You are on page 1of 10

Κ.

Παγωνδιώτης: Σημειώσεις για το μάθημα Φιλοσοφία της Αισθητηριακής Αντίληψης 45

παραίσθηση. Επιπλέον, κατά την αντίληψη είναι δυνατή η εξερεύνηση των


εμφανιζόμενων αντικειμένων και τα αντιληπτικά λάθη74.

2.2.4 Προβλήματα της αποβλεπτικής θεωρίας της αντίληψης


Μια από τις κριτικές που έχει ασκηθεί στην αποβλεπτική θεωρία της αντίληψης
είναι ότι η έμφαση που δίνει στην έννοια της αποβλεπτικότητας υποβαθμίζει τη διαφορά
μεταξύ αντίληψης και προτασιακών στάσεων, όπως οι πεποιθήσεις. Φυσικά, η αντίληψη,
όπως και οι πεποιθήσεις, στοχεύουν στην αλήθεια. Μας πληροφορούν για το πώς είναι ο
κόσμος. Αντίθετα, άλλες προτασιακές στάσεις –όπως για παράδειγμα οι επιθυμίες– δεν
στοχεύουν στην αλήθεια. Όταν λέω ότι θέλω να μην διεξαχθεί ο πόλεμος στο Ιράκ δεν
αναφέρομαι σε κάτι που ισχύει. Ωστόσο, παρά αυτή την ομοιότητα που παρουσιάζουν οι
πεποιθήσεις με την αντίληψη, τελικά διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Ας εξετάσουμε, για
παράδειγμα, την ψευδαίσθηση Müller-Lyer. Το γεγονός ότι γνωρίζουμε ότι οι δύο
γραμμές είναι ίσες δεν μας αποτρέπει από το να τις βλέπουμε ως άνισες. Σε αυτή την
περίπτωση η πεποίθησή μας ότι οι γραμμές είναι ίσες συνυπάρχει με την αντίληψη ότι
είναι άνισες. Επίσης, στην περίπτωση που έχουμε την εμπειρία ενός μεταισθήματος δεν
έχουμε την τάση να πιστέψουμε ότι αυτό που βλέπουμε βρίσκεται όντως στον εξωτερικό
κόσμο. Αυτές οι περιπτώσεις, λοιπόν, αναδεικνύουν με σαφήνεια ότι η αντίληψη είναι
διαφορετική από μια πεποίθηση, γιατί μπορούν αμφότερες να συνυπάρχουν στη
συνείδησή μας ως διακριτές και να αφορούν το ίδιο γεγονός. Γι’ αυτό και έχει νόημα μια
πρόταση του τύπου «βλέπω ότι p αλλά δεν το πιστεύω»75.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί την αντίληψη από τις πεποιθήσεις
είναι ότι αυτή, σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις, χαρακτηρίζεται από ένα αισθητηριακό
στοιχείο. Χάρη στον αισθητηριακό της χαρακτήρα η αντίληψη φαίνεται να παρουσιάζει
το αντικείμενό της με έναν πολύ μεγαλύτερο πλούτο απ’ ό,τι οι πεποιθήσεις. Όταν
έχουμε μια πεποίθηση, αυτή αφορά κάποιο συγκεκριμένο αριθμό χαρακτηριστικών ενός
αντικειμένου. Για παράδειγμα μπορεί να πιστεύουμε ότι υπάρχει μια καφέ καρέκλα στο
διπλανό δωμάτιο. Όταν όμως έχουμε αντιληπτική πρόσβαση στην καρέκλα, τότε φαίνεται
να μας παρουσιάζεται ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα χαρακτηριστικών της. Δεν βλέπουμε
μόνο ότι η καρέκλα είναι καφέ αλλά μπορούμε να δούμε και το σχήμα της, το υλικό από
το οποίο είναι κατασκευασμένη, το μέγεθός της, τη θέση της μέσα στο χώρο, το ότι είναι
τρισδιάστατη· και αν την πλησιάσουμε θα δούμε, επίσης, το ότι είναι καλά φινιρισμένη,
το ότι τα διάφορα τμήματά της συνδέονται με μεταλλικές βίδες, το ότι το ξύλο από το
οποίο είναι κατασκευασμένη είναι καλής ποιότητας κ.λπ. Το περιεχόμενο της αντίληψης
φαίνεται να είναι περισσότερο λεπτομερές, δηλαδή φαίνεται να περιέχει περισσότερες
πληροφορίες, από το περιεχόμενο των άλλων προτασιακών στάσεων και ειδικότερα των
πεποιθήσεων.
Αρκετοί φιλόσοφοι μέσα στο πλαίσιο της αναλυτικής φιλοσοφίας όταν
χρησιμοποιούν την έννοια της αποβλεπτικότητας εστιάζουν στο χαρακτηριστικό της
κατευθυντικότητας (directedness) των νοητικών καταστάσεων και, υπ’ αυτή την έννοια,

74
Αντίστοιχα μπορεί να δειχθεί ότι και η παραίσθηση είναι συμβατή με τον άμεσο ρεαλισμό και ειδικότερα
την αποβλεπτική θεωρία της αντίληψης. Για λόγους συντόμευσης των σημειώσεων παραλείπεται η σχετική
επιχειρηματολογία.
75
Η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει ότι το περιεχόμενο της αντίληψης μπορεί να είναι το ίδιο με το
περιεχόμενο της πεποίθησης και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν είναι του ίδιου είδους, δηλαδή να είναι
προτασιακό περιεχόμενο. Ο McDowell (1994) ακολουθεί αυτό το δρόμο και αναγάγει τη διαφορά
αντιληπτικής εμπειρίας – αντιληπτικής πεποίθησης στο ότι η πρώτη, σε αντίθεση με τη δεύτερη, δεν
περιλαμβάνει κανενός είδους αποδοχή (endorsement).
Κ. Παγωνδιώτης: Σημειώσεις για το μάθημα Φιλοσοφία της Αισθητηριακής Αντίληψης 46

δεν θεματοποιούν επαρκώς τους τρόπους παρουσίασης των διαφορετικών ειδών


νοητικών καταστάσεων. Γι’ αυτό και η κριτική ότι η αποβλεπτική θεωρία της αντίληψης
δεν διαφοροποιεί την αντίληψη από τις πεποιθήσεις είναι καταρχάς εύλογη.
Αυτό έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια με την υποστήριξη της άποψης ότι το
αντιληπτικό περιεχόμενο έχει μια λεπτομερή υφή επειδή είναι μη-εννοιακό. Ωστόσο,
αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της λεπτομερούς
υφής του αντιληπτικού περιεχομένου. Επίσης, ο Noë (2004), στο πλαίσιο της
υποστήριξης της ενεργητικής αντίληψης, επιχειρεί να αναγάγει το γεγονός ότι το
αντιληπτικό περιεχόμενο εμφανίζεται να έχει μια λεπτομερή υφή στο ότι το περιεχόμενο
αυτό δεν εξαντλείται σε ό,τι είναι αισθητηριακά παρόν αλλά περιλαμβάνει και στοιχεία
που εμφανίζονται ως διαθέσιμα προς εξερεύνηση. Επιπλέον, διαφωτιστικές για το
συγκεκριμένο πρόβλημα είναι και οι αναλύσεις της αποβλεπτικότητας μέσα στην
φαινομενολογική παράδοση και ιδιαίτερα στο έργο του Husserl και του Merleau-Ponty.
Σε αυτή την παράδοση δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη διάκριση και τη λεπτομερή
περιγραφή των διαφόρων τρόπων δοτικότητας των αντικειμένων, δηλαδή των
διαφορετικών τρόπων παρουσίασης αυτών. Στην κριτική που ασκήσαμε παραπάνω στο
επιχείρημα με βάση τις ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις δεν παραμείναμε απλώς στην
ιδέα της αποβλεπτικότητας ως κατευθυντικότητας προς κάτι, αλλά επιχειρήσαμε να
αναλύσουμε την ίδια τη φαινομενολογία των ψευδαισθήσεων και των παραισθήσεων και
να την αντιπαραβάλλουμε προς τη φαινομενολογία της αληθούς αντίληψης. Υπό αυτή
την έννοια, προχωρήσαμε προς την κατεύθυνση της περιγραφής του τρόπου δοτικότητας
των αντικειμένων στην αληθή και στη μη αληθή αντίληψη. Η εξέταση του ιδιαίτερου
τρόπου δοτικότητας των αντικειμένων στην αντίληψη ουσιαστικά ισοδυναμεί με την
εξέταση και περιγραφή του περιεχομένου της αντίληψης.
Επιπλέον, στην προηγούμενη ενότητα επιχειρήσαμε να συμπληρώσουμε τον
τρόπο με τον οποίο η αποβλεπτική θεωρία υποστηρίζει τον άμεσο ρεαλισμό
ανατρέχοντας σε αναλύσεις μιας σύγχρονης προσέγγισης στο πρόβλημα της
αισθητηριακής αντίληψης, δηλαδή στη θεωρία της ενεργητικής αντίληψης. Σε σχέση με
αυτή την προσέγγιση –η οποία δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη συστατικό τμήμα της
αποβλεπτικής θεωρίας της αντίληψης– μπορεί να εγερθεί μια ανεξάρτητη κριτική που
αφορά τη βασική θέση της ότι η αντίληψη δεν είναι στιγμιακή και στατική. Θα
μπορούσε, λοιπόν, κανείς να αντιτείνει ως προς τη μη στιγμιακότητα ότι υπάρχουν
περιπτώσεις κατά τις οποίες αντιλαμβανόμαστε κάτι «ακαριαία», χωρίς να απαιτείται η
παρέλευση οποιουδήποτε χρόνου. Αυτό μπορεί να μη συμβαίνει συχνά, αλλά σε σχέση
με το επιχείρημα με βάση τις παραισθήσεις εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι η δυνατότητα
να συμβεί. Το ίδιο, επίσης, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει και σε σχέση με την
υποτιθέμενη μη στατικότητα της αντίληψης. Συγκεκριμένα, υπάρχουν περιπτώσεις κατά
τις οποίες αντιλαμβανόμαστε κάτι χωρίς να μεσολαβεί κανενός είδους σωματική
δραστηριότητα. Για παράδειγμα, δεν σταματάμε να ακούμε όταν το κεφάλι μας είναι
ακινητοποιημένο, ούτε χάνουμε εντελώς την αφή όταν απλώς ακουμπάμε κάποιο υλικό76.
Οι ενστάσεις αυτές φαίνονται εύλογες και, αν ειδωθούν κάπως γενικότερα,
αναδεικνύουν το ακόλουθο πρόβλημα όσον αφορά τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε
κατά του επιχειρήματος με βάση τις παραισθήσεις: η γενίκευση που γίνεται στο έκτο
βήμα από τις περιπτώσεις παραισθήσεων σε όλες τις περιπτώσεις αντίληψης
δικαιολογείται ακόμα και αν υπάρχει έστω και μία περίπτωση κατά την οποία δεν θα
μπορούσε να διακριθεί η παραίσθηση από την αληθή αντίληψη. Αν υπάρχουν
περιπτώσεις στιγμιακής και στατικής (αληθούς) αντίληψης, τότε αυτές οι περιπτώσεις

76
Τουλάχιστον, όταν η χρονική διάρκεια της επαφής δεν είναι πολύ μεγάλη ώστε να οδηγήσει σε
αισθητηριακή κόπωση.
Κ. Παγωνδιώτης: Σημειώσεις για το μάθημα Φιλοσοφία της Αισθητηριακής Αντίληψης 47

δεν θα μπορούσαν να διακριθούν φαινομενολογικά από αντίστοιχες στιγμιακές και


στατικές παραισθήσεις. Ο λόγος είναι ότι αν δεχθούμε ότι η αληθής αντίληψη
διαφοροποιείται φαινομενολογικά από την παραίσθηση (κατά το ότι παρουσιάζει τα
πράγματα ως σωματικά παρόντα επειδή τα εμφανίζει ως εξερευνήσιμα), τότε κάτι τέτοιο
δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί σε μια στιγμιακή και στατική αντίληψη, δηλαδή σε
μια αντίληψη χωρίς οποιαδήποτε εξερεύνηση. Κατά συνέπεια, αν δεχθούμε την ύπαρξη
στιγμιακής και στατικής αντίληψης, τότε δεν είναι δυνατόν να ανακοπεί η γενίκευση που
γίνεται στο έκτο βήμα του επιχειρήματος. Ακόμη χειρότερα, η συγκεκριμένη γενίκευση
θα ήταν δικαιολογημένη έστω κι αν υπήρχε απλώς η μεταφυσική δυνατότητα να μην
μπορεί να διακριθεί φαινομενολογικά η αληθής αντίληψη από την παραίσθηση. Αυτή η
μεταφυσική δυνατότητα καθορίζεται από τις ίδιες τις έννοιες της αντίληψης και της
εμπειρίας77.
Ας δούμε πώς θα μπορούσε ενδεχομένως να αντικρουστεί αυτή η κριτική. Θα
ξεκινήσουμε από την περίπτωση που η στιγμιακή και στατική αντίληψη θεωρείται ότι
είναι υπαρκτή και όχι απλώς μεταφυσικά δυνατή. Καταρχάς, θα μπορούσε κανείς να
παρατηρήσει ότι τα παραδείγματα κατά της μη στιγμιακότητας και της μη στατικότητας
της αντίληψης δεν αφορούν την όραση αλλά την ακοή και την αφή. Υπ’ αυτή την έννοια,
δεν αμφισβητούν το συμπέρασμα όσον αφορά την όραση. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι η
ένσταση θα μπορούσε να συμπληρωθεί με παραδείγματα και από αυτή την αίσθηση, διότι
φαίνεται να υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες αντιλαμβανόμαστε κάτι βλέποντάς το
‘με μια ματιά’, δηλαδή στιγμιαία και χωρίς να μεσολαβεί κανενός είδους σωματική
δραστηριότητα. Τι θα μπορούσε, λοιπόν, να αντιτείνει ο υποστηρικτής της ενεργητικής
αντίληψης σε αυτή την κριτική;
Σίγουρα υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η αντίληψη γίνεται στιγμιαία και
στατικά, κατά συνέπεια δεν είναι ορθή η θέση ότι η αντίληψη δεν είναι ποτέ ένα στατικό
και στιγμιακό φαινόμενο. Ωστόσο, η θεωρία της ενεργητικής αντίληψης είναι συμβατή
με την αποδοχή της δυνατότητας στιγμιακής και στατικής αντίληψης. Όμως αυτή η
δυνατότητα, σύμφωνα πάντα με τη θεωρία της ενεργητικής αντίληψης, βασίζεται
αναγκαία στην κατοχή αισθητηριοκινητικής γνώσης. Η απόκτηση αυτής της γνώσης
προϋποθέτει την αντιληπτική εξερεύνηση του περιβάλλοντος, η οποία αποτελεί
περίπτωση μη στιγμιακής και μη στατικής αντίληψης. Συνεπώς, υπάρχει μια
προτεραιότητα της μη στιγμιακής και της μη στατικής αντίληψης έναντι της στιγμιακής
και της στατικής αντίληψης. Γι’ αυτό δεν είναι δικαιολογημένη η γενίκευση που κάνουν
οι έμμεσοι ρεαλιστές από την περίπτωση της (στιγμιακής και στατικής) παραίσθησης σε
κάθε περίπτωση αντίληψης (και, ειδικότερα, στην περίπτωση της μη στιγμιακής και μη
στατικής αντίληψης). Αυτή η προτεραιότητα είναι οντογενετική και γνωσιολογική.
Είναι οντογενετική γιατί η δυνατότητα εξερεύνησης του κόσμου αποτελεί
αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη φυσιολογικής όρασης. Χωρίς την ανάπτυξη των
απαραίτητων οπτικο-κινητικών συντονισμών δεν είναι δυνατή η ταυτοποίηση
αντικειμένων στο οπτικό πεδίο. Ένας από τους λόγους που απαιτείται αυτό είναι, για
παράδειγμα, ότι μόνο έτσι μπορούμε να μάθουμε να διαχωρίζουμε μέσα σε κάθε σκηνή
που μας εμφανίζεται τις μεταβολές που οφείλονται σε εμάς από τις μεταβολές που
οφείλονται στον κόσμο. Κατά συνέπεια, η ίδια η συγκρότηση του αντικειμενικού
περιεχομένου –ακριβέστερα, του περιεχομένου που μας παρουσιάζει σωματικά παρόντα
αντικείμενα– βασίζεται οντογενετικά στην ικανότητα ρύθμισης των οπτικο-κινητικών
συντονισμών και στη συνακόλουθη απόκτηση της ικανότητας εξερεύνησης του
περιβάλλοντος78. Μόνο ένα ον που μπορεί να αντιλαμβάνεται έναν αντικειμενικό κόσμο

77
Βλ. Crane 2001, σελ. 133.
78
Βλ. O' Regan & Noë 2001.
Κ. Παγωνδιώτης: Σημειώσεις για το μάθημα Φιλοσοφία της Αισθητηριακής Αντίληψης 48

μπορεί δευτερογενώς να έχει την ικανότητα στιγμιακής και στατικής αντίληψης αλλά και
να πέφτει θύμα παραισθήσεων.
Η προτεραιότητα της μη στιγμιακής και της μη στατικής αντίληψης έναντι της
στιγμιακής και της στατικής είναι, επίσης, γνωσιολογική υπό την έννοια ότι αποτελεί
συνθήκη δυνατότητας για να αντιληφτούμε κάτι στιγμιαία και στατικά το να μας είναι
ήδη οικείο. Μόνο οικεία ερεθίσματα μπορούν να αναγνωριστούν άμεσα. Προκειμένου να
αντιληφτούμε κάτι ανοίκειο απαιτείται η παρέλευση κάποιου χρόνου και η ενεργητική
εξερεύνησή του από μέρους μας.
Είναι, επίσης, πολύ σημαντικό να επισημάνουμε ότι υπάρχει μια οντογενετική
προτεραιότητα της μη στιγμιακής και μη στατικής αληθούς αντίληψης έναντι της μη
στιγμιακής και μη στατικής παραίσθησης: αν δεν ρυθμιστούν οι αισθητηριοκινητικοί
συντονισμοί κανένα αντικείμενο δεν μπορεί να εμφανιστεί οπτικά. Με άλλα λόγια δεν
υπάρχει οπτική αποβλεπτικότητα και συνεπώς ούτε οπτικές παραισθήσεις μπορούν να
εμφανιστούν. Ένας εκ γενετής τυφλός που βρίσκει το φως του μετά από εγχείρηση δεν
μπορεί να έχει οπτικές παραισθήσεις πριν ακόμα αναπτύξει τους απαιτούμενους
αισθητηριοκινητικούς συντονισμούς που θα του επιτρέπουν να εξατομικεύει και να
αναγνωρίζει τα αντικείμενα του κόσμου, τις ιδιότητες αυτών και τις μεταξύ τους σχέσεις.
Αυτή η προτεραιότητα της μη στιγμιακής και της μη στατικής αληθούς αντίληψης ίσως
δικαιολογεί και τις επισημάνσεις του Kant και του Merleau-Ponty που αναφέραμε στην
αρχή της ενότητας 2.2.3.2 περί της προτεραιότητας της αληθούς αντίληψης έναντι της
παραίσθησης και του ονείρου.
Για να συνοψίσουμε την απάντηση στην ένσταση που διατυπώσαμε κατά της
θεωρίας της ενεργητικής αντίληψης μπορούμε να πούμε τα εξής:
α) οι στιγμιακές και στατικές παραισθήσεις είναι δυνατόν να μην είναι
διακρίσιμες φαινομενολογικά από τη στιγμιακή και στατική αληθή αντίληψη. Γι’ αυτό
τον λόγο φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να είναι δικαιολογημένη η γενίκευση από την
περίπτωση των στιγμιακών και στατικών παραισθήσεων σε όλες τις περιπτώσεις
στιγμιακής και στατικής αντίληψης. Εδώ μπορεί κανείς, ωστόσο, να αντισταθεί σε αυτή
τη γενίκευση χρησιμοποιώντας τη διαζευκτική θεώρηση της εμπειρίας. Η θεώρηση αυτή
είναι συμβατή με την αποβλεπτική θεωρία της αντίληψης, αν η τελευταία εγκαταλείψει
τη θέση ότι το αποβλεπτικό περιεχόμενο της αληθούς αντίληψης δεν εξαρτάται από τη
σωματική παρουσία των αντικειμένων που γίνονται αντιληπτά. Προς μια τέτοια
κατεύθυνση κινείται ο McDowell, o οποίος υποστηρίζει ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο
εξαρτάται ουσιωδώς από την ύπαρξη του αντικειμένου που γίνεται αντιληπτό.
β) Ωστόσο, δεν δικαιολογείται η γενίκευση από τις περιπτώσεις στιγμιακής και
στατικής αντίληψης στις περιπτώσεις μη στιγμιακής και μη στατικής αντίληψης για δύο
λόγους: i) η θέση ότι η μη στατική και μη στιγμιακή αληθής αντίληψη δεν μπορεί να
διακριθεί φαινομενολογικά από τη μη στατική και μη στιγμιακή παραίσθηση δεν
ευσταθεί. Κάθε παραίσθηση, αν διαρκέσει κάποιο χρόνο, διαφοροποιείται
φαινομενολογικά από τη μη στιγμιακή και μη στατική αληθή αντίληψη γιατί τα
παραισθητικά αντικείμενα παρουσιάζονται ως μη εξερευνήσιμα, και ii) η μη στιγμιακή
και μη στατική αντίληψη έχει μια οντογενετική και γνωσιολογική προτεραιότητα έναντι
της στιγμιακής και στατικής αντίληψης. Μάλιστα, υπάρχει και μια οντογενετική
προτεραιότητα της μη στιγμιακής και μη στατικής αληθούς αντίληψης έναντι της μη
στιγμιακής και μη στατικής παραίσθησης.

Βιβλιογραφία
Anscombe, G.E.M. (1965): “The intentionality of sensation: A grammatical feature” στο
R.J. Butler (ed.): Analytical Philosophy: 2nd series. Blackwell.
Armstrong, D. (1973): Belief, Truth and Knowledge. Cambridge University Press.
Κ. Παγωνδιώτης: Σημειώσεις για το μάθημα Φιλοσοφία της Αισθητηριακής Αντίληψης 49

Austin, J. (1962): Sense and Sensibilia. Oxford University Press.


Ayer, A. (1936): Language, Truth and Logic. Penguin Books.
Ayer, A. (1956): The problem of Knowledge. Penguin Books.
Ayer, A. (1987): "Frege, Russell, and Modern Logic" στο Magee, B. (ed.) (1987): The
Great Philosophers - An Introduction to Western Philosophy. Oxford University Press
Ayer, A.J. (1969): The Foundations of Empirical Knowledge. London: Macmillan
Ballard, D. H. (1991). “Animate vision”. Artificial Intelligence, 48, 57-86.
Bermudez, J.L., (1995): “Ecological Perception and the Notion of Nonconceptual Point of
View” στο Bermudez, J.L., Marcel, A., & Eilan, N. (eds) (1995): The Body and the Self.
A Bradford Book - The MIT Press.
Block, N. (1978/1980): "Troubles with Functionalism" στο Block 1980.
Block, N. (ed.) (1980): Readings in Philosophy of Psychology - Volume One. Harvard
University Press.
Block, N. (ed.) (1981): Readings in Philosophy of Psychology - Volume Two. Harvard
University Press.
Boden, M. (ed.) (1990): The Philosophy of Artificial Intelligence. Oxford University
Press.
Brandom, R. (1994): Making it Explicit. Harvard University Press.
Brandom, R. (2003): «Καμιά εμπειρία δεν είναι απαραίτητη: Εμπειρισμός, μη
συναγωγική γνώση, και δευτερεύουσες ποιότητες», Δευκαλίων 21(1), σελ. 91-112.
Brentano, F. (1874/1973): Psychology from an Empirical Standpoint (translation A.
Pancurello, D. T., & L. McAllister). New York: Humanities Press.
Brown, H. (1993): Αντίληψη, Θεωρία και Δέσμευση. (Επιστ. Επιμέλεια: Α. Μπαλτάς).
Π.Ε.Κ.
Bruner, J. & Klein, G. (1960): "The Functions of Perceiving: New Look Retrospective"
στο Kaplan, B. & Wapner, S. (eds) Perspectives in Psychological Theory, International
Universities Press.
Bruner, J. (1957): "On Perceptual Readiness", Psychological Review, 64, σελ. 123-154.
Campbell J. (2002): Reference and Consciousness. Clerendon Press – Oxford.
Campbell, J. (1999): "Schizophrenia, the Space of Reasons, and Thinking as a Motor
Process", The Monist, vol. 82, no.4.
Casey, E. (1983): Keeping the Past in Mind", Review of Metaphysics 37, σελ. 77-95.
Castañeda, Hector-N. (1966): “'He': A study in the logic of self-consciousness”. Ratio
8:130-57.
Castañeda, Hector-N. (1967): “Indicators and quasi-indicators”. American Philosophical
Quarterly 4:85-100.
Chisholm, R.M. (1957): Perceiving. Routledge & Kegan Paul.
Chrisley, R. (1996): Non-Conceptual Psychological Explanation: Content &
Computation. Διδακτορική διατριβή.
Churchland, P. M. (1979): Scientific Realism and the Plasticity of Mind. Cambridge
University Press.
Churchland, P. M. (1988): "Perceptual Plasticity and Theoretical Neutrality". Philosophy
of Science, 55 (2), σελ. 167-188.
Crane, T. (1992): “The nonconceptual content of Experience” στο Crane, T. (1992): The
Contents of Experience. Cambridge University Press.
Crane, T. (2001): Elements of Mind. Oxford University Press.
Cussins, A. (1990): "The Connectionist Construction of Concepts" στο Boden 1990.
Cussins, A. (1992): "Content, Embodiment and Objectivity: The Theory of Cognitive
Trails", Mind 101.
Κ. Παγωνδιώτης: Σημειώσεις για το μάθημα Φιλοσοφία της Αισθητηριακής Αντίληψης 50

Cussins, A. (2000): "Experience, Thought and Activity" ανακοίνωση στο συνέδριο με


τίτλο Experience and Knowledge, Ρέθυμνο, Κρήτης, 26-30 Οκτωβρίου 2000.
Dancy, J. (1985): An Introduction to Contemporary Epistemology. Blackwell.
Dennett, D. (1969/1981): "The Nature of Images and the Introspective Trap" στο Block
1981.
Dennett, D. (1990): "Cognitive Wheels", στο Boden 1990.
Descartes R. (1984): The Philosophical Writings of Descartes. Cambridge University
Press.
Dretske, F. (1969): Seeing and Knowing. The University of Chicago Press.
Dretske, F. (1995): Naturalizing the Mind. A Bradford Book - The MIT Press.
Ducasse, C.J. (1942): ’Moore’s Refutation of Idealism’, in P.A. Schilpp (ed.) Philosophy
of G.E. Moore. Northwestern University Press, σελ. 225–251.
Dummett, Μ. (1981): Frege: The Philosophy of Language. Duckworth, 2nd edition.
Evans, G. (1982): The Varieties of Reference (Edited by J. McDowell). Clarendon Press.
Fodor, J. (1983): The Modularity of Mind. The MIT Press.
Fodor, J. (1990a): A Theory of Content & Other Essays. A Bradford Book-The MIT
Press.
Fodor, J. (1990c): "Observation Reconsidered" στο Fodor, J. 1990a.
Frege, G. (1892/1977): «Νόημα και Αναφορά», (μετάφραση Ιόλη Πατέλη), Δευκαλίων
17, σελ. 19-40.
Frege, G. (1976). "The Thought: a Logical Inquiry". (Translation A. and M. Quinton) στο
P. F. Strawson (ed.) (1976): Philosophical Logic. Oxford University Press.
Geach, P. T. (1957). Mental Acts: Their Content And Their Objects. Humanities Press.
Gibson, J. J. (1966): The senses considered as perceptual systems. New York: Houghton
Mifflin Company.
Gibson, J. J. (1986): The Ecological Approach to Visual Perception. Lawrence Erlbaum
Associates, Publishers.
Gibson, J.J. (1972): "A theory of direct visual perception" στο Royce J.R. and Rozeboom
W.W. (eds.) (1972): The Psychology of Knowing. Gordon & Breach.
Glock, H.-G. (1996): A Wittgenstein Dictionary. Blackwell.
Goldman, A. (1998): Γνωσιοεπιστήμη – Φιλοσοφικές Εφαρμογές. Εκδόσεις Οδυσσέας,
σελ. 51-58, 142-147.
Goodale, M. & Milner, A.D. (1995): The Visual Brain in Action. Oxford University Press.
Goodman, N. (1968): Languages of Art - An Approach to a Theory of Symbols. The
Bobbs - Merrill Company, Inc..
Gordon, J. (1985): "Dream-world or Life-world? A Phenomenological Solution to an
Ancient Puzzle", Husserl Studies 2, σελ. 169-191.
Graham, G. & Lynn, S. (1994a): "Mind and Mine" στο Graham, G. & Lynn, S. (1994):
Philosophical Pcychopathology. A Bradford Book -The MIT Press
Gregory, R. (1970): The Intelligent Eye. Weidenfeld & Nicolson, London.
Grice, P. (1961): "The Causal Theory of Perception" στο Grice, P. (1989): Studies in the
Way of Words. Harvard University Press
Gunther, Y (ed.) (2003): Essays on Nonconceptual Content. The MIT Press.
Guttenplan, S. (ed.) (1994): A Companion to the Philosophy of Mind. Blackwell.
Hanson, N.R. (2002): Πρότυπα Ανακάλυψης. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Haugeland, J. (1981): "Analog and Analog" στο Philosophical Topics, Vol. 12, no 1.
Heidegger, M. (1927/1962): Being & Time. Harper San Francisco- A Division of Harper
Collins Publishers.
Heidegger, M. (1982): The Basic Problems of Phenomenology (Τranslation Hofstadter,
A.). Indiana University Press.
Κ. Παγωνδιώτης: Σημειώσεις για το μάθημα Φιλοσοφία της Αισθητηριακής Αντίληψης 51

Heidegger, M. (1985): What is a Thing? (Translation Barton Jr,W.B. & Deutsch, V.).
University Press of America.
Heidegger, M. (1999): Τα Βασικά Προβλήματα της Φαινομενολογίας. (Μετάφραση Π.
Κόντος). Εκδόσεις «Γνώση».
Held, R. & Hein, A. (1963): "Movement produced stimulation in the development of
visually guided behavior", Journal of Comparative and Physiological Psychology, 56,
σελ. 873­876.
Hinton, J.M. (1973): Experiences. Oxford: Clarendon Press
Hume, D. (1975): Enquiries Concerning Human Understanding and Concerning the
Princples of Morals, (L.A. Selby-Bigge and P.H. Nidditch (eds)). Clarendon Press
Husserl, E. (1900/1970): Logical Investigations (Trans. J. N. Findlay). (Δύο τόμοι),
London: Routledge & Kegan Paul.
Husserl, E. (1983): Ideas Pertaining to a Pure Phenomenology and to a
Phenomenological Philosophy (First Book) (Translation Kersten, Fred). Nijhoff
Husserl, Edmund (1954/1970): The Crisis of European Sciences & Transcendental
Phenomenology. Northwestern University Press.
Hyman, J. (1997): "Words and Pictures" στο Preston 1997.
Jackson, F. (1977): Perception. Cambridge University Press.
Jackson, F. (1982): "Epiphenomenal Qualia", Philosophical Quarterly, 32, σελ. 127-136.
Judge, B. (1983): Thinking about Things: A Philosophical Study of Representation.
Scottish Academic Press.
Kant, I. (1929): Critique of Pure Reason. Macmillan Education.
Kelly, S. (υπό έκδοση): “The Non-Conceptual Content of Perceptual Experience:
Situation Dependence and Fineness Of Grain”, Philosophy and Phenomenological
Research.
Kosslyn S. (1994): Image & Brain: The Resolution of the Imagery Debate. A Bradford
Book - The MIT Press.
Leibniz, G. W. (1981): New Essays on Human Understanding (tr. Peter Remnant and
Jonathan Bennett). Cambridge: Cambridge University Press.
Locke, J. (1984): Essay Concerning Human Understanding. (Frazer, A. (ed.)). Oxford
University Press.
Lowe, E.J. (2000): An Introduction to the Philosophy of Mind. Cambridge University
Press.
Lyons, W. (1986): The Disappearance of Introspection. The MIT Press.
Machamer, P. (1998): «Φιλοσοφία της Ψυχολογίας» στο Salmon, H. M. et alia 1998.
Magee, B. (ed.) (1987): The Great Philosophers - An Introduction to Western Philosophy.
Oxford University Press.
Marbach, E. (1993): Mental Representation and Consciousness: Towards a
Phenomenological Theory of Representation and Reference. Kluwer Academic
Publishers.
Marr, D. (1982): Vision. W.H. Freeman & Co.
Martin, M.G.F. (2002): “The Transparency of Experience”, Mind and Language, 17:
376–425.
McClamrock, R. (1995): Existential Cognition - Computational Minds in the World. The
University of Chicago Press.
McDowell, J. (1982): "Criteria, Defeasibility, and Knowledge", Proceedings of the
British Academy, IXVIII, σελ. 455-479.
McDowell, J. (1986): "Singular Thought and the Extend of Inner Space" στο Pettit &
McDowell 1986.
McDowell, J. (1994): Mind & World. Harvard University Press.
Κ. Παγωνδιώτης: Σημειώσεις για το μάθημα Φιλοσοφία της Αισθητηριακής Αντίληψης 52

McDowell, J. (1994a): "The content of perceptual experience" The Philosophical


Quarterly, 44, σελ. 190-205.
McDowell, J. (1998): “Reply to Crispin Wright” στο Wright, Smith & McDonald (eds)
(1998): Knowing our own minds. Oxford University Press.
McDowell, J. (2003): «Υπερβατολογικός Εμπειρισμός», Δευκαλίων 21(1), σελ. 65-90.
McDowell, J. (2006): “Response to Costas Pagondiotis”, Teorema, XXV1, σελ. 115-119.
McRae, R. (1965): "'Idea' as a Philosophical Term in the Seventeenth Century", Journal
of the History of Ideas, 26.
Merleau-Ponty, M. (1945): Phenomenologie de la Perception. Gallimard.
Merleau-Ponty, M. (1945/1962): Phenomenology of Perception. Routledge
Merleau-Ponty, M. (1964): The Primacy of Perception & Other Essays: On
Phenomenological Psychology, The Philosophy of Art, History & Politics. Northwestern
University Press.
Merleau-Ponty, M. (1977): Προοίμιο στην «Φαινομενολογία της Αντίληψης».
(Μετάφραση Φ. Καλλίας). Εκδόσεις Έρασμος.
Michaels, C.F. & Carello, C. (1981): Direct Perception. Prentice Hall.
Milner, D. & Goodale, M.A. (1995) The Visual Brain in Action, Oxford: Oxford
University Press.
Moore, G.E. (1913): "The Status of Sense-Data", Proceedings of the Aristotelian Society
14, σελ. 355-381.
Mulhall, S. (1990): On Being in the World - Wittgenstein & Heidegger οn Seeing Aspects.
Routledge.
Nagel, T. (1974): "What it is like to be a Bat?", Philosophical Review, 83, σελ. 435-450.
Nagel, T. (1981/1993): «Τι νιώθει κανείς όντας νυχτερίδα;» στο Hofstadter, R. D. &
Dennett, C. D.: Το Εγώ της Νόησης - Φαντασίες και Στοχασμοί για τον Εαυτό και την
Ψυχή. Kάτοπτρο
Nagel, T. (1989): Θεμελιώδη Φιλοσοφικά Προβλήματα. Εκδόσεις Σμίλη, Κεφάλαιο 2.
Nazir, T. A., & O'Regan, J. K. (1990): "Some Results on Translation Invariance in the
Human Visual System", Spatial Vision, 5(2), 81-100.
Noë, A. (2004): Action in Perception. Cambridge, MA: MIT Press.
O'Regan, J. K. & Noë, A. (2001): "A sensorimotor Account of Vision and Visual
Consciousness", Behavioral and Brain Sciences 24 (5).
Pagondiotis, C. (2005): “Can perceptual content be conceptual and non-theory-laden?” in
Raftopoulos, A. (ed.) (2005): Cognitive Penetrability of Perception: An
Interdisciplinary Approach. New York: Nova Science.
Pagondiotis, C. (2006): “McDowell’s Transcendental Empiricism and the Theory-
Ladenness of Experience”, Teorema, XXV1, σελ. 101-114.
Pagondiotis, C. (2013): “Hallucination, Mental Representation, and the Presentational
Character” στο F. Macpherson & D. Platchias (2013): Hallucination. MIT Press.
Peacocke, C. (1986a): "Analogue Content", Aristotelian Society, Suppl. 60, σελ. 1-18.
Peacocke, C. (1986b): Thoughts: An Essay on Content. Blackwell.
Peacocke, C. (1992): A Study of Concepts. A Bradford Book - The MIT Press.
Perry, J. (1979): “The problem of the essential indexical”. Noûs 13:3-21.
Pettit, P. & McDowell, J. (eds.) (1986): Subject, Thought and Context. Clarendon Press.
Prichard, H. A. (1950): Knowledge and Perception. Oxford: Clarendon Press.
Putnam, H. (1981a): "Brains in a Vat" στο Putnam, H. (1981): Reason, Truth, & History.
Cambridge University Press.
Putnam, H. (1998): Τα πολλά πρόσωπα του Ρεαλισμού. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, Κεφάλαιο 1.
Κ. Παγωνδιώτης: Σημειώσεις για το μάθημα Φιλοσοφία της Αισθητηριακής Αντίληψης 53

Putnam, H. (2010): Το Νόημα και οι αισθήσεις: Μια έρευνα στις δυνάμεις του ανθρώπινου
νου (μετάφραση Κ. Παγωνδιώτης). Εκδόσεις Εκκρεμές.
Pylyshyn, Z. (1999): “Is Vision Continuous with Cognition? The Case for Cognitive
Impenetrability οf Visual Perception”, Behavioral and Brain Sciences, 22(3), 341-423.
Pylyshyn, Z. (2001): "Mental Imagery: In search of a theory", Brain and Behavioral
Sciences, υπό δημοσίευση.
Raftopoulos, A. (2001a), “Is perception informationally encapsulated? The issue of the
theory-ladenness of perception”. Cognitive Science 25: 423–451.
Raftopoulos, A. (2001b), “Reentrant pathways and the theory-ladenness of observation”.
Philosophy of Science 68: 187–200.
Raftopoulos, A. (2004), “Two types of object representations in the brain, one
nondescriptive process of reference fixing”. Behavioral and Brain Science 27 (1): 47–
48.
Raftopoulos, A. (2006), “Defending realism on the proper ground”. Philosophical
Psychology 19 (1): 1–31.
Raftopoulos, A. (2008), “Perceptual systems and realism”. Synthese 164 (1): 61–91.
Raftopoulos, A. (2009), Cognition and Perception – How Do Psychology and Neural
Science Inform Philosophy? The MIT Press.
Raftopoulos, A. (ed.) (2005), Cognitive Penetrability of Perception: An Interdisciplinary
Approach. New York: Nova Science
Raftopoulos, A. and Müller, V. (2006a), “The phenomenal content of experience”. Mind
and Language 27 (2): 187–219.
Raftopoulos, A. and Müller, V. (2006b), “Deictic codes, object files, and demonstrative
reference”. Philosophical and Phenomenological Research 72 (2).
Recanati, F. (1993): Direct Reference: From Language to Thought. Blackwell.
Reid, T. (1785/1969): Essays on the Intellectual Powers of Man. Baruch, Brody (ed.).
The MIT Press.
Reisberg, D. & Chambers, D. (1991): "Neither Pictures nor Propositions: What Can we
Learn from a Mental Image?", Canadian Journal of Psychology, 45(3), σελ. 336-352.
Robinson, H. (1994): Perception. Routledge.
Russell, B. (1948): Human Knowledge. Routledge.
Ryle G. (1957): "The Theory of Meaning" στο Mace C.A. (ed.) (1957): British
Philosophy in Mid Century. Allen and Unwin..
Ryle, G. (1949): The Concept of Mind. Hutchinson's University Library.
Ryle, G. (1971). "A Puzzling Element in the Notion of Thinking", Collected Papers
vol.II: Collected Essays 1929-1968. Hutchinson.
Sacks, O. (1990): Ο Άνθρωπος που Μπέρδεψε τη Γυναίκα του με ένα Καπέλο.
(Μετάφραση Κ. Πόταγας). Εκδόσεις Καστανιώτη.
Sacks, O. (1995a): "To See and not to See" στο Sacks, O. (1995): An Anthropologist on
Mars. A. Knopf.
Salmon, H. M. et alia (επιμέλεια) (1998): Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης.
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Searle, J. (1992): The Rediscovery of the Mind. The MIT Press.
Sellars, W. (1963): Science, Perception, and Reality. Humanities Press.
Sellars, W. (1968) Science and Metaphysics. Routledge & Kegan Paul.
Shanon, B. (1993): The Representational & the Presentational - An Essay on Cognition
& the Study of Mind. Harvester Wheatsheaf.
Simons, D. & Chabris, C. (1999): "Gorillas in our midst: Sustained inattentional
blindness for dynamic events", Perception 28 (9):1059-1074.
Smith, A.D. (2002): The Problem of Perception. Harvard University Press.
Κ. Παγωνδιώτης: Σημειώσεις για το μάθημα Φιλοσοφία της Αισθητηριακής Αντίληψης 54

Snowdon, P. (1981): "Perception, Vision and Causation", Proceedings of the Aristotelian


Society, σελ. 175-191.
Taylor, C. (1985): Human Agency & Language - Philosophical Papers 1. Cambridge
University Press.
Tootell, R., Silverman, M., Switkes, E. & De Valois, R. (1982): "Deoxyglucose analysis
of retinotopic organization in primate striate cortex", Science 218, σελ. 902-904.
Tye, M. (1984) ’The Adverbial Approach to Visual Experience’, Philosophical Review
93.
Tye, M. (1995): Ten Problems of Consciousness - A Representational Theory of the
Phenomenal Mind. A Bradford Book - The MIT Press.
Ungerleider & Mishkin (1982): “Two cortical visual systems” στο D. Ingle, M. Goodale
& R. Mansfield (Eds.): Analysis of visual behavior. The MIT Press.
Vesey, G. N. A. (1955–1956): “Seeing and Seeing As,” Proceedings of the Aristotelian
Society, 55.
von Helmholtz, H. (1896): Handbuch der Physiologischen Optik (2nd ed.). Hamburg:
Leopold Voss.
Weiskrantz, L. (1986): Blindsight: A Case Study and Implications. Clarendon Press.
Wheeler, M. (1994): "Active Perception in Meaningful Worlds". Cognitive science
research paper 327, University of Sussex.
Wheeler, M. (1995): The Philosophy of Situated Activity. Sussex. Διδακτορική Διατριβή.
Williamson, Timothy (2000): Knowledge and its Limits. Oxford: Oxford University
Press.
Wittgenstein, L. (1953): Philosophical Investigations (translator G.E.M. Anscombe).
Blackwell.
Wittgenstein, L. (1953/1977): Φιλοσοφικές Έρευνες (Μετάφραση Π. Χριστοδουλίδης).
Εκδόσεις. Παπαζήση.
Βιρβιδάκης, Σ. (2003): «Εμπειρισμός και Εμπειρία μετά τον Sellars», Δευκαλίων 21(1),
σελ. 45-64.
Ζήκα, Φ. (1991): Οντολογία και Σημασιολογία του Χρώματος στη σύγχρονη Αναλυτική
Φιλοσοφία. Διδακτορική Διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ζήκα, Φ.: «Η οντολογία του χρώματος στη σύγχρονη αναλυτική φιλοσοφία», Ελληνική
Φιλοσοφική Επιθεώρηση, Σεπτέμβριος 1993, τόμος 10, τεύχος 30, σελ. 260-76.
Κιντή, Β. (1990): «Η φιλοσοφική διερεύνηση των εννοιών βλέπω (seeing) και βλέπω ως
(seeing as)» στο Τζαβάρας, Γ. (επιμ.) (1990): Συμπόσιο Wittgenstein. Εκδόσεις
«Δωδώνη».
Παγωνδιώτης, Κ. (1995): «Το Φαινόμενο Συνείδηση», Δευκαλίων, 14/1.
Παγωνδιώτης, Κ. (2001): Το Πρόβλημα των Νοητικών Αναπαραστάσεων στη Γνωσιακή
Επιστήμη: Προς μια μη αναπαραστασιακή Περιγραφή των Νοητικών Φαινομένων.
Διδακτορική Διατριβή. Αθήνα, Ε.Μ.Π.
Παγωνδιώτης, Κ. (2006): «Μια υπεράσπιση της άμεσης αντίληψης», Τοπικά, ια, σελ.
123-139.
Πετρουνάκος, Σ. (1999): «Ιδιωτικό ή Προσωπικό Νόημα;» στο Κατή, Δ., Κονδύλη, Μ. &
Νικηφορίδου, Κ. (επιμέλεια) (1999): Γλώσσα και Νόηση: Επιστημονικές και Φι-
λοσοφικές Προσεγγίσεις. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Ράσσελ, Β. (1963): Τα Προβλήματα της Φιλοσοφίας. Εκδόσεις Αρσενίδης.
Χάιντεγκερ, M. (1927): Είναι και Χρόνος (Μετάφραση Γ. Τζαβάρας [A' τόμος 1978 και
Β' τόμος 1985]). Εκδόσεις «Δωδώνη».
Χούσσερλ, Ε. (1986): Δεύτερη Λογική Έρευνα - Η Ιδεατή Ενότητα του Είδους και οι
Νεότερες Θεωρίες για την Αφαίρεση. (Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις: Ν.Μ.
Σκουτερόπουλος). Εκδόσεις «Γνώση».

You might also like