Professional Documents
Culture Documents
την ύπαιθρον τής Ρεθυμνης. Καί φαίνεται οτι 6 θρύλος είς την προ-
κειμένην περίπτωσιν δεν άφίσταται τής άληθείας. Είς άπογραφήν των
Ρεθυμνιακών χωρίων τοϋ έτους 1658, κατσχωρισθεΐσαν είς τον δια-
σωθέντα μοναδικόν τουρκικόν κώδικα τοΰ 'ιεροδικείου Ρεθυμνης, ου-
δεμία μνεία γίνεται τής κώμης Άρτος *4, ενώ καταγράφονται ολα σχε
δόν τα πέριξ αυτής χωρία.
Έκ τών είς Άρτον ναΐσκων δ προς βορράν είναι ό'λως ήρειπωμέ-
νος. Πιθανώτατα ήτο παλαιότερος τών άλλων, ως μαρτυρούν τα ένα-
πομείναντα ολίγα λείψανα εκ τών τοιχογραφιών του. Τό μεσαΐον ναΰ-
δριον, μεγαλύτερον δλων, διέσωζε μέχρι τού 1945 ενδισφέρουσαν πρό-
σοψιν, ή οποία βραδύτερον κατέρρευσεν. Ό νοτιώτερος ναΐσκος, τι
μώμενος επ’ όνόματι τοΰ αγίου Γεωργίου (Πίν. Α', είκ. 1), διατηρεί
ται εις καλήν σχετικώς κατάστασιν και ήτο εσωτερικούς κατάγραφος,
«άγιόχτιστος» κατά την φράσιν τών περίοικων. Αί τοιχογραφίαι. του
θά παράσχουν κυρίως τό θέμα είς την παρούσαν μελέτην.
A. ΚΤΙΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΓΡΑΦΗ
ςυρδόμειον ακόμη καί σήμερον είς τάς πέριξ τοϋ Άρτου κοινότητας δτι 70
άνδρες αυτού κατά τήν εποχήν τής άλώσεώς του έφερον τό δνομα Μιχαήλ.
4) Triv πληροφορίαν οφείλω είς τόν διευθυντήν τοΰ Τουρκικού ’Αρχείου
Κρήτης κ. Νικ. Δίταυρινίδην, τόν όποιον ευχαριστώ. Κατά τόν ίδιον είς τήν
περιφέρειαν Ρεθυμνης, δπως εξάγεται έκ τού μνημονευθέντος ανωτέρω τουρκι
κού κωδικός, έσημειώθη κατά τούς πρώτους χρόνους τής Τουρκοκρατίας σοβά-
ρά δράσις χαΐνηδων, υποκινούμενων από τούς Ενετούς τής Σούδας. Δέν αποκλείε
ται λοιπόν δ Άρτος νά ΰπέθαλπε τοιαύτην κίνησιν καί δι’ αύτό κατεστράφη ΰπό
των Τούρκων. Μέ τήν άποψιν τοϋ κ. Σταυρινίδη συμφωνεί ή παράδοσις καί!’
ήν ό Χουσειν πασάς εν έτος περίπου μετά τήν έκπόρθησιν τοϋ Ρεθύμνου έπανήλ-
θεν είς Άρτον, έξεπολιόρκησε καί κατέστρεψε τό χωρίον. Οΰτε δ’επετράπη ΰπό
τής ’Οθωμανικής εξουσίας είς μεταγενεστέρας γενεάς ή άνίδρυσις οικίας έν τφ
χωρίιρ καί ή έγκατάστασις οίουδήποτε συνοικισμού (βλ. Κρητ. Αστέρα, σ. 212).
*) Αί φράσεις «Άνακαινίσ&η καί ΐσνορήΰη· απαντούν καί είς αλλας Χρι"
στιανικάς έπιγραφάς τής Κρήτης. Βλ. π. χ. τήν επιγραφήν τοϋ 'Αγίου Γεωρ
γίου (1401) τής Απάνω Βιάνου (Gerola, ένθ’ άνωτ. σ. 575), τής 'Αγίας Εί'
ρήνης (1362) Κουρνά (αύτόθι σ. 431), τής Θετόκου (1359 - 1360) είς Περαχώρι
των Παληών Ρουμάτων Κισάμου (αυτόθι σ. 415).
6) Βλ. έπισεσυρμένην άπόληξιν ονόματος ευρισκομένου είς τό τέλος άλλης
Κρητικής επιγραφής τοϋ έτους 1488 παρά Gerola, ένθ·’ άνοιτ. σ. 471. Είς
τό σχεδίασμα τής επιγραφής τοϋ Άρτοΰ ό Gerola δέν σημειοί τήν άπόληξιν
ώς όντως έχει.
7) Βλ. τό ΰπό τοϋ Gerola, ένθ’ ανωτέρω, παρατιθέμενου σχεδίασμα τής
έπιγραφής.
οποίων μάλιστα μερικοί έζων είς εποχήν προγενέστερον τοΰ ναοΰ. Δέν άναφέ-
ρεται όμως πόθεν οΰτοι κατήγοντο Τδ 1299 είς έκτέλεσιν ώρισμένων διατά
ξεων τής συνθήκης τοΰ ’Αλεξίου Καλλιέργη άπηλλάγησαν τής δουλοπαροικίας
οί Γεώργιος, ’Ιωάννης καί Βασίλειος Καλογερέας. Βλ. Κ. Δ. Μ έ ρ τ ζ ι ο υ,
Ή συνθήκη 'Ενετών - Καλλέργη καί οί συνοδεύοντες αυτήν κατάλογοι, Κρητ.
Χρονικά, Γ', 1949, σσ. 275, 276. Είς τούς ίδιους καταλόγους άναφέρονται καί
οί Νικόλαος, Κώστας καί Θεοχάρης Κσλογερέας (σ· 283).
Οικογένεια Καλογερέα μνημονεύεται καί βραδύτερον είς τόν «κατάλογον
τών Κρητικών οίκων Κέρκυρας», τόν δημοσιευθέντα ύπό τοΰ Σ π υ ρ. Λάμ
πρου (Ν. Ε., 10ος, 1913, σσ. 449 - 456). Κατά τόν κατάλογον ή οικογένεια
δέν άνήκεν είς τούς nobili Cretensi di Rettimo, άλλ’ είς τούς ciitadini ori-
gitiari di Rettimo. Διά τόν κατάλογον αυτόν βλ. τήν μελέτην τοΰ Μ. Μ α-
νούσακα, Ή παρά Trivatl άπογραφή τής Κρήτης (1644) καί ό δήθεν κα
τάλογος τών Κρητικών οίκων Κέρκυρας, Κρητ. Χρον. Γ', 1949, σ. 35 κέξ. Πα
ρά Trivan μνημονεύεται τδ όνομα τής οικογένειας ύπό τόν τύπον Calogiera.
Εις τήν πρόσοψιν παρά την Β.Δ. γωνίαν ή δίρρυτος στέγη διακό
πτεται διά νά ύψωθή τό μονόλοβον ιίωδωνοστάσιον.
Παράθυρα ό ναΐσκος εχει δύο, απλά, ορθογώνια, εν ε!ς έκάστην
των μακρών πλευρών του. Τό άνοιγόμενον έπ'ι τοΰ νοτίου τοίχου προ
φανώς επεσκευάσθη εις χρόνους μεταγενεστέρους.
'Ως δάπεδον τής εκκλησίας χρησιμεύει έν πολλοΐς ό φυσικός βρά
χος
Ή αγία Τράπεζα pivat κτιστή, συνεχόμενη μετά τοΰ βράχου, ό
όποιος έμεινεν αλάξευτος ό'πισθεν αυτής εις τό μεταξύ τής Τραπέζης
καί τής άψΐδος διάστημα. 'Ως Πρόθεσις τέλος χρησιμεύει παχεΐα πλάξ
έσφηνωμένη εις τήν Β.Α. γωνίαν τοΰ νιιοΰ.
Γ. ΓΡΑΠΤΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ
I. ΑΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
1. Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
15) ’Εκ ιών σκηνών τοΰ Δωδεκαόρτου οέν σώζονται δ Μυστικός Δειπνος
καί ή Μεταμόρφωσις. Απολειπόμενα ίχνη επιτρέπουν νά ΰποθέσωμεν ότι ό
Μυστικός Δειπνος ΰπήρχεν είς θέσιν τής όποιας ό γραπτός διάκοσμος κατε-
στράφη.
1β) Κατά τόν G. Millet (Recherches sur Ρ iconographie de P Evan-
gile, Paris 1916 o. 43 - 44) «les Slaves ... a Γ exemple des OrientauXj
aiment a raconter P mfini detail des souffrances humaines du Sauveur».
Καί είς τήν βασιλικήν τών Σερβίων (12ου αί.) είκονίζονται πολλαί σκηναί
άπό τά Πάθη τοΰ Χριστοΰ κατ’ έπίδρασιν τής χριστιανικής Ανατολής καί δή
τής Καππαδοκίας (Α. Ξυγγοπούλου, Τά μνημεία τών Σερβίων, Άθήναι,
1957 σ. 66 κέξ.).
Καί είς άλλον ναόν τής Κρήτης, Παναγίαν τήν Γκουβερνιώτισσαν, ζωγρα-
φείται λεπιομερειακώς ή ιστορία τοΰ Πάθους (Μ. Chatzidakis, Rap
ports entre la peinture de la Macedoine et de la Crete au XlVe siecle,
Πεπραγμένα τοΰ Θ' διεθνούς βυζαντινολ. Συνεδρίου Θεσσαλονίκης, Τόμ. Α',
Άθήναι 1954, σ. 141).
·7) Κατά ιόν Συμεών τόν Θεσσαλονίκης (Ρ. G. 155, σιήλαι 869, 872,
Έρώι. ΙΘ", «Atari πολναταϋριον ή αάκκον ου φοροΰοιν επίσκοποι; Και ιι έι·δί
νονται, τί βλαβερόν») «πολναταϋριον δε ον φοροΰοιν επίσκοποι, δτι τής τελειοτέ-
οας τοντο τάξετος.... Και πρώτοι μεν οί πατριάρχαι καί οί τών αρχιεπισκόπων ε
ξαίρετοι..., Μέσοι δε μητροπολΐται πάντες, οΐ τα πολυσταυρία ένδιδνοκονται, τού
τον μαρτυρούντες εσταυρωμένον τοΐ; φαινολίοις, καί ον μετά οάκκον. Τελευταίοι δε
ο! επίσκοποι, διά τον ωμοφορίου, καί μόνον τό πάδος Χριοτοϋ τό διά οτανροϋ
φανεροΰντες».
‘ή Π. Τρεμπέλα, Ai τρεις Λειτουργίαι κατά τούς έν Άθήναις κιόδι·
κας, Άθήναι, 1935, σ. 27.
19) Βλ. Α. Ό ρ λ ά ν δ ο ν, Α.Β.Μ.Ε. Δ', 1938, σ. 75 καί G. Millet,
La vision de Pierre d’ Alexandrie, Melanges Ch. Diehl, II, Paris 1930,
σ. 106. Τό θέμα τοΰ Μελισμοΰ, έμφανιζόμενον ήδη τόν 13ον αί. είς τόν “Α
γιον Νικόλαον τοΰ Μελε^ίκου (Ant. Stransky. Les mines de T eglise
de St. Nicolas a Melnic, Atti del V Congresso internazionale di studi bi-
zantini, IT, Roma 1940, σ. 424 καί είκ. CXXXVIII) είναι κατά τόν Κ. Κ α
λοκύρη ν (Αί Βυζαντινοί τοιχογραφίαι τής Κρήτης, Άθήναι 1957, σ. 98)
λίαν αγαπητόν εν Κρήτη.
20) Καί εις τοιχογραφίας της Παντανάσσης τοϋ Μυστρά υπάρχει παρόμοιον
κόσμημα (G. Millet, Monuments byzantins de Mistra, Paris, 1910 πίν.
146). Κεφαλήν ζώου ώς κόσμημα τοίχου συναντώμεν και είς φορητήν εικόνα
τής αγίας Παρασκευής (Walter F e 1 i c e 11 i—L i e b e n f e 1 s, Geschi.
chte der byzantinischen Ikonenmalerei, Olten —Lausanne, 1956, πίν. 125).
27) Περί χειρομάκτρων κατά τούς Βυζ· χρόνους, βλ. Φ. Κουκουλ έ, Βυ
ζαντινών βίος καί πολιτισμός, Ε', Athenes 1952, σσ. 145, 146.
28) Ό πίναξ κατά τόν Φ. Κουκουλέν (ένθ’ άνωτ. σσ. 150 · 151), πίνα
κας καί νϋν λεγόμενος είς τήν Βιάννον τής Κρήτης (αυτόθι).
29) ’Εντός τοϋ κύκλου, δν διαγράφει έκαστον κολύριον, είναι εγγεγραμμέ
νος σταυρός. Είς τήν Γκρατσάνιτσαν άντί κολυρίων έχουν παρατεθή τρεις
στρογγύλοι άρτοι επί έκαστου τών όποιων έχει σημειωθή σταυρός (J. Stefa-
nescu, L’ illustration des Liturgies dans l’art de Byzance et de 1Ό-
rient, Bruxelles, 1936, σ. 159 καί είκ. CXVI1I).
81) "Οταν ό ’Αβραάμ έφιλοξένησε τούς αγγέλους «προς tfj δρνΐ tfj Μαμ-
βρϋ» ή "Αγαρ ήδη είχε γεννήσει έξ αύτοΰ τόν ’Ισμαήλ (Γεν. ιστ', 15). Οί άγ
γελοι προανήγγειλαν εις τήν Σάραν τήν γέννησιν τοϋ ’Ισαάκ Μετά τήν γέννη-
σιν αύτοΰ ή γηραιά μήτηρ έζήτησεν άπό τόν πατριάρχην νά εκδιώξη τήν "Αγαρ
καί τόν υιόν της, όπερ έγένετο (κα', 10 κέξ.). "Ισως ό άγιογράφος είκονίζει
τήν δούλην άνήσυχον, οίονεί προαισθανομένην δτι ή άφιξις τών ξένων προμη-
νύει δΓ αυτήν δυσάρεστα.
82) Άλλαχοΰ νέος φονεύει τό θύμα πρό τής τραπέζης (Βλ. Μ. Alpatov,
La Trinite dans Γ art byzantin et Γ icone de Roublev, Ijchos d’ Orient,
XXVI, 1927, a. 176 είκ. 32 κ. ά.). ’Ενίοτε σφάττει τό ζώον ό ίδιος δ ’Αβραάμ
(Μ. Alpatov, ενθ’ άνωτ., σελ. 178 είκ. 35 καί G. Millet, Broderies
religieuses de style byzantin, Paris, 1947, είκ. CLXX)·
,3) Πίλον σχεδόν δμοιον φέρει εις των φίλων τοΰ ’Ιώβ είς μικρογραφίαν
τού ύπ’ άριθ 135 ελληνικού χειρογράφου τής Έθν. Βιβλιοθήκης τών Παρι-
σίων (A. G r a b a r, Miniatures byzantines de la Bibliotheque nationale,
Paris. 1939, πίν. 63.
Όμοιους πίλους ουναντφ τις καί είς τοιχογραφίαν ιής Κριτσάς (Βλ. Κ.
Καλοκύρη, ενθ’ άνωτ πίν. LXXIV2).
34) Είς πρώτην άνάγνωσιν διακρίνονται αί συλλαβαΐ ΠΙί. Έκ δευ-
τέριις όμως φροντίδος διαπιστοΰται δτι περί τόν αριστερόν πόδα τοΰ πί υπάρ
χουν λείψανα κύκλων τοΰ γράμματος φϊ. Περαιτέρω γραμμή κυματοειδής συν-
δέουσα τόν δεξιόν πόδα τ.ιΰ υποτιθεμένου πί πρός ,τό ιώτα σχηματίζει τό
γράμμα νΰ. "Ωστε κατά πάσαν πιθανότητα υπό τήν συντομογραφίαν κρύπτεται
ή λέξις Φιλοξενία.
8δ) Τήν ιδίαν θέσιν, υπέρ τήν αψίδα, κατέχει ή Φιλοξενία είς τήν Περί
βλεπτον τοΰ Μόστρα, άλλα καί είς πολλούς ναούς τής Κρήτης (Βλ. Μ. Χα-
τξ’ηδάκην, Τοιχογραφίες στήν Κρήτη σ. 64 καί Κ. Κ α λ ο κ ύ ρ η ν, ενθ
άνωτ. σ. 95).
86) A. Grabar, L,a peinture religieuse, σ. 99 καί J. Stef an esc Ui
ένθ’ άνωτ. σ. 159.
8I) Π. Τρεμπέλα. ενθ’ άνωτ/σ. 193.
88) Πεντηκοστάριον, εκδ. 4η, Ένετίησιν 1875, σ. 6α.
89) Ώρολόγιον τό μέγα, έκδ. Βενετίας, 1891, ’Ακολουθία τοΰ ’Ακαθίστου
ΰμνου σ. 428.
Βλ. καί §σμα τής 21 Νοεμβρίου (Μηναίον Νοεμβρίου, εκδ. Βενετίας 1845,
τροπάριον γ’ τής ε' φδής, δου κανόνος) <Την πολυώνυμον καί περίδοξον, αμω-
μον δάμαλιν, ώς έν οαρκί κυοψορήααοαν ιόν όεΐονζμόσχον, πάντες άνυμνήσωμεν*.
51) Είς τήν Περίβλεπτον τοΰ Μυατρά δεξιά καί αριστερά τής Φιλοξενίας
είκονίζονται προτομαί αγίων.
52) Alfred Hackel, Die Trinitat in der Kunst, 1931, Berlin σσ·
46, 47, M. Alpatov, ένθ’ άνωτ. σσ. 159, 165, 168.
53) A. Hackel, ένθ’ άνωτ. σ. 46. Ό Ιδιος αυτόθι άσχολεΐται μέ τήν
άνίχνευσιν τών πηγών τής τοιαύτης διατάξεως. ‘Εν συνεχεία μνημονεύει ώ;
πρώτον παράδειγμα τής κατά πυραμίδα συνθέσεως μικρογραφίαν τοΰ ■ψαλτη
ρίου τοΰ Λονδίνου (1066). Είς τούς ίδιους περίπου χρόνους ανήκει καί ή τοι
χογραφία τοΰ Tchareqle kilisse (δεύτερον ήμισυ τοΰ 11ου ή ίσως άρχαί τοΰ
12ου αί), ήτις έχει ζωγραφηθή έπί τυμπά^υ (G. de Jerphanion, Les
eglises rupestres de Cappadoce, Paris 1932, κείμενον Ρ,σ. 460 καί πίν. 12b1)
καί παρουσιάζει καί αυτή πυραμιδικήν διάταξιν. Τήν πυραμιδικήν σύνθεσιν
ευνοεί ή άπεικόνισις τοΰ θέματος έπί τυμπάνου. Είναι πιθανόν δτι ή έπί τυμ
πάνων άπεικόνισις συνετέλεσε τουλάχιστον είς τήν διάδοσιν τοΰ είδους σύτοΰ
τής συνθέσεως τής Φιλοξενίας.
δ4) Μ. Alpatov, ένθ’ ανωτέρω, σ. 161.
5δ) Αυτόθι. Ό ίδιος γράφει κατωτέρω (σ. 169) δτι ή παρουσία τοΰ ζφου
καί τοΰ υπηρέτου, ό όποιος σφάττει αυτό, «temoigne un realisme oriental·.
56) Αυτόθι, σ. 161·
Υπέρ την Πρόθεσιν επί τής στενής λωρίδος τοΰ 5Α. τοίχου ζω·
γραφεΐται σχεδόν μέχρι τών γονάτων νεαρός άγιος, tonsatus66, χω
ρίς γένειον καί μΰστακα, καθ’ ήμίσειαν επ’ αριστερά στροφήν (ΓΤίν.
Δ', εϊκ. 1). Ή κόμη του είναι βραχεία καί ελαφρώς ουλή" επί τοΰ
καφέ βάθους γραμμαί χρώματος κίτρινου προς τό ελαιόχρουν αποδί
δουν τούς βοστρύχους. Τό πλατύ στρογγυλωπόν πρόσωπον τοΰ αγίου
περιβάλλει σκιά ύποπρασίνη, άποβαίνουσα προς τά έξω χρώματος κα
φέ. Τό μέτωπον είναι πλατύ, άλλ’ όχι υψηλόν, προέχον εις τά ύπερό-
φρυα μέρη καί ή κατατομή ελληνική. Ό αριστερός οφθαλμός είναι
κατεστραμμένος καί 6 δεξιός έχει ύποστή ζημίας. Ή λευκότης τοΰ βολ
βού δηλοϋται, ως είναι σύνηθες εις τάς εικόνας τοΰ ναού, διά τριγω
νικής λευκής κηλΐδος. Όλίγαι βραχεΐαι λευκαί γραμμαί παρέχουν τά
περισσότερον φωτιζόμενα μέρη τοΰ προσώπου. 'Ο άγιος φέρει στιχά
ριον με κεραμόχρουν διάλιθον τραχηλέαν. Τό ένδυμα είναι λευκόν μέ
πορτοκαλλιόχρους σκιάς, κοσμούμενου από αραιά καστανά κρινάνθε-
μα. Ή δεξιά χειρ κεκαμμένη κρατεί προ τοΰ στήθους λαμπάδα. 'Η
άλλη κεκαλυμμένη υπό κεραμόχρου υφάσματοςββ, το οποίον πίπτει από* 65
λά'παρά τόν αριστερόν ώμον, ενώ είς τάς τοιχογραφίας χαμηλά παρά τήν
όσφύν. Νομίζω όμως δτι καί αυτή ή διαφορά είναι ασήμαντος. Άλλωστε εις
τοιχογραφίαν εντός τοΰ άγιου Βήματος τής Ί. Μονής Ζερμπίτσης (1664) ό άγιος
διάκονος Φίλιππος κρατεί τήν λιβανωτίδα, εχουσαν τό σύνηθες είς τάς τοιχο
γραφίας σχήμα, υψηλά, σχεδόν δπως ό διάκονος τοΰ σχεδιάσματος Μπάρσκι.
e9) G. d e J e r p h a n i o n, ένΦ’ άνωτ. σ. 283.
,0) Τόν ναόν έπεσκέφΦην κατά περιοδείαν μου τό Φόρος τοΰ 1952 καί έφω·
τογράφησα ίκανάς άπό τάς καλώς διατηρούμενος τοιχογραφίας του. Τό ναφ·
δριον εύρίσκεται εγγύτατα τής Κλένιας. Παρ' αυτήν υπάρχει καί άλλος ναός
τού άγιου Νικολάου, εξω τοΰ χωρίου, επί τοΰ ορούς Νυφίτσα, θεωρούμενος
σήμερον ιός ναός τοΰ αγίου Παντελεήμονος. Κατά τήν σωζομένην δμως γραπτήν
κτιτορικήν επιγραφήν ό ναός έτιμάτο καί αύτόςέπ’όνόματι τοΰ άγιου Νικολάου
καί ίστορήΦη τφ Ζ,Ρ.Β. «βν μηνϊ νοεβρύω ιε'», ήτοι τφ 1593. Έν τέλει μάλιστα
τής επιγραφής άναφέρονται καί οί άγιογράφοι: «ή παρούσα τοίνυν (;) Ιστορία
γέγονε παρ’ εμού Μαρίνον (;) τον Κακαβα συν τφ άδελψω Δημητρίφ*. Καί τοΰ
δευτέρου ναοΰ αί τοιχογραφίαι, καίπερ νεώτεραι, είναι λίαν ένδιαφέρουσαι.
71) Μ. Chatzidakis, Rapports, πίναξ 11α.
,2) Καί ως πρός τοΰτο αί πληροφορίαι μου προέρχονται Ικ τής Μονής Ί-
βήρων.
Ό 2 τοΰ πιν.
Ά γ ο ρ . Λ επ τομ έρεια τής είκ.
δεξιός άγγελος τής Φ ιλοξενίας κ α ί ή
Έπί τοΰ βορείου τοίχου, παρά τήν γωνίαν τής Προθέσεως εϊκο-
νίζονται κατενώπιον δυο ίεράρχαι : δεξιά ό άγιος Ελευθέριος καί
πλησίον του ολόσωμος ό άγιος Σπυρίδων (Πίν. Δ', εικ. 2). 'Ο άγιος
Ελευθέριος φέρει λευκόν στιχάριον καί φαιλόνιον χρώματος καστα-
νοΰ προς τό ιώδες. Τό σιτόχρουν ώμοφόριόν του κοσμείται υπό σταυ
ρών μελανών. Διά τής αριστερός καλυπτομένης από τό φαιλόνιον ό
'Ιεράρχης κρατεί Εΰαγγέλιον μέ στάχωμα κίτρινον καί διά τής άλλης
ευλογεί. Είναι «νέος άρχιγένης» κατά τήν ερμηνείαν τής ζωγραφι
κής15, tonsatus καί αυτός, μέ κόμην κοντήν, πυκνήν, άνοικτοΰ κα-
στανοΰ χρώματος, μόστακα βραχυν, λεπτόν καί δξύληκτον, γένειον
βραχυτατον, δμοιόχρωμον προς τήν κόμην Έχει μεγάλους, μελανούς
οφθαλμούς καί τό βλέμμα του είναι έστραμμένον προς τά δεξιά. Τά
μικρά του ώτα προέχουν, αί οστεώδεις παρειαί είναι ερυθρωποί καί
τό στόμα μικρόν, ήμιάνοικτον. Μεταξύ τοΰ φωτιζομένου μέρους τοΰ
προσώπου καί τής καφέ σκιάς παρεμβάλλεται σκιά πράσινη16.
Ή μορφή τοΰ ιεράρχου είναι πλήρης ζωής (Πίν. Ε', εΐκ. 1)' είς
τούς οφθαλμούς του διαλάμπει ή φλόξ ζωηροτάτου ενδιαφέροντος διά
τον πιστόν τον ίστάμενον εντός τοΰ κυρίως ναοΰ.
Ό τόπος τοΰ αγίου, ως εμφανίζεται εδώ, είναι γνωστός καί πα-
λαιότερον. Ούτως εις τον "Οσιον Λουκαν τής Φωκίδος ” δ άγιος Έλευ-* 74 75
6. Ο ΑΓΙΟΣ: ΑΝΤΥΠΑΣ
Παρά τον άγιον Σπυρίδωνα ανοίγεται είς τον τοίχον μικρόν έρμά-
ριον. Άριστερώτερον εΐκονίζετο κατενώπιον άλλος ιεράρχης. Έξ αυ
τού έσώζετο μεγαλΰιερον τμήμα, οτε προ ετών εΐχον επισκεφθή τον
ναόν καί ^φωτογράφησα τήν τοιχογραφίαν. Κατά τό μεσολαβήσαν
έκτοτε ικανόν χρονικόν διάστημα ή εϊκών ύπέστη μεγαλυτέραν φθοράν,
ώστε σήμερον έκ τοΰ προσώπου σόίζεται μόνον μικρόν τμήμα. Δι" αυ
τό καί παρέχω τήν παλαιοτέραν φωτογραφίαν (Πίν. Ε', είκ. 3).
'Ο άγιος έχει βραχεΐαν, λευκήν, ύπόξανθον κόμην. Ό μΰσταξ αυ
τού ήτο αρκούντως παχύς, κοντός, μέ καμπυλοΰμενα άκρα. ΙΙροεΐχεν ό
γυμνός τριχών άνθερεών και ήτο βραχύ τό γένειον, βοστρυχωτόν, δι-
“) Σελ. 155.
86) Ή Ερμηνεία της ζωγραφικής (σ. 218) ορίζει ΐνα ή σκηνή τών Εΐσο-
δίων ζωγραφήται εις τόν δεξιόν τοίχον τοΰ Ίεροΰ παρά τήν αψίδα. Τόν λόγον
τής άπεικονίσειος εντός τοΰ Ίεροΰ βλ. παρά Α. Ξυγγοπούλφ, Ή προμε.
τωπίς τών κωδίκων Βατικανοΰ 1162 καί Παρισινοΰ 1208, Ε.Ε.Β Σ. IΓ', 1937,
σ. 177.
87) Ό Κ. Κ α λ ο κ ύ ρ η ς (Αί Βυζ. τοιχογραφίαι τής Κρήτης, σ. 110, ύποσ.
3) σημειώνει μεταξύ τών άξιολογωτέρων έν Κρήτη τοιχογραφιών τών Εΐσοδίων
καί τήν παράστασιν τής εκκλησίας τοΰ Άγ. Γεωργίου εις Ζουρίδι. (Καί ό
Gerola ιός ναόν τοΰ χωρίου Ζουρίδι καταγράφει τόν "Αγιον Γεώργιον τοΰ
Άρτοΰ. Βλ. Elenco topografico σ 168 καί Monumenti 4ος σ. 474). 'Αλλά
πλήν τοΰ εις Άρτον ναΐσκου άλλος τοιχογραφημένος σωζόμενος ναός τοΰ αγίου
Γεωργίου δέν ύφίσταται εις Ζουρίδι. Καί ή κατάστασις τής τοιχογραφίας τών
Εΐσοδίων τοΰ Άρτοΰ είναι από τοΰ 1941, δτε επεσκέφΟην τόν ναόν καί έφω-
τογράφησα τό πρώτον τοιχογραφίας του, ώς περιγράφω αυτήν. Νΰν δ' ίσως
είναι καί χειρότερα.
7. Ο ΑΓΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ
βραδύτερον, περί τα μέσα τοϋ 15ου αί., εις την Κρήτην μεταξύ των
τοιχογραφιών τοΰ ναΐσκου τών Είσοδίων εις τό Σκλαβεροχώρι Πε·
διάδος90.
'Ο δσιος τοΰ Άρτου δμοιάζει κατά την μορφήν προς τον ίδιον
ασκητήν τον ζωγραφούμενον εντός τοΰ κυρίως ναοΰ τής Μονής Βαλ-
σαμονέρου — είναι αφιερωμένος εις τήν Θεοτόκον — επί τής βόρειας
πλευράς τοΰ προμνημονευθέντος πεσσοΰ91. * *Έκεΐ
* 9 * όμως δ άγιος έχει
τάς χεΐρας προ τοΰ στήθους μέ τάς παλάμας προς τά έξω.
8 Ο ΑΡΧΩΝ ΜΙΧΑΗΛ
φεΐται παρά την είσοδον των ναών η πλησίον τοΰ άγιου Βήματος,
δπερ δεν συμβαίνει ενταύθα. Ώς είναι γνωστόν δ τύπος τοΰ αρχαγγέ
λου φύλακος κατάγεται εξ είκόνος ψηφιδωτής ευρισκόμενης ποτέ εις
τόν νάρθηκα τής αγίας Σοφίας Κων)λεως 94.
94) Αυτόθι.
95) Σ. Π ε λ ε κ α ν ί δ ο υ, Καστόρια, Θεσσαλονίκη, 1953, πίν. 32.
Ή δρακοντοφονία τοΰ Καππαδοκικοΰ ναοΰ τής αγίας Βαρβάρας — ό άγιος
μόνος, έφιππος, φονεύων τόν δράκοντα — άνάγεται είς τό α' τέταρτον τοΰ 11ου
νουν κα; εκεί τα τείχη τής πόλεως μέ τούς βασιλείς επ’ αυτών, ενώ
αριστερά ισταται ή βασιλόπαις, έχουσα προ τών ποδών της την κεφα
λήν τοϋ δράκοντος.
Είναι γνωστόν δτι ή άπεικόνισις τοΰ αγίου Γεωργίου εφίππου,
δπως καί τών λοιπών στρατιωτικών αγίων, ή τόσον συνήθης ιίς την
αγιογραφίαν τών Βαλκανικών λαών, είσήλθεν εις την Βυζ. τέχνην εκ
τής ’Ανατολής καί μάλιστα εκ τής Αίγυπτου 9δ.
Λεπτομερειαί τινες τής δρακοντοφονίας τοΰ Άρτου οφείλονται είς
δυτικός επιδράσεις, ώς είναι οί παρά τάς κορυφάς τών πύργων περί
φερειακοί έξώσται91 καί αί σάλπιγγες μέ τούς μάκρους, ευθείς σωλή
νας, άιρ’ών είναι άνηρτημένα υφάσματα. Πύργους όμοιους συναντά τις
καί είς τον κοόδικα L,. 58 sup. τής Άμβροσιανής Βιβλιοθήκης τοϋ
Μιλάνου, άναγόμενον εις τον Ιδον αιώνα96
98, 97
καί σάλπιγγας, οίαι αί α
νωτέρω, εις εικόνα τοΰ Βενετοΰ ζοιγράφου V. Carpaccio99. 'Ο άγιο-
γράφος τοΰ Άρτου θά έβλεπεν εν Κρήτη όμοιας σάλπιγγας εις χεϊρας
άνδρών τοΰ Ένετικοϋ στρατού.
αί., άποκρουομένης τής γνώμης δτι αυτή είναι μεταγενέστερα τοΰ χρόνου καθ’
δν έτοιχογραφήθη δ ναός. iG. de Jerphanion, Les Eglises rupestres
II1 σσ. 322 - 323, ύποσημ. 4). Καί είς τά κείμενα ή δρακοντοφονςα εμφάνιζε'
ται άπό τοϋ 11ου αίώνος (J. Β. A uf ha user παρά τφ ίδίψ, αυτόθι).
96) A G r a b a r, La peinture religieuse, o. 299.
97) Τά τείχη τής Κωνσταντινουπόλεως έχουν οδοντωτός επάλξεις, ΰλλ* οί
πύργοι των δέν φέρουν περιφερειακούς έξώστας. Βλ. πίνακας παρά Frit z
Krischen, Die Landmauer von Konstantinopel, Berlin, 1938
98) Folio 10 verso, 13 recto, 27 v, 51 v. κ.λ.π.
") Βλ. πίνακα too V. Carpaccio, άποκείμενον είς τήν Accademia
di belle arti τής Venezia,είκονίζοντα τήν συνάντησιν τής άγιας Οϋρσούλας μέ
τόν πάπαν είς τήν Ρώμην (Φωτογρ. Ο. Β δ h m, ύπ’ άριθ. 2072). Τάς σάλπιγ
γας κρατούν άνδρες ίστάμενοι είς εξώστην τοΰ Castel Sant1 Angelo.
10°) Ερμηνεία τής ζωγραφικής σ. 183.
γ) 'Ο τροχός.
’Αριστερά είκονίζεται τό μαρτΰριον τοϋ τροχού Ή εικών ενθυμί
ζει πολύ τήν Ερμηνείαν τής Ζωγραφικής : «Ξυλον τετράγωνον έχον
101) Ούτως είκονίζεται ό άγιος κατά τό μαρτΰριον τοϋ βρασμού μεταξύ τών
δευτερευουσών σκηνών φορητής ρωσσικής είκόνος (τέλος τοϋ 13ου αί.), ήτις πα
ριστάνει είς τό μέσον ιόν άγιον Γεώργιον έφιππον (W. Wei die, Le icone
bizantine e russe, Firenze (1950) εϊκ. XXVI.
ξιφάρια μπηγμένα και έπάνωθεν δ τροχός κα'ι δ άγιος δεμένος εις αυ
τόν χεΐρας και πόδας κα'ι δύο δήμιοι βαστάζοντες σχοινιά γυρίζουν τον
τροχόν» 103.
Ή βάσις τοΰ οργάνου είναι παραλληλόγραμμος. Έξ αυτής άνα-
θρώσκουν ποικίλοι κατά τό σχήμα αίχμα'ι λογχών, λευκαί, ύποκύανοι.
Εις τάς μακράς πλευράς τής βάσεως έχουν στερεωθή τέσσαρες δοκί-
σκοι συνενούμενοι άνά δύο παρά τό άνω ελεύθερον άκρον των και
στηρίζοντες τον άξονα τοΰ τροχού. 'Ο μάρτυς έχει προσδεθή γυμνός
επί τοΰ βασανιστικού εργαλείου μέ τάς χεΐρας προτεταμένος, υψών την
κεφαλήν προς άνωθεν έπιφαινομένην χεΐρα, ήτις ευλογεί αυτόν. Ήπια
μετάβασις από των σκιερών μερών εις τα φωτεινά αποδίδει τον ό'γκον
τοΰ σοόματος. Τό φωτιζόμενον τμήμα τού μετοδπου διαγράφει καμπυ-
λόπλευρον τρίγωνον μέ την κορυφήν προς τά άνω. Έκ τής εντόνου
συσπάσεως είναι σχεδόν εύθεΐαι αί δφρύες καί αί οφθαλμοί τριγωνι
κοί. Τό στόμα είναι μικρόν, αί παρειαί ευτραφείς, βαθέως αύλακού-
μεναι παρά τήν ρίνα.
Ή τρυφερότης τών παρειών τού αγίου επαυξάνει τήν τραγικότητα
τής σκηνής. Εις τό πρόσωπόν του ή αγωνία έκδηλούται ζωηρότερον ή
εις τήν εικόνα τού βρασμού μέ τήν άνάτασιν τής κεφαλής, τάς δυτι-
δουμένας βαθύτερον παρειάς, τάς περισσότερον συνεσπασμένας όφρΰς,
τους τριγωνικούς οφθαλμούς, τήν μάλλον δξυκόρυφον γωνίαν τοΰ με
τώπου. ’’Εχει κανείς τήν έντύπωσιν δτι ή κορυφή αυτής τής γωνίας
φανερώνει τήν συγκέντρωσιν όλων τών δυνάμεων τού μάρτυρος εις τήν
έκτόξευσιν πρός τον Ουρανόν έπικλήσεως δΤ έγκαιρον βοήθειαν. Ή
άπάντησις τοΰ Ουρανού δηλούται μέ τήν ευλογούσαν χεΐρα.
Παράδοξος είναι ή θέσις τού αριστερού ποδός τού έκ δεξιών υπη
ρέτου. Ένώ έπρεπε νά εύρίσκεται προ τής βάσεοις τού τροχού είκονί-
ζεται όπισθεν αυτής. Καί τά ενδύματα τού υπηρέτου αποδίδονται κα
τά περίεργον τρόπον. Μέχρι τής όσφύος ή πτυχολογία είναι απαλή,
αί πτυχαί πλούσιοι. Άπό τής δσφύος καί κάτω τό ένδυμα αποβαί
νει σκληρόν, ώς εάν ήτο μετάλλινον, ύπενθυμίζον ιδία εις τήν παρυ
Ι03) Βλ. προχβίρως Ch. Diehl, Manuel d’ art byzantin, Paris 1910,
είκ. 272.
I04) To μαρτΰριον τοΰ πριονισμοΰ είκονίζεται κατά παραδεδομένον έκ πα
λαιοί τρόπον. Ήδη είς τό Μηνολόγιον τοΰ Βασιλείου Β' (11 Menologio di Ba-
silio II (Cod. Vatic, gr. 1613), Torino 1907 (Codices e Vaticanis selecti...
VIII) πίν. 16) είς τήν εικόνα τής άθλήσεως τοΰ μάρτυρος Θουθαήλ, ό άγιος
είναι δεδεμένος έκ τών σφυρών έπί σανίδος, όρθιος, μετέωρος. Αί χεΐρές του
έχουν δπίσιο δεθή. Φορεΐ βραχύν χιτώνα καί τό μαρτΰριον διενεργεί εις δή
μιος. Ό πρίων δέν έχει εισχωρήσει είς τήν κεφαλήν, είκονίζεται όμως αιμα
ρέον εκατέρωθεν. Τό είδος τοΰ μαρτυρίου εμφανίζεται παλαιότερον είς τόν κώδ.
510 (Η. Omont, ένθ’ άνωτ. πίν. ΧΙ,ΙΧ) έν τή απεικονίσει τοΰ τέλους τοΰ
προφήτου Ήσαΐου. *0 προφήτης ζωγραφεΐται γονατιστός, έχων ελεύθερος τάς
χεϊρας, Τόν πρίονα κρατούν δύο δήμιοι.
10δ) Βλ. έτερον κανόνα εις τήν μνήμην τοΰ άγιου (Μηναΐον ’Απριλίου, Ικδ.
Βενετίας, 181!! ο 99α), πρώτον τροπάριον ς·' φδής.
103) Ε. Miller, Manuelis Philae Carolina, volum. prius, Parisiis
MDCCCLV, έν τφ δπ’ άριθ. LTX ποιήματι είς τόν μέγαν Γεώργιον σ. 29,
στίχ. 8.
I0S) Μηναΐον, ένθ’ άνωτ. σ. 101 β, τρίτον τροπάριον της θ' φδής.
toe) -jEvd’ άνωτ. Vol. posterius, Parisiis MDCCCLVII σσ. 298 - 301.
“») Σελ. 183, 184.
In) Βλ. άνωτ. ύποσ. 101.
118) Γ. καί Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, Τόμ. Α’, Άθήναι
1956, πίν. 167.
113) Αυτόθι πίν. 169.
114) Είς τό μέσον άμφοτέρων τών πινάκων δ άγιος ζωγραφεΐται κατενώ
πιον, δρθιος, φέρων στρατ. στολήν.
11δ) A. Grabar, ένθ’ άνωτ. σ. 328.
11β) Βλ. καί Μ. Καλλιγάν είς εφημερίδα τών ’Αθηνών «Βήμα* τής
27 - 9 - 1947 άρθρ. Λεβεντιά καί Τέχνη.
Ι17) Ό G. Gerola, (Elenco topografico) περιορίζεται απλώς ν’ άνα-
φέρη «martiri di S. Giorgio* (σ. 156 κ. ά.). ’Επί πλέον ούτε ολους τούς έχον
τας τοιχογραφίας ναούς τής Κρήτης άπαριθμεΐ, ούτε καί ολας τάς παραστά
σεις έκαστου καταλέγει. Ό κατάλογός του πρέπει, νομίζω, νά συμπληρωθή καί
έπανεκδοθή.
12. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ
δεξιός του κρόταφος. Προβάλλει τον αριστερόν πόδα, ενώ ό άλλος καμ
πτόμενος εις τό γόνατον απέχει τοΰ αριστερού πολύ. Μεταξύ τών πο-
δών τείνονται τά κράσπεδα τοΰ κυανού χιτώνος και τού ίματίου, δπερ
έχει άτονον ιώδες χρώμα μέ τεφρόλευκα φώτα. Τό ίμάτιον άφίνει α
κάλυπτον την προτεταμένην εις σχήμα ευλογίας δεξιάν χεϊρα' ή μία
του άκρα, κατερχομένη εμπρός από τού αριστερού ώμου, κολποΰται
ύπεράνω τής άλλης χειρός, κρατουσης χαμηλά τό σύνηθες σκήπτρον
καί πίπτει έπειτα κάτω.
'Ο άγγελος, υψηλός καί λεπτός, κρατεί την κεφαλήν όρθίαν. Τό
λεπτοφυές του πρόσωπον ρίπτει βαθεΐαν σκιάν επί τού λαιμού. 'Η
βαθύχρωμος, σχεδόν μελανή κόμη είναι ουλή, τό υπέρυθρον μέτωπον
χαμηλόν καί αί όφρύες πολύ πλατεΐαι. Οϊ μεγάλοι οφθαλμοί περιβάλ
λονται από μελανωπήν σκιάν, <5 άνθερεών είναι μικρός καί τό στόμα
μέ τήν ευγενικήν έκφρασιν μηκύνεται έτοιμον ν’ άνοιξη.
Έκ τού προσώπου φωτίζεται μόνον τό δεξιόν ήμισυ μέ ωχρόν, ά
τονον φώς. ’Αλλά καί τό φωτιζόμενον τμήμα έχει περί αυτό σκιερό-
τητας, διακόπτεται από τήν σκιάν τήν κυκλοΰσαν τον οφθαλμόν. Καί
δλαι αύταί αί σκιαί έχουν μελανόν τόνον. Ούτως ή μορφή τοΰ ’Αρ
χαγγέλου προσλαμβάνει μυστικόν, άπόκοσμον ύφος. 'Η ωραία πτύχω-
σις τής άκρας τοΰ ίματίου καί ή κλίσις τής δεξιάς πτέρυγας ίσως μαρ
τυρούν δτι ό απεσταλμένος τού ουρανού παρίσταται μόλις κατελθών έξ
ύψους. Τήν έντύπωσιν τής καθόδου ενισχύει ή διάταξις τών φώτων
τοΰ ίματίου, άτινα υπενθυμίζουν καταρρέοντα ύδατα.
'Η ήμετέρα εϊκών, δσον άφορφ τήν ορμητικήν κίνησιν τού αγγέ
λου, ακολουθεί τά πρότυπα τού Μου αίώνος 119. Μέ τούς πόδας διε-
σταλμένους καθ’ δμοιον τρόπον εικονίζεται ό κατά τό 1952 εις αντί
στοιχον προς τήν έν Άρτφ θέσιν διά καθαρισμού έλθών εις φώς ω
ραίος άγγελος τού Β.Α. παρεκκλησίου τής 'Αγίας Σοφίας Μυστρά καί
ό άγγελος τού Ευαγγελισμού τής Περιβλέπτου Ι2°.
Είκ. 1. — Μαρτύρια τοϋ αγίου Γεωργίου, τμήματος των εικόνων τής Έγέρσεως τού Λαζάρου,
τής Βαϊφόρου καί τοΰ Άρχοντος Μιχαήλ.
Είκ. 2. —Φυγή είς Αίγυπτον, Βάπτισις καί μαρτύρια τοϋ αγίου Γεωργίου.
Ήύπαπανιή
2. —
Ε ίκ .
άγγελος xcfi Ευαγγελισμού.
Ό1. —
£ ίχ .
ΐ22) Μηναΐον Φεβρουάριου, έκδ. δ Φοϊνιξ, έν Άθήναις 1896, τή γ' τοΰ μη
νάς σ. 24α. Καί ό Ευαγγελιστής Λουκάς παραδίδει διι «γν αντφ χεχρηματισμέ-
νον υπό τον Πνεύματος τον Άγιον μη ϊδεϊν άάνατον πριν η ΐδη τον Χριστόν Κν.
ρίου» (β’> 26).
ΐ28) *Άν δέν δημιουργή έντύπωσιν ιλαράς έκφράσεως ή έκ τοΰ χρόνου φθο
ρά τής τοιχογραφίας.
124) Άνταπόκρισιν τοΰ Παιδιού πρός τά συναισθήματα τοΰ πρεσβύτου από
άλλης άπόψεως αναφέρει καί δ Μανουήλ Φίλης έν τφ ύπ’ άρ. VI ίαμβείω του
βίς τήν Ύπαπαντήν (ένθ’ άνωτ. Vol. prius, σ. 5).
Ό πρέσβνς έν γη τον ·δεόν βρέφος βλέπων
δεΐται λυ&ήναι τής φϋορας τον σαρκίου-
τό δε βρέφος γέγηΰε τον πρέοβνν βλέπον,
α’ιρονμενον ζην ασφαλέστερον βίον.
"Αν δέν άπατώμαι καί ή Θεοτόκος έχει περιχαρή εκφρασιν παρακολουθού
σα τάς χειρονομίας τοΰ Παιδιού.
125) Ά. Ξυγγοπούλου, Ή ψηφιδωτή διακόσμησις σ. 15.
ΐ26) Τόν τύπον Ε'κατά τόν Ά. Ξυγγόπουλον, ‘Υπαπαντή, Ε.Ε.Β.Σ.
1929, σ. 332 κέξ.
ταλίας, δπως εις την «Maesta» χοΰ Duccio137, εϊς μωσαϊκά τοϋ Βα-
πτιστηρίου της Φλωρεντίας και τοϋ ναοϋ της εν Ρώμη S. Maria in
Trastevere13S, είς τοιχογραφίαν τοϋ εν Rimini ναοϋ τοϋ αγίου Αυ
γουστίνου 139, εις τοιχογραφίαν τοϋ Giotto εντός της Capella degli
Scrovegni της Padova’80, εϊς πολύπτυχον τοϋ Giovanni Baronzio
της Πινακοθήκης τοϋ Urbino 131, εϊς τοιχογραφίαν τοϋ εν Tolentino
παρεκκλησίου τοϋ αγίου Νικολάου 133, εϊς πίνακα τέλος άποκείμενον έν
τφ Kaiser Friedrich’s Museum τοϋ Βερολίνου,S8. Εις ολας όμως
αΰτάς τάς παραστάσεις δ Ίησοϋς εκτείνει κατά τό μάλλον η ήττον τάς
χεΐρας προς την Θεοτόκον 134. Οϋδαμοϋ εκδηλώνει, τουλάχιστον διά
των χειρών, εύνοιαν προς τον γέροντα. Ή στάσις του δυνατόν νά θε-
ωρηθή φυσικωτέρα, αλλά μαρτυρεί άνθρωπίνην πεζότητα στεροϋσα
την σκηνήν τής χάριτος καί τοϋ πνευματικοϋ βάθους, ά'τινα εκφράζει
ή βυζαντινή 'Υπαπαντή τοϋ Άρτοϋ.
'Ομοίαν άντίληψιν προς τήν έκφραζομένην εϊς τον Άρτον άπηχεΐ
και ή Ερμηνεία τής Ζωγραφικής συνιστώσα νά ζωγραφήται δ Συμεών
«βαστών τον Χριστόν ώς βρέφος εις τάς αγκόλας του, δ δποΐος ευλο
γεί αυτόν» ι8\
187) Είς τό πρόσωπον ομοιάζει πρός τόν απόστολον Πέτρον τής Προδο
σίας, τόν άποκόπτοντα τό οΰς τοΰ Μάλχου. Βλ. Πίν. Η'.
,88) Καί είς τήν Παναγίαν τών Καρδουλιανώ Κρήτης (μέσα 14ου αί.) «από
τήν πύλη τής πολιτείας βγαίνει ή Αίγυπτος, ντυμένη αρχοντικά... πιό πάνω ή
επιγραφή: Η Εγιπτος» (Μ. Χατζηδάκης, Τοιχογραφίες σ. 68).
is») χδ ’Ιάκωβον ώς συνοδόν κατά τήν είς Αίγυπτον φυγήν άναφέρει καί
ή έκκλησ. ποίησις. Ούτως είς τό βον στιχηρόν τών Αίνων τής 23ης ’Οκτωβρίου
(Μηναίον 'Οκτωβρίου, εκδ. Βενετίας 1843, σ. 140α) λέγεται: «Τής κατά σάρκα
Κνρίου επιδημίας, σοφέ, αδελφός άνεδείχ&ης, μα&ητής και αΰτόπτης των δβίων
μυστηρίων, φνγάς συν αΰτφ εν Αίγΰπτφ γενόμενος, συν ’Ιωσήφ τη Μητρί τε τοϋ
Ίηαοϋ, μεϋ' ών πρέσβευε οωδήναι ημάς*. Κατά τήν είκονογραφικήν παράδοσιν
τοΰ Βυζαντίου «le gar<;on suit- parfois il manque» (G. Millet, Recher-
ches o. 158).
πόν πιθανόν δτι 6 άγιογράφος σχεδιάζων καλώς και έκτελών μετά προ
σοχής τούς πόδας τοΰ μνήστορος εΐχεν έπηρεασθή από τον στίχον «ώς
ώραΐοι οι πόδες των ευαγγελιζομέν ων ειρήνην, των εναγγελιζομένων
αγαθά» 14°.
Έν συγκρίσει προς τόν εύρύστερνον πρεσβύτην ή Θεοτόκος είναι
πολύ λεπτοφυής. Ό κορμός αυτής προβάλλεται εις τό κενόν, τό όποιον
αφήνουν μεταξύ των οί δύο βράχοι.
’Από τών τειχών τής Αίγυπτου εΐδομεν δτι κρημνίζονται δαίμο
νες. Ή 'Ερμηνεία τής Ζωγραφικής αντί διαβόλων συνισταί την άπει-
κόνισιν ειδώλων εις την παράστασιν τής Φυγής: «...και έμπροσθεν
αυτών κάστρον καί είδωλα γκρεμνιζόμενα από τά τείχη του»141. Άλλ’
ή διαφορά δεν είναι σημαντική. Κατά τά αγιολογικά κείμενα τά είδω
λα θεωρούνται κατοικία δαιμόνιων 142. Επομένως δεν ήτο δύσκολον
νά ζωγραφηθοΰν αντί τών φαινομένων τά νοούμενα.
Ή άπεικόνισις ειδώλων εις την σκηνήν τής Φυγής οφείλεται κατά
πάσαν πιθανότητα εις έπίδρασιν τοΰ 11ου Οίκου τών Χαιρετισμών
τής Θεοτόκου, ό όποιος είς την εικονογραφίαν αποδίδεται μέ την πα-
ράστασιν τής εις Αίγυπτον φυγής143, ώς διαλαμβάνων περί τοΰ αυτού
επεισοδίου τής ζωής τοΰ Χριστού. 'Ο 11ος Οίκος αναφέρει ρητώς την
πτώσιν ειδώλων : «Λάμψας εν τfj Αίγνπτφ φωτισμόν άληύλείας, εδίω-
ξας τον ψεύδους τό σκότος' τά γάρ είδωλα ταύτης Σωτήρ, μή ενέγκαν-
τά σου την ισχνν, πέτττωκε» 144.
Είς τόν Άρτον ό "Ιωσήφ ζωγραφεΐται κατά τήν παράδοσιν τού
Βυζαντίου οδηγών τό ζφον, ενώ είς τήν τέχνην τής ’Ανατολής καί τάς
στοιχούσας προς αυτήν εικόνας τής Δύσεως ιστορείται ό'πισθεν τού
υποζυγίου τού φέροντος τήν Θεοτόκον145.
Έκ τών λεπτομερειών τής Φυγής τοΰ Άρτου αξιοπρόσεκτος είναι
ή ιδιότυπος ενδυμασία τής γυναικός τής παριστώσης τήν Αίγυπτον.
15. Η ΒΑΠΤ1ΣΙΣ
,1β) ’Από τοΰ 12ου at, οί άγγελοι συνηθέστερον είναι τρεις (G. Millet,
Recherches, σ 178). Εις τον αριθμόν αυτών ό G. Millet διαβλέπει έπίδρασιν
τής τριπλής ιεραρχίας τοΰ αγγελικού κόσμου, τήν οποίαν αποδέχεται ό ψευδο-
Διονύσιος ’Αρεοπαγίτης, οικείος εις τούς είκονογράφους (αυτόθι ο. 179).
,4Τ) Τά ΰδατα, συμφώνως πρός ομιλίας Πατέροιν (Γ. Σωτήριο υ, Κειμή
λια τοΰ Οικουμενικού Πατριαρχείου, έν Άθήναις, 1938, σ. 80, ϋποσ. 2).
I4S) Κατά τό ψαλμικόν (ψαλμ. 113, 3) «γ &άλασαα είδε και εψνγεν, ό ’Ιορ
δάνη; εοτράφη εις τά όπίσω». Βλ. καί G. Millet, έ'νθ’ άνωι. σ. 211.
Πρός τήν ιδίαν κατεύθυνσιν ατενίζει και ή γυνή, στηριζομένη διά τής
δεξιάς επί τής ράχεως τοΐί ζώου·
Αί δυο προσωποιήσεις ζωγραφοΰνται εις πολύ μικροτέραν κλίμακα
ή αί άλλαι μορφαί. Τά γυμνά σώματα αποδίδονται μέ αρκετήν σχημα-
τοποίησιν, καθ’ δν ακριβώς τρόπον καί τό τοϋ αγίου Γεωργίου εις τάς
σκηνάς των μαρτυρίων τοϋ βορείου τοίχου.
Ή άπεικόνισις τοϋ Ίωάννου επί τής δεξιάς όχθης τοϋ Ίορδάνου
είναι γνώριμος εις την τέχνην τής ’Ανατολής καί εις τά άκολουθοϋντα
την παράδοσιν αυτής μνημεία τής Δΰσεως Η9. Εις έργα τοϋ Βυζαντίου,
δέν άπαντα συχνά, αν καί είχεν υίοθετηθή από την εικονογραφίαν του,
όπως μαρτυροϋν ή παράστασις τής Βαπτίσεως είς την Boiana 160 καί
ή φορητή ψηφιδωτή είκών τής Firenze, ή άποκειμενη εις τό Μου-
σεΐον τής Opera del Duomo 1δ1. Όμοίαν διάταξιν συναντώμεν είς
τον Επιτάφιον τής Μονής Χελανδαρίου 152. Έκ δεξιών θέλει τον Πρό
δρομον και ή Ερμηνεία τής ζωγραφικής, ή οποία αναφέρει τήν προ
σωποποίησή τοϋ Ίορδάνου καί τούς ίχθϋς, άλλ’ όχι καί τήν προσω
ποποίησή τής θαλάσσης158.
Πρός τό μωσαϊκόν τής Opera del Duomo ομοιάζει ή τοιχογρα
φία τοϋ Άρτοΰ'καί κατά τήν παράστασιν τοϋ ποταμοϋ, ό όποιος ευ
ρύνεται παρά τήν κάτω πλευράν τής είκόνυς, εκτεινόμενος καθ’ ολον
τό πλάτος αυτής.
Τον όκτάπουν συναντώμεν είς μικρογραφίαν τοϋ Σερβικοϋ ψαλτη
ρίου 154 καί είς τον ήδη μνημονευθέντα επιτάφιον τής Μονής Χελαν
δαρίου 155.
Ό Ίησοϋς είκονίζεται γυμνός 156, όπως καί είς τό μωσαϊκόν τών
δ) Κατά τον ’Όρθρον τής 6ης ’Ιανουάριου εις άσμα τής α' φδής :
«’Αδαμ τον φϋ·αρέντα άναηλάττει, ρείϋροις Ίορδάνου και δρακόν-
των, κεφαλάς ίμφωλευόντων διαϋλάττει, δ Βασιλεύς των αιώνων Κύ
ριος' δτι δεδόξασιαι» Ι85.
Ή συντριβή των δρακόντων εικονίζεται παραστατικώτερον εις την
Βάπτισιν τής Γκρατσάνιτσα 186 (1320) καί τοΰ Αγίου ’Αθανασίου τοΰ
Μουζάκη τής Καστοριάς10' (1385), ένθα ό Ίησοΰς ί'σταται επί δια
σταυρουμένων 188 πλακών από τών οποίων προβάλλουν δράκοντες. Ση
μειωτέον δτι καί εις την Βάπτισιν τοΰ ναοΰ τών Σερβίων «"Αγιοι ’Α
νάργυροι» ό Χριστός ΐσταται επί πλακός άφ’ ής προβάλλουν κεφαλαί
δρακόντων |89.
Είς τό βόρειον τμήμα τής θολωτής οροφής υπό την Κοίμησιν τής
Θεοτόκου εζωγραωεΐτο ή Έγερσις τοΰ Λαζάρου, έκ τής οποίας σώζε
ται μικρόν μέρος.
’Άνθρωποι ερχόμενοι εξ αριστερών έσταμάτησαν. Τοΰ πρώτου αυ
τών, ό όποιος φέρει κεραμόχρουν χιτώνα καί ίμάτιον κυανοΰν διακρί-
νονται μέχρι που τών γονάτων οί πόδες. ΙΙιθανώτατα είναι ό Ίησοΰς.
Προ αΰτοΰ έχουν γονατίσει δύο γυναίκες, αϊ άδελφαί τοΰ Λαζάρου, ή
μία όπίσω τής άλλης. Ή πρώτη μέ τόν κεραμόχρουν πέπλον, ζωγρα-
φουμένη καθ’ ήμίσειαν επί δεξιά στροφήν, εκτείνουσα όπίσω τόν αρι
στερόν πόδα καί συμπτύσσουσα τόν άλλον, σύρεται θαρρείς επί τοΰ
εδάφους, έφ’ ου στηρίζει τάς κεκαλυμμένας διά τοΰ πέπλου χεΐρας
κρατοΰσα τόν άκρον αριστερόν πόδα τοΰ Χριστοΰ. Τοΰτον κύπτει διά
ν’ άσπασθή δλολύζουσα, δπως φανερώνει τό ανοικτόν στόμα καί τό
κρεμάμενον κάτω χείλος. 'Η άλλη γυνή μέ τόν άνοικτοπράσινον πέ
πλον εϊκονιζομένυ κατ’ αριστερόν κρόταφον, υψοόνει προς τόν Στατή
ρα τήν κεφαλήν, ενώ ή ράχις αυτής διαγράφει έντονον καμπύλην. Άμ-
φοτέρων αί παρειαί αΰλακοΰνται καί οί οφθαλμοί είναι θολοί. Δεξιά
καί όπίσω τών γυναικών φαίνεται έν μέρει άνήρ μέ κεραμόχρουν χι
τώνα, κύπτων είς τό έδαφος καί άποθέτων επιμήκη πλάκα, βασταζο* * 161
μένην υπό τών δύο χειρών του. Τό μέχρις ημών περισωθέν τμήμα τής
παραστάσεως ενθυμίζει κάθισμα ψαλλόμενον εις τον ’Όρθρον τοΰ
Σαββάτου τοΰ Λαζάρου : αΚατοικτείρας της Μάρϋας, και Μαρίας τά
δάκρυα, εκκυλίοαι τον λί&ον, έκ τοΰ τάφου προσέταξας, Χρίστε ό
Θεός» ',0.
Αί δύο άδελφαί παρίστανται γονυπετοΰσαι προ τοΰ Ίησοΰ κατά
διάφορον τρόπον έκάστη, συμφώνως προς την βυζαντινήν καλλιτεχνι
κήν παράδοσιν 171, την έκφραζομένην ήδη εις ψηφιδωτόν τοΰ ναοΰ τών
ά/icov ’Αποστόλων τής Κωνσταντινουπόλεως, διά τό όποιον έσώθη
περιγραφή τοΰ Μεσαρίτου ”2. Και ε!ς αυτό, όπως ένταΰθα, αί άδελ"
φαί έζωγραφοΰντο κλαίουσαι. Ή εϊς ’Αρτον καταφιλοΰσα τους πόδας
τοΰ Ίησοΰ, ως προς τήν στάσιν, υπενθυμίζει περισσότερον τήν Μα
ρίαν τής τοιχογραφίας τοΰ εν Βερροίρ ναοΰ τοΰ Σωτήρος1" (1315),
είς τήν οποίαν μάλιστα καθ’ όμοιον περίπου τρόπον εικονίζεται ό άν
θρωπος ό αποθετών τήν πλάκα τοΰ τάφου.
17. Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ
*77) Οί συνοδοί τοΰ Ιούδα, κατά τήν διήγησιν τοΰ Ίωάννου, <ώς ονν εί-
πεν αϋτοΐς (δ Ίησοΰς), ότι εγώ είμι, άπήλ&ον είς τά όπίαω καί ίπεοον χαμαί*·
(ιη', 6).
,78) Ή 'Ερμηνεία τής Ζωγραφικής αναφέρει μόνον στρατιοίτας καί τοπο
θετεϊ όπισθεν τοΰ Ιούδα τό σύμπλεγμα Πέτρου καί Μάλχου (σ. 104).
179) «"Ο ονν ’Ιούδας λαβών την απειραν και εκ τών αρχιερεών και Φαριααίων
νπηρέτας ’έρχεται έκεΐ μετά φανών και λαμπάδων καί οπλών* (Ίωάν. ιη’, 3). Φα
ρισαίους αναφέρει δ Λουκάς (κβ', 52): *εϊπε δε ό Ίησοΰc πρός τους παραγενο-
μένονς επ’ αυτόν αρχιερείς και στρατηγούς τοΰ ίεροϋ καί πρεοβντέρους*. Ό Μάρ
κος (ιδ' 43) καί δ Ματθαίος (κστ' 47) αναφέρουν ιοχλον πολύν* άπεσταλμένον
παρά τών αρχιερέων καί πρεσβυτέρων.
18°) G. Millet, Recherches, σ. 338 κέξ.
m) Δεδεμέναι είναι αί χεϊρες τοΰ Ίησοΰ είς τον Έλκόμενον τής "Ομορ
φης ’Εκκλησίας Αίγίνης (Γ. Σωτηρίου, Ή "Ομορφη 'Εκκλησία Αίγίνης,
Ε.Ε.Β.Σ., 2ος, 1925, σ. 266 καί είκ. 15), τοΰ ναοϋ τής Μεταμορφώσεως Μεσ.
κλών Κρήτης (Ά. Όρλάνδος A Β.Μ.Ε., ΓΙ', 1955 - 56, σ. 157) καί καθό
λου, κατά τόν Κ. Καλοκύρην (At Βυζ. τοιχογραφίαι τής Κρήτης, σ. 87),
είς τάς ολίγος σχετικώς τοιχογραφίας τοΰ Έλκομένου τάς σωζομένας είς Κρή
την.
19!) Κατά τόν Γεώργιον Νικομήδειας (Λόγος Η' είς τό «Είστήκειοαν δε
παρά τφ στανρφ τον "Ιηοοϋ.... τή αγία και μεγάλη Παρασκευή*, Ρ. G. 100, στήλ.
480) «Τόν μεν ονν εομνρνιομένον οίνον, τφ οταυρφ και τοΐς ήλοις δι’ υπερβολήν
μανίας οννεκόμισαν. Έπεδίδονν γάρ, φηαίν, αϋτφ πιεΐν πρό τοΰ άναρχηϋήναι, και
οΰκ ή&ελεν*.
,Μ) Βλ. δον στιχηρόν τοΰ Έσπερινοΰ τής Μ. Παρασκευής, Τριφδιον έκδ.
“") Βλ. ανωτέρω ύποσημείωσιν 189. Άντιθέτως εϊς τήν "Ανατολήν ό Χρι
στός ζωγραφεΐται συρόμενος διά σχοινιού από τοΰ λαιμού. Είναι χαρακτηρι
στικόν βτι συμφώνως πρός άρχαϊον τυπικόν τής "Εκκλησίας "Ιεροσολύμων κατά
τήν ακολουθίαν των αγίων Παθών ό Πατριάρχης βασιάξων τόν Σταυρόν έσύ-
ρετο υπό ιού αρχιδιακόνου μέ όράριον δεδεμένον περί τόν λαιμόν του. Τήν
σχετικήν διάταξιν βλ. παρά Α. Παπαδοπούλφ Κέραμέ ΐ, Άνάλεκτα
Ίεροσολυμιτικής Σταχυολογίας, 2ος, έν Πετρουπόλει 1894, σ. 146. Τόν Ίη-
σοΰν όμως δεδεμένον από τοΰ λαιμού συναντώμεν καί εις τήν Boiana τό 1259,
(Μ. Χατζηδάκης, BjTzantion, XIV, σ. 112).
18ί) Τήν φράσιν συναντώμεν εϊς φσμα ψαλλόμενον κατά τήν γ’ ώραν τής
Μ. Παρασκευής: «'Ελκόμενος επί Σταύρον, οΰιως εβόας Κύριε' διά ποιον εργον,
βέλετέ με σταυρώοαι ’Ιουδαίοι;(Τριφδιον σ. 421α).
ι»Β) Έχει παρατηρητή ότι ή σκηνή τοΰ Έλκομένου «ενίοτε....λαμβάνεται
έν εΰρυτέρα έννοίςι συμφυρομένη μάλιστα μετά τής παραστάσεως τής εϊς τόν
σταυρόν άναβάσεως τού Χριστού» (Ν. Βέη, Ό "Ελκόμενος Χριστός τής Μο-
νεμβασίας μετά παρεκβάσεων περί τής αυτόθι Παναγίας τής Χρυσαφιτίσσης,
Byz. - Neugr. Jahrb. 10ος, σ. 217, ύποσ. 2).
Καί ή μακαρΐτις Βενετία Κώττα σημειώνει ότι «έν τή ανατολική χριστια
νική τέχνη παρατηρεϊται ποιά τις κατάχρησις περί τήν χρησιμοποίησιν τού τί
τλου «Ελκόμενος έπί σταυρού». "Ο τίτλος ουτος δίδεται....ακόμη καί εϊς πα
ραστάσεις, at όποιοι άνήκουσιν εϊς τό θέμα τής εϊς τόν σταυρόν άναβάσεως ή
καθηλώσεως· άποτελοΰσιν αί παραστάσεις αΰται ιό τελευταΐον πρό τής σταυ-
ρώσεως έπεισόδιον καί μεσολαβοϋσι μεταξύ ταύτης καί τής κυρίως σκηνής τού
Έλκομένου» ήτις, κατά τήν άποψιν πρός ήν τάσσεται καί ή ουγγραφεύς, είκο-
νίζει «ακριβώς τήν στιγμήν, καθ' ήν ό Χριστός σύρεται πρός τόν Γολγοθάν»
(Β. Κώττα, Ή έξέλιξις τής εϊκονογραφικής παραστάσεως ιού Έλκομένου
(Χριστού) έν τή Χριστιαν. τέχνη. Byz.-Neugr. Jahrb. 14ος, 1937/38, σ. 245).
Είναι πολύ πιθανόν ότι οϊ παρατηρούντες τ’ ανωτέρω άφορμώνται από
τής "Ερμηνείας τής Ζωγραφικής, ήτις υπό τόν τίτλον «Ό Χριστός ελκόμενος
έπί Σταυρού», (σ. 107) έννοεϊ τήν πρός τόν Γολγοθαν πορείαν.
Άλλ’ εις παραστάσεις παλαιάς, ως είναι ό "Ελκόμενος τής σταυροθήκης
τού Gran (κατά τόν Millet 11ου αί , κατά τόν Ph. Schweinfurth (Die
byz. Form, Mainz, (1954) εϊκ.29β 12ου αϊ.) τής Όμορφης Εκκλησίας Αίγί-
νης (Γ. Σωτηρίου Ε.Ε.Β.Σ. 2ος, 1925, σ. 266), με τόν άνωτέρω τίτλον
είκονίζεται ή άνάβασις εις τόν Σταυρόν.
Ή διαπιστουμένη αστάθεια, καθ’ήν ύπό τό ίδιον όνομα παρίστανται έκά-
στοτε διάφοροι σκηναί, οφείλεται, νομίζω, εϊς τήν έπιγραφήν «ελκόμενος έπί
σταυρού», ή οποία έπιδέχεται διττήν ερμηνείαν. "Εάν ή λέξις σταυρός ληφθή
κατά κυριολεξίαν τότε ό τίτλος εΰαρμοστεΐ καί τίθεται εϊς σκηνάς τής Ανα-
βάσεως. 'Εάν όμως νοηθή κατά μετωνυμίαν τότε το «έλκόμενος έπί σταυροΰ»
(συρόμενος εις τόν τόπον ένθα έξέτιον τήν ποινήν αυτών όσοι είχον καταδικα-
σθή είς τόν διά σταυρώσεως θάνατον) χρησιμοποιείται ώς επιγραφή τής πο
ρείας πρός τόν Γολγοθάν.
194) La peinture religieuse, σ. 195.
,9S) Σ. Πελεκανίδου, Καστόρια, πίν. 123β.
1Be) Atti dell’ VIII Congresso internazionale di Studi Bizantini, II,
Roma, 1953, Tav. XVI, Fig. 13.
19T) G. Millet, Monuments de P Athos, 1 Les peintures, Paris 1927,
πίν. 72'.
195) Βλ. προχείρως σχέδιον παρά τφ ίδίιρ, Recherches, είκ. 417.
iso) Ό G. G e r ο 1 a (Monumenti, 2ος σ. 320, ΰποσημ. 7) άναφερόμενος
εις τό εϊκονογραφικόν θέμα τής preparazione della croce, γράφει: «I due
diversi momenti della crocifissione si riscontrano negli affreschi di S.
Giorgio a Khasi (Chissamo), di S. Maria a Rustika (Retimo) e di S. Gior
gio a Zuridhi (Retimo)». Τάς δύο πρώτας τοιχογραφίας δέν έχω ύπ’ ο-ψει μου.
Ή τρίτη είναι ή τοΰ Άρτου. "Ωστε ό Gerola καταλέγει αυτήν είς τό θέμα
τής προετοιμασίας τοΰ Σταυροΰ.
so°) A. Grabar-Skira, ενθ' άνωτ. σ. 169.
Ώς πρός τόν μακρόν λαιμόν, τήν στροφήν καί κλίσιν τής κεφαλής βλ. α
κόμη τήν κεφαλήν τής Προσευχής καί τοΰ βασιλέως Έζεκίου είς τήν έκ τοΰ
ίδιου κώδικος μικρογραφίαν τής σ. 168 τοΰ αύτοΰ βιβλίου.
μός τών μνημείων, ένθα ό σταυρός όψοϋται ΰπεράνω τοΰ θείου σώματος. «Α
Γ origine, comrne la scene se passait pres du tombeau, on la representa
dans le lointain, entre les deux montagnes qui encadrent le Golgotha».
Άλλ’ ήτο φυσικόν σΰν τφ χρόνιρ νά λησμονηθή τό παλαιστινιακόν τοπεΐον καί
ή σκηνή νά τοποθετηθή παρά τούς πόδας τοΰ σταυρού. Ενταύθα ό σταυρός
είκονίζεται μέν μεταξύ δύο λόφων, άλλ’ αμέσως όπισθεν τής σαρκοφάγου.
8Ι4) Κασσέλαν υπενθυμίζει καί ή κλίνη (;) τής Θεοτόκου είς είκόνα τής
Κοιμήσεως τοΰ Giotto (Βλ. Paolo d’ Ancona, Giotto, εκδ. Piccola sil-
vana, Milano (1953) είκ. GXXII). Δέν νομίζω δτι πρόκειται περί έπιδράσεως.
Περί βυζαντινών κασσελών βλ. παρά Φ. Κουκουλέ, ενθ’ ανωτέρω, Ιχ,
Athenes 1948, σσ. 82, 83. Αί κασσέλαι ήσαν ξύλιναι μέ γλυφάς επί τής εξω
τερικής επιφάνειας.
222) Είς τό Δαφνί 6 Σωτήρ πατεϊ ιόν αριστερόν πόδα επί θυρόφυλλου καί
τόν δεξιόν έπί τοϋ ώμου τοϋ γέροντος (βλ. εικόνα παρά W 1. W e i d 1 e, Mo
saic! Paleocristiani e bizantini, Milano - Firenze (1954) πίν. 126).
"Οταν βλέπη κανείς τοιαύτην παράστααιν αύθορμήτως έρχεται είς τόν νοΰν
του ή φράσις τοϋ ύμνου τής Άναστάσεως «Χριστός ανίατη εκ νεκρών ΰανάιψ
&άνατον πατήοας». Δυσκόλως γίνεται αποδεκτόν δτι δέν ήθελε τοΰτο νά είκο-
νίση ό άγιογράφος, ύιτοστάς τήν έπίδρασιν τοϋ ύμνου Μή λησμονώμεν δτι καί
κατά τήν παλαιοτέραν παράδοσιν (βλ. ψαλτήριυν Chludov) ύπό τούς πόδας τοϋ
Χριστού εϊκονίξετο προσωποποίησις τοϋ ".Αδου.
2JS) 'Ως αναφέρει τό άπόκρυφον κείμενον τοϋ Νικοδήμου (C. Tischen-
dorf, Evangelia apocrypha, 2α εκδ. Eipsiae 1876, σσ. 324, 328), κατά τήν
είς "4δου κάθοδον ήσαν παρόντες δ Σήθ, δ Αβραάμ, ό Ήσαΐας, ό Δαυίδ, ό
Πρόδρομος. Κατά τήν Ερμηνείαν τής Ζωγραφικής είς τήν σκηνήν ζωγραφεί-
ται «ό ’Ιωνάς καί Ήσαΐας καί 'Ιερεμίας οί προφήται καί δ δίκαιος Άβελ
καί άλλοι πολλοί» (ένθ’ άνωτ. σ. 110). Βλ. καί Ά. Ξυγγόπουλον, Βυζαν”
τινά Είκονογραφικά γλυπτά, Ε.Ε.Β.Σ., 15ος, σ. 258 - 261.
μενον είς τό μέσον τοϋ στήθους. Κλίνει την κεφαλήν καί δέεται διά
τής δεξιάς. Τάς κεφαλάς άμφοτέρων τών γερόντων περιβα'λλουν φωτο-
στέφανοι, δ'πως καί τών προσώπων άτινα εικονίζονται όπισθεν τοϋ
Σωτήρος. Πρώτη μεταξύ αυτών είναι ή Εύ'α, προβάλλουσα έναντι τοΰ
Άδάμ εξ άλλης χαμηλοτέρας σαρκοφάγου224. Όπίσω αυτής ι'σταται
δμιλος δεομένων αγίων, ών 6 δεύτερος είναι πρεσβύτης μελαψός με
παρειάς ίσχνάς, άλλ’ άνευ ριηίδων, μέ δξύληκτον ξανθόλευκον γένειον
καί λευκοτέραν μακράν κόμην. Είς την κορυφήν τής κεφαλής του φαί
νονται ί'χνη μικρού καλύμματος, οΐον συνήθως φέρουσιν οί προφή-
ται225.
Ό τρίτος άγιος μέ τον κεραμόχρουν φωτοστέφανον είναι νεανίας,
άμύσταξ καί αγένειος, μέ φωτεινόν, στρογγυλωπόν πρόσωπον, ροδα
λός παρειάς, χαμηλόν μέτωπον, «ώς μν την τρίχωοιν» έχων. Ή κα
στανή βραχεία κόμη του είναι άτακτος, οί οφθαλμοί σκιεροί, τό βλέμ
μα έντρομον. Πιθανώτατα είναι ό Άβελ. Ή μορφή τοϋ Προδρόμου
δέν διακρίνεται μεταξύ τών σωζομένων προσώπων. Μάλλον όμως δέν
θά είχε παραλειφθή.
’Ιδιαιτέραν έντύπωσιν προκαλεΐ ή μορφή τοϋ Άδάμ (Πίν. I'. εϊκ.
1). Ή μακρά δασεία κόμη του ή κατά βοστρύχους κυματοειδείς καλύ-
231) ”Ενθ’ άνωτ. σ. 207. Κατωτέρω (σ. 208) προσθέτει δτι «Π est clair qu’
il a pris la place de Γ Hades». Πρβλ. καί Ά. Ξυγγόπουλον, Κατάλο
γος, σ. 37 καί ‘Η ψηφιδωτή διακόσμησις, σ. 29.
Είναι άξιον μνείας δτι 6 Millet είς νεωτέραν μελέτην του (L’ art des
Balkans et Γ Jtalie au XIII siecle, ένθ’ ανωτέρω σ. 274) ομίλων διά τήν είς
"Αδου κάθοδον τής Sopocani λέγει δτι «1* Hades s’ accroupit sous les pieds
de Jesus».
232) G. de Jerphanion, Les Eiglises rupestres, είκ. 1902.
Ό συγγραφεύς λέγων έν τόμ. 1φ, σ 92, δτι τό δεδεμένον τέρας είκονίζει
τόν "ιΔδην ή πιθανώτερον τόν Σατανάν παρατηρεί έν τη ΰπ’ άρ. 1 υποσημειώ
σει δτι *il sera nomme ό αδης a Sainte - Barbe de Soghanle; ruais cette
scene relevera d’ une iconographie plus developpee». Ό ίδιος όμιλών πε
ρί τοΰ διακόσμου τών έχοντων κίονας ναών τής Καππαδοκίας άποκαλεΐ τό τέ
ρας "48ην (σ 392 1Ρ). Καί ό καθηγητής Σωτηρίου υπολαμβάνει ώς άλυσόδετον
'Αδην τήν παρά τούς πόδας τοΰ Χρισιοΰ μορφήν (Ή Όμορφη Έκκλησιά Αί·
γίνης, σ. 258). "Ας σημειωθή δτι είς τόν Κατηχητικόν λόγον τοΰ Χρυσοστόμου,
τόν άναγινωσκόμενον κατά τό Πάσχα λέγεται δτι ό "Αδης « έπιχράκθη, καί γάρ
έδεομεύΰη» (Πεντηκοστάριον, έκδ. 4η Ένετίησιν 1875, σ. 6α).
233) Βλ Ά. Ξυγγοπούλου, *0 ΰμνολογικός είκονογραφικός τόπος τής
είς τόν "Αδην καθόδου τοΰ ’Ιησού, Ε.Ε.Β.Σ. 1Ζ’, 1911, σ. 113 κέ£. Είς τήν
άκολουθοΰσαν τόν ύμνολογικόν τύπον μικρογραφίαν τής Άναστάσεω, τοΰ ΰπ’
άρ. 1 κωδικός τής Μονής Ίβήρων ό Σωιήρ πάτε! τόν "Αδην «υπό μορφήν ά-
λυσιδέτου γέροντος» (Α. Ξυγγόπουλος, ενθ’ άνωτ. σ. 115 Βλ. καί είκ. 1).
"Εχιο τήν γνώμην δτι είς τάς σκηνάς τής Καθόδου είς τόν "Αδην οσάκις
οί αγιογράφοι είκονίζουν ίιπό τούς πόδας τοΰ Σωτήρος άλυσόδετον γέροντα,
συνεχίζοντες παλαιόν παράδοσιν καί ύποστάντες τήν έπίδρασιν τών έν χρήσει
είς τάς έκκλησιαστικάς ακολουθίας κειμένων, θέλουν νά παραστήσουν τόν "Α
δην. Σατανάν είκονίζουν οσάκις παριστάνουν τό τέρας δεσμούμενον υπό αγγέ
λων ή οσάκις α! άλυσόδετοι μορφαί είναι δύο.
στάθη και εις τον "Αρτον υπό την μορφήν τοΰ γέροντος κατά προσω
ποποίησή ό "4δης. "Αλλωστε εις τάς τοιχογραφίας τοΰ ναοϋ δεν απο
φεύγονται αί προσωποποιήσεις 284.
234) Βλ. τήν προσωποποίησιν της Αίγυπτου εις τήν παράστασιν τής Φυγής,
τοΰ Ίορδάνου καί τής θαλάσσης εις τήν εικόνα τής Βαπτίσεως, τοΰ Κόσμω
εις τήν Πεντηκοστήν, τής Γής καί τής Θαλάσσης είς τήν σκηνήν τής Μελλού
σης Κρίσεως,
235) ’Εάν παραβάλωμεν τάς μορφάς των πρός ’Αποστόλους ζωγραφουμένου.
είς τήν παράστασιν τής Μελλούσης Κρίσεως, (βλ. Πίν. ΙΑ', είκ. 1), ών τά όνό
ματα σημειοΰνται υπέρ τάς κεφαλάς των, ίσως πρέπει ν’ άναγνωρίσωμεν εδώ,
τόν άγένειον Φίλιππον, τόν Βαρθολομαίον καί τόν γέροντα Ματθαίον.
238) ίδιον συμβαίνει πολλαχοΰ καί είς τήν Περίβλεπτον τοΰ Μυστρϋ
(G. Millet, Monuments de Mistra, πίν. 1211).
23‘) Είς στιχηρόν ίδιόμελον τής Λιτής τής Κυριακής τοΰ Θωμά λέγεται :
«Κύριε, τή άστέκτφ τής ο ή; Θεότητος αίγλη, των ύνοών επέστης οναών κεκλε:
σμένων καί ατάς έν μέσφ των Μαθητών, τήν πλευράν έξεγύμνωσας....» (Πεντηκο-
στάριον, σ. 22β).
μαρτυρεί την πικρίαν του διά την δυσπιστίαν τοϋ Μαθητου, δστις
«τοσοϋτον χρόνον ών μετ’ αϋιοΰ οϋκ εγνωκεν ανιόν», αλλά καί την
σπουδήν του, ϊνα «την καρδίαν» τοϋ Θωμά «είς ϊπίγνωοιν άξη» 243.
'Ο Χρίστος κατά τον τύπον δεν διαφέρει τοϋ Σωτήρος της Προδοσίας.
Ό όπισθεν αϋτοΰ Απόστολος 244 παχύς ως είναι, άμύσταξ καί αγέ
νειος μέ ατομικούς χαρακτήρας, υπενθυμίζει ρωμαϊκήν προσωπογρα
φίαν.
’Αξία παρατηρήσεως είναι ή διαφοροποίησις εις την έκφρασιν των
Μαθητών. Ενός τό πρόσωπον μαρτυρεί έκπληξιν (Βαρθολομαίος),
άλλου παιδικήν αφέλειαν, άλλου λύπην, δέος καί ενοχήν (Πέτρος), άλ
λου θλΐψιν (συνομιλητής τοϋ Πέτρου), άλλου αγωνίαν καί φόβον 245
(Θωμάς). Ό πρώτος έκ δεξιών από τούς ίσταμένους όπισθεν τοϋ Πέ
τρου 246 παρατηρεί γαλήνιος τον Ίησοΰν. Ό παραπλεύρως αύτοϋ ίστά-
μενος, οστεώδης, ευθυτενής, παρακολουθεί μέ πολύ ενδιαφέρον τά
συμβαίνοντα.
Μέ τήν λοξήν διάταξιν τών δύο ομίλων εις τούς οποίους είναι διη-
ρημενοι οί μαθηταί, άλλα καί τών όπισθεν αυτών οίκοδομημάτα)ν,
είναι προφανές ότι ό ζωγράφος επεδίωξε ν’ άποδώση τό βάθος, τον
χώρον.
Κατά τον A. Grabar ή αρχική παράστασις τής Ψηλαφήσεως θά
παρουσίαζε τό επεισόδιον συμβαϊνον είς τό εσωτερικόν οικοδομήματος,
τοϋ οποίου οι τοίχοι περιέβαλλον τον Χριστόν καί τούς ’Αποστόλους.
Ή θύρα τής εισόδου εύρίσκετο είς τό πρώτον επίπεδον τής σκηνής
καί τά πρόσωπα έζωγραφοΰντο όπισθεν αυτής. Οί Άνατολίται καί οΐ
Λατίνοι έμειναν πιστοί είς τον άρχαϊον τύπον, ενώ οί Βυζαντινοί με-
τέφερον τήν θύραν είς τον τοίχον τοϋ βάθους, όπισθεν τών προσώ
πων, καί άπήλειψαν τον έμπρόσθιον τοίχον 247 . Τόν Χριστόν οί Βυ
ζαντινοί άπεικόνιζον συνήθως κατενώπιον, είς τό μέσον τοϋ πίνακος,
έμπροσθεν τής κλειστής θύρας καί τούς ’Αποστόλους εκατέρωθέν του,
συμμετρικώς διατεταγμένους είς δύο ομάδας 248. Ή τοποθέτησις τοϋ
243) Αυτόθι.
244) Βλ. ανωτέρω ύποσ. 235.
245) «Έμφόβως την χεϊρα, ό θωμάς τι] πλευρά αου, ifj ζωηφόρφ Χριαιέ,
ενϋεις νπότρομος ηοΰετο, ένεργείας Σώτερ διπλής, ιών δύο φύσεων...» (ΓΙεντη-
κοστάριον, σ. 28α).
Ό δείκτης της δεξιάς τοΰ Θωμά, δι’ οδ ψαύει τήν πλευράν ταΰ Χριστοί,
ζωγραφεϊται καθ’ υπερβολήν μάκρος.
24β) Δέν αποκλείεται νά είναι ό Ιωάννης.
J47) A. Grabar, La peinture religieuse, σ. 294, ΰποσ. 3.
a48) Evelyn Sandberg-Vaval a, La Croce dipinta italiana e
23. Η ΑΝΑΛΗΨΙΣ
28ϊ) Τήν θέσιν αυτήν έπέβαλον λόγοι δογματικοί καί λειτουργικοί περί ών
βλ. Ά. Ξυγγόπουλον, Ή τοιχογραφία τής Άναλήψεως έν τή άψϊδι τοΰ
"Αγίου Γεωργίου τής Θεσσαλονίκης, Α.Ε. 1938, σ. 42 καί Ή προμετωπίς τών
κωδίκων ενθ’ άνωτ σ. 173. Διά τήν εικονογραφίαν τής Άναλή-ψεως βλ. καί
Ε· Sandberg-Vavala, La croce dipinta italiana, σσ. 172 - 178.
*54) Κατά τήν υμνολογίαν τής εορτής ή Θεοτόκος ήτο παρούσα είς τό όρος
τών Έλαιών (Πενιηκοστάριον σ. 150β) Βλ. καί G. de Jerphanion, ένθ"
άνωτ., I1, σ. 92, ΰποσ 6. Είς τό Πενιηκοστάριον δέν γίνεται λόγος οΰιε περί
τοΰ άριθμοΰ τών "Αποστόλων, οΐτινες παρευρέθησαν είς τήν Άνάληψιν, ούτε
περί τοΰ άρι-θ-μοΰ τών έμφανισθέντων είς αυτούς αγγέλων.
288) «Βουνόν μέ πολλές ελαίες» θέλει είς τό βάθος ιών παραστάσεων τής
"Αναλή-ψεως καί ή "Ερμηνεία τής ζωγραφικής (σ. 112).
ύψοΐ τάς χεϊρας εις δέησιν. Φέρει βαθυκύανον χιτώνα και βύσσινό-
χρουν μαφόριον. Οί εκατέρωθεν αυτής άγγελοι κρατοΰν διά τής αρι
στερός μακρόν, λεπτόν σκήπτρον, άπολήγον εις κρινάνθεμον, καί διά
τής δεξιάς δεικνύουν 258 τον άναλαμβανόμενον Ίησοϋν. ’Ένθεν κάκεΐ-
θεν αυτών εις πυκνούς ομίλους άνά τρεις ’Απόστολοι. Προς τούς πρώ
τους εκ τούτων, τών οποίων οί πόδες ζωγραφοΰνται Ιν διαστάσει, έχό-
μενοι στερεώς τοΰ εδάφους, φαίνονται συνομιλοΰντες οί ’Άγγελοι. Τά
ενδύματα τών μαθητών έχουν χρώμα βαθυκύανον, κεραμόχρουν, κί-
τρινον, καφέρυθρον μέ κίτρινα φώτα, πράσινον. Έξ αριστερών πρώ
τος αναγνωρίζεται ό Πέτρος και εκ δεξιών ό πρεσβύτης ώς ό Ματθαίος.
'Υπεράνω τής Θεομήτορος γράμματα άναγινώσκονται ίσως ως εξής:
866) Εις τό μετά τήν β' στιχολογίαν κάθισμα τοΰ Όρθρου τής Άναλή-
ψεως λέγεται: «Ό προαιώνιο; Θεός... οήμερον ανελήφϋ-η. ”.Αγγελοι προτρέχοντες,
’Αποοτόλοις έδείκνυον, τούτον πορενόμενον, εις ουρανούς μετά δόξης πολλής* (Πεν-
τηκοστάριον, σ. 151β).
,51) Κατά τήν Ερμηνείαν (σ. 112 - 113) πρέπει νά είκονίζωνται «δύο άγ
γελοι λευκοφόροι ... βαστάζοντες καί χαρτία' καί τοΰ μέν ενός τό χαρτί λέγει
t’Άνδρε; Γαλιλαίοι, τί έοτήκατε βλέποντες εις τον ουρανόν*; τοΰ δέ άλλου τό χαρ
τί λέγει" τούτος ό Ίηαοϋς δ άναληφ&εις άφ' ημών εις τον ουρανόν' αυτός πάλιν
ίλεΰοεται, δν τρόπον ε&εάοασϋε αυτόν πορενόμενον εις τον ουρανόν». Ή 'Ερμη
νεία ολίγον διαφέρει δσον άφορμ τούς λόγους τών αγγέλων από τοϋ κειμένου
τών Πράξεων (α', 11), Μάλλον απομακρύνεται αΰτοΰ ό τοιχογράφος τοΰ Άρτου
εις τάς έπιγραφάς τής Άναλήψεως. Παρόμοιον συμβαίνει, άλλ’ εις πολύ μι-
κρότερον βαθμόν, καί εις τόν Άγιον Γεώργιον τόν Βάρδον τής Ρόδου (Α.Β.
Μ.Ε. Γ', 1948, σ, 130).
Π ενιη κο ο τή .
Ή
Ε ίκ . 2 (δεξιά). —
!δ8) Ίσως είς τήν επιγραφήν πρέπει ν' άναγνωρίσοτμεν έπίδρασιν τών λό
γων τοΰ Ματθαίου (κη’, 16 - 19) καθ' δν μετά τήν Άνάστασιν «Είς τήν 1 αλι-
λαίαν είς ιό ορος ου ετάξατο ανιοΐς.... προσελθών δ Ιησούς ελάληαεν αύτοΐς λί
γων.... πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη».
2δ9) Τό πράγμα διαπιστοΰται αν προσέξη κανείς τούς παρά τάς χεϊρας τοΰ
Χριστοΰ αγγέλους. Τοΰ άριστεροΰ ή κεφαλή άνυψοΰται περισσότερον τής τοΰ
δεξιοΰ. Διά ν’ απέχουν δμοις οί άγγελοι σχεδόν έξ ίσου άπό τής άνω πλευράς
τής είκόνος καί νά μή διαταραχθή ή συμμετρία, ή αριστερά χειρ τοΰ δεξιοΰ
αγγέλου ζωγραφεϊται υπέρ τόν φωτοστέφανον αύτοΰ, ενώ τοΰ άλλου αγγέλου ή
δεξιά κρύπτεται έν μέρει όπίσω τής κεφαλής του. Ή συμμετρία δμως δέν είναι
γεωμετρική. Ή ΙΙαλαιολόγειος γραφικότης καί έδώ είναι έκδηλος.
26°) Τό ίδιον συμβαίνει καί είς τήν Περίβλεπτον τοΰ Μυστρά. Έκεϊ δμως
οί άγγελοι κλίνουν τάς κεφαλάς πρός τήν Θεοτόκον.
9β1) Τό αύτό παρατηρεΐται ήδη είς τήν μικρογραφίαν τής Άναλήψεως τοΰ
έν Φλωρεντίφ κωδικός τοΰ Rabula (A. G_r a b a r - Skira, La peinture by-
zantine, είκ. σελ. 164), ένθα τό πρώτον εμφανίζονται οί εκατέρωθεν τής Θεο
τόκου άγγελοι (Γ. Σωτηρίου, Κειμήλια, σ. 84). Είς τήν μικρογραφίαν δμως
τής οποίας ή τέχνη «est de tradition grecque certaine», (A. Grabar, ενθ’
άνωτ. σελ. 161), οί άγγελοι έχουν στάσιν εοιαύτην ώστε γίνεται αμέσως αντι
ληπτόν δτι συνομιλούν ζωηρά πρός τούς 'Αποστόλους. Πρός τήν πλήρη ζωής
στροφήν τοΰ σώματος αυτών ομόλογος είναι καί ή κλίσις τής κεφαλής. Είς τόν
Άρτόν δμως ή κίνησις περιορίζεται σχεδόν μόνον είς τήν κλίσιν τής κεφαλής.
Καί ή κλίσις προσλαμβάνει διακοσμητικόν ϋφος καθώς μετά δυσκολίας γίνε
ται αντιληπτόν δτι οί άγγελοι συνομιλούν πρός τούς ’Αποστόλους καί δΓ αύτό
κλίνουν τάς κεφαλάς.
Άξιοπρόσεκτον είναι δτι ή στάσις τής Θεοτόκου είς τήν Άνάληψιν τοΰ
Άρτου ομοιάζει πως πρός τήν έν τφ κώδικι τής Φλωρεντίας. Είς αύτόν έλλεί-
24. Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
νότητα τοΰ δεξιοΰ, δπερ είναι έν μέρει κατεστραμμένον, πρός βασιλικήν έχου-
σαν ύψωμένον τό μεσαϊον κλιτός.
*”) Καί εις τό σημεΐον αυτό ή τοιχογραφία είναι έφθαρμένη.
”*) Είς τό σωζόμενον καλώς αριστερόν ήμισυ τοΰ υφάσματος διακρίνονται
εξ γραμμαί. Όμοιας γραμμάς είκονιζομένας έπί υφάσματος, δπερ κρατεί ό
Κόσμος είς εικόνα τής Πεντηκοστής τοΰ Μουσείου Μπενάκη, ό Α. Ξ υ γ γ ό-
π ο υ λ ο ς (Κατάλογος σ. 81) άποκαλεΐ κλήρους.
2,δ) Άτενίζων κανείς τούς ’Αποστόλους τής Ψηλαφήσεως άναπλάττει τό
θάμβος δπερ δοκιμάζει βλέπων είς στιλπνά πρόσωπα, έφ’ ών πίπτουν αί ακτί
νες τοΰ ήλιου. Τό πράγμα εχει τόν λόγον του. Έν μέσω τών Μαθητών ευρί-
σκετο ό τανϋις οκ τοΰ τάφον ωραίος, δικαιοσύνης Ιάμψας ήλιος» (Πεντηκοστά-
ριον, Όρθρος Άναστάσεως σ. 2β), διό καί ·πάντα πεπλήραται φωτός^ (αυτό
θι σ. 2α).