Professional Documents
Culture Documents
ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Συμπράττων φορέας:
Σενάρια και φύλλα εργασίας Υλικό αναφοράς
Περιεχόμενα
Προοίμιο 3
Ορισμός 7
1. Τίτλος ....................................................................................................................10
14. Επισήμανση μικρομεταβολών στην οργάνωση του μαθήματος και στο νόημα των
εννοιών .......................................................................................................................19
17. Περιγραφή και ανάλυση των φύλλων εργασίας (ή και άλλου διδακτικού υλικού) –
αξιολόγηση των μαθητών .............................................................................................21
Προοίμιο
Το παρόν επιμορφωτικό υλικό δημιουργήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες της «Προχωρημένης
Επιμόρφωσης για την Αξιοποίηση και Εφαρμογή των Τ.Π.Ε. στη διδακτική πράξη» (Επιμόρφωση Β2
επιπέδου ΤΠΕ) που υλοποιείται σε Κέντρα Στήριξης Επιμόρφωσης (Κ.Σ.Ε.) σε όλη την Ελλάδα, για
εκπαιδευτικούς όλων των κλάδων και ειδικοτήτων. Η αρχική ανάπτυξη και στη συνέχεια, η
επικαιροποίηση και ο εμπλουτισμός του επιμορφωτικού υλικού έγινε αντίστοιχα στο πλαίσιο των
πράξεων «Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών για την Αξιοποίηση και Εφαρμογή των Ψηφιακών Τεχνολογιών
στην Διδακτική Πράξη (Επιμόρφωση Β’ επιπέδου Τ.Π.Ε.)» και «Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών για την
Αξιοποίηση και Εφαρμογή των Ψηφιακών Τεχνολογιών στην Διδακτική Πράξη (Επιμόρφωση Β’
επιπέδου Τ.Π.Ε.)/ Β’ κύκλος», http://e-pimorfosi.cti.gr, του Επιχειρησιακού Προγράμματος
«Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού – Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση», με τη συγχρηματοδότηση
της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, ΕΣΠΑ 2014-2020) και του Ελληνικού
Δημοσίου.
Το επιμορφωτικό υλικό Β2 επιπέδου Τ.Π.Ε. είναι διαφορετικό για κάθε συστάδα και περιλαμβάνει
υλικό μελέτης-αναφοράς και εκπαιδευτικές δραστηριότητες, ενώ εν γένει συνοδεύεται από
υποστηρικτικό και άλλο πρόσθετο υλικό (οδηγίες προς τους επιμορφωτές και προς τους
επιμορφούμενους, αρχεία παρουσιάσεων κ.ά.). Διατίθεται και αξιοποιείται στο πλαίσιο της
επιμόρφωσης με τη μορφή «μαθήματος»/ e-course (ένα ανά συστάδα), μέσω της πλατφόρμας
ηλεκτρονικής μάθησης του έργου, η οποία βασίζεται στο ελεύθερο λογισμικό ανοικτού κώδικα
moodle.
Συντάχθηκε υπό την επίβλεψη και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ειδικού Επιστημονικού
Συμβουλίου1 του Ι.Τ.Υ.Ε. – «Διόφαντος», το οποίο έχει συσταθεί με την υπ’ αριθ. Π568/28.07.2011
Απόφαση, και στην παρούσα Πράξη λειτουργεί ως εξειδικευμένο επιστημονικό συμβουλευτικό όργανο
του Ι.Τ.Υ.Ε. - «Διόφαντος», δικαιούχου φορέα υλοποίησης της Πράξης.
1
Το Επιστημονικό Συμβούλιο του Ι.Τ.Υ.Ε.-«Διόφαντος» για την επιμόρφωση, αποτελείται από τους Καθηγητές: i) Χαράλαμπο
Ζαγούρα, Πανεπιστήμιο Πατρών, ο οποίος έχει την ευθύνη συντονισμού των εργασιών του Συμβουλίου, ii) Βασίλειο
Δαγδιλέλη, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, iii) Βασίλειο Κόμη, Πανεπιστήμιο Πατρών, iv) Δημήτριο Κουτσογιάννη, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, v) Πολυχρόνη Κυνηγό, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και vi) Δημήτριο Ψύλλο,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Συμπληρωματικά και για την κάλυψη των απαιτήσεων των «νέο»-εισερχόμενων στην επιμόρφωση
κλάδων / ειδικοτήτων εκπαιδευτικών (βλ. παραπάνω, συστάδες Β2.7 έως Β2.13), στο πλαίσιο της
παρούσας Πράξης λειτουργεί ευρύτερη Επιστημονική Επιτροπή, η οποία αποτελείται από τους
παρακάτω Καθηγητές, επιστημονικούς συνεργάτες του δικαιούχου (Ι.Τ.Υ.Ε. – «Διόφαντος»), καθώς
και του συμπράττοντα φορέα υλοποίησης της Πράξης (Ι.Ε.Π.):
Χαράλαμπο Ζαγούρα, Πανεπιστήμιο Πατρών, ο οποίος έχει την ευθύνη συντονισμού των
εργασιών της Επιτροπής
Παναγιώτη Αντωνίου, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για τη
Συστάδα «Φυσική Αγωγή και Υγεία»
Βασίλειο Δαγδιλέλη, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για τη συστάδα
«Πληροφορική»
Χαράλαμπο Καραγιαννίδη, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για τη
συστάδα «Ειδική Αγωγή»
Βασίλειο Κόμη, Πανεπιστήμιο Πατρών, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για τις συστάδες
«Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση – Δάσκαλοι» και «Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση – Νηπιαγωγοί»
Δημήτριο Κουτσογιάννη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ως Επιστημονικά
Υπεύθυνο για τη συστάδα «Φιλολογικά»
Πολυχρόνη Κυνηγό, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο
για τη συστάδα «Μαθηματικά»
Βασιλική Μητσικοπούλου, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ως Επιστημονικά
Υπεύθυνη για τη συστάδα «Ξένες Γλώσσες»
Σπύρο Παπαδόπουλο, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για τη συστάδα
«Καλές Τέχνες»
Κυπαρισσία Παπανικολάου, Ανωτάτη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης ως
Επιστημονικά Υπεύθυνη για τη συστάδα «Εκπαιδευτικοί Μηχανικοί»
Παναγιώτη Σιμιτζή, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για τη
συστάδα «Επαγγέλματα Γης»
Ιωάννη Τσίρμπα, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ως Επιστημονικά Υπεύθυνο για
τη συστάδα «Οικονομία, Διοίκηση και Κοινωνικές Επιστήμες»
Δημήτριο Ψύλλο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Επιστημονικά Υπεύθυνο για τη
συστάδα «Φυσικές Επιστήμες»
Ειδικότερα, το Επιμορφωτικό Υλικό Β2 επιπέδου ΤΠΕ της Συστάδας Β2.4: Πληροφορικής.
δημιουργήθηκε από συγγραφική ομάδα με επιστημονικώς υπεύθυνο τον κ. Βασίλειο Δαγδιλέλη αφ.
Καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και συμμετέχοντες τους:
Αλεξούδα Γεωργία, Πληροφορικό
Λεύκο Ιωάννη, μέλος Ε.ΔΙ.Π. Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Μαλλιαράκη Χρήστο, Πληροφορικό
Μαυροχαλυβίδη Γεώργιο, Πληροφορικό
Ξινόγαλος Στυλιανός, μέλος ΔΕΠ Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Στο παρόν υλικό έχει κατάλληλα ενσωματωθεί ένα μικρό μέρος κοινού υλικού για όλες τις συστάδες
(Γενικό Μέρος2), που αναπτύχθηκε για την Εκπαίδευση Επιμορφωτών Β’ επιπέδου Τ.Π.Ε. στο πλαίσιο
2
Στην αρχική του μορφή το Γενικό Μέρος του Επιμορφωτικού υλικού δημιουργήθηκε από
συγγραφική ομάδα, με επικεφαλής τον Βασίλη Δαγδιλέλη, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
και συμμετέχοντες τους:
Καψάλη Αχιλλέα, πρώην Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Παπαδόπουλο Ιωάννη, Επίκουρο Καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Φαχαντίδη Νικόλαο, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Tαμπούρη Ευθύμιο, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Στην παρούσα έκδοση του Επιμορφωτικού Υλικού Γενικού Μέρους έχουν συμβάλει τα μέλη του
Επιστημονικού Συμβουλίου Βασίλειος Δαγδιλέλης, Βασίλειος Κόμης, Δημήτριος Κουτσογιάννης,
Πολυχρόνης Κυνηγός, Δημήτριος Ψύλλος, καθώς και οι εξής:
Σταυρούλα Αντωνοπούλου, υποψήφια διδάκτωρ Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας, ΑΠΘ
Μαριάνθη Γριζιώτη, εκπαιδευτικός ΠΕ86 (ΠΕ19/20),
Ελισάβετ Καλογερία, εκπαιδευτικός ΠΕ03,
Ελένη Κουστριάβα, Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας,
Χρήστος Μάλλιαρης, εκπαιδευτικός ΠΕ03,
Μάριος Ξένος, εκπαιδευτικός ΠΕ86 (ΠΕ19/20),
Γεώργιος Πανσεληνάς, εκπαιδευτικός ΠΕ86 (ΠΕ19/20),
Γεώργιος Σκουντζής, εκπαιδευτικός ΠΕ70,
Μάριος Σπάθης, εκπαιδευτικός ΠΕ03,
Αθανάσιος Ταραμόπουλος, εκπαιδευτικός ΠΕ04
Κατά τη δημιουργία του υλικού αυτού, χρησιμοποιήθηκαν πόροι από το αντίστοιχο εκπαιδευτικό και
επιμορφωτικό υλικό της εκπαίδευσης των επιμορφωτών Β’ επιπέδου Τ.Π.Ε. στα ΠΑ.Κ.Ε. και
εκπαιδευτικών στα Κέντρα Στήριξης της Επιμόρφωσης (Κ.Σ.Ε.) που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο
προηγούμενων σχετικών έργων επιμόρφωσης Β’ επιπέδου ΤΠΕ*. Επομένως, στη δημιουργία του
υλικού αυτού συνέβαλαν έμμεσα και όσοι είχαν συνεργαστεί στη δημιουργία του υλικού για την
εκπαίδευση των επιμορφωτών στα ΠΑ.Κ.Ε. και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στα Κ.Σ.Ε. στο
πλαίσιο των έργων αυτών και οι οποίοι αναφέρονται αναλυτικά στα αντίστοιχα κείμενα
επιμορφωτικού υλικού που δημοσιεύονται στους αντίστοιχους κόμβους ενημέρωσης *.
* Πράξη: «Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών στη χρήση και αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην
της παραπάνω αναφερόμενης πράξης «Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών για την Αξιοποίηση και Εφαρμογή
των Ψηφιακών Τεχνολογιών στην Διδακτική Πράξη (Επιμόρφωση Β’ επιπέδου Τ.Π.Ε.)».
Το επιμορφωτικό υλικό Β2 επιπέδου Τ.Π.Ε., αποτελεί ιδιοκτησία του ΥΠΑΙΘ και καλύπτεται από την
ισχύουσα νομοθεσία για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών.
Πράξεις: «Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών για την αξιοποίηση και εφαρμογή των Τ.Π.Ε. στη Διδακτική πράξη», Επιχειρησιακό
Ορισμός
Μια Διδακτική Δραστηριότητα είναι μια οργανωμένη σειρά αλληλεπιδράσεων των μαθητών (ή των
μαθητριών3) με το περιβάλλον τους (ανθρώπινο, υλικό,...) με σκοπό την εκμάθηση ενός
συγκεκριμένου μιας εννοίας, μια τεχνικής, ενός αντικειμένου. Η «εκμάθηση» δεν πρέπει να νοηθεί με
την συμπεριφοριστική της έννοια, ως «μετάδοση γνώσης», αλλά με την κονστρουκτιβιστική, ως
δημιουργία γνώσης από τον ίδιο το μαθητή.
Ένα Διδακτικό Σενάριο με Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.) περιγράφει
το σύνολο των διδακτικών δραστηριοτήτων και των χρησιμοποιούμενων εργαλείων (συμβολικών,
όπως σχήματα ή εκπαιδευτικών ψηφιακών περιβαλλόντων και φυσικών περιβαλλόντων, ή άλλων,
όπως ειδικές κατασκευές) που συνιστούν το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οργανώνεται μια
διδασκαλία με σκοπό ένα τη δημιουργία μιας γνώσης από το μαθητή. Το Διδακτικό σενάριο, ως
έννοια, είναι πολύ όμοιο με το Σχέδιο Μαθήματος, αλλά παρουσιάζει και ουσιώδεις διαφορές από
αυτό. Ένα διδακτικό σενάριο δεν αρκείται στην περιγραφή των διαφόρων φάσεων ενός μαθήματος
(όπως είναι η συνηθισμένη περίπτωση για τα σχέδια μαθήματος), αλλά περιγράφει και την
αλληλεπίδραση μεταξύ μαθητών και γενικότερα την οργάνωση της τάξης, αναφέρει σημαντικά
εμπόδια και δυσκολίες που συναντούν οι μαθητές και οι μαθήτριες στην δημιουργία της νέας γνώσης
και προσπαθεί να ανιχνεύσει τα χαρακτηριστικά των νέων εννοιών, τεχνικών και μεθόδων μέσα από
μια επιστημολογική διερεύνηση των υπό διαπραγματευση εννοιών και μεθόδων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αντί για τον όρο γνώση σήμερα προτιμάται η χρήση του όρου:
Μαθησιακό Αποτέλεσμα.
Στην τυπική τους μορφή μαθησιακά αποτελέσματα ενός μαθήματος είναι οι γνώσεις, ικανότητες και οι
δεξιότητες, που οι φοιτητές θα πρέπει να γνωρίζουν, να κατανοούν, να κατέχουν και να εφαρμόζουν
μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση του μαθήματος, αλλά και οι στάσεις που υιοθετούν και η
γενικότερη νοοτροπία που έχουν αποκτήσει. Τα μαθησιακά αποτελέσματα (κατά μία άποψη) πρέπει να
είναι μετρήσιμα και δηλώνουν τι αναμένεται ότι είναι ο φοιτητής ικανός να υλοποιήσει, όταν
ολοκληρώσει επιτυχώς ένα μάθημα ή μια ενότητα μαθήματος, κατά περίπτωση. Αυτή η μετρήσιμη
ικανότητα του φοιτητή διαφοροποιεί τα μαθησιακά αποτελέσματα από τους σχετικά απροσδιόριστους
σκοπούς και στόχους που χρησιμοποιούνταν προηγουμένως στην περιγραφή κάθε μαθήματος. Στο
παρόν κείμενο γίνεται αποδεκτό ότι τα μαθησιακά αποτελέσματα είναι πιο αναλυτικός όρος από τον
όρο «γνώση», αλλά όταν χρησιμοποιούνται δεν νοούνται με τόση αυστηρότητα, κυρίως όσον αφορά
το κριτήριο της μετρησιμότητας.
Στα παρακάτω, αλλά και γενικότερα στο Επιμορφωτικό υλικό, γίνεται λόγος και για Μαθησιακά
Αντικείμενα. Ένα μαθησιακό αντικείμενο είναι μια οντότητα ψηφιακή (κατά κανόνα σε μορφή
3
Για λόγους οικονομίας του κειμένου, όπου αναφέρεται το αρσενικό γένος, εννοούνται και τα δυο γένη, αρσενικό και θηλυκό.
αρχείου ή site) ή μη ψηφιακή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξει τη μάθηση ή την
εκπαίδευση. (IEEE Learning Technology Standards Committee).
Με βάση τον πιο πάνω ορισμό, μαθησιακό αντικείμενο είναι για παράδειγμα ένα κείμενο, ένας χάρτης
ή ένα φύλλο εργασίας.
O παραπάνω ορισμός παραπέμπει κυρίως σε ψηφιακές οντότητες.
Τα μαθησιακά αντικείμενα οφείλουν να έχουν τις πιο κάτω ιδιότητες:
Προσβασιμότητα: το μαθησιακό αντικείμενο πρέπει να περιγράφεται με κατάλληλα
μεταδεδομένα ώστε να είναι δυνατή η χρήση του και η ευρετηρίασή του σε μια βάση
δεδομένων
Επαναχρησιμοποιησιμότητα: να δύναται να χρησιμοποιηθεί με πολλαπλούς τρόπους και σε
διαφορετικά εκπαιδευτικά πλαίσια
Διαλειτουργικότητα: να είναι ανεξάρτητο από τη πλατφόρμα και το σύστημα διαχείρισης
γνώσης.
Κάθε μαθησιακό αντικείμενο εξυπηρετεί συγκεκριμένους μαθησιακούς στόχους και με
συγκεκριμένο τρόπο.
(https://sites.google.com/site/atermonosmathisi/student-of-the-
month/mathesiakaantikeimenaapotoypourgeiopaideias)
Στο πλαίσιο της Επιμόρφωσης Β2.4 ένα διδακτικό σενάριο κάνει χρήση των Τ.Π.Ε. και ειδικότερα
εκπαιδευτικών ψηφιακών περιβαλλόντων. Το διδακτικό σενάριο συνεπώς αφορά εκπαιδευτικούς και
μαθητές, κάνει χρήση κατάλληλων διδακτικών στρατηγικών και αποσκοπεί στην επίτευξη ενός
μαθησιακού αποτελέσματος μέσω της χρήσης ενός κατάλληλου υπολογιστικού περιβάλλοντος
(εκπαιδευτικό ψηφιακό περιβάλλον ή και υλικό). Συνήθως, το σενάριο αποσκοπεί στη διδασκαλία και
τη μάθηση μιας ή περισσοτέρων βασικών εννοιών ενός γνωστικού αντικειμένου μέσα από το
υφιστάμενο πρόγραμμα σπουδών. Επιπρόσθετα, το σενάριο μπορεί να προσεγγίζει διαθεματικά ή
διεπιστημονικά έννοιες από διάφορα γνωστικά αντικείμενα, ενώ μπορεί επίσης να αφορά μάθηση
εννοιών εκτός αναλυτικού προγράμματος.
Η περιγραφή αυτή, το διδακτικό σενάριο δηλαδή, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, δεν είναι απλά
μια παρουσίαση της ροής της διδασκαλίας, όπως είναι, για παράδειγμα, ένα σχέδιο μαθήματος, αλλά
είναι ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται μια πολύπλευρη προβληματική σχετικά
με το υπό εξέταση θέμα. Για παράδειγμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δυσκολίες που συναντούν οι
μαθητές στην κατανόηση των εννοιών που διδάσκει ο εκπαιδευτικός, νοηματοδοτούνται καλύτερα αν
είναι γνωστή η ιστορία τους: έτσι, οι αρνητικοί αριθμοί στα Μαθηματικά και ο δομημένος
προγραμματισμός ή ο αντικειμενοστρεφής αποτελούν τυπικά παραδείγματα εννοιών και μεθόδων στα
οποία οι μαθητές δυσκολεύονται, αλλά των οποίων η ιστορική διαδρομή βοηθά στην κατανόηση των
δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι μαθητές. Αυτού του είδους η επιστημολογική ανάλυση, όταν είναι
αναγκαία και εφικτή, αποτελεί μέρος ενός διδακτικού σεναρίου.
Το διδακτικό σενάριο περιέχει οδηγίες για τους εκπαιδευτικούς, το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
εντάσσεται η προβληματική του, τα απαιτούμενα υλικά υλοποίησής του, «φύλλα» εργασίας ή
δραστηριοτήτων για τους μαθητές και ενδεχομένως άλλο υλικό (κατασκευές, έντυπο υλικό, αρχεία
λογισμικών, διάφοροι ψηφιακοί πόροι κ.λπ.). Το σενάριο, με άλλα λόγια, είναι μια πλήρης, κατλα το
δυνατόν, περιγραφή μιας διδακτικής παρέμβασης με σκοπό, στόχους, προβληματική, διαδικασία
εφαρμογής μέσω κατάλληλων δραστηριοτήτων και διδακτικών στρατηγικών, διαδικασία αξιολόγησης,
κ.λπ.
1. Όταν πρόκειται να παρουσιαστεί μια νέα έννοια πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να
προτείνονται προβλήματα που καθιστούν την νέα έννοια ένα είδος εργαλείου που επιτρέπει
την επίλυση του προβλήματος, κατά κάποιο τρόπο η χρησιμότητα της νέας εννοίας ή μεθόδου
να προκύπτει από το ίδιο το πρόβλημα.
2. Ένα σημείο εκκίνησης μπορεί να προέρχεται από την ίδια την ιστορία της έννοιας που
πρόκειται να διδαχθεί.
3. Καλό είναι να λαμβάνονται υπόψιν οι (ενδεχόμενες) λανθασμένες αντιλήψεις των μαθητών και
να προτείνονται προβλήματα που οδηγούν σε αδιέξοδο (γνωστική σύγκρουση). Μη διορθώνετε
ένα λάθος αν ο μαθητής δεν έχει καταλάβει ότι είναι λάθος. Βοηθήστε τον να αντιληφθεί το
λάθος δίνοντας του εργαλεία για να το εντοπίσει (μεθόδους, τεχνικές, παραδείγματα και
αντιπαραδείγματα…) και αν ο μαθητής καταλήξει σε αδιέξοδο, τότε δώστε του βοήθεια.
4. Να λαμβάνετε υπόψιν το συγκεκριμένο περιβάλλον εργασίας – προφανώς πολλά πράγματα
αλλάζουν από περιβάλλον σε περιβάλλον: για παράδειγμα στη Logo ή γενικότερα σε
προβλήματα στα οποία η λύση περιλαμβάνει κάποια γραφική απεικόνιση, όπως ένα σχήμα,
είναι σχετικά εύκολο να διακρίνει κανείς το σωστό από το λάθος. Ορισμένα είδη προβλημάτων
επιλύονται ευκολότερα σε κάποια περιβάλλοντα – για παράδειγμα η αναδρομή είναι πιο εύκολη
στη Logo από τις «τυπικές» γλώσσες προγραμματισμού καθώς δεν είναι πολύ απαιτητική στις
εντολές εισόδου-εξόδου. Αντίστροφα η διαχείριση της εισόδου και εξόδου δεδομένων είναι
ευκολότερη στις συνηθισμένες εμπορικές και επαγγελματικές γλώσσες.
5. Η επιλογή ενός ή περισσοτέρων περιβαλλόντων είναι αποφασιστικής σημασίας: Σχεδιάστε
μακροπρόθεσμα, ξεκαθαρίστε τους στόχους σας και ακολουθείτε μια σταθερή γραμμή
«εργασίας» – π.χ. πάντοτε επαλήθευση των αλγορίθμων «με το χέρι» – αν αυτό είναι εφικτό.
6. Πόσο «πλήρες» πρέπει να είναι ένα σενάριο; Δηλαδή πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα
«τμήματα» και τις προσεγγίσεις; Η απάντηση είναι «όχι». Πρέπει, όταν δημιουργείται ένα
σενάριο, να τίθενται όλα τα στοιχεία που είναι γνωστά. Ωστόσο, κάθε φορά που προστίθεται
ένα νέο στοιχείο, θα πρέπει το σενάριο να επικαιροποιείται.
Παρακάτω παρατίθενται αναλυτικά τα βασικά τμήματα ενός σεναρίου.
1. Τίτλος
Θα πρέπει να είναι κατατοπιστικός κατά το δυνατόν (έστω και αν είναι λίγο μακροσκελής). Πρέπει να
περιλαμβάνει ενδεχομένως σε επεξήγηση):
την ενότητα του αναλυτικού προγράμματος που θα διδαχθεί
π.χ. «Εισαγωγή στην έννοια του αλγορίθμου με μικροπείραμα του Φωτόδεντρου βασισμένο στο
GeoGebra», «Δομές επανάληψης με το ‘Scratch’», «Εισαγωγή στον αντικειμενοστρεφή
προγραμματισμό με το «BlueJ», «Βασικές έννοιες δικτύων υπολογιστών με εννοιολογική
χαρτογράφηση».
Εξαίρεση: Σε σενάρια όπου χρησιμοποιούνται εμπορικά λογισμικά (π.χ. MS Office) ή άλλα αντίστοιχα,
αυτά δεν αναφέρονται στον τίτλο καθόσον η ένταξη των ΤΠΕ στην εκπαίδευση δεν έχει ως στόχο την
εξοικείωση των μαθητών με συγκεκριμένα λογισμικά ούτε, πολύ περισσότερο, την κατάρτισή τους σε
τεχνολογικές δεξιότητες.
Επίσης όταν χρησιμοποιούμε μια γνωστή τεχνική (π.χ. εννοιολογική χαρτογράφηση) αρκεί η αναφορά
της τεχνικής και δε απαιτείται αναφορά συγκεκριμένου λογισμικού.
Προαιρετικά μπορεί να υπάρχει και ένας υπέρτιτλος. Π.χ. «Μάντεψε τον αριθμό! – Δομές επανάληψης
με το ‘Scratch’».
2. Εκτιμώμενη διάρκεια
Για παράδειγμα: δύο διδακτικές ώρες – προσοχή! ο υπολογισμός των ωρών θα πρέπει να είναι (κατά
το δυνατόν) ρεαλιστικός. Υπάρχει γενικά μια τάση υποτίμησης του απαιτούμενου χρόνου. Αν είναι
μεγαλύτερος του συνήθους (π.χ. 4 ώρες), ίσως απαιτείται μια πολύ συνοπτική κατανομή των
δραστηριοτήτων (π.χ. ανά 2ωρο).
Αν ο χρόνος εξαρτάται από κάποιους παράγοντες (π.χ. ηλικία, εμπειρία και αριθμό μαθητών), αυτοί
πρέπει να αναφερθούν.
Αναφέρουμε σε ποια σχολική τάξη (ή σχολικές τάξεις), σε ποια βαθμίδα, σε ποιον τύπο σχολείου
(δημοτικό, γυμνάσιο, γενικό ή επαγγελματικό λύκειο), σε ποιο μάθημα και οπωσδήποτε σε ποια ενότητα
του Προγράμματος Σπουδών εντάσσεται το σενάριο. Είναι προφανώς ενδεχόμενο η συγκεκριμένη υπό
διδασκαλία έννοια να συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα περισσότερων τάξεων ή τύπων σχολείου.
To Πρόγραμμα Σπουδών δεν το συμβουλευόμαστε απλώς για να καταγράψουμε σε ποια ενότητά του
εντάσσεται το σενάριό μας, αλλά το μελετάμε προσεκτικά και ακολουθούμε όλες τις οδηγίες του σχετικά
με το υπό διαπραγμάτευση γνωστικό αντικείμενο, καθόσον τα νέα ΠΣ περιέχουν αρκετά περισσότερα
πράγματα από μια απλή διαίρεση της διδακτέας ύλης σε ενότητες και φυσικά εισάγονται νέα αντικείμενα
ή μεταβάλλεται το «βάρος», η σπουδαιότητα κάθε εννοίας ή τεχνικής.
Σε περίπτωση κατά την οποία προτείνουμε διαθεματικό σενάριο, αναφέρουμε ποια γνωστικά
αντικείμενα ή γνωστικές περιοχές εμπλέκονται στο σενάριο.
Αναφέρεται επίσης, αν υπάρχουν επιφυλάξεις για την επέκτασή του σε άλλες βαθμίδες.
Οι στόχοι επίσης μετρήσιμοι ή όχι, θα πρέπει να είναι ρεαλιστικοί, όχι βερμπαλιστικοί και επακριβώς
προσδιορισμένοι. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να είναι στόχος μιας δίωρης διδασκαλίας το παρακάτω:
«οι μαθητές να μάθουν να προγραμματίζουν». Επίσης, οι στόχοι δεν μπορεί να είναι πολυάριθμοι: μια
διδασκαλία 3 ωρών δεν μπορεί, για παράδειγμα, να έχει 8 στόχους – στην περίπτωση αυτή ή οι
στόχοι είναι υπερβολικά γενικευμένοι και αόριστοι ή απλώς ανέφικτοι.
Ιδιαιτέρως θα μπορούσαν να αναφερθούν στόχοι σχετικοί με το συγκεκριμένο λογισμικό ή τη
συγκεκριμένη τεχνική που θα χρησιμοποιηθεί.
Οι στόχοι (και τα αντίστοιχα μαθησιακά αποτελέσματα) ομαδοποιούνται σε τρία-τέσσερα πεδία ή
τομείς (προσοχή: όχι επίπεδα) που είναι: α) γνώσεις, β) δεξιότητες, γ) ικανότητες και δ)στάσεις,
συμπεριφορές, νοοτροπίες και περιγράφονται με τα κατάλληλα ενεργητικά ρήματα. Η ύπαρξη
συγκεκριμένων λέξεων (και μάλιστα ρημάτων) στη περιγραφή των στόχων παραπέμπει στη λογική
των λεγόμενων «αντικειμενικών» στόχων (δηλαδή διαπιστώσιμων, μετρήσιμων), σε μια
προβληματική που είναι πολύ κοντά σε συμπεριφορικές λογικές. Ωστόσο,
οι περιγραφές αυτές επιτρέπουν την περιγραφή των επιδιωκόμενων στόχων με μια σχετική ακρίβεια.
Δίνονται παρακάτω μερικά ενδεικτικά παραδείγματα .
Πεδία
Ρήματα
Μάθησης
Επομένως, τα ρήματα «να μάθουν», «να γνωρίζουν», «να κατανοήσουν» και τα συνώνυμά τους
Η περιγραφή όλων των στόχων να είναι συνοπτική (2-3 σειρές ο κάθε στόχος, το πολύ).
Το σημαντικότερο όλων: οι στόχοι να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικοί σε σχέση με: α) το γνωστικό
επίπεδο των μαθητών, β) τη διάρκεια του μαθήματος, γ) το διαθέσιμο λογισμικό κ.λπ.
Οι στήλες του πίνακα δηλώνουν κατά σειρά: τι θα κάνουμε, πώς θα το κάνουμε, τι μέσα θα
χρησιμοποιήσουμε και σε πόσο χρόνο θα το κάνουμε.
Ειδικά στην περίπτωση που χρησιμοποιούμε μαθησιακό αντικείμενο του Φωτόδεντρου, αναφέρουμε
τον τίτλο του και τη διεύθυνσή του στον Παγκόσμιο Ιστό ως υπερσύνδεσμο.
Δίνουμε οδηγίες προς τον εκπαιδευτικό για τα διάφορα βήματα διεξαγωγής του σεναρίου, ειδικά αν
έχουμε εντοπίσει δύσκολα σημεία στη διεξαγωγή του.
Προτείνουμε, αν είναι σκόπιμο, κάποια βιωματική δραστηριότητα για να βοηθήσουμε τους μαθητές στην
καλύτερη κατανόηση εννοιών και μεθόδων (π.χ. μαθητής-ρομπότ και μαθητές-προγραμματιστές για
την κατανόηση περιβαλλόντων για προγραμματισμό που απευθύνεται σε μικρά παιδιά).
Περιγράφουμε τους ρόλους των συντελεστών της εκπαιδευτικής διαδικασίας: των ομάδων μαθητών ως
συνόλων, των μαθητών ατομικά, του εκπαιδευτικού.
1998). Ο δομημένος προγραμματισμός υπήρξε λοιπόν ένα εργαλείο για την αντιμετώπιση του
προβλήματος αυτού.
Παρόμοια, οι συγκεκριμένες ανάγκες που οδήγησαν στην ανάπτυξη και καθιέρωσαν τον
αντικειμενοστρεφή προγραμματισμό, δεν είναι «ορατές» μέσα στη σχολική τάξη.
Επίσης, πολλές αλγοριθμικές τεχνικές έχασαν την πρακτική τους αξία με την εξέλιξη της τεχνολογίας,
ενώ παρουσιάστηκε ανάγκη για άλλες.
Αυτές οι συνθήκες δεν μπορούν βέβαια να παρουσιαστούν μέσα στην τάξη. Ο εκπαιδευτικός ωστόσο,
αν τις γνωρίζει, μπορεί να οργανώσει το μάθημα του έτσι ώστε να καταστήσει φανερή την αξία των
νέων εννοιών ή μεθόδων που εισάγει το μάθημα. Ακόμη, ο εκπαιδευτικός, εφόσον το γνωρίζει, θα
πρέπει να λαμβάνει υπόψιν του το ενδεχόμενο ύπαρξης ανάλογων εννοιών σε άλλα μαθήματα ή
ακόμη και στην καθημερινότητα. Η ύπαρξη τέτοιων διασυνδέσεων μπορεί να είναι πολύ παραγωγική
(από διδακτική σκοπιά), αλλά μπορεί να είναι και ανασταλτική. Ένα παράδειγμα αυτού του είδους
αποτελεί η έννοια της μεταβλητής: συνδέεται με την έννοια της μεταβλητής στα Μαθηματικά, αλλά
και με την έννοια των παραμέτρων και με την έννοια του κελιού στα υπολογιστικά φύλλα. Οι
διαφορές και ομοιότητες μεταξύ τους μπορεί να είναι ένα διδακτικό υποστήριγμα για τον
εκπαιδευτικό.
Η εννοιολογική ανάλυση μπορεί να οδηγήσει σε μια διεύρυνση των εννοιών που διδάσκονται (ο ρόλος
των διασυνδεδεμένων γνώσεων μπορεί να είναι παραγωγικός): για παράδειγμα οι μαθητές κατανοούν
τη λειτουργία του δυαδικού συστήματος, αλλά μπορεί κανείς να προκαλέσει μια βαθύτερη κατανόηση
αν αναζητήσει αναλογίες, ομοιότητες και διαφορές με το δεκαδικό σύστημα: με ποιον τρόπο
αναγνωρίζεται ένας «ζυγός» (άρτιος) αριθμός στο δεκαδικό σύστημα; Στο δυαδικό; Πώς εξηγείται
αυτό; Όλοι οι αριθμοί του δεκαδικού συστήματος μπορούν να μετατραπούν στο δυαδικό (η ερώτηση
είναι βέβαια διατυπωμένη με λανθασμένο τρόπο για να διευκολυνθεί η κατανόησή της από τους
μαθητές); Μπορούν να υπάρξουν κλάσματα στο δυαδικό σύστημα; Αντίστοιχα, η έκφραση Χ=Χ-1
(τουλάχιστον με τον συμβολισμό αυτό) δημιουργούσε μια μικρή σύγχυση καθώς είναι μεν έγκυρη
προγραμματιστικά, αλλά όχι αν εκληφθεί ως μαθηματική ισότητα.
Ενίοτε απαιτείται, εκτός από το γνωστικό αντικείμενο, να προσεγγιστεί επιστημολογικά και το
εκπαιδευτικό ψηφιακό εργαλείο που θα χρησιμοποιηθεί (π.χ. λογισμικό εννοιολογικής
χαρτογράφησης).
Σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως απαιτείται μια ανάλυση – με τη μορφή υπενθύμισης προς τον
εκπαιδευτικό – της έννοιας που πρόκειται να διδαχθεί όταν αυτή παρουσιάζει μια σχετική
πολυπλοκότητα (π.χ. στις δομές επανάληψης ίσως απαιτείται μια ανάλυση των συστατικών στοιχείων
τους και της λειτουργίας τους).
Τέλος, εδώ μπορούμε να εντάξουμε θέματα διδακτικού μετασχηματισμού, δηλαδή των μεταβολών
που υφίστανται τα διάφορα γνωστικά αντικείμενα και η σχετική τους βαρύτητα στο σχολικό
πρόγραμμα:
Παραπάνω αναφέραμε το παράδειγμα της Μεθόδου των Τριών
Την πρώτη δεκαετία της διδασκαλίας της Πληροφορικής σχολείο (δεκαετία του ’80), η
εκμάθηση της ορολογίας και των συστατικών στοιχείων ενός Η.Υ. αποτελέσαν το κέντρο
βάρους της όλης διδασκαλίας. Αντίστοιχα μεγάλο βάρος δόθηκε και στην εκμάθηση του
δυαδικού συστήματος.
κ.ά.
σενάριο πρέπει να λαμβάνει υπόψιν του αυτή τη διάσταση. Καθένα από τα πλαίσια αυτά έχει τα
μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματά του: η προσομοίωση της εκτέλεσης ενός αλγορίθμου στο χαρτί,
«με το χέρι», δίνει πολλές πληροφορίες στον προγραμματιστή, αλλά φυσικά είναι εξαιρετικά
χρονοβόρα και δαπανηρή σε προσπάθεια. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, όταν το πρόγραμμα
είναι μεγάλου μεγέθους, η προσομοίωση αυτή είναι πρακτικά αδύνατη. Ο διδάσκων θα πρέπει να
εκτιμήσει, ανάλογα με την περίπτωση, ποια από τα πλαίσια αυτά θα χρησιμοποιεί κατά τη διδασκαλία
του, προκειμένου να καταστήσει αποτελεσματικότερη τη διδασκαλία.
Παράδειγμα αποτελούν επίσης, για διάφορους αλγορίθμους, η αναπαράστασή τους σε διάφορα
πλαίσια, όπως οι αλγόριθμοι ταξινόμησης παρουσιάζονται στο Φωτόδενδρο ή σε διάφορα συστήματα
οπτικοποίησης – ακόμη και με ζωντανούς χορευτές (δες σχετικές «αναπαραστασεις» στο YouTube4).
9. Πρόβλεψη δυσκολιών
Το σενάριο θα πρέπει να ενσωματώνει τις «συνήθεις», συστηματικές δυσκολίες των μαθητών. Για
παράδειγμα, οι περισσότεροι μαθητές κάνουν το γνωστό λάθος:
EMVADO = VASI * YPSOS
INPUT VASI
INPUT YPSOS
PRINT EMVADO
Αν VASI = 8 και YPSOS = 4, τότε ποιο είναι το αποτέλεσμα της εκτέλεσής του;
Οι περισσότεροι μαθητές απαντούν 32.
Ο εκπαιδευτικός δεν πρέπει να αποφεύγει προβλήματα αυτού του είδους, αλλά να τα χρησιμοποιήσει
ως ένα διδακτικό μέσο που θα βοηθήσει τους ίδιους τους μαθητές να κατανοήσουν το λάθος τους –
και ενδεχομένως τα αίτιά του.
Για παράδειγμα, στο παραπάνω πρόβλημα, ο καθηγητής δε θα πρέπει να «παρουσιάσει» το
πρόγραμμα και να εξηγήσει το λάθος, αλλά θα πρέπει να ζητήσει από τους μαθητές να προβλέψουν
το αποτέλεσμα της εκτέλεσής του: τι θα συμβεί αν δώσω τιμές 8 και 4 στις μεταβλητές VASI και
YPSOS; (πιθανή απάντηση των μαθητών: 32) Αν δώσω 4 και 8; (πάλι 32). Αν δώσω 10 και 0; Στη
συνέχεια, όταν το πρόγραμμα εκτελεστεί, ο καθηγητής, στο μέτρο που του επιτρέπει ο διδακτικός
χρόνος και η οργάνωση του μαθήματος, δεν πρέπει να εξηγήσει ο ίδιος ο λάθος, αλλά να τους
προτρέψει με προσομοίωση στο χαρτί να εντοπίσουν οι ίδιοι το λάθος.
O μπορεί ακόμη να προβεί σε μια καταγραφή των δυσκολιών των μαθητών που εμφανίζονται σε μια
διδασκαλία και μπορεί μπορεί να οφείλονται:
Στις εμπειρίες από την καθημερινή τους ζωή που σε πολλά σημεία είναι ασύμβατες με τον
αλγοριθμικό τρόπο σκέψης που απαιτεί η επιστήμη της πληροφορικής.
4
https://www.youtube.com/watch?v=lyZQPjUT5B4&t=2s
Στην πρότερη τυχόν εμπειρία τους με «παλαιότερα» εκπαιδευτικά ψηφιακά περιβάλλοντα (π.χ.
Scratch στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο και στη συνέχεια App Inventor, «Γλωσσομάθεια»,
Python στο Λύκειο).
Στο είδος των προβλημάτων που έχουν κληθεί να επιλύσουν σε πρότερη ενασχόλησή τους με
την πληροφορική.
Στην περίπτωση αυτή, χρήσιμο είναι δίπλα σε κάθε αναφερόμενη δυσκολία να υπάρχει έστω μια
πρόταση για τον τρόπο υπέρβασής της.
Αξίζει να σημειωθεί πως είναι πιθανόν, σε ορισμένες περιπτώσεις, το ίδιο το λογισμικό δημιουργεί μια
κατάλληλη προδιάθεση και βοηθά στην υπέρβαση αυτών των δυσκολιών, π.χ. με τον παιγνιώδη
χαρακτήρα του (Scratch) ή με την καταλληλότητά του για τη δημιουργία παιχνιδιών (App Inventor).
εκπαιδευτικών ψηφιακών περιβαλλόντων σε μια διδακτική ώρα είναι εξαιρετικά δύσκολη για
πρακτικούς λόγους). Και κυρίως, λαμβάνει υπόψιν του τις πραγματικές συνθήκες διεξαγωγής του
μαθήματος; Πώς θα οργανώσουμε τους μαθητές, τους διαθέσιμους υπολογιστές, την εργασία των
μαθητών, τον χρόνο; Συγκρότηση ομάδων μαθητών, αν απαιτείται. Λόγοι που υπαγορεύουν την
παραπάνω ομαδοσυνεργατική οργάνωση της τάξης ή οποιανδήποτε άλλη. Πόσο εφικτή είναι η
υλοποίηση του σχεδιασμού που περιλαμβάνει το σενάριο;
μαθητές). Επίσης θα πρέπει να υπολογίσει τον απαιτούμενο χρόνο για την ολοκλήρωση των εργασιών
που ανατίθενται στους μαθητές.
Τα φύλλα εργασίας μπορούν, ενδεχομένως, να περιέχουν κάποια τμήματα «θεωρίας» (υπόμνηση
κανόνων, τύπους, οδηγίες για τη χρήση ενός λογισμικού κ.λπ.), αλλά είναι προορισμένα για εργασία,
δηλαδή για δραστηριότητες που θα υλοποιήσουν οι μαθητές. Θα πρέπει ίσως να τονιστεί ιδιαίτερα ότι
τα φύλλα εργασίας είναι κατά κανόνα προορισμένα για να υποστηρίξουν την ομαδική εργασία: οι
μαθητές πρέπει να εργάζονται σε ομάδες γιατί ακριβώς οι συνθήκες επικοινωνίας είναι τέτοιες που οι
μαθητές πρέπει (μεταξύ τους) να συζητήσουν, να επιχειρηματολογήσουν, να διαφωνήσουν
ενδεχομένως. Η μοναχική εργασία, αν και ευνοείται ιδιαίτερα στο σχολικό σύστημα, δεν είναι πάντοτε
η καταλληλότερη συνθήκη για τη δημιουργία νέας γνώσης. Μέσα από τον διάλογο, συχνά επέρχονται
κοινωνιογνωστικές συγκρούσεις, οι οποίες καταλήγουν ακόμη και σε αποκλίνουσες απόψεις. Στην
περίπτωση αυτή, το ιδανικό είναι το ίδιο το περιβάλλον «να δίνει» την απάντηση: οι μαθητές να
δοκιμάσουν στον Η.Υ. τις απόψεις τους, να προσπαθήσουν με το ρομπότ, να προσομοιώσουν στο
πάτωμα ή με οιονδήποτε άλλο τρόπο ταιριάζει στο πρόβλημα που έχουν να λύσουν, χωρίς ευθεία
παρέμβαση του διδάσκοντος. Οι μαθητές αναπτύσσουν λοιπόν τη συλλογιστική τους ικανότητα,
ξεκαθαρίζουν τα στοιχεία της έννοιας ή της τεχνικής που συζητούν και κατανοούν πληρέστερα τις υπό
διαπραγμάτευση έννοιες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο εκπαιδευτικός μπορεί να θέλει να πάρει ατομικές απαντήσεις – προφανώς
θα πρέπει τότε οι μαθητές να εργαστούν ατομικά, αλλά αυτό (δηλαδή η αποκλειστικά ατομική
εργασία) δεν πρέπει να αποτελεί τον μόνιμο και αποκλειστικό κανόνα μέσα στην τάξη.
Στα φύλλα εργασίας, όταν τίθενται ερωτήματα ή προβλήματα προς επίλυση, θα πρέπει να δίνονται
κάποιες κατευθύνσεις για την εξεύρεση των απαντήσεων (με τη χρήση πηγών ψηφιακών ή μη
ψηφιακών, με τη χρήση κάποιου λογισμικού κ.ά.). Φυσικά τα ερωτήματα και τα προβλήματα θα
πρέπει να είναι διαρθρωμένα έτσι ώστε να έχουν μια λογική σειρά, σε σχέση με το γνωστικό
αντικείμενο που είναι υπό διαπραγμάτευση.
Αυτό εξασφαλίζει όχι μόνο τη δυνατότητα εύρεσης της απάντησης σε κάθε περίπτωση, αλλά – αυτό
είναι και το σημαντικότερο – καθιστά την απάντηση κατά κάποιον τρόπο, ανεξάρτητη από τον
διδάσκοντα: ο διδάσκων δεν είναι η μοναδική «πηγή» της γνώσης, ούτε ο μόνος που μπορεί να
προσδιορίσει την ορθότητα των λύσεων. Βέβαια, στο τέλος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο
εκπαιδευτικός θα «επισημοποιήσει» τη γνώση, δηλαδή θα προσδιορίσει ποιες από τις δραστηριότητες
και τις εργασίες των μαθητών είναι οι πιο σημαντικές και ποια ακριβώς είναι η νέα γνώση που
κατακτήθηκε. Ωστόσο, αυτό είναι κάτι διαφορετικό από τη διαρκή λειτουργία του καθηγητή στη
διάρκεια του μαθήματος ως μοναδικής «αυθεντίας», πηγής της νέας γνώσης και μοναδικού
αξιολογητή των αποτελεσμάτων των μαθητών.
Οι απαντήσεις των μαθητών, εφόσον είναι γραπτές και σύντομες (μπορούν δηλαδή να δοθούν μέσα
στη διάρκεια του μαθήματος) είναι προτιμότερο να σημειώνονται πάνω στο φύλλο εργασίας και να
συλλέγονται από τον εκπαιδευτικό. Σε κάθε περίπτωση, οι ενδιάμεσες εργασίες των μαθητών και των
μαθητριών (προγράμματα σε Η.Υ., φύλλα εργασίας, άλλες απαντήσεις και δραστηριότητες) είναι
προτιμότερο να συλλέγονται από τον εκπαιδευτικό και να ταξινομούνται κατά μαθητή (ως ένα είδος
portfolio), έτσι ώστε ο εκπαιδευτικός όχι μόνο να έχει μια εικόνα των μαθητών, αλλά να έχει γνώση
των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι μαθητές μπροστά στις νέες έννοιες ή μεθόδους που είναι υπό
διαπραγμάτευση (παρανοήσεις, συστηματικά λάθη, παραλείψεις, ορθές αλλά όχι πλήρεις απαντήσεις,
πλήρεις απαντήσεις, λύσεις, προγράμματα, εργασίες).