Professional Documents
Culture Documents
11698
11698
ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Εποπτεύοντες καθηγητές:
ΒΟΛΟΣ 2013
1
--ι
t
ι
11 \ΙIII~ΊΊ"IIO ΘE~~λ.\I.\~ Ι
ι
Ι
Βι Β.\1Ο0111,1 " Κ Ε 'ΤΡΟ Π\ΙΙΙ'()<Ι>ΩΙ'ΙΙ::ΙΙ::
Ει \11.;11 ~\ . .\OΓlI «Γι.,:ι'lι.Λ ΒIΒ\I()ΓI'.\<I>lλ»
ι T~O
Ι
ι
L .j
ι
\
Ι
\
2
,.
ΠεριεΖόμε\'ιι
Ευχαριστίες 4
Περίληψη 5
Abstract 6
Εισαγωγή 7
Ορισμός δυσλεξίας 59
Μεθοδολογία 71
Στατιστική ανάλυση 73
Συμπεράσματα 82
Συζήτηση 82
Χρησιμότητα εργασίας 90
ΒιβλιογραφικέςΑναφορές 92
Ξενόγλωσση βιβλιογραφία 92
3
Ευχαριστίες
τόσο ενδιαφέρον για μένα θέμα στο πλαίσιο των ενδιαφερόντων μου.
αντικείμενο τις Μαθησιακές Δυσκολίες, η οποία ήταν πάντα πρόθυμη και ανοικτή
4
Περίληψη
συχνά μέσα από τις Μαθησιακές Δυσκολίες και γι' αυτό γίνεται στη συνέχεια λόγος
για τον προσδιορισμό, την ιστορική αναδρομή της μελέτης τους, τα επιδημιολογικά
αναφορά στη χρήση των Γνωστικών Προκλητών Δυναμικών πάνω στην πρόγνωση,
εντοπισμό, διάγνωση και αποκάστασή της, όπως επίσης και αναφορά για την
και με τα ελληνικά μέσα από την 25ετή περίπου ερευνητική μελέτη του Α.Β.
της έρευνας, που διεξήχθη στα πλαίσια της εργασίας μας σε δείγμα 40 παιδιών με και
χωρίς δυσλεξία ακουστικού τύπου σε σχολεία του Βόλου και της Στυλίδας,
5
Abstract
The present stιιdy starts with the notion of the importance of language for
human beings, analyses its basics characteristics, and the major role of
neuropsychology ίη the stιιdy, understanding and solving of any problems that might
appear ίη its conect acquisition. Such problems nsually appear throngh learning
disabilities and t11at is why, we refer to the definition, historlcal perspectives,
epidemiological data of LD, as well as to the significance of neLlropsychological
techniqnes for their confrontation. A:fter that, there is a special reference to dyslexia,
its frequency and etiology, also to the contribution of neuropsychological techniqnes
and especially the nse of cognitive evoked potentials for its prognosis, localization,
diagnosis and restoration. Also we state the typological classification of dyslexia, both
to intemational data, as Greek data, through the 25 years Α.Β. Karapetsas' research
study. A:fterwards, we present the snrvey data, of onr research with 20 dyslexic
children and so mnch more, included ίη onr control group, selected from schools of
the cities of Volos and Stylida. The data collected, were statistically analyzed and
commented. Finally, we also give some data of other 9 stιιdies with similar resnlts to
onrs.
6
Εισαγωγή
«Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον
από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλ' αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί
δυόμιση χιλιάδες χρόνια, χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. [...] Και το
αναφέρω, όχι διόλου για να υπερηφανευθώ, αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που
τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος. [...] Εάν η γλώσσα
υπήρχε. Συμβαίνει όμως νΙ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών
Ορμώμενοι από την ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη στην Ακαδημία της
Στοκχόλμης, μπορούμε να δούμε με πολύ μεγάλη ακρίβεια μέσα από την ποιητική
του σκοπιά, όχι μόνο τη διάρκεια και την αδιάλειπτη πορεία της ελληνικής γλώσσας,
όσο και το σημαντικότατο λειτουργικό ρόλο, που αυτή κατέχει. Έτσι λοιπόν,
γενικεύοντας αυτές τις διαπιστώσεις για το σύνολο των γλωσσών διαπιστώνουμε τον
τρόπο, με τον οποίο συνυφαίνεται ανά τους αιώνες η εξέλιξη της γλώσσας με την
ύπαρξη του ανθρώπου. Πολλοί επιστήμονες μάλιστα υποστηρίζουν ακόμα και την
υπόθεση ότι η γλώσσα όπως είναι δομημένη σήμερα αναπτύχθηκε αργά στην
ανθρώπινη εξέλιξη κι επίσης, πως είναι μείζων παράγοντας για την εξέλιξη του
Για τον άνθρωπο, την επιβίωση και την εξέλιξή του η γλώσσα κατέχει ρόλο
κλειδί από την απαρχή της εμφάνισής του. Κάθε είδος πάνω στη γη είναι ένα θαύμα
προσαρμογής, ένα τέλειο προϊόν του περιβάλλοντος, στο οποίο ζει. Κάθε είδος εκτός
από ένα, εwοείται. Ο άνθρωπος είναι το «ασχημόπαπο» της εξέλιξης. Χωρίς τον
θαυμάσιο εγκέφαλό του, το αδέξιο και απροσάρμοστο σώμα του θα είχε εγκλωβίσει
την ύπαρξή του σε μια μικρή 'κόχη'. Το τεκμήριο του ανθρώπου είναι μάλλον ο
συγκεκριμένο τόπο ή σε έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής. Είμαστε το μέγα παράδοξο του
J
Όπως θα έλεγε και ο Πλάτωνας στο έργο του «Πρωταγόρας» ο Επιμηθέας,
του άφησε τον άνθρωπο τελευταίο και απροστάτευτο, καθώς είχε σπαταλΙ1σει όλες τις
ιδιότητες αυτοπροστασίας και άμυνας στα υπόλοιπα έμβια όντα. Έτσι λοιπόν έμεινε ο
άνθρωπος απροστάτευτος, που μόνο χάρη στη θεϊκή παρέμβαση του Προμηθέα, μιας
και του εξασφάλισε την τέχνη του Ηφαίστου και της Αθηνάς, μπόρεσε να λατρέψει
πάρα πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές της προαιώνιας σχέσης ανθρώπου και γλώσσας.
Όπως αναφέρει κι ίδιος, κρατώντας ένα κρανίο του Homo habilis, του προγόνου του
Homo erectus: «στους νεότερους ανθρώπους, το μέρος του εγκεφάλου μας που
αποκαλούμενο ενδοκρανιακό εκμαγείο αυτού του κρανίου, στο οποίο η περιοχή του
Broca φαίνεται καθαρά. Στους χιμπαντζήδες και τους γορίλες δεν φαίνεται αυτή η
περιοχή. Εδώ υπάρχει. Άρα, υπήρχε η δυνατότητα αυτή για ομιλία». (Blakemore,
2002)
τρόπο συνακόλουθο των επιταγών για την αλλαγή και προσαρμογή των βιολογικών
ειδών είτε αλλάζοντας με την πάροδο του χρόνου είτε μερικές φορές με το να
φρενήρη διαιώνιση υποειδών, πληθυσμών και υβριδίων, έτσι ακριβώς και οι γλώσσες
χάνονται σε ένα αχανές σύνολο από διαλέκτους και ενδιάμεσες μορφές τους (Manis
Ε., 2008).
Παρ' όλες αυτές τις μεταβολές σ' αυτή τη διαχρονική πορεία της γλώσσας,
ένα πράγμα μένει σταθερό' η σημασία της γλώσσας για τον άνθρωπο και την πορεία
8
πολιτισμούς, μεταλαμπαδεύουν ιδέες και φιλοσοφίες και φυσικά κερδίζουν μια θέση
Η γλώσσα είναι μια μορφή επικοινωνίας, που διακρίνεται από κάθε άλλη
διεργασία. Όταν μαθαίνουμε να μιλούμε για πρώτη φορά, δεν μαθαίνουμε τη γλώσσα
Επίσης, δεν φαίνεται να υπάρχει όριο στον αριθμό των προτάσεων, που μπορούμε να
Σχηματίζεται από μια μικρή ομάδα ήχων, που περιέχουν ένα μήνυμα, όταν
προφέρονται σε προβλέψιμες αλληλουχίες. Κάθε μια από τις γλώσσες του κόσμου
βασίζεται σε ένα κλάσμα έναρθρων ήχων, που είναι ικανός να παράγει ο άνθρωπος.
Όλες όμως οι γλώσσες δεν χρησιμοποιούν την ίδια ομάδα ήχων. Οι ήχοι, οι οποίοι
συνδυασμού φωνημάτων για τον συνδυασμό λέξεων (μορφολογία) και (2) κανόνες
σημαντικό χαρακτηριστικό της, που δεν είναι άλλο από το πλούσιο περιεχόμενο.
9
Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε συστήματα απλών νευμάτων, στα οποία το νόημα
νοήματα, τα οποία είναι ανεξάρτητα από την άμεση κατάσταση. Η γλώσσα έχει και
εκφράσεις του προσώπου και η στάση του σώματος (Kandel E.R.. Schwartz J.H.,
Jessell Τ.Μ.)
άλλους, ότι η γλώσσα αυτό που κάνει είναι όχι να τον διαμορφώνει αλλά να τον
Πρίνστον.
Πρόκειται για την πιο καθαρή απόδειξη των νοητικών χαρακτηριστικών του
Μέσω της γλώσσας αφήνουμε πίσω μας το παρόν, μιλάμε για το παρελθόν και
σύνολο του πολιτισμού- δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν (Κουβέλας Η., 1998).
οδηγεί τον άνθρωπο ήδη από την αρχαιότητα σε μια διαρκή και ατέρμονη αναζήτηση
της προέλευσης της τελευταίας. Το ταξίδι για την αναζήτηση της καταγωγής της
γλώσσας ξεκινά τον 50 π. Χ. αι. μέσα από τις διηγήσεις του Ηροδότου σχετικά με
τους Ιερείς του αού του Ηφαίστου στη Μέμφιδα, σύμφωνα με τις οποίες ο βασιλιάς
της Αιγύπτου Ψαμμήτιχος χρησιμοποίησε δυο βρέφη για να δει σε ποια γλώσσα θα
Αιγυπτίων ή αυτή των Φρυγίων. Στη συνέχεια μέσω της Παλαιάς Διαθήκης στη
Γένεση πηγαίνουμε στον Πύργο της Βαβέλ, έπειτα βλέπουμε την ιστορία για το
«βουβό σπίτι» του Μογγόλου Αυτοκράτορα της Ινδίας Akbar του Μέγα για να
καταλήξουμε τον 190 αι. στη μελέτη αφ ασικών ασθενών από τον Paul Broca και τον
10
Charles Wemicke και στο περίφημο «NOL1S parlons avec Ι' hemisphere ganche» με τη
έχουν διαπιστωθεί εδώ και 4.500 χρόνια (Καραπέτσας, 1989). Όμως οι επιστημονικές
έρευνες αυτών των σχέσεων χρονολογούνται από το 181 Ο με τις μελέτες των
2008).
μελέτες της δίνει έμφαση σε μια διεπιστημονική προσέγγιση των σχέσεων εγκεφάλου
και γλώσσας και για το σκοπό αυτό υπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ των
Παθολογίας. Μελετά τις αφασίες των ενηλίκων, τις γλωσσικές διαταραχές των
και βιολογικές βάσεις της ομιλίας και της γλώσσας, κ.ο.κ. (Καραπέτσας, 2008).
θεωρία του Noam Chomsky σχετικά με το ότι στον εγκέφαλο είναι εγγεγραμμένη μια
γλωσσική δομή, θεωρία, η οποία κατά την κατοπιν11 μελέτη της αρχίζει και εμφανίζει
κενά και ελλείψεις (Gellner, 1979). Το ενδιαφέρον τώρα όχι μόνο των
μελέτη της γλώσσας και της παθολογίας της, όπως γλωσσολόγων, ψυχολόγων και
Η.,1998).
Η ανάπτυξη της γλώσσας και της σκέψης, λοιπόν, βάσει των ερευνών και
μελετών φαίνεται να βασίζονται σε δύο βασικές αρχές: πρώτον στο ότι η σκέψη είναι
μια δομημένη νευρολογική διαδικασία και δεύτερον στο ότι η γλώσσα είναι σύμφυτη
11
με τη σκέψη και τις εμπειρίες. Η σκέψη και η γλώσσα μας αναδύονται τόσο από τις
βιολογικές μας καταβολές όσο και από τις εμπειρίες μας. Η γλώσσα και ο πολιτισμός
φυσικά και φέρονται από την οικογένεια και την κοινωνία, αλλά το κάθε άτομο έχει
να τα αναδομήσει στον εγκέφαλό του με τον δικό του ιδιαίτερο και ξεχωριστό τρόπο.
υπάρχει κάποιος κεντρικός «ελεγκτής», που να λέει σε καθένα μέρος του τι να κάνει
και της εκάστοτε κατάστασής του συμπεριλαμβάνοντας πάντα τους στόχους μας.
καταλήγουμε στο να έχουμε ιδέες και να τις επικοινωνούμε μέσω της γλώσσας.
κατανόηση της γλώσσας, των μαθηματικών εν/οιών, κ.α., και σ' αυτό το σημείο
μεταξύ εγκεφάλου και ανθρώπινης συμπεριφοράς υποστηρίζει ότι η αιτία που ένα
παιδί έχει δυσκολίες στη μάθηση της ανάγνωσης βρίσκεται στις εγκεφαλικές
δυσλειτουργίες και στη μειωμένη συνεργασία των εγκεφαλικών ημισφαιρίων και όχι
εκπαιδευτικούς παράγοντες - αν και τον τελικό λόγο για την επίδραση αυτών των
12
παραγόντων τον έχει ο Άνθρωπος - ουσιαστικά ο Ανθρώπινος Εγκέφαλος.
(Καραπέτσας, 1991)
χρήση της γλώσσας καθώς και πληθώρα άλλων καταστάσεων περικλείονται σε έναν
όρο - <<ομπρέλα» τις μαθησιακές δυσκολίες, για τις οποίες ακολουθεί εκτενέστερη
αναφορά.
ομάδα από ενδιαφερόμενους γονείς και εκπαιδευτικούς συναντήθηκαν στο Σικάγο για
κοινότητες σε έναν κοινό οργανισμό. Κάθε μία από αυτές τις γονεϊκές ομάδες
προσδιόρισε το κάθε παιδί, που τις ενδιέφερε κάτω από ένα διαφορετικό όνομα,
παιδιά. Όταν προτάθηκε σ' αυτή τη συνάντηση ο όρος μαθησιακές δυσκολίες (Kirk,
1963), έτυχε άμεσης εκτίμησης και αποδοχής. (Lerner, 2003)
Παρότι ο όρος είχε άμεση προσέλκυση και αποδοχή, το έργο της εύρεσης ενός
υστέρησης, ελαφρές περιπτώσεις κώφωσης, κινητική αδεξιότητα και πάνω από όλα
Δεν υπάρχει ένας απλός τρόπος για να κατηγοριοποιηθούν όλες οι περιπτώσεις που
Δυσκολίες αλλά καμία από αυτές πλήρως αντιπροσωπευτική και ικανοποιητική κατά
13
το μέγιστο. Αυτή η αποτυχία επίτευξης αποδοχής για την κατάλληλη απάντηση στη
μακρόχρονη αιτία αντιπαραθέσεων, μαχών και κρίσης (Keogh, 1988). (Kava1e Κ.Α.,
ορισμός αυτός παραμένει μεταξύ των πιο προβληματικών τοποθετήσεων εξαιτίας των
«ιδιομορφιών» και των ανταγωνισμών, που υπάρχουν γύρω από τον ορισμό (Mat11er
& Roberts, 1994) (Kava1e & Forness, 2000).
ότι αποτελεί η δημοσίευση του Cruickshank μιας λίστας ορισμών των μαθησιακών
ΑυηΊ η εκρηκτικι1 ανάπτυξη αυτού του πεδίου πηγάζει από το γεγονός ότι ο
όρος των μαθησιακών δυσκολιών εξοβελίζει τον στιγματισμό και την απελπισία που
προκύπτουν από όρους όπως λόγου χάρη (καθ)υστέρηση, εγκεφαλικές βλάβες ή απλά
αργός. Πολλοί γονείς θα προτιμούσαν να πιστεύουν ότι ένα παιδί πάσχει από μια
(Παντελιάδου, 2010).
κάποιων συνθηκών, καμιά φορά, όχι και τόσο συναφών με το μαθησιακό πρόβλημα,
που το ίδιο το παιδί αντιμετωπίζει. Εκτός από τη αρέσκεια των γονιών και
παιδιού, όπως προαναφέρθηκε, συντρέχουν και άλλοι λόγοι, για τους οποίους ο
ορισμός αυτός λειτουργεί σαν «ομπρέλα» που συμπεριελάμβανε ένα μεγάλο εύρος
14
Έτσι λοιπόν προβάλλεται και έχει επικρατήσει παραδοσιακά η εικόνα ενός
παιδιού με μαθησιακές δυσκολίες να είναι ένα παιδί με έξυπνο, το οποίο όμως δεν τα
παιδιών που αποτυγχάνουν στο σχολείο, για οποιοδήποτε λόγο (π.χ. νοητική
τους, εφ' όσον αυτός στερείται κάθε παθολογικής ή κοινωνικής επιβάρυνσης και
εκπαιδευτικοί οικειοποιούνται αυτόν τον όρο, διότι δεν είναι φορτισμένος αρνητικά,
δεν είναι απειλητικό ς και διευκολύνει την επικοινωνία με τους γονείς ιδιαίτερα στο
καταβολές και υπονοεί ότι το πρόβλημα είναι ενδογενές στο μαθητή - αν και όχι
2010)
χρησιμοποιείται για παιδιά που έχουν προβλήματα στη μάθηση εξαιτίας κοινωνικών
Σ' όλη αυτό το πλαίσιο όμως είναι ανάγκη να επισημανθούν δύο βασικές
αρνητικές συνέπειες, οι οποίες γεννώνται μέσα από αυτή τη γενίκευση της χρήσης
του όρου αυτού. Σαν πρώτη συνέπεια μπορεί να αναφερθεί ότι το φαινόμενο της
παιδιά με «ειδικές ανάγκες» παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, και σαν
δεύτερη να τονιστεί ότι εντείνεται η σύγχυση σχετικά με το ρόλο της ειδικής αγωγΙ1ς
2010)
15
Παρόλη αυτή την συγκεχυμένη κατάσταση, που τυχόν επικρατούσε και την
«Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια
μάλιστα είναι δυνατόν να υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της ζωι1ς. Με τις Μαθησιακές
ωστόσο δεν συνιστούν από μόνα τους Μαθησιακές Δυσκολίες. Αν και οι Μαθησιακές
καταγωγή ακόμα και πριν τα μεσαιωνικά χρόνια. Κάποιος που αποτυγχάνει στη
μάθηση δεν είναι μια καινοτομία της διαστημικής εποχής. Τον γνώριζαν οι Vikings,
οι φεουδάρχες, οι αγρότες .. Δεν υπήρξε κάποτε' υπάρχει και θα υπάρχει σε όλες τις
εποχές. Καθώς ήταν πάντοτε έμφυτη στον άνθρωπο η αναζήτηση της γνώσης, το να
μαθαίνει κανείς όλο και περισσότερα σχετικά με τον κόσμο, στον οποίο ζει, ήταν ένα
ιστορικό χαρακτηριστικό για όλους τους ανθρώπους. Όσο λοιπόν υπήρχε κάτι για να
το μάθει ο καθένας και προσανατολιζόταν σ' αυτό, γνώριζε πως αυτll η προσπάθεια
16
Οπουδήποτε έχει υπάρξει μάθηση, υπήρξαν κι αυτοί, οι οποίοι συνάντησαν
προβλήματα στην απόκτησή της. Μπορεί η κάθε ανθρώπινη γενιά να έθεσε έναν
προσκήνιο. Ήταν αυτός, ο οποίος «ζοριζόταν» με τον εξάντα, το ηλιακό ρολόι, την
πυξίδα και το ημερολόγιο. Ήταν αυτός, που έδενε λάθος τους ναυτικούς κόμπους,
έμπλεκε το αλιευτικό δίχτυ και δεν τοποθετούσε σωστά τα εργαλεία. Και τέλος, ήταν
αυτός, που έπαιρνε λάθος μονοπάτι, δεν καταλάβαινε σωστά τις οδηγίες και
80% από αυτές αφορούν δυσκολίες στην ανάγνωση. (Παντελιάδου, 2004, Kavale &
Forness, 2000).
ενήλικες δεν αναγράφονται, μιας και δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα (Ζυγού ρης,
2012).
μισά από τα παιδιά, που είναι δέκτες υπηρεσιών ειδtκllς αγωγής στις Η.π.Α, είναι
στη μάθηση, οι πιθανές αιτίες, αλλά και η συνεισφορά τους στις ατομικές διαφορές
εμφανίζονται από την αρχαία Ελλάδα (Mann, 1979). Μόλις τον Απρίλιο του 1963
εμφανίζεται για πρώτη φορά ο όρος «Μαθησιακές Δυσκολίες» από τον ψυχολόγο και
17
ειδικό παιδαγωγό Samuel Kirk σε ένα συνέδριο γονέων με παιδιά, που είχαν
πρωτοεμφανίστηκε λοιπόν στο Σικάγο στα πλαίσια ενός συνεδρίου κατά το οποίο μια
σημανΤΙΚ11 συμβολή του είναι η αναγνώριση μιας εντελώς καινούριας ομάδας από
«ιδιαίτερα» παιδιά, παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες. (Lerner, 2003) όπως πολύ
διαταραχές στη γλώσσα, στο λόγο, στην ανάγνωση και στις δεξιότητες, τις σχετικές
με την κοινωνική αλληλεπίδραση. Σ' αυτήν την ομάδα δεν περιλαμβάνω παιδιά που
από την ομάδα αυτή τα παιδιά που έχουν γενικευμένη νοηΤΙΚ11 καθυστέρηση». (Kirk,
1962)
που δεν μπορούν να εξηγηθούν από το νοητικό δυναμικό των μαθητών, είχε
ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Η αναλυτική εξέταση της πορείας του πεδίου των
Μαθησιακών Δυσκολιών τους δύο τελευταίους αιώνες έχει οδηγ11σει στη διάκριση
έξι χρονικών περιόδων (Bender, 2004. Hallahan & Mercer, 2001), με τις δύο πρώτες
18
Α) Περίοδος ευρωπαϊκής θεμελίωσης - κλινική (1800-1920)
ανακαλύψεις στο πεδίο της νευρολογίας, που προκλήθηκαν και κατά δεύτερον, τα
σημαντικά θεμελιακά άρθρα και βιβλία που εξεδόθησαν (Hallahan & Mercer, 2001).
Επρόκειτο για μια περίοδο βασικής επιστημονικής έρευνας πάνω στις λειτουργίες και
τις δυσλειτουργίες του εγκεφάλου. Πολλοί από τους πρώτους ερευνητές, που
ασθενών, που είχαν χάσει κάποιες νοητικές λειτουργίες τους, όπως λόγου χάρη την
ικανότητα ομιλίας ή ανάγνωσης. Στις αυτοψίες πολλών από αυτούς τους ασθενείς,
οποίο στη συνέχεια έγινε αυτοσκοπός των ερευνητών αυτής της περιόδου. καθώς,
μετέπειτα μια από τους πρωταρχικούς στόχους των ερευνών αυτών ήταν η
εμβληματική μορφή στην εξερεύνηση της σχέσης μεταξύ εγκεφαλικής κάκωσης και
Reid (1710 - 1796) και Ι Stewart (1753-1828) (Καραπέτσας, 2008). Η θεωρία της
εγκεφαλικής λειτουργίας από την εξέταση του σχήματος του κρανίου. Σε ένα γράμμα,
που εκδόθηκε το 1802, υπέθεσε ότι τρία ξεχωριστά μέρη του εγκεφάλου είναι
υπεύθυνα για αυτά που όρισε ως: α) ζωτικές πηγές (κίνηση και αίσθηση), β) ηθικές
αξίες (διαθέσεις της ψυχής), και γ) πνευματικές αξίες (Head, 1926; Wiederho1t,
1974). Σχετικά όμως με τις μαθησιακές δυσκολίες η συμβολή του Gall ήταν πολύ
μεγάλη για τη διευκρίνιση των αποτελεσμάτων των εγκεφαλικών κακώσεων, σ' αυτό
19
Η σημασία των παρατηρήσεών του για τη σημερινή θεώρηση των
οποίος υπέθεσε ότι ο Gall είχε παρατηρήσει πως κάποιοι από τους ασθενείς του δεν
γράψιμο, εκδηλώνοντας έτσι μια εικόνα από σχετικώς δυνατά και αδύνατα σημεία
στην παραγωγή γραπτού και προφορικού λόγου. Επιπρόσθετα, ο Gall εδραίωσε την
άποψη ότι τέτοιες εικόνες από δυνατά και αδύνατα σημεία ήταν απόρροια
μην επηρεάσουν άλλες. Επομένως, οι κλινικές ρίζες καθιερώθηκαν στο χώρο του
Ωστόσο, η συμβολή του Gall στη σύνδεση του τραυματισμού του εγκεφάλου
και της αφασίας επισκιάστηκε κατ' εξακολούθηση από τη σύνδεση του ονόματός του
με τη φρενολογική σχολή της σκέψης, την θεωρία δηλαδή ότι το σχήμα του κρανίου
καθορίζει τις πνευματικές και προσωπικές στάσεις. Στα κατοπινά χρόνια, πολλοί
θεώρησαν τις σκέψεις του σαν φληναφήματα. Μία εξαίρεση ήταν ο John Baptiste
BouillaLId, Κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής του College of France (Wiederholt,
1974).
Στα 1920, ο Bouillaud, φοιτητής του Megendie και σεβαστή φυσιογνωμία στη
γαλλική επιστήμη συνέχισε τη δουλειά του Gall μέσα από αυτοψίες, που έκανε σε
θέση του Gall σχετικά με τη Φρενολογία, αλλά συμφωνούσε κατά πολύ με αυτά που
είχε δηλώσει αναφορικά με τον εντοπισμό της εγκεφαλικής λειτουργίας. Παρόλο που
ο Gall είχε υποθέσει ότι το κέντρο της αισθησιοκινητικής αντίληψης τοποθετείται στο
περιπτώσεων, μια προσέγγιση που σαφώς τον ξεχώρισε από τους προκατόχους του,
20
έγραψε: «Στον εγκέφαλο υπάρχουν αρκετά ειδικά όργανα καθένα από τα οποία έχει
κινήσεις της ομιλίας ρυθμίζονται από ένα ειδικό κέντρο του εγκεφάλου, ξεχωριστό
και ανεξάρτητο. Η απώλεια της ομιλίας εξαρτάται μερικές φορές από την απώλεια
μνήμης για λέξεις, άλλοτε από την έλλειψη μυϊκών κινήσεων από τις οποίες
κατάποσης της τροφής ούτε συνεπάγεται απαραίτητα απώλεια γεύσης. Τα νεύρα, που
ζωογονούν τους μύες, οι οποίοι συμμετέχουν στην παραγωγή ομιλίας, πηγάζουν από
αυτούς» (Μεταφρασμένο στο Head, 1926, 13-14) (Καραπέτσας, 2008). Στη συνέχεια,
ένας αριθμός από άλλους ιατρικούς επιστήμονες ξεκίνησε επίσης να παρατηρεί και
ασθενών, που είχαν χάσει την ικανότητα ομιλίας και ακολούθως πεθάναν. Είναι
ιδιαίτερα γνωστός εξαιτίας του ότι Ι1ταν ένας από τους μεγαλύτερους θιασώτες της
ιδέας πως οι βασικές λειτουργίες του λόγου εδράζονται στην αριστερή πλευρά του
εγκεφάλου με απόσταγμα της θεωρίας του τη περίφημη φράση του «Nous parlons
avec Ι' hemisphere gaLlche» μια από τις πιο γνωστές αρχές της εγκεφαλικής
λειτουργίας. Βάσισε τις θεωρίες του σε αυτοψίες αρκετών ασθενών, των οποίων ο
λόγος είχε υποστεί βλάβη κάποια στιγμή στη ζωή τους. Ο Broca υποστήριξε πως ένα
μικρό τμήμα του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου ήταν υπεύθυνο για το λόγο.
λόγου (λ.χ. αργή, κοπιώδη και δύστοκο ομιλία) κατηγοριοποιούνται στους έχοντες
21
επιλεκτικές και όχι διάχυτες βλάβες στις πρόσθιες περιοχές του αριστερού
από την βλάβη σ' αυτή την περιοχή του εγκεφάλου εμφανιζόταν σε μεγάλα ποσοστά
του Theodor Meynert στη Βιέwη ήταν άλλη μια μεγάλη προσωπικότητα, που
1876, σε ηλικία 26 ετών, δημοσίευσε μια κλασσική πλέον εργασία «Το σύμπλεγμα
συμπτωμάτων της αφασίας: Ψυχολογική μελέτη επί ανατομικής βάσεως», στην οποία
κατανόηση και όχι στην εκτέλεση (υπσδεκτική και όχι εκφραστική δυσλειτουργία). Οι
ούτε καν τα δικά τους λόγια, σε αντίθεση με την αφασία του Broca, κατά την οποία οι
πάσχοντες μπορούν να την κατανοήσουν, αλλά όχι να μιλήσουν (Kandel, Schwartz &
Jessell, 2011).
ευχερή και αβίαστο λόγο, αλλά οι προτάσεις, που επικοινωνούσαν, ήταν συχνά
του εγκεφάλου, που τώρα ονομάζεται 'περιοχή του Wernicke', αποτελείται από το
22
λόγου. Έθεσε ως αξίωμα λοιπόν ότι η γλώσσα εμπεριέχει ξεχωριστά κινητικά και
απρόσμενες γνωστικές και γλωσσικές δυσκολίες στο πλαίσιο της άλλοτε κανονικής
λειτουργίας είχαν αναφερθεί]. Αυτές οι περιπτώσεις ήταν μοναδικές, εξαιτίας του ότι
θεωρίας περί του ενιαίου πεδίου του εγκεφάλου και όχι του κυτταρικού συνδετισμού,
αναπτύσσοντας ένα σύστημα για τη συλλογή δεδομένων και ένα κριτήριο - τεστ για
τη διάγνωση της αφασίας. Ο Head, έδειξε ότι ασθενείς με αφασία δεν έπασχαν από
εγκεφαλική κάκωση και είχαν χάσει την ικανότητα για ομιλία. Από την άλλη, ο
«λεξικής τύφλωσης», την οποία και προσδιόρισε ως την αδυναμία ερμηνείας γραπτής
κέντρου για τις λέξεις που εντοπίζεται στην αριστερή γωνιώδη έλικα (Καραπέτσας,
23
1991). Ο Hinshelwood από πολλούς, ακόμα και σήμερα, θεωρείται ως ο πατέρας του
Μεγάλη όμως ήταν και η συμβολή του KLlrt Go!dstein, ενός Γερμανο-εβραίου
έργο του GoIdstein συνεχίστηκε αργότερα από τους Heinz Werner και Alfred StraLIss,
που προσανατόλισαν τη μελέτη από τους εγκεφαλικά τραυματισμένους στρατιώτες,
αμερικανική ήπειρο, αλλά και στην τάξη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρχαν πολλά
σημαντικά πρόσωπα από το χώρο της ιατρικής, της ψυχολογίας και εκπαίδευσης κατά
Επηρεασμένοι λοιπόν από τις ευρωπαϊκές μελέτες, που επικεντρώνονταν στη σχέση
και τις δυσκολίες στη μάθηση. Η έρευνα επικεντρώθηκε στις δυσκολίες οπτικής
24
αντίληψης, ενώ αναπτύχθηκαν διδακτικές προσεγγίσεις γραφοφωνημικών
b/d και p/q και λέξεις όπως saw/was και not/ton, εξαιτίας της ελλιπούς κυριαρχίας
του αριστερού ημισφαιρίου για την επεξεργασία των γλωσσικών συμβόλων. (Lerner,
2003). Η συμβολή του Orton ήταν τόσο μεγάλη σε σημείο, που η πρώτη
ακόμα χρόνια, με το σύνολο της δουλειάς του να συνοψίζεται στο κλασσικό του
βιβλίο, Προβλήματα Ανάγνωσης, Γραφής και λόγου στα παιδιά Reading, Wr'iting, and
Speech Problems in Children (Orton, 1937). Αν και βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό, στο
πρότερο έργο του Hinshelwood, οι απόψεις του Orton διαφέρουν από αυτές του
Hinshe!wood σε τουλάχιστον τρία σημεία. Κατ' αρχάς ο Orton είχε μια πολύ πιο
πιθανόν να είχε «λεξική τύφλωση», ο Orton υποστήριζε ότι «είναι κάτι πάνω από το
10% στο συνολικό σχολικό πληθυσμό» (Orton. 1939, σελ. 59). που είχε
περιορισμό των διαγνώσεων της «λεξικής τύφλωσης» στις περιπτώσεις εκείνες. στις
οποίες δεν θα υπήρχε αμφιβολία σχετικά με την παθολογία της κατάστασης. Αντίθετα
δυσκολιών. Το έργο του Orton αποτέλεσε εφαλτήριο για τη δουλειά των Anna
Gilling11am και Bessie Stillman, έργο που μαζί με τις μελέτες του Orton, αποτελούν
25
σημείο αναφοράς για πολλούς επαγγελματίες [σ.σ. «The Orton-Gillingham
Approach»'] (Hallahan & Mercer, 2001).
ενδείξεων, που συχνά παρατηρούσε στην κλινική, όπως τις αντιστροφές των
«καθρεπτική ανάγνωση ή/και γραφή». Επιπλέον ήταν από τους πρώτους, που έφεραν
λογικής που ακολουθούσε, προέβαλε ένα σύντομο ιστορικό της χρήσης του
περιγραφές του Πλάτωνα τον 30 αι. πΧ, του Οράτιου το 65 πΧ, του Κοϊντιλιανού το
68 μΧ, του Καρλομάγνου τον 80 αι. και του Λοκ το 170 αι. Οι απόψεις της διέφεραν
από αυτές των Οήοn και Gillingham, παρόλα ταύτα στην τοποθέτησή της, σχετικά με
την έμφαση στο άκουσμα των γραμμάτων και των λέξεων. Αντίθετα, έδωσε ιδιαίτερη
προσοχή στην ανάγνωση και γραφή λέξεων σαν σύνολα (Hallahan & Mercer, 2001).
ΙΣήμερα, οι επαγγελματίες ακόμη χρησιμοποιούν τις ιδέες των Orton, Gi/linghαn1 και Stillmαn.
Αυτές οι πρακτικές οvομάζονται σαν Προσέγγιση τωv Orton - Gi//inghαn1. Αυτή η προσέγγιση
βασίζεται σε φωνημική προσέγγιση, πολυαισθητηριακή μέθοδο χρησιμοποιώντας τις οπτικές,
ακουστικές και κιναισθητικές λεπτομέρειες, με σκοπό rIJV ανάγνωση. αποκωδικοποίηση και
διδασκαλία συλλαβισμού (Monroe, Μ, 1932).
26
Marion Monroe: έχοντας υπηρετήσει σαν συνεργάτης του Orton στην κινητή
κλινική του η Marion Monroe συνδύασε τις μεθόδους του μαζί με τις μεθόδους των
Fernald και Keller.
έναν συνδυασμό από κιναισθητικές τεχνικές αναγνώρισης ιχνών και μείξης ήχων,
(Monroe, 1932). Στο βιβλίο της Children who cannot read (1932), η Monroe
αναφέρεται σε αρκετές περιπτώσεις παιδιών, που χρησιμοποίησαν τις μεθόδους της.
Αρχικά, εισήγαγε την θεωρία της διάκρισης μεταξύ πραγματικής και αναμενόμενης
το «reading index» συγκρίνοντας τον βαθμό ανάγνωσης του μαθητή με το μέσο όρο
ανάλυση των συγκεκριμένων λαθών των παιδιών, που έγιναν στα τεστ με απώτερο
αυτές τις έρευνες καθοδηγ11θηκαν από Ευρωπαίους, πολλοί εκ των οποίων είχαν
περιόδου, ήταν ο Kurt Goldstein, ο Heinz Werner, ο Alfred StratIss, η LalIra Le]1tinen,
ο William Cruickshank και ο Newell Kephart.
που επούλωνε εγκεφαλικές πληγές κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου,
27
μελέτησε πολλές περιπτώσεις εγκεφαλικών κακώσεων για πάρα πολλά χρόνια.
Μελετώντας τους ασθενείς του, στα πλαίσια της κλινικής τους εικόνας, αναφέρει ότι
αντίδραση. Επίσης υπέθεσε ότι η αφηρημένη σκέψη, εξαιτίας της υψηλής της
παρουσίας στην ιεραρχία της πνευματικής συμπεριφοράς, ήταν ένα από τα πρώτα
ευρήματα του Go1dstein, χρησίμευσαν ως βάση για την έρευνα του Heinz Wemer,
ενός αναπτυξιακού ψυχολόγου και του A1fred Stranss, ενός νευροψυχιάτρου. Με την
άνοδο της δύναμης του Hit1er, οι Wemer και Alfred Stranss, αποχώρησαν αμφότεροι
από τη Γερμανία, με τον πρώτο να πηγαίνει στις Κάτω Χώρες και τον δεύτερο στην
Ισπανία. Τελικά και οι δυο κατέληξαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Wayne Connty
Training School. Συσπειρώθηκαν σε ομάδα, με σκοπό να διαπιστώσουν, εάν η
συμπτωματολογία, όπως αυτή που είχε βρεθεί από τον GoIdstein σε ενήλικες, που δεν
είχαν υστέρηση. Χρησιμοποιώντας μια διχοτόμηση που εισήχθη νωρίτερα από τον
Larsen (1931), οι Stranss και Werner διαχώρισαν τις ειδικότητές τους στο Wayne
CoLInty Training Schooi για τις μελέτες τους σ' αυτούς, των οποίων η νοητΙΚ11
υστέρηση ήταν ενδογενής και σ' αυτούς, των οποίων η νοητική υστέρηση ήταν
Οι όποιες επικρίσεις πάνω στο έργο των Werner και StraLlss που
28
απόδοση των αιτίων στην εγκεφαλΙΚ11 βλάβη ή τραυματισμό αυτής, ως αιτία
καθεξής. Αυτό φυσικά δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι Wemer και Strauss είχαν
μελέτες στο Wayne Connty Training School, όπου και επηρεάστηκε τα μέγιστα από
τις ιδέες των Werner και Strauss. Η ερευνητική του προσπάθεια συνέβαλε στη μελέτη
των μαθησιακών δυσκολιών με δύο πολύ μεγάλα επιτεύγματα: (α) την αναπαραγωγή
των ευρημάτων των Stranss και Wemel" σε αντιληπτικά προβλήματα στην διάκριση
της εικόνα του λόγου σε παιδιά με εγκεφαλική παράλυση, των οποίων η νοημοσύνη
κυμαινόταν από λίγο πιο κάτω από το φυσιολογικό, φυσιολογικά και λίγο πάνω από
Σε γενικά πλαίσια πρόκειται για την περίοδο, κατά την οποία οι δυσκολίες
που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στο σχολείο χωρίς άλλη προφανή αιτία, ονομάζονται
29
πρώτες απόπειρες να ορισθεί αυτό το φαινόμενο. Οι ορισμοί των Μαθησιακών
Δυσκολιών ως σημαντική απόκλιση από τη μέση επίδοση καθώς και τους παράγοντες
του Κirk, ορίζει την απόκλιση του νοητικού δυναμικού από την επίδοση στο
εμφάνισή τους ως επίσημη κατηγορία. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου
που (α) εισήχθη ο όρος μαθησιακές δυσκολίες, (β) η ομοσπονδιακή κυβέρνηση (των
ΗΠΑ) συμπεριέλαβαν τις μαθησιακές δυσκολίες στην ατζέντα της, (γ) γονείς και
εκπαιδευτικοί ίδρυσαν οργανισμούς για τις μαθησιακές δυσκολίες και (δ) αυξάνεται
σαν περιγραφικό τίτλο για την ομάδα των παιδιών που εξετάζονταν στη
Λόγω λοιπόν της συμβολής του και της ιστορικής πλέον ενέργειάς του στο
Συνέδριο στο Σικάγο, το 1963, όπως προαναφέρθηκε, θεωρείται ο πατέρας του χώρου
των μαθησιακών δυσκολιών. Φυσικά όμως συνέβαλε πολύ περισσότερο στο πεδίο
30
αυτό από τον αυθόρμητο, ωστόσο καταλυτικό ρόλο του, με την παρέμβασή του στο
επειδή προσέφερε μια υγιή ισορροπία έναντι της επικρατούσας βαρύτητας στις
αναφέρεται και από τον Strauss και Wemer και μετέπειτα από τους Kephart, Frostig,
και Cruickshank (Cruickshank, Bice & Wallen, 1957)
συγκεκριμένο παιδί. Αυτό το τεστ είναι η πρώτη έκδοση του Jllinois Test ΟΙ
2 Επηρεασμένοι από την ομιλία του Kirk, οι γονείς προχώρησαν άμεσα στη δημιουργία του
Associαtionfor Children with Leαrning Disabilities (ALDA), το οποίο είναι γενικά γνωστό, ως
ο μεγαλύτερος και πιο σημαίνων γονικός οργανισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες.
J το 1961, εκδόθηκε η πειραματική μορφή του τεστ (McCαrthy & Kirk). Ο σκοπός αυτού του
εργαλείου, ήταν να βοηθιjσει στην αξιολόγηση των δυνατών και αδύνατων σημείων ενός
παιδιού, στην επεξεργασία της γλώσσας. Το εργαλείο αυτό τόνωσε την ανάπτυξη ενός αριθμού
εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τα οποία καθόρισαν εξατομικευμένες παρεμβάσεις για τα παιδιά
με διαφορετικού είδους δυσκολίες (Bush & Giles, 1969; Kirk & Kirk, 1971), κι επομένως
χρησιμοποιήθηκε κατά τρόπο σύμφωνο με τις αρχικές εκπαιδευτικές παρεμβάσεις των Werner
και StrcιιIss (Torgesen, JK, 200-1).
31
Λίγο αργότερα, στα 1965, η Barbara Bateman, μαθήτρια του Kirk, στον
αντίποδα του ορισμού του τελευταίου προσέθεσε τον εξής ορισμό: «Παιδιά, τα οποία
ανάγνωσης, τα οποία μπορεί ή μπορεί και όχι να συνοδεύονται από μια ευαπόδεικτη
(Bateman, 1965)
μαθησιακές δυσκολίες. Ενώ λοιπόν η παρατήρηση αυτή της διάκρισης ήταν σχετικά
απαρατήρητη ή αχρησιμοποίητη στα χρόνια της Monroe, η διάκριση έγινε ακόμα πιο
από την έμφαση που της έδωσε η Bateman (Hallahan & Mercer, 2001).
Αυτή την περίοδο ιδιαίτερη εμφανίζεται επίσης η συμβολή των lohnson και
σύνταξη, αντί της διδασκαλίας γραμματικών κανόνων, προσέφεραν μια σειρά από
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί και η συμβολή του Newall Kephart, που έκανε τα
πάντα για να δημιουργήσει μια αύξηση του ενδιαφέροντος στα οπτικά και οπτικο
του ήταν The sloHI Leω'ner in the Classroom, το οποίο περιείχε τις θεωρητικές του
32
ιδέες καθώς και πλειάδα άλλων αντιληπτικο-κινητικών εκπαιδευτικών ασκήσεων
(Kephart, 1971).
Η Marianne Frostig από την άλλη ήταν αυτή, η οποία ίδρυσε το «The
Marianne Frostig Center of Edllcationa1 Therapy» στο Λος Άντζελες, στην
Καλιφόρνια και ήταν διευθύνων σύμβουλος από το 1947 έως το 1970, περίοδο κατά
την οποία και ανέπτυξε το The Marianne Frostig Deve10pmenta1 Test of Visllal
Perception (Frostig, Lefever, & Whitt1esey, 1964), όπως επίσης και ένα εμπορικό
τομείς (α) οπτικό - κινητικό συντονισμό, (β) figllre groLInd vislla1 perception, (γ)
ακολουθία συνεχειών, (δ) θέση στο χώρο και (ε) χωρικές σχέσεις με το πρόγραμμα να
περιλαμβάνει συγκεκριμένες ασκήσεις για κάθε μια από τις παραπάνω περιοχές.
σημαίνοντα ψυχολόγο Arno1d Gese11 στο Ya1e University τη δεκαετία του '40,
προσέφερε θερινά εκπαιδευτικά προγράμματα για practitioners τη δεκαετία του '50
με σκοπό την αποκατάσταση των οπτικο-κινητικών αδυναμιών στα παιδιά. Με τους
γενικό συγχρονισμό, τον συντονισμό χεριού - ματιού, τις κινήσεις των ματιών, την
ικανότητα διάκρισης και στην οπτική μνήμη (Getman, Kane, Halgren, & McKee,
1964).
Barsch ήταν ότι η αποτελεσματική κίνηση στο περιβάλλον ήταν απαραίτητη για τη
διαβίωση. Ως εκ του τούτου, πολλές από τις δώδεκα περιοχές που εξετάζει σχετικά με
την κίνηση είναι: η μυϊκή δύναμη, η δυναμική ισορροπία, η γνώση του σώματος
33
Ο Glen Dorman, φυσιοθεραπευτής, ο οποίος μαζί με τον εκπαιδευτικό
ψυχολόγο, Carl Delacato, υπήρξαν οι ιδρυτές του Institιιtes for the Achievement of
Human Potential στη Φιλαδέλφεια στη Πενσυλβανία. Μαζί ανέπτυξαν μια
ημισφαιρικής κυριαρχίας και (γ) ότι είναι απαραίτητες οι αλλαγές στις εκπαιδευτικές
διαδικασίες τις ίδιες και όχι επί των συμπτωμάτων τους (Delacato, 1966).
αυτοτελή ειδική ανάγκη καθώς και την αναγκαία ΧΡΙ1 ση ιδιαίτερων και
.ι Το ΙΑΗΡ (InstitLlte for the Achievement of Ηιιmαn Potentiαl), διατείνεται ότι οι θεραπευτικές
του προσεγγίσειςβασίζονται στη θεωρία της «νευροπλαστικότητας»,της εγγενούς ιδιότητας του
εγκεφάλου να αναπτύσσεται συγχρόνωςλειτουργικά και ανατομικά. Ισχυρίζονται πως χάρη στη
'νευροπλαστικότητα', τα προγράμματά τους μέσω της αυξημένης αισθητηριακιις διέγερσης,
μπορούν πραγματικά να αναπτύξουν φυσικά τον εγκέφαλο και να βοηθιισουν στη διασφάλιση
βελτιωμένης εγκεφαλικής λειτουργίας των ασθενών τους. Μια άλλη επίσης θεωρία του ΙΑΗΡ,
είναι ότι μια πιθανή έλλειψη οξυγόνου, είναι μια κύρια αιτία πολλών προβλημάτων σε
εγκεφαλικά τραυματισμένα παιδιά. Επίσης πιστοποιεί ότι τα προγράμματά τους περιλαμβάνουν
τεχνικές, οι οποίες βελτιώνουν την παροχή οξυγόνου στον εγκέφαλο και ότι αυτή η αύξηση θα
βοηθήσει τους ασθενείς να επανακάμψουν. Το πρόγραμμα χάρηκε πολύ μεγάλης δημοσιότητας
για κάποια στιγμιι, όμως τελικά ήρθε αντιμέτωπο με κριτική από τον χώρο (Robbins & Glαss,
1969).
34
θεωρία η οποία θα οδηγήσει την επόμενη περίοδο στην ανάπτυξη διδακτικών
προγραμμάτων αλλά και σε μια διαφορετική οπτική για τις Μαθησιακές Δυσκολίες
καθώς προχωρούσε προς μια συναίνεση για τον καθορισμό των μαθησιακών
δυσκολιών, όπως και στον καθορισμό για τις μεθόδους της αξιολόγησης των
εφαρμοσμένης έρευνας, πολλή εκ της οποίας θεμελιώθηκε από την USOE 5 (Utah
διαδικασίες για τους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες. Από την άλλη υπήρξε κάποια
διαγνωστική θεώρηση των Μ.Δ. απέκτησε σημαντική δυναμική και όπως εξηγεί και ο
χαρακτήρα. Οι γονείς και οι δάσκαλοι ήταν πιο εξοικειωμένοι με τον όρο αυτό, παρά
5 Σαν πρωταρχικός στόχος του τομέα των υπηρεσιών ειδικής αγωγής του Utah State Ojjice oj
EdLIcation,ot οποίες δραστηριοποιούνται με επιτυχία ακόμα και σιιμερα, είναι να προβάλλουν
καθοδήγηση και υποστήριξη για εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές με δυσκολίες, που
λαμβάνουν ειδικής εκπαίδευσης και άλλες συναφείς υπηρεσίες στον χώρο των Δημοσίων
Σχολείων και τις κοινοτικών υπηρεσιών της Πολιτείας της Utah (σ.σ.
http://www.5'chools.tilah.gov/SARS)
3S
Το γεγονός ότι τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες παρουσίαζαν μεγάλη
νοημοσύνη, έδινε στους γονείς και στους εκπαιδευτικούς την ελπίδα ότι οι δυσκολίες
συζητήσεις συναίνεσης, δύο εκ των οποίων είναι άξιο να σημειωθούν: μία στο ΜΒΙ
και η άλλη στις Μ.Δ. Και οι δυο προσπάθησαν να προσδιορίσουν μια ενιαία
πανεπιστήμια της Κολούμπια, του Ιλινόις στο Σικάγο, του Κάνσας, της Μινεσότα και
Από την άλλη, η ερευνητική ομάδα του πανεπιστημίου του Ιλινόις στο
ανταγωνισμό και τις στάσεις σχετικά με την επιτυχία και την αποτυχία στα παιδιά με
μαθησιακές δυσκολίες (Bryan, Pearl, Donahue, Bryan, & Pf1aum, 1983). Την ίδια
36
γέμισε ένα σημαντικό κενό στην ερευνητική βιβλιογραφία των Μαθησιακών
Τέλος, ας γίνει μια μικρή αναφορά στα πανπειστήμια της Μινεσότα και της
Βιρτζίνια. Στο πρώτο, η έρευνα που διεξαγόταν αυτή την περίοδο, καθοδηγούνταν
από τον James Υ sseldyke και στόχευε σε δύο περιοχές: (α) στη διαδικασία λήψης
έρευνας των μαθησιακών δυσκολιών, καθιέρωσε τον ορισμό για τις Μ.Δ. και μέσω
αυτών των διεργασιών αναδύθηκαν δύο επίσημοι και άκρως σπουδαίοι ορισμοί. Ο 1
0ς
το 1975, όπου το Κονγκρέσσο πέρασε το ψήφισμα νόμου 94-142, την Πράξη για την
Children Act), η οποία πράξη άνοιξε το δρόμο για να θεωρείται επίσημα η ΕιδΙΚΙ1
2
0ς
είναι ο ορισμός από το Γραφείο Εκπαίδευσης των Ηνωμένων Πολιτειών (US.
Ojjice ΟΙ Εdιιcαtίοn), το 1977, όπου ο επίσημος ορισμός NACHC του 1968,
συμπεριελήφθη μεταξύ των δημοφιλέστερων παραρτημάτων εκπαίδευσης (Mercer,
Forgnone, & Wolking, 1976).
Περνάμε στην πέμπτη και πρωτελευταία ιστορική περίοδο της μελέτης και
συζήτηση για την ένταξη των μαθητών στις γενικές τάξεις, αλλά και η αμφισβήτηση
37
κυριάρχησε σε αυτήν την περίοδο και προσδιόρισε το όνομά της. Παρ' όλα αυτά,
αρκετά στοιχεία των Μαθησιακών Δυσκολιών, όπως ο ορισμός και η έρευνα στις
αποτέλεσαν κυρίαρχα χαρακτηριστικά τόσο της περιόδου αυτής, όσο και της
για τις Μαθησιακές Δυσκολίες, θα ήταν σωστό να αναφερθεί στο σημείο αυτό το
γενικό πλαίσιο των ορισμών, που έτυχαν αποδοχής αλλά και αμφισβήτησης μέχρι την
επίσημη αναγνώριση του ευρύτερα αποδεκτού ορισμού του Hammill, το 1990. Από
τον ορισμό του Samuel Kirk, το 1962, οι πλείστες θεωρητικές και ερευνητικές
Την περίοδο αυτή αρχίζουν και γίνονται όλο και εντονότερες οι συζητήσεις
σχετικά με την αιτιολογία των μαθησιακών δυσκολιών και μέσα από αυτές τις
συνεργάτες τους, (Ga1abnrda & Kemper,1979; Ga1abllrda, Menard, & Rosen, 1994;
Ga1aburda, Sherman, Rosen, Aboitz, & Geschwind, 1985;Geschwind & Levitsky,
1968; Hnmphreys, KalIfmann, & Galabnrda, 1990), διενήργησαν μεταθανάτιες
αξιοπιστία των ευρημάτων τους λόγω του μικρού αριθμού των περιπτώσεων. Περί τα
1990 ωστόσο, είχαν συγκεντρώσει στοιχεία σε πάνω από μια δεκάδα περιπτώσεων
38
εγκεφάλους της ομάδας ελέγχου το αριστερό μόρφωμα στη γωνία της αύλακας του
SylvitIs (plannm temporale)6 είναι μεγαλύτερο από εκείνο του αριστερού μετωπιαίου
λοβού.
Αντίθετα, στα άτομα της ομάδας των δυσλεκτικών, τα αριστερά και δεξιά
ημισφαιρίου είναι μεγαλύτερο από αυτό του αριστερού (Hynd & all., 1990).
Μιλώντας για ευρήματα εκείνη την περίοδο αναφερόμαστε και σε αυτά που
ενηλίκων με δυσλεξία (Hynd & SemnJd-Clikeman, 1989; Knsch et al., 1993; larsen,
Hoien, LlIndberg, & Odegaard, 1990). Μελέτες της εγκεφαλικής λειτουργίας, μέσω
πέριξ της αύλακας του Sylvius οι πρώτες και γύρω στην περιοχή της έλικας του
6 πρόκειται για ένα μόρφωμα στη γωνία της αύλακας του Sylvίιιs που καλύπτεται από τον
κροταφικού λοβό και αποτελεί μέρος της περιοχής του
Wernicke και είναι γνωστό για τη μεγάλη
εμπλοκή του στην επεξεργασία της γλώσσας και είναι εμφανώς μεγαλύτερη αυτή η περιοχή σε
σύγκριση με την ομόλογή της περιοχl] στο μη - γλωσσικό δεξί ημισφαίριο. (EIIis, W.A., 1993).
39
Οι "μικρογυρίες,,7 και οι "μικροδυσγενεσίες"Β ποίκιλαν από το ένα περιστατικό στο
άλλο, όσον αφορά την συχνότητα και εντόπιση στο φλοιό.
τον αμφιβληστροειδή και από εκεί με νέους νευρώνες συνεχίζει μέχρι τον ινιακό
στις τελικές τους θέσεις στη διάρκεια της εμβρυϊκής ανάπτυξης του εγκεφάλου
(Galaburda, 1993).
παράγοντες. Έτσι λοιπόν τη δεκαετία του 1990, χρονολογία που σημειώθηκε μεγάλη
Δυσκολιών, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι περίπου το 40% των συγγενών α' βαθμού
(Pennington, 1990).
διαταραχών ομιλίας, γλώσσας (Βeίchtωan, Hood & Inglis, 1992; Lewis, 1992) και
40
Επιπρόσθετα, σε μελέτες σχετικά με την κληρονομικότητα συγκρίνοντας
ικανότητας στην προφορική ανάγνωση (ReynoIds et al., 1996) (Hallahan & Mercer,
2001).
μελετούταν εκείνη την περίοδο, ας γίνει μια σύντομη αναφορά στην φωνολογική
ενημερότητα και τις διαταραχές, που είναι πιθανόν να εμφανίζονται σε αυτή, έwοια
που επηρέασε μετέπειτα και τον ορισμό των μαθησιακών δυσκολιών έτσι όπως αυτός
εκφράστηκε από την Επιτροπή Ερευνών της Κοινότητας Δυσλεξίας του Orton (The
Research Cοmmίttee ΟΙ the Orton DΥsΙeΧία SοcίetyJ, το 1994. Ξεκινώντας λοιπόν, ας
περιλαμβάνει επίσης την αντίληψη των σχέσεων μεταξύ των ήχων, όπως λ.χ. την
εξής: το να μετρά κάποιος τις συλλαβές σε μια λέξη είναι βασική προκαταρτική
διαβάζει και να συλλαβίζει άγνωστες σΟ αυτό λέξεις, κόβοντας καθεμία από αυτές σε
συλλαβές. Τα δυσλεκτικά παιδιά, ιδιαίτερα αυτά των πρώτων τάξεων του δημοτικού,
είναι πολύ πιθανό να συναντήσουν δυσκολίες σ' αυτή τους την προσπάθεια.
σωστά στο λόγο τους μέχρι την ηλικία των δέκα ετών, πράγμα πολύ σημαντικό για τη
σημειωθεί ότι αυτή από μόνη της δεν είναι επαρκής συνθήκη για αναγνωστική
41
Οι δεξιότητες φωνολογικής ενημερότητας αφήνουν περιθώριο για την έγκαιρη
στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, αποδείχθηκαν πολύ δυνατοί δείκτες των παιδιών,
του Orton (the Research Commίltee 0/ the Orton DΥs!eΧία Sοcίety), σήμερα γνωστή
http://www.interdys.org ).
έρευνες σχετικά με την ένταξη παιδιών με Μ.Δ. στη γενική τάξη, ζήτημα που ακόμα
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Υφυπουργός Παιδείας Made1eine C. Will,
πρότεινε τη «Regu1ar Education Initiative (REI)>>. Η Will, που εκτός από
υφυπουργός, είναι και μητέρα ενός παιδιού με σύνδρομο Down, το 1986, έκανε
με την εκπαίδευση των μαθητών, οι οποίοι ανήκαν σε μία ή περισσοτερες από τις
σήμερα. Οι απόψεις σχετικά με την ένταξη ποικίλουν και διακυμαίνονται από την
πλήρη ένταξη μέχρι και τη διατήρηση του συνεχούς των τοποθετήσεων. Διατηρώντας
προβληματισμό για την πρόσβαση των μαθητών με Μ.Δ. στο αναλυτικό πρόγραμμα
της γενικής αγωγής, την ένταξή τους σε δοκιμασίες με υψηλό πήχη, τη χρήση
42
Ωστόσο, δεν είναι όλοι οι εκπαιδευτικοί μαθησιακών δυσκολιών πλήρως σύμφωνοι
αντιρρήσεις τους λέγοντας πως όλη αυτή η εντατική εστίαση στις ενταξιακές
πρακτικές οδήγησαν τους μαθητές με Μ.Δ. να μην δέχονται αρκετά εντατική και
διαγνωστικές μεθόδους, οι οποίες κινούνταν στις εξής δύο αρχές: η α' είναι
Η β' αρχή, είναι μια εναλλακτική, μια απευθείας μέτρηση της πραγματικής
σκοποί της αξιολόγησης είναι (α) ο εντοπισμός και επιλογή των ατόμων που
ενδεχομένως αντιμετωπίζουν Μ.Δ., για μια πιο ενδελεχή διερεύνηση, (β) την
εξακρίβωση εάν κάποιο άτομο έχει Μ.Δ., (γ) την κατηγοριοποίηση του τύπου Μ.Δ.
που κάποιο άτομο έχει, (δ) την καθοδήγηση για την αποκατάσταση των Μ.Δ. και (ε)
την εξέταση της προόδου της αποκατάστασης (Hallahan, Kallffman, Lloyd, 1999).
παραγόντων και η ολοκλήρωση της εικόνας τους αλλά και ο τρόπος αξιολόγησης και
παρέμβασης.
43
Επίσης, αμφισβητείται η κυριαρχία του κριτηρίου της απόκλισης μεταξύ
γνωστικού δυναμικού και επίδοσης (Sideridis, Morgan, Botsas, Padeliadu & FLIchs,
2006. Reschly, Hosp & Schmied, 2003) και προτείνονται εναλλακτικά μοντέλα (λ.χ.
Ανταπόκριση στη Διδασκαλία) με έμφαση στην έγκαιρη ανίχνευση και αντιμετώπιση.
Όπως φαίνεται κι απ' την ιστορική αναδρομή της έρευνας των Μ.Δ. αυτές
ιστορικά πάντα ήταν σαν μία διαταραχή, που ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί.
πρώτη προσέγγιση για την διάκριση αναζητούσε μια διατομική διαφοροποίηση σαν
οποίοι είναι ενός είδους ευρετικοί μηχανισμοί, που διευκολύνουν την ταξινόμηση
44
Οι τύποι των μαθησιακών δυσκολιών, που προέκυψαν, είναι δύο και
αναδείχθηκαν ταυτόχρονα ως αντίρροπες απόψεις για την εκδήλωση των Μ.Δ. και
επίσημα από την IDEA 10. Ο πρώτος τύπος επικεντρώνεται στις ατομικές διαφορές και
υποστηρίζει ότι οι διαφορές αυτές των παιδιών, αποτελούν την αιτία εκδήλωσης των
δυσκολιών τους. (Kava1e & Forness, 2000). Ο δέυτερος τύπος, είναι πιο γνωστός ως
prob1em - solving τύπος (Resc1y, Tilly & Grimes, 1999) και πρόκειται για μια
διδάσκεται το παιδί έτσι όπως το τελευταίο εκφράζεται στα πλαίσια της διδασκαλίας
προσπάθειες για την διάγνωση Μ.Δ. στα παιδιά, βάσει χαρακτηριστικών των
Ένα θεμελιώδες θεώρημα αυτού του τύπου είναι ότι καλύτερες ταξινομήσεις
προβλημάτων στο συγκεκριμένο σημείο, είναι ότι εστιάζει στα αποτελέσματα των
διαφόρων δοκιμασιών ανεξάρτητα από την επίδοση του παιδιού μέσα στην τάξη
ιο IndividlIaIs with DisabiIities EdlIcation Act (ιΟΕΑ): πρόκειται για τον νόμο που παρέχει υπηρεσίες
και προστατεύει τα παιδιά με Ειδικές Ικανότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Καθορίζει τον τρόπο με
τον οποίο τα κράτη και οι δημόσιες υπηρεσίες προσφέρουν έγκαιρη παρέμβαση. ειδική εκπαίδευση και
συναφείς υπηρεσίες στα παιδιά των ΗΠΑ, διασφαλίζοντας ότι τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές
45
Περνώντας στον δεύτερο τύπο διαπιστώνουμε ότι βασίζεται στην άποψη ότι
το σημαντικό για τις Μ.Δ. είναι ο τρόπος αποκατάστασής τους. Σύμφωνα με τους
υποτύποι, είναι όλα απόψεις που δεν αποδείχθησαν αποτελεσματικές για την
παρέμβαση και ως εκ τούτου δεν είναι καθόλου χρήσιμες (Reschly & Tilly, 1999). Οι
μοντέλων, που απαιτούν επίγνωση της αιτίας για την αποτελεσματικότητα τής
σημείο που αφορά τις ειδικές κατηγορίες, όπως ορίστηκαν από την IDEA. Βασίζεται
συγκεκριμένο επίπεδο.
αξιολόγηση της προόδου του μαθητή και τη μάθηση, που έχει συντελεστεί σε μια
διαφορά ότι η διάσταση αυτή δεν είναι στατική, αλλά βασίζεται στη μεταβολή που
ρυθμού μάθησης και οι τυχόν αποκλίσεις από τον αναμενόμενο, σύμφωνα με τις
46
αποτελέσματοςεπικεντρώνεται σε περιπτώσεις μη ανταπόκρισης είτε σε επίπεδο
Για τις Μ.Δ. τα κύρια εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση είναι
αυτά που εξετάζουν την πορεία της προόδου, όπως η αξιολόγηση που βασίζεται στο
αναλυτικό πρόγραμμα (CUaiCll1Lllll Based Assessment) 11. (Speece & Case, 2001). Στο
μοντέλο της επίλυσης προβήμάτων η πρόοδος του παιδιού παρακολουθείται συνεχώς
κι εκείνοι, που δεν δείχνουν την επιθυμητή πρόοδο στην ανάγνωση ή τα μαθηματικά
ομοιότητες, παρά διαφορές. Κατ' αρχάς και τα δύο γίνονται καλύτερα αντιληπτά
εξετάζοντάς τα κι από τις δυο πλευρές τους, διατηρούν την έwοια του
προσδοκιών και βασίζονται στις ατομικές διαφορές για τον καθορισμό της εφαρμογής
Σε γενικές γραμμές κάθε φορά που μιλούμε για τις Μ.Δ. θα πρέπει να έχουμε
κατά νου πως πρόκειται για μια ετερογενή ομάδα διαταραχών, όπως προαναφέρθηκε,
Κλινική Διάγνωση. Από το 1963 μέχρι σΙ1μερα πάνω από 100 μελέτες ταξινόμησης
των Μ.Δ. έχουν δημοσιευτεί. Οι μισές είναι βασισμένες σε κλινικά δεδομένα και οι
άλλες σ' εμπειρικά (Hooper & Willis, 1989), με τα κλινικά δεδομένα να προέρχονται
IICurriculum Based AsseSSlllent (CBA): πρόκειται για ένα μοντέλο αξιολόγησης βασισμένο στο
αναλυτικό πρόγραμμα, που αποτελεί μια ευρέως αποδεκτή πρακτική, κυρίως στη Ειδική Αγωγή.
Διαφέρει από το παραδοσιακό μοντέλο αξιολόγησης, στο γεγονός ότι το υλικό που χρησιμποποιείται
47
από δοκιαμασίες και επιδόσεις σε tests, εκτελεστικά, νευρογνωστικά,
μεθοδολογία, έχει υποστεί πολλές κριτικές όσον αφορά τον περιορισμό των
προχωρημένες στατιστικές μελέτες (λ.χ. η ανάλυση του παράγοντα IQ) και με αυτή
την προσέγγιση να έχει υποστεί κριτική σχετικά με την ποιότητα και ερμηνεία των
δεδομένων της, καθώς πολλές φορές η χρήση των tests είναι χωρίς σκοπό επιλογής,
δίχως λογική και δίνει τύπους Μ.Δ. με μικρή κλινική χρησιμότητα (Ζυγούρης, 2012).
διαταραχών του παιδιού, καθώς και επισήμανση των μηχανισμών που θα μπορούσαν
την διάγνωση και ταξινόμηση των Μ.Δ. πρέπει να λαβαίνει κανείς υπόψιν τις
ειδικότητα της ψυχολογίας και μελετά τις σχέσεις μεταξύ εγκεφάλου και
αυτών των τομέων. αλλά και σε γνώση που αντλείται από τη γνωστική και
φαρμακευτικής αγωγής (με τον καθορισμό της σοβαρότητας της διάγνωσης) καθώς
48
λεπτομερέστερη αξιολόγηση για μαθησιακές δυσκολίες, αναπτυξιακές διαταραχές και
τους κρίνεται απαραίτητη μια αναφορά στις ομάδες μαθητών, οι οποίοι, ανάλογα με
ατόμων με Μ.Δ.
σχολικά μαθήματα (Κασσωτάκης, 1998, Παντελιάδου, 2000). Έτσι λοιπόν αιτίες για
κάποιους από τους εξής παράγοντες ή στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις ευφυία,
οικόγένειας, μορφωτικό επίπεδο των γονέων και γλώσσα που ομιλείται στο σπίτι,
κίνητρα για μάθηση, στάση του δασκάλου, δομή και εmδιώξεις του σχολείου.
οφείλεται σε: προβλήματα που προέρχονται από το νοητικό του δυναμικό (π.χ.
49
συναισθηματικές καταστάσεις (π.χ. δυσάρεστες οικογενειακές συνθήκες, ανεπαρκείς
δικαιολογία για τη σχολική αποτυχία του μαθητή. Ωστόσο, υπάρχουν μαθητές, που
φαίνονται να πληρούν όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις και παρ' όλα αυτά σε κάποια
αναμένονται από τους γονείς και τους δασκάλους τους και μοιάζουν αδικαιολόγητες.
στη συμπεριφορά και έχουν επιπτώσεις σε αρκετές από τις εκδηλώσεις της
καθημερινής ζωής του μαθητή μέσα και έξω από το σχολείο (Ματή - Ζήση, 2004).
(α) η παρουσία χαμηλής σχολΙΚ11ς επίδοσης: ένας μαθητής θεωρείται ότι έχει ΜΔ,
όταν η επίδοσή του στο συγκεκριμένο μάθημα (λ.χ. στην ανάγνωση) είναι 1 ή
τουλάχιστον 2 έτη χαμηλότερη από αυτή, που θα αναμενόταν με βάση τη νοητική και
αυτό αποτελούσε για πολλά χρόνια την έwοια - κλειδί για τον εντοπισμό των ΜΔ,
50
(γ) η παρουσία εγγενών διαταραχών: οι αιτίες των μαθησιακών δυσκολιών είναι
κατά τη γνωστική άποψη ανωμαλίες στην αντιληπτική και γνωστική επεξεργασία των
πληροφοριών)
παραγράφους.
(ε) η άνιση ανάπτυξη των επιμέρους ικανοτήτων: οι περιπτώσεις των παιδιών που
βιώνουν μια συγκεκριμένη μαθησιακή δυσκολία είναι εντελώς διαφορετικές από τις
Έτσι λοιπόν, αναφερόμενοι στις Μ.Δ., κάνουμε λόγο όχι για μια
συγκεκριμένη διαταραχή, αλλά για μια γενική κατηγορία που χρίζει ειδικής
περιοχές: (α) δεκτικός λόγος, (β) εκφραστικός λόγος, (γ) βασικές αναγνωστικές
υπολογισμοί και (ζ) μαθηματική συλλογιστική. Αυτοί οι ξεχωριτοί τύποι Μ.Δ. συχνά
όλο που πολλές λανθασμένα θεωρείται έτσι. Ωστόσο, οι περισσότερες από τις
Εκτός όμως από τις αναγννωστικές δυσκολίες, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι
51
αστάθεια, με «καλές» και «κακές» στιγμές χωρίς λόγο, διαταραχές προσοχής,
εξαιτίας της δυσκολίας του μαθησιακού υλικού και ένας παρορμητισμός, με τον
μαθητή να απαντάει γρήγορα, χωρίς περίσκεψη, γεγονός που οδηγεί σε λάθη. Ακόμη,
εμφανίζονται διαταραχές κυρίως της βραχύχρονης μνήμης και της σκέψης (του
προγραμματισμού και της οργάνωσης των ενεργειών πριν από τη λύση ενός
αποτελούν και οι διαταραχές του λόγου και της αΚΟΙ1ς (με παιθανά προλήματα
γνωστικό τομέα. Κατά συνέπεια, οι περιορισμοί τουλάχιστον, που τίθνται από την
ίδια την εκπαίδευση μπορεί και πρέπει να αποτραπούν ή να ανατραπούν από τον
Η εξέταση των Μ.Δ. βάσει των διαφορετικών της τύπων είναι σημαντικό
στοιχείο της νευροψυχολογίας για δύο λόγους. Κατ' αρχάς, μία από τις κύριες
συμβολές της νευροψυχολογίας στον τομέα αυτό ήταν η αναγνώριση και αξιολόγηση
της ταξινόμησης των υποτύπων των Μ.Δ. (Rourke, 1985). Κατά δεύτερον, τα
συστήματα νευροψυχολογικών υποτύπων βοήθησαν στον εμπλουτισμό των
με ΜΔ είναι τόσο όμοια και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. (Bakker,
1984).
52
Στα γενικότερα πλαίσια της ανάπτυξης, καθώς και των διαμαχών, σχετικά με
τυπολογίας. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τις έρευνές τους για την ανάπτυξη
επικοινωνιακή δύναμη. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει: (α) να δημιουργείται βάσει
θεωριών (Fletcher & Μοπίs, 1986; Kavale & Fomess, 1987; Lyon, 1987; Skinner,
1981), (β) να βασίζεται σε μεταβλητές, που έχουν θεωρητική συνάφεια και αποδεκτές
ψυχομετρικές αρχές (Alenderfer & Blashfιeld, 1986; Lyon & Risucci, 1989), (γ) να
διασαφιστούν ως προς την εσωτερική τους εγκυρότητα (Blashfield & DragLIns, 1976;
Skinner, 1981) και (ε) να έχουν εξωτερική εγκυρότητα και να είναι χρήσιμα για
περιγραφή, πρόβλεψη και κλινική εξάσκηση (Lyon, Moats & Flynn, 1989; Lyon &
RisLIcci, 1989).
αυτό, που καθορίζει τις διάφορες κατηγορίες. Δοκιμασίες των σχετικών μεταβλητών
53
σχήματα αναπαριστούν μια εναλλακτική άποψη από προηγούμενες απόψεις, οι οποίες
Η δεύτερη κατηγορία, αυτή των εμπειρικών υποτύπων, έχει σαν βασική ιδέα
σχέσεις στα δεδομένα, οι οποίες είναι πολύ πιθανό να διαφύγουν της ανθρώπινης
εκπαιδευτικά προβλήματα δεν είναι σχετικά καινούρια (βλ. James W.: The princip1es
of psychology, 1890). Παρ' όλα αυτά αυτό, που είναι καινούριο, είναι η
όπου η σκέψη ενάντια στον εντοπισμό κρατούσε τα ηνία. Αυτή η αναγέννηση μπορεί
δομής-λειτουργίας και (γ) οι πρόοδοι που συντελέστηκαν στην κατανόησή μας για
την μικροσκοπικι1 δομή του εγκεφάλου, μας επέτρεψε να επανεξετάσουμε τον τρόπο,
Αυτό που όμως πρέπει κατά κύριο λόγο να διευκρινιστεί είναι ότι στην
ανάδειξη του ρόλου της νευροψυχολογίας για τη μελέτη και την αντιμετώπιση των
Μ.Δ. συνέβαλαν τα μέγιστα τα έργα δύο πολύ σημαντικών προσωπικοτήτων της, του
Ralp11 Reitan με τον δάσκαλό του, Dr. Ward C. Halstead, στο πανεπιστήμιο του
54
Σικάγο (1955) και μεταγενέστερα του A!exander luria (1980), οι οποίοι
Απομακρυσμένη από τις «φανταστικές» για την εποχή του ιδέες του Ga!1 στα
υπεύθυνες για: (α) την εγρήγορση και την προσοχή, (β) λειτουργική ενσωμάτωση και
ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους πολύ εντοπισμένες. Παρ' όλα αυτά, για τις
55
μέρος του κροταφικού λοβού και την περιοχή του Broca στον μετωπιαίο λοβό,
οργάνωσης και λύσης μη λεκτικών προβλημάτων. Εκεί δε, που εμφανίζουν τις
δοκιμασίες. Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά έχουν διαταραχές της δεκτικής και
από τη λειτουργία περιοχών, που είναι υπεύθυνες για ανώτερες γνωστικές λειτουργίες
(Ζυγούρης, 2012).
ανάγνωσης, υπάρχουν ήδη από το 1980. (ΑΜ, Prichep, John, Baird, Trepetin, &
Kaye, 1980; DlLffy, Denck1a, Bartels, & Sandini. 1980a; DlLffy, Denckla, Bartels,
Sandini, & Kiessling, 1980b). Μέσω της χαρτογράφησης της ηλεκτρικής
δραστηριότητας του εγκεφάλου, ο DlLffy και οι συνεργάτες του έδειξαν ότι ήταν
S6
μάθηση στα παιδιά. Οι έρευνες για την ημισφαιρική ασυμμετρία l2 (π.χ. μέσω
διχωτικής ακοής και visllal half - field) καθώς και διάφορες συμπεριφορικές μελέτες
αφορμάται σε μεγάλο μέρος από τις πρώτες εργασίες του Reitan και των συνεργατών
του πάνω σε παιδιά με εγεφαλικές κακώσεις (Klonoff & Low, 1974 Reed, Reitan &
Klove, 1965, Reitan, 1974).
Raven's Progressive Matrices (Raven's Matrices), λόγος για τις οποίες θα γίνει
συνοπτικά παρακάτω.
(C1), Ρυθμός (C2), Απτική κλίμακα (C3), Οπτική κλίμακα (C4), Δεκτικός λόγος
(C5), Εκφραστικός λόγος (C6), Γραφή (C7), Ανάγνωση (C8), Αριθμητική (C9),
Μνήμη (C 1Ο), Νοημοσύνη(C 11). Βασίζεται στην πειραματική και κλινική εργασία
του A.R. LlIria (Luria, 1963, 1970, 1973, 1980). Η δοκιμασία για παιδιά σχεδιάστηκε
για να τονίσει την υπόθεση ότι η αξιολόγηση της σχέσης συμπεριφοράς - εγκεφάλου
12Σημαντική η συμβολή φυσικά όχι μόνο των έργων των Broca, Weιηίcke, Sperry και Geschwind στον
τομέα αυτόν (Hugdahl, 2005), αλλά και διάφορων Ευρωπαίων νευρολόγων και νευροψυχολόγων, για
παράδειγμα των Hecaen, Piercy, McFie και Zangwill, που σημειώνοντας ότι το αριστερό ημισφαίριο
είναι κυρίαρχο για τη γλώσσα και τις προγραμματισμένες κινήσεις, ενώ το δεξί για τις οπτικο-χωρικές
λειτουργίες, αντικατέστησαν το δόγμα της αποκλειστικής κυριαρχίας του αριστερού ημισφαιρίου με τη
θεωρία του συμπληρωματικού ημισφαιρικού εντοπισμού (Denes & Pizzamiglio 1999, Heilman &
Valenstein, 1993).
57
Hαlsteαd - Reitan Batteries: Τα Halstead NeLlropsychological Test ΒatteΙΎ for
Children και Reitan-Indiana Neuropsychological Test Battery for Children
σχεδιάστηκαν εξαιτίας της αυξανόμενης αποδοχής ότι οι εγκεφαλικές δυσλειτουργίες
συμπεριφορικών διαταραχών στα παιδιά και εξαιτίας της κριτικής ανάγκης επίσης για
διευκολύνει αυτή τη συνδυαστική διαδικασία (Kaufman & Kaufman, 1983, Rourke &
Strang, 1978).
David Wechsler και πρόκειται για ξεχωριστά χορηγούμενα τεστ νοημοσύνης για
ανάγνωση. Για να ολοκληρωθεί χρειάζεται 65-80 λεπτά και εξάγει ένα σκορ IQ, που
2004. Κάθε διαδοχική έκδοση έχει ξαναρυθμιστεί για να αντισταθμίσει την επίδραση
νοημοσύνης, αλλά και στο ότι είναι αντιπροσωπευτικές του παρόντος πληθυσμού
Raven 's Progressive Matrices (Raven's Matrices): είναι ένα μια σειρά μη
Είναι η πιο κοινή και συχνή δοκιμασία που απευθύνεται σε ομάδες κυμαινόμενες από
13 Flynn effect: πρόκειται για μια θεωρία που τονίζει το γεγονός ότι ο μέσος όρος επιδόσεων του
πηλίκου νοημοσύνης (lQ) έχει αυξηθεί από γενιά σε γενιά. Ο J.R. Flynn, ήταν ο πρώτος που
58
στοιχείο του Spearman's (g), το οποίο συχνά αναφέρεται σαν γενική νοημοσύνη. Τα
γενικά αναπτύχθηκαν κατά βάση από τον J.C Raven το 1963. Σε καθένα από αυτά ο
σκοπός είναι να βρεθεί το στοιχείο, που λείπει για να συμπληρωθεί ένα σχέδιο
(Raven, 1963).
Ορισμός δυσλεξίας
του είδους μας, ίσως καθορίζοντας ακόμα και τον Horno SapienS', τότε η εφεύρεση
καθώς χάρη σ' αυτή ο έντυπος κόσμος έγινε η παρακαταθήκη της παγκόσμιας
γνώσης και επέτερψε τη διάδοσή της μέσα στο χώρο και τον χρόνο. Ακόμα και
σήμερα, στον σύγχρονο κόσμο των υπολογιστών και της τεχνολογίας της
πληροφορίας, μια αδυναμία στην ανάγνωση μπορεί να επιφέρει βαθιές κοινωνικές και
μάθουν να διαβάζουν, θα περνούν δύσκολες ώρες στο σχολείο, εξαιτίας κυρίως απ'
το ότιδήποτε θα έχουν να μαθάινουν και στα άλλα μαθήματα, θα εξαρτάται από την
ικανότητά τους για γραφή και ανάγνωση (Hιoien & Lundberg, 2000).
νοημοσύνη, που παρόλα αυτά παροουσιάζουν σημαντικές δυσκολίες στη γραφή και
την ανάγνωση, όροι όπως λ.χ. δυσλεξία, λεξική τύφλωση ή ειδική διαταραχή γραφής
αντιπροσωπεύει καλύτερα την κατάσταση αυτή είναι φυσικά ο όρος «δυσλεξία», που
ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική πρόσθεση δυσ-, που χρησιμοποιείται για
59
να εκφράσει δυσκολία και τη -λεξία, που ετυμολογείται από τη λέξη λόγος (Hoien &
Lundberg, 2000).
δυσκολίες τυπικά πηγάζουν από μια διαταραχή στον φωνολογικό τομέα της γλώσσας
και είναι ασύμβατες με άλλες γνωστικές ικανότητες και την παροχή αποτελεσματικής
Επειδή όμως η γνώση για τη φύση της διαταραχής είναι ακόμη ανπεραρκής, ο
ορισμός της δυσλεξίας εξακολουθεί να είναι ασαφής δεδομένου ότι δεν καθορίζει
Ένωσης έχει ειδική αναγνωστική διαταραχή ή δυσλεξία. Αυτό σημαίνει ότι μόνο στις
(Μουζάκη, 2008).
60
Στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι τα παιδιά με μαθησιακές διαταραχές είναι τα μισά
από όλα τα παιδιά, που λαμβάνουν ειδική εκπαίδευση (U.S. Department of Education,
1999), ενώ 3,54% (ή 2.046.254 παιδιά) έχουν διαταραχές των αναγνωστικών
αναγνωστική επίδοση), βρέθηκε ότι το ποσοστό των μαθητών της α' βάθμιας και
λόγου, η δυσλεξία, πρέπει να τονιστεί ότι διακρίνεται από τις άλλες διαταραχές
μάθησης, βάσει της σχετικής της βαρύτητας. Το δυσλεκτικό παιδί τοποθετείται στο
γραπτό λόγο τουλάχιστον 1 ΥΖ σταθερή απόκλιση κάτω από το Μ.ο. στην ανάγνωση,
σύμφωνα με την ηλικία και τις νοητικές του ικανότητες (Pennington, 2002). Δύο
απόψεις έχουν προταθεί, όσον αφορά τη σχέση της δυσλεξίας με τις ελαφρότερες
του συνεχούς των ικανοτήτων εκμάθησης του γραπτού λόγου (Shaywitz, Escobar,
Shaywitz, F1etcher & Makuch, 1992), ενώ σύμφωνα με τη άλλη άποψη, η δυσλεξία
61
Μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με
την κατάκτηση του γραπτού λόγου. Στο αμέσως επόμενο στάδιο το παιδί θα πρέπει ν'
(verbaI short memory) και την κωδικοποίηση και ανάκληση ονόματος (name
encoding and retrieval) (VelJutino, Scanlon, Sipay & al., 1996).
14 Φωνολογικιl ενημερότητα είναι η ικανότητα του παιδιού να αναγνωρίζει ότι η ομιλία αποτελείται
από προτάσεις, οι προτάσεις από λέξεις, οι λέξεις από συλλαβές και οι συλλαβές από διακριτούς σε
62
οι Just και Carpenter (1992) υποστηρίζουν ότι η εργαζόμενη μνήμη διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο στην κατανόηση της γλώσσας, στην αποθήκευση των προϊόντων
τόσο της ανάγνωσης όσο και της ακοής, καθώς το άτομο κατασκευάζει και συνθέτει
ιδέες μέσω της ροής των λέξεων, που είναι γραμμένες σε ένα κείμενο ή
προσεγγίσεις, όπως αυτή της δυσλειτουργίας της μεγαλοκυτταρικής οδού (Stein &
Wa1sh, 1997) ή των διαταραχών στο φλοιό του εγκεφάλου (Nico1son & Fawcett,
1994, Taroyan, Nico1son, & Fawcett, 2007). Επιπρόσθετα, έχει υποστηριχθεί ότι η
την προσχολική ηλικία (π.χ. λιγότερο ανεπτυγμένο λεξιλόγιο και φτωχή ικανότητα
(Snow1ing, Gallagher & Frith, 2003). Η ίδια μελέτη έδειξε ότι παιδιά προσχολικής
ηλικίας ήδη με γλωσσικό έλλειμμα, που αποτελεί χαρακτηριστικό της δυσλεξίας, δεν
Στην σχετική μελέτη πολλά παιδιά δεν παρουσίασαν δυσλεξία χωρίς να είναι σαφές
ποιοι παράγοντες συνέβαλαν σ' αυτή την ευνοϊκή εξέλιξη. Στο ίδιο δείγμα τα παιδιά,
ενημερότητα στην ηλικία των 8 ετών παρόμοιες με εκείνα που παρουσίασαν δυσλεξία
(Snowling, Gallagher & Frith, 2003). Συνοψίζοντας τις σχετικές μελέτες οι Vellutino
et al. συμπεραίνουν ότι η δυσλεξία είναι αποτέλεσμα συνέργειας βιολογικών
παράγοντες κινδύνου είναι άστοχοι τρόποι διδαχής, με τις οποίες το παιδί ασκείται
63
στην εκμάθηση του γραπτού λόγου, δηλαδή την αποκωδικοποίηση της σχέσης ήχου -
γράμματος (Vellutino, Fletcher, Snowling & Scanlon, 2004). Το σύνδρομο της
παραγόντων κινδύνου ξεπεράσει κάποιον "ουδό". Πάντως άτομα, που δεν είναι
επεξεργασία του λόγου, που χαρακτηρίζουν τη δυσλεξία. Προφανώς στα άτομα αυτά
το αποτέλεσμα των παραγόντων κινδύνου δεν πέρασε τον 'ουδό' για την κλινική
εκδήλωση δυσλεξίας.
στα στάδια της ανάγνωσης μεταξύ των παιδιών με δυσλεξία καθιστά αναγκαία τη
αναφερόμενοι στις κατηγορίες της δυσλεξίας, την αναπτυξιακή ή εξελικτική και την
επίκτητη, ανφερόμαστε για τη μεν πρώτη σ' αυτΊΙ, που ακολουθεί το άτομο από τη
γέννησή του και έχει κληρονομικό υπόβαθρο. Οι Johnson & Myklebust υποστηρίζουν
ότι τα ελλείμματα σε αυτή την περίπτωση μπορεί να είναι στη φύση τους ακουστικά
ή και οπτικά, διακρίνοντας έτσι δυο τύπους εξελικτικής δυσλεξίας, την οπτική και
την ακουστική (Στασινός, 2003). Η δε επίκτητη δυσλεξία, είναι αυτή που οφείλεται
σε επίκτητα συμβάντα, που επιδρούν στην ανατομία και φυσιολογία του εγκεφάλου
μετά τη γέννηση, όπως, λ.χ. η εγκεφαλική κάκωση. Όμως η κύρια μορφή σε παιδιά
64
α τύπος - οπτική δυσλεξία: τα παιδιά με αυτό τον τύπο παρουσιάζουν
διαταραχές στην αναγνώριση των γραμμάτων των λέξεων ανάμεσα σε γειτονικές
γραφής της λέξης στον τρόπο προφοράς της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην
λεπτομέρειες δύο παιδιά με αυτόν τον τύπο δυσλεξίας, στην εξελικτική του μορφή.
Τα παιδιά αυτά παρουσίασαν πολύ καλή αναγνωστική ικανότητα τόσο για τις λέξεις,
όσο και για τις ψευδολέξεις, που τους χορηγήθηκαν. Ωστόσο, η ικανότητα
και στην εξελικτιΚΊΙ μορφή της δυσλεξίας με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά, που
έχει ο τύπος της επίκτητης. Πέρα όμως από αυτό, η προαναφερθείσα μελέτη
παρουσιάζει σημαντικά στοιχεία για την ύπαρξη της οδού λεξιλογίου ανάγνωσης. Οι
καταδεικνύεται από την ανάγνωση των ψευδολέξεων. Ωστόσο. δεν ήταν δυνατό να
κατανοήσουν αυτό που διάβαζαν, γεγονός που οφείλεται στη δυσλειτουργία της
ε' τύπος - σύνδρομο του αργού αναγνώστη: τα παιδιά με αυτόν τον τύπο
65
τύποι δυσλεξίας. Ερευνητικά έχει υποστηριχθεί ότι τα παιδιά, που παρουσιάζουν 1
έως 2 χρόνια χαμηλότερο επίπεδο ανάγνωσης από την ηλικία τους, ανήκουν σε αυτή
περισσότερο από δυο χρόνια, ανήκουν σε άλλο τύπο δυσλεξίας (Castles & Coltheart,
2004).
Τύπος ιος - σύνδρομο του αργού αναγνώστη: αργή ανάγνωση φωναχτά και
κ.λπ.
Τύπος 2
0ς
- ολική δυσλεξία: δυσκολία οπτικής διάκρισης και αναγνώρισης,
Τύπος 3
0ς
- λεξική δυσλεξία: το άτομο δεν μπορεί να αναγνωρίσει τη λέξη ή
γράμαμτα μέσω του οπτικού δρόμου και μετά γίνεται αναγωγή στη συνολικότητα.
Τύπος -ι
ος
- δυσλεξία ημιαμέλειας: αγνοεί τα στοιχεία γράμματα ή λέξεις στο
αριστερό, μέσο ή δεξιό τμήμα μιας πρότασης, παραλέιπει λέξεις και υπερπηδά σειρές,
Κ.α.
Τύπος jος - ολική δυσλεξία και δυσγραφία: διαταραχή όλων των διόδων
Τύπος 6
0ς
- προμετωπιαία δυσλεξία: δυσκολία στη χρήση των κατάλληλων
(σημασιολογικά) λέξεων για την σε βάθος κατανόηση από πλευράς σύνταξης και
66
φράσεων. Δυσορθογραφία και διαταραχές σε όλους τους τύπους γραφής με
Τύπος 7
ς
- βαθειά δυσλεξία: σημασιολογικές παραλεξίες. δύσκολη η
Τύπος 8
0ς
- φωνολογική δυσλεξία: δύσκολη η ανάγνωση ψευδολέξεων,
Τύπος 9
0ς
- δυσλεξία επιφάνειας: δύσκολη η αναγνώριση ανώμαλων λέξεων,
δύσκολη η ολική αναγνώριση των λέξεων. Τα παιδιά με αυτόν τον τύπο δυσλεξίας
Τύπος 11
0ς
- δυσμετρική δυσλεξία: δυσκολίες στην εκτίμηση κατεύθυνσης
Τύπος 12
0ς
- άμεση δυσλεξία ή υπερλεξία: ευφραδής και γΡΙ1γορη ανάγνωση
Τύπος 13
0ς
- διακριτικιί δυσλεξία: δύσκολη η ανάγνωση των λέξεων μαζί με
άλλες λέξεις Π.χ. σε κείμενο. Αναγιγνώσκεται όμως η λέξη μόνη της. Δύσκολη η
διάκριση γραμμάτων σε μια λέξη, η διάκριση μιας λέξης, όταν στην αρχή
τοποθετείται ένα άσχετο γράμμα. Τυφλά λάθη, μετακινήσεις συλλαβών από λέξη Π.χ.
67
Πρόγνωση - Διάγνωση - Εντοπισμός Δυσλεξίας
αξιολόγηση, πριν από την παραπομπή για ειδική εκπαίδευση ή/και γνωστική
όποιες θεραπευτικές ενέργειες και ειδική εκπαίδευση για ΜΔ, έχουν αποτύχει
(Constantinon, 2010).
διαδικασία εκτίμησης είναι συχνά ευχάριστη για τα παιδιά, μιας και πολλές από τις
δοκιμασίες ελκύουν την προσοχή τους και προκαλούν τον ενθουσιασμό τους. Τα
οφέλη από την νευροψυχολογική αξιολόγηση είναι πολλά και μερικά εξ' αυτών θα
2011). Μια από τις πλέον έγκυρες νευροαπεικονιστικές τεχνικές είναι και τα
15 Πρόκειται για μια ηλεκτροφυσιολογική τεχνική, που έχει ως στόχο της την αξιολόγηση του χρόνου
και του τρόπου επεξεργασίας του εγκεφάλου στα ερεθίσματα, που ενεργοποιούν τις γνωστικές του
λειτουργίες. Τα ΓΠΔ αντιπροσωπεύουν την ταυτόχρονη ενεργοποίηση ηλεκτρικών πεδίων ενός
μεγάλου αριθμού νευρώνων. Η δραστηριότητα αυτή επικοινωνεί με το τριχωτό της κεφαλής και
μπορεί να καταγραφεί, μιας και τα ηλεκτρικά πεδία αθροίζονται σχηματίζοντας ένα δίπολο, θετικό και
αρνητικό ηλεκτρικό πεδίο. Τα ΓΠΔ αντικατοπτρίζουν αλλαγές στην ηλεκτρική δραστηριότητα του
εγκεφάλου σαν αποτέλεσμα ενός γεγονότος - ερεθίσματος.
68
Τα Γνωστικά Προ κλητά Δυναμικά έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως στη
μελέτες, που αξιολογούν παιδιά με δυσλεξία και ομάδες μαρτύρων με χρήση των
201 Ο).
αξιολογούμε όχι μόνο το εάν κάποιο παιδί πάσχει από δυσλεξία, αλλά και εάν κάποιο
σημαντικό μιας και με αυτόν τον τρόπο μάς παρέχεται η δυνατότητα παρέμβασης σε
εμφανίζουν προβλήματα αρκετά νωρίς στη ζωή τους. Πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι
η πιο ενδεδειγμένη ηλικία για την πρόγνωση της δυσλεξίας είναι αυτή των τριών
του λόγου, γεγονός που αποτελεί μια πρώτη ένδειξη για μια πιθανή επιβράδυνση της
που εντοπίζουν την δυσλεξία, πριν την σχολική ηλικία δεν είναι τόσο ευαίσθητες και
69
έρευνες με απεικονιστικές τεχνικές έχουν στραφεί στον εντοπισμό της συγκεκριμένης
που συνδέεται με τις διαδικασίες κατανόησης και επεξεργασίας του λόγου, όπως για
δραστηριότητας με χρήση της συγκεκριμένης τεχνικής είναι πολύ χρήσιμη μιας και
περιοχών, μπορούμε να επιτύχουμε μια πρόγνωση για την εξέλιξη της δυσλεξίας.
Οι έρευνες προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ξεκινήσει και για ένα επιπλέον
λόγο. Είναι ευρύτερα αποδεκτό το γεγονός ότι, όσο πιο νωρίς εντοπιστεί το πρόβλημα
δυσλειτουργία, τόσο πιο εύκολη και μόνιμη με βάση τις αρχές της πλαστικότητας του
στη μελέτη παιδιών, που και οι δύο ή ο ένας από τους δύο γονείς τους έχουν
κάθε άνθρωπος είναι μια διαφορετική προσωπικότητα, με τον ίδιο τρόπο και οι
70
αποκατάστασης ανάλογα με τα αίτια γένεσης της δυσλεξίας. Συνεπώς, με τον τρόπο
σημαντικό ρόλο στην εξελικτική πορεία του παιδιού και, αφετέρου η αποκατάσταση
μεγαλύτερη διάρκεια στις αλλαγές της συμπεριφοράς (Καραπέτσας & Ζυγού ρης,
2011).
Μεθοδολογία
και 5 κορίτσια) με μέσο όρο ηλικίας τα 8,80 έτη (SD 2,139) και 20 παιδιά τυπικοί
αναγνώστες ως ομάδα ελέγχου (15 αγόρια και 5 κορίτσια) με μέσο όρο ηλικίας 8,80
(SD 2,139). Τόσο τα παιδιά με δυσλεξία, όσο και τα παιδιά, που ανήκαν στην ομάδα
και τμήματα ένταξης των πόλεων του Βόλου και της Στυλίδας.
ηχητικά συναφών, αν οι λέξεις, που άκουγε, ήταν όμοιες ή διαφορετικές μεταξύ τους
(λ.χ. 'σκυλί' - 'σκοινί', 'μέρα' - 'πέρα', 'μελάνι' - 'μελάνι'). Στις άλλες δύο, ο
μαθητής έπρεπε να διακρίνει μέσα από μια ομάδα τεσσάρων λέξεων τη λέξη που δεν
χορηγούνταν στον εξεταζόμενο 20 ακολουθίες αριθμών, τις οποίες, αφού άκουγε μία
μία, καλούταν στη συνέχεια να επαναλάβει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που τις
επαναλάβει τις πρώτες δέκα όπως τις άκουγε, ενώ τις υπόλοιπες με σειρά αντίστροφη
ανακαλώντας σε κάθε περίπτωση τους αριθμούς, που του ζητούνταν από την
71
γ) Τέλος, χορήγηθηκε μια δοκιμασία για την αξιολόγηση της βραχύχρονης και
περιλαμβάνει μια λίστα 15 λέξεων, τις οποίες ο εξεταστής διαβάζει δυνατά στον
εξεταζόμενο κι άλλη μια λίστα 15 μη συναφών μεταξύ τους λέξεων, στο τέλος της
οποίας καλείται να επαναλάβει όχι τις λέξεις που μόλις άκουσε, αλλά όσες
εξετασθεί αυτή τη φορά η εργαζόμενη μνήμη του (Ζυγούρης, Καραπέτσας & al.
2013).
το στατιστικό πακέτο για τις κοινωνικές επιστήμες (SPSS 19) Σε κάθε περίπτωση, η
μηδενική ερευνητική μας υπόθεση (Η ο ) ήταν ότι τα παιδιά με δυσλεξία και τα παιδιά
σύνολο των δοκιμασιών, που χορηγήθηκαν (Ζυγούρης, Καραπέτσας & al. 2013).
72
Στατιστική ανάλυση
ερευνητικής ομάδας παιδιών με δυσλεξία, αναφορικά με το φύλο και την ηλικία στο
η ελευθερί σημαντικότητ
μεταβλητή ας α
Υ 2
w.memory 255,18 ,000
2
73
Φύλο audidisc1 ,000 1,000
audidisc2 ,667 ,426
audidisc3 1 ,027 ,871
audidisc4 ,925 ,350
sequences 2,500 ,133
shortmemor ,256 ,620
w.memory 16
74
Total audidiscl 40
audidisc2 40
audidisc3 40
alldidisc4 40
sequences 40
shortmemor 40
w.memory 40
Διορθωμένο audidiscl 39
υπόλοιπο audidisc2 39
audidisc3 39
audidisc4 39
sequences 39
shortmemor 39
Υ
w.memory 39
στη δοκιμασία ακουστικής διάκρισης 1 (audidisc 1), τα αγόρια είχαν ακριβώς τα ίδια
Κάτι που όμως δεν ισχύει και για την ηλικία των παιδιών, μιας και τα
για την εργαζόμενη ακουστική μνήμη και F(6.16) 3,165, Ρ <0.05 στη βραχύχρονη
75
ετών, απάντησαν καλύτερα από τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Στοιχεία, που
Sl10r1Inelnol·y
10 Ο wοl·kίl1glηelηΟΓ1
Ο
6 7 8 9 10 11 14
age
παρουσιαστούν οι μέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις των παιδιών των ερευνητικών
Maximum 15 15 20 18 11 13 12
76
Παιδιά με Μ.ο. 12,60 12,55 8,15 6,30 4,20 4,90 5,20
Δυσλεξία Ν 20 20 20 20 20 20 20
ΤΑ 2,21 2,61 3,90 4,26 1,70 2,95 2,86
Minimum 8 7 Ο Ο 1 1 Ο
Maχimum 15 15 17 15 8 10 10
παραπάνω αποτελέσματα.
audidisc1
15 Oaudidisc2
Daudidisc3
8audidisc4
Ο secIuences
8 Sllor11neInory
Ο WΟΙ'kίllgιηelηΟΓΥ
10
Ο
corl!l'ol gι"ουρ dysIeχic gr'OUP
code
με δυσλεξία και ομάδας ελέγχου μεταξύ φύλου και πειραματικής ομάδας, μεταξύ
77
Εξαρτημένη Βαθμοί Στατιστική
78
Ηλικία audidiscl 6 ,977 ,472
79
π.ο.* Φύλο * audidisc1 4 ,165 ,953
Ηλικία audidisc2 4 ,237 ,913
audidisc3 4 ,600 ,668
audidisc4 4 ,605 ,664
sequences 4 1,060 ,408
shortmemory 4 ,665 ,625
w.memory 4 1,340 ,298
ΕΠΟΓ audidisc1 16
audidisc2 16
audidisc3 16
audidisc4 16
sequences 16
shortmemory 16
w.memory 16
Tota! audidisc1 40
audidisc2 40
audidisc3 40
audidisc4 40
sequences 40
shortmemory 40
w.memory 40
Διορθωμένο audidisc 1 39
υπόλοιπο audidisc2 39
audidisc3 39
audidisc4 39
sequences 39
shortmemory 39
80
w.memory Ι 39
συ μπεράσματα:
F(I,16) 8.679 p<O.Ol. Επιπλέον, στη δοκιμασία βραχύχρονης ακουστικής μνήμης F(I.16)
13,118 ρ<Ο.Οl. Τέλος, στη δοκιμασία αKOυσΤΙΚllς εργαζόμενης μνήμης F(I,16) 6,674
ρ<Ο.Ο5
φύλο - ηλικία), καθώς και στην τριμεταβλητή (πειραματική ομάδα - ηλικία - φύλο)
81
Συμπεράσματα
ανάλυση, που προηγήθηκε και περιγράφεται στον πίνακα, αλλά και στα διαγράμματα.
ως προς το φύλο ούτε ως προς την ηλικία των παιδιών με δυσλεξία και των παιδιών
της ομάδας ελέγχου στο σύνολο των 6 δοκιμασιών, που χορηγήθηκαν. Επιπλέον,
διερευνώντας τους μέσους όρους, τις τυπικές αποκλίσεις και τις αναλύσεις
διακύμανσης των παιδιών των ερευνητικών μας ομάδων στο σύνολο των δοκιμασιών,
στατιστικά σημαντικά χαμηλότερα από την ομάδα ελέγχου σχεδόν στο σύνολο των
συνδυασμό με τον υψηλό βαθμό αξιοπιστίας των δεδομένων μας (Cronbach's Alpha
0,770) καταδεικνύει το γεγονός ότι το σύνολο των εργαλείων, που
στην ακουστική βραχύχρονη και εργαζόμενη μνήμη και στις ακουστικές ακολουθίες
κροταφικά πεδία, που είναι υπεύθυνα για την ανάλυση των ακουστικών ερεθισμάτων.
Συζήτηση
Οι Nelson & Warτington σε έρευνα, που οργάνωσαν σ' ότι αφορά τον
82
αποτελέσματα. Σε 51 δυσλεκτικά παιδιά και 28 παιδιά. που αποτελούσαν την ομάδα
ήταν μειωμένες, τόσο σε σχέση με την αποθηκευΤΙΚ11 της ικανότητα, όσο και με την
σημασία των μνημονικών ελλειμμάτων συζητείται επί της βάσεως και καταλΙ1γει στο
μνΙ1μης, αλλά ιδιαίτερα σημαντικά ήταν και τα αποτελέσματα, που προέκυψαν από
τις έρευνες σε ό,τι αφορά τις λειτουργίες της μακροπρόθεσμης μνήμης. Πρώτον, στα
οργανωμένα στα παιδιά τυπικής ανάπτυξης (Drew & Altman, 1970). Ωστόσο, αυτό το
πλεονέκτημα, δεν είναι τόσο εμφανές στα παιδιά, που παρουσιάζουν δυσλεξία
ικανότητα όσο και στην παροδική μέτρηση της βραχυπρόθεσμης μνήμης. Επίσης, τα
83
πρόσβαση στο σύστημα της σημασιολογΙΚ11ς μνήμης φαίνεται φυσιολογιΚΊ1, η
κατάκτηση της καινούριας πληροφορίας στο σύστημα αυτό είναι μειωμένη (Nelson &
Waaington, 1980).
Μια άλλη έρευνα, των Fostick, Bar-E1 & TSl1r, το 2012, σχεδιάστηκε για να
εργαζόμενη μνήμη συνδέονται με την ανάγνωση ακόμα και μετά τον έλεγχο της
επιπέδων, της χρονικής ακολουθίας και της εργαζόμενης μνήμης δε φάνηκε στους
σε πολύ μεγάλο βαθμό για τους δυσλεκτικούς αναγνώστες και (β) οι δυσλεκτικοί
ακουστικό τομέα μεταξύ των δυσλεκτικών αναγνωστών (λόγου χάρη δυσκολίες στη
διάκριση της συχνότητας και της ευρύτητας) (Amitay, Ahissar & Nelken, 2002, Banai
& Ahissar, 2004, France et al., 2002. Goswami et a!., 2002) και στην ακουστική
μνήμης και της σωστής ανάγνωσης πολλές μελέτες εξέτασαν την εργαζόμενη μνήμη
μεταξύ δυσλεκτικών αναγνωστών και ανέφεραν σαν μειωμένη (Banai & Ahissar,
2006, Brambati et al., 2006, Gatherco1e & Pickering, 2000, Jeffries & Everatt, 2004,
Ram-Tsur et al., 2006.2008). Στην παρούσα έρευνα οι συγγραφείς επίσης βρήκαν ότι
η εργαζόμενη μνήμη των δυσλεκτικών αναγνωστών, όπως αυτή μετριέται μέσα από
84
στοιχείου, ήταν σημαντικά φτωχότερη απ' ότι στους τυmκούς αναγνώστες. Τα
ευρήματα αυτά έρχονται, λοιπόν, για να επιβεβαιώσουν την υπόθεση της φτωχότερης
εργαζόμενης μνήμης στον πληθυσμό των ενηλίκων δυσλεκτικών. (Fostick. Bar-El. &
Tsur, 2012).
Από την άλλη, σύμφωνα με τους Hooper & Hynd (1985), τα δυσλεκτικά
της ανάγνωσης (Bannatyne, 1971, Blackman, Bilsky, Burger & Mar, 1976, Blackman
& Burger, 1972, Das, Kirby & Jarrnan, 1975, Das, Leong, & Williams, 1978,
Doehring, 1968, Leong, 1976) (Hooper & Hynd, 1985).
ημισφαιρίου και στο γεγονός ότι αυτό σχετίζεται με διαδικασίες ανάκτησης (Habib,
Nyberg & Tιιlving, 2003). Το μοντέλο βασίζεται κατ' αρχάς σε δεδομένα από
αλλά αναφέρεται εξίσου και στη λεκτική μνήμη (Blanchet et al., 2001). Επομένως,
συνδεθεί ειδικά με ένα έλλειμμα στη διαδικασία ανάκτησης στο βαθμό. που τα
στη δυσλεξία δεν μπορεί να αιτιολογηθεί εξ' ολοκλήρου από τις μειωμένες
εργαζόμενη μνήμη διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο υψηλό επίπεδο των γνωστικών
85
δυσλεκτικών παιδιών ή μη, η ικανότητα να οδηγούνται σε σημαντικές αποφάσεις,
ατόμου, διαπίστωση, που εμπερικλείει την άποψη, ότι σταδιακά επεκτείνεται και
καταδεκνύονται με αφορμή την εκφορά κάθε λέξης, που κρατά 8" στην α'
περίπτωση και 40" στη δεύτερη, γεγονός που αποτελεί ουσιαστικά το έναυσμα για τη
κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι διαπιστώθηκαν λάθη στο βαθμό της νοημοσύνης του
δείγματος της ομάδας ελέγχου και μη. Δεύτερον, σημειώθηκε ότι τα συγκεκριμένα
σταθμισμένα ψυχολογικά τεστ, που είχαν επιλεχθεί για την εξαγωγή συμπερασμάτων
της νοημοσύνης αλλά και των ικανοτήτων του δείγματος δεν θεωρούνται στατιστικά
σημαντικά σε ό,τι αφορά τις ικανότητες των παιδιών. Κάποια τεστ πιθανολογούνται
ότι είναι εφικτό να γίνουν από τη στιγμή, που συνδυάζουν σε ευρεία κλίμακα και
(Algozzine & Υ sseldyke, 1981, Schulte & Borich, 1984). Άλλωστε, τα ερευνητικά
λάθη, που ουσιαστικά δειχvoυν την αναξιοπιστία της όλης ερευνητικής προσπάθειας,
διάγνωσης (Charter & Feldt, 2001). Παρ'όλα αυτά όμως, αξίζει να τονίσουμε ότι,
αφού τα τεστ συνεχίζονται να διεξάγονται και όλο και νέες ερευνητικές προσπάθειες
γίνονται, είναι δεδομένο, ότι κάθε έρευνα θα δίνει τη σκυτάλη της σε νέα
86
πρωτοποριακά ευρήματα και θα καταλήγει σε σημαντικές διαπιστώσεις. Οι κλίμακες
Τρίτο σημείο σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία και τον συσχετισμό των
που σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι ευδιάκριτες κατά την υλοποίηση των διαφόρων
τεστ, παράμετρος, που οξύνει την πιθανότητα λανθασμένων εκτιμήσεων ως προς την
εξαγωγή συμπερασμάτων (Algozzine & Ysseldyke, 1981, Schulte & Borich, 1984).
Ωστόσο μειώνεται η σημασία των συγκεκριμένων παραμέτρων εφ' όσον ουσιαστικά
νοημοσύνη και τις ικανότητες διεξήχθησαν σε ίδιο πληθυσμό. όπως π.χ. είναι το WJ-
R Psychoeducationat Batter)T (Woodcock & Johnson, 1990, Woodcock & Mather,
1989) και το WISC-III και WIAT-II. Με βάση το ότι χργησιμοποιήθηκαν 2 τεστ, που
Ως έκτο σημείο πρέπει να λάβουμε υπ' όψη μας ότι η αξιοπιστία του κάθε
εξετάζεται: η ηλικία για παράδειγμα. όπως και οι ικανότητές της, αλλά ζουν κάθε
διαφορετικών αποτελεσμάτων, όσο και οι κριτικές εκτιμήσεις για την εξέταση της μη
87
Τελικά, εναλλακτικές εκτιμήσεις θα πρέπει να ληφθούν υπόψην και να
αποτελέσματος (Aaron, 1985, Algozzine. Ysseldyke & Shinn, 1982, Cone & Wilson,
1985, Flowers, Mayer, Lovato, Wood & Felton, 2000, Siegel, 1988, 1989, 1992 a, b,
2003, Vellιιtino, Scanlon & Lyon, 2000, Wilson & Cone, 1984). Ωστόσο, δεν υπάρχει
λάθος, που προκύπτει από τα πιθανά αποτελέσματα, που απορρέουν από την εξίσωση
διαταραχής, που βασίζεται στα αποτελέσματα της ανίχνευσης του προβλήματος κάθε
Σκοπός της έρευνας,των Paul, Bott, Wienbrιlch & Elbert, το 2006, ήταν να
εξετάσει τις αντιδράσεις του εγκεφάλου, που προκαλούνταν από διάφορα γλωσσικά
υπάρχει στα πλαίσια αυτής της έρευνας, αναπτύσσεται η υπόθεση πως τα δυσλεκτικά
παιδιά θα διαφέρουν κατά κύριο λόγο από αυτά της Ομάδας Ελέγχου στην
επεξεργασία λιγότερων συχνών λέξεων στην ανάγνωση. Για την επαλήθευση της
παιδιά με δυσλεξία διέφεραν από εκείνα της ομάδας ελέγχου μόνο στην αντίδραση
του εγκεφάλου στις ασυνήθιστες λέξεις, καθώς ο εγκέφαλος δεν αντιδρά από τη
88
στιγμή, που εμφανίζονται 3 τύποι διαφορετικών λέξεων με τη μορφή ερεθίσματος. Το
γεγονός αυτό συνηγορεί υπέρ της υπόθεσης πως τα δυσλεκτικά παιδιά κατά τη
αναγνωρίσουν σε ταχεία σειριακιl μορφιl της λέξεις με έναν διαφορετικό τρόπο, απ'
Μια άλλη έρευνα, αυτή του Spring, πολύ παλαιότερα, το 1976, είχε οδηγηθεί
τυπικής ανάπτυξης σε ό,τι αφορά το κέντρο του λόγου στην ονοματοποίηση και
δ) άλλωστε, η καθεμιά ξεχωριστή μεταβλητή των παιδιών ήταν το εφαλτήριο για την
στην πρόσληψη τόσο των ακουστικών, όσο και των οπτικών ερεθισμάτων. Ωστόσο,
Για τέλος, παρατίθεται ένα άρθρο των Κρίτση, Ηλιάδου, Μπιζέλη, Κανδύλη
και Καπρίνη, που πραγματεύεται τις μελέτες των Gestnick και των συνεργατών του,
89
Τα αποτελέσματα των ερευνών οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι. όσα
ακουστικής διάκρισης ομάδας ελέγχου ηλικίας 8 και 9 χρόνων. Στον αντίποδα της
άποψης αυτής, σ' ότι αφορά παιδιά μεγαλύτερα ηλικίας 1Ο χρόνων και άνω, τα
ελέγχου. Πρέπει όμως να ληφθεί υπ' όψιν ότι τα παιδιά ηλικίας 1Ο χρόνων και άνω
Χρησιμότητα εργασίας
διάθεση διερευνητική προς την έμπρακτη εμφάνισή τους. Πρόκειται για γνωστικές
διαταραχές, που απασχολούν ολοένα και αυξανόμενο αριθμό μαθητών, αύξηση, που
σπουδαιότητα της δυναμικής των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε μέσα από τα παρεχόμενα
όπως αυτή επιβεβαιώνεται μέσα από μια πλειάδα ερευνητικών μελετών, τόσο οι
εκπαιδευτικοί όσο και άλλα άτομα, που εμπλέκονται με τις Μ.Δ. να λαμβάνουν υπ'
όψιν τα εξής:
90
α) οι Μ.Δ. επιδημιολογικά μπορεί να αυξάνονται, αλλά επιστήμες όπως η
γ) την ελπίδα, πως παράλληλα με τις δικές τους προσπάθειες μέσα στην τάξη,
συμπλέουν και οι προσπάθειες χιλιάδων άλλων επιστημόνων εντός και εκτός τάξης,
που αντιμετωπίζουν τις μαθησιακές δυσκολίες σαν πρόκληση και σαν ανάγκη
των εκπαιδευτικών στην αντιμετώπισή τους είναι μέγιστη, αλλά κυρίως απαραίτητη,
για να παρέχονται σε όλους τους μαθητές ίσες ευκαιρίες μάθησης. μα πάνω από όλα
για να αγαπούν και να αποζητούν και οι ίδιοι τη μάθηση όχι μόνο στο σχολικό
91
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Ξενόγλωσση βιβλιογραφία
92
14. Barsch, R. Η. (1967). Achieving perceptLιal-motorejjiciency: Α space-oriented
αΡΡΓοαch ιο learning. Seattle, W Α: Specia1 Child Pub1ications.
15. Barsch, R. Η. (1992). Perspectives οη Leaming Disabilities: The Yectors of a
New Convergence, Joιtrnal oJLearning Disabilities, 25, 7.
19. Bishop, D.Y. & Αdaωs, C. (1990). Α prospective stιιdy of the relationship
between specific language ίωΡaίrment phonological disorder and reading
retardation. Joιtrnal oJChild Psychology and Psychiatry, 3 J, 1027-1050.
20. Blackωan, l.S., Bilsky, Α.Ι., BLIrger, Α.Ι. & Mar, Η. (1976). Cognitive
processes and acadeωίc achίeνeωent in EMR adolescents. AmeΓican JoLIrnal
oJMental Deficiency, 81, 125-134.
21. Blackωan, L.S. & Burger. Α.Ι. (1972). Psychological factors related to early
reading behavior and non-retarded children. American JoLtr·nal oJ Mental
Deficiency, 77, 212-229.
22. ΒΙakemοΓe, C. (2002). Η μηχανή του Νου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές
εκδόσεις Κρήτης.
23. Blanchet, S.. Desgranges, Β .. Denise, Ρ., Lechevalier, Β., Eustache. F. &
Faure, S. (2001). ew questions οη the hemispheric encoding/retrieval
asymrnetry (HERA) model assessed by divided visual-field tachistoscopy ίη
93
25. Bonte, Μ.Ι., Poelmans, Η., Blomect, Ι. (2007). Deviant nenropsychological
responses to phonological regnIarities in speech ίn dyslexic children.
NeLIropsychologia, 45, 1427 - 1437.
26. Brambati, S.M., Teπnine, C., Rnffino, Perani, D. (2006). Nellropsychological
deficits and nellral dysfLInction ίn familial dyslexia. Brain Research, JJJ3(1),
174-185.
94
35. Cotton, S.M., Crewther, D.P. & Crewther, S.G. (2005). Measurement Error:
Implications for Diagnosis and discrepancy Models of Deve10pmenta1
Dys1exia. Dyslexia, 11, 186-202.
36. Cruickshank, W.M, Bice, Η. V. & Wallen, Ν.Ε. (1957). Perception and
cerebral palsy. Syracuse, Ν.Υ: Syracuse University Press.
37. Cruttenden, Α. (1974). Αη experiment invo1ving comprehension of intonation
ίη chi1dren from 7 to 10. Joιlrnal o/Child Language, 1,221-231
38. Das, J.P., Leong, C.K. & Williams, Ν.Η. (1978). The re1ationship between
1eaming disability and simultaneous-successive processing. Journal ο/
95
49. FeΙdΠ1an, J. Α. (2008). Fl"om mofecL/fe ιο metaphol": α neL/l"C/1 theol"Y οι
52. Flowers, Ι., Meyer, Μ., Lovato, J., Wood, F. & Felton, R. (2000). Does third
grade discrepancy statlls predict the course of reading deveIΟΡΠ1ent? Annafs οι
53. Flynn, J. R. (1999). Searching for jιIstice: The discovery of IQ gains over tίΠ1e.
An1el"iCan Psychofogist, 5-1, 5-20.
54. France, S.J., Rosner, B.S. Hansen P.C., Calvin, C., Talcott, J.B., Richardson,
A.J. & Stein, J.F. (2002). Auditory frequency dίscrίΠ1ίηatίοη ίη adult
deveΙΟΡΠ1eηtal dyslexics. Pel"ception and Psychophysics, 6-1(2), 169-179.
55. Freston, C. W. & Drew, C.J. (1974). Verbal perforΠ1ance of lean1ing disabIed
children of inPLlt organization. JOLlt'naf οΙ Leal"ning Disabifity, 7424-428.
56. Fostick, Ι., Bar-El., S. & TsιIr, R.R. (2012). Auditory ΤeΠ1Ροral Processing
and Working ΜeΠ10rΥ: Two independent defιcits for dysIexia. Psychofogy
Reseal"ch, 2, 308-318.
57. Frostig, Μ., & Horne. D. (1964). The Fl"ostig ΡIΌgl"αmΙΟl" the devefopn1ent οι
58. Frostig. Μ., & Home, D. (1964). The FfΌStig pl"ogl"amjol" the devefopment οι
96
62. Gathercole, S.E. & Pickering, S.J. (2000). Working memory deficits ίη
64. Getman, G. Ν., Kane, Ε. R., Halgren, Μ. R., & McKee, G. W. (1964). The
physiofogy ο/ f'eadiness.' An action pf'Ogram /or the deνefopment ο/paception
/or chifdren. Minneapolis: Programs to Accelerate School Success.
65. Golden, C.J., Halllllleke, Τ.Α. & Purisch, A.D. (1978). Diagnostic validity of a
standardized neuropsychological battery. Ιη A.R. Luria's (Ed.)
Neuropsychofogicaf tests. Journaf ο/ ConsLlfting and Cfinicaf Psychofogy, 46,
1258-1265.
97
73. Hartlage, L.C. (J 982). eLLropsychological assessment techniqLLes. Ιη
98
87. Kavale, Κ. Α., & Forness, S.R. (1987). Substance over sty1e: Assessing the
efficacy of modality testing and teaching. Exceptional Children, 54, 228-239.
88. Kava1e, Κ.Α & Fomess, S.R. (2000). What definitions of 1earning disabi1ity
say and don't say: Α critica1 ana1ysis. Jοιπnαl ο/ Learning Disabilities,
33, 239-256.
89. Kephart, Ν. C. (1971). Slow leaf"nef" in the classf"oom. Co1umbus, ΟΗ: Charles
Ε. Merrill, (2nd ed.).
90. Kirk, S. Α (1962). Educating exceptional childf"en. Boston: Houghton Miff1in
91. K1onoff, Η. & Low, Μ. (1974). Disordered brain function ίη young children
and early ado1escents: neuropsycho1ogical and e1ectroencepha1ographic
corre1ates. Ιη R. Μ. Reitan & L. Α Davison (Eds.). Clinical neΙΠΟΡSΥchοlοgy:
99
10 1. Lyon. G. R. (1998). Oveι-vievll 0/ reαding αnd lilerαcy iniliαliIIes
Τη Κ.Α. Kavale (Ed.), Learning disabilities: Slale 0/ the ω'l and practice (ρρ.
105. ΙΥοη. G.R., Moats. L.C .. & Flynn. J.M. (1989). FΓOm assessment ιο
36,357-371.
100
111. McShane, D. J. & Oxford, J. (1992). Children's learning dίjJiculties: α
cognitive approach, Cambridge: Blackwell.
101
124. Reitan, R.M. (1974). Psychological effects of cerebral lesions ίη
children of early school-age. Ιη Reitan M.R. & Davison Ι.Α (Eds.), Clinical
neιιrΟΡSΥchοlοgy: Cιιrrent statιιs and applicationS'. New York: Willey.
125. Reschly, W. D., Tilly, & J. Orimes (Eds.), Special edιIcation in
transition: FιInctional assessment and noncategorical programming, ρρ. 19-
48. longmont, CO: Sopris West.
126. Robbins, Μ., & Olass, G. V. (1969). The Doman-Delacato rationale: Α
102
αssessment αnd the school-age chίld: issues αnd procedures. ew York:
Grune and Stratton.
136. Shallice, Τ. (1979). Nenropsychological research and the fractionation
of memory systems. Ιη Ι.Ε. ilson (ed.), Perspectives in Memory ReseaΓch.
Hillsdale, .J.: Erlbanm.
137. Shaywitz, S.E., Escobar, M.D .. Shaywitz, Β.Α., Fletcher, J.M. &
Maknch R. (1992). Evidence that dyslexia may represent the lower tail of a
normal distribιιtion of reading ability, NeVlI Englαnd Journαl ΟΙ Medicine, 326,
145-150.
138. Shaywitz, S.E., Shaywitz, Β., Fletcher, J.M., & Escobar, M.D. (1990).
Prevalence of reading disability ίη boys and girls: resιιlts from the Connecticut
Ιοηgίωdίηal SωdΥ. JOLtrnαl ΟΙ the An1eΓican Medical Associαtion, 26-1, 998-
1002.
139. Shaywitz, S.E., Shaywitz, Β.Α., Pugh, K.R., Fulbright, RoΚ.,
Skudlarski, Ρ., Mencl, W.E., & Constable, R.T. (1998). Functional disruption
ίη the organization of the brain for reading ίη dyslexia. ΡΓοceedίngs ΟΙ the
National Academy ΟΙ Sciences ΟΙ the United Stαtes ΟΙ An1ericα, 95, 2636 -
2641.
140. Siegel, L.S. (1992a). Dyslexics vs. poor readers: Is there are
difference? JOUl'nαl οlLecσnίng Disαbilities, 25, 618-629.
141. Siegel, L.S. (1992b). Αη evaluation of the discrepancy defιnition of
dyslexia. Journαl ΟΙLeaΓnίng Disαbilities, 25(1 Ο), 618-629.
142. Siegel, L.S. (1989). Why we do not need intelligence tests scores ίη the
defιnition and analyses of ΙeaΙΊ1ίηg disabilities. JΟΙα'nαl ΟΙ Learning
Disαbilities, 22, 514-518.
143. SiegeI, L.S. (1988). Defιnitional and t11eoretical issnes and research οη
145. Snowling, M.J., Gallagher, Α. & Frith U. (2003). FaωίΙΥ risk for
dyslexia is continnons: Individnal differences ίη the precnrsors of reading
skills. Child Development, 7-1, 358-37.
103
146. Speece, Ο. Ι., & Case, Ι. Ρ. (2001). C!assification ίη context: Αη
alternative approach to identifying earIy reading disabiIity. Joιtrnal ΟΙ
Galabnrda, Α.Μ., Llinas, R.R., vοη Enler, C., (eds.) Temporal information
processtng ίη the Nervons System: Special reference to dyslexia and
dysphasia. Annals ΟΙ Nevtl York Acaden1Y olScience, New ΥΟΓk, 682, 27 - 47.
157. Taroyan, Ν.Α., Nicolson, R.Ι, Fawcett, A.J. (2007). Behavioral and
nenrophysiological conelates of dyslexia ίn the continllOLIs ΡerfΟΓmaηce task.
Clinical NeιIrophysiology 118. 845 - 855.
104
158. Townend. J. & Tumer. Μ. (2000). Dyslexia ίη practice: a guide for
teachers. ew York: Kluwel" Αcadeωίc/ΡΙenιιω.
160. Velluntino. F.R.. Scanlon. D.M. & ΙΥοη, G.R. (2000). Differentiating
between dίfficιι!t-tΟ-Γeωedίate and readily reωedίated poor [eaders. More
evidence again t the ΙQ-achίeveωent discrepancy definition of reading
disabiIity. JοιΙΓnαl ο/LeαΓnίng DisabiliLies, 33(3), 223-238.
161. Wagner, R.κ., & Torgesen, J.K. (1987). The natιιre of phonological
pro- cessing and its causal role ίη the acquisition of reading skilIs.
Psychological BulleLin, 10l: 192-212.
162. Wamer-Rogers. J., & Reed, J. (2008). Α Clinician's guide to child
neLIropsychoIogicaI assessωent and foπnLIlation. Ιη J. Reed & J. Wamer-
Rogers (Eds.), Child ~eΙΠΟΡSΥchοlοgy: Concepts, theoIY, and pΓClctice (ρρ.
105
assessn1ent and decision making: Tl1e niversity of Minnesota Institute.
Exceptionaf EdHcation Qιιω·terfΥ, -1(1),75-93.
170. Υ sse1dyke. J .Ε. (2005). Assessment and Decision Making ίη Leaming
Disabi1ities: What if this is as good as it gets? Learning disabifity Qιιartet"fΥ.
28 (2). 128-132
171. laccolotti. Ρ., Friedmann. Ν. (2010). From dys1exia to dys1exias, from
dysgraphia to dysgraphias, from a caLIse to caLIses: Α 100k at cHrrent research
οη developmental dys1exia and dysgraphia. Cortex, 46, 1211 - 1215.
Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία
19 ΜαΙου 2013.
3. Ζυγούρης. 1 .χ. (2012). Σημειώσεις μαθήματος Νευροψυχοί.ογία και Ειδικές
106
5. Καραπέτσας, Α.Β. & Ζυγούρης, Ν.Χ (2011). Η χρήση των γνωστικών
προ κλητών δυναμικών στην πρόγνωση, διάγνωση και αποκατάσταση παιδιών
παιδιού 3
0υ
εξαμήνου εκδόσεις πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βόλος 2008.
Γρηγόρης.
εκδόσεις Κρήτης.
Gotsis.
12. Μαρκοβίτης, Μ. & Τζουριάδου, Μ. (1991). Μαθησιακές δυσκολίες θεωρία
Αθήνα: Τόπος.
107
16. Παντελιάδου, Σ. & Μπότσας, Γ. (2007). ΑιΙαθησιακές δυσκολίες Βασικές
έννοιες και χαρακτηριστικά, Αθήνα, Γράφημα.
108
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΜΙΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ