You are on page 1of 62

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ

ΑΘΗΝΑΣ
12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Προσωπικό ημερολόγιο του
Ιωάννη Μεταξά.
Στην εγγραφή της 28ης
Οκτωβρίου αναφέρει:
«Νύκτα στις τρεις με
ξυπνούν… Έρχεται ο
Grazzi. – Πόλεμος! …
Αναφέρω Βασιλέα – Καλώ
Πάλαιρετ και ζητώ
βοήθειαν Αγγλίας –
Κατεβαίνω Υπουργικόν
Συμβούλιον … Φανατισμός
του λαού αφάνταστος …
Βομβαρδισμοί. Σειρήνες. …
Ο Θεός βοηθός!!»
Γενικά Αρχεία του Κράτους
– Κεντρική Υπηρεσία
Αναχώρηση για το
Μέτωπο.
Στρατιώτες στην
Πλατεία
Συντάγματος.
Η ζωή στα μετόπισθεν
Στις 29 Ιανουαρίου 1941 πεθαίνει ο Μεταξάς.
Ο βασιλιάς Γεώργιος Β διορίζει στη θέση του τον πρώην
διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρο Κορυζή ο οποίος
αυτοκτονεί στις 18 Απριλίου επιτείνοντας την κρίση στην
κορυφή του κράτους. Πρωθυπουργός θα οριστεί ο
τραπεζίτης Εμμανουήλ Τσουδερός, κρητικής καταγωγής, εν
όψει και της μεταφοράς της κυβέρνησης στην Κρήτη,
τελευταίο ελεύθερο ελληνικό έδαφος.
Στις 6 Απριλίου 1941 τέθηκε σε εφαρμογή η επιχείρηση
«Μαρίτα» η οποία οδήγησε στην κατάκτηση και υποδούλωση
της Ελλάδας στον Άξονα. Στη γερμανική επίθεση αντιστάθηκε
το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας με πέντε ελληνικές
μεραρχίες,  οχυρωμένες στη «γραμμή Μεταξά». Το έτερο
τμήμα του αμυνόμενου στρατού επικουρούμενο από τρεις
βρετανικές μεραρχίες  παρατάχθηκε στα περάσματα της
Δυτικής Μακεδονίας.

.
Παρά την ηρωική αντίσταση και την αυτοθυσία των
υπερασπιστών των 21 οχυρών και τις σημαντικές
απώλειες των Γερμανών, η 12η Γερμανική Στρατιά
με επικεφαλής τον στρατάρχη Βίλχελμ φον Λίστ
εισέβαλε με επιτυχία στην Ελλάδα από τα αφύλακτα
ουσιαστικά ελληνο-γιουγκοσλαβικά σύνορα
υπερφαλλαγγίζοντας τη «γραμμή Μεταξά». Με
καθηλωμένο τον ελληνικό στρατό στην Αλβανία, οι
γερμανικές μονάδες ξεχύθηκαν στη θεσσαλική
πεδιάδα, ενώ οι άνδρες του βρετανικού
εκστρατευτικού σώματος υποχωρούσαν διαρκώς.
Στις 23 Απριλίου, δύο εβδομάδες μετά την εκδήλωση
της Γερμανικής Επίθεσης  ο διοικητής του Γ΄ Σώματος
Στρατού – Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου, αντιστράτηγος
Γεώργιος Τσολάκογλου, χωρίς την εξουσιοδότηση της
ελληνικής κυβέρνησης, υπέγραψε στη Θεσσαλονίκη το
οριστικό πρωτόκολλο της συνθηκολόγησης.
Την ίδια ημέρα η κυβέρνηση και ο βασιλιάς αναχώρησαν
για την Κρήτη.
ΤΑ ΚΡΥΜΜΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Στις 27 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα έφθασαν στην
Αθήνα. Τα πρώτα τμήματα υποδέχθηκαν ο στρατιωτικός
διοικητής Αττικοβοιωτίας υποστράτηγος Καβράκος, ο
νομάρχης και οι δήμαρχοι Αθήνας και Πειραιά για να
παραδώσουν την ανοχύρωτη πόλη, στην είσοδο του
καφενείου Παρθενών στους Αμπελόκηπους στη συμβολή
των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας.
Στην επιτροπή προβλεπόταν ως πρόεδρος
ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος
(πρώην μητροπολίτης Τραπεζούντας [1913-1938]),
ο οποίος αρνήθηκε όμως να παραστεί μη αντέχοντας να
συναντήσει τους εισβολείς, κάτι βέβαια που δεν πέρασε
απαρατήρητο. 
Κωνσταντίνος Κουκίδης
Έλληνας Εύζωνας που είχε καθήκοντα
σκοπιάς στην Ακρόπολη των Αθηνών
την 27η Απριλίου 1941
την ημέρα που τα γερμανικά
στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα.
Κατά μια άλλη εκδοχή ήταν μέλος
της Ε.Ο.Ν. που εκτελούσε χρέη
φρουρού στην Ακρόπολη.
Τα στρατεύματα των Ναζί τον
διέταξαν να παραδώσει την ελληνική
σημαία και να αναρτήσει τη ναζιστική
σημαία με τη σβάστικα.
Ο Κουκίδης δεν υπάκουσε και,
μένοντας πιστός στο πόστο του,
υπέστειλε την ελληνική σημαία,
τυλίχτηκε με αυτή και πήδηξε από την
Ακρόπολη προς το θάνατό του.
Σε χώρο κάτω από την Ακρόπολη
υπάρχει σήμερα μια αφιερωματική
πλάκα σε ανάμνηση της πράξης αυτής.
τις 29 Απριλίου, στην υπό κατοχή πλέον πρωτεύουσα η πολιτική ρήξη στην κορυφή που είχε εκδηλωθεί τις τραγικές
τις 29 Απριλίου, στην υπό κατοχή πλέον πρωτεύουσα
ημέρες του Απριλίου ολοκληρώθηκε με τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με τον κατακτητή από τον στρατηγό
η πολιτική ρήξη στην κορυφή που είχε εκδηλωθεί Ττις τραγικές ημέρες του Απριλίου

Στις 29 Απριλίου, στην υπό κατοχή πλέον πρωτεύουσα η


Σ

πολιτική ρήξη στην κορυφή που είχε εκδηλωθεί τις τραγικές


ημέρες του Απριλίου ολοκληρώθηκε με τον σχηματισμό
κυβέρνησης συνεργασίας με τον κατακτητή από τον
στρατηγό Τσολάκογλου.
Το πολιτικό καθεστώς άλλαξε και το Βασίλειο της Ελλάδος
μετατράπηκε σε Ελληνική Πολιτεία. πολιτικό καθεστώς άλλαξε και το Βασίλειο της Ελλάδος μετατράπηκε σε Ελληνική Πολιτεία.
Η κυβέρνηση Τσουδερού, μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς στο τέλος Μαΐου, θα μεταβεί, ως
κυβέρνηση εξορίας, στην ελεγχόμενη από τους Βρετανούς Μέση Ανατολή, όπου και θα παραμείνει καθ’ όλη της
διάρκεια της Κατοχής. Οι κυβερνήσεις εξορίας για χώρες υπό την κατοχή του Άξονα υπήρξαν σύνηθες φαινόμενο στον
Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ύπαρξη τους, υπό την αιγίδα της Μεγάλης Βρετανίας, συμβόλιζε τη συνέχιση του αγώνα
ενάντια στον κατακτητή και εγγυόταν τη συνέχεια του κράτους αναβαθμίζοντας το ρόλο των Βρετανών στις
μεταπολεμικές διευθετήσεις.
Η κυβέρνηση Τσουδερού, μετά την κατάληψη της Κρήτης
από τους Γερμανούς στο τέλος Μαΐου, θα μεταβεί, ως
κυβέρνηση εξορίας, στην ελεγχόμενη από τους Βρετανούς
Μέση Ανατολή, όπου και θα παραμείνει καθ’ όλη της
διάρκεια της Κατοχής.
Οι κυβερνήσεις εξορίας για χώρες υπό την κατοχή του
Άξονα υπήρξαν σύνηθες φαινόμενο στον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο. Η ύπαρξη τους, υπό την αιγίδα της Μεγάλης
Βρετανίας, συμβόλιζε τη συνέχιση του αγώνα ενάντια στον
κατακτητή και εγγυόταν τη συνέχεια του κράτους
αναβαθμίζοντας το ρόλο των Βρετανών στις μεταπολεμικές
διευθετήσεις.
Το καλοκαίρι του 1941 η νέα κυβέρνηση κλήθηκε να
«επικυρώσει» τις –ήδη ειλημμένες από τον κατακτητή–
πρώτες της «κυβερνητικές αποφάσεις»:
τον καθορισμό ζωνών κατοχής (γερμανικής, ιταλικής,
βουλγαρικής), την καταβολή τερατωδών «εξόδων κατοχής»
στους κατακτητές, την αποδοχή του χωρίς αντίκρισμα
χαρτονομίσματος των κατακτητών –«κατοχικού μάρκου» και
«μεσογειακής δραχμής»– τη δέσμευση αποθεμάτων και
επιχειρήσεων, την καταλήστευση που οδηγούσε με
μαθηματική βεβαιότητα στις ελλείψεις και την πείνα.
Το κράτος και οι μηχανισμοί του κατέρρευσαν ολοκληρωτικά
ενώ διάχυτη ήταν η αίσθηση της εγκατάλειψης και της
προδοσίας.
Ο κατοχικός λιμός
Στην Ελλάδα οι Γερμανοί προσπάθησαν από την πρώτη
στιγμή να λεηλατήσουν τους πόρους της χώρας όχι μόνο
για τις ανάγκες των κατοχικών στρατευμάτων αλλά
γενικότερα για την πολεμική τους προσπάθεια.
Μπροστά στις ανάγκες της Γερμανίας, ελάχιστη σημασία
είχαν οι όροι επιβίωσης των υπόδουλων πληθυσμών,
ειδικά στην Ανατολική Ευρώπη, που θεωρούνταν  ως
«ζωτικός χώρος» κατά τη ναζιστική ιδεολογία και
πρακτική. Τις τύχες αυτής της περιοχής ακολούθησε σε
γενικές γραμμές και η Ελλάδα.
 

Οι αγρότες προπολεμικά παρέδιδαν τη σοδειά τους


στο κράτος σε προσυμφωνημένες τιμές μέσω του
συστήματος της συγκέντρωσης της παραγωγής. Μέσα
στην κατοχή κανένας δεν ήταν πρόθυμος να
παραδώσει τη σοδειά του φοβούμενος ότι θα
καταλήξει στις κατοχικές δυνάμεις και μάλιστα έναντι
χρηματικού τιμήματος, το όποιο είχε πλέον μηδαμινή
αξία.
Τον Μάιο η έλλειψη
τροφίμων ήταν
φανερή στην Αθήνα
και μέχρι τον Ιούνιο
στις επαρχίες. Τον
Ιούλιο 1941 ο
αμερικανός
πρεσβευτής στην
Ελλάδα Μακ Βη
έκανε λόγο «για
πορεία προς την
πείνα».
Επιπλέον έλειπαν τα μεταφορικά μέσα για τη μεταφορά
προς τα αστικά κέντρα, τα αυτοκίνητα είχαν επιταχτεί
και τα καύσιμα επίσης. Δεν είναι μάλλον τυχαίο ότι το
αποκορύφωμα των θανάτων στην Αθήνα συνέπεσε με
τη διακοπή των σιδηροδρομικών δρομολογίων για ένα
μήνα, το Δεκέμβριο του 1941. Τέλος, η χώρα είχε
χάσει τη διοικητική συνοχή της καθώς είχε τρεις
κατακτητές που λίγο τους ενδιέφερε τι γινόταν
παραπέρα. Οι εύφορες περιοχές υπό βουλγαρική
κατοχή αποκόπηκαν από τον υπόλοιπο κορμό της
χώρας ενώ το λάδι της Κρήτης ή της Μυτιλήνης ήταν
στα χέρια του γερμανικού στρατού.
Το 50% των θανάτων που
καταγράφονται στο Ληξιαρχείο
Αθηνών κατά το χρονικό
διάστημα της Κατοχής
σημειώθηκε τα έτη 1941-
1942. Ο λιμός στοίχισε τη ζωή
σε 40-45.000 ανθρώπους
εκείνο το χειμώνα.
Ο λιμός δεν περιορίστηκε μόνο
το χειμώνα 1941-1942 αλλά
μια σοβαρή επισιτιστική κρίση
κυριάρχησε στη χώρα καθ’ όλη
τη διάρκεια της ξενικής
κατοχής. Ο Διεθνής Ερυθρός
Σταυρός σε έκθεσή του μετά
την απελευθέρωση της χώρας
εκτιμούσε ότι 250.000
άνθρωποι είχαν πεθάνει άμεσα
ή έμμεσα από την πείνα.
Η τάξη των μισθωτών κατάφερε να
επιβιώσει το χειμώνα με δυσκολία.
Καθώς ο πληθωρισμός και το κόστος
ζωής εκτοξεύτηκαν το 1943, η τάξη
αυτή ένοιωσε τις πιέσεις της
επισιτιστικής κρίσης. Το 1944 όταν ο
πληθωρισμός έλαβε τρομακτικές
διαστάσεις η κατάσταση χειροτέρεψε όχι
μόνο για τους μισθωτούς αλλά και για τη
μεσαία τάξη. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι
μισθοσυντήρητοι, οι εργάτες, οι τεχνίτες,
και οι μικροκαταστηματάρχες υπέφεραν
γιατί δεν είχαν άλλους πόρους εκτός από
το μισθό και τις συναλλαγές που έκαναν
με τις δραχμές οι οποίες έχαναν ολοένα
την αξία τους εξαιτίας του πληθωρισμού.
Οι άνθρωποι αυτοί αφού ξεπούλησαν
κάθε κινητό και ακίνητο περιουσιακό
τους στοιχείο άρχισαν να πεθαίνουν
κατά εκατοντάδες. Ένα μεγάλο τμήμα
της προπολεμικής αστικής τάξης δεν
μπόρεσε να προσαρμοστεί στις
συνθήκες της κατοχής καταστράφηκε
οικονομικά ξεπουλώντας τεράστιες
περιουσίες.
Τέλος, οι τραυματίες και οι άρρωστοι
του στρατού που πολέμησε στην
Αλβανία αφέθηκαν στην τύχη τους και
πέθαναν στα νοσοκομεία που
νοσηλεύονταν. Την ίδια τύχη είχαν και
οι τρόφιμοι των σανατορίων, των
ασύλων και των ψυχιατρείων.
Η ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος
στην Αθήνα
Αρχικά, μεμονωμένα άτομα
και ομάδες κινητοποιούνται
πραγματοποιώντας
αυθόρμητες αντιστασιακές
ενέργειες. 
Η πιο γνωστή έγινε τη
νύχτα της 31ης Μάιου 1941,
ένα μόλις μήνα μετά την
είσοδο των Γερμανών, όταν
ο Μανώλης Γλέζος και ο
Απόστολος Σάντας
κατέβασαν τη χιτλερική
σημαία από το βράχο της
Ακρόπολης.
Κομμουνιστές που δραπετεύουν από την εξορία δημιουργούν τους πρώτους
πυρήνες αντίστασης.
Μέσα από πολύμορφες διαδικασίες και σκληρούς αγώνες, το ΕΑΜ, που
ξεκινά ως μια πολιτική πρωτοβουλία του ΚΚΕ και μικρότερων προοδευτικών
κομμάτων, θα αναδειχτεί ως η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, ένα
πραγματικά κοινωνικό φαινόμενο ανεπανάληπτων διαστάσεων.
Η πρώτη μεγάλη απεργία ξέσπασε στις 12 Απριλίου 1942 από τον χώρο
των δημοσίων υπαλλήλων αιφνιδιάζοντας την κυβέρνηση Τσολάκογλου.
Λίγες μέρες πριν το ΕΑΜ από κοινού με άλλες οργανώσεις γιόρτασε την
εθνική επέτειο της 25ηςΜαρτίου με τη συμμετοχή κυρίως της νεολαίας και
παρουσία των αναπήρων του αλβανικού μετώπου. Η διαδήλωση των νέων
στους δρόμους της Αθήνας και το στεφάνωμα ανδριάντων αγωνιστών του
1821 υπήρξε η πρώτη σημαντική εκδήλωση πατριωτικού χαρακτήρα της
Αντίστασης.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1942 μέλη της οργάνωσης ΠΕΑΝ ανατίναξαν το κτίριο
της οδού Πατησίων 8 όπου συστεγάζονταν η φιλοναζιστική οργάνωση ΕΣΠΟ
και τμήματα της Βέρμαχτ.
Οι Γερμανοί, μετά από προδοσία, συνέλαβαν τους υπεύθυνους της ενέργειας,
τον Κώστα Περρίκο και 3 συντρόφους του, και τους εκτέλεσαν.
Τη νύχτα της 25ης προς
26η Νοεμβρίου 1942 τμήμα από
εκατόν πενήντα αντάρτες του
ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Άρη
Βελουχιώτη, εξήντα αντάρτες του
ΕΔΕΣ με επικεφαλής τον
Ναπολέοντα Ζέρβα και δώδεκα
ειδικά εκπαιδευμένοι άνδρες της
SOE, του τμήματος εκείνου των
βρετανικών μυστικών υπηρεσιών για
αποστολές ανορθόδοξου πολέμου
στα κατεχόμενα υπό τον Άξονα
εδάφη,  ανατίναξαν τη γέφυρα του
Γοργοποτάμου.
Μια βδομάδα πριν
πραγματοποιήθηκε η αντεπίθεση
του Κόκκινου Στρατού στο
Σταλινγκραντ ενώ στις αρχές του
ίδιου μήνα έγινε γνωστή η μεγάλη
νίκη των συμμάχων στο Ελ –
Αλαμέιν.
Κατά την καταστολή των κινητοποιήσεων στο κέντρο της Αθήνας
καταγράφεται για πρώτη φορά η χρήση ένοπλης βίας από τα ελληνικά
σώματα ασφαλείας ενάντια στο αντιστασιακό κίνημα. Οι κινητοποιήσεις
αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση του κατοχικού
πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου από τον Ιωάννη Ράλλη τον
Απρίλιο 1943.
Η αλλαγή αυτή μαζί με την ανάληψη αρμοδιοτήτων τήρησης της τάξης στην
Αθήνα από τις Γερμανικές δυνάμεις αντί των Ιταλικών σηματοδότησε και
τη σκλήρυνση της στάσης απέναντι στο αντιστασιακό κίνημα.
Αυτό εκδηλώθηκε τις 22 Ιουλίου 1943 στη διαδήλωση ενάντια στην
επέκταση της βουλγαρικής ζώνης κατοχής στην Κεντρική Μακεδονία. Όταν
η κεφαλή της διαδήλωσης έφτασε μπροστά στην Τράπεζα της Ελλάδας
στην οδό Πανεπιστημίου γερμανικά άρματα και στρατιωτικά φορτηγά
άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών. Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν στους
γύρω δρόμους με τους Γερμανούς και την Ελληνική Χωροφυλακή να
καταδιώκουν τους διαδηλωτές οι οποίοι άφησαν πίσω τους 60 νεκρούς και
τραυματίες.
ΤΑΓΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Ο διορισμένος από τις
γερμανικές αρχές Κατοχής
πρωθυπουργός Ιωάννης
Ράλλης σε πασχαλινό
γεύμα. Δεξιά του ο
αντισυνταγματάρχης
Βασίλειος Δερτιλής,
διοικητής των Ταγμάτων
Ασφαλείας και αριστερά
του ο Γερμανός
αξιωματικός Φίσερ,
Αρχείο ΕΡΤ – Πέτρος
Πουλίδης
Ένας από τους βασικούς όρους που έθεσε ο Ιωάννης Ράλλης στους Γερμανούς
για την ανάληψη της πρωθυπουργίας ήταν η συγκρότηση ενόπλων σωμάτων για
την προστασία, όπως υποστήριζε του κοινωνικού καθεστώτος από τον
κομμουνισμό. Τα σώματα αυτά θα μείνουν γνωστά ως Τάγματα Ασφαλείας.
Λίγους μήνες αργότερα, από το φθινόπωρο 1943 τα σώματα αυτά θα
υπαχθούν άμεσα στον Γερμανό αρχηγό των SS στην Ελλάδα.
Για την καταστολή της Αντίστασης κινητοποιήθηκαν και άλλα σώματα
Ασφαλείας όπως το Μηχανοκίνητο τμήμα της Αστυνομίας πόλεων με
επικεφαλής τον Νίκο Μπουραντά και η διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του
κράτους με επικεφαλής τον απόστρατο αξιωματικό της χωροφυλακής Απόστολο
Λάμπου. Ο μετασχηματισμός των Σωμάτων Ασφαλείας σε αντικομμουνιστική
δύναμη κρούσης συνετελέσθη με την ενθάρρυνση των Αρχών Κατοχής.
Το καλοκαίρι του 1944 η βία και η τρομοκρατία των δυνάμεων Κατοχής
και της κυβέρνησης Ράλλη κλιμακώθηκε με τη διενέργεια μπλόκων στις
γειτονιές της Αθήνας.
Στις 4 Ιουλίου χτυπήθηκαν η Καισαριανή, το Παγκράτι, η Γούβα και ο
Άγιος Ιωάννης.
Ένα μήνα μετά, στις 7 Αυγούστου, το μπλόκο του Βύρωνα.
Συνελήφθηκαν 1000 άτομα από τα οποία τα 600 οδηγήθηκαν στο
στρατόπεδο του Χαιδαρίου περίπου 400 στάλθηκαν όμηροι στη Γερμανία.
Καλογρέζα 15 Μαρτίου 1944,
Περιστέρι 6 Ιουλίου,
Δουργούτι, Δάφνη, Νέα Σμύρνη στις 9 Αυγούστου με 5.000
συλληφθέντες και 190 επι τόπου εκτελεσμένους.
Στην Κοκκινιά 17 Αυγούστου με 3.000 συλληφθέντες και 137
εκτελεσθέντες και στην Καλλιθέα στις 24-25 και 28 Αυγούστου.
Τα μπλόκα χάραξαν μια βαθιά διαχωριστική γραμμή στη βάση της
ελληνικής κοινωνίας όπου στη μνήμη κυριαρχεί η ένοπλη βία των
ελληνικών σωμάτων ασφαλείας παρά και τη συμμετοχή των γερμανικών
δυνάμεων.
Το Αντάρτικο – Η Ελεύθερη Ελλάδα
Τον Φεβρουάριο του 1942
ιδρύεται ο ΕΛΑΣ για να
αντισταθεί ένοπλα στον
κατακτητή. Από την άνοιξη
του 1942, όταν ο  Άρης
Βελουχιώτης ανέλαβε για το
ΚΚΕ την οργάνωση μιας
ένοπλης ομάδας στη Φθιώτιδα
μέχρι το καλοκαίρι του 1943
οπότε ο ΕΛΑΣ έγινε ένας
στρατός των 30.000 ανδρών,
οι εξελίξεις ήταν
καταιγιστικές. Ανταρτικές
ομάδες οργανώθηκαν επίσης
από τις αντιστασιακές
οργανώσεις ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ.
Κοινή διακήρυξη των αντιστασιακών
οργανώσεων ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ
αλλά και του εκπροσώπου της
βρετανικής στρατιωτικής αποστολής
στην Ελλάδα, με την οποία καλούν,
ήδη από τον Φεβρουάριο του 1944,
οπλίτες και αξιωματικούς των
ελληνικών Ταγμάτων και Σωμάτων
Ασφαλείας να εγκαταλείψουν τους
προδοτικούς αυτούς σχηματισμούς,
Γενικά Αρχεία του Κράτους –
Κεντρική Υπηρεσία
Πολιτικές εξελίξεις του 1944
έως τα πρόθυρα της Απελευθέρωσης

Ο Παναγιώτης
Καννελόπουλος
υποδέχεται
αντιπροσώπους για το
συνέδριο του Λιβάνου,
εκδ. Δημήτρης
Παπαδήμος.
Ταξιδιώτης
φωτογράφος. 1943-
1980, ΜΙΕΤ
 Με την ίδρυση της ΠΕΕΑ αποφασίστηκε να «εκδηλωθούν» οι οργανωμένες
δυνάμεις μέσα στο στρατό υπέρ της ΠΕΕΑ με στόχο τη μεταφορά τους στην
Ελλάδα κατά την απελευθέρωση.  Συγκροτήθηκε στα τέλη Μαρτίου η Επιτροπή
Εθνικής Ενότητας των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων Μέσης Ανατολής
αξιώνοντας από την κυβέρνηση να συμπράξει με την ΠΕΕΑ.
Στις 5 Απριλίου το υπουργικό συμβούλιο παραιτήθηκε περιμένοντας τις
αποφάσεις του βασιλιά αλλά και τις κινήσεις των Βρετανών. Η ελληνική
κυβέρνηση ήταν πρακτικά ανύπαρκτη ενώ οι Βρετανοί ανέλαβαν δράση. Πάνω
από 12.000 οπλίτες και αξιωματικοί κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης
στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και στην ανατολική Αφρική ενώ δόθηκε αφορμή στους
Βρετανούς να εκκαθαρίσουν τις ένοπλες δυνάμεις από τα δημοκρατικά στοιχεία
(περίπου 9.000 στρατιώτες, ναύτες και αξιωματικοί). Εκείνη όμως ακριβώς
την περίοδο –Απρίλιος του 1944– κλονιζόταν σημαντικά ο ρόλος της Βρετανίας
στο σύνολο της πολεμικής προσπάθειας. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, ο
Τσόρτσιλ θα έριχνε όλο το βάρος του για να πετύχει πλέον καθαρά πολιτικά
και όχι στρατιωτικά αποτελέσματα.
Στο Κάιρο είχε έρθει η ώρα του Γεωργίου Παπανδρέου, που ανέλαβε στις 25
Απριλίου να σχηματίσει νέα κυβέρνηση. Στις 17 Μαΐου άρχιζε στο ξενοδοχείο
Grand Hotel du Bois de Boulogne, έξω από τη Βηρυτό, το Συνέδριο του
Λιβάνου. Στις εργασίες του συμμετείχαν ο Γ. Παπανδρέου, πρωθυπουργός της
εξόριστης κυβέρνησης, οι Σ. Βενιζέλος, Γ. Εξηντάρης, Κ. Ρέντης και Γ.
Βασιλειάδης εκ μέρους του Κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Δ. Λόντος εκ
μέρους του Λαϊκού Κόμματος, ο Σ. Θεοτόκης εκ μέρους του Εθνικού Λαϊκού
Κόμματος, ο Γ. Σακκαλής εκ μέρους του Προοδευτικού Κόμματος, ο Α.
Μυλωνάς εκ μέρους του Αγροτικού Δημοκρατικού Κόμματος, ο Ι.
Σοφιανόπουλος εκ μέρους της Ενώσεως Αριστερών (του «αριστερού»
Αγροτικού Κόμματος), ο Π. Κανελλόπουλος εκ μέρους του Εθνικού Ενωτικού
Κόμματος, ο Φ. Δραγούμης, ανεξάρτητος, οι Κ. Πυρομάγλου, Σ. Μεταξάς και
Α. Μεταξάς, εκπρόσωποι του ΕΔΕΣ, ο Γ. Καρτάλης της ΕΚΚΑ και οι Κ.
Βεντήρης και Α. Σταθάτος εκπροσωπώντας τις «Εθνικές Δυναμικές
Οργανώσεις Αθηνών». Την ΠΕΕΑ εκπροσωπούσε ο πρόεδρός της Α. Σβώλος
και οι Α. Αγγελόπουλος και Ν. Ασκούτσης, το ΕΑΜ ο Μ. Πορφυρογένης και
Δ. Στρατής και το ΚΚΕ ο Π. Ρούσσος.
Η  κυβέρνηση
Παπανδρέου που
σχηματίστηκε μετά το
συνέδριο του Λιβάνου
χωρίς τη συμμετοχή των
ΕΑΜ-ΚΚΕ-ΠΕΕΑ, εκδ.
Δημήτρης Παπαδήμος.
Ταξιδιώτης
φωτογράφος. 1943-
1980, ΜΙΕΤ
Οι σχέσεις των δύο πλευρών οδηγούνταν σε όξυνση καθώς η κάθε μια από τη
μεριά της θα κατηγορούσε την άλλη για αθέτηση των συμφωνηθέντων στο
Λίβανο. Μετά από διελκυστίνδα ενός μήνα για το αν θα παρέμενε
πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου και τη δυναμική παρέμβαση του
Τσόρτσιλ προς διάσωσή του, το ΕΑΜ, το ΚΚΕ και η ΠΕΕΑ θα υποχωρούσαν
και σε αυτό το σημείο και στις 2 Σεπτεμβρίου οι αντιπρόσωποί τους θα
ορκίζονταν στο Κάιρο υπουργοί της κυβέρνησης Εθνικής Ενώσεως. Αυτοί ήταν
οι Αλέξανδρος Σβώλος (υπουργός Οικονομικών), Ηλίας Τσιριμώκος (υπουργός
Εθνικής Οικονομίας), Άγγελος Αγγελόπουλος (υφυπουργός Οικονομικών),
Νίκος Ασκούτσης (υπουργός Συγκοινωνίας), Γιάννης Ζέβγος (υπουργός
Γεωργίας) και Μιλτιάδης Πορφυρογένης (υπουργός Εργασίας).
Με τη συμμετοχή των υπουργών της Αριστεράς, η κυβέρνηση ανήγγειλε την
«πλήρη Εθνική Ένωση». Με διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό
επιβεβαιωνόταν ότι το πολιτικό πρόγραμμα της κυβέρνησης ήταν το
«Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου» με σκοπούς την εθνική απελευθέρωση
και την αποκατάσταση και λαϊκή κυριαρχία. Καταγγέλθηκε η ύπαρξη των
Ταγμάτων Ασφαλείας ως έγκλημα κατά της πατρίδας και επαγγέλθηκαν
σκληρές κυρώσεις κατά των προδοτών. Η κυβέρνηση που αντιπροσώπευε το
«σύνολον του Ελληνικού Λαού» προσδοκούσε συμμόρφωση προς τις εντολές
της για τήρηση της τάξης κατά την απελευθέρωση.
Η ελληνική κυβέρνηση αναχώρησε από το Κάιρο για την Ιταλία στις 8
Σεπτεμβρίου 1944. Η νέα της έδρα ήταν το μικρό χωριό Κάβα ντέι Τιρένι
κοντά στο Σαλέρνο. Ο μόνος αντιπρόσωπος ξένης κυβέρνησης ήταν ο
πρέσβης της Βρετανίας Λίπερ.
Ο Γεώργιος
Παπανδρέου με
τον Άγγελο
Αγγελόπουλο και
τον Αλέξανδρο
Σβώλο, μέλη της
κυβέρνησης
προερχόμενα από
την ΠΕΕΑ, στην
Καζέρτα, ΕΛΙΑ-
ΜΙΕΤ
Τα γερμανικά στρατεύματα άρχισαν την υποχώρησή τους από την Ελλάδα με
κατεύθυνση προς βορρά το Σεπτέμβριο 1944. Η προέλαση του Κόκκινου
Στρατού και η είσοδός του στα Βαλκάνια σε συνδυασμό με τη συμμαχική
απόβαση στη Νορμανδία και την επιτυχημένη πορεία των συμμαχικών
στρατευμάτων στην ιταλική χερσόνησο απειλούσαν να περισφίξουν σε κλοιό
τα γερμανικά στρατεύματα στα Βαλκάνια και έφερναν τον πόλεμο στις πύλες
της Γερμανίας.
Σκληρές μάχες δόθηκαν το Σεπτέμβριο του 1944 στην Πελοπόννησο με τα
Τάγματα Ασφαλείας που αρνήθηκαν να παραδοθούν σύμφωνα με τις διαταγές
της κυβέρνησης και των Συμμάχων.
Το τελευταίο τμήμα που εγκατέλειψε την Αθήνα, καταστράφηκε
ολοκληρωτικά την επόμενη ημέρα, 13 Οκτωβρίου, στο Κακοσάλεσι από τον
ΕΛΑΣ. Και τον Οκτώβριο οι Γερμανοί πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος
καταγράφοντας σχεδόν 700 νεκρούς πριν εγκαταλείψουν τη χώρα.
 Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
12 Οκτωβρίου 1944, ημέρα
Πέμπτη. 
Ύστερα από 1264 μέρες
Κατοχής η Αθήνα είναι και
πάλι ελεύθερη. Οι Γερμανοί
υποστέλλουν τη σημαία τους
από την Ακρόπολη στις
9:45 το πρωί της
12ης Οκτωβρίου ενώ την
ίδια στιγμή τμήμα του
γερμανικού στρατού
καταθέτει στεφάνι στο
μνημείο του Άγνωστου
Στρατιώτη.
▪ Τη 12η Οκτωβρίου κυριαρχούν οι
αυθόρμητες εκδηλώσεις του αθηναϊκού λαού
για την απελευθέρωση της πόλης. Σε όλη
τη διάρκεια των πανηγυρισμών επικρατεί 
απόλυτη τάξη σε αντίθεση με ότι συνέβη σε
πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. 
▪ Διασκεδάζοντας τους φόβους των
πολιτικών του αντιπάλων για «λουτρό
αίματος» και παρά τη διάχυτη επιθυμία για
εκδίκηση απέναντι στους συνεργάτες των
κατακτητών η ηγεσία του ΕΑΜ τήρησε τις
υποχρεώσεις της απέναντι στην κυβέρνηση
Εθνικής Ενότητας τιθασεύοντας τη μεγάλη
δύναμή του κινήματος.
Η  απελευθέρωση της Ελλάδας έθετε στο επίκεντρο το ζήτημα της
δομής της μεταπολεμικής εξουσίας. Η Αντίσταση κατά των αρχών
κατοχής είχε αναδείξει νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οι
οποίες με προεξάρχον το ΕΑΜ ασκούσαν εξουσία σε εκτεταμένες
περιοχές της ορεινής Ελλάδας. Επιπρόσθετα, διέθεταν αξιόμαχο
στρατό, τον ΕΛΑΣ, το δεύτερο μεγαλύτερο αντάρτικο στρατό στην
Ευρώπη, ο οποίος είχε επιδείξει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των
στρατευμάτων Κατοχής. Το ΕΑΜ, λαμβάνοντας υπόψη του τη διεθνή
συγκυρία, παράλληλα με τη δημιουργία της Κυβέρνησης του Βουνού
υπέγραψε το Εθνικό Συμβόλαιο του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944),
προσχώρησε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ.
Παπανδρέου (2 Σεπτεμβρίου 1944) και στην Καζέρτα συμφώνησε στην
υπαγωγή των αντάρτικων δυνάμεων στη συμμαχική διοίκηση (26
Σεπτεμβρίου 1944).
Ο παλαιός πολιτικός κόσμος, συσπειρωμένος γύρω από την
εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου σχεδίαζε την επιστροφή
του στην πολιτική σκηνή. Μία επιστροφή η οποία θα στηρίζονταν
στη βρετανική διπλωματία και στα βρετανικά όπλα. Η
επιχείρηση  ΜΑΝΝΑ προέβλεπε την απόβαση βρετανικών
στρατευμάτων στην Ελλάδα αμέσως μετά την υποχώρηση των
Γερμανών με επίκληση την «τήρηση του νόμου και της τάξης»
αλλά κατ’ ουσία για την εξασφάλιση του πολιτικού ελέγχου.
Στη χώρα παρέμεναν και τα Τάγματα Ασφαλείας, στρατιωτικά
σώματα τα οποία οργανώθηκαν από τις δοσιλογικές κυβερνήσεις
και εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς και τα οποία
επανειλημμένως είχαν καταδικάσει η εξόριστη ελληνική
κυβέρνηση και οι Βρετανοί.
Οι τελευταίες ημέρες της Κατοχής δεν
ήταν αναίμακτες. Με στοχευμένες
επιθέσεις δύο μέρες πριν την υποχώρησή
τους Γερμανοί και Τάγματα Ασφαλείας
εκτέλεσαν 47 άτομα και πυρπόλησαν 400
σπίτια στο Κορωπί, στο δρόμο προς την
πρωτεύουσα από τα ανατολικά παράλια της
Αττικής, από όπου οι Βρετανοί
προωθούσαν οπλισμό στον Στρατιωτικό
Διοικητή Αττικής Π. Σπηλιωτόπουλο για
την ενίσχυση της Αστυνομίας και της
Χωροφυλακής αλλά και των
αντικομμουνιστικών οργανώσεων, όπως η
Χ. Την παραμονή της Απελευθέρωσης
Γερμανοί επιτέθηκαν στην προσφυγική
Καισαριανή, προπύργιο του ΕΑΜ,
δολοφονώντας με απαγχονισμό τους
αγωνιστές που συνέλαβαν..
Σκοπευτήριο Καισαριανής.
Κατάθεση στεφάνου από τον
στρατιωτικό διοικητή του
ΕΛΑΣ, στρατηγό Στέφανο
Σαράφη, στη μνήμη των
εκτελεσμένων αντιστασιακών
από τις δυνάμεις Κατοχής.
Κατά τη διάρκεια της
Κατοχής εκτελέστηκαν στο
Σκοπευτήριο της Καισαριανής
645 αντιστασιακοί.
Γενικά Αρχεία του Κράτους –
Κεντρική Υπηρεσία – Βασίλης
Τσακιράκης.
Διαδηλώση ΕΔΕΣ
στην Αθήνα τις
μέρες της
Απελευθέρωσης
με πλακάτ υπέρ
Πλαστήρα και
Ζέρβα,
εκδ. Δημήτρης
Παπαδήμος.
Ταξιδιώτης
φωτογράφος.
1943-1980,
ΜΙΕΤ
Πλακάτ του ΕΑΜ
που προβάλει το
αίτημα για την
τιμωρία όσων
συνεργάστηκαν με
τους κατακτητές,
Γενικά Αρχεία
του Κράτους –
Κεντρική
Υπηρεσία –
Βασίλης
Τσακιράκης
Η επίσημη άφιξη της
Ελληνικής
Κυβέρνησης υπό τον
Γ. Παπανδρέου, στην
οποία το ΕΑΜ
συμμετείχε με έξι
υπουργούς, έγινε το
πρωί της Τετάρτης
18 Οκτωβρίου
1944. 
Στην υποδοχή της
βρέθηκε το σύνολο
του αθηναϊκού λαού
και τα μέλη της
κυβέρνησης με
επικεφαλής τον
Γεώργιο Παπανδρέου
έγιναν δεκτά με
επευφημίες και  
ενθουσιασμό.
«Ποτέ δεν είχα δει την πλατεία σε τέτοιο σημείο πλημυρισμένη από λαό. Το
δάσος οι σημαίες κι οι πινακίδες συνθέτανε μιαν εικόνα παρδαλή και ζωηρή,
πολύ αλλιώτικη από το θέαμα των παλαιών αθηναϊκών συλλαλητηρίων, όπου
έβλεπε κανείς μονάχα ένα γκρίζο πλήθος», γράφει στο ημερολόγιό του ο
Θεοτοκάς.
Την ατμόσφαιρα της συγκέντρωσης περιγράφει γλαφυρά ο Θεμιστοκλής
Τσάτσος αυτόπτης μάρτυς και Υπουργός Δικαιοσύνης τότε «…Η ερυθρά
σημαία και τα λάβαρα με το σφυροδρέπανον εκυριάρχουν από άκρου εις
άκρον. Ο Εθνικός ύμνος η εν οιονδήποτε Εθνικό άσμα δεν ηκούοντο. Μόνον
η «Λαοκρατία». Θέσις δια μιαν έστω εθνικήν οργάνωσιν εις την Πλατείαν
του Συντάγματος δεν υπήρχε. Μόνον Εαμικές οργανώσεις ηδυνήθησαν να
καταλάβουν θέσιν επί της πλατείας. Γύρω γύρω μόνον, όπου είχον μαζευτεί
όσοι δεν ενθουσιάζοντο ανά τετράδας ηκούετο η φωνή «Μεγάλη
Ελλάδα»!». (Θ. Τσάτσος Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως (1944),
Αθήνα: Ίκαρος 1973).
Στο λόγο του ο πρωθυπουργός επισήμανε την αναγκαιότητα διατήρησης της
Εθνικής Ενότητας έως τη διεξαγωγή των εκλογών, την εθνική ολοκλήρωση
και την ανασύνταξη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας.
Παράλληλα επιβεβαίωσε με έμφαση την απόφαση να τιμωρηθούν οι προδότες
της πατρίδας και οι εκμεταλλευτές της δυστυχίας του λαού διαβεβαιώνοντας
ότι «Η Εθνική Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος». Απευθυνόμενος σε ένα κοινό
το οποίο συνεχώς τον διέκοπτε με τα συνθήματα «Λαοκρατία» και «Εθνική
Νέμεση», δε δίστασε να εκφωνήσει εκτός κειμένου την περίφημη φράση
«πιστεύομεν εις την Λαοκρατίαν».
«Ένας νέος κόσμος θα υψωθεί από τα ερείπια» υποσχέθηκε ο Παπανδρέου στο
Λόγο της Απελευθέρωσης. Αντί όμως να ξημερώσει ένας «νέος κόσμος» τον
οποίο οραματίστηκαν και για τον οποίο αγωνίστηκαν όλοι όσοι αντιστάθηκαν
στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, αυτό που περίμενε τον ελληνικό
λαό ήταν νέα ερείπια.
Η Απελευθέρωση εύρισκε την Ελλάδα οικονομικά κατεστραμμένη και πολιτικά
διχασμένη. Παρόλο που οι ανθρώπινες απώλειες και οι υλικές ζημιές που
υπέστη η Ελλάδα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν έχουν επιβεβαιωθεί με
ικανοποιητική ακρίβεια, εκθέσεις ελληνικών κρατικών φορέων και διεθνών
οργανισμών που συντάχθηκαν αμέσως μετά το τέλος του πολέμου καταγράφουν
βαριές καταστροφές.   Η Ελλάδα απώλεσε περίπου το 10% του συνολικού
πληθυσμού της (που τότε ανέρχονταν σε 7,3 εκατομμύρια) εξαιτίας της πείνας,
των κακουχιών, των βομβαρδισμών, των πολεμικών συγκρούσεων και των
εκτελέσεων ενώ 880.000 έμειναν ανάπηροι χωρίς να μπορούν να εργαστούν
(έκθεση Αθ. Σμπαρούνη). 
Οι Ισραηλιτικές Κοινότητες της Ελλάδας αποδεκατίστηκαν, καθώς η
πλειοψηφία των μελών τους δολοφονήθηκε στα στρατόπεδα θανάτου. Οι
απώλειες έφτασαν το 87% του προπολεμικού εβραϊκού πληθυσμού της
Ελλάδος, από τα υψηλότερα ποσοστά της Ευρώπης.
Σε εφαρμογή της πολιτικής των τυφλών αντιποίνων και της «συλλογικής
ευθύνης» του άμαχου πληθυσμού οι κατακτητές έκαψαν 1.170 χωριά, τα
περισσότερα στην Ήπειρο. Η αγροτική και η βιομηχανική παραγωγή γνώρισαν
δραματική πτώση. Ολική ήταν η καταστροφή του σιδηροδρομικού και οδικού
δικτύου, του Ισθμού της Κορίνθου, των εγκαταστάσεων του πλήρως
εκσυγχρονισμένου λιμανιού του Πειραιά και των αεροδρομίων. Το 75% του
εμπορικού στόλου που προπολεμικά ήταν ο ένατος μεγαλύτερος σε
χωρητικότητα, και το ¼ των οικοδομών, περίπου 1.500.000  σπίτια,
καταστράφηκαν. Ατελείωτος ο κατάλογος με τις καταστροφές στο
τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, στις βιομηχανίες, στις επιχειρήσεις, στις υποδομές
που εξαρθρώθηκαν (Έκθεση Κ. Α. Δοξιάδη για Υπουργείο Δημοσίων Έργων,
1946).
Οι βδομάδες που ακολούθησαν την Απελευθέρωση κύλισαν μέσα σε μια διαρκή
αναζήτηση πολιτικών ισορροπιών και ένα κλίμα πόλωσης που τροφοδοτούνταν
από το διχασμό στη βάση της ελληνικής κοινωνίας, φανερό ήδη από το
τελευταίο έτος της Κατοχής. Η αποστράτευση των αντάρτικων σωμάτων και η
συγκρότηση του νέου ελληνικού στρατού αποτέλεσε το βασικότερο σημείο
τριβής ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις.  Η διαφωνία του ΕΑΜ ως προς το
ζήτημα του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ  οδήγησε στην παραίτηση των υπουργών του
από την κυβέρνηση. Το ΕΑΜικό συλλαλητήριο την επόμενη της παραίτησης στις
3 Δεκεμβρίου 1944, χτυπήθηκε από την αστυνομία και οι δυνάμεις του ΕΑΜ
προχώρησαν σε επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα και σε θύλακες κυβερνητικών
δυνάμεων στου Γουδή και στου Μακρυγιάννη. Με την εμπλοκή των Βρετανών
στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων η σύγκρουση γενικεύτηκε. Για 33
ημέρες στην Αθήνα διεξήχθησαν σφοδρές συγκρούσεις, τα Δεκεμβριανά, οι
οποίες κατέληξαν σε στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ και υποχώρηση των
δυνάμεών του από την Αττική.
Πολιτικό επιστέγασμα της δεκεμβριανής σύγκρουσης αποτέλεσε η Συμφωνία
της Βάρκιζας η οποία παρά τις ελπίδες που γέννησε για ομαλοποίηση της
πολιτικής ζωής αποτέλεσε εν τέλει το προοίμιο ενός αιματηρού εμφυλίου
πολέμου που συγκλόνισε τη χώρα για τρεισήμισι χρόνια.
Ματαρόα", το θρυλικό ταξίδι...
22 Δεκεμβρίου 1945, ξημερώματα, διακόσιοι 'Ελληνες, νέοι επιστήμονες και καλλιτέχνες,
άφηναν πίσω τους την Ελλάδα -που σιγά σιγά έμπαινε στην περιπέτεια του εμφυλίου- κι
έφευγαν για το Παρίσι, υπότροφοι του Γαλλικού Ινστιτούτου. 

You might also like