόφυλη
σχέση δεν σχετίζεται σε μέρος ήσυχο και ρομαντικό όπως θα περίμενε κανείς.
Η κοινωνικοποίηση γίνεται πλέον και σχεδόν αποκλειστικά στο κέντρο των
μεγάλων πόλεων, όπου υπερ-συγκεντρώνονται οι άνθρωποι σε ομάδες. Το
εύλογο ερώτημα που τίθεται από τον Χασάναγα είναι κατά πόσο όλες αυτές οι
παρέες αρέσκονται πραγματικά να συναντιούνται σε τέτοια μέρη και να
διασκεδάζουν (συχνάζοντας σε καφετέριες, κοιτάζοντας βιτρίνες μαγαζιών,

90
Δεσποτόπουλος, Ι. (1997), Η Ιδεολογική δομή των πόλεων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις,
ΕΜΠ, Αθήνα

56
πηγαίνοντας σε πολυκινηματογράφους), ή όλα αυτά είναι ένας επιβεβλημένος
τρόπος ζωής, λόγω της μαζικής αστυφιλίας που ξεκίνησε με τη βιομηχανική
επανάσταση σε όλο τον «πολιτισμένο» κόσμο. Επίσης έγκειται και το επίσης
βασικό ερώτημα, πόσο βαθιά είναι μια τέτοια κοινωνικοποίηση και πόσο
ισχυρές γίνονται αυτές οι προσωπικές σχέσεις στο αστικό περιβάλλον.91

3.2. Αρχιτεκτονική και Πολιτική

Στη σημερινή εποχή και όσο αφορά τα ελληνικά δεδομένα, η ανάπτυξη


και ο σχεδιασμός της πόλης έχει περάσει στα χέρια των «διαχειριστών»
(πολεοδόμων ή πολιτικών) με τις γνωστές σε όλους συνέπειες. Η μελέτη του
σχεδιασμού της λεγόμενης μεγάλης κλίμακας, που καθορίζει την ορθή σχέση
των διαφόρων στοιχείων του τοπίου, από ορισμένους αρχιτέκτονες είναι
απαραίτητη για να βρεθούν τα νέα εργαλεία που θα οδηγήσουν σε μια
ολοκληρωμένη παρέμβαση, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο
για το μέλλον των πόλεων.
Όπως διαπιστώθηκε στο Κεφάλαιο 2, παλαιότερα, ο σκοπός της
αρχιτεκτονικής ήταν κυρίως εκφραστικός. Η αρχιτεκτονική ήταν ένα μέρος της
τέχνης που σαν τέχνη ήταν πνευματικά στοχαστική και εξαρτιόταν εκ των
πραγμάτων από την άρχουσα τάξη. Η ολοκλήρωση της θεωρίας και πράξης
της τέχνης γίνονταν μέσα από τις λειτουργικές σχέσεις εξουσίας και
εξουσιαζόμενων αφού οι μορφές ζωής της άρχουσας τάξης που έβρισκαν την
έκφραση τους μέσα από την τέχνη, θεωρούντο πρότυπα συμπεριφοράς για
ολόκληρη την κοινωνία. Από τον 19ο αιώνα και μετά, αρχιτέκτονες και
μηχανικοί δεν είχαν πλήρη ελευθερία έκφρασης όπως τον 18ο αιώνα. Μετά το
1848, τα μεγάλα αρχιτεκτονικά έργα, αν και ήταν πολύ εντυπωσιακά,
αποτέλεσαν το σπουδαιότερο μέσον για να δοθεί σε μια κατακερματισμένη
κοινωνία μια εσφαλμένη εικόνα ενότητας.92
Μέχρι τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι νέες πειραματικές δυνατότητες,
ισχυροποιημένες από τη βιομηχανία, δεν μπόρεσαν να ενσωματώσουν στο
91
Χασάναγας, Ν (2010), σ. 198
92
Ράπτη, Γ., (1994), Αρχιτεκτονική – Περιβάλλον και Πολιτική, Η Πολιτική Φιλοσοφία Σήμερα,
Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία, Τομέας Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Κρήτης εκδ. Καρδαμίτσα
(ανάτυπο), Αθήνα, σ. 208

57
περιεχόμενο τους την ανθρώπινη ζωή, ιδιαίτερα δε την ατομική. Ο γνωστός
ιστορικός της αρχιτεκτονικής, Siegfried Giedion, δήλωσε ότι η αρχιτεκτονική,
στις αρχές του 20ου αιώνα, ακολουθούσε μια γραμμή ελικοειδή που οδηγούσε
τις βιομηχανικές κατασκευές διαφόρων ειδών κτιρίων (όπως μεταλλεία,
σιδηροδρόμους, υπόστεγα, εργοστάσια) μέχρι την κατοικία και την ιδιωτική
ζωή.93 Η κατοικία ακολουθούσε τη λογική κτίρια φτωχά και πλούσια οφέλη, τη
λογική δηλαδή του χρήματος και την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. Η
κατοικία υποβαθμίζονταν όλο και περισσότερο και εμπόδιζε την εξέλιξη των
κοινωνικών στρωμάτων που στέγαζε, τα οποία, κάτω από διαφορετικές
συνθήκες, ήταν ικανά να αμφισβητήσουν την επικρατούσα τάξη πραγμάτων.94
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, εντοπίζεται μια μαχητική στάση για να
διεκδικηθεί ο σφαιρικός χαρακτήρας της καλλιτεχνικής και αρχιτεκτονικής
ευθύνης. Υπάρχει η στάση ότι η οργάνωση και οι τροποποιήσεις του αστικού
περιβάλλοντος, όπου ο άνθρωπος ζει και εργάζεται, είναι μια λειτουργία της
κοινότητας που γίνεται προς όφελος της. Επομένως υπάρχει άρρηκτη σχέση
ανάμεσα στις κοινωνικές συνθήκες και στην αρχιτεκτονική, ανάμεσα στη
θεωρία και την πράξη.
Στην περίοδο της κοινωνικά ταραχώδους δεκαετίας του 1920, οι
αρχιτέκτονες, συγκρούονταν συνεχώς με τις υπάρχουσες πολιτικές σχέσεις
όπως με τους εξουσιαστές και αυτούς που κρατούσαν την παραγωγή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σύγκρουσης αποτελεί η Σχολή του
Bauhaus. Η Σχολή του Bauhaus ήταν πηγή νέων ιδεών της αρχιτεκτονικής,
πολεοδομίας, βιομηχανικής, αισθητικής της τέχνης γενικότερα και
προσπαθούσε να συμφιλιώσει τον κόσμο της τέχνης με τον κόσμο της
εργασίας. Μέσα σε ένα δύσκολο πολιτικοοικονομικό κλίμα (επιρροές από την
Επανάσταση του 1917 και την άνοδο του φασισμού), το Bauhaus
προσπάθησε να μεταβάλει την παλιά ιεραρχημένη κοινωνία σε μια
λειτουργική κοινωνία, επιθυμώντας να δώσει λύσεις σε δομικά και κοινωνικά
προβλήματα. Οι θέσεις αυτές αντανακλούσαν τη θεωρία του καπιταλισμού και
την ανάγκη υπέρβασης του.95

93
Giedion, S., (1978), Espace, Temps, Architecture, Vol. I., Denoel / Gonthier, Paris, p. 152,
94
Ράπτη, Γ., (1994), σ. 209
95
Ράπτη, Γ., (1994), σ. 210.

58
Στη Σοβιετική Ένωση παρατηρήθηκε άλλο φαινόμενο. Οι Ρώσοι
αρχιτέκτονες κονστρουκτιβιστές ως επί το πλείστον, θα επιχειρήσουν να
μεταβάλουν την ανθρώπινη φύση σύμφωνα με το πλαίσιο ζωής που πρέπει να
είναι πάντα σύμφωνο με την εικόνα της κοινωνίας που επιδιώκεται να
οικοδομηθεί.96
Τόσο με την Σχολή του Bauhaus, όσο και με τις σοσιαλιστικές
κατευθύνσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης με στόχο την κοινωνική
χειραφέτηση, η αρχιτεκτονική εκλαμβάνεται σαν ένα μέσο περιορισμού της
επιβολής της φύσης, σαν μέσο τροποποίησης των συνθηκών ζωής,
συμμετέχοντας στο κίνημα της κοινωνικής χειραφέτησης. Έτσι, η
αρχιτεκτονική αυτόματα εκλαμβάνεται ως μέρος της πολιτικής όπου κοινός
σκοπός και των δυο είναι η οργάνωση του χώρου της πόλης. Η σύγχρονη
αρχιτεκτονική και πολεοδομία θεσμοποιούν αλλαγές97 που υπήρχαν και τις
διευρύνουν. Στην αρχιτεκτονική κρίθηκαν αναγκαίες οι ακόλουθες αλλαγές: 1)
επέκταση της εμπορευματοποίησης του κτισμένου χώρου και κατάργηση των
παλαιών δομών ιδιοκτησίας 2) εισαγωγή της τεχνολογίας στην αρχιτεκτονική
3) αύξηση της απόδοσης των κτιρίων 4) κατάργηση των παλιών κτιριακών
μορφών 5) προσαρμογή της αρχιτεκτονικής στις νέες νομιμότητες και
διατήρηση της ενσωματικής της ικανότητας.
Στην πολεοδομία κρίθηκαν αναγκαίες οι ακόλουθες αλλαγές: 1)
μετατροπή της πόλης σε ένα μηχανισμό εύκολα κατανοητό και ελεγχόμενο
(κατάργηση των χαοτικών μορφών), 2) συγκέντρωση του ελέγχου του
μηχανισμού σε μια εξουσία 3) ένταξη της πολεοδομικής νομιμότητας στη
γενικότερη νομιμότητα.
Προκύπτει λοιπόν ότι η πόλη οργανώνεται σαν μια ελεγχόμενη
πολιτική μηχανή. Οι παλιές δομές ιδιοκτησίας γης τείνουν να καταργηθούν
καθώς το ιδιωτικό συμφέρον πρέπει να υποταγεί στο δημόσιο ενώ οι
αποφάσεις τείνουν να ληφθούν από τους αρμόδιους τεχνικούς. Με αυτό
λοιπόν τον τρόπο, η πολεοδομία νομιμοποιεί την πολιτική εξουσία: τα
πολιτικά προβλήματα μετατοπίζονται στους τεχνικούς. Οι τεχνικοί,

96
Για το σκοπό της Σοβιετικής Αρχιτεκτονικής να μεταμορφώσει συνολικά την κοινωνία βλ.
Kopp, A. (1976) Πόλη και Επανάσταση, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα, σ. 165
97
Ράπτη, Γ., (1994), σ. 211

59
πολεοδόμοι και αρχιτέκτονες πρέπει να είναι άνθρωποι με ευρύτατες
προοπτικές και επαγγελματική ικανότητα που θα έχουν τη δυνατότητα να
ενοποιούν τα πολλά κοινωνικά, τεχνικά, οικονομικά και μορφολογικά
προβλήματα που γεννώνται σε σχέση με το «κατασκευάζειν».
Με βάση αυτές τις θεωρίες διατυπώθηκε από τον Gropius το 1929 ο
ορισμός του existenz minimum που αποτελεί το standard για την λαϊκή
κατοικία. Σύμφωνα με αυτόν, το πρόβλημα του ελάχιστου οικήματος βρίσκεται
στον καθορισμό της ελάχιστης στοιχειώδους ποσότητας του χώρου, αέρα,
φωτός και θερμοκρασίας που είναι αναγκαία για τον άνθρωπο, για να είναι σε
θέση να αναπτύξει ολοκληρωμένα τις ζωτικές του λειτουργίες, χωρίς τους
περιορισμούς που οφείλονται στον τρόπο που κατοικεί, δηλαδή ένα ελάχιστο
modus vivendi αντί για ένα modus non moriendi98.
Στη σύγχρονη εποχή αυτή η διατύπωση επεκτάθηκε πέρα από τα όρια
της κατοικίας, εξαπλώθηκε σε όλο τον αστικό χώρο και ακόμη παραπέρα στο
ευρύτερο περιβάλλον. Έτσι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει πλέον να κάνει με
έναν αστικό χώρο που καθορίζει σε κάποιο βαθμό τους τρόπους ζωής,
κοινωνικότητας, εργασίας του κ.λ.π. Η σύγχρονη πολεοδομία επιβάλει
συγκεκριμένο διαχωρισμό των λειτουργιών π.χ. κλειστές δομές εργασίας,
κατανάλωσης, ανάπαυσης κλπ. και τις ξεχωρίζει μεταξύ τους. Με αυτόν τον
τρόπο, ο αστικός χώρος γίνεται ένα μέσο ελέγχου των ανθρώπων, ένα μέσο
προγραμματισμού της ζωής τους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται
ρήγμα στην κοινωνική συνοχή ενός τόπου. Οι κοινωνικές επαφές χάνουν το
παλιό τους νόημα σε μια άλλη λογική, αυτή της εμπορευματοποίησης, ενώ ο
αστικός χώρος από τη μεριά του συμβάλλει στην εξαφάνιση της
κοινωνικότητας.
Το σύγχρονο αστικό τοπίο καταργεί τις πλατείες, τους δρόμους, όλους
τους παραδοσιακούς χώρους κοινωνικής επαφής. Η κατανάλωση του χρόνου
ενός ανθρώπου γίνεται με τρόπο ορθολογικό μέσα από τον διαχωρισμό των
λειτουργιών: ο χρόνος είναι στάση και μετάβαση. Παλιά ο χρόνος μετάβασης
αξιοποιούνταν ως χρόνος κοινωνικών επαφών, τώρα πια είναι άχρηστος.
Σήμερα μετράει μόνο ο χρόνος στάσης για κατανάλωση. Αυτό το φαινόμενο
οδηγεί στην απομόνωση του ανθρώπου, η οποία είναι υλική και ψυχική. Έτσι

98
Ράπτη, Γ., (1994), σ. 213

60
λοιπόν, ακόμη και όταν το αστικό περιβάλλον προβλέπει χώρους κοινωνικών
συναναστροφών (πνευματικά κέντρα, κοινωνικά κέντρα κλπ), αυτές δεν
πραγματοποιούνται και οι ανθρώπινες σχέσεις παραμένουν τυπικές. Η
αυξανόμενη αλλοτρίωση των ανθρώπων κάνει αδύνατη τη διαπροσωπική
σχέση και επιτείνει τον ατομικισμό.

3.3. Χωρικές Δομές και Κοινωνικοί Μετασχηματισμοί

Οι μεγάλες πόλεις, μετά τη βιομηχανική επανάσταση, βοήθησαν


καταλυτικά στην κινητικότητα των κοινωνικών τάξεων, μετατρέποντας ευρείες
αγροτικές μάζες σε αστικές και διαμορφώνοντας προοδευτικά τα πολυάριθμα
μεσαία στρώματα. Οι κοινωνικοχωρικές διαδικασίες, με τις οποίες
υλοποιήθηκε αυτή η κινητικότητα, ποικίλουν ανάλογα με τις συνθήκες. Όταν
συνδύαζαν την αργή ή την ταχεία αστικοποίηση με σχετικώς παγιωμένες
κοινωνικές δομές, οδηγούσαν συνήθως σε σχετικώς μακρόχρονη παραμονή
των νέων κατοίκων της πόλης στις εργατικές τάξεις, ενώ όταν υπήρχαν
ρευστές κοινωνικές δομές, διευκολυνόταν η γρήγορη πρόσβασή τους στις
ενδιάμεσες τάξεις.
Η φυσιογνωμία της κινητικότητας εξαρτιόταν τόσο από τη μορφή του
συγκεκριμένου ταξικού συστήματος, με τις ιεραρχικές του νόρμες και
διακρίσεις, όσο και από τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν, οι
οποίες ευνοούσαν ή όχι την σχετικώς ταχεία και μαζική κοινωνική
κινητικότητα. Η πόλη του Σικάγου αποτελεί τρανό παράδειγμα
επιταχυνόμενης αστικοποίησης και κοινωνικής κινητικότητας (λόγω
βιομηχανικής επανάστασης) με την ταυτόχρονη εισροή μεταναστών.99
Από τότε που η αστικοποίηση λίγο πολύ ολοκληρώθηκε στις
ευρωπαϊκές χώρες, η μετάβαση από τον αγροτικό στον αστικό χώρο έπαψε
να είναι ο βασικός τροφοδότης της κοινωνικής κινητικότητας. Αντικαταστάθηκε
από άλλες μορφές χωρικής μετακίνησης, κυρίως από τη διακρατική
μετανάστευση, η οποία ωστόσο συνεπάγεται διαφορετικές σχέσεις με την
ενσωμάτωση και την κοινωνική κινητικότητα στις αστικές κοινωνίες υποδοχής.

99
Burgess, G., (1979), “La croissance de la ville. Introduction à un projet de recherche”, dans
Y. Grafmeyer, I. Joseph (dir.) L’École de Chicago, Paris, Aubier, pp. 131-147.

61
Από τη δεκαετία του 1970, η κοινωνική κινητικότητα στις μεγάλες
πόλεις των ανεπτυγμένων χωρών, επηρεάστηκε σοβαρά από την κρίση και
την οικονομική αναδιάρθρωση. Η Sassen πιστεύει ότι η κρίση και η οικονομική
αναδιάρθρωση οδήγησαν στην κοινωνική πόλωση των καπιταλιστικών
οικουμενοπόλεων (global cities). Αυτή η πόλωση είναι αποτέλεσμα της
συγκέντρωσης υπηρεσιών υψηλού επιπέδου που είναι απαραίτητες στις
πολυεθνικές επιχειρήσεις100. Η αγορά εργασίας που διαμορφώνουν οι
υπηρεσίες αυτές είναι έντονα πολωμένη, αφού από τη μια πλευρά, αφορά σε
μια εργασιακή ελίτ επαγγελματιών υψηλής εξειδίκευσης (νομικούς, αναλυτές,
οικονομολόγους κλπ) και από την άλλη, συγκεντρώνεται ένας σημαντικός
αριθμός υπαλλήλων με απλά εργασιακά καθήκοντα που βρίσκονται στην
υπηρεσία της εργασιακής ελίτ. Ταυτόχρονα, μειώνεται ο αριθμός εκείνων που
ανήκουν στις ενδιάμεσες κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες, οι οποίες
συνδέονται με την παροχή υπηρεσιών φροντίδας αφού υπάρχει αξιοσημείωτη
μείωση στις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας. Τέλος, η αυξημένη παρουσία
των μεταναστών στη βάση της κοινωνικο-επαγγελματικής πυραμίδας
συμβάλλει σημαντικά στον υπερτονισμό της κοινωνικής πόλωσης.
Η κοινωνική πόλωση στις μεγάλες πόλεις εκφράζεται επίσης σύμφωνα
με τη Sassen και ως χωρική πόλωση. Η χωρική πόλωση πραγματοποιείται με
τρεις τρόπους: α) μέσω της εισβολής εύπορων ομάδων στις λαϊκές γειτονιές
των κέντρων των πόλεων όπου αυτές αναπλάθονται αρχιτεκτονικά και
πολεοδομικά β) μέσω της ιδιοποίησης των πιο προνομιακών χώρων της
πόλης από τις μεγάλες επιχειρήσεις και γ) μέσω της προοδευτικής
απομόνωσης των λαϊκών στρωμάτων στις περιοχές χαμηλότερης ζήτησης, η
οποία απορρέει από τα προηγούμενα101.
Οι πόλεις που δεν χαρακτηρίζονται ως σημαντικές οικουμενοπόλεις δεν
ακολουθούν το πρότυπο της κοινωνικά πολωμένης οικουμενόπολης. Ωστόσο,
οι πόλεις που υπέστησαν είτε έντονη αποβιομηχάνιση είτε δέχθηκαν
σημαντικά νέα ρεύματα μετανάστευσης, εμφάνισαν αξιοσημείωτες μεταβολές
στις αγορές εργασίας τους (όπως μεγάλη αύξηση ανεργίας και αυξημένη
ορατότητα των χαμηλών θέσεων της επαγγελματικής ιεραρχίας). Αυτές οι

100
Sassen S., (1991), The global city, Princeton, Princeton University Press.
101
Sassen S., (1991), ό.π.

62
μεταβολές συχνά ευνόησαν την κοινωνική πόλωση και τον στεγαστικό
διαχωρισμό. Τα αίτια και οι μηχανισμοί, όμως, δεν είναι ίδιοι με αυτά των
οικουμενοπόλεων, γιατί οι κοινωνικές και χωρικές επιπτώσεις προσδιορίζονται
σε μεγάλο βαθμό από τα τοπικά, κοινωνικά συστήματα και από διαφορετικά
κάθε φορά τοπικά χαρακτηριστικά102.

3.3.1. Η Περίπτωση της Αθήνας

Στην παρούσα ενότητα εξετάζεται το φαινόμενο του στεγαστικού


διαχωρισμού στην Αθήνα από τη μεταπολεμική περίοδο και μετά, για να
καταδειχθεί πως η κοινωνική συνοχή αλλάζει μέσα στο αστικό τοπίο ανάλογα
με μια σειρά μεταβλητών που αλλάζουν και αυτοί λόγω των οικονομικών
συνθηκών που επικρατούν. Ο στεγαστικός διαχωρισμός στην Ελλάδα γινόταν
με διάφορες μορφές, οι οποίες γίνονταν με βάση τα χαρακτηριστικά των
συστημάτων στέγασης που κατά καιρούς κυριαρχούσαν,καθώς και από τα
χαρακτηριστικά της στεγαστικής κινητικότητας.
Η πρώτη μεταπολεμική περίοδος σημαδεύτηκε από έντονη
αστικοποίηση. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής είναι δύο α)
η ολοκληρωτική απουσία της κρατικής παρέμβασης για τη λύση του
στεγαστικού προβλήματος (με τη μορφή εργατικών κατοικιών) των νέων
εσωτερικών μεταναστών που εισρέαν στην πρωτεύουσα και β) η κατάτμηση
μεγάλων περιαστικών ιδιοκτησιών και η μετατροπή τους σε αστικά
οικόπεδα103.
Η οικοδόμηση της πόλης ουσιαστικά τη διαχώρισε σε δυο περιοχές:
στο κομμάτι της αστικής πλευράς (κέντρο, ανατολικά) και στο κομμάτι της
εργατικής πλευράς (δυτικά) όπου υπήρχαν φθηνότερες κατοικίες και
μεγαλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης. Η μικρής κλίμακας κατασκευή οδήγησε

102
Brenner N., Theodore N., (2002), «Cities and the geography of ‘actual existing neo-
liberalism» , Antipode, 34 (3), pp. 349-379.
103
Μαλούτας, Θ., (2008) «Κοινωνική Κινητικότητα και στεγαστικός διαχωρισμός στην Αθήνα:
Μορφές διαχωρισμού σε συνθήκες περιορισμένης στεγαστικής κινητικότητας» στο:
Εμμανουήλ, Δ., Ζακοπούλου, Ε., Καυταντζόγλου, Ρ, Μαλούτας, Θ., Χατζηγιάννη, Ε.,
Κοινωνικοί και Χωρικοί Μετασχηματισμοί στην Αθήνα του 21ου αιώνα, Εθνικό Κέντρο
Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα, σ.42

63
στη συγκρότηση κοινωνικά ομοιόμορφων γειτονιών, αφού οι περιοχές
κατοικίας με πολύ διαφορετική φυσιογνωμία, σε καμία περίπτωση δεν
γειτόνευαν στην Αθήνα εκτός αν παρεμβάλλονταν μεταξύ τους σημαντικά
φυσικά εμπόδια.
Η αντιπαροχή, ένα νέο σύστημα οικοδόμησης, εμφανίστηκε στα τέλη
της δεκαετίας του 1950 με την αύξηση της μεσαίας τάξης, και είχε ως
αποτέλεσμα την ανέγερση πενταώροφων και επταώροφων πολυκατοικιών
στο κεντρικό κομμάτι της πόλης και στα προάστια που βρίσκονταν
κοντινότερα του κέντρου. Το σύστημα της αντιπαροχής έγινε γρήγορα πολύ
δημοφιλές διότι για να αρχίσει η οικοδόμηση δεν χρειαζόταν μεγάλο κεφάλαιο.
Το κόστος του οικοπέδου επενδύονταν σε είδος από τον οικοπεδούχο ο οποίο
γινόταν ταυτόχρονα «συνεπενδυτής» του εργολάβου. Τα κόστη της
κατασκευής καλύπτονταν με την πώληση των διαμερισμάτων στη διάρκεια της
ανέγερσης της οικοδομής. Επίσης η ζήτηση ήταν πολύ υψηλή και το
συστηματικό κέρδος που επέφερε στους εμπλεκόμενους (εργολάβο και
οικοπεδούχο) σημαντικό. Βασική χωρική επίπτωση του συστήματος αυτού
στο αστικό τοπίο αποτέλεσε η έντονη πύκνωση των ζωνών κατοικίας
γύρω από το κέντρο.104
Σύμφωνα με τον Μαλούτα, το σύστημα της αντιπαροχής είχε
σημαντικές επιπτώσεις για το στεγαστικό διαχωρισμό μέσω δύο διαφορετικών
διαδικασιών105:
• Η πυκνή δόμηση κατοικίας γύρω από το κέντρο της Αθήνας οδήγησε
στη ραγδαία χειροτέρευση των συνθηκών ζωής και στην επαναξιολόγηση
των περιοχών κατοικίας τη δεκαετία του 1970. Το ενδιαφέρον μετακίνησης
στράφηκε προς τα προάστια. Η κατάσταση του κέντρου εκείνη την εποχή
επιδεινώθηκε και από τη σημαντική αύξηση του αριθμού των ιδιωτικών
αυτοκινήτων, χωρίς όμως την παράλληλη βελτίωση της απαραίτητης
υποδομής (δημόσια μέσα μεταφοράς, χώροι στάθμευσης κλπ).
• Την εξάλειψη της ιδιωτικής αυτοκατασκευής, για τις ομάδες εκείνες
που είχαν την αυτοκατασκευή ως μόνη διέξοδο. Παράλληλα δημιουργήθηκε

104
Μαλούτας, Θ., (2008), σ. 43
105
Μαλούτας, Θ., (2008), σ. 43

64
μια νέα ιεράρχηση των περιοχών κατοικίας, μια διαδικασία που ρυθμίστηκε
αποκλειστικά από την αγορά και όχι από συντονισμένη κρατική παρέμβαση.
Μετά τη δεκαετία του 1970 και με βάση τις δυο παραπάνω διαδικασίες,
η διχοτομία μεταξύ αστικού κέντρου και εργατικής περιφέρειας εξασθένισε
ενώ εντάθηκε ο διαχωρισμός μεταξύ ανατολικής και δυτικής πλευράς της
πόλης. Τα βορειοανατολικά και νότια προάστια αναπτύχθηκαν σταδιακά λόγω
της εγκατάστασης της νέας γενιάς υψηλών μεσαίων κοινωνικο-
επαγγελματικών κατηγοριών και έγιναν οι πλέον κοινωνικά ομοιογενείς
περιοχές κατοικίας. Η σταδιακή αυτή μετατόπιση ταυτόχρονα συνέτεινε στη
μετατροπή του κέντρου σε περιοχή με μεγαλύτερη κοινωνική ανάμιξη106.
Ορισμένοι ερευνητές διατυπώνουν τη θεωρία ότι αυτή η μεταβολή στο
κέντρο της πόλης, αποτελεί ένδειξη κοινωνικού εκδημοκρατισμού, μιας
κάθετης δηλαδή κοινωνικής διαφοροποίησης, μιας διαταξικής συγκατοίκησης,
η οποία χαρακτηρίζει αρκετές πόλεις της Νότιας Ευρώπης και δηλώνει στάση
αστικής κουλτούρας. Άλλοι όμως θεωρούν ότι η κάθετη κοινωνική
διαφοροποίηση δεν αποτελεί γενικό χαρακτηριστικό της Νότιας Ευρώπης
αλλά ιδιαίτερο γνώρισμα της Αθήνας. Αυτό σχετίζεται με τη ραγδαία
πληθυσμιακή πύκνωση του κέντρου και την επιδείνωση των συνθηκών
ζωής σε αυτό107.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο υποβάθμισης, συμπεριλαμβάνεται η γρήγορη
αλλοίωση του αστικού τοπίου, με την γήρανση των κτιρίων και της
επιταχυνόμενης υποτίμησης των διαμερισμάτων, ιδιαιτέρως εκείνων που
βρίσκονται στους χαμηλούς ορόφους. Επιπλέον και κάποιοι άλλοι παράγοντες
συντέλεσαν στην κοινωνική μίξη. Τα υποβαθμισμένα διαμερίσματα
προσφέρονταν στα χαμηλά στρώματα που έψαχναν εργασία στο κέντρο, ενώ
εύπορες ομάδες παρέμειναν λόγω προχωρημένης ηλικίας, εύκολης
108
πρόσβασης σε υπηρεσίες, εξοικείωσης με την περιοχή κ.λ.π. Επομένως, η
κοινωνική συγκατοίκηση στις περιοχές αυτές δεν είναι ηθελημένη.

106
Μαλούτας, Θ., (2008), σ. 44
107
Leontidou L., (1990), The Mediterranean city in transition, Cambridge, Cambridge
University Press.
108
Maloutas T., Karadimitriou N., (2001), «Vertical social differentiation in Athens. Alternative
or complement to urban segregation? », International Journal of Urban and Regional
Research, 25/4, pp. 699-716.

65
Ο Μαλούτας ισχυρίζεται ότι στην πόλη της Αθήνας, η στεγαστική
κινητικότητα είναι περιορισμένη ενώ η κοινωνική κινητικότητα είναι αυξημένη.
Λόγω της χαμηλής στεγαστικής κινητικότητας υπάρχει ένα περιορισμένο
χωρικό «κοσκίνισμα» του πληθυσμού το οποίο δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην σε μια
αποτελεσματική κοινωνική ανάμιξη. Όσον αφορά ειδικότερα τα σχολεία, που
χρησιμοποιούν τα χαμηλά και τα χαμηλά-μεσαία στρώματα, μερικές χιλιάδες
μαθητών που ανήκουν στα υψηλά κοινωνικά στρώματα και διαμένουν σε
περιοχές όπου τα σχολεία δεν θεωρούνται κατάλληλα, μετακινούνται
καθημερινά με λεωφορεία προς τα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία των εύπορων
προαστίων, διότι οι γονείς αποφεύγουν τις κοινωνικές συναναστροφές με
διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Αυτές οι επιλογές, που γίνονται όλο και πιο
συστηματικά από τις οικογένειες των υψηλών και των υψηλών-μεσαίων
στρωμάτων οδηγούν τελικά σε έναν δυναμικό κοινωνικό διαχωρισμό,
απομακρύνοντας τους νέους των εύπορων ομάδων από τις γειτονιές τους
και αποκλείοντας τους κοινωνικά από τα υπόλοιπα παιδιά109.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1990, ο στεγαστικός διαχωρισμός στην
Αθήνα μορφοποιείται και πάλι. Για πρώτη φορά, αναπτύσσεται δυναμικά ο
στεγαστικός δανεισμός από τις ιδιωτικές τράπεζες και η απόκτηση κατοικίας
γίνεται προσιτή σε ευρύτερα στρώματα πληθυσμού αυξάνοντας ταυτόχρονα
τις τιμές των κατοικιών. Η αύξηση των τιμών απέκλεισε προοδευτικά ένα
τμήμα των δυνητικών αγοραστών και τους ώθησε στην ενοικίαση. Τη δεκαετία
όμως του 1990 υπήρχαν και κάποιοι άλλοι παράμετροι που συνέβαλλαν στο
κοινωνικό διαχωρισμό110:
• Η στεγαστική κινητικότητα προς τα προάστια, από τα μέσα της
δεκαετίας του 1970, δημιούργησε μια διπλή κίνηση, αφενός προς την
ανατιμημένη περιφέρεια και αφετέρου προς το υποτιμημένο κέντρο, όπου
ένα σημαντικό στεγαστικό απόθεμα, αφού αρχικά εγκαταλείφθηκε, έγινε στη
συνέχεια προνομιακός χώρος στέγασης για νέες ομάδες με περιορισμένους
πόρους που εισέρρευσαν στην πόλη.
• Η κατασκευή σημαντικών υποδομών στο πλαίσιο της προετοιμασίας
της πόλης για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 αναδόμησε ουσιαστικά

109
Μαλούτας, Θ., (2008), σ. 50
110
Μαλούτας, Θ., (2008), σ. 51-52

66
το χάρτη των χρονοαποστάσεων στην πόλη, δημιούργησε κινήσεις προς τις
νέες ευνοϊκές θέσεις και κατά συνέπεια, επέφερε σημαντικές αλλαγές στη
χωρική δομή των τιμών γης.
• Η εισροή του μεγάλου κύματος των οικονομικών μεταναστών με
αφετηρία τη δεκαετία του 1990.
Οι μετανάστες διαμόρφωσαν τον κατώτερο πόλο της ελληνικής
κοινωνικής δομής και συγκεντρώθηκαν σε μέρη της Αθήνας όπου
προσέλκυσαν τις δικές τους εθνολογικές και φυλετικές ομάδες που κατείχαν
ανάλογες κοινωνικο-επαγγελματικές θέσεις Οι μετανάστες δεν έγιναν
αντικείμενο στεγαστικής μέριμνας και έτσι ήταν φυσικό να στραφούν αυτόνομα
προς την ιδιωτικά ενοικιαζόμενη κατοικία. Η πλειονότητα των μεταναστών
προσανατολίστηκε στις λιγότερο επιθυμητές κατοικίες, δηλαδή στα μικρά
και υποβαθμισμένα διαμερίσματα των πυκνοκατοικημένων περιοχών γύρω
από το κέντρο αλλά και σε παλαιά κτίσματα στη μακρινή περιφέρεια της
πόλης. Στην Αθήνα δεν υπήρξε το φαινόμενο της γκετοποίησης, αλλά
εντάθηκε η υποβάθμιση σε ορισμένες περιοχές του κέντρου και της
περιφέρειας καθώς και η κοινωνική και εθνοτική διαφοροποίηση μεταξύ της
στέγασης σε νέες και παλαιές ή κακοσυντηρημένες κατοικίες.111

3.3.4. Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας / Αττικής (ΡΣΑ) 2021

Εξαιτίας της κοινωνικής διάτρησης του αστικού χώρου στην Αθήνα, το


Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματολογικής Αλλαγής και ο
Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου και Περιβάλλοντος της Αθήνας προώθησε
ένα Σχέδιο Νόμου που θα υλοποιηθεί μέχρι το 2021. Μέσα στα πλαίσια αυτού
του Σχεδίου αναφέρονται και κάποιες πρακτικές που σχετίζονται με τους
τρόπους που μπορεί να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή με έναν νέο αστικό
σχεδιασμό ή ακόμη με την αξιοποίηση του ήδη υπάρχοντος. 112.

111
Ψημμένος I., (2004), «Μετανάστες και κοινωνικός αποκλεισμός στη σύγχρονη πόλη: η
περίπτωση της Αθήνας», Γεωγραφίες, 7, σσ. 65-82.
112
Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα:
http://www.naspor.gr/downloads_various/neo_rythmistiko_athinas_2021.pdf (τελευταία
ανάκτηση 04/12/2011)

67
Ειδικότερα, το Άρθρο 5 του 1ου Κεφαλαίου του Σχεδίου αναφέρεται στη
βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων των κατοίκων, στην εξισορόπηση και στην
κατανομή των πόρων και των ωφελειών από την ανάπτυξη ως βασικών
προϋποθέσεων για βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή και στην
προώθηση πολιτικών άμβλυνσης των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού.
Συγκεκριμένα στο άρθρο αναφέρονται οι εξής αρχές:
1. Άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και καταπολέμηση των
φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού που έχουν χωρική διάσταση.
Ενσωμάτωση της ιδιαίτερης κουλτούρας και ταυτότητας των κοινωνικών
ομάδων και της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας των τόπων ως βάσεων για τη γόνιμη
επεξεργασία των μεταλλαγών και προκλήσεων της εποχής στην προοπτική
μιας ανοιχτής πολυσυλλεκτικής κοινωνίας.
α) ανάδειξη της πολυλειτουργικής και κοινωνικά πολυσυλλεκτικής
φυσιογνωμίας των συζυγικών μητροπολιτικών κέντρων Αθήνας – Πειραιά, ως
πολιτιστικού αγαθού που χαρακτηρίζει την ιστορική πορεία τους και
αποτυπώνει τις πολυδιάστατες σύγχρονες μεταλλαγές. Προσέγγιση των
πρακτικών προστασίας / διατήρησης και μέσα από το πρίσμα της πολιτιστικής
διαφοράς.
β) ενδυνάμωση της πολυ-λειτουργικότητας των κέντρων όλων των
βαθμίδων με χρήσεις που αποτείνονται ένα ευρύ φάσμα ομάδων διαφορετικής
ηλικιακής, οικονομικής και πολιτιστικής ταυτότητας
γ) αποφυγή στιγματισμού περιοχών και ανάδειξη ήπιων εργαλείων
διαχείρισης των τάσεων απαξίωσης / υποβάθμισης όπου καταγράφονται
δ) Υποστήριξη / προώθηση μορφών συνεργασίας, κοινωνικής
ενεργοποίησης, εθελοντισμού. Συμμετοχή σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων
και δράσεων ατόμων και ομάδων κοινωνικά ενεργών
ε) προώθηση πολιτικών για την καταπολέμηση των φαινομένων
κοινωνικού αποκλεισμού μέσα από στοχευμένα προγράμματα για τις
ιδιαιτέρως ευάλωτες ομάδες (άστεγοι, εξαρτημένα άτομα, ηλικιωμένοι) και τη
στήριξη τους με συστήματα αρωγής / ενίσχυσης που να απευθύνονται στις
διαφοροποιημένες ανάγκες τους (όπως διατροφής, πρόσκαιρης στέγασης,
υγείας, εκπαίδευσης/ μάθησης, διοικητικής μέριμνας). Δραστηριοποίηση και
υποστήριξη του εθελοντισμού ατόμων και ομάδων κοινωνικά ενεργών σε αυτή
την κατεύθυνση.

68
2. Καθορισμός της Γειτονιάς ως προνομιακού πεδίου για την άσκηση
ήπιας πολιτικής αναβάθμισης, τόσο του οικιστικού αποθέματος, όσο και της
τοπικής κοινωνικής ζωής
α) ενίσχυση ενός πολύπλευρου πλέγματος παρεμβάσεων μικρής
κλίμακας, για την ανασυγκρότηση τόσο του δημοσίου χώρου όσο και του
οικιστικού αποθέματος μέσω κατάλληλων σχετικών προγραμμάτων
β) άσκηση πολιτικών για την εξασφάλιση κοινωνικής κατοικίας ή
κατοικίας προσιτής τιμής, ειδικότερα για συγκεκριμένες ευάλωτες ομάδες του
πληθυσμού ή και στοχευμένες όπως νέοι και φοιτητές, σε καμιά περίπτωση
ανανέωσης του οικιστικού αποθέματος ή εφαρμογής προγραμμάτων μεγάλης
κλίμακας για την επανάχρηση κενού κτιριακού αποθέματος
γ) προώθηση τοπικού σχεδιασμού για την ένταξη των παρεμβάσεων
μικρής κλίμακας σε ένα ευρύτερο δίκτυο «οικολογικών διαδρομών» εστιών
τοπικού πρασίνου
3. Ισόρροπη χωρική κατανομή κοινωνικών εξυπηρετήσεων,
αναπτυξιακών έργων και επενδύσεων
α) πολιτικές για την αύξηση της προσπελασιμότητας από όλους με
Μέσα μαζικής Μεταφοράς και μορφές βιώσιμης κινητικότητας
β) βελτίωση του συστήματος αστικών υποδομών και αναβάθμιση των
παρεχόμενων υπηρεσιών (εκπαίδευση, υγεία, πρόνοια) για όλους τους
κατοίκους και ιδιαίτερα για τις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες
γ) προώθηση – παράλληλα με τις πολιτικές επαναχρήσεις του
κτιριακού αποθέματος – πολιτικών απασχόλησης τόσο κατά τη φάση
κατασκευής όσο και με την υποστήριξη εγκατάστασης νέων και καινοτόμων
λειτουργιών
δ) πολιτικές στήριξης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων
4. Προώθηση εργαλείων πολιτικής γης για τη διάχυση στην τοπική
κοινωνία και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο των ωφελειών που προκύπτουν
από την κατασκευή δημόσιων έργων υποδομής και από τη θεσμοθέτηση νέων
ή αυξημένων δυνατοτήτων αξιοποίησης των εδαφικών πόρων.

69
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

4. Η ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Ο ορισμός Αστική Αναγέννηση στο πλαίσιο της εδαφικής ανάπτυξης


σημαίνει μια ολοκληρωµένη στρατηγική διαμόρφωσης αστικού τοπίου για
κοινωνική συνοχή, οικονομική ανάπτυξη και ποιοτικό αστικό περιβάλλον.
Χαρακτηριστικά στοιχεία της Αστικής Αναγέννησης είναι η καινοτοµία, η
υιοθέτηση της θεώρησης «Περιοχή Πόλεων Εκµάθησης», η αναζήτηση
κατάλληλων οργανωτικών δομών που να διασφαλίζουν οριζόντιο και
κατακόρυφο συντονισμό, η συμμετοχή του πολίτη και η καρποφόρα
συνεργασία µε τον ιδιωτικό τοµέα113.
Για να καταδειχθούν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά επιλέχθηκε στην
παρούσα εργασία η πόλη της Γλασκώβης, ως παράδειγμα επιτυχημένης
εφαρμογής πρακτικών της Αστικής Αναγέννησης στο πλαίσιο της Εδαφικής
Ανάπτυξης. Ο ΟΗΕ στην αναφορά του για την ανάπτυξη των πόλεων σε όλο
τον κόσμο αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στον σημερινό κόσμο, η εθνική
ανάπτυξη συνδέεται µε την ανάπτυξη της πόλης. Οι αποδείξεις - ποιοτικές και
ποσοτικές- υποστηρίζουν το επιχείρημα ότι οι πόλεις μιας χώρας είναι το κλειδί
για τη συνολική κοινωνική πρόοδο, περιβαλλοντική αειφορία και οικονομική

113
Η αστική αναγέννηση ουσιαστικά αναφέρεται στην πολιτική εκείνη που περιλαμβάνει
παρεμβάσεις πολλών ειδών: οικονομικές και χρηματοδοτικές, αστική σύνθεση,
περιβάλλον, κοινωνικές και «κοινοτικές» διαστάσεις, απασχόληση, εκπαίδευση
και κατάρτιση, στέγαση. Περιλαμβάνει επίσης οριζόντιους άξονες: νομικές και θεσμικές
διαστάσεις της γης και της ανάπτυξης της, παρακολούθηση και αξιολόγηση των προ-
γραμμάτων αναγέννησης, θέματα οργάνωσης και διαχείρισης-λειτουργίας. Οι παρεμβάσεις
στον υφιστάμενο αστικό χώρο, που εστιάζονται στο φυσικό σχεδιασμό, προφανώς δεν
εξαντλούν το φάσμα των συνιστωσών της αστικής αναγέννησης. Στο πλαίσιο της αστικής
αναγέννησης, οι αναπλάσεις−που από τη φύση τους συνδέονται στενά με τη φυσιογνωμία
του δημόσιου χώρου της πόλης, παίζουν πολλαπλούς ρόλους, δεδομένου ότι σχεδόν το
σύνολο των προσδιοριστικών παραγόντων και επιδιώξεων της πόλης συνδέονται με τα
χαρακτηριστικά του αστικού δημόσιου χώρου. Βλ. Οικονόμου, Δ. (2004), «Αστική Αναγέννηση
και πολεοδομικές Αναπλάσεις», Τεχνικά Χρονικά 6, Μάιος-Ιούνιος, σσ.5-6, διαθέσιμο στην
ιστοσελίδα: www.portal.tee.gr/portal/page/portal/.../diminiaia.../ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ.pdf (τελευταία
ανάκτηση 15-12-2011)

70
βιωσιμότητα (economic viability)..... Η σφαιρική επιτυχία της χώρας
εναποτίθεται σε τοπικούς ώµους. 114
Μια σφαιρική και ολοκληρωμένη πολιτική αστικής ανάπτυξης πρέπει να
προωθεί αφενός την ανάπλαση του αστικού ιστού, αφετέρου την
πολυδιάστατη αναζωογόνηση της πόλης. Στην Γλασκώβη, η αστική
αναγέννηση χρησιμοποίησε πολιτικές αισθητικής παρέμβασης, αναβάθμισης
και αξιοποίησης του υπάρχοντος κτιριακού δυναμικού και των αστικών
στοιχείων, ενώ ταυτόχρονα έδρασε συμπληρωματικά µε πολιτικές οικονομικής
και κοινωνικής ανάπτυξης, ώστε τα αποτελέσματα να είναι πολλά και
ωφέλιμα για τους κατοίκους της.

4.1. Μελέτη Περίπτωσης: Η Γλασκώβη115

Η πόλη της Γλασκώβης έχει μακρά παράδοση στην αστική


ανασυγκρότηση για την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων αστικού
μαρασμού και χωρικής αστικής διάσπασης. Τις τελευταίες δεκαετίες, η πόλη
υπέστη έντονες διαφοροποιήσεις σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο και
βίωσε δραματικές αλλαγές στο φυσικό της περιβάλλον αλλά επιστράτευσε
όλες της τις δυνάμεις ώστε να καθορίσει ένα πλαίσιο δράσης που θα είχε ως
αποτέλεσμα αποτελεσματικές και ωφέλιμες διαρθρωτικές αλλαγές υψηλού
επιπέδου σε τοπικό επίπεδο. Οι προτεραιότητες που δόθηκαν σε αυτό το
Πλαίσιο Δράσης ήταν οι εξής:
• Στρατηγική για την προστασία και ανάδειξη του ποταμού Clyde,
συμπεριλαμβανομένης μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής μεταφορών.
• Ανάπλαση / αναδιάρθρωση βιομηχανικών περιοχών στον αστικό
ιστό.
• Ανάπτυξη «προτύπου- Γλασκώβης» για την αστική αναβίωση,
αντλώντας από τα υπάρχοντα εργαλεία και τεχνογνωσία

114
ΟΗΕ, (2001): State of the World Cities’ Report. UN publication 2001.
115
Όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στην εργασία σχετικά με την ανάπλαση της
Γλασκώβης βρίσκονται διαθέσιμα στο άρθρο: Σωτηριάδου, Β., (2005), Αστική Αναγέννηση, Η
καινοτομία για το αστικό περιβάλλον, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα
www.library.tee.gr/digital/m2045/m2045_sotiriadou.pdf (τελευταία ανάκτηση 04/12/2011).
Στην μελέτης της Σωτηριάδου εξετάζονται οι περιπτώσεις της Γλασκώβης και του Βερολίνου

71
• Υιοθέτηση των αρχών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και
Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ)116 για τη μητροπολιτική διακυβέρνηση (επιγραμματικά:
ειρμός, ανταγωνιστικότητα, συντονισμός, ισότητα, δημοσιονομική καθαρότητα,
ευελιξία, συνολική θεώρηση, ειδική αντιμετώπιση, συμμετοχή, διατομεακή
ολοκλήρωση πολιτικών, απόδοση αρμοδιότητας στο κατώτερο δυνατό
επίπεδο, αειφορία).117
Στη Γλασκώβη παρουσιάστηκαν πολλές οικονομικές, κοινωνικές και
περιβαλλοντικές ανάγκες και χρειαζόταν ένα καλό όραμα για να πετύχουν οι
στόχοι που τέθηκαν. Οι αρμόδιοι φορείς ανέπτυξαν υπεύθυνα αυτό το όραμα,
μέσα από μια σειρά επιτυχημένων συμβουλευτικών και συμμετοχικών
διαδικασιών. Η Γλασκώβη απέδειξε, όπως αναλύεται παρακάτω, ότι είχε την
ικανότητα να αναπτύξει µια επιχειρηματική προσέγγιση στη διαχείριση του
μέλλοντος της με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα. Δημιούργησε ένα είδος
«εργαστηρίου υλοποίησης», στηριζόμενου πάνω σε νέες ιδέες αν και πολλές
φορές αντιμετώπισε εμπόδια που δημιουργούνταν από το υπάρχον σύστημα
θεσμών και οργανισμών.
Στον αστικό σχεδιασμό η Γλασκώβη, όπως και κάθε πόλη που
στοχεύει στην αστική αναγέννηση, έπρεπε να λάβει υπόψη τις χωρικές της
δυνατότητες μέσα από μια καλώς μελετημένη και ολοκληρωμένη στρατηγική
που θα προωθούσε τον ανταγωνισμό. Η ανταγωνιστική χωροθέτηση
γενικότερα μπορεί να διαμορφώσει νέες προοπτικές επενδύσεων μεγάλων
έργων υποδομής και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Από τη μια πλευρά, η
ανταγωνιστική χωροθέτηση αναδεικνύει επίσης τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες
ενός τόπου, προσελκύοντας ανθρώπινο δυναμικό υψηλού επιπέδου στον
τομέα της βιομηχανίας, της γνώσης και του τουρισμού. Από την άλλη πλευρά,
η ανάγκη για περιβαλλοντική βιωσιμότητα επιβάλλει νέες προτεραιότητες για
τις ροές ατόµων, αγαθών και απορριμμάτων, ενώ η ανάγκη για
κοινωνική συνοχή οδηγεί σε νέες σκέψεις πάνω στην ποιότητα ζωής,

116
Διεθνώς ο Οργανισμός ονομάζεται Organization for Economic Co-Operation and
Development (OECD)
117
Παγώνης, Θ., (2009), Θέματα Αστικού σχεδιασμού, Σχεδιασμός και Ζητήματα
Διακυβέρνησης: Όψεις από το Παγκόσμιο, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα
www.courses.arch.ntua.gr/fsr/127489/parousiash.pdf (τελευταία ανάκτηση 04/12/2011)

72
πρόσβασης σε πόρους, υπηρεσίες και ευκαιρίες μέσα στην πόλη και την
περιφέρεια.
Στη Γλασκόβη η ιδέα ήταν μια πολυδιάστατη εδαφική προσέγγιση,
από την οποία θα εξαρτιόταν η βιωσιμότητα της που συμπεριλάμβανε α)
αστική ανασυγκρότηση, β) ανάπτυξη του κέντρου πόλης και γ) διαχείριση
των κύριων εδαφικών πλεονεκτημάτων. Ο ποταμός της πόλης αποτελεί
την πρώτη προτεραιότητα στο αστικό αλλά και το περιφερειακό αναπτυξιακό
σχέδιο. Οι έντονες κοινωνικές ανισότητες της Σκοτσέζικης πρωτεύουσας
αντιμετωπίστηκαν μέσα από την ανάπτυξη και τη σωστή διαχείριση του
ανθρώπινου δυναμικού και την προώθηση της ενδογενούς ανάπτυξης σαν
εργαλείο αλλαγής.
Αναγνωρίστηκε η ανάγκη να επιτευχθεί μια πολύμορφη σειρά
δραστηριοτήτων στον αστικό ιστό, ιδιαίτερα στις περιοχές που στόχο έχουν
να προσελκύσουν και να συγκρατήσουν δημιουργικές επιχειρήσεις
(πολυμέσων και σχεδιασμού) μέσα από καινοτόμες και ευέλικτες
προσεγγίσεις στους κανονισμούς χρήσεων γης. Παράλληλα έγινε μια αξιόλογη
προσπάθεια στον τομέα της δια βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης
(πρόγραμμα πρωτοβουλία Govan) σε ειδικότητες σχετικές µε ψηφιακές
τεχνολογίες, ώστε να διασφαλιστεί η σύνδεση του κοινωνικού πυλώνα του
προγράμματος με αυτόν του οικονομικού.
Η Γλασκώβη επεδίωξε να γίνει ένα Κέντρο Πόλης και Επιστήμης (City
Science facility) και έκανε ένα καλό σχεδιασμό αστικής αναγέννησης σε δυο
χωρικούς άξονες: ανατολικά, όπου βρίσκονταν τα εργοστάσια της και στο
κέντρο, στην παλαιότερη και φτωχότερη γειτονιά της πόλης, το οποίο
εξειδικεύτηκε στη βιοτεχνολογία και τα οπτικό-ηλεκτρονικά συστήματα. Το
πρόγραμμα της Αστικής Αναγέννησης της Γλασκώβης θέλησε να πετύχει
εκείνη την πολυ-λειτουργικότητα του αστικού ιστού που θα ευνοούσε την
ανάπτυξη δημιουργικών επιχειρήσεων (creative industry clusters),
προσφέροντας παράλληλα µια ποικιλία δραστηριοτήτων ζωής / εργασίας στο
πρότυπο του Σόχο του Λονδίνου, του Σίλικον Βάλλεϊ της Νέας Υόρκης και
του Κινγκ- Σπάντινα του Τορόντο.
Η αναπτυξιακή στρατηγική της Γλασκώβης, ξεκίνησε πρώτα από όλα
με την καταγραφή και ανάλυση των εδαφικών προτερημάτων κάθε περιοχής,
και των ειδικών δυνατοτήτων της (εδαφικό κεφάλαιο). Σκοπός του

73
σχεδιασμού αυτού είναι να δοθούν σε όλα τα μέρη της χώρας ίσες ευκαιρίες
να αναπτυχθούν, µε το δεδομένο ότι η ανάπτυξη δεν θα είναι ομοιόμορφη
αλλά εξειδικευμένη για κάθε περιοχή και θα ανταποκρίνεται στις δυνατότητες
και στις ανάγκες της. Κάθε πόλη που σχεδιάζει ένα πλάνο αστικής
αναγέννησης πρέπει να προσδιορίσει τα εδαφικά της προσόντα και να σκεφτεί
δημιουργικά και αποτελεσματικά πως αυτά τα προσόντα μπορούν να
συνδράμουν στην οικονομική και πολιτιστική της ανάπτυξη τόσο στο κέντρο
της πόλης όσο και στην περιφέρεια. Στην περίπτωση της Γλασκώβης ως
συνδετικός αναπτυξιακός άξονας αστικού κέντρου – πόλης – περιφέρειας
ορίστηκε ο ποταμός Clyde.
Η στρατηγική της αστικής αναγέννησης αντιμετωπίζει την επιλογή
μεταξύ δύο βασικών δρόμων: της χωρικής αποτύπωσης και της κοινωνικής
αποτύπωσης. Ο πρώτος δρόµος οδηγεί στον χωρικό διαχωρισμό μεταξύ
ανεπτυγμένων και στάσιμων περιοχών. Αυτός ο δρόμος δεν είναι βιώσιμος
διότι ευνοεί τον κοινωνικό αποκλεισμό. Εναλλακτικά, η στρατηγική της
κοινωνικής αποτύπωσης μπορεί να συνδυάσει µε επιτυχία την κοινωνική
ενσωμάτωση (µη αποκλεισµό - inclusion) µε την οικονομική
ανταγωνιστικότητα, διότι αναγνωρίζει ότι αν δεν αντιμετωπιστούν τα
σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, θα υποδαυλίσουν τελικά τη συνολική
ελκυστικότητα της περιφέρειας και της πόλης, για υψηλού επιπέδου
ανθρώπινο δυναμικό, επενδυτές και τουρισμό.
Για την ευρύτερη περιοχή της Γλασκώβης επελέγη η δεύτερη
λύση. Έτσι, έπρεπε να αντιμετωπίσει την αρμονική συνύπαρξη των πιο
φτωχών µε τις πιο πλούσιες περιοχές της πόλης, τη βελτίωση των
φυσικών συνδέσµων, την καλύτερη εσωτερική διασύνδεση του αστικού
ιστού και την ισότιμη προσβασιμότητα στις αναβαθμισμένες περιοχές. Η
στρατηγική ανάπτυξης είχε ως στόχο τα οικονομικά οφέλη να διαχυθούν σε
περιοχές που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας. Η
ανάπτυξη του άξονα / ποταµού Clyde θεωρήθηκε µία καλή ευκαιρία για
την επίτευξη αυτών των στόχων, µε την υιοθέτηση διατοµεακής
προσέγγισης πολιτικής κατοικίας, υγείας και εκπαίδευσης / κατάρτισης. Το
αποτέλεσμα τελικά της δράσης αυτής ήταν η επιτυχημένη σύνδεση του
οικονομικού µε τον χωρικό και τον κοινωνικό πυλώνα της πόλης.

74
4.2. Η Ολοκληρωμένη Ανάπλαση στην Ανατολική Γλασκώβη

Το πρόγραµµα Glasgow Eastern Area Renewal (GEAR) 118 ξεκίνησε


το Μάιο του 1976 µε τη συνεργασία του ∆ηµοτικού Συµβουλίου, του
Τοπικού Συµβουλίου του Strathclyde της Εταιρίας Κατοικίας και του
Ειδικού Οικιστικού Συνεταιρισµού, κάτω από το συντονισμό της Σκωτικής
Εταιρίας Ανάπτυξης (Scottish Developement Agency), που ασχολείται µε την
οικονοµική και περιβαλλοντική αναβάθμιση προβληματικών περιοχών.
Η πιο προβληματική περιοχή της πόλης ήταν η ανατολική. Μεταξύ των
ετών 1951 και 1978 γνώρισε πραγματική παρακμή µε συνεχείς εκκαθαρίσεις
(slums) και διάλυση της οικονομίας της. Ο πληθυσμός της περιοχής
σταδιακά μειωνόταν, αφού όλο και περισσότερος κόσμος εγκατέλειπε την
περιοχή: το 1951 υπήρχαν 151.000 κάτοικοι, το 1971 υπήρχαν 80.000 και το
1978 έμειναν 45.000. Ταυτόχρονα έκλειναν η Μεταλλουργία του Κλάϋντ
καθώς και πολλά εργοστάσια ελασμάτων, σωληνουργίας και
µηχανοκατασκευών που αποτελούσαν σημαντικό κομμάτι της οικονομικής
ανάπτυξης της περιοχής. Οι ασυντήρητες κατοικίες, τα κλειστά εργοστάσια,
τα εγκαταλειμμένα κτίρια κατοικίας και οι μεγάλες έρημες εκτάσεις έδιναν την
θλιβερή εντύπωση μιας λεηλατημένης πόλης. Ευρύτερος στόχος του
προγράμματος ήταν να αποκατασταθεί η κοινωνική αυτοπεποίθηση, να
συντονισθούν οι κατάλληλες δραστηριότητες για την ανάσχεση και
αντιστροφή των τάσεων μείωσης του πληθυσμού στην περιοχή και να
αποφευχθεί η κοινωνική και οικονοµική αποδιάρθρωση μέσα από ένα
συµµετοχικό πλαίσιο.
Το 1974, το ∆ηµοτικό Συµβούλιο αποφάσισε ότι η περιοχή είχε
απόλυτη ανάγκη δραστικής παρέμβασης και σε συνεργασία µε τους
κατοίκους, προχώρησε σε επεξεργασία προτάσεων που πήραν την τελική
τους µορφή το 1976. Με την έναρξη του προγράµµατος GEAR, το ∆Σ
µεταβίβασε γη στη Σκωτική Εταιρία Ανάπτυξης για έργα υποδοµής,

118
Το πρόγραμμα αναπτύσσεται στο: Λουκόπουλος, Δ., Πολύζος, Γ., Πυρπώτης, Γ., Τούντα,
Φ., (1990). Δυνατότητες και προοπτικές των Προγραμμάτων Ανάπλασης. Προτάσεις για ένα
νέο οργανωτικό σχήμα, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα
www.courses.arch.ntua.gr/fsr/112060/BLE_VIVLIO_diorthomeno.pdf (τελευταία ανάκτηση
05/12/2011)

75
περιβαλλοντικής ανάπλασης και κατασκευής νέων εργοστασίων, καθώς και
στον Ειδικό Οικιστικό Συνεταιρισµό για την ανάπτυξη περιοχών κατοικίας.
Οι οικιστικοί συνεταιρισμοί ανέλαβαν έργα ανάπλασης του υπάρχοντος
αποθέματος, καθώς και ανάπτυξης περιοχών κατοικίας.
Οι πολλαπλές στρατηγικές και οι διαφορετικές παρεμβάσεις που έγιναν
καθώς και οι διαφορετικές συνεργασίες που αναπτύχθηκαν για την Αστική
Αναγέννηση της πόλης ήταν στους παρακάτω τομείς:
1) Κατοικία. Το 70% των κατοικιών της περιοχής, που άμεσα ή έμμεσα
ανήκουν στο δηµόσιο τοµέα, αναπλάσθηκαν μαζί µε το γύρω περιβάλλον
τους. Η ανάπλαση περιελάμβανε στεγανοποιήσεις, µονώσεις, ανακαινίσεις
μπάνιων και κουζινών, νέες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, εγκατάσταση κεντρικής
θέρμανσης, τοποθέτηση νέων παραθύρων και τελειώµατα, καθώς και
διαµορφώσεις των πίσω αυλών και καθαρισµό των όψεων. Επιπλέον,
κτίσθηκαν άλλες 3.676 καινούργιες κατοικίες. Η προσέλκυση ιδιωτικών
επενδύσεων επιδιώχθηκε συστηματικά ώστε η εικόνα της βελτίωσης της
περιοχής να επιταχυνθεί άμεσα και ενθαρρύνθηκε η ιδιοκατοίκηση. Ο σκοπός
αυτής της πολιτικής ήταν η επανεπένδυση για γρηγορότερη ανάπτυξη του
προγράµµατος, ενώ πολλοί κάτοικοι, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα το
άντεχαν οικονοµικά, είχαν την ευκαιρία να γίνουν ιδιοκτήτες (Εικ. 31)
Σε επίπεδο φυσικού σχεδιασµού του περιβάλλοντος χώρου έγινε
συστηµατική προσπάθεια αναπαραγωγής αστικών προτύπων. Διατηρήθηκαν
οι έννοιες των συνεχών κτιριακών µετώπων και των εσωτερικών αυλών
καθώς και του οικιστικού πλέγµατος. Παράλληλα, αναπτύχθηκαν τα ελεύθερα
κτιριακά συγκροτήματα και οι βιομηχανικοί πύργοι που είχαν χρησιμοποιηθεί
κατά κόρον στην περίοδο της ανοικοδόµησης. Επίσης, εισήχθησαν νέοι
κτιριακοί τύποι και ποικιλία στα µεγέθη των κατοικιών. Αποτέλεσμα αυτής της
πολλαπλότητας στους τύπους κατοίκησης και τη µορφή / μέγεθος των
κατοικιών ήταν η κοινωνική µίξη των κατοίκων, που σταδιακά δημιούργησε τις
προϋποθέσεις για µεγαλύτερη σταθερότητα της περιοχής.
2) Βιοµηχανία. Η Σκωτική Εταιρία Ανάπτυξης έκανε επενδύσεις
αρκετών εκατομμύριων στερλινών µε σκοπό τη δηµιουργία μιας
σύγχρονης βιοµηχανικής υποδοµής. Οι επενδύσεις διατέθηκαν για τη
δηµιουργία βιοµηχανικών ζωνών αλλά και τον εκσυγχρονισµό των
βιοµηχανικών χώρων και τέλος, για την εκπαίδευση προσωπικού σε νέους

76
βιώσιµους τοµείς της παραγωγής. Αποτέλεσμα αυτής της πρωτοβουλίας
ήταν η προσέλευση επενδύσεων του ιδιωτικού τοµέα, οι οποίες
δημιούργησαν νέες µόνιµες θέσεις εργασίας. Φυσικά η παλιά βιοµηχανική
βάση της περιοχής δεν ήταν δυνατόν να αναβιώσει, αλλά ούτε και
επιθυµητό, εφόσον η στρατηγική της Αστικής Ανάπτυξης είχε ως στόχο την
αναβάθµιση του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος καθώς και την πιο
οργανική ένταξη της περιοχής στο πολεοδοµικό συγκρότηµα.
3) Εµπόριο. Κατά τη διάρκεια του προγράµµατος, οι αρχές
προσπάθησαν να βελτιώσουν τις παρεχόµενες εµπορικές εξυπηρετήσεις και
υπηρεσίες, έτσι ώστε η Ανατολική Γλασκόβη ν' αποκτήσει αντίστοιχες µε
αυτές του υπόλοιπου κέντρου και να υπερβεί το χαρακτήρα του γκέτο
βιοµηχανίας. Για το σκοπό αυτό, δηµιουργήθηκαν με ιδιωτικές επενδύσεις,
σύγχρονα εµπορικά κέντρα, στεγασμένα σε παλαιά βιομηχανικά κτίρια,
ορισµένα ενώ ταυτόχρονα, δόθηκε έµφαση και στην ανασύσταση του καθαρά
τοπικού εµπορίου. Σκοπός του νέου αυτού εµπορικού προφίλ ήταν η
προσέλκυση καταναλωτών από ολόκληρη την πόλη και αύξηση του
τοπικού εισοδήµατος µε ταυτόχρονη διατήρηση σηµαντικού αριθµού
θέσεων εργασίας στον εµπορικό τοµέα.
4) Αναψυχή και Διασκέδαση. Αναπλάσθηκε το παλιό πάρκο του
Helensleq και δηµιουργήθηκαν τρία νέα πάρκα σε παλιές βιομηχανικές
θέσεις. Επίσης, κατασκευάστηκαν ένα µεγάλο κέντρο αναψυχής και ένα
άθλησης. Κοντά σε αυτά, 11 µικρές αθλητικές εγκαταστάσεις, 12 παιδικές
χαρές και µικρά πάρκα διάσπαρτα στο σύνολο της περιοχής.
5) Περιβάλλον. Η διαµόρφωση υπαίθριου χώρου σε 150 σηµεία
(πάρκα, παιδικές χαρές, πεζόδροµοι) άλλαξε ριζικά τη μορφή της
περιοχής. Ακόμη, δηµιουργήθηκε ένα ολοκληρωµένο δίκτυο κίνησης των
πεζών και έγιναν πράσινες διαµορφώσεις µε φυτεύσεις ακόµη και σε άδεια
γη η οποία επρόκειτο να αναπτυχθεί µελλοντικά.
6) ∆ιαχείριση. Με την εξέλιξη του προγράµµατος, επιχειρήθηκε η
συνεχής ανάθεση τοπικών αρµοδιοτήτων, µε συµµετοχικές και συλλογικές
διαδικασίες. Για το σκοπό αυτό, οργανώνονταν συχνές επιχειρήσεις
πληροφόρησης του κοινού και επιµόρφωσης όσων στελέχωναν τα τοπικά
όργανα. Δημιουργήθηκε μια οµάδα στρατηγικού σχεδιασµού που
συμμετείχε στον έλεγχο υλοποίησης και στη θέσπιση νέων στόχων. Τα

77
κύρια προβλήµατα διαχείρισης ήταν η καλύτερη χρήση των πόρων µε
έµφαση στην αξιοποίηση του πλούτου της περιοχής, η διασύνδεση των
υπηρεσιών που παρείχαν οι διάφοροι φορείς ανάπτυξης µε τελικό στόχο τη
δηµιουργία ολοκληρωµένου τοπικού διαχειριστικού συστήµατος, η
εσωτερική αποκέντρωση αρµοδιοτήτων προς τις μικρότερες περιοχές και
τέλος, η διαφήµιση των πρόσφατων επιτευγµάτων και των ευκαιριών που
παρείχε η περιοχή για προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων.
Συνοπτικά, το πρόγραμμα είχε σαν αποτέλεσμα μια ολοκληρωµένη
αστική ανάπλαση, από τις µεγαλύτερες του είδους της στη ∆υτική Ευρώπη,
ενώ αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση για άλλες πόλεις που στράφηκαν
προς αυτή την κατεύθυνση. Τα οφέλη από τις στρατηγικές του προγράμματος
ήταν πολλαπλά, τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικο-πολιτιστικό
επίπεδο. Παρατηρήθηκε πληθυσμιακή ανάκαμψη. (περισσότερο από 15.000
κάτοικοι σε 10 χρόνια), αύξηση του αριθμού μονίμων θέσεων απασχόλησης
(τουλάχιστον κατά 5.000) και αυξανόμενη ζήτηση για κατοικία στην περιοχή
αυτή.
Μια από τις γνωστότερες βιομηχανικές περιοχές στη Γλασκόβη είναι η
περιοχή Dalmarnock, η οποία βρίσκεται βόρεια του ποταμού Clyde. Ο
ποταμός κυκλώνει τη νότια και ανατολική πλευρά της περιοχής, βόρεια της
περιοχής Dalmarnock βρίσκεται η περιοχή Parkhead, ενώ το Bridgeton και η
Dunn Street βρίσκονται βόρειο-δυτικά της. Η περιοχή κάποτε είχε πολύ βαριά
βιομηχανία. Η εταιρεία μηχανών του Sir William Arrol ήταν εγκατεστημένη στη
συμβολή των δρόμων Dunn Street και Baltic Street από το 1873. Από την
αρχή της εγκαθίδρυσης της ως εταιρεία παραγωγής boiler, η εταιρεία έγινε
αργότερα κατασκευαστική τεχνικών έργων. Ανάμεσα στις πολλές γέφυρες
που κατασκεύασε για ολόκληρη την Βρετανία ήταν οι Forth Railway Bridge και
Forth Road Bridge, η Humber Bridge και η London's Tower Bridge. Την
εταιρία αργότερα αγόρασε ο Clarke Chapman το 1969 μέχρι το 1986 που
έκλεισε. Στην Dalmarnock, εκτός του εργοστασίου υπήρχε επίσης ένας
μεγάλος σταθμός παραγωγής ενέργειας άνθρακα κοντά στην γέφυρα
Dalmarnock Bridge, ο οποίος χτίστηκε από την εταιρεία Glasgow Corporation
σε δυο χρονικές φάσεις, το 1920 και το 1926 για να κλείσει τελικά το 1977 από
το Συμβούλιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας της Νότιας Σκοτίας. Στο Παράρτημα 2

78
παρατίθεται το master plan για την περιοχή Clyde Gateway που βρίσκεται
στην Dalmarnock.119

119
Το master plan αναρτήθηκε από την ιστοσελίδα:
www.scotland.gov.uk/Resource/Doc/1031/0111853.pdf (τελευταία ανάκτηση 07/04/2012)

79
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

5. ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΕΙΦΟΡΙΑ

Ο όρος Αστικός Σχεδιασμός αναφέρεται σε όλα τα μέσα και όλες τις


παραμέτρους που χρησιμοποιεί ο αρχιτέκτονας ώστε να οργανώσει όσο το
δυνατόν καλύτερα τον κοινωνικό ιστό μιας περιοχής. Διακρίνονται κάποιες
μεγάλες κατηγορίες σχεδιασμού όπως είναι ο χωροταξικός, ο πολεοδομικός, ο
αστικός, ο αρχιτεκτονικός, ενώ υπάρχουν και οι επεμβάσεις στο σχεδιασμό
τοπίου120.
Η Αρχιτεκτονική σαν επιστήμη και τέχνη έχει την ευθύνη να εξασφαλίζει
ποιότητα ζωής, να οργανώνει την καθημερινότητα, να αναπτύσσει όλες τις
δυνατότητες (σωματικές και πνευματικές) του ανθρώπου, να ενθαρρύνει τις
σχέσεις ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας, να εκμεταλλεύεται ισότιμα τις
δυνατότητες του κοινωνικού ιστού χωρίς διακρίσεις (ΑΜΕΑ, ηλικιωμένοι, μικρά
παιδιά), να αποφεύγει την γκετοποίηση περιοχών λόγω πιθανής συνύπαρξης
πληθυσμών διαφορετικών υποβάθρων (φυλή, πολιτιστικό υπόβαθρο,
εισόδημα), να προβλέπει την ομαλή αφομοίωση όλων των πιθανών αλλαγών
στο πέρασμα του χρόνου (αυξομείωση του πληθυσμού, δυναμικές ανάπτυξης
εμπορίου, βιομηχανίας, τουρισμού, κ.α.), να οργανώνει έτσι το δίκτυο μέσων
μαζικής μεταφοράς, ώστε οι μετακινήσεις να είναι εύκολες και κάθε μέρος της
πόλης προσβάσιμο, να προβλέπει την εξέλιξη των χρήσεων που
αναπτύσσονται στις εκάστοτε περιοχές και την άμεση επίδραση που έχει το
περιβάλλον στην ψυχολογία του ατόμου.
Ο αστικός σχεδιασμός αναφέρεται περισσότερο σε τοπικό επίπεδο,
δηλαδή σε επίπεδο γειτονιάς. Οι αποφάσεις που παίρνονται κατά το
σχεδιασμό είναι αυτές που θα επηρεάσουν πιο εμφανώς τον άμεσα
περιβάλλοντα χώρο και το αστικό τοπίο που θα αντικρίζουν καθημερινά οι

120
Αστικός Σχεδιασμός και Αειφορία, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα
http://www.bioxorio.com/content/αστικός-σχεδιασμός-και-αειφορία, αναρτήθηκε στις
28/03/2011 (τελευταία ανάκτηση στις 05/12/2011)

80
κάτοικοι μιας γειτονιάς, μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής. Αυτό έχει
άμεσες επιπτώσεις στην οργάνωση της καθημερινής ζωής και φυσικά στην
ίδια την ψυχολογία του κάθε ατόμου χωριστά και κατ’ επέκταση του
κοινωνικού συνόλου.
Για να επιτευχθεί ένας σωστός και βιώσιμος αστικός σχεδιασμός, ο
οποίος θα βασίζεται στις σύγχρονες αντιλήψεις της αειφόρου ανάπτυξης,
κρίνεται απαραίτητο να ληφθούν υπόψη τα εξής: 1) προσαρμογή της μελέτης
στα τοπικά κλιματολογικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά 2) σεβασμός
στην τοπική παράδοση, στην ιστορία καθώς και στον πολιτισμό και την τοπική
κουλτούρα, 3) εξέταση του κοινωνικο-οικονομικού υπόβαθρου και των
πραγματικών αναγκών της συγκεκριμένης, κάθε φορά, κοινωνίας και
γεωγραφικής περιοχής121.
Για να επιτευχθεί ο στόχος της βιωσιμότητας θα πρέπει να υιοθετηθούν
οι αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού δηλαδή να επιχειρηθεί μίξη των
χρήσεων γης, να εφαρμοστούν οι αρμόζουσες πολεοδομικές πυκνότητες, να
οργανωθεί με αποτελεσματικό και λειτουργικό τρόπο το δίκτυο μετακινήσεων
(δρόμοι και συγκοινωνίες), να ιεραρχηθεί και να κατανεμηθεί σωστά το
πράσινο (αστικό και περιαστικό), να υπάρξει σεβασμός στη βιοποικιλότητα, να
διατηρηθεί η οικολογική ισορροπία και να επιλεγούν τα κατάλληλα υλικά που
θα χρησιμοποιηθούν κατά την πραγματοποίηση του σχεδίου122.
Συμπερασματικά, το αστικό περιβάλλον πρέπει να αντιμετωπίζεται από
τον Αρχιτέκτονα ως ένα ζωντανό κύτταρο που βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη και
διαμόρφωση μέσα στον χώρο και τον χρόνο, που στο κέντρο του βρίσκεται ο
άνθρωπος, έτσι ώστε η στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί στη
διαδικασία παραγωγής αστικού σχεδιασμού οφείλει να προσανατολίζεται στην
εξασφάλιση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων, στην πρόοδο και ανάπτυξη
της κοινωνίας και στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
Όσο αφορά το φυσικό περιβάλλον, ο αειφόρος σχεδιασμός μιας πόλης,
σύμφωνα με τις αρχές της οικολογικής δόμησης και της βιοκλιματικής
αρχιτεκτονικής είναι η δημιουργία ενός ελκυστικού και λειτουργικού
κοινωνικού περιβάλλοντος τόσο για τους κατοίκους, τους εργαζόμενους όσο

121
Αστικός Σχεδιασμός και Αειφορία, ό.π.
122
Αστικός Σχεδιασμός και Αειφορία, ό.π.

81
και τους δυνητικούς επισκέπτες, που θα μπορεί να προσφέρει καλή ποιότητα
ζωής και άνθηση της τοπικής οικονομίας με επίκεντρο την προστασία του
περιβάλλοντος123.
Το μοντέλο που υπόσχεται αειφόρο ανάπτυξη και καλύτερη διαχείριση
των φυσικών πόρων είναι το μοντέλο των οικισμών υψηλής πυκνότητας και
μικτής χρήσης γης. Η μικτή χρήση γης αποσκοπεί στην καλύτερη αξιοποίηση
των πλεονεκτημάτων της εγγύτητας, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι ανάγκες
μετακινήσεων μεταξύ κατοικίας, καταστημάτων και τόπου εργασίας. Σε μια
πόλη που οραματίζεται να χαρακτηριστεί «βιώσιμη» ή «αειφορική» ή
«πράσινη», ο αστικός σχεδιασμός οφείλει να περιλαμβάνει αρκετό χώρο
πράσινου και διάφορα πάρκα έτσι ώστε να υπάρχει οικολογική ποιότητα στην
περιοχή (βιοποικιλότητα, μικροκλίμα και ποιότητα ατμοσφαιρικού αέρα).
Στις τουριστικές περιοχές, σκοπός είναι να δημιουργηθούν οι
κατάλληλες συνθήκες και υποδομές για τη δημιουργία δραστηριοτήτων που
θα προωθούν τον οικοτουρισμό, δηλαδή την ανάδειξη των φυσικών πόρων
και των τοπικών προϊόντων αλλά και της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς
και ιστορίας.
Ένα βασικό συστατικό του αστικού σχεδιασμού που προσβλέπει στην
πράσινη ανάπτυξη είναι οι καινοτόμες μέθοδοι εξοικονόμησης πόρων και
ενέργειας, όπως κατοικίες χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης (ακόμα και
μηδενικής) που προσφέρουν βέλτιστες συνθήκες θερμικής και οπτικής
άνεσης, οικολογικά μέσα μεταφοράς (περπάτημα, ποδήλατο), καύσιμα
χαμηλής κατανάλωσης, η τηλεθέρμανση, η ενσωμάτωση τεχνολογιών
ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συστήματα ανακύκλωσης και
κομποστοποίησης. Ο σωστός καθορισμός των χρήσεων γης και η σωστή
χάραξη των οδών διαδραματίζει μεγάλο ρόλο στη βιωσιμότητα του δομημένου
περιβάλλοντος. Απαιτείται σωστός προσανατολισμός και ευθυγράμμιση έτσι
ώστε να αυξηθούν τα παθητικά ηλιακά συστήματα θέρμανσης124.
Οι βασικές αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού είναι αυτές α) του
ηλιασμού και αντίστοιχα της ηλιοπροστασίας, β) του αερισμού και της
123
Τριτοπούλου, Ε.(2011). Αειφόρος Σχεδιασμός Πόλης, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα
http://www.edem-net.gr/en/news/205-2011-05-13-12-12-54.html, αναρτήθηκε στις 13/05/2011
(τελευταία ανάκτηση 05/12/2011)
124
Τριτοπούλου, Ε. (2011), ό.π.

82
ανεμοπροστασίας, γ) του δροσισμού και των στοιχείων νερού και πρασίνου.
Κατά τη χειμερινή περίοδο, ο βιοκλιματικός σχεδιασμός στοχεύει στην
ελαχιστοποίηση των θερμικών απωλειών λόγω απωλειών κελύφους,
αερισμού και αγωγιμότητας, επιτρέποντας μόνο τον απαραίτητο αερισμό για
λόγους υγιεινής και στην μέγιστη εκμετάλλευση του θερμικού κέρδους από την
ηλιακή ακτινοβολία, μειώνοντας έτσι στο ελάχιστο την καταναλωμένη ενέργεια
για θέρμανση. Αντίστοιχα κατά τη θερινή περίοδο, ο βιοκλιματικός σχεδιασμός
επιτάσσει την ελαχιστοποίηση της θερμικής προσόδου από την ηλιακή
ακτινοβολία, τη βελτιστοποίηση των διαφόρων μεθόδων φυσικού δροσισμού,
με στόχο την ελαχιστοποίηση της απαιτούμενης ενέργειας για ψύξη.
Σύμφωνα με την Τριτοπούλου, στον αειφόρο σχεδιασμό των
αναπλάσεων των πόλεων θα πρέπει να ληφθούν υπόψη δέκα σημαντικά
σημεία125:
1. Η προστασία του περιβάλλοντος, με ορθολογική διαχείριση των
φυσικών πόρων, μέτρα για την εξοικονόμηση ενέργειας και εφαρμογή αρχών
βιοκλιματικού σχεδιασμού.
2. Η βελτίωση της λειτουργικότητας του αστικού χώρου, για την
εξυπηρέτηση των σύγχρονων αναγκών των κατοίκων του οικισμού.
3. Η δημιουργία και εξασφάλιση υψηλής ποιότητας δημόσιων και
κοινόχρηστων χώρων
4. Η σωστή δόμηση και ο έξυπνος σχεδιασμός δικτύων υποδομής
(δίκτυα αποχέτευσης- ύδρευσης, απορροής όμβριων, δίκτυα μεταφοράς και
διανομής γεωθερμικού συστήματος τηλεθέρμανσης), με σκοπό τη βέλτιστη
αισθητική και την οικονομία των κατασκευών μέσω κατάλληλων επιλογών
σχεδιασμού και κατασκευαστικών μεθόδων.
5. Βελτίωση Ενεργειακής Αποδοτικότητας (ανανεώσιμες μορφές
ενέργειας, συστήματα ενεργειακής διαχείρισης)
6. Η προώθηση καινοτομίας - ανάπτυξης επιχειρηματικότητας (νέες
τεχνολογίες)
7. Η ενίσχυση της τοπικής οικονομίας - αγοράς εργασίας / βελτίωση
ελκυστικότητας για ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων

125
Τριτοπούλου, Ε., (2011). ό.π.

83
8. Η βελτίωση της αστικής κινητικότητας, ο σωστός σχεδιασμός
υποδομών για την προώθηση ήπιων και φιλικών προς το περιβάλλον μορφών
μετακίνησης (πεζοπορία, ποδήλατο, ΜΜΜ), λαμβάνοντας ιδιαίτερη μέριμνα
για τα Άτομα με Αναπηρία (ΑμΕΑ).
9. Η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και η μείωση των κοινωνικών
εντάσεων με την εξασφάλιση των αναγκαίων προϋποθέσεων για την
ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας και επαφής των κατοίκων.
10. Η ορθολογική διαχείριση του ελεύθερου δημόσιου χώρου με
εξασφάλιση συνεχούς και επαρκούς συντήρησης, καθαριότητας, ασφάλειας
και ελέγχου οποιωνδήποτε μελλοντικών επεμβάσεων στο χώρο αυτό από
άλλους φορείς.

5.1. Πρακτικές για μια Βιώσιμη Πόλη

Μια βιώσιμη πόλη οργανώνεται έτσι ώστε όλοι οι πολίτες της να έχουν
τη δυνατότητα να καλύπτουν τις ανάγκες τους, να αυξήσουν το βιοτικό τους
επίπεδο χωρίς να καταστρέψουν το φυσικό περιβάλλον ή να χειροτερέψουν
τις συνθήκες ζωής των άλλων ανθρώπων στο παρόν ή στο μέλλον126.
Μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι οι μεγάλες πόλεις, ειδικά αυτές που
έχουν εκατομμύρια κατοίκους, είναι ένα είδος καρκινοειδούς οργανισμού, οι
οποίες δεν θα έχουν για πολύ μεγάλη βιωσιμότητα πάνω στη γή. Αυτές οι
υπερ-πόλεις δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελούν τον κανόνα,
έχουν γίνει όμως αναντίρρητα μια δεδομένη κατάσταση της σύγχρονης
πραγματικότητας. Από τη στιγμή όμως που υπάρχουν αποτελούν το σπίτι
εκατομμυρίων ανθρώπων και των οικογενειών τους, ακόμη και αν η ζωή μέσα
σε αυτές είναι πολύ δύσκολη, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι χώρες του 3ου
κόσμου, όπου οι συνθήκες κατοικίας, υγιεινής και διαβίωσης είναι στις
περισσότερες περιπτώσεις ακατάλληλες για κάθε άνθρωπο127.
Άλλοι ερευνητές όπως o Gilbert, θεωρούν ότι οι μεγάλες πόλεις
μπορούν να είναι πραγματικά ωφέλιμες για το παγκόσμιο περιβάλλον από τη

126
Girardet, H., (2001), Creating Sustainable Cities, (ed.) Green Books, Schumacher Society,
Bristol.
127
Girardet, H., (2001), σ. 62

84
στιγμή που ένας υπέρογκος αριθμός ανθρώπων βρίσκει στέγαση εκεί. Με
άλλα λόγια η θέση τους είναι ότι οι μεγάλες πόλεις χρησιμοποιούν τον χώρο
πολύ πιο αποτελεσματικά από ότι οι κάτοικοι μιας γεωγραφικής περιοχής που
κατοικούν διασκορπισμένα σε μικρής κλίμακας οικισμούς. Η πυκνή κατοίκηση
στις μεγάλες πόλεις προσφέρει λύσεις αποτελεσματικών χρήσεων ενέργειας
όσο αφορά τη θέρμανση, τις μεταφορές και τη παροχή διαφόρων υπηρεσιών.
Επίσης, τα συστήματα διαχείρισης απορριμμάτων και ανακυκλώσεων γίνονται
πιο εύκολα και πιο οργανωμένα στις μεγάλες πόλεις. Ακόμη υπάρχουν
δυνατότητες επαρκούς σίτισης, αφού η παραγωγή τροφίμων μέσα στις ίδιες
τις πόλεις και περιφερειακά, έχει τα κατάλληλα μέσα και οι πόλεις μπορούν να
εφοδιάζονται εύκολα και γρήγορα.128
Αυτή η θέση όμως του Gilbert πρέπει να εξετασθεί με μεγάλη προσοχή.
Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα καλύτερα παραδείγματα πόλεων
που δημιουργούν προγράμματα αειφόρου ανάπτυξης σε ότι αφορά τη
διαχείριση αποβλήτων, απορριμμάτων και αποθεμάτων ενέργειας αφορούν
σχεδόν αποκλειστικά πόλεις μεσαίου μεγέθους κλίμακας με μερικές
εκατοντάδες/χιλιάδες κατοίκους (Gothenburg, Helsinki, Freiburg, Portland,
Saarbruecken, Graz). Οι πόλεις των εκατομμυρίων κατοίκων αντιμετωπίζουν
πολλές και μεγαλύτερες δυσκολίες βιώσιμης ανάπτυξης. Στο μέλλον, που οι
δείκτες ανάπτυξης θα πέσουν και η κατάσταση θα αντιστραφεί, θα
παρουσιάσουν μια πτωτική εικόνα, όπως η Ρώμη 1.600 χρόνια πριν, ίσως όχι
τόσο δραματικά αλλά τόσο σίγουρα. Παρόλα αυτά, στις μεγαλουπόλεις ζει
εργάζεται και δραστηριοποιείται ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων και
για αυτό θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί κάθε αρνητικό αντίκτυπο στο φυσικό
περιβάλλον τους αλλά και κατ΄ επέκταση σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι
κεντρικές και τοπικές διοικήσεις σε όλο τον κόσμο πρέπει να εφαρμόσουν
αποτελεσματικές στρατηγικές βιώσιμης ανάπτυξης ώστε να μεταβληθούν οι
πόλεις σε βιώσιμες κατασκευές. Οι πρωτοβουλίες βιώσιμων πόλεων θα
πρέπει να έχουν ως επίκεντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του και θα πρέπει
να περιλαμβάνουν129:

128
Gilbert, R., Stevenson, D., Girardet, H., (1996), Making Cites Work: The role of local
authorities in the urban environment, (ed). Earthscan, London
129
Girardet, H., (2001), σ. 62

85
 καθαρή ατμόσφαιρα και νερό, σωστή παραγωγή υγιεινών τροφών
και καλές κατοικίες
 ποιοτική παιδεία, ενεργό πολιτισμό, καλή ιατρο-φαρμακευτική
περίθαλψη, καλές ευκαιρίες εργασίας και θέσεις απασχόλησης
 ασφάλεια στους δημόσιους χώρους και ελευθερία ιδεών και
έκφρασης
 σωστή αντιμετώπιση των αναγκών των ειδικών κοινωνικών ομάδων
(παιδιών, ηλικιωμένων και ΑΜΕΑ)

5.2. Ο Πολιτισμός της Αειφόρου Ανάπτυξης

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα


και κατ΄ επέκταση τα κοινωνικά, μπορούν να βρουν λύση μέσα από νέους
τρόπους διαχείρισης πόλεων και μέσα από δυνατή συλλογική συμμετοχή στη
διαδικασία της λήψης αποφάσεων και εφαρμογών. Οι πόλεις στη σημερινή
εποχή δεν έχουν βιωσιμότητα, (δηλαδή μέλλον) αν δεν μετατραπούν σε
κέντρα γνώσης. Αυτό σημαίνει γνώση για τον κόσμο και γνώση για τον
αντίκτυπο της δράσης του ανθρώπου σε αυτόν. Η μείωση των αρνητικών
επιπτώσεων σχετίζεται με την παιδεία, την πληροφόρηση, τη διάθεση και τις
ευκαιρίες συμμετοχής αλλά και την καλύτερη χρήση της τεχνολογίας. Αυτό
είναι ένα ζήτημα πολιτισμού και έχει να κάνει με το πως διαδίδεται η γνώση
από γενιά σε γενιά130.
Η πολιτιστική ανάπτυξη είναι μια κριτική πτυχή της βιώσιμης αστικής
ανάπτυξης που δίνει στις πόλεις την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν ολόκληρο
το δυναμικό τους ως κέντρα παιδείας, επικοινωνίας και δημιουργίας. Αυτό
όμως δεν μπορεί να γίνει αν δεν αλλάξουν οι πολιτιστικές αξίες των πόλεων,
να γίνουν πόλεις πολιτισμού και όχι πόλεις κινητοποιήσεων, να γίνουν χώροι
δημιουργίας, συμβίωσης και ποιοτικής ζωής, να γίνουν όμορφες, με μεγάλους
δημόσιους χώρους και κτίρια, συγχρόνως με λειτουργικά μέρη
επικοινωνίας131.

130
Girardet, H., (2001), σ. 70
131
Girardet, H., (2001), σ. 70

86
Η μεγαλύτερη ενέργεια των πόλων πρέπει να βρίσκεται και να κινείται
μέσα στην ίδια την πόλη και να παράγει τοπικά θαύματα ανθρώπινης
πολιτιστικής δημιουργίας. Το μέλλον των πόλεων εξαρτάται από την χρήση
των πλούσιων γνώσεων και ικανοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού τους και
μέσα σε αυτές τις γνώσεις συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και η περιβαλλοντική
γνώση. Οι πόλεις πρέπει να ενεργοποιήσουν τη γνώση των κατοίκων τους να
τους κινητοποιήσουν για να τις αναβαθμίσουν πολιτιστικά, να ομορφύνουν το
αστικό τους τοπίο και να απολαμβάνουν το περιβάλλον τους. Ταυτόχρονα δε
να μειώσουν τις αρνητικές συνέπειες πάνω του. Οι πόλεις είναι ότι είναι οι
άνθρωποι τους, αποτελούν καθρέφτη του πολιτισμού των ανθρώπων τους.
Όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν να δημιουργήσουν βιώσιμες πόλεις
τότε πρέπει να δημιουργήσουν ένα κατάλληλο πολιτισμικό πλαίσιο για αυτό το
σκοπό. Και αυτό το πλαίσιο προϋποθέτει μια αλλαγή στον τρόπο σκέψης και
στάσης ζωής. Οι άνθρωποι δημιούργησαν έναν ασταθή κόσμο ο οποίος
εκφράζεται μέσα από την υπερ-τεχνολογία, τις υπερ-πόλεις, τις υπερ-δομές
αλλά συγχρόνως και τις αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες. Έτσι, τα
οράματα και τα παραδείγματα προς μίμηση εναλλακτικών συστημάτων είναι
πλέον επείγουσας σημασίας. Χρειάζονται με άλλα λόγια νέες πρακτικές, νέος
τρόπος σκέψης βιωσιμότητας, ειρήνης και ατομικής ενδυνάμωσης. Δίνοντας
έμφαση σε πρακτικές λύσεις ανθρώπινης κλίμακας, μπορεί να επιτευχθεί η
ριζική αλλαγή των πόλεων και της αστικής κουλτούρας.132
Οι προσπάθειες που μπορούν να φέρουν ισορροπία μεταξύ των
ανθρώπων, των πόλεων και της φύσης χρειάζεται να συμπεριλαμβάνουν τα
εξής δεδομένα: την ολοκληρωτική συμμετοχή του ανθρώπου (σωματική,
νοητική, πνευματική), την επινόηση έργων μεγάλης διάρκειας, την εξασφάλιση
της κοινωνικής δικαιοσύνης, τον σαφή ορισμό κατάλληλων δράσεων, την
ενθάρρυνση της διαφορετικότητας, την ανάπτυξη μηχανισμών που θα
μπορούν να προβλέπουν τα αποτελέσματα των δράσεων και την εξασφάλιση
ότι η χρήση των φυσικών πόρων δεν θα επιφέρει ζημίες στο φυσικό
περιβάλλον.133

132
Girardet, H., (2001), σ. 71
133
Girardet, H., (2001), σ. 71

87
Επίσης είναι σημαντικό να προωθηθούν συνεργασίες σε εθνικό και
τοπικό επίπεδο καθώς και μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Ο
αστικός σχεδιασμός για να θεωρείται επιτυχημένος πρέπει να εξασφαλίζει την
κοινωνική συνοχή. Ζητήματα που αφορούν στο περιβάλλον, στα ανθρώπινα
δικαιώματα, στην ανέχεια, στον υπερ-πληθυσμό ή στη θέση της γυναίκας
πρέπει να βρίσκουν λύσεις ώστε η πόλη να είναι παραγωγική, ασφαλής,
υγιής, δίκαιη και βιώσιμη. Επομένως, η συλλογική συμμετοχή και η
εμπιστοσύνη στις τοπικές αρχές κρίνεται απαραίτητη στη λήψη αποφάσεων.
Για να ενισχυθούν οι τοπικές δημοκρατικές διαδικασίες είναι σημαντικό
να δημιουργηθούν διάφορες πρακτικές όπως forum στις τοπικές κοινωνίες,
σχεδιασμός δράσεων σε επίπεδο «γειτονιάς» και να υπάρχει ομοφωνία στις
αποφάσεις που παίρνονται. Με τη βοήθεια των νέων επικοινωνιακών
τεχνολογιών, η ευρεία συμμετοχή πολιτών μπορεί να ενσωματωθεί στη
στρατηγική λήψης των αποφάσεων. Η οικολογική και φιλική προς το
περιβάλλον αστική συμπεριφορά είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για τις πόλεις
του 21ου αιώνα, όχι μόνο σε ατομικό άλλα και σε συλλογικό επίπεδο, ακόμη
και σε επίπεδο μεταξύ πόλεων και βιόσφαιρας. Αυτή η ανάπτυξη δεν μπορεί
να υλοποιηθεί χωρίς να αλλάξει το σύστημα των αξιών των πόλεων και
ακόμη περισσότερο το σύστημα των εθνικών πολιτισμών με υιοθέτηση
καινοτόμων πολιτικών και οικονομικών πρακτικών.134.

134
Girardet, H., (2001), σ. 73

88
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στην παρούσα εργασία έγινε προσπάθεια να μελετηθεί το ζήτημα του


σχεδιασμού αρχιτεκτονικού τοπίου σε συνάρτηση με την αρμονική συνύπαρξη
του με το φυσικό περιβάλλον και την ισορροπημένη κοινωνική συνοχή μέσα
σε αυτό.
. Στο πρώτο κεφάλαιο προσεγγίστηκε, όσο το δυνατόν σφαιρικότερα, η
έννοια, η ταυτότητα, ο ορισμός και οι δυνατότητες του τοπίου, εξετάστηκαν οι
θεωρητικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις γύρω από αυτό και καταδείχθηκε η
σχέση του ανθρώπου τόσο με το φυσικό όσο και με το αρχιτεκτονικό
περιβάλλον. Συμπερασματικά, η έννοια του τοπίου, η ίδια του η ταυτότητα, με
βάση όλες τις αναλύσεις που παρουσιάσθηκαν μπορεί να συνοψισθεί στον
λακωνικό ορισμό του Ελευθεριάδη: τοπίο είναι η εντύπωση που αφήνει ένας
τόπος και αντίστροφα τόπος ή χώρος είναι ο φυσικός φορέας του τοπίου135.
Αυτός ο ορισμός είναι τόσο οικουμενικός όσο και προσωποκεντρικός αν
σκεφτεί κανείς ότι ένας τόπος μπορεί να δημιουργεί δέκα διαφορετικά τοπία
σε δέκα διαφορετικούς παρατηρητές.
Η ιστορία αποδεικνύει ότι μέσα στο χρόνο, το αρχιτεκτονικό έργο
συναντάται με ποικίλα θέματα, σύνθετα ή απλά, αλλάζει κλίμακα, μέγεθος,
χρήση και τόπο. Στην ιστορική αναδρομή της αρχιτεκτονικής, που εξετάσθηκε
στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάστηκαν βασικά αρχιτεκτονικά
χαρακτηριστικά, που είτε σταδιακά εξαφανίζονταν, είτε επανήλθαν σε
διάφορες χρονικές περιόδους. Αρχιτεκτονικές έννοιες και μορφές, διάφορα
υλικά και αρχιτεκτονήματα με συμβολικό χαρακτήρα διαγράφουν μια
εξελισσόμενη πορεία με συνεχείς και διαδοχικές μεταμορφώσεις ανάλογα με
τις ανάγκες των κοινωνιών.
Η ιστορική αναδρομή κατέδειξε επίσης ότι η εξουσιαστική δύναμη μέσα
στις πόλεις επηρέασε καθοριστικά τη χωροταξία, π.χ. όταν τα κέντρα
εξουσιασμού βρίσκονταν πάνω σε υψώματα, η χωροταξική δομή γινόταν
καμπυλωτά, ενώ η τετραγωνισμένη είναι χαρακτηριστικό νεότερων πόλεων.

135
Χασάναγας, Ν., (2010), σ. 24

89
Οι πόλεις παλαιότερα, συσπειρώνονταν γύρω από ένα πολιτικό ή
θρησκευτικό κέντρο εξουσίας και αποτελούσαν πρωτίστως ένα μέσο άσκησης
της πολιτικής δύναμης σε μαζική κλίμακα, παρά ένα χώρο λειτουργικής
συμβίωσης. Οι αστικοί υπαίθριοι χώροι, εκτός των κεντρικών πλατειών, ήταν
μια σπάνια πολυτέλεια. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι μεγάλοι κήποι
καθιερώθηκαν ως σύμβολο πλουτισμού, δύναμης και διαφοροποίησης των
αριστοκρατών, οι οποίοι φρόντιζαν να υπερτονίζουν την διαφορά της
κοινωνικής τους τάξης.
Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύθηκε η σημασία της κοινωνικής συνοχής μέσα
στο αστικό τοπίο. Συμπερασματικά, η κοινωνική συνοχή διατηρεί τις
ισορροπίες της και μια πόλη είναι βιώσιμη όταν είναι:
 ΔΙΚΑΙΗ, γιατί υπάρχει δικαιοσύνη, τροφή, στέγαση, εκπαίδευση,
υγεία και ελπίδα για όλους τους κατοίκους
 ΟΜΟΡΦΗ, γιατί η τέχνη, η αρχιτεκτονική και η διαμόρφωση του
φυσικού της τοπίου υποκινούν τη φαντασία και το πνεύμα των κατοίκων της
 ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ, γιατί οι νέες ιδέες και ο πειραματισμός ενδιαφέρουν
τους ανθρώπους της, οι οποίοι ενεργοποιούνται και αναζητούν αλλαγές για τη
βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους
 ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ γιατί η γνώση, η ενημέρωση η πληροφορία είναι
προσβάσιμη είτε σε προσωπικό επίπεδο είτε μέσω τεχνολογίας
 ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΙΚΗ, γιατί προστατεύεται το φυσικό περιβάλλον και
συνεργάζονται οι κοινωνίες της τόσο περιφερειακά όσο και κεντρικά
 ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ, γιατί υπάρχει μια ποικιλία δραστηριοτήτων μέσα
της που δίνει ιδιαίτερη ταυτότητα στη δημόσια ζωή της.
Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, που βοηθάει στην κοινωνική
συνοχή των κατοίκων μιας περιοχής και την άμβλυνση των κοινωνικών
διαφορών, έχοντας υπόψη τη σημαντικότητα που έχουν τα μνημεία και οι
μνημειακοί χώροι σε έναν τόπο, πρέπει να ληφθεί ακόμη υπόψη η κατανόηση
της τοπικής, πολιτιστικής κληρονομιάς, η διατήρηση της και η ανάγκη
δημιουργίας ενός θεμελιωμένου αιτήματος για την επέκταση της. Μια τέτοια
στρατηγική μπορεί να φέρει τις πόλεις σε καλύτερες εποχές ευημερίας και σε
συνθήκες ουσιαστικής ποιότητας ζωής.

90
Με το μοντέλο των κηπουπόλεων τον 19ο αιώνα, ο Howard
οραματίστηκε ποιοτικές, οικολογικές πόλεις, με κοινωνική συνοχή και αρμονία
με το περιβάλλον, κοινωνικά και χωροταξικά ιδανικές. Στις σύγχρονες όμως
κοινωνίες, αρκετά έχουν αλλάξει από την εποχή του Howard. Πολλά από αυτά
που οραματίστηκε και περιέγραψε έγιναν πραγματικότητα. Στον ελληνικό
τόπο σημαντικά στοιχεία από αυτά που κάποτε δημιουργήθηκαν στα πρότυπα
του, κινδυνεύουν να χαθούν ή έχουν ήδη χαθεί. Εξαιτίας αυτών των απωλειών
υπάρχει τώρα μια στοχευμένη, μοντέρνα αλλά και ελπιδοφόρα προοπτική
αναζωογόνησης, για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, προσιτή για τους
περισσότερους και όχι να απευθύνεται μόνο στις ανώτερες τάξεις και να είναι
αποκλειστικό προνόμιο των αριστοκρατιών. Σε κάθε περίπτωση, με το
παράδειγμα της Αθήνας που δόθηκε στο τρίτο κεφάλαιο διαφαίνεται καθαρά
το ρ΄ηγμα στην κοινωνική συνοχή που σταδιακά προκάλεσαν οι χωρίς
πρόγραμμα στρατηγικές και οι άστοχες χωροταξικές παρεμβάσεις.
Από την παρούσα μελέτη προκύπτει ότι η αρχιτεκτονική ως τέχνη και
επιστήμη έχει καθήκον να προβάλει, αναδείξει, ανατρέψει ή μεταμορφώσει
έναν τόπο, αφού πρώτα μελετήσει, κατανοήσει και αξιοποιήσει τις βασικές του
ιδιαιτερότητες και το πνεύμα του. Είναι πολύ σημαντικό κάθε αρχιτεκτόνημα
να έχει θετική απήχηση στη ζωή των ανθρώπων ώστε να ολοκληρώνεται
μέσα στον χρόνο και να μην χαθεί στη σύγχυση και τον εκφυλισμό.
Το παράδειγμα της Γλασκώβης στο τέταρτο κεφάλαιο αποτελεί ένα
καλό παράδειγμα πολεοδομικών παρεμβάσεων σε ένα τμήμα του
υφιστάμενου αστικού ιστού της πόλης και συγκεκριμένα στην πρώην
βιομηχανική, εγκαταλελειμμένη, περιοχή της, στην ανατολική πλευρά. Το
ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση ήταν, οι υφιστάμενες αξίες της
βιομηχανικής περιοχής, οι οποίες διέθεταν μια δυναμική κοινωνικής και
πολιτιστικής μνήμης για την πόλη, να ενσωματωθούν με τις νέες αξίες και τις
προκύπτουσες ανάγκες της εξέλιξης του τρόπου ζωής στη Γλασκώβη.
Όσο αφορά τον αστικό σχεδιασμό της, ελήφθησαν υπόψη όλα τα
χαρακτηριστικά της βιομηχανικής περιοχής, η κλίμακα, η ταυτότητα, το
ιστορικό υπόβαθρο και οι φυσικοί οικονομικοί παράγοντες. Το έργο
ανάπλασης της βιομηχανικής περιοχής συνοδεύτηκε από ένα ολοκληρωμένο
μοντέλο αναβάθμισης της, με παράλληλα κύρια και συνοδευτικά έργα
υποδομών (εθνικά / τοπικά, δημόσια / ιδιωτικά), τα οποία υλοποιήθηκαν μέσω

91
ελεγκτικών διαδικασιών, περιβαλλοντικών ορών και περιορισμών. Διαφάνηκε
έντονα η ανάγκη ικανοποίησης, όχι της κάλυψης πρωτογενών πληθυσμιακών
αναγκών τοπικού επιπέδου, αλλά η ικανοποίηση ευρύτερων τάσεων, όπως
είναι η ψυχαγωγία, η έκφραση ιδεών, η πολιτιστική δραστηριότητα και η
αθλητική παιδεία. Ο στόχος για αστική αειφορία τελικά επιτεύχθηκε και ο
καλός σχεδιασμός της Γλασκώβης αποτέλεσε αφενός το βασικό εργαλείο για
τη επίτευξη της βέλτιστης χρήσης ενός πολύ ιδιαίτερου χώρου αλλά και
παράδειγμα προς μίμηση.
Στο πέμπτο κεφάλαιο καταδείχτηκε πως οι σύγχρονες κοινωνίες
προστάζουν ένα νέο τρόπο προσέγγισης του αστικού σχεδιασμού, με
απλοποιημένες αρχιτεκτονικές μορφές και καθαρότητα εννοιών και υλικών για
τον χώρο και τον άνθρωπο. Οι νέες τάσεις διαμορφώνονται με την κριτική των
σύγχρονων μεγάλων έργων της αρχιτεκτονικής τοπίου και με βάση τις
οικολογικές ανησυχίες των ανθρώπων που ζουν στις μεγαλουπόλεις. Ο
μοντέρνος τρόπος σκέψης χωροταξικού σχεδιασμού έχει ως στόχο να
συμβάλλει στην προστασία και αποκατάσταση του περιβάλλοντος, στη
διατήρηση των οικολογικών και πολιτισμικών αποθεμάτων και στην ανάδειξη
των γεωγραφικών, φυσικών, παραγωγικών και πολιτιστικών πλεονεκτημάτων
μιας χώρας. Ο αστικός σχεδιασμός προστάζει επίσης την ενίσχυση της
διαρκούς και ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης μιας χώρας
και της ανταγωνιστικής παρουσίας της, όχι μόνο σε τοπικό και εθνικό επίπεδο
αλλά και στον ευρύτερο, τον εκτός συνόρων περίγυρο της. Επίσης, ο
σύγχρονος αστικός σχεδιασμός οφείλει να προγραμματίζεται με γνώμονα την
κοινωνική συνοχή στο σύνολο του πολεοδομικού χώρου, ιδίως στις περιοχές
που παρουσιάζουν προβλήματα αναπτυξιακής υστέρησης, έντονες κοινωνικές
διαφοροποιήσεις και περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Ο άνθρωπος επιθυμεί να συνδέσει το τοπίο του με την ομορφιά, την
ευχαρίστηση και την απόλαυση, να διαμορφώσει τον χώρο του με ποιότητα
ζωής. Εκφράζεται δηλαδή η επιθυμία μέσα στα σύγχρονα πολιτιστικά τοπία
για αειφόρο ανάπτυξη και βιωσιμότητα. Αυτή η κοινωνική επιθυμία είναι μια
διεκδίκηση του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στην ταχύτατη αλλαγή του
καθημερινού του περιβάλλοντος, ώστε τα σύγχρονα αστικά τοπία να μην
αποτελούν πια οικονομικά υποπροϊόντα, αλλά προϊόντα ενός συνετού

92
πολεοδομικού σχεδιασμού και προσεχτικών αρχιτεκτονικών στρατηγικών για
μια βιώσιμη ανάπτυξη για όλους.
Παρά το πέρασμα των χρόνων, των αλλαγών και των εξελίξεων και
παρά την παράλληλη ανάπτυξη άμεσα σχετιζόμενων ιδεών όπως η οικολογία
και η περιβαλλοντολογική συνείδηση, το κεντρικό κομμάτι που συνηγορεί στην
υπεράσπιση της ιδέας της αειφόρου ανάπτυξης χρήζει άμεσες προτάσεις και
λύσεις. Το πως μπορεί να υλοποιηθεί η αειφόρος ανάπτυξη στις
τσιμεντουπόλεις και να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των ανθρώπων είναι μια
επίκαιρη προβληματική των σύγχρονων κοινωνιολογικών, αρχιτεκτονικών και
πολεοδομικών μελετών.
Η αειφόρος ανάπτυξη είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον πολιτισμό. Τον
21ο αιώνα οι πόλεις οφείλουν να γίνουν κέντρα πολιτισμού να είναι
αποτελεσματικές στη διαχείριση της ενέργειας και των φυσικών πόρων,
φιλικές και ανθρωποκεντρικές, καλλιτεχνικά ελκυστικές και δημοκρατικές και
τέλος να συντελούν στην έξυπνη χρήση του ανθρώπινου δυναμικού τους.
Παράλληλα, οι κάτοικοι των αστικών περιοχών οφείλουν να αλλάξουν τη
στάση τους προς το αστικό τους τοπίο, όσο αφορά τη διαχείριση τόσο του
ιδίου όσο και του περιβάλλοντος του .
Επιλογικά, ο σωστός αστικός σχεδιασμός, που έχει στόχο την αειφόρο
ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα, υπηρετεί πιστά τις ανάγκες του κοινωνικού
συνόλου, ανταποκρίνεται στις επιθυμίες του, προάγει τον πολιτισμό και την
ισορροπημένη λειτουργία της κοινωνίας, εκφράζει το πνεύμα της εποχής,
παρέχει ένα ασφαλές, ευχάριστο και ενδιαφέρον περιβάλλον για τον
πληθυσμό, μέσα στο οποίο θα μπορεί να εξελίσσεται το φαινόμενο της ζωής
δίχως να αποκόπτεται από τη μητέρα φύση.

93
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Ανανιάδου - Τζημοπούλου, Μ. (1997), Αρχιτεκτονική τοπίου,


Σχεδιασμός Αστικών Χώρων, Κριτική & Θεωρία Σύγχρονες Τάσεις Σχεδιασμού
Τοπίου, Τόμος Α΄, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη

Βαρνάς, Φ., (1979) Επίδραση Κοινωνικών παραγόντων στην


Αρχιτεκτονική ανα τους Αιώνες, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη

Δεσποτόπουλος, Ι. (1997), Η Ιδεολογική δομή των πόλεων,


Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, ΕΜΠ, Αθήνα

Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Τεύχος 1ο, Αρ. Φύλλου 30, 25/02/2010,


Νόμος Υπ. Αριθμό 3827: «Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου»,
Chapter I-General Provision, Article 1 – Definitions, p. 378

Κυριακίδου – Νέστορος, Α. (1974), « Σημάδια του τόπου ή η λογική του


ελληνικού τοπίου», Λαογραφικά Μελετήματα (1975), εκδ. Ολκός, Αθήνα, σ.
15-40

Μαλούτας, Θ., (2008) «Κοινωνική Κινητικότητα και στεγαστικός


διαχωρισμός στην Αθήνα: Μορφές διαχωρισμού σε συνθήκες περιορισμένης
στεγαστικής κινητικότητας» στο: Εμμανουήλ, Δ., Ζακοπούλου, Ε.,
Καυταντζόγλου, Ρ, Μαλούτας, Θ., Χατζηγιάννη, Ε., Κοινωνικοί και Χωρικοί
Μετασχηματισμοί στην Αθήνα του 21ου αιώνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών
Ερευνών, Αθήνα

Μανωλίδης, Κ., Γούλα Μ, Δοξιάδης, Θ. (2003), Ωραίο, Φριχτό και


Απέριττο Τοπίο, Οργανώσεις και Προοπτικές του Τοπίου στην Ελλάδα, εκδ.
Νησίδες

94
Μπαμπορόου, Φ., (1982), Η Τέχνη του Ισλαμισμού, μτφρ. Μ.
Κωστοπούλου, εκδ. Ντουντούμης, Αθήνα

Μπούρας, Χ., (2001), Ιστορία της αρχιτεκτονικής, Αρχιτεκτονική στο


Βυζάντιο, το Ισλάμ και τη Δυτική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα, Τόμος Β΄, εκδ.
Μέλισσα, Αθήνα

Μωραΐτης, Κ. (2005), Το Τοπίο, Πολιτιστικός Προσδιορισμός του


Τόπου, εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα

ΟΗΕ, (2001): State of the World Cities’ Report. UN publication 2001.

Ράπτη, Γ., (1994), Αρχιτεκτονική – Περιβάλλον και Πολιτική, Η Πολιτική


Φιλοσοφία Σήμερα, Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία, Τομέας Φιλοσοφίας
Πανεπιστημίου Κρήτης εκδ. Καρδαμίτσα (ανάτυπο), Αθήνα

Τερζόγλου, Ν.Ι.,(2006), Ιστορία – Μνήμη - Μνημείο και Εμπειρία


Χώρου, (επιμ.) Σ. Σταυρίδη εκδ. Αλεξάνδρεια, σσ. 261-291, Αθήνα

Τερκενλή, Θ.Σ., (1996), Το Πολιτισμικό Τοπίο: Γεωγραφικές


Προσεγγίσεις, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα

Τσαλικίδης, Ι. (2008), Αρχιτεκτονική Τοπίου, Εισαγωγή στη θεωρία και


στην Εφαρμογή, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη,

Φατούρος, Δ., (2005), Κατάλογος Σημειώσεων, Αρχιτέκτονες 49

Χασάναγας, Ν, (2010). Κοινωνιολογία Τοπίου, εκδ. Παπασωτηρίου,


Αθήνα

Ψημμένος I., (2004), «Μετανάστες και κοινωνικός αποκλεισμός στη


σύγχρονη πόλη: η περίπτωση της Αθήνας», Γεωγραφίες, 7, σσ. 65-82.

Ξενόγλωσση

95
Brenner N. & Theodore N., (2002), «Cities and the geography of ‘actual
existing neo-liberalism» , Antipode, 34 (3), pp. 349-379.

Burgess, G., (1979), “La croissance de la ville. Introduction à un projet


de recherche”, dans Y. Grafmeyer, I. Joseph (dir.) L’École de Chicago, Paris,
Aubier, pp. 131-147

Castan – Broto, V. Tabbush, P., Burningham, K., Elghali, L., Edwards,


D. (2007), «Coal Ash and Risk: Four Social interpretation of a Pollution
Landscape», Landscape Research 32 (4), 481- 497

Giedion, S., (1978), Espace, Temps, Architecture, Vol. I., Denoel /


Gonthier, Paris, p. 152,

Gilbert, R., Stevenson, D., Girardet, H., (1996), Making Cites Work:
The role of local authorities in the urban environment, (ed). Earthscan, London

Girardet, H., (2001), Creating Sustainable Cities, (ed.) Green Books,


Schumacher Society, Bristol.

Heigegger, M (2008), Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσαι, εκδ. Πλέθρον,


Αθήνα (διάλεξη)

Kopp, A., (1976), Πόλη και Επανάσταση, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα

Lefebvre, H. (1991), The production of space, Blackwell, Oxford

Leontidou L., (1990), The Mediterranean city in transition, Cambridge,


Cambridge University Press.

Maloutas T., Karadimitriou N., (2001), «Vertical social differentiation in


Athens. Alternative or complement to urban segregation? », International
Journal of Urban and Regional Research, 25/4, pp. 699-716.

96
Norberg-Schulz, C. (1971), Existence, Space and Architecture, Studio
Vista, London

Norberg-Schulz (2009), Genius Loci, Το Πνεύμα του Τόπου, μτφρ. Μ.


Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, ΕΜΠ, Αθήνα

Ritter, J. (2004), Το Τοπίο: Η Λειτουργία του αισθητικού στη νεότερη


κοινωνία, εκδ. Ποταμός, Αθήνα

Sassen S. (1991), The global city, Princeton, Princeton University


Press

Scarre, C. (2002), Τα Εβδομήντα Θαύματα του Κόσμου, τα Μεγάλα


Μνημεία και πως κατασκευάστηκαν, μτφρ. Δ. Γεδεών, εκδ. Γ.Β. Βασδέκης,
Αθήνα

Simmel, G., Ritter J.& Gombrich, E.H., (2004), Το τοπίο, εκδ. Ποταμός,
Αθήνα

Wester – Herber, M. (2004), «Underlying concerns in land use


conflicts, the role of place, identity in risk perception», Environmental Science
& Policy 7, pp.109-116

Ηλεκτρονικές Παραπομπές

Αστικός Σχεδιασμός και Αειφορία, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα:


http://www.bioxorio.com/content/αστικός-σχεδιασμός-και-αειφορία,
αναρτήθηκε στις 28/03/2011 (τελευταία ανάκτηση στις 05/12/2011)

Η αρχαία Αγορά της Αθήνας, πολεοδομικό σχεδιάγραμμα διαθέσιμο


στην ιστοσελίδα: www.el.wikipedia.org/wiki/Αρχαία_Αγορά_της_Αθήνας,
τελευταία τροποποίηση 26/03/2012, (τελευταία ανάκτηση στις 07/04/2012)

97
Η Ρωμαϊκή Αγορά, ψηφιακή αναπαράσταση διαθέσιμη στην
ιστοσελίδα: www.en.wikipedia.org/wiki/Roman_Forum, τελευταία
τροποποίηση 26/03/2012, (τελευταία ανάκτηση στις 07/04/2012)

Η σχέση «Κηπούπολης» με το Αστικό Κέντρο (Howard), διαθέσιμο


στην ιστοσελίδα:
http://parallhlografos.wordpress.com/2011/04/16/κηπουπόλεις-ιστορία-από-
το-μέλλον. (τελευταία ανάκτηση 12-12-2011)

Λουκόπουλος, Δ., Πολύζος, Γ., Πυρπώτης, Γ., Τούντα, Φ., (1990),


Δυνατότητες και προοπτικές των Προγραμμάτων Ανάπλασης. Προτάσεις για
ένα νέο οργανωτικό σχήμα, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα:
www.courses.arch.ntua.gr/fsr/112060/BLE_VIVLIO_diorthomeno.pdf
(τελευταία ανάκτηση 05/12/2011)

Οικονόμου, Δ. (2004), «Αστική Αναγέννηση και πολεοδομικές


Αναπλάσεις», Τεχνικά Χρονικά 6, Μάιος-Ιούνιος, σσ.5-6, διαθέσιμο στην
ιστοσελίδα:
www.portal.tee.gr/portal/page/portal/.../diminiaia.../ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ.pdf
(τελευταία ανάκτηση 15-12-2011)

O Μεγάλος Ναός των Ατζέκων, καλλιτεχνική αναπαράσταση διαθέσιμη


στην ιστοσελίδα www.nepohualtzintzin.blogspot.com/2011/04/templo-
mayor.html, αναρτήθηκε στις 03/04/2011 (τελευταία ανάκτηση 05/04/2012)

Παγώνης, Θ., (2009), Θέματα Αστικού σχεδιασμού, Σχεδιασμός και


Ζητήματα Διακυβέρνησης: Όψεις από το Παγκόσμιο, διαθέσιμο στην
ιστοσελίδα: www.courses.arch.ntua.gr/fsr/127489/parousiash.pdf (τελευταία
ανάκτηση 04/12/2011)

98
Ρυθμιστικός Νόμος Αθήνας 2021, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα:
http://www.naspor.gr/downloads_various/neo_rythmistiko_athinas_2021.pdf
(τελευταία ανάκτηση 04/12/2011)

Σωτηριάδου, Β., (2005), Αστική Αναγέννηση, Η καινοτομία για το αστικό


περιβάλλον, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα:
www.library.tee.gr/digital/m2045/m2045_sotiriadou.pdf. (τελευταία ανάκτηση
04/12/2011).

Τριτοπούλου, Ε., (2011). Αειφόρος Σχεδιασμός Πόλης, διαθέσιμο στην


ιστοσελίδα: http://www.edem-net.gr/en/news/205-2011-05-13-12-12-54.html,
αναρτήθηκε στις 13/05/2011 (τελευταία ανάκτηση 05/12/2011)

Clyde Gateway, Dalmarnock, Γλασκώβη, Masterplan, διαθέσιμο στην


ιστοσελίδα: www.scotland.gov.uk/Resource/Doc/1031/0111853.pdf (τελευταία
ανάκτηση 08/04/2012)

Regenerating Neighborhoods in Partnership, Entrust Report στο:


www.ensure.org/entrust/Case_Studies/Entrust_Final_Report.pdf (τελευταία
ανάκτηση 07/04/12)

99
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΩΝ

ΕΙΚ. 1. Τοπίο Νείλου

ΕΙΚ. 2. Οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας

ΕΙΚ. 3. Το Ανάκτορο της Κνωσού

100
ΕΙΚ. 4. Αναπαράσταση της εσωτερικής αυλής στο ανάκτορο της Πύλου. Σ' αυτή την αυλή,
που ήταν ανοικτή, έβλεπαν οι επιβλητικές προσόψεις (κιονοτές στοές, εξώστες ) με την
πλουσιότατη διακόσμηση. Αριστερά, ύστερα από το πρόθυρο, υπήρχε η αίθουσα του θρόνου.

ΕΙΚ. 5: Η Αγορά της Αθήνας κατά την κλασική εποχή (400 π.Χ)
Πηγή: www.el.wikipedia.org/wiki/Αρχαία_Αγορά_της_Αθήνας

1. Ποικίλη Στοά
2. Βασίλειος Στοά
3. Στοά του Διός Ελευθερέου
4. Ναός του Ηφαίστου
5. Νέο Βουλευτήριο
6. Θόλος
7. Νότια Στοά Ι
8. Νομισματοκοπείο
9. Περίβολος Δικαστηρίου

101
ΕΙΚ. 6. Η Αγορά της Αθήνας κατά την Ελληνιστική εποχή
Πηγή: www.el.wikipedia.org/wiki/Αρχαία_Αγορά_της_Αθήνας

1. Οπλοστάσιο
2. Μητρώον
3. Μεσαία Στοά
4. Νότια Στοά ΙΙ
5. Ανατολικό Κτίριο
6. Αιάκειον
7. Στοά Αττάλου

ΕΙΚ. 7. Τρισδιάστατη αναπαράσταση της Ρωμαϊκής Αγοράς κατά την Αυτοκρατορική Εποχή
Πηγή: www.en.wikipedia.org/wiki/Roman_Forum

102
ΕΙΚ.8. Εσωτερικό Αγίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη

EIK.9. Ιερός Ναός Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκη, εξωτερική ΒΔ πλευρά

103
ΕΙΚ. 10. Μέγα Τέμενος, Δαμασκός, Συρία

ΕΙΚ.11 Τέμενος Ισφαχάν, Ιράν

104
ΕΙΚ. 12 Τοπκαπί Σεράι, Κωνσταντινούπολη

ΕΙΚ.13. Μαυσωλείο Ταζ Μαχάλ, Βόρεια Ινδία

105
ΕΙΚ.14. Duomo, Μιλάνο (γοτθικός ρυθμός)

ΕΙΚ.15. Μάτσου Πίτσου των Ίνκας, Περού

106
ΕΙΚ.16. Ο Μεγάλος Ναός Ατζέκων και λοιπά τελετουργικά κτίρια μέσα στο χώρο της
Τενοχτιτλάν, (καλλιτεχνική αναπαράσταση)
Πηγή: www.nepohualtzintzin.blogspot.com/2011/04/templo-mayor.html

ΕΙΚ.17 Villa d’ Este, Tivoli, Ρώμη

107
ΕΙΚ.18. Villa Lante, Bagnaia, Ιταλία

ΕΙΚ. 19. Piazza del Popolo, Ρώμη

108
ΕΙΚ.20. Villa Garzoni, Lucca

EIK.21. Villa Dona dale Rose, Βενετία

109
ΕΙΚ.22. Βερσαλλίες, άποψη των κήπων

ΕΙΚ.23. Fontana di Trevi, Ρώμη

ΕΙΚ.24 Περίπτερο μέσα στους Κήπους Zhuozheng στο Suzhou, Jiangsu

110
ΕΙΚ. 25. Castle, Howard, Yorkshire, Αγγλία

ΕΙΚ.26. Chiswick House, Middlesex, Αγγλία

111
ΕΙΚ.27. Bath, Somerset, Αγγλία

ΕΙΚ.28. Central Park, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.

112
ΕΙΚ.29. Woodland Cemetery, Στοκχόλμη, Σουηδία

ΕΙΚ.30. Antoni Gaudi, Ναός, La Sagrada Familia, Βαρκελώνη

113
ΕΙΚ. 31: Προσόψεις κατοικιών του προγράμματος ανάπλασης της Γλασκώβης
Πηγή: Regenerating Neighborhoods in Partnership, Entrust Report στο:
www.ensure.org/entrust/Case_Studies/Entrust_Final_Report.pdf (τελευταία ανάκτηση
07/04/12)

114
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

Clyde Gateway - MASTER PLAN

Πηγή: www.scotland.gov.uk/Resource/Doc/1031/0111853.pdf

To masterplan (ρυθμιστικό σχέδιο) ανάπλασης της περιοχής Clyde


Gateway που βρίσκεται μέσα στην ευρύτερη περιοχή Dalmarnock της
μητροπολιτικής Γλασκώβης, καλύπτει μια έκταση 990,000 τ.μ. Ο
μεταβιομηχανικός χαρακτήρας της τοποθεσίας Clyde Gateway
συμπεριλαμβάνει τις υποδομές ενός ιστορικού σιδηρόδρομου που καλύπτει
σχεδόν το 20% της περιοχής και αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της
πολιτιστικής κληρονομιάς της Γλασκώβης, ενώ παράλληλα κάποια παλιά έργα
επεξεργασίας νερού στη νοτιοδυτική πλευρά είναι από τα ελάχιστα
λειτουργικά στοιχεία της περιοχής που έχουν απομείνει.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η περιοχή υπόκεινται σε αλλαγές, κυρίως
στην ανατολική πλευρά της και αυτές οι αλλαγές είναι αποτέλεσμα
επενδύσεων που γίνονται για την φιλοξενία αθλητικών αγώνων το 2014 (2014
Commonwealth Games). Το πλάνο “Clyde Gateway Character and Values”
κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2009 και παρέχει τις καλύτερες πρακτικές οδηγίες

115
και συμβουλές για κάθε στάδιο στους σχεδιαστές και προγραμματιστές του
masterplan.
Αυτές οι βασικές οδηγίες είναι το αποτέλεσμα συνεργασίας της
αναπτυξιακής εταιρείας Clyde Gateway URC, του Δημοτικού Συμβουλίου της
Γλασκώβης, της Σκοτσέζικης Εταιρείας Ύδρευσης, της Σκοτσέζικης
Περιβαλλοντικής Εταιρίας και του Πράσινου Δικτύου Εταιρικής Σχέσης της
Γλασκώβης με την περιοχή Clyde Valley. Επίσης παρουσιάζεται εκεί μια
συνολική αξιολόγηση και μια έκθεση σχεδιασμού με το Τοπικό Πρόγραμμα
Στρατηγικής Ανάπτυξης του ανατολικού άκρου της πόλης (East End Local
Development Strategy - EELDS). Αυτό το χωροταξικό πλαίσιο πολιτικής
συνδέει την απαίτηση έργων για νερό με εκείνη για «χώρο πρασίνου και
δικτύων διακίνησης».
Η περιοχή Clyde Gateway έχει μερικά βασικά χωροταξικά
χαρακτηριστικά όπως είναι ο ποταμός Clyde και η διέλευση από εκεί της οδού
East End Regeneration Route (EERR). Το Πρόγραμμα αντιπροσωπεύει μια
σημαντική επένδυση υποδομών στην περιοχή και δημιουργεί έναν σημαντικό
αντίκτυπο στην κατανόηση της δυναμικής του χώρου. Το Πρόγραμμα άρχισε
το Μάρτιο του 2009 συνδέοντας τον δρόμο M8 στα βόρεια με την επέκταση
του δρόμου M74 στα νότια, με σκοπό να δημιουργήσει τα θεμέλια πάνω στα
οποία θα γινόταν η τοπική αναμόρφωση. Αυτό το προηγούμενο έργο
υποδομών σε συνδυασμό με τους απαιτητικούς περιορισμούς της τοποθεσίας
εξαιτίας της φυσικής της υδρολογίας, οδήγησαν σε ένα masterplan που
επικεντρώνεται στην πρόκληση δημιουργίας μιας «ολοκληρωμένης αστικής
υποδομής» που θα λειτουργεί ως βάση για μια μοναδική προσέγγιση
αναπτυξιακού σχεδιασμού και τη δημιουργία μιας τοποθεσίας παραγωγής
νερού από το διερχόμενο ποτάμι.
Οι υποδομές μετριάζονται από τη στρατηγική τοποθέτηση ενός
πράσινου δικτύου κατά μήκος των κύριων «διαδρόμων» της τοποθεσίας, με
τέτοιο τρόπο που καθιστούν την ανοικοδόμηση άλλων κτιρίων αδύνατη. Οι
διαδρομές που συντάσσονται με τα πράσινα δίκτυα είναι πολύ σημαντικές
στην ολοκληρωτική επιτυχία του masterplan, και συνδέονται με ευρύτερες
πρωτοβουλίες αναπτυξιακών προγραμμάτων όπως τα ‘Glasgow Core Paths
Plan’ και ‘Green Network Strategy’. Επιπλέον, σκοπό έχουν τη δημιουργία
μιας αστικής τοποθεσίας, ολοκληρωτικά ενσωματωμένης σε μια ευρύτερη

116
αστική περιοχή, διατηρώντας ταυτόχρονα τη δική της ταυτότητα και μια
ξεχωριστή αίσθηση στο χώρο.

117

You might also like