Professional Documents
Culture Documents
Enrico Berti - Η Σύμπτωση Των Αντιθέτων
Enrico Berti - Η Σύμπτωση Των Αντιθέτων
Εκδόσεις Αμέθυστος
http://amethystosbooks.blogspot.com/
Περιεχόμενα
2
Η ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΣΤΟ DE
DOCTA IGNORANTIA I,1-6
Η κατα γράμμα μετάφραση του Γεωργούλη έχει ώς εξής : «Εάν όμως δέν
μπορεί να γίνει ώστε σύγχρονα στο αυτό να υπάρχουν τα εναντία και σε
3
μία δόξα (γνώμη) να είναι και η εναντία δόξα, η δόξα της αντίφασης,
είναι φανερό ότι είναι αδύνατο ο αυτός σύγχρονα να δοξάζη ότι το αυτό
είναι και δέν είναι, γιατι σε μία τέτοια περίπτωση θα είχε σύγχρονα τις
ενάντιες δόξες αυτός που σε ένα τέτοιο λάθος θα ήταν πεσμένος».
Και συνεχίζει για λίγο [1006a]: «Εἰσὶ δέ τινες οἵ, καθάπερ εἴπομεν, αὐτοί
τε ἐνδέχεσθαί φασι τὸ αὐτὸ εἶναι καὶ μὴ εἶναι, καὶ ὑπολαμβάνειν οὕτως».
Και η φοβερή μετάλλαξη της εποχής μας «Υπάρχουν όμως μερικοί που,
όπως είπαμε, όχι μονάχα οι ίδιοι λένε ότι ενδεχόμενο είναι το αυτό να
είναι και να μήν είναι, αλλά και ότι ενδεχόμενο είναι να σκέπτεται κανείς
έτσι». Το υπολαμβάνειν εξελίσσεται σε σκέψη; Έγινε σκέψη! Ενώ ο
Αριστοτέλης διακρίνει με τόση επιμέλεια το οντολογικό επίπεδο από το
λογικό η σύγχρονη φιλοσοφία τα ταύτισε και την ταυτότητα αυτή
ονόμασε σκέψη. Έτσι η οντολογία σήμερα είναι μία ανάπηρη
μονοσήμαντη λογική, όπως την διδάσκει ο Γιανναράς π.χ, και το υπό σαν
υποκείμενο έγινε εσωτερικότης! Διότι έπρεπε να καταργηθεί η
Μεταφυσική, λόγω μόδας. Χωρίς να διαμαρτυρηθεί για την κακοποίηση
του λόγου εκ μέρους του Ακινάτη. «Ότι βρήκαμε έτοιμο, στο οποίο όλοι
συμφωνούσαν».
Docta ignorantia
4
Σωκράτη, του Σόλωνος του Αριστοτέλη, για τους οποίους τα πιο
σημαντικά πράγματα παραμένουν άγνωστα. Και γι’αυτό η μόνη δυνατή
στάση απέναντι τους, δηλαδή απέναντι στο άπειρο είναι η Docta
ignorantia. Η ΘΕΙΑ ΑΓΝΩΣΙΑ.
5
Το πρωτότυπο, που είναι διαθέσιμο και στο ίντερνετ στη σελίδα της
Bibliotheca Augustana, είναι το εξής:
6
Αυτή είναι η πρώτη διατύπωση, απολύτως, της coincidentia
oppositorum, της συμπτωσης των αντιθέτων, εκφρασμένης στην μορφή
της συμπτώσεως ανάμεσα στο μέγιστο και στο ελάχιστο, με τέτοιους
όρους όμως που φαίνονται να υπονοούν ήδη την αντίθεση με την αρχή
της μή–αντιφάσεως. Γιατί όμως αυτό στο οποίο τίποτα δέν αντιτίθεται
πρέπει να είναι το ελάχιστο; Πολύ πιθανόν διότι όπως προκύπτει από
την συνέχεια, εδώ το ελάχιστο είναι αντιληπτό σαν ένα είδος
αδιάσπαστου στοιχείου, με το οποίο συστήνονται όλα τα πράγματα, στο
οποίο επομένως τίποτε δέν αντιτίθεται, διότι το περιέχει.
Από την οπτική γωνία τού Αριστοτέλη θα μπορούσαμε να πούμε πώς εδώ
το μέγιστο και το ελάχιστο συμπίπτουν, ναί «στον ίδιο χρόνο» αλλά
όμως ποτέ κάτω από την ίδια εκτίμηση. Και γι’αυτό δέν υπάρχει μια
αληθινή αντίφαση, δηλαδή μία παραβίαση της αρχής τής μή-αντιφάσεως,
7
η οποία προσδιορίζει, όπως είναι γνωστό, πώς είναι αδύνατον σε ένα και
το ίδιο υποκείμενο (όπως για παράδειγμα το ΕΝΑ) να ανήκουν αντίθετα
κατηγορήματα (ιδιότητες) όπως ακριβώς το μέγιστο και το ελάχιστο στο
ίδιο χρόνο και κάτω από το ίδιο νόημα, την ίδια εκτίμηση. Ακόμη και ο
ίδιος Κουζάνο εξάλλου είχε προσδιορίσει, όπως είδαμε, πώς η ενότης
για την οποία γίνεται λόγος, έχει απαλλαχθεί ολοκληρωτικά από κάθε
εκτίμηση, κάθε νόημα. Εννοούσε μήπως μ’αυτόν τον προσδιορισμό πώς
την αφαιρούσε από την δικαιοδοσία της αρχής της μή-αντιφάσεως; Εάν
είναι ετσι όμως, πρέπει να μιλήσουμε για κάτι εντελώς ξένο από την
αρχή της μή-αντιφάσεως όχι για παραβίαση της.
Ο λόγος για τον οποίο, όσον αφορά το Ένα, όχι μόνον είναι δυνατόν,
αλλά πρέπει να απαλλαγούμε από κάθε «εκτίμηση» είναι πώς αυτό
δέν είναι μόνον το μέγιστο, αλλά είναι και το άπειρο. Αυτό λέγεται
8
ξεκάθαρα από τον Κουζάνο στο τρίτο κεφάλαιο, όπου αυτός
στηριζόμενος γι’άλλη μία φορά στην Αριστοτελική αρχή, πώς το
άπειρο δέν διαθέτει αναλογία με το πεπερασμένο, συμπεραίνει πώς,
οπουδήποτε υπάρχει ένα περισσότερο και ένα λιγότερο, δέν είχε
κατακτηθεί το μέγιστο και γι’αυτό είμαστε στο πεπερασμένο, ενώ όπου
δέν υπάρχει το περισσότερο ή το λιγότερο, δηλαδή το μέγιστο
είμαστε στο άπειρο. Εάν η γνώση είναι η αντιπαράθεση, ο
καθορισμός αναλογιών ή μέτρηση, το μέγιστο, δηλαδή το άπειρο
είναι αναγκαίως άγνωστο, και γι’αυτό είναι χωρίς νόημα, όσον αφορά
αυτό το μέγιστο, να ξεχωρίσουν οι διαφορετικές απόψεις με την
βοήθεια των οποίων μπορεί να υπολογισθεί.
9
στην καθαρότητα της είναι απλησίαστη. Εδώ η Docta Ignoranza, ο
γνόφος αγνωσίας αποκτά ισχύ όχι μόνον σχετικά με τον Θεό, αλλά και
σχετικά με κάθε ουσία, δηλαδή με το εύληπτο τελικώς κάθε πράγματος.
Η κλασσική διατύπωση
10
λόγω της ανεπάρκειας των αισθητών πραγματικοτήτων, στην έννοια του
ίσου (Πλάτωνος Φαίδων 72Α-75 D), αλλά θυμίζει επίσης και τα
λεγόμενα «άγραφα δόγματα» δηλ. τις θεωρίες οι οποίες δέν βρίσκονται
μέσα στους διαλόγους του Πλάτωνος, οι οποίες όμως αποδίδονται
σ’αυτόν από τον Αριστοτέλη, όπου το Ένα ταυτίζεται με το ίσο και
αντιτίθεται στο άνισο, υποδεικνυόμενο επίσης και σαν μεγάλο και μικρό,
περισσότερο και λιγότερο, υπερβολικό και προβληματικό (Αριστοτέλους
Μεταφυσική ΧΙV I, και τα επόμενα κεφάλαια όπως επίσης και το βιβλίο
Icc. 6 και 9 και το βιβλίο XIIΙ, cc 7-9)
11
ούτε μικρότερο από αυτό που είναι. Δηλ. δέν έχει πλέον καμμία
δυνατότητα ούτε να είναι μεγαλύτερο ούτε μικρότερο. Αυτό λοιπόν θα
ήταν ένα δόγμα τελείως Αριστοτελικό, το οποίο δέν θα έκανε τίποτε άλλο
από το να επιβεβαιώσει πώς ο Θεός είναι καθαρή ενέργεια, αποκλείοντας
από αυτόν κάθε δυνατότητα όπως επίσης καί νά είναι μεγαλύτερος καί νά
είναι μικρότερος από αυτό που είναι. Αυτό το δόγμα θα είχε σαν
συνέπεια μία σύμπτωση των αντιθέτων μόνον ονομαστική, δηλ. την
σύμπτωση του μέγιστου και του ελάχιστου στο Ένα, υπολογιζόμενο ώς
πρός τον εαυτό του, και δέν θα συνεπάγετο καμμία αντίθεση με την αρχή
της μή-αντιφάσεως.
Το να πούμε όμως πώς το μέγιστο είναι επίσης και ελάχιστο μ’αυτή την
σημασία, δέν προσθέτει τίποτε στην σύλληψη του μέγιστου σαν την
ολότητα του πραγματικού, και παρότι δέν είναι πλέον στα σίγουρα μία
θεωρία αποδεκτή από την Αριστοτελική οπτική γωνία, δέν φαίνεται
ακόμη η αντίθεση της με την αρχή της μή-αντιφάσεως. Θα μπορούσαμε
να πούμε ότι έρχεται σε αντίθεση, το πολύ-πολύ με μία άλλη
παρατήρηση, διατυπωμένη από τον Κάντ σε αναφορά του στους οπαδούς
του Λάϊμπνιτς, δηλ. στους υποστηρικτές της νοησιαρχικής μεταφυσικής:
«οι ακόλουθοι του δέν βρίσκουν μόνον δυνατόν, αλλά και φυσικό, αν
συναρθροίσουν σε ένα όν όλες τις πραγματικότητες χωρίς να τους
12
απασχολήσει καθόλου η οποιαδήποτε αντίθεση, επειδή αυτοί δέν
γνωρίζουν καμμία άλλη εκτός της αντιφάσεως (λόγω της οποίας αυτή
η ίδια η έννοια ενός πράγματος εκμηδενίζεται) αλλά δέν γνωρίζουν
εκείνη την άρνηση της αμοιβαίας εκμηδενίσεως, όπου μία
πραγματική αρχή εκμηδενίζει το αποτέλεσμα της άλλης» (Κριτική
του καθαρού λόγου). Ακόμη και για τον Κάντ λοιπόν μία τέτοια θέση
δέν συνεπάγεται μία αντίφαση, δηλ. κάτι που είναι λογικώς αδύνατο,
αλλά μόνον μία πραγματική αντίθεση, δηλ. μία εναντίωση.
13
υπολογίζονται. Δέν ταυτίζονται λοιπόν «κάτω από την ίδια εκτίμηση»
και γι’αυτό η σύμπτωση τους δέν αποτελεί μία αντίφαση.
Ακόμη και αν δέν κάνουμε καμμία αναφορά στην ποσότητα, δηλ. εάν δέν
περιορισθούν ή συσφιχθούν το μέγιστο και το ελάχιστο, δηλ. αυτό το ίδιο
το άπειρο σε μία ιδιαίτερη κατηγορία, δέν υπάρχει πλέον ούτε η ανάγκη
για να μπορέσουμε να βεβαιώσουμε την σύμπτωσή τους, να αφήσουμε
κατα μέρος τις «εκτιμήσεις», διότι στο άπειρο δηλ. έξω από όλες τις
ιδιαίτερες κατηγορίες οι «εκτιμήσεις» δέν υπάρχουν κάν. Και γι’αυτόν
τον λόγο, λοιπόν, η σύμπτωση των αντιθέτων δέν φαίνεται να βιάζει την
αρχή της μή-αντιφάσεως, και γι’αυτό μπορεί να φανεί ίσως ένας λόγος
ακατανόητος, όπως θέλει και ο Cusano, αλλά καθόλου χωρίς σημασία
δηλ. παράλογος.
14
Ακόμη και εδώ, παρά την επιμονή στην σύμπτωση του μέγιστου με το
ελάχιστο, βεβαιώνεται, αυστηρά μιλώντας, πώς το Ένα, δηλ. το εν
ενεργεία άπειρο, η ολότης του πραγματικού, επειδή είναι απόλυτο δηλ.
πέρα από κάθε σχέση δέν μπορεί έχει αντιθετικούς προσδιορισμούς, καί
έτσι δέν μπορεί να είναι υποκείμενο θετικών ή αρνητικών προτάσεων, με
τις οποίες του αποδίδονται αντιθετικοί προσδιορισμοί.
Σε όλο αυτό δέν υπάρχει ακόμη κάτι που να αντιτίθεται στην αρχή της
μή-αντιφάσεως, το οποίο απαγορεύει μόνον να αποδίδουμε στο ίδιο
υποκείμενο, στον ίδιο χρόνο και κάτω από την ίδια εκτίμηση,
αντιθετικούς προσδιορισμούς. Εδώ ο Cusano φαίνεται να τις αποδίδει
στο ίδιο υποκείμενο, εάν εννοηθούν το μέγιστο και το ελάχιστο σαν
αντιθετικοί προσδιορισμοί, αλλά στην πραγματικότητα μας λέει πώς το
άπειρο εν ενεργεία, δηλ. το όλον είναι πάνω από αντιθετικούς
προσδιορισμούς και επομένως πρέπει να συμπεράνουμε πώς το μέγιστο
και το ελάχιστο εάν του αποδίδονται, δέν έχουν την σημασία αντιθετικών
προσδιορισμών ή ακόμη πώς δέν του αποδίδονται κάν, αλλα ταυτίζονται
στο ίδιο απόλυτο, δηλ. είναι όλα η ίδια και μοναδική πραγματικότης.
Αυτό είναι ίσως το αυθεντικό νόημα της συμπτώσεως των αντιθέτων, η
οποία καθεαυτή δέν αντιστρατεύεται την αρχή της μή –αντιφάσεως, παρά
την πρόθεση του συγγραφέως.
15
μπορεί να τοποθετηθεί μαζί μέ τα αντιφατικά στοιχεία, στην δική της
αρχή». Ας παρατηρήσουμε λοιπόν την χρήση του όρου αντιφατικό, που
εκφράζει καθαρά την πρόθεση να ξεχωρίσει, μέσα στην σύμπτωση των
αντιθέτων, μία αληθινή αντίφαση. Σχετικά μ’αυτό δέν κάνει και μεγάλη
την διαφορά το γεγονός πώς τα ενάντια με τα οποία κινείται ο Cusano
είναι τα αντίθετα ή τα αντιφατικά, κάτι που μελέτησαν πολύ οι ερευνητές
του Cusano.
16
είναι υπερβατικοί όροι, απολύτου σημασίας, μ’έναν τέτοιο τρόπο ώστε
πάνω από κάθε περιορισμό στην ποσότητα της μάζας ή της δυνάμεως,
στην απόλυτη απλότητα τους, αγκαλιάζουν όλα τα πράγματα» δηλ. η
σύμπτωση των αντιθέτων εκμηδενίζει, ας πούμε αυτή την ίδια την
αντίθεση ανάμεσα σε αντίθετους όρους, ακριβώς επειδή τοποθετείται
σ’ένα επίπεδο το οποίο υπερβαίνει κάθε ιδιαίτερη κατηγορία και
επομένως κάθε αντίθεση.
Επιπλέον διευκρινίσεις
17
πραγματικού, περιέχον όλα τα πράγματα, και το Ένα σαν αδιάσπαστο
στοιχείο, που περιέχεται σε όλα τα πράγματα. Η ταυτότητά του δέν είναι
καινούργια, διότι ξεκινά όπως μας μαρτυρά και ο Αριστοτέλης, από τα
άγραφα δόγματα του Πλάτωνος: σ’αυτά τα τελευταία δηλωνόταν
ξεκάθαρα πως το Ένα δέν είναι αριθμός, αλλά η αρχή όλων των αριθμών,
και ταυτοχρόνως πως είναι και το πιό καθολικό κατηγορούμενο, δηλ. η
υπέρτατη ιδέα η οποία περιέχει όλες τις άλλες. Στον Cusano αυτή η
ταυτοποίηση έγινε δυνατή από το γεγονός πως ο λόγος του αφήνει κατα
μέρος το γένος της ποσότητος, στο οποίο τοποθετούνται οι αριθμοί και
επομένως και το γένος των συγκεκριμένων ονομάτων, τα οποία
εκφράζουν επίσης αριθμούς για τον Cusano. Έτσι λοιπόν η κατηγορία
εναντίον των Πλατωνιστών εκ μέρους του Αριστοτέλη, «είναι αδύνατον
αυτοί οι χαρακτήρες να ανήκουν στον ίδιο χρόνο (sinuul) στο ίδιο
πράγμα», η οποία απηχεί την αρχή της μή-αντιφάσεως, στην περίπτωση
του Cusano δέν ισχύει.
Αυτό που συμπεραίνεται από την εξέταση των πρώτων κεφαλαίων της
Docta Ignorantia (Η Θεία αγνωσία) λοιπόν, από το ένα μέρος είναι πως ο
Cusano έχει όντως πρόθεση να αγνοήσει την αρχή της μή-αντιφάσεως, ή
να την ξεπεράσει, και από το άλλο, το γεγονός πως στην πραγματικότητα
δέν την αφανίζει, διότι αφήνει κατα μέρος τις συνθήκες ισχύος όπως
ορίσθηκαν στην έκφραση αυτής της τελευταίας αρχής, έτσι ώστε να
μπορούμε να μιλάμε για μία αληθινή αντίφαση, δηλ. όχι μόνον την
συγχρονότητα των αντιθέτων κατηγορημάτων, αλλά επίσης και την
ταυτότητα των εκτιμήσεών τους.
18
Φυσικά αυτό ισχύει σε σχέση με τον Θεό κατανοημένο σαν άπειρο εν
ενεργεία, δηλ. σαν ολότητα τής πραγματικότητος, υπερβαίνουσα όλες τις
κατηγορίες. Μένει ανοιχτό μόνον το πρόβλημα της συμπτώσεως των
αντιθέτων στην ουσία (quidditas) των πεπερασμένων πραγματικοτήτων,
την οποία διαβεβαίωσε επίσης ο Cusanο, όπως είδαμε.
Πώς εξηγείται όμως, η στάση που κράτησε, απέναντι στην αρχή της μή-
αντιφάσεως; Πολύ πιθανόν με την αρνητική ιδέα που είχε ο Cusano της
έν λόγω αρχής, σαν μία αρχή ανεφάρμοστη στην μεταφυσική, δηλ. στην
καθαυτή φιλοσοφική γνώση. Θα ήταν ενδιαφέρον να ερευνηθεί στο
ιστορικό επίπεδο τί πράγμα καθόρισε την ωρίμανση μίας τέτοιας ιδέας
μέσα του. Πολύ πιθανόν να χρειαζόταν να πάμε πίσω στην κριτική στην
μεταφυσική, η οποία αναπτύχθηκε βασισμένη στην αρχή της μή-
αντιφάσεως, από τον Nicola di Autrecourt, όπου, αυτή η αρχή
προσδιορίζεται σαν απλή και καθαρή αρχή της ταυτότητος, δηλ. —για να
το πούμε με τον Hegel— σάν άδεια ταυτολογία, η οποία συνίσταται
μόνον στην βεβαίωση πως το Α είναι ταυτόσημο με το Α, ανεχόμενη
επομένως την αντίφαση οποιουδήποτε άλλου κατηγορήματος. Αλλα αυτό
θα απαιτούσε μία περαιτέρω έρευνα.
19
Και όμως οι Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως ο Παλαμάς, ο
οποίος αντιμετώπισε τον Βαρλαάμ, τον μαθητή του απείρου,
επιμένουν: το αιώνιο και το άπειρο δέν υφίστανται παρά μόνον στην
διάνοια, διότι δέν είναι προσδιορισμοί του Θεού, διότι υπάρχουν του
Θεού ένεκεν, όπως το μηδέν υπάρχει της Δημιουργίας ένεκεν, ποιός
ασχολείται όμως με τους Πατέρες; Αυτή την Θεία αγνωσία ή τον
γνωστό Νεοπλατωνικό Γνόφο αγνωσίας προσπάθησε στον καιρό του
να εισάγει στο Βυζάντιο ο Βαρλαάμ και δέν τα κατάφερε. Κάτι που
έγινε εφικτό σήμερα με την φιλοσοφία του προσώπου. Όποιος
ενδιαφέρεται μπορεί να δεί καθαρά πως αυτή η σύμπτωση των
αντιθέτων κυριαρχεί απολύτως στην θεολογία του Ratzinger και
είναι μάλιστα λογικώς υπεύθυνη για την Ένωση των Εκκλησιών,
παρ' όλες τις διαφορές και τις αντιθέσεις. Οι οποίες θα λυθούν σε μία
υπέρτερη σύνθεση, στην οικουμενική Εκκλησία.
ΤΕΛΟΣ
20