You are on page 1of 20

Enrico Berti

Η Σύμπτωση των Αντιθέτων


coincidentia oppositorum

Εκδόσεις Αμέθυστος

http://amethystosbooks.blogspot.com/
Περιεχόμενα

Η ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΣΤΟ DE


DOCTA IGNORANTIA I,1-6 ....................................................................3

Docta ignorantia ..........................................................................................4

Η κλασσική διατύπωση ............................................................................10

Επιπλέον διευκρινίσεις .............................................................................17

2
Η ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΣΤΟ DE
DOCTA IGNORANTIA I,1-6

Οι μελετητές της ιστορίας της φιλοσοφίας δέν


κατόρθωσαν ακόμη να εξηγήσουν εάν ο
Cusano είχε πρόθεση να αρνηθεί την αρχή της
αντιφάσεως του Αριστοτέλη, ανταλλάσσοντας
την με την ψυχολογική αρχή της coincidentia
oppositorum. Επιπλέον δέν έχει ξεκαθαρίσει
πλήρως πώς κατόρθωσε ο Cusano να αναπτύξει
έναν κατανοητό λόγο, χωρίς την βοήθεια της
αρχής της μή-αντιφάσεως, αλλά και έναν λόγο
βαθύ ταυτοχρόνως και παθιασμένο, όπως είναι
η «μεταφυσική του ενός». Σήμερα η Σύμπτωση
των αντιθέτων, χαρακτηρίζει απολύτως την λογική του μοντέρνου
κόσμου, και έχει εισαχθεί ακόμη και στην θεολογία, όπως βλέπουμε και
στο κείμενο του Ratzinger «Εισαγωγή στον Χριστιανισμό». Ο Hegel,
δηλώνει ξεκάθαρα την απομάκρυνση του από την αρχή της λογικής της
αρχαιότητος την οποία αντικαθιστά με μία νέα λογική την λεγόμενη
«διαλεκτική», η οποία χειραφετείται απολύτως από την αρχή της μή-
αντιφάσεως. Ο Γιούνγκ σήμερα ανακαλύπτει τον σύγχρονο εαυτό όπου
συντελείται το Mysterium coniunctionis όπου συντελείται η ένωση των
αντιθέτων. [Καί η ένωση τών εκκλησιών καί τών θρησκειών είναι μιά
ένωση τών αντιθέτων].

Ο Αριστοτέλης πρώτος καθόρισε το αξίωμα της μή-αντιφάσεως σαν


απαραίτητο για να έχει νόημα και να γίνεται κατανοητός ένας λόγος.
(Μετα τα Φυσικά Γ3 1005 b 19-34). Στην μετάφραση Γεωργούλη στη
σελίδα 66 διαβάζουμε: Είναι αδύνατον το ίδιο πράγμα κατα τον ίδιο
χρόνο (τον αυτό χρόνο) να υπάρχει και να μήν υπάρχει σε ένα και ίδιο
πράγμα, και κατά την αυτή άποψη. «Τὸ γὰρ αὐτὸ ἅμα ὑπάρχειν τε καὶ μὴ
ὑπάρχειν ἀδύνατον τῷ αὐτῷ καὶ κατὰ τὸ αὐτό». Γεωργούλης: «Δηλαδή
το αυτό να υπάρχει και να μήν υπάρχει στο αυτό κατα τον αυτό χρόνο
και κατα την αυτή έποψη είναι αδύνατον».

«Εἰ δὲ μὴ ἐνδέχεται ἅμα ὑπάρχειν τῷ αὐτῷ τἀναντία (προσδιωρίσθω δ'


ἡμῖν καὶ ταύτῃ τῇ προτάσει τὰ εἰωθότα), ἐναντία δ' ἐστὶ δόξα δόξῃ ἡ τῆς
ἀντιφάσεως, φανερὸν ὅτι ἀδύνατον ἅμα ὑπολαμβάνειν τὸν αὐτὸν εἶναι
καὶ μὴ εἶναι τὸ αὐτό· ἅμα γὰρ ἂν ἔχοι τὰς ἐναντίας δόξας ὁ διεψευσμένος
περὶ τούτου».

Η κατα γράμμα μετάφραση του Γεωργούλη έχει ώς εξής : «Εάν όμως δέν
μπορεί να γίνει ώστε σύγχρονα στο αυτό να υπάρχουν τα εναντία και σε

3
μία δόξα (γνώμη) να είναι και η εναντία δόξα, η δόξα της αντίφασης,
είναι φανερό ότι είναι αδύνατο ο αυτός σύγχρονα να δοξάζη ότι το αυτό
είναι και δέν είναι, γιατι σε μία τέτοια περίπτωση θα είχε σύγχρονα τις
ενάντιες δόξες αυτός που σε ένα τέτοιο λάθος θα ήταν πεσμένος».

Ξεκαθαρίζει λοιπόν γνωσιολογικά αυτό που είχε πεί στην αρχή


οντολογικά.

Και συνεχίζει για λίγο [1006a]: «Εἰσὶ δέ τινες οἵ, καθάπερ εἴπομεν, αὐτοί
τε ἐνδέχεσθαί φασι τὸ αὐτὸ εἶναι καὶ μὴ εἶναι, καὶ ὑπολαμβάνειν οὕτως».
Και η φοβερή μετάλλαξη της εποχής μας «Υπάρχουν όμως μερικοί που,
όπως είπαμε, όχι μονάχα οι ίδιοι λένε ότι ενδεχόμενο είναι το αυτό να
είναι και να μήν είναι, αλλά και ότι ενδεχόμενο είναι να σκέπτεται κανείς
έτσι». Το υπολαμβάνειν εξελίσσεται σε σκέψη; Έγινε σκέψη! Ενώ ο
Αριστοτέλης διακρίνει με τόση επιμέλεια το οντολογικό επίπεδο από το
λογικό η σύγχρονη φιλοσοφία τα ταύτισε και την ταυτότητα αυτή
ονόμασε σκέψη. Έτσι η οντολογία σήμερα είναι μία ανάπηρη
μονοσήμαντη λογική, όπως την διδάσκει ο Γιανναράς π.χ, και το υπό σαν
υποκείμενο έγινε εσωτερικότης! Διότι έπρεπε να καταργηθεί η
Μεταφυσική, λόγω μόδας. Χωρίς να διαμαρτυρηθεί για την κακοποίηση
του λόγου εκ μέρους του Ακινάτη. «Ότι βρήκαμε έτοιμο, στο οποίο όλοι
συμφωνούσαν».

Η αρχή της μή–αντιφάσεως όμως του Αριστοτέλη, δέν προστάτευε μόνον


τον λόγο και την ευκρίνειά του και την αλήθεια του, αλλά αποτελούσε
και έναν νόμο της πραγματικότητος, την οποία προστάτευε από τα
φαντασιοκοπήματα. Όπως μας έδειξε περίτρανα η σημερινή φιλοσοφία
και επιστήμη οι οποίες ομολογούν ευθαρσώς συν τοις άλλοις ότι η
επιστημονική φαντασία είναι ο οδηγός τους.

Docta ignorantia

Στο πρώτο κεφάλαιο ο Cusano εξηγεί πώς γνώση


σημαίνει σύγκριση, δηλαδή η τοποθέτηση σε μία
σχέση αναλογίας των πραγμάτων που είναι αβέβαια,
με κάτι το οποίο είναι σίγουρο ήδη σαν προϋπόθεση,
και πώς το άπειρο μή έχοντας καμμία αναλογία με το
πεπερασμένο, παραμένει γι’αυτόν τον λόγο άγνωστο.
Για επιβεβαίωση δέ των λεγόμενων του φέρνει
παραδείγματα λόγων διαφόρων σοφών, όπως του

4
Σωκράτη, του Σόλωνος του Αριστοτέλη, για τους οποίους τα πιο
σημαντικά πράγματα παραμένουν άγνωστα. Και γι’αυτό η μόνη δυνατή
στάση απέναντι τους, δηλαδή απέναντι στο άπειρο είναι η Docta
ignorantia. Η ΘΕΙΑ ΑΓΝΩΣΙΑ.

Σ’αυτό το σύντομο απόσπασμα, εκτός του κοινού


τόπου της φυσικής επιθυμίας για γνώση,
βρίσκουμε ήδη δύο αναφορές του Αριστοτέλη.
Την μία να εννοείται, επειδή σχετίζεται με μία
διάσημη θεωρία από το «περι του Ουρανού» του
Αριστοτέλη, δηλαδή Finiti ad infinitum nulla
proportio και την άλλη καθαρά διατυπωμένη και
σχετική με την δήλωση (Μετάφ. II,I) σύμφωνα
με την οποία απέναντι στα πλέον εμφανή
πράγματα εκ φύσεως δηλαδή τις αρχές και τις πρώτες αιτίες,
συμβαίνει να βρισκόμαστε σε δυσκολία όπως συμβαίνει στην
κουκουβάγια η οποία προσπάθησε να δεί τον ήλιο. Και όμως αυτό που
προσπαθεί να πεί ο Cusano είναι το αντίθετο ακριβώς από αυτό που
ισχυριζόταν ο Αριστοτέλης: διότι χρησιμοποίησε την Θεωρία πώς
ανάμεσα στο πεπερασμένο και στο άπειρο δέν υπάρχει αναλογία, για να
αποδείξει όμως πώς το ενεργεία άπειρο δέν υπάρχει και γι’αυτό δέν θα
μπορούσε τότε να ταυτίσει με το άπειρο τις αρχές και τις πρώτες αιτίες,
απέναντι στις οποίες η διάνοια μας συμπεριφέρεται όπως τα μάτια της
κουκουβάγιας απέναντι στο ηλιακό φώς. Αντιθέτως όμως ο Cusano
εννοεί πώς το αντικείμενο της Docta ignorantia είναι ακριβώς η πρώτη
αρχή, δηλαδή ο Θεός, σαν ενεργεία άπειρο.

Αυτό το σημείο ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο στο δεύτερο κεφάλαιο,


όπου ο Cusano εκθέτει τα τρία βιβλία του έργου του δηλώνοντας πώς στο
πρώτο θα επεξεργαστεί τον Θεό, με τη βοήθεια της έννοιας του
«μέγιστου» (μάξιμου). Ο ίδιος εξάλλου ορίζει το μέγιστο σαν «αυτό από
το οποίο τίποτε δέν μπορεί να είναι μεγαλύτερο». Και γι’αυτό το ταυτίζει
με το ένα, «το οποίο είναι όλα τα πράγματα και μέσα στο οποίο είναι όλα
τα πράγματα» παρατηρώντας στη συνέχεια πώς το ΕΝΑ είναι «μία
ενότης λυμένη εντελώς (απελευθερωμένη) από κάθε σεβασμό και
ελάττωση και βρίσκει πώς σ’αυτό δέν μπορεί να αντιταχθεί τίποτα και
γι’αυτό συμπίπτει την ίδια στιγμή με το ελάχιστο και συνεπώς είναι μέσα
σε όλα τα πράγματα».

5
Το πρωτότυπο, που είναι διαθέσιμο και στο ίντερνετ στη σελίδα της
Bibliotheca Augustana, είναι το εξής:

Tractaturus de maxima ignorantiae doctrina ipsius maximitatis naturam aggredi


necesse habeo. Maximum autem hoc dico, quo nihil maius esse potest. Abundantia
vero uni convenit. Coincidit itaque maximitati unitas, quae est et entitas. Quodsi ipsa
talis unitas ab omni respectu et contractione universaliter est absoluta, nihil sibi
opponi manifestum est, cum sit maximitas absoluta. Maximum itaque absolutum
unum est, quod est omnia; in quo omnia, quia maximum. Et quoniam nihil sibi
opponitur, secum simul coincidit minimum; quare et in omnibus; et quia absolutum,
tunc est actu omne possibile esse, nihil a rebus contrahens, a quo omnia. Hoc
maximum, quod et Deus omnium nationum fide indubie creditur, primo libello supra
humanam rationem incomprehensibiliter inquirere eo duce, qui solus lucem inhabitat
inaccessibilem, laborabo.

Μετάφραση (Γεώργιος Δαρδιώτης): Προκειμένου να πραγματευθώ τη σπουδαιότατη


θεωρία της αγνωσίας, είναι νομίζω αναγκαίο να εξετάσω καταρχάς τη φύση του
μεγίστου (maximitas). Και ονομάζω «μέγιστο» αυτό του οποίου μείζον δεν υπάρχει.
Η πληρότητα (abundantia) όμως είναι χαρακτηριστικό του Ενός. Έτσι η ενότητα, που
είναι προσέτι το Είναι (entitas), συμπίπτει με το μέγιστο. Αν τώρα η ενότητα αυτή
είναι εντελώς απαλλαγμένη από κάθε σχέση και περιορισμό, είναι φανερό ότι τίποτε
δεν αντιτίθεται προς αυτή, καθότι είναι το απολύτως μέγιστο. Επομένως, το μέγιστο
είναι το απόλυτο Εν, το οποίο είναι τα πάντα· και είναι τα πάντα, καθόσον είναι το
μέγιστο. Και επειδή τίποτα δεν εναντιούται προς αυτό, για αυτό και συμπίπτει
συνάμα με το ελάχιστο· για τον λόγο αυτό είναι εν πάσι. Και επειδή τώρα είναι το
απόλυτο, είναι ενεργεία παν ό,τι δύναται να είναι· και δεν προσκτάται τίποτε από τα
πράγματα, καθότι από αυτό απορρέουν τα πάντα.

Μετάφραση (Γιώργος Πινακούλας): Προτού πραγματευτώ τη μέγιστη διδασκαλία της


άγνοιας, θεωρώ αναγκαίο να προσεγγίσω τη φύση του ίδιου του μεγίστου. Και
ονομάζω μέγιστο αυτό που τίποτε δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερό του. Η περίσσεια
όμως αρμόζει στο Ένα. Συμπίπτει λοιπόν με το μέγιστο η μονάδα, η οποία είναι και
οντότητα. Αν τώρα η ίδια αυτή μονάδα είναι απαλλαγμένη από κάθε σχέση και
περιορισμό καθολικά, είναι φανερό ότι τίποτε δεν αντιτίθεται προς αυτή, αφού είναι
το απόλυτο μέγιστο. Επομένως, το μέγιστο είναι το απόλυτο ένα, το οποίο είναι τα
πάντα· σε αυτό υπάρχουν τα πάντα, διότι είναι το μέγιστο. Και επειδή τίποτε δεν
αντιτίθεται προς αυτό, με αυτό συμπίπτει ταυτόχρονα και το ελάχιστο· συνεπώς,
υπάρχει στα πάντα· και επειδή είναι το απόλυτο, είναι, στην πραγματικότητα, όλα
όσα μπορούν να υπάρξουν, και δε συνάγει τίποτε από τα πράγματα, αλλά απ’ αυτό
[απορρέουν] τα πάντα. Αυτό το μέγιστο, το οποίο όλα τα έθνη πιστεύουν αναμφίβολα
ότι είναι ο Θεός, θα προσπαθήσω να ερευνήσω στο πρώτο βιβλίο πάνω απ’ τον
ανθρώπινο λόγο με τρόπο ακατάληπτο, με την καθοδήγηση εκείνου που μόνος
κατοικεί στο απρόσιτο φως.

6
Αυτή είναι η πρώτη διατύπωση, απολύτως, της coincidentia
oppositorum, της συμπτωσης των αντιθέτων, εκφρασμένης στην μορφή
της συμπτώσεως ανάμεσα στο μέγιστο και στο ελάχιστο, με τέτοιους
όρους όμως που φαίνονται να υπονοούν ήδη την αντίθεση με την αρχή
της μή–αντιφάσεως. Γιατί όμως αυτό στο οποίο τίποτα δέν αντιτίθεται
πρέπει να είναι το ελάχιστο; Πολύ πιθανόν διότι όπως προκύπτει από
την συνέχεια, εδώ το ελάχιστο είναι αντιληπτό σαν ένα είδος
αδιάσπαστου στοιχείου, με το οποίο συστήνονται όλα τα πράγματα, στο
οποίο επομένως τίποτε δέν αντιτίθεται, διότι το περιέχει.

Μία επιβεβαίωση αυτής τής ερμηνείας μπορούμε να αντλήσουμε από ένα


χωρίο τής μεταφυσικής του Αριστοτέλη —ένα έργο που ήταν πολύ
γνωστό στον Κουζάνο και στην μεσαιωνική μετάφραση του Moerbeke
και στην ανθρωπιστική του Καρδινάλιου Βησσαρίωνος— όπου ο
Σταγειρίτης πληροφορεί πώς για τους Πλατωνικούς το Ένα είναι αρχή,
τόσο σαν καθολικό υποστασιοποιημένο κατηγόρημα, δηλ. ανυψωμένο σε
ουσία και επομένως περιέχων όλα τα πράγματα, όσο και σαν αδιαίρετο
στοιχείο που βρίσκεται στην βάση όλων των πραγμάτων και επομένως
περιέχεται σε όλα. Μ’αυτήν την τελευταία σημασία, το ένα είναι επίσης
και το πιο μικρό, δηλαδή το ελάχιστο. (Μετ. XIII 8,l084b 13-32).

Βεβαίως αυτή η θεωρία για τον Αριστοτέλη, είναι παντελώς


αστήρικτη, διότι το Ένα σαν καθολικό κατηγόρημα δέν μπορεί να
είναι υποστασιοποιημένο και οπωσδήποτε δέν μπορεί να συγχυσθεί
με το Ένα σαν αδιαίρετο στοιχείο, δηλαδή σαν ενότητα μέτρου. Έτσι
ακόμη και αν τα ταυτίσουμε, όπως κάνει ο Κουζάνο, ο οποίος στηρίζεται
καθαρά στην πλατωνική αντίληψη του Ενός, αυτό που επιτυγχάνεται
είναι να έχουμε ένα μέγιστο και ένα ελάχιστο με δύο διαφορετικές
σημασίες. Διαφορετικό είναι το νόημα όπου κανένα πράγμα δέν
εναντιώνεται σ’αυτό που είναι μέγιστο και εκείνο όπου κανένα πράγμα
δέν εναντιώνεται σ’αυτό που είναι ελάχιστο. Στην πρώτη περίπτωση,
κανένα πράγμα δέν εναντιώνεται στο μέγιστο διότι τα περιέχει όλα,
στην δεύτερη δέ, κανένα πράγμα δέν εναντιώνεται στο ελάχιστο,
διότι περιέχεται σε όλα.

Από την οπτική γωνία τού Αριστοτέλη θα μπορούσαμε να πούμε πώς εδώ
το μέγιστο και το ελάχιστο συμπίπτουν, ναί «στον ίδιο χρόνο» αλλά
όμως ποτέ κάτω από την ίδια εκτίμηση. Και γι’αυτό δέν υπάρχει μια
αληθινή αντίφαση, δηλαδή μία παραβίαση της αρχής τής μή-αντιφάσεως,

7
η οποία προσδιορίζει, όπως είναι γνωστό, πώς είναι αδύνατον σε ένα και
το ίδιο υποκείμενο (όπως για παράδειγμα το ΕΝΑ) να ανήκουν αντίθετα
κατηγορήματα (ιδιότητες) όπως ακριβώς το μέγιστο και το ελάχιστο στο
ίδιο χρόνο και κάτω από το ίδιο νόημα, την ίδια εκτίμηση. Ακόμη και ο
ίδιος Κουζάνο εξάλλου είχε προσδιορίσει, όπως είδαμε, πώς η ενότης
για την οποία γίνεται λόγος, έχει απαλλαχθεί ολοκληρωτικά από κάθε
εκτίμηση, κάθε νόημα. Εννοούσε μήπως μ’αυτόν τον προσδιορισμό πώς
την αφαιρούσε από την δικαιοδοσία της αρχής της μή-αντιφάσεως; Εάν
είναι ετσι όμως, πρέπει να μιλήσουμε για κάτι εντελώς ξένο από την
αρχή της μή-αντιφάσεως όχι για παραβίαση της.

Ο Κουζάνο δέν ξεκαθαρίζει ποτέ του τί εννοεί με την «εκτίμηση», ενώ


εξηγεί με ακρίβεια τί εννοεί με τον όρο «ελάττωση». Στη συνέχεια της
προτάσεως δηλώνει πώς το Ένα, «επειδη είναι λυμένο (absolutum)
[απαλλαγμένο από τό χρέος νά έχει καταγωγή, μιά αρχή πάνω απ'
αυτό] γι’αυτό είναι εν ενεργεία κάθε δυνατό όν, χωρίς να αποσπά
τίποτε από τα πράγματα, ενώ αυτά αποσπούν όλα από αυτό. Εδώ
αποσπώ σημαίνει ξεκάθαρα «δέχομαι» και επομένως «λυμένο από κάθε
απόσπαση» είναι αυτό που δέν δέχεται τίποτε από τα πράγματα. Παρ’όλα
αυτά δέν είναι ξεκάθαρο καθόλου γιατί αυτή η συνθήκη τού επιτρέπει να
είναι εν ενεργεία, κάθε δυνατό όν, και πολύ πιθανόν η εξήγηση πρέπει να
είναι άλλη, το γεγονός δηλαδή πώς αυτό καθώς είναι το μέγιστο, δηλαδή
το σύνολο του πραγματικού, περιέχει εις εαυτόν όλα τα πράγματα, και
τοιουτοτρόπως είναι εν ενεργεία καθένα από αυτά, δηλαδή είναι η
πραγματοποίηση κάθε πράγματος, χωρίς να περιορίζεται από κανένα.
Γι’αυτό τον λόγο επίσης κάθε πράγμα από αυτά δέχεται από αυτό το δικό
του ιδιαίτερο Είναι. Αυτό που είναι αποφασιστικό λοιπον, σ’αυτό το
δόγμα του Ενός, είναι πώς είναι το μέγιστο, δηλαδή η ολότης του
πραγματικού. Από αυτό όμως δέν συμπεραίνεται πώς μπορεί το Ενα να
είναι και το ελάχιστο, δηλ. το αδιάσπαστο στοιχείο που βρίσκεται σε όλα
τα πράγματα. Διότι είναι διαφορετικό να πούμε πώς όλα τα πράγματα
υπάρχουν σ’αυτό και πώς αυτό βρίσκεται σε όλα τα πράγματα. Ή
μπορούμε να το πούμε, πώς είναι το ίδιο πράγμα, αλλά μόνον ακόμη μια
φορά αν αφήσουμε κατα μέρος την «εκτίμηση».

Ο λόγος για τον οποίο, όσον αφορά το Ένα, όχι μόνον είναι δυνατόν,
αλλά πρέπει να απαλλαγούμε από κάθε «εκτίμηση» είναι πώς αυτό
δέν είναι μόνον το μέγιστο, αλλά είναι και το άπειρο. Αυτό λέγεται

8
ξεκάθαρα από τον Κουζάνο στο τρίτο κεφάλαιο, όπου αυτός
στηριζόμενος γι’άλλη μία φορά στην Αριστοτελική αρχή, πώς το
άπειρο δέν διαθέτει αναλογία με το πεπερασμένο, συμπεραίνει πώς,
οπουδήποτε υπάρχει ένα περισσότερο και ένα λιγότερο, δέν είχε
κατακτηθεί το μέγιστο και γι’αυτό είμαστε στο πεπερασμένο, ενώ όπου
δέν υπάρχει το περισσότερο ή το λιγότερο, δηλαδή το μέγιστο
είμαστε στο άπειρο. Εάν η γνώση είναι η αντιπαράθεση, ο
καθορισμός αναλογιών ή μέτρηση, το μέγιστο, δηλαδή το άπειρο
είναι αναγκαίως άγνωστο, και γι’αυτό είναι χωρίς νόημα, όσον αφορά
αυτό το μέγιστο, να ξεχωρίσουν οι διαφορετικές απόψεις με την
βοήθεια των οποίων μπορεί να υπολογισθεί.

Όμως ακόμη και σε τούτη την περίπτωση ο αριστοτελικός λόγος είναι


κυριολεκτικά αντεστραμμένος: για τον Αριστοτέλη, το άπειρο είναι
ακριβώς αυτό στο οποίο είναι πάντοτε δυνατόν ένα περισσότερο και
ένα λιγότερο, διότι πρόκειται για το εν δυνάμει άπειρο, ενώ αυτό
σύμφωνα με το οποίο δέν είναι δυνατό ένα περισσότερο, είναι το
όλον, το πάν (το ισότιμο αυτού που ο Κουζάνο ονομάζει το μέγιστο)
το οποίο όμως είναι πεπερασμένο με την έννοια του τελείου (που δέν
του λείπει τίποτα) και αυτό σύμφωνα με το οποίο δέν είναι δυνατό
ένα λιγότερο είναι το αδιαίρετο (το ισότιμο αυτού που ο Κουζάνο
ονομάζει το ελάχιστο), το οποίο όμως είναι επίσης πεπερασμένο. Είναι
ιδιαιτέρως χαρακτηριστική η τακτική του Κουζάνο να αντιστρέφει τους
αριστοτελικούς ορισμούς, δίνοντας την εντύπωση πώς τους έχει μπροστά
του και επομένως το κάνει από πρόθεση, ξανασυνδεόμενος με την
πλατωνική παράδοση την οποία ο Αριστοτέλης είχε υποβάλει σε σκληρή
κριτική.

Την ίδια επεξεργασία επαναλαμβάνει ο Κουζάνο και με την αλήθεια.


Ακόμη και αυτή, δηλώνει, εάν κατανοηθεί με ακρίβεια, δέν έχει βαθμούς,
δηλαδή, δέν επιτρέπει το περισσότερο και το λιγότερο και γι’αυτό -όπως
και το άπειρο- δέν μετράται, δέν γνωρίζεται με ακρίβεια από μία
πεπερασμένη νόηση, αλλά είναι δυνατόν να αποκτηθεί η γνώση της
μόνον κατα προσέγγιση, δηλαδή προσεγγίζοντας την στο άπειρο, όπως το
πολύγωνο εγγεγραμμένο στον κύκλο, αυξάνοντας στο άπειρο τις πλευρές
του προσεγγίζει απείρως τον κύκλο, αλλά δέν ταυτίζεται ποτέ μ’αυτόν.
Έτσι λοιπόν η ακριβής αλήθεια είναι ά-γνωστη και επειδή η αλήθεια των
όντων είναι η ουσία τους (quidditas) αυτή η ίδια η ουσία των πραγμάτων

9
στην καθαρότητα της είναι απλησίαστη. Εδώ η Docta Ignoranza, ο
γνόφος αγνωσίας αποκτά ισχύ όχι μόνον σχετικά με τον Θεό, αλλά και
σχετικά με κάθε ουσία, δηλαδή με το εύληπτο τελικώς κάθε πράγματος.

Δέν γνωρίζουμε ακόμη βεβαίως με ακρίβεια εάν ισχύει για όλα τα


πράγματα η σύμπτωση των αντιθέτων, αλλά πρέπει μάλλον να
σκεφτούμε καταφατικά, διότι η ουσία των πραγμάτων ταυτίστηκε
από τον Κουζάνο με την ακρίβεια της αλήθειας τους, η ακρίβεια της
αλήθειας συνελήφθη σαν να μήν περιέχει αναβαθμούς, εξίσου με το
άπειρο, και το άπειρο είναι ταυτόχρονα μέγιστο και ελάχιστο, όπως
είδαμε ήδη πιο πάνω. Με την πεπερασμένη μας νόηση μπορούμε να
προσεγγίσουμε απείρως την ουσία κάθε πράγματος στην καθαρότητα
της, χωρίς να την συλλάβουμε όμως ποτέ μας με ακρίβεια. Αυτό όμως
σημαίνει πώς αυτή η ίδια η σύμπτωση των αντιθέτων, η οποία
εφαρμόζεται μόνον στην καθαρή ουσία, διότι μόνον αυτή δέν δέχεται
αναβαθμούς, δέν είναι δυνατόν να συλληφθεί, με την σειρά της, από
την ανθρώπινη νόηση.

Η κλασσική διατύπωση

Φτάνουμε λοιπόν επιτέλους στο τέταρτο κεφάλαιο, στο οποίο βρίσκεται


η κλασσική διατύπωση της συμπτώσεως των αντιθέτων. Εκείνη δηλαδή η
οποία συζητήθηκε περισσότερο από τους ερευνητές, όπου μάλιστα η
σύμπτωση του μεγίστου και του ελαχίστου στον Θεό, αποδεικνύεται ας
πούμε.

Εδώ λοιπόν ο Cusano αρχίζει ξεκαθαρίζοντας πώς το μέγιστο αφού είναι


άπειρη αλήθεια, γίνεται κατανοητό μ’έναν ακατανόητο τρόπο. Αυτό
επιβεβαιώνει την εξίσωση που ήδη θίξαμε λίγο πρίν ανάμεσα στην
αλήθεια και στο άπειρο, και ταυτόχρονα την αγνωσία του. Στην συνέχεια
εξηγεί πώς τα πράγματα που γνωρίζονται με την αίσθηση, με την νόηση
(ratione) και με τον νού, δέχονται το περισσότερο και το λιγότερο, και
γι’αυτό δέν είναι ποτέ ίσα το ένα με το άλλο. Ενώ αντιθέτως το μέγιστο
μή αποδεχόμενο το περισσότερο και το λιγότερο, είναι ταυτοχρόνως και
η μέγιστη ισότης.

Η δρομολόγηση της σκέψεως είναι καθαρά πλατωνική, διότι θυμίζει όχι


μόνον τον Φαίδωνα, όπου αποδεικνύεται η ύπαρξη της ιδέας του ίσου

10
λόγω της ανεπάρκειας των αισθητών πραγματικοτήτων, στην έννοια του
ίσου (Πλάτωνος Φαίδων 72Α-75 D), αλλά θυμίζει επίσης και τα
λεγόμενα «άγραφα δόγματα» δηλ. τις θεωρίες οι οποίες δέν βρίσκονται
μέσα στους διαλόγους του Πλάτωνος, οι οποίες όμως αποδίδονται
σ’αυτόν από τον Αριστοτέλη, όπου το Ένα ταυτίζεται με το ίσο και
αντιτίθεται στο άνισο, υποδεικνυόμενο επίσης και σαν μεγάλο και μικρό,
περισσότερο και λιγότερο, υπερβολικό και προβληματικό (Αριστοτέλους
Μεταφυσική ΧΙV I, και τα επόμενα κεφάλαια όπως επίσης και το βιβλίο
Icc. 6 και 9 και το βιβλίο XIIΙ, cc 7-9)

Σ’αυτό το σημείο ο Cusano επιβεβαιώνοντας σχεδόν πώς έχει μπροστά


του την Μεταφυσική, εισάγει στον λόγο του ένα τυπικό Αριστοτελικό
θέμα, το θέμα του ενεργεία καθαρού, και δηλώνει : «γι’αυτό το μέγιστο
στο απόλυτο νόημα του, καθώς είναι όλο όσο μπορεί να είναι, είναι
ολοκληρωτικός ενεργεία. Σ’αυτό το σημείο δέν είναι ακόμη ξεκάθαρο
εάν το μέγιστο είναι ολοκληρωτικώς ενεργεία επειδή πραγματοποίησε
όλες τις δυνατότητες του, δηλαδή όλο εκείνο που αυτό μπορεί να είναι
(κατηγόρημα), ή επειδή πραγματοποίησε όλο εκείνο που (υποκείμενο)
μπορεί να είναι, δηλ. όλα τα πράγματα που μπορούν να υπάρξουν. Στην
πρώτη περίπτωση θα είχαμε την Αριστοτελική θεωρία σύμφωνα με την
οποία ο Θεός είναι καθαρά ενεργεία, διότι δέν έχει είς εαυτόν καμμία
δυνατότητα πλέον, δηλ. έχουν πραγματοποιηθεί τα πάντα. Στην δεύτερη
όμως περίπτωση θα είχαμε το δόγμα που εκθέσαμε στα προηγούμενα
κεφάλαια. Σύμφωνα με το οποίο ο Θεός είναι η ολότης τού πραγματικού
δηλ. περιέχει εις εαυτόν όλα τα πράγματα. Και γι’ αυτόν τον λόγο είναι
πολύ πιθανόν το νόημα του χωρίου να είναι η δεύτερη περίπτωση.

Το καθοριστικό όμως μέρος για την σύμπτωση των αντιθέτων έρχεται


αμέσως μετά και ακούγεται ώς εξής: «και όπως ακριβώς δέν μπορεί να
είναι μεγαλύτερο, για τον ίδιο λόγο δέν μπορεί να είναι και μικρότερο,
καθότι είναι όλο εκείνο που μπορεί να υπάρξει. Από το άλλο μέρος αυτό
από το οποίο δέν μπορεί να υπάρξει μικρότερο είναι το ελάχιστο. Και
επειδή το μέγιστο είναι μ’αυτόν τον ίδιο τρόπο, είναι φανερό πώς το
μέγιστο και το ελάχιστο είναι συμπτωματικά». Ακόμη και εδώ εάν
ερμηνευθεί η φράση «καθώς είναι όλο εκείνο που μπορεί να υπάρξει»
σαν να εκφράζει το γεγονός ότι το μέγιστο πραγματοποίησε όλες του τις
δυνατότητες, το χωρίο αυτό σημαίνει πώς αυτό δέν μπορεί να είναι
μεγαλύτερο από αυτό που είναι και για τον ίδιο λόγο δέν μπορεί να είναι

11
ούτε μικρότερο από αυτό που είναι. Δηλ. δέν έχει πλέον καμμία
δυνατότητα ούτε να είναι μεγαλύτερο ούτε μικρότερο. Αυτό λοιπόν θα
ήταν ένα δόγμα τελείως Αριστοτελικό, το οποίο δέν θα έκανε τίποτε άλλο
από το να επιβεβαιώσει πώς ο Θεός είναι καθαρή ενέργεια, αποκλείοντας
από αυτόν κάθε δυνατότητα όπως επίσης καί νά είναι μεγαλύτερος καί νά
είναι μικρότερος από αυτό που είναι. Αυτό το δόγμα θα είχε σαν
συνέπεια μία σύμπτωση των αντιθέτων μόνον ονομαστική, δηλ. την
σύμπτωση του μέγιστου και του ελάχιστου στο Ένα, υπολογιζόμενο ώς
πρός τον εαυτό του, και δέν θα συνεπάγετο καμμία αντίθεση με την αρχή
της μή-αντιφάσεως.

Όμως ο ορισμός του «ελάχιστου» που δίνει ο Cusano αποκλείει μία


τέτοια ερμηνεία: διότι εάν πράγματι, ελάχιστο είναι όχι αυτό που
(Quod) δέν μπορεί να είναι μικρότερο αλλά αυτό από το οποίο (Quo)
δέν μπορεί να υπάρξει μικρότερο, όπως δηλώνει ο Cusano, τότε το
Ενα είναι ελάχιστο, όχι επειδή πραγματοποίησε όλες του τις
δυνατότητες, και δέν διαθέτει πλέον την δυνατότητα να είναι
μικρότερο από αυτό που είναι, αλλά επειδή δέν υπάρχει κανένα
πράγμα που να είναι μικρότερο από αυτό, επειδή δηλ.
πραγματοποίησε όλες τις δυνατότητες που τα άλλα πράγματα θα
είχαν για να είναι μικρότερα, δηλ. όλες τις δυνατότητες των άλλων
πραγμάτων. Σ’αυτή την περίπτωση ο λόγος που υιοθετείται από τον
Cusano για να αποδείξει πώς το μέγιστο είναι επίσης και ελάχιστο, το
γεγονός δηλ. πώς αυτό είναι όλα όσα μπορούν να υπάρξουν πρέπει να
εννοηθεί με την σημασία πώς αυτό είναι όλα τα πράγματα (κατηγόρημα)
που μπορούν να υπάρξουν ή όλα όσα τα άλλα πράγματα μπορούν να
είναι.

Το να πούμε όμως πώς το μέγιστο είναι επίσης και ελάχιστο μ’αυτή την
σημασία, δέν προσθέτει τίποτε στην σύλληψη του μέγιστου σαν την
ολότητα του πραγματικού, και παρότι δέν είναι πλέον στα σίγουρα μία
θεωρία αποδεκτή από την Αριστοτελική οπτική γωνία, δέν φαίνεται
ακόμη η αντίθεση της με την αρχή της μή-αντιφάσεως. Θα μπορούσαμε
να πούμε ότι έρχεται σε αντίθεση, το πολύ-πολύ με μία άλλη
παρατήρηση, διατυπωμένη από τον Κάντ σε αναφορά του στους οπαδούς
του Λάϊμπνιτς, δηλ. στους υποστηρικτές της νοησιαρχικής μεταφυσικής:
«οι ακόλουθοι του δέν βρίσκουν μόνον δυνατόν, αλλά και φυσικό, αν
συναρθροίσουν σε ένα όν όλες τις πραγματικότητες χωρίς να τους

12
απασχολήσει καθόλου η οποιαδήποτε αντίθεση, επειδή αυτοί δέν
γνωρίζουν καμμία άλλη εκτός της αντιφάσεως (λόγω της οποίας αυτή
η ίδια η έννοια ενός πράγματος εκμηδενίζεται) αλλά δέν γνωρίζουν
εκείνη την άρνηση της αμοιβαίας εκμηδενίσεως, όπου μία
πραγματική αρχή εκμηδενίζει το αποτέλεσμα της άλλης» (Κριτική
του καθαρού λόγου). Ακόμη και για τον Κάντ λοιπόν μία τέτοια θέση
δέν συνεπάγεται μία αντίφαση, δηλ. κάτι που είναι λογικώς αδύνατο,
αλλά μόνον μία πραγματική αντίθεση, δηλ. μία εναντίωση.

ΑΠΌ ΤΟΝ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟ ΑΥΤΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΩΝ


ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ ΓΕΝΝΑΤΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. ΚΑΤΙ
ΠΟΥ ΘΑ ΦΑΝΕΙ ΠΑΡΑΚΑΤΩ. Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΟΜΩΣ
ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ
ΠΗΓΑΖΕΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ ΤΟΥ CUSANO
ΚΑΙ ΤΗΝ DOCTA IGNORANZA, TOY ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΤΗΝ
ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ ΠΟΥ ΠΟΛΕΜΗΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
ΠΑΛΑΜΑΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ.

Μεγάλου ενδιαφέροντος είναι επίσης και η


εξήγηση που δίνει ο Cusano του συμπεράσματος
που βγάζει και που μόλις αναφέραμε: «και όλο
αυτό θα σου γίνει απολύτως σαφές, εάν
συνάψεις το μέγιστο και το ελάχιστο στην
ποσότητα. Διότι ακριβώς η μέγιστη ποσότης είναι
μέγιστα μεγάλη. Η ελάχιστη ποσότης είναι
μέγιστα μικρή. Λύσε λοιπόν από την ποσότητα το
μέγιστο και το ελάχιστο αφαιρώντας διανοητικά
το μεγάλο και το μικρό, και θα δείς καθαρά πως
το μέγιστο και το ελάχιστο συμπίπτουν. Διότι έτσι το μέγιστο είναι
υπερθετικό όμως είναι υπερθετικό επίσης και το ελάχιστο. Έτσι λοιπόν η
απόλυτη «ποσότης» δέν είναι πλέον μέγιστη και ελάχιστη, καθώς σ’αυτή
το ελάχιστο είναι μέγιστο με έναν τρόπο συμπτωματικό». Αυτό που μας
καλεί να κάνουμε για να κατανοήσουμε την Σύμπτωση των αντιθέτων,
είναι να αναφερθούμε στην ποσότητα, αλλά εξαιρώντας το μεγάλο και το
μικρό, δηλ. τις δύο διευθύνσεις στις οποίες η ποσότης απλώνεται. Εάν τις
αφήσουμε κατα μέρος, είναι ξεκάθαρο πώς το μέγιστο και το ελάχιστο
συμπίπτουν, διότι είναι και τα δύο υπερθετικά μέσα στα πλαίσια της
ποσότητος και η μοναδική διαφορά που τα χωρίζει είναι πώς είναι
αμοιβαίως το υπερθετικό στο μεγάλο και το υπερθετικό στο μικρό. Μία
τέτοια πρόσκληση όμως ισοδυναμεί με το να εξαιρέσουμε ακριβώς
τις «εκτιμήσεις» με τις οποίες το μέγιστο και το ελάχιστο

13
υπολογίζονται. Δέν ταυτίζονται λοιπόν «κάτω από την ίδια εκτίμηση»
και γι’αυτό η σύμπτωση τους δέν αποτελεί μία αντίφαση.

Ακόμη και αν δέν κάνουμε καμμία αναφορά στην ποσότητα, δηλ. εάν δέν
περιορισθούν ή συσφιχθούν το μέγιστο και το ελάχιστο, δηλ. αυτό το ίδιο
το άπειρο σε μία ιδιαίτερη κατηγορία, δέν υπάρχει πλέον ούτε η ανάγκη
για να μπορέσουμε να βεβαιώσουμε την σύμπτωσή τους, να αφήσουμε
κατα μέρος τις «εκτιμήσεις», διότι στο άπειρο δηλ. έξω από όλες τις
ιδιαίτερες κατηγορίες οι «εκτιμήσεις» δέν υπάρχουν κάν. Και γι’αυτόν
τον λόγο, λοιπόν, η σύμπτωση των αντιθέτων δέν φαίνεται να βιάζει την
αρχή της μή-αντιφάσεως, και γι’αυτό μπορεί να φανεί ίσως ένας λόγος
ακατανόητος, όπως θέλει και ο Cusano, αλλά καθόλου χωρίς σημασία
δηλ. παράλογος.

Η ίδια εντύπωση γεννιέται και από την ανάγνωση της τελευταίας


παραγράφου του τετάρτου κεφαλαίου, όπου ο Cusano βεβαιώνει πώς οι
αντίθετοι προσδιορισμοί βρίσκονται μόνον στα πράγματα που δέχονται
το περισσότερο και το λιγότερο, δηλ. στις πεπερασμένες
πραγματικότητες και συγκεντρώνονται σ’αυτές με διαφορετικούς
τρόπους, δηλ. ακριβώς κάτω από διαφορετικές εκτιμήσεις, όπως ακριβώς
-θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε- θέλει η αρχή της μή-αντιφάσεως.
Αυτές όμως δέν συγκεντρώνονται καθόλου στο μέγιστο, εννοημένο στην
απόλυτη σημασία του, διότι αυτό είναι πάνω από κάθε αντίθεση. Ας
σημειώσουμε εδώ πώς ο Cusano επιδιώκει να μιλήσει γιά το μέγιστο με
την απόλυτη έννοια, δηλ. όχι με την μεγαλύτερη ανάμεσα στις
πεπερασμένες πραγματικότητες αλλα του απείρου, το οποίο γι’αυτόν
όπως ξέρουμε, υπάρχει εν ενεργεία, και είναι ακριβώς ο Θεός.
Υπάρχοντας αυτό το άπειρο έξω από κάθε σχέση, δέν μπορεί να έχει
προσδιορισμούς σχετικού τύπου αντίθετους μεταξύ τους, όπως το
περισσότερο και το λιγότερο, και επομένως, δέν είναι δυνατόν να
θεωρηθεί κάτω από οποιαδήποτε εκτίμηση.

Σ’αυτό το σημείο ο Cusano ξαναχρησιμοποιεί τον ορισμό που έχει ήδη


δώσει στο μέγιστο σαν αυτό που είναι σε μέγιστο βαθμό, δηλ.
ολοκληρωτικά εν ενεργεία. Διευκρινίζει πώς αυτό είναι εν ενεργεία «όλα
τα πράγματα που μπορούν να είναι», μ’έναν τέτοιο τρόπο που έξω από
κάθε αντίθεση, το μέγιστο συμπίπτει με το ελάχιστο, και καταλήγει πως
«τότε αυτό είναι εξίσου πάνω από κάθε βεβαίωση και από κάθε άρνηση».

14
Ακόμη και εδώ, παρά την επιμονή στην σύμπτωση του μέγιστου με το
ελάχιστο, βεβαιώνεται, αυστηρά μιλώντας, πώς το Ένα, δηλ. το εν
ενεργεία άπειρο, η ολότης του πραγματικού, επειδή είναι απόλυτο δηλ.
πέρα από κάθε σχέση δέν μπορεί έχει αντιθετικούς προσδιορισμούς, καί
έτσι δέν μπορεί να είναι υποκείμενο θετικών ή αρνητικών προτάσεων, με
τις οποίες του αποδίδονται αντιθετικοί προσδιορισμοί.

Σε όλο αυτό δέν υπάρχει ακόμη κάτι που να αντιτίθεται στην αρχή της
μή-αντιφάσεως, το οποίο απαγορεύει μόνον να αποδίδουμε στο ίδιο
υποκείμενο, στον ίδιο χρόνο και κάτω από την ίδια εκτίμηση,
αντιθετικούς προσδιορισμούς. Εδώ ο Cusano φαίνεται να τις αποδίδει
στο ίδιο υποκείμενο, εάν εννοηθούν το μέγιστο και το ελάχιστο σαν
αντιθετικοί προσδιορισμοί, αλλά στην πραγματικότητα μας λέει πώς το
άπειρο εν ενεργεία, δηλ. το όλον είναι πάνω από αντιθετικούς
προσδιορισμούς και επομένως πρέπει να συμπεράνουμε πώς το μέγιστο
και το ελάχιστο εάν του αποδίδονται, δέν έχουν την σημασία αντιθετικών
προσδιορισμών ή ακόμη πώς δέν του αποδίδονται κάν, αλλα ταυτίζονται
στο ίδιο απόλυτο, δηλ. είναι όλα η ίδια και μοναδική πραγματικότης.
Αυτό είναι ίσως το αυθεντικό νόημα της συμπτώσεως των αντιθέτων, η
οποία καθεαυτή δέν αντιστρατεύεται την αρχή της μή –αντιφάσεως, παρά
την πρόθεση του συγγραφέως.

Η πρόθεση του Cusano να πάει εναντίον αυτής της αρχής φαίνεται να


εμφανίζεται στην συνέχεια του αποσπάσματος, όπου λέει : «και όλο αυτό
που αντιλαμβανόμαστε πώς είναι αυτό, είναι αλλά όχι περισσότερο από
όσο δέν είναι, και όλο αυτό που γίνεται αντιληπτό πώς αυτό δέν είναι,
δέν είναι αλλα όχι περισσότερο από όσο είναι. Αυτό όμως είναι μ’έναν
τρόπο ώστε να είναι όλα τα πράγματα και είναι όλα τα πράγματα μ’έναν
τρόπο ώστε να μήν είναι κανένα». Εδώ γίνεται ξεκάθαρη η θέληση να
επιβεβαιωθεί πώς, από το Ένα μπορούμε να πούμε τόσο ότι είναι όσο και
ότι δέν είναι, και τόσο ότι είναι όλα τα πράγματα, όσο και ότι δέν είναι
κανένα από αυτά. Δηλ. πως για το Ένα είναι δυνατόν να διδάξουμε
αντιθετικούς προσδιορισμούς.

Η θέληση όμως να ξεπεραστεί ή αρχή της μή-αντιφάσεως, περιορίζοντας


ταυτοχρόνως το εύρος της χρησιμότητός της, αναδύεται με καθαρότητα
ιδιαιτέρως από το τέλος του κεφαλαίου: «αυτό υπερβαίνει (transcendit)
κάθε δική μας ικανότητα κατανοήσεως, η οποία μέσω της νοήσεως δέν

15
μπορεί να τοποθετηθεί μαζί μέ τα αντιφατικά στοιχεία, στην δική της
αρχή». Ας παρατηρήσουμε λοιπόν την χρήση του όρου αντιφατικό, που
εκφράζει καθαρά την πρόθεση να ξεχωρίσει, μέσα στην σύμπτωση των
αντιθέτων, μία αληθινή αντίφαση. Σχετικά μ’αυτό δέν κάνει και μεγάλη
την διαφορά το γεγονός πώς τα ενάντια με τα οποία κινείται ο Cusano
είναι τα αντίθετα ή τα αντιφατικά, κάτι που μελέτησαν πολύ οι ερευνητές
του Cusano.

Κάθε απόδοση αντιθετικών κατηγορημάτων στο ίδιο υποκείμενο,


γεννά μία αντίφαση, είτε πρόκειται για ενάντια, όπως για παράδειγμα
άσπρο και μαύρο, είτε πρόκειται για αντιφατικά, όπως για
παράδειγμα άσπρο και όχι-άσπρο.

Τέλος η πρόθεση αυτή να ξεπεραστεί η αρχή της μή–αντιφάσεως είναι


διαφανής στην επανάληψη του αποσπάσματος από τον Αριστοτέλη, η
οποία έγινε στο πρώτο κεφάλαιο: «βαδίζουμε μέσω εκείνων των
πραγμάτων που από την φύση τους μας φανερώνονται και η ικανότητα
μας για κατανόηση η οποία βρίσκεται πολύ μακριά από αυτή την άπειρη
αρετή, δέν μπορεί να συνδυάσει στον ίδιο χρόνο (ταυτόχρονα, simul)
τούς ίδιους αντιφατικούς όρους που απέχουν μεταξύ τους απείρως».
Όπως είδαμε όμως τα πράγματα που φανερώνονται από την φύση για τον
Αριστοτέλη ήταν οι αρχές και οι πρώτες αιτίες, απέναντι από τις οποίες η
γνωστική μας ικανότητα είναι σαν τα μάτια των νυχτερίδων απέναντι στο
φώς του ηλίου, διότι αυτή η δική μας ικανότητα, δηλ. η νόηση δέν ξέρει
να διατυπώσει από αυτά τα πράγματα, αντιφατικούς προσδιορισμούς
στο ίδιο χρόνο (όπου υπονοείται καθαρά η αρχή της μή–αντιφάσεως).

Στην πραγματικότητα όμως η αρχή της μή-αντιφάσεως δέν καταργείται,


διότι οι αντιθετικοί προσδιορισμοί δέν αποδίδονται σαν κατηγορήματα
του Θεού σύμφωνα με την ίδια εκτίμηση, καθότι ο Θεός υπερβαίνει κάθε
εκτίμηση, ή επειδή οι προσδιορισμοί αυτοί εκλαμβάνονται με μία
σημασία η οποία υπερβαίνει κάθε κατηγορία, ώστε τελικώς δέν έχει
πλέον κανένα νόημα να ομιλούμε για εκτιμήσεις γιατί αυτές δέν είναι
πλέον ούτε αντίθετες. Αυτό πιστοποιείται εξάλου στις λέξεις με τις
οποίες τελειώνει: «πάνω από κάθε νοητική αναζήτηση βλέπουμε λοιπόν
μ’έναν ακατανόητο τρόπο πώς η απόλυτη μεγιστότης είναι άπειρη και
πώς σ’αυτή δέν αντιτίθεται τίποτε και πώς μ’αυτή συμπίπτει το ελάχιστο.
Όμως μέγιστο και ελάχιστο, όπως εκλαμβάνονται στο δοκίμιο ετούτο,

16
είναι υπερβατικοί όροι, απολύτου σημασίας, μ’έναν τέτοιο τρόπο ώστε
πάνω από κάθε περιορισμό στην ποσότητα της μάζας ή της δυνάμεως,
στην απόλυτη απλότητα τους, αγκαλιάζουν όλα τα πράγματα» δηλ. η
σύμπτωση των αντιθέτων εκμηδενίζει, ας πούμε αυτή την ίδια την
αντίθεση ανάμεσα σε αντίθετους όρους, ακριβώς επειδή τοποθετείται
σ’ένα επίπεδο το οποίο υπερβαίνει κάθε ιδιαίτερη κατηγορία και
επομένως κάθε αντίθεση.

Επιπλέον διευκρινίσεις

Ο μή-αντιφατικός χαρακτήρας της συμπτώσεως των αντιθέτων του


Cusano φανερώνεται επίσης και από τον προσδιορισμό της σημασίας με
την οποία μπορούμε να πούμε πως το μέγιστο, δηλ. ο Θεός, είναι Ένα.
Στο ένατο κεφάλαιο λοιπόν ο Cusano βεβαιώνει πως το μέγιστο με την
απόλυτη έννοια, όπως είναι νοητό με έναν ακατανόητο τρόπο, είναι
επίσης και ονομαστέο με έναν ακατανόμαστο τρόπο, δηλ. τα ονόματα ή
οι προσδιορισμοί που του αποδίδονται, λαμβάνονται με μία έννοια
εντελώς διαφορετική από εκείνη που έχουν συνήθως στον λογικό
διάλογο, τόσο δέ που δέν αντιτίθενται ούτε μεταξύ τους πλέον.

Τα ονόματα, παρατηρεί ο Cusano, αποδίδονται από την νόηση με μία


σημασία που δέχεται πάντοτε ένα παραπάνω και ένα παρακάτω, δηλ. μία
αναλογία, έναν αριθμό. Αλλ’ εάν ανεβαίνοντας την σειρά των αριθμών
βρισκόταν όμως ένας άπειρος αριθμός, ο μοναδικός στον οποίο θα
μπορούσε να αντιστοιχήσει το μέγιστο, θα εξέπιπταν όλες οι ιδιότητες
που ανήκουν στον αριθμό, όπως να έχει ένα περισσότερο και ένα
λιγότερο, δέν θα ήταν δηλ. πλέον ούτε αριθμός. Αναλογικά, εάν
κατεβαίναμε στην σειρά των αριθμών, θα φτάναμε μέχρι την ενότητα, η
οποία θα αντιστοιχούσε στο ελάχιστο, αλλα και πάλι σε αυτή την
περίπτωση, δέν θα είχαμε πιά "έναν αριθμό", διότι η ενότης, βεβαιώνει ο
Cusano, δέν είναι ένας αριθμός, διότι δέν δέχεται το περισσότερο και το
λιγότερο, και είναι αντιθέτως, επειδή είναι ελάχιστο, η αρχή όλων των
αριθμών. Ο Θεός επομένως μπορεί να ονομασθεί ΕΝΑ, με την έννοια του
μέγιστου και του ελάχιστου, αλλά αυτό το όνομα δέν δείχνει καμμία
αναλογία, κανέναν αριθμό.

Όπως έχουμε ήδη διευκρινίσει προηγουμένως, ο Cusano χρησιμοποιεί


δύο διαφορετικές έννοιες του Ενός, το Ένα σαν ολότητα του

17
πραγματικού, περιέχον όλα τα πράγματα, και το Ένα σαν αδιάσπαστο
στοιχείο, που περιέχεται σε όλα τα πράγματα. Η ταυτότητά του δέν είναι
καινούργια, διότι ξεκινά όπως μας μαρτυρά και ο Αριστοτέλης, από τα
άγραφα δόγματα του Πλάτωνος: σ’αυτά τα τελευταία δηλωνόταν
ξεκάθαρα πως το Ένα δέν είναι αριθμός, αλλά η αρχή όλων των αριθμών,
και ταυτοχρόνως πως είναι και το πιό καθολικό κατηγορούμενο, δηλ. η
υπέρτατη ιδέα η οποία περιέχει όλες τις άλλες. Στον Cusano αυτή η
ταυτοποίηση έγινε δυνατή από το γεγονός πως ο λόγος του αφήνει κατα
μέρος το γένος της ποσότητος, στο οποίο τοποθετούνται οι αριθμοί και
επομένως και το γένος των συγκεκριμένων ονομάτων, τα οποία
εκφράζουν επίσης αριθμούς για τον Cusano. Έτσι λοιπόν η κατηγορία
εναντίον των Πλατωνιστών εκ μέρους του Αριστοτέλη, «είναι αδύνατον
αυτοί οι χαρακτήρες να ανήκουν στον ίδιο χρόνο (sinuul) στο ίδιο
πράγμα», η οποία απηχεί την αρχή της μή-αντιφάσεως, στην περίπτωση
του Cusano δέν ισχύει.

Σ’ένα ανάλογο αποτέλεσμα, φτάνουμε εάν αποδώσουμε στο μέγιστο,


δηλ. στον Θεό, το όνομα του Είναι, όπως αποδεικνύει ο Cusano στο
έκτο κεφάλαιο. Επειδή δηλ. ο Θεός είναι το μέγιστο, δηλ. η ολότης τού
Είναι, σ’αυτό δέν αντιτίθεται τίποτε, ούτε κάν το μή-είναι, και γι’αυτό
μπορούμε να πούμε εντελώς αδιάφορα, πως αυτός είναι ή πως αυτός δέν
είναι. Σ’αυτές τις τελευταίες εκφράσεις, όπως φαίνεται, διακρίνεται η
πρόθεση να πάει ενάντια στήν αρχή της μή-αντιφάσεως, και επίσης και
στην συμπληρωματική της αρχή που είναι η αρχή του τρίτου
εξαιρουμένου. Παρ’όλα αυτά πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε να
ισχυρισθούμε πώς το είναι και το μή-είναι κατανοημένα μ’αυτόν τον
τρόπο είναι στ’αλήθεια δύο αντίθετα κατηγορήματα, ή ότι είναι αντίθετα
κάτω από την ίδια εκτίμηση.

Αυτό που συμπεραίνεται από την εξέταση των πρώτων κεφαλαίων της
Docta Ignorantia (Η Θεία αγνωσία) λοιπόν, από το ένα μέρος είναι πως ο
Cusano έχει όντως πρόθεση να αγνοήσει την αρχή της μή-αντιφάσεως, ή
να την ξεπεράσει, και από το άλλο, το γεγονός πως στην πραγματικότητα
δέν την αφανίζει, διότι αφήνει κατα μέρος τις συνθήκες ισχύος όπως
ορίσθηκαν στην έκφραση αυτής της τελευταίας αρχής, έτσι ώστε να
μπορούμε να μιλάμε για μία αληθινή αντίφαση, δηλ. όχι μόνον την
συγχρονότητα των αντιθέτων κατηγορημάτων, αλλά επίσης και την
ταυτότητα των εκτιμήσεών τους.

18
Φυσικά αυτό ισχύει σε σχέση με τον Θεό κατανοημένο σαν άπειρο εν
ενεργεία, δηλ. σαν ολότητα τής πραγματικότητος, υπερβαίνουσα όλες τις
κατηγορίες. Μένει ανοιχτό μόνον το πρόβλημα της συμπτώσεως των
αντιθέτων στην ουσία (quidditas) των πεπερασμένων πραγματικοτήτων,
την οποία διαβεβαίωσε επίσης ο Cusanο, όπως είδαμε.

Πώς εξηγείται όμως, η στάση που κράτησε, απέναντι στην αρχή της μή-
αντιφάσεως; Πολύ πιθανόν με την αρνητική ιδέα που είχε ο Cusano της
έν λόγω αρχής, σαν μία αρχή ανεφάρμοστη στην μεταφυσική, δηλ. στην
καθαυτή φιλοσοφική γνώση. Θα ήταν ενδιαφέρον να ερευνηθεί στο
ιστορικό επίπεδο τί πράγμα καθόρισε την ωρίμανση μίας τέτοιας ιδέας
μέσα του. Πολύ πιθανόν να χρειαζόταν να πάμε πίσω στην κριτική στην
μεταφυσική, η οποία αναπτύχθηκε βασισμένη στην αρχή της μή-
αντιφάσεως, από τον Nicola di Autrecourt, όπου, αυτή η αρχή
προσδιορίζεται σαν απλή και καθαρή αρχή της ταυτότητος, δηλ. —για να
το πούμε με τον Hegel— σάν άδεια ταυτολογία, η οποία συνίσταται
μόνον στην βεβαίωση πως το Α είναι ταυτόσημο με το Α, ανεχόμενη
επομένως την αντίφαση οποιουδήποτε άλλου κατηγορήματος. Αλλα αυτό
θα απαιτούσε μία περαιτέρω έρευνα.

ΣΧΟΛΙΟ: Όπως βλέπουμε ξεκάθαρα λοιπόν η σύμπτωση των


αντιθέτων μπορεί καί αγνοεί τις αντιφάσεις, διότι αποφασίστηκε, στα
χνάρια του Πλωτίνου, πως ο Θεός είναι το Άπειρο. Κάτι αδιανόητο
και ανόητο για την Ορθοδοξία. Κάτι που συναντήσαμε ακόμη και
στα κείμενα του Ratzinger. Κάτι που επιτρέπει στο Ζηζιούλα να
μιλήσει για διαλεκτική κτιστού και ακτίστου (δηλ. απείρου και
πεπερασμένου), τα οποία εν τέλει ταυτίζονται και γεννούν το
έκτρωμα της ευχαριστιακής εσχατολογίας. Αυτή η ταύτιση των
αντιθέτων ξεκινά από τον Αυγουστίνο, ο οποίος έθεσε τις βάσεις της
μετάλλαξης της φιλοσοφίας σε ψυχολογία. Την οποία τελειοποίησε ο
Ακινάτης, προσδιορίζοντας τον Θεό σαν Actus Purus, ή υπέρτατο
Είναι, όπως είδαμε στον Ratzinger. Με την αναλογία δέ και την
ιεραρχία προσέφεραν αυτές τις ιδιότητες του απείρου και στο
πεπερασμένο σαν ένα είδος θέωσης. Και γι’αυτό η επιστήμη έχει
βαλθεί να νικήσει τον Θάνατο, το τελευταίο όριο πρίν την τελική μας
προσχώρηση στο άπειρο, στον Θεό, πρίν κατορθώσουμε να
γεννιόμαστε κατευθείαν μέσα στον Θεό. Η φιλοσοφία του προσώπου
είναι ένας καρπός αυτής της μειώσεως των πάντων σε ψυχολογία.

19
Και όμως οι Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως ο Παλαμάς, ο
οποίος αντιμετώπισε τον Βαρλαάμ, τον μαθητή του απείρου,
επιμένουν: το αιώνιο και το άπειρο δέν υφίστανται παρά μόνον στην
διάνοια, διότι δέν είναι προσδιορισμοί του Θεού, διότι υπάρχουν του
Θεού ένεκεν, όπως το μηδέν υπάρχει της Δημιουργίας ένεκεν, ποιός
ασχολείται όμως με τους Πατέρες; Αυτή την Θεία αγνωσία ή τον
γνωστό Νεοπλατωνικό Γνόφο αγνωσίας προσπάθησε στον καιρό του
να εισάγει στο Βυζάντιο ο Βαρλαάμ και δέν τα κατάφερε. Κάτι που
έγινε εφικτό σήμερα με την φιλοσοφία του προσώπου. Όποιος
ενδιαφέρεται μπορεί να δεί καθαρά πως αυτή η σύμπτωση των
αντιθέτων κυριαρχεί απολύτως στην θεολογία του Ratzinger και
είναι μάλιστα λογικώς υπεύθυνη για την Ένωση των Εκκλησιών,
παρ' όλες τις διαφορές και τις αντιθέσεις. Οι οποίες θα λυθούν σε μία
υπέρτερη σύνθεση, στην οικουμενική Εκκλησία.

Εμείς θα συνεχίσουμε τις διευκρινίσεις και θα αποκαταστήσουμε την


αληθινή αξία του Μέτρου των αρχαίων έναντι της άπειρης διάλυσης
και ανοησίας των μοντέρνων. Σήμερα το άπειρο εικονίζεται στην
σύγχρονη ειδωλολατρεία σαν ΝΕΟ. Διότι ο νέος είναι άπειρος, με
άπειρες δυνατότητες, δηλ. με αδυναμία ωριμάνσεως, δηλ. ευνούχος
και καταραμένος, χωρίς καρπό.

Το παιχνίδι για την ανθρωπότητα χάθηκε με τον Ακινάτη και το


διαφορετικό απόλυτο που επέβαλε για να εδραιώσει την
ανθρωπολογία του. Διότι θεολογία με την αληθινή Πατερική έννοια
δέν υπάρχει στη Δύση και δέν υπήρξε ποτέ, αρχής γενομένης από τον
Αυγουστίνο. Μπορείτε να δείτε, εάν...., και την ανάρτηση ο Θεός των
φιλοσόφων.

Ο ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΝΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ Η


ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ
ΠΑΝΩ ΑΠΌ ΤΟ ΚΑΘΟΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΗΡΗΜΕΝΟ. ΤΗΣ CREATIO
ΠΑΝΩ ΑΠΌ ΤΗΝ GENERATIO.

ΤΕΛΟΣ

20

You might also like