You are on page 1of 4

Κάπνισμα και καρδιαγγειακή υγεία: μια ανάρμοστη σχέση

Το κάπνισμα είναι η κύρια τροποποιήσιμη αιτία θνητότητας


παγκοσμίως, που ευθύνεται για περίπου 5 εκατομμύρια θανάτους ή
12% του συνόλου των θανάτων.

Οι καπνιστές, κατά κανόνα, έχουν μια 10ετία λιγότερη εκτιμούμενη


επιβίωση, σε σχέση με όσους δεν κάπνισαν ποτέ.

Οι δυσμενείς επιδράσεις του καπνίσματος παρατηρούνται ανεξαρτήτως


του τύπου και του τρόπου καπνίσματος.

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε, ότι ο λόγος που οι καπνιστές


δυσκολεύονται να διακόψουν, παρότι γνωρίζουν τις δυσμενείς
επιπτώσεις που αυτό έχει για την υγεία τους, είναι ότι έχουν πλέον
εξαρτηθεί από τη νικοτίνη. Η εξάρτηση από τη νικοτίνη δεν είναι απλή
συνήθεια, αλλά αποτελεί χρόνιο νόσημα (ICD-10-CM/F17). Eιδικότερα,
το κάπνισμα αποτελεί μείζονα παράγοντα κινδύνου για ασθενείς με
καρδιαγγειακή νόσο.

Διάφοροι μηχανισμοί εμπλέκονται στην πρόκληση καρδιαγγειακών


παθήσεων, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου οξειδωτικού στρες,
της προαγωγής προφλεγμονωδών καταστάσεων, της συσσώρευσης
αιμοπεταλίων, διαταραχών λιπιδίων και ενδοθηλιακής βλάβης που
οδηγούν σε θρομβογένεση. Όλοι οι προαναφερθέντες μηχανισμοί
συμβάλλουν στην αθηροσκλήρωση και την ισχαιμία. Επιπλέον, ο
καπνός του τσιγάρου, μέσω της νικοτίνης, αυξάνει την απελευθέρωση
κατεχολαμινών και την ενεργοποίηση του συμπαθητικού νευρικού
συστήματος, συμβάλλοντας στην ισχαιμία, την αρρυθμία και τον
καρδιακό θάνατο. Επιπρόσθετα, το μονοξείδιο του άνθρακα αυξάνει τη
ζήτηση οξυγόνου του μυοκαρδίου και μειώνει την παροχή οξυγόνου του
μυοκαρδίου, ευνοώντας επίσης τη δημιουργία εμφράγματος του
μυοκαρδίου (ΕΜ).

Έχει υποτιμηθεί η γνώση, ότι το κάπνισμα, στις ηλικίες κάτω των 50,
είναι ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για ΣΝ και στα δύο φύλα
και συχνά ο μοναδικός για οξύ στεφανιαίο επεισόδιο σε νεαρούς
ενήλικες.
Αναμφίβολα, η διακοπή του καπνίσματος σχετίζεται με μείωση της
θνησιμότητας σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο. Ενδεικτικά, κατά
36% σε ασθενείς με ΣΝ που διέκοψαν το τσιγάρο, σε σχέση με αυτούς
που συνέχισαν να καπνίζουν. Ήδη από τις πρώτες δύο εβδομάδες ο
κίνδυνος για ΕΜ μειώνεται και σε ένα έτος ο πρόσθετος κίνδυνος για ΣΝ
μειώνεται στο μισό ενός καπνιστή, όμως θα εξισωθεί με αυτόν του μη
καπνιστή σε 15 έτη. Αποδεικτικό του πόσο ισχυρή είναι η συσχέτιση του
καπνίσματος με τη ΣΝ αποτελούν τα στοιχεία που δείχνουν, ότι η
επιβολή της απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους στην
Ιταλία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των στεφανιαίων επεισοδίων
κατά 10%.

Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί, ότι προκειμένου να μηδενιστεί ο


κίνδυνος για τα καρδιαγγειακά απαιτείται πλήρης διακοπή του
καπνίσματος.

Συγκεκριμένα, οι καπνιστές ενός τσιγάρου την ημέρα διατρέχουν


περίπου το 40-50% του πρόσθετου κινδύνου που σχετίζεται με το
κάπνισμα 20 τσιγάρων την ημέρα (ΣΝ και εγκεφαλικό). Συγκεκριμένα,
άνδρες που καπνίζουν 1 τσιγάρο/ημέρα έχουν 48% υψηλότερο κίνδυνο
καρδιοπάθειας και 25% μεγαλύτερο κίνδυνο εγκεφαλικού, συγκριτικά
με τους μη καπνιστές, και γυναίκες που καπνίζουν 1 τσιγάρο/ημέρα
έχουν 57% υψηλότερο κίνδυνο καρδιοπάθειας και 31% μεγαλύτερο
κίνδυνο εγκεφαλικού, συγκριτικά με τις μη καπνίστριες.

Η διακοπή του καπνίσματος εντός έτους μετά από ΕΜ μείωσε τη


θνησιμότητα από κάθε αίτιο καρδιαγγειακής νόσου περισσότερο από
50%. Μεταξύ των βαρέων καπνιστών, η διακοπή του καπνίσματος
συσχετίστηκε με σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου
εντός 5ετίας, συγκριτικά με τους νυν καπνιστές.

Η διακοπή του καπνίσματος αποτελεί πιθανώς τη σημαντικότερη


παρέμβαση δευτερογενούς πρόληψης, καθώς μειώνει το κίνδυνο
θανατηφόρου και μη επανεμφράγματος του μυοκαρδίου.

Η διακοπή του καπνίσματος είναι ιδιαίτερα δύσκολη (αναφερόμενα


ποσοστά επιτυχίας 3-5%), όταν γίνεται μεμονωμένα και με ατομική και
μόνο προσπάθεια. Επιπλέον, ακόμη και οι λίγοι που τα καταφέρνουν
και δηλώνουν αποφασισμένοι να παραμείνουν μακριά από το τσιγάρο
συχνά υποτροπιάζουν. Τα ποσοστά αυτά είναι ιδιαίτερα χαμηλά, ακόμη
κι όταν υπάρχει ιατρικός λόγος που επιβάλλει τη διακοπή καπνίσματος,
όπως στους εμφραγματίες (14%).

Η μεγάλη δυσκολία στη διακοπή του καπνίσματος δεν θα πρέπει να


ερμηνευτεί ως αδιαφορία των καπνιστών για την υγεία τους ή ανοησία.
Απλά αναδεικνύει ουσιαστικά την εντονότατη ψυχολογική και σωματική
εξάρτηση την οποία προκαλεί το τσιγάρο, ώστε, όπως όλες οι
εξαρτησιογόνες ουσίες, απαιτεί όχι μόνο ισχυρότατη βούληση αλλά και
εξειδικευμένη ιατρική βοήθεια για να επιτευχθεί απεξάρτηση.

Η πλειονότητα των καπνιστών επιθυμεί να διακόψει το κάπνισμα και,


επομένως, πρέπει να προσφέρονται παρεμβάσεις διακοπής του
καπνίσματος, που συνδυάζουν φαρμακολογική και συμπεριφορική
υποστήριξη σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο. Οι επαγγελματίες
υγείας πρέπει να εκπαιδευτούν στην κινητοποιητική συνέντευξη, ώστε
να αξιοποιήσουν τα οφέλη της διακοπής του καπνίσματος για ασθενείς
με καρδιαγγειακή νόσο, να επιχειρηματολογούν με στοιχεία που
αποδεικνύουν τα οφέλη της διακοπής του καπνίσματος και να
εξοικειωθούν με τη φαρμακευτική αγωγή και την παροχή
συμβουλευτικής υποστήριξης, ώστε να αυξηθούν περαιτέρω τα
ποσοστά επιτυχούς διακοπής στον ευάλωτο πληθυσμό των ασθενών με
καρδιαγγειακά νοσήματα. Στη συνέχεια, μπορούν να παραπέμπουν
τους καπνιστές σε ιατρεία διακοπής καπνίσματος, εφόσον οι ίδιοι δεν
διαθέτουν την απαιτούμενη εξειδίκευση.

Παρασκευή Κατσαούνου

Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πνευμονολογίας Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.,


Μονάδα Πνευμονολογίας και Αναπνευστικής Ανεπάρκειας Α ́ΚΕΘ ΓΝΑ
Ευαγγελισμός, Μέλος ΔΣ ΕΠΕ τ. Πρόεδρος Ομάδος Προαγωγής Υγείας,
Ιατρικής Εκπαίδευσης και Διακοπής Καπνίσματος Ελληνικής και
Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας

You might also like