Professional Documents
Culture Documents
Document
Document
∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΑΜ 933
ΤΙΤΛΟΣ
Επιβλέπoντες Καθηγητές
κα ∆.Καλλινίκου
κος Κ. Χριστοδούλου
κος Γ. Γεωργιάδης
Οι απόψεις και θέσεις που περιέχονται σε αυτήν την εργασία εκφράζουν τον συγγραφέα
και δεν πρέπει να ερµηνευθεί ότι αντιπροσωπεύουν τις επίσηµες θέσεις του Εθνικού και
Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών.
ΤΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟ ∆ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ∆ΗΜΙΟΥΡΓΟΥ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Η/ ΚΥΡΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΑ 13
2)Αστικός Κώδικας 14
1/ ΕΓΓΡΑΦΗ 19
2/ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ 20
Άµεση αναπαραγωγή 25
Μόνιµη ή σταθερή 25
Προσωρινή 25
Φευγαλέα αναπαραγωγή 26
7/ ∆ΗΜΟΣΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ 34
1) Μέσω δορυφόρου 46
Βάσεις δεδοµένων 59
Πολυµέσα 61
Ιστοσελίδες 64
2/ Παράθεση αποσπασµάτων 75
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 88
Ι/ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ
∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Στην αρχαία Ελλάδα και Ρώµη οι συγγραφείς απολάµβαναν δόξα, φήµη και κάποιο
κέρδος από τα χειρόγραφα τους ενώ η λογοκλοπή καταδικαζόταν κοινωνικά. Τον 4ο
αιώνα π.χ ο Πλάτωνας διαµαρτυρόταν επειδή αντίγραφα των οµιλιών του είχαν
κυκλοφορήσει χωρίς την άδεια του στη Σικελία, όπου είχε κρατηθεί ως αιχµάλωτος από
5
τον τύραννο ∆ιονύσιο. Ο ποιητής Martialis θεωρούσε όποιον οικειοποιούταν
1
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2000, εισαγωγή
2
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2002, σελ. 6
3
Τ. Συνοδινού, Πνευµατική ιδιοκτησία και νέες τεχνολογίες, η σχέση χρήστη-δηµιουργού, Σάκκουλας
2008, σελ 20
4
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική Ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2000
5
G.Boytha, RIDA 151/1992, σελ. 53-101
δηµοσιευµένα ποιήµατα άρπαγα ανθρώπων (plagiarius) εξ’ ου και µεταγενέστερα- εκ
6
του λατινικού- ο αγγλικός όρος plagiarism, δηλαδή λογοκλοπή. Έχει υποστηριχθεί η
άποψη ότι στην Ελλάδα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η πνευµατική ιδιοκτησία
αναγνωριζόταν εθιµοτυπικά ως γενική αρχή δικαίου. 7
Η πνευµατική ιδιοκτησία γεννήθηκε στην προσπάθεια του δικαίου να ανταποκριθεί
στις τεχνολογικές εξελίξεις. Η εµφάνιση της τοποθετείται ιστορικά στην εφεύρεση της
τυπογραφίας και αναπτύχθηκε παράλληλα µε την εξέλιξη της τεχνικής το 15ο αιώνα
(1455 µ.χ). Στα τέλη του 15ου αιώνα οι βιβλιοπώλες ήταν επιφορτισµένοι µε όλες τις
απαραίτητες δραστηριότητες για τη διασπορά των βιβλίων (τύπωµα, έκδοση, και
πώληση), γεγονός που απατούσε ακριβό εξοπλισµό για την εκτύπωση µεγάλου αριθµού
αντιγράφων σε σχετικά χαµηλές τιµές κατ’ αβέβαια χρονικά διαστήµατα και έθετε έτσι
σε κίνδυνο τα κεφάλαια τους. Γι’ αυτό το λόγο και προκειµένου να διασφαλιστεί η
δαπάνη της επένδυσης τους και να συνεχίσουν να εκµεταλλεύονται τα έργα τους,
παρουσιάστηκε η ανάγκη παραχώρησης από το κράτος κάποιων προνοµίων (privilegia)
σε ενώσεις επαγγελµατιών τυπογράφων για συγκεκριµένες δηµοσιεύσεις. Το κράτος
άρχισε να χορηγεί προνόµια στους τυπογράφους και εκδότες για ορισµένο χρονικό
διάστηµα. Το παλαιότερο τέτοιου είδους προνόµιο που είναι γνωστό, απενεµήθη το 1469
στη Βενετία στον Jean de Spire για µονοπωλιακή χρησιµοποίηση της τυπογραφίας για
διάστηµα 5 ετών. 8
Η τυπογραφία δηµιούργησε τις αναγκαίες συνθήκες για την ευρύτερη διάδοση των
9
έργων του λόγου. Με την εξέλιξη της στην Ευρώπη το κόστος παραγωγής βιβλίων
µειώθηκε σηµαντικά και δόθηκε η ευχέρεια της διάδοσης τους ευρέως, παραµερίζοντας
την δια χειρός αντιγραφή των κειµένων, όπως συνέβαινε στα µεσαιωνικά χρόνια. Με
αυτό τον τρόπο επετεύχθη η διάδοση βιβλίων και άλλων εντύπων στο κοινό µε άµεσο
πολλαπλό οικονοµικό κέρδος για τους τυπογράφους και έµµεσα για τους δηµιουργούς.
6
∆. ∆ροµάζος, Η νοµική προστασία των εφαρµογών ψηφιακής τεχνολογίας, Σάκκουλας 2009
7
Τριανταφυλλόπουλος, Το Ελληνικόν ιδιωτικόν δίκαιον κατά τον 19ο αιώνα, σελ.228, Πανταζόπουλος,
Γένεσις και ανέλιξις του ελληνικού δικαίου µέχρι του Αστικού Κώδικος, σελ. 16-55
8
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική Ιδιοκτησία» σελ.14, Dock privileges, , “Privilèges et contrefacon”, RIDA
XXXXII//65, σελ.. 90-129, ∆. Καλλινίκου Πνευµατική Ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας
2000, σελ. 4
9
Εκτός από την τυπογραφία και η χαρακτική έπαιξε ένα αντίστοιχο ρόλο, Βλ. Τ. Ιωάννου, Κ.
Λυκιαρδοπούλου, Η πνευµατική ιδιοκτησία, σελ. 8 επ.
Το δικαίωµα του δηµιουργού γεννήθηκε µετέπειτα, επειδή αυτά τα προνόµια αργότερα,
απονέµονταν στους τυπογράφους, µόνο βέβαια εφόσον η εκτύπωση γινόταν σύµφωνα µε
την έγκριση των συγγραφέων. Αρκετά νωρίτερα πριν την αναγνώριση του περιουσιακού
δικαιώµατος ή γενικότερα του χρηµατικού συµφέροντος του δηµιουργού, είχε συλληφθεί
ως έννοια το ηθικό του δικαίωµα, δηλαδή του προσωπικού δεσµού του δηµιουργού µε το
έργο του.
Στην Αγγλία το 1709 εµφανίζεται πρώτο νοµοσχέδιο για την πνευµατική ιδιοκτησία µε
το όνοµα Copyright Act παραχωρώντας τα αντίγραφα των τυπωµένων βιβλίων στους
συγγραφείς ή αγοραστές τέτοιων αντιγράφων. Μετέπειτα, βάσει του ως άνω
νοµοσχεδίου ψηφίστηκε ο νόµος της Βασίλισσας Άννας το 1710, ο οποίος αναγνώριζε το
δικαίωµα αναπαραγωγής µε τη σύγχρονη έννοια του όρου παραχωρώντας στο
συγγραφέα τυπωµένου βιβλίου το δικαίωµα να το επανατυπώνει για µια χρονική περίοδο
21 ετών από την ηµεροµηνία ισχύος του νόµου, ενώ για µη δηµοσιευµένα βιβλία
αναγνώριζε στον συγγραφέα το αποκλειστικό δικαίωµα να τυπώνει τα έργα του επί 14
χρόνια από την πρώτη δηµοσίευση. Το δικαίωµα αυτό παρατείνεται για άλλα 14 χρόνια
10
εφόσον ζει ο συγγραφέας. Αυτός ο νόµος περιοριζόταν µόνο σε βιβλία χωρίς να
αναφέρει άλλο έντυπο υλικό, όπως γκραβούρες ή άλλες µορφές τέχνης. Νωρίτερα όµως,
το 1642, η Βουλή των Κοινοτήτων στην Αγγλία αξίωσε από τους τυπογράφους να
αναγράφουν το όνοµα του συγγραφέα σε κάθε εκτύπωση του έργου του. Σε περίπτωση
όµως µη αναγραφής δεν προβλέπονταν κυρώσεις. 11 Η έλλειψη προστασίας για τις άλλες
µορφές ανάγκασε το νοµοθέτη στην Αγγλία, στη θέσπιση του Νόµου των Χαρακτών το
1734 και το 1766 µε διάρκεια προστασίας τα 28 χρόνια.
Στη Γαλλία το 1777, ο Λουδοβίκος 16ος εξέδωσε 6 διατάγµατα τα οποία αναγνώριζαν
στο συγγραφέα να δηµοσιεύσει και να πωλήσει το έργο του. Η Γαλλική επανάσταση
κατάργησε όλα τα προνόµια των δηµιουργών και εκδοτών, κυρίως επειδή έφεραν την
υπογραφή του Βασιλέα.12 Υπήρχε η συναίσθηση ότι τα δικαιώµατα του δηµιουργού δεν
10
∆. Καλλινίκου, «Η εξέλιξη της προστασίας µε την πνευµατική ιδιοκτησία και τα συγγενικά
δικαιώµατα» , ΚριτΕπ 1/1997, σελ. 170, W.R. Cornish, Intellectual Property, Patents, Copyright,
Trademarks and Allied Rights, σελ. 246
11
J.S McKeown, Fox’s Canadian Law of copyright and Industrial Designs, σελ. 21 επ, ∆.∆ροµάζος, Η
νοµική προστασία των εφαρµογών ψηφιακής τεχνολογίας, Σάκκουλας 2009
12
H.Desbois, Le droit d’auteur en France, Paris, 1978
έπρεπε να εξαρτώνται από αυθαίρετες παραχωρήσεις των Αρχών, αλλά να είναι φυσική
απόρροια της πνευµατικής δηµιουργίας. 13
Η Γαλλία είναι όµως η πρώτη χώρα που θεσµοθέτησε µια πλήρης νοµοθεσία
πνευµατικής ιδιοκτησίας, απόρροια της Γαλλικής επανάστασης, µε το νόµο του 1791 και
µε το νόµο του 1793, αναγνωρίζοντας στον δηµιουργό το αποκλειστικό δικαίωµα
δηµόσιας εκτέλεσης και το αποκλειστικό δικαίωµα δηµόσιας αναπαραγωγής αντίστοιχα.
14
Οι δύο αυτοί νόµοι αφορούσαν κυρίως τους θεατρικούς συγγραφείς και την
παρουσίαση των έργων τους στο κοινό. 15
Το 1886 υπεγράφη η ∆ιεθνής Σύµβαση της Βέρνης για την προστασία των
φιλολογικών και καλλιτεχνικών έργων. Εκτοτε, αναθεωρήθηκε 5 φορές και
συµπληρώθηκε µε δύο πρόσθετες πράξεις. Αποτελεί την πιο παλιά διεθνή σύµβαση για
την πνευµατική ιδιοκτησία. Η Σύµβαση στηρίζεται στην αρχή της εθνικής µεταχείρισης
ή εξοµοίωσης προστατεύει των ξένων δηµιουργών ή έργων που προστατεύονται από τη
Σύµβαση, προς τους υπηκόους της χώρας όπου ζητείται η προστασία (principe
d’assimilation de l’unioniste au national). και περιέχει διατάξεις συµβατικού δικαίου, οι
οποίες παρέχουν στον δηµιουργό ένα ελάχιστο όριο προστασίας. 16
Μετά από διαπραγµατεύσεις 30 περίπου ετών επιτεύχθηκε η υπογραφή της ∆ιεθνούς
Συνθήκης της Ρώµης το 1961 για τα συγγενικά δικαιώµατα, η οποία στηρίζεται στην
αρχή της εθνικής µεταχείρισης, σύµφωνα µε την οποία τα συµβαλλόµενα µέρη
υποχρεούνται να µεταχειρίζονται τους αλλοδαπούς δικαιούχους συγγενικών
δικαιωµάτων που εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής της Σύµβασης όπως τους υπηκόους
τους. Ειδικότερα, µε την ως άνω Σύµβαση προστατεύονται οι ερµηνευτές ή εκτελεστές
καλλιτέχνες, οι παραγωγοί φωνογραφηµάτων και τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισµούς
(άρθρα 2 και 4-6).
Στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την επιστηµονική θεώρηση, αν η πνευµατική
ιδιοκτησία είναι τµήµα του Αστικού δικαίου ή αυτοτελής κλάδος της νοµικής επιστήµης
που έχει αποσπασθεί από το Αστικό ∆ίκαιο και αποτελεί µαζί µε τα συγγενικά
13
H.Desbois, Propriété littéraire et artistique, Encyclopédie Dalloz Civil
14
C. Colombet, Propriété littéraire et artistique et droits voisins, Precis Dalloz 1992
15
∆. ∆ροµάζος, Η νοµική προστασία των εφαρµογών ψηφιακής τεχνολογίας, Σάκκουλας 2009
16
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2002, σελ. 70 επ, Λ Κοτσίρης, ∆ίκαιο Πνευµατικής
ιδιοκτησίας, Σάκκουλας, 2005, σελ. 214
δικαιώµατα, τµήµα της διανοητικής ιδιοκτησίας ή του δικαίου των άϋλων αγαθών,17 οι
διατάξεις του Αστικού Κώδικα εφαρµόζονται για την κάλυψη θεµάτων που δεν
ρυθµίζονται από την ειδική νοµοθεσία, όπως για παράδειγµα, η µεταβίβαση των
απολύτων δικαιωµάτων, οι διατάξεις περί κοινωνίας, η κληρονοµική διαδοχή, η
παραγραφή, πληµµελής εκτέλεση κ.α. Το Αστικό δίκαιο αποτελεί πηγή του δικαίου της
πνευµατικής ιδιοκτησίας και βασικό θεµέλιο για τη δογµατική και συστηµατική
18
οικοδόµηση του. Μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι η πνευµατική ιδιοκτησία ήταν ο
πρόδροµος µιας σύγχρονης εξέλιξης του αστικού δικαίου µε επίκεντρο ένα φυσικό
πρόσωπο, το δηµιουργό που αποτελεί το αδύνατο µέρος στις συναλλαγές, ενώ αργότερα
αναφάνηκε η ανάγκη προστασίας άλλων κατηγοριών αδύνατου συµβαλλοµένου, όπως
είναι σήµερα ο καταναλωτής µε τη συγκέντρωση και ταξινόµηση των σχετικών κανόνων
19
δικαίου σε ένα σύστηµα «δικαίου του καταναλωτή». Άλλωστε, η νοµολογία
αναγνώρισε την προστασία των ερµηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών µε βάση τις
διατάξεις για το δικαίωµα της προσωπικότητας ή για τις αδικοπραξίες πριν η νοµοθεσία
20
θεσπίσει ρυθµίσεις για τα συγγενικά δικαιώµατα. Αστικό ∆ίκαιο και Πνευµατική
Ιδιοκτησία έχουν κοινό σηµείο επαφής. Το Αστικό ∆ίκαιο βρίσκεται κοντά στον
άνθρωπο περισσότερο από κάθε άλλο κλάδο δικαίου και έχει πανανθρώπινο χαρακτήρα.
21
17
Ν. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του αστικού ∆ικαίου, 3η έκδοση 1983, σελ. 79
18
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική Ιδιοκτησία και Αστικό ∆ίκαιο, ΧρΙ∆ Ιανουάριος 2009, ∆ίκαιο και
Οικονοµία, Σάκκουλας 2009, σελ. 13, Γ. Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2002 σελ. 26
19
Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό ∆ίκαιο, Σάκκουλας 2004 σελ. 35, C. Caron, Droit d’auteur et droits
voisins, Litec Paris 2006, σελ. 10
20
ΠΠΑθ 6173/1964, ΕΕµπ∆ 1964, σελ. 267-272 µε παρατηρήσεις Α. Αργυριάδη, ΠΠρΑθ 7498/1978,
ΕΕΝ 1978, σελ. 192 επ, ∆. Καλλινίκου, Η νοµολογία για την πνευµατική ιδιοκτησία, Αθήνα 1986, σελ.
216-217
21
Α. Γαζής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού ∆ικαίου, Τεύχος Α΄Εισαγωγή, 1970, σελ. 2
22
Κ.Κωστής, Ερµηνεία εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόµου, Τόµος τρίτος, Ειδικό µέρος , Αθήναι 1907
και 1929, σελ. 267 επ. και σελ. 45 αντίστοιχα, ∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά
δικαιώµατα, Σάκκουλας 2000, σελ. 6
της αµοιβαιότητας και τέλος το άρθρο 471 συµπεριέλαβε ρητά στο αδίκηµα της κλοπής
και τα έργα του «ανθρώπινου νου».
Το 1909 ψηφίστηκε ο Ν.ΥΠΓ΄ για τα θεατρικά έργα και το 1920 ο Ν.2387/1920 που
αποτελούσε το βασικό νόµο για την πνευµατική ιδιοκτησία µέχρι το 1993, οπότε
ψηφίστηκε ο ισχύων σήµερα νόµος 2121/93 όπως τροποποιήθηκε από τους νόµους
2435/96 (άρθρα 3 και 10), ν. 2557/1997 (άρθρο 8), ν.2819/2000 (άρθρο 7), ν. 3049/2000
(άρθρο 14), ν.3057/2002 (άρθρο 81), ν.3207/2003 (άρθρ0 10 παρ. 33) και ν. 3524/2007
(άρθρα 1, 2 και 4). Θα εξετάσουµε στη συνέχεια το περιεχόµενο του ως άνω νόµου σε
ότι αφορά τα περιουσιακά δικαιώµατα.
23
ΜονΠρΑθ 2519/1997 ΕΕµπ∆ 1997, σελ. 359
δικαιούχος πνευµατικής ιδιοκτησίας. Το νοµικό πρόσωπο µπορεί να γίνει δικαιούχος
µόνο δευτερογενώς, γεγονός που συνάδει µε την πραγµατικότητα καθώς τα νοµικά
πρόσωπα είναι «δηµιουργήµατα» του δικαίου και είναι ανίκανα να εκπονήσουν
πνευµατικό έργο κατά το ελληνικό δίκαιο.24 Η «αρχή της αλήθειας» που χαρακτηρίζει το
ηπειρωτικό δίκαιο της πνευµατικής ιδιοκτησίας (Γερµανικό νόµο, άρθρο7, Βέλγικο νόµο,
άρθρο 6 παρ.1, ισπανικό νόµο, άρθρο 5 παρ.1, Ελβετικό νόµο, άρθρο 6, Πορτογαλικό
νόµο, άρθρο 27 παρ.1, σε αντίθεση µε το Αγγλικό και Αµερικάνικο), αποτελεί κανόνα
αναγκαστικού δικαίου και καµία συµβατική ρύθµιση µεταξύ των µερών δεν µπορεί να
την παρακάµψει ή να την ανατρέψει. Ακόµη και στην περίπτωση που τα δύο µέρη
συµφωνούν ότι ο ένας θα φιλοτεχνήσει το έργο το οποίο ο αντισυµβαλλόµενος θα
παρουσιάσει ως δικό του δηµιούργηµα, πρωτογενής δικαιούχος της πνευµατικής
ιδιοκτησίας είναι ο πραγµατικός δηµιουργός ενώ η ως άνω συµφωνία χαρακτηρίζεται ως
σύµβαση µεταβίβασης της πνευµατικής ιδιοκτησίας και ειδικότερα του περιουσιακού
δικαιώµατος που απορρέει από αυτήν, καθώς το ηθικό δικαίωµα είναι αµεταβίβαστο
µεταξύ ζώντων (α. 12 παρ.1 και 2 ν.2121/1993) και σε καµία περίπτωση δεν καθιστά και
τον προς αυτόν η µεταβίβαση αρχικά δικαιούχο. Κατά συνέπεια, οι τυχόν εξουσίες-
δικαιώµατα που δεν αποτελούν περιεχόµενο της σύµβασης µεταβίβασης της πνευµατικής
δηµιουργίας καθώς και οι τρόποι εκµετάλλευσης που κατά το χρόνο κατάρτισης δεν ήταν
γνωστοί, ανήκουν στον αρχικό δηµιουργό (α.16 παρ. 3 ν. 2121/1993). Η αρχή της
αλήθειας συµπορεύεται µε µια άλλη αρχή, την αρχή της αυτοδίκαιης κτήσης. Ο
σύνδεσµος του έργου µε την προσωπικότητα του δηµιουργού είναι τόσο στενός, ώστε το
δικαίωµα αποκτάται πάνω στο έργο µόνο µε τη δηµιουργία χωρίς να χρειάζεται να
τηρηθεί καµία διατύπωση που θα εξασφάλιζε τη δηµοσιότητα, γιατί κάτι τέτοιο θα
µείωνε την αµεσότητα της σχέσης µεταξύ δηµιουργού και έργου. 25
24
ΕφΑθ 5321/1989 ΕΕµπ∆ 1993, σελ. 537-540, ΜονΠρωτΘεσ.380Π/1993 ΕΕµπ∆ 1993, σελ. 314-318
25
Γ. Κουµάντος, ∆ιανοητική Ιδιοκτησία, Ελλ∆νη 1994, σελ. 1465
26
Τ. Ιωάννου/Κ. Λυκιαρδοπούλου Η Πνευµατική Ιδιοκτησία, Αθήνα 1962, σελ. 130
Ο νόµος 2121/1993 (άρθρο.10 παρ.3) καθιερώνει δύο µαχητά τεκµήρια. Στην
παράγραφο 1 αναφέρει ότι «τεκµαίρεται ως δηµιουργός του έργου το πρόσωπο του
οποίου το όνοµα εµφανίζεται πάνω στον υλικό φορέα του έργου κατά τον τρόπο που
συνήθως χρησιµοποιείται για την ένδειξη του δηµιουργού…», π.χ. όταν πρόκειται για
έργα του λόγου που δηµοσιεύονται σε βιβλία, το όνοµα θα πρέπει να είναι τυπωµένο στο
εξώφυλλο πάνω ή κάτω από τον τίτλο του έργου ή όταν πρόκειται για έργο ζωγραφικής ή
γλυπτικής, το όνοµα θα πρέπει να είναι αναγεγραµµένο πάνω στο έργο ή στο βάθρο,
δηλαδή κατά το συνήθη τρόπο. 27 Το τεκµήριο διευκολύνει την απόδειξη του δικαιούχου
στις περιπτώσεις που υπάρχει πλειονότητα δηµιουργών και η απόδειξη της µεταβίβασης
των δικαιωµάτων εµφανίζει πρακτικές δυσκολίες.28 Η ∆ιεθνής Σύµβαση Βέρνης-
Παρισιού στο άρθρο 15 καθιερώνει επίσης το τεκµήριο του δηµιουργού για να
διευκολυνθεί η απόδειξη της ιδιότητας του δηµιουργού.
Απόκλιση από τον κανόνα ότι ο δηµιουργός είναι ο αρχικός δικαιούχος, προβλέπεται
µόνο για τα ανώνυµα και ψευδώνυµα έργα. Για αυτά τα έργα, η πνευµατική ιδιοκτησία
αποκτάται πρωτογενώς από πρόσωπο άλλο από αυτό του δηµιουργού, το οποίο µπορεί
σε αυτή την περίπτωση να είναι και νοµικό πρόσωπο. Πρόκειται για τη λεγόµενη
πλασµατική κτήση που προβλέπεται από το άρθρο 11 ν.2121/1993 όπως τροποποιήθηκε
από το άρθρο 8 παρ.3 ν.2557/1997 Καθιερώνεται ένα νοµικό πλάσµα µε σκοπό να µην
29
µείνουν απροστάτευτα τα ανώνυµα και ψευδώνυµα έργα. Το νοµικό πλάσµα παύει να
ισχύει όταν εµφανισθεί ο πραγµατικός δικαιούχος, οπότε αυτός πλέον αποκτά τα σχετικά
δικαιώµατα στην κατάσταση που τα άφησε ο πλασµατικός δικαιούχος. Το νοµικό
πλάσµα ισχύει έναντι των τρίτων και όχι έναντι του αληθινού πνευµατικού δηµιουργού.
30
27
Μ. Μαρίνος, Το τεκµήριο υπέρ του δηµιουργού σήµερα, Ελλ∆νη 1992, σελ. 270-273
28
ΕισΕκθ ν.2121/1993, σελ. 3
29
ΕισΕκθ ν.2121/1993, σελ..3
∆/ ΤΟ ΕΡΓΟ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ
30
ΑΠ 238/1995, ΝοΒ 1996, σελ. 799-802
τεχνών, στα οποία περιλαµβάνονται τα σχέδια, τα έργα ζωγραφικής και γλυπτικής, τα
χαρακτικά έργα και οι λιθογραφίες.
Το δίκαιο πνευµατικής ιδιοκτησίας δεν προστατεύει όλα τα έργα που έχουν µορφή,
αλλά µόνο αυτά που είναι πρωτότυπα. Ένα από τα πιο δύσκολα σηµεία της πνευµατικής
ιδιοκτησίας είναι ο ορισµός της πρωτοτυπίας. Παραδοσιακά το σύστηµα του copyright,
θέτοντας στο επίκεντρο την οικονοµική διάσταση της πνευµατικής ιδιοκτησίας, τείνει να
θεωρεί πρωτότυπο οποιοδήποτε έργο δεν είναι απλή αντιγραφή και προϋποθέτει µια
ελάχιστη εργασία ή επένδυση (sweat of the brow). Το σύστηµα του droit d’auteur
αντίθετα, επικεντρωνόµενο κυρίως στην καλλιτεχνική δηµιουργία, απαιτεί το
δηµιούργηµα να είναι έκφραση της προσωπικότητας του δηµιουργού. Με το πέρασµα
του χρόνου η διαφορά των δύο συστηµάτων µειώνεται, αφού το κριτήριο της
προσωπικότητας του δηµιουργού είναι αφηρηµένο και δύσχρηστο. Έτσι συνήθως
απαιτείται ένα ελάχιστο "δηµιουργικό ύφος", το οποίο µπορεί να προκύπτει και από το
κριτήριο της "στατιστικής µοναδικότητας". Στατιστική µοναδικότητα έχουµε στην
31
Λ. Κοτσίρης, Προς απροσωποποίηση του έργου της πνευµατικής ιδιοκτησίας, Αρµενόπουλος. Επιστηµ.
Επετ. ∆ΣΘ 6/1985, σελ.70
32
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2002, σελ. 153-154, ∆..Καλλινίκου, Τα θεµελιώδη
θέµατα του νόµου 2121/1993 για την πνευµατική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας
1994, σελ. 37, Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο Πνευµατικής Ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 1999, σελ. 40
περίπτωση που, αν δύο άνθρωποι θελήσουν να δηµιουργήσουν το ίδιο έργο, θα
καταλήξουν σε διαφορετικά αποτελέσµατα (αν δύο επιστήµονες γράψουν εργασία για το
ίδιο θέµα, αν δύο ζωγράφοι ζωγραφίσουν το ίδιο τοπίο κλπ.).
Έχει κριθεί ότι η «πρωτοτυπία», η έννοια της οποίας δεν προσδιορίζεται γενικά από το
νόµο, είναι κατά την κρατούσα στη νοµολογία άποψη, η κρίση ότι, κάτω από παρόµοιες
συνθήκες και µε τους ίδιους στόχους, κανένας άλλος δηµιουργός, κατά λογική
πιθανολόγηση, δεν θα ήταν σε θέση να δηµιουργήσει έργο όµοιο ή ότι παρουσιάζει µια
ατοµική ιδιοµορφία ή ένα ελάχιστο όριο «δηµιουργικού ύψους», κάποια απόσταση
δηλαδή από τα ήδη γνωστά ή αυτονόητα. Στην συγκεκριµένη υπόθεση (ΑΠ 151/2005) ο
Άρειος Πάγος έκρινε ότι προστατεύονται και οι φωτογραφίες, για τις οποίες απαιτείται
πρωτοτυπία, συνιστάµενη στο να είναι αυτές «προσωπικό πνευµατικό δηµιούργηµα του
δηµιουργού τους και να αντανακλά την προσωπικότητά του», µε αποκλεισµό κάθε άλλου
αυστηρότερου κριτηρίου. Εκρινε ότι µια συγκεκριµένη φωτογραφία αποτελεί
προσωπικό πνευµατικό δηµιούργηµα του δηµιουργού της, καθώς εµφανίζει πρωτοτυπία.
Παλαιότερα επικρατούσε στη νοµολογία καθώς και στη θεωρία η άποψη ότι το
δικαίωµα της πνευµατικής ιδιοκτησίας απορρέει από το δικαίωµα προσωπικότητας. Αυτό
υποστηριζόταν διότι σύµφωνα µε λανθασµένη ερµηνεία του άρθρου 60 ΑΚ, το οποίο
ακολουθεί τα άρθρα 57, 58 και 59 ΑΚ τα οποία ρυθµίζουν το δικαίωµα της
προσωπικότητας και το δικαίωµα του ονόµατος, κατέληξαν εις το εσφαλµένο
συµπέρασµα ότι το άρθρο 60 λαµβάνει θέση στο ζήτηµα της φύσεως του δικαιώµατος
πνευµατικής ιδιοκτησίας και κατατάσσει τούτο στο δικαίωµα προσωπικότητας.
Επρόκειτο περί παρερµηνείας 33 αφού το άρθρο αποβλέπει σε εντελώς ειδικό σκοπό, ήτοι
παρέχει στους κεκτηµένους, δυνάµει ειδικών διατάξεων του δικαίου, αποκλειστικό
δικαίωµα επί προϊόντος διανοίας (όπως επί έργου του λόγου ή της τέχνης, επί
εφευρέσεως και άλλα) πρόσθετη προστασία, συνισταµένη στην χορήγηση των ενδίκων
βοηθηµάτων µε τα οποία προστατεύεται το δικαίωµα της προσωπικότητας (αγωγή επί
άρσει και παραλείψει της προσβολής, επί αποζηµιώσει της αστικής και επί ικανοποιείσει
της ηθικής βλάβης).
Πρώτη απόφαση, µετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, που ασχολήθηκε µε το
πρόβληµα της φύσεως του δικαιώµατος της πνευµατικής ιδιοκτησίας είναι η υπ’ αριθ.
34
347, 348/52 του Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά την οποία «το αποκλειστικό δικαίωµα
επί παντός έργου είναι απόρροια και εις των πρωταρχικών όρων του γενικού
δικαιώµατος επί της ιδίας προσωπικότητος, του καθιερωµένου δια του άρθρου 57 του
Αστικού Κώδικος». Η απόφαση του Αρείου Πάγου υπ’αριθ. 171/57 35 αποτελεί εξαίρεση
στην κρατούσα ως άνω άποψη, υποστηρίζοντας ότι το δικαίωµα της πνευµατικής
ιδιοκτησίας δεν είναι ενιαίο δικαίωµα µε το δικαίωµα προσωπικότητας αλλά σύγκειται
εκ δύο διακεκριµένων δικαιωµάτων, του περιουσιακού και του ηθικού.
Τόσο όµως το ακυρωτικό όσο και τα λοιπά δικαστήρια δεν ασχολήθηκαν παρά µόνο
επιπόλαια µε το θέµα αυτό, ήτοι από την ανάγκη να ερευνήσουν το ζήτηµα του
µεταβιβασίµου ή µη ενυπαρχουσών ηθικών εξουσιών στο δικαίωµα πνευµατικής
ιδιοκτησίας. Απαραίτητη για την έρευνα αυτή θα έπρεπε να είναι η διαπίστωση ότι το
δικαίωµα της πνευµατικής ιδιοκτησίας αποτελείται αφενός µεν από περιουσιακές
εξουσίες οι οποίες είναι απεριόριστα µεταβιβαστές αφετέρου δε από ηθικές οι οποίες
είναι κατ’αρχήν αµεταβίβαστες. 36
33
Γ. Μιχαηλίδης- Νουάρος, Περί το πρόβληµα το πρόβληµα της φύσεως της πνευµατικής ιδιοκτησίας,
ΕΕΝ 25/1985, σελ.913
34
ΕφΘεσ. 347/53, 348/52, ΕΕΝ Κ’ σελ. 42
35
Ν∆ 20, σελ. 265
36
Κ. Ασπρογέρακας- Γρίβας, «Θέµατα Πνευµατικής Ιδιοκτησίας και νοµολογιακή έρευνα αυτών εν
Ελλάδι», Αθήνα 1975
Η/ ΚΥΡΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΑ
Κύριο νοµοθέτηµα σε εθνικό επίπεδο στον τοµέα της προστασίας της πνευµατικής
ιδιοκτησίας συνιστά σήµερα ο ν. 2121/1993 «για την πνευµατική ιδιοκτησία, συγγενικά
δικαιώµατα και πολιτιστικά θέµατα», οι ρυθµίσεις του οποίου κρίνονται επαρκείς µετά
τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, που υπέστη µε σκοπό την προσαρµογή του στην νέα
ψηφιακή πραγµατικότητα.37 Αναλυτικότερα τροποποιήθηκε από τους ακόλουθους
νόµους: 2435/96 (άρθρα 3 και 10), ν. 2557/1997 (άρθρο 8), ν.2819/2000 (άρθρο 7), ν.
3049/2000 (άρθρο 14), ν.3057/2002 (άρθρο 81), ν.3207/2003 (άρθρ0 10 παρ. 33) και ν.
3524/2007 (άρθρα 1, 2 και 4). Επίσης, εφαρµόζονται συµπληρωµατικά και οι διατάξεις
της ∆ιεθνούς Σύµβασης της Βέρνης του 1886 «για την προστασία των λογοτεχνικών και
καλλιτεχνικών έργων», όπως τροποποιήθηκε στο Παρίσι το 1971 και κυρώθηκε µε το ν.
100/1975, της ∆ιεθνούς Σύµβασης της Ρώµης του 1961 «για την προστασία των
ερµηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφηµάτων και των
ραδιοτηλεοπτικών εκποµπών», όπως κυρώθηκε µε το ν. 2054/1992, της Παγκόσµιας
Σύµβασης Πνευµατικής Ιδιοκτησίας της Γενεύης του 1952, όπως κυρώθηκε µε το ν.
2143/1993 και της Συµφωνίας «για τα ∆ικαιώµατα ∆ιανοητικής Ιδιοκτησίας στο τοµέα
του εµπορίου» (TRIPS) του 1995, όπως κυρώθηκε µε το ν. 2290/1995. Μετά από εκατό
οκτώ χρόνια ισχύος της ∆ιεθνούς Σύµβασης της Βέρνης αφυπνίσθηκε η διεθνής και η
ευρωπαϊκή κοινότητα όχι να εδραιώσει την προστασία των πνευµατικών δηµιουργών
αλλά να προσπαθήσει να εναρµονίσει τη νοµοθεσία για την πνευµατική ιδιοκτησία µε τις
συνθήκες της σύγχρονης λειτουργίας της κοινωνίας. Η καλωδιακή τηλεόραση, η διάδοση
37
Βλ. Οδηγία 91/150/ ΕΟΚ «για τη νοµική προστασία των προγραµµάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών»,
92/100 /ΕΟΚ «για το δικαίωµα εκµίσθωσης και δανεισµού και ορισµένα δικαιώµατα συγγενικά προς την
πνευµατική ιδιοκτησία στην περιοχή της διανοητικής ιδιοκτησίας, 93/83/ ΕΟΚ «για το συντονισµό
ορισµένων κανόνων πνευµατικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωµάτων που εφαρµόζονται στη
ραδιοτηλεοπτική µετάδοση µέσω δορυφόρων και στην καλωδιακή αναµετάδοση», 93/98/ ΕΟΚ «για την
εναρµόνιση της διάρκειας προστασίας της πνευµατικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωµάτων»,
96/9/ΕΟΚ «για τη νοµική προστασία των βάσεων δεδοµένων», 2001/29/ΕΟΚ «για την εναρµόνιση
ορισµένων πτυχών του δικαιώµατος του δηµιουργού και συγγενικών δικαιωµάτων στην κοινωνία της
πληροφορίας», η οποία ενσωµατώνει στις ρυθµίσεις της και τις διατάξεις των Συνθηκών WIPO «για την
πνευµατική ιδιοκτησία και «για τις ερµηνείες-εκτελέσεις και τα φωνογραφήµατα’ αντιστοίχως,
2001/84/ΕΚ και 2004/48/ΕΚ, πρβλ. ∆. Καλλινίκου, Η εξέλιξη της προστασίας µε την πνευµατική
ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Κριτ Ε 1996. σελ. 169.
του βιβλίου, η απαραίτητη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, η αύξηση της αγοράς
των έργων τέχνης, η δορυφορική τηλεόραση σε παγκόσµιο επίπεδο αποτέλεσαν το
ορµητήριο για την αναµόρφωση του δικαίου της πνευµατικής ιδιοκτησίας.38
38
Σ. Προβατάς, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Ασφαλιστικά µέτρα, ∆ίκη Λάκη Λαζόπουλου, Σάκκουλας,
Θεσσαλονίκη 1994
39
Προοίµιο της Οδηγίας 2004/84
και µετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι νόµοι για την πνευµατική ιδιοκτησία, για
τα συγγραφικά δικαιώµατα σε θεατρικά έργα, καθώς και για το δικαίωµα ευρεσιτεχνίας.
Έµµεση σχέση µε την πνευµατική ιδιοκτησία έχει το άρθρο 668 ΑΚ που αφορά τι
δικαίωµα στις εφευρέσεις από εργαζόµενο κατά την εκτέλεση της εργασίας του (βλ.
άρθρο 679 ΑΚ), το άρθρο 1405 παρ.3 ΑΚ που εξαιρεί τα δικαιώµατα σε προϊόντα της
διανοίας από την κοινή περιουσία των συζύγων που έχουν επιλέξει το σύστηµα της
κοινοκτηµοσύνης, το άρθρο 57 ΑΚ για το δικαίωµα της προσωπικότητας και το άρθρο
58 ΑΚ για το δικαίωµα στο όνοµα.
Η πνευµατική ιδιοκτησία ορίζεται ως ένα ενιαίο, µικτό από απόψεως αστικού δικαίου
δικαίωµα, από το οποίο απορρέουν ηθικές και περιουσιακές εξουσίες/δικαιώµατα που
προστατεύουν αντίστοιχα τα ηθικά και περιουσιακά συµφέροντα του δηµιουργού πάνω
στο έργο του. Το καθένα από τα συµφέροντα αυτά παρόλο που ρυθµίζεται από την
ειδική νοµοθεσία για την πνευµατική ιδιοκτησία, αναζητούνται διατάξεις και από τον
Αστικό Κώδικα. Συγκεκριµένα, για το ηθικό δικαίωµα προστρέχουµε σε διατάξεις
σχετικές µε το δικαίωµα προσωπικότητας, ενώ για το περιουσιακό δικαίωµα
προστρέχουµε σε διατάξεις του ενοχικού και εµπορικού δικαίου.
40
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2002,σελ.61, Ν. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του
Αστικού ∆ικαίου, 3η έκδοση, Αθήνα 1983, σελ.138, Α. Χιωτέλλης, Η σύµβαση έντυπης έκδοσης,
Σάκκουλας 1994, σελ.23-24.
προστασίας των συγγενικών δικαιωµάτων αναγνωρίζονται δικαιώµατα περιουσιακής
φύσεως µόνο.
Μεταξύ τώρα του δηµιουργού ως πολιτιστικού «παραγωγού» και της ολότητας του
πολιτιστικού «καταναλωτή», υπάρχει ο πολιτιστικός «µεσολαβητής», η πολιτιστική
οικονοµία. Κλάδοι της οικονοµίας αυτής είναι ιδίως ο εκδοτικός οίκος, ο
ραδιοτηλεοπτικός οργανισµός, το θέατρο, ο παραγωγός κινηµατογράφου, ο διοργανωτής
παραστάσεων και συναυλιών, η βιοµηχανία µέσων αναπαραγωγής έργων, το εµπόριο της
τέχνης, η βιοµηχανία προϊόντων καθηµερινής χρήσης, και από µία άποψη, οι εταιρείες
διαχείρισης έργων των δηµιουργών. Όλοι αυτοί οι κλάδοι κινούνται µε τα περιουσιακής
φύσεως δικαιώµατα που τους έχει παραχωρήσει ο δηµιουργός, π.χ. για αναπαραγωγή, για
µετάφραση, για διάδοση του έργου (εκδοτικοί οίκοι), για δηµόσια εκτέλεση (π.χ.
οργανωτής συναυλιών, παραστάσεων όπερας), για αναµετάδοση (τηλεόραση,
ραδιοφωνία), για κινηµατογράφηση (παραγωγός) κ.α. 41
Το περιουσιακό δικαίωµα του δηµιουργού είναι αποκλειστικό και απόλυτο δικαίωµα
(άρθρο 1 παρ. 1 ν. 2121/1993). Κατά συνέπεια, η προσβολή των περιουσιακών εξουσιών
δεν εξαρτάται από το αν ο τρίτος που προσβάλλει δεν έχει οποιαδήποτε οικονοµική
ωφέλεια ή κερδοσκοπικό σκοπό.
41
Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο Πνευµατικής Ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 2005, σελ. 137
42
Γ. Κουµάντος, Εκτίµησις, σελ. 224, Κ. Ασπρογέρακας-Γρίβας, Γνωµοδ.σελ. 689
43
Από τη νοµολογία έχει γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση των εξουσιών από
διαφορετικά πρόσωπα., ΠρΠρωτΑθ, 9397/1968, ΑρχΝ ΙΘ/1968, σελ. 501-502
επιτρέπει ρητά τη χωριστή εκµετάλλευση κάθε µιας από τις εξουσίες αυτές και
προβλέπει τη χωριστή µεταβίβαση ορισµένων από αυτές (άρθρο 15 παρ.1 ν. 2121/1993).
Οι εν λόγω εξουσίες του δηµιουργού ή του εκάστοτε δικαιούχου, λόγω του απόλυτου
και αποκλειστικού χαρακτήρα του δικαιώµατος, συνιστούν ταυτόχρονα και απαγόρευση
τέλεσης των αντίστοιχων πράξεων από οποιοδήποτε τρίτο χωρίς την άδεια του
δικαιούχου.
Στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2001/29 που ενσωµατώθηκε µε το νόµο 2121/1993 στο
ελληνικό δίκαιο, απαριθµούνται οι εξουσίες που παρέχουν στον δικαιούχο το
αποκλειστικό δικαίωµα να επιτρέπει ή να απαγορεύει ορισµένες πράξεις. Ο νόµος
2121/1993 δεν έχει αντίστοιχη ρύθµιση γιατί όλες οι πράξεις καλύπτονται από το άρθρο
3 που αναφέρεται στο περιουσιακό δικαίωµα.
Η απαρίθµηση του άρθρου 3 παρ. 1 είναι ενδεικτική (όπως προκύπτει από τη
45
χρησιµοποίηση του επιρρήµατος «ιδίως» στο κείµενο του νόµου). H ενδεικτική
απαρίθµηση αφήνει το περιθώριο να προστεθούν σε αυτή και νέες εκµεταλλεύσεις, που
τυχόν προκύψουν από τεχνολογικές εξελίξεις στο µέλλον, χωρίς να είναι απαραίτητη
ειδική νοµοθετική παρέµβαση. Σε κάθε περίπτωση όµως πρέπει να παρατηρηθεί ότι η
ενδεικτική απαρίθµηση λειτουργεί υπέρ του δικαιούχου γιατί σε περίπτωση επέλευσης
νέων χρήσεων του έργου που δεν είχαν προβλεφθεί στο κείµενο του νόµου ή στη
σύµβαση εκµετάλλευσης µε τρίτους που τυχόν έχει συνάψει, θα του οφείλεται επιπλέον
44
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 211
45
Ενδεικτική είναι η απαρίθµηση και του ισπανικού νόµου ( άρθρο 17), πορτογαλικού (άρθρο 68) και
ελβετικού (άρθρο 10 παρ.1)
46
αµοιβή γι’ αυτές. Οι ρυθµισµένες εκφάνσεις του περιουσιακού δικαιώµατος
επιδιώκουν σύµφωνα µε την ratio legis του άρθρου 3 του νόµου 2121/1993 να
συλλάβουν διαφορετικές µορφές εκµετάλλευσης, χωρίς να υπάρχουν διασταυρώσεις, ή
αν υπάρχουν, θα πρέπει να λυθούν ερµηνευτικά µε τελολογική συστολή. Η οριοθέτηση
κατά περιεχόµενο ενισχύει την ασφάλεια του δικαίου, αποτελεί τη βάση για να
απαντηθεί το ερώτηµα πότε υπάρχει προσβολή και επιτρέπει την εναρµόνιση τους µε
τους ειδικούς περιορισµούς του περιουσιακού δικαιώµατος (άρθρα 18 επ.). Αν µια
εξουσία έχει οριοθετηθεί από το νοµοθέτη κατά περιεχόµενο, δεν είναι δυνατή η
διεύρυνση της µε την επίκληση του γενικού δικαιώµατος εκµετάλλευσης. 47
Το εν λόγω άρθρο υπέστη τροποποιήσεις µε το άρθρο 81 παρ.1, 13 Α του νόµου
3057/2002. Η πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 81 παρ. 1 ν. 3057/02. Οι
κυριότερες αλλαγές αφορούν στην εξουσία αναπαραγωγής (αναφορά ως άµεση, έµµεση,
προσωρινή ή µόνιµη, εν λόγω ή εν µέρει), την αντικατάσταση της έννοιας της «θέσης σε
κυκλοφορία» µε τον ταυτόσηµο όρο «διανοµή» και την ρητή πλέον εισαγωγή πλέον
εισαγωγή του θεσµού της ανάλωσης του δικαιώµατος διανοµής. Όλες οι ανωτέρω
τροποποιήσεις είχαν ήδη συνταχθεί ερµηνευτικά από την επιστήµη και τη νοµολογία.
Η αρχή του µερισµού των εξουσιών επιτρέπει την περαιτέρω διάσπαση κάθε εξουσίας
σε υπό-εξουσίες, αρκεί οι µερικότερες εξουσίες να έχουν οικονοµική αυτονοµία, να µην
αποτελούν δηλαδή διαδικαστικά στάδια αυτής της ενότητας. Για παράδειγµα, για το
δικαιούχο περιουσιακού δικαιώµατος σ’ ένα κείµενο αποτελούν χωριστές εξουσίες ή
έκδοση του έργου σε βιβλίο ή η απαγγελία του ή η παράσταση του σε θέατρο, η
µετάδοση του από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, η εγγραφή του σε δίσκο, η
µετάφραση του ή η διασκευή του, η παραγωγή κινηµατογραφικής ταινίας στηριγµένη
στη διασκευή του κλπ. Επίσης, για το δικαιούχο του περιουσιακού δικαιώµατος σ’ ένα
έργο εικαστικών τεχνών, αποτελούν ξεχωριστές εξουσίες, η δηµόσια έκθεση του έργου,
η έκδοση φωτογραφιών του έργου σε λεύκωµα, η παρουσίαση του σε κινηµατογραφική
46
Σύµφωνα µε τη λεγόµενη «αρχή του σκοπού µεταβίβασης» (άρθρο 15 παρ.3, ω.2121/1993). Για την
αρχή αυτή βλ. Γ. Κουµάντος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 326 επ., Μαρίνος Μ.
Πνευµατική Ιδιοκτησία, σελ. 226 επ., ∆. Καλλινικού ∆. ο.π., σελ. 139 επ. Σε αυτή πάντως στηρίζεται η
έκδοση ειδικών αδειών χρήσης για τη λειτουργία του προγράµµατος υπολογιστή σε µεµονωµένο
υπολογιστή ή δίκτυο, βλ. Μ. Μαρίνο,. Εξουσίες του δικαιούχου, σελ.538).
47
Μ.Μαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ.136
ταινία, η µετάδοση του έργου ή των φωτογραφιών ή της ταινίας από την τηλεόραση κλπ.
48
Στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2001/29 απαριθµούνται οι εξουσίες που παρέχουν στον
δικαιούχο το αποκλειστικό δικαίωµα να επιτρέπει ή να απαγορεύει ορισµένες πράξεις. Οι
κυρίως επιµέρους εξουσίες (τρόποι εκµετάλλευσης) είναι:
1) ΕΓΓΡΑΦΗ
Η εξουσία εγγραφής είναι η εξουσία να αποτυπωθεί µια εκτέλεση του έργου σε ένα
υλικό υπόστρωµα (π.χ. η ηχογράφηση µιας µουσικής σύνθεσης) επιτρέποντας µε αυτό
τον τρόπο την µετέπειτα αναπαραγωγή του σε πολλά αντίτυπα που θα διατεθούν στο
κοινό. Η εγγραφή ως πρώτη υλική ενσωµάτωση του έργου πάνω σε υλικό φορέα
48
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 212, Προβλ. ΤριµΠληµΑθ 29171/1975,
ΠοινΧρ. ΚΣΤ/1976, σελ. 773-774
49
Γ.Κουµάντος, Κ. Πολυζωγόπουλος, Α.∆εσποτίδου, Π. Κοριατοπούλου, Ε. Λιάσκος, Σ.Σταυρίδου, Η
προστασία της πνευµατικής ιδιοκτησίας , η νέα κοινοτική οδηγία 2004/84, Σάκκουλας 2005
50
ΑΠ 41/1940 (∆ικστ. 12/1940, σελ. 142=ΑΠΕ 4/1940, σελ. 71-73, ΣυµβΠληµ.Πειρ. 1814/1938 (∆ικαστ.
ΙΙ/1939, σελ. 20, όπου και σύµφωνη εισαγγελική πρόταση Π.Σπηλιώτη, σελ. 20-25
αποτελεί τη βάση (µήτρα) για την αναπαραγωγή του σε αντίτυπα µε προορισµό, κατά
κανόνα τη δηµόσια χρήση, όπως στην περίπτωση βιβλίων, δίσκων, κασετών,
φωτογραφιών, φωτοαντιγράφων, τετραδίων µουσικής κλπ. Με αυτό τον τρόπο το έργο,
παρότι άυλο αγαθό, καθίσταται προσιτό στις αισθήσεις άµεσα (π.χ. βιβλίο) ή έµµεσα µε
τεχνικά µέσα (π.χ. κινηµατογραφικό φιλµ). 51
Κατά µία άποψη, η εξουσία αυτή αναφέρεται σε έργα που δεν προϋποθέτουν την
εγγραφή για την ίδια τους τη δηµιουργία (π.χ. οπτικοακουστικά έργα), αλλά σε έργα που
προϋπάρχουν της εκτέλεσης και εγγραφής (µουσική σύνθεση, θεατρικό έργο,
χορογραφία, παντοµίµα κλπ). Σε αντίθεση, τα οπτικοακουστικά έργα περιέχουν µεν
εκτέλεση αλλά δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από την εγγραφή τους διότι δηµιουργούνται µε
αυτήν. Στο υλικό υπόστρωµα, λοιπόν, αποτυπώνεται όχι το ίδιο το έργο αλλά η
εκτέλεση του, δηλαδή το έργο πρέπει να επιδέχεται εκτέλεση.
Η εγγραφή δεν συµπίπτει µε την πράξη δηµιουργίας η οποία µπορεί να είναι καθαρά
52
εσωτερική. Η εγγραφή προϋποθέτει κατά κανόνα, την παρεµβολή του ερµηνευτή ή
εκτελεστή καλλιτέχνη. Αυτός αποκτά κάποια δικαιώµατα πάνω στην εγγραφόµενη
ερµηνεία ή εκτέλεση του αλλά η εξουσία της εγγραφής του έργου ανήκει στο δηµιουργό
του αν και ο ερµηνευτής ή εκτελεστής µπορεί να είναι και ο ίδιος ο δηµιουργός. Μπορεί
ο ίδιος ο δηµιουργός συγχρόνως να δηµιουργεί και να εκτελεί ένα έργο όπως στην
περίπτωση που αυτοσχεδιάζει. Σ’ αυτή την περίπτωση, η δηµιουργία γίνεται µε την
ενσωµάτωση του έργου σε φευγαλέο υπόστρωµα, δηλαδή σε ηχητικά ή οπτικά κύµατα
που ακούγονται ή βλέπονται χωρίς να αφήνουν σταθερά ίχνη. Η εγγραφή είναι τότε, η
µεταφορά του αυτοσχεδιαζόµενου έργου από το φευγαλέο υπόστρωµα σε υπόστρωµα
σταθερό. Η έννοια της εγγραφής χρησιµοποιείται συχνότερα στον χώρο των συγγενικών
δικαιωµάτων. Ο νόµος αναφέρεται στην έννοια αυτή προκειµένου να εναρµονισθεί η
διάταξη αυτή µε τις αντίστοιχες των συγγενικών δικαιωµάτων, όπου το δικαίωµα
εγγραφής προβλέπεται ρητά.53
51
Μ.Μαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, ό.π. σελ. 140
52
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2000, σελ. 99
53
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2000, σελ. 99, δικαίωµα
εγγραφής στο δίκαιο των συγγενικών δικαιωµάτων, άρθρο 46 παρ. 2 στοιχ. Α και άρθρο 48 παρ. 1 στοιχ γ
ν.2121/1993
Αν και η εγγραφή αναφέρεται ξεχωριστά, δεν παύει να αποτελεί ειδική έκφανση της
έννοιας της αναπαραγωγής ως πλέον σηµαντικής περιουσιακής εξουσίας. 54 Άλλωστε, η
∆ιεθνής Σύµβαση Βέρνης-Παρισιού στο άρθρο 9 παρ.3 ορίζει ρητά ότι «πάσα ηχητική
και οπτική εγγραφή θεωρείται αναπαραγωγή κατά την έννοια της παρούσας Σύµβασης».
Η εγγραφή του έργου χωρίς τη συναίνεση του δηµιουργού αποτελεί προσβολή της
πνευµατικής ιδιοκτησίας.
2) ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ
54
Προβλ. αρθρο 9 παρ. 1,3 ∆ιεθνής Σύµβαση της Βέρνης
55
ΜονΠρωΑθ 11923/1998 (Α.Πελεκάνος), ΕΕµπ∆ ΜΙ/1999, σελ. 153-161
άϋλη µορφή π.χ. διάλεξη ή είναι φευγαλέας ενσωµάτωσης π.χ. εγγραφή µουσικής σε
«φευγαλέο» υλικό υπόστρωµα. Υπό την έννοια αυτή ακόµη και το πρωτότυπο του έργου
(π.χ. χειρόγραφο, πρωτότυπα σχέδια) συνιστούν αναπαραγωγή του έργου.
56
Γ.Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 218
57
Βλ. ΒουλΣυµβΕφΘεσ 659/1999 Αρµ. 1999, σελ.1467-1472
58
Στο γαλλικό δίκαιο θεωρείται αναπαραγωγή η «επανειληµµένη εκτέλεση» του σχεδίου, L. 122-3 § 3
59
F. Polland-Dullian, Le droit d’auteur, Paris, Econοmica 2005, σελ. 467 επ. Propriété littéraire et
artistique, éditions du Juris-Classeur, 2004, fasc. 1246, 5-6
60
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 140, Γ.Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία,
Σάκκουλας 2000, σελ. 219
video, από κασέτα σε κασέτα, ή η κινηµατογράφηση. Η αποσπασµατική αναπαραγωγή
και κυκλοφορία µουσικών έργων σε ηχογράφηµα µε µορφή ψηφιακού δίσκου και η
αναπαραγωγή ζωντανής ηχογράφησης προϋποθέτουν την άδεια του δηµιουργού. 61
Εφόσον η εξουσία αναπαραγωγής είναι η εξουσία να παραχθούν νέα σταθερά υλικά
υποστρώµατα, τα οποία επαναλαµβάνουν την υλική ενσωµάτωση του έργου, αυτά
µπορούν να είναι επίσης φωτοτυπίες, CD, εκτύπωση βιβλίων, αντιγραφή ζωγραφικών
πινάκων, στη µνήµη του υπολογιστή κλπ. Αναπαραγωγή είναι και η τοποθέτηση ενός
έργου (uploading) σε έναν server, καθώς και το κατέβασµα (downloading) και
αποθήκευση του αντιτύπου (µέσω διαδικτύου) στον υπολογιστή του χρήστη. 62
∆εν αποτελεί όµως προσβολή της πνευµατικής ιδιοκτησίας η δηµιουργία ενός
ψηφιακού αντιγράφου (cache copy) ή εκείνου που δηµιουργείται κατά τη διαδικασία του
ψηφιακού ξεφυλλίσµατος (browsing) σε περιβάλλον δικτύου, εφόσον η διαδικασία αυτή
της ψηφιακής αντιγραφής είναι περιστασιακή (incidental) χωρίς αυτόνοµη οικονοµική
σηµασία για τη λειτουργία του υπολογιστή κατά τη διάρκεια της νόµιµης χρήσης του
63
έργου. Επίσης, δεν αποτελεί αναπαραγωγή η αποτύπωση του έργου σε υλικό φορέα
µετά από την µετατροπή του. Αλλιώς το περιουσιακό δικαίωµα µετατροπής δεν θα είχε
νόηµα ως αυτόνοµη περιουσιακή εξουσία, ενώ η δηµιουργία παράγωγου έργου θα έπαυε
να αποτελεί καταρχήν ελεύθερη πράξη.64
Η αναπαραγωγή µπορεί να γίνει σε ύλη διαφορετική από την ύλη της ενσωµάτωσης
που αναπαράγεται. Για παράδειγµα, η αναπαραγωγή ενός ζωγραφικού έργου από
µουσαµά σε µεταξοτυπία ή σε χαρτί ή ενός γλυπτικού έργου από µάρµαρο σε µέταλλο ή
65
γύψο ή όταν έχουµε την τρισδιάστατη αναπαράσταση στον υπολογιστή ενός σκίτσου
σε χαρτί ή όπως ήδη αναφέρθηκε, η «εκτέλεση» ενός δισδιάστατου αρχιτεκτονικού
έργου µέσω µακέτας.
Σε κοινοτικό επίπεδο, η εξουσία αναπαραγωγής, ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε
συστήµατος προστασίας της πνευµατικής ιδιοκτησίας και ευαίσθητος νοµικός καθρέπτης
των τεχνολογικών αλλαγών στο οικοδόµηµα της πνευµατικής ιδιοκτησίας, είχε
61
ΜονΠρωτΑθ 2159/1999 ∆ΕΕ 1999, σελ. 719-720
62
Μ.Μαρίνος, Ελλ∆νη 1994, σελ. 1226, Ε. ∆εληγιάννη ΕΕυρ∆ 1999, σελ. 241
63
M.Mαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 140
64
M.Mαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 141
65
ΕφΑθ 448/1981 (Γ. ∆ελλόπουλος), Ελλ∆ικ 22/1981, σελ. 242-244, βλ. περίπτωση πολλαπλασιασµού µε
αναπαραγωγή ξυλόγλυπτου έργου σε γύψο
αποτελέσει αντικείµενο εναρµόνισης σε δύο κατηγορίες έργων, προγράµµατα
ηλεκτρονικών υπολογιστών (άρθρο 4 στοιχ. α΄ Οδηγίας 91/250) και βάσεις δεδοµένων
(άρθρο 4 στοιχ. α΄ Οδηγίας 96/9). Με τη νέα ρύθµιση η εξουσία αναπαραγωγής αποκτά
πλέον ενιαία νοµική βάση και ενιαίο περιεχόµενο για όλες τις κατηγορίες έργων και τις
κυριότερες κατηγορίες συγγενικών δικαιωµάτων. Η αποκλειστική εξουσία
αναπαραγωγής ανήκει σε δηµιουργούς κάθε κατηγορίας έργων, στους καλλιτέχνες
ερµηνευτές ή εκτελεστές, όσο αφορά στην εγγραφή σε υλικό φορέα των ερµηνειών ή
εκτελέσεων τους, στους παραγωγούς φωνογραφηµάτων, όσο αφορά στα
φωνογραφήµατα τους. Η εξουσία αναπαραγωγής απονέµεται στους παραγωγούς της
πρώτης υλικής ενσωµάτωσης ταινιών (first fixation of films), όσον αφορά στο
πρωτότυπο και στα αντίγραφα των ταινιών τους και στους ραδιοτηλεοπτικούς
οργανισµούς, όσον αφορά στην υλική ενσωµάτωση των εκποµπών τους που
µεταδίδονται ενσυρµάτως ή ασυρµάτως, συµπεριλαµβανοµένης της καλωδιακής ή
δορυφορικής µετάδοσης (άρθρο 2 στοιχ. α-ε).
∆ιευκρινίζεται ότι στο βαθµό που η φόρτωση, η εµφάνιση στην οθόνη, η εκτέλεση, η
µεταβίβαση ή η αποθήκευση απαιτούν µια τέτοια αναπαραγωγή, οι πράξεις αυτές
66
Λ. Κοτσίρης, «∆ίκαιο Πνευµατικής Ιδιοκτησίας», Σάκκουλας 2005, σελ. 139
αποτελούν αναπαραγωγή και υπόκεινται σε άδεια εκ µέρους του δικαιούχου.67 Με αυτό
τον τρόπο επιτρέπεται καταρχήν η µερική αποσύνδεση της έννοιας της αναπαραγωγής
από τις τεχνολογικές εξελίξεις, στο µέτρο που καθιστά δυνατή την άσκηση της σχετικής
εξουσίας ανεξαρτήτως της φύσης ή του είδους του φορέα ενσωµάτωσης του
αναπαραγόµενου αντιγράφου.
Πολλαπλασιασµός είναι επίσης και η κατασκευή υλικών φορέων του έργου έπειτα από
προηγούµενη εισαγωγή του έργου σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Στην έκταση του
δικαιώµατος αυτού εµπίπτει και ο εκδοτικός πολλαπλασιασµός. Η αναπαραγωγή του
έργου χωρίς τη συναίνεση του δηµιουργού µε οποιοδήποτε µέσο κι αν γίνει σε ένα η
περισσότερα αντίτυπα, σε ίδιο ή διαφορετικό µέγεθος, κλίµακα, διαστάσεις αποτελεί
προσβολή της πνευµατικής ιδιοκτησίας.
Ο εκδοτικός πολλαπλασιασµός αποτελεί επίσης αναπαραγωγή υλικών φορέων που
ενσωµατώνουν οποιοδήποτε πνευµατικό έργο είτε µε τις µεθόδους της εκτύπωσης είτε µε
άλλα πιο εξειδικευµένα µέσα αποτύπωσης όπως µονοτυπία, λινοτυπία, φωτοσύνθεση,
λιθογραφία, φωτοτυπία, φωτοσµίκρυνση, πολλαπλασιασµός σε γραφή τυφλών, µε
έγγραφη φωνογραφική, µαγνητική ή µε αποτύπωση φωτογραφία καθώς και άλλα. Ο
εκδοτικός πολλαπλασιασµός προϋποθέτει πολλαπλότητα αναπαραγόµενων υλικών
φορέων προκειµένου να επιτευχθεί η διάδοση του έργου στο ευρύ κοινό, όπως στην
περίπτωση των βιβλίων ή δίσκων.
Ο αριθµός των αναπαραγόµενων αντιτύπων και ο τρόπος της υλικής ενσωµάτωσης, οι
τεχνικές αναπαραγωγής όπως και σε ποια χώρα αποθηκεύεται ψηφιακά το έργο, είναι
νοµικά αδιάφορα για την προστασία του δηµιουργού. Η µεταφορά ζωντανής παράστασης
σε υλικό φορέα ήχου ή εικόνας συνιστά αναπαραγωγή του ίδιου του έργου και όχι
δηµιουργία έργου επεξεργασίας. 68
Η αναπαραγωγή µπορεί να αφορά το έργο στην ολότητα του ή σε µέρος του, αν το
µέρος έχει αυτοτελώς χαρακτήρα έργου. Για την αναπαραγωγή του µέρους απαιτείται
επίσης η συναίνεση του δηµιουργού. Επίσης αποτελεί αναπαραγωγή η ανασύσταση
κατεστραµµένου πρωτοτύπου, ολόκληρου ή µέρους του, εφόσον έχει χαρακτήρα έργου,
όχι όµως η απλή επιδιόρθωση του. Η αλλοιωµένη ανασύσταση συνιστά αναπαραγωγή
67
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 105
68
Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο Πνευµατικής Ιδιοκτησίας, τέταρτη έκδοση, Σάκκουλας 2005, σελ. 140
και διασκευή του έργου, δηλαδή συνδυασµό δύο εξουσιών (άρθρο 3 παρ. 1 παρ. α και γ
του ν. 2121/1993). Ως διευρυµένη έννοια η αναπαραγωγή µπορεί να είναι άµεση ή
έµµεση, προσωρινή ή µόνιµη, οποιασδήποτε µορφής, µε οποιοδήποτε µέσο, ολική ή
µερική.
Άµεση αναπαραγωγή
Είναι η αναπαραγωγή του έργου που γίνεται απευθείας πάνω σε υλικό φορέα ίδιας
φύσης µε της αρχικής εγγραφής ή άλλης, χωρίς εν τω µεταξύ παρέµβαση άλλου
ενδιάµεσου σταδίου (π.χ. φωτοτύπιση βιβλίου, εγγραφή τραγουδιού σε κασέτα).
Έµµεση αναπαραγωγή
Είναι η αναπαραγωγή µέσω ενδιάµεσου γεγονότος όπως η ηχογράφηση µουσικής
κινηµατογραφικού έργου που έχει µεταφερθεί σε βιντεοκασέτα. Στο νόµο ορίζεται ρητώς
ότι για το δικαίωµα αναπαραγωγής, ιδίως στο ψηφιακό περιβάλλον, είναι αδιάφορο αν ο
τόπος που βρίσκεται το πρωτότυπο και εκείνος που γίνεται το αντίγραφο είναι ο ίδιος ή
διαφορετικός ή αν η µεταξύ τους απόσταση είναι µικρή ή µεγάλη π.χ. η αποθήκευση
γίνεται σε αποµακρυσµένο ηλεκτρονικό υπολογιστή.69
Μόνιµη ή σταθερή
Όταν το έργο γίνεται αισθητό µέσω σταθερών υλικών φορέων, αντίγραφα-αντίτυπα,
όπου αποθηκεύεται µε οποιαδήποτε µορφή αναλογική (βιβλία ή κασέτες κ.α.) ή ψηφιακή
(chip, CD, DVD, αποθήκευση στον σκληρό δίσκο υπολογιστή µέρους ή όλου του έργου,
φόρτωση στη µνήµη του υπολογιστή, downloading, uploading, scanning κ.α.).
Προσωρινή αναπαραγωγή
Είναι η δηµιουργία στο ψηφιακό περιβάλλον αντιγράφων στην ενεργή µνήµη ή µνήµη
εργασίας (RAM) του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τα δηµιουργούµενο, κατά γρήγορο και
φευγαλέο αντίγραφο παύει να είναι ορατό όταν κλείσει ο υπολογιστής. Η θέση και µόνο
συνδέσµου (Hypertext linking) σε ιστοσελίδα που περιέχει προστατευόµενο έργο δεν
συνιστά αναπαραγωγή. Το πρώτο όµως προσωρινό αντίγραφο του περιεχοµένου του
συνδέσµου δηµιουργείται όταν ο χρήστης της ιστοσελίδας µε το σύνδεσµο, τον
ενεργοποιήσει και προκαλέσει την προσωρινή αποθήκευση του περιεχοµένου αυτού στην
κρυφή µνήµη του υπολογιστή. 70
69
Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο Πνευµατικής ιδιοκτησίας, τέταρτη Έκδοση, Σάκκουλας 2005, σελ. 142
70
Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο Πνευµατικής ιδιοκτησίας, τέταρτη Έκδοση, Σάκκουλας 2005, σελ. 143
Το «προσωρινό» της αναπαραγωγής µπορεί να είναι κάποιας διάρκειας ή φευγαλέο, η
διάκριση είναι κρίσιµη για τη νοµιµότητα της προσωρινής αναπαραγωγής χωρίς τη
συναίνεση του δηµιουργού. Ο νοµοθέτης (άρθρο 28 Β ν.2121/1993 και άρθρο 2 Οδηγίας
2001/29 για την κοινωνία της πληροφορίας) αναγνωρίζει ότι πολλές πράξεις προσωρινής
αναπαραγωγής δεν έχουν τεχνική αυτοτέλεια αλλά έχουν µεταβατικό ή βοηθητικό
χαρακτήρα και προχώρησε σε ρητή αναγκαστικού χαρακτήρα εξαίρεση από το
αποκλειστικό δικαίωµα αναπαραγωγής ορισµένων προσωρινών πράξεων ώστε να είναι
καταρχήν ελεύθερες. Εξαιρούνται από το δικαίωµα αναπαραγωγής, οι προσωρινές
πράξεις αναπαραγωγής, οι οποίες είναι µεταβατικές ή παρεπόµενες και οι οποίες
αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιώδες τµήµα µιας τεχνολογικής µεθόδου, έχουν δε ως
αποκλειστικό σκοπό να επιτρέψουν: 1) την εντός δικτύου µετάδοση µεταξύ τρίτων µέσω
διαµεσολαβητή (πχ. ενδιάµεσες αποθηκεύσεις στους ανήκοντες στο δίκτυο servers) ή 2)
τη νόµιµη χρήση ενός έργου ή άλλου προστατευόµενου αντικειµένου και οι οποίες δεν
έχουν καµία ανεξάρτητη οικονοµική σηµασία (άρθρο 5 παρ. 1 Οδηγίας 2001/29, άρθρο
28 β ν. 2121/93).
Φευγαλέα αναπαραγωγή
71
Οδηγία 96/9/ΕΟΚ, άρθρο 5, για την προστασία των βάσεων δεδοµένων
72
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία αρ.315, Μ. Μαρίνος, Ελλ∆νη 1996, σελ. 1226
73
Μ.Μαρίνος, Ελλ∆νη 1996, 1226, προβλ. ∆εληγιάννη ΕΕυρ∆ 1999, σελ. 241 επ.
74
Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο πνευµατικής ιδιοκτησίας, Τέταρτη Έκδοση, Σάκκουλας 2005, σελ. 147
δηµιουργός µπορεί να επιτρέπει την απόδοση και µεταφορά του έργου του σε άλλη
γλώσσα, ζώσα ή νεκρή, διάλεκτο ή ιδίωµα.75 Επίσης, η απόδοση ενός κειµένου από την
αρχαία ελληνική στη νεοελληνική γλώσσα ή από την καθαρεύουσα στη δηµοτική
συνιστά µετάφραση. 76
Ο µεταφραστής είναι ο δηµιουργός του παράγωγου έργου του. Έχει δικό του δικαίωµα
πνευµατικής ιδιοκτησίας πάνω στη µετάφραση και έχει το δικαίωµα της περαιτέρω
µετάφρασης του παράγωγου έργου του σε άλλη γλώσσα. Επιτελεί κατά κανόνα,
δηµιουργικό έργο που απαιτεί διαίσθηση, άριστη γνώση της γλώσσας, «αίσθηµα» του
κλίµατος του µεταφραζόµενου έργου και εκφραστικές δυνατότητες. Κινείται µεταξύ δύο
αντίθετων πόλων, το σεβασµό της δοµής και υφής του πρωτότυπου έργου και την
προσαρµογή του στη γλώσσα µετάφρασης, µε τέτοιο τρόπο ώστε να αποδίδει το ίδιο
αποτέλεσµα µε την ισοδύναµη απόδοση των νοηµάτων του πρωτότυπου έργου. 78
75
Γ. Κουµάντος, σελ.210, Σ. Σταυρίδου, Η µετάφραση κατά το νέο δίκαιο της πνευµατικής ιδιοκτησίας,
Ελλ∆νη 1994, σελ.100
76
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2005, σελ. 125
77
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2005, σελ. 126
78
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2004, σελ. 96
4) ∆ΙΑΣΚΕΥΗ, ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
79
Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο Πνευµατικής Ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 2005, σελ. 148
την άδεια του δηµιουργού, είτε παράνοµα είναι αυτά, είτε καµιά φορά και νόµιµα. Ο
δηµιουργός έχει την εξουσία να αποφασίζει αν και πώς θα διανεµηθούν το πρωτότυπο ή
τα αντίτυπα του έργου του. Ο λόγος της κυκλοφορίας ενός έργου είναι αδιάφορος, αν
γίνεται δηλαδή για κερδοσκοπικό ή άλλο σκοπό, όπως διαφηµιστικό, πολιτιστικό ή
φιλανθρωπικό.
Η πρώτη αναφορά στο δικαίωµα διανοµής (right of distribution) γίνεται στη Συνθήκη
WIPO για την πνευµατική ιδιοκτησία (άρθρο 6), σύµφωνα µε την οποία κάθε κράτος
µέλος καθορίζει τις προϋποθέσεις εξάντλησης του δικαιώµατος. Η ∆ιεθνής Σύµβαση της
Βέρνης προβλέπει το δικαίωµα αυτό µόνο για τα κινηµατογραφικά έργα και ως προς
έργα τα οποία έχουν προσαρµοσθεί στον κινηµατογράφο (άρθρο 14 παρ. 1, άρθρο 14δις
παρ.1).
80
Ο νόµος 2121/93 (α.3 παρ.1 στοιχ. δ΄) όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 81 παρ.1
ν.3057/2002, προβλέπει ότι όσο αφορά το πρωτότυπο ή τα αντίτυπα (αντίγραφα), ο
δικαιούχος µπορεί να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη διανοµή τους στο κοινό µε
οποιαδήποτε µορφή µέσω πώλησης ή µε άλλους τρόπους. Η ρύθµιση αυτή εναρµονίζει
την εθνική νοµοθεσία µε την Οδηγία 2001/29 (άρθρο 4) και αντικατέστησε την αρχική
διάταξη του ν.2121/1993 που είχε εισαγάγει την εξουσία θέσης σε κυκλοφορία. Η ως
άνω Οδηγία αποκλείει την εφαρµογή της διεθνής ανάλωσης του δικαιώµατος σε
παγκόσµιο επίπεδο µετά την πρώτη πώληση από τον δικαιούχο ή µε την συγκατάθεση
του. Είχε υποστηριχθεί ότι ο νόµος 2121/1993 καθιέρωσε την εξουσία θέσης σε
κυκλοφορία για να αποφύγει τα προβλήµατα που δηµιουργούνται µε την ανάλωση του
81
δικαιώµατος διάδοσης. Το δικαίωµα διανοµής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης
αναλώνεται µόνο εάν η πρώτη πώληση ή η πρώτη µεταβίβαση της κυριότητας του
πρωτοτύπου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης πραγµατοποιείται από τον δικαιούχο ή µε
τη συγκατάθεση του (άρθρο 3 παρ.1 στοιχείο δ, εδάφιο β ν. 2121/1993, όπως
80
Η ρύθµιση αυτή, αναγνωρίζοντας στο δηµιουργό την εξουσία επιβολής περιοριστικών όρων στο πεδίο
εφαρµογής της εξουσίας θέσης σε κυκλοφορία, δεν περιλαµβάνεται στη νέα διάταξη για το δικαίωµα
διανοµής, αφού αντίστοιχη ρύθµιση δεν προβλέπεται στο κοινοτικό κεκτηµένο. .∆. Καλλινίκου,
Πνευµατική Ιδιοκτησία και Συγγενικά ∆ικαιώµατα, Σάκκουλας 2005, σελ. 129, Π. Κοριατοπούλου, Οι
Συµβατικοί περιορισµοί στην εκµετάλλευση του δικαιώµατος πνευµατικής ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 1994,
σελ. 127-130
81
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Έκτη Έκδοση, σελ. 210
τροποποιήθηκε µε το άρθρο 81 παρ. 1 ν.3057/2002). Το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο µε πάγια
νοµολογία έχει επιβεβαιώσει την κοινοτική ανάλωση του δικαιώµατος διανοµής στο
πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 82
Η εξουσία του όµως περιορίζεται στην πρώτη διάδοση του κάθε αντιτύπου. Από τη
στιγµή που ένα αντίτυπο διατεθεί µε τη συναίνεσή του στο κοινό (π.χ. πωληθεί ένα
αντίτυπο του βιβλίου), ο δηµιουργός δεν µπορεί πλέον να καθορίσει την περαιτέρω
κυκλοφορία του εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ανάλωση ή εξάντληση του δικαιώµατος
– exhaustion). Ο αγοραστής του βιβλίου είναι δηλαδή ελεύθερος να διαθέσει (πωλήσει)
το συγκεκριµένο αντίτυπο περαιτέρω χωρίς τη συναίνεση του δηµιουργού. Έχει όµως
υποστηριχθεί την θεωρία και η άποψη ότι ο νόµος 2121/1993 εισάγει ένα γενικό
δικαίωµα διάδοσης και προορισµού.
Ο θεσµός της εξάντλησης του δικαιώµατος διανοµής προβλέπεται για πρώτη φορά
ρητώς, αν και είχε ήδη καθιερωθεί στη θεωρία µε επιχείρηµα από τη διάταξη του άρθρου
41 ν. 2121/93. Από το γράµµα του νόµου και τη τελολογική του προσέγγιση προκύπτει
ότι δεν υπάγεται στην προστατευτική εµβέλεια της διάταξης και συνεπώς δεν αποτελεί
προσβολή της πνευµατικής ιδιοκτησίας ο χρησιδανεισµός του πρωτοτύπου ή αντιτύπου
του έργου µεταξύ των ιδιωτών, ούτε η χρήση αυτών εντός των βιβλιοθηκών. 83
82
∆ΕΚ 20.1.81, Music-Vertrieb Membran και K-Tel International κατά GEMA υποθέσεις 55/1980 και
57/1980, Receuil 1981, CJCE σελ. 147 επ. ∆ΕΚ 8.6.1971, Deutsche Gramophon κατά Metro, υπόθεση
78/70, Recueil 1971 σελ. 487 επ.
83
Μ.Πρ.Αθ. 127/29/1997, ∆.Ε.Ε 3 (1997), σελ 829 επ., Μ. Μαρίνος, «Μερικές παρατηρήσεις για τη θέση
των παραδοσιακών δηµοσίων βιβλιοθηκών και των δηµοσίων ψηφιακών βιβλιοθηκών στο σύστηµα του ν.
2121/1993», Ελλ∆νη 39 (1998), σελ. 1483-8
Συγκεκριµένα, εκµίσθωση είναι η διάθεση προς χρήση πρωτοτύπων και αντιγράφων
έργων για περιορισµένο χρονικό διάστηµα και για άµεσο ή έµµεσο οικονοµικό ή
εµπορικό όφελος (άρθρο 1 παρ. 2 Οδηγίας). ∆ανεισµός είναι η διάθεση προς χρήση για
περιορισµένο χρονικό διάστηµα, όχι όµως για άµεσο ή έµµεσο οικονοµικό ή εµπορικό
όφελος, όταν γίνεται από ιδρύµατα ανοιχτά στο κοινό (άρθρο 1 παρ 3 Οδηγίας). Η
σηµασία της εκµίσθωσης και του δηµόσιου δανεισµού επισηµαίνεται στο Προοίµιο της
Οδηγίας 92/10: «Η εκµίσθωση και ο δανεισµός των έργων που καλύπτονται από την
πνευµατική ιδιοκτησία και του προστατευόµενου αντικειµένου των συγγενικών
δικαιωµάτων διαδραµατίζει όλο και σηµαντικότερο ρόλο, ιδίως για τους δηµιουργούς,
τους καλλιτέχνες και τους παραγωγούς» όταν µάλιστα η πειρατεία καθίσταται
αυξανόµενη απειλή. Ορισµένες µορφές διάθεσης, όπως η διάθεση φωνογραφηµάτων ή
ταινιών µε σκοπό τη δηµόσια προβολή ή ραδιοτηλεοπτική µετάδοση, η διάθεση για
έκθεση δεν εµπίπτουν στον σκοπό της Οδηγίας εφόσον «δεν συνιστούν εκµίσθωση ή
δανεισµό», όπως και η διάθεση για «επί τόπου συµβουλευτική χρήση» (άρθρο 13
Προοιµίου Οδηγίας). Με αυτό τον τρόπο οριοθετείται η έννοια της «διάθεσης» εφόσον
το έργο δεν συναποκοµίζεται από τον χρήστη. Συµπεραίνουµε από τους ως άνω ορισµούς
ότι η εκµίσθωση και ο δηµόσιος δανεισµός παρουσιάζουν ορισµένα στοιχεία που είναι τα
ακόλουθα:
Άµεσο είναι το οικονοµικό ή εµπορικό όφελος που επιδιώκεται µε την άσκηση της
δραστηριότητας. Έµµεσο είναι το µη επιδιωκόµενο αλλά έµµεσα επαυξάνον, ως
παρεπόµενη συνέπεια, το εισόδηµα του εκµισθωτή, π.χ. εφηµερίδες και περιοδικά σε
αίθουσες αναµονής ιατρείων, βιντεοκασέτες για χρήση ενοίκων δωµατίων ξενοδοχείου
84
κλπ. Η πώληση ενός (ή περισσοτέρων) αντιτύπων δε δίνει την εξουσία στον
αγοραστή να τα εκµισθώνει (νοικιάζει σε άλλους) δηµόσια. Η εκµίσθωση και ο δηµόσιος
δανεισµός (π.χ. από βιβλιοθήκες) είναι χωριστή εξουσία του δηµιουργού.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα, όπως προαναφέρθηκε, είναι τα βίντεο κλαµπ: η αγορά
αντιτύπων µιας βιντεοκασέτας ή ενός DVD δεν παρέχει στον αγοραστή το δικαίωµα να
τα νοικιάζει σε άλλους µέσω βίντεο κλαµπ, αλλά πρέπει να πάρει ειδική άδεια από το
δηµιουργό προς τούτο.
Η εκµίσθωση και ο δηµόσιος δανεισµός αποτελούν εξαίρεση από την αρχή της
ανάλωσης. Η αρχή της ανάλωσης δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας των
συναλλαγών αλλά και από την σκέψη ότι η πρόσβαση του τελικού αποδέκτη του έργου
(καταναλωτή) δεν πρέπει να επιβαρύνεται µε την πολλαπλή επιβάρυνση της αµοιβής του
δηµιουργού, ανάλογα µε τις βαθµίδες διακίνησης του. (µια θέση σε κυκλοφορία, µία
αµοιβή). Η δικαιολόγηση αυτή παύει να υπάρχει όταν η εκµετάλλευση του έργου
(πρωτότυπου ή αντιγράφου) λαµβάνει χώρα σε µία από τις ενδιάµεσες βαθµίδες, για
κερδοσκοπικό σκοπό. Παρά το γεγονός ότι αντίτυπο του έργου ή το πρωτότυπο τίθεται
σε κυκλοφορία, δεν εξαντλεί το δικαίωµα της πρώτης θέσης σε κυκλοφορία και παρέχει
στον δηµιουργό το δικαίωµα να ελέγξει την περαιτέρω κυκλοφορία του έργου και να
84
Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο πνευµατικής ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 2010, σελ. 171
θέσει περιοριστικούς όρους σε αυτήν (άρθρο 41 ν. 2121/93 ως προς τα προγράµµατα
ηλεκτρονικών υπολογιστών, άρθρο 1 παρ. 4 Οδηγίας 92/100, άρθρο 4c Οδηγίας 91/250,
άρθρο 5 στοιχ. γ Οδηγίας 96/9). 85 Συνεπώς και µετά την πώληση του υλικού φορέα, το
αποκλειστικό δικαίωµα εκµίσθωσης και δανεισµού παραµένει στον δηµιουργό.
85
∆ΕΚ υποθ. C-200/96, αποφ. Από 28-4-98, ∆ΕΕ 1998, σελ. 954 µε παρατ. Μεταξόπουλου, ∆ΕΚ υποθ.
C-61/1997, αποφ. Από 22-9-1998, ∆ΕΕ 1999, σελ. 64
86
Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο πνευµατικής ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 2010, σελ. 172
έργων, αυτό που προέχει είναι η αξία χρήσεως του πράγµατος. Η εξαίρεση αφορά τα
εκτελεσθέντα τρισδιάστατα έργα αρχιτεκτονικής και εφαρµοσµένης τέχνης (π.χ.
µίσθωση «αυτοκινήτων» ή «µαγιώ» σε πισίνες. Συνεπώς η εξαίρεση δεν εφαρµόζεται σε
δισδιάστατα έργα όπως σχέδια, φωτογραφίες τους. Κατά τη νοµολογία, οι συµβάσεις για
τη µίσθωση και το δανεισµό του έργου διέπονται από τις διατάξεις περί µισθώσεως και
χρησιδανείου, αποτελούν όµως και συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας.87
7) ∆ΗΜΟΣΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
87
ΜΠρΑθ. 12729/1997, ∆.Ε.Ε 1997, σελ. 829
χρήση του έργου είναι δηµόσια. Ως «δηµόσια θεωρείται κάθε χρήση ή εκτέλεση ή
παρουσίαση του έργου, που κάνει το έργο προσιτό σε κύκλο προσώπων ευρύτερο από το
στενό κύκλο της οικογένειας και το άµεσο κοινωνικό περιβάλλον, ανεξαρτήτως αν τα
πρόσωπα αυτού του ευρύτερου κύκλου βρίσκονται στο ίδιο ή σε διαφορετικούς χώρους»
(άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2121/1993). ∆εν αναιρεί την δηµόσια χρήση, εκτέλεση ή µετάδοση
του έργου το γεγονός ότι οι τελικοί αποδέκτες του έργου βρίσκονται σε ξεχωριστούς
ιδιωτικούς χώρους (πχ. οικίες), όπως συµβαίνει στη δηµόσια µετάδοση του έργου.
Απαιτείται, ωστόσο, ο κύκλος των προσώπων προς το οποίο απευθύνεται το έργο να έχει
τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό (πχ λήψης της εκποµπής, επίσκεψη της έκθεσης
εικαστικών έργων) ταυτόχρονα. Παραδείγµατα δηµόσιας εκτέλεσης είναι: η παρουσίαση
µε θεατρική ή σκηνική παράσταση, µε κινηµατογραφική προβολή και γενικά µε
µηχανική προβολή, έκθεση έργων εικαστικών τεχνών, µετάδοση του έργου µέσω
δηµόσιας απαγγελίας ή διάλεξης, µετάδοση του έργου µε χρήση υλικών φορέων ήχου ή
εικόνας (δίσκοι, κασέτες µουσικής, βιντεοκασέτα) κλπ. Ο κάθε τρόπος δηµόσιας
εκτέλεσης είναι αυτόνοµος. Όταν η άδεια εκµετάλλευσης δίδεται από τον δηµιουργό για
ένα τρόπο δηµόσιας εκτέλεσης του έργου, πχ. θεατρική παράσταση, γίνεται κατανοητό
ότι χρειάζεται ξεχωριστή άδεια εκµετάλλευσης για την κινηµατογραφική µετάδοση του
έργου. Ο νόµος 2121/93 (άρθρο 27) επιτρέπει τη δηµόσια εκτέλεση σε ειδικές
περιπτώσεις ήσσονος σηµασίας και ειδικότερα στις επίσηµες τελετές και στα
εκπαιδευτικά ιδρύµατα. Σ’ αυτή την περίπτωση εφαρµόζεται η διαδικασία των τριών
σταδίων. Επίσης, η Οδηγία 2001/29 (άρθρο 5 παρ. 3 στοιχ. ζ) εξαιρεί µόνο τη χρήση
κατά τη διάρκεια θρησκευτικών ή επίσηµων τελετών που διοργανώνονται από δηµόσια
αρχή.
∆ηµόσια εκτέλεση αποτελεί και η «οµόχωρη παρουσίαση» του έργου όταν λαµβάνει
χώρα η ταυτόχρονη αναµετάδοση του έργου µέσω µεγαφώνου ή οθόνης, έξω από το
χώρο τέλεσης του. Συνεπώς ο δηµιουργός που έχει δώσει την άδεια εκτέλεσης µουσικού
έργου σε αίθουσα συναυλίας, διατηρεί το δικαίωµα να απαγορεύσει την αναµετάδοση
του έργου µέσω οθόνης εκτός της αίθουσας συναυλίας.
Η δηµόσια εκτέλεση του έργου µπορεί να είναι άµεση ή έµµεση. Άµεση είναι εκείνη
µε την οποία το κοινό έρχεται σε άµεση επικοινωνία µε το έργο µέσω εκτελεστών ή
ερµηνευτών που εκτελούν το έργο ενώπιον του κοινού (σε περίπτωση ζωντανής
παρουσίασης). Έµµεση είναι εκείνη µε την οποία το κοινό επικοινωνεί µε το έργο µε την
βοήθεια υλικών φορέων ή τεχνικών µέσων (δίσκοι, ταινίες, CD, εκποµπές µέσω
ραδιοφώνου, τηλεόρασης κλπ). 88
Η έννοια της ιδιωτικής χρήσης γενικά περιλαµβάνει την χρήση από πρόσωπα που
89
έχουν στενή προσωπική επαφή είτε λόγω στενής συγγένειας ή επειδή συνευρίσκονται
συχνά στο πλαίσιο κοινωνικών επαφών και συνεπώς προϋποθέτει την ύπαρξη µιας
οικειότητας και συχνής επικοινωνίας. Η έννοια του προσωπικού δεσµού αποτελεί
ποιοτικό κριτήριο για την παραδοχή της ύπαρξης ιδιωτικής χρήσης σε συνδυασµό µε το
κριτήριο της εξατοµίκευσης των προσώπων µέσα σ’ έναν προσδιορισµένο κύκλο που
χαρακτηρίζεται από µια συχνότητα επαφών.90 Σηµασία έχει τα µέλη του κύκλου ή της
οµάδας να είναι µεταξύ τους εξατοµικευµένα γνωστά και να συνδέονται µε προσωπικό
δεσµό, όπως ο κύκλος των µελών της ευρύτερης οικογένειας, ο κύκλος των φίλων, ο
κύκλος των συµµαθητών µιας σχολικής τάξης, οι συνεργάτες ενός γραφείου ή οι
εργαζόµενοι σε µια επιχείρηση όταν µεταξύ τους έχουν αναπτυχθεί και προσωπικοί
δεσµοί.91
Το κριτήριο του δηµοσίου χώρου δεν είναι απαραίτητο να πληρούται, καθώς έχει
κριθεί νοµολογιακά ότι είναι δηµόσια η εκτέλεση που συντελείται εντός
ζαχαροπλαστείου, θεάτρου, κέντρου διασκέδασης, δωµατίου ξενοδοχείου, κοινοχρήστου
χώρου, εστιατορίου, εργοστασίου, οργανισµού, χώρων γάµου, βαπτίσεων, δεξιώσεων ή
οµιλιών, σχολείου, ιδρυµάτων, οίκων ευγηρίας, νοσοκοµείων, φυλακών, κτλ όπου
θεωρήθηκε ότι έλειπε ο ως άνω περιγραφόµενος προσωπικός δεσµός. 92 Στην περίπτωση
όµως που η ακρόαση, από ραδιόφωνο, µουσικής σε καφενείο, ζαχαροπλαστείο ή κέντρο
διασκέδασης γίνεται µόνο από τον υπάλληλο του καταστήµατος και όχι γενικότερα από
την πελατεία, έχει κριθεί ότι η εκτέλεση δεν είναι δηµόσια, διαφορετικά, όπως
93
αναφέρθηκε πρωτύτερα, είναι. Η νοµολογία είχε κάνει επίσης δεκτό, πριν το νόµο
88
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 171, Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο πνευµατικής
ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 2005, σελ 159
89
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 150
90
Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο πνευµατικής ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 2005, σελ. 160
91
Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο πνευµατικής ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 2005, σελ 160
92
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική Ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 164 και εκεί
νοµολογία
93
ΑΠ 500/2001, dsanet.gr
2121/93 όπου η ραδιοτηλεοπτική µετάδοση προβλέπεται ως αυτοτελής εξουσία του
δηµιουργού, και ότι δηµόσια εκτέλεση συνιστά και η µετάδοση του έργου από το
94
ραδιόφωνο. Αντίθετα, έχει κριθεί ότι δεν αποτελεί δηµόσια εκτέλεση η εκτέλεση
µουσικών έργων από ορχήστρα σε καφεψητοπωλείο µικρού ορεινού χωριού για τον
εορτασµό της εθνικής εορτής του συζύγου της ιδιοκτήτριας, δεδοµένου ότι οι
παρευρισκόµενοι συνδεόταν µε ιδιαίτερες προσωπικές σχέσεις. 95
Πέρα από το κλασικό «ποιοτικό» κριτήριο του «κοινού» στο δίκαιο µας είχε
παλαιότερα χρησιµοποιηθεί εναλλακτικά το «χωρικό» κριτήριο του δηµόσιου χώρου.
∆ηµόσιος είναι εκείνος ο χώρος που είναι προσιτός σε οποιονδήποτε, ανεξάρτητα αν η
είσοδος σε αυτόν επιτρέπεται µε αντάλλαγµα ή δωρεάν. Η νοµολογία έχει δεχθεί ότι οι
αίθουσες αερολιµένων και τα αεροσκάφη αποτελούν δηµόσιο χώρο παρά το γεγονός ότι
οι χώροι αυτοί είναι προσιτοί µόνο σε ταξιδιώτες και η προσπέλαση αορίστου αριθµού
ατόµων γίνεται για ορισµένη χρήση, έστω και αν στην αίθουσα αναµονής δεν
καταβάλλεται κανένα αντίτιµο.96 Σε περίπτωση σύγκρουσης ανάµεσα στο ποιοτικό και
χωρικό κριτήριο, το ποιοτικό που θεσπίστηκε από το άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2121/1993
υπερισχύει ενώ το χωρικό έχει πλέον εγκαταλειφθεί µετά το νέο νόµο. Κατά τη
97
νοµολογία, για τον δηµόσιο χαρακτήρα της εκτέλεσης σηµασία έχει το κοινό να έχει
τη δυνατότητα πρόσβασης στο έργο, η εκτέλεση να γίνεται σε τόπο ή τρόπο που καθιστά
98
το έργο αντιληπτό σε αόριστο αριθµό προσώπων, ανεξαρτήτως χώρου µιας και η
δηµόσια εκτέλεση µπορεί να λάβει χώρα και σε ιδιωτικό χώρο. Αρκεί και η ενδεχόµενη
παρουσία του κοινού για να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση είναι δηµόσια πχ. ραδιοτηλεοπτική
µετάδοση έργου, 99 δηµόσια εκτέλεση σε κέντρο διασκέδασης ανεξάρτητα αν υπάρχουν
θαµώνες.
94
ΕιρΑθ 1910/1957 ΑρχΝ 1957, σελ. 260
95
Βουλ. Συµβ. Πληµ. Αγρινίου 78/1994, Αρµ. 1994, σελ. 1316
96
ΕισΠρωτΑθ 18/1974, ΝοΒ 1974, σελ. 963-966
97
ΑΠ 907/2003 Ελλ∆ 2003, σελ. 1480, ΑΠ 433/1992 ΕΕµπ∆ 1994 σελ. 293
98
Λ. Κοτσίρης, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2005, σελ. 161
99
Λ. Κοτσίρης, Αναµετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκποµπών ως χωριστή µορφή δηµόσιας εκτέλεσης ,
ΕΕµπ∆ 2002, σελ. 251-263
µε προσωπικούς δεσµούς ή αντίστροφα σε µη δηµόσιο χώρο (πχ. οικία, γραφεία)
εκτελείται έργο ενώπιον ατόµων που δεν συνδέονται µε προσωπικούς δεσµούς
(καλεσµένοι που δεν γνωρίζονται µεταξύ τους). Έχει κριθεί νοµολογιακά και γίνεται
αποδεκτό και από τη θεωρία ότι είναι δηµόσια η εκτέλεση ενός έργου που λαµβάνει
χώρα στο πλαίσιο επαγγελµατικής δραστηριότητας κάποιου προσώπου έστω και αν
προορίζεται σε περιορισµένο κύκλο προσώπων ή περιορισµένος αριθµός ατόµων έχει
100
πρόσβαση, από τη στιγµή που προσπορίζονται έµµεσα οφέλη στον διοργανωτή. Η
εκτέλεση η οποία εγγράφεται σε στούντιο, και που προηγείται της δηµόσιας εκτέλεσης
στο κοινό, κατά κανόνα δεν είναι δηµόσια. 101
Η νοµολογία έχει κρίνει, επίσης, ότι αποτελεί δηµόσια εκτέλεση η µετάδοση µουσικών
συνθέσεων πέρα από κοινόχρηστους χώρους και στα δωµάτια ξενοδοχείων. Κατά τη
νοµολογία 102 και την κρατούσα άποψη στη θεωρία, δηµόσια είναι η εκτέλεση ακόµη και
όταν ο ξενοδόχος δεν µεσολαβεί στη διανοµή µουσικών προγραµµάτων, αλλά
περιορίζεται στην τοποθέτηση συσκευών τηλεόρασης ή ραδιοφώνου στα δωµάτια, 103 µε
το σκεπτικό ότι στην περίπτωση αυτή τα οπτικοακουστικά, µουσικά ή άλλα έργα και
γενικά το ραδιοτηλεοπτικό πρόγραµµα είναι πράξη αναµετάδοσης, προσιτή σε ένα νέο
104
κοινό, σε σχέση µε το κοινό της αρχικής ραδιοτηλεοπτικής µετάδοσης. Η άδεια
ραδιοτηλεοπτικής µετάδοσης καλύπτει µόνο το ραδιοτηλεοπτικό οργανισµό που
καταβάλλει τα δικαιώµατα ραδιοτηλεοπτικής µετάδοσης. Αντίθετα η λήψη εκποµπών
από τους πελάτες ενός ξενοδοχείου στα δωµάτια που διανέµουν δεν καλύπτεται από την
άδεια ραδιοτηλεοπτικής µετάδοσης, αλλά εµπίπτει στο πεδίο εφαρµογής του
δικαιώµατος δηµόσιας εκτέλεσης, γιατί οι πελάτες συνιστούν, κατά τα προαναφερόµενα,
ένα νέο κοινό παρά το γεγονός ότι ο καθένας από αυτούς χωριστά καταλαµβάνει
ιδιωτικά ένα δωµάτιο. Όπως και στην περίπτωση των ξενοδοχείων που εξετάσθηκε, η
100
Τ. Ιωάννου-Κ. Λυκιαρδόπουλου, Η πνευµατική ιδιοκτησία, Αθήνα 1962, σελ. 205, Γ. Κρίππα, Το
έγκληµα της λογοκλοπής, ΠοινΧρ 1972, σελ. 20
101
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική διοκτησία, Σάκκουλας 2002 , σελ. 230
102
ΑΠ 135/1983 ΝοΒ 1983 σελ. 867, Ελλ∆ικ 1983 σελ. 1332-133, ΠοινΧρ 1983 σελ. 719
103
Βλ.∆. Καλλινίκου, Το δικαίωµα δηµόσιας εκτέλεσης πνευµατικών έργων σε δωµάτια ξενοδοχείων,
ΧρΙ∆ 2006, σελ. 834-842, Γ. Κρίππα, Η πνευµατική ιδιοκτησία µουσικής µεταδιδοµένης εις τα δωµάτια
ξενοδοχείων από συσκευές τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου, ΕΕµπ∆ 2003, σελ. 954-959
αναµετάδοση τηλεοπτικών εκποµπών σε κέντρα διασκέδασης ή εστιατόρια προϋποθέτει
την άδεια δηµόσιας εκτέλεσης και την καταβολή των δικαιωµάτων, διότι το τηλεοπτικό
πρόγραµµα απευθύνεται στους εκάστοτε ανώνυµους και ενδεχόµενους πελάτες που
συνιστούν ένα νέο κοινό. 105
104
∆ΕΚ, 7-12-2006, Υπόθεση C-306/05 (Sociedad General de Autores y Editores de Espagna κατά Rafael
Hoteles), ΧρΙ∆ 2007, σελ. 250-254, , ΕφΑθ 7196/2007, ΧρΙ∆ 2008, σελ. 168-171. ΜονΠρωτΘεσ
20860/2008
105
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική Ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 172
106
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 165, Γ.
Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία , Σάκκουλας 2002, σελ. 233-234
107
Λ. Κοτσίρης, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2005, σελ. 162
108
Εις.∆ιατ. 65/1978 ΠοινΧρ 1979, σελ. 312-314
έγινε ρητά δεκτό ότι αν οι πελάτες χρησιµοποιούν τη δική τους συσκευή ραδιοφώνου σε
δωµάτιο ξενοδοχείου πρόκειται για ιδιωτική χρήση.
Η παραδοσιακή έννοια της δηµόσιας µετάδοσης δεν ταιριάζει πλέον στον νέο τρόπο
επικοινωνιών. Εκεί παρατηρείται διάσπαση του στοιχείου της ταυτόχρονης λήψης,
εκτέλεσης και χρήσης µε τις νέες τεχνικές (video/music on demand), όπου ο χρήστης του
έργου «καλεί» το έργο από απόσταση µέσω ψηφιακών δικτύων, όποτε θέλει στον δικό
του χώρο. 109 η έννοια του στενού οικογενειακού κύκλου και του άµεσου περιβάλλοντος
είναι στενότερη από την έννοια του ιδιωτικού κύκλου. Στην εποχή της πληροφορικής οι
ανώνυµοι χρήστες του διαδικτύου ανταλλάσσουν αρχεία µε προστατευόµενο
περιεχόµενο χωρίς την άδεια των δηµιουργών. Στα συστήµατα peer to peer οι
καταναλωτές γίνονται διανοµείς και δεν έχουν παθητικό ρόλο αλλά γίνονται διανοµείς
και καταναλωτές σε βάρος των δικαιούχων. Πρόκειται για το ανώνυµο κοινό που µε τα
συστήµατα peer to peer µετατρέπουν τη χρήση από ιδιωτική σε δηµόσια και συλλογική,
προβαίνοντας σε ανταλλαγή και πολλαπλασιασµό έργων τα οποία δηµοσιεύονται
παράνοµα στο διαδίκτυο, χωρίς άδεια βλάπτοντας την κανονική εκµετάλλευση των
έργων και τα έννοµα συµφέροντα των δηµιουργών τους. 110
Πριν την εναρµόνιση του εθνικού µας δικαίου µε την Οδηγία για την Κοινωνία της
Πληροφορίας (άρθρο 81 παρ. 1 ν. 3057/2002), τα όρια των αρχικά προβλεποµένων (στο
άρθρο 3 παρ. 1 περ. ε ω και στ) εξουσιών «παρουσίασης του έργου» στο κοινό και
«δηµόσιας εκτέλεσης» του έργου δεν ήταν σαφή. Η παρουσίαση του έργου εµφανιζόταν
ως «περιεκτικότατο» δικαίωµα, ειδική εκδήλωση του οποίου αποτελούσε η δηµόσια
109
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 138
110
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 166
εκτέλεση. Η κοινοτική Οδηγία όµως προσέδωσε αυτοτέλεια περιεχοµένου, θεσπίζοντας
δυο χωριστές και ανεξάρτητες µεταξύ τους εξουσίες (άρθρο 3 παρ. 1 περ. η ν.
2121/1993).
Ενόψει της γενικότητας του δικαιώµατος παρουσίασης στο κοινό, η εξουσία δηµόσιας
εκτέλεσης πρέπει να θεωρηθεί εξ αντιδιαστολής ότι περιορίζεται στην τέλεση ή
παρουσίαση των σε κοινό που παρίσταται στον τόπο της εκτέλεσης αυτών (οµόχωρη
παρουσίαση), έστω και αν το στοιχείο «παρουσία – µη παρουσία του κοινού» δεν έχει
περιληφθεί στο κείµενο του νόµου. 111
Το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29 αναγνωρίζει στον δηµιουργό την εξουσία
παρουσίασης του έργου του στο κοινό. Σύµφωνα µε την τελευταία διάταξη, όπως αυτή
µεταφέρθηκε στην ελληνική έννοµη τάξη, το περιουσιακό δικαίωµα του δηµιουργού
περιλαµβάνει την εξουσία να επιτρέπει ή να απαγορεύει την παρουσίαση στο κοινό των
έργων του, ενσυρµάτως ή ασυρµάτως ή µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο, καθώς και να
καθιστά προσιτά τα έργα του στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει
111
Λ. Κοτσίρης ∆ίκαιο πνευµατικής ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 2005, σελ. 158
πρόσβαση στα έργα αυτά, όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος, ενώ παράλληλα ορίζεται ότι τα
δικαιώµατα αυτά δεν αναλώνονται µε οποιαδήποτε πράξη παρουσίασης στο κοινό µε την
έννοια της παρούσας ρύθµισης (άρθρο. 3 παρ. 1 στοιχ. η ν. 2121/1993 όπως
τροποποιήθηκε από το άρθρο 81 παρ. 1 ν. 3057/2002). Η εξουσία παρουσίασης στο
κοινό αναφέρεται σε κάθε τρόπο µε τον οποίο ένα έργο γίνεται προσιτό στο κοινό χωρίς
112
την παραγωγή υλικών υποστρωµάτων και περιλαµβάνει τη δηµόσια εκτέλεση του
έργου (παρουσίαση του έργου σε κοινό που βρίσκεται στον τόπο παρουσίασης,
ανεξάρτητα από το αν η παρουσίαση αυτή πραγµατοποιείται µε ζωντανή ερµηνεία ή
µέσω υλικού φορέα), τη ραδιοτηλεοπτική, δορυφορική ή καλωδιακή µετάδοση, την
έκθεση έργου των εικαστικών τεχνών. Η παρουσίαση, όπως και η δηµόσια εκτέλεση, και
σε αντίθεση µε την αναπαραγωγή δεν αφορούν τη δηµιουργία νέων υλικών φορέων του
έργου (φωτοτυπία, αντιγραφή CD). Παρά το γεγονός ότι στο άρθρο 3 του νόµου
2121/1993 γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη δηµόσια εκτέλεση και στη µετάδοση των
έργων στο κοινό µέσω της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, και αναγνωρίζονται ως
εξουσίες ξεχωριστές µε ειδική ρύθµιση, έχει υποστηριχθεί ότι η έννοια της παρουσίασης
εκλαµβάνεται ως έννοια γένους και οι ειδικότερες εξουσίες της δηµόσιας εκτέλεσης και
της ραδιοτηλεοπτικής εκποµπής απλώς την εξειδικεύουν.
Η παρουσίαση στο κοινό εκλαµβάνεται ως µια ευρεία έννοια που περιλαµβάνει κάθε
πράξη, εκτός της διανοµής αντιτύπων, µε την οποία το έργο γίνεται προσιτό στο κοινό. Η
εξουσία παρουσίασης του έργου στο κοινό προβλεπόταν στον ελληνικό νόµο για την
πνευµατική ιδιοκτησία, προσλαµβάνοντας ιδιαίτερα ευρύ περιεχόµενο και πριν την
µεταφορά της κοινοτικής Οδηγίας.
Ο προσδιορισµός της έννοιας του «κοινού» αφήνεται στην εθνική νοµοθεσία και στα
εθνικά δικαστήρια δεδοµένου ότι σε κοινοτικό και διεθνές επίπεδο δεν υπάρχει σχετικός
ορισµός που να γίνεται γενικά αποδεκτός. Προκύπτει ωστόσο, από το νοµοθετικό
προσδιορισµό της «δηµόσιας χρήσης» στο άρθρο 3 παρ. 2 του νόµου 2121/1993. Στον
ελληνικό νόµο ως δηµόσια παρουσίαση θεωρείται αυτή που κάνει το έργο προσιτό σε
κύκλο προσώπων ευρύτερο από το στενό οικογενειακό κύκλο και το άµεσο κοινωνικό
112
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και internet, Οδηγία 2001/29, Σάκκουλας 2001, σελ. 60, Γ.
Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2002, σελ. 229
113
περιβάλλον, ανεξαρτήτως αν τα πρόσωπα αυτά του ευρύτερου κύκλου βρίσκονται
στον ίδιο ή σε διαφορετικούς χώρους (άρθρο 3 παρ. 2 ν 2121/1993). Αυτό που
ενδιαφέρει είναι αν τα µέλη του κοινού έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσβαση
στο έργο και όχι αν όντως το έργο έγινε προσιτό στο κοινό 114
113
Σε αριθµό προσώπων που δεν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερες οικογενειακές, συγγενικές ή προσωπικές
σχέσεις. ∆. Καλλινίκου, (γνωµ.) Το δικαίωµα δηµόσιας εκτέλεσης πνευµατικών έργων σε δωµάτια
ξενοδοχείων, ΧρΙ∆ 2006, σελ. 835
114
Ι. Ιγγλεζάκης, Το δικαίωµα του δηµιουργού και τα συγγενικά δικαιώµατα στην κοινωνία της
πληροφορίας, η Οδηγία 2001/29, ΕπισκΕ∆ Β/2001, σελ. 578
115
Η εξουσία αυτή περιλαµβάνει κάθε µορφή άυλης εκµετάλλευσης του έργου, Μ. Μαρίνος, Απόλυτες
και αποκλειστικές εξουσίες ως αντικείµενο εναρµόνισης κατά την οδηγία 2001/29, στο συλλογικό έργο:
Κοινωνία των πληροφοριών και πνευµατική ιδιοκτησία, η νέα κοινοτική ρύθµιση, Σάκκουλας 2001, σελ.
45
116
Κ. Ιωάννου-Λυκιαρδοπούλου, Η Πνευµατική Ιδιοκτησία, Β’ Έκδοση, Αθήνα 1962 , σελ. 206
117
Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο πνευµατικής ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 2005, σελ 160
118
ΑΠ 61/1980, ΝοΒ 1981, 384, 135/1982, ΝοΒ 1983, 867= Ελλ∆νη 1983, 1332. Η αναπαραγωγή ενός
µουσικού έργου και στη συνέχεια η διάθεση του προς αποθήκευση (downloading) µέσω internet αποτελεί
δηµόσια χρήση του έργου, αποφ. ασφ. µέτρων Πρωτοδ. Παρισίων από 14.8.1996, GRUR Int. 1997, 756ή η
µετάδοση µέσα από κεντρική εγκατάσταση βίντεο µε 600 συνδέσεις στα δωµάτια, αυστρ. Ακυρωτικό από
17.6.1976, Obl. 1986, 132
ελάχιστη ακροαµατικότητα, ή µετάδοση µουσικής µέσω µεγαφώνων σε µία επιχείρηση ή
119
υπηρεσία) ή η αγορά αντιτύπου. Το στοιχείο της τοπικής συνεύρεσης δεν είναι
απαραίτητο. Για παράδειγµα κατά τη ραδιοφωνική ή τηλεοπτική µετάδοση ενός έργου το
οποίο στη συνέχεια λαµβάνεται από τους οικιακούς δέκτες µεµονωµένων χρηστών ή σε
δωµάτια ξενοδοχείου τίθεται σε εφαρµογή η εξουσία παρουσίασης του έργου στο κοινό.
Η διαδικτυακή µετάδοση των έργων ανατρέπει την παραδοσιακή έννοια του κοινού,
ως µια οµάδας προσώπων που αποκτούν πρόσβαση στο έργο στον ίδιο τόπο και στο ίδιο
120
χώρο και επιφέρει χωρική και χρονική διάσπαση στην έννοια του κοινού. Ο χρήστης
αποκτά πρόσβαση και απολαµβάνει τη χρήση του έργου από τον ιδιωτικό του χώρο,
αποφασίζοντας ο ίδιος για το χρόνο της λήψης του έργου η οποία πραγµατοποιείται
βάσει των ατοµικών κριτηρίων επιλογής του και όχι βάσει κάποιου συγκεκριµένου
προγράµµατος ή χρονοδιαγράµµατος (κατ’ αίτηση µετάδοση). Στο πλαίσιο αυτό εκλείπει
παντελώς το στοιχείο της χρονικής συνεύρεσης του κοινού, έστω και από διαφορετικό
τόπο, ενώ η χρήση του έργου λαµβάνει εξατοµικευµένο χαρακτήρα.
Η ατοµική αυτή διάσταση της χρήσης είχε εγείρει ερωτηµατικά σχετικά µε το εάν
υπάρχει παρουσίαση στο κοινό σ’ αυτές τις περιπτώσεις όπου το στοιχείο της συλλογικής
δηµόσιας χρήσης του έργου κατακερµατίζεται. Η ρητή αναφορά της έννοιας της
«ψηφιακής διάχυσης» (making available right) ως ειδικότερης έκφανσης της εξουσίας
παρουσίασης στο κοινό έθεσε τέλος σε οποιαδήποτε αµφισβήτηση της υπαγωγής των
χρήσεων αυτών στο δικαιικό µονοπώλιο του δηµιουργού. Το δικαίωµα ψηφιακής
διάχυσης ενεργοποιείται κάθε φορά που τα µέλη του κοινού έχουν τη δυνατότητα να
αποκτήσουν πρόσβαση στο έργο από τον τρόπο και χρόνο της επιλογής τους.
Παράδειγµα αποτελεί η προσφορά έργων για «κατέβασµα» (downloading) στο κοινό
µέσω του διαδικτύου ή µέσω δικτύων κινητής τηλεφωνίας, της κατ’ αίτηση µετάδοσης
στο χρήστη µε το «κατέβασµα» µιας ταινίας (pay-per-view TV ή pay-per-use) ή της κατ’
121
αίτηση µετάδοσης µε streaming (on demand streaming) ενώ δεν καλύπτει
119
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 139
120
Α.Παπαδοπούλου, Η πνευµατική δηµιουργία στο χώρο και χρόνο του διαδικτύου, ∆ΕΕ 12/2002, σελ.
1219
121
Το streaming είναι η τεχνική που επιτρέπει στον χρήστη να έχει πρόσβαση στο έργο σε πραγµατικό
χρόνο ταυτόχρονα µε το «κατέβασµα» downloading και πριν η µετάβαση του αρχείου ολοκληρωθεί. Ο
περιπτώσεις όπου το έργο µεταδίδεται διαδικτυακά αλλά βάσει κάποιου
προκαθορισµένου προγράµµατος όπως η µετάδοση του προγράµµατος ενός
122
ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθµού µέσω του διαδικτύου (webcasting,
123
simulcasting ), η παρουσίαση του έργου (audio, video) βάσει ενός προκαθορισµένου
προγράµµατος µε streaming, near on demand pay TV. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως και
κατά την κλασική ραδιοτηλεοπτική µετάδοση του έργου, εφαρµόζεται το γενικότερο
δικαίωµα παρουσίασης στο κοινό, αφού εκλείπει το στοιχείο της αµφίδροµης
επικοινωνίας µε το χρήστη. Αναγνωρίζεται στον δηµιουργό το αποκλειστικό δικαίωµα να
διαθέτει στο κοινό τα έργα του µέσω κατ’ αίτηση µεταδόσεων µε διαλογική µορφή, έτσι
ώστε το κοινό να έχει πρόσβαση στις µεταδόσεις αυτές από τον τόπο και το χρόνο που
επιλέγει ατοµικά (αιτ. σκ. 25 Οδηγίας 2001/29).
Η αναζήτηση της ύπαρξης εκµετάλλευσης του έργου µέσω παρουσίασης στο κοινό
πραγµατοποιείται πάντα από τη σκοπιά του προσώπου που προβαίνει στην
εκµετάλλευση και όχι από τη σκοπιά του τελικού χρήστη. Υπό το πρίσµα αυτό, αυτό που
ενδιαφέρει τον δικαιούχο είναι η συµβατική παραχώρηση της δυνατότητας
εκµετάλλευσης στο πρόσωπο που προβαίνει στην παρουσίαση του έργου σε ένα
απροσδιόριστο αριθµό πιθανών χρηστών και όχι ο τρόπος µετάδοσης ή λήψης του έργου
από τον τελικό χρήστη (βάσει προκαθορισµένου προγράµµατος ή κατ’ αίτηση).
Σηµατοδοτείται µια σηµασιολογική µεταστροφή στην έννοια της χρήσης του έργου, η
οποία στο επίπεδο της άσκησης του δικαιικού µονοπωλίου παίρνει το χαρακτήρα της
µετάβασης από τον κλασικό έλεγχο της συλλογικής δηµόσιας χρήσης του έργου στον
έλεγχο της ατοµικής χρήσης/κατανάλωσης, όταν αυτή τελείται στο πλαίσιο µιας
εκµετάλλευσης µε δηµόσιο χαρακτήρα. Λόγω της τεχνολογικής πραγµατικότητας της
διαδραστικότητας, συντελείται η αναγνώριση µιας διαφορετικής έννοιας του κοινού,
στην οποία κεντρικό ρόλο διαδραµατίζει το πρότυπο του εξατοµικευµένου χρήστη,
µεµονωµένου χρήστη-µέλους κοινού. 124
χρήστης µπορεί να δει ή να ακούσει το έργο κατά την άφιξη του, ενώ τα πακέτα δεδοµένων δεν
αποθηκεύονται.
122
Μετάδοση του προγράµµατος ενός σταθµού αποκλειστικά µέσω του διαδικτύου
123
Ταυτόχρονη µετάδοση ενός προγράµµατος από διαφορετικά µέσα
124
Τ. Συνοδινού, Πνευµατική ιδιοκτησία και νέες τεχνολογίες, η σχέση - χρήστη-δηµιουργού, Σάκκουλας
2008, σελ. 37
9) ΡΑ∆ΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑ∆ΟΣΗ Η ΑΝΑΜΕΤΑ∆ΟΣΗ
Ο νόµος δεν δίνει ορισµό της αναµετάδοσης, γίνεται κατανοητό όµως, ότι η
125
αναµετάδοση έπεται της πρώτης µετάδοσης. Σύµφωνα µε τη γραµµατική ερµηνεία
του νόµου θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αναµετάδοση υπάρχει: 1) όταν το πρόγραµµα
εκπέµπεται από άλλους ποµπούς του αρχικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισµού σε χρόνο
διάφορο από το χρόνο της αρχικής εκποµπής και 2) όταν το πρόγραµµα εκπέµπεται
συγχρόνως ή σε χρόνο διάφορο από ποµπούς άλλου, εκτός του αρχικού
ραδιοτηλεοπτικού οργανισµού. ∆εν αποτελεί αναµετάδοση η σύγχρονη εκποµπή από
περισσότερους ποµπούς του ίδιου ραδιοτηλεοπτικού οργανισµού. ∆εύτερη ή περαιτέρω
εκποµπή ενός προγράµµατος από ποµπό ή ποµπούς του ίδιου ή άλλου ραδιοτηλεοπτικού
125
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ 156 επ
οργανισµού αποτελεί επανάληψη της µετάδοσης (για τους κανόνες που αφορούν τις
επαναλήψεις στη ραδιοτηλεοπτική µετάδοση. 126
1) ∆ορυφορική µετάδοση
126
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2002, σελ. 231--232
127
..Ε. Σαχπεκίδου, Ελεύθερη κυκλοφορία τηλεοπτικών υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Οικονοµική
Κοινότητα, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 16 επ
ενός επίγειου σταθµού για να καταστεί δυνατή η αναµετάδοση των σηµάτων-φορέων
προγραµµάτων µε ηλεκτροµαγνητικά κύµατα ή καλώδια στο κοινό. 128
Η λήψη του εκπεµπόµενου από το δορυφόρο σήµατος από το δέκτη εάν γίνεται
απευθείας χωρίς παρεµβολή επίγειου σταθµού, θεωρείται µια ενιαία διαδικασία
ραδιοτηλεοπτικής µετάδοσης που χρειάζεται την άδεια του δηµιουργού. Πρόβληµα
δηµιουργεί η ανάγκης παρεµβολής επίγειου σταθµού, οπότε τίθεται το ερώτηµα πότε
αρχίζει η αναµετάδοση. Από τότε που εκπέµπεται ανοδικά το σήµα προς το δορυφόρο ή
από τότε που ο επίγειος σταθµός αναµεταδίδει στο κοινό ;
128
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 178
δέσµη, σε αδιάκοπη αλυσίδα µετάδοσης προς το δορυφόρο και από εκεί προς το έδαφος.
Εάν τα σήµατα που περιέχουν προγράµµατα έχουν κωδικοποιηµένη µορφή, τότε υπάρχει
παρουσίαση στο κοινό µέσω δορυφόρου, εφόσον τίθενται στη διάθεση του κοινού από το
ραδιοτηλεοπτικό οργανισµό ή µε τη συγκατάθεση του τα µέσα για την αποκωδικοποίηση
του προγράµµατος.
Οι µορφές της καλωδιακής τηλεόρασης είναι ποικίλες αλλά τρεις βασικές κατηγορίες
ενδιαφέρουν129 το δίκαιο της πνευµατικής ιδιοκτησίας: 1) η αρχική καλωδιακή
µετάδοση cable origination), όπου η επιχείρηση εκµεταλλεύσεως καλωδιακού δικτύου
129
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 160
εκπέµπει δικό της πρόγραµµα, το οποίο για πρώτη φορά µεταδίδει µέσω της καλωδιακής
σε τοπικές εκποµπές µε την µορφή Pay-TV. Η εκποµπή του προγράµµατος του
χαρακτηρίζεται ως µετάδοση µε την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχ. ζ ν. 2121/1993)
και χρειάζεται την άδεια του δηµιουργού. 2) Ετεροχρονισµένη αναµετάδοση ξένου
προγράµµατος, το οποίο η επιχείρηση εκµετάλλευσης καλωδιακού δικτύου εκπέµπει σε
διαφορετικό χρονικό σηµείο από την αρχική µετάδοση. Η αναµετάδοση αυτή µπορεί να
είναι πλήρης, περικοµµένη ή τροποποιηµένη κατά το περιεχόµενο της. Σύµφωνα µε το
νόµο 2121/1993 διακρίνονται δύο επεµβάσεις στο δικαίωµα της πνευµατικής ιδιοκτησίας
του δηµιουργού, στην αναπαραγωγή της εκποµπής και στην αναµετάδοση. Αν το έργο
αναµεταδίδεται τροποποιηµένο απαιτείται σχετική άδεια του δηµιουργού (άρθρο 3 παρ. 1
στοιχ. γ ν. 2121/1993). 3) Η ταυτόχρονη χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές πλήρης
αναµετάδοση ξένου προγράµµατος. Αυτή είναι η συνηθέστερη περίπτωση καλωδιακής
αναµετάδοσης. Η Οδηγία 93/83 στο άρθρο 1 παρ. 3 ορίζει ως «καλωδιακή
αναµετάδοση» τη χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές ταυτόχρονη αναµετάδοση, µέσω
συστηµάτων καλωδίων ή µικροκυµάτων και µε σκοπό τη λήψη τους από το κοινό,
αρχικής ενσύρµατης ή ασύρµατης, έστω και δορυφορικής, µετάδοσης από άλλο κράτος-
µέλος τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραµµάτων που προορίζονται για λήψη από το
κοινό». Η µετάδοση µέσω καλωδίων δίνει καλύτερη ποιότητα εικόνας, ιδιαίτερο κοινό
όπως ιδιώτες ή δηµόσιοι δέκτες ορισµένων προγραµµάτων (Filmnet) και αυξάνεται
ταυτόχρονα ο κύκλος των αποδεκτών του ραδιοτηλεοπτικού προγράµµατος.130
Απαιτείται η άδεια του δηµιουργού επειδή συνιστά αυτόνοµο τρόπο εκµετάλλευσης και
απαιτείται ακόµη και αν ο δηµιουργός έχει δώσει άδεια αναµετάδοσης µέσω ερτζιανών
κυµάτων.131 Η Οδηγία δεν διέπει την ενδοκρατική καλωδιακή αναµετάδοση στην
περιοχή εκµετάλλευσης της καλωδιακής επιχείρησης.
130
Γ. Κική, Η καλωδιακή τηλεόραση –νοµική οριοθέτηση και συνταγµατική προσέγγιση υπό το άρθρο 15
του Συντάγµατος, Αθήνα 1993, σελ. 128 επ
131
Πρβλ. Άρθρο 11 παρ. 1 στοιχ. 2 ∆ιεθνούς Σύµβασης Βέρνης-Παρισιού
διαµεσολαβητών που επιλέγεται από οποιοδήποτε από τα µέρη βάσει πίνακα
µεσολαβητών που έχει καταρτισθεί από τον Οργανισµό Πνευµατικής Ιδιοκτησίας (άρθρο
35 παρ. 4 εδ. 1 και 2 όπως ισχύει µετά το άρθρο 8 παρ. 1 ν. 2557/1997).)
Ο νόµος 2121/1993 (άρθρο 54 παρ. 2) και η Οδηγία 93/83 (άρθρο 9) προβλέπουν την
υποχρέωση του δηµιουργού ανάθεσης της διαχείρισης της καλωδιακής αναµετάδοσης σε
οργανισµούς συλλογικής διαχείρισης. Η υποχρεωτική ανάθεση επιβάλλεται από τη φύση
των πραγµάτων. Η καλωδιακή αναµετάδοση µε την έννοια της αναλλοίωτης και
ταυτόχρονης αναµετάδοσης αποτελεί χαρακτηριστική χρήση σε δεύτερο επίπεδο
εκµετάλλευσης (αναµετάδοση ξένου προγράµµατος), µε µαζική χρήση έργων
πνευµατικής ιδιοκτησίας, όπου η έγκαιρη διαπραγµάτευση και λήψη των σχετικών
αδειών λόγω του ταυτόχρονου της µετάδοσης είναι αδύνατη. Αν ο δηµιουργός δεν
αναθέσει τη διαχείριση του δικαιώµατος καλωδιακής αναµετάδοσης σε οργανισµό
συλλογικής διαχείρισης, ο οργανισµός συλλογικής διαχείρισης που έχει αναλάβει µε
έγκριση του Υπουργείου Πολιτισµού τη διαχείριση των δικαιωµάτων της ίδιας
κατηγορίας µπορεί να διαχειρισθεί το δικαίωµα καλωδιακής αναµετάδοσης του
δηµιουργού. Στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι από ένα οργανισµό
συλλογικής διαχείρισης της ίδιας κατηγορίας, ο δηµιουργός έχει τη δυνατότητα να
επιλέξει έναν από αυτούς (άρθρο 57 παρ. 8 ν. 2121/1993).
132
Επί επαναλήψεως της µετάδοσης οφείλεται στον δικαιούχο πρόσθετη αµοιβή. Επί
µεταδόσεως χωρίς την ανωτέρω άδεια ο δικαιούχος της πνευµατικής ιδιοκτησίας µπορεί
να ζητήσει: αναγνώριση του δικαιώµατος του, την άρση της προσβολής, την παράλειψη
προσβολής στο µέλλον, αποζηµίωση κατ' άρθρα 60, 914 ΑΚ, απόδοση του
αδικαιολογήτου πλουτισµού (άρθρο 904 ΑΚ), ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης
(άρθρ. 59 και 932 ΑΚ).133
132
ΕισΕκθ ν. 2121//1993, σελ. 8
133
ΕφΑΘ 3403/1988
των οποίων φέρεται στο πίνακα των συνεργατών που προβάλλεται στην αρχή ή λίγο µετά
την αρχή ή στο τέλος του έργου. Ο παραγωγός του κινηµατογραφικού έργου θεωρείται
δευτερογενής δικαιούχος πνευµατικής ιδιοκτησίας. Κάθε αναπαραγωγή του έργου
γίνεται µόνο µε άδεια του πνευµατικού δηµιουργού του έργου. Η µετάδοση του έργου
από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθµό απαιτεί σύµβαση παροχής αδείας µόνο για τη
µετάδοση του έργου. Ο σταθµός έχει δικαίωµα να µεταδώσει το έργο µόνο µια φορά. Για
επαναλήψεις δεν απαιτείται άδεια, αλλά υποχρέωση του σταθµού προς καταβολή
πρόσθετης αµοιβής. Σε περίπτωση αναµετάδοσης από τρίτο ραδιοτηλεοπτικό σταθµό
χωρίς άδεια, ο δικαιούχος δικαιούται να αξιώσει παύση της προσβολής, παράλειψη της
προσβολής µε απειλή χρηµατικής ποινής και προσωπικής κράτησης και αποζηµίωση. 134
Αποτελεί µια από τις εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η συλλογική διαχείριση είναι
υποχρεωτική. Ο καλωδιακός οργανισµός όταν απλώς αναµεταδίδει συγχρόνως και χωρίς
µεταβολές την αρχική εκποµπή, δεν έχει το χρόνο για να βρει τον δικαιούχο και να κάνει
τις κατάλληλες διαπραγµατεύσεις για την κατάρτιση των σχετικών συµβάσεων. 135
Η εξουσία αυτή αποτελεί ειδική εκδήλωση του δικαιώµατος του δηµιουργού να θέσει
σε κυκλοφορία αντίτυπα του έργου του η Οδηγία 2001/19 (άρθρα 2, 3 παρ. 1 και 3, 4)
και ο νόµος 21121/1993 (άρθρο 3 παρ 1 στοιχ. η όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 81
παρ. 1 ν. 3057/2202) προβλέπει την εφαρµογή της ως άνω εξουσίας σε δύο περιπτώσεις:
1) για αντίτυπα που παρήχθησαν στο εξωτερικό χωρίς τη συναίνεση του δηµιουργού και
2) όταν πρόκειται για εισαγωγή από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, και µε την
προϋπόθεση ότι ο δηµιουργός είχε διατηρήσει συµβατικά το δικαίωµα εισαγωγής
αντιτύπων στην Ελλάδα.
Στην πρώτη περίπτωση, ως «εξωτερικό» νοούνται και τα κράτη-µέλη της Ε.Ε..
Πρόκειται για επιτρεπόµενο συµβατό περιορισµό (άρθρο 30 Συνθ. ΕΚ) της ελεύθερης
κυκλοφορίας των αγαθών και της απαγόρευσης επιβολής περιοριστικών µέτρων των
134
ΜονΠρΘεσ. 380/1993
135
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία και τεχνικές εξελίξεις, τιµητικός τόµος, «προσφορά στον Γ.
Μιχαηλίδη-Νουάρο, Τόµος Β΄1987, σελ. 81
εισαγωγών και µέτρων ισοδύναµου αποτελέσµατος για λόγους προστασίας της
βιοµηχανικής και εµπορικής ιδιοκτησίας, µέρος της οποίας είναι και η πνευµατική. Η
παραγωγή αντιτύπων στο εξωτερικό χωρίς τη συναίνεση του δηµιουργού είναι κατά
κανόνα παράνοµη. Την παρανοµία, την έχει διαπράξει εκείνος που παρήγαγε τα
αντίτυπα, ή ακόµα και εκείνος που τα έθεσε σε κυκλοφορία. Ο νόµος 2121/1993
ξεκαθαρίζει ότι παράνοµα ενεργεί και εκείνος που εισάγει τα παράνοµα αντίτυπα στην
Ελλάδα.
Στην δεύτερη περίπτωση, τα αντίτυπα µπορεί να έχουν παραχθεί νοµίµως στο
εξωτερικό αλλά χωρίς τη συναίνεση του δηµιουργού όταν συµβατικά το δικαίωµα
εισαγωγής αντιτύπων στην Ελλάδα είχε διατηρηθεί υπέρ του δηµιουργού, όταν υπήρχε
δηλαδή άδεια συµβατικά περιορισµένη (άρθρο 3 παρ.1 περ. θ). Αυτή η άδεια ανάγεται
στην δυνατότητα του δηµιουργού να δώσει τη συναίνεση του µε χωρικούς ή τοπικούς
περιορισµούς (άρθρο 15 παρ. 1 και 3) ανάγοντας τους περιορισµούς αυτούς σε
αντίστοιχες εξουσίες του δηµιουργού, µε εµπράγµατη ενέργεια (άρθρο 3 παρ. 1 περ. δ).
Συνεπώς, αν ο δηµιουργός επιτρέψει την αναπαραγωγή στο εξωτερικό και απαγορεύσει
την εισαγωγή αντιτύπων στην Ελλάδα, εκείνος που παραταύτα εισάγει τα αντίτυπα στην
Ελλάδα, προσβάλλει την πνευµατική ιδιοκτησία. Προκειµένου οι τοπικοί περιορισµοί
στην κυκλοφορία αντιτύπων να µην αποτελούν περιορισµούς στην ελεύθερη διακίνηση
προϊόντων που προβλέπεται από την Συνθήκη της Ρώµης (άρθρα 3 και 35) που ίδρυσε
την ΕΟΚ, ο νόµος διευκρίνισε ότι η συµβατική απαγόρευση της εισαγωγής νοµίµων
αντιτύπων δεν ισχύει όταν η εισαγωγή γίνεται από χώρα της Ε.Ε. Επίσης, η νοµολογία
του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου έκρινε ότι ο δικαιούχος, για να γίνει σεβαστή η ως άνω
αρχή της αρχής της ελεύθερης διακίνησης αγαθών, όταν συµβατικά διατηρεί το δικαίωµα
εισαγωγής αντιτύπων δεν µπορεί να απαγορεύσει την εισαγωγή των αντιτύπων, παρά
µόνο αν προέρχονται από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Κοινότητας. 136
136
∆ΕΚ 9-2-1982, Polydor c. Harlequin, Υπόθεση 270/82, Receuil 1982, σελ. 329 επ. Πρβλ. ∆ΕΚ 8-6-
1971 Deutsche Gramophon c. Metro, Υπόθεση 78/70, Receuil 1971 σελ. 487 επ
Η πνευµατική ιδιοκτησία στηρίζεται στην αρχή της προστασίας χωρίς διατυπώσεις και
αφορά τη µορφή και όχι την ιδέα πάνω στην οποία βασίζεται το έργο, και για αυτό το
λόγο δεν εµποδίζει τη τεχνική πρόοδο αλλά αντίθετα την προστατεύει και 137 ενθαρρύνει.
Τα πνευµατικά έργα εµπλουτίζουν το περιβάλλον του διαδικτύου. Ένα τεράστιο πλήθος
διακινούνται καθηµερινά στο διαδίκτυο, µεταξύ αυτών µεγάλος αριθµός έργων
πνευµατικής ιδιοκτησίας και το ζήτηµα της προστασίας των δικαιωµάτων των
δηµιουργών αποκτά καίρια σηµασία, εφόσον τα έργα αυτά παρουσιάζονται µε µεγάλη
ταχύτητα και σε απεριόριστο αριθµό ατόµων παγκοσµίως. Στο διαδίκτυο, λόγω της
φύσης του, η προστασία των δικαιωµάτων των δηµιουργών δεν είναι εύκολη πάντα λόγω
της αδυναµίας ελέγχου, τη δυσκολία διαπίστωσης της πηγής της προσβολής λόγω
ανωνυµίας που παρέχει το διαδίκτυο στους χρήστες καθώς επίσης λόγω ιδιαζόντων
νοµικών προβληµάτων όπως το ζήτηµα του εφαρµοστέου δικαίου, η εφαρµογή του
υπάρχοντος δικαίου στο ψηφιακό περιβάλλον και οι νέες µορφές χρήσης των έργων.
Στο διαδίκτυο το πρόβληµα για το δηµιουργό και τον καλλιτέχνη δεν είναι ο
αντισυµβαλλόµενος (δευτερογενής δικαιούχος) που εκµεταλλεύεται το έργο ή την
ερµηνεία, αλλά ο καταναλωτής που χρησιµοποιεί το έργο και τη συνεισφορά όλων των
δικαιούχων συγγενικών δικαιωµάτων µέσω των νέων τεχνολογιών. Ο καταναλωτής
µετατρέπεται σε διανοµέα του έργου, πέρα από τα κλασικά όρια, ενώ σε άλλες
περιπτώσεις γίνεται εν δυνάµει δηµιουργός, αφού µπορεί από αναγνώστης να γίνει
συγγραφέας και να ανεβάσει σε ιστοσελίδες και blogs το δικό του κείµενο συµβάλλοντας
στο δικτυακό διάλογο και τη δηµιουργική διαδικασία. Ο χρήστης και η συνεισφορά του
αποτελούν το κύριο περιεχόµενο που διανέµεται µέσω του διαδικτύου. Η τεχνολογική
ανάπτυξη δηµιούργησε νέες αγορές παράλληλα όµως έφερε σηµαντικές αλλαγές και νέα
προβλήµατα. 138
1/ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΗΛ. ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ
Το ζήτηµα της νοµικής προστασίας των προγραµµάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή έχει
θεµελιώδη σηµασία, καθόσον αυτά διαδραµατίζουν ένα πολύ σηµαντικό ρόλο στη
137
Α. ∆εσποτίδου, Οι περιουσιακές εξουσίες του δηµιουργού κατά το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 2121/1993, σε Μ.
Μαρίνου (επιµ), Κοινωνία των πληροφοριών και πνευµατική ιδιοκτησία, η ελληνική ρύθµιση, 2003, σελ
11 επ
138
∆. Καλλινίκου., Πνευµατική Ιδιοκτησία και Αστικό ∆ίκαιο, ΧρΙ∆ Ιανουάριος 2009, ∆ίκαιο και
Οικονοµία, Σάκκουλας 2009, σελ. 23
βιοµηχανική ανάπτυξη και στην οικονοµία των σύγχρονων κρατών. Η ανάπτυξη των
προγραµµάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή απαιτεί την επένδυση σηµαντικών
ανθρώπινων, τεχνικών και οικονοµικών µέσων, ενώ η αντιγραφή τους απαιτεί ελάχιστα
έξοδα και γίνεται σε σύντοµο χρόνο, αποτελεί δε για το λόγο αυτό ένα καίριο πρόβληµα
που χρήζει αντιµετώπισης. Τα προγράµµατα αυτά υπήρξαν στο παρελθόν αντικείµενο
έντονης διαµάχης όσον αφορά το πλαίσιο της προστασίας στο οποίο πρέπει να
ενταχθούν. Συγκεκριµένα, υποστηρίχθηκε ότι έπρεπε να τύχουν προστασίας είτε ως έργα
του λόγου, µε βάση δηλ. το δίκαιο της πνευµατικής ιδιοκτησίας, είτε ως εφευρέσεις, µε
139
βάση το δίκαιο της ευρεσιτεχνίας, είτε µε βάση ένα sui generis απόλυτο δικαίωµα.
Ωστόσο µετά την έκδοση της κοινοτικής Οδηγίας 91/250, για τη νοµική προστασία των
προγραµµάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, η συζήτηση για την προστασία τους
τερµατίσθηκε µε την επιλογή του δικαίου της πνευµατικής ιδιοκτησίας για την
προστασία των λογοτεχνικών και έργων κατά την έννοια της Σύµβασης της Βέρνης
(άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας). Το προπαρασκευαστικό υλικό σχεδιασµού του τους
περιλαµβάνεται στον όρο «προγράµµατα ηλεκτρονικών υπολογιστών». Εξάλλου, η
Συµφωνία TRIPS (άρθρο 10) προβλέπει ρητά ότι τα προγράµµατα ηλεκτρονικών
υπολογιστών χαίρουν της ίδιας προστασίας όπως τα λογοτεχνικά έργα. Στην Συνθήκη
WIPO (άρθρο 4) προβλέπει επίσης ότι αυτά τα προγράµµατα προστατεύονται όπως τα
λογοτεχνικά έργα κατά την έννοια του άρθρου 2 της διεθνούς Σύµβασης της Βέρνης.
Τόσο στην Οδηγία όσο και στο νόµο δεν δίνεται ακριβής ορισµός του προγράµµατος
ηλεκτρονικού υπολογιστή, αφήνοντας µε αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα προσαρµογής
στις καλπάζουσες εξελίξεις της τεχνολογίες. Ο ορισµός δόθηκε από τη νοµολογία: ο όρος
«πρόγραµµα ηλεκτρονικού υπολογιστή» σηµαίνει µια σειρά εντολών που έχουν σκοπό
να επιτρέψουν στην συσκευή επεξεργασίας πληροφοριών, δηλαδή στον ηλεκτρονικό
139
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2005, σελ. 61 επ., Θ.
Λιακόπουλου, Βιοµηχανική Ιδιοκτησία 200, σελ. 281επ., Ι. Ιγγλεζάκης, ∆ίκαιο της Πληροφορικής,
Β΄Εκδοση, Σάκκουλας 2008, σελ. 11., Μ. Μαρίνος, Λογισµικό. Νοµική προστασία και συµβάσεις (Ι),
1987, σελ.37 επ., Μ. Μαρίνος, ∆υνατότητες και όρια προστασίας των προγραµµάτων ηλεκτρονικών
υπολογιστών στην πνευµατική ιδιοκτησία, ΝοΒ 1998, σελ. 486, Ε. Καπνοπούλου, Το πρόγραµµα
ηλεκτρονικών υπολογιστών ως έργο λόγου, ΕπιστΕπ∆ΣΘ 1995, σελ. 131 επ., Θ. Κριθαρά, Η προστασία
των προγραµµάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών κατά το δίκαιο της πνευµατικής ιδιοκτησίας, Digesta
2004, σελ. 253 επ., Γ. Λασηθιωτάκη, Περί προστασίας προγραµµάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών,
ΕπιστΕΠ∆ΣΘ 1994, σελ. 181.
υπολογιστή, να εκτελέσει ή να πετύχει ορισµένες λειτουργίες ή ορισµένα αποτελέσµατα.
140
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το λογισµικό αποτελεί «εργαλείο» και όχι έργο. Όλων
ανεξαιρέτως των έργων που καλύπτονται από το σύστηµα προστασίας της πνευµατικής
ιδιοκτησίας, ο σκοπός τους εκπληρώνεται µε τη χρήση τους «ως έχουν», αυτή η χρήση
εκπληρώνει τον σκοπό του χρήστη τους. Για παράδειγµα, ένα βιβλίο διαβάζεται, ένας
πίνακας ζωγραφικής παρατηρείται κλπ. Αντιθέτως, το λογισµικό χρησιµοποιείται µεν
«ως έχει», αλλά όµως ως εργαλείο για την επίτευξη άλλου σκοπού: για παράδειγµα, ένας
κειµενογράφος χρησιµοποιείται για να γραφούν κείµενα, ένα πρόγραµµα δικτύου για να
µοιράζονται πληροφορίες περισσότεροι, ένας διακοµιστής αλληλογραφίας για να
ανταλλαγούν µηνύµατα ηλεκτρονικού ταχυδροµείου κλπ. Κατ’ αυτήν την έννοια, ο
δηµιουργός (προγραµµατιστής) δεν αποσκοπεί στη δηµιουργία ενός έργου (όπως οι
υπόλοιποι δηµιουργοί) αλλά στη δηµιουργία ενός χρήσιµου εργαλείου για τη ταχύτερη ή
αποτελεσµατικότερη ολοκλήρωση µιας άλλης εργασίας. 141
Απαραίτητη προϋπόθεση η οποία ισχύει για όλα τα πνευµατικά έργα, είναι η
πρωτοτυπία του προγράµµατος που του επιτρέπει να διακρίνεται λόγω της ατοµικότητας
και του δηµιουργικού ύφους από τα υπόλοιπα προγράµµατα. Κατά τη νοµολογία, πρέπει
να παρουσιάζει µια ιδιαίτερη ατοµικότητα και να χαρακτηρίζεται από µια προσωπική
142
πνευµατική συµβολή. ∆ηλαδή ένας τρίτος δεν θα ήταν σε θέση να δηµιουργήσει
παράλληλα το ίδιο πρόγραµµα. 143 Αυτή η ατοµική ιδιοµορφία του έργου κρίνεται µε το
µέτρο της στατιστικής µοναδικότητας του δηµιουργήµατος. 144 Ο νόµος 2121/93 (άρθρο
2 παρ. 3) ορίζει ότι «ένα πρόγραµµα ηλεκτρονικού υπολογιστή θεωρείται πρωτότυπο
εφόσον είναι προσωπικό πνευµατικό δηµιούργηµα του δηµιουργού του». Επίσης η
Οδηγία 91/250 (άρθρο 1 παρ. 3) δίνει έναν ορισµό πρωτοτυπίας όσο αφορά το
πρόγραµµα ηλεκτρονικών υπολογιστών, προβλέποντας ότι προστατεύεται εφόσον είναι
140
ΠολΠρωτΘεσ. 18201/1998, Ελλ∆νη 1999 σελ 458-460
141
Ε. Παπακωνσταντίνου, Νοµικά θέµατα πληροφορικής. Προστασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα,
Έννοµη προστασία λογισµικού-ηλεκτρονικό εµπόριο, Σάκκουλας 2006, σελ 202
142
Θ. Λιακόπουλος, Προστασία προγράµµατος ηλεκτρονικού υπολογιστή εις ζητήµατα εµπορικού δικαίου,
1985, σελ. 88, Ι. Καράκωστας, Το δίκαιο του Internet, ΝοΒ 1998, σελ. 172, Λ. Κοτσίρης , ∆ίκαιο
πνευµατικής ιδιοκτησίας , Σάκκουλας 1999, σελ. 66, ΕφΑθ 2949/2003 ΠοινΧρ 2004, σελ. 836-841, ΜΠΑθ
13760/1988, Ελλ∆νη 1989, σελ. 371, ΜΠΘεσ. 1571/1989, Αρµ. 1990, σελ. 642
143
ΜονΠρωτΚατ 881/2006 ΕπισκΕ∆ 2006 σελ. 593-598 µε παρατηρήσεις Ι. Ιγγλεζάκης
144
ΠολΠρωτΑθ 2186/2006, ∆ΕΕ 2006 σελ. 1020-1023
πρωτότυπο µε την έννοια ότι «είναι αποτέλεσµα προσωπικής πνευµατικής εργασίας του
δηµιουργού του» συµπληρώνοντας ότι η παροχή προστασίας δεν εξαρτάται από την
εφαρµογή κανενός άλλου κριτηρίου. ∆εν απαιτούνται, µε αυτό τον τρόπο, αυστηρά
κριτήρια για την αναγνώρισης της πρωτοτυπίας. Προστατεύεται, όπως σε όλα τα
υπόλοιπα έργα, η µορφή και όχι η ιδέα. Ως εκ τούτου προστατεύεται ο πηγαίος κώδικας
του προγράµµατος (εφόσον παρουσιάζει επαρκή πρωτοτυπία), όχι όµως και τα
προγράµµατα (διασύνδεσης) που εξασφαλίζουν τη διασύνδεση και την επικοινωνία του
τελευταίου µε άλλο πρόγραµµα, µε hardware, ή µε τους χρήστες, αλλά ούτε οι ιδέες και
οι αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο (άρθρα 2 παρ.3 εδ. γ και 42
παρ. 4 ν. 2121/1993). 145
145
Θ. Σιδηρόπουλος, Το δίκαιο του διαδικτύου, Σάκκουλας 2008,σελ. 304
146
Άρθρο 3 παρ. 1 στοιχείο α, ν. 2121/1993
λογισµικού. Χρειάζεται συχνά προσωρινή ή ενδιάµεση αναπαραγωγή προγράµµατος
υπολογιστή, προκειµένου να λειτουργήσει. Για την περίπτωση αυτή πρέπει να
διακρίνουµε: σύµφωνα µε το νόµο «χρειάζεται άδεια του δηµιουργού η αναπαραγωγή
που είναι αναγκαία για τη φόρτωση, την εµφάνιση στη οθόνη, την εκτέλεση, την
µεταβίβαση ή την αποθήκευση του προγράµµατος ηλεκτρονικού υπολογιστή». 147
147
Άρθρο 42 παρ.2, ν. 2121/1993
148
Βλ. Χ. Μυλωνόπουλος, Η ποινική προστασία του λογισµικού κατά το ελληνικό δίκαιο, Ποιν.Χ 1988,
σελ. 3
Εποµένως, απαγορεύεται η αναπαραγωγή λογισµικού για οποιοδήποτε άλλο λόγο,
ακόµα κι αν συµπεριλαµβάνεται στους περιορισµούς που προβλέπει ο νόµος 2121/1993
(άρθρο 18) για τα περιουσιακά δικαιώµατα του δηµιουργού (πχ. αναπαραγωγή για
ιδιωτική χρήση, για εκπαιδευτικούς σκοπούς κλπ), εκτός από την περίπτωση της τήρησης
ενός εφεδρικού αντιγράφου στο βαθµό που είναι απαραίτητο για τη χρήση του (άρθρο 42
παρ. 3 ν. 2121/1993).
Αντίθετα γίνεται δεκτό ότι η φόρτωση ενός προγράµµατος Η/Υ µπορεί να θεωρηθεί ως
αναπαραγωγή, διότι προϋποθέτει την προσωρινή αναπαραγωγή και πιο συγκεκριµένα,
την αντιγραφή του προγράµµατος στην µνήµη εργασίας (µνήµη RAM), πράγµα που
σηµαίνει ότι οι άδειες εκµετάλλευσης µε τις οποίες επιτρέπεται η ροή ενός
προγράµµατος σε ένα συγκεκριµένο Η/Υ, σε µία θέση εργασίας. Η αναπαραγωγή,
εναποθήκευση του προγράµµατος σε δίσκο, σε CD-ROM ή σε δισκέτες χωρίς την άδεια
του δικαιούχου αποτελεί προσβολή του δικαιώµατος πνευµατικής ιδιοκτησίας του
149
ΠολΠρωταθ 9456/1995 ΕΕµπ∆ 1996, σελ. 620-624 µα παρατηρήσεις Χ. Σαουνάτσου.
150
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 141
151
Κ. Παµπούκης, Το δίκαιο της βιοµηχανικής και πνευµατικής ιδιοκτησίας στην πράξη, Σάκκουλας
1996, σελ. 148
152
Μ. Μαρίνος, Λογισµικό-νοµική προστασία και συµβάσεις, Σάκκουλας 1989, σελ. 44
153
Θ. Σιδηρόπουλος, Το δίκαιο του διαδικτύου, Σάκκουλας 2008, σελ. 306
τελευταίου. Η παράνοµη αναπαραγωγή αφορά είτε το χρήστη, ο οποίος έχει αποθηκεύσει
στον Η/Υ αντίγραφο του προγράµµατος χωρίς τη σχετική άδεια, είτε τον έµπορο που
προµηθεύει στον αγοραστή Η/Υ φορτωµένο µε παράνοµα προγράµµατα.154
Υποστηρίζεται στη θεωρία ότι η εκτέλεση ενός προγράµµατος δεν πρέπει να θεωρείται
αναπαραγωγή (αν και τεχνικά η εκτέλεση του προγράµµατος είναι δυνατό να συνιστά
τέτοια πράξη) και αυτό διότι µε την εκτέλεση του προγράµµατος επιτελείται η κατά
προορισµό χρήση του, όπως συµβαίνει και µε την ανάγνωση ενός βιβλίου, και άρα θα
πρέπει η εν λόγω πράξη να θεωρείται ουδέτερη από πλευράς πνευµατικής ιδιοκτησίας.
155
Στην Οδηγία ορίζεται ότι η εκτέλεση ενός προγράµµατος συνιστά αναπαραγωγή
καθώς και στην θεωρία, µερικώς, υποστηρίζεται και αυτή η άποψη. 156
Σύµφωνα µε την αρχή της κοινοτικής ανάλωσης (εξάντληση) του δικαιώµατος
διανοµής, η πρώτη πώληση αντιγράφων ενός προγράµµατος στην Κοινότητα, από τον
δηµιουργό ή µε την συγκατάθεση του, εξαντλεί το δικαίωµα διανοµής του αντιτύπου
µέσα στην Κοινότητα µε εξαίρεση του δικαιώµατος ελέγχου των µεταγενέστερων
εκµισθώσεων του προγράµµατος ή αντιγράφου του (άρθρο 4 παρ. γ οδηγίας 91/250 και
άρθρο 41 ν. 2121/93 όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 81 παρ. 13 στοιχ. βν 3057/2002).
Όσο αφορά τη ραδιοτηλεοπτική µετάδοση και τη δηµόσια εκτέλεση του προγράµµατος
και οι δύο είναι δύσκολα νοητές. Αντιθέτως, η παρουσίαση στο κοινό µέσω internet είναι
δυνατή. 157
2/ ΒΑΣΕΙΣ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ
Με τον όρο «βάση δεδοµένων» νοείται η συλλογή έργων, δεδοµένων ή άλλων
ανεξάρτητων στοιχείων που διατίθενται κατά συστηµατικό ή µεθοδικό τρόπο και είναι
ατοµικώς προσιτά µε ηλεκτρονικά ή άλλα µέσα (άρθρο2 παρ. 2 Α εδ γ ν.2819/2000). 158
Ως εκ τούτου στον ως άνω ορισµό συµπεριλαµβάνονται τόσο οι συµβατικές (πχ.
τηλεφωνικός κατάλογος του ΟΤΕ), όσο και οι ηλεκτρονικές on line και off line (πχ. CD-
154
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 75
155
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 72-73
156
Ι. Ιγγλεζάκης, ∆ίκαιο της Πληροφορικής, Σάκκουλας 2008., σελ. 29
157
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 76
158
Προβλ. Κ. Βασιλάκη-Μπουγιούκα, Η προστασία των βάσεων δεδοµένων στο κοινοτικό δίκαιο,
ΕΕΕυρ∆ 1996, σελ. 726, Ι.Σχινά, Η βάση δεδοµένων ως αντικείµενο πνευµατικής ιδιοκτησίας, Ελλ∆νη
1996, σελ. 1216
159
ROM) βάσεις δεδοµένων). Η ύπαρξη περιεχοµένου («σώµα») που δοµείται βάσει
συγκεκριµένης οργάνωσης («δοµή ή σκελετός») και η χρήση ενός προγράµµατος
ηλεκτρονικού υπολογιστή («εγκέφαλος») που επιτρέπει την πλοήγηση στο σύνολο των
ψηφιακών περιεχοµένων, αποτελούν στοιχειώδη χαρακτηριστικά των βάσεων
δεδοµένων.
Η προστασία τους είναι διττή. Από τη µια µεριά στηρίζεται στις γενικές διατάξεις περί
προστασίας της πνευµατικής ιδιοκτησίας όταν το έργο παρουσιάζει επαρκή πρωτοτυπία
βάσει της επιλογής ή της διευθέτησης του περιεχοµένου τους (άρθρο 2 παρ. 2 Α εδ. α
160
ν.2121/1993, το οποίο προστέθηκε µε το άρθρο 7 παρ. 1 ν. 2819/2000) και από την
άλλη βασίζεται σε ένα ειδικό δικαίωµα προστασίας της οικονοµικής επένδυσης του
κατασκευαστή τους (sui generis δικαίωµα) (άρθρο 45 Α παρ. 3 ν.2121/1993, το οποίο
προστέθηκε µε το άρθρο 7 παρ. 5 ν. 2819/2000.).
159
Μ. Μαρίνος, Νοµική προστασία βάσεων δεδοµένων, το ιδια159 ΠολΠρωταθ 9456/1995 ΕΕµπ∆ 1996,
σελ. 620-624 µε παρατηρήσεις Χ. Σαουνάτσου.
159
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 141
159
Κ. Παµπούκης, Το δίκαιο της βιοµηχανικής και πνευµατικής ιδιοκτησίας στην πράξη, Σάκκουλας
1996, σελ. 148
159
Μ. Μαρίνος, Λογισµικό-νοµική προστασία και συµβάσεις, Σάκκουλας 1989, σελ. 44
159
Θ. Σιδηρόπουλος, Το δίκαιο του διαδικτύου, Σάκκουλας 2008, σελ. 306
159
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 75
ίτερο (sui generis) δικαίωµα της Οδηγίας 96/9/ ΕΟΚ , ∆ΕΕ 1997, σελ. 128, Μ. Μαρίνος, Παραχώριση
χρήσης βάσεων δεδοµένων, ΕΕµπ∆ 1998, σελ. 16
παρέχοντας του το δικαίωµα να απαγορεύει την εξαγωγή και επαναχρησιµοποίηση του
συνόλου ή του ουσιώδους µέρους του περιεχοµένου της (άρθρο 45Α παρ. 1 και 2 ν.
2121/1993) που κρίνεται όχι µόνο µε ποσοτικά αλλά και µε ποιοτικά κριτήρια. 161
Προστατεύεται η δοµή των βάσεων δεδοµένων, του λογισµικού δηλαδή που επιτρέπει
την πρόσβαση στο περιεχόµενο της βάσης και όχι το περιεχόµενο της µε το άρθρο 2 παρ.
2α εδ. β ν. 2121/1993) ενώ το περιεχόµενο προστατεύεται µε βάση την προστασία του
πνευµατικού δικαιώµατος του δηµιουργού πνευµατικών έργων σε ψηφιακή µορφή.
Με το άρθρο 81 παρ. 13Α του ν. 3057/02 που τροποποίησε το άρθρο 3 του ν. 2121/93,
προστέθηκε η παράγραφος 4 που ορίζει ότι η αναπαραγωγή ηλεκτρονικής βάσης
δεδοµένων για ιδιωτικούς σκοπούς δεν επιτρέπεται.
3/ ΠΟΛΥΜΕΣΑ
Τα πολυµέσα αποτελούν ένα σύνθετο προϊόν µε στοιχεία περισσότερων έργων ή
δεδοµένων που µετά από κατάλληλη ψηφιακή επεξεργασία εµπεριέχεται σε συµπαγή
δίσκο CD-ROM ή CD ενδεχοµένως σε άλλο συναφή υλικό φορέα και δίνει τη
δυνατότητα στον χρήστη µέσω µηχανικών συσκευών (πχ. ηλεκτρονικού υπολογιστή) να
συµβουλευτεί τα έργα ή τα δεδοµένα και ακόµη να τα τροποποιήσει. Η τεχνική αυτή, η
οποία συνδυάζει την ψηφιακή επεξεργασία και τη διαλειτουργικότητα οδηγεί στη
δηµιουργία των λεγόµενων έργων πολυµέσων (oeuvre multimédia ή multimedia work).
Τα ηλεκτρονικά λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, οι ηλεκτρονικοί
τρόποι εκµάθησης ξένων γλωσσών, τα CD ή DVD µε πολιτιστικό περιεχόµενο, οι
ιστοχώροι, οι ηλεκτρονικοί κατάλογοι πώλησης κ.α. αποτελούν τις πιο συνηθισµένες
µορφές πολυµέσων. ∆ηλαδή σε ένα πολυµέσο µπορεί να συγκεντρώνονται, εικόνες, ήχοι
και κείµενα και η δυνατότητα ηλεκτρονικής διαδραστικής πρόσβασης και χρήσης µε τη
160
Ε. Συνοδινού, Η νοµική προστασία των βάσεων δεδοµένων, 2004, σελ. 332, προβλ. ΜΠΑθ 1406/1995,
∆ΕΕ 1995 σελ. 963, ΜΠΑθ 1476/1995, Ελλ∆νη 19987, σελ. 220
161
Βλ. άρθρο 45 Α παρ. 1 ν. 2121/1994, πρβλ. Γ. Κουµάντος, Βάσεις δεδοµένων και κοινοτικές οδηγίες,
ΝοΒ 2002, σελ. 33
µορφή αλληλεπίδρασης του χρήστη µε το ψηφιακό περιεχόµενο, να πραγµατοποιείται
χάρη στη χρήση ενός προγράµµατος ηλεκτρονικού υπολογιστή. 162
∆εδοµένης της φύσης τους, τίθεται το ερώτηµα αν µπορούν να προσαρµοσθούν στη
γενική έννοια του έργου. Τα έργα πολυµέσων δηµιουργούνται από περισσότερα
πρόσωπα και ανάλογα µε τη διεργασία δηµιουργίας από άποψη υποκειµένου µπορούν να
υπαχθούν στην κατηγορία των έργων συνεργασίας, συλλογικών ή σύνθετων στο µέτρο
που τα συστατικά τους στοιχεία αποτελούνται από προϋπάρχοντα έργα. Μπορούν να
υπαχθούν ευκολότερα στην έννοια του σύνθετου έργου ως απαρτιζόµενο από τµήµατα
163
που έχουν δηµιουργηθεί χωριστά. Με τον όρο «πολυµέσα» χαρακτηρίζονται
προϊόντα που σχετίζονται µε την πληροφορική, τις επικοινωνίες, την εκδοτική
δραστηριότητα, και την οπτικοακουστική βιοµηχανία.
Έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις ως προς τον χαρακτηρισµό των πολυµέσων
ως έργα. 164 Υποστηρίχθηκε ότι τα πολυµέσα είναι οπτικοακουστικά έργα διότι η εικόνα
και ο ήχος αποτελούν τρόπο έκφρασης του περιεχοµένου τους και εµφανίζουν κοινά
χαρακτηριστικά µε τα οπτικοακουστικά έργα. Στην ελληνική έννοµη τάξη δεν υπάρχει
νοµοθετικός ορισµός των οπτικοακουστικών έργων, γι’ αυτό τα χαρακτηριστικά τους
αποδίδονται από την επιστηµονική θεωρία. Ως οπτικοακουστικό έργο νοείται µια σειρά
από συνδεδεµένες εικόνες µε ή χωρίς ήχο που όταν παρουσιάζονται δίνουν την εντύπωση
της κίνησης. Όµως, η ύπαρξη της σειράς ή της αλληλουχίας των εικόνων εµφανίζεται
ασυµβίβαστη µε τη διαδραστικότητα, η οποία αποτελεί το ποιοτικό εκείνο
χαρακτηριστικό που αποδίδει ιδιαιτερότητα στα έργα πολυµέσων. Η δυνατότητα
διαλόγου και αλληλεπίδρασης του έργου µε τον χρήστη, (µπορεί να συµβουλευτεί τα
έργα και τα δεδοµένα, να τα αποθηκεύσει, να τα τροποποιήσει ή να διευθετήσει το
περιεχόµενο τους), ο οποίος δεν είναι απλός δέκτης ή θεατής αλλά και ποµπός
πληροφοριών που καθορίζουν το περιεχόµενο του έργου µε το οποίο επικοινωνεί,
καθιστά αδύνατη την ύπαρξη µιας προκαθορισµένης σειράς εικόνων, τουλάχιστον
αυστηρά εκ των προτέρων προσδιορισµένης και για αυτό το λόγο δεν µπορούν να
162
A. Lucas, Droit de l’informatique et de l’internet, PUF 2001, σελ. 381, P-Y. Gautier, Propriété littéraire
et artistique, PUF 1991, σελ. 205
163
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 98-99
164
∆. Αναγνωστοπούλου, Προβλήµατα δικαίου πνευµατικής ιδιοκτησίας από τη χρήση πολυµέσων στην
κοινωνία των πληροφοριών, ΕΕΕυρ∆ 1996, σελ. 993 επ.
165
ενταχθούν στην κατηγορία των οπτικοακουστικών έργων. Είχε εκφραστεί ακόµη η
άποψη ότι το καθεστώς προστασίας των προγραµµάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών
πρέπει να εφαρµόζεται στα πολυµέσα διότι το λογισµικό δεν αποτελεί απλά µέρος του
συνόλου «πολυµέσο» αλλά το πρωτεύον συστατικό αυτού του συνόλου και το καθεστώς
προστασίας του θα µπορούσε να καλύψει και τα λοιπά µη κύρια συστατικά του
πολυµέσου. 166 Η άποψη αυτή δεν θα µπορούσε να γίνει δεκτή διότι δεν λαµβάνει υπόψη
την σύνθετη φύση των πολυµέσων τα οποία ναι µεν λειτουργούν χάρη στην ύπαρξη
προγραµµάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά δεν αναλίσκονται σε αυτά, δεδοµένου
ότι περιλαµβάνουν πολλαπλά άλλα στοιχεία που χρήζουν προστασίας. 167
Τα πολυµέσα µπορούν όµως να ενταχθούν στις βάσεις δεδοµένων ακολουθώντας τον
ευρύ ορισµό της βάσης δεδοµένων της Οδηγίας 96/9 (όπως ενσωµατώθηκε στο ελληνικό
δίκαιο µε το άρθρο 7 ν. 2819/2000) για τις βάσεις δεδοµένων που περιλαµβάνει «τη
συλλογή έργων, δεδοµένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων διευθετηµένων κατά
συστηµατικό ή µεθοδικό τρόπο και ατοµικώς προσιτό µε ηλεκτρονικά µέσα ή κατ’ άλλον
τρόπο», (άρθρο 2 της Οδηγίας). Ωστόσο, ενώ η προϋπόθεση ύπαρξης συστήµατος ή
µεθόδου για την οργάνωση των στοιχείων δεν δηµιουργεί πρόβληµα για την ένταξη των
πολυµέσων στην κατηγορία των βάσεων δεδοµένων, η προϋπόθεση της «δυνατότητας
ατοµικής πρόσβασης» σε συνδυασµό µε την απαίτηση της «ανεξαρτησίας των στοιχείων
της βάσης» εµποδίζουν την υπαγωγή στο καθεστώς προστασίας των βάσεων δεδοµένων
αναφορικά µε εκείνα τα πολυµέσα στα οποία υπάρχει ένα αυστηρά προκαθορισµένα
σφικτό σενάριο, από το οποίο προκύπτει µια αλληλουχία εικόνων ανάλογη της
168
κινηµατογραφικής ταινίας. Ο χαρακτηρισµός ως βάση δεδοµένων αποκλείεται αν ο
βαθµός ενσωµάτωσης και αλληλεξάρτησης των επιµέρους στοιχείων είναι τόσο ισχυρός
ώστε να αποκλείει την σκοπιµότητα και δυνατότητας ατοµικής πρόσβασης. Τα πολυµέσα
µπορούν να διακριθούν σ’ αυτά στα οποία µπορεί να υπάρχει ταυτόχρονη ατοµική
165
Τ.Συνοδινού, Η εικόνα στο δίκαιο, Σάκκουλας 2007, σελ. 165
166
H. Pasgrimaud, La qualification juridique de la création multimédia: termes er arrière-pensées d’un
vrai-faux débat ? Gaz. Pal. 1995, σελ. 1140 επ., Strowel A.- Derclaye E., Droit d’auteur et numérique,
logiciels, bases de données, multimédia, Bryullant, Bruxelles 2001,.σελ. 413
167
Ν. Mallet-Poujol, La création multimédia et le droit, Litec 2003, σελ. 421 επ., A. Lucas, Droit de
l’informatique et de l’internet, PUF 2001, σελ. 611
168
A. Weber, Les oeuvres multimédia relèvent-elles du régime des bases de données ?, Legicom 1995,
σελ.18, V. Raynel, Multimédia, logiciel, base de données ou audiovisuel ? Expertises 1996, σελ. 395
πρόσβαση και «συνδυαστική» πρόσβαση στα επιµέρους στοιχεία τους ανάλογα µε την
επιλογή του χρήστη (πχ. πολυµέσα που προσοµοιάζουν µε εγκυκλοπαίδειες) και σε αυτά
στα οποία δεν µπορεί να υπάρχει πρόσβαση ατοµικά σε επιµέρους στοιχεία εξαιτίας του
αυξηµένου αριθµού ενσωµάτωσης και αλληλεξάρτησης των στοιχείων αυτών (πχ.
πολυµέσα που προσοµοιάζουν µε κινηµατογραφικά έργα). Ενώ στην πρώτη κατηγορία ο
χαρακτηρισµός του πολυµέσου ως βάση δεδοµένων θα είναι υπό προϋποθέσεις δυνατός,
στη δεύτερη αποκλείεται. 169
Κατά άλλους, η ύπαρξη διαφοροποιήσεων µεταξύ των προϊόντων και υπηρεσιών
πολυµέσων εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων τους και των διαφορετικών σκοπών τους
οποίους εξυπηρετούν, δικαιολογεί την αναφορά στον όρο «πολυµέσα» ως ένα
τεχνολογικό φαινόµενο παρά ως ένα προϊόν ή χωριστό καλλιτεχνικό είδος που
παρουσιάζει συγκεκριµένες λειτουργίες και χαρακτηριστικά τα οποία παρουσιάζουν
κάποια σταθερότητα.170 Η αγορά των πολυµέσων αφορά µια ποικιλία από πολλά
διαφορετικά προϊόντα έτσι ώστε δεν υπάρχει ένα αλλά πολλά διαφορετικά προϊόντα
πολυµέσων. 171 Επίσης, έχει υποστηριχθεί ότι ο όρος «µέσο» αν εκληφθεί όχι ως κοινός
φορέας αλλά ως τρόπος έκφρασης, τότε υπάρχει σύνθεση περισσοτέρων τρόπων ή µέσων
έκφρασης και άρα περισσότερα «µέσα». Ίσως, δεδοµένων όλων των παραπάνω, δεν είναι
δυνατό να συναχθούν γενικά συµπεράσµατα τα οποία θα µπορούσαν να εφαρµοσθούν σε
όλες τις κατηγορίες της ανοµοιογενούς οικογένειας των πολυµέσων. Η µέθοδος της
υπαγωγής των έργων πολυµέσων σε κάποιες από τις γνωστές κατηγορίες έργων δεν
προσφέρει δικαιική ασφάλεια και σταθερότητα, δεδοµένου ότι η ποικιλοµορφία των
διαφορετικών πολυµέσων δεν επιτρέπει εξ’ ορισµού την υπαγωγή τους, αλλά αυτή θα
172
εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του έργου σε κάθε περίπτωση. Η
ανταλλαγή µουσικών έργων ή άλλων αρχείων χωρίς την άδεια των δικαιούχων µέσω
συστηµάτων peer to peer αποτελεί ένα σύγχρονο φαινόµενο στο χώρο του διαδικτύου.
169
Ι. Stamatoudi Ι., Copyright and multimedia works, a comparative analysis, Cambridge University Press
2002, σελ 97-103
170
J.C. Galloux, Objet du droit d’auteur, œuvres protégées, œuvre audiovisuelle, Juris-Classeur, Propriété
littéraire et artistique, fasc. 1440, 1994 σελ. 17
171
Ι. Stamatoudi, Copyright and multimedia works, a comparative analysis, Cambridge University Press
2002, σελ. 16-17, Ε. Σταµατούδη, Η προστασία των πολυµέσων ως λογισµικών, βάσεων δεδοµένων ή
οπτικοακουστικών έργων, ΧρΙ∆ 2001, σελ. 785 επ
172
Τ. Συνοδινού, Η εικόνα στο δίκαιο, Σάκκουλας 2007, σελ. 169 επ.
4/ ΙΣΤΟΣΕΛΙ∆ΕΣ
Υποστηρίζεται ότι η ιστοσελίδα µπορεί να προστατευθεί εν γένει ως έργο, µε την
έννοια της πνευµατικής ιδιοκτησίας, παρόλο που δεν εµπίπτει σε καµία από τις
173
αναφερόµενες στο άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2121/93 ενδεικτικές κατηγορίες έργων. Οι
ιστοσελίδες όµως λόγω της δοµής τους, δεν παρουσιάζουν οµοιογένεια τέτοια που να τις
κάνει να ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα πνευµατικά έργα, αλλά ωστόσο διαφοροποιούνται
174
ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά τους. Συγκεκριµένα, πρέπει να διακριθούν τα
έργα που εµπεριέχονται στην ιστοσελίδα, όπως είναι για παράδειγµα, το κείµενο που
εµπεριέχεται στην ιστοσελίδα, που µπορεί να προστατευθεί ως πνευµατικό δηµιούργηµα
λόγου εφόσον παρουσιάζει πρωτοτυπία, όπως είναι επίσης, για παράδειγµα,
φωτογραφίες, µουσική, βίντεο, διαγράµµατα, κλπ. Τα παραπάνω τµήµατα
προστατεύονται αυτόνοµα υπό την προϋπόθεση της πρωτοτυπίας.175 Έχει διατυπωθεί η
άποψη ότι η προστασία των ιστοσελίδων στο διαδίκτυο δεν πρέπει να συγχέεται µε την
176
τυχόν αυτοδύναµη προστασία των συστατικών της. Η ιστοσελίδα ως συνολικό έργο
δύναται να προστατευθεί, κατά πρώτον, όσο αφορά τη διαµόρφωση της ως εικαστικό
έργο ή έργο εφαρµοσµένων τεχνών ή κατά δεύτερο, ως συλλεκτικό έργο εφόσον υπάρχει
η απαιτούµενη πρωτοτυπία λαµβανοµένης υπόψη τη συνολική παρουσίαση στο
διαδίκτυο, ήτοι ο ιστοχώρος ως σύνολο ιστοσελίδων. Επίσης, η ιστοσελίδα µπορεί να
θεωρηθεί και έργο πολυµέσων, δηλαδή ένα σύνθετο προϊόν µε στοιχεία περισσότερων
έργων ή δεδοµένων, τα οποία παρέχουν στους χρήστες τους τη δυνατότητα διάδρασης µε
το περιεχόµενο τους, µε τη βοήθεια ενός λογισµικού. Ακόµα οι ιστοσελίδες θα
µπορούσαν να θεωρηθούν ως βάσεις δεδοµένων, εφόσον διαθέτουν λειτουργίες
αναζήτησης δεδοµένων και συγκεκριµένη δοµή και να εφαρµοσθούν οι αντίστοιχες
διατάξεις. 177
Πέρα από το δίκαιο πνευµατικής ιδιοκτησία, η ιστοσελίδα θα µπορούσε να
προστατευθεί ως βιοµηχανικό σχέδιο ή υπόδειγµα, ως διακριτικό γνώρισµα (άρθρο 13 ν.
173
Μ. Μαρίνος Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2004, σελ. 105-106, ∆. Καλλινίκου, Πνευµατική
ιδιοκτησία και Internet,. Σάκκουλας 2001 σελ. 4, Ι. Καράκωστας, ∆ίκαιο και Internet, Σάκκουλας 2003,
σελ. 109
174
Β. Τουντόπουλος, Η νοµική προστασία των ιστοσελίδων στο διαδίκτυο, ΕπισκΕ∆ 2006, σελ. 358 επ.
175
Ι. Ιγγλεζάκης, ∆ίκαιο της πληροφορικής, Σάκκουλας 2008, σελ. 72
176
Β. Τουντόπουλος, Η νοµική προστασία των ιστοσελίδων στο διαδίκτυο, ΕπισκΕ∆ 2006, σελ. 361
177
Ι. Ιγγλεζάκης, ∆ίκαιο της πληροφορικής, Σάκκουλας 2008, σελ. 74
146/1914) υπό την προϋπόθεση της καθιέρωσης της στις συναλλαγές ή µε βάση τη ρήτρα
του άρθρου 1 ν. 146/1914, εφόσον η προσβολή της αποτελεί πράξη αθέµιτου
ανταγωνισµού. 178
Η νοµολογία δέχθηκε ότι υπάρχει προσβολή του δικαιώµατος αναπαραγωγής, καθώς
και παρουσίασης στο κοινό, σε περίπτωση δηµόσιας µετάδοσης µέσω διαδικτύου και on
line επικοινωνίας µουσικών έργων χωρίς άδεια του δικαιούχου, από ραδιοφωνικό σταθµό
που είχε συνάψει σύµβαση ραδιοφωνικής µετάδοσης µε τον οργανισµό συλλογικής
διαχείρισης, αλλά για µετάδοση αποκλειστικά και µόνο µέσω ραδιοφώνου και στις
συχνότητες της εκποµπής του συγκεκριµένου σταθµού. Ο καθού η αίτηση ραδιοφωνικός
σταθµός είχε αναρτήσει ιστοσελίδες (sites) στο διαδίκτυο και µε τη χρήση ειδικού
διακοµιστή ηλεκτρονικού υπολογιστή που διέθετε το ανάλογο λογισµικό, προέβαινε
αφενός σε ενέργειες εισαγωγής και επεξεργασίας σηµάτων ραδιοφωνικού σταθµού στο
διαδίκτυο και αφετέρου σε αποθήκευση των µουσικών έργων στη µνήµη του
υπολογιστή, ενώ στη συνέχεια τα σήµατα και τα µουσικά έργα µε τη διαµεσολάβηση
παροχέα τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και κατ’ εντολή του ραδιοφωνικού σταθµού
µεταφέρονταν στο διαδίκτυο. Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ως προς το αίτηµα
της παράλειψης των πράξεων εγγραφής, αναπαραγωγής, παρουσίασης στο κοινό,
δηµόσιας εκτέλεσης και αναµετάδοσης διαµέσου του διαδικτύου και των ιστοσελίδων
που ο καθού ραδιοφωνικός είχε εγκαταστήσει στη συγκεκριµένη ηλεκτρονική
διεύθυνση.179
178
Ι. Ιγγλεζάκης, ∆ίκαιο της πληροφορικής, Σάκκουλας 2008, σελ. 74, Β. Τουντόπουλος, Η νοµική
προστασία των ιστοσελίδων στο διαδίκτυο, ΕπισκΕ∆ 2006, σελ. 370 επ.
179
ΜονΠρωτΑθ 3413/2002 ΧρΙ∆ 2003 σελ. 652-654
180
ΜΠρΑθ 32992/1997, ΕΕµπ∆ 1999, σελ. 409, Το περιουσιακό δικαίωµα του δηµιουργού µπορεί να
µεταβιβασθεί ελεύθερα µεταξύ ζώντων µε έγγραφη συµφωνία.
σύναψης συµβάσεων ή παραχώρησης αδειών εκµετάλλευσης.181 Επίσης, το ηθικό όντας
ανεξάρτητο από το περιουσιακό παραµένει στον δηµιουργό ακόµη και µετά τη
µεταβίβαση του τελευταίου.
Ο δηµιουργός έχει τη δυνατότητα να επιλέγει τα πρόσωπα, νοµικά ή φυσικά, στα
οποία µεταβιβάζει τις εξουσίες του περιουσιακού του δικαιώµατος και να εισπράττει από
αυτά µια αµοιβή για την εκµετάλλευση του έργου του. Η δυνατότητα άσκησης του
περιουσιακού δικαιώµατος από το δηµιουργό διαρκεί όλη του τη ζωή και µετά το θάνατο
του µεταβιβάζεται στους κληρονόµους του για µια διάρκεια εβδοµήντα ετών, µετά την
πάροδο της οποίας η εκµετάλλευση των έργων του είναι ελεύθερη από όλους (άρθρο 29
ν. 2121/1993).
Πέρα από την αυτοτέλεια των εξουσιών που καθιερώνεται από το νόµο, ο δικαιούχος
του περιουσιακού δικαιώµατος µπορεί να προκαλέσει και περαιτέρω διάσπαση της
καθεµιάς από τις εξουσίες όταν µεταβιβάζει την εξουσία αυτή, όπως και όταν
συµβάλλεται για την εκµετάλλευση της. Ο συµβατικός αυτός µερισµός µπορεί να
δηµιουργήσει υπο-εξουσίες. Για παράδειγµα, η εξουσία αναπαραγωγής µερίζεται
συµβατικά σε εξουσία δηµοσίευσης σε βιβλίο και σε εξουσία δηµοσίευσης σε εφηµερίδα
181
Στην περίπτωση των προϊόντων λογισµικού συναντάται συχνά η παραχώρηση άδειας εκµετάλλευσης,
βλ. Σ. Καραγεωργίου, ∆ίκαιο και Πληροφορική, Οι απαιτήσεις του 2000, Οικονοµικός Ταχυδρόµος
6/1/1994, σελ.67
182
ΕπΑνταγ Ολ 245/ΙΙΙ/2003, ∆ΕΕ 2003,1055
183
Π. Κοριατοπούλου-Αγγέλη, Οι συµβατικοί περιορισµοί στην εκµετάλλευση του δικαιώµατος
πνευµατικής ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 1994, σελ. 3-22
ή περιοδικό ή η εξουσία δηµοσίευσης σε βιβλίο µερίζεται συµβατικά σε εξουσία
«κανονικής» έκδοσης και έκδοσης σε βιβλίο τσέπης. Ο συµβατικός µερισµός µπορεί να
είναι ποσοτικός, χρονικός ή τοπικός, όπως στις περιπτώσεις της εξουσίας αναπαραγωγής
µέχρι ένα συγκεκριµένο αριθµό αντιτύπων, στην εξουσία δηµόσιας παράστασης για µια
µόνο θεατρική περίοδο ή για µία µόνο συγκεκριµένη πόλη. Ο συµβατικός µερισµός των
εξουσιών του περιουσιακού δικαιώµατος σε µερικότερες εξουσίες έχει νόηµα εφόσον
κάθε µία από αυτές, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, έχουν µια οικονοµική
αυθυπαρξία ως πηγή πορισµού. 184
184
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 213
185
Στο παλαιότερο δίκαιο, βλ. ΣυµβΕφΑθ 1100/1939 (∆ικαστ. 11/1939, σελ. 501) δίνοντας όµως µια
στενή ερµηνεία στο άρθρο 9 του ν. 2387/1920
παραχωρούµενων δικαιωµάτων, αποφασιστικό κριτήριο είναι κατά τη συµπίπτουσα
βούληση των µερών σκοπός της παραχώρησης. Αν υπάρχει αµφιβολία, η σύµβαση
ερµηνεύεται υπέρ του δηµιουργού, ο οποίος δε θα παραχωρήσει περισσότερα
δικαιώµατα από εκείνα που είναι µόνο απαραιτήτως αναγκαία για την πραγµάτωση του
σκοπού της σύµβασης. Τα περιουσιακά δικαιώµατα κυριότητας, υπόκεινται σε
περιορισµούς υπέρ των συµφερόντων κυρίως της ολότητας (άρθρο 18-28 ν.2121).
Η σύµβαση µεταβίβασης του περιουσιακού δικαιώµατος, όταν αυτή έχει ως
αντικείµενο της το σύνολο του περιουσιακό δικαιώµατος, είναι σύµβαση εκποιητική µε
«µεταφορικό χαρακτήρα» και διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ για την εκχώρηση
απαίτησης κατά παραποµπή εκ του άρθρου 470 ΑΚ.
186
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2004, σελ. 216
187
Τ.Συνοδινού, Πνευµατική ιδιοκτησία και νέες τεχνολογίες, η σχέση χρήστη-δηµιουργού, Σάκκουλας
2008, σελ. 138
188
Geiger Chr., Droit d’auteur et droit du public à l’information, ό.π. 2004, σελ. 194
189
Lucas. A Lucas H/J, Traité de la propriété littéraire et artistique, Litec, Paris 2006,
σελ. 256
190
Στην ελληνική έννοµη τάξη χρησιµοποιείται ο όρος περιορισµός ενώ στην
ελληνική θεωρία δεν προτείνεται κάποια διάκριση µεταξύ περιορισµών και εξαιρέσεων
191
της πνευµατικής ιδιοκτησίας. Μοναδική παρέκκλιση εισάγεται µε το άρθρο 28Β του
ν.2121/1993, όπου ρητά γίνεται αναφορά σε «εξαίρεση» από το δικαίωµα αναπαραγωγής
και όχι σε «περιορισµό», (µε το παρόν άρθρο µεταφέρθηκε στην ελληνική έννοµη τάξη η
διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 της Οδηγίας 2001/29).
Στην αλλοδαπή όµως, θεωρία, υποστηρίχθηκε ότι o όρος «εξαίρεση» υποδηλώνει την
ελεύθερη χρήση του έργου χωρίς άδεια και χωρίς καταβολή αµοιβής, ενώ ο όρος
«περιορισµός» υποδηλώνει τη χρήση του έργου χωρίς άδεια αλλά µε καταβολή
αµοιβής.192 Ο χαρακτηρισµός ως «εξαίρεσης» υποδηλώνει στενή ερµηνεία. Αναλογική
εφαρµογή θα ήταν νοητή µόνο σε περιπτώσεις απόλυτης ισότητας όρων µε το σκεπτικό
ότι ο επικαλούµενος τον περιορισµό ή εξαίρεση έχει το βάρος της απόδειξης της
συνδροµής της εξαίρεσης ή του περιορισµού.
Οι έννοιες περιορισµός και εξαιρέσεις, είναι δύο έννοιες ταυτόσηµες αφού
εννοιολογικά προσδιορίζουν την έκταση και το περιεχόµενο του περιουσιακού
δικαιώµατος και πολλές φορές χρησιµοποιούνται σωρευτικά ή διαζευκτικά χωρίς να
αποδίδεται σηµασία στην ορολογία. Οι περιορισµοί/εξαιρέσεις παρουσιάζουν ένα
κλειστό χαρακτήρα διότι τα κράτη µέλη δεν µπορούν να προβλέψουν στη νοµοθεσία
τους άλλους περιορισµούς από αυτούς που αναφέρονται στην οδηγία 2001/29 και για
αυτό το λόγο η απαρίθµηση τους είναι αποκλειστική και όχι ενδεικτική. Επίσης, η
ερµηνεία των περιορισµών πρέπει να είναι στενή. 193
Αν και οι περιορισµοί ή εξαιρέσεις µπορεί να καταλήξουν στην υπονόµευση των
πνευµατικών δικαιωµάτων και να αποτελέσουν αντικίνητρο για περαιτέρω δηµιουργία,
έχουν καθιερωθεί σε όλες τις νοµοθεσίες, τις διεθνείς συµβάσεις και τις κοινοτικές
190
Στο νόµο 2121/1993 το τέταρτο κεφάλαιο αφιερώνεται στους «περιορισµούς του περιουσιακού
δικαιώµατος» όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 81 παρ. 2 του ν. 3957/2002
191
∆. Καλλινίκου, ό.π σελ 197, Γ. Κουµάντος, ό.π. σελ. 277, Λ. Κοτσίρης ό.π σελ. 219
192
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2005, σελ. 197
193
Μ.Μαρίνος, Η προσβολή του δικαιώµατος πνευµατικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωµάτων,
Ελλ∆ικ 35/1994, σελ. 1452-1453, Μ. Μαρίνος, Η αναπαραγωγή έργων για εκπαιδευτικούς σκοπούς –
Συµβολή στην ερµηνεία του άρθρου 21 ν. 2121/1993 για την πνευµατική ιδιοκτησία, Ελλ∆ικ 36/1995, σελ.
20-22, όπου αναφέρεται ότι οι νέες τεχνικές δυνατότητες αναπαραγωγής δεν είναι σε θέση να οδηγήσουν
σε ερµηνευτική διεύρυνση των περιορισµών του περιουσιακού δικαιώµατος, ∆. καλλινίκου, Τα θεµελιώδη
194
οδηγίες. Όλοι οι περιορισµοί υπόκεινται στο τεστ των τριών σταδίων, δηλαδή
εφαρµόζονται σε ορισµένες ειδικές περιστάσεις, οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική
εκµετάλλευση του έργου και δεν θίγουν αδικαιολόγητα τα έννοµα συµφέροντα του
δηµιουργού.
Β/ Νοµική φύση των περιορισµών
Οι περιορισµοί ή εξαιρέσεις αποτελούν δικαιώµατα του χρήστη ή απλά νοµικές
δυνατότητες που παραχωρούνται στους χρήστες, τις οποίες ο δηµιουργός ανέχεται χάρη
στην ύπαρξη ενός επιτρεπτικού κανόνα δικαίου ; Τίθεται το ζήτηµα αν είναι
υποχρεωτικός ή µη ο χαρακτήρας τους, δεδοµένου του ότι η καθιέρωση τους ως κανόνων
αναγκαστικού δικαίου τις προσεγγίζει δικαιικά µε τα δικαιώµατα ακόµη και αν δεν
αποτελεί το µοναδικό κριτήριο για την αναγωγή τους σε δικαιώµατα.
Στην ελληνική νοµοθεσία όπως και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές (µε εξαίρεση τη
βέλγικη όπου όλες οι εξαιρέσεις ανάγονται σε jus cogens) δεν γίνεται ρητή αναφορά
στον αναγκαστικό ή µη χαρακτήρα των εξαιρέσεων, ενώ ιδιαίτερη σηµασία για τον
προσδιορισµό τους ως κανόνων δηµόσιας τάξης ή µη αποδίδει η θεωρία ενίοτε, σε σχέση
µε τη θέση του δηµιουργού και τη θεµελίωση του δικαίου της πνευµατικής ιδιοκτησίας
σε κάθε έννοµη τάξη. ∆εν θα µπορούσε, συνεπώς, να γίνει ευκόλως αποδεκτός ο
αναγκαστικός χαρακτήρας των περιορισµών σε µια έννοµη τάξη µε επίκεντρο τα
συµφέροντα του δηµιουργού. Κατά µια άλλη άποψη όµως, εξαιρέσεις που θεµελιώνουν
ατοµικές ελευθερίες όπως έκφρασης, η ελευθεροτυπία, ή το δικαίωµα πληροφόρησης του
κοινού, δεν µπορεί παρά να είναι αναγκαστικής φύσης.195 Ακόµη περισσότερο σήµερα,
ορισµένοι περιορισµοί του περιουσιακού δικαιώµατος δικαιολογούνται τόσο από την
κοινωνική δέσµευση των ατοµικών δικαιωµάτων και ελευθεριών που διαχέεται στα
σύγχρονα Συντάγµατα (όπως και στο δικό µας του 1975, άρθρ. 5 παρ. 1, 17 παρ. 1) όσο
και από την ανάγκη πληροφόρησης που έχει η σύγχρονη κοινωνία και από το
συνταγµατικά κατοχυρωµένο δικαίωµα συµµετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας
θέµατα του νόµου 2121/1993 για την πνευµατική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας
1994, σελ. 122
194
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2005, σελ. 197
195
Τ. Συνοδινού, Πνευµατική ιδιοκτησία και νέες τεχνολογίες, Σάκκουλας 2008, σελ. 149, Μ. Μαρίνος,
Μερικές παρατηρήσεις για τη θέση των παραδοσιακών δηµόσιων βιβλιοθηκών και των δηµόσιων
ψηφιακών βιβλιοθηκών στο σύστηµα του νόµου 2121/1993, Ελλ∆ικ 39/1998, σελ. 1485, όπου αναφέρεται
ότι οι περιορισµοί αποτελούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου
(άρθρο 5 Α του Συντάγµατος 1975/2001). Ακόµη και η σκέψη ότι ο δηµιουργός για να
φτάσει στη δηµιουργία χρησιµοποιεί ή δανείζεται «υλικό» από το κοινό πνευµατικό
απόθεµα προσθέτει µια δικαιολογία για περιορισµούς του δικαιώµατος του δηµιουργού
υπέρ της ολότητας. 196
Η απόδοση αναγκαστικού χαρακτήρα σε ορισµένες από τις εξαιρέσεις ή τους
περιορισµούς βάσει της εφαρµογής των κοινοτικών Οδηγιών για τη νοµική προστασία
των προγραµµάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών και των βάσεων δεδοµένων για την
ικανοποίηση των εννόµων συµφερόντων του νόµιµου χρήστη συνηγορεί υπέρ της
καθιέρωσης τους σύµφωνα µε τη λογική ενός δικαιώµατος του χρήστη. Επίσης, η
εγγύηση άσκησης ορισµένων εξαιρέσεων απέναντι στη εφαρµογή τεχνολογικών µέτρων
προστασίας σύµφωνα µε το άρθρο 6 παρ.4 της Οδηγίας 2001/29, εφόσον συνοδεύεται
από τη δυνατότητα εξαναγκασµού µέσω της προσφυγής στη δικαστική αρχή, συνηγορεί
υπέρ µιας δικαιικής µετάλλαξης τους προς την κατεύθυνση του δικαιώµατος, ακόµη και
αν η δικαιική αυτή ενδυνάµωση της ισχύς τους δεν καθιερώνεται και στο διαδραστικό
περιβάλλον της κατ’ αίτηση µετάδοσης.
Στη θεωρία έχουν εκφραστεί και οι δύο απόψεις. Κατά την πρώτη, οι εξαιρέσεις και οι
περιορισµοί δεν έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα, δεδοµένου ότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα
το είχε προβλέψει ρητά ο νοµοθέτης. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή της ελευθερίας των
συµβάσεων δεν θα εµπόδιζε τα συµβαλλόµενα µέρη να προβούν σε συµβατικές
197
συµφωνίες που θα ορίζουν κάτι διαφορετικό από τα οριζόµενα στο νόµο. Η φράση
στον ελληνικό νόµο, που χρησιµοποιείται για τους προβλεπόµενους περιορισµούς του
περιουσιακού δικαιώµατος, «επιτρέπεται χωρίς την άδεια του δηµιουργού και χωρίς την
198
καταβολή αµοιβής…» συνηγορεί απλώς υπέρ της αναγνώρισης των περιορισµών ως
δυνατοτήτων που πηγάζουν από κανόνες δικαίου χωρίς να προκαταβάλλει ή να παρέχει
κάποια σαφή καθοδήγηση για τον αναγκαστικό ή µη χαρακτήρα τους. Έχει λοιπόν
υποστηριχθεί ότι από τους περιορισµούς υποχρεωτικό χαρακτήρα έχει µόνο η ρύθµιση
196
Λ. Κοτσίρης, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2010, σελ. 242
197
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και βιβλιοθήκες, Σάκκουλας 2007, σελ. 142
198
Εξαιρετικά για την αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση και µόνο, προβλέπεται είδος αµοιβής για την
αναπαραγωγή έργων υπό τη µορφή αποζηµιωτικού αντισταθµίσµατος.
που αφορά στις προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής, ενώ για κάθε άλλη περίπτωση ο
χαρακτήρας των εξαιρέσεων είναι δυνητικός. 199
Αν το ρήµα «επιτρέπεται» εκληφθεί ως συνώνυµο αυτού που «δεν απαγορεύεται» η
αναγνώριση των περιορισµών µοιάζει περισσότερο σε παραχώρηση η οποία προκύπτει
από την υποχώρηση αυτού που κανονικά απαγορεύεται και τοποθετείται συνεπώς πιο
κοντά στη λογική της ύπαρξης εξαίρεσης παρά περιορισµού, έστω καιν αν ο έλληνας
νοµοθέτης έχει επιλέξει τον τελευταίο όρο. ∆ε θα µπορούσε ίσως να αποκλειστεί η
διαφοροποίηση των εξαιρέσεων ή περιορισµών ανάλογα µε το δικαιολογητικό τους
θεµέλιο. 200
Κατά τη δεύτερη άποψη, όλες οι εξαιρέσεις ή περιορισµοί που προβλέπονται από το
νόµο 2121/1993 (τέταρτο κεφάλαιο, άρθρα 18 επ.) είναι αναγκαστικού δικαίου.
Κινούνται µέσα στο πλαίσιο της ∆ιεθνούς Συνθήκης της Βέρνης (άρθρα 9 επ.)
αποδίδοντας είτε ταυτόσηµους περιορισµούς ή εναρµονίζοντας τους προς το πνεύµα
της.201
Το τέταρτο κεφάλαιο του νόµου 2121/1993 θέτει περιορισµούς στο περιουσιακό
δικαίωµα του δηµιουργού χάρη προστασίας του κοινωνικού συνόλου, κοινωνικής,
πολιτικής ελεύθερης ροής πληροφοριών και ενίσχυση της κοινής πολιτιστικής και
επιστηµονικής κληρονοµιάς, διατηρώντας όµως την ισορροπία µεταξύ των ατοµικών
συµφερόντων του δικαιούχου και του γενικότερου συµφέροντος. Οι κανόνες που
αναγνωρίζουν δικαιώµατα στους πνευµατικούς δηµιουργούς είναι γενικοί κανόνες, είδος
γενικών ρητρών που εκτείνονται σε κάθε δυνατή χρησιµοποίηση του πνευµατικού έργου
και προστατεύουν τον δηµιουργό. Αντίθετα, οι περιορισµοί της πνευµατικής ιδιοκτησίας
είναι εξαιρετικές ρυθµίσεις του νόµου και ως εξαιρέσεις του νόµου πρέπει να
202
ερµηνεύονται στενά. Στην Οδηγία 2001/29 για την εναρµόνιση ορισµένων πτυχών
του δικαιώµατος του δηµιουργού και των συγγενικών δικαιωµάτων στην κοινωνία της
πληροφορίας, προβλέπεται ένας κλειστός και εξαντλητικός κατάλογος
εξαιρέσεων/περιορισµών που λαµβάνει υπόψη τις διαφορετικές νοµικές παραδόσεις των
199
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία – Εκπαίδευση και Ανοιχτή Πρόσβαση, Ιόνιος Επιθεώρηση του
∆ικαίου, Ετήσια Έκδοση του ∆ικηγορικού Συλλόγου Κέρκυρας, Έτη 2008-2009, Τεύχη 8-9, σελ. 8
200
Τ. Συνοδινού, Πνευµατική ιδιοκτησία και νέες τεχνολογίες, η σχέση χρήστη – δηµιουργού, Σάκκουλας
2008, σελ. 153
201
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2004, σελ. 216
202
Λ. Κοτσίρης, ∆ίκαιο πνευµατικής ιδιοκτησίας, Σάκκουλας 2010, σελ. 243
κρατών µελών (αιτ.σκ 32). Ο κλειστός χαρακτήρας έχει την έννοια ότι τα κράτη µέλη δεν
µπορούν να προβλέψουν άλλους περιορισµούς από τους αναφερόµενους στην Οδηγία.
Καθιερώνονται από το νόµο 2121/93 (όπως τροποποιήθηκε από το νόµο 3057/2002 που
εναρµόνισε την εθνική νοµοθεσία µε την Οδηγία) οι ακόλουθοι περιορισµοί σε
αποκλειστική, όπως ήδη ειπώθηκε, απαρίθµηση, και θα εξεταστούν στη συνέχεια:
Το µονοπώλιο του δηµιουργού εξ’ ορισµού δεν περιλαµβάνει παρά µόνο πράξεις
εκµετάλλευσης που καθιστούν το έργο δηµόσια προσιτό είτε άµεσα είτε έµµεσα και όχι
την ιδιωτικής φύσης αναπαραγωγή ή την παρουσίαση στην ιδιωτική σφαίρα του χρήστη,
στην οικογένεια του και στο άµεσο κοινωνικό περιβάλλον του. Η πιο βασική εξαίρεση
είναι η χρήση εντός της ιδιωτικής σφαίρας του κατόχου νόµιµου αντιτύπου του έργου. Ο
χρήστης µπορεί να το αναπαράγει χωρίς να χρειάζεται να καταβάλλει αµοιβή. Στον
αντίποδα βρίσκεται η δηµόσια χρήση ενός έργου. Στον ελληνικό νόµο ως δηµόσια χρήση
θεωρείται αυτή που κάνει το έργο προσιτό σε κύκλο προσώπων ευρύτερο από το στενό
οικογενειακό κύκλο και το άµεσο κοινωνικό περιβάλλον (άρθρο 3 παρ.2 ν.2121/1993).
Συνεπώς αποτελούν παραδείγµατα δηµόσιας χρήσης, η εκµετάλλευση του σε σωµατείο,
συνδικαλιστική οργάνωση ή σε εργοστάσιο ή σε κέντρα, ντισκοτέκ, θέατρα, ξενοδοχεία,
203
αεροδρόµια, αεροπλάνα, φυλακές, νοσηλευτικά ιδρύµατα κλπ. Αρκεί το έργο να
προορίζεται για το κοινό και να υπάρχει η δυνατότητα να καταστεί προσιτό χωρίς να
απαιτείται και η πραγµατική συµµετοχή του κοινού (ραδιοφωνική µετάδοση θεατρικού
έργου από σταθµό µε ελάχιστη ακροαµατικότητα, η µετάδοση µουσικής µέσω
µεγαφώνων σε µία επιχείρηση ή υπηρεσία) ή η αγορά αντιτύπου. 204
Ο νόµος δεν δίνει ορισµό της ιδιωτικής χρήσης αλλά συνάδεται εξ’ αντιδιαστολής και
συνεπώς η ιδιωτική χρήση ενός έργου είναι εκείνη που είναι προσιτή στο στενό κύκλο
της οικογένειας ή στο άµεσο κοινωνικό κύκλο, όπως σε κύκλο φίλων.
203
ΑΠ 61/1980, ΝοΒ 1981, 384, 135/1982, ΝοΒ 1983, 867= Ελλ∆νη 1983, 1332. Η αναπαραγωγή ενός
µουσικού έργου και στη συνέχεια η διάθεση του προς αποθήκευση (downloading) µέσω internet αποτελεί
δηµόσια χρήση του έργου, αποφ. ασφ. µέτρων Πρωτοδ. Παρισίων από 14.8.1996, GRUR Int. 1997, 756ή η
µετάδοση µέσα από κεντρική εγκατάσταση βίντεο µε 600 συνδέσεις στα δωµάτια, αυστρ. Ακυρωτικό από
17.6.1976, Obl. 1986, 132
204
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική Ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2000, σελ. 139
Παρά την ιδιωτική φύση της πράξης, η ιδιωτική αναπαραγωγή φαίνεται πλασµατικά
να εισέρχεται στην περίµετρο του µονοπωλίου όταν γίνεται µε συγκεκριµένα µέσα που
επιτρέπουν τη δηµιουργία αντιγράφων υψηλής ποιότητας, ανταγωνιστικών προς το
πρωτότυπο, εξαιτίας της σηµασίας και της επίδρασης της στην οικονοµική εκµετάλλευση
του έργου. Για παράδειγµα, εάν η χειρόγραφη αναπαραγωγή του λογοτεχνικού έργου
από ένα λόγιο δεν αποτελεί ιδιωτική αναπαραγωγή ικανή να βλάψει την οικονοµική
εκµετάλλευση του έργου, η αναπαραγωγή µέσω φωτοτυπικού µηχανήµατος ή µέσω
σαρωτή οδηγεί στη δηµιουργία αντιγράφων υψηλής ποιότητας που επιδρούν στην
οικονοµική εκµετάλλευση του έργου. 205
Γίνεται κατανοητό ότι η ιδιωτική χρήση δεν επιτρέπεται να παρεµποδίζει την κανονική
εκµετάλλευση του έργου. Για αυτό το λόγο, δεν µπορεί να υπάρξει πλήρης ασυλία της
ιδιωτικής χρήσης όταν αυτή λαµβάνει τα χαρακτηριστικά µιας πράξης εκµετάλλευσης, η
206
οποία εκφεύγει από τα δεδοµένα της «κανονικής» ιδιωτικής χρήσης. Ως ένα ακόµη
παράδειγµα ιδιωτικής αναπαραγωγής που παρεµποδίζει την κανονική εκµετάλλευση του
έργου αναφέρει ο νόµος την αναπαραγωγή αρχιτεκτονικού έργου σε µορφή κτηρίου
(επιτρέπεται συνεπώς η ιδιωτική αναπαραγωγή αρχιτεκτονικών σχεδίων µόνο ως
φωτοτυπία των σχεδίων και ποτέ ως κατασκευή βάσει αυτών κτηρίων). Ιδιωτική χρήση
είναι για παράδειγµα επίσης, η αντιγραφή µουσικών CD, εφ’ όσον τα αντίτυπα µένουν
εντός του οικογενειακού και στενού κοινωνικού περιβάλλοντος. Αντίθετα δεν είναι
ιδιωτική χρήση η αντιγραφή CD για κάποιον άγνωστο ή π.χ. µακρινό συγγενή. Επειδή
όµως η αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση έχει πολλές φορές ως συνέπεια την απώλεια
εσόδων για το δηµιουργό, ο νόµος επιβάλλει στα τεχνικά µέσα που χρησιµοποιούνται για
την αναπαραγωγή (φωτοτυπικά µηχανήµατα, αντιγραφικά CD κλπ.) ειδικό τέλος επί της
τιµής πώλησής τους, το οποίο αποδίδεται στους δηµιουργούς µέσω των οργανισµών
συλλογικής διαχείρισης και το οποίο θεωρείται εύλογη αµοιβή των δηµιουργών.
205
Τ. Συνοδινού, Πνευµατική ιδιοκτησία και νέες τεχνολογίες, η σχέση χρήστη – δηµιουργού, Σάκκουλας
2008, σελ. 143
Ο νόµος χορηγεί στον δηµιουργό το δικαίωµα αναπαραγωγής χωρίς ωστόσο, οι
καλυπτόµενες από το δικαίωµα αυτό αναπαραγωγές να προσδιορίζονται µόνο για
δηµόσια χρήση. Αυτό σηµαίνει ότι όλες οι αναπαραγωγές καταρχήν απαγορεύονται,
αφού εντάσσονται στο δικαιικό µονοπώλιο εκτός αν έχει δοθεί άδεια του δηµιουργού ή
πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόµου. Αν όµως ο περιορισµός της αναπαραγωγής για
ιδιωτική χρήση δεν προβλεπόταν από το νοµοθέτη, η αναπαραγωγή αυτή θα ήταν
παράνοµη ανεξάρτητα από το εάν ο δικαιούχος θα προσέκρουε στην πρακτική και
νοµική δυσκολία διερεύνησης του ιδιωτικού χώρου των χρηστών. 207
2/ ΠΑΡΑΘΕΣΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ
206
Gautier P.Y, Propriété littéraire et artistique, PUF Paris 1991 σελ. 375
207
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και βιβλιοθήκες, ∆ίκαιο και Οικονοµία, Σάκκουλας 2007, σελ.
70
208
ΕφΘεσ. 3340/1998 Επισκ.Ε.∆. 1998, σελ.848
Η παράθεση αποσπασµάτων πρέπει να είναι σύντοµη, διαφορετικά, αν δεν γίνεται
µνεία στη πηγή του έργου (ονόµατα δηµιουργού και εκδότη) και αν είναι µεγάλη
209
λειτουργεί ανταγωνιστικά για το έργο κατά τη νοµολογία. Έχει επίσης, κριθεί ότι η
παράθεση σε έργο µεγάλων αποσπασµάτων ή περικοπών από ξένο έργο, έστω και µε
παραποµπές, χωρίς την άδεια του δηµιουργού, αποτελεί προσβολή πνευµατικής
210
ιδιοκτησίας και απαγορεύεται. Αντίθετα, η παράθεση µικρών αποσπασµάτων ή
περικοπών από ξένο έργο και χωρίς την παραπάνω άδεια δεν το κάνουν ανταγωνιστικό
του έργου από το οποίο παίρνονται και επιτρέπονται ελεύθερα, όταν εκείνος που κάνει
την παράθεση θέλει να στηρίξει ή να ενισχύσει τη γνώµη του, ή να ασκήσει κριτική της
γνώµης του συγγραφέα των αποσπασµάτων ή περικοπών. 211
Έχει επίσης κριθεί η αναπαραγωγή ολόκληρου του έργου δεν µπορεί να θεωρηθεί ως
σύντοµη παράθεση αποσπάσµατος αφού αναπληρώνει το έργο και καθίσταται
214
ανταγωνιστικό ως προς αυτό ακόµη και αν µνηµονεύεται η πηγή. Επιπλέον, για να
209
ΜΠΑθ 538/1981, ασφαλιστικά µέτρα, ση. Κουµάντου, ΝοΒ 29/1981, σελ 738-739. Το δικαστήριο
διέταξε την παύση κυκλοφορίας ενός βιβλίου, επειδή περιείχε αποσπάσµατα µεγάλης έκτασης άλλου
προγενέστερου βιβλίου µε το ίδιο θέµα και χωρίς να γίνεται µνεία της πηγής τους.
210
ΜΠρΑΘ 66/1995, ΝοΒ 44/1996, σελ. 232-236, ΑΠ 171/1957, Τµ. Β΄, ΕΕΝ 25/1958, σελ. 265-267
211
ΜΠρΑΘ 15951/1989, ΕΕµπ∆ 1990, σελ. 535
212
ΜΠρΑΘ 3689/1971, ΕΕµπ∆ 1971, σελ 620 επ.
213
ΑΠ.1118/2006, ο αναιρεσείων κατηγορείται ότι υπέκλεψε, αντέγραψε και χρησιµοποίησε βασικά
στοιχεία µελέτης της εγκαλούσας Κ/Ξ που αφορούσε ανακαίνιση µαθητικής εστίας. Αναιρείται η απόφαση
του Εφετείου για έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας και ότι στερείται νοµίµου βάσης γιατί
ενώ παρέθεσε παρόµοια τµήµατα των εν λόγω δύο µελετών, δεν αναφέρει ούτε στο σκεπτικό ούτε στο
διατακτικό της αν το υποκλαπέν έργο ήταν πρωτότυπο, ούτε εκθέτει µε ποια περιστατικά και σκέψεις
υπήγαγε στην έννοια του πρωτοτύπου πνευµατικού έργου τη µελέτη της εγκαλούσας, ώστε να καθίσταται
εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου.
214
ΜΠρΑθ 15951/1989, ΝοΒ 1990, σελ. 177, ΜΠρΑθ 6550/1993, Αρµ 1993, σελ. 824-827, πρβλ.
ΜΠρΑΘ 66/1995, ΝοΒ 1996, σελ. 233, 235, ΜΠρΑΘ 8753/ 1995, ΕΕµπ∆ 1995, σελ. 708-710, ΕφΑΘ
3214/2007, Ελλ∆νη 2008, σελ. 564-567
είναι επιτρεπτή είναι η παράθεση αποσπασµάτων ξένου έργου, πρέπει από την έκταση
και τον τρόπο της παράθεσης των αποσπασµάτων να µην αλλοιώνεται ο παρεπόµενος
215
χαρακτήρας τους σε σχέση µε το κύριο περιεχόµενο του έργου. Το έργο στο οποίο
γίνεται η παράθεση αποσπάσµατος άλλου έργου πρέπει κατά κανόνα να µπορεί να
υπάρξει και χωρίς αυτή, δηλαδή α µην συνδέεται άρρηκτα και αναπόσπαστα µε αυτή
αλλά η παράθεση να έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα, χωρίς να υποκαθιστά το αρχικό
216
έργο. Συνεπώς σηµαντικό ρόλο σε ένα έργο δεν παίζει µόνο η έκταση των
αποσπασµάτων αλλά και η συχνότητα µε την οποία αυτά παρατίθενται. Παύει λοιπόν να
είναι θεµιτή η παράθεση αποσπασµάτων σε ένα έργο όταν µετά την αφαίρεση τους, το
217
έργο χάνει την πρωτοτυπία του. Ο θεµιτός ή αθέµιτος χαρακτήρας της παράθεσης
εξαρτάται όχι µόνο από το µέγεθος της αλλά και από τη σηµασία του αποσπάσµατος ως
προς το σύνολο του έργου από το οποίο αυτό επιλέχθηκε. ∆εν αρκεί πάντα, συνεπώς ένα
ποσοτικό κριτήριο για το καθορισµό της παράθεσης αποσπασµάτων, αλλά µερικές φορές
αυτό αντικαθίσταται από ένα ποιοτικό. 218
215
ΠλΠρΑΘ 1322/1997
216
ΕφΑθ 6415/1972, ∆ικ. 14/1973, σελ. 609 9κρίθηκε ότι είναι θεµιτή η παράθεση περικοπής άλλου
έργου σε ένα ιστορικό έργο σε ιστορικό έργο, εφόσον αυτή αποτελεί παρεπόµενο του κυρίου
περιεχοµένου), Β. Μελάς, Οι περιορισµοί του πνευµατικού δηµιουργού, Αρµ ΙΘ/1965, σελ. 602
217
CA de Paris, 5/12/97, Dalloz 1999, Sommaires Colombet, σελ. 65, το δικαστήριο χρησιµοποίησε ένα
αριθµητικό κριτήριο για την κρίση του θεµιτού ή µη χαρακτήρα της παράθεσης αποσπασµάτων και έκρινε
ότι επειδή το 55% του έργου αποτελούσε παράθεση αποσπασµάτων (89 γραµµές στις 161 ήταν
αποσπάσµατα) δεν επρόκειτο για σύντοµα αποσπάσµατα και επιπλέον το έργο µετά την αφαίρεση τους
έχανε την πρωτοτυπία του.
218
Ο. Γαρουφαλιά, τα εικαστικά έργα και η νοµική τους προστασία, Μελέτες ιδιωτικού δικαίου,
Σάκκουλας 2001, σελ. 239
219
Ο. Γαρουφαλιά, τα εικαστικά έργα και η νοµική τους προστασία, Μελέτες ιδιωτικού δικαίου,
Σάκκουλας 2001, σελ. 237
κριτικής ή βιβλιοπαρουσίασης δεν επιλύει τα προβλήµατα που ανακύπτουν από τα
µεγάλα προγράµµατα ψηφιοποίησης βιβλιοθηκών.
220
ΕφΑΘ 2224/2006 Ελλ∆νη 2008, σελ. 571-581
221
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία – Εκπαίδευση και Ανοιχτή πρόσβαση, Ιόνιος Επιθεώρηση του
∆ικαίου, 8-9/2008-2009, Οκτώβριος, σελ. 7
αφορά µόνο έργα λόγου και την έντυπη αναπαραγωγή και άρα οι ψηφιακές
αναπαραγωγές δεν εµπίπτουν σε αυτή.222
222
Πρβλ. άρθρο 20 παρ. 3 «Η αναπαραγωγή…δεν πρέπει να εµποδίζει την κανονική εκµετάλλευση του
έργου από το οποίο παίρνονται τα κείµενα…». ΜΠρΑθ 2439/1995, Ελλ∆νη 1995, σελ. 721 µε κριτικές
παρατηρήσεις Κατρά = ∆ΕΕ1995, 502 µε κριτικές παρατηρήσεις Μπλέττα, αυθαίρετα ερµηνεύει το άρθρο
21 ενάντια στο γράµµα αλλά και το σκοπό των περιορισµών της εξουσίας αναπαραγωγής και σε
προγράµµατα ηλεκτρονικών υπολογιστών.
223
∆. Καλλινίκου, Μελέτη: Πνευµατική ιδιοκτησία – Εκπαίδευση και Ανοιχτή Πρόσβαση, Ιόνιος
Επιθεώρηση του ∆ικαίου, Ετήσια Έκδοση του ∆ικηγορικού Συλλόγου Κέρκυρας, Έτη 2008-2009, Τεύχη
8-9, σελ. 8
εµπίπτει στη διάταξη αυτή ο ερευνητικός σκοπός.224 Η µετάφραση ή άλλη διασκευή του
έργου δεν εµπίπτουν στη διάταξη αυτή αν και ο σκοπός της διάταξης επιτρέπει µια τέτοια
δυνατότητα εφόσον δικαιολογείται από τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Όµως, η γραµµατική
ερµηνεία του άρθρου 21 σε συνδυασµό µε το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχείο β ν.2121/93 οδηγεί
στο αντίθετο συµπέρασµα, αφού η εξουσία µετάφρασης προβλέπεται ρητά στη διάταξη
του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχ. β ως ξεχωριστή εξουσία από εκείνη της αναπαραγωγής. Στο
σηµείο αυτό αξίζει να σηµειωθεί ότι οι απόψεις των ερµηνευτών του άρθρου 10 παρ. 2
της ∆ιεθνούς Σύµβασης Βέρνης-Παρισιού, (το οποίο αφήνει την ευχέρεια στις χώρες της
Ένωσης να προβλέψουν ορισµένους περιορισµούς για την εκπαίδευση) διίστανται ως
225
προς το ως άνω συµπέρασµα. Επίσης, τα µουσικά ή οπτικοακουστικά έργα
αποκλείονται από την εφαρµογή της ως άνω διάταξης.
224
Μ. Μαρίνος, Η αναπαραγωγή έργων για εκπαιδευτικούς σκοπούς – Συµβολή στην ερµηνεία του
άρθρου 21 ν. 2121/93 για την πνευµατική ιδιοκτησία, Ελλ∆νη 1995, σελ 22 επ.
225
∆. καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 247
226
ΕφΑΘ 2224/2006 Ελλ∆νη 2008, σελ. 571-581
227
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 247
Το άρθρο 22 προβλέπει την αναπαραγωγή ενός πρόσθετου αντιτύπου από µη
κερδοσκοπικές βιβλιοθήκες ή αρχεία που έχουν αντίτυπο του έργου στη µόνιµη συλλογή
τους, για να το διατηρήσουν ή να το µεταβιβάσουν σε άλλη µη κερδοσκοπική
βιβλιοθήκη. Η αναπαραγωγή επιτρέπεται µόνο όταν είναι αδύνατη η προµήθεια του
αντιτύπου από το εµπόριο σε σύντοµο χρόνο και µε εύλογους όρους. Επίσης, η
αναπαραγωγή δεν θα πρέπει να βλάπτει την κανονική εκµετάλλευση του έργου και να
προκαλεί αδικαιολόγητη στα συµφέροντα του δηµιουργού καθώς και να δικαιολογείται
από τον επιδιωκόµενο σκοπό.
Ο περιορισµός αυτός έχει στενό πεδίο εφαρµογής διότι η αναπαραγωγή αφορά κυρίως
στη διαφύλαξη των έργων, δεν προβλέπεται ο αριθµός των αντιτύπων που µπορούν να
αναπαραχθούν, δεν περιέχονται σαφείς κανόνες για τη µεταβολή της στοιχειοθεσίας ή
σελιδοποίησης, ενώ δεν καλύπτεται ο ιδιωτικός τοµέας. Η έρευνα ή η ιδιωτική µελέτη
µέσω εξειδικευµένων τερµατικών δεν εφαρµόζεται στη εξ’ αποστάσεως ηλεκτρονική
διάθεση κειµένων σε τελικούς χρήστες (αιτ. σκέψη 40).
Το άρθρο 5 παρ. 3 στοιχ. β της Οδηγίας 2001/29 που αφορά περιορισµούς προβλέπει
χρήσεις προς όφελος προσώπων µε ειδικές ανάγκες, οι οποίες συνδέονται άµεσα µε την
αναπηρία και δεν έχουν εµπορικό χαρακτήρα, στον βαθµό που απαιτείται λόγω της
συγκεκριµένης αναπηρίας. Στην αιτ. σκέψη 43 υπογραµµίζεται ότι είναι αναγκαίο τα
κράτη µέλη να θεσπίσουν τα κατάλληλα µέτρα που θα ευνοούν την πρόσβαση στα άτοµα
µε ειδικές ανάγκες. Ο περιορισµός για τα άτοµα µε ειδικές ανάγκες δεν προβλέπεται
στην οδηγία 96/9 σχετική µε την νοµική προστασία των βάσεων δεδοµένων, µε συνέπεια
να µπορεί να ανακύψει πρόβληµα για τα έργα που εµπίπτουν στην κατηγορία των
βάσεων δεδοµένων π.χ. εγκυκλοπαίδεια. Η δαπάνη και ο χρόνος που απαιτείται να
καταστούν τα έργα προσβάσιµα στα άτοµα αυτά είναι ένα άλλο θέµα. Μια λύση θα
µπορούσε να είναι η καθιέρωση ορισµένων ενδιάµεσων φορέων, π.χ. ειδικών
βιβλιοθηκών που θα αναλάµβαναν τη σύναψη συµφωνιών µε τους δικαιούχους. 229
228
∆. Καλλινίκου, άρθρο, Πνευµατική Ιδιοκτησία – Εκπαίδευση και ανοιχτή πρόσβαση, Ιόνιος
Επιθεώρηση του ∆ικαίου, 8-9/ 2008-2009 Οκτώβριος, Νοµική Βιβλιοθήκη, σελ. 8
229
∆. Καλλινίκου, άρθρο, Πνευµατική Ιδιοκτησία – Εκπαίδευση και ανοιχτή πρόσβαση, Ιόνιος
Επιθεώρηση του ∆ικαίου, 8-9/ 2008-2009 Οκτώβριος, Νοµική Βιβλιοθήκη, σελ. 9
7/ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΣΚΟΠΟΥΣ ∆ΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ Ή ∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥΣ
ΣΚΟΠΟΥΣ
230
Τα άρθρα 6 παρ. 2 στοιχ. γ και 9 στοιχ. γ της Οδηγίας 96/9/ ΕΟΚ προβλέπουν περιορισµό του
δικαιώµατος πνευµατικής ιδιοκτησίας ή του ιδιαίτερου sui generis δικαιώµατος σε βάση δεδοµένων, όταν
πρόκειται για χρήση για λόγους δηµόσιας ασφάλειας ή για τους σκοπούς δικαστικής ή διοικητικής
διαδικασίας.
231
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2004, σελ. 230
Το άρθρο 25 ν. 2121/1993 προβλέπει ότι επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διάδοση στο
κοινό, χωρίς την άδεια του δηµιουργού και χωρίς αµοιβή, στις δύο ακόλουθες
περιπτώσεις: 1) για λόγους περιγραφής επίκαιρων γεγονότων µε µέσα µαζικής
επικοινωνίας έργων που βλέπονται ή που ακούγονται κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου
γεγονότος στο µέτρο που αυτό δικαιολογείται από τον επιδιωκόµενο σκοπό της
ενηµέρωσης του κοινού. Επίσης η χρήση πρέπει να συνοδεύεται και από την ένδειξη
πηγής. Η ∆ιεθνής σύµβαση της Βέρνης εµπεριέχει παρόµοιο περιορισµό (άρθρο 10 δις
παρ. 2) που δεν υπήρχε στο προϊσχύον δίκαιο. Παραδείγµατα τέτοιων περιπτώσεων
είναι: η παρουσίαση από την τηλεόραση ενός αγάλµατος κατά την ηµέρα των
αποκαλυπτηρίων, η αναπαραγωγή στον ηµερήσιο ή περιοδικό τύπο φωτογραφιών που
εκτίθενται σε αίθουσα τέχνης κατά την ηµέρα των εγκαινίων και η µετάδοση από το
ραδιόφωνο αποσπασµάτων µουσικών έργων που παίζονται κατά τη διάρκεια ενός
κονσέρτου προς τιµή ενός µουσικοσυνθέτη. 232 2) µε µέσα µαζικής επικοινωνίας, προς το
σκοπό ενηµέρωσης και ανάγκης δηµοσιότητας των έργων αυτών, η αναπαραγωγή
προσφωνήσεων, κηρυγµάτων, δικανικών αγορεύσεων, πολιτικών λόγων, διαλέξεων η
«άλλων έργων παρόµοιας φύσης» καθώς και περιλήψεων ή αποσπασµάτων από
διαλέξεις εφόσον τα έργα αυτά παρουσιάζονται δηµόσια. Η χρήση πρέπει να
233
συνοδεύεται κατά το δυνατόν και από την ένδειξη πηγής (ονόµατα δηµιουργών και
εκδοτών), και να δικαιολογείται από τον επιδιωκόµενο σκοπό. Η διεθνής Σύµβαση της
Βέρνης-Παρισιού στο άρθρο 2 δις και η Οδηγία 2001/29 στο άρθρο 5 παρ. 3 στοιχείο στ΄
προβλέπουν αντίστοιχους περιορισµούς.
Το άρθρο 26 του νόµου 2121/1993 προβλέπει την χωρίς άδεια του δηµιουργού και
χωρίς αµοιβή περιστασιακή µόνο αναπαραγωγή και διάδοση, δηλαδή να µην αποτελεί το
234
κεντρικό, κύριο και ουσιώδες θέµα που παρουσιάζεται. Ο νόµος περιορίζει την
αναπαραγωγή στην «περιστασιακή αναπαραγωγή», δηλαδή να µην έχει διαφηµιστικό,
232
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 245, S.
Stewart, International copyright and neighbouring rights, ό.π. παρ. 51-61, H. Desbois – A. Françon – A.
Kerever, Les conventions internationales du droit d’auteur et des droits voisins, ό.π. αρ. 170 σελ. 199
233
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως σε εκείνες όπου υπάρχει πρακτική δυσκολία αναγραφής πολυάριθµων
δηµιουργών για το ίδιο έργο, η πηγή µπορεί να µην αναγραφεί.
234
TGI de Paris, 28/5/1997, RIDA no 175, janvier 1998, p. 329-332
εµπορικό ή κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Η αναπαραγωγή γίνεται µε µέσα µαζικής
επικοινωνίας, εικόνων µε έργα αρχιτεκτονικής, εικαστικών τεχνών, φωτογραφίας ή
εφαρµοσµένων τεχνών, που βρίσκονται µονίµως σε δηµόσιο χώρο, όπως πλατείες,
πάρκα, πεζοδρόµια, δρόµους, (πχ. ένας τουρίστας φωτογραφίζει ένα γλυπτό ή το πανό
ενός οπτικοακουστικού έργου ή διαφήµισης). Τη διάταξη αυτή υπαγορεύει ή σκέψη ότι
τα έργα τα οποία εκτίθενται ή είναι τοποθετηµένα σε δηµόσιους χώρους έχουν κατά µία
έννοια καταστεί κοινό πολιτιστικό κτήµα. Ο δηµιουργός ο οποίος συναινεί στη δηµόσια
διαρκή έκθεση του έργου κατά κάποιο τρόπο το «αφιερώνει» στην ολότητα.235 Η
διάταξη, συνεπώς, δεν ισχύει για έργα που βρίσκονται σε ιδιωτικό χώρο αλλά και
προσωρινώς σε δηµόσιο χώρο. Η ∆ιεθνής σύµβαση της Βέρνης-Παρισιού δεν
περιλαµβάνει παρόµοιο περιορισµό. Η Οδηγία 2001/29 στο άρθρο 5 παρ. 3 στοιχείο η
προβλέπει τη χρήση έργων όπως αρχιτεκτονικών ή γλυπτών ευρισκοµένων µονίµως σε
δηµόσιο χώρο.
Ο περιορισµός αυτός τίθεται για τη διευκόλυνση του ρόλου των µέσων µαζικής
ενηµέρωσης, δηλαδή της καταγραφής γεγονότων και της παρουσίασης τους ελεύθερα,
αφού πολλές φορές είναι αδύνατη η παρουσίαση ενός δηµόσιου χώρου χωρίς την
ταυτόχρονη αναπαραγωγή και παρουσίαση έργων που βρίσκονται στον ίδιο χώρο και
αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο αναπόσπαστα συνδεδεµένο. 236
235
∆. Μαρίνος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2004, σελ. 231
236
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2002, σελ. 286
κρατικών λειτουργών, εορτασµός σηµαντικού γεγονότος, όπως η είσοδος της νέας
χιλιετίας (υπ. Αρ. 226/2000 Γνωµοδότηση του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους), η
237
τελετή έναρξης των Ολυµπιακών Αγώνων κλπ. Η διεθνής Σύµβασης Βέρνης-
Παρισιού δεν εµπεριέχει αντίστοιχο περιορισµό. Η Οδηγία 2001/29 στο άρθρο 5 παρ.3
στοιχ. ζ προβλέπει τη χρήση έργων κατά τη διάρκεια επίσηµων ή θρησκευτικών τελετών
που διοργανώνονται από δηµόσια αρχή. Όπως και για τους υπόλοιπους περιορισµούς,
από την ως άνω δηµόσια παράσταση ή εκτέλεση δεν θα πρέπει να βλάπτονται τα νόµιµα
συµφέροντα του δηµιουργού και να εµποδίζεται η κανονική εκµετάλλευση του έργου
του. Ο Άρειος Πάγος (πλήρης ποινική ολοµέλεια σε συµβούλιο, 1/2009) έκρινε ότι η
εκτέλεση αποκριάτικων µουσικών εκδηλώσεων από τον Πολιτιστικό Οργανισµό του
∆ήµου Αθηναίων, χωρίς την έγγραφη άδεια των πνευµατικών δηµιουργών ή της
εκπροσωπούσης αυτούς «Α.Ε.Π.Ι.», συνιστά παραβίαση του άρθρου 27 περ. α΄ και 66
παρ. 1 του ν. 2121/1993, έστω και αν ο φορέας που τις οργανώνει είναι ∆ηµόσιος ή
∆ηµοτικός και δεν επιδιώκει οικονοµικό όφελος, αφού οι εκδηλώσεις αυτές δεν
εµπίπτουν στην έννοια των επίσηµων τελετών, για τις οποίες κατ’ εξαίρεση δεν
απαιτείται κατά τις αναφερόµενες διατάξεις, άδεια. Εποµένως το Συµβούλιο
Πληµµελειοδικών που έκρινε αντίθετα, ότι δηλαδή οι αποκριάτικες εκδηλώσεις των
∆ήµων, εµπίπτουν στην αναφερόµενη εξαίρεση, προέβη σε εσφαλµένη ερµηνεία της
διατάξεως το άρθρου 27 περ. α΄ του ν. 2121/1993 και κατέστησε το βούλευµά του
αναιρετέο. Κατά τη µειοψηφία, η κρίση αυτή του Συµβουλίου είναι ορθή.
237
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 252
238
Βλ. άρθρο 5 παρ. 3 στοιχ β’ Οδηγίας 2001/09 για την προσαρµογή της πνευµατικής ιδιοκτησίας στην
κοινωνία των πληροφοριών.
αιτ. σκέψη 43 υπογραµµίζεται ότι είναι αναγκαίο τα κράτη µέλη να θεσπίσουν τα
κατάλληλα µέτρα που θα ευνοούν την πρόσβαση στα άτοµα µε ειδικές ανάγκες, ενώ
σύµφωνα µε την αιτ. σκέψη 36 τα κράτη µέλη µπορούν να προβλέπουν δίκαιη
αποζηµίωση των δικαιούχων, ακόµη και όταν εφαρµόζουν τις προαιρετικές διατάξεις
των εξαιρέσεων που δεν απαιτούν σχετική αποζηµίωση. Ο περιορισµός για τα άτοµα µε
ειδικές ανάγκες δεν προβλέπεται στη Οδηγία 96/9 µε συνέπεια να µπορεί να προκύψει
πρόβληµα για τα έργα που εµπίπτουν στην κατηγορία των βάσεων δεδοµένων πχ.
ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια
Το άρθρο 28 του νόµου 2121/1993 προβλέπει την παρουσίαση στο κοινό έργων
εικαστικών τεχνών σε µουσεία που έχουν την κυριότητα του υλικού φορέα του έργου ή
στο πλαίσιο εκθέσεων που οργανώνονται σε µουσεία. Επιτρέπεται επίσης, η παρουσίαση
στο κοινό και η αναπαραγωγή σε καταλόγους έργων εικαστικών τεχνών στο µέτρο που
αυτό είναι αναγκαίο για τη διευκόλυνση πώλησης του έργου και όχι την εξυπηρέτηση
κάποιου άλλου σκοπού (όπως για παράδειγµα την πώληση των καταλόγων η οποία
αποβλέπει στο οικονοµικό όφελος των εµπόρων). Ο ίδιος ο κατάλογος δεν µπορεί να
αποτελεί αντικείµενο πώλησης διότι σε µια τέτοια περίπτωση λειτουργεί ως βιβλίο µε
αναπαραγωγές εικαστικών έργων.
Τα αντίτυπα στους καταλόγους πρέπει να έχουν ένα µικρότερο µέγεθος και όχι το
κανονικό τους, µε σκοπό καθαρά πληροφοριακό ως προς το περιεχόµενο της έκθεσης.
Αν παρουσιάζονται στο κανονικό τους ή µεγαλύτερο µέγεθος στον κατάλογο, θεωρείται
ότι κάτι τέτοιο θίγει τα συµφέροντα του δηµιουργού και εµποδίζει την κανονική
239
εκµετάλλευση του έργου. Στην ίδια περίπτωση εµπίπτει η αναπαραγωγή έργων σε
εκθέσεις, ιδιωτικές συλλογές και ιδιωτικές δηµοπρασίες. Το άρθρο 28 δεν εφαρµόζεται
στην περίπτωση που η αναπαραγωγή δεν γίνεται σε καταλόγους αλλά σε είδη
καθηµερινής χρήσης.
Όπως και για τους υπόλοιπους περιορισµούς, από την ως άνω παρουσίαση ή
αναπαραγωγή δεν θα πρέπει να βλάπτονται τα νόµιµα συµφέροντα του δηµιουργού και
239
Γ. Κουµάντος, Πνευµατική ιδιοκτησία, Σάκκουλας 2002, σελ. 287
να µην εµποδίζεται η κανονική εκµετάλλευση του έργου του. Ο κτήτορας του υλικού
φορέα (αντιγράφου) έργου ή έργου µοναδικής ενσωµάτωσης ελλείψει ειδικής αντίθετης
συµφωνίας δεν αποκτά και το δικαίωµα παρουσίασης του στο κοινό. Ο αγοραστής ενός
εικαστικού έργου κανονικά δεν αποκτά την εξουσία αυτή. Το άρθρο 28 παρ. 1 εισάγει
εξαίρεση στην αρχή αυτή, εκκινώντας από την αυτονόητη προϋπόθεση ότι όποιος
δικαιούχος µεταβιβάζει σε µουσείο την κυριότητα επί του υλικού φορέα στον οποίο είναι
αποτυπωµένο το έργο του, συναινεί σιωπηρώς και στην έκθεση του. 240
240
Μ. Μαρίνος, Πνευµατική ιδιοκτησία , Σάκκουλας 2004, σελ. 232
241
∆. Καλλινίκου, Πνευµατική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2008, σελ. 254
εύλογης αµοιβής στην περίπτωση που η αναπαραγωγή πραγµατοποιείται µε τεχνικά
µέσα. 242
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
242
Τ. Συνοδινού, Πνευματική ιδιοκτησία και νέες τεχνολογίες, η σχέση χρήστη‐δημιουργού, Σάκκουλας
2008, σελ. 141
243
P. Chantepie, Le dilèmme numérique sous l’éclairage de l’analyse économique, Propriétés
Intellectuelles, avril 2006, no 19, σελ 138
244
Ν. Ιντζεσίλογλου, «Κοινωνία και νέα τεχνολογία», Σάκκουλας 1992, σελ 134, Τ. Συνοδινού,
Πνευµατική ιδιοκτησία και νέες τεχνολογίες, η σχέση χρήστη-δηµιουργού, Σάκκουλας 2008, σελ. 16
245
Ε. Αλεξανδροπούλου-Αιγυπτιάδου, Ζητήµατα από το δίκαιο πληροφορικής, Σάκκουλας 2002,
εισαγωγή
στην πρώτη γραµµή των θυµάτων βρίσκονται οι δηµιουργοί.246 Η βιοµηχανία
πληροφορικής ζητά αποτελεσµατικό ρυθµιστικό περιβάλλον ώστε να µεγιστοποιήσει τα
κέρδη της στους τοµείς εµπορίου που ανέπτυξε και µονοπωλεί, όπως ηλεκτρονικό
εµπόριο, διαδίκτυο, λογισµικό και hardware. 247 Είναι αδιαµφισβήτητο ότι η πνευµατική
ιδιοκτησία είναι το µέσο πολιτιστικής προόδου και ανάπτυξης των λαών και τεχνικής
διάδοσης ιδεών και πληροφόρησης της κοινωνίας. Γι’ αυτό τον λόγο, ο σεβασµός των
περιουσιακών δικαιωµάτων του δηµιουργού, κυρίως στο σύγχρονο τεχνολογικό
περιβάλλον και όχι µόνο σε αυτό, ενθαρρύνει την περαιτέρω δηµιουργία, την
επιβραβεύει και τη καθιστά ανεξάρτητη από παρεµβάσεις.
246
Ε. ∆εληγιάννη, Η προστασία των παράγωγων οπτικοακουστικών έργων κατά το ελληνικό δίκαιο,
Σάκκουλας 1996
247
Ε. Παπακωνσταντίνου, Νοµικά Θέµατα πληροφορικής, Προστασία δεδοµένων προσωπικού
χαρακτήρα, Έννοµη προστασία λογισµικού-ηλεκτρονικό εµπόριο, Σάκκουλας 2006, σελ. 3
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ