You are on page 1of 4

Mεταβιβαστικά ρήματα

(Ettirgen fiiler) Είναι παράγωγα απλών ρημάτων και έχουν την έννοια
"Βάζω κάποιον να κάνει κάτι" ή "Κάνω κάποιον να κάνει κάτι".

Ακολουθεί λίστα μεταβιβαστικών ρημάτων Αλφαβητικά: 

açıklamak (εξηγώ) ---> açıklatmak (βάζω κάποιον να εξηγήσει)


acımak (πονώ) ---> acıtmak (προκαλώ πόνο)
açmak (ανοίγω) ---> açtırmak (ανοίγω κάτι, βάζω κάποιον να ανοίξει)
affetmek (συγχωρώ) ---> affettirmek (κάνω κάποιον να συγχωρέσει).
ağlamak (κλαίω) ---> ağlatmak (κάνω κάποιον να κλάψει)
alışmak (συνηθίζω) ---> alıştırmak (συνηθίζω κάποιον, εξοικειώνω)
almak (παίρνω) ---> aldırmak (βάζω κάποιον να πάρει κάτι)
anlatmak (διηγούμαι, εξηγώ) ---> anlattırmak (βάζω κάποιον να διηγηθεί -
εξηγήσει)
aramak (ψάχνω) ---> aratmak (βάζω κάποιον να ψάξει)
artmak (αυξάνομαι) ---> artırmak (αυξάνω κάτι)
atmak (πετώ, ρίχνω) ---> attırmak (βάζω κάποιον να πετάξει)
ayırmak (ξεκολλώ, χωρίζω) ---> ayırtmak (βάζω να χωρίσουν)
azalmak (μειώνομαι) ---> azaltmak (μειώνω, ελαττώνω κάτι)
bakmak (κοιτώ) ---> baktırmak (βάζω ή αφήνω κάποιον να δει κάτι)
başlamak (ξεκινώ) ---> başlatmak (ξεκινώ, αρχίζω κάτι)
basmak (πατώ) ---> bastırmak (τυπώνω, , πιέζω, καταπιέζω)
batmak (βυθίζομαι) ---> batırmak (βυθίζω κάτι)
bayılmak (λιποθυμώ) ---> bayıltmak (κάνω κάποιον να λιποθυμίσει)
beğenmek (μου αρέσει) ---> beğendirmek (συνιστώ, κάνω κάτι αρεστό)
beklemek (περιμένω) ---> bekletmek (κάνω κάποιον να περιμένει)
benzemek (μοιάζω) ---> benzetmek (παρομοιάζω)
bıkmak (αγανακτώ) ---> bıktırmak (εκνευρίζω κάποιον)
bilmek (γνωρίζω) ---> bildirmek (πληροφορώ)
binmek (ανεβαίνω (τρένο)) ---> bindirmek (ανεβάζω)
bırakmak (αφήνω) ---> bıraktırmak (βάζω κάποιον να αφήσει κάτι)
birikmek (συγκεντρώνομαι) ---> biriktirmek (συγκεντρώνω)
birleşmek (ενώνομαι) ---> birleştirmek (ενώνω)
bitmek (τελειώνω) ---> bitirmek (τελειώνω κάτι)
bölüşmek (μοιράζομαι) ---> bölüştürmek (μοιράζω)
boşalmak (αδειάζω) ---> boşaltmak (αδειάζω κάτι)
boyamak (βάφω) ---> boyatmak (βάζω να βάψουν)
bozmak (χαλώ) ---> bozdurmak (βάζω να χαλάσουν)
buluşmak (συναντιέμαι) ---> buluşturmak (κανονίζω συνάντηση)
buruşmak (τσαλακώνομαι) ---> buruşturmak (τσαλακώνω)
büyümek (μεγαλώνω) ---> büyütmek (μεγαλώνω κάτι, κάποιον)
çalmak (κλέβω) ---> çaldırmak (βάζω να κλέψουν)
çekmek (τραβώ) ---> çektirmek (βάζω να τραβήξουν)
cezalanmak (τιμωρούμαι) ---> cezalandırmak (τιμωρώ)
çıkmak (βγαίνω) ---> çıkarmak (βγάζω κάτι)
çıldırmak (τρελαίνομαι) ---> çıldırtmak (τρελαίνω)
çizmek (ζωγραφίζω, σχεδιάζω) ---> çizdirmek (παραγγέλνω σχέδιο)
darılmak (παρεξηγούμαι) ---> darıltmak (θυμώνω κάποιον)
değerlenmek (αναβαθμίζομαι) ---> değerlendirmek (αξιολογώ)
değişmek (αλλάζω (αμετ.)) ---> değiştirmek (αλλάζω κάτι)
delirmek (τρελαίνομαι) ---> delirtmek (τρελαίνω κάποιον)
demek (λέω) ---> dedirmek (βάζω κάποιον να πει)
dilenmek (ζητιανεύω) ---> dilendirmek (βάζω κάποιον να ζητιανέψει)
doğmak (γεννιέμαι) ---> doğurmak (γεννώ)
dolaşmak (περιφέρομαι) ---> dolaştırmak (παίρνω κάποιον για περπάτημα)
doldurmak (γεμίζω) ---> doldurtmak (βάζω να γεμίσουν κάτι)
dolmak (γεμίζω) ---> doldurmak (γεμίζω κάτι)
donmak (παγώνω) ---> dondurmak (παγώνω κάτι)
dönmek (γυρίζω (σε τόπο)) ---> döndürmek (γυρίζω κάτι)
dövmek (δέρνω) ---> dövdürmek (βάζω να δείρουν κάποιον)
doymak (χορταίνω) ---> doyurmak (χορταίνω κάποιον)
durmak (σταματώ) ---> durdurmak (σταματώ κάποιον ή κάτι)
düşmek (πέφτω) ---> düşürmek (κάνω να πέσει)
duymak (αισθάνομαι, ακούω) ---> duyurmak (κάνω κάποιον να ακούσει
κάτι)
düzelmek (βελτιώνομαι, διορθώνομαι) ---> düzeltmek (διορθώνω)
eğlenmek (διασκεδάζω) ---> eğlendirmek (διασκεδάζω κάποιους)
etmek (κάνω) ---> ettirmek (βάζω να κάνουν κάτι).
evlenmek (παντρεύομαι) ---> evlendirmek (παντρεύω)
ezberlemek (απομνημονεύω) ---> ezberletmek (βάζω να απομνημονεύσουν)
geçmek (περνώ) ---> geçirmek (περνώ κάποιον ή κάτι)
gelişmek (αναπτύσσομαι) ---> geliştirmek (αναπτύσσω, βελτιώνω)
gerçekleşmek (υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι) ---> gerçekleştirmek
(πραγματοποιώ, υλοποιώ)
getirmek (φέρνω) ---> getirtmek (βάζω να φέρουν)
gezmek (περιηγούμαι) ---> gezdirmek (παίρνω κάποιον για βόλτα)
giymek (φορώ, ντύνομαι) ---> giydirmek (ντύνω κάποιον)
gülmek (γελώ) ---> güldürmek (κάνω κάποιον να γελάσει)
içmek (πίνω) ---> içirmek (κάνω ή αφήνω κάποιον να πιει)
inanmak (πιστεύω) ---> inandırmak (κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι)
iyileşmek (βελτιώνομαι) ---> iyileştirmek (θεραπεύω, βελτιώνω)
kaçmak (δραπετεύω) ---> kaçırmak (βοηθώ ή αφήνω κάποιον να
δραπετεύσει)
kazanmak (κερδίζω, νικώ) ---> kazandırmak (κάνω κάποιον να νικήσει)
kesmek (κόβω) ---> kestirmek (κάνω να κοπεί κάτι)
kısalmak (κονταίνω, μπάζω(ο ίδιος)) ---> kısaltmak (κονταίνω κάτι)
kıskanmak (ζηλεύω) ---> kıskandırmak (προκαλώ τη ζήλεια κάποιου)
kızmak (θυμώνω, νευριάζω) ---> kızdırmak (θυμώνω κάποιον)
konuşmak (μιλώ) ---> konuşturmak (κάνω ή αφήνω κάποιον να μιλήσει)
kopmak (κόβομαι, σπάω) ---> koparmak (σπάω κάτι στα δύο)
kullanmak (χρησιμοποιώ) ---> kullandırmak (αφήνω κάποιον να
χρησιμοποιήσει κάτι)
kurumak (ξεραίνομαι, στεγνώνω) ---> kurutmak (ξεραίνω)
okumak (διαβάζω) ---> okutmak (βάζω κάποιον να διαβάσει κάτι)
olgunlaşmak (ωριμάζω) ---> olgunlaştırmak (ωριμάζω κάτι)
ölmek (πεθαίνω) ---> öldürmek (σκοτώνω)
onaylamak (εγκρίνω) ---> onaylatmak (βάζω κάποιον να εγκρίνει κάτι)
onmak (θεραπεύομαι, αναρρώνω) ---> onarmak (επιδιορθώνω, αποκαθιστώ)
oturmak (κάθομαι) ---> oturtmak (βάζω κάποιον να καθίσει)
oynamak (παίζω) ---> oynatmak (βάζω ή αφήνω κάποιον να παίξει)
patlamak (σκάω, εκρήγνυμαι) ---> patlatmak (προκαλώ έκρηξη)
pişirmek (ψήνω) ---> pişirtmek (βάζω κάποιον να μαγειρέψει)
pişmek (ψήνομαι) ---> pişirmek (ψήνω)
sakinleşmek (ηρεμώ) ---> sakinleştirmek (ηρεμώ κάποιον)
şaşırmak (εκπλήσσομαι) ---> şaşırtmak (εκπλήσσω κάποιον)
sevinmek (χαίρομαι) ---> sevindirmek (κάνω κάποιον να χαρεί)
sevmek (αγαπώ) ---> sevdirmek (κάνω κάποιον να αγαπήσει)
seyretmek (παρακολουθώ) ---> seyrettirmek (βάζω κάποιον να
παρακολουθήσει).
sinirlenmek (εκνευρίζομαι) ---> sinirlendirmek (εκνευρίζω)
şişmanlamak (παχαίνω, χοντραίνω) ---> şişmanlatmak (κάνω κάποιον να
παχύνει)
şişmek (φουσκώνω) ---> şişirmek (φουσκώνω κάτι)
soğumak (κρυώνω, ψύχομαι) ---> soğutmak (ψύχω, κρυώνω κάτι)
söylemek (λέω, απαγγέλλω) ---> söyletmek (κάνω κάποιον να μιλήσει)
susmak (σωπαίνω) ---> susturmak (κάνω κάποιον να σωπάσει)
takmak (προσαρμόζω) ---> taktırmak (κάνω κάποιον να προσαρμόσει)
tanımak (συστήνω) ---> tanıtmak (συστήνω κάποιον σε μία ομάδα)
tanışmak (συστήνομαι) ---> tanıştırmak (συστήνω δύο ανθρώπους μεταξύ
τους)
temizlemek (καθαρίζω) ---> temizletmek (βάζω κάποιον να καθαρίσει κάτι)
unutmak (ξεχνώ) ---> unutturmak (κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι)
utanmak (ντρέπομαι) ---> utandırmak (κάνω κάποιον να ντρέπεται)
uyanmak (ξυπνώ) ---> uyandırmak (ξυπνώ κάποιον)
uyumak (κοιμάμαι) ---> uyutmak (βάζω κάποιον για ύπνο)
yapmak (κάνω) ---> yaptırmak (βάζω κάποιον να κάνει κάτι)
yatmak (ξαπλώνω) ---> yatırmak (βάζω κάποιον στο κρεβάτι)
yazmak (γράφω) ---> yazdırmak (βάζω κάποιον να γράψει κάτι)
yerleşmek (εγκαθίσταμαι) ---> yerleştirmek (εγκαθιστώ)
yetişmek (προφταίνω, μεγαλώνω) ---> yetiştirmek (κάνω κάποιον να
προφθάσει)
yıkamak (πλένω) ---> yıkatmak (πλένω κάποιον ή κάτι)
zayıflamak (αδυνατίζω) ---> zayıflatmak (αδυνατίζω κάποιον)

Προσοχή: Ορισμένα από τα παραπάνω ρήματα μπορεί να έχουν και άλλες


ερμηνείες. Στη δραστηριότητα αυτή παρουσιάζονται μόνο οι ερμηνείες που
είναι σχετικές με τα μεταβιβαστικά ρήματα.

You might also like