Professional Documents
Culture Documents
1. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ της ΠΡΩΤΗΣ: ΜΗΤΡΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ - Παπαχρήστος κ. - Αιγαίο
1. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ της ΠΡΩΤΗΣ: ΜΗΤΡΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ - Παπαχρήστος κ. - Αιγαίο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο αριθμός παιδιών με διαφορετικό γλωσσικό υπόβαθρο στη χώρα μας (π.χ. παιδιά
Ρομά, μουσουλμανόπαιδες) αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια των τριών
τελευταίων δεκαετιών, με την έλευση μεταναστών, παλιννοστούντων και
προσφύγων.
Στις χώρες υποδοχής μεταναστών η συζήτηση για την ευθύνη του δημόσιου σχολείου
σε σχέση με τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας των αλλοδαπών, καθώς και το ρόλο
του στη διατήρηση και υποστήριξη των πολιτισμικών χαρακτηριστικών των
αλλοδαπών μαθητών είναι μεγάλη και ενδιαφέρουσα. Η διαμόρφωση των
γλωσσικών πολιτικών, ειδικότερα, κινείται γύρω από δύο βασικούς άξονες: α) τη
διδασκαλία της μητρικής γλώσσας των αλλοδαπών παιδιών και β) τη διδασκαλία της
επίσημης γλώσσας της χώρας υποδοχής ως δεύτερης γλώσσας.
1. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ/ΜΗΤΡΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ1
Η Axelson (2002) αντλώντας στοιχεία από τις εργασίες άλλων ερευνητών, όπως των
Cummins (1986, 1994, 1996), Collier (1987, 1995), Lucas & Katz (1994), Ogbu (1991),
Thomas & Collier (1997), Skutnabb-Kangas & Garcia (1995), υποστηρίζει ότι η
γνωστική ανάπτυξη των παιδιών είναι απαραίτητο να συνεχίζεται στη μητρική τους
γλώσσα -όταν εισέρχονται στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας υποδοχής- με
παράλληλη διδασκαλία της δεύτερης γλώσσας, σε δίγλωσσες τάξεις αντίστοιχες
της ηλικίας τους· τονίζει, ακόμη, ότι η αδυναμία ενός παιδιού να κατανοήσει τον
εκπαιδευτικό αναιρεί την έννοια της ισότητας των ευκαιριών στην εκπαίδευση·
επιπροσθέτως, επισημαίνει ότι τα δίγλωσσα παιδιά πρέπει να αξιολογούνται
εξατομικευμένα με βάση τις συνεργατικές αλληλεπιδράσεις που αναπτύσσουν στην
τάξη και τις ιδιαίτερες πολιτισμικές τους γνώσεις, και όχι ανταγωνιστικά.
Η γνώση και η καλλιέργεια της μητρικής γλώσσας έχει πολλαπλά γνωσιακά, γλωσσικά
και μαθησιακά οφέλη για τους δίγλωσσους μαθητές. Η συνεχής χρήση της Γ1
επιτρέπει στα παιδιά να αναπτύξουν τις ανάλογες με την ηλικία τους έννοιες, οι
οποίες μεταφέρονται στη Γ2 (π.χ. κατανόηση των μαθηματικών εννοιών της
πρόσθεσης και της αφαίρεσης, της έννοιας της ανακύκλωσης κ.λπ.). Παράλληλα, η
ανάπτυξη του λεξιλογίου στη Γ1 ευνοεί μαθησιακά τα δίγλωσσα παιδιά. Για
παράδειγμα, αν ένα παιδί έχει κατακτήσει το λεξιλόγιο που σχετίζεται με την έννοια
της αντιστοίχισης αντικειμένων, θα μπορέσει πιο εύκολα να πραγματοποιήσει
τέτοιου είδους δραστηριότητες και στη Γ2 (Σταμούλη και Κάντζου, 2014: 38).
1
Βλ. Ευαγγέλου Ο. (2003). Η αντιμετώπιση της γλωσσικής διαφορετικότητας στο Νηπιαγωγείο.
Σύγχρονο Νηπιαγωγείο. Έρευνα - Θεωρία - Πράξη, Τεύχος 34, Ιούλιος-Αύγουστος. Αθήνα: Δίπτυχο,
σελ. 12-17.
Ο Cummins (1999) επισημαίνει, ότι τα δίγλωσσα προγράμματα που προωθούν τις
ακαδημαϊκές δεξιότητες των μειονοτικών μαθητών στη μητρική γλώσσα δε
δημιουργούν κανένα πρόβλημα στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας· αντίθετα
ωφελούν τη νοητική εξέλιξη των παιδιών, γιατί «σε βαθύτερα επίπεδα
εννοιολογικής και ακαδημαϊκής λειτουργίας, υπάρχει σημαντική
αλληλοεπικάλυψη ή αλληλεξάρτηση μεταξύ γλωσσών. Η εννοιολογική γνώση που
αναπτύσσεται σε μια γλώσσα βοηθάει να γίνει κατανοητή η εισερχόμενη
πληροφορία στην άλλη γλώσσα» (σ. 174).
Ένα άλλο αξιοσημείωτο θέμα είναι η στάση των εκπαιδευτικών και των γηγενών
μαθητών απέναντι στις γλώσσες των αλλοδαπών. Η ύπαρξη πιθανών αρνητικών
στάσεων απέναντι στη γλωσσική διαφορετικότητα ενδέχεται να προκαλέσει στα
αλλοδαπά παιδιά συναισθήματα μοναξιάς, φόβου, απομόνωσης ή εγκατάλειψης και
να τους ωθήσει σε μία άρνηση για την εκμάθηση της μητρικής τους γλώσσας ή
απόρριψης της ευρύτερης πολιτισμικής τους κοινότητας. Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει
να μπορούν να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα παραπάνω
φαινόμενα.
Η θεωρία του Cummins (1981) για τη γλωσσική ανάπτυξη του δίγλωσσου παιδιού
αποτελεί απόρροια των μακρόχρονων σχετικών ερευνών του για τη γλωσσική
ανάπτυξη των παιδιών των μεταναστών.
Αρχικά, ο Cummins (1981) έθεσε τις έννοιες του κρίσιμου επιπέδου γλωσσικής
ανάπτυξης (γλωσσικό κατώφλι) και της αλληλεξάρτησης στην ανάπτυξη των δύο
γλωσσών (Γ1: μητρικής, Γ2: δεύτερης γλώσσας). Η πρώτη έννοια αναφέρεται στην
αναγκαιότητα να φτάσει το παιδί σ’ ένα ελάχιστο επίπεδο γλωσσικής ικανότητας στη
μητρική του γλώσσα, προτού αρχίσει τη σχολική του εμπειρία σε μια δεύτερη
γλώσσα. Η δεύτερη έννοια αναφέρεται στη μεταφορά ικανοτήτων από τη μητρική
στη δεύτερη γλώσσα και το αντίστροφο, σε ορισμένες περιπτώσεις. Επίσης, ο
Cummins (1981) μελέτησε τη διαδικασία και τα στάδια εκμάθησης της δεύτερης
γλώσσας και τα σχετικά γλωσσικά προβλήματα των δίγλωσσων παιδιών που έχουν
να αντιμετωπίσουν οι δάσκαλοί τους.
2
Βλ. Παλαιολόγου, Ν. & Ευαγγέλου, Ο. (2003). Διαπολιτισμική Παιδαγωγική. Εκπαιδευτικές,
Διδακτικές & Ψυχολογικές Προσεγγίσεις. Αθήνα: Ατραπός.
1.1.1 Επικοινωνιακές γλωσσικές δεξιότητες και ακαδημαϊκή
γλωσσική ικανότητα3.
Σε κατοπινές επεξεργασίες της θεωρίας του ο Cummins (2005: 102) πρόσθεσε και μια
τρίτη διάσταση/πτυχή στην γλωσσική ικανότητα που αφορά τις διακριτές γλωσσικές
ικανότητες. Η προσθήκη αυτή στην αρχική βασική διάκριση βοηθά να κατανοήσουμε
ότι η ανάπτυξη της ακαδημαϊκής γλώσσας επέρχεται ως αποτέλεσμα συστηματικής
διδασκαλίας της με εστίαση σε συγκεκριμένες δεξιότητες και άσκηση των μαθητών
σ’ αυτές4.
Ο Cummins (1999) τονίζει ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται στο σχολείο (academic
language) είναι υψηλών απαιτήσεων, γι’ αυτό και οι μαθητές χρειάζονται αρκετό
3
Βλ. Ευαγγέλου, Ο., Παπαγιάννη, Β., Παπαδόπουλος, Χ. Φλωράτου Μ. (2011). Υλικό Επιμόρφωσης
Εκπαιδευτικών Τάξεων Υποδοχής και Φροντιστηριακών Τμημάτων. Αθήνα: ΥΠΔΒΜΘ, ΟΕΠΕΚ.
4
Για μια πλήρη ανάπτυξη του θέματος βλ. Cummins (2003).
χρονικό διάστημα προκειμένου να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν ικανοποιητικά στις
αντίστοιχες σχολικές δεξιότητες, σε σχέση με το χρόνο που χρειάζονται προκειμένου
να χειρίζονται τον προφορικό λόγο. Με τις έρευνές του ο Cummins (1981, 1984, 1986,
1989, 1994) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δίγλωσσο παιδί σε σύντομο χρονικό
διάστημα μπορεί να μιλά και να συζητά για θέματα της καθημερινής ζωής χωρίς να
κομπιάζει (σε επίπεδο προφορικού λόγου). Ωστόσο, προκειμένου το επίπεδο
γλωσσικής ομιλίας του δίγλωσσου μαθητή να εξισωθεί με αυτό των ντόπιων παιδιών
(σε κανονικό επίπεδο τάξης) απαιτούνται, κατά μέσο όρο, τουλάχιστον πέντε με επτά
χρόνια. Με βάση τα συμπεράσματα του Cummins, τότε μόνο οι αλλοδαποί -άρα και
οι παλιννοστούντες- μαθητές μπορούν να φτάσουν σε ένα επίπεδο γλωσσικής
επάρκειας υψηλού επιπέδου (σε επίπεδο γραπτού λόγου και κατανόησης). Αυτό
σημαίνει ότι η ηλικία μετανάστευσης/ παλιννόστησης του παιδιού παίζει
καθοριστικό ρόλο στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας, το οποίο επιβεβαιώνεται
από πλήθος ερευνών. Μάλιστα, όσο μικρότερη είναι ηλικία που μεταναστεύει το
παιδί με την οικογένειά του, τόσο πιο εύκολη γι’ αυτό είναι η διαδικασία εκμάθησης
της δεύτερης γλώσσας.
Τα πορίσματα του Cummins επιβεβαιώνονται και από άλλες έρευνες, όπως του
Collier (1987) που αποδεικνύουν τη συσχέτιση ανάμεσα στην ηλικία μετανάστευσης
/ παλιννόστησης και την επίδοση των μαθητών αυτών. Ο Cummins (1986, 1994)
υποστηρίζει ότι η δημιουργία ενός κατάλληλα μαθησιακού και, συγχρόνως,
υποστηρικτικού περιβάλλοντος επιδρά θετικά στην εκμάθηση της δεύτερης
γλώσσας. Συγκεκριμένα, προτείνει τη χρήση της μητρικής γλώσσας των μαθητών
κατά τη μαθησιακή διαδικασία, διότι συμβάλλει στη βελτίωση της συμπεριφοράς και
των επιδόσεών τους. Την άποψη αυτή για την εκπαίδευση των αλλοδαπών μαθητών,
με σκοπό την ομαλή προσαρμογή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα, υποστηρίζουν και
άλλοι ερευνητές (Ogbu 1992a, 1992b, 1992c, 1992d, Garcia 1995, Goldenberg 1996).
Τα αποτελέσματα των ερευνών συνάδουν με τις προβλέψεις που απορρέουν από την
αρχή της αλληλεξάρτησης των γλωσσών. Η αρχή αυτή έρχεται σε αντίθεση με την
ευρέως διαδεδομένη υποσυνείδητη πεποίθηση ότι οι δύο γλώσσες λειτουργούν
ξεχωριστά, ανταγωνιζόμενες για το συγκεκριμένο περιορισμένο γλωσσικό «χώρο»
στον εγκέφαλο. Την λανθασμένη αυτή ιδέα αποδίδει παραστατικά η εικόνα δύο
«γλωσσικών μπαλονιών» στον εγκέφαλο του ατόμου. Το ένα μπαλόνι είναι η
ικανότητα στη μία γλώσσα (Γ1) και το άλλο είναι η ικανότητα στη δεύτερη γλώσσα
(Γ2). Οι δύο ικανότητες είναι ξεχωριστές. Η πρώτη και η δεύτερη γλώσσα κρατούνται
χωριστά στα δυο μπαλόνια μέσα στο κεφάλι. Αν η ικανότητα στο ένα μπαλόνι
αναπτυχθεί, θα καταλάβει τον ζωτικό χώρο του άλλου μπαλονιού. Μπορεί να συμβεί
να μείνουν και τα δύο μπαλόνια μισογεμάτα – τότε το άτομο θα είναι με μειωμένη
ικανότητα και στις δύο γλώσσες.
Όλες οι έρευνες έδειξαν ωστόσο ότι το διαισθητικό αυτό μοντέλο της χωριστής
βασικής ικανότητας για τη διγλωσσία είναι λανθασμένο. Αντίθετα, φαίνεται να
επικρατεί το μοντέλο της Κοινής Υποκείμενης Ικανότητας που πρεσβεύει ότι οι
γλωσσικές ιδιότητες δε βρίσκονται σε χωριστά σημεία του γνωστικού συστήματος
5
Βλ. Ευαγγέλου, Ο., Παπαγιάννη, Β., Παπαδόπουλος, Χ. Φλωράτου Μ. (2011). Υλικό Επιμόρφωσης
Εκπαιδευτικών Τάξεων Υποδοχής και Φροντιστηριακών Τμημάτων. Αθήνα: ΥΠΔΒΜΘ, ΟΕΠΕΚ.
αλλά μεταφέρονται και βρίσκονται σε αλληλεπίδραση (αρχή της αλληλεξάρτησης
των γλωσσών). Η ικανότητα και η επάρκεια που προκύπτει από τη διδασκαλία στη
μία γλώσσα μεταφέρεται και στην άλλη γλώσσα, αρκεί να υπάρχει επαρκής έκθεση
σ’ αυτήν (στο σχολείο ή στο περιβάλλον του ατόμου) και ικανό κίνητρο για την
εκμάθηση της γλώσσας αυτής (Cummins 1999:159-162). «Η γνωστική λειτουργία και
η επιτυχία στο σχολείο μπορεί να τροφοδοτούνται από ένα μονόγλωσσο κανάλι ή,
εξίσου επιτυχώς, από δύο καλά ανεπτυγμένα γλωσσικά κανάλια. Και τα δύο
τροφοδοτούν τον ίδιο κεντρικό επεξεργαστή» (Baker 2001:241).
Μία πολύ γνωστή μελέτη που παρήγγειλε το Υπουργείο παιδείας των ΗΠΑ είναι η
έκθεση Ramirez (1992). Η έρευνα περιελάμβανε 2.352 μαθητές δημοτικού
λατινοαμερικανικής καταγωγής από 51 σχολεία και συνέκρινε τη σχολική πρόοδο
των παιδιών στους τρεις τύπους των προγραμμάτων που αναφέραμε παραπάνω. Η
μητρική γλώσσα των μαθητών (Γ1) ήταν η ισπανική ενώ η γλώσσα –στόχος (Γ2) ήταν
τα αγγλικά. Αντίθετα από ότι θα περίμενε κανείς διαισθητικά, την καλύτερη πρόοδο
στην αγγλική γλώσσα δεν την είχαν οι μαθητές που διδάσκονταν αποκλειστικά την
γλώσσα αυτή καθ’ όλο το σχολικό χρόνο, σ’ όλο το δημοτικό, αλλά οι μαθητές των
προγραμμάτων βραδείας εξόδου που διδάχθηκαν συστηματικά τόσο τη Γ1
(ισπανικά) όσο και τη Γ2 (αγγλικά).
Οι διαπιστώσεις αυτές είναι απόλυτα σύμφωνες με τις προβλέψεις της αρχής της
αλληλεξάρτησης των γλωσσών.
Ο Cummins (1989, 1994), επίσης, κάνει διάκριση ανάμεσα στη γλώσσα που
υποστηρίζεται από το μαθησιακό περιβάλλον (contextualized/ context-embedded)
και αυτής που δεν υποστηρίζεται (decontextualized/ context-reduced).
Στο σχήμα που ακολουθεί7 αναπαρίσταται ο βαθμός κατά τον οποίο οι μαθητές είναι
ικανοί να ανταποκρίνονται με επιτυχία στις γνωστικές και γλωσσικές απαιτήσεις που
τους επιβάλλει το κοινωνικό και εκπαιδευτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο οφείλουν
να λειτουργούν.
ΝΟΗΤΙΚΑ ΜΗ ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΕΣ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
6
Ευαγγέλου, Ο., Παπαγιάννη, Β., Παπαδόπουλος, Χ. Φλωράτου Μ. (2011). Υλικό Επιμόρφωσης
Εκπαιδευτικών Τάξεων Υποδοχής και Φροντιστηριακών Τμημάτων: Αθήνα: ΥΠΔΒΜΘ, ΟΕΠΕΚ.
7
Πηγή: Cummins (1999, στο: Σκούρτου, 2000: 100). Επίσης, βλέπε: α) Baker (2001), επιμέλεια,
Δαμανάκης, Μ. (2001), σ. 252, β) Τριάρχη-Herrmann (2000), σ. 73-74.
Α Γ
ΠΛΑΙΣΙΑΚΗ ΜΗΔΕΝΙΚΗ
ΣΤΗΡΙΞΗ
Β Δ ΠΛΑΙΣΙΑΚΗ
ΣΤΗΡΙΞΗ
ΝΟΗΤΙΚΑ ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΕΣ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Ο οριζόντιος άξονας έχει ως άκρα: την πλαισιακή στήριξη και τη μηδενική πλαισιακή
στήριξη. Οι δραστηριότητες επικοινωνίας που υποστηρίζονται από πλαισιακή
στήριξη τοποθετούνται στο Α και Β τεταρτημόριο, αριστερά του οριζόντιου άξονα. Οι
συμμετέχοντες στις καθημερινές τους συναναστροφές μπορούν να
μεταδώσουν/κατανοήσουν το υπό διαπραγμάτευση νόημα τόσο με λεκτική όσο και
με μη λεκτική επικοινωνία. Εδώ η πλαισιακή στήριξη είναι ισχυρή.
Η πρόκληση για τον εκπαιδευτικό που θέλει να βοηθήσει τον αλλόγλωσσο μαθητή
είναι να συνεχίσει να τον θέτει, χωρίς εκπτώσεις, μπροστά σε νοητικά προκλητικές
και γόνιμες μαθησιακές καταστάσεις, αυξάνοντας όσο μπορεί την πλαισιακή στήριξη
κατά την επικοινωνία (την έκφραση ή την πρόσληψη δηλαδή του νοήματος).
Η πλαισιακή στήριξη σχετίζεται με το επικοινωνιακό πλαίσιο εντός του οποίου
διακινείται το μήνυμα. Όταν το μήνυμα είναι μόνο γλωσσικό και μάλιστα γραπτό τότε
η πλαισιακή στήριξη είναι ελάχιστη. Όλες οι ενδείξεις που έχει στη διάθεσή του ο
μαθητής είναι μόνο γλωσσικές και έτσι η επιτυχής πρόσληψη και ερμηνεία του
μηνύματος εξαρτάται κυρίως από τη γνώση της ίδιας της γλώσσας. Ο αλλόγλωσσος
μαθητής βρίσκεται έτσι σε πολύ δύσκολη θέση. Στην άλλη άκρη, όταν υπάρχουν
διαπροσωπικές και καταστασιακές ενδείξεις (π.χ. η έκφραση του προσώπου, οι
χειρονομίες, ο επιτονισμός, η εικονογράφηση ενός κειμένου, κτλ) που να
υποστηρίζουν το γλωσσικό μήνυμα τότε η πρόσληψή του γίνεται πολύ ευκολότερη.
Τέτοιου είδους επικοινωνία είναι αυτή που επιτελείται συνήθως εκτός τάξης, στις
κοινωνικές δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Αντίθετα, καθώς οι μαθητές
προχωρούν από τάξη σε τάξη, χρειάζεται ολοένα και περισσότερο να μπορούν να
χειρίζονται τη γλώσσα σε συνθήκες υψηλών γνωστικών απαιτήσεων χωρίς τη
βοήθεια εξωγλωσσικού πλαισίου. Η στήριξη που παρέχεται στον μαθητή είναι πλέον
ελάχιστη8.
8
Για μια πληρέστερη ανάπτυξη αυτής της θεματικής, βλ. Cummins (1999:100-103, 115-131).
9
Βλ. Ευαγγέλου, Ο. (2001). Εκπαιδευτικές πολιτικές για παιδιά μεταναστών. Συγκριτική μελέτη
Ελλάδας, Αγγλίας, Αυστραλίας. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής
στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών - University of London, Institute of Education.
Εντούτοις, τα μέτρα που έχουν ληφθεί στην Ελλάδα για την εκπαίδευση των
αλλοδαπών μαθητών δε δίνουν έμφαση στη διδασκαλία της μητρικής τους γλώσσας,
η οποία δεν έχει ενσωματωθεί ούτε καν στα αναλυτικά προγράμματα των Τ.Υ., των
Φ.Τ. ή των Σχολείων Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης.
Στο Προεδρικό Διάταγμα 494 (ΦΕΚ 186/27-12-1983) συναντάμε για πρώτη φορά τη
δυνατότητα διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας· ωστόσο, το Διάταγμα -που έμεινε
τελικά ανενεργό- αναφερόταν μόνο στα παιδιά των μεταναστών που φοιτούσαν σε
Τ.Υ. και ήταν υπήκοοι κρατών-μελών της Ε.Ε. Η χρήση δύο μέτρων και σταθμών για
τους αλλοδαπούς μαθητές, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ανάλογη πρόβλεψη για όσους
προέρχονταν από χώρες εκτός της Ε.Ε., καταστρατηγούσε από μόνη της την έννοια
της ισότητας των ευκαιριών.
Όλα τα μέτρα που ακολούθησαν στη συνέχεια και αφορούσαν την εκπαίδευση των
μεταναστών χαρακτηρίζονταν από την έλλειψη οποιασδήποτε πρόβλεψης για τη
διδασκαλία της μητρικής γλώσσας. Η διδασκαλία κάποιων μαθημάτων στην αγγλική
γλώσσα, στα σχολεία παλιννοστούντων, αφορούσε κυρίως τα παιδιά των Ελλήνων
που επέστρεφαν από αγγλόφωνες χώρες και όχι τα παιδιά των μεταναστών.
Μεταξύ των ρυθμίσεων που αφορούσαν τη λειτουργία των Τ.Υ. και των Φ.Τ. υπήρξαν
μόνο κάποιες γενικές αναφορές σχετικά με τη συμμετοχή δίγλωσσων εκπαιδευτικών,
οι οποίες δεν φαίνεται πως εφαρμόστηκαν.
Επισήμανση
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει δημόσια δίγλωσση εκπαίδευση (εκτός από ειδικές
περιπτώσεις, όπως π.χ. η μειονοτική εκπαίδευση στη Θράκη). Σε χώρες του
εξωτερικού υπάρχουν ωστόσο διάφοροι τύποι προγραμμάτων δίγλωσσης
εκπαίδευσης. Από το συνδυασμό διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας των μαθητών
(Γ1) με την γλώσσα-στόχο (Γ2) προκύπτει σε γενικές γραμμές η εξής τυπολογία:
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνόφωνη
Γουδήρας, Β. (2013). Η ενιαία εκπαίδευση. Στο: Α. Νάνου, Μ. Πατσίδου- Ηλιάδου, Α. Γκαράνης & Α.
Χαριοπολίτου, (Επιμ.) Απυση. Από το σχολείο σε μια κοινωνία για όλους. Θεσσαλονίκη: Γράφημα.
Δαμανάκης, Μ. (1998). Η Εκπαίδευση των Παλιννοστούντων και Αλλοδαπών Μαθητών στην Ελλάδα.
Διαπολιτισμική Προσέγγιση. Αθήνα: Gutenberg.
Δαμανάκης, Μ. & Σκούρτου, Ε. (2001). Ζητήματα ορολογίας σχετικά με τη διγλωσσία και τη δίγλωσση
εκπαίδευση. Στο: Μ. Βαμβούκας – Α. Χατζηδάκη (επιμ.) Μάθηση και Διδασκαλία της Ελληνικής ως
μητρικής και ως δεύτερης γλώσσας. Πρακτικά Συνεδρίου 6-8 Οκτωβρίου 2000. Πανεπιστήμιο
Κρήτης. Αθήνα: Ατραπός, τ. β., σσ. 84-85.
Δραγώνα, Θ. (2007). Οικογένεια και σχολείο. Κλειδιά και αντικλείδια. Αθήνα: ΥΠ.Ε.Π.Θ..
Ευαγγέλου, Ο., Παπαγιάννη, Β., Παπαδόπουλος, Χ. Φλωράτου Μ. (2011). Υλικό Επιμόρφωσης
Εκπαιδευτικών Τάξεων Υποδοχής και Φροντιστηριακών Τμημάτων. Αθήνα: ΥΠΔΒΜΘ, ΟΕΠΕΚ.
Ευαγγέλου, Ο. & Παλαιολόγου, Ν. (2007). Σχολικές Επιδόσεις Αλλόφωνων Μαθητών. Εκπαιδευτική
Πολιτική. Ερευνητικά Δεδομένα. Αθήνα: Ατραπός.
Ευαγγέλου Ο. (2003). Η αντιμετώπιση της γλωσσικής διαφορετικότητας στο Νηπιαγωγείο, Περιοδικό
Σύγχρονο Νηπιαγωγείο. Έρευνα - Θεωρία - Πράξη, Τεύχος 34, Ιούλιος-Αύγουστος. Αθήνα: Δίπτυχο,
σελ. 12-17.
Ευαγγέλου, Ο. (2002). Οι Γλωσσικές Πολιτικές της Αυστραλίας για τα Παιδιά των
Μεταναστών. Στο: Ε. Τρέσσου, Σ. Μητακίδου, (επιμ.) Η Διδασκαλία της Γλώσσας και των
Μαθηματικών: Εκπαίδευση Γλωσσικών Μειονοτήτων. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, σσ. 529-533.
Ιακώβου, Μ. (2014). (επιμ.) Επιμορφωτικός οδηγός. Γενικές αρχές διδασκαλίας της ελληνικής ως
δεύτερης γλώσσας. Επίπεδα Α1-Β2. Θεσσαλονίκη.
Κουνέλη, Β. (2015). Διδασκαλία και διδακτικό υλικό της ελληνικής γλώσσας. Μια ερευνητική
προσέγγιση σε πολιτισμικά διαφορετικούς ομιλητές. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο
Πατρών.
Μάρκου, Γ. (1999). (επιμ.) Διαπολιτισμική Αγωγή. Σειρά θεωρητικών μελετών και πρακτικών
εφαρμογών. Θέματα Διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κέντρο Διαπολιτισμικής Αγωγής.
Νικολάου Γ. (2000). Ένταξη και Εκπαίδευση των αλλοδαπών μαθητών στο δημοτικό σχολείο. Από την
«ομοιογένεια» στην πολυπολιτισμικότητα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Νόμος 1894, άρθρο 45: Τάξεις Υποδοχής και Φροντιστηριακά Τμήματα, ΦΕΚ 1102/27-8-1990.
Ντολιοπούλου Ε. (1999). Σύγχρονες Τάσεις της Προσχολικής Αγωγής. Αθήνα: Τυποθήτω.
Παλαιολόγου, Ν. & Ευαγγέλου, Ο. (2003). Διαπολιτισμική Παιδαγωγική. Εκπαιδευτικές, Διδακτικές &
Ψυχολογικές Προσεγγίσεις. Αθήνα: Ατραπός.
Παλαιολόγου, Ν. (2000). Σχολική Προσαρμογή Μαθητών με δι-πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Διδακτορική Διατριβή. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής
Εκπαίδευσης.
Παπαχρήστος, Κ., Παγώνη, Π. (2019). Διαπολιτισμική εκπαίδευση για την ένταξη των
μεταναστών/προσφύγων μαθητών στο ελληνικό σχολείο. Αθήνα (υπό έκδοση).
Σελλά-Μάζη, Ε. (2004). Διγλωσσία και γραμματική ανάλυση. Πρόγραμμα Εκπαίδευσης
Μουσουλμανοπαίδων «Γραμματική και Διδασκαλία: Μελέτες για την εκμάθηση και τη διδασκαλία
της ελληνικής ως ξένης γλώσσας». Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο – ΥΠΕΠΘ.
http://users.uoa.gr/~elesella/BILINGUISM%20AND%20GRAMMATICAL%20ANALYSIS.pdf
Σκούρτου, Ε. (2004). Η γλώσσα της διασποράς και η διασπορά της γλώσσας. Στο: Ρ. Τσοκαλίδου, Μ.
Παπαρούση (επιμ.) Θέματα ταυτότητας στην ελληνική διασπορά, γλώσσα και λογοτεχνία. Αθήνα:
Μεταίχμιο.
Σκούρτου Ε. (1997). Διγλωσσία και εισαγωγή στον αλφαβητισμό. Στο: Σκούρτου Ε. (1997), Θέματα
διγλωσσίας και δίγλωσσης εκπαίδευσης. Αθήνα: Νήσος, σ. 54.
Σταμούλη, Σ., Κάντζου, Β. (2014). Σύντομη εισαγωγή στη διγλωσσία. Στο: Μ. Ιακώβου, (επιμ.)
Επιμορφωτικός οδηγός. Γενικές αρχές διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. Επίπεδα
Α1-Β2. Θεσσαλονίκη, σ. 21-42.
Συκαρά, Γ. (2017). Κίνητρα και στρατηγικές εκμάθησης των μαθητών της Ελληνικής ως δεύτερης
γλώσσας. Διδακτορική Διατριβή. ΕΚΠΑ, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φιλολογίας.
Tριάρχη-Herrmann, Β. (2005). Πολύγλωσσα παιδιά: Η αγωγή τους στην οικογένεια και στο σχολείο.
(Μεταφρ. Κ. Χατζηδήμος). Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη.
Τριάρχη – Hermann, B. (2000). Η διγλωσσία στην παιδική ηλικία. Δια ψυχολογική προσέγγιση. Αθήνα:
Gutenberg, σσ. 53-54.
Υ.Α. Φ10/20/Γ1/708/7-9-1999. Διαπολιτισμική Εκπαίδευση-Ίδρυση και λειτουργία Τάξεων Υποδοχής
και Φροντιστηριακών Τμημάτων. ΦΕΚ 1789, τβ΄, 28-9-99.
Υ.Α. Φ2/378/Γ1/1124. Ίδρυση και λειτουργία Τάξεων Υποδοχής και Φροντιστηριακών Τμημάτων. ΦΕΚ
930, τβ΄, 14-12-94.
Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (1998). Διαθεματικό Ενιαίο
Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών της Ελληνικής Γλώσσας για το Δημοτικό Σχολείο. Στο: www.pi-
schools. gr (προσπελάστηκε 07/09/2011).
Χατζηδάκη, Α. (;). H ανάπτυξη της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας μέσα στις συμβατικές τάξεις.
Διαδρομές στη διδασκαλία της νέας ελληνικής. Διαδρομές στη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης
γλώσσας. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
http://www.diapolis.auth.gr/epimorfotiko_uliko/images/pdf/keimena/yliko/enotita_b/zagka.pdf
Xατζηχρήστου, Χ. & Hopf, D. (1991). Προβλήματα Συμπεριφοράς και Σχολικής Επίδοσης Μαθητών
Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εκπαιδευτικών.
Παιδαγωγική Επιθεώρηση. Τεύχος 14-15, σσ. 107-143.
Χρυσαφίδης, Κ. (2001). Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και Διδακτικό Υλικό για το Νηπιαγωγείο και τις
πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Πρακτικά 8ου Διεθνούς Συνεδρίου για τη Μάθηση στη Νέα
Εποχή. Σπέτσες 4-8 Ιουλίου 2001.