You are on page 1of 5

ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ (ΣΧΟΛΙΑ)

9 Οκτωβρίου 2018 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

ΘΕΜΑ
Η θυσία της όμορφης γυναίκας του πρωτομάστορα για το στέριωμα και το στοίχειωμα (=θυσία
ανθρώπου για να προστατεύει ένα οικοδόμημα) της γέφυρας που εκείνος έκτιζε. Γενικότερο θέμα είναι η
ανάγκη της θυσίας της ατομικής ευτυχίας για την ωφέλεια του συνόλου.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1η: στίχοι 1-13 Το γκρέμισμα του γεφυριού και η προσταγή της μοίρας
2η: στίχοι 14-32 Το κάλεσμα της γυναίκας του πρωτομάστορα και το κατέβασμά της στο γιοφύρι
3η: στίχοι 33-34 Το χτίσιμο-στοίχειωμα της γυναίκας του πρωτομάστορα
4η: στίχοι 35-40 Η κατάρα της γυναίκας του πρωτομάστορα
5η: στίχοι 41-46 Η αλλαγή της κατάρας και το στέριωμα του γεφυριού
ΚΥΡΙΟ ΝΟΗΜΑ
Για να στεριώσει ένα σημαντικό κτίσμα, είναι απαραίτητο να θυσιαστεί άνθρωπος στα θεμέλιά του.
Γενικότερα, για να πραγματοποιηθεί ένα έργο, χρειάζεται θυσία και μάλιστα τόσο μεγαλύτερη, όσο
μεγαλύτερο είναι και το έργο.
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

 Οι θυσίες που απαιτούνται για τα μεγάλα έργα.


 Το συναίσθημα ευθύνης του πρωτομάστορα και το κόστος που υφίσταται στην προσωπική και
οικογενειακή του ζωή.
 Η δύναμη της κατάρας είναι πολύ μεγάλη και επηρεάζει τη ζωή των ζωντανών.
 Η δύναμη της αδερφικής αγάπης.
 Ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αποφύγει το πεπρωμένο του.

ΗΡΩΕΣ
Ο πρωτομάστορας, η γυναίκα του, μάστοροι και μαθητάδες.
ΤΟΠΟΣ
Κάποιο ποτάμι δίπλα στην Άρτα, όπου χτίζεται το γεφύρι.
ΧΡΟΝΟΣ
Δεν ορίζεται.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ
α) Με το στόμα του μεταφέρεται η εντολή της μοίρας που μοιάζει με αρχαίο χρησμό για να δοθεί λύση
στο αδιέξοδο.
β) Θα βοηθήσει και στην εκτέλεση της εντολής της μοίρας για την εξέλιξη της πλοκής: θα ειδοποιήσει τη
γυναίκα του πρωτομάστορα και, μάλιστα, θα επισπεύσει την εντολή της μοίρας, παραποιώντας έξυπνα
τα λόγια του πρωτομάστορα.
ΜΑΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΣΥΝΤΕΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
α) Η γέφυρα γκρεμίζεται αυτόματα και επαναληπτικά, χωρίς αιτία και μόνο τις βραδινές ώρες (τότε
δρουν οι μαγικές δυνάμεις). Έτσι δημιουργείται η ανάγκη να παρουσιαστεί το πουλί για να δώσει τη
λύση.
β) Τη λύση του προβλήματος τη γνωρίζει ένα πουλί, το οποίο μάλιστα μιλάει σαν άνθρωπος και
υποδεικνύει τι πρέπει να γίνει. Η εμφάνιση του πουλιού προετοιμάζει το μήνυμα που θα στείλει ο
πρωτομάστορας στη γυναίκα του.
γ) Το ίδιο πουλί (ή κάποιο άλλο δεν ξέρουμε) έχοντας ανθρώπινη λαλιά, μεταφέρει το μήνυμα του
πρωτομάστορα στη λυγερή. Αυτό το μαγικό στοιχείο συντελεί στη φυσιολογική εξέλιξη της υπόθεσης του
δράματος που είναι η άφιξη στη συνέχεια της γυναίκας του πρωτομάστορα.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΠΤΩΣΕΙΣ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ
Στην ψυχή του συντελείται μια δραματική σύγκρουση που περνάει από ορισμένα στάδια. Υπάρχει πάλη
ανάμεσα σε αυτό που θέλει και αυτό που πρέπει να κάνει. Αυτό προκαλεί ηθικά διλήμματα και απότομες
εναλλαγές έντονων συναισθημάτων. Νιώθει μεγάλο πόνο με την ιδέα ότι πρέπει να θυσιάσει τη γυναίκα
του και συγκρούεται μέσα του η αγάπη με το καθήκον αφού είναι υποχρεωμένος να ολοκληρώσει το
έργο του. Κρίνει από την αρχή ότι δεν έχει περιθώρια να αντισταθεί στη φωνή του πουλιού που είναι η
φωνή της μοίρας και αποφασίζει άμεσα να στείλει το μήνυμα στη γυναίκα του να έρθει. Επειδή τη
λυπάται, της παραγγέλνει να μη βιαστεί για να καθυστερήσει το μοιραίο. Ύστερα από τη λύπη, έρχεται η
συμπόνια όταν βλέπει την ανυποψίαστη γυναίκα του να χαιρετάει ευδιάθετα. Αλλά και πάλι το «δέον»,
δηλαδή το «πρέπει» νικάει την αγάπη του. Δεν υποκύπτει στα παρακάλια της γυναίκας του, αλλά
πρωτοστατεί στη θανάτωσή της.
ΑΡΓΑ-ΓΡΗΓΟΡΑ
Η χρήση της λέξης «αργά» από τον πρωτομάστορα δείχνει την κρυφή και μάταιη ελπίδα του για
αποτροπή του κακού ή έστω την αναβολή του, ώστε να κερδηθεί χρόνος. Ωστόσο, η παραποίησή της
από το πουλί υποδηλώνει την αναπότρεπτη δύναμη της μοίρας.
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΠΤΩΣΕΙΣ ΛΥΓΕΡΗΣ
Εκτός από τον πρωτομάστορα, τραγικό πρόσωπο είναι και η γυναίκα του. Η χαρά, η αγάπη και το
ενδιαφέρον για τον άντρα την ώρα της άφιξης που φαίνονται στον χαιρετισμό, σκιάζεται από την κακή
διάθεση και τη θλίψη του άντρα της. Επίσης, την προθυμία της να κατεβεί ανυποψίαστη στο ποτάμι, τη
διαδέχεται η αγωνία και ο πανικός, όταν αντιλαμβάνεται την απάτη και την παγίδα που της έχει στήσει.
Αντιδρά παρακαλώντας με παράπονο και τρυφερότητα και εκφράζοντας την πικρία της για το
οικογενειακό της δράμα. Όταν διαπιστώνει ότι η θυσία της είναι αναπότρεπτη, εκφράζει κατάρες με
αγανάκτηση. Τότε της θέτουν το εκβιαστικό δίλημμα: αν επιμείνει στις κατάρες, θα θέσει σε κίνδυνο τη
ζωή του αδερφού της. Από τη σύγκρουση θα βγει νικητής η αδελφική αγάπη ενώ οι κατάρες θα
μετατραπούν σε ευχές.
ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Η βέρα λειτουργεί ως δόλωμα και αποτελεί σύμβολο του ιερού συζυγικού δεσμού.
ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ
Όλοι γνωρίζουν την τραγική μοίρα της λυγερής εκτός από την ίδια.
ΓΛΩΣΣΑ
Είναι απλή δημοτική με κάποιες ιδιόμορφες και σπάνιες λέξεις (ιδιωματισμοί) που, όμως, δε
δυσκολεύουν το νόημα. Όπως σε όλα τα δημοτικά τραγούδια, κυριαρχούν τα ρήματα και τα ουσιαστικά,
τα επίθετα είναι ελάχιστα, ενώ η σύνταξη είναι παρατακτική, με σύντομες προτάσεις. Αξιοσημείωτη είναι
η χρήση του δραματικού ενεστώτα δίνει παραστατικότητα και ζωντάνια στην αφήγηση. Πιο
συγκεκριμένα ο δραματικός ενεστώτας στους στίχους 33-34 (πιχάει, παίρνει, ρίχνει) υποδηλώνει την
ταχύτητα του κτισίματος της λυγερής. Ο πρωτομάστορας ρίχνει μέγα λίθο πρωτοστατώντας στη θυσία
της γυναίκας του. Ίσως όμως επισπεύδει τον θάνατό της ώστε να συντομευθεί ο χρόνος του μαρτυρίου
της πράγμα που οφείλεται στην αγάπη του γι’ αυτήν.
ΥΦΟΣ
Το ύφος είναι λιτό χωρίς γλωσσικά στολίδια και πολλούς προσδιορισμούς.
Γίνεται ζωηρό και δραματικό με τη χρήση των εικόνων, του δραματικού ενεστώτα και του διαλόγου.
Επίσης, το κάνουν γοργό (γρήγορο) τα ασύνδετα σχήματα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Τριτοπρόσωπος, παντογνώστης. Δεν συμμετέχει στην ιστορία.
ΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ο αφηγητής παρουσιάζει τα γεγονότα της ιστορίας από την αρχή ως το τέλος της ιστορίας, με τη σειρά
με την οποία διαδραματίστηκαν (γραμμική αφήγηση).
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Αφήγηση: παρουσιάζει την εξέλιξη των γεγονότων, αλλά είναι απρόσωπη και συχνά μονότονη και
ψυχρή.
Διάλογος: κατέχει μεγάλο μέρος του τραγουδιού, είναι σύντομος και φυσικός και δίνει ζωντάνια και
ζωηρότητα στον λόγο. Ο διάλογος παρουσιάζει με δραματικότητα τις δράσεις, τα συναισθήματα και τις
συγκρούσεις των προσώπων.
ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΗ
Ο στίχος είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, χωρίς ομοιοκαταληξία.
ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ
Εικόνες ζωντανές και σκληρές ώστε να αποδίδουν ζωηρά τις σκηνές (στίχοι 3, 33-34, 39-40, 44-46).
Ασύνδετα 3, 5, 6, 11, 16.
Επαναλήψεις: αργά/ γοργά/ εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να βρω.
Παρήχηση: του ρ στους στίχους 12, 17, 39.
Πρωθύστερο: «αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί».
Νόμος των τριών: εκφράζεται σε δύο στίχους, όπου στον ένα περιέχονται οι δύο έννοιες και στον άλλο
που είναι ο σπουδαιότερος, τα καλύτερα ή τα χειρότερα. Στίχοι 7-8, 33-34, 37-38.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΟΜΟΙΩΝ ΔΡΑΜΑΤΩΝ
Ο Αβραάμ που έπρεπε να θυσιάσει το μοναχοπαίδι του, τον Ισαάκ, υπακούοντας την εντολή του Θεού.
Ο Αγαμέμνονας που έπρεπε να θυσιάσει την κόρη του την Ιφιγένεια κατ’ εντολή της θεάς Άρτεμης.
Παράλληλο κείμενο

Του νεκρού αδελφού (παραλογή)

Η υπερφυσική ιστορία του νεκρού αδελφού, που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μάνας, για
να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε, είχε, όπως μαρτυρούν οι πολλές παραλλαγές, ευρύτατη
διάδοση όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στους βαλκανικούς και τους άλλους λαούς της
Ευρώπης.
Η προέλευση του τραγουδιού αυτού έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι
το τραγούδι είναι από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια και πλάστηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην
περιοχή της Μ. Ασίας. Ακόμη υποστηρίζεται ότι ο μύθος του συνδέεται με την αρχαία μυθολογία, την
επάνοδο του Άδωνη στη γη ή την ιστορία της Δήμητρας και της Κόρης.

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,


την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
5 στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
10 στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
– Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
15 – Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».Και σαν την
επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
20 κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
25 οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
30 η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
35 και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.Παίρνει
τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
– Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.
40 – Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,


δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
45 «Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
– Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας
λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
50 να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
– Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
– Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
– Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
55 – Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
60 Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.
– Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά
σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
65 – Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».

Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.


Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
70 Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
75 Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
80 κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
– Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
– Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
– Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

You might also like