You are on page 1of 5

ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ ΑΤΑΤΟΥΡΚ

Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ[1] (Mustafa Kemal Atatürk, προφέρεται: [mustaˈfa ceˈmal aˈta


ˌtyɾc], Θεσσαλονίκη, 1881 - Κωνσταντινούπολη, 10 Νοεμβρίου 1938)
ήταν Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός. Ήταν ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος
της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Ουσιαστικά ανέλαβε πραξικοπηματικά μια
διαμελισμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας το εναπομείναν υπόλοιπο των
εδαφών στην Ανατολία κατόρθωσε να μετατρέψει σε κράτος δυτικού προτύπου,
ονομάζοντάς το Τουρκία και αποτελώντας έως και σήμερα εθνάρχη της Τουρκίας στη
συνείδηση του τουρκικού έθνους.
Η κυβέρνησή του ακολούθησε μια πολιτική εκτουρκισμού, προσπαθώντας να
δημιουργήσει ένα ομοιογενές, ενιαίο και πάνω από όλα κοσμικό έθνος υπό το τουρκικό
λάβαρο.[2][3][4] Επί Ατατούρκ, ζητήθηκε από τις μειονότητες στην Τουρκία να μιλούν
τουρκικά δημόσια, αλλά τους επιτρεπόταν να διατηρήσουν τη δική τους γλώσσα
ταυτόχρονα. Τα μη τουρκικά τοπωνύμια και οι μειονότητες διατάχθηκαν να λάβουν
τουρκικό επώνυμο σύμφωνα με τις τουρκικές παραδόσεις.[5][6][7] Θεωρείται, παρ' όλ' αυτά,
χαρισματικός ηγέτης, του οποίου η μορφή, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς,
συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες προσωπικότητες που επηρέασαν
καθοριστικά με την παρουσία τους τον 20ό αιώνα. Το τουρκικό κοινοβούλιο του απένειμε
το επώνυμο Ατατούρκ το 1934, που σημαίνει «Πατέρας των Τούρκων», σε αναγνώριση
του ρόλου που έπαιξε στην οικοδόμηση της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας.

Στρατιωτική σταδιοδρομία
Το 1905, διορίστηκε υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Ακαδημίας
στην Κωνσταντινούπολη, αλλά θεωρήθηκε αντικαθεστωτικός με αποτέλεσμα να
φυλακιστεί για λίγους μήνες και έπειτα να σταλεί, ουσιαστικά να εξοριστεί, στο 5ο
τάγμα Δαμασκού. Εκεί ίδρυσε μυστικό πολιτικό σωματείο, το οποίο ονόμασε Vatan ve
Hürriyet, που στα τουρκικά σημαίνει Πατρίδα και Ελευθερία. Κατάφερε να μυήσει
αρκετούς αξιωματικούς και να δημιουργήσει παρακλάδια στη Θεσσαλονίκη. Όμως
γρήγορα η επαναστατική κίνηση αποκαλύφθηκε και αναγκάστηκε να διαλύσει την
οργάνωση. Στη συνέχεια μετατέθηκε στη Γιάφα (σημ. Ισραήλ).
Οι απόψεις για την συμμετοχή του Κεμάλ στο κίνημα των Νεότουρκων διίστανται.
Θεωρείται ότι δεν έλαβε ενεργά μέρος στο κίνημα των Νεοτούρκων.[20] Υπάρχει η άποψη
ότι την εποχή του ξεσπάσματος του κινήματος ο Κεμάλ βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη,
στην οποία εργάστηκε για την επιτυχία της επαναστατικής αυτής κίνησης αλλά, στη
συνέχεια, ήρθε σε ρήξη με την ηγεσία των Νεότουρκων και παράτησε προσωρινά την
πολιτική, στρέφοντας την προσοχή του στα στρατιωτικά.[21]
Φωτογραφία του 1914, με τον Ατατούρκ ντυμένο ως γενίτσαρο

Το 1911, στάλθηκε στη Λιβύη για να οργανώσει την αντίσταση εναντίον των Ιταλών και
σύντομα διακρίθηκε στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο. Κατά την διάρκεια του Ιταλοτουρκικού
πολέμου ο Ατατούρκ ασθένησε και νοσηλεύτηκε για ένα διάστημα από έναν Έλληνα
ιατρό ονόματι Τσατσάνη (Çaçani) στην Αίγυπτο. Παρά την ήττα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, το 1912, προβιβάσθηκε σε ταγματάρχη. Το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού
πολέμου τον βρήκε στην Καλλίπολη, όπου λίγο αργότερα προάχθηκε
σε αντισυνταγματάρχη και διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος
στη Σόφια της Βουλγαρίας. Στις επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου κατάφερε να
διακριθεί, με αποτέλεσμα να γίνει διοικητής του 2ου Σώματος Στρατού, με το οποίο
υπηρέτησε στον Καυκάσου στις επιχειρήσεις του 1916, και στη συνέχεια να προαχθεί σε
Πασά.[20]

Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ ως διοικητής του στρατού (1918)

Συγκεκριμένα, η μεγάλη διάκριση ήρθε στις πολεμικές επιχειρήσεις της χερσονήσου της
Καλλίπολης ή των Δαρδανελίων το 1915, όταν ο Κεμάλ κατάφερε να αποκρούσει τις
δυνάμεις της Αντάντ, και συγκεκριμένα τις Αγγλογαλλικές, εισπράττοντας σχόλια του
τουρκικού τύπου όπως «υπερασπιστής του Ισλάμ» και «σωτήρας της
Κωνσταντινούπολης».[22] Έχοντας προβλέψει τη συγκεκριμένη κίνηση των συμμάχων, ο
Κεμάλ είχε ζητήσει νωρίτερα να αναλάβει την διοίκηση της άμυνας της Ραιδεστού, τις
οποίες ανέλαβε προαχθείς σε συνταγματάρχη, για να εφαρμόσει δική του αμυντική
τακτική. Το 1917, ως διοικητής του 2ου Αυτοκρατορικού Σώματος, νίκησε τους ήδη
αποδιοργανωμένους, λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης, Ρώσους, στο μέτωπο του
Καυκάσου, και ανέκοψε την προέλαση ρωσικής στρατιωτικής δύναμης, αποσπώντας τις
περιοχές Μπιτλίς και Μους. Εξ αιτίας αυτού, η οθωμανική κυβέρνηση τον προήγαγε
σε υποστράτηγο (Πασά).
Στη συνέχεια μετατέθηκε στο 7ο σώμα στρατού στην Παλαιστίνη και τη Συρία, αλλά
στις 7 Οκτωβρίου επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη για να συνοδεύσει τον διάδοχο του
θρόνου, Μεχμέτ, στη Γερμανία. Κατά τη διάρκεια όμως του ταξιδιού αρρώστησε και
αναγκάστηκε να παραμείνει για λίγο στη Βιέννη. Επέστρεψε στις 28 Αυγούστου του 1918
στη Παλαιστίνη, όπου μελέτησε αναλυτικά την κατάσταση στη Συρία. Τότε αντελήφθη
πως ο ερχομός των Άγγλων ήταν θέμα χρόνου ενώ οι οθωμανικές δυνάμεις ήταν φανερό
ότι δεν μπορούσαν να τους αναχαιτίσουν.[23] Μέσα σε λίγες μέρες ο οθωμανικός στρατός
είχε υποχωρήσει στην Ιορδανία ενώ χιλιάδες ήταν οι νεκροί. Αξίζει να σημειωθεί ότι την
υποχώρηση την είχε οργανώσει ο Κεμάλ ενώ ταυτόχρονα είχε αναλάβει και τη διοίκηση
του Νοτιο-Ανατολικού μετώπου, χωρίς όμως καμία επιτυχία. Σε εκείνη την υποχώρηση
μόλις που κατάφερε να διαφύγει την αιχμαλωσία. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη,
απέστειλε οργισμένο τηλεγράφημα στον Σουλτάνο, όπου κατηγορούσε τους ανωτέρους
του για την υποχώρηση και τις τεράστιες απώλειες του στρατού.
Στις 30 Οκτωβρίου 1918, πραγματοποιήθηκε η ανακωχή του Μούδρου μεταξύ της Αντάντ
και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία όμως ο Κεμάλ θεώρησε ταπεινωτική για
την πατρίδα του.

Ρήξη με την Υψηλή Πύλη και αντεπίθεση

Ο Μουσταφά Κεμάλ

Με την ανακωχή του Μούδρου τοποθετήθηκε σε μη μάχιμη θέση του υπουργείου Εθνικής


Αμύνης στην Κωνσταντινούπολη, οργανώνοντας παράλληλα εθνικιστικές ομάδες, στις
οποίες συμμετείχαν και πολλοί οι οποίοι είχαν παραγκωνιστεί από τον Σουλτάνο.
[24]
 Ύστερα από πιέσεις των Άγγλων και προκειμένου να απαλλαχθεί από αυτόν, ο
Σουλτάνος τον διόρισε τον Μάιο του 1919 στρατιωτικό επιθεωρητή των Ανατολικών
Επαρχιών. Αποβιβάστηκε στη Σαμσούντα στις 19 Μαΐου 1919, ημέρα που θεωρείται για
τους Τούρκους έναρξη του πολέμου της ανεξαρτησίας τους.
Εκεί ο Κεμάλ μαζί με άλλους αξιωματικούς υπέγραψε μυστικό πρωτόκολλο με το οποίο οι
αξιωματικοί δήλωναν την αντίθεσή τους με τη φίλα προσκείμενη προς την Αντάντ
τουρκική κυβέρνηση και ουσιαστικά ξεκινούσαν ανταρτοπόλεμο εναντίον της Υψηλής
Πύλης. Τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο συγκάλεσε δύο εθνικά συνέδρια, ένα στο
Ερζερούμ και ένα στη Σεβάστεια. Στο δεύτερο συνέδριο εκλέχθηκε πρόεδρος
της Εταιρείας για την Προάσπιση των Εθνικών Δικαιωμάτων των Ανατολικών Επαρχιών.
Ως πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής απαίτησε την απόρριψη των συμμαχικών
όρων ειρήνης, ασκώντας πιέσεις στον Σουλτάνο. Παράλληλα ξεκίνησε και η δεύτερη
φάση των διώξεων του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Πολιτική καρικατούρα που απεικονίζει τον Κωνσταντίνο Α΄ και τον Κεμάλ

Το Φεβρουάριο του 1920, τουρκικές και κουρδικές άτακτες δυνάμεις υπό την
καθοδήγησή του[25], επιτέθηκαν κατά διεσπαρμένων γαλλο-αρμενικών
στο Μαράς πετυχαίνοντας την πρώτη νίκη που επιζητούσαν οι κεμαλικοί. Το επεισόδιο
προκάλεσε έκπληξη στους συμμάχους της Αντάντ στην Κωνσταντινούπολη, που
αγνοούσαν τις πραγματικές δυνατότητες του Κεμάλ.
Στις 23 Απριλίου 1920, ο Κεμάλ εγκαταστάθηκε στην Άγκυρα και, έχοντας καταδικαστεί
από τον Σουλτάνο σε θάνατο, συγκάλεσε τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, η οποία εξέλεξε
προσωρινή κυβέρνηση με Πρωθυπουργό και πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης τον ίδιο, ενώ
του ανατέθηκε παράλληλα και η ηγεσία του στρατού. Στις 10 Αυγούστου υπογράφηκε
από την οθωμανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης η Συνθήκη των Σεβρών, την
οποία η κυβέρνηση Κεμάλ αρνήθηκε να αναγνωρίσει, θεωρώντας την ατιμωτική για το
έθνος. Στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση είχαν σχηματιστεί δύο ομάδες: η μία υποστήριζε τον
Κεμάλ και η άλλη αντιδρούσε σθεναρά στα σχέδιά του. Τελικά υπερίσχυσε η πρώτη
ομάδα, η οποία και κατάφερε να ενισχύσει με περισσότερες εξουσίες τον ρόλο του
προέδρου.
Σταδιακά, ο Κεμάλ κατάφερε να προσεταιριστεί τις Μεγάλες Δυνάμεις και να συνάψει
βαρύνουσας σημασίας συμφωνίες, οι οποίες άλλαξαν δραματικά υπέρ των κεμαλιστών
την κατάσταση στη Μικρά Ασία. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η Σοβιετική Ένωση, την οποία
προσεταιρίστηκε χαρακτηρίζοντας τον πόλεμο που διεξήγαγε ως αντι-ιμπεριαλιστικό,
κατά των δυτικών δυνάμεων. Οι Σοβιετικοί όχι μόνο παραχώρησαν οθωμανικές περιοχές
που είχαν χαθεί στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1878, αλλά υπολογίζεται ότι
προσέφεραν στην κυβέρνηση της Άγκυρας βοήθεια αξίας 6 εκατομμυρίων ρουβλίων.
[26]
 Επίσης, παρά την προσωπική του αντιθρησκευτική στάση και ιδεολογία, ο Κεμάλ -
κατά τη διάρκεια του πολέμου- κατάφερε και συνένωσε όλους τους μουσουλμάνους της
Μικράς Ασίας σε πόλεμο για την υπεράσπιση του Ισλάμ, προκαλώντας επίσης κινήματα
συμπαράστασης σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο.
Ο ελληνικός στρατός ύστερα από σποραδικές νίκες έως το 1921, επιχείρησε
την εκστρατεία του Σαγγαρίου τον Αύγουστο του 1921 με σκοπό την κατάληψη της
Άγκυρας, αλλά ανακόπηκε από τον στρατό του Κεμάλ και υποχώρησε, ενώ την ίδια ώρα
οι Μεγάλες Δυνάμεις με τηλεγραφήματα συνέχαιραν τον Κεμάλ για την νίκη του.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, κατόπιν παρασκηνιακών συνομιλιών, οι Γάλλοι
συμφώνησαν να ακυρώσουν τη Συνθήκη των Σεβρών και να αποχωρήσουν από τη
Μικρά Ασία, εγκαταλείποντας στρατιωτικό υλικό. Στις 2 Ιανουαρίου 1922
η Ουκρανία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την κυβέρνηση Κεμάλ. Μέχρι τον Ιούλιο του
1922, η μοναδική μεγάλη δύναμη που υποστήριζε την Ελλάδα στον πόλεμο (μόνο
διπλωματικώς όμως) ήταν η Αγγλία.
Στις 13 Αυγούστου ο τουρκικός στρατός, εκμεταλλευόμενος τα ολέθρια λάθη της
ελληνικής πλευράς, επιτέθηκε στη γραμμή του Αφιόν Καραχισάρ αιφνιδιάζοντας τον
ελληνικό στρατό και γρήγορα κατάφερε να τον διασπάσει και να τον τρέψει σε φυγή.
Στις 27 Αυγούστου 1922, και αφού οι Ιταλοί είχαν εκκενώσει την Έφεσο, ο τουρκικός
στρατός υπό την ηγεσία του Κεμάλ κατέλαβε τη Σμύρνη, σφάζοντας τον ελληνικό και
αρμενικό πληθυσμό και πυρπολώντας την ελληνική και αρμενική συνοικία.

Επίδραση
Στη ναζιστική Γερμανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το ναζιστικό κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ, από τα πρώτα του βήματα, είχε εκλάβει τις
μεθοδεύσεις του τουρκικού κράτους, ως "πρότυπο έμπνευσης". Το "μοντέλο" του Κεμάλ
παρέμενε ενεργό για το ναζιστικό κίνημα στη Γερμανία και μέχρι το τέλος του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Χίτλερ είχε δηλώσει ότι θεωρούσε τον εαυτό του "μαθητή" του
Κεμάλ, ενώ η συμβολή του τελευταίου στη διαμόρφωση της ναζιστικής ιδεολογίας
διαφαίνεται έντονα και στην ίδια τη ναζιστική βιβλιογραφία. Ο Κεμάλ και η νέα Τουρκία
του 1923 αποτέλεσαν τα πρότυπα του "τέλειου Φύρερ" και των "καλών εθνικών
πρακτικών" για τον ναζισμό. Τα μέσα ενημέρωσης του Γ' Ράιχ υπερτόνιζαν το "τουρκικό
μοντέλο" και συνεχώς επέμεναν στα "οφέλη" της εθνοκάθαρσης και της γενοκτονίας.

You might also like