You are on page 1of 62

Αντί Ποιητικής

__________________________________________________________

© Αλέξανδρος Ευάγγελος Φασόης, Ιδεόγραμμα Amargi

Αθήνα, Μάϊος 2023

alexfassois@gmail.com

__________________________________________________________
Αλέξανδρος Ευάγγελος Φασόης

Αντί Ποιητικής
_________________________________

Ένα δοκίμιο σημασιολογικής προσέγγισης

για το ποιητικό έργο του Τάσου Φάλκου

Εκδόσεις Ιδεόγραμμα Amargi


_________________________________

Αθήνα 2023
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Μέρος Α’

Η θεωρητική προσέγγιση

μιας υλικής συνεπαγωγής του ποιητικού λόγου

…………………………………………………………………………………….. σ. 9

Μέρος Β’

Η πραγματολογική προσέγγιση

μιας ενσώματης καταγραφής ποιητικού λόγου

.…………………………………………………………………….…...………... σ. 19

Επίλογος

.…………………………………………………………………….…...………... σ. 33

Χάρτης εννοιολογικών όρων και εκφράσεων

.…………………………………………………………………….…...………... σ. 37

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

.…………………………………………………………………….…...………... σ. 55
Μέρος Α’

Η θεωρητική προσέγγιση

μιας υλικής συνεπαγωγής του ποιητικού λόγου

_________________________________________________________

(1). Δεν υπάρχει ποίηση, υπάρχουν μόνο ποιήματα.

Αυτή η επιτελική πρόταση, όσο και εάν ακούγεται αυστηρή και απόλυτη,

θα μπορούσε να γίνει ακόμα σκληρότερη: Δεν υπάρχει ποίηση, ούτε καν

ποιητές, στον βαθμό τουλάχιστον που αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν όντως

αντικειμενικά τεκμήρια περί της υπαρκτικότητας των ποιημάτων. Διότι,

για την μεν ποίηση θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι, καθώς αποτελεί

μια καθολική έννοια, μια έννοια που αν και εμφανίζεται επαρκώς

οριοθετημένη και ιδιαίτερα διευρυμένη, εντούτοις, δεν παύει να διατηρεί

την πλήρη ασάφεια που καταλαμβάνει κάθε ουσιαστικοποιήμενη ιδιότητα

των πραγμάτων, αλλά και κάθε προωθημένο εννοιολογικό ορισμό, που

ανάγεται από την περίπτωση του καθεκάστου στη συνθήκη μιας

καθολικής έκτασης.

Η ποίηση είναι, αμετάκλητα, ένα επαυξημένο κύριο όνομα με

αμφισβητούμενη αναγκαιότητα και σαφήνεια, ως προς το πεδίο των

χαρακτηριστικών επί των οποίων εφαρμόζεται. Από την άλλη πλευρά, η

έννοια που καλύπτει εκείνη την ιδιότητα της ποιητικής δημιουργικότητας

των ποιητών, δεν μπορεί να εφαρμοστεί με εξίσου καθαρότητα και

αποκλειστικότητα, καθόσον οι ποιητές είναι ανθρώπινα όντα με

ατομικότητα, μοναδικότητα και πλήρη υπαρκτική συνείδηση, και, ως εκ


τούτου, η οποιαδήποτε επιμέρους ιδιότητά τους δεν επαρκεί, καθ'

οιονδήποτε τρόπο, ώστε να καλυφθεί η πολυδιάστατη ταυτοτική τους

ολότητα. Ο ποιητής είναι, κατά περίσταση, δημιουργός του ποιητικού

λόγου, στο βαθμό που επίσης είναι εκφραστής του γενικού γλωσσικού

ιδιώματος, τελεστής ενός καθημερινού λόγου όσο και παθητικό ή

ενεργητικό υποκείμενο μιας ομιλητικής διαδικασίας και κυρίως μιας

επικοινωνιακής ανταλλαγής. Ο ποιητής είναι αμετάκλητα πρωτεύον ον,

ήτοι πρόσωπο, με πλείστες επιτελεστικές ιδιότητες μεταξύ των οποίων

κάποια ορίζεται και ως ποιητική. Καμία ιδιότητα όμως δεν δύναται να

περιορίσει με επάρκεια την προσωπικότητα, πόσο μάλλον να τη δεσμεύσει

με αποκλειστικό τρόπο. Η ποιητική διάσταση ενός ανθρώπου ισχύει και δεν

ισχύει, ταυτόχρονα, άλλοτε εφαρμόζεται και άλλοτε όχι, είναι και δεν είναι,

καθώς δεν αποτελεί μια μόνιμη ή απόλυτη ταυτοτική συγκρότηση της

προσωπικής του ιδιαιτερότητας. Αυτό που απομένει λοιπόν είναι μόνο η

αντικειμενικότητα των ποιητικών δημιουργημάτων, η πραγματικότητα της

ποιητικής παραγωγής, τα ίδια αυτά τα ποιήματα. Το βέβαιο είναι ότι,

όντως, υπάρχουν ποιήματα.

(2). Αυτό που κυρίως εκφράζεται εδώ, δεν είναι παρά η διάθεση να

αναδειχθεί η σημασία της ποιητικής παραγωγής, ως πρωτεύουσας, έναντι

κάθε άλλης δημιουργικής διάστασης που σχετίζεται με την ποιητική

δραστηριότητα. Για τον λόγο τούτο και ο Αριστοτέλης, όταν θελήσει να

αναφερθεί στην ποιητική τέχνη και τα έργα της, ονομάζει την πραγματεία-

του, ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ, και όχι απλά ΠΟΙΗΤΙΚΗ. Όταν αναφερόμαστε εν

γένει στην ποίηση, ίσως σκεφτόμαστε κάποιους συγκεκριμένους ποιητές,

ίσως πάλι να έχουμε κατά νου ορισμένα ποιήματα που θα θέλαμε να

υπάρχουν οπωσδήποτε, να τα έχουμε δηλαδή αναγνώσει, να τα έχουμε

συναντήσει και κυρίως να τα ανακαλούμε εύκολα στη θύμησή μας.

10
Θυμόμαστε πάντοτε τα ποιήματα που μας έχουν συγκινήσει, μας έχουν

μεταφέρει εικόνες και συναισθήματα, μας έχουν ακολουθήσει για χρόνια

στην πορεία του βίου μας. Τα ποιήματα! Αυτά είναι που μας ενδιαφέρουν,

λες και είναι αληθινές υπάρξεις ανθρώπων που έχουμε την ευκαιρία

πάντοτε να τους συναντάμε όταν το θελήσουμε, πάντοτε να τους

αγαπούμε και πάντοτε να τους σκεφτόμαστε με νοσταλγία παλιών φίλων

και συντρόφων. Τα ποιήματα είναι λοιπόν αγαπημένα «πρόσωπα»

κάποιων απρόσωπων και αόρατων συνοδοιπόρων μας.

(3). Τα ποιήματα αντιστρέφουν τον χρόνο. Έχουν τη δύναμη κυρίως να

μετασχηματίζουν, σαν από θαύμα, κάθε εξατομικευμένο επεισόδιο και

κάθε αφηγηματικό γεγονός σε ένα συμβάν μιας εσαεί παρουσίας και ενός

παρόντος-γίγνεσθαι. Και εδώ, εγείρεται το πρώτο καθοριστικό ερώτημα:

Τι είναι ακριβώς ένα ποίημα;

Άραγε, ό,τι προσονομάζεται ως ποίημα μήπως αποτελεί εκείνον τον

ιδιάζοντα «τρόπο του λέγειν», ενός λόγου δηλαδή που διαθέτει μεν

ποικίλους τρόπους να εκφέρεται, αλλά μόνο στην ποίηση εκδηλώνει την

υπερβολική του διάσταση; Άραγε, ό,τι καταδεικνύεται ως ποίημα μήπως

αφορά μόνο σε μια ιδιαίτερη «κατεύθυνση του νοήματος», δηλαδή την

επικέντρωση προς μια καθορισμένη τοποθέτηση των λέξεων και προς ένα

γλωσσικό περιβάλλον διφορούμενων προτάσεων, με την αυστηρή όμως

σημασία μιας άμεσης εποπτείας, μιας θέασης αυτού του ίδιου του

«περιβάλλοντος νοήματος»; Ή μήπως, απλά, το κάθε επονομαζόμενο

ποίημα στοχεύει σε κάποιο «αδιόρατο στόχο», όπου το εκφέρον και το

εκφερόμενο, το σημαίνον και το σημαινόμενο, οφείλουν να συναντηθούν;

Προφανώς, λοιπόν, το ποίημα, σε όποια διάσταση από τις παραπάνω και

11
εάν το σκεφτούμε, είναι αυτό που συνήθως, και κυρίως, περιγράφει μια

κίνηση. Αναδεικνύει μια κίνηση που δεν είναι εύκολο να αποτυπωθεί με

κανέναν άλλο τρόπο. Περιγράφει την κίνηση από το εξωτερικό περίβλημα

των αισθήσεων, εκείνον τον ακρότατο αντιληπτικό ορίζοντα της ύπαρξης,

εκεί όπου οι εμπειρίες συναντώνται με τους τυχαίους αντιπρόσωπους του

κοσμικού Είναι, προς τον εσώτερο και βαθύτερο Εαυτό μας.

Το ποίημα είναι ο ορισμός μιας Οικειώσεως, όπως ακριβώς μας την

παρέδωσαν οι Στωικοί φιλόσοφοι, όταν θέλησαν να μιλήσουν για τις

βαθύτερες αποχρώσεις του λόγου και του στοχασμού. «Ποιητικά κατοικεί

ο άνθρωπος», μας αποκαλύπτει ο φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, Μάρτιν

Χάιντεγκερ, αναπαράγοντας προφανώς με έξαρση την ποιητική σύλληψη

του ρομαντικού Φρίντριχ Χέλντερλιν, όταν επιχειρήσει να εκφράσει την

ιδέα της συνολικής διαθεσιμότητας και το στοχαστικό άνοιγμα του

ανθρώπου προς τον Κόσμο. Τα ποιήματα αντιστρέφουν τη φυσική ροή του

Χρόνου, ακριβώς διότι συλλαμβάνουν την ιδεατή κίνηση του χρονικού και

την αποτυπώνουν με δύναμη, με έμπνευση και ενάργεια, ακινητοποιώντας

αυτό που δεν συλλαμβάνεται ποτέ στην ολότητά του και δεν περιορίζεται

ποτέ στη ρευστότητά του. Κάθε ποίημα είναι ένα στιγμιαίο απόλυτο.

(4). Πώς όμως είναι δυνατή η ποιητικότητα του λόγου, δηλαδή η ποιητική

σύνθεση;

Και αυτό αποτελεί ένα δεύτερο και καθοριστικό ερώτημα στο εγχείρημα

που αποτολμούμε. Έχοντας θέσει αυτό το συγκεκριμένο ερώτημα,

ουσιαστικά, έχουμε αποδεχθεί ότι κάθε ποίημα αποτελεί έναν εξαιρετικά

σύνθετο όρο, ο οποίος θα μπορούσε να αναλυθεί σε πλείστους άλλους,

απλούς και μη αναλύσιμους περαιτέρω. Αυτή η προσέγγιση είναι που

12
αποκαλύπτει τη διαδικασία μιας αλλογενούς εκφραστικής ποιητικότητας

του λόγου και τον μετασχηματισμό του από γλωσσικό φαινόμενο σε

πραγματολογική συνεκδοχή του διανοείσθαι. Επιπρόσθετα, αυτό που

καταδεικνύεται είναι ότι στο βαθμό που κάθε ποιητικός λόγος συντελείται

ως μια δομική εσωτερίκευση, ως ένα περιβάλλον δηλαδή βιωματικής

κατεύθυνσης και μαζί αισθητηριακής αντίληψης, τότε υφίσταται η

διεργασία, όπως ακριβώς την ορίσαμε παραπάνω: αυτής που τίθεται ως

αντίθετης στη στιγμιαία κίνηση της συνειδητότητας, αυτής που

εναντιώνεται στην ίδια τη ροή και το βέλος του Χρόνου.

Η ιδιάζουσα κίνηση της αναστροφής των «γεγονότων» όμως είναι ένας

στοχαστικός ορισμός που μας έρχεται από τη φιλοσοφική παράδοση των

Στωικών και εννοιολογείται ως «οικείωσις». Ας διερωτηθούμε κάπως

σχετικά με αυτή την έννοια και τους λόγους για τους οποίους την εισήγαγε

η στωική θεώρηση. Ίσως θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι: τα γεγονότα

που αναστρέφονται δεν είναι τα συμβάντα που συμβαίνουν στο υπαρκτικό

γίγνεσθαι. Καθόσον ένα γεγονός αποτελεί τον ορισμό της συνείδησης που

αφηγείται, κατά συνέπεια, κάθε γεγονός αποτελεί μια μετά-διαδικασία του

συμβάντος. Εξ ου, γεγονός και συμβάν δεν συμπίπτουν, ούτε χρονικά, ούτε

χωρικά, πόσο μάλλον διανοητικά. Τόσο το γεγονός όσο και το συμβάν

αναφέρονται στο ίδιο, ή περίπου στο ίδιο, «πράγμα» του κόσμου, αλλά δεν

σημαίνονται από αυτό: ισόνομα, εξίσου και επακριβώς. Εδώ, σημαίνον

είναι το κοσμικό ή καθαυτό «πράγμα» και σημαινόμενο είναι ό,τι

εμφανίζεται άλλοτε ως επι-συμβαινόμενο και άλλοτε ως επ-αφηγούμενο.

Επισυμβαινόμενο είναι αυτό που δύναται να συλλάβει η συνείδηση,

αμυδρά και αναποφάσιστα, ακαθόριστα ίσως, και δύναται επίσης να συν-

αντιληφθεί ως όριο της πραγματικότητας, της συνάντησης δηλαδή με το

πραγματικό «είναι». Ενώ, επ-αφηγούμενο είναι, αποκλειστικά και μόνο,

αυτό που κατέχεται από τη συνείδηση, μια ολοκληρωτική δηλαδή εμπειρία,

13
μία «κατ’ αίσθηση αντίληψη» και όχι μια «κατ’ αίσθηση εποπτεία»,

σύμφωνα πάντοτε με την καντιανή ορολογία και την υπερβατολογική

διερμήνευση, η οποία προφανώς ισχύει σε κάθε περίπτωση του επι-

συμβαινόμενου.

Η απόσταση που διαχωρίζει το συμβάν από το γεγονός αποκαλύπτεται,

διαυγέστερα, στην απόσταση και στο ρήγμα που διαχωρίζει το ενύπνιο από

το ξυπνητό ή και συνειδητό. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το ενύπνιο

εγγράφεται οριστικά και αμετάκλητα στο ασυνείδητο, εφόσον βεβαίως

αποδεχτούμε αυτόν τον φροϋδικό καταμερισμό της ψυχικής περιοχής του

ασύνειδου. Το ερώτημα όμως παραμένει:

Πώς είναι δυνατή η ποιητική σύνθεση;

Η απάντηση έρχεται αφενός από το περιβάλλον της οικειώσεως, δηλαδή

από την εσωτερίκευση του λέγειν, και αφετέρου από τον διαχωρισμό, ήτοι

τη συνειδητή διάκριση που επιτυγχάνεται ανάμεσα στο συμβάν και το

γεγονός, ανάμεσα στο λέγειν και το λεχθέν, όπως χαρακτηριστικά

τονίζεται από τη λακανική θεωρία του ομιλητικού πεδίου της συνείδησης.

Μόνο με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατή μια συνάντηση ανόμοιων και

ανίδιων συνειδησιακών καταστάσεων του όντος. Το ποίημα διενεργείται ή

πραγματώνεται, υλοποιείται δηλαδή στο σημείο τομής του εφικτού και του

ανέφικτου, του υποστασιακού και του περιστασιακού λόγου. Τότε είναι που

εκφέρεται το λέγειν ως λεχθέν και το λεχθέν ως προλεγόμενο. Ιδού, η

οριακή σύνθεση του ποιητικού λόγου. Ιδού, η καταιγιστική ανάδυση του

ποιήματος ως υλικής συνεπαγωγής απελεύθερης του νοήματος.

14
(5). Και τέλος, ας έρθουμε στο τρίτο ερώτημα με το οποίο ίσως μπορέσουμε

να πραγματοποιήσουμε μια συνοπτική προσέγγιση σε αυτό το οριακό

φαινόμενο του ποιητικού λόγου, όπως αυτό εκδηλώνεται μέσα στο

περίκλειστο πεδίο ενός εκάστου, αλλά και του συνόλου των ποιημάτων.

Γιατί υπάρχει η αναγκαιότητα του ποιητικού λόγου, γιατί υπάρχει η

αναγκαιότητα της έκφρασης μέσω ενός ποιήματος;

Το ποίημα μπορεί να ερμηνευτεί με πολλές σημασίες, αλλά και με ποικίλες

διαφοροποιήσεις σε ό,τι αφορά στην πρόσληψη, την απεικόνιση, τον

συμβολισμό, ακόμα και την απαγγελία του. Όμως δεν μπορεί ποτέ να

αντικατασταθεί, ολοκληρωτικά, από οποιαδήποτε άλλη έκφραση της

ανθρώπινης αισθητικότητας και διανοητικότητας. Δεν μπορεί να

αλλοιωθεί, τόσο στη δομή, αλλά ούτε και στη μορφή ή το περιεχόμενο που

μεταφέρει. Για την ακρίβεια, δεν μπορεί ποτέ να διερμηνευθεί. Ένα ποίημα,

– κάθε ποίημα, είναι μια ολότητα που τελικά ποτέ δεν αποσυντίθεται στα

«εξ ων συνετέθει». Δεν μπορείς να διασκορπίσεις ένα ποίημα στις λέξεις

του, δεν μπορείς να το κατακερματίσεις στις προτάσεις του, δεν μπορείς

εντέλει να το αποσιωπήσεις από τα ίχνη και τις αντηχήσεις των φωνών που

μεταφέρει. Ακριβώς διότι αυτό το ίδιο, αυτή η συνθετότητά του, αυτή η

τροπικότητα του ιδιάζοντος λόγου-του είναι που ολοκληρώνει τον ίδιο τον

κόσμο. Ο Λόγος και ο Κόσμος είναι που δεν συναντώνται. Και τότε

εμφανίζεται ένα ποίημα, – το ποίημα που αντιστρέφει τη ροή του Χρόνου,

που αντιστρέφει τον Λόγο, που αντιστρέφει τον Κόσμο. Και ο άνθρωπος –

ποιητής, δημιουργός, αφηγητής, ακροατής – βρίσκεται στο επίκεντρο μιας

πρωτεϊκής δημιουργίας, μιας άλλοτε επικής και άλλοτε λυρικής έκφρασης

ίσως, αλλά πάντοτε στο επίκεντρο μιας Κατάστασης που υπερβαίνει και

την Υπόσταση των όντων και την Περίσταση του γίγνεσθαι.

15
Το ποίημα είναι υπαρκτό, όχι λόγω της ουσίας που φέρει, όχι λόγω των

ιδιοτήτων που κατέχει, αυτών δηλαδή που εγκλωβίζονται εντός του και του

προσδίδουν νόημα ή περιεχόμενο, ούτε – και κυρίως ούτε, λόγω της

μορφικής του επάρκειας, της φυσικής του αναγκαιότητας ή ακόμα και της

λογικής του ικανότητας. Το ποίημα είναι υπαρκτό διότι εγκαινιάζει εκ νέου

τα πράγματα. Τους δίνει όνομα, γένος και κλήση. Το ποίημα εγκαλεί τα

ονοματισμένα πλέον πράγματα στη θέση τους και ιδιαίτερα τα εναποθέτει

στην ισορροπία τους. Το ποίημα ανασυνθέτει, επανα-συναρμολογεί και

επαναλειτουργεί τον Κόσμο της αλήθειας και της αρμονίας. Ξαναφέρνει το

φως, εωθινό και λυκαυγές, πάντοτε. Επανα-θυμίζει την καλοσύνη και τη

μοναδικότητα της απαρχής του λόγου που προσκαλεί στο φως. Το ποίημα

είναι πάντοτε ολόκληρο και μοναδικό. Είναι όλος ο κόσμος σε μία και μόνη

ένδειξη. Όλος ο κόσμος σε ένα ποίημα, – στο κάθε ποίημα.

16
Μέρος Β’

Η πραγματολογική προσέγγιση

μιας ενσώματης καταγραφής ποιητικού λόγου

_________________________________________________________

(6). Ας έρθουμε τώρα σε έναν ιδιάζοντα τόμο με τον καθολικό τίτλο

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958-2022, του Τάσου Φάλκου, από τις εκδόσεις Φυλάτος,

Θεσσαλονίκη, 2022.

Ας εξετάσουμε ποια από τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να

μας αναδείξουν τη σημασία και τη μοναδικότητα αυτού του συγγραφικού

εγχειρήματος. Πρόκειται άραγε για μια τυπική συλλογή ποιημάτων,

εγγεγραμμένων και συνομαδούμενων σύμφωνα με κάποια επικεντρωμένη

ιστορική αναφορά, ίσως μια κοινή σημασιολογική βάση ή έστω μια κάποια

μορφική ιδιαιτερότητα και συνάφεια; Διαθέτουν δηλαδή τα ποιήματα αυτά

έναν κοινό άξονα μιας ενιαίας ποιητικής σύνθεσης; Αξιώνουν ένα πλαίσιο

γενετικής προέλευσης, μιας λόγιας διαλεκτικής δηλαδή που να

τεκμηριώνεται στην παράθεση και ίσως την αντιπαράθεση των

προβληματισμών τους; Άραγε, αποτελούν στοιχεία μιας και μόνης

καθολικής σύλληψης του προσφερόμενου περιεχομένου τους; Ή μήπως

οριοθετούν ένα πεδίο εκφραστικής περιπλάνησης και πρόσκαιρου

αναστοχασμού;
Θεωρώ ότι όλες αυτές οι συντεταγμένες που συνήθως δικαιολογούν και

επεξηγούν πλείστες συλλογές ποιητικών έργων, δεν ισχύουν στην

περίπτωση του προαναφερθέντος τόμου των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του Τάσου

Φάλκου. Ποια είναι όμως, τότε, η ειδοποιός διαφορά αυτών των

συγκεκριμένων ποιημάτων; Σε τι συνίσταται ο συνεκτικός ιστός που τα

συγκρατεί, και μαζί τα συγκροτεί, ως μέλη ενός πλήρους σώματος, μιας

επιλεκτικής και λειτουργικής συναρμογής όλων των επιμέρους ή άλλως

καθεκάστων μερών, όπου και συναρμόζουν την απαρτία του όλου; Γιατί

ενυπάρχει αυτή η «ενσώματος» ποιητική καταγραφή και, κυρίως, πώς θα

πρέπει να εννοηθεί ως έσχατο όριο μιας «άλλης» διαλεκτικής, και ίσως

αντί-ποιητικής παρουσίας, που εκ των προτέρων την ορίσαμε ως απουσία;

Διότι η προκείμενη με την οποία εκκινήσαμε είναι η πρόταση: «υπάρχουν

μόνο ποιήματα και όχι ποίηση, ή ακόμα σκληρότερα, ούτε καν ποιητές».

Όλα τα παραπάνω ερωτήματα, ίσως και να μην δικαιολογούν κάποιον

ιδιαίτερο λόγο διερεύνησης και, πιθανότατα, θα μπορούσαν συλλήβδην να

χαρακτηριστούν και ως κενά σχήματα λόγου. Αυτή είναι η εύκολη

προσέγγιση, η οποία και ολοκληρώνεται συνοπτικά και άμεσα, εάν

παραβλέψουμε όμως την επίμαχη θέση της. Η θέση αυτή υπερασπίζεται

ότι υπάρχει μία καθοριστική έννοια εδώ, και μάλιστα με ιδιαίτερη σημασία.

Μία σημασία που δεν παρακάμπτεται και δεν λησμονείται, άπαξ και

αναφέρθηκε. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε την επισήμανσή της, ακριβώς

διότι είναι η έννοια που μας προσφέρει και το κλειδί της αρχικής μας

τοποθέτησης: αυτής της «αντι-ποιητικής» θεωρητικής προσέγγισης, που

διατείνεται ότι κάθε ποιητικό εγχείρημα οφείλει να προσλαμβάνεται πέρα

από την ίδια «αξία» του και πάντοτε ως πραγματολογικό γεγονός. Ας

εξετάσουμε εκ νέου αυτή την προσέγγιση, αλλά επί του προκειμένου.

20
(7). «Υπάρχουν μόνο ποιήματα», έστω ότι είναι η αρχική μας υπόθεση. Και,

με μαθηματικό τρόπο, ας επιχειρήσουμε εν συνεχεία να αποδείξουμε είτε

την ισχύ της είτε την απόρριψή της. Μέση οδός, σε αυτή τη λογική

τυποποίηση, δεν υπάρχει. Και ποια είναι αυτή η έσχατη εννοιολόγηση της

παρούσας πραγματείας; Ακριβώς είναι και η ακροτελεύτια επισήμανση

που φέρει εγγενώς τον χαρακτήρα της συσσωμάτωσης των ποιητικών

δημιουργημάτων της συλλογής. Πρόκειται για αυτή την επισήμανση μιας

«ενσώματης» παρουσίας των ποιημάτων, με τη σημασία και την αξία της

υποστασιοποίησης και όχι ακριβώς της οντικοποίησης. Όμως το ερώτημα

εγείρεται καθοριστικά πλέον και επί των νέων υλικομορφικών δεδομένων.

Υπάρχει άραγε διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις δυο έννοιες, δηλαδή την

έννοια της υπόστασης και την έννοια της οντότητας; Και εάν υπάρχει, τότε

ποια είναι ακριβώς αυτή η διαφορά;

Ας ανατρέξουμε ορισμένες καθιερωμένες φιλοσοφικές προσλαμβάνουσες:

Με την έννοια της οντότητας οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την

αυθυπαρξία ενός όντος – ή του «καθόλου» όντος. Και ό,τι αναφέρεται εδώ,

οντολογικά ανήκει σε αυτό που παραμένει αδήλωτο, αξεδιάλυτο και

αυτοκαθορισμένο. Δηλαδή πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο

εννοιολογείται, στη σκέψη αλλά και τη γλώσσα, το ά-μορφο, το απρόσιτο

και το απροσδιόριστο, ή με φιλοσοφικούς όρους, το καντιανό «καθαυτό» ον,

ήτοι, πέραν κάθε εμπειρίας. Εν προκειμένω, μπορούμε να εννοήσουμε την

υπαρκτικότητα μιας οντότητας με αποκλειστικούς άξονες την πληρότητά

της, την αυθυπαρξία της και την αυτάρκειά της. Το μέγιστο πρότυπο σε

αυτή τη θεώρηση, δεν μπορεί παρά να είναι το εννοούμενο ως «υπέρτατο

ον», το οποίο προφανώς ανήκει στην πέραν του υπερβατολογικού σφαίρα,

άρα στο πεδίο της μεταφυσικής και υπερβατικής σύλληψης. Το ον, μόνο ως

σιωπηλή παραδοχή, μπορεί να προσεγγιστεί από τη νόηση. Το εάν υπάρχει

21
ή δεν υπάρχει, δεν μπορεί να τεθεί σε έλεγχο, καθώς δεν είναι κάτι που

ανήκει στο γνωσιακό επίπεδο του επιστημικού ή του επαληθεύσιμου.

Ανήκει στο ενδεχομενικό πεδίο της αναζήτησης των οντολογικών

θεμελίων, αλλά ακριβώς μέσα από την καθηλωτική διαπίστωση μιας

οριστικά αδύνατης εμπειριστικής απόδειξης.

Από την άλλη πλευρά, ως υπόσταση νοείται κάθε εννοιολογική πλαισίωση,

μέσα από την οποία, αφενός ετεροκαθορίζεται (και σε αντίθεση πάντοτε

με τον αυτό-καθορισμό της οντότητας) είτε ένας όρος είτε μία σημασία, που

σημαίνει επίσης ότι υπάρχει «κάτι» που εποπτεύεται, δηλαδή ανιχνεύεται

ένα περιεχόμενο, και αφετέρου διαθέτει δυνατότητες «υποδοχής» όλων των

πιθανών ποιοτήτων και ιδιοτήτων δια των οποίων αποκτάει, εγγενώς,

μορφική, δομική και κυρίως προτασιασιακή έκφανση στον κόσμο. Αυτό

είναι το νόημα της υλικής υποστασιοποίησης. Δηλαδή, υφίσταται πλέον ως

ένα υλικό υπόστρωμα, ένα υπόβαθρο, το οποίο τίθεται σε διαθεσιμότητα

των πολλαπλών ειδητικών ουσιών, είτε πρωτευουσών είτε δευτερευουσών,

και το οποίο αυτές καταλαμβάνουν. Στην περιοχή της φιλοσοφικής

σκέψης, η παραπάνω λειτουργία της υποστασιοποίησης οριοθετείται

επακριβώς με τον όρο: «πλατωνική χώρα», καθώς αναφέρεται και

περιγράφεται διεξοδικά στον πλατωνικό Τίμαιο.

Η ζωτική διαδικασία λοιπόν της υποστασιοποίησης, μόνο ως καταγραφή

του προτασιακού λόγου δύναται να εννοηθεί. Διότι ουδεμία άλλη

υπόσταση πλην της καταγεγραμμένης δεν υφίσταται. Κατά συνέπεια,

στην παρούσα προσέγγιση, η υπόσταση και η οντότητα οφείλουν να

διαχωρίζονται πλήρως. Διότι αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως στην έρευνα,

σχετικά με την (αντί) ποιητικότητα ενός συγκεκριμένου τόμου ποιημάτων

που εξετάζουμε, είναι ακριβώς να επιτευχθεί ο καθοριστικός διαχωρισμός.

Καλούμαστε να αναγνώσουμε αυτή τη ζωτική αποστασιοποίηση αφενός

ως προς τις υποστασιοποιήσεις, ήτοι τα ποιήματα, και αφετέρου ως προς το

22
καθαυτό υπαρκτικό ον, ήτοι τον ποιητή και δημιουργό. Στην προκειμένη

περίπτωση, υπαρκτικό ον είναι ο πολυδιάστατος και πολυδύναμος

δημιουργός, ποιητής κατά ιδιότητα, αλλά όχι και κατ’ αποκλειστικότητα,

καθόσον αποτελεί πρωτίστως ένα «πρόσωπο», ήτοι μία σύνθετη και

απροσπέλαστη προσωπικότητα. Και ως υλικές υποστασιοποιήσεις, δηλαδή

ταυτοτικές, υποκειμενικές και ενικές εκφάνσεις, νοούνται πλέον οι

εμφανίσεις της συγγραφικής παρουσίας: αυτός είναι ο «ενσώματος» τόμος

αυτών των ποιημάτων.

Αναφέρομαι, λοιπόν, στην έντυπη παρουσία μιας ποιητικής συλλογής, την

οποία έχουμε συλλάβει πλέον ως «ενσώματο» καταγραφή και την οποία

θα εξετάσω με κύριους άξονες: την αποβλεπτικότητα, τον αναστοχασμό και

την προοπτικότητα, ακριβώς όπως θα όφειλα να εξετάσω και μια

επιστημονική διατριβή. Μεθοδολογικά μου εργαλεία είναι αυτές οι

επιστημολογικές διατεταγμένες. Ουσιαστικά, ανατέμνω το κύριο σώμα

των εγγεγραμμένων ποιημάτων, και εξετάζω τις επιμέρους

υποστασιοποιήσεις τους, όσο πιο αναλυτικά και παραγωγικά μαζί, μου

επιτρέπουν οι θεωρητικές μου θεμελιώσεις.

Το σχέδιο της μεθοδολογικής μου ανάλυσης προσεγγίζει, καταρχάς, ό,τι

ονομάσαμε «ενσώματο» καταγραφή. Με τη σκέψη ότι η παρουσία ενός

βιβλίου δεν αποτελεί παρά την ενδιάμεση στάση, με τη σημασία της

αποβλεπτικότητας, δηλαδή ένα πεδίο συνάντησης του «κείμενου», ήτοι

αυτού που κείται, και του «διακείμενου». Εν συνεχεία, ανατρέχοντας προς

την αντίθετη φορά του χρόνου, μέσα από τον αναστοχασμό, είμαι σε θέση

να διακρίνω πλέον, έστω και αμυδρά, τη διαδικασία της «διασώματης»

γραφής: ήτοι, τη συγγραφική στιγμή, κατά την οποία η αίσθηση

μετουσιώνεται σε σκέψη. Είναι η σκέψη που γεννάει την ιδέα και η ιδέα που

αναζητάει την έννοια. Ιδού, ο λόγος, πάντοτε επιγενόμενος επί των

23
σπαραγμάτων της ενσυναίσθησης και του διανοήματος. Διότι το σώμα

είναι πάντοτε παρόν και αποτελεί το στέρεο έδαφος όλων των

συναισθηματικών και αντιληπτικών δυνάμεων του ανθρώπου. Το σώμα,

ολόκληρο και αποκλειστικά, είναι η ίδια η υπερβατολογική παραγωγή της

ανθρωπινότητας, και όχι κατεξοχήν η σκέψη και ο νους, όπως διατείνεται

ο φιλοσοφικός λόγος. Και το ποίημα, όπως και κάθε ποίημα, συντηρεί

μοναδικά εκείνη την οριακή σχέση του ανθρώπου με τον λόγο, όπως

διενεργείται και όπως εκφράζεται μέσα από μία «διασώματο» πάντοτε

συγγραφή, τη γραφή της γλώσσας. Και είναι η γραφή της γλώσσας που

διαρκώς παραμένει μετέωρη ανάμεσα στο σήμα του σώματος και το νόημα

της επικοινωνίας. Ή μήπως θα όφειλα να πω, το επινόημα της κοινωνίας;

Υπάρχει ένα και μόνο στάδιο ανάλυσης που δεν διατρέξαμε ακόμα, και

τούτο είναι το πλέον ενδιαφέρον, διότι εναγκαλίζεται, ήτοι

συμπεριλαμβάνει με ασφυκτικό όμως τρόπο, τον «άλλον», τον αναγνώστη,

τον παρατηρητή ή και τον κριτή ίσως. Πρόκειται για το καταληκτικό στάδιο

του σχεδίου που έχω αναλάβει, ώστε να διαφανούν όλες οι σημαίνουσες

περιπτώσεις, σύμφωνα με τις οποίες η αρχική διατύπωση της «αντι-

ποιητικής» παρουσίας έρχεται εις πέρας.

Τι είναι όμως και σε ποιο ακριβώς σημείο συντελείται η τελική ανάγνωση

ενός ποιήματος; Κάθε ανάγνωση διενεργείται, λένε, κατά περίπτωση.

Αφορά στον αποδέκτη της και μόνο. Ισχύει αυτό, άραγε; Θεωρώ ότι ο

αναγνώστης δεν έχει και τόσα πολλά περιθώρια επιλογών, ούτε και

διατυπώσεων περί της αναγνωστικής του δεινότητας, όσο και διαχείρισης

των δεδομένων που κάθε ποίημα φέρει, και άρα προσφέρει, εγγενώς. Ο

αναγνώστης ακολουθεί στα κύρια βήματα αυτής της προδιαγεγραμμένης

«εν-νοηματικής» πορείας. Κάτι σαν μαθηματική λογική συμπερασμού, που

δεν σου αφήνει πολλαπλές χρήσεις αυτής της μιας και μοναδικής

αξιωματικής της σύλληψης. Εντούτοις, υπάρχει και εδώ το ίδιο και

24
καταλυτικό σε όλα και παντού σώμα. Όχι όμως πλέον ως σώμα γραφής,

σώμα λόγου ή σώμα νοήματος, αλλά κυριότατα ως σώμα επί του οποίου

αναγράφεται ο λόγος.

Και το σώμα παραστέκεται, είναι αυτός ο εμπαθής ή απαθής παραστάτης

και συμπαραστάτης μαζί, όπως αποτυπώνεται στα μελανόμορφα αγγεία,

ή και στα ταφικά σήματα, στα ίχνη των οδών προς τις παρυφές των

πόλεων, ακόμα και στα περάσματα που οδηγούν στους τόπους των νεκρών.

Το ίδιο πάντοτε σώμα του αναγνώστη, άλλοτε ποθητό και άλλοτε

επιθυμούμενο, άλλοτε φωτεινό και άλλοτε σκοτεινό, άλλοτε βέβηλο και

άλλοτε ιερό. Και αυτό το σώμα είναι που στρέφεται προς το ποίημα. Δεν

αποστρέφεται τη γραφή της γλώσσας που αναμένει τη συγγραφή και την

αποτύπωση των παρακείμενων λέξεων. Εντέλει, δεν αποφεύγει την

αναγραφή εκείνης της πρωταρχικής αίσθησης και του νοήματος, που τον

τοξεύουν ως άλλα βέλη, ενός άλλου σπαρακτικού πάθους, επί του ιδίου

«σεβαστιάνιου» σώματός του. Είναι πλέον το ίδιο το σύμβολο, το μνημείο

εκείνης της πρώτης διάθεσης και του συμβολικού νοήματος, που

προσφέρεται ως σφάγιο, θυσία στο βωμό του (ανύπαρκτου) ποιητικού

λόγου. Διότι είναι ο ίδιος ο αναγνώστης, μια «παρασώματος» αναγραφή

και το ίδιο το ποίημα μία διαχρονική πλέον «επιγραφή». Διαγραφή, όπως

και διαφυγή από τον τρόπο αυτόν, δεν υπάρχει. Το ποίημα είναι ανεξίτηλο.

Και ακριβώς όπως θα ήθελα να δείξω με συγκεκριμένα παραδείγματα

παρακάτω, θεωρώ ότι, η εξεταζόμενη «ενσώματος» συλλογή των

ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του Τάσου Φάλκου, αποτελεί την κυριολεκτική κατοχύρωση

ενός παραστατικού σώματος του Λόγου, μιας συνταγματικής εφαρμογής

του πλήρους φάσματος μιας και μόνης ιδέας, τόσο κοινής όσο και

απόμακρης από τον καθημερινό μας λόγο. Την ιδέα της (ηθικής;)

25
αξιοπρέπειας και της καταστατικής της εγκαθίδρυσης. Η αξιολόγηση μιας

έννοιας, όπως αυτή της αξιοπρέπειας, αφορά στη σημασία των

προσφερόμενων λόγων, αφορά στη συνέπεια των εσωτερικών δρώμενων

και αφορά στη συνέχεια των επιφαινόμενων ενδείξεων. Στη σκέψη έρχεται,

αναπόφευκτα, η αντιστοίχιση με το ελάχιστο διασωζόμενο και απόκρυφο

απόσπασμα των ιερών ελευσίνιων μυστηρίων: «…δρώμενων, λεγόμενων,

δεικνυμένων».

Υπάρχουν όμως και πολλές διαφοροποιήσεις, καθώς η συνθετότητα αυτής

της μοναδικής ιδέας ή αξίας, στην οποία επικεντρώνομαι, χρήζει μιας

περαιτέρω μεθοδολογικής προσέγγισης. Ως εκ τούτου, αναγνωρίζεται

αφενός η εννοιολογική αξιοπρέπεια του λόγου, αφετέρου η αισθητική

αξιοπρέπεια του ύφους και οπωσδήποτε η πραγματολογική αξιοπρέπεια

του ήθους. Πρόκειται για έναν «χάρτη των δικαιωμάτων» μιας συνύπαρξης

του ιδεατού και του αισθητού, του στοχαστικού και του εμπειρικού, του

ορθολογικού και του διαισθητικού.

Και εδώ, οφείλω να εξηγηθώ αναλυτικότερα. Στην προσπάθειά μου να

χρησιμοποιήσω τα εννοιολογικά εργαλεία, όπως αυτά παρουσιάστηκαν

στις παραπάνω παραγράφους του κειμένου αυτού, διέκρινα ότι το

καταλληλότερο τρίπτυχο μέσω του οποίου θα επετύγχανα τον στόχο μου,

μιας ερμηνευτικής και κριτικής δηλαδή ανάγνωσης αυτού του

πολυδύναμου ποιητικού έργου, αποτελεί το τρίπτυχο της υποστασιακής,

περιστασιακής και καταστασιακής εφαρμογής του λόγου και των

ιδιαιτεροτήτων του.

(8). Ο λόγος των υποστάσεων είναι ο λόγος των περιγραφικών μορφών.

Είναι ο λόγος που διεκδικείται από το ίδιο το «βλέμμα», εφόσον με τη

σημασία του βλέμματος προσδιορίζεται η εννοιολογική ταυτοποίηση κάθε

26
δυναμικής επόπτευσης που αποβλέπει στον παρελθόντα χρόνο. Το

«βλέμμα» είναι πάντοτε θεωρησιακό και αναστοχαστικό, στρέφεται προς

τον εσώτερο κόσμο της ψυχικής και της συναισθηματικής ανάμνησης.

Αλλά ακριβώς λόγω αυτής της εντασιακής διάστασης που αναπτύσσεται

γύρω από την εσωτερική θέαση, το «βλέμμα» αποτελεί μια εξίσου δραστική

αντίδραση ενάντια σε κάθε παρεμβατική επέμβαση του καθημερινού που

εξασκείται αναγκαστικά. Είναι μια εγγενής όσο και εμμενής παράβαση,

ένας γνήσιος και αυτόματος μηχανισμός ενάντια στην επιβουλή του

πραγματικού. Είναι, πρωτίστως, μια προνομιακή μορφή του λόγου, αλλά

ταυτόχρονα και η κύρια πρωτο-γλωσσική διατύπωση του ανέφικτου, του

αφαιρετικού και του απροσπέλαστου. Με τον τρόπο του υποστασιακού

λόγου, το ποιητικό έργο αποτελεί ένα «μετα-πραγματικό» συμβάν, ένα

γνήσιο επισυμβαινόμενο, μια κατάθεση εμπειρίας στα όρια του

εννοιολογικού ορίζοντα.

Αντιστοίχως, ο λόγος των περιστάσεων είναι κυρίως ο λόγος ενός

κατανοητικού περιβάλλοντος. Μέσω αυτού του ειδικού περιστασιακού

πλαισίου, διαμορφώνεται ο άξονας της «διαπερατότητας του νοήματος».

Εδώ, ο λόγος συνδιαμορφώνεται ως κατανόηση και κυρίως ως εξηγητικός

λόγος. Είναι ο λόγος που εντοπίζεται στο παροντικό διακείμενο του

χρόνου. Είναι ο λόγος που καθώς εγκλωβίζεται, συστρέφει το βέλος του

χρόνου και μαζί με αυτό ολόκληρο το στοχαστικό πεδίο του νου. Η

διαπερατότητα του νοήματος αγγίζει τα όρια του γλωσσικού σύμπαντος

και εκεί είναι που απελευθερώνεται. Επαναλειτουργεί πλέον, και

αναπόδραστα, ως κίνηση της διαλεκτικής του πνεύματος και των ιδεών.

Τέλος, ο λόγος των καταστάσεων είναι ο λόγος της διερμήνευσης. Ο λόγος

των ενδεχομενικών και προτασιακών περιεχομένων. Είναι ο λόγος της

«επαναφήγησης» του άλλου. Είναι το προοπτικιστικό σχέδιο κάθε

αναγνωστικής και μαζί γνωσιακής εμπειρίας που προσβλέπει στο

27
μελλοντικό γίγνεσθαι, με τη σημασία της φαινομενολογικής

προθετικότητας της συνείδησης. Εδώ, το νέο αφήγημα εγκαθιδρύεται,

καθώς το καινό, με άλφα και ιώτα, διαστέλλει το εκτατό, και το λέγειν έχει

προσδιορισθεί ως λεχθέν. Μια μόνο κίνηση απομένει πλέον στον

συναισθηματικό και πραγματολογικό ορίζοντα του γλωσσικού ιδιώματος:

η μετακύλιση και η μετακίνηση του ιδεατού προς το άπειρο του αλλότριου

είναι. Εκεί, ίσως, η συνάντηση με τον άλλον συνομολογεί το τελικό

εγχείρημα του ποιητικού λόγου. Την ηθική σύνταξη. Το ποίημα είναι το

μοναδικό παραστασιακό κατάλοιπο που τεκμηριώνει την ηθικότητα του

λόγου. Είναι η αισθητή παρουσία του ελάχιστου στην απεριόριστη απουσία

του μεγαλειώδους. Το ποίημα αποτελεί την αυτογραφή κάθε

καταστασιακού λόγου. Είναι ένα στιγμιαίο απόλυτο.

(9). Σε όλα τα παραπάνω, παραθέτω τρία σημεία αναφοράς από τον τόμο

«ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958 – 2022» του Τάσου Φάλκου, ώστε να καταδειχθούν οι

προαναφερθέντες άξονες της κριτικής αυτής ανάγνωσης.

28
ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: ΠΡΩΤΟ – το επικό χαρακτηριστικό της

ευγένειας, έστω και ως αντιθετικό στοιχείο της αλλοκτονίας.

ΣΤΗΝ ΠΥΛΗ

Πλήξη και υπνωτική γαλήνη

στ’ άχρονο και αμετάθετο βασίλειο των Αξιών

Εδώ φυτρώνουν μόνον αμάραντα φυτά

κι είν’ άγνωστο το ξύπνημα των λουλουδιών

και των καρπών τ’ ωρίμασμα

Όμως στην άθλια Θήβα των καιρών

οι αξίες φεύγουν συγχυσμένες να κρυφτούν

τρέχουν εδώ κι εκεί βρόμικες καταματωμένες

ενώ μπροστά στην πύλη

ο Ετεοκλής κι ο Πολυνείκης

δολοφονούν ο ένας τον άλλον για τη βασιλεία

29
ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: ΔΕΥΤΕΡΟ – το λυρικό χαρακτηριστικό της

ομορφιάς, ιδιαίτερα μέσω της ερωτικής ανάμνησης.

ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΚΑΛΑΜΙΑ

Φωτεινή της θλίψης

γυναίκα της σελήνης και του πηγαδιού

νοστάλγησα το μελιχρό σου χρώμα

Όταν ο ήλιος γέρνει

σε βλέπω στην ακτή

των νεανικών μου χρόνων

σαν βάρκα που ήρθε και άραξε

μέσα στις καλαμιές

Κι όταν βραδιάζει

σε φέρνω μες στη φαντασία μου και σε σμιλεύω

σου βάζω ροζ του πληγωμένου δειλινού

και κίτρινο σταχυού

ώσπου στο τέλος στέκεσαι μπροστά μου

βασίλισσα της θλίψης

ανάμεσα στις νυχτωμένες καλαμιές

30
ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: ΤΡΙΤΟ – το πραγματολογικό χαρακτηριστικό

της καλοσύνης, κυρίως μέσω του αντιπαραθετικού στοιχείου της

ματαιοδοξίας.

Η ΚΟΛΥΜΠΗΘΡΑ

Από νωρίς βγήκαμε στους αγρούς και περιμέναμε

Θα ερχόταν, λέει, ο άγγελος

ν’ αναταράξει τα νερά της κολυμπήθρας

Τον περιμέναμε με το μυαλό

με το στομάχι μας με τ’ άντερά μας

Το δειλινό κάποιος δοκίμασε και να προσευχηθεί

τα λόγια του πέφταν σαν χόρτα μαραμένα

Το βράδυ πέρασε ένας κυνηγός

ρωτούσε για τους ποντικούς του τόπου

Μετά πέρασε ο φονιάς του κυνηγού

Τον άγγελο κανείς τους δεν τον είχε δει

Έπειτα ο ουρανός σκοτείνιασε

αρχίνησε να βρέχει

πλημμύρισε κι η κολυμπήθρα

τα πτώματα βγήκαν στην επιφάνεια

τα μέτωπά μας στάζανε φαρμάκι

ήμασταν έξαλλοι χειρονομούσαμε

γυρίσαμε στα σπίτια μας γδυθήκαμε

πέσαμε σε μια τρύπα δίχως τέλος

31
Επίλογος

«φανερὸν δὲ ἐκ τῶν εἰρημένων καὶ ὅτι οὐ τὸ τὰ γενόμενα λέγειν, τοῦτο

ποιητοῦ ἔργον ἐστίν, ἀλλ᾽ οἷα ἂν γένοιτο καὶ τὰ δυνατὰ κατὰ τὸ εἰκὸς

ἢ τὸ ἀναγκαῖον.» – (Αριστοτέλους, Περί ποιητικής, 1451a36-38)

Το επίμαχο σημείο της προσέγγισης που επιδιώκω επικεντρώνεται στο

ερώτημα: Γιατί υπάρχει η αναγκαιότητα της ποιητικής δημιουργίας; Γιατί

υπάρχει η αναγκαιότητα της ποιητικής σύνθεσης; Γιατί υφίσταται η

πραγματικότητα των ποιημάτων; Ως εκ τούτου, οφείλω λοιπόν να

συγκεφαλαιώσω:

Η πρόταση που επιχειρώ αφορά στην κύρια έννοια που θεωρώ ότι

ανιχνεύεται στο επίτομο έργο του Τάσου Φάλκου, ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958 – 2022,

και αυτή η έννοια δεν είναι άλλη από αυτή της «αξιοπρέπειας». Σε αυτήν

θα πρέπει να αναγνωρίσουμε, αφενός τον συγγραφικό πυρηνικό

χαρακτήρα και, αφετέρου, τη βασική θεματική-της ανάπτυξη ως το

συνδετικό πλέγμα που διατρέχει το συνολικό σώμα του έργου.

Στην πραγματεία αυτή, καλούμαστε να εντοπίσουμε αλλά και να

διαχωρίσουμε: την αξιοπρέπεια του λόγου, την αξιοπρέπεια του ύφους και

την αξιοπρέπεια του ήθους. Η αξιοπρέπεια του λόγου είναι αυτή που μας

οδηγεί στην ευγένεια, η αξιοπρέπεια του ύφους μας προσφέρει την

ομορφιά και η αξιοπρέπεια του ήθους μας αναδεικνύει την καλοσύνη.

Αυτές είναι οι διακριτές περιοχές της αξιολογικής κρίσης, μέσω των οποίων

μας παρέχεται η ποιητική διεργασία, δηλαδή ο λειτουργικός μηχανισμός

της εντύπωσης, της μνήμης και της ενσυναίσθησης.


Είχα τη χαρά και την τιμή να γνωρίσω την ποίηση του Τάσου Φάλκου μέσα

από την επαφή μου με τον ανεκτίμητο χώρο του Πολιτιστικού Ιδρύματος

της «ΥΔΡΙΑΣ». Τα κυριότερα χαρακτηριστικά που ξεχώρισα και εκτίμησα

ιδιαίτερα, ίσως δεν είναι τα πλέον «ποιητικά» στοιχεία που διακρίνει και

αναζητάει κανείς στις συγκαιρινές ποιητικές συλλογές, όσο τα ακόμη

σημαντικότερα χαρακτηριστικά των ανθρωπιστικών και ηθικών αξιών που

ουσιαστικά κινητοποιούν τη ζωή μας, την αίσθηση και τη σκέψη μας. Αυτά

τα υλικά της ποίησης είναι διαχρονικά και είναι ακριβώς τα «υλικά» που

μας προσφέρει απλόχερα η επίτομη έκδοση.

Μίλησα για αξίες και ξέρω πόσο δύσκολο είναι να επιμείνει κανείς σε αυτό,

ειδικά στους καιρούς μας (όπως και πάντοτε, εξάλλου). Αλλά οι

ανθρώπινες αξίες της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και του ηθικού

προσανατολισμού, θεωρώ, ότι αποτελούν τους κύριους άξονες κάθε

πολιτισμικής δραστηριότητας, είτε το αποδεχόμαστε είτε όχι.

Εν τούτοις, οι ίδιες οι «αξίες» έχουν άλλοτε διερμηνευτεί και άλλοτε

παραγνωριστεί ή αγνοηθεί στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Οι αξίες,

πρωτίστως, έχουν αναζητηθεί στην περιοχή της σκέψης και των ιδεών,

έχουν επίσης θεωρηθεί αντικειμενικές ή υποκειμενικές, φυσικές ή

μεταφυσικές, υπαρκτές ή ανύπαρκτες, και υπάρχει μία μεγάλη φιλοσοφική

παράδοση γύρω από την αναγκαιότητα, την ικανότητα και την επάρκεια

που διαθέτουν να διαμορφώνουν τη ζωή και τους στόχους των ανθρώπων.

Το κυριότερο χαρακτηριστικό που τεκμηριώνει τη χρησιμότητά τους είναι ο

δυναμικός συσχετισμός τους, η αλληλεπίδραση με τις κατηγορίες της

αλήθειας και του καλού. Ό,τι ανάγεται σε αξία σημαίνει, καταρχήν,

αξιολόγηση, σημαίνει κρίση και επίγνωση. Αλλά οι αξίες δεν

κατηγοριοποιούνται, ούτε ως είδος ούτε ως μέσον. Ανήκουν αποκλειστικά

στην «μεταίχμια» περιοχή ανάμεσα στο αφηρημένο και το συγκεκριμένο

που ορίζεται ως «ορίζοντας» των συναισθηματικών καταστάσεων.

34
Αυτός ο «ορίζοντας» συγκροτεί την προσωπική, τη διαπροσωπική και την

υπερπροσωπική οντότητα του προσώπου, με την πλήρη σημασία μιας

ελεύθερης, αξιοπρεπούς και ηθικής παρουσίας. Από εδώ εκπηγάζει η ίδια

η ανθρωπινότητα, εκπηγάζει η αυτοποιητική δύναμη του ανθρώπου.

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα πολυδιάστατα ποιήματα του Τάσου

Φάλκου ανακαλύπτω διαρκώς εκείνη την ήρεμη δύναμη που μας

προσφέρει μόνο η επαφή με το φυσικό και το αβίαστο, αλλά και το σταθερά

εμποτισμένο με τις παραπάνω αξίες που ανέφερα. Ως εκ τούτου, είναι

σοβαρό και τολμηρό το εγχείρημα, είναι όμως και άκρως απαραίτητο: κάθε

σκέψη οφείλει να οδηγεί στον άνθρωπο, κάθε ενέργημα κρίνεται με βάση

την ενσυναίσθηση και κάθε δημιουργία αποβλέπει σε μια ηθική

πραγμάτωση.

Ιδού, η πολύτιμη συνάντηση του έντεχνου και του καθημερινού, ο κοινός

τόπος της ζωής και της ποίησης, το πέρασμα από το «εγώ» στο «εσύ». Και

αυτό είναι που υπηρετεί με συνέπεια, με αγάπη και τόλμη η ποίηση του

Τάσου Φάλκου.

35
Χάρτης εννοιολογικών όρων και εκφράσεων

Αλήθεια: (α-λήθη) Λέξη, ιδέα και έννοια που εκφράζει ένα ευρύτατο πεδίο

φιλοσοφικών, ηθικών και πραγματολογικών ενδιαφερόντων της σκέψης

και της συνείδησης του ανθρώπου. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές

θεωρήσεις σύμφωνα με τις οποίες προσδιορίζεται η έκταση, η ένταση και η

διαβάθμιση ενός εκάστου επιπέδου που σχετίζεται τόσο με τον

προσανατολισμό όσο και τους άξονες των επιστημών που αφορούν στη

διερεύνηση αυτού του καθοριστικά «μη ορίσιμου» σημασιολογικού

φαινομένου της γλώσσας, της σκέψης και της πράξης. Κυριότερες

προσεγγιστικές ερμηνείες περί της αλήθειας είναι: η θεωρία της

αντιστοιχίας, η θεωρία της συνοχής, η πραγματιστική θεωρία, η

συσταλτική θεώρηση και, τέλος, η θεωρία κατηγόρησης. (Βλ. ενδεικτικά,

Ντέιβιντσον, Ντ., Αλήθεια και κατηγόρηση, Εκκρεμές, 2016)

Αξία: Κάθε ειδική συνθήκη σύμφωνα με την οποία προσδιορίζεται η

σημασία του νοήματος σε μία προτασιακή αναφορά λόγου (γλωσσική αξία

ή αναπαραστατική θεώρηση του νοήματος). Κάθε οριακή συνθήκη με την

οποία ελέγχεται η δυναμική ενός πραξιακού περιεχομένου (υποκειμενική

αξία ή καταστασιακή θεωρία του δέοντος). Κάθε γενική συνθήκη με την

οποία προωθείται η εποπτική και επιστημική εμβέλεια της εμπειρίας

(αντικειμενική αξία ή υποστασιακή θεώρηση της πραγματικότητας).

Παραδείγματα έχουμε στις εφαρμογές της διάκρισης, της ιεράρχησης και

της κανονικοποίησης. Με τη διάκριση ελέγχουμε τις περιστασιακές

αντιφάσεις, με την ιεράρχηση συντάσσουμε το δομιστικό περιβάλλον και,

τέλος, με την κανονικοποίηση συστηματοποιούμε την ταυτότητα του

αναλλοίωτου. Η αξία, συνηθέστατα, κατηγοριοποιείται ως «καλό». Αυτό

δε, άλλοτε ορίζεται ως «ορθό», άλλοτε ως «ωφέλιμο» και άλλοτε ως

«λειτουργικό». Με τον τρόπο αυτό, παράγεται κάθε φυσική, λογική και


ηθική υποστασιοποίηση των αξιωματικών προσλήψεων της συνείδησης

και του νου. (Βλ. ενδεικτικά, Williams, B., Η ηθική και τα όρια της

φιλοσοφίας, Αρσενίδη, 2009)

Αποβλεπτικότητα – αναστοχασμός – προοπτικότητα: Οι τρεις κύριες

διαδικασίες του εγκεφαλικού νου και της σκεπτικής διάνοιας. Επίσης,

κύριοι τρόποι της στοχαστικής παραγωγής κάθε γνωσιακού περιεχομένου.

Η αποβλεπτικότητα αναφέρεται και ως προθετικότητα, αλλά με ελαφρώς

διαχωρισμένο εννοιολογικό περιεχόμενο. Με άλλο επιτελεστικό σύστοιχο

των τριών ενεργημάτων, εμφανίζεται η κατεύθυνση, ο τρόπος και η

στόχευση κάθε διανοητικής διεργασίας του νου, και η οποία διενεργείται

μέσω της φαινομενολογικής προσέγγισης. (Βλ. ενδεικτικά, Μακντάουελ,

Τζ., Ο Νους και ο Κόσμος, Π.Ε.Κ., 2013)

Αυτοποίηση: Σύγχρονη θεωρία της επιστήμης της Βιολογίας σύμφωνα με

την οποία σε κάθε σύστημα έμβιων οργανισμών ενυπάρχει εγγενώς μία

κυκλική διαδικασία αέναης «αναδημιουργίας». Επίκεντρο αυτής της

θεώρησης αποτελεί η αρχή της διατήρησης και της ανταλλαγής της

ενέργειας που πρωτο-παρατηρήθηκε σε μοριακές δομές της ύλης. Η θεωρία

έχει επεκταθεί τόσο σε μη έμβια συστήματα (με τη σημασία της

«αυτενέργειας») όσο και σε κοινωνικά ή πολιτισμικά μορφώματα που

εμφανίζονται με εγγενείς τάσεις προς νέες δομές συλλογικής δράσης (με

τη σημασία της «αυτονόμησης»). Το σημείο που ενδιαφέρει είναι το

μεταιχμιακό πρότυπο ανάμεσα στον ετεροπροσδιορισμό και τον

αυτοκαθορισμό ενός υποκειμένου και αυτό είναι που ορίζεται μέσω των

συστημάτων παρατήρησης που, σε δεύτερο βαθμό, επεκτείνονται και

προσδιορίζονται ως συστήματα αυτοπαρατήρησης. Με τη διενέργεια αυτή

εξομαλύνεται η αντίφαση ανάμεσα σε δράση και νόηση του παρατηρητή,

μια αντίφαση που δεσμεύει καθοριστικά τις κλασικές επιστημολογικές

θεωρίες επόπτευσης και εμπειρίας, και επιπρόσθετα επέρχεται μία νέα

38
θέαση της πραγματικότητας, όπου ο κόσμος πλέον «συνομολογείται» τόσο

από την αντιληπτικά υποκειμενική και αφηγηματική άποψη όσο και από

την επιστημικά αντικειμενική και πραγματολογική όψη των πραγμάτων.

(Βλ. ενδεικτικά, Maturana, H.R., Varela, F., Το Δέντρο της Γνώσης, Οι

βιολογικές ρίζες της ανθρώπινης νόησης, Κάτοπτρο, 1992)

Γεγονός και συμβάν: Σημαντική διάκριση ανάμεσα στο αφηγούμενο και το

συμβαινόμενο, ανάμεσα σε ό,τι εμποτίζεται από τη δομή του υποκειμένου

και σε ό,τι κυριαρχείται από τη δυναμική του πραγματικού. Από την

πλευρά του αφηγηματικού γεγονότος, οι κύριοι άξονες που τίθενται είναι

η αίσθηση, η εποπτεία, η αντίληψη και η συνείδηση. Το «καθαυτό» συμβάν,

αντιστοίχως, δεν εντοπίζεται σε καμία παραστατική διεργασία, παρά μόνο

εφόσον έχει ήδη αναπαραχθεί ως αφήγημα. Άρα, το επισυμβαινόμενο

πλέον ανήκει στο χώρο των λόγων και όχι στη φύση των πραγμάτων. Με

τον τρόπο αυτό, θα μπορούσαμε επίσης να ορίσουμε και το πεδίο της

γεγονικότητας σε αντιδιαστολή προς την επικράτεια των συμβάντων ή

κοινώς συμπαντικό γίγνεσθαι. Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης, η

διάκριση αυτή έχει επισύρει πολλαπλές θεωρήσεις, ερμηνείες και

οπωσδήποτε διενέξεις ανάμεσα σε ορθολογιστές και εμπειριστές, ανάμεσα

σε πραγματιστές και ιδεαλιστές, ανάμεσα σε μεταφυσικούς και

σκεπτικιστές. (Βλ. ενδεικτικά, Ντέιβιντσον, Ντ., Αλήθεια και κατηγόρηση,

Εκκρεμές, 2016, επίσης, Merlin, D., Η Καταγωγή του Σύγχρονου Νου, Τρία

στάδια στην εξέλιξη της κουλτούρας και της γνωσιακής λειτουργίας,

Μ.Ι.Ε.Τ., 2018 και επίσης, Quine, W.V. – Ullian, J.S., Ο Ιστός της Πεποίθησης,

Leader Books, 2002)

Δρώμενων, λεγόμενων, δεικνυμένων: Από τις ελάχιστες μαρτυρίες που

διασώθηκαν σχετικά με το κυριότερο τελετουργικό τρίπτυχο των μεγάλων

Ελευσίνιων μυστηρίων της αρχαίας Αθήνας, προς τιμή της θεάς Δήμητρας

και της Κόρης, και βάσει του οποίου τελούνταν η μύηση όσων συμμετείχαν.

39
Η ολοκλήρωση της τελετής ονομαζόταν «εποπτεία». Υποστηρίζεται ότι σε

αυτό το λατρευτικό τυπικό ανιχνεύεται η καταγωγή του αρχαίου δράματος

και της θεατρικής τέχνης. (Βλ. ενδεικτικά, Λεκατσάς, Π., Το Θείον Δράμα,

Θρησκειολογική Μελέτη, Κείμενα, 1976)

Εννοιολογικό, αισθητικό, πραγματολογικό: Μεθοδολογικό τρίπτυχο

πλαισιακών θεωρήσεων δια του οποίου διερμηνεύεται το όλον ως ενιαίο.

Ήτοι, δεν επιμερίζει τον τρόπο αντίληψης των πραγμάτων που επισκοπεί,

αλλά προσεταιρίζεται μέσω θεωρησιακών πλαισίων κάθε ολοκληρωτική

σύλληψη του κόσμου ως απόλυτο μέγεθος. Κάθε πτυχή του συλλαμβάνει,

προσδιοριστικά, την ιδιαίτερη σήμανση, πλευρά ή όψη του εποπτικού του

πεδίου. Ως εποπτικό θεωρησιακό πλαίσιο, εδώ, νοείται η εργαλειακή

διάταξη που συμπεριλαμβάνει εξίσου μία θεωρητική και μία πρακτική

εφαρμογή κάθε σχηματοποιημένης και υπερβατολογικής πρόσληψης. (Βλ.

ενδεικτικά, Καντ, Ιμμ., Κριτική του Καθαρού Λόγου – Α’ & Β’ Μέρος,

Παπαζήσης, 1979)

Λέγειν και λεχθέν: Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις διαφορετικές

σημασιολογικές εμφανίσεις αυτού του συνδυασμού των επιμέρους όρων:

(α). Η λογική σύνταξη, όπως εκφράζεται στη στωική φιλοσοφική παράδοση

μέσω της γλωσσικής εκφοράς του νοήματος. Εδώ, το μεταιχμιακό σημείο

της διάστασης του λόγου ορίζεται ως λεκτόν. Άρα, λεκτόν, λέγειν και

λεχθέν ανήκουν στην ίδια λογική κατηγορία (έκταση) του νοήματος, αλλά

με διαφορετική σημασιολογική παρουσία (ένταση). (Βλ. ενδεικτικά, Long,

A.A., Η Ελληνιστική Φιλοσοφία – Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, Μ.Ι.Ε.Τ.,

2012).

(β). Η λακανική διάταξη ή σημαίνουσα κατανομή του γλωσσικού πεδίου,

όπου η αντίστοιχη προσλαμβάνουσα και η επίσης «γλωσσο-αναλυτική»

σύνθεση, περί της ερμηνείας του ομιλητικού πεδίου, διερμηνεύονται ως οι

κύριοι φορείς της βαθύτερης γνωσιοθεωρητικής προσέγγισης μιας

40
γλωσσικής δόμησης του ασύνειδου. Η γλωσσοκεντρική στροφή της

παραδοσιακής φροϋδικής ψυχολογίας του βάθους στην λακανική

ψυχαναλυτική θεώρηση εμφορείται από μία υπέρ (δια)λεκτική φόρτιση του

αναλυόμενου, ενώ ακρογωνιαίος λίθος πλέον της ψυχαναλυτικής

διαδικασίας αναδεικνύεται η λεκτική διερμήνευση των πολύπλευρων

εκπομπών αυτού του συνδιαλέγεσθαι του αναλυτή. (Βλ. ενδεικτικά, Λακάν,

Ζ., Λειτουργία και Πεδίο της Ομιλίας και της Γλώσσας στην Ψυχανάλυση,

Εκκρεμές, 2005).

(γ). Η σημασιολογική παράταξη ή πλαισίωση των όρων, ήτοι, με τον

απλούστερο τρόπο, η παρουσία του «λέγειν» ως συμβαινόμενου και του

«λεχθέντος» ως γεγονότος. Στο παρόν δοκίμιο, η εκδοχή αυτή είναι η

βασική συνθήκη της θεώρησης που διακρίνει ανάμεσα στο συμπαντικό

μιας κυριολεξίας και το αφηγηματικό της επιλεκτικότητας. Το λέγειν

πιστοποιείται στον καθολικό λόγο και νόμο του πραγματικού, ενώ το

λεχθέν ταυτοποιείται στον ενικό ορίζοντα του υποκειμενικού. (Βλ.

παραπάνω, στο ίδιο κείμενο, σσ. 14 και 28)

Λόγος, ύφος, ήθος: Με τη σύνθεση αυτή, κυρίως χαρακτηρίζεται η

πρωτότυπη κατηγοριοποίηση που επιτυγχάνει ο Στωικισμός, όλων των

φιλοσοφικών του θέσεων, δηλαδή το μεθοδολογικό, εργαλειακό και

θεωρητικό εκείνο τρίπτυχο που συναποτελείται από τη λογική, τη φυσική

και την ηθική προσέγγιση του στωικού υλικομορφικού γίγνεσθαι. (Βλ.

ενδεικτικά, Long, A.A., Η Ελληνιστική Φιλοσοφία – Στωικοί, Επικούρειοι,

Σκεπτικοί, Μ.Ι.Ε.Τ., 2012)

Οικείωσις: Τεχνικός όρος και χαρακτηριστικό στοιχείο της στωικής ηθικής

φιλοσοφίας. Ανιχνεύεται και στις τρεις περιόδους του Στωικισμού (Αρχαία,

Μέση και Νέα Στοά), αλλά εντοπίζεται κυρίως στο έργο του στωικού

φιλόσοφου Ιεροκλή, του 1ου αιώνα μ.Χ. Ο ορισμός αυτής της έννοιας δεν

είναι εφικτό να αποσαφηνιστεί εντελώς, παρότι ανευρίσκεται σε πλείστα

41
αποσπάσματα των έργων των Στωικών όσο και των αντιπάλων τους. Με

την οικείωση, η στωική σκέψη επιχειρεί ουσιαστικά την επέκταση του

αντιληπτού και φαινόμενου κόσμου της καθημερινής πραγματικότητας με

την ανάδειξη, ταυτόχρονα, ενός εσωτερικού πεδίου αναστοχασμού και

ενσυναίσθησης. Το κυριότερο στοιχείο που ενεργοποιείται μέσω της

οικείωσης είναι ένα συνεκτικό ενέργημα αυτοσυνείδησης. Με αυτούς τους

όρους, η οικείωση τοποθετείται στο επίκεντρο της ηθικής σκέψης και

δράσης της στωικής φιλοσοφίας, καθώς επαυξάνει τη δελφική προτροπή

και σωκρατική διδασκαλία σχετικά με το «γνώθι σαυτόν». Εννοιολογικά,

ορίζεται με τις αρκετά πλησιέστερες έννοιες της εξοικείωσης και της

ιδιοποίησης, αλλά ίσως είναι προτιμότερο να ορισθεί δια της αντιθετικής

έννοιας της αλλοτρίωσης ή αποξένωσης. Στην νεότερη φιλοσοφική

παράδοση, η έννοια εντοπίζεται σε μία πλειάδα σημαντικών φιλοσόφων,

ως διευρυμένο πλαίσιο οπωσδήποτε και με σύνθετους ή διαφορετικούς

ορισμούς. Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι Σπινόζα, Καντ, Χέγκελ,

Σοπενχάουερ, Νίτσε, Χάιντεγκερ, Σαρτρ, Φουκώ, Λεβινάς, Ντελέζ κ.ά. Η

στωική φιλοσοφία χαρακτηρίζεται, αφενός, για την υλικομορφική της

διάσταση και, αφετέρου, για τον ηθικό της προσανατολισμό. Οι

εννοιολογικοί άξονες του τοπικού, του υλικού και του εποπτικού στοιχείου

ανταποκρίνονται με συνέπεια στις φιλοσοφικές κατευθύνσεις του

τρίπτυχου της φυσικής, της λογικής και της ηθικής προσέγγισης,

κατευθύνσεις για τις οποίες ενδιαφέρονται ιδιαίτερα οι Στωικοί. Στο βαθμό

που διερευνήσουμε την έννοια της οικείωσης μέσω αυτών των

εννοιολογικών σταθερών, δηλαδή του «τόπου», της «ύλης» και της

«εποπτείας», τότε ίσως σχηματίσουμε μία καθαρότερη εικόνα αυτής της

ιδιαίτερα πολυσύνθετης και πολυδιάστατης φιλοσοφικής έννοιας. (Βλ.

ενδεικτικά, Long, A.A., Η Ελληνιστική Φιλοσοφία – Στωικοί, Επικούρειοι,

Σκεπτικοί, Μ.Ι.Ε.Τ., 2012)

42
Οντότητα και υπόσταση: Διάκριση ανάμεσα στην ύπαρξη του όντος και τις

υποστασιακές του εκφάνσεις. (Βλ. παραπάνω, στο ίδιο κείμενο, σσ. 21-23)

Η υπαρκτικότητα των όντων σηματοδοτείται ως δείξη ή κατάδειξη, ενώ η

υποστασιοποίηση των όντων σημασιολογείται ως ένδειξη. Καθοριστικό

σημείο εμφάνισης στο φιλοσοφικό στερέωμα αυτών των εννοιολογικών

διακρίσεων, αποτελεί ο ώριμος πλατωνικός διάλογος, Τίμαιος, όπου με τον

όρο «τούτο» καταδεικνύεται η σταθερότητα και το αμετάβλητο των όντων,

ενώ με τον όρο «τοιούτο» επιχειρείται ακριβώς η περιγραφή των ασταθών

εικόνων του κόσμου των φαινομένων, στο ίδιο πλατωνικό έργο. (Βλ.

Πλάτων, Τίμαιος, Εστία, 2014, 49e-50b)

Ορίζοντας συναισθηματικών καταστάσεων: Τόπος όλων των διεργασιών,

των διεπαφών και των διαδραστικών εκφάνσεων του εσώτερου ψυχισμού

με τον εξώτερο κόσμο του πραγματικού γίγνεσθαι. Σημείο τομής ανάμεσα

στο «υπερκείμενο» του λόγου (προτασιακό περιεχόμενο της προσωπικής

ταυτότητας του ατόμου) και το «διακείμενο» της αντίληψης (εμπειρικό

υπόβαθρο κάθε έκφρασης των συναισθηματικών-του εκδηλώσεων).

Μεταιχμιακό χαρακτηριστικό που οριοθετεί τη σύγκλιση του

αισθητηριακού πεδίου και της διανοητικής εμβέλειας της ανθρώπινης

εμπειρίας. Ως κομβικό σημείο κοινού τόπου συνάντησης (τόσο των

νοηματικών και ψυχολογικών διαστάσεων του υποκειμένου όσο και των

πραγματολογικών συνδηλώσεων που καθορίζουν την εξατομίκευση ενός

εκάστου των ατόμων) αναδεικνύεται η συναισθηματική διαγωγή, δηλαδή

ένα εμφατικό φαινόμενο σύμπλεξης που ονομάζεται πρωταρχικό

συναίσθημα. Τρείς είναι οι βασικές δομικές εμφανίσεις αυτού του

πρωτογενούς ανθρωπολογικού υλικού: η αίσθηση του φόβου, η αίσθηση

του πόνου και η αίσθηση του δέους. Ο συνδυασμός αυτών (συρραφή,

ενότητα ή σύνολο) παράγει κάθε άλλο γνωστό συναίσθημα, μέσω μιας

ποικιλίας εντάσεων και εκτάσεων του δυναμικού τους. Επίσης, η

43
τριγωνικότητα που αναπτύσσεται μεταξύ ενός ζωτικού παρατηρητή και

του εξατομικευμένου ορίζοντα της συναισθηματικής του ενικότητας

διαγράφει ένα τόξο επίκεντρης γωνίας, το εύρος του οποίου συνίσταται

από έναν συσχετισμό, συναρτησιακού τύπου, ανάμεσα στο πεδίο ορισμού

των καθολικών ιδιοτήτων της ουσίας ή του είναι των πραγμάτων και το

πεδίο τιμών της υπαρκτικότητας του καθέκαστου όντος. Προφανώς,

πρόκειται για μία διεπιφάνεια της εμπειρίας επί της οποίας εγγράφεται

κάθε παρουσία της συνειδητότητας. Αυτή η διεπιφάνεια αποτελεί το

συγκροτητικό πεδίο της συνείδησης. (Βλ. ενδεικτικά, Φασόης Αλ. Ευάγγ.,

Ταυτότητα και Συναίσθημα, Ανακοίνωση στο 7ο Συνέδριο Φιλοσοφίας της

Επιστήμης, 2022, https://www.youtube.com/watch?v=FMgSOGhGaXI)

Πλατωνική χώρα: Το τρίτο γένος, κατά την πλατωνική θεώρηση, στον

τριμερή διαχωρισμό της φυσικής και κοσμολογικής διάστασης του παντός,

στο διαλογικό έργο της ώριμης φιλοσοφικής περιόδου του Πλάτωνα,

Τίμαιος. Ενδεικτικά, ορισμένα αποσπάσματα από το αρχαίο κείμενο, όπου

διαφαίνεται η πλατωνική σύλληψη αυτής της περίτεχνης έννοιας:

«…ἐπικαλεσάμενοι πάλιν ἀρχώμεθα λέγειν. ἡ δ'οὖν αὖθις ἀρχὴ περὶ τοῦ

παντὸς ἔστω μειζόνως τῆς πρόσθεν διῃρημένη: τότε μὲν γὰρ δύο εἴδη

διειλόμεθα, νῦν δὲ τρίτον ἄλλο γένος ἡμῖν δηλωτέον. τὰ μὲν γὰρ δύο ἱκανὰ ἦν

ἐπὶ τοῖς ἔμπροσθεν λεχθεῖσιν, ἓν μὲν ὡς παραδείγματος εἶδος ὑποτεθέν,

νοητὸν καὶ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ὄν, μίμημα δὲ παραδείγματος δεύτερον, γένεσιν

ἔχον καὶ ὁρατόν. τρίτον δὲ τότε μὲν οὐ διειλόμεθα, νομίσαντες τὰ δύο ἕξειν

ἱκανῶς: νῦν δὲ ὁ λόγος ἔοικεν εἰσαναγκάζειν χαλεπὸν καὶ ἀμυδρὸν εἶδος

ἐπιχειρεῖν λόγοις ἐμφανίσαι. τίν' οὖν ἔχον δύναμιν καὶ φύσιν αὐτὸ

ὑποληπτέον; τοιάνδε μάλιστα: πάσης εἶναι γενέσεως ὑποδοχὴν αὐτὴν οἷον

τιθήνην. εἴρηται μὲν οὖν τἀληθές, δεῖ δὲ ἐναργέστερον εἰπεῖν περὶ αὐτοῦ,

χαλεπὸν…» (48e-49b)

44
«…ταὐτὸν οὖν καὶ τῷ τὰ τῶν πάντων ἀεί τε ὄντων κατὰ πᾶν ἑαυτοῦ πολλάκις

ἀφομοιώματα καλῶς μέλλοντι δέχεσθαι πάντων ἐκτὸς αὐτῷ προσήκει

πεφυκέναι τῶν εἰδῶν. διὸ δὴ τὴν τοῦ γεγονότος ὁρατοῦ καὶ πάντως αἰσθητοῦ

μητέρα καὶ ὑποδοχὴν μήτε γῆν μήτε ἀέρα μήτε πῦρ μήτε ὕδωρ λέγωμεν, μήτε

ὅσα ἐκ τούτων μήτε ἐξ ὧν ταῦτα γέγονεν: ἀλλ' ἀνόρατον εἶδός τι καὶ

ἄμορφον, πανδεχές, μεταλαμβάνον δὲ ἀπορώτατά πῃ τοῦ νοητοῦ καὶ

δυσαλωτότατον αὐτὸ λέγοντες οὐ ψευσόμεθα…» (51a-51b)

«…τούτων δὲ οὕτως ἐχόντων ὁμολογητέον ἓν μὲν εἶναι τὸ κατὰ ταὐτὰ εἶδος

ἔχον, ἀγέννητον καὶ ἀνώλεθρον, οὔτε εἰς ἑαυτὸ εἰσδεχόμενον ἄλλο ἄλλοθεν

οὔτε αὐτὸ εἰς ἄλλο ποι ἰόν, ἀόρατον δὲ καὶ ἄλλως ἀναίσθητον, τοῦτο ὃ δὴ

νόησις εἴληχεν ἐπισκοπεῖν: τὸ δὲ ὁμώνυμον ὅμοιόν τε ἐκείνῳ δεύτερον,

αἰσθητόν, γεννητόν, πεφορημένον ἀεί, γιγνόμενόν τε ἔν τινι τόπῳ καὶ πάλιν

ἐκεῖθεν ἀπολλύμενον, δόξῃ μετ' αἰσθήσεως περιληπτόν: τρίτον δὲ αὖ γένος

ὂν τὸ τῆς χώρας ἀεί, φθορὰν οὐ προσδεχόμενον, ἕδραν δὲ παρέχον ὅσα ἔχει

γένεσιν πᾶσιν, αὐτὸ δὲ μετ' ἀναισθησίας ἁπτὸν λογισμῷ τινι νόθῳ, μόγις

πιστόν, πρὸς ὃ δὴ καὶ ὀνειροπολοῦμεν βλέποντες καί φαμεν ἀναγκαῖον εἶναί

που τὸ ὂν ἅπαν ἔν τινι τόπῳ καὶ κατέχον χώραν τινά, τὸ δὲ μήτ' ἐν γῇ μήτε

που κατ' οὐρανὸν οὐδὲν εἶναι. ταῦτα δὴ πάντα καὶ τούτων ἄλλα ἀδελφὰ καὶ

περὶ τὴν ἄυπνον καὶ ἀληθῶς φύσιν ὑπάρχουσαν ὑπὸ ταύτης τῆς ὀνειρώξεως

οὐ δυνατοὶ γιγνόμεθα ἐγερθέντες διοριζόμενοι τἀληθὲς λέγειν, ὡς εἰκόνι

μέν, ἐπείπερ οὐδ' αὐτὸ τοῦτο ἐφ' ᾧ γέγονεν ἑαυτῆς ἐστιν, ἑτέρου δέ τινος ἀεὶ

φέρεται φάντασμα, διὰ ταῦτα ἐν ἑτέρῳ προσήκει τινὶ γίγνεσθαι, οὐσίας

ἁμωσγέπως ἀντεχομένην, ἢ μηδὲν τὸ παράπαν αὐτὴν εἶναι, τῷ δὲ ὄντως ὄντι

βοηθὸς ὁ δι' ἀκριβείας ἀληθὴς λόγος, ὡς ἕως ἄν τι τὸ μὲν ἄλλο ᾖ, τὸ δὲ ἄλλο,

οὐδέτερον ἐν οὐδετέρῳ ποτὲ γενόμενον ἓν ἅμα ταὐτὸν καὶ δύο γενήσεσθον.

οὗτος μὲν οὖν δὴ παρὰ τῆς ἐμῆς ψήφου λογισθεὶς ἐν κεφαλαίῳ δεδόσθω

λόγος, ὄν τε καὶ χώραν καὶ γένεσιν εἶναι, τρία τριχῇ, καὶ πρὶν οὐρανὸν

γενέσθαι.» (52a-52d) (Βλ. αποσπάσματα, Πλάτων, Τίμαιος, Εστία, 2014)

45
Πράγμα – πραγμοποίηση: Οριοθέτηση, διάταξη και εναλλαγή είναι οι τρείς

δυναμικοί τρόποι σύμφωνα με τους οποίους το «πράγμα» εμφανίζεται στην

εμπειρία της εποπτείας: (α). Τα πράγματα οριοθετούν την πραγματικότητα

μέσω της διάκρισης των εκτατών ποσοτήτων τους. (β). Τα πράγματα

διατάσσονται μέσω της ιεράρχησης των ποιοτικών αξιών τους. (γ). Τα

πράγματα εναλλάσσονται μέσω της κανονικότητας των διασυνδέσεών

τους. Εφόσον ισχύει η επέκταση «μιας θεμελιώδους αρχής του φιλοσοφικού

κλάδου που διερευνά τις σχέσεις μέρους-όλου (mereology)», τότε: «Η αξία ενός

όλου (πράγματος) δεν πρέπει να θεωρείται εκ των προτέρων ότι είναι η ίδια

με το άθροισμα των αξιών των μερών (αυτού) του (πράγματος)». (Βλ.

ενδεικτικά, Moore, G.E., Principia Ethica, Π.Ε.Κ., 2022).

Επιπρόσθετα, και σύμφωνα με τους παραπάνω ορισμούς, διακρίνονται δυο

κατευθύνσεις της δυνατότητας που παρέχει η «πραγμοποίηση». Η πρώτη

είναι φιλοσοφικής κατεύθυνσης και η δεύτερη κοινωνιολογικής.

Η φιλοσοφική πραγμοποίηση αφορά στη δυνατότητα μιας ευρείας

διανοητικής αντίληψης του φιλοσοφικού σκέπτεσθαι, που ονομάζεται

«κοινός νους». Γνωστότερη μέθοδος προσέγγισης αυτής της δυνατότητας

είναι η φιλοσοφική και ψυχολογική θεωρία του «πραγματισμού». (Βλ.

ενδεικτικά, James, W., Πραγματισμός, Εκκρεμές, 2006)

Η δεύτερη προσέγγιση που αναφέρεται ως κοινωνιολογική πραγμοποίηση

αφορά στη δυνατότητα μιας εξορθολογιστικής σύνθεσης του κοινωνικο-

πολιτικού γίγνεσθαι, με τρόπο ώστε να αντιμετωπισθούν, αφενός, τα

προβλήματα της αλλοτριωμένης κοινωνικής πραγματικότητας της

σύγχρονης αστικής εποχής, και, αφετέρου, οι συνέπειες των οικονομικών

κεφαλαιοκρατικών μορφωμάτων επί των ποικίλων αστικών εμφανίσεων

της συνείδησης. Με κυριότερο στόχο την κατάδειξη των αντινομιών αυτών

των επικυρίαρχων διανοητικών εκδηλώσεων της κατεστημένης

ορθολογικότητας, συγκροτείται μία ανανεωτική θεωρία της πράξης, ώστε

46
να υπερκεραστεί η πραγμοποίηση της καθημερινής ζωής (ό,τι δηλαδή

αποκαλείται εξαντικειμενοποίηση του ατόμου) και, κατά συνέπεια, να

επέλθει μία ανατρεπτική ενεργοποίηση αυτού του παθητικού, αλλά

συνειδησιακά εξατομικευμένου, ιστορικού φορέα της Ιστορίας. Αυτό

ακριβώς το ιστορικό και πολιτισμικό εγχείρημα σχετίζεται με τη διαλεκτική

έννοια της ολότητας, και εναντιώνεται σε κάθε αλλοτριωτική ταύτιση του

«υποκειμένου» και του «αντικειμένου», όπως κυρίως προκαλείται από την

εμπορευματική διαπλοκή των ατόμων στην ισχύουσα οικονομική

πραγματικότητα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. (Βλ. ενδεικτικά,

Lukacs, G., Η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου, Εκκρεμές,

2006)

Σημαίνον – σημαινόμενο: Δύο διακριτές έννοιες-εργαλεία, ενός ενιαίου

πάντοτε, συσχετιστικού περιβάλλοντος. Κοινή αναφορά αυτού του ιδιο-

συστήματος αποτελεί η έννοια «σημείο»: (α). Σημείο είναι ό,τι διακρίνεται,

και αυτό αναφέρεται ως επικράτεια του σημείου. (β). Σημείο είναι το μη

μεταβαλλόμενο και μεταιχμιακό όριο ανάμεσα στο αντιληπτικό και το

διανοητικό, ή και ως ενέργημα του σημείου αποκαλούμενο. (γ). Και τέλος,

σημείο είναι το αδιαπέραστο και αδιάσπαστο ίχνος πύκνωσης ενός

συνειδησιακού μετασχηματισμού, ή και σημειακό πρότυπο συναρτησιακού

τύπου ονομαζόμενο. Τόσο η μελέτη των σημείων και των συμβόλων, όσο

και η χρήση ή η ερμηνεία τους συνιστούν ομού την επιστήμη της

σημειωτικής ή σημειολογίας Σύμφωνα με τον εισηγητή της έννοιας του

«αυθαίρετου» γλωσσικού σημείου, γλωσσολόγου Φερντινάν ντε Σωσσύρ,

ένα σημείο δεν αποτελεί μόνο αντιληπτική σήμανση του αντικειμένου,

όπως είναι ένας ήχος ή μία εικόνα, αλλά εκπροσωπεί επίσης και μία σκέψη

ή μία ιδέα. Δηλαδή, διαθέτει περιεχόμενο άρρηκτα συνδεδεμένο με την

έκφανση, η οποία και το εκπροσωπεί. Ως εκ τούτου, στο βαθμό που το

σημαίνον αναδύεται μέσω των ειδολογικών διαφορών ή γενετικών

47
συμπτώσεων των πραγμάτων, το σημαινόμενο διαφαίνεται ως το ιδιαίτερο

πρότυπο των σημασιών τους. Στο σωσσυριανό σημειωτικό σύστημα, το

πεδίο της γλωσσολογίας αποτελεί κλάδο της σημειωτικής. Προφανώς, το

αντίθετο δεν ισχύει. Οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε σημαίνον

και σημαινόμενο διακρίνονται από τον λογικό συναρτησιακό τύπο όπου ως

πεδίο ορισμού τίθενται οι παραστατικές μορφές των πραγμάτων, ή των

αντικειμένων της εμπειρίας, και ως πεδίο τιμών αναφύονται, κυριολεκτικά,

τα αυθαίρετα γλωσσικά σημεία ή ονόματα αυτών ακριβώς των εποπτικών

πραγμάτων, αλλά πάντοτε εντός ενός κατάλληλου συσχετιστικού και

γλωσσικού πλαισίου. Παραδείγματος χάριν, η καμπάνα ηχεί τη λήξη της

πρωινής λειτουργίας, ή αλλιώς η καμπάνα «καμπανίζει» με τη σημασία της

ολοκλήρωσης του τελετουργικού συμβάντος. Το σημαίνον αντικείμενο, η

καμπάνα εν προκειμένω, σηματοδοτεί το επισυμβαινόμενο, ήτοι το τέλος

ενός δεδηλωμένου γεγονότος, και αυτό αποτελεί εκ νέου ένα συμβάν.

Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, θα παρατηρήσουμε ότι από την

αναπαραστατική θεωρία του νοήματος, κατά τον Βιτγκενστάιν, έχουμε

περιέλθει στη δυναμική μιας σημασιολογικής διάστασης ανάμεσα σε

συμβαινόμενο και σε γεγονός, ήτοι προβάλλεται μία καταστασιακή

θεώρηση της σημειωτικής διαδικασίας. Έχει ενδιαφέρον να εντοπίσουμε

επίσης, τη σημασιολογική διασύνδεση ανάμεσα σε σκέψη, ιδέα και έννοια

ως προς την κρίση, την πεποίθηση και την επιθυμία του δρώντος

γλωσσικού υποκειμένου, αλλά αυτό υπόκειται σε διαφορετικό πεδίο της

φιλοσοφικής σκέψης.

Συμπερασματικά, ως προς την αρχική διευθέτηση των διακριτών εννοιών:

(α). Σημειακή επικράτεια ορίζεται, ως προς την αντίθεση με το μοναδιαίο,

περίκλειστο και αναπαραστατικό σημείο, η πλαισιακότητα του ίδιου του

σήματος και η εκάστοτε γλωσσική του επικράτεια (βλ. εδώ, την αντιστοιχία

με το ευκλείδειο γεωμετρικό επίπεδο). (β). Σημειακό ενέργημα αποτελεί η

48
ενδεχομενική κινητικότητα ή τροχιά του καθορισμένου γλωσσικού όρου

(βλ. επίσης εδώ, την αντιστοίχιση με την ευκλείδεια γεωμετρική ευθεία).

(γ). Και τέλος, σημειακό πρότυπο είναι μία τυπική συναρτησιακή

διασύνδεση του μέρους με την ολότητα, ή το ίχνος μιας αποτύπωσης του

εμπειρικού στον συνειδησιακό νου (βλ. εδώ, την αντιστοιχία με το

ευκλείδειο γεωμετρικό σημείο). (Βλ. ενδεικτικά, Saussure, F., Μαθήματα

Γενικής Γλωσσολογίας, Παπαζήσης, 1979)

Στο βαθμό όπου το σημείο αποτελεί μία πολιτισμική κατασκευή, οι

κυρίαρχες δομές του σημασιολογικού γίγνεσθαι εναρμονίζονται: (α). Με

τις δυναμικές μορφές των υποκαταστάσεων δια του φυσικού λόγου, (β).

Των αντικαταστάσεων δια της έλλογης παρουσίας και (γ). Των μετα-

καταστάσεων δια της ηθικής συγκρότησης του υποκειμένου. Στη

σημειωτική λειτουργία εμπίπτουν όλες οι εκφάνσεις των τεχνητών,

γλωσσικών και συμβολικών σημείων ή σημάτων, όπως είναι οι σκέψεις, οι

ιδέες και οι έννοιες, και αυτό διενεργείται, κατ’ αντιστοιχία, μέσω των

αισθημάτων, των συναισθημάτων και της αντιληπτικής νόησης. Άρα, είναι

απαραίτητο να διακρίνουμε ως προς τις κρίσεις, της πεποιθήσεις και τις

επιθυμίες του σημασιολογικά δρώντος υποκειμένου, ώστε να εκλάβουμε

το σύνολο των συνδηλώσεων και των υποδηλώσεων μιας αναγκαίας,

ικανής και επαρκούς συνθήκης εξατομικευμένης υπαρκτικότητας. Το ον

ενυπάρχει στο αφηγηματικό νόημα και προηγείται των κομβικών σημείων

που το προσδιορίζουν. Η ταυτότητα, και εν γένει οι ταυτότητες του

υποκειμένου, δεν υποστασιοποιούν την οντότητα του προσώπου, παρά

μόνο το κατοχυρώνουν στο γίγνεσθαι. Η ορισθείσα ως ενικότητα και η

προσδιορισθείσα ως ατομικότητα συγκλίνουν στο άπειρο των κατηγοριών,

των ειδών και των γενών της ουσιακότητας και όχι της οντολογίας του

είναι. (Βλ. ενδεικτικά, Deleuze, G., Διαφορά και επανάληψη, Εκκρεμές, 2019)

49
Σώμα (ενσώματος–διασώματος– παρασώματος): Σώμα είναι το υλικό

πράγμα που χαρακτηρίζεται από την έκταση. Η εκτατότητα του υλικού

σώματος, καταρχήν, οριοθετεί τον χώρο ως παρουσία και, επιπροσθέτως,

προσδιορίζει τον χρόνο ως κίνηση. Το σώμα-ύλη, το σώμα-επιφάνεια και το

σώμα-σήμα συναποτελούν ένα τρισδιάστατο σχήμα δια του οποίου η

σωματικότητα διενεργείται ως σωματοποίηση. Ήτοι, κάθε αισθητικό,

συναισθηματικό και διανοητικό ενέργημα ακολουθεί, αφενός, μία

διαδικασία σωματοποιημένης διήθησης ως προς το εξώτερο γίγνεσθαι, και

αφετέρου, προσλαμβάνεται με τη συγκροτητική διεπιφάνεια του εσώτερου

συνειδησιακού είναι. Εν προκειμένω, και ειδικότερα στο παρόν δοκίμιο,

αυτές οι υλοποιήσεις του σωματικού διαχωρίζονται: (α). Σε εν-σώματη

εμπειρία ή αναγκαία φυσική παρουσία, (β). Σε δια-σώματη αντίληψη ή

ικανή λογική δομή, και (γ). Σε παρα-σώματο προτασιακό περιεχόμενο ή

επαρκή πραγματολογική ετερότητα. Το εμπράγματο σώμα είναι μία

εκτατή οντότητα. Διακριτό, ιεραρχημένο και κανονικοποιημένο, το

εμπράγματο σώμα αποτελεί το μοναδικό, εγκλειστικό και αποκλειστικό

μαζί, όριο ανάμεσα στην εμπειρική γεγονικότητα (εποπτική, αντιληπτική

και γνωσιακή) και την καθαυτή κοσμική συμπαντικότητα. Ως εκ τούτου,

κάθε υλική υποδοχή, κάθε απτική επιφάνεια και κάθε σημειωτική

σήμανση, μέσω των οποίων ένα εμπράγματο σώμα αναδύεται στον κόσμο

των φαινομένων, ουσιαστικά, δεν θεμελιώνουν την ύπαρξή του, αλλά

ενυπάρχουν εμμενώς «εν εαυτώ». Το σώμα προηγείται κάθε άλλης

συμπληρωματικής του ταυτοποίησης, ως εγγενές και γνήσιο υπόβαθρο, ως

παν-δεχόμενο το έσχατο πραγματικό. Δηλαδή, είναι το πραγματικό που

δημιουργεί την αλήθεια στον κόσμο και όχι το αντίθετο, τουλάχιστον για

τη συνέπεια ενός θεωρησιακού και φιλοσοφικού πραγματισμού. (Βλ.

ενδεικτικά, Deleuze, G., Η λογική του νοήματος, Εκκρεμές, 2021)

50
Υλική συνεπαγωγή: Τεχνικός όρος της τυποποιημένης λογικής σύνταξης

μιας τυπικής ή μαθηματικής γλώσσας υπόδειγμα. Σε αντίθεση με τη

φυσική και ομιλητική γλώσσα, η τυπική μαθηματική γλώσσα ακολουθεί

πίνακες αληθοσυναρτήσεων και όχι πλαίσια προτασιακού λόγου. Η

σύνταξη αυτής της άλλοτε παραδειγματικής και άλλοτε διατακτικής

εκφοράς των νοημάτων, δεν ακολουθούν την προδιαγεγραμμένη

κατεύθυνση της λεκτικής σήμανσης, καθώς δεν υποστηρίζονται από

τετριμμένες ερμηνείες του προτασιακού λόγου. Επαγωγή και συνεπαγωγή

δε διαθέτουν κοινό νοηματικό πεδίο, και αυτό σημαίνει ότι όταν η επαγωγή

δηλώνει αποκλειστικά, τότε η συνεπαγωγή συνδηλώνει συμπληρωματικά

έναν οποιοδήποτε συμπερασμό. Υπάρχουν πλείστα τέτοια παραδείγματα

υπερβολικού λόγου, ενώ ελάχιστα δείγματα ελλειμματικού συγκερασμού.

Αυτό που διευρύνεται είναι το εύρος των υποθέσεων και όχι ο υλικός

κόσμος ή το σύμπαν. Στο μέτρο όπου διενεργείται μία μαθηματική, ή όχι,

υπόθεση, ουσιαστικά παραλείπεται κάθε άλλη υπόθεση ή ακόμη και ένα

άπειρο πλήθος υποθέσεων. Αλλά αυτό δεν επηρεάζει την υλική υπόσταση

του πραγματικού, καθώς το πραγματικό, υλικά και όχι μαθηματικά, δεν

αλλοιώνεται ουδόλως. (Βλ. ενδεικτικά, Wittgenstein, L., Tractatus Logico-

Philosophicus, Παπαζήσης, 1978)

Ο πραγματισμός της υλικής συνεπαγωγής διασφαλίζει την εγκυρότητα της

εμπειρίας και ταυτόχρονα αφήνει ανοικτή τη θεμελίωση ή την πιστοποίηση

των αιτίων. Η επιστήμη βασίζεται σε αυτή τη συνθήκη

συμπληρωματικότητας και επιδέχεται περαιτέρω ανάπτυξη ή νέες

υποθετικές συλλήψεις. Το αντίθετο θα δέσμευε κάθε πιθανότητα

εναλλακτικής πρόσληψης του πραγματικού. Σύμφωνα με το αξίωμα του

πραγματισμού, κάθε πραγματικό είναι απαραίτητα αληθές, αλλά αυτό δεν

σημαίνει ταυτόχρονα ότι και κάθε (υποθετικά) αληθές οφείλει να είναι και

(κατ’ ανάγκη) πραγματικό (όπως προϋποθέτει η μεταφυσική θεώρηση της

51
θεμελίωσης του πραγματικού). Ουσιαστικά, αυτό που αξιώνεται εδώ είναι

η συνθήκη της τυπικής λογικής ότι δεν πρέπει να συγχέεται η έννοια

«αυτού που δηλώνει» με την έννοια «αυτού που συνδηλώνεται» (ήτοι,

ισχύει διάκριση ανάμεσα σε λογική επαγωγή και λογική συνεπαγωγή). (Βλ.

ενδεικτικά, Rorty, R., Η φιλοσοφία και ο καθρέφτης της φύσης, Κριτική, 2001)

Υπόσταση, περίσταση, κατάσταση: Κύριες αξιωματικές συνδηλώσεις του

όντος. Επίσης, αξιωματική κατηγοριοποίηση των υπαρκτικών οντολογικών

δυνατοτήτων κάθε σκέψης, ιδέας ή έννοιας. Υποστασιακά, το ον

ενυπάρχει. Περιστασιακά, το είναι ή η ουσία διαμοιράζεται. Και

καταστασιακά, το γίγνεσθαι επισυμβαίνει. Με τον όρο της υπόστασης,

λοιπόν, νοείται κάθε μορφική εμφάνιση, δια της οποίας διακρίνεται και

διαχωρίζεται μία εμπράγματη οντότητα, ενώ με τον όρο της περίστασης

ορίζεται το δομιστικό περιβάλλον αυτής ακριβώς της μορφικής παρουσίας.

Τέλος, με τον όρο της κατάστασης προσδιορίζεται η σημασιολογική

ανάδειξη του άλλου, ήτοι ενός ετέρου λόγου και μιας οριακής εαυτότητας.

Ας θεωρήσουμε ότι: (α). Η κατεύθυνση του διακρισιακού βλέμματος, (β). Ο

τρόπος της ιεραρχικής δομής του περιβάλλοντος και (γ). Ο στόχος της

κανονιστικής ετερότητας του λόγου, συναποτελούν τους στοιχειώδεις

οντολογικούς άξονες μέσω των οποίων το ον αυτο-συγκροτείται και

αυτοκαθορίζεται. Υποστασιακά, περιστασιακά και καταστασιακά

περιχωρούνται όλες οι εκφάνσεις, οι ενδείξεις και οι εμφανίσεις του

πραγματικού ως προς το εσώτερο και εγγενές συνειδησιακό πρότυπο, και

επίσης, αντίστοιχα, συγκροτείται κάθε περιγραφή, κατανόηση και

ερμηνεία της επικράτειας των λόγων ως προς το αληθές του κοσμικού

πραγματικού. Μέσω της αλληλοπεριχώρησης αυτών των συνδηλωτικών

στάσεων, ξεδιπλώνεται κυριολεκτικά το όριο της εμπειρίας, αλλά και

διασφαλίζεται, ταυτόχρονα, η λειτουργία του ανθρωπολογικά πολύτιμου

συνειδησιακού ορίζοντα. Αναλυτικότερα, η υπόσταση είναι που μας

52
προσφέρει το γενεαλογικό σημείο του «ίδιου», ως πιστοποίηση ή

ταυτότητα, δηλαδή μας διακρίνει το σημασιολογικό «ταυτόν» του

πράγματος. Η περίσταση είναι που μας εισάγει στην ειδολογική σειρά

(γραμμή) μιας αξιολογικής κλίμακας του «όμοιου», ως προσομοίωση ή

κατηγορική σήμανση, δηλαδή μας ιεραρχεί το πράγμα «ως προς εκείνο».

Και τέλος, η κατάσταση είναι που μας εμφανίζει την κανονικοποίηση ενός

νομολογικού πεδίου (επίπεδο) του «ετέρου», ως πραγματολογική έκφανση

του συνειδησιακού ορίζοντα των κρίσεων, των πεποιθήσεων και των

επιθυμιών ενός προτασιακού υποκειμένου, δηλαδή είναι το πραγματιστικό

γίγνεσθαι που μας προσανατολίζει προς τον «άλλον». (Βλ. ενδεικτικά,

Foucault, M., Οι λέξεις και τα πράγματα, Πλέθρον, 2022)

Η κατεξοχήν πρωτότυπη μεθοδολογική ιδέα μιας τριπλής εννοιολογικής

προσέγγισης όλων, αλλά και ενός εκάστου, των υπό φιλοσοφική εξέταση

φαινομένων του επιστητού, ανήκει στην πλατωνική κοσμοθεώρηση και

έρχεται από το ώριμο φιλοσοφικό έργο του Πλάτωνα. Μέσα από αυτό το

μεθοδολογικό πρότυπο, αλλά όχι στην κυρίως αυστηρή του εφαρμογή, θα

μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι: (α). Η μεν υποστασιοποίηση μάς

καταδεικνύει την προθετικότητα και την αποβλεπτικότητα του όντος

(φαινομενολογία του νου), (β). Η δε περιστασιοποίηση μάς υποδεικνύει την

αποβλεπτικότητα της ουσίας ή του είναι (ψυχολογία του βάθους), και (γ).

Η δε καταστασιοποίηση μάς αποδεικνύει την προοπτικότητα του καθαυτό

γίγνεσθαι (φιλοσοφία της γλώσσας). Εν κατακλείδι, μέσα από τη

δυνατότητα, τη σημασία και τη στοιχείωση της έννοιας του «προσώπου»

αναδεικνύεται η θεμελιακή σύλληψη της φιλοσοφικής (άλλοτε μονιστικής,

απόλυτης και κυκλικής ή άλλοτε γραμμικής και εσχατολογικής) διάνοιας

του ανθρώπου. (Βλ. ενδεικτικά, Bataille, G., Η εσωτερική εμπειρία, Πλέθρον,

2018)

53
Ολοκληρώνοντας αυτόν τον κύκλο των εννοιολογικών αρμολογήσεων,

επισφραγίζω όλα τα παραπάνω, με μία ειδική υποσημείωση:

Υποσημείωση:

Οι παραπάνω θεωρητικοί προσδιορισμοί του εννοιολογικού αυτού χάρτη,

επιχειρούν τη διασάφηση αποκλειστικά των θεματικών όρων που

χειρίζονται, μόνον ως προς το κείμενο που εξυπηρετούν και εις το οποίο

αναφέρονται. Σε καμία περίπτωση, δεν εξαντλούν το επιστημικό πεδίο των

ορισμών τους οποίους επιχειρούν να περιγράψουν, να εξηγήσουν ή να

ερμηνεύσουν. Κάθε ορισμός της παρούσης «χαρτογράφησης» λειτουργεί

με σχετική αυτονομία, καθώς αντιπροσωπεύει πλήρως τον δικό του λόγο

εντός της δοκιμιακής αυτής πραγματείας. Εν τούτοις, ισχύει μία γραμμική

συρραφή των νοηματικών και κυρίως των εννοιολογικών διατυπώσεων, η

οποία προφανώς και ανασυνθέτει με συνέπεια έναν συγκεκριμένο

σημασιολογικό κύκλο, επίσης αυτοτελή και αυτόνομο, έτσι ώστε το νήμα

του νοήματος, όχι μόνο να μη διακόπτεται, αλλά ακόμη περισσότερο να

λειτουργεί ως δεσμευτικό υπερσύνολο αυτών των εννοιών. Όλοι οι όροι των

παραπάνω εννοιολογικών πεδίων συλλειτουργούν, απαραιτήτως, αλλά

όχι με μοναδικό και αποκλειστικό τρόπο.

54
Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Καντ, Ιμμ., Κριτική του Καθαρού Λόγου – Α’ & Β’ Μέρος, Παπαζήσης, 1979

Λακάν, Ζ., Λειτουργία και Πεδίο της Ομιλίας και της Γλώσσας στην

Ψυχανάλυση, Εκκρεμές, 2005

Λεκατσάς, Π., Το Θείον Δράμα, Θρησκειολογική Μελέτη, Κείμενα, 1976

Μακντάουελ, Τζ., Ο Νους και ο Κόσμος, Π.Ε.Κ., 2013

Ντέιβιντσον, Ντ., Αλήθεια και κατηγόρηση, Εκκρεμές, 2016

Πλάτων, Τίμαιος, Εστία, 2014

Φασόης Αλ. Ευάγγ., Ταυτότητα και Συναίσθημα, Ανακοίνωση στο 7ο

Συνέδριο Φιλοσοφίας της Επιστήμης, 2022

Bataille, G., Η εσωτερική εμπειρία, Πλέθρον, 2018

Deleuze, G., Διαφορά και επανάληψη, Εκκρεμές, 2019

Deleuze, G., Η λογική του νοήματος, Εκκρεμές, 2021

Foucault, M., Οι λέξεις και τα πράγματα, Πλέθρον, 2022

James, W., Πραγματισμός, Εκκρεμές, 2006

Long, A.A., Η Ελληνιστική Φιλοσοφία – Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί,

Μ.Ι.Ε.Τ., 2012

Lukacs, G., Η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου, Εκκρεμές,

2006

Maturana, H.R., Varela, F., Το Δέντρο της Γνώσης, Οι βιολογικές ρίζες της

ανθρώπινης νόησης, Κάτοπτρο, 1992

Merlin, D., Η Καταγωγή του Σύγχρονου Νου, Τρία στάδια στην εξέλιξη της

κουλτούρας και της γνωσιακής λειτουργίας, Μ.Ι.Ε.Τ., 2018

Moore, G.E., Principia Ethica, Π.Ε.Κ., 2022

Quine, W.V. – Ullian, J.S., Ο Ιστός της Πεποίθησης, Leader Books, 2002

Rorty, R., Η φιλοσοφία και ο καθρέφτης της φύσης, Κριτική, 2001


Saussure, F., Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Παπαζήσης, 1979

Williams, B., Η ηθική και τα όρια της φιλοσοφίας, Αρσενίδη, 2009

Wittgenstein, L., Tractatus Logico-Philosophicus, Παπαζήσης, 1978


___________________________________________________

ΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

ΦΑΣΟΗ ΑΝΤΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ

ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ

ΤΟ ΕΡΓΟ «ΘΙΣΒΗ» ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΕΙΝΑΙ

ΤΟΥ ΤΖΟΝ ΓΟΥΪΛΑΜ ΓΟΥΟΤΕΡΧΑΟΥΖ (1909)

Η ΣΧΕΔΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ALEF

Η ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΚΑΙ Η ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ ΕΓΙΝΕ

ΣΤΟ PROTOΤΥΠΟ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΕ ΑΠΛΟ ΧΑΡΤΙ 80 ΓΡΑΜΜΑΡΙΩΝ ΚΑΙ

ΣΕ ΕΚΑΤΟ ΑΡΙΘΜΗΜΕΝΑ ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 2023 ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ AMARGI

___________________________________________________

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΦΑΣΟΗΣ

____________________________________________________
«Δεν υπάρχει ποίηση, υπάρχουν μόνο ποιήματα. Ο ποιητής είναι, κατά

περίσταση, δημιουργός του ποιητικού λόγου, στο βαθμό που επίσης είναι

εκφραστής του γενικού γλωσσικού ιδιώματος, τελεστής ενός καθημερινού

λόγου όσο και παθητικό ή ενεργητικό υποκείμενο μιας ομιλητικής

διαδικασίας και κυρίως μιας επικοινωνιακής ανταλλαγής. Ο ποιητής είναι

αμετάκλητα πρωτεύον ον, ήτοι πρόσωπο, με πλείστες επιτελεστικές

ιδιότητες μεταξύ των οποίων κάποια ορίζεται και ως ποιητική. Καμία

ιδιότητα όμως δεν δύναται να περιορίσει με επάρκεια την προσωπικότητα,

πόσο μάλλον να τη δεσμεύσει με αποκλειστικό τρόπο. Αυτό που απομένει

λοιπόν είναι μόνο η αντικειμενικότητα των ποιητικών δημιουργημάτων, η

πραγματικότητα της ποιητικής παραγωγής, τα ίδια αυτά τα ποιήματα. Το

βέβαιο είναι ότι, όντως, υπάρχουν ποιήματα».

Το Αντί Ποιητικής του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΦΑΣΟΗ, συγγραφέα και

σκηνοθέτη, αποτελεί ένα δοκίμιο σημασιολογικής προσέγγισης για το

επίτομο έργο, ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958 – 2022 του Τάσου Φάλκου.

_________________________________

Εκδόσεις Ιδεόγραμμα Amargi

_________________________________

You might also like