Professional Documents
Culture Documents
Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Στρατιωτικοί Ιερείς Στο Βυζάντιο
Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Στρατιωτικοί Ιερείς Στο Βυζάντιο
άπαντα λαόν καί παραινέσαι καί διατάξασθαι τοϋ âyviaai αύτοϋς καί νηστεϋσαι πρό τοϋ
πολέμου τρεις ήμερος ξηροφαγίαν άσκοΰντες καί πρός έοπέραν έσθίοντες απαξ».
5. Στρατηγική έκθεσις 21.4-17: «...πρό μιας τού πολέμου ημέρας δέον τούς ιερείς
άναιμάκτους θυσίας έκτελέσαι καί της συνήθους άκολουθίας έκτελεσθείσης, τής μεταλή
ψεις τών θείων καί άχράντων μυστηρίων τό παν στράτευμα άζιώσαι».
6. Μαυρίκιος, Στρατηγικόν 138.15-16. - Στρατηγική έκθεσις 15: *Καί των εχθρών
πλησιαζόντων, τό παν στράτευμα του λαοϋ τήν άπροσμάχητον καί Χριστιανούς πρέπου-
σαν ευχήν έκαστος αυτών λεγέτω τό ‘Κύριε Ίησου Χριστέ, ό Θεός ήμών, ελέησον ημάς'
αμήν*». Πρβλ. και Νικηφόρος Ουρανός, Τακτικόν 285 (έκδ. J.A. Foucauld «Douze
chapitres inédits de Nicéphore Ouranos», Tr. Mém. 5 (1973) 281-312).
7. Μαυρίκιος, Στρατηγικόν 138.16-17.
8. Λέων Στ', Τακτικά 825 ξθ'.
9. Λέων Στ', Τακτικά 680 ι'.
10. Λέων Στ', Τακτικά 692 μα'.
11. Λέων Στ', Τακτικά 1025 μζ'.
12. Μαυρίκιος, Στρατηγικόν 70.36 κ,ε. - Πρβλ. και Λέων Στ', Τακτικά 689 λθ'.
13. Περί παραδρομής 45.8-10 (έκδ. G. Dagron - Η. Mihaescu).
14. Λέων Στ', Τακτικά 896 λζ'.
15. Λέων Στ', Τακτικά 1068 σβ'. Όπως παρατηρεί ο A. Heisenberg, Kriegsgot
tesdienst in Byzanz 245, το εκκλησιαστικό πνεύμα πέρασε μέσα στις συνήθειες των
στρατευμάτων αλλάζοντάς τες βαθμιαία, χωρίς όμως να προχωρήσει τόσο ώστε η Εκ
κλησία να υπονομεύσει το πολεμικό πνεύμα, αλλά όπως στα στρατιωτικά Τακτικά με
τον καιρό ολοένα και περισσότερο γίνεται λόγος για εκκλησία και θρησκεία πράγματι έ
τσι και οι συνήθειες των στρατευμάτων βαθμηδόν εμπνέονταν από το θρησκευτικό αί
σθημα Στα Τακτικά του Λέοντος Στ' γίνεται πολύς λόγος για τις θρησκευτικές ιδιότητες
των αρχόντων του στρατού, ενώ στον Μαυρίκιο δεν γίνεται λόγος για κάτι τέτοιο. Την ε
ξέλιξη αυτή του θρησκευτικού πνεύματος στα στρατεύματα επισημαίνει μέσα στα στρατιω
τικά Τακτικά και ο J.-R. Vieillefond, Pratiques religieuses 324, παρατηρώντας ότι στο Στρα
τηγικό του Μαυρίκιου η θρησκεία πρόΐσταται μεν στη στρατιωτική ζωή, αλλά χωρίς υπερ
βολή, ενώ αντίθετα στα Τακτικά του 10ου και 11ου αιώνα οι θρησκευτικές τελετές έχουν
μια τόσο εξέχουσα θέση, ώστε κάνουν τα στρατιωτικά εγχειρίδια να μοιάζουν σαν μο-
19
Φορέας όμως του θρησκευτικού πνεύματος στο στρατό δεν είναι μό
νο ο στρατηγός, ο οποίος δια των αξιωματικών του εποπτεύει την τήρηση
των θρησκευτικών καθηκόντων16, αλλά οι κυρίως εκφραστές του είναι οι
ιερείς που ασκούν την υπηρεσία της λατρείας μέσα στο στράτευμα Η πα
ρουσία τους επισημαίνεται τόσο στα στρατιωτικά Τακτικά, όσο και σε άλλες
πηγές. Ιερείς «καθαροί, σεμνοί τον βίον καί τρόπον καί καθαγιασμένοι»17
ιερουργούν στα στρατόπεδα και ακολουθούν τα στρατεύματα στις εκστρα-
τευτικές τους επιχείρησεις.
Η παρουσία όμως ιερέων στο στρατό γεννά ερωτήματα Ποια ήταν η
οργανική σχέση των ιερέων αυτών με το στρατό; Αποτελούσαν ένα θεσμι
κά οργανωμένο σώμα στις τάξεις του στρατού;
Ορισμένοι ερευνητές, τους οποίους βέβαια δεν έχει ειδικότερα απα
σχολήσει το ζήτημα, μιλούν είτε για «έλεημοσυνάριους»18 είτε για aumô
niers ή Feldgeistlichen, military ή regimental chaplains19, δηλαδή στρατιω
τικούς ιερείς με τη σημερινή έννοια του όρου.
Για το ζήτημα όμως της ύπαρξης σώματος στρατιωτικών ιερέων δεν έ
χουμε σαφείς πληροφορίες από τις πηγές. Άλλες αναφέρουν ευκαιριακή
παρουσία ιερέων στο στρατό και άλλες εμφανίζουν την παρουσία τους ως
μονιμότερη, χωρίς ωστόσο και αυτές να προβλέπουν οργανωμένο σώμα
στρατιωτικών ιερέων. Και εδώ πρέπει να προστεθούν και πηγές των οποίων
οι μαρτυρίες, αντίθετα απ’ ό,π φαίνεται, δεν παρέχουν στην πραγματικότητα
ναστικοί κανόνες.
16. Οι μεράρχες είναι υπεύθυνοι του καθαγιασμού των βάνδων, (Μαυρίκιος,
Στρατηγικόν 232.2-4) και οι επικεφαλής των ταγμάτων υπεύθυνοι για την τέλεση των
προσευχών στο στρατόπεδο (Μαυρίκιος, Στρατηγικόν 262.1-7). Κατά τον F. Aussaresses,
Armeé 66, ο στρατηγός ήταν στα μάτια του στρατιώτη ένα είδος ιερέα, ο οποίος ασκούσε
πάνω του την πιο μεγάλη επιρροιϊ
17. Λέων Στ', Τακτικά 1092 ξη'.
18. Ο Η. Valesius στα σχόλια της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Σωζομενού στην
PG 67, σ. 880 σημ. 34, παρατηρεί: «Similiter hodie apud nos singulae legiones suos ha
bent presbyteros, quos eleemosynarios vocant, qui missarum solemnia celebrent et sa
cramenta ministrent militantibus».
19. F. Aussaresses, Armeé 66: «...il y a des aumôniers dans l’armeé byzantine». - H.
Delehaye, Les Saints Stylites, Bruxelles-Paris 1923, σ. Cil (σχόλια), ο οποίος θεωρεί ότι ο
Λουκάς Στυλίτης υπηρέτησε στο στρατό «en qualité d’aumônier». - J.R. Vieillefond, Prati
ques religieuses 325: «...les aumôniers militaires...». - H. Hunger, Reich 194: «Feldgot-
tesdiense, Feldgeistliche und Soldatenseelsorge gab es auch im mittelalterlichen Westen
und gibt es noch heute in modernen Armeen». - A.H.M. Jones, «Military Chaplains in the
Roman Army», Harvard TheoL Review 46 (1953) 239-240. - J.F. Haldon, Byzantine
Praetorians. An Administrative, Instritutional and Soda! Survey of the Opsikion and
Tagmata, α 580-900 (Ποικίλα Βυζαντινά 3), Bonn 1984, σ. 586 σημ. 901.
20
Schwartz, Kyrillos von Skythopolis, Leipzig 1939, σ. 307 (register) και ο G.W.H. Lampe,
A Patristic Greek Lexicon, Oxford 1961 κ,ε., λ. πρεσβύτερος. 11.A.2.
32. Βλ. Κ. E. Z ach aria v. Lingen thaï, Die vom Kaiser Anastasius für die Libya
Pentapolis erlassenen. Formae, Monatsberichte d. K. Akad. d. Wiss. zu Berlin, Phil.-hist
KL, Berlin 1879, σ. 151. - Πρβλ. και R. Grosse, Römische Militärgeschichte von Gallienus
bis zum Beginn der byzantinischen Themenverfassung, Berlin 1920, σ. 108.
33. Ιωάννης Αυδός, Περί αρχών 41.1-3 (έκδ. R. Wuensch).
34 Νικόλαος Μυστικός, Επιστολαί, αρ. 150, σ. 466.7 κ.ε. (έκδ. R.J.H. Jenkins -
LG. Westerink).
35. Νικόλαος Μυστικός, Επιστολαί, αρ. 164, σ. 490.30 κ,ε.
36. Έτσι το εκλαμβάνουν αρκετοί ερευνητές. Βλ. L Bréhier, Les institutions de
l’empire byzantin (Le monde byzantin II), Paris 1949, σ. 516. - J. Darrouzès, Épistoliers
byzantins du Xe siècle, Paris 1960, σ. 115. - R. Guilland, Recherches sur les institutions
byzantines, τόμ. II, Amsterdam 1967, σ. 193-4. - R.J.H. Jenkins - LG. Westerink, Nicholas
I, Patriarch of Constantinople Letters, (CFHB VI), Washington D.C. 1973, σ. 582 (σχόλια
επ. 150) και σ. 582 (σχόλια επ. 164). - J.F. Haldon, Praetorians 569 σημ. 901.
37. Βασ. τάξ. 697-698.
23
42. Για τη σημασίες του όρου στρατεία βλ. Η. Ahrweiler, «Recherches sur
l’administration de l’empire byzantin aux IXe-Xle siècles», BCH 84 (1960) 11 σημ. 2 (α-
νατ. Variorum Reprints, London 1971).- Βλ. και N. Oikonomidès, «Le titres des IXe-Xe
siècles et le system de préséance», εν: Listes de préséance byzantines des IXe et Xe siècles,
Paris 1972, σ. 283 και σημ. 11. - Πρβλ. και C. Mango, Byzantium. The Empire of New
Rome, London 1980, σ. 33.
43. Βλ. A. Σταυρίδου-Ζαφράκα, «Ή αγγαρεία στό Βυζάντιο», Βυζαντινά 11
(1982) 23 κ.ε. - Βλ. και παρατηρήσεις Η. Ahrweiler, Recherches 20 σημ. 6.
44. Λέων Στ', Τακτικά 1032C: ·Άγγαρείας άπάσης ιδιωτικής καί άδικίας
ελεύθερον φύλαττε τόν υπό σέ τεταγμένον λαόν, δσοι του στρατού είσι, καί δσοι τής λε-
γομένοις έξατωρίας...».
45. Βασιλικά 54.7.2 (έκδ. H.J. Scheltema - Ν. van der Wal): ·Ήνίκα βασιλεύς ε
ξέρχεται εις τό στρατόπεδον, πάντες οι οϊκούντες τής επαρχίας δι ής πόρεισι παρέχουσιν
άγγάρια καί παραγγάρια καί άμάξας, είτε του Θείου εϊσίν οίκου, είτε τής αύγούστης, είτε
των άγιων εκκλησιών, είτε οίουδήποτε ενδόξου οίκου, καί ουδέ πραγματικός τύπος προ-
σφερόμενος ύπεναντίον τής διατάξεως ταύτης ισχύει». - Σύνοψις των Βασιλικών, JGR 5,
31.1: ·Δέΐ τάς εκκλησίας μή λειτουργείν, μάλιστα ρυπαρός λειτουργίας, εί μή εις άνανέω-
σιν γέφυρας καί όδοστρωσιών. Ύποκείσθωσαν δέ άγγαρείας καί παραγγαρείας εν καιρφ
στρατοπέδου», αυτ.31.2: «μηδέ ή εκκλησία μήτε έτερος των τού στρατοπέδου εξκουσατευ-
έσθω βαρών, αγγαρείας ή παραγγαρείας ή τοιούτου τινός» αυτ.32.3:«μήτε αξία μήτε εκ
κλησία μηδέ οίκος εν καιρφ στρατοπέδου άπηλλάχθωσαν αγγαρείας ή παραγγαρείας».
-Βλ. και Ε. Παπαγιάννη, Τά οικονομικά τού έγγαμου κλήρου στό Βυζάντιο, σ. 263-264.
46 Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, «Πληροφορίες αγιολογικών κειμένων γύρω από
στρατιωτικά ζητήματα», Πρακτικά του Α' Διεθνούς Συμποσίου «Η καθημερινή ζωή στο
Βυζάντιο» (Αθήνα, 15-17 Σεπτ. 1988), Αθήνα 1989, σ. 531-545.
47. Βίος Λουκά Στυλίτου 201.9-1 (έκδ. Η. Delehaye) Les Saints Stylites,
Bruxelles-Paris 1923, σ. 195-237): «...την τού πρεσβυτέρου χειροτονίαν άναδέχεται μετά
τήν συμπλήρωσιν τού εικοστού τετάρτου χρόνου τής σωματικής ηλικίας αυτού».
25
τεί τη στρατιωτική του θητεία48. Υποστήριξα στο άρθρο μου ότι από πλευράς
Εκκλησίας απαγορευόταν όχι μόνο να χειροτονηθεί κανείς ιερέας προ της
ηλικίας των 30 ετών49, αλλά κι αν με οποιονδήποτε τρόπο είχε χειροτονη
θεί, απαγορευόταν να ασκήσει στρατιωτική ή και άλλη υπηρεσία50. Επομέ
νως τα περί χειροτονίας του Λουκά ως πρεσβυτέρου και στη συνέχεια πα
ραμονής του στο στρατό είναι συγχύσεις και ανακρίβειες ηθελημένες ή μη
του συγγραφέα του Βίου51.
Επανερχόμενη ειδικότερα στο ζήτημα της χειροτονίας του Λουκά
Στυλίτη στην ηλικία των 24 ετών, όπως αναφέρει ο Βίος του, θα ήθελα να
προσθέσω ότι οι διάφορες περιπτώσεις παραβίασης του ορίου της ηλικίας
των 30 ετών52, που προβλέπεται για χειροτονία πρεσβυτέρων, είναι εύκολο
να εξηγηθούν, αν σκεφτούμε ότι στη βυζαντινή περίοδο δεν υπήρχε τρό
πος διαπίστωσης της ακριβούς ηλικίας των ενδιαφερομένων. Έτσι δεν ήταν
καθόλου δύσκολο κάποιος επίσκοπος να χειροτονήσει πρεσβύτερο που εί
χε μικρότερη από τη νόμιμη ηλικία των 30 ετών, δεχόμενος -εν γνώσει ή
αγνοία του- ότι ο υποψήφιος είχε συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία Γνωρί
ζουμε επομένως ότι γίνονταν παραβάσεις του κανόνα αυτού αλλά φυσικά
δεν γνωρίζουμε τι προφάσεις πρόβαλλαν οι ενδιαφερόμενοι για να εμφανί
48. Βίος Λουκά Στυλίτου 201.14 κ.ε. «... ούκ άνέλιπεν εξυπηρετούμενος τρ στρα
τιωτική έπηρείςι επί χρόνοις ετέροις ίσαρίθμοις των προγεγραμμένων, ούκ όψώνιον ήτοι
βασιλικόν λαμβάνων σιτηρεσιον, ώς έθος τοΤς στρατευομένοις δίδοσθαι, άλλ' εκ του
πατρικού οίκου πάσαν τήν χορηγίαν εχων των εις λόγον άναλωμάτων παρεχόμενων».
49. Ο ΙΔ' Κανών της εν Τρούλλφ ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου ορίζευ «...πρε-
σβύτερον πρό των τριάκοντα ετών μή χειροτονεϊσθαι, καν πάνυ ρ ό άνθρωπος άξιος»
(Σύνταγμα 2, σ. 337). Τούτο προβλέπεται και από την πολιτειακή νομοθεσία: Novellae
Justiniani 123, c. 13 (-Corpus Juris Civilis III. 604.16 κ.ε. έκδ. R. Schoell - G. Kroll):
•Πρεσβύτερον δέ έλάττονα των τριάκοντα ενιαυτών γίνεσθαι ούκ επιτρέπομεν...».
50. Οι Αποστολικοί κανόνες ορίζουν: Κανών ΣΤ' (Σύνταγμα 2, σ. 9):
•'Επίσκοπος η πρεσβύτερος η διάκονος, κοσμικός φροντίδας μή άναλαμβανέτω' εί δέ
μή, καθαιρείσθω'.. - Κανών ΠΑ' (Σύνταγμα 2, σ. 104): «...ού χρή επίσκοπον η πρεσβύ
τερον καθιεναι εαυτόν εις δημοσίας διοικήσεις...» - Κανών ΠΓ' (Σύνταγμα 2, σ. 107):
•'Επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, ή διάκονος, στρατείςι σχολάζων καί βουλόμενος άμφότερα
κατέχειν, Ρωμαϊκήν αρχήν καί ιερατικήν διοίκησιν, καθαιρείσθω...». - Πρβλ. και Κανόνα
Ζ'της Δ' Οικουμενικής Συνόδου (451): ·Τούς άπαξ εν κλήρφ τεταγμένους, ή καί μο
ναστής ώρίσαμεν μήτε επί στρατείαν, μήτε επί άξίαν κοσμικήν ερχεσθαι' ή, τούτο
τολμώντας, καί μή μεταμελούμενους, ώστε έπιστρέψαι επί τούτο, δ διά θεόν πρότερον
είλοντο, άναθεματίζεσθαι» (Σύνταγμα 2, σ. 232). - Βλ. Π. Μπούμης, Ή περί τού
άσυμβιβάστου 5 κ,ε,
51. Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Πληροφορίες 534 κ.ε.
52. Βλ. παραδείγματα στον Α.Π. Χριστοφιλόπουλο, θέματα βυζαντινού εκκλη
σιαστικού δικαίου, Άθήναι 1957, σ. 31.
26
σουν ότι βρίσκονταν στα κανονικά χρονικά όρια και ότι επομένως η χειρο-
τονία τους δεν αποτελούσε παράβαση.
Δεν μπορούσε όμως να συμβεί το ίδιο με τη χειροτονία κάποιου που
ήταν ήδη στρατιώτης (όπως είναι η περίπτωση του Λουκά Στυλίτη) του ο
ποίου επομένως η ηλικία ήταν εύκολο να εξακριβωθεί, εφόσον η στράτευ
ση των Βυζαντινών άρχιζε από το 18ο-20ο έτος της ηλικίας53.
Θα πρόσθετα ακόμη ότι, και αν κάποτε η Εκκλησία επέτρεπε «κατ’
οικονομίαν»54 τη χειροτονία σε μικρότερη από τη νόμιμη ηλικία, είναι δύ
σκολο να φανταστούμε ότι θα έκανε το ίδιο για κάποιον που είχε την ιδιό
τητα του στρατιώτη (όπως ο Λουκάς) και ο οποίος εξακολούθησε να την έ
χει και μετά τη χειροτονία του, σύμφωνα με τα λεγάμενα του Βίου, διότι,
όπως έχω ήδη παρατηρήσει55, η ταυτόχρονη ιδιότητα στρατιώτη και ιερέα ε-
θεωρείτο και από την Εκκλησία και από την πολιτεία ασυμβίβαστη56.
Στην περίπτωση λοιπόν του Λουκά Στυλίτη ούτε δυνατότητα σύγχυ
σης ηλικίας υπήρχε, ούτε προφανώς κατ’ οικονομίαν χειροτονία μπορούσε
να συμβεί, και γι’ αυτό, επαναλαμβάνω, πρέπει να υποθέσουμε ότι οι πλη
ροφορίες του Βίου είναι ανακριβείς.
Η εξέταση λοιπόν των παραπάνω πηγών δείχνει ότι δεν μας παρέ
χουν καμιά θετική μαρτυρία για στρατιωτικούς ιερείς ή στράτευση ιερέων
γενικότερα
Ας έρθουμε όμως και στις πληροφορίες στις οποίες οι πηγές μιλούν
για (ευκαιριακή) παρουσία ιερέων στο στρατό.
Ο Ευσέβιος στην εγκωμιαστική βιογραφία του Μ. Κωνσταντίνου α
ναφέρει ότι ο Μ. Κωνσταντίνος στις πολεμικές του επιχειρήσεις και «τους
τοϋ Θεοΰ ιερέας επήγετο· θεωρώντας ότι έπρεπε αυτοί ως «αγαθοί φύλα
κες· της ψυχής να βρίσκονται στο πλευρό του57. Σε άλλο πάλι χωρίο ο Ευ
Ο Σωζομενός (σ' μισό 5ου cil), πιο αναλυτικός και σαφής από τους
δύο προηγούμενους συγγραφείς, γράφει ότι τον Μ. Κωνσταντίνο ακολου
θούσαν στους πολέμους ιερείς και διάκονοι που πρόσφεραν τις υπηρεσίες
τους σε σκηνή «είς εκκλησίαν είκασμένην», εκπληρώνοντας σύμφωνα με
τους νόμους της Εκκλησίας τα λατρευτικά καθήκοντα61. Και αμέσως συ
μπληρώνει: ·Έξ εκείνου δε καί rà 'Ρωμαίων τάγματα, a νϋν αριθμούς κα-
λοΰσιν, έκαστον ιδίαν σκηνήν κατεσκευάσατο καί ιερέας καί διακόνους
άπονενεμημενους είχε»62.
Την πληροφορία ότι τα ^στρατιωτικά τάγματα» που στάθμευαν σε πό
λεις και χωριά είχαν «ήφιερωμένους νομέας» (=ιερείς) μάς δίνει και ο σύγ
χρονος του Σωζομενού Θεοδώρητος Κύρου (±393-±466) σε επιστολή του
προς τον επίσκοπο Αγκύρας Ευσέβιο, προσθέτοντας μάλιστα ότι και κά
ποιος διάκονος Αγαπητός, που ανήκε στη μητρόπολη της επαρχίας του, εί
χε πάει στη Θράκη, όπου βρισκόταν το στρατιωτικό τάγμα (=αριθμός), στο
οποίο αυτός *έτάχΘη προς τα θεία ρυθμίζειν»63. Εδώ όμως πρέπει να προσέ
ξουμε όπ σύμφωνα με την πληροφορία της πηγής ο Αγαπητός ήταν διάκο
νος και όχι ιερέας (πρεσβύτερος), πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούσε
να εκτελεί τις ιερές τελετές στο τάγμα64. Τούτο μάς οδηγεί στη σκέψη ότι η
ρέων στο στρατό δεν φαίνεται να ήταν γενική, αλλά προνόμιο παραχωρούμενο κατόπιν
ειδικής αυτοκρατορικής διαταγής;
65. Βλ. I. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους τ. I, Θεσσαλονίκη
1978, σ. 255 κ,ε.
66. Άννα Κομνηνή III. 214.1 κ.ε. (έκδ. Β. Leib).
67. Με κανένα τρόπο δε μπορούν νομίζω να θεωρηθούν ως «regimental chap
lains», όπως τους ονομάζει ο J.F. Η al don, Praetorians 568 σημ. 901.
68. Μαυρίκιος, Στρατηγικόν 138.1.
30
ναφέρει: «Άλλα δει την μεν ευχήν γίνεσθαι εν εκείνη μάλιστα τή τοϋ πο
λέμου ήμέρςι έν τφ φοσσάτφ, πρίν η uva τής πόρτας έξελθεϊν, διά τε των
ιερέων καί τοϋ στρατηγού καί των λοιπών αρχόντων τό "Κύριε έλέησον”
έπιμόνως άμα πα'ντας λέγειν, εΤτα διά τό αίσιον καί τό “νοβισκούμ δέους"
τρίτον έκαστον μέρος έξερχόμενον τοϋ φοσσάτου·69. Σε ένα άλλο πάλι κε
φάλαιο κάνει λόγο για τον «τρισάγιον ύμνον», που πρέπει να ψάλλεται
•κατά τήν συνήθειαν» από το στράτευμα πρωί και βράδυ, είτε αυτό βρίσκε
ται σε εκστρατεία είτε οπουδήποτε στρατοπεδεύει, χωρίς όμως να αναφέρει
και παρουσία ιερέων70.
Προφανώς από το «Στρατηγικόν» δεν μπορεί κανείς να συναγάγει
συμπεράσματα για το ποιο ήταν το status των ιερέων μέσα στα πλαίσια του
πρωτοβυζαντινού στρατού.
Αντίθετα ο Λέων Στ' στα «Τακτικά» φαίνεται ότι δίνει ιδιαίτερη σημα
σία στην ύπαρξη ιερέων στο στράτευμα Συγκαταλέγει την «ιερατική» μετα
ξύ των τεχνών που «συνεργοΰσι τη φύσει τοϋ πολέμου»71 επεξηγώντας με
ποιον τρόπο η ιερατική τάξη συνεργεί: «Τής δε ιερατικής έστιν τό καλώς τα
θεία χρήσθαι, καί ταΰτα έπιτελεΐν άδιαλείπτως τά στρατεύματα εύσεβώς τε
καί θεαρέστως κατά τόν παραδοθέντα θεσμόν άνωθεν τοΤς εύσεβοϋσι Χρι
στιανούς, διά τε ίερολογιών, καί ιερουργιών καί τών άλλων ευχών καί δεή
σεων πρός τόν Θεόν έκτενώς γινομένων, καί προς τήν πανάχραντον αύτοΰ
Μητέρα καί Θεοτόκον, καί τούς άγιους αύτοΰ θεράποντος. Έξ ών ίλεοΰται
τό Θειον καί διά τήν πίστιν τής σωτηρίας αί ψυχαί τών στρατιωτών
εύρωστότεραι πρός τους κινδύνους παρασκευάζονται»72. Ορίζει ακόμη ότι
την ιερατική τέχνη πρέπει να την επιτελούν «ιερείς καθαροί, σεμνοί τόν
βίον καί τρόπον, καί καθαγιασμένοι»73, οι οποίοι κατά την ημέρα της μάχης
αγιάζουν όλους όσους θα πολεμήσουν74. Είναι οι «ιερείς τοϋ στρατοϋ», ό
πεισθηναι δη τόν θεόν εχουσι βοηθόν, καί έπί τούτο κινήσαι πρός τόν πόλεμον λα
μπρούς καί προθύμους*.
75. Στρατηγική έκθεσις 20..22 κ.ε.: ·ΔεΤ δέ τόν αρχηγόν τού λαού προδιατάξα-
σθαι τόϊς στρατηγοίς καί αρχουσι καί τφ λοιπφ στρατφ, Γνα έν τφ όπλήκτφ έν $ τό παν
στράτευμα άπληκεύει, έν τφ καιρφ τής δοξολογίας έν τε τοΤς έσπερινόϊς ΰμνοις καί
ορθρίοις, ποιώσιν οί ιερείς τοϋ στρατού μετά τήν συμπλήρωσιν ύμνων εύχάς έκτενεϊς,...·.
76. Στρατηγική έκθεσις 21.4-17.
32
77. Αντίθετα απ’ 6,τι συμβαίνει στο σύγχρονο ελληνικό στρατό. Βλ. Σπ. Τρωιά-
νος, Παραδόσεις εκκλησιαστικού δικαίου, ’Αθήναι-Κομοτηνή 1964 (ανατ. 1985), σ.
259: «Γιά τήν κάλυψη των θρησκευτικών άναγκών των μελών τής ορθόδοξης εκκλησίας
πού υπηρετούν στίς ένοπλες δυνάμεις προβλέπεται τό θρησκευτικό σώμα οργανωμένο
σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τού Ν.Δ. 90/1973. Οΐ στρατιωτικοί ιερείς κατατάσσονται μέ τό
βαθμό ύπολοχαγού η λογαχού, ανάλογα μέ τά μορφωτικά τους προσόντα, καί ύπά-
γονται στούς στρατιωτικούς νόμους καί κανονισμούς, έχοντας δμως παράλληλα καί δλες
τίς ειδικές υποχρεώσεις πού άπορρέουν άπό τήν ιδιότητά τους ώς κληρικών». - Πρβλ. και
Nik. Μίλας, Τό εκκλησιαστικόν δίκαιον τής 'Ορθοδόξου 'Ανατολικής 'Εκκλησίας (συντα-
γέν κατά τάς γενικός εκκλησιαστικός πηγάς καί κατά τούς έν ταΤς αύτοκεφάλοις εκκλη-
σίαις ίσχύοντας ειδικούς νόμους), έν *Αθήναις 1906, σ. 615: «Οί έφημέριοι τού στρατού
είσίν ειδικόν ίδρυμα προκύψαν έν τοϊς νεωτέροις χρόνοις* τά έφημεριακά παρά τφ στρα-
τφ καθήκοντα έξετέλουν πρότερον οί κοινοί έφημέριοι τών ένοριών. Σήμερον οί έφημέ-
ριοι τού στρατού οργανούνται έν έκάστφ κράτει δι’ ειδικών νομικών διατάξεων».