You are on page 1of 14

Τα είδη της µοναχικής ζωής στην Ανατολή

π. Σωκράτης Ανδρέου
Δρ. Θεολογίας,
Μεταδιδακτορικός ερευνητής, Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Επιστηµονικός Συνεργάτης Θεολογικής Σχολής Εκκλησίας Κύπρου

Περίληψη:
Ο µοναχισµός αποτελεί ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία της ανθρώπινης
πραγµατικότητας καθώς µέσα από τις κοιτίδες του ωρίµασαν και καλλιεργήθηκαν µεγάλες
χαρισµατικές προσωπικότητες που συνέβαλαν ευεργετικά σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης
ζωής. Δεν είναι µάλιστα λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πηγές του αρχαίου
Χριστιανικού µοναχισµού, αποτελούν σηµεία αναφοράς µε σηµαίνουσα ιστορική και
αρχαιολογική αξία για όλες τις ανθρωπιστικές επιστήµες, και ειδικότερα για την ιστορική
γεωγραφία και την ιστορία του χώρου, του χρόνου και του πολιτισµού. Με αυτές τις σκέψεις
λοιπόν παραθέτουµε στο παρακάτω άρθρο τα βασικά είδη του Μοναχισµού, όπως τα
εντοπίσαµε µέσα από τις βασικές πηγές από µοναχούς που έζησαν και κατέγραψαν την
ασκητική εµπειρία. Συγκεκριένα γίνεται λόγος για τις απαρχές του αναχωρητισµού, του
κοινοβίου και της περίπτωση των ιδιόρυθµων µοναχών, όπως αναπτύχθηκαν τον τέταρτο
αιώνα στην περιοχή της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης.

Λέξεις Κλειδιά:
Σκήτη, Κελλιά, Θηβαϊδα, Ταβέννησος, Ασκητισµός, Κοινόβιο

Abstract
Monasticism is an enormous chapter in the history of human reality because matured and
nurtured within its frames that have contributed to all aspects of human life. There are a
number of cases where the sources of ancient Christian monasticism have important role of
significant historical and archaeological value to all humanities, and in particular to historical
geography and the history of space, time and culture. Into the following article we traied the
basic types of Monasticism, as we have identified through the main sources from monks who
lived and recorded the ascetic experience. Specifically, it speaks of the principles of
separation, community and the case of the peculiar monks as developed in the fourth century
in the Egyptian and Palestinian territories.

Key Words:
Scete, Kellia, Thebaida, Tavennisos, Ascetism, Cenovio
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 55

Γενικά περί µοναχισµού

Τα στενά όρια των πόλεων καθώς επίσης και το κοσµικό φρόνηµα που
ολοένα και διευρυνόταν µέσα στις πρώτες Χριστιανικές κοινότητες δεν ήταν
δυνατόν να κρατήσουν περιορισµένους κάποιους ανήσυχους «εν πνεύµατι και
αληθεία» Χριστιανούς. Η κλήση ορισµένων Χριστιανών για µιαν εξ’ ολοκλήρου
αφοσίωση της ζωής τους στην αγάπη του Χριστού οδήγησε τα βήµατά τους
µακριά από τα κέντρα των µεγάλων πόλεων. Η αναζήτηση πλήρης ησυχίας
και αποµόνωσης ήταν µια πραγµατικότητα που επιδίωξαν αρκετοί Χριστιανοί,
όχι µόνον εξ’ αφορµής των διωγµών, αλλά και ως µια πνευµατική ανάγκη να
αφοσιωθούν καθ’ ολοκληρίαν στην προσευχή και την εγκράτεια. Οι ασκητικές
τάσεις που άρχισαν να εκδηλώνονται µεταξύ των Χριστιανών ήταν κατά το
πλείστον αναζητήσεις υψηλότερης πνευµατικής τελειότητας αφού είχαν στόχο
την απόλυτη καταλλαγή του σαρκικού και κοσµικού φρονήµατος. Η παρθενία,
η εγκράτεια, η προσευχή, η νηστεία, η µετάνοια ήταν τα πνευµατικά εφόδια
που εκτός πόλεως θα εφαρµόζονταν µε περισσότερη ακρίβεια, σύνεση και
αφοσίωση.

Ο αναχωρητισµός ήταν ουσιαστικά η φυγή ορισµένων χαρισµατούχων πιστών


από την χριστιανική κοινότητα των πόλεων στις πιο αποµακρυσµένες και
συνήθως ερηµικές περιοχές όπου ο πνευµατικός αγώνας έχει διαφορετικές
προκλήσεις. Οι Ευαγγελικές αρετές της εγκρατείας, της αγαµίας και της
ακτηµοσύνης ήταν οι κύριοι λόγοι για τους οποίους ορισµένοι Χριστιανοί
επέλεγαν την µοναχική ζωή.

Η επιλογή των µοναχών να ζήσουν ισόβια στην έρηµο ή στο κοινόβιο


µοναστήρι αποτελεί µια παράλληλη στάση συνειδητής και εκούσιας
αυταπάρνησης1, όπως αυτή των µαρτύρων που θυσίαζαν εκούσια τη ζωή
τους για την αγάπη του Χριστού. Το αγωνιστικό τους όµως αυτό φρόνηµα
αλλάζει περιεχόµενο αλλά και τόπο. Ο αγώνας και η πάλη µε τις δυνάµεις του
κακού µετατοπίζεται στο κελί ή την καλύβα του µοναχού, ενώ η
ουσιαστικότερη µάχη συµβαίνει µέσα στην καρδιά του κάθε µοναχού σ’ έναν
αδιάκοπο και τραχύ πόλεµο κατά των µαταίων λογισµών και των φθονερών
παθών, µε στόχο πάντοτε την ενάρετη εν Χριστώ ζωή2, και την υλοποίηση της
εσχατολογικής προσδοκίας που αφορά τη βίωση και την προσµονή της
ουρανίου βασιλείας.

Τα είδη του µοναχισµού

Ο αββάς Κασσιανός διακρίνει τη µοναχική ζωή σε τρία είδη: α) Την


αναχωρητική: ήταν οι µοναχοί που έζησαν πρώτα σ’ ένα κοινόβιο για κάποιο
διάστηµα και έπειτα αποσύρθηκαν στην έρηµο. β)Την κοινοβιακή, όπου οι
κοινοβιάτες ζουν µαζί σε µια κοινότητα µε κοινή διοίκηση και κοινή πνευµατική
καθοδήγηση3. Και γ) Τους Σαραβαϊτες, µια ιδιαίτερη οµάδα µοναχών που
ζούσαν κάπως ιδιόρρυθµη µοναχική ζωή.
1
Ματθ. 19, 21.
2
Βλ. Steven David Driver, The reading of Egyptian Monastic Culture in John Cassian, p. 45-
46.
3
Η ακρίβεια είναι κάτι που χαρακτηρίζει τον Άγιο όχι µόνο στον πνευµατικό αγώνα όπως θα
δούµε σε άλλο κεφάλαιο, αλλά και στις έννοιες των λέξεων, ώστε να δίνεται το ορθό νόηµα
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 56

Ο αναχωρητισµός

Πρώτος τύπος µοναχισµού είναι ο αναχωρητισµός 4 . Το γεγονός της


ερηµητικής αναχώρησης παρουσιάστηκε πολύ ενωρίς, πριν ακόµη
συσταθούν οργανωµένα κάποια κοινόβια. Πατέρας και ιδρυτής του θεωρείται
ο Μέγας Αντώνιος. Ο αναχωρητισµός ή ο ερηµητισµός, είναι ο µοναχικός
τρόπος ζωής όπου οι µοναχοί επιλέγουν να φύγουν από το κοινόβιο και την
κοινή ζωή, και να αναχωρήσουν πιο µακριά και αποµονωµένα, τελείως µόνοι
σε µια προσπάθεια να ικανοποιήσουν τον πόθο τους για µεγαλύτερες
πνευµατικές αναβάσεις προς την Θεία θεωρία5. Η απόκτηση της µοναχικής
τελειώσεως δεν ήταν καθόλου εύκολη. Ο ερηµίτης συνειδητά και όχι
εγωιστικά 6 , επιλέγει να διαφύγει βαθειά µέσα στην έρηµο θέλοντας να
αποτάξει από πάνω του καθετί το γήινο. Έχοντας πρότυπο τον Ιωάννη τον
Βαπτιστή, τον Ηλία και τον Ελισσαίο, οι ερηµίτες αψηφούσαν κάθε κίνδυνο για
τη ζωή τους και τριγυρνούσαν στην έρηµο µέχρι να βρουν το «ύδωρ το ζων»
που θα ξεδιψούσε την ψυχή τους.

Ακόµη και µέχρι την εποχή του Μεγάλου Αντωνίου, προτού δηλ. συσταθεί µια
συστηµατική κοινότητα µοναχών γύρω από τον «αββά», δεν υπήρχαν κάποια
κανονιστικά κείµενα ή αρχές που να καθόριζαν επακριβώς τον τρόπο
διαβίωσης και πνευµατικής κατάρτισης των ασκητών. Οι πρώτοι ερηµίτες
αποτελούν ουσιαστικά το προζύµι της ασκητικής πνευµατικής εµπειρίας, όπου
καλούνταν να εξιχνιάσουν και να αντιµετωπίσουν όλα τα πεδία δράσης του
διαβόλου7, σε όλες τις εκφάνσεις τους, λογισµούς, ορµές, πάθη, ακοινωνησία.
Όπου τυχόν υπήρχε µοναχική κοινότητα στην έρηµο, κάθε αναχωρητής ζούσε
αποµονωµένος σε µια καλύβα και ανάλογα µε τις προσωπικές του
δυνατότητες και τις φυσικές του αντοχές καθόριζε µόνος του την ενδυµασία
του, τη διατροφή του, το πρόγραµµα της προσευχής και της µελέτης του8.

και η κατάλληλη χρήση τους για κάθε περίσταση. Για παράδειγµα, διευκρινίζει ότι η λέξη
«Κοινόβιο» διαφέρει από τη λέξη «Μοναστήρι», γιατί κοινόβιο είναι ο χώρος όπου οι µοναχοί
έχουν κοινή ζωή, διοίκηση, προσευχή κ.α. Η λέξη µοναστήρι έχει µιαν ευρύτερη έννοια και δεν
εννοεί απόλυτα το κοινόβιο, εάν δεν έχει κάποιον προσδιορισµό. Πρβλ. Αββά Κασσιανού,
Συνοµιλία µε τον αββά Πιαµούν (Conf. 18), Τόµ. Β΄, σελ. 90. Πρβλ. PL 49, 1111A -1111Β.
4
Ο όσιος Κασσιανός µέσα από την εργογραφία του, χωρίς να το επιδιώκει συστηµατικά,
αναπτύσσει διάφορες πτυχές του κοινοβιακού µοναχισµού πολύ ενδιαφέρουσες για την
εποχή. Λεπτοµέρειες περί του θέµατος βλ. Julien Lerou, Le cenobitisme chez Cassien,
Revued’ ascetique et de Mystique, Vol. 43 (1967), p. 121- 157. Πρβλ. Αθανασίου
Γεροµιχάλου, ό.π., σελ. 20.
5
Βλ. Αββά Κασσιανού, ό.π., (Conf. 18), Τόµ. Β΄, σελ. 84. Πρβλ. PL 49, 1101A.
6
Είναι αναγκαίο να αναφέρουµε ότι ο Όσιος αναφέρει και ένα είδος «ερηµιτών» οι οποίοι
γίνονται ερηµίτες και φεύγουν από το µοναστήρι, επειδή δεν µπορούν να αντέξουν το βάρος
της υποµονής και της ταπείνωσης που πρέπει να έχουν προς τους γέροντες του κοινοβίου.
Αυτό όµως δεν µπορεί ακολούθως να τους οδηγήσει προς την τελείωση, έστω και αν είναι
υποµονετικοί και ταπεινοί. Πρόκειται για αρρώστια, όπως την χαρακτηρίζει ο Όσιος, η οποία
χρήζει θεραπείας. Πρβλ. Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον αββά Πιαµούν (Conf. 18), Τόµ.
Β΄, σελ. 90. Πρβλ. PL 49, 1109A.-1111Α.
7
Βλ. Παναγιώτη Υφαντή, Απαρχές, είδη και ιστορική εξέλιξη του µοναχισµού», στο συλλογικό
ος
τόµο Ιστορία της Ορθοδοξίας, Τόµος 3 , εκδ. Road, σελ. 292.
8
Βλ. Παναγιώτη Υφαντή, ό.π., σελ. 291.
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 57

Η κοινοβιακή ζωή απέναντι στην ερηµητική

Η φυγή στην έρµηµο δεν αποτελεί ασφαλή καταφύγιο κατά των παθών.
Ακόµη κι αν ήταν κανείς ασκητής στη βαθύτερη και πιο αποµακρυσµένη
έρηµο, εντούτοις δεν θα έπρεπε να εφησυχάζει γιατί ο πόλεµος που θα
συναντούσε εκεί ήταν πιο σκληρός και επώδυνος 9 . Η αφιλόξενη έρηµος
πάντοτε αποτελούσε µια τεράστια πρόκληση, διότι η απέραντη µοναξιά της
εύκολα µπορούσε να οδηγήσει τον µοναχό σε απελπισία και κατάπτωση.
Πολλές φορές οι ερηµίτες είχαν να αντιµετωπίσουν το πρόβληµα της
αναγκαστικής µέριµνας και φροντίδας για εξασφάλιση των αναγκαίων αγαθών
διαβίωσης10.

Με την των χρόνων, όταν τα µοναστήρια πολλαπλασιάζονταν, αυξανόταν


ταυτόχρονα και ο αριθµός των επισκεπτών που πήγαιναν στην έρηµο για να
συναντήσουν πιο έµπειρους και αγίους γέροντες. Το γεγονός αυτό κατά
κάποιο τρόπο διατάραζε την ησυχία των ασκητών της ερήµου και ενίοτε
δηµιουργούσε αισθήµατα δυσαρέσκειας, όχι τόσο από την παρουσία των
ανθρώπων, αλλά από την διατάραξη της απόλυτης τους ησυχίας. Δεν είναι
λίγες οι περιπτώσεις ασκητών και ιδιαίτερα των αναχωρητών που συναντούµε
µέσα από τις σχετικές πηγές και τα γεροντικά, οι οποίοι επέλεγαν να
αποκόψουν κάθε είδους επαφή µε τους ανθρώπους. Πολλοί µάλιστα έβαζαν
πάνω από την πράξη της φιλοξενίας τον απόλυτα ήσυχο και µονήρη βίο11.

Και οι δύο επιλογές ως δύο δρόµοι της µοναστικής έκφρασης (κοινοβιακή,


ερηµητική), είχαν ένα κοινό σκοπό. Την αέναη και ατελεύτητη ένωση τους µε
τον Θεό12 . Αυτό που διέφερε ήταν η παλαίστρα και ο χώρος στον οποίο
έδιναν τον δικό τους αγώνα. Μέσα από το στόµα αγίων γερόντων επισηµαίνει
τους τεράστιους κινδύνους που πιθανόν να προκύπτουν σε όσους επιλέξουν
πρώτα την αποµόνωση της ερήµου, εάν πρώτα δεν ζήσουν έστω και λίγο στο
κοινόβιο 13 . Βέβαια δεν αποτελεί κανόνα ή απόλυτη προϋπόθεση για ένα
µοναχό να πρέπει πρώτα να ασκητεύει σε κοινόβιο για να πάει στην έρηµο ως
αναχωρητής.

9
Χαρακτηριστικό παράδειγµα η συκοφαντία του αββά Παφνουτίου στην έρηµο της Σκήτης
(κοινόβιο) όπου κανείς από τους γέροντες της Μονής δεν µπόρεσε να αποτρέψει την
δαιµονική επίθεση, ούτε οι τοίχοι του κελιού να εµποδίσουν τον συκοφάντη µοναχό να
διαπράξει το πονηρό και κακόβουλο του έργο. Πρβλ. Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον αββά
Πιαµούν (Conf. 18), Τόµ. Β΄, σελ. 100. Πρβλ. PL 49, 1118C.
10
Βλ. Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον αββά Ιωάννη (Conf. 19), Τόµ. Β΄, σελ. 150. Πρβλ. PL
49, 1129Β.
11
Βλ. Στυλιανού Παπαδόπουλου, «Προβλήµατα του Αρχαίου Μοναχισµού», στο περιοδικό
Κληρονοµιά, Τόµος 2, Τεύχος Α’, σελ. 176. Οι ασκητές που φαίνεται να δυσανασχετούν µε τις
συνεχείς επισκέψεις των ανθρώπων εξηγούν ότι πρόκειται για συνήθεια που προκαλεί
ταραχή στο ελεύθερο πνεύµα της ερηµικής τους ζωής. Οι έννοιες της µέριµνας της φιλοξενίας,
και οι συνεχείς συναναστροφές τους µε τους ανθρώπους για διάφορα θέµατα είναι
καταστάσεις που δεν τους επιτρέπουν να χαρούν τόσο πολύ τους καρπούς της ερηµικής
τελειότητας. Βλ. Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον αββά Ιωάννη (Conf. 19), Τόµ. Β΄, σελ.
154. Πρβλ. PL 49, 1137Α.
12
Βλ. Gould Graham E, The desert Fathers on Monastic Community, p. 141
13
Βλ. Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον αββά Ιωάννη (Conf. 19), Τόµ. Β΄, σελ. 158. Πρβλ.
PL 49, 1141Α.
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 58

Η έρηµος σε καµία περίπτωση δεν προσφέρεται ως λύση για µια απλή και
ήσυχη διέξοδο που να πηγάζει από ενδεχόµενη µικροψυχία και αποστροφή
προς το κοινόβιο. Στην έρηµο τα πάθη εµφανίζονται συνήθως µε µεγαλύτερη
ένταση και δριµύτητα, αλλά ο ασκητής µπορεί µε τη χάρη του Θεού και την
προγενέστερη πείρα και άσκηση να αναπτύξει τις αρετές και να φθάσει στην
τελείωση 14 . Η έρηµος αποτελεί τον ιδανικό τόπο απόλυτης σιωπής και
αποµόνωσης που προσφέρεται σε όσους ήδη έχουν παλέψει σκληρά και
ελευθερώθηκαν από τα πάθη τους οδηγούµενοι πλέον προς τη Θεία
θεωρία 15 . Η µόνωση της ερήµου ως η κατεξοχήν παλαίστρα µπορεί να
βοηθήσει σε µεγάλο βαθµό τον µοναχό και µε τη Χάρη του Θεού να φθάσει σε
υψηλά επίπεδα φωτισµού16.

Το κοινόβιο

Η αποµάκρυνση από το κοινόβιο και η απόλυτη αποξένωση από µιαν


οργανωµένη µοναστική κοινότητα δεν αποτελούσε σε καµία περίπτωση
απαξίωση ή αποστροφή του κοινωνικού τρόπου διαβίωσης. Αντιθέτως, η
κοινοβιακή ζωή και η συνύπαρξη αυτών των ερηµιτών στα πρώτα τους
µοναχικά χρόνια καλλιέργησε τις ψυχές τους ευδοκιµώντας τον ένθεο ζήλο,
ώστε να επιθυµούν ακόµη µεγαλύτερες και υψηλότερες µορφές άσκησης17.
Δεύτερο είδος µοναχικής έκφρασης κατά τον Όσιο είναι ηκοινοβιακή ζωή, η
οποία έχει τις απαρχές της από την εποχή των αγίων αποστόλων18. Στις
Πράξεις των Αποστόλων καταγράφεται µια µοναδική για την εποχή κοινωνική
και φιλάνθρωπη στάση µεταξύ των ανθρώπων µε γνώµονα το κοινό καλό και
την αγαπητική αλληλοϋποστήριξη µεταξύ των µελών της κοινότητας19. Αυτός
ο ιδανικός τρόπος ζωής των πρώτων Χριστιανών ενδυνάµωνε την πίστη και
την αγάπη προς τον Χριστό και έδινε κουράγιο στους καταπονουµένους και
τους θλιβοµένους.

Η κοινοβιακή ζωή παρέχει πολύ περισσότερες ευκολίες στη ζωή των


µοναχών σε σύγκριση µε την ερηµητική ζωή. Στο κοινόβιο δεν υπάρχει η
ανάγκη κάποιας ατοµικής µέριµνας ώστε να φροντίζει ο καθένας για να
προµηθευτεί αγαθά για την κάλυψη των αναγκών του20. Υπάρχουν βέβαια τα
εργόχειρα και οι χειρονακτικές εργασίες στη Μονή, και όλοι έχουν το
διακόνηµά τους σύµφωνα µε τον κανόνα τους. και το προϊόν του έργου ή του
14
Βλ. Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον αββά Πιαµούν (Conf. 18), Τόµ. Β΄, σελ. 102. Πρβλ.
PL 49, 1121Β.Πρβλ. Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον Αββά Ιωάννη (Conf. 19), Τόµ. Β΄,
σελ. 151. Πρβλ. PL 49, 1130Β.
15
Μάλιστα ο Όσιος τονίζει, «ότι για τους µοναχούς του κοινοβίου είναι αναγκαία η vitaactiva,
η οποία συνδέεται µε την καθαρότητα της καρδίας και µε την άσκηση των αρετών (actualis),
ιδίως της αγάπης, ενώ για τους αναχωρητάς είναι περισσότερο αναγκαία η vita contemplativa
(spiritualis scientia), η οποία επιδιώκει την ‘‘καθαρή προσευχή’’ και την επίτευξη της συνεχούς
παρουσίας του Θεού» Ευάγγελου Θεοδώρου, ό.π., σελ. 16.
16
Βλ. Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον αββά Πιαµούν (Conf. 18), Τόµ. Β΄, σελ. 105. Πρβλ.
PL 49, 1124C.
17
Βλ Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον αββά Παφνούτιο (Conf. 3), Τόµ. Α΄, σελ. 92. Πρβλ.
PL 49, 559Β.
18
Βλ. Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον αββά Πιαµούν (Conf. 18), Τόµ. Β΄, σελ. 83. Πρβλ.
PL 49, 1095A
19
Πραξ. 4, 32-35.
20
Βλ. Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον αββά Ιωάννη (Conf. 19), Τόµ. Β΄, σελ. 153. Πρβλ.
PL 49, 1135Α.
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 59

διακονήµατός τους, το επωφελείται το ίδιο το κοινόβιο εξασφαλίζοντας έτσι


στους µοναχούς αµέριµνη και χωρίς έγνοιες διαβίωση. Αντιθέτως στην έρηµο,
ο κάθε ασκητής προσπαθεί να εξασφαλίσει τα προς το ζειν µέσα από τα
εργόχειρα που κατασκευάζει, έχοντας έγνοια και φροντίδα να βρει κάποιον να
τα πωλήσει.

Η ζωή µέσα στο µοναστήρι ήταν κατά κάποιο τρόπο πιο «ασφαλής» επιλογή,
χωρίς αυτό να µειώνει την αξία ή την αποτελεσµατικότητα του αγώνα των
κοινοβιατών. Μάλιστα ο αββάς Ιωάννης επιστρέφει από την έρηµο όπου είχε
ασκητέψει τόσα χρόνια για να µαθητεύσει ξανά στο κοινόβιο, το ‘‘σχολείο’’
που όπως λέει υπηρετούσαν οι αρχάριοι µοναχοί. Αυτό όµως δεν το έπραξε
γιατί περιφρονούσε ή αποστρεφόταν την ερηµητική ζωή. Αντιθέτως την
αγαπούσε και την σεβόταν γι’ αυτό άλλωστε αφιέρωσε σχεδόν τη µισή του
ζωή σ’ αυτήν21.

Πρώτιστη και βασική αρχή για τον µοναχό που εντάσσεται στην αδελφότητα
ενός µοναστηριού αφού απαρνηθεί καθετί που είχε προηγουµένως στην
κοσµική του ζωή, είναι η ριζική νέκρωση του θελήµατός του. Κάθε συνήθεια ή
επιθυµία που είχε πρέπει να αναχαιτίζεται και να συντρίβεται µέσα από την
άσκηση και την υπακοή στον γέροντα που έχει οριστεί ως υπεύθυνος για την
πνευµατική του καθοδήγηση. «Αυτός που δεν θα µάθει να κόβει το θέληµά
του, δεν θα µπορέσει ποτέ να νικήσει το θυµό, την οργή, τη λύπη, το πνεύµα
της πορνείας, ούτε θα καταφέρει να τηρήσει το πνεύµα της αδελφικής αγάπης
και οµόνοιας»22.

Η πεµπτουσία του κοινοβιακού µοναχισµού

Η υπακοή αποτελεί την σπουδαιότερη αρετή των µοναχών ιδιαίτερα όσον


αφορά αυτούς που αποφασίζουν να µονάσουν στο κοινόβιο όπου τα πάντα
είναι κοινά, όπου το θέληµα εκεί είναι ένα και το αυτό. Όλοι οι µοναχοί
καλούνται να υπακούουν στον ένα κοινό κανόνα του µοναστηριού όπου τα
πάντα είναι διατεταγµένα για να ρυθµίζουν την λειτουργική, πνευµατική και
βιολογική τους ζωή µε µοναδικό στόχο τη σωτηρία της ψυχής. Τα πάντα
περιστρέφονται γύρω από την αγάπη και την φροντίδα του προεστού, δηλαδή
του ηγουµένου της µονής. Έτσι και αυτή η υπακοή των µοναχών έχει
αντίκρισµα στο θέληµα του ηγουµένου.

Ο κοινοβιακός µοναχισµός όπως αναπτύχθηκε στην Ανατολή συνδυάζει


άριστα τη θεωρία µε την πράξη. Εναρµονίζει την αναχωρητική θεωρία της
ζωής και την ηµερονύκτια λατρευτική προσευχή, µε την πρακτική και
φιλόπονη άσκηση του νου και του σώµατος. Τα διάφορα διακονήµατα, οι
γεωργικές και αγροτικές εργασίες µέσα στη µονή, τα χειροτεχνήµατα, η
ιεραποστολή, και άλλα πολλά, συνδυάστηκαν µε την αδιάλειπτη και «νοερά»
προσευχή από πολλούς µοναχούς µε στόχο την πνευµατική άνοδο, την
ενατένιση του θείου φωτός, την «κατά χάριν» θέωση, και µέθεξη στις θείες και
άκτιστες ενέργειες του Παναγίου Πνεύµατος.
21
Βλ. Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον αββά Ιωάννη (Conf. 19), Τόµ. Β΄, σελ. 150. Πρβλ.
PL 49, 1129Α.
22
Αββά Κασσιανού, Μοναχικοί Κανονισµού, Περί αποταγής, Τόµ. Β’, σελ. 356. Πρβλ. PL 49,
161Α.
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 60

Αποκλειστική πηγή έµπνευσης και σηµείο αναφοράς της ασκητικής µόνωσης


είναι κατεξοχήν η Αγία Γραφή. Έχει µάλιστα πολύ σωστά ειπωθεί ότι: «Ο
µοναχισµός, ως συνειδητή πνευµατική και γεωγραφική επιλογή,
παρουσιάζεται στα αρχαιότερα ασκητικά και αγιολογικά κείµενα, ως µια
προσπάθεια βιωµατικής επικαιροποίησης και ακραιφνούς τήρησης των
ευαγγελικών εντολών που εκβάλλουν στην εκούσια και πλήρη αφοσίωση ή
µάλλον αυτοεγκατάλειψη στο θέληµα του Θεού, στην άρση του σταυρού και
στην επώδυνη πλην σωτήρια πορεία πάνω στα ίχνη του Θεανθρώπου»23.

Οι Σαραβαΐτες

Τρίτο είδος µοναχικής ζωής είναι οι Σαραβαΐτες. Πρόκειται για µια µερίδα
µοναχών οι οποίοι όµως ζούσαν κάπως αυτόνοµα και ιδιόρρυθµα, έξω από
τα πλαίσια της κοινοβιακής ζωής. Ο όσιος Κασσιανός υποστηρίζει ότι ήταν µια
µερίδα Χριστιανών, απόγονων του Ανανία και της Σαπφείρας 24 , οι οποίοι
έχουν λάβει τον κακό σπόρο και ότι προσπαθούν να τον ξαναζωντανέψουν
τηρώντας µια πολύ φιλόδοξη «µοναχική» ζωή φτιαγµένη στα µέτρα τους. Η
αποταγή που προσπάθησαν ήταν µάταιη και απόλυτα φαινοµενική, καθώς
δεν µπόρεσαν ποτέ να πειθαρχήσουν στην λιτότητα της κοινοβιακής ζωής,
αλλά ούτε να υπακούσουν στον πνευµατικό τους πατέρα και καθοδηγητή.

Η χαλαρή και ανυπότακτη ζωή τους δεν τους επέτρεψε να µιµηθούν τους
αληθινούς αθλητές της άσκησης, και συνεχίζουν να ζουν στις δικές τους
κατοικίες, ασχολούµενοι όπως και πριν µε τις βιοτικές µέριµνες και τα κοσµικά
πράγµατα, έχοντας µόνο κατ’ όνοµα τον προνοµιακό τίτλο του µοναχού. Η
απόλυτη ελευθερία, µακριά από το ζυγό του γέροντα, ικανοποιεί τέλεια την
κάθε τους επιθυµία. Μπορεί να έχουν κελί, όµως οποιαδήποτε στιγµή
µπορούν να βρίσκονται όπου θέλουν περιπλανώµενοι25.

Ο Όσιος κακίζει πολύ αυστηρά στον τρόπο που εκµεταλλεύονται το εργόχειρό


τους. Ενώ οι κοινοβιάτες µοναχοί εργάζονται κάποιες ώρες µε το εργόχειρό
τους και δίνουν τα χρήµατα στον Οικονόµο µοναχό για τις ανάγκες του
κοινοβίου, αυτοί εργάζονται πολύ περισσότερο, όχι όµως προς κοινό όφελος,
αλλά για να κερδίζουν χρήµατα, πολλαπλασιάζοντάς τα.

Τα κοινόβια της Αιγύπτου: Ταβέννησος (Άνω Θηβαΐδα)

Η πρώτιστη οργανωµένη προσπάθεια συγκρότησης µιας µοναστικής


κοινοβιακής πολιτείας, µέσα από τα σπλάχνα της ερηµητικής ασκητικότητας,
προέκυψε από τον όσιο Παχώµιο, ο οποίος ίδρυσε µια µεγάλη µοναστική

23
Αθανασίου Αλεξανδρείας, Απλά τη φράσει, Ο Βίος του οσίου Αντωνίου σε δηµώδη
ου
µετάφραση του 17 αιώνα. Εισαγωγή – Κριτική έκδοση – Σχόλια – Γλωσσάρι: επιµέλεια
Παναγιώτης Αρ. Υφαντής, σελ. 200.
24
Πράξεις, 5, 1-7.
25
Βλ. Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον αββά Πιαµούν (Conf. 18), Τόµ. Β΄, σελ. 86-87.
Πρβλ. PL 49, 1103A - 1105Β.
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 61

αδελφότητα στην περιοχή της Ταβεννήσου26, µια περιοχή της Θηβαΐδας27,


περίπου το 320µ.Χ.
Μέσα από τη νέα µοναστική κοινότητα του Παχωµίου «περιγράφεται ένας
τρόπος µοναστικής ζωής αξιοπρόσεκτα ισορροπηµένης, όπου η χαρισµατική
έµπνευση και η πνευµατική κληρονοµιά της ερήµου συµµαχούν επιτυχώς µε
µια ήδη ώριµη οργάνωση»28. Αυτό που προσπάθησε και πέτυχε ο Όσιος ήταν
να ιδρύσει ένα πρότυπο κοινωνίας µοναχών βασισµένο στις αρχές της
πρώτης ιεροσολυµιτικής κοινότητας. Το τυπικό αυτό καθιερώθηκε και έλαβε
πιο θεσµικές διαστάσεις καθώς απετέλεσε τον λεγόµενο µοναστικό κανόνα
του Παχωµίου, ο οποίος ρύθµιζε και οργάνωνε πλέον τη µοναχική κοινοβιακή
ζωή σε όλες τις λεπτοµέρειες29.

Οι κανόνες του κοινοβιακού συστήµατος έδιδαν λύση σε αρκετά βασικά και


λατρευτικά προβλήµατα των ασκητών της ερήµου, ενώ παράλληλα
συντόνιζαν τους µοναχούς σε συγκεκριµένο πρόγραµµα ασκήσεως. Μέσα
από το νέο σύστηµα κανονισµών του Παχωµίου σχεδόν τα πάντα στη ζωή
των µοναχών είναι κοινά. Κοινή διοίκηση, κοινή προσευχή, κοινή εργασία,
κοινή κατοικία, κοινή τροφή, ακόµα και οµοιόµορφη ενδυµασία 30 . Έτσι η
µοναχική έκφραση ζωής οργανώνεται µέσα σε ένα οµοιόµορφο πλαίσιο
λειτουργικής συνύπαρξης όπου όλοι µυρίζονται το καθετί στη µοναστική
κοινότητα. Μάλιστα η άσκηση στο κοινόβιο είχε συνδυαστεί και µε τις
βιοποριστικές ανάγκες του µοναστηριού καθώς το εργόχειρο που έφτιαχναν οι
µοναχοί γινόταν προϊόν που θα κάλυπτε διάφορες ανάγκες του µοναστηριού.

Η συγκρότηση των κοινοβίων ως µικρές κοινότητες µοναχών ήταν κυρίως και


µια σταδιακή προοδευτική µετεξέλιξη της δοµής του αναχωρητικού βίου31 .
Δηλαδή, οι περισσότερες σκήτες όπου διέµειναν αρκετοί ασκητές, µε την
πάροδο του χρόνου µετατράπηκαν σε κοινόβια µοναστήρια, όπου πλέον ο
τρόπος διαβίωσης, λατρείας και άσκησης ρυθµίζεται µέσα σ’ ένα πλαίσιο
ποιµαντικής καθοδήγησης από τον πνευµατικό γέροντα της Μονής, δηλαδή
τον «Αββά». Τα διάφορα διάσπαρτα κελλιά που υπήρχαν προηγουµένως σε
κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο, σιγά - σιγά οµαδοποιούνται και
εκχωρούνται µέσα στα περίκλειστα όρια της κοινοβιακής ζωής.

26
Βλ. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ιστορία, Τόµ. Α΄, σελ. 170 – 176. Πρβλ. Chitty J. Derwas, ό.π.,p.
7-10.
27
Η Θηβαΐδα είναι µια µεγάλη περιοχή της κεντρικής και νότιας Αιγύπτου και η οποία
εκτείνεται κατά µήκος της προέκτασης του Νείλου ποταµού. Τα µοναστήρια της Θηβαΐδας,
επισκέφθηκαν και παρέµειναν για κάποιο διάστηµα ο όσιος Κασσιανός µε τον φίλο του
Γερµανό. Μάλιστα µας διασώζει λεπτοµέρειες από την τάξη και τον κανόνα των µοναχών σε
ποικίλα πρακτικά και πνευµατικά θέµατα της µοναχικής ζωής, όπως η ένταξη και η
εκπαίδευση ενός αρχάριου µοναχού στο µοναστήρι, για την κοινή τράπεζα, τις εργασίες, την
ακτηµοσύνη, την υπακοή και αρκετά άλλα. Βλ. Αββά Κασσιανού, Μοναχικοί Κανονισµού, Περί
αποταγής, Τόµ. Β’, σελ. 351 – 364. Πρβλ. PL 49, 151B – 178A. Του ιδίου, Συνοµιλία Β΄ µε τον
αββά Μωυσή (Conf. 2), Τόµ. Α΄, σελ. 155. Πρβλ. PL 49, 525Β.
28
Placide Deseille αρχιµ., Ο παχωµιακός µοναχισµός, σελ. 11.
29
Περισσότερα βλ. Placide Deseille αρχιµ., Ο παχωµιακός µοναχισµός, σελ. 66-106. Πρβλ.
επίσης Φώτιου Ιωαννίδη, Επιδράσεις του µοναχισµού της ανατολής στον κανόνα του
Βενεδίκτου, σελ. 41. Ευάγγελου Θεοδώρου, Σχεδίασµα φαινοµενολογίας του Ανατολικού και
Δυτικού Μοναχισµού, σελ. 11
30
Βλ. Αθανασίου Γεροµιχάλου, Ο µοναχικός βίος, σελ. 31
31
Βλ. Rousseau Philip, Ascetics, Authority and the Church in the Age of Jerome and Cassian,
p. 43.
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 62

Το κοινοβιακό µοντέλο, του Παχωµίου σηµείωσε ταχύτατη εξάπλωση. Η


οριζόντια διάσταση που προκρίνεται µέσα από το κοινόβιο ενδυναµώνεται
µέσα από την πνευµατική σχέση του µοναχού προς τον ηγούµενο, αλλά και
στην αµοιβαία διακονία µεταξύ των µοναχών µε στόχο την πνευµατική
πρόοδο όλων. Μπορεί ο Παχωµιακός µοναχισµός να συγγενεύει µε τον
ηµιερηµητικό µοναχισµό της Σκήτεως ή της Νιτρίας, εντούτοις ο Όσιος
συγκρότησε την µοναστική κοινότητα των Ταβεννησιωτών µε προοπτική να
αποτελέσει µια κοινότητα µε απόλυτα κοινοβιακή ζωή, σύµφωνα µε τα
πρότυπα της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύµων 32 . Η καλλιέργεια της
πνευµατικής πατρότητας και η εφαρµογή της κοινοκτηµοσύνης, ήταν ο
συνδυασµός που µπορούσε να αναπαύσει όσους ασκητές δεν µπορούσαν να
αντέξουν το αφιλόξενο και επισφαλές περιβάλλον της αιγυπτιακής ερήµου33.

Εκείνη την εποχή στη Μονή αυτή υπήρχαν πέντε χιλιάδες µοναχοί, οι οποίοι
είχαν έναν πνευµατικό γέροντα και καθοδηγητή στον οποίο έκαναν υπακοή34.
Πράγµατι, «οι µεγάλες διαστάσεις που πήρε γρήγορα αυτή η κοινότητα τον
υποχρέωσαν να ιδρύσει πολλά µοναστήρια – απλά εξαρτήµατα του κεντρικού
µοναστηριού και όχι αυτόνοµα µοναστήρια - που τα µέλη τους ήταν
µοιρασµένα σε πολλά ‘‘σπίτια’’ µε αδελφούς που είχαν το ίδιο εργόχειρο»35.
Μάλιστα σε κάθε ‘‘σπίτι’’ είχε καθοριστεί από τον ηγούµενο δηλαδή, τον
Παχώµιο, ένας υπεύθυνος προϊστάµενος, ο όσιος Κασσιανός χρησιµοποιεί τη
λέξη ‘‘γέροντας’’, ο οποίος καθοδηγούσε τους µοναχούς σε θεωρία και
πράξη36.

Η τυπική διάταξη και ο τρόπος λειτουργίας της Μονής ήταν απόλυτα


οργανωµένη και οι µοναχοί τον τηρούσαν µε απόλυτη ακρίβεια και ευλάβεια37.
Υπήρχαν διάφορα διακονήµατα στη Μονή και ο κάθε µοναχός είχε το δικό του
πάντοτε µε την καθοδήγηση του γέροντά του. Συνεχώς στη ζωή του κοινοβίου
υπήρχε το πνεύµα της αµοιβαίας διακονίας και της αµοιβαίας υπευθυνότητας
και όλοι ήταν ίσοι, µια καρδιά, στηριγµένοι στο σύνδεσµο της αγάπης του
Χριστού.

Τα µοναστικά κέντρα της Παλαιστίνης και της Συρίας

Στην περιοχή της Παλαιστίνης εγκαταστάθηκε ο µαθητής του Αγίου Αντωνίου,


Ιλαρίωνας, ο οποίος πέτυχε να εγκαθιδρύσει στην περιοχή της Γάζας έναν νέο

32
Placide Deseille αρχιµ.,Ο παχωµιακός µοναχισµός, σελ. 26.
33
Βλ. Παναγιώτη Υφαντή, Απαρχές, είδη και ιστορική εξέλιξη του Μοναχισµού, σελ. 302.
34
Βλ. Αββά Κασσιανού, Μοναχικοί Κανονισµού, Περί αποταγής, Τόµ. Β’, σελ. 351. Πρβλ. PL
49, 151B – 152C.
35
Placide Deseille αρχιµ., ό.π.,σελ. 22.
36
Σ’ αυτό τον γέροντα ήταν υποχρεωµένοι οι µοναχοί να εξαγορεύουν συνεχώς κάθε τους
λογισµό και µε αυτό τον τρόπο θα καλλιεργούσαν στην καθηµερινή τους πρακτική µιαν
αδιάσπαστη και αµέριµνη προσευχητική διάθεση. Βλ. Αββά Κασσιανού, Μοναχικοί
Κανονισµού, Περί αποταγής, Τόµ. Β’, σελ. 357. Πρβλ. PL 49, 161B.
37
Υπήρχε για παράδειγµα Οικονόµος στο µοναστήρι που φρόντιζε για τις διάφορες µέριµνες
των µοναχών, όπως η ένδυσή τους. Βλ. Αββά Κασσιανού, Μοναχικοί Κανονισµού, Περί
αποταγής, Τόµ. Β’, σελ. 354. Πρβλ. PL 49, 159B – 160Α.
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 63

τύπο µοναστικής ζωής, την Λαύρα 38 . Έτσι, γύρω στο 328µ.Χ., ιδρύει την
πρώτη Μονή την οποία µέσα σε πολύ σύντοµο χρονικό διάστηµα γεµίζουν
µοναχοί απ’ όλη την Παλαιστίνη και την Αλεξάνδρεια. Στόχος της νέας αυτής
µοναστικής κοινότητας ήταν να πετύχει να έχουν οι µοναχοί µια κοινή
διοίκηση και ζωή. Βέβαια δεν πρόκειται για τα κοινόβια που ίδρυσαν αργότερα
ο Παχώµιος και ο Μέγας Βασίλειος, αλλά για ένα είδος ιδιότυπης µοναχικής
πόλης µέσα στην έρηµο βασισµένο στο ιδεώδες του αναχωρητικού βίου αλλά
συνδυασµένο µε µια έντονη κοινωνική διάσταση39.

Πρόκειται για ανοιχτούς υπαίθριους χώρους, χωριά δηλαδή, όπου υπήρχαν


καλύβες και κελιά σε απόσταση το ένα από το άλλο, όπου οι µοναχοί έµεναν
ο καθένας µόνος του όπως ακριβώς και οι ερηµίτες, ενώ συναθροίζονταν
συνήθως είτε Σάββατο ή Κυριακή στον κοινό ναό για τις λατρευτικές συνάξεις
και την θεία λειτουργία. Πολύ σύντοµα Λαύρες ιδρύθηκαν και µέσα στην
Ιερουσαλήµ 40 , καθώς επίσης και σε άλλες περιοχές της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας, στην Αραβική έρηµο, τη Θηβαΐδα, τη Συρία και αλλού. Πιο
ονοµαστή από όλες ήταν η Μεγάλη Λαύρα του οσίου Σάββα στη χαράδρα του
χειµάρρου των Κέδρων η οποία υπάρχει ακόµη µέχρι σήµερα41.

Ο µοναχισµός της Συρίας χαρακτηρίζεται από αυστηρές τάσεις ασκητισµού


αφού έχει τις ρίζες του µέσα από τον προχριστιανικό µανιχαϊσµό και τον
περσικό ασκητισµό 42 . Συχνά συναντάει κανείς τις περιπτώσεις ακραίων
ασκητικών µορφών που υπερβαίνουν τις ανθρώπινες αντοχές, όπως για
παράδειγµα του «ακοιµήτους»43 , τους «υπαιθρίους», τους «βοσκούς»44 και
τους «στυλίτες»45.

Τα ασκητικά κέντρα της Αιγύπτου: Νιτρία, Σκήτη, Κελλιά

38
Βλ. Αθανασίου Γεροµιχάλου, ό.π., σελ. 26-27. Ο Ευάγγελος Θεοδώρου υποστηρίζει ότι
ιδρύθηκε το 328 -335µ.Χ. από τον όσιο Χαρίτωνα στην έρηµο Φαράν κοντά στην Ιερουσαλήµ.
Βλ. Θεόδωρου Ευαγγέλου, ό.π., σελ. 10.
39
Βλ. Παναγιώτη Υφαντή, ό.π., σελ. 295, 305
40
Βλ. Αθανασίου Γεροµιχάλου, ό.π., σελ. 26-29.
41
Βλ. Θεόδωρου Ευαγγέλου, ό.π., σελ. 10.
42
Βλ. Παναγιώτη Υφαντή, ό.π.,σελ. 309. Πρβλ. επίσης Peter Brown, Ο κόσµος της Ύστερης
Αρχαιότητας 150-750 µ.Χ., σελ. 105.
43
Πρόκειται για αυτούς που τηρούσαν την ασκητική µέθοδο υπερνίκησης της αναγκαιότητας
του ύπνου.
44
Λέγονταν έτσι διότι κατέφευγαν συνήθως στα ορεινά εδάφη της Συρίας και δεν είχαν ούτε
κατοικίες, ούτε φαγητό να φάνε, ούτε κρασί να πιούν, αλλά σιτίζονταν µε βότανα και χόρτα.
«Ὀνοµάζουσι δέ ὧδε αὑτούς, καθότι οδὒτε οἰκήµατα ἒχουσιν, οὒτε ἂρτον, οὒτε ὂψον
.
ἐσθίουσιν, οὒτε οἷνον πίνουσιν ἐν δέ τοῖς ὂρεσι διατρίβοντες, ἀεί τόν Θεόν εὐλογοῦσιν, ἐν
εὑχαίς καί ὓµνοις, κατά θεσµόν της Εκκλησίας. Τροφής δέ ἡνίκα γένηται καιρός, καθάπερ
νεµόµενοι, ἃρπην ἓχων ἓκαστος, ἀνά το ὂρος περιιόντες, τάς βοτάνας σιτίζονται». Ερµείου
Σωζοµενού του Σαλαµινιού, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 1393Α.
45
Οι στυλίτες ήταν ίσως η πιο ακραία µορφή ασκητισµού, µε κύριο εκφραστή τους τον Άγιο
Συµεών τον στυλίτη. Bλ. Cristian Gaspar, ‘‘Cassian’s Syrian Monastic Contemporaries’’, Jean
Cassien entre l’ orient et l’ occident: actes du colloque international: Bucarest, 27-28
Septembre 2001, p. 28-29.
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 64

Η Αίγυπτος, τους πρώτους αιώνες της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρξε


σίγουρα ένα από τα σπουδαιότερα και σηµαντικότερα κέντρα της Χριστιανικής
ασκητικής παράδοσης. Από τις ερήµους της Αιγυπτιακής γης αναδύθηκαν οι
πρώτες ρίζες του µοναχισµού που έµελλε να αποτελέσουν πρότυπο και
απαρχή για τις κατοπινές γενεές της µοναστικής ιστορίας46.

Ο βίος του Μεγάλου Αντωνίου, όπως περιγράφεται από τον Μ. Αθανάσιο47,


αλλά και άλλα σύγχρονα ή λίγο µεταγενέστερα συγγράµµατα όπως, Η κατά
Αίγυπτον Μοναχών Ιστορία 48 και Τα αποφθέγµατα των αγίων πατέρων 49 ,
αποτύπωναν µε περισσή ζωντάνια τον πόθο των µοναχών να αναζητήσουν
ακόµη πιο βαθιά τον Θεό, µέσα από την αποµόνωση, την αναχωρητική ζωή
και την πλήρη αυταπάρνηση.

Ο Μέγας Αντώνιος, «ο µέγας καθηγητής της ερήµου» υπήρξε η πρώτη και


σπουδαιότερη ασκητική µορφή που κατέστη πρότυπο µίµησης για όλους τους
µετέπειτα ασκητές και ερηµίτες. Η αναχωρητική ζωή αποτελεί πλέον σηµείο
αναφοράς και πλήρης αποταγής για πολλούς ασκητές. Αρκετοί ήταν αυτοί
που εγκαταστάθηκαν µέσα στα βάθη της αιγυπτιακής ερήµου, κοντά στον
Μέγα Αντώνιο ώστε να καταφέρουν σιγά - σιγά να µαθητεύσουν στην ησυχία
της ερήµου 50 . Γι’ αυτό και ο βίος του αγίου Αντωνίου ανέδειξε τον
αναχωρητισµό ως νόµιµη έκφραση της ασκητικής πνευµατικής έκφρασης των
πιστών στο σώµα της Eκκλησίας51.

Εκτός από το αναχωρητικό µοντέλο του Αγίου Αντωνίου το οποίο


καλλιεργήθηκε συστηµατικά από το 350 – 450 µ.Χ., στην βόρεια Αίγυπτο.
είχαν ήδη διαµορφωθεί δύο µεγάλα µοναστικά - ασκητικά κέντρα στα οποία
κατέφευγαν αρκετοί αναχωρητές. Το ένα ήταν η έρηµος της Νιτρίας52 στη
δυτική όχθη του Νείλου, µε κύριο εκφραστή τον ασκητή Αµµούν (330µ.Χ.),
µαθητή του αγίου Αντωνίου, και το άλλο στην έρηµο της Σκήτεως (Wadi-el-
Natrum), νοτιότερα από την έρηµο της Νιτρίας, µε κυριότερο εκφραστή τον
ασκητή Μακάριο τον Αιγύπτιο53. Την περίοδο που πέρασε από την έρηµο της
Σκήτης ο αββάς Κασσιανός, ηγούµενος της κοινότητας των ασκητών ήταν ο

46
Πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία µπορεί να βρει ο ερευνητής στο πολύ αξιόλογο έργο
του Chitty J. Derwas, The Desert a City. An introduction to the Study of Egyptian and
Palestinian Monasticism under the Christian Empire, Oxford, London 1966.
47
Αθανασίου Αλεξανδρείας, Βίος και πολιτεία του Οσίου πατρός ηµών Αντωνίου συγγραφείς
και αποσταλείς προς τους εν Ξένη µοναχούς, PG 26, 837Α – 976Β.
48
Ρουφίνου, Η κατά αίγυπτον των µοναχών ιστορία, PG 65, 441A – 456B.
49
Παλλαδίου Ελενουπόλεως, Αποφθέγµατα των αγίων οσίων πατέρων κατ’ αλφάβητον
συλλεγέντα, PG 65, 71A – 456B.
50
Η περιοχή στην οποία ίδρυσε ο Μ. Αντώνιος την πρώτη µοναχική οµάδα λέγεται Πισπίρ.
Είναι µια περιοχή στο µέσο της Άνω Αιγύπτου, σε απόσταση 50 µιλίων από το Κάϊρο,
ανατολικά από το Νείλο. Σήµερα ονοµάζεται Dar Al Maimon. Βλ. George Farag, Οι Επτά
Επιστολές του Μ. Αντωνίου. Οι νουθεσίες και η διδασκαλία του Μ. Αντωνίου. Μετάφραση στα
Ελληνικά από την κοπτική και αραβική γλώσσα, σελ. 62.
51
Βλ. Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόµ. Α’, σελ. 937.
52
«Καλοῦσι δέ τόν χῶρον τοῦτον Νιτρίαν, καθότι κώµη τίς ἐστιν ὃµορος, ἐν ᾗ τό νίτρον
συλλέγουσιν. Οὑ τό τυχόν δε πλῆθος ἐνταῦθα ἐφιλοσόφει. Ἀλλά µοναστήρια ἧν ἀµφί
πεντήκοντα, ἀλλήλοις ἐχόµενα τά µέν συνοικιῶν, τά δέ καθ’ ἑαυτούς οἰκούντων». Ερµείου
Σωζοµενού του Σαλαµινιού, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 1388Α.
53
Βλ. Otto F.A. Meinardus, Monks and Monasteries of the Egyptian Deserts, p. 48-51.
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 65

ιερέας Παφνούτιος.Ενδότερα της Αιγυπτιακής ερήµου, υπήρχε και ένας άλλος


χώρος όπου ήταν µαζεµένοι διάφοροι ερηµίτες και λεγόταν Κελλιά54.

Ο Ρουφίνος αναφέρει ότι γύρω στο 370µ.Χ. ζούσαν στη Νιτρία περίπου 3000
ασκητές55 ενώ ο Παλλάδιος κάνει λόγο για 5000 περίπου56. Αρκετές µορφές
αγίων ανδρών µε τα εξαίσια και θαυµαστά τους παλαίσµατα ωθούσαν
πολλούς πιστούς µοναχούς να αναζητήσουν στην περιοχή της Νιτρίας και της
Σκήτης έναν έµπειρο και πνευµατικό γέροντα ασκητή όπου µέσα από την
µακρόχρονη µαθητεία σ’ αυτόν θα βάδιζαν στην ασφαλισµένη οδό της
µοναχικής πολιτείας.

Στις δύο αυτές ερηµικές περιοχές είχαν εγκατασταθεί αρκετοί µοναχοί οι


οποίοι ζούσαν ο καθένας µόνος του σε µεµονωµένες καλύβες χωρίς κοινό
κανόνα, µε αυστηρή άσκηση και απόλυτη εγκράτεια και νηστεία. Μεταξύ των
καλύβων υπήρχε αρκετή απόσταση ώστε να µην επηρεάζεται η κατά µόνας
άσκηση. Μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές συγκεντρώνονταν στο ναό για
κοινή προσευχή, και κοινή λατρεία, ώστε να κοινωνήσουν των αχράντων
µυστηρίων57. Ήταν ένα είδος «ηµι-κοινοβιακής» ζωής58, όπου οι ασκητές δεν
ήταν ερηµίτες, µε την ακριβή έννοια του όρου.Τα οργανωµένα αυτά µοναστικά
κέντρα ενίσχυσαν τη στροφή προς τον αναχωρητισµό, ενώ έγιναν πρότυπα
ασκητικής έκφρασης τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση.

Επίλογος

Η «περιδιάβαση» µέσα στις ιστορικές πηγές πάντοτε προσφέρει στον


ερευνητή την χαρά της «νέας ανακάλυψης», ή της ανατροφοδότησής
προγενέστερης γνώσης του σε καινουργια πεδία αναφοράς. Η µελέτη και η
έρευνα των πηγών που αφορούν τις απαρχές του µοναχισµού, όπως
καταγράφονται τουλάχιστον µέσα από την ασκητική γραµµατεία, έχει διπλό
ενδιαφέρον: ιστορικό και θεολογικό. Ιστορικό διότι διασώζεται και
διατρανόνεται ποικιλοτρόπως η αξία και η συµβολή της µοναστικής
πραγµατικότητας σε µια ανοδική συνοδοιπορία µε την Βυζαντινή
Αυτοκρατορία, όπου η µια «αναδυπλώνεται» και «εκκέχειται» µέσα στην άλλη.
Θεολογικό καθότι η ασκητική εµπειρία και παράδοση παρέµεινε µέσα στον
χρόνο και διαπλατύνθηκε µέσα στο χώρο, η αυθεντική και ανόθευτη

54
«Ἐντεῦθεν δέὡς ἐπί τήν ἒνδον ἒρηµον ἡκόντων, ἒτερός ἐστί τόπος, σχεδόν ἐβδοµήκοντα
σταδίοις διεστώς, ὃνοµα Κελλιά. Ἐν τούτῳ δέ σποράδην ἐστί µοναχικά οἱκήµατα πολλά, καθό
καί τοιαύτης ἒλαγε προσηγορίας. Κεχώρισται δέ τοσοῦτον ἀλλήλων, ὡς τούς αὐτόθι
κατοικοῦντας, σφᾶς αὐτούς µή καθορᾷν ἢἐπαϊειν. Συνίασι δέ πάντες εἰς ταυτόν ἃµα
καίἐκκλησιάζουσι τῇ πρώτῃ καί τελευταίᾳἡµέρᾳτῇς ἐβδοµάδος». «…Ἐκτός δέ τοιαύτης αἱτίας,
οὐχ ὁµιλοῦσιν ἀλλήλοις, εἳ µή λόγων ἓνεκεν εἰς γνῶσιν Θεοῦ τεινόντων ἢὠφέλειαν ψυχῆς».
«…Οἰκοῦσι δέἐν τοῖς κελλίοις, ὃσοι τῆς φιλοσοφίας εἰς ἂκρον ἐληλύθασι, καί σφᾶς ἂγειν
δύνανται, καί µόνο διατρίβειν, δι’ ἡσυχίαν χωρισθέντες τῶν ἂλλων». Ερµείου Σωζοµενού του
Σαλαµινιού, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 1388Β-C.
55
Βλ. Rousseau Philip, ό.π.,σελ. 21.
56
Βλ. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ιστορία, Τόµ. Α΄,στη σειρά Βυζαντινή Βιβλιοθήκη, Μετάφραση-
Εισαγωγή-Σχόλια υπό Ν.Θ. Μπουγάτσου – Δ.Μ. Μπατιστάτου, Εκδ. Τήνος, σελ. 62. Πρβλ.
Αββά Κασσιανού, Συνοµιλία µε τον Αββά Θεόδωρο, (Conf. 6), Τόµ. Α΄, σελ. 473. Πρβλ. PL
49, 646A.
57
Βλ. Αθανασίου Γρ. Γεροµιχάλου, ό.π., σελ. 25. Πρβλ. Θεόδωρου Ευαγγέλου, ό.π., σελ. 10.
58
Βλ. Owen Chadwick, John Cassian. A Study in Primitive Monasticism, p. 23.
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 66

ανεξάντλητη πηγή που αναβλύζει τα ζωντανά και αληθινά νάµατα του


ευαγγελίου του Χριστού.

Χάρτης 1: Πηγή: Columba Stewart, “Monasticism”, στον συλλογικό τόµο: The Early Christian
World, Vol. I-II, ed. Philip F. Esler, Routledge, p. 350

Πηγές
Αββά Κασσιανού, Συνοµιλίες µε τους πατέρες της ερήµου, Τόµος Α΄, Μετάφρ. Αδελφότης
Ιεράς Μονής Τιµίου Προδρόµου Καρέας, εκδ. Ετοιµασία, 2004.
-, Συνοµιλίες µε τους πατέρες της ερήµου, Μοναχικοί Κανονισµοί, Τα οκτώ βασικά πάθη.
Τόµος Β΄, Μετάφρ. Αδελφότης Ιεράς Μονής Τιµίου Προδρόµου Καρέας, εκδ. Ετοιµασία, 2004.
Joannis Cassiani, De Coenobiorum institutis libri duodecim, PL 49, 53A – 476B.
-, Vigintiquatnor collations, PL 49, 477A – 1328D.
-, De incarnatione Christi, Contra Nestorium Haereticum – Libri Septem, PL 50, 9A –
368C.
Αθανασίου Αλεξανδρείας, Απλά τη φράσει, Ο Βίος του οσίου Αντωνίου σε δηµώδη
ου
µετάφραση του 17 αιώνα. Εισαγωγή – Κριτική έκδοση – Σχόλια – Γλωσσάρι: Παναγιώτης
Αρ. Υφαντής, εκδ. Αρµός, Αθήνα 2013.
Ερµείου Σωζοµενού Σαλαµινίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 844Α-1630C.
Παλλαδίου Ελενουπόλεως, Λαυσαϊκή Ιστορία, Τόµ. Α΄, στη σειρά Βυζαντινή Βιβλιοθήκη,
Μετάφραση-Εισαγωγή-Σχόλια υπό Ν.Θ. Μπουγάτσου – Δ.Μ. Μπατιστάτου, Εκδόσεις Τήνος,
Αθήναι.
Παλλαδίου Ελενουπόλεως, Αποφθέγµατα των αγίων οσίων πατέρων κατ’ αλφάβητον
συλλεγέντα, PG 65, 71A – 456B.
Ρουφίνου, Η κατά αίγυπτον των µοναχών ιστορία, PG 65, 441A-456B.
Nestle-Aland, Novum Testamenum Greace, publ. Deutsche Bibelgeselischaft, Stuttgart
1993.
π.Σωκράτης Ανδρέου, Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 67

Βιβλιογραφία & Αρθρογραφία


Βλασίου Ιω. Φειδά., Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήναι 1994
Γεροµιχάλου Γρ. Αθανασίου, «Ο Μοναχικός Βίος. Ιστορική αυτού εξέλιξις», Ανάτυπον εκ
της Επιστηµονικής Επετηρίδος της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου
Θεσσαλονίκης, 1960.
Παπαδόπουλου Γ. Στυλιανού, «Προβλήµατα του αρχαίου µοναχισµού», Κληρονοµιά 2
(1970) σελ. 150 – 199.
Θεόδωρου Ευαγγέλου, «Σχεδίασµα φαινοµενολογίας του Ανατολικού και Δυτικού
µοναχισµού», Θεολογία 65, Τεύχος 1, (1994), σελ. 7-24.
Placide Deseille αρχιµ., Το Ευαγγέλιο στην Έρηµο, µετάφρ. Ιεροµ. Νικοδήµου Μπαρούση,
εκδ. Τήνος, Αθήναι 1992.
Placide Deseille αρχιµ., Ο Παχωµιακός Μοναχισµός, µετάφρ. Ιεροµ. Νικοδήµου
Μπαρούση, εκδ. Τήνος, Αθήναι 1992.
Υφαντή Αρ. Παναγιώτη., «Απαρχές, είδη και ιστορική εξέλιξη του µοναχισµού», στο
ος
συλλογικό τόµο Ιστορία της Ορθοδοξίας, Τόµος 3 , εκδ. Road, σελ. 278- 343.
ος
-., «Η ασκητική γραµµατεία», στο συλλογικό τόµο Ιστορία της Ορθοδοξίας, Τόµος 3 , εκδ.
Road, σελ. 344-380.

Ξενόγλωσσα:
Peter Brown, Ο κόσµος της Ύστερης Αρχαιότητας 150-750 µ.Χ., εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα
1998.
George Farag., Οι Επτά Επιστολές του Μ. Αντωνίου. Οι νουθεσίες και η διδασκαλία του Μ.
Αντωνίου. Μετάφραση στα Ελληνικά από την κοπτική και αραβική γλώσσα, εκδ.
Μπαρµπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2014.
Gould E. Graham, The desert Fathers on Monastic Community, Oxford Early Christian
Studies, New York, Oxford UP 1993.
Chitty J. Derwas, The Desert a City. An introduction to the Study of Egyptian and
Palestinian Monasticism under the Christian Empire, London Oxford 1966.
Steven David Driver, The reading of Egyptian Monastic Culture in John Cassian, Centre
for Medieval Studies, University of Toronto, 1995.
Julien Lerou., ‘‘Le cenobitisme chez Cassien, Revue d’ ascetique et de Mystique Vol. 43
(1967)’’, p. 121-158.
Cristian Badilita et Attila Jakab (ed.), Jean Cassien entre l’ orient et l’ occident: actes du
colloque international: Bucarest, 27-28 Septembre 2001, Beauchesne, Polirom, Paris 2003
Rousseau Philip., Ascetics, Authority and the Church in the Age of Jerome and Cassian,
University of Notre Dame Press, Notre Dame, Indiana USA, 2010.
Otto F.A. Meinardus, Monks and Monasteries of the Egyptian Deserts, American
University in Cairo Press, 1999.
Chadwick Owen, John Cassian. A Study in Primitive Monasticism, ed. London, Cambridge
UP, 1968.

You might also like