Professional Documents
Culture Documents
Συμπράττων φορέας:
ΠΑΚΕΤΟ 1: Θεωρίες Μάθησης και Διδακτική Μεθοδολογία Επιμορφωτικό Υλικό
Περιεχόμενα
1. Προοίμιο ........................................................................................................................ 4
2. Εισαγωγικά ..................................................................................................................... 9
6.3 Η συμβολή του εποικοδομισμού στον σχεδιασμό μαθησιακών περιβαλλόντων με ΤΠΕ .........19
6.4.1 Προσομοιώσεις...................................................................................................21
7.4.2 Χαρακτηριστικά και εφαρμογές της στρατηγικής της διαφοροποιημένης διδασκαλίας ....27
9. Βιβλιογραφία – Δικτυογραφία...........................................................................................35
1. Προοίμιο
Το παρόν επιμορφωτικό υλικό δημιουργήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες της «Προχωρημένης
Επιμόρφωσης για την Αξιοποίηση και Εφαρμογή των Τ.Π.Ε. στη διδακτική πράξη» (Επιμόρφωση Β2
επιπέδου ΤΠΕ) που υλοποιείται σε Κέντρα Στήριξης Επιμόρφωσης (Κ.Σ.Ε.) σε όλη την Ελλάδα, για
εκπαιδευτικούς όλων των κλάδων και ειδικοτήτων. Η αρχική ανάπτυξη και στη συνέχεια, η
επικαιροποίηση και ο εμπλουτισμός του επιμορφωτικού υλικού έγινε αντίστοιχα στο πλαίσιο των
πράξεων «Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών για την Αξιοποίηση και Εφαρμογή των Ψηφιακών Τεχνολογιών
στην Διδακτική Πράξη (Επιμόρφωση Β’ επιπέδου Τ.Π.Ε.)» και «Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών για την
Αξιοποίηση και Εφαρμογή των Ψηφιακών Τεχνολογιών στην Διδακτική Πράξη (Επιμόρφωση Β’
επιπέδου Τ.Π.Ε.)/ Β’ κύκλος», http://e-pimorfosi.cti.gr, του Επιχειρησιακού Προγράμματος
«Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού – Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση», με τη συγχρηματοδότηση
της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, ΕΣΠΑ 2014-2020) και του Ελληνικού
Δημοσίου.
Το επιμορφωτικό υλικό Β2 επιπέδου Τ.Π.Ε. είναι διαφορετικό για κάθε συστάδα και περιλαμβάνει
υλικό μελέτης-αναφοράς και εκπαιδευτικές δραστηριότητες, ενώ εν γένει συνοδεύεται από
υποστηρικτικό και άλλο πρόσθετο υλικό (οδηγίες προς τους επιμορφωτές και προς τους
επιμορφούμενους, αρχεία παρουσιάσεων κ.ά.). Διατίθεται και αξιοποιείται στο πλαίσιο της
επιμόρφωσης με τη μορφή «μαθήματος»/ e-course (ένα ανά συστάδα), μέσω της πλατφόρμας
ηλεκτρονικής μάθησης του έργου, η οποία βασίζεται στο ελεύθερο λογισμικό ανοικτού κώδικα
moodle.
Συντάχθηκε υπό την επίβλεψη και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ειδικού Επιστημονικού
Συμβουλίου1 του Ι.Τ.Υ.Ε. – «Διόφαντος», το οποίο έχει συσταθεί με την υπ’ αριθ. Π568/28.07.2011
1
Το Επιστημονικό Συμβούλιο του Ι.Τ.Υ.Ε.-«Διόφαντος» για την επιμόρφωση, αποτελείται από τους Καθηγητές: i) Χαράλαμπο
Ζαγούρα, Πανεπιστήμιο Πατρών, ο οποίος έχει την ευθύνη συντονισμού των εργασιών του Συμβουλίου, ii) Βασίλειο
Δαγδιλέλη, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, iii) Βασίλειο Κόμη, Πανεπιστήμιο Πατρών, iv) Δημήτριο Κουτσογιάννη, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, v) Πολυχρόνη Κυνηγό, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και vi) Δημήτριο Ψύλλο,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Απόφαση, και στην παρούσα Πράξη λειτουργεί ως εξειδικευμένο επιστημονικό συμβουλευτικό όργανο
του Ι.Τ.Υ.Ε. - «Διόφαντος», δικαιούχου φορέα υλοποίησης της Πράξης.
Συμπληρωματικά και για την κάλυψη των απαιτήσεων των «νέο»-εισερχόμενων στην επιμόρφωση
κλάδων / ειδικοτήτων εκπαιδευτικών (βλ. παραπάνω, συστάδες Β2.7 έως Β2.13), στο πλαίσιο της
παρούσας Πράξης λειτουργεί ευρύτερη Επιστημονική Επιτροπή, η οποία αποτελείται από τους
παρακάτω Καθηγητές, επιστημονικούς συνεργάτες του δικαιούχου (Ι.Τ.Υ.Ε. – «Διόφαντος»), καθώς
και του συμπράττοντα φορέα υλοποίησης της Πράξης (Ι.Ε.Π.):
Χαράλαμπο Ζαγούρα, Πανεπιστήμιο Πατρών, ο οποίος έχει την ευθύνη συντονισμού των
εργασιών της Επιτροπής
Παναγιώτη Αντωνίου, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για τη
Συστάδα «Φυσική Αγωγή και Υγεία»
Βασίλειο Δαγδιλέλη, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για τη συστάδα
«Πληροφορική»
Χαράλαμπο Καραγιαννίδη, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για τη
συστάδα «Ειδική Αγωγή»
Βασίλειο Κόμη, Πανεπιστήμιο Πατρών, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για τις συστάδες
«Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση – Δάσκαλοι» και «Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση – Νηπιαγωγοί»
Δημήτριο Κουτσογιάννη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ως Επιστημονικά
Υπεύθυνο για τη συστάδα «Φιλολογικά»
Πολυχρόνη Κυνηγό, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο
για τη συστάδα «Μαθηματικά»
Βασιλική Μητσικοπούλου, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ως Επιστημονικά
Υπεύθυνη για τη συστάδα «Ξένες Γλώσσες»
Σπύρο Παπαδόπουλο, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για τη συστάδα
«Καλές Τέχνες»
Κυπαρισσία Παπανικολάου, Ανωτάτη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης ως
Επιστημονικά Υπεύθυνη για τη συστάδα «Εκπαιδευτικοί Μηχανικοί»
Παναγιώτη Σιμιτζή, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για τη
συστάδα «Επαγγέλματα Γης»
Ιωάννη Τσίρμπα, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για
τη συστάδα «Οικονομία, Διοίκηση και Κοινωνικές Επιστήμες»
Δημήτριο Ψύλλο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Επιστημονικά Υπεύθυνο για τη
συστάδα «Φυσικές Επιστήμες»
Ειδικότερα, το Επιμορφωτικό Υλικό Β2 επιπέδου ΤΠΕ της Συστάδας Β2.4: Πληροφορικής.
δημιουργήθηκε από συγγραφική ομάδα με επιστημονικώς υπεύθυνο τον κ. Βασίλειο Δαγδιλέλη αφ.
Καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και συμμετέχοντες τους:
Αλεξούδα Γεωργία, Πληροφορικό
Λεύκο Ιωάννη, μέλος Ε.ΔΙ.Π. Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Μαλλιαράκη Χρήστο, Πληροφορικό
Στο παρόν υλικό έχει κατάλληλα ενσωματωθεί ένα μέρος κοινού υλικού για όλες τις συστάδες (Γενικό
Μέρος2), που αναπτύχθηκε για την Εκπαίδευση Επιμορφωτών Β’ επιπέδου Τ.Π.Ε. στο πλαίσιο της
2
Στην αρχική του μορφή το Γενικό Μέρος του Επιμορφωτικού υλικού δημιουργήθηκε από
συγγραφική ομάδα, με επικεφαλής τον Βασίλη Δαγδιλέλη, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
και συμμετέχοντες τους:
Καψάλη Αχιλλέα, πρώην Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Παπαδόπουλο Ιωάννη, Επίκουρο Καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Φαχαντίδη Νικόλαο, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Tαμπούρη Ευθύμιο, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Στην παρούσα έκδοση του Επιμορφωτικού Υλικού Γενικού Μέρους έχουν συμβάλει τα μέλη του
Επιστημονικού Συμβουλίου Βασίλειος Δαγδιλέλης, Βασίλειος Κόμης, Δημήτριος Κουτσογιάννης,
Πολυχρόνης Κυνηγός, Δημήτριος Ψύλλος, καθώς και οι εξής:
Σταυρούλα Αντωνοπούλου, υποψήφια διδάκτωρ Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας, ΑΠΘ
Μαριάνθη Γριζιώτη, εκπαιδευτικός ΠΕ86 (ΠΕ19/20),
Ελισάβετ Καλογερία, εκπαιδευτικός ΠΕ03,
Ελένη Κουστριάβα, Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας,
Χρήστος Μάλλιαρης, εκπαιδευτικός ΠΕ03,
Μάριος Ξένος, εκπαιδευτικός ΠΕ86 (ΠΕ19/20),
Γεώργιος Πανσεληνάς, εκπαιδευτικός ΠΕ86 (ΠΕ19/20),
Γεώργιος Σκουντζής, εκπαιδευτικός ΠΕ70,
Μάριος Σπάθης, εκπαιδευτικός ΠΕ03,
Αθανάσιος Ταραμόπουλος, εκπαιδευτικός ΠΕ04
Κατά τη δημιουργία του υλικού αυτού, χρησιμοποιήθηκαν πόροι από το αντίστοιχο εκπαιδευτικό και
επιμορφωτικό υλικό της εκπαίδευσης των επιμορφωτών Β’ επιπέδου Τ.Π.Ε. στα ΠΑ.Κ.Ε. και
εκπαιδευτικών στα Κέντρα Στήριξης της Επιμόρφωσης (Κ.Σ.Ε.) που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο
προηγούμενων σχετικών έργων επιμόρφωσης Β’ επιπέδου ΤΠΕ*. Επομένως, στη δημιουργία του
υλικού αυτού συνέβαλαν έμμεσα και όσοι είχαν συνεργαστεί στη δημιουργία του υλικού για την
εκπαίδευση των επιμορφωτών στα ΠΑ.Κ.Ε. και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στα Κ.Σ.Ε. στο
πλαίσιο των έργων αυτών και οι οποίοι αναφέρονται αναλυτικά στα αντίστοιχα κείμενα
επιμορφωτικού υλικού που δημοσιεύονται στους αντίστοιχους κόμβους ενημέρωσης *.
* Πράξη: «Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών στη χρήση και αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην
εκπαιδευτική διδακτική διαδικασία", ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ, Γ' ΚΠΣ, http://b-epipedo.cti.gr
Πράξεις: «Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών για την αξιοποίηση και εφαρμογή των Τ.Π.Ε. στη Διδακτική πράξη», Επιχειρησιακό
Πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση», ΕΣΠΑ 2007-2013, http://b-epipedo2.cti.gr
παραπάνω αναφερόμενης πράξης «Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών για την Αξιοποίηση και Εφαρμογή των
Ψηφιακών Τεχνολογιών στην Διδακτική Πράξη (Επιμόρφωση Β’ επιπέδου Τ.Π.Ε.)».
Το επιμορφωτικό υλικό Β2 επιπέδου Τ.Π.Ε., αποτελεί ιδιοκτησία του ΥΠΑΙΘ και καλύπτεται από την
ισχύουσα νομοθεσία για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών.
Επίσης, στο παρόν κεφάλαιο («ΠΑΚΕΤΟ 1») ενσωματώθκε υλικό του επιπέδου Β1 (γενικό μέρος, νέα
έκδοση) και επομένως θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι σχετικές σημειώσεις του αντίστοιχου
προιμόυ.
2. Εισαγωγικά
Το παρόν κείμενο αποτελεί μια πολύ συνοπτική εισαγωγή στις θεωρίες μάθησης και τη διδακτική
μεθοδολογία. Μέσα στον περιορισμένο χώρο που διατίθεται, η εισαγωγή αυτή περιορίζεται
αναγκαστικά σε αναφορές σε πολύ κεντρικά θέματα, τα οποία μελετώνται π. ολύ επιγραμματικά.
Παρατίθεται ωστόσο και μια σχετικά εκτεταμένη βιβλιογραφία και άλλοι ψηφιακοί πόροι, που
επιτρέπουν την περαιτέρω μελέτητων σχετικών θεμάτων.
Στο επίκεντρο της σχολικής εργασίας βρίσκεται η συμπεριφορά του μαθητή, την οποία προσπαθεί να
μεταβάλει ο εκπαιδευτικός κατά τρόπο συνειδητό, σχεδιασμένο και προγραμματισμένο. Το σύνολο
αυτών των δραστηριοτήτων το ονομάζουμε «διδασκαλία». Εννοείται ότι η διδασκαλία λαμβάνει χώρα
όχι ανεξάρτητα από την μάθηση. Είναι μάλλον άτοπο να λέει ένας εκπαιδευτικός ότι παρουσίασε
στους μαθητές του ένα θέμα, ότι τους δίδαξε ένα θέμα, αλλά οι μαθητές δεν το έμαθαν. Στην
περίπτωση αυτή ο εκπαιδευτικός αυτός θεωρεί την διδασκαλία του και την μάθηση των μαθητών του
ως δύο διαφορετικές και σαφώς διακριτές διαδικασίες. Αυτό όμως δεν ισχύει, όπως δεν ισχύει ο
ισχυρισμός ενός πωλητή ότι πούλησε ένα εμπόρευμα, αλλά κανείς πελάτης δεν το έχει αγοράσει.
της εξωτερικής συμπεριφοράς των οργανισμών, την οποία μπορούμε να συλλάβουμε και να
μελετήσουμε με πειραματικές μεθόδους.
Από την σκοπιά της συμπεριφορικής μάθησης το μείζον πρόβλημα της διδασκαλίας είναι να συλλέξει ο
εκπαιδευτικός και να παρουσιάσει στους μαθητές τα σωστά ερεθίσματα, στα οποία θα επικεντρώσει
την προσοχή και την προσπάθεια, ώστε να αποκτήσουν οι μαθητές επιθυμητές ικανότητες και
δεξιότητες, συσχετίζοντας τις νέες πληροφορίες με ό,τι ήδη ξέρουν. Για να γίνει αυτό με επιτυχία,
πρέπει να δεχθούμε ως βασική αρχή της διδασκαλίας τον τεμαχισμό του μαθήματος σε
μικρές ενότητες ή ακόμη και στοιχεία.
Καταλήγοντας πρέπει να σημειώσουμε ότι ο συμπεριφορισμός είναι ένας γενικός όρος ο οποίος
στεγάζει διάφορες προσεγγίσεις, οι οποίες αποδέχονται τρεις τουλάχιστον βασικές αρχές και
πεποιθήσεις:
α. Η μελέτη της μάθησης πρέπει να επικεντρώνεται στην παρατηρήσιμη συμπεριφορά και όχι σε
εσωτερικά πνευματικά φαινόμενα και γεγονότα ή σε γλωσσικές αναπαραστάσεις γεγονότων.
β. Η μελέτη της συμπεριφοράς πρέπει να αρχίζει με τα πιο απλά στοιχεία της, δηλ. με ειδικά
ερεθίσματα και ειδικές αντιδράσεις.
γ. Η διαδικασία της μάθησης οδηγεί σε μεταβολή της συμπεριφοράς.
Είναι προφανές ότι η επικέντρωση της προσοχής των συμπεριφοριστών στην μελέτη της ανοιχτής
συμπεριφοράς, η οποία μπορεί να παρατηρηθεί και να μετρηθεί, από την μια μεριά στενεύει πολύ το
αντικείμενο και δεν επιτρέπει την μελέτη του ευρύτατου φάσματος των φαινομένων της μάθησης.
Από την άλλη μεριά περιορίζει την έρευνα σε επιφανειακά στοιχεία και χαρακτηριστικά της μάθησης
και δεν της επιτρέπει να εισέλθει στην ουσία του φαινομένου. Παρόλα αυτά η συμπεριφορικής
προσέγγιση έχει πολλές εφαρμογές σε θέματα σχολικής μάθησης αλλά και διαχείρισης της σχολικής
τάξης.
Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η μάθηση όμως αυτή δεν αποτελεί μια φάση από την οποία περνάει
οπωσδήποτε κάθε διαδικασία της μάθησης. Συνήθως καταλήγουμε στην μορφή αυτή της μάθησης,
όταν κανένα άλλο στοιχείο της εμπειρίας δεν μπορεί να μας βοηθήσει στην εύρεση της λύσης ή όταν
υπάρχουν τέτοια στοιχεία προηγούμενης εμπειρίας, εμείς όμως δεν μπορούμε να τα συνδυάσουμε με
το πρόβλημά μας. Κατά κανόνα λοιπόν περιμένουμε από τους μαθητές να οργανώσουν τη σκέψη τους
προκειμένου να επιλύσουν ένα πρόβλημα ως συνέπεια συλλογισμών και όχι μέσα από συνδυασμούς
δοκιμών-λαθών.
παράγει ένα αποτέλεσμα ως εξερχόμενο προϊόν (output). Το ίδιο κάνει και ο άνθρωπος. Όταν έχει
π.χ. να επιλύσει ένα μαθηματικό πρόβλημα, χρησιμοποιεί σύμβολα με την μορφή αριθμών και
γραπτής γλώσσας (input), επεξεργάζεται το πρόβλημα και παράγει μια λύση (output). Τα σύμβολα
του υπολογιστή είναι δυαδικά ψηφία, του ανθρώπου είναι συνήθως η προφορική και η γραπτή
γλώσσα και οι αριθμοί.
5.1.6 Η άσκηση
Η πιο αποτελεσματική μέθοδος για την καλή απομνημόνευση είναι η άσκηση και η επανάληψη. Οι
σχετικές έρευνες αλλά και η καθημερινή πείρα δείχνουν ότι η επανάληψη εξασφαλίζει την
συγκράτηση και η άσκηση βελτιώνει την απομνημόνευση. Για αυτό και λέγεται συχνά ότι η
επανάληψη είναι η μήτηρ της μαθήσεως.
έκφραση των προσωπικών ικανοτήτων και των ατομικών διαφορών των μαθητών. Ο εκπαιδευτικός
παύει πια να μεταδίδει την γνώση, αλλά βοηθάει το παιδί στην γνωστική του ανάπτυξη. Δεν
είναι απλώς πομπός της γνώσης, αλλά καταλύτης ανώτερων γνωστικών διεργασιών, έχοντας
επίγνωση ότι η σκέψη δεν είναι βέβαια κάτι που διδάσκεται, οπωσδήποτε όμως κάτι που ασκείται.
η φάση των αφηρημένων γνωστικών λειτουργιών (11-15 έτη περίπου). Το παιδί (ο έφηβος
πια) κατακτά σταδιακά την αφηρημένη σκέψη. Κατά την φάση αυτή το παιδί κατακτά έναν νέο
τρόπο σκέψης, έναν τρόπο ο οποίος δεν είναι περιορισμένος πια αποκλειστικά στις ενέργειες
με συγκεκριμένα αντικείμενα, αλλά χρησιμοποιεί πολύπλοκους υποθετικούς συνδυασμούς,
προτάσεις και συλλογισμούς με βάση τους οποίους καταλήγει σε συμπεράσματα, χωρίς να είναι
απαραίτητο να ελέγξει και να πεισθεί για την ορθότητα ή το αβάσιμό τους. Το παιδί έχει
υπερβεί οριστικά το στάδιο του εγωκεντρισμού και είναι πλέον σε θέση να βλέπει τα πράγματα
και από την σκοπιά των άλλων. Η αντιστρεψιμότητα της σκέψης το βοηθά να σχηματίζει
σύνθετες έννοιες και να εκφέρει αιτιολογημένες προτάσεις. Η ελεύθερη χρήση υποθετικών
συλλογισμών εξάλλου του δίνει την δυνατότητα να προσεγγίζει την λύση ενός προβλήματος
από όλες τις πλευρές και τις οπτικές γωνίες και να μελετά όλες τις εναλλακτικές πιθανότητες.
γνώσης (αναπαριστώντας τις ιδέες, την κατανόηση και τις παραστάσεις των μαθητών), να επιτρέπουν
διερευνήσεις (για πρόσβαση στην απαιτούμενη πληροφορία, για σύγκριση με άλλες προοπτικές και
όψεις του κόσμου), να υποστηρίζουν τη μάθηση μέσω πράξης (προσομοιώνοντας πραγματικά
προβλήματα και καταστάσεις) και να αποτελούν νοητικούς συνεργάτες (υποστηρίζοντας την έκφραση
και τη σύνδεση των γνώσεων) (Jonassen, 1996). Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η θεωρία της
ανακαλυπτικής μάθησης.
Τελευταία, ο Bruner προσάρμοσε τις απόψεις του δίνοντας έμφαση στο πολιτισμικό και το κοινωνικό
πλαίσιο ανάδυσης των γνωστικών διεργασιών (Bruner, 1997). Κάτω από το πρίσμα αυτό, ο Bruner
εντάσσεται στην κοινωνικοπολιτισμική θεώρηση της μάθησης και συναντά τους εκπροσώπους της
σοβιετικής ψυχολογικής σχολής.
Συμπερασματικά, ο εποικοδομισμός συνιστά σήμερα ένα από τα κυρίαρχα μοντέλα στο σχεδιασμό
σύγχρονου εκπαιδευτικού λογισμικού. Βασικός στόχος ενός τέτοιου εκπαιδευτικού λογισμικού είναι να
παρέχει αυθεντικές μαθησιακές δραστηριότητες ενταγμένες σε διαδικασίες επίλυσης
προβλημάτων από τον πραγματικό κόσμο ώστε να γεφυρώνεται το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στο
σχολείο και στις δραστηριότητες έξω από το σχολείο.
Πρέπει επίσης να ενθαρρύνει την έκφραση και την προσωπική εμπλοκή στη μαθησιακή
διαδικασία. Παράλληλα, πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το γεγονός ότι το κοινωνικό πλαίσιο και η
κοινωνική αλληλεπίδραση ευνοούν τις γνωστικές κατασκευές (αρχή που εκφράζεται κυρίως στο
πλαίσιο του κοινωνικού οικοδομισμού). Για το σχεδιασμό εποικοδομηστικών μαθησιακών
περιβαλλόντων με υπολογιστή, σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο S. Papert (Papert, 1980, Papert, 1991),
ο οποίος συγκρότησε το μοντέλο του για τη μάθηση αξιοποιώντας, κυρίως, την επιστημολογική
θεωρία του Piaget και τις θεωρίες της τεχνητής νοημοσύνης και, δευτερευόντως, τις έρευνες που
έγιναν για την οικοδόμηση των γνώσεων σε διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια.
Ο Papert, όπως και ο Piaget, αναγνωρίζει τη μάθηση όχι ως απόρροια της μεταβίβασης της γνώσης
από το δάσκαλο στο μαθητή, αλλά ως προϊόν της δόμησης και της αναδόμησης της γνώσης από το
ίδιο το παιδί. Η μάθηση ως αποτέλεσμα της ανακάλυψης και της δόμησης εννοιών και κανόνων
συνιστά ενεργητική διαδικασία, κατά την οποία το πρόσωπο που δρα σκέπτεται γύρω από αυτή τη
δράση. Ο Papert, όμως, πάει πιο πέρα από τον Piaget υποστηρίζοντας ότι η μάθηση είναι ιδιαίτερα
αποτελεσματική όταν πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας πλούσιας και συγκεκριμένης δραστηριότητας,
κατά την οποία ο μαθητής πειραματίζεται κατασκευάζοντας ένα προϊόν που έχει νόημα για τον ίδιο.
Τέτοιου τύπου πλαίσια προσφέρουν, κατά τον Papert, οι υπολογιστικοί μικρόκοσμοι.
Μικρόκοσμοι (Microworlds)
Ως ιδέα, ένας «μικρόκοσμος» συνίσταται από ένα σύνολο συγκεκριμένων και αφηρημένων
αντικειμένων και σχέσεων καθώς και ένα σύνολο λειτουργιών που επιδρούν πάνω στα
αντικείμενα, τροποποιώντας τις σχέσεις τους και δημιουργώντας νέα αντικείμενα.
Ως εφαρμογή, είναι ένα ανοικτό υπολογιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ο μαθητής μπορεί
να εξερευνήσει ένα χώρο με ένα ελάχιστο συμβουλών, συνδυάζοντας, συνήθως τις εντολές
κάποιας γλώσσας προγραμματισμού. Το πιο κλασικό παράδειγμα προγραμματιστικού
μικρόκοσμου είναι το περιβάλλον της γλώσσας Logo, στο πλαίσιο της οποίας οι μαθητές
λύνουν προβλήματα κατασκευάζοντας μικρά προγράμματα. Η γλώσσα αυτή
χρησιμοποιήθηκε (και χρησιμοποιείται ακόμα) ως ένα τυπικό παράδειγμα ανακαλυπτικού
περιβάλλοντος μάθησης.
Πάνω στις απόψεις του Piaget αναπτύχθηκε η παιδαγωγική θεωρία της Logo, η οποία βασίζεται σε δύο
κύρια επιχειρήματα του εμπνευστή της S. Papert (Papert, 1980). Πρώτον, η εμπειρία στο
προγραμματιστικό περιβάλλον της Logo οδηγεί στην απόκτηση γενικών γνωστικών δεξιοτήτων
επίλυσης προβλημάτων, δεξιότητες που μπορούν να μεταφερθούν σε άλλους γνωστικούς χώρους.
Δεύτερον, η Logo συνιστά ένα ιδανικό χώρο για τη μάθηση βασικών μαθηματικών εννοιών όπως οι
γωνίες, τα πολύγωνα, οι μεταβλητές, η αναδρομικότητα, κλπ. Η χρήση της προσφέρει κατ’ αυτόν τον
τρόπο ένα νέο τύπο μαθησιακού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο το άτομο μπορεί να οδηγηθεί στην
οικοδόμηση σκέψεων πάνω στις ίδιες του τις πράξεις.
Εντούτοις, ο Papert προχώρησε πολύ πιο πέρα από τις κλασσικές εποικοδομηστικές προσεγγίσεις
δημιουργώντας τη λεγόμενη κονστρακτιονιστική (constructionist) ή κατασκευαστική προσέγγιση
μάθησης με υπολογιστές. Ενώ, οι κλασικοί εποικοδομιστές δίνουν έμφαση στο να προσδιορίσουν τα
κατάλληλα και σχετικά υλικά και να χρησιμοποιήσουν καλές διδακτικές στρατηγικές ώστε να
ενθαρρύνουν τα παιδιά στο να μάθουν, οι κονστρακτιονιστές πηγαίνουν ένα βήμα πιο πέρα και
επιδιώκουν να δημιουργήσουν περιβάλλοντα όπου τα παιδιά παίζουν και χειρίζονται αντικείμενα και
μπορούν συνεπώς να αναπτύσσουν νέους συλλογισμούς με φυσικό τρόπο και πέρα από την
καθιερωμένη εκπαίδευση.
Οι σύγχρονοι μελετητές δέχονται ότι μάθηση δεν είναι η απόκτηση γνώσεων, αλλά μία διαδικασία
δόμησης και αναδόμησης των γνωστικών δομών και διαδικασιών του ατόμου (constructivismus =
δομισμός). Ακόμη όμως και όταν μια εισερχόμενη πληροφορία αναδομείται σύμφωνα με τις προθέσεις
του εκπαιδευτικού, έρχεται και συνδυάζεται με αυτό το οποίο ο μαθητής έχει μάθει προηγουμένως και
έχει οικοδομήσει κατά τον εντελώς προσωπικό τρόπο του. Κατά συνέπεια κάθε μαθητής οικοδομεί ένα
εντελώς προσωπικό οικοδόμημα με σημασίες και εφαρμογές που δίνει σε ιδέες και απόψεις, τις οποίες
δέχεται μαζί με τους άλλους μαθητές και τις αποθηκεύει ανάλογα σε «φακέλους» της μνήμης του.
6.4.1 Προσομοιώσεις
Οι πιο επιτυχημένες προσομοιώσεις είναι εκείνες κατά τις οποίες γίνεται επεξεργασία πληροφοριών και
στις οποίες ο μαθητής μπορεί να πειραμστιστεί, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο του δίνεται η ευκαιρία να
αναπτύξουν έννοιες και στρατηγικές οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίλυση ενός
ευρέως φάσματος προβλημάτων.
νόημα, όταν ο ερευνητής κατανοήσει πρώτα τις ιστορικές συνθήκες, μέσα στις οποίες λαμβάνουν
χώρα οι διαδράσεις αυτές.
Οι απόψεις του Vygotsky λοιπόν στηρίζονται σε δύο βασικές ιδέες:
α. Την γνωστική ανάπτυξη μπορούμε να την κατανοήσουμε μόνο μέσα στα ιστορικά και πολιτιστικά
πλαίσια στα οποία ζει το παιδί.
β. Η ανάπτυξη εξαρτάται από τα συμβολικά συστήματα μέσα στα οποία μεγαλώνει το παιδί.
Τα συμβολικά συστήματα αναφέρονται σε σύμβολα τα οποία δημιουργεί μια κουλτούρα και τα οποία
βοηθούν το άτομο να σκέφτεται, να επικοινωνεί και να επιλύει προβλήματα, π.χ. γλώσσα, σύστημα
γραφής, σύστημα αρίθμησης κ.ά.π.
Εξίσου μεγάλη σημασία έχει ωστόσο στα πλαίσια της θεωρίας του Vygotsky η ιδέα της ζώνης της
επικείμενης ανάπτυξης (zone of proximal development). Προβλήματα τα οποία βρίσκονται εντός της
ζώνης επικείμενης ανάπτυξης είναι τα προβλήματα τα οποία το παιδί δεν είναι σε θέση να επιλύσει
προς στιγμήν μόνο του, έχει ωστόσο την δυνατότητα να το κάνει με την βοήθεια άλλων, είτε πιο
έμπειρων συνομηλίκων είτε ενηλίκων. Με άλλα λόγια η ζώνη επικείμενης ανάπτυξης περιγράφεται ως
η ζώνη των προβλημάτων τα οποία το παιδί δεν έχει ακόμη μάθει να επιλύει, αλλά είναι σε θέση να το
μάθει με την πρώτη ευκαιρία και ορίζεται από την μια από ό,τι το παιδί μπορεί να κάνει βοηθούμενο
και ό,τι μπορεί να κάνει χωρίς βοήθεια.
Η θεωρία του Vygotsky έχει δύο βασικές επιπτώσεις στην εκπαίδευση. Η πρώτη είναι ότι πρέπει να
δημιουργούμε στην τάξη περιστάσεις συνεργατικής μάθησης ανάμεσα σε ομάδες με διαφορετικά
επίπεδα ικανότητας. Πρέπει δηλ. να εξασφαλίζουμε δυνατότητες, ώστε περισσότερο ικανοί μαθητές ή
μαθητές οι οποίοι ξέρουν καλά κάτι να το διδάσκουν σε λιγότερο ικανούς ή σε μαθητές οι οποίοι δεν
το ξέρουν. Η δεύτερη είναι η εφαρμογή της αρχής της σταδιακής μείωσης της βοήθειας των μεγάλων
και η σταδιακή ανάληψη όλο και μεγαλύτερης υπευθυνότητας από τα παιδιά. Η προσέγγιση η οποία
ονομάζεται «υποβοηθούμενη ανακάλυψη» στηρίζεται σε αυτήν ακριβώς την αρχή. Όπως είναι
ευνόητο δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και οι δύο αυτές αρχές, αν δεν φροντίζει ο εκπαιδευτικός να
διαφοροποιεί σε τέτοιον βαθμό την διδασκαλία του, ώστε να την εξατομικεύει.
7. Διδακτικές μέθοδοι
Στις προηγούμενες παραγράφους της ιδίας ενότητας έγιναν αναφορές σε διάφορες μορφές και
θεωρίες μάθησης και τις επιπτώσεις τους στην καθημερινή εκπαιδευτική και διδακτική πράξη, με
ιδιαίτερη αναφορά στις ΤΠΕ. Στα παρακάτω οι διδακτικές μέθοδοι που διασυνδέονται με σύγχρονες
θεωρίες μάθησης θα παρουσιαστούν πιο αναλυτικά.
στόχο να ανακαλύπτει σχέσεις ανάμεσα σε έννοιες και γεγονότα. Όταν γίνεται χρήση αυτής της
στρατηγικής απαιτείται η κατανόηση ή και η κατασκευή επεξηγηματικού μοντέλου, ή η δημιουργία
ενός αλγορίθμου. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, συνήθως, χρησιμοποιούμε λογισμικά
προσομοίωσης και μοντελοποίησης.
Ανακάλυψη: Δίνεται έμφαση στην κατανόηση των δομών και των επιστημονικών αρχών ενός
γνωστικού αντικειμένου, οι μαθητές ανακαλύπτουν αρχές ή αναπτύσσουν δεξιότητες μέσω
πειραματισμού και πρακτικής σε ένα χώρο και εξαγάγουν κανόνες και συμπεράσματα από τα
αποτελέσματα αυτών των εμπειριών. Όταν γίνεται χρήση αυτής της στρατηγικής συνήθως απαιτείται
εμπλοκή σε πειραματική διαδικασία. Κάνουμε ένα πείραμα που εκπλήσσει τους μαθητές ή εμπλέκουμε
τους μαθητές στη διεξαγωγή ενός τέτοιου πειράματος. Δίνουμε στους μαθητές να εκτελέσουν ένα
έτοιμο πρόγραμμα ή έναν έτοιμο αλγόριθμο. Συνήθως, χρησιμοποιούμε λογισμικά προσομοίωσης και
μοντελοποίησης. Μπορούμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε λογισμικά εννοιολογικής χαρτογράφησης.
όμηρη του αρχηγού της. Μερικά μέλη της π.χ. είναι δυνατόν να καταλήξουν να παίζουν απλώς έναν
διακοσμητικό ρόλο. Και τέλος, όπως όλες οι μέθοδοι διδασκαλίας, καταλήγει να είναι εντελώς
αναποτελεσματική, όταν χρησιμοποιείται σε ακατάλληλη περίσταση, όταν εφαρμόζεται πολύ συχνά ή
όταν παρατείνεται επί περισσότερο από τον απαιτούμενο χρόνο.
Το ιδανικό μέγεθος της ομάδας εξαρτάται από την δραστηριότητα με την οποία ασχολείται.
Η ιδεώδης ομάδα της σχολικής εργασίας αποτελείται συνήθως από δύο μέχρι πέντε μέλη.
Η εφαρμογή της κριτικής σκέψης και της επίλυσης προβλημάτων οδηγεί το άτομο σε υψηλές
γνωστικές επιδόσεις. Ακόμη σημαντικότερες είναι οι επιδόσεις αυτές μέσα στα πλαίσια των
διαπροσωπικών σχέσεων και της ομαδικής και κοινωνικής ζωής, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο
επηρεάζονται σημαντικά α. οι στάσεις και οι αξίες του μαθητή, β. οι επιθυμητές μορφές κοινωνικής
συμπεριφοράς του, γ. οι εναλλακτικές προοπτικές και απόψεις, δ. διαδικασίες σκέψης υψηλού
επιπέδου και ε. η ολοκλήρωση της ταυτότητάς του.
7.3.1 Εισαγωγή
Η μάθηση μέσω σχεδίου εργασίας (Project-Based Learning) μπορεί να περιγραφεί ως μια
συνεργατική, διερευνητική διαδικασία κατά την οποία οι μαθητές συμμετέχουν ενεργητικά,
οικοδομούν, ενσωματώνουν και εφαρμόζουν τη γνώση τους, καθώς εργάζονται ομαδικά για να
επιλύσουν σύνθετα προβλήματα. Οι μαθητές εργάζονται και συνεργάζονται για μια εκτεταμένη
περίοδο διερευνώντας και προσπαθώντας να απαντήσουν σε ένα αυθεντικό ερώτημα, πρόκληση ή
διαθεματικό πρόβλημα (Ferrero et al., 2021). Οι προσεγγίσεις της συγκεκριμένης μεθόδου
προέρχονται από τη θεωρία του κονστρουκτιβισμού, ειδικά τον κοινωνικό εποικοδομισμό που
ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ των μαθητών και τη μάθηση εντός της κοινότητας με σκοπό την
οικοδόμηση της γνώσης μέσα από την ανάπτυξη και ολοκλήρωση ενός έργου (project), κάνοντας
χρήση και ψηφιακών τεχνολογιών. (Handrianto et al., 2018).
Επισημαίνεται ότι πολλές φορές σχέδια εργασίας που υλοποιούνται στα σχολεία, δεν αποτελούν
πρότζεκτς, καθώς αυτό καθορίζεται από συγκεκριμένα διακριτά χαρακτηριστικά, που θα μπορούσαν
να θεωρηθούν ως οι σχεδιαστικές αρχές τους. Η ολοκλήρωση μιας εργασίας και η εκτέλεση ενός
σχεδίου εργασίας αποτελούν μία δημιουργική διαδικασία. Μερικά βήματα ωστόσο είναι συνήθη σε μία
τέτοια διαδικασία, όπως : H επιλογή του θέματος, η συγκεκριμενοποίηση των στόχων, ο συνεργατικός
σχεδιασμός, η αναζήτηση πηγών, η εκτέλεση, η παρουσίαση του τελικού προϊόντος και η αξιολόγηση.
χρόνια εξάσκηση στη μέθοδο. Μάλιστα, η μερική ή εσφαλμένη εφαρμογή ενός πρότζεκτ ίσως να έχει
ακόμη και αρνητικές συνέπειες στην μάθηση (Guo et al., 2020).
7.4.1 Εισαγωγή
Τα τελευταία χρόνια η διαφοροποίηση στη διδασκαλία και τη μάθηση των μαθητών αναφέρεται συχνά
σε εγχειρίδια διδακτικών προσεγγίσεων και πρακτικών καθώς και άρθρων που δημοσιεύονται σε
εκπαιδευτικά περιοδικά. Η συζήτηση για υιοθέτηση διδακτικών στρατηγικών προς την κατεύθυνση
της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής προκύπτει κυρίως ως αποτέλεσμα της έλευσης νέων
προγραμμάτων σπουδών τα οποία εμπεριέχουν αρχές διαφοροποιημένης παιδαγωγικής. Είναι
γενικότερα αποδεκτό ότι υπάρχει ανομοιογένεια του μαθητικού δυναμικού σε πολλές σχολικές
τάξεις. Στην Ελλάδα η διαφοροποιημένη παιδαγωγική συζητείται λόγω της αύξησης της μαθητικές
ετερογένειας (Σκούρτου, κ.α. 2004) αλλά και στη διαπίστωση ότι η ένταξη των μαθητών που
κατατάσσονται σε ειδικές κατηγορίες του μαθητικού πληθυσμού θέτει ζήτημα συμπερίληψής τους στο
κοινό για όλους πρόγραμμα σπουδών (ΠΣ), μέσα από τη διαφοροποίηση των προσφερόμενων
μαθησιακών εμπειριών (ΙΕΠ, 2015). Σε διεθνές επίπεδο, η διαφοροποίηση προβάλλεται ως ένας
τρόπος ανταπόκρισης της διδασκαλίας στην ετερογένεια του μαθητικού πληθυσμού και κατ’ επέκταση
ως ένας τρόπος αντιμετώπισης της σχολικής αποτυχίας και της σχολικής διαρροής (ΙΕΠ, 2015). Για
παράδειγμα, στα νέα προγράμματα σπουδών του Υπουργείου Παιδείας που δημοσιεύτηκαν στο τέλος
του 2021, η «συμπερίληψη» όλων των μαθητών αποτελεί βασικό παιδαγωγικό στόχο.
αφορά στην ταχύτητα με την οποία μαθαίνουν οι μαθητές, τις τεχνικές με τις οποίες μελετούν, τον
τρόπο με τον οποίο λύνουν προβλήματα, τα ενδιαφέροντά τους ή τα κίνητρα τους για μάθηση
(Burns, 1972, οπ. Αν. στο ΙΕΠ, 2015 σ. 12).
Ο εκπαιδευτικός μπορεί να διαφοροποιήσει (ΙΕΠ, 2021):
Α) το περιεχόμενο του μαθήματος (τις πληροφορίες και ιδέες που παρέχονται στους μαθητές
προκειμένου να πετύχουν τους μαθησιακούς στόχους)
Β) τη διαδικασία της διδασκαλίας (τις δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχει ο μαθητής προκειμένου
να κατανοήσει ή να κατακτήσει την πληροφορία και η οργάνωση της τάξης)
Γ) τα προϊόντα ή το αποτέλεσμα (τις εργασίες με τις οποίες ο μαθητής παρουσιάζει αυτό που
γνωρίζει, έχει κατανοήσει και μπορεί να κάνει)
Τα παραπάνω (Α, Β και Γ) αντιστοιχούν στο «τι» μαθαίνει ο μαθητής, στο «πώς» το μαθαίνει και στο
«πως μας δείχνει ότι το έμαθε» (Παπαγεωργίου 2011).
Το κάθε ένα από τα παραπάνω ( Α-Γ) μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με
α. με την ετοιμότητα (γνώσεις και ικανότητα) του μαθητή να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένους
μαθησιακούς στόχους,
β. τα ενδιαφέροντα του μαθητή και
γ. το μαθησιακό προφίλ του (τον τρόπο που μαθαίνει ο μαθητής) (ΙΕΠ, 2021).
Η διαφοροποιημένη διδασκαλία προγραμματίζεται και μπορεί να αφορά ένα ή και περισσότερα από τα
α, β, γ. Στην πράξη όμως είναι μία διαδικασία αντανακλαστική. Η εξέλιξή της εξαρτάται από τις
αντιδράσεις των μαθητών στη διδασκαλία και διαμορφώνεται ανάλογα από τον εκπαιδευτικό,
σύμφωνα με αυτές τις αντιδράσεις τους (Ιωαννίδου-Κουτσελίνη, 2020).
7.6.4 Παραδείγματα
STEM δραστηριότητα
Η εκπαιδευτική ρομποτική θεωρείται ένα εκπαιδευτικό εργαλείο που μπορεί να δημιουργήσει
ελκυστικά περιβάλλοντα μάθησης. Η συχνή ενσωμάτωση της σε δραστηριότητες STEM οφείλεται στο
ότι συγκεντρώνει στοιχεία υπολογιστικής σκέψης, κωδικοποίησης, μηχανικής, τεχνολογίας και
μαθηματικών.
1.Το έργο πράσινη πόλη είναι ένα ρομποτικό σύστημα το οποίο προσομοιώνει την παραγωγή
Ηλεκτρικής Ενέργειας από ένα υδροηλεκτρικό σύστημα και από ένα αιολικό πάρκο και στη συνέχεια
διαχειρίζεται το δίκτυο μεταφοράς της ενέργειας μιας πόλης η οποία τροφοδοτείται εξ ολοκλήρου με
ενέργεια από τις παραπάνω ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Η συγκεκριμένη εργασία έγινε με τη
χρήση μικροελεγκτή Arduino.
https://erkyna.gr/e_docs/periodiko/dimosieyseis/ekpaideytika/t21-06.pdf
2. Το έργο IOTOCITY αφορά στο σχεδιασμό έξυπνων και βιώσιμων πόλεων όπου διάφοροι
αυτοματισμοί δίνουν λύσεις σε προβλήματα της καθημερινότητας. Το έργο προτείνει την ανάπτυξη
ενός συστήματος έξυπνου φωτισμού, διαχείρισης βρόχινου νερού, έξυπνου πάρκινγκ και αυτόματο
αερισμό αιθουσών. Η συγκεκριμένη εργασία έγινε με τη χρήση μικροελεγκτή Arduino.
https://youtu.be/0A1t_VCOg1A
3. Το έργο Agrobot αφορά στην κατασκευή ενός συστήματος αυτόματου ποτίσματος και λίπανσης που
θα συμβάλλει στην εξοικονόμηση πόρων. Η συγκεκριμένη εργασία έγινε με τη χρήση
LegoMindstorms. https://www.youtube.com/watch?v=d0yFS_6zDw8&t=375s
Επαγγελματίας εκπαιδευτικός (Professional Εducator): Για την εφαρμογή της ανεστραμμένης τάξης
είναι αναγκαίο οι εκπαιδευτικοί να είναι εφοδιασμένοι με ποικίλές δεξιότητες σε διαφορετικά επίπεδα.
Θα πρέπει να διαθέτουν την απαραίτητη τεχνολογική επάρκεια, ώστε είτε να δημιουργούν νέο υλικό
είτε να επιλέγουν από κατάλληλα αποθετήρια εκπαιδευτικού υλικού και να το διαμοιράζουν στους
μαθητές τους πότε και πώς να μεταφέρουν την άμεση διδασκαλία από τον ομαδικό χώρο στον ατομικό
χώρο μάθησης.
ανταποκριθούν αυτόνομα χωρίς την παρέμβαση των γονέων τους μπορεί να αποθαρρυνθούν και να
μην μετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία με αρνητικά εκπαιδευτικά αποτελέσματα.
Τέλος, η πρακτική της χρήσης βίντεο ή άλλων ψηφιακών τεχνολογιών για την προσφορά μαθησιακού
περιεχομένου εκτός τάξης δεν εγγυάται απαραίτητα την επιδιωκόμενη τροποποίηση των συνθηκών
μάθησης μέσα στην τάξη με θετικό πρόσημο. Ωστόσο, λόγω της επιδιωκόμενης ενεργητικής
συμμετοχής των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία, η στρατηγική της ανεστραμμένης τάξης υπό
κατάλληλες εκπαιδευτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις θα μπορούσε να έχει εφαρμογές, ώστε να
αξιολογηθούν τα αποτελέσματα τους.
9. Βιβλιογραφία – Δικτυογραφία
1) Βοσνιάδου, Σ. (2006). Παιδιά, σχολεία και υπολογιστές, Αθήνα: GUTENBERG.
2) Βάμβουκας, Μ. (1998). Εισαγωγή στην ψυχοπαιδαγωγική έρευνα και μεθοδολογία. 5η έκδ. Αθήνα,
Γρηγόρης.
3) Bigge, M. (1990). Θεωρίες μάθησης για εκπαιδευτικούς. Μτφρ. Α. Κάντας & Α. Χαντζή. Αθήνα,
Πατάκης.
4) Eisenstadt, M. & Wason, P. (1985). Μάθηση και εκπαίδευση ΙΙ. Μτφρ. Γ. Μπαρουξής. Αθήνα,
Κουτσουμπός.
5) Foulin, J.-N. & Mouchon, S. (2002). Εκπαιδευτική Ψυχολογία. Μτφρ. Μ. Φανιουδάκη. Αθήνα,
Μεταίχμιο.
6) Holloway, C. (1985). Μάθηση και εκπαίδευση. τ. Α΄. Μτφρ. Γ. Κονδύλης. Αθήνα, Κουτσουμπός.
7) Καψάλης, Α. (2006). Παιδαγωγική Ψυχολογία. δ΄ έκδ. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης.
8) Κολιάδης, Ε. (1991). Θεωρίες μάθησης και εκπαιδευτική πράξη. τ. α΄ Συμπεριφοριστικές θεωρίες.
Αθήνα, χ.ε.ο.
9) Κολιάδης, Ε. (1995). Θεωρίες μάθησης και εκπαιδευτική πράξη. τ. β΄ Κοινωνικογνωστικές θεωρίες.
Αθήνα, χ.ε.ο.
10) Κολιάδης, Ε. (1997). Θεωρίες μάθησης και εκπαιδευτική πράξη. τ. γ΄ Γνωστικές θεωρίες.
Αθήνα, χ.ε.ο.
11) Κολιάδης, Ε. (2002). Γνωστική Ψυχολογία, Γνωστική Νευροεπιστήμη και Εκπαιδευτική Πράξη.
Μοντέλο Επεξεργασίας Πληροφοριών. τ. δ΄. Αθήνα, χ.ε.ο.
12) Πόρποδας, Κ. (2003). Η μάθηση και οι δυσκολίες της. Γνωστική προσέγγιση. Πάτρα, χ.ε.ο.
13) Stones, E. (1978). Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Ψυχολογία. Μτφρ. Α. Δανασσής-Αφεντάκης.
Αθήνα, Γρηγόρης.
14) Φράγκος, Χ. (1977). Ψυχοπαιδαγωγική. Θέματα Παιδαγωγικής Ψυχολογίας, παιδείας,
Διδακτικής και μάθησης. Αθήνα, Παπαζήσης
15) Gage, N. L. & Berliner, D. C. (1998). Educational Psychology. 6th ed. Boston, Houghton
Mifflin.
16) Mietzel, G. (2001). Pädagogische Psychologie des Lernens und Lehrens. 6. Aufl. Göttingen,
Hogrefe
54) Daher, W. & Awawdeh Shahbari, J. (2020). Design of STEM Activities: Experiences and
Perceptions of Prospective Secondary School Teachers. International Journal of Emerging
Technologies in Learning (iJET), 15(4), 112-128.
55) Daugherty, M. (2013). The Prospect of an “A” in STEM Education. Journal of STEM Education,
14(2), p. 10-14.
56) European Schoolnet (2018). STEM education policies in Europe, Science, Technology,
Engineering and Mathematics Education Policies in Europe. Scientix Observatory report. October
2018, European Schoolnet, Brussels.
57) Hasanah, U. (2020). Key Definitions of STEM Education: Literature Review. Interdisciplinary
Journal of Environmental and Science Education, 16(3), e2217.
58) Kennedy, T. J., & Odell, M. R. L. (2014). Engaging students in STEM education. Science
Education International, 25(3), 246-258.
59) Marrero, M. E., Gunning, A. M., & Germain-Williams, T. (2014). What is STEM education?.
Global Education Review, 1(4), 1-6.
60) Tan, AL., Teo, T.W., Choy, B.H., Ong Y.S. (2019) The S-T-E-M Quartet. Innovation and
Education 1:3.
61) Αθανασάκης, Α.Μ. (2008). Διαδικασίες Μάθησης Φυσικών Επιστημών, Μέσα και Έξω από το
Σχολείο. Εκδόσεις Δαρδάνος, Αθήνα.
62) Ferrero M, Vadillo MA, León SP (2021) Is project-based learning effective among
kindergarten and elementary students? A systematic review. PLoS ONE 16(4): e0249627.
https://doi.org/10.1371/journal.pone.0249627
63) Handrianto, C., & Rahman, M. A. (2018). Project-based learning: a review of literature on its
outcomes and implementation issues. LET Linguistics, Literature, and English Teaching Journal,
8(2), 110-129.
64) Markula, A., Aksela, M. The key characteristics of project-based learning: how teachers
implement projects in K-12 science education. Discip Interdscip Sci Educ Res 4, 2 (2022).
https://doi.org/10.1186/s43031-021-00042-x
65) Maros, M., Korenkova, M., Fila, M., Levicky, M., & Schoberova, M. (2021). Project-based
learning and its effectiveness: evidence from Slovakia. Interactive Learning Environments, 1–9.
https://doi.org/10.1080/10494820.2021.1954036
66) Petersen, C., & Nassaji, H. (2016). Project-based learning through the eyes of teachers and
students in adult ESL classrooms. Canadian Modern Language Review, 72(1), 13-39.
67) Quint, J., & Condliffe, B. (2018). Project-Based Learning: A Promising Approach to Improving
Student Outcomes. Issue Focus. MDRC.
68) Solomon, G. (2003, January 15) Project-Based Learning: a Primer, techLEARNING.
https://free.openeclass.org/modules/document/file.php/ENG155/Projects%20online/PBL-Primer-
www_techlearning_com.pdf
69) Δημητριάδης Ν. Σ. (2014). Θεωρίες Μάθησης & Εκπαιδευτικό Λογισμικό. Ελληνικά Ακαδημαϊκά
Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα. https://repository.kallipos.gr/handle/11419/3397
70) Διδασκάλου, Α. (2020). Αρχές κατασκευής βασικών δομών μιας γέφυρας, μέσω μιας
δραστηριότητας STEM (Διπλωματική εργασία Μεταπτυχιακού). Διαθέσιμο από: Apothesis.eap.gr
(https://apothesis.eap.gr/handle/repo/49270)
71) Ματσαγγούρας, Η., Γ. (2004). Η διαθεματικότητα στη σχολική γνώση. Αθήνα, Εκδόσεις
Γρηγόρη.
72) Φραγκούλης, Ι. & Τσιπλακίδης, Ι. (2009). Υλοποίηση σχεδίων εργασίας με χρήση του
διαδικτύου: Η συμβολή τους στα κίνητρα για μάθηση της Αγγλικής ως ξένης γλώσσας. 5th IDOL,
Athens, Greece.
73) Casey, M. K., & Gable, R. K. (2012). Perceived Efficacy of Beginning Teachers to Differentiate
Instruction. Proceedings of the 44th annual meeting of the New England Educational Research
Association, Paper 7, 1-34.
https://scholarsarchive.jwu.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1006&context=teachered.
74) Delisle, J. (2015). Differentiation Doesn’t Work. Commentary published at 06/01/2015 on:
https://www.edweek.org/ew/articles/2015/01/07/differentiation-doesntwork.html.
75) Erotokritou Stavrou, Th., & Koutselini, M. (2016). Differentiation of teaching and learning:
The teachers' perspective. Universal Journal of Educational Research, 4(11), 2581-2588.
https://doi.org/10.13189/ujer.2016.041111
76) Faber, J. M., Glas, C. A. W., & Visscher, A. J. (2018). Differentiated Instruction in a Data-
Based Decision-Making Context. School Effectiveness and School Improvement, 29, 46-63.
https://doi.org/10.1080/09243453.2017.1366342.
77) Gardner, H. (2011//1983). Frames of Mind: The theory of Multiple Intelligencies. (with a new
introduction by the author).Basic Books.
78) Jewitt, C. (2008). Multimodality and Literacy in school Classrooms. Review of Research in
Education, 32, pp. 241-267.
79) ΙΕΠ (2015). Οδηγός για τον εκπαιδευτικό, «Εργαλεία Σύγχρονης Προσέγγισης της
Διαφοροποιημένης Παιδαγωγικής». Από
http://iep.edu.gr/images/IEP/EPISTIMONIKI_YPIRESIA/Epist_Monades/A_Kyklos/Special
_Education/2020/Odigos_diaf_Gymnasio.pdf
80) ΙΕΠ, (2021). Διαφοροποιημένη διδασκαλία, Εισαγωγικές έννοιες στη
Διαφοροποιημένη Διδασκαλία. Από:
https://elearning.iep.edu.gr/study/mod/book/view.php?id=1214&chapterid=20
81) Ιωαννίδου-Κουτσελίνη, Μ. (2020). Διαφοροποίηση της Διδασκαλίας και της Μάθησης:
Δυσκολίες και Παρανοήσεις. Διάλογοι! Θεωρία και Πράξη στις Επιστήμες της Αγωγής και
Εκπαίδευσης, 6, 12-29
82) Mavidou, A. & Kakana, D. (2019). Teachers’ experiences of a Professional Development
program for Differentiated Instruction. Creative Education, 10, 555-569.
https://doi.org/10.4236/ce.2019.103040.
83) Smit, R., & Humpert, W. (2012). Differentiated Instruction in Small Schools. Teaching and
Teacher Education, 28, 1152-1162. https://doi.org/10.1016/j.tate.2012.07.003.
84) Taylor, B. K. (2015). Content, Process, and Product: Modeling Differentiated Instruction.
Kappa Delta Pi Record, 51, 13-17. https://doi.org/10.1080/00228958.2015.988559