Professional Documents
Culture Documents
Untitled
Untitled
Χρήστος Α. Ροδόπουλος
Δρ. Χρήστος Α. Ροδόπουλος
Dipl-Eng, MSc, PhD, CEng
1 / 42
1. Τύποι Ρωγμών σε κατασκευές ΟΣ
1.1 Εισαγωγή
Το σκυρόδεμα είναι ένα ψαθυρό υλικό με ελάχιστη αντίσταση στην δημιουργία και διάδοση
ρωγμών. Αντίθετα ο χάλυβας οπλισμού είναι όλκιμος και εμφανίζει υψηλή αντίσταση.
Η αντίσταση των υλικών στην δημιουργία και διάδοση ρωγμών (fracture toughness) εξαρτάται
τόσο από την αντοχή τους σε διαρροή (σy), όσο και από την δυσθραυστότητά τους (K1c).
Τα διάφορα υλικά κατατάσσονται, με βάση την αντοχή και την δυσθραυστότητά τους, σύμφωνα
με το διάγραμμα Ashby (σχήμα 1). Τo διάγραμμα αυτό περιλαμβάνει και το νομογράφημα του
κρισίμου μεγέθους ρωγμής συναρτήσει των παραμέτρων σy και K1c, το οποίο παρέχεται από την
σχέση ccrit = 1/π (K1c / σy)2.
Σχήμα 1: Κατάταξη των υλικών ως προς την αντοχή στην δημιουργία και διάδοση ρωγμών.
Με βάση το διάγραμμα Ashby, όσον αφορά το σκυρόδεμα και τον χάλυβα προκύπτουν τα εξής:
Υλικό σy (MPa) K1c (MPam 1/2) Κρίσιμο μέγεθος ρωγμής (mm)
σκυρόδεμα 2 0,5 1,5 mm
χάλυβας 500 80 15 mm
Είναι εμφανής η πολύ μεγάλη διαφορά της αντίστασης σε ρηγμάτωση των δύο βασικών υλικών
του οπλισμένου σκυροδέματος.
2 / 42
Κατά την Θραυστομηχανική (Fracture Mechanics), η επιβολή φορτίου σε ένα σώμα επιφέρει την
ενεργειακή του αναβάθμιση, δηλαδή το σώμα οδηγείται από μια ενεργειακή στάθμη Α, όταν είναι
αφόρτιστο σε μια ενεργειακή στάθμη > Α, όταν είναι φορτισμένο. Στην ελαστική περιοχή η
αύξηση αυτή του ενεργειακού περιεχομένου του σώματος αποτελεί την ελαστική ενέργεια
παραμόρφωσης (elastic strain energy). Κάθε φορά που δημιουργείται μια ρωγμή επέρχεται
μείωση της ενέργειας που εμπεριέχει το σώμα (έκλυση μέρους αυτής), η οποία αναλώνεται για
τον σχηματισμό των δύο νέων επιφανειών της ρωγμής.
Η εκλυόμενη αυτή ενέργεια (ενεργειακή μετάπτωση, έκλυση ελαστικής ενέργειας
παραμόρφωσης, strain energy release), έστω G, ισούται με την ενέργεια επιφανείας γ (surface
energy) των δύο παρειών της ρωγμής, οπότε προκύπτει η σχέση:
G = 2γ (J/m2) (1)
Σχήμα 2β: Περιμετρικά της ρωγμής Σχήμα 2γ: Η περιοχή της ρωγμής δεν
δημιουργείται διατάραξη στην ομοιομορφία των φορτίζεται πλέον, οπότε μπορεί να θεωρηθεί
γραμμών παραμόρφωσης. ως ένα κενό με μέτρο ελαστικότητας Ε=0
(ειδικότερα στα ψαθυρά υλικά).
3 / 42
Με την εμφάνιση ρωγμών η συνολική δυσκαμψία του σώματος (στοιχείου) μειώνεται. Πλέον το
σώμα χαρακτηρίζεται από την παραμένουσα δυσκαμψία (residual stiffness).
Η δημιουργία ρωγμών στα ψαθυρά υλικά, ως μέσο τοπικής αποφόρτισης, έρχεται ως
αποτέλεσμα της υπέρβασης της αντοχής σε θραύση του υλικού λόγω της συγκέντρωσης
τάσεων στις παρυφές υπάρχουσας ρωγμής ή εσωτερικής ατέλειας του υλικού. Όταν συμβεί αυτό
η διάδοση της ρωγμής στην μάζα του υλικού είναι ανεξέλεγκτη και η ταχύτητά της υπερβαίνει Εξ
ου και ο χαρακτηριστικός ήχος του "σπασίματος" των ψαθυρών υλικών.
Με τα παραπάνω μπορούμε πλέον εύκολα να καταλήξουμε στην εξίσωση 2,
Το όριο θραύσης σf συνδέεται με μια κρίσιμη τιμή της εκλυόμενης ελαστικής ενέργειας
παραμόρφωσης Gc και με το μήκος της ρωγμής α, και λόγω του ότι οι τιμές σf , Ε και Gc είναι
χαρακτηριστικές για το κάθε υλικού (σταθερές), υπάρχει ένα κρίσιμο μέγεθος ρωγμής αc, για το
οποίο το υλικό μπορεί να διατηρήσει την μειωμένη του δυσκαμψία.
Τα παραπάνω αποτελούν την βάση της Γραμμικής Ελαστικής Μηχανικής των Θραύσεων του
Griffith ( 1921) και διατυπώνονται ως εξής:
1 /2
σ f=
[ ]
Gc E
πα (2)
Στην περίπτωση ψαθυρών υλικών, η κρίσιμη τιμή της εκλυόμενης ελαστικής ενέργειας
παραμόρφωσης Gc δίδεται από την σχέση:
2
KIc
Gc=
E (3)
Από τον συνδυασμό των εξισώσεων (2) και (3) προκύπτει η απλοϊκή αλλά θεμελιώδης εξίσωση
της Μηχανικής των Θραύσεων:
ΚΙ c=σ f √πα
(4)
Οι ρωγμές που εμφανίζονται σε μια κατασκευή ΟΣ διαχωρίζονται ως εξής:
4 / 42
Σχήμα 4β: Τύποι ρωγμών οπλισμένου σκυροδέματος μετά την πλήρη απόκτηση της αντοχής του
5 / 42
Πλαστικές ρωγμές λόγω συρρίκνωσης είναι
πολύ πιθανό να παρατηρηθούν όταν
επικρατούν υψηλοί ρυθμοί εξάτμισης (ταχύτητα
αέρα > 8 km/h, υψηλές θερμοκρασίες και
χαμηλή σχετική υγρασία).
Μείγματα σκυροδέματος με εγγενή μειωμένο
ρυθμό εσωτερικής αντιστάθμισης της απώλειας
εξάτμισης ή χαμηλού λόγο Ν/Τ εμφανίζουν
ιδιαίτερη ευαισθησία.
Ως εκ τούτου μείγματα με μεγάλο ποσοστό
τσιμέντου (> 350 kg/m 3) ή τσιμέντο υψηλής
άλεσης (μικρής κοκκομετρίας) ή υψηλού
ποσοστού λεπτόκοκκων αδρανών, ιδιαίτερα
ασβεστολιθικών, ή υψηλού ποσοστού
ιπτάμενης τέφρας, απαιτούν προσεκτική
συντήρηση.
6 / 42
Η επισκευή τους εντάσσεται στην Αρχή 1 του ΕΝ
1504 "Προστασία έναντι διεισδύσεων".
Όταν η έκτασή τους είναι περιορισμένη (έως 0,5 m
ρωγμής ανά 0,5 m 2 επιφάνειας, συνήθως γίνεται
απλή έγχυση ενέματος υψηλού ιξώδους (εφαρμογή
δια βαρύτητος). Σε περιπτώσεις μέσης και αυξημένης
έκτασης, εφαρμόζονται επαλειφόμενα υλικά ανά-
πτυξης κρυστάλλων.
Επισημαίνεται ότι οι εποξειδικές επαλείψεις πλήρους
κάλυψης εμποδίζουν την διαπνοή του σκυροδέ-
ματος. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να εφαρμόζονται στα
καταστρώματα των γεφυρών και ιδιαίτερα στις
περιπτώσεις κιβωτιοειδών φορέων.
Για τα εγχυνόμενα ενέματα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Προτύπου ΕΝ 1504-5. Tα υλικά της
κατηγορίας αυτής, για τα οποία προβλέπεται η εφαρμογή σήμανσης CE, κωδικοποιούνται ως
εξής:
U (F) (W1-3) (1/2) (5/30)
όπου:
U (F) μεταφορά δυνάμεων
W ένεμα πλήρωσης 0,1 - 0,3 mm
(1/2) προϊόν που μπορεί να τοποθετηθεί σε στεγνές (1) και νωπές (2) ρωγμές - Μπορεί να επιλεγεί
και (1)
(5/30) προϊόν που μπορεί να τοποθετηθεί σε θερμοκρασία περιβάλλοντος 5-30 °C.
7 / 42
Εμφανίζονται κυρίως σε οριζόντιες επιφάνειες (πλάκες, άνω παρειά δοκών). Είναι συνήθως
παράλληλες μεταξύ τους, ακολουθούν τον οπλισμό και ξεπερνούν σχεδόν πάντα σε βάθος την
επικάλυψη. Εμφανίζονται μεταξύ 0,2 έως 10 ωρών από την σκυροδέτηση. Στην αρχή
εμφανίζονται ως τριχοειδείς, ενώ μετά από 2-4 ώρες το εύρος τους μεγαλώνει και μπορεί να
ξεπεράσει και τα 5 mm, ιδιαίτερα όταν οι ράβδοι οπλισμού είναι > Φ16.
Είναι αποτέλεσμα της παρεμπόδισης της φυσικής συρρίκνωσης του τσιμεντοπολτού από τον
οπλισμό, κυρίως στις περιοχές διαφοροποίησης της πυκνότητάς του ή, ακόμη, περιορισμών
από το καλούπι. Συνήθως εμφανίζονται σε μείγματα υψηλού λόγου Ν/Τ και μεγάλου κόκκου
αδρανών (α > 25 mm). Χαρακτηριστικό τους είναι η κύρτωση (curling) του σκυροδέματος στην
περιοχή της διάρρηξης.
Ο σχηματισμός τους επιφέρει μείωση της φέρουσας ικανότητας του στοιχείου, δοθέντος ότι κατά
κανόνα οδηγούν σε απώλεια συνάφειας. Όσον δε αφορά την ανθεκτικότητα, μειώνουν
σημαντικά την αντίσταση της επικάλυψης έναντι διεισδύσεων βλαπτικών παραγόντων.
Η πιο αποτελεσματική επέμβαση είναι το κλείσιμο των ρωγμών, σύντομα μετά τον σχηματισμό
τους και ενώ το σκυρόδεμα είναι ακόμα πλαστικό, με επαναδόνηση και εκ νέου επεξεργασία της
επιφάνειας. Αυτό είναι εφικτό εντός 10 έως το πολύ 20 λεπτών από την εμφάνιση των ρωγμών.
Εάν παρέλθει περισσότερος χρόνος η λύση αυτή αντενδείκνυται.
Η χρήση δονητικού πήχη συμβάλλει σημαντικά στην πρόληψη τέτοιου είδους ρωγμών.
Επισημαίνεται ότι δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση η διαβροχή της επιφανείας του
σκυροδέματος προκειμένου αυτό να ανακτήσει ή να διατηρήσει περισσότερο την πλαστική του
φάση ώστε να μπορεί να επαναδονηθεί.
Εάν το σκυρόδεμα σκληρυνθεί, χωρίς να έχει εφαρμοσθεί έγκαιρα η παραπάνω διαδικασία,
απαιτείται πλέον η διάνοιξη της ρωγμής, μέχρι και στο τριπλάσιο του αρχικού εύρους της, ενίοτε
και περιμετρικά της ράβδου του οπλισμού, προκειμένου να σφραγισθεί με επισκευαστικό
κονίαμα χαμηλού ιξώδους (ελεύθερης ροής) με αδρανή μεγίστου κόκκου 0,5 mm. Για προϊόντα
αυτά έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των Προτύπων ΕΛΟΤ ΕΝ 1504-3 και ΕΛΟΤ ΕΝ 1504-6,
προβλέπεται δε να φέρουν σήμανση CE.
8 / 42
Οι ρωγμές παγοπληξίας δημιουργούνται στην επιφάνεια του φρέσκου σκυροδέματος και
επιφέρουν αποδόμηση της άνω στοιβάδας του στοιχείου. Το βάθος αποδόμησης (απώλεια
συνεκτικότητας) θα εμφανιστεί στην πλήρη έκτασή του μετά την φόρτιση του στοιχείου.
Η ψύξη του νερού στον νωπό τσιμεντοπολτό οδηγεί σε καθυστέρηση αλλά και μείωση της
ενυδάτωσης της στοιβάδας του στοιχείου που έρχεται σε επαφή με τον ψυχρό αέρα. Αντίθετα,
κάτω από την στοιβάδα αυτή, σε βάθος που εξαρτάται από ποικιλία παραγόντων, η ενυδάτωση
εξελίσσεται περισσότερο ή λιγότερο κανονικά, το σκυρόδεμα αποκτά συνεκτικότητα (μηχανικές
ιδιότητες) και εκδηλώνονται τα αναμενόμενα φαινόμενα συρρίκνωσης.
Υπό συνθήκες ψυχρού καιρού (κατά τα προαναφερθέντα) στις πρώτες 72 ώρες από την
σκυροδέτηση παρατηρούνται πολλαπλές τριχοειδείς ρηγματώσεις, οι οποίες διατηρούνται
ενεργές ακόμα και μετά από 60 ημέρες. Κατά το διάστημα αυτό, οι ρωγμές τείνουν να
συνενωθούν καταλήγοντας σε ένα δίκτυο εύρους 0,2-1,5 mm και βάθους 10-50 mm.
Για την αντιμετώπιση των ρωγμών παγοπληξίας απαιτείται κατ' αρχή πολλαπλή πυρηνοληψία
και εξέταση των πυρήνων περιμετρικά με οπτικό μικροσκόπιο μεγέθυνσης τουλάχιστον 10Χ για
την διαπίστωση του βάθους της προσβολής. Στην συνέχεια απαιτείται πλήρης απόξεση της
διαταραγμένης στοιβάδας και η αποκατάσταση της διατομής του στοιχείου με επισκευαστικό
κονίαμα ελεύθερης ροής (η κοκκομετρία των αδρανών δεν είναι κρίσιμη).
Για προϊόντα αυτά έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των Προτύπων ΕΛΟΤ ΕΝ 1504-3 και ΕΛΟΤ ΕΝ
1504-6, προβλέπεται δε να φέρουν σήμανση CE.
9 / 42
Μια άλλη συνέπεια της συρρίκνωσης είναι η κύρτωση (curling) της επιφανείας του
σκυροδετηθέντος στοιχείου. Αυτό συμβαίνει λόγω της διαφορικής ωρίμανσης μεταξύ της άνω
στοιβάδας του στοιχείου που είναι εκτεθειμένη στο περιβάλλον και της κάτω επιφανείας του,
όπου η απώλεια υγρασίας είναι σημαντικά μικρότερη.
Οι ρωγμές ξήρανσης είναι τυχαίας διεύθυνσης και εύρους και εμφανίζονται από τις πρώτες 24
ώρες μετά την χύτευση, αλλά και έως 1000 ημέρες αργότερα για στοιχεία μεγάλου πάχους
(>120 cm).
Η βραδεία εξέλιξη της εμφάνισης των ρωγμών ξήρανσης, δημιουργεί συνθήκες ερπυστικών
παραμορφώσεων, όταν το στοιχείο τεθεί υπό φόρτιση λειτουργίας. Λόγω του ότι οι
παραμορφώσεις ξήρανσης και ερπυσμού είναι αυτο-εξισορροπούμενες (eigenstrains), οι
ρωγμές αυτές θεωρούνται ενεργές τουλάχιστον για 3 χρόνια.
Σήμερα με τις αυξημένες απαιτήσεις σε τσιμέντο και σχετικά χαμηλούς λόγους Ν/Τ, οι
περιπτώσεις εμφάνισης ρωγμών συρρίκνωσης έχουν αυξηθεί, ιδιαίτερα όταν δεν
χρησιμοποιείται κατάλληλος ρευστοποιητής - μειωτής νερού. Σε απαιτητικές κατασκευές τις
περισσότερες φορές είναι επιβεβλημένη η παράλληλη χρήση προσμίκτων μείωσης
συρρίκνωσης (shrinkage reducing admixtures).
10 / 42
1.6 Ρωγμές υποχώρησης / μετατόπισης καλουπιών (Cracks caused
by formwork movement or settlement)
Εάν ο ξυλότυπος δεν είναι επαρκώς άκαμπτος και ανθεκτικός, όταν παραλαμβάνει το φορτίο του
ρευστού σκυροδέματος μπορεί να εμφανίσει στα επί μέρους στοιχεία του λυγισμούς,
υποχωρήσεις (παραμορφώσεις) ή/και μετακινήσεις, οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της
σκυροδέτησης. Ο ξυλότυπος δέχεται την μεγαλύτερη φόρτιση μεταξύ 60 και 240 λεπτών από
την σκυροδέτηση.
Οι μετακινήσεις και παραμορφώσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την ρηγμάτωση του
σκυροδέματος κατά το πρώτο στάδιο της ωρίμανσής του που οι αντοχές του δεν έχουν ακόμη
αυξηθεί επαρκώς. Οι εκ του λόγου αυτού ρωγμές μπορεί να είναι ακόμη και διαμπερείς ή/και
σημαντικού εύρους και η αποκατάστασή τους είναι δυσχερής έως και ανέφικτη.
Το πρόβλημα μπορεί να εμφανισθεί καθ' όλη την περίοδο που το σκυρόδεμα δεν έχει αποκτήσει
ακόμη επαρκείς αντοχές, δηλαδή έως και 7 ημέρες μετά την σκυροδέτηση, ανάλογα με την
σύνθεσή του και τις επικρατούσες συνθήκες περιβάλλοντος.
Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση καμπτομένων από το ίδιο βάρος στοιχείων (πλάκες, δοκοί,
πρόβολοι κλπ) ο ξυλότυπος πρέπει να διατηρείται για τουλάχιστον 7 ημέρες. Ενωρίτερα μπορεί
να αφαιρείται μόνον στις περιπτώσεις που η μελέτη σύνθεσης του σκυροδέματος εξασφαλίζει
υψηλή πρώιμη αντοχή υπό συνθήκες ωρίμανσης στον αέρα και όχι με εμβάπτιση.
Επισημαίνεται ότι απαγορεύεται ρητά η επαναδόνηση του σκυροδέματος μετά την τυχόν
εμφάνιση ρωγμών λόγω μετατόπισης των καλουπιών. Οι ρωγμές αυτές διατηρούνται ενεργές
επί μακρόν (και πάνω από 90 ημέρες) μετά την φόρτιση των στοιχείων, υπό δε συνθήκες
δυναμικής φόρτισης ενεργοποιούνται εκ νέου.
11 / 42
1.7 Ρωγμές συστολής αδρανών πλουσίων σε αργιλικά (Clay rich
aggregate cracking)
Η συρρίκνωση των πλούσιων σε αργιλικές προσμίξεις
αδρανών είναι πολύ συνηθισμένη. Μερικοί τύποι
αργίλου είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε διαστολή κατά
την νωπή φάση του σκυροδέματος ενώ κατά την
ξήρανση συρρικνώνονται.
Οι εκ του λόγου αυτού ρωγμές εμφανίζονται στην
επιφάνεια των στοιχείων εντός των πρώτων 7 ημερών
από την σκυροδέτηση.
Είναι υψηλής πυκνότητας και συνήθως έχουν
εξαγωνικό σχήμα. Συνήθως φθάνουν σε βάθος
μερικών χιλιοστών από την επιφάνεια, ενώ το εύρος
τους δεν υπερβαίνει το 0,1 mm.
Επιφέρουν μείωση της αντίστασης έναντι διείσδυσης
ρύπων, άρα και της ανθεκτικότητας της επικάλυψης.
Ανάλογα με το είδος της ενεργής αργίλου και την
περιεκτικότητά της στα αδρανή, μετά την πρώτη
ξήρανση (συρρίκνωση) ενδέχεται να ακολουθήσει νέα
διόγκωση, άρα νέα εκκίνηση ρωγμών, όταν η υγρασία
του σκυροδέματος ανέλθει σε υψηλά επίπεδα.
12 / 42
Εμφανίζονται συνήθως στις θέσεις παρεμπό-
δισης της ελεύθερης παραμόρφωσης του
σκυροδέματος και ιδιαίτερα στην επιφάνεια
των στοιχείων (επιφάνειες εκτεθειμένες στην
ηλιακή ακτινοβολία, τοιχία, υποστυλώματα),
ακόμα και μετά την παρέλευση 3 ετών από
την σκυροδέτηση. Σε μεγάλο ποσοστό
εμφανίζονται σε πλάκες δωμάτων κάτω από
ηλιακή ακτινοβολία και ιδιαίτερα της περιοχές
των υποστυλωμάτων.
Σπάνια το βάθος τους ξεπερνά τα 20 mm,
ενώ το εύρος τους κυμαίνεται μεταξύ 0,1 και
0,3 mm. Συντελούν στην μείωση της
ανθεκτικότητας του σκυροδέματος, αλλά υπό
ακραίες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας
μπορούν να έχουν συνέπειες και στην
αντοχή.
Το γεγονός ότι μεταπίπτουν από ενεργές σε
μη ενεργές καθιστά δυσχερή την επισκευή,
ενώ η εφαρμογή ενεμάτων πλήρωσης μπορεί
να οδηγήσει στην επενεμφάνισή τους σε
λιγότερο από 12 μήνες.
Η διάδοσή τους ανακόπτεται στις θέσεις
αρμών. Η μείωση της υγρασίας και της
θερμοκρασίας των στοιχείων από σκυρόδεμα
περιορίζει σημαντικά το ενδεχόμενο εμφά-
νισης τέτοιων ρωγμών.
Όσο μικρότερο είναι το πάχος επικάλυψης του οπλισμού, τόσο αυξάνουν οι πιθανότητες
εμφάνισης τέτοιων ρωγμών. Για τον λόγο αυτό το πρόβλημα εμφανίζεται κατά πρώτον στις
θέσεις του οπλισμού διάτμησης (συνδετήρες).
13 / 42
Όταν τα αδρανή ή το νερό ανάμιξης του σκυροδέματος περιέχουν ήδη χλωριόντα πέραν των
επιτρεπομένων από τον Κανονισμό ορίων, οι μηχανισμοί διάβρωσης του σιδηροπλισμού
ενεργοποιούνται πολύ ενωρίτερα και μάλιστα σε τυχαίες θέσεις.
Η εμφάνιση ρωγμών λόγω διάβρωσης του οπλισμού σηματοδοτεί σημαντική υποβάθμιση της
συνάφειας του χάλυβα με το σκυρόδεμα και, κατ' επέκταση, απώλεια της φέρουσας ικανότητας
του στοιχείου. Οι ρωγμές αυτές εμφανίζουν εύρος > 1 mm ενώ μπορούν να φτάσουν ακόμα και
στα 10 mm (αποδιοργάνωση μάζας σκυροδέματος), ενώ το βάθος τους εξαρτάται από το πάχος
επικάλυψης.
Τονίζεται ιδιαίτερα ότι οι ρωγμές του τύπου αυτού αποτελούν το αποτέλεσμα και όχι το αίτιο της
διάβρωσης του οπλισμού, σε αντιδιαστολή με άλλους από τους αναφερόμενους στο παρόν
τύπους ρωγμών που συντελούν στην εκδήλωση φαινομένων διάβρωσης του οπλισμού.
Από το εμφανές εύρος των ρωγμών λόγω διάβρωσης του οπλισμού δεν μπορούν να
συναχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα για την έκταση και σοβαρότητα της βλάβης. Συχνά στο
βάθος ρωγμών διάβρωσης, έστω και περιορισμένου εύρους, διαπιστώνεται πλήρης
αποδιοργάνωση του δομικού στοιχείου γύρω από τις ράβδους του οπλισμού.
Η απλή σφράγιση ρωγμών της κατηγορίας αυτής με ενέματα κατά ΕΛΟΤ ΕΝ 1504-5 δεν
επιλύει σε καμιά περίπτωση το πρόβλημα. Το μόνο που επιτυγχάνει είναι η προσωρινή
οπτική κάλυψη του προβλήματος, δοθέντος ότι τα αίτια της διάβρωσης εξακολουθούν να
υπάρχουν και οι φυσικοχημικές διεργασίες που την προκαλούν εξακολουθούν να λαμβάνουν
χώρα στο εσωτερικό του στοιχείου.
Ο γράφων έχει παρουσιάσει τους μηχανισμούς διάβρωσης του σιδηροπλισμού και τις
μεθοδολογίες αποκατάστασης των στοιχείων που έχουν προσβληθεί σε εκτενή αναλυτικά άρθρα
που έχουν αναρτηθεί στο www.e-archimedes.gr.
Για τον προσωρινό περιορισμό του ρυθμού παραγωγής οξειδίων διάβρωσης, αλλά όχι του
αιτίου, έχουν εφαρμογή τα αναφερόμενα στο Μέρος 2 του Προτύπου ΕΛΟΤ ΕΝ 1504.
14 / 42
Η αλκαλοπυριτική αντίδραση απαιτεί σημαντικό
ποσοστό υγρασίας στους πόρους του
σκυροδέματος και μπορεί να λάβει χώρα σε
ολόκληρη την μάζα του στοιχείου όταν ευνοείται
από την ορυκτολογική σύσταση αδρανών και
την υγρασία.
Το πρόβλημα εμφανίζεται τόσο σε οπλισμένα,
όσο και σε άοπλα στοιχεία από σκυρόδεμα.
Οι ρηγματώσεις του τύπου αυτού επιφέρουν συντριπτική απομείωση της φέρουσας ικανότητας
της κατασκευής και η αποκατάστασή τους είναι δυσχερής έως ανέφικτη.
Μια ορθή μελέτη συνθέσεως σκυροδέματος χαμηλής υδροπερατότητας (κοκκομετρική
διαβάθμιση αδρανών, είδος και αναλογία τσιμέντου, λόγος Ν/Τ, ενσωμάτωση προσμίκτων κλπ)
μπορεί να "προλάβει" τα προβλήματα της αλκαλοπυριτικής αντίδρασης, όταν οικονομικοί ή
λοιποί λόγοι επιβάλλουν την χρησιμοποίηση αδρανών με αυξημένη περιεκτικότητα πυριτικών.
Επισημαίνεται πάντως ότι τα ασβεστολιθικά αδρανή δεν εμφανίζουν τέτοια προβλήματα.
15 / 42
Όταν τα κατακόρυφα φορτία είναι σημαντικά (λ.χ. βάθρα γεφυρών), η μείωση της θλιπτικής
αντοχής λόγω της προσβολής θειικών (μπορεί να φθάσει ακόμη και στο 80%) οδηγεί στην
δημιουργία ρωγμών υπερφόρτισης.
Πηγές θειικών ιόντων που μπορούν να προσβάλλουν το σκυρόδεμα είναι οι εξής:
Το Θαλασσινό νερό
Θειικά ορυκτά σε αργιλώδες έδαφος
Το διοξείδιο του θείου που παράγεται από αναερόβια βακτήρια, το οποίο, αφού διαλυθεί
στο νερό, οξειδώνεται προς θειώδες ή θειικό οξύ.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτείται η απόξεση της προσβεβλημένης περιοχής και
η αποκατάσταση της διατομής με επισκευαστικά υλικά κατά ΕΛΟΤ ΕΝ 1504-3, ανθεκτικά στα
θειικά. Συνήθως η εφαρμογή συνδυάζεται με την μείωση της υγρασίας του πόρου με χρήση
υλικών ανάπτυξης μικροκρυστάλλων στους πόρους του σκυροδέματος.
(β) Εσωτερική προσβολή του σκυροδέματος.
Παρατηρείται όταν χρησιμοποιούνται αδρανή πλούσια σε θειικά ή τσιμέντο με αυξημένη
περιεκτικότητα γύψου. Τα συστατικά αυτά είναι εξαιρετικά βλαπτικά για το σκυρόδεμα και η
χρήση τους καθιστά την κατασκευή προβληματική εκ των προτέρων και εν δυνάμει επικίνδυνη.
16 / 42
Ο πάγος καταλαμβάνει μεγαλύτερο όγκο από
το νερό, οπότε αναπτύσσονται εφελκυστικές
δυνάμεις, των οποίων το μέγεθος είναι ανάλογο
της ποσότητας του ελεύθερου νερού των
πόρων.
Από τις εφελκυστικές αυτές δυνάμεις το
σκυρόδεμα ρηγματώνεται και ένα τυχαίας
διάταξης δίκτυο ρωγμών εμφανίζεται στην
επιφάνειά του. Οι ρωγμές αυτές έχουν αρχικά
βάθος μερικών mm, ενώ το εύρος τους
κυμαίνεται μεταξύ 0,01 και 0,2 mm.
Οι ρωγμές αυτές αλληλοσυνδέονται βαθμιαία
κάτω από την επιφάνεια του στοιχείου με
αποτέλεσμα την αποσύνθεση του
σκυροδέματος σε ολόκληρο το βάθος που
δημιουργούνται συνθήκες ψύξης. Οι κύκλοι
ψύξης και απόψυξης έχουν ως αποτέλεσμα
προοδευτική εμβάθυνση της βλάβης, δοθέντος
ότι δημιουργείται πάντα νέα επιφάνεια.
Το πρόβλημα επιτείνεται όταν τα χονδρόκοκκα
αδρανή έχουν υψηλή απορροφητικότητα σε
νερό. Με τον μηχανισμό αυτό οι κόκκοι
αδρανούς κοντά στην επιφάνεια, επικαλυμμένοι
με λεπτό στρώμα τσιμεντόπαστας αποκολ-
λώνται από το σκυρόδεμα ("pop - out").
Σε αρχικά στάδια το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με την αφαίρεση της στοιβάδας που έχει υποστεί
βλάβη με υδροβολή υψηλής πίεσης (1000 bar) ή φρέζα σκυροδέματος και την αποκατάσταση
της διατομής του στοιχείου με χυτό επισκευαστικό κονίαμα κατά ΕΛΟΤ ΕΝ 1504-3.
Η χρήση υλικών ανάπτυξης μικροκρυστάλλων στους πόρους του σκυροδέματος μπορεί να
περιορίσει το πρόβλημα χωρίς την απαίτηση απόξεσης, αλλά σε αρχικά στάδια (1-2 χρόνια
έκθεσης). Ενδεχομένως και υλικά υδροφοβισμού ΕΛΟΤ ΕΝ 1504-2 να συνεισφέρουν εφόσον το
εύρος των ρωγμών δεν ξεπερνά το 0,1 mm.
17 / 42
Η αντιμετώπιση του προβλήματος έγκειται στον περιορισμό της εσωτερικής υγρασίας των
πόρων ή την μείωση της επιφανειακής θερμοκρασίας των στοιχείων με αύξηση της
ανακλαστικότητάς τους.
Η χρήση υλικών ανάπτυξης μικροκρυστάλλων στους πόρους του σκυροδέματος μπορεί να
περιορίσει το πρόβλημα και να διατηρήσει σε ανεκτά επίπεδα την απώλεια θλιπτικής αντοχής,
όταν εφαρμοσθεί σε αρχικά στάδια έκθεσης της κατασκευής (1-2 χρόνια έκθεσης)
18 / 42
Το φαινόμενο επιτείνεται από το αυξημένο
χονδρόκοκκο κλάσμα αδρανών, την
παρουσία πολύ λεπτής άμμου, την
ασυνεχή κοκκομετρική διαβάθμιση των
αδρανών, τα μη χημικώς συμβατά
πρόσμικτα, την ανεπαρκή συντήρηση, τις
υψηλές θερμοκρασίες, την ανυπαρξία ή
ακαταλληλότητα των αρμών, τις απότομες
μεταβολές θερμοκρασίας κλπ.
Οι πρώιμες θερμικές ρωγμές μειώνουν
σημαντικά την ανθεκτικότητα της κατά-
σκευής και είναι αιτία διαρροών σε δεξα-
μενές, ενώ σε βάθος χρόνου μπορούν να
μετατραπούν και σε δομικές. Το εύρος τους
κυμαίνεται από 0,05 έως 0,2 mm και το
βάθος τους από 4 έως 500 mm.
Οι πρώιμες θερμικές ρωγμές, μετά την παρέλευση των 14 πρώτων ημερών εμφανίζουν αύξηση
του βάθους τους, ενώ παραμένουν ενεργές και διαδίδονται και μετά την παρέλευση των 28
ημερών.
Η επέμβαση αποκατάστασης γίνεται με ένεμα κατά ΕΛΟΤ ΕΝ 1504-5, αφού οι ρωγμές έχουν
καταστεί μη ενεργές. Το ένεμα πρέπει να επιλέγεται με βάση τα χαρακτηριστικά των ρωγμών
(εύρος, βάθος).
Σύμφωνα με την βιβλιογραφία, ο μέσος χρόνος που οι ρωγμές παραμένουν ενεργές,
συναρτήσει του πάχους του στοιχείου, έχει ως εξής:
Πάχος στοιχείου 150 - 200 mm 200 - 300 mm 300 - 500 mm 500 - 750 mm
Χρόνος μετάπτωσης 35 ημέρες 60 ημέρες 120 ημέρες 240 ημέρες
19 / 42
Ο διαχωρισμός στις ως άνω κατηγορίες γίνεται με
γνώμονα την συνεισφορά της ανάκτησης της
μονολιθικότητας της διατομής (μη ρηγματωμένη
διατομή) στην αποκατάσταση της φέρουσας
ικανότητας του στοιχείου.
Στην περίπτωση των ρωγμών κατηγορίας Γ και Δ η
ανάκτηση της μονολιθικότητας ελάχιστα
συνεισφέρει, δοθέντος ότι έχει επέλθει σημαντική
αναδιανομή τάσεων και τα στοιχεία έχουν χάσει
μεγάλο ποσοστό την ακαμψία σχεδιασμού τους.
Τα ενέματα αποκατάστασης μονολιθικότητας
χαρακτηρίζονται από τον κωδικό F (force
transmitting) και έχουν εφαρμογή σε πρωτεύοντα
και δευτερεύοντα στοιχεία που δεν έχουν υποστεί
εκτροπές ή σημαντικές παραμορφώσεις.
Ειδική αναφορά για τα υλικά αυτά γίνεται σε
επόμενο εδάφιο.
20 / 42
Στις δοκούς οι ρωγμές λόγω υπερφόρτωσης είναι συνήθως καμπτικές. Το εύρος και βάθος τους
εμφανίζουν εξαρτάται από τα επιβαλλόμενα φορτία, την ακαμψία ή/και τον συνδυασμό αυτών.
Συχνά το εύρος των ρωγμών αυτών υπερβαίνει τα 5 -10 mm.
Επισημαίνεται ότι σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων
(ανεπαρκής φέρουσα ικανότητα/υπερφόρτωση) η πλήρωση των ρωγμών αυτών με ενέματα
αποκατάστασης μονολιθικότητας κατά ΕΛΟΤ ΕΝ 1504-5 δεν πρέπει να θεωρούνται ως τρόπος
αποκατάστασης του ζεύγους Τα ενέματα δεν καλύπτουν συνήθως τέτοια εύρη ρωγμών.
21 / 42
2. Συστήματα Ανάκτησης Μονολιθικότητας
22 / 42
Kωδικός U (F) Τα προϊόντα αυτά χρησιμοποιούνται συνήθως
σε ρωγμές πλαστικής συρρίκνωσης, ρωγμές
Προϊόντα ανάκτησης μονολιθικότητας
ερπυσμού και τυχηματικές ρωγμές τύπου Α και
μέσω μεταφοράς φορτίων (Force
Β σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα στοιχεία.
transmitting).
Σε στοιχεία που υπόκεινται σε σημαντικές
δυναμικές καταπονήσεις, όπως δοκοί
γεφυρών, μπορεί να εφαρμοστούν υπό
προϋποθέσεις.
Ο κωδικός F ακολουθείται από ένα ψηφίο. Για
παράδειγμα F1 δηλώνει αντοχή πρόσφυσης
σε εφελκυσμό > 2 Ν/mm 2 και F2 αντοχή
πρόσφυσης σε εφελκυσμό > 0,6 Ν/mm 2.
Συνήθως επιλέγεται υλικό F1 για την ανάκτηση
μονολιθικότητας στην περίπτωση ρωγμών
τυχηματικών φορτίσεων σε πρωτεύοντα
στοιχεία και F2 για τυχηματικές ρωγμές σε
δευτερεύοντα στοιχεία ή για ρωγμές πλαστικής
συρρίκνωσης και ερπυσμού.
Πολλοί μελετητές, επιλέγουν επίσης κωδικό F2
για περιπτώσεις σκυροδέματος κατηγορίας
χαμηλότερης από C20/25.
Kωδικός U (S)
Προϊόντα σφράγισης ρωγμών με
διόγκωση.
Τα προϊόντα αυτά χρησιμοποιούνται συνήθως
για σφράγιση ρωγμών από τις οποίες διαρρέει
νερό. Με κωδικό S1 δηλώνεται ότι το υλικό
είναι στεγανό μέχρι πίεσης 2Χ105 Pa και με
κωδικό S2 ότι το υλικό είναι στεγανό μέχρι
πίεση 7Χ105 Pa.
23 / 42
(β) Δεύτερο πεδίο: W (…)
Το δεύτερο πεδίο περιλαμβάνει εντός παρενθέσεως ένδειξη του ελάχιστου εύρους ρωγμής που
μπορεί να εφαρμοστεί το ένεμα, σε δέκατα του χιλιοστού. Για παράδειγμα W(1) δηλώνει
ελάχιστο εύρος ρωγμής 0,1 mm. Στην αγορά κυκλοφορούν ενέματα έως W(30), δηλ. για
ελάχιστο εύρος ρωγμής 3,0 mm. Στην πράξη, επειδή στα περισσότερα έργα υπάρχει σημαντική
διακύμανση του εύρους των ρωγμών, για την αποφυγή πολλών τύπων ενεμάτων εφαρμόζεται ο
κανόνας των 0,3 mm, δηλαδή χρησιμοποιούνται ενέματα των οποίων το ελάχιστο εύρος
εφαρμογής δεν υπολείπεται πέραν των 0,3 mm του εύρους της εκάστοτε ρωγμής.
Έστω λοιπών ότι σε κάποια κατασκευή πρέπει να πληρωθούν ρωγμές με εύρος 0,1 - 0,3 - 0,7
και 1,0 mm. Για τις ρωγμές εύρους 0,1 mm απαιτείται ένεμα W(1), το οποίο μπορεί να
χρησιμοποιηθεί και στις ρωγμές εύρους 0,3 mm (=3x0,1 mm). Για τις ρωγμές εύρους 0,7 mm
απαιτείται ένεμα από W(4) έως W(7), το οποίο καλύπτει και τις ρωγμές εύρους 1,0 mm (< 3x0,4
mm). Αρκεί λοιπόν η επιλογή δύο τύπων ενεμάτων: W(1) και W(4).
(γ) Τρίτο πεδίο: (….) = κατάσταση υγρασίας
Στο πεδίο αυτό καταχωρείται εντός παρενθέσεως μονοψήφιος αριθμός από το 1 έως το 4, που
υποδηλώνει τα εξής:
1 : το στοιχείο είναι ξηρό (παραμένουσα υγρασία < 3,5%)
2 : το στοιχείο είναι νωπό (παραμένουσα υγρασία 3,5%< MC < 5,5%)
3 : το στοιχείο είναι υγρό (παραμένουσα υγρασία 5,5%< MC < 8,5%)
4 : το στοιχείο είναι εμφανίζει ίχνη διαρροής (παραμένουσα υγρασία MC > 8,5%).
Η μέτρηση της παραμένουσας υγρασίας πραγματοποιείται σε απόσταση > 50mm από την
ρωγμή. Υπάρχουν προϊόντα που μπορούν να καλύψουν ταυτόχρονα και τις 4 περιπτώσεις.
(δ) Τέταρτο πεδίο: (….) = περιοχή θερμοκρασιών λειτουργίας του ενέματος
Το πεδίο αποτελείται από δυο αριθμούς που διαχωρίζονται με "/". Ο πρώτος είναι η χαμηλότερη
και ο δεύτερος η υψηλότερη θερμοκρασία. Για παράδειγμα (5/30) δηλώνει υλικό ενεμάτωσης
που λειτουργεί σε θερμοκρασία από 5 μέχρι 30 °C.
(ε) Πέμπτο πεδίο: (.) = παραμορφωσιμότητα του ενέματος
Το πεδίο αυτό είναι μονοψήφιο, αφορά μόνον τα ενέματα κατηγορίας F και δηλώνει την μέγιστη
μετακίνηση των παρειών της ρωγμής που μπορεί να παραλάβει το ένεμα:
0 : για μέγιστη μετατόπιση παρειών <10% ή 0,03 mm, όχι σε ημερήσια βάση.
1 : για μέγιστη μετατόπιση παρειών >10% ή 0,03 mm και σε ημερήσια βάση.
Υλικά τύπου (0) χρησιμοποιούνται συνήθως σε κτιριακά έργα και τύπου (1) στις γέφυρες,
ιδιαίτερα όταν η επισκευή γίνεται με την γέφυρα υπό κυκλοφορία.
24 / 42
2.2 Τύποι ενεμάτων κατά ΕΝ 1504-5
Ανάλογα το εύρος της ρωγμής
επιλέγεται τόσο το βασικό
συνδετικό υλικό, όσο και τα
υλικά πλήρωσης (fillers) και η
κοκκομετρική τους διαβάθμιση.
Συχνά το εύρος της ρωγμής
στην Αγγλική γλώσσα
προσδιορίζεται ως "grain size"
(μέγεθος κόκκου) για τον
άμεσο συσχετισμό του με το
κατάλληλο υλικό πλήρωσης.
25 / 42
2.3 Συστήματα εφαρμογής ενεμάτων
Συνήθως η μορφολογία των ρωγμών είναι καθοριστική για το σύστημα σφράγισης που θα
εφαρμοστεί και κατ' επέκταση για την επιλογή του υλικού που θα χρησιμοποιηθεί.
Στην περίπτωση επιφανειακών ρωγμών βάθους έως 50 mm χρησιμοποιούνται ακροφύσια
επιφανείας (surface mounted packers), μεταλλικά ή πλαστικά, ανάλογα με το ιξώδες του
ενέματος και την πίεση εφαρμογής. Συγκολλώνται στην επιφάνεια του σκυροδέματος με ρητίνη.
Οι οπές στην βάση τους εξασφαλίζουν την ομαλή κατανομή της ρητίνης συγκόλλησης και την
εκτόνωση της πλεονάζουσας ποσότητας. Κατά την συγκόλληση του ακροφυσίου απαιτείται
προστασία της οπής κυκλοφορίας του ενέματος για να μην εμφραχθεί από την ρητίνη (π.χ.
προσωρινό κάρφωμα με μπετόκαρφο διαμέσου της οπής)
Η απόσταση μεταξύ των ακροφυσίων δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 15 cm για ρωγμές εύρους
μέχρι 0,5 mm και τα 20 cm για ρωγμές εύρους μέχρι 1 mm.
Μετά την τοποθέτηση των ακροφυσίων, η ρωγμή σφραγίζεται σε όλο το μήκος της με εποξειδική
πάστα κατά ΕΝ 1504-6, η οποία αφήνεται να ωριμάσει πριν την έναρξη της εισπίεσης.
Στα κατακόρυφα στοιχεία η ενεμάτωση ξεκινάει πάντα από το κατώτερο ακροφύσιο. Αντίθετα σε
οριζόντιες επιφάνειας ταυτόχρονα και από τα 2 άκρα της ρωγμής.
Αν και η τεχνική είναι σχετικά απλή, παρατηρούνται συχνά σφάλματα στην επιλογή του ενέματος
και ιδιαίτερα του δυναμικού ιξώδους και του χρόνου εργασιμότητάς του.
Για ρωγμές εύρους μέχρι 0,3 mm απαιτείται δυναμικό ιξώδες >130 cps και χρόνος
εργασιμότητας τουλάχιστον 30 λεπτά υπό την εκάστοτε θερμοκρασία εφαρμογής. Η απαίτηση
αυτή είναι ουσιώδης όταν γίνεται χρήση χειροκίνητης αντλίας εισπίεσης, οπότε αυξάνουν οι
πιθανότητες καθυστερήσεων στην ενεμάτωση. Οι χειροκίνητες αντλίες είναι χαμηλής πίεσης,
έως 0,1 MPa, η δε παροχή τους κυμαίνεται μεταξύ 0,25 και 2,0 lt/min. Χρησιμοποιούνται
συνήθως στις περιπτώσεις ρωγμών πλαστικής συρρίκνωσης, συρρίκνωσης και ξήρανσης.
Στον Πίνακα που ακολουθεί δίδεται μια γενική καθοδήγηση συσχετισμού δυναμικού ιξώδους
ενέματος και πίεσης ενεμάτωσης.
26 / 42
Σε ρωγμές επιπέδων επιφανειών σημαντικού εύρους και βάθους έως 300 mm, το υλικό
πλήρωσης μπορεί να εφαρμοσθεί με απλή χύτευση (βαρυτική πλήρωση, gravity feed).
Η τεχνική αυτή είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε περιπτώσεις μεγάλης πυκνότητας ρωγμών και
μπορεί να εφαρμοσθεί τόσο σε στεγνές, όσο και σε νωπές ρωγμές.
Βρίσκει εφαρμογή σε ρωγμές πλαστικής συρρίκνωσης, πλαστικής καθίζησης, ξήρανσης,
συστελλομένων αδρανών, συρρίκνωσης και πρώιμης θερμικής συστολής.
27 / 42
Όταν το βάθος της ρωγμής είναι έως 40 mm,
δεν είναι απαραίτητα τα σειράδια καθοδήγησης
28 / 42
Η διαδικασία της ενεμάτωσης με ακροφύσια διατρήσεως έχει ως εξής:
(α) Τοποθέτηση των ακροφυσίων σύμφωνα με (β) Σφράγιση της επιφάνειας της ρωγμής με
την μελέτη πάστα
Η διαδικασία ξεκινάει από τον χαμηλότερο σημείο και εξελίσσεται ανοδικά. Όταν το υλικό
εξέρχεται από το επόμενο ακροφύσιο διακόπτεται η εισπίεση, κοχλιώνεται το τροφοδοτούμενο
ακροφύσιο, η αντλία συνδέεται στο επόμενο ακροφύσιο και διαδικασία συνεχίζεται.
Η μέγιστη πίεση τροφοδοσίας του ενέματος (εσπίεσης) μπορεί να προσδιορισθεί σε bar από την
εμπειρική σχέση:
Pmax = 1/3 x 10fck [bar]
όπου fck η χαρακτηριστική αντοχή του σκυροδέματος σε MPa
Για παράδειγμα, στην περίπτωση σκυροδέματος C20/25 η μέγιστη πίεση είναι 25 MPa x 10 / 3 =
= 83 bar 8,3 MPa.
29 / 42
3. Τεχνικές μέτρησης ρωγμών
30 / 42
3.1 Εισαγωγή
H επιτυχία ή αποτυχία της ανάκτησης μονολιθικότητας μέσω εσπίεσης ενέματος εξαρτάται από
τους ακόλουθους τέσσερες παράγοντες (κατά σειρά κρισιμότητας):
α) Λειτουργική κατάσταση ρωγμής. Όταν η ρωγμή είναι ενεργή αλλάζει εύρος, βάθος αλλά και
διεύθυνση με την πάροδο του χρόνου. Στην περίπτωση εσπίεσης σε ενεργή ρωγμή, η
πιθανότητα αποτυχίας στην ανάκτηση μονολιθικότητας είναι ιδιαίτερα υψηλή, ενώ πολλές
φορές το πρόβλημα μπορεί να επιδεινωθεί. Μετά το πέρας της εσπίεσης, οι τυχόν αστοχίες
είναι μη αναστρέψιμες.
β) Διεύθυνση της ρωγμής κατά βάθος. Πρόκειται για ιδιαίτερα κρίσιμη παράμετρο, ιδίως όταν η
ρωγμή είναι μεγάλου βάθους (>100 mm), για την ορθή διάταξη των ακροφυσίων διάτρησης.
γ) Το βάθος της ρωγμής. Αποτελεί καθοριστικό παράγοντα τόσο για τον προσδιορισμό του
είδους της ρωγμής (βλπ. Εδάφιο 1), όσο και για την επιλογή του υλικού πλήρωσης και της
μεθόδου εφαρμογής του (βλπ. Εδάφιο 2).
δ) Το εύρος της ρωγμής. Είναι καθοριστικό τόσο για τον προσδιορισμό του είδους της ρωγμής
(βλπ. Εδάφιο 1), όσο και για την επιλογή του υλικού πλήρωσης.
3.2 Λειτουργική κατάσταση ρωγμής
Το εάν μια ρωγμή είναι ενεργή ή μη ενεργή μπορεί να εκτιμηθεί εμπειρικά με διενέργεια
διαδοχικών μετρήσεων του εύρους στα άκρα και το μέσον. Εάν το εύρος έχει διπλασιασθεί
μεταξύ δύο διαδοχικών μετρήσεων, σημαίνει ότι η ρωγμή είναι ενεργή και διαδίδεται.
31 / 42
Ένδειξη ενεργής ρωγμής αποτελεί επίσης το φαινόμενο της διακλάδωσης (bifurcation),
ειδικότερα σε στοιχεία που φέρουν κατακόρυφα φορτία ή υπόκεινται σε διαξονική φόρτιση. Σε
μία δοκό, η διακλάδωση θα εμφανιστεί στην περιοχή της θλίψης. Είναι αποτέλεσμα συνήθως
παροδικής υπερφόρτισης, εφόσον δεν εμφανίζονται άλλα αίτια. Η διακλάδωση του πίσω άκρου
της βασικής ρωγμής που κινείται στην εφελκυόμενη περιοχή, είναι αποτέλεσμα μηχανισμού
ανακατανομής των παραμορφώσεων.
32 / 42
Τα απλά μηχανικά επίπεδα ρωγμόμετρα μετρούν αποκλειστικά την μεταβολή του εύρους της
ρωγμής. Είναι απλές συσκευές και βρίσκουν ευρεία χρήση σε ρωγμές που δεν εμφανίζουν
αλλαγή διεύθυνσης. Απαιτείται να τοποθετηθούν τουλάχιστον 3 ρωγμόμετρα, το πρώτο στο
χείλος ρωγμής σε απόσταση 30 mm, το δεύτερο στο μέσο του ίχνους και το τρίτο στην έναρξη
της ρωγμής σε απόσταση 30-50 mm. Σήμερα υπάρχουν και κατακόρυφα ρωγμόμετρα που
παρέχουν ενδείξεις μεταβολής της διεύθυνσης.
Η πλέον αξιόπιστη μέθοδος παρακολούθησης της εξέλιξης των ρωγμών είναι η χρήση
τοπογραφικών οργάνων υψηλής ακριβείας (total station) με εξειδικευμένα οπτικά
παρακολούθησης ρωγμών και ανάλογο λογισμικό επεξεργασίας. Με την μέθοδο αυτή είναι
δυνατή η συνεχής καταγραφή και αποτύπωση σε 2 διαστάσεις.
33 / 42
3.3 Η ανάπτυξη της ρωγμής κατά βάθος
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ανάκτησης μονολιθικότητας μέσω εσπίεσης ενεμάτων παρουσιάζεται
όταν η διεύθυνση της ρωγμής παρουσιάζει έντονη αλλαγή γωνίας κατά βάθος. Για να είναι
λειτουργικά τα ακροφύσια διάτρησης πρέπει να τέμνουν την ρωγμή. ¨άλλος η επέμβαση
αποκατάστασης θα οδηγηθεί σε αποτυχία.
Η μόνη αξιόπιστη τεχνική ευρέσεως της διεύθυνσης της ρωγμής είναι η πολλαπλή πυρηνοληψία
(succeeding coring) με πυρήνες Φ 60 κατά μήκος της ρωγμής ανά 0.30 -1,00 m.
Οι πυρήνες τοποθετούνται κατά παράταξη και σχεδιάζεται η προβολή του ίχνους της ρωγμής σε
κατακόρυφο επίπεδο. Σχεδιάζονται στην συνέχεια 2 τρίγωνα των οποίων το ύψος και η βάση
ισούνται με το μέγιστο και ελάχιστο βάθος του ίχνους, το δε κέντρο της βάσης τους ταυτίζεται .
με το ίχνος της ρωγμής.
Τα τρίγωνα περιστρέφονται κατά 90°, οπότε οι
ακμές βάσης ορίζουν τα σημεία διάτρησης για
τα ακροφύσια. Το βάθος διάτρησης ισούται με
την πλευρά του τριγώνου.
Ελάχιστος αριθμός πυρήνων: 5 τεμ. ανά 5 m
ρωγμής.
34 / 42
3.4 Το βάθος της ρωγμής
Από το βάθος της ρωγμής καθορίζεται αν για την ανάκτηση της μονολιθικότητας θα γίνει χρήση
ακροφυσίων επιφανείας ή διάτρησης . Η εκτίμηση του βάθους γίνεται με τις εξής μεθόδους:
3.4.1 Υπέρηχος σταθερής (διπλής) ακίδας
Μη καταστροφική μέθοδος βασιζόμενη στην μέτρηση της ταχύτητας διάδοσης υπερήχων δια
μέσου του σκυροδέματος, οι οποίοι εφαρμόζονται ως παλμοί διαμήκων (longitudinal) τασικών
επιφανειακών κυμάτων. Η συσκευή μετράει το χρόνο διάδοσης του παλμικού κύματος από τον
πομπό στο δέκτη, έχοντας ως δεδομένο τη μεταξύ τους απόσταση. Η ρωγμή προκαλεί
περίθλαση και επομένως απομάκρυνση του κύματος από το δέκτη, με αποτέλεσμα ο χρόνος
απόκρισης να είναι μεγαλύτερος.
Πραγματοποιούνται δύο μετρήσεις, μία παράλληλα και μια κάθετα στο μέσο της ρωγμής. Η
ύπαρξη οπλισμού ενδιάμεσα στις ακίδες μειώνει σημαντικά τον χρόνο απόκρισης. Για τον λόγο
αυτό πρέπει να προηγείται η αποτύπωση του οπλισμού με μαγνητογράφο.
Ρωγμές βάθους > 50 mm δύσκολα εκτιμώνται με ακρίβεια.
Η εκτίμηση επηρεάζεται σημαντικά από την παραμένουσα υγρασία και την πυκνότητα του
σκυροδέματος στην περιοχή της μέτρησης (ομοιομορφία). Οι μετρήσεις εκτελούνται σε ζεύγη
ανά 0,1 m κατά μήκος της ρωγμής και υπολογίζεται το μέσο βάθος και η τυπική απόκλιση.
3.4.2 Υπέρηχος συνεπιπέδων ακίδων
Η διαπίστωση της ύπαρξης ρωγμής με εφαρμογή υπερήχων είναι εφικτή όταν το μήκος της είναι
μεγαλύτερο από το πλάτος του κρυστάλλου-πομπού ή μεγαλύτερο από το μήκος κύματος του
υπέρηχου.
35 / 42
Υπάρχουν 3 βασικές τεχνικές εκτίμησης του βάθους της ρωγμής με υπερήχους συνεπιπέδων
ακίδων,
(α) Μέθοδος Tc-To
Η μέθοδος προϋποθέτει ότι η πυκνότητα του οπλισμού, η υγρασία και η θερμοκρασία στο
επίπεδο μέτρησης παραμένουν οι ίδιες.
(β) Μέθοδος Τ - Μέθοδος ασυνεχούς χρόνου
36 / 42
(γ) Η Μέθοδος BS - Βρετανική Μέθοδος
Η μέθοδος βρίσκει εφαρμογή σε ρωγμές που
δεν εμφανίζουν αλλαγή κατεύθυνσης κατά
βάθος. Ο πομπός και ο δέκτης τοποθετούνται
σε αποστάσεις 150 και 300 mm και
καταγράφονται οι χρόνοι απόκρισης (t1 και t2
αντίστοιχα). Η μέθοδος απαιτεί η πυκνότητα
οπλισμού, η υγρασία και η θερμοκρασία στο
επίπεδο μέτρησης να παραμένουν ίδιες. Οι
μετρήσεις γίνονται ανά 0,1 m κατά μήκος της
ρωγμής και υπολογίζονται οι μέσοι όροι των
χρόνων απόκρισης. Η μέση τιμή του βάθους d
δίδεται από την σχέση:
R- Wave Κύμα που διαδίδεται κατά μήκος της επιφάνειας του στοιχείου
S- Wave Κύμα που διαδίδεται στην μάζα του στοιχείου με αργό ρυθμό κάθετα προς το σήμα
P- Wave Κύμα που διαδίδεται στην μάζα του στοιχείου με γρήγορο ρυθμό παράλληλα προς το
σήμα.
Το κύμα P αντανακλάται για πρώτη φορά στην ακμή του στοιχείου και επιστρέφει στο σημείο της
αρχικής κρούσης, όπου βρίσκεται ένας δέκτης (transducer) παραμόρφωσης.
37 / 42
Το κύμα ανακλάται ξανά και ο κύκλος ξεκινάει και πάλι, υποβάλλοντάς το σε πολλαπλές
αντηχήσεις μεταξύ των δύο επιφανειών. Το τασικό κύμα παραμορφώσεων μετασχηματίζεται σε
πεδίο συχνοτήτων, λαμβάνοντας την μέγιστη τιμή του φάσματος. Τελικά το πάχος του στοιχείου
Τ προσδιορίζεται από την σχέση:
Η ακμή της ρωγμής λειτουργεί ως πηγή εκπομπής τασικών κυμάτων, οπότε με την ανάλυση της
περίθλασης (diffraction) του κύματος με χρονοσειρές μπορεί να υπολογισθεί και το βάθος της
ρωγμής.
Η τεχνική απαιτεί εξειδικευμένο και έμπειρο χειριστή του εξοπλισμού.
38 / 42
4. Εξοπλισμός εισπίεσης ενεμάτων
Χρησιμοποιείται για την εισπίεση ενέματος σε ρωγμές βάθους έως 50 mm υπό πίεση έως 1 bar.
Δεν είναι κατάλληλη για υλικά δύο 2 συστατικών ή μικροτσιμέντο. Η μέγιστη παροχή δεν
ξεπερνάει τα 0,25 lt/min.
39 / 42
4.3 Αντλία κλειστού τύπου (καζανάκι)
Χρησιμοποιείται για την εισπίεση ενέματος σε ρωγμές βάθους έως 500 mm ή/και μεγαλυτέρου
υπό πίεση έως 8 bar. Ιδιαίτερα αποδοτική για εισπίεση ενεμάτων εποξειδικών ρητινών.
Κατάλληλη για υλικά 2 συστατικών άλλα όχι για μικροτσιμέντο. Η μέγιστη παροχή δεν ξεπερνάει
τα 4,0 lt/min. Απαιτείται η χρήση αεροσυμπιεστή.
Χρησιμοποιείται για την εισπίεση ενέματος σε ρωγμές βάθους έως 100 mm υπό πίεση έως 5
bar. Ιδιαίτερα αποδοτική για εισπίεση ενεμάτων πολυουρεθάνης. Κατάλληλη για υλικά 2
συστατικών άλλα όχι για μικροτσιμέντο. Η μέγιστη παροχή δεν ξεπερνάει τα 2,0 lt/min.
40 / 42
4.5 Αντλία μικροτσιμέντου
Χρησιμοποιείται για την εισπίεση ενέματος σε ρωγμές βάθους έως 200 mm υπό πίεση έως 2
bar. Ιδιαίτερα αποδοτική για την εισπίεση ενεμάτων μικροτσιμέντου. Η μέγιστη παροχή δεν
ξεπερνάει τα 2,5 lt/min. Απαιτείται η χρήση ειδικού αναδευτήρα ενέματος.
41 / 42
Βιβλιογραφία
- EN 1504-5:2005 – Products and systems for the protection and repair of concrete
structures. Definition, requirements, quality control and evaluation of conformity. Part 5:
Concrete injection, CEN.
- Ministry of Transportation Ontario MTO, 2008, “Ontario Structure Inspection Manual”
- BS 1881: Part 203, Recommendations for measurement of the velocity of ultrasonic pulses
in concrete, London, 1986.
- ACI Committee 224. Causes, evaluation and repair of cracks in concrete structures, ACI
224.1R-07. American Concrete Institute, 2007
- ASTM C1383 - 15 Standard Test Method for Measuring the P-Wave Speed and the
Thickness of Concrete Plates Using the Impact-Echo Method
- SIKA – Concreting Joints, Cracks and Voids Injection (in Portuguese). SIKA Products and
Equipment Slideshow (provided by SIKA, September 2015).
- ISSA, Camille A.; DEBS, Pauls – Experimental Study of Epoxy Repairing of Cracks in
Concrete. Construction and Building Materials, vol. 21, pp. 157-163, 2007.
- SHASH, A.A – Repair of Concrete Beams - A Case Study. Construction and Building
Materials, vol. 19, pp. 75-79, 2005.
- Vic Roads 38, Cracks in Concrete, 2010
- Harrison, T. Early-Age Thermal Crack Control in Concrete; CIRIA: London, UK, 1981
- Issa, M.A.; Yousif, A.A.; Issa, M.A. Effect of Construction Loads and Vibrations on New
Concrete Bridge Decks. J. Bridge Eng. 2000, 5, 249–258
- Cement, Concrete and Aggregates Australia, Plastic Settlement Cracking, 2005
- Avanti Variable Pressure Application Technique (V-PAT) Summary: Field Guide
- B16 Repair of Concrete Cracks, Bridge Work Specification, 2014, Tasmanian Government
- Fib Structural Concrete, Volume 3: Textbook on behaviour, design and performance
- Zihai Shi, Crack Analysis in Structural Concrete Theory and Applications, BH publishers,
2015.
- ACI 503.7-07. Specification for Crack Repair by Epoxy Injection
- ΕΛΟΤ ΤΠ 1501-14-01-07-02: Πλήρωση ρωγμών σκυροδέματος μεγάλου εύρους
- Εκπαιδευτικό Υλικό προγράμματος εξειδίκευσης TUV Austria Hellas on EN 1504
42 / 42