You are on page 1of 2

ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩ∆ΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙ∆Η

" Ἑλένη "


(πηγή: Albin Lesky, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1990)

Ένα σταθερό σηµείο στη χρονολογία των δραµάτων του Ευριπίδη προσφέρει
η «Ελένη». Από δύο σχόλια στον Αριστοφάνη (Θεσµ. 1012 και 1060) ξέρουµε ότι
ανέβηκε στα 412 π.Χ. µαζί µε την «Ανδροµέδα». Αυτή η σταθερή τοποθέτηση µας
είναι διπλά πολύτιµη, γιατί συγχρόνως µας προσδιορίζει χρονικά µιαν ολόκληρη
οµάδα δραµάτων του Ευριπίδη, που συνανήκουν και στο περιεχόµενο και στη µορφή.
Στην «Ηλέκτρα» ήδη η ακολουθία αναγνώρισης και πλοκής (ἀναγνώρισις καὶ
µηχάνηµα) είχε διαµορφώσει τον καµβά της δράσης. Αν εκεί όµως πίσω από όλα
υπήρχε ένα σοβαρό πρόβληµα, τώρα τα στοιχεία που αναφέραµε αποκτούν έναν
υψηλό βαθµό αυτοτέλειας κι επηρεάζουν συνολικά το έργο.
Ο Στησίχορος είχε τραγουδήσει στην «Παλινῳδία» του ότι µόνο ένα είδωλο
της Ελένης πήγε στην Τροία, και ο Ηρόδοτος (2, 112) ήξερε την παραµονή της στην
Αίγυπτο. Εκεί βρίσκουµε την Ελένη στο δράµα του Ευριπίδη ακριβώς τον καιρό που
ο Μενέλαος, κουβαλώντας το είδωλο της γυναίκας του, που για χάρη του χρειάστηκε
να καταστραφεί η Τροία, στο γυρισµό του ναυαγεί στην ακρογιαλιά της Αιγύπτου. Ο
προστάτης της Ελένης, ο γέρος βασιλιάς Πρωτέας, έχει πεθάνει, κι ο γιος του ο
Θεοκλύµενος, που θέλει να την παντρευτεί µε τη βία, την αναγκάζει να καταφύγει
στον τάφο του πατέρα του. Εκεί απαγγέλλει τον πρόλογό της, που τον χρειαζόταν
πολύ εξαιτίας της περίπλοκης προϊστορίας αυτού του έργου. Η ακόλουθη εµφάνιση
του Τεύκρου, που πηγαίνει για την Κύπρο, την ρίχνει ακόµα σε πιο βαθιά θλίψη.
Μαζί µε άλλα άσχηµα νέα αυτός της φέρνει και την είδηση ότι ο Μενέλαος
σκοτώθηκε. Ύστερα από άφθονο θρήνο, στον οποίο συµµετέχουν οι γυναίκες του
Χορού (15 Ελληνίδες σκλάβες), η Ελένη πηγαίνει µαζί τους στο παλάτι, για να
ρωτήσει την αδελφή του βασιλιά, τη Θεονόη, που έχει προφητικά χαρίσµατα, για την
τύχη του ανδρός της. Μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που η σκηνή µένει αδειανή
ύστερα από την πάροδο του Χορού. Έτσι δηµιουργείται για το Μενέλαο, που µπαίνει
στη σκηνή, η ευκαιρία να εκθέσει µε έναν καινούριο πρόλογο τη δική του
κατάσταση. Η Ελένη, που η Θεονόη της έδωσε περισσότερες ελπίδες, εµφανίζεται
ξανά µε το Χορό, κι εξελίσσεται τότε η αναγνώριση που, περνώντας από διάφορες
βαθµίδες, παραµερίζει τη δυσπιστία και την αµφιβολία των συζύγων.
Αυτό όµως είναι ένα ξανασµίξιµο µέσα στη δυσκολία και τον κίνδυνο. Αν ο
Θεοκλύµενος απειλεί µε θάνατο όλους τους ξένους, τουλάχιστον ο σύζυγος της
Ελένης θα µπορούσε να υπολογίζει ότι θα του γίνει χάρη. Πολλά εξαρτώνται από τη
Θεονόη. Η σιωπή της κερδίζεται σε µια µεγάλη σκηνή µετάπεισης, που αντιστοιχεί
µορφολογικά µε τον αγώνα λόγων άλλων δραµάτων, και ο δρόµος για τα σχέδια της
σωτηρίας είναι ελεύθερος. Όπως συµβαίνει συνήθως σε τέτοια έργα, το σχέδιο το
εφευρίσκει η γυναικεία πανουργία. Ο Μενέλαος θα παρουσιαστεί στο Θεοκλύµενο
σαν αγγελιοφόρος του δικού του θανάτου, ύστερα η Ελένη θα ζητήσει από το βασιλιά
να της δώσει την άδεια να κάµει θυσία µέσα στη θάλασσα για τον πεθαµένο σύζυγό
της, και µόλις αυτοί πάρουν στα χέρια τους το πλοίο, θα το χρησιµοποιήσουν για να
φύγουν στην πατρίδα. Το σχέδιο πετυχαίνει, και ο Θεοκλύµενος θα µάθει από τον
αγγελιαφόρο πως η ελληνική εξυπνάδα νίκησε τη βαρβαρική απλοϊκότητα.
Εξαγριωµένος, θέλει πρώτα να εκδικηθεί τη Θεονόη, του παρουσιάζονται όµως οι
∆ιόσκουροι. Τον διαφωτίζουν για τη θέληση της µοίρας και τον κάνουν να µείνει
ευχαριστηµένος µε αυτά που έγιναν.

1
Είναι τραγωδία η «Ελένη»; Η ερώτηση οδηγεί εύκολα σε σύγχυση, αν δεν
προσέξουµε τις διάφορες δυνατότητες προσδιορισµού της έννοιας. Ένας Έλληνας της
εποχής του ποιητή δε θα καταλάβαινε την ερώτηση. Γι’ αυτόν, το έργο που
παριστανόταν στα ∆ιονύσια µε θέµα από το µύθο, ήταν φυσικά τραγωδία. Τα
πράγµατα παίρνουν διαφορετική όψη, αν πάρουµε σαν βάση τη σύγχρονη έννοια της
τραγικότητας. Αναλύοντας την «Ορέστεια» έχουµε καταλήξει στο συµπέρασµα ότι η
τραγικότητα στο δράµα δε συνδέεται οπωσδήποτε µε µια θανατερή έκβαση, και ότι
περισσότερο η ύπαρξη τραγικών καταστάσεων µέσα στο έργο επιτρέπει να το
χαρακτηρίσουµε κι αυτό τραγωδία µε τη δική µας έννοια, αν αυτές οι καταστάσεις
είναι γεµάτες γνήσια τραγικότητα, που φτάνει στις ρίζες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ακριβώς όµως αυτό δε συµβαίνει πια σ’ ένα έργο σαν την «Ελένη». Ούτε ο άνθρωπος
στέκει αντιµέτωπος σε δυνάµεις που µπορεί να τις αναγνωρίσει σαν θεϊκές, ούτε
πρέπει να ολοκληρώσει τον εαυτό του σε µια µοίρα που του έρχεται από τον κόσµο
του µυστηρίου, ούτε η απόστασή του από τους θεούς και η παράδοσή του στο
παράλογο γίνεται τραγικό πρόβληµα. Βέβαια οι θεοί δρουν ακόµα, και στην «Ελένη»
ακούµε ακριβώς ότι µια φιλονικία ανάµεσα στην Ήρα και την Αφροδίτη είναι τόσο
σηµαντική για την τύχη του ζευγαριού, όλα αυτά όµως δεν αφορούν τον πραγµατικό
κόσµο στον οποίο αυτοί οι άνθρωποι σχεδιάζουν και ριψοκινδυνεύουν, παλεύουν και
κερδίζουν. Ένας καινούριος ρυθµιστής γίνεται ορατός πίσω από όλα αυτά, η
σύµπτωση, που µε το όνοµα Τύχη κυριαρχεί στα έργα της Νέας κωµωδίας.
∆ιατυπώθηκε συχνά η άποψη, ότι στον όψιµο Ευριπίδη, µε έργα σαν την «Ελένη»,
βρισκόµαστε στο δρόµο προς το αστικό δράµα, προς την κωµωδία του
Μενάνδρου. Πρωτύτερα µε την «αναγνώριση» και το «µηχάνηµα» ορίσαµε δύο
στοιχεία, που είναι κι εδώ κι εκεί αποφασιστικά για τη δοµή της δράσης, και θα
έχουµε ακόµα την ευκαιρία να υποδείξουµε παραλληλίες που ο ίδιος ο Μένανδρος τις
δηµιουργεί µε παιχνιδιάρικη διάθεση.
Όχι λιγότερο σηµαντική είναι µολαταύτα η συµφωνία σε ένα άλλο πεδίο. Ο
Μένανδρος δε θα µας έλεγε πολλά, αν η εφεύρεση περίπλοκων δράσεων µε απαγωγές
κοριτσιών, εκθέσεις παιδιών και κατεργάρικες δολοπλοκίες ήταν όλα όσα έχει να µας
δώσει. Πολύ περισσότερο µας µαγεύει και σήµερα ακόµα στα έργα του προπάντων το
ζωγράφισµα των ανθρώπων, που µε τα βάσανα και τις ελπίδες τους, µε τα σχέδια και
τις χαρές τους απαντούν στα παιχνίδια της τύχης. Βέβαια δε θέλουµε, παρ’ όλη τη
θεµατική συγγένεια, να παραγνωρίσουµε το ότι ο κόσµος της οψιµότερης τραγωδίας
του Ευριπίδη είναι ακόµα κάτι τελείως διαφορετικό από τον µικροαστικό – αθηναϊκό
της Νέας κωµωδίας. Στα βασικά όµως συµβαίνει ώστε και στην περιοχή της όλα αυτά
τα παράξενα γεγονότα, αυτοί οι αναγνωρισµοί και οι σωτηρίες να υπάρχουν µόνο για
να µας δείξουν τον άνθρωπο και να µας αφήσουν να ακούσουµε έναν καινούριο
πλούτο από ήχους πόνου και νοσταλγίας, απελπισίας και χαράς.
Μολαταύτα, την ιδιαίτερή της θέση µέσα στο έργο του Ευριπίδη τη διεκδικεί
η «Ελένη» χάρη σ’ εκείνη την ελαφρότητα του παραµυθένιου – φανταστικού
παιχνιδιού, που ο ποιητής δεν την έφτασε σε καµιά άλλη από τις δηµιουργίες του.

Αλέξανδρος Γ. Αλεξανδρίδης
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

You might also like