Professional Documents
Culture Documents
Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία του σύγχρονου υποκειμένου - Κόκκορης Γεώργιος
Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία του σύγχρονου υποκειμένου - Κόκκορης Γεώργιος
Γεώργιος Κόκκορης
Η παρούσα εργασία αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του φοιτητή («συγγραφέας/δημιουργός») που την
εκπόνησε. Στο πλαίσιο της πολιτικής ανοικτής πρόσβασης ο συγγραφέας/δημιουργός εκχωρεί στο ΕΑΠ,
μη αποκλειστική άδεια χρήσης του δικαιώματος αναπαραγωγής, προσαρμογής, δημόσιου δανεισμού,
παρουσίασης στο κοινό και ψηφιακής διάχυσής τους διεθνώς, σε ηλεκτρονική μορφή και σε
οποιοδήποτε μέσο, για διδακτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, άνευ ανταλλάγματος και για όλο το
χρόνο διάρκειας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η ανοικτή πρόσβαση στο πλήρες κείμενο
για μελέτη και ανάγνωση δεν σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων διανοητικής
ιδιοκτησίας του συγγραφέα/δημιουργού ούτε επιτρέπει την αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή,
αποθήκευση, πώληση, εμπορική χρήση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «μεταφόρτωση»
(downloading), «ανάρτηση» (uploading), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά
ή περιληπτικά της εργασίας, χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του
συγγραφέα/δημιουργού. Ο συγγραφέας/δημιουργός διατηρεί το σύνολο των ηθικών και περιουσιακών
του δικαιωμάτων.
1
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Γεώργιος Κόκκορης
2
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
3
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Περίληψη
Οτιδήποτε εκλαμβάνεται ως λογοτεχνική έκφραση έχει ανέκαθεν χρησιμοποιηθεί ως
σημαντικό μέσο στην επίμονη προσπάθεια του ανθρώπινου πνεύματος να διαρρήξει
τον περιοριστικό κλοιό των συνηθισμένων καθημερινών υποθέσεων. Ωστόσο, αυτό
που θα αποκαλούσαμε νεωτερικό υποκείμενο, με όλον τον αυτοαναφορικό ακτιβιστικό
του ζήλο, θα ήταν μάλλον αδύνατον να διαμορφωθεί χωρίς τη ρηξικέλευθη χριστιανική
αντίληψη σχετικά με τη ριζική αυτονομία της ανθρώπινης θέλησης. Σε αυτό το πλαίσιο,
η ‘υψηλή’ τέχνη της παραστατικής αλληγορίας (figura), δηλαδή της λογοτεχνίας,
ευνοεί την έμμεση, υπαινικτική ‒και ποτέ οριστική‒ αναφορά στην πραγματικότητα
που, υπερβαίνοντας τα όρια του παρόντος κόσμου, συνιστά τον αληθινό προορισμό
του ανθρώπινου βίου.
Λέξεις – Κλειδιά
4
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Georgios Kokkoris
Abstract
Whatever is considered as literary expression has always been used as a significant
means in the continued effort of the human spirit to break through the restrictive barriers
of ordinary daily affairs. However, what we call ‘modern subject’, with all its self-
referring activist zeal, would be probably impossible to be shaped without the
groundbreaking perception of Christianity regarding the radical autonomy of human
will. In this context, the ‘noble’ art of figurative allegory (figura), that is of literature,
favors the indirect, allusive ‒and never definite‒ reference to the reality that,
transcending the boundaries of the present world, constitutes the true destination of
human life.
Keywords
5
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Περιεχόμενα
Περίληψη .................................................................................................................. 4
Abstract ..................................................................................................................... 5
Συντομογραφίες & Ακρωνύμια.................................................................................. 8
Προλογικό σημείωμα εργασίας ................................................................................. 9
1. Εισαγωγή .............................................................................................................. 9
1.1 Οι κλασικοί .................................................................................................... 10
1.2 Το πρόβλημα της ατομικής συνείδησης και οι παραβολές του Χριστού .......... 12
1.3 Η δομή του κυρίως μέρους της εργασίας ........................................................ 15
2. Μεσαίωνας και Αναγέννηση................................................................................ 16
2.1 Μεσαίωνας .................................................................................................... 16
2.1.1 Ο αυτοβιογραφούμενος επίσκοπος........................................................... 16
2.1.2 Σύντομη βυζαντινή παράκαμψη ............................................................... 17
2.1.3 Ένα παράξενο είδος λογοτεχνικού έρωτα ................................................ 18
2.1.4 Το ποιητικό ‘εγώ’ και ο θάνατος.............................................................. 20
2.1.5 Η μεταθανάτια Βεατρίκη ......................................................................... 22
2.2 Η Αναγέννηση ............................................................................................... 24
2.2.1 Η ‘δημιουργία’ της Αναγέννησης ............................................................ 24
2.2.2 Η αντιεκκλησιαστική ροπή ...................................................................... 27
2.2.3 Επανακαθορίζοντας το τραγικό ............................................................... 30
3. H νεωτερικότητα ................................................................................................. 35
3.1 Η συγκρότηση ενός νέου κόσμου ................................................................... 35
3.1.1 Ο γαλλικός ‘κλασικισμός’ ....................................................................... 35
3.1.2 Το ‘φως’ του ανθρώπου ........................................................................... 39
3.1.3 Κατά… Μεφιστοφελή ............................................................................. 43
3.1.4 Στη δίνη του Ρομαντισμού ....................................................................... 48
3.2 Το φάσμα της αποσάθρωσης .......................................................................... 52
Συμπεράσματα ........................................................................................................ 58
Βιβλιογραφία .......................................................................................................... 61
Ελληνόγλωσση .................................................................................................... 61
Ξενόγλωσση ........................................................................................................ 63
Παράρτημα ............................................................................................................. 67
Η παράξενη ιστορία μιας επιστροφής................................................................... 67
6
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Ι. ...................................................................................................................... 67
ΙΙ. ..................................................................................................................... 69
ΙΙΙ. .................................................................................................................... 72
ΙV..................................................................................................................... 77
V. ..................................................................................................................... 79
VI..................................................................................................................... 83
VII. .................................................................................................................. 87
VIII. ................................................................................................................. 89
IX..................................................................................................................... 93
Ερμηνευτικό υπόμνημα ....................................................................................... 95
7
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
βλ. βλέπε
ed. editor
eds. editors
επιμ. επιμελητής
ibid. ibidem
μτφρ. Μετάφραση
μ. Χ. μετά Χριστόν
p. page
pp. pages
σ. σελίδα
σσ. σελίδες
transl. translation
8
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
1. Εισαγωγή
Ορισμένα διευκρινιστικά σχόλια ως προς το νόημα των δύο όρων από τους οποίους
συντίθενται ο τίτλος της παρούσας εργασίας κρίνονται απαραίτητα στο πλαίσιο της
εισαγωγής. Κατ’ αρχάς, όπως προκύπτει από την ετυμολογία της λέξης, λογοτεχνία
συνιστά κάθε μορφή έντεχνου λόγου. Δηλαδή, κάθε μορφή λόγου όπου παρουσιάζεται
η δυνατότητα να γίνει ο λόγος αντικείμενο του εαυτού του, να αποσπαστεί από
εξακριβώσιμες αντικειμενικές αναφορές και να απευθυνθεί στον εκάστοτε παραλήπτη
με έναν τρόπο που φαντάζει πολύ μύχιος (μια ιστορία για κάτι που δεν έχει δει αλλά,
εντούτοις, τον αφορά, ένα ποίημα για την αξία πραγμάτων που υπερβαίνουν την
καθημερινότητα).
Όσον αφορά τον δεύτερο όρο του τίτλου αυτής εργασίας, το βασικό χαρακτηριστικό
της ιδεοτυπικής κατηγορίας του ‘νεωτερικού ανθρώπου’,1 ο οποίος διαμορφώνεται
αρχικά στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, είναι η κοσμικότητά του. Το εν λόγω
χαρακτηριστικό διαφοροποιεί εμφανώς τον νεωτερικό από τα προγενέστερα
κοινωνικοπολιτισμικά ‘είδη’ ανθρώπων. Κατά κανόνα, το σύνηθες ‘σύγχρονο’ άτομο
δεν αισθάνεται την ανάγκη να λογοδοτήσει ή γενικότερα να αναφερθεί σε κάποιον
ενεργό υπερβατικό παράγοντα, αποδίδοντας στους ορισμούς και στις βουλές του εν
λόγω παράγοντα κανονιστικό χαρακτήρα τόσο σε σχέση με τον ιδιωτικό όσο και τον
1
Σχετικά με τη βεμπεριανή έννοια του ‘ιδεοτύπου’, βλ. στο Μιχάλης Γ. Κυπραίος, «Εισαγωγή», στο
Max Weber, Η μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών, Παπαζήσης, Αθήνα 1991, σσ. 26-27.
9
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
δημόσιο βίο του, όπως ισχύει σε όλα τα άλλα πολιτισμικά περιβάλλοντα.2 Στη
σταδιακή επικράτησή της, η εκκοσμικευμένη νοοτροπία συνδέεται με την ολοένα
στενότερη εστίαση του ανθρώπου στις δυνατότητές του όχι απλά να βελτιώσει τη ζωή
του με τεχνολογικούς και κοινωνικούς όρους, αλλά ακόμα και να τη νοηματοδοτήσει
αυτοτελώς, αποκλειστικά και μόνο με τη δύναμη του πνεύματός του.
1.1 Οι κλασικοί
Για τον Πλάτωνα, η φιλοσοφία συνιστά τη σπουδαιότερη ενασχόληση του ανθρώπου.
Σκοπός της φιλοσοφίας είναι η γνώση των ‘Ιδεών’, των αμετάβλητων, νοητών
πρότυπων ουσιών με βάση τις οποίες συγκροτείται ατελώς ο ευμετάβλητος υλικός
κόσμος.5 Η δυνατότητα γνώσης των Ιδεών από τον ανθρώπινο νου οφείλεται στην
υπέρτατη Ιδέα, την Ιδέα του Αγαθού, από την οποία απορρέει επίσης και η αλήθεια
2
Βλ. στο Charles Taylor, Μια κοσμική εποχή, Ίνδικτος, Αθήνα 2015, σσ. 47-51.
3
Βλ. στο Merry E. Wiesner-Hanks, Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη 1450-1789, Ξιφαράς, Αθήνα 2008, σσ. 1-
2.
4
Για τα τέσσερα αίτια της κατά Αριστοτέλη φυσικής μεταβολής, βλ. στο W. D. Ross, Αριστοτέλης,
ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001, σσ. 108-113.
5
Βλ. στο Νίκος Αυγελής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, Εκδοτικός Οίκος Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη
2019, σσ. 205-218.
10
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
των επί μέρους ανθρώπινων νοερών συλλήψεων.6 Όμως, όπως προκύπτει μέσα από
τους διαλόγους του (ιδίως τους διαλόγους Ίων και Πολιτεία), ο Πλάτωνας διάκειται
δυσμενώς απέναντι στην ποιητική έμπνευση. Η ποίηση (ουσιαστικά, δηλαδή, ό,τι
αποκαλούμε σήμερα λογοτεχνία), ακριβώς λόγω της γοητείας που ασκεί στο κατώτερο,
‘επιθυμητικό’ μέρος της ψυχής, μπορεί να αποπροσανατολίσει τον νου καθιστώντας
τον έρμαιο των επίγειων παθών. Ο λόγος είναι ότι το έργο της λογοτεχνίας συνίσταται
στη ‘μίμηση’ του εμφανούς, αισθητού μέρους της πραγματικότητας, το οποίο με τη
σειρά του, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί ήδη ατελή μίμηση του αυθεντικού ‘κόσμου’
των Ιδεών. Υπό αυτή την έννοια, η λογοτεχνία αποτελεί επίταση όλων εκείνων των
πραγμάτων που εξαπατούν τον νου.7
Είναι, πάντως, ενδιαφέρον το γεγονός ότι στο έργο του Πλάτωνα το λογοτεχνικό
στοιχείο ανιχνεύεται σε ασυνήθιστο για φιλοσοφικό έργο βαθμό, τόσο από τη
διαλογική του μορφή8 όσο και από τη συχνή χρήση αλληγοριών (π.χ. ο μύθος του
‘σπηλαίου’) αλλά και πιο εκτεταμένων μυθιστορικών αφηγήσεων (για παράδειγμα η
αφήγηση για τη χαμένη ήπειρο της Ατλαντίδας).9 Αυτό, άλλωστε, παρατηρεί και ο
Αριστοτέλης,10 διαφοροποιώντας τη θέση του αναφορικά με τη λογοτεχνία. Σύμφωνα
με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, η άρνηση της λογοτεχνίας από τον Πλάτωνα είναι μάταιη,
αφού «η μίμηση είναι σύμφυτη ιδιότητα στους ανθρώπους».11 Ο Αριστοτέλης
κατηγοριοποιεί την ποίηση με βάση διάφορα κριτήρια. Μια βασική διάκριση που κάνει
με κριτήριο το «αντικείμενο» της ποιητικής μίμησης είναι μεταξύ κωμωδίας και
τραγωδίας. Για την ακρίβεια, ο Αριστοτέλης ορίζει ότι ενώ «η κωμωδία θέλει να τους
αναπαριστάνει [τους ήρωες] χειρότερους απ’ ό,τι είναι, η τραγωδία θέλει να τους
αναπαριστάνει καλύτερους».12
6
Βλ. στο ίδιο, σσ. 225-226.
7
Βλ. στο Pelagia Goulimari, Literary criticism and theory, London/New York, Routledge, 2015, pp. 9-
11.
8
Βλ. στο Julia Annas, Plato: A very short introduction, Oxford, Oxford University Press, 2003, p. 26.
9
Ibid., pp. 38-42.
10
Βλ. στο Goulimari, ibid., p. 26.
11
Αριστοτέλης, Ποιητική, μτφρ. Στάθης Ι. Δρομάζος, Κέδρος, Αθήνα 1982, σ. 211.
12
Στο ίδιο, σ. 205.
11
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
13
Βλ. στο ίδιο, σ. 221.
14
Στο ίδιο, σ. 223.
15
Στο ίδιο.
16
Βλ. στο Goulimari, ibid., p. 29.
17
Βλ. στο Ευφροσύνη Κωσταρά, Ο έλεος και ο φόβος στο έργο του Αριστοτέλη, Ανέκδοτη διπλωματική
μεταπτυχιακή εργασία, Πάτρα, Ακαδημαϊκό έτος 2006-2007, σ. 16.
12
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Στην πράξη, οποιαδήποτε και αν είναι η οντολογική νομοτέλεια που διέπει το σύμπαν,
είναι εξαιρετικά δυσχερές τόσο για τον Πλάτωνα όσο και για τον Αριστοτέλη να
προσδιορίσουν την πρακτική ισχύ της για το συγκεκριμένο έλλογο ανθρώπινο ον.
Ακόμα και αν συμφωνήσουμε ότι υπάρχει μια δεδομένη ενάρετη οδός για τον βίο του
κάθε ανθρώπου, τι συμβαίνει αν ο τάδε άνθρωπος λοξοδρομήσει από αυτή μέσω
κάποιας διαστροφής της βούλησης του; Ο Πλάτωνας φαίνεται να προσπαθεί να
σκιαγραφήσει μια μεταθανάτια διαδρομή της ψυχής, η οποία εγκλωβίζεται σε
αλλεπάλληλες ενσαρκώσεις μέχρι επιτέλους κάποια στιγμή να σωφρονιστεί και να
λυτρωθεί από τα υλικά δεσμά της.19 Υπό αυτούς τους όρους, ο εκάστοτε άνθρωπος
καλείται να εξαλείψει μάλλον παρά να καλλιεργήσει τις ατομικές του ιδιότητες (εξού
και η γενικά απορριπτική πλατωνική τάση προς τις τέχνες). Από την άλλη, κατά τον
Αριστοτέλη, ο οποίος τονίζει την καταρχήν αδιάρρηκτη συνάφεια σώματος και ψυχής,
το άτομο πεθαίνει οριστικά μαζί με το σώμα. Ωστόσο, ίσως κάτι από την ανώτερη,
απρόσωπη και προφανώς ασύνειδη νοητική-μορφική σύσταση του ατόμου επιζεί,
διαχεόμενη στην απέραντη χοάνη της γενικής κατηγορίας του ανθρώπινου είδους.20 Θα
μπορούσε να συνάγει λοιπόν κανείς το μάλλον προβληματικό συμπέρασμα ότι,
σύμφωνα με τον Σταγειρίτη, η ίδια μεταθανάτια μοίρα ‒ουσιαστικά, δηλαδή, η
εκμηδένιση‒ περιμένει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως των
πράξεων και του εν γένει ηθικού διαμετρήματος του καθενός.
18
Βλ. στο ίδιο, σσ. 52-54.
19
Βλ. στο Annas, ibid., pp. 75-76.
20
Βλ. στο Νικόλαος Λουδοβίκος, Ορθοδοξία και εκσυγχρονισμός, Αρμός, Αθήνα 2006, σσ. 158-159.
13
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Επιπλέον, ενδιαφέρον από τη σκοπιά τούτης της εργασίας παρουσιάζει η συνήθεια του
ιδρυτή της καινούργιας θρησκείας να απευθύνεται στο κοινό με μικρές, φανταστικές
ιστορίες, που διακρίνονται για τον παράδοξο αλλά και εξόχως ανθρωποκεντρικό
χαρακτήρα τους. O στόχος του Χριστού μέσω αυτών των απλών παραδειγματικών
αφηγήσεων, όπου αναπαράγονται αληθοφανείς σκηνές από την καθημερινή ζωή, είναι
να υποβάλλει στους ακροατές την υπόνοια ενός υπερκείμενου βιοτικού νοήματος,
δημιουργώντας τους υπαινικτικά την αίσθηση ότι η καθιερωμένη αντίληψή τους για
την πραγματικότητα ενδεχομένως να είναι σφαλερή. Με αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεται
η άμεση, θεωρητική αναφορά στο εν λόγω βιοτικό νόημα.21
Παράλληλα, όπως ισχύει και με την παιδαγωγική λειτουργία της τραγωδίας για τον
Αριστοτέλη, ο Χριστός απευθύνεται στον καθένα από το κοινό, χωρίς μορφωτική,
κοινωνική ή οποιαδήποτε άλλη διάκριση. Όμως, πίσω από τις παραβολές δεν κρύβεται
κάποια απρόσωπη, συμπαντική οντολογική νομοτέλεια, αλλά ένας προσωπικός Θεός,
γνωστός ‒εν μέρει‒ ήδη από την ιουδαϊκή παράδοση.22 Επιπλέον, όταν ο Χριστός
ερωτάται για ποιο λόγο μιλάει με παραβολές, δίνει μια χαρακτηριστικά σιβυλλική
απάντηση. Γνωρίζει ότι αυτοί που ακούν μπορεί «να μην ακούν, ούτε να
καταλαβαίνουν» (Κατά Ματθαίον, ΙΓ΄,14)· γνωρίζει με λίγα λόγια ότι οι ιστορίες του,
μολονότι λέγονται για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασάφηση των όσων κηρύττει,
δεν πρόκειται να έχουν κάποιον αναπόφευκτο, αιτιοκρατικά προκαθορισμένο
αντίκτυπο στους αποδέκτες τους, όπως φαίνεται να προϋποθέτει ο Αριστοτέλης
σχετικά με την τραγωδία. Για τον Χριστό, η ανθρώπινη συνείδηση παρεμβάλλεται
ανάμεσα στην ανθρωπότητα, ως γενική κατηγορία, και τον οικουμενικό Λόγο
καθιστώντας τη μεταξύ τους συναναστροφή ιδιαιτέρως περίπλοκη υπόθεση.
Δεν ισχυριζόμαστε φυσικά ότι η νεωτερική μυθοπλασία με όλο της τον τεχνικό
εξοπλισμό απορρέει από τις παραβολές του Χριστού. Εξάλλου, η παραβολή ως
υποτυπώδης μορφή αφηγηματικού λόγου απαντάται εκτεταμένα παγκοσμίως κατά την
αρχαιότητα.23 Ισχυριζόμαστε, ωστόσο, ότι το ιδιάζον παραδοξολογικό και
21
Βλ. στο Klyne R. Snodgrass, Stories with intent, Grand Rapids, Wm. B. Eerdmans Publishing Co,
2018, p. 23.
22
Ibid, pp. 44-47.
23
Ibid, p. 44.
14
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
εικονοκλαστικό πνεύμα των παραβολών του Χριστού, και η ανάγκη ατομικής ηθικής
εγρήγορσης που διεγείρει, φαίνεται να καθορίζει μια καινούργια δυναμική
λογοτεχνικής έκφρασης και σκόπευσης. Παράλληλα, η εν γένει χριστιανική
κοσμοαντίληψη διαμορφώνει τους όρους μιας σημαντικά πιο οξυμένης
αυτοκατανόησης του ανθρώπου σε σχέση με το προχριστιανικό παρελθόν.
15
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Όμως, η υπαρξιακή αγωνία του Αυγουστίνου είναι προσωπική με έναν τρόπο που δεν
θα μπορούσε ποτέ να είναι για τον Πλωτίνο, π.χ. Ο Αυγουστίνος δεν θα είχε κανένα
λόγο να ανησυχεί τόσο πολύ ενώπιον ενός απρόσωπου ιδεώδους. Όμως, μπροστά σε
έναν παντογνώστη Θεό, ο ευσεβής επίσκοπος αισθάνεται ότι δεν μπορεί να αποκρύψει
κάτι από το πλήρες μέγεθος αυτού που αντιλαμβάνεται ως ψυχική κατάπτωσή του. Ως
χριστιανός αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι κάποιου είδους αγνωσία που τον κρατά δέσμιο
των παθών του, αλλά η επίμονη διαστροφή της θέλησής του η οποία δεν λέει να
αποκολληθεί από τα επίγεια. Από αυτή την άποψη, όμως, εφόσον η ανθρώπινη θέληση
‒ορθή ή σφαλερή‒ δεν γίνεται να εκριζωθεί από την ατομική ύπαρξη, αναγνωρίζεται
μια εγγενής δυνατότητα αξίωσης αυτοτέλειας στην ανθρώπινη φύση. Η εν λόγω
αξίωση προσδίδει στον άνθρωπο σημαντικό βαθμό οντολογικής ανεξαρτησίας σε
σχέση με οποιονδήποτε ορισμό του αγαθού.25
24
Peter Brown, Augustine of Hippo, Berkeley/Los Angeles, University of California Press, 2000, pp.
151-160.
25
Charles Taylor, Πηγές του εαυτού, Ίνδικτος, Αθήνα 2007, σσ. 228-233.
16
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
26
Αγίου Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις, Δεύτερος Τόμος (Βιβλία VIII-XIII), μτφρ. Φραγκίσκη
Αμπατζοπούλου, Πατάκης, Αθήνα 2010, σ. 108.
27
Στο ίδιο, σσ. 119-120.
28
Brown, ibid., pp. 161-162.
29
Βλ. στο Peter Brown, Η κοινωνία και το Άγιο στην ύστερη αρχαιότητα, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2000, σσ.
138-139.
17
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Κατά κύριο λόγο, η λογοτεχνία των τροβαδούρων αφορά τον έρωτα μεταξύ ενός νέου
άνδρα και μιας δεσποσύνης. Στο πλαίσιο της ποίησης των τροβαδούρων, ο έρωτας
αντιπαρατίθεται στον κυνισμό των φεουδαλικών γαμήλιων ηθών, όπως παρατηρούνται
κατά την εποχή εκείνη.34 Ως βασικό όχημα αυτής της αντιπαράθεσης λειτουργεί μια
εξιδανικευμένη εκδοχή του θεσμού της ιπποσύνης.35 Ωστόσο, στην πραγματικότητα, ο
30
Βλ. στο A. P. Kazhdan/Ann Warton Epstein, Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο
αιώνα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2009, σσ. 340-348.
31
Βλ. στο Taylor, Μια κοσμική εποχή, ό.π., σσ. 101-104.
32
Βλ. στο David Nicholas, Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2013, σ. 478.
33
Βλ. στο Jacques Le Goff, Ο πολιτισμός της μεσαιωνικής Δύσης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 436-
449· επίσης, στο Ντενί ντε Ρουζμόν, Ο έρως και η Δύση, Ίνδικτος, Αθήνα 2002, σσ. 151-152.
34
Βλ. στο Ρουζμόν, ό.π., σσ. 38-39.
35
Βλ. στο ίδιο, σσ. 36-40.
18
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Όπως προκύπτει ανάγλυφα από τη χαρακτηριστική μυθιστορία του Τριστάνου και της
Ιζόλδης, οι πρωταγωνιστές, και ιδιαιτέρως ο άντρας, αρνούνται πεισματικά να
εκπληρώσουν το παράνομο πάθος τους.37 Φαίνεται ότι για τον Τριστάνο και την Ιζόλδη
η φυσική εκπλήρωση του μεταξύ τους ερωτικού πάθους θα το καθιστούσε αυτόματα
βέβηλο στα μάτια τους (το ίδιο το ερωτικό πάθος, άλλωστε, παρουσιάζεται στον
συγκεκριμένο θρύλο ως παρενέργεια ενός μαγικού φίλτρου). Εδώ βρισκόμαστε
μπροστά σε μια κατάσταση την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ενδιάμεσο
μυστικισμό. Από τη μία, η Ιζόλδη δεν αποτελεί μια άυλη, ιδεώδη ύπαρξη (όχι
περισσότερο από τον Τριστάνο τουλάχιστον), όπως συμβαίνει σε τυπικές περιπτώσεις
λυρικής ιεροποίησης του απρόσωπου θηλυκού της παγκόσμιας μυστικιστικής ποίησης.
Από την άλλη, όμως, η επίσης τυπικά ευτυχής κατάληξη του ειδυλλίου σε
προγενέστερες παγανιστικές εκδοχές θεματικά συναφών θρυλικών αφηγήσεων
απορρίπτεται σχεδόν συνειδητά από τους δύο ιδεόπλαστους εραστές. Είναι μάλλον το
διαιωνιζόμενο ανεκπλήρωτο ερωτικό πάθος ως τέτοιο και οι συνεπαγόμενες κακουχίες
για τα δύο εμπλεκόμενα πρόσωπα που εξιδανικεύονται στην προκειμένη περίπτωση.38
36
Βλ. στο M. H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, Πατάκης, Αθήνα 2010, σσ. 177-178.
37
Βλ. στο Ρουζμόν, ό.π., σσ. 40-43.
38
Βλ. στο ίδιο, σσ. 181-189.
39
Αγίου Αυγουστίνου, ό.π., Πρώτος τόμος, σ. 167.
40
Στο ίδιο, σ. 149.
19
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι ο θρύλος του Τριστάνου και της Ιζόλδης μάς
αποκαλύπτει πώς κάτω από τη διαμορφωμένη με βάση τους χριστιανικούς τύπους
κοινωνική επιφάνεια ξεπροβάλλει τις παράταιρες όσο και πρωτοφανείς αξιώσεις του
ένα αυτοπαθώς ασκητικό άτομο. Το παράδοξο είναι ότι η αυτοπάθεια του εν λόγω
ατόμου φέρει τα διακριτικά σημεία μιας κενής περιεχομένου απόληξης της
χριστιανικής ‘μυστικής’ εμπειρίας, όπου, δηλαδή, εκλείπει ουσιαστικά η ταπεινή
επιζήτηση της θείας συνδρομής στον αρνησίκοσμο αγώνα του.42 Επιπλέον, ενδιαφέρον
έχει η αντιδιαστολή του ιδεόπλαστου πάθους τόσο με τη γενικά άστατη διαγωγή των
εκφραστών του τροβαδούρων όσο και με άλλες, απλούστερες ποιητικές συνθέσεις
μελών της εν λόγω ‘συντεχνίας’, οι οποίες έχουν σαφώς αισθησιακότερο περιεχόμενο
σε σχέση με τις μυθιστορίες. Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις όμως ο σκοπός ή
μάλλον το πρόσχημα είναι ότι έτσι ξεμπροστιάζεται η υποκρισία ειδικά των μελών της
υψηλής κοινωνίας.43
41
Βλ. στο Ρουζμόν, ό.π., σσ. 78-81.
42
Βλ. υποσημείωση 38.
43
Λ. στο Nicholas, ό.π., σσ. 478-482.
44
Βλ. στο ίδιο, σσ. 52-54.
20
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
πικρή νοσταλγικότητα του ποιητικού ubi sunt (πού είναι/πήγαν)45 ως την ασκητική
δριμύτητα του memento mori (θυμήσου ότι θα/πρέπει να πεθάνεις), η έμμονη επίκληση
του θανάτου που αντηχεί απ’ άκρη σ’ άκρη στη Δυτική Ευρώπη κατά τον Ύστερο
Μεσαίωνα συνιστά πανίσχυρη υπόμνηση της μηδαμινής αξίας κάθε εγκόσμιας
σημασιοδότησης και ιεράρχησης των πραγμάτων. Συνεπώς, η συνεχής υπενθύμιση του
θανάτου, όταν δεν προορίζεται για αποκλειστικά προσωπική χρήση στο πλαίσιο
κάποιας ασκητικής αγωγής, είναι δυνητικός φορέας κοινωνικά ανατρεπτικής
δυναμικής.46
Από την ποίηση του Ύστερου Μεσαίωνα αντλούμε ενδείξεις αναφορικά με το γεγονός
ότι εδώ έχουμε να κάνουμε όντως με ένα πιο εξωστρεφές φαινόμενο από την απλή
ενδοσκοπική άρνηση των θέλγητρων του μάταιου τούτου κόσμου. Είναι η περίοδος
κατά την οποία ο ποιητής αυτοτοποθετείται στο επίκεντρο των ποιημάτων του, ώστε
να επιδοθεί στη λυρική καταγραφή των σκέψεων και των συναισθημάτων του.47 Δεν
είναι ασυνήθιστο, βέβαια, να ενδύεται ο ποιητής διάφορα φανταστικά προσωπεία (μιας
γριάς ή μιας νέας κοπέλας, ενός κατάδικου, ακόμα κι ενός κρεμασμένου κτλ.), για να
εκφράσει όσο πιο συμπεριληπτικά γίνεται την κοινωνία όπου διατελεί ως ένα είδος
αξιοσέβαστου πνευματικού λειτουργού.48 Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η προσοχή
στρέφεται ολοένα περισσότερο στον ιδιωτικό εσωτερικό κόσμο του εκάστοτε
ποιητικού υποκειμένου. Επιπροσθέτως, το ποιητικό υποκείμενο εγείρει πλέον αξιώσεις
αυτοκυριαρχίας στον δημόσιο χώρο έναντι κοσμικών αρχών κι εξουσιών. Δεν το κάνει
βέβαια άμεσα, αλλά μάλλον μέσω της υπόρρητης υποτίμησης της σημασίας των
κατεστημένων εξουσιαστικών δομών, από τις οποίες, πάντως, ο ποιητής εξαρτάται για
την οικονομική συντήρησή του.49 Η εν λόγω υποτίμηση εντοπίζεται συγκεκριμένα
στην υπόμνηση της καθολικά εκμηδενιστικής επενέργειας του θανάτου.50
45
Βλ. στο Elaine Treharne, Medieval literature: A very short introduction, Oxford, Oxford University
Press, 2015, pp. 85-86.
46
Βλ. στο Taylor, Μια κοσμική εποχή, ό.π., σσ. 107-108.
47
Βλ. στο John D. Lyons, French literature: A very short introduction, Oxford, Oxford University Press,
2015, pp. 14-15.
48
Βλ. στο Sarah Kay, Terence Cave & Malcolm Bowie, A short history of French literature, Oxford,
Oxford University Press, 2006, pp. 74-75.
49
Βλ. στο Nicholas, ό.π., σσ. 684-685.
50
Βλ. στο Jane Gilbert, Living death in medieval French and English literature, Cambridge, Cambridge
University Press, 2011, pp. 103-150.
21
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Για παράδειγμα, κατά το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε (μέσα 15ου αι.), στην
«Μπαλάντα των αφεντάδων του παλιού καιρού» το ποιητικό υποκείμενο του Βιγιόν
(1431-;) αναρωτιέται τι απόμεινε από το μεγαλείο τόσων και τόσων βασιλιάδων του
παρελθόντος. Το συμπέρασμα είναι αναπόδραστο όσο και απλό: «Κανείς όση και να
’ναι η δύναμή του,/ Το Χάρο δεν νικάει». 51 Αφουγκράζεται κανείς σε αυτό το
συμπέρασμα την αντήχηση μιας επίδοξης αυτάρκους ποιητικής ικανοποίησης: δεν
πειράζει που δεν είμαι βασιλιάς, αφού έτσι κι αλλιώς και αυτοί, όπως εγώ, πεθαίνουν·
ή ίσως: δεν πειράζει που εγώ πεθαίνω, αφού και στους βασιλιάδες συμβαίνει το ίδιο.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς (και ο ποιητής αυτό ακριβώς κάνει), ο θάνατος μικραίνει τις
κοινωνικές αποστάσεις και ‒γιατί όχι;‒ μας καθιστά όλους κατά κάποιο τρόπο
ομότιμους των βασιλιάδων. Κοντολογίς, στην προκειμένη περίπτωση ο θάνατος δεν
εξισώνει απλά τους ανθρώπους· εξατομικεύει επίσης, στρέφοντας ταυτόχρονα ‒
μάλλον παραδόξως‒ την προσοχή μας προς τα εγκόσμια. Έτσι, στη Δυτική Ευρώπη
του Ύστερου Μεσαίωνα ο ποιητής αναλαμβάνει σιγά σιγά τη θέση του ως ο κοσμικός
προφήτης μιας νέας εποχής, μέσω της αναγνώρισης της υψηλής αξίας της τέχνης που
εξασκεί από τα επιφανέστερα μέλη των συγκεκριμένων κοινωνιών.
51
Francois Villon, Οι μπαλάντες κι άλλα ποιήματα, μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης, Γαβριηλίδης, Αθήνα
1988, σσ. 59-60.
52
Βλ. στο Goulimari, ibid., pp. 56-57.
22
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
«εννιά ουρανούς», προσεγγίζουν τον Έμπυρο Ουρανό, που πλαισιώνει τον θρόνο του
Θεού, ο Δάντης αναλαμβάνεται από τον Άγιο Βερνάρδο, υπό τις προσευχές του οποίου
αφήνεται πλέον στην προστασία μιας άλλης γυναίκας, της Παναγίας.53
Είναι προφανές ότι οι συμβολισμοί στην περίτεχνη σύνθεση του Φλωρεντίνου ποιητή
αφθονούν. Όμως, εδώ υπάρχει κάτι παραπάνω. Αφενός, έχουμε το φανταστικό χωρικό
πλαίσιο ενός υπερβολικά τακτοποιημένου μεταθανάτιου κόσμου (απηχώντας το
συναφές υστερομεσαιωνικό ρωμαιοκαθολικό δόγμα54), αφετέρου μας δημιουργείται η
αίσθηση ότι τα μορφικά χαρακτηριστικά των κολασμένων όπως και των καθαιρόμενων
ψυχών αποδίδονται με πολύ ρεαλιστικό τρόπο. Αντί για υψιτενή αλληγορία, ο
Άουερμπαχ διαβλέπει εδώ περισσότερο την ανάδυση μιας νέας, ανθεκτικής
ατομικότητας ‒ αναμφίλεκτα χριστιανικής προέλευσης μεν, αλλά καίρια
προσανατολισμένης στις συνθήκες του καθημερινού βίου: «η εικόνα του ανθρώπου
επισκιάζει την εικόνα του Θεού» και κατά συνέπεια στη Θεία Κωμωδία «η φιγούρα
[του ανθρώπου] γίνεται ανεξάρτητη [από τη θεία αναφορά και παρουσία]»55.56 Η
άποψη του Άουερμπαχ δέχτηκε κριτική,57 όμως είναι δύσκολο να παρακαμφθεί.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την περσόνα της Βεατρίκης, η οποία εκ πρώτης όψεως
αποτελεί μια εκδοχή του αφηρημένου προτύπου του ιδεώδους θηλυκού που συναντάται
συχνά στην παγκόσμια μυστικιστική γραμματεία. Ωστόσο, η παρουσίασή της από τον
ποιητή γίνεται με όρους που παραπέμπουν στη χριστιανική λατρεία της Παρθένου
Μαρίας58 ‒ δηλαδή, της λατρείας που αποδίδεται στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής
παράδοσης σε ένα συγκεκριμένο θηλυκό πρόσωπο, το οποίο εκλαμβάνεται ως ιστορικά
υπαρκτό. Επιπλέον, ο ίδιος ο χαρακτήρας της Βεατρίκης αποτελεί την ποιητική
αναβίωση μιας γνωστής τού ποιητή κοπέλας,59 οσοδήποτε και αν η ανάμνησή της
εξιδανικεύεται και συμβολοποιείται στο ποίημα. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν
53
Για μια σύνοψη της Θείας Κωμωδίας, βλ. στο Νίκος Καζαντζάκης «Εισαγωγή» στο Δάντη, Η Θεία
Κωμωδία, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 2014, σσ. 16-24.
54
Βλ. στο Taylor, Μια κοσμική εποχή, ό.π., σσ. 111-114.
55
Erich Auerbach, Mimesis, Princeton, Princeton University Press, 1968, p. 202.
56
Ibid., pp. 192-202.
57
Βλ. στο Goulimari, ibid., p. 59.
58
Βλ. στο Mircea Eliade, A history of religious ideas, vol. 3, Chicago/London, The University of Chicago
Press, 1985, pp. 101-102.
59
Βλ. στο Καζαντζάκης, ό.π., σ. 11.
23
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
2.2 Η Αναγέννηση
Τα εγχειρίδια της ιστορίας τοποθετούν την έναρξη της περιόδου της Αναγέννησης στην
Ιταλία κάπου στα μέσα του 14ου αι. Συνοπτικά, με τον όρο ‘Αναγέννηση’ νοείται κατά
κανόνα η αναβίωση του κλασικού ελληνορωμαϊκού πνεύματος μέσα από τη ζοφερή
πραγματικότητα των Μέσων Χρόνων.61 Το ιστορικό έρεισμα για τη θεωρία της
Αναγέννησης έγκειται σε ένα είδος πρώιμου ιταλικού πολιτισμικού εθνικισμού, το
οποίο αναπτύσσεται ήδη από τα τέλη του 13ου αι. και χαρακτηρίζεται από μνησικακία
προς τις ‘βάρβαρες’ γερμανικές φυλές που κατέλυσαν το ‘μεγαλείο’ της παλιάς
Ρώμης.62 Βασικό χαρακτηριστικό της αναγεννησιακής αναμόρφωσης θεωρείται η εκ
νέου αναζήτηση ανθρωποκεντρικής πνευματικής και ηθικής αυθεντίας στα
συγγράμματα των κλασικών στοχαστών. Αρχικά στην περιοχή της Ιταλίας και κατόπιν
σε όλη τη Δυτική Ευρώπη συγκροτείται ένα νέο πρόγραμμα διδασκαλίας με την
ονομασία ‘studia humanitatis’ ‒ εξού και ο όρος ‘ουμανισμός’/’ανθρωπισμός’ που
χρησιμοποιείται για την περιγραφή της κυρίαρχης πνευματικής τάσης της εποχής.63
60
Βλ. υποσ. 56.
61
Αυτή η θεωρία σχηματοποιήθηκε τον 19ο αι. από τον Ελβετό ακαδημαϊκό Μπούρκχαρντ και έκτοτε
ουσιαστικά κυριαρχεί στην αντίληψή μας για τη σύγχρονη ιστορία, βλ. στο Jerry Brotton, The
Renaissance: A very short introduction, Oxford, Oxford University Press, 2006, p. 11.
62
Βλ. στο E. H. Gombrich, Το χρονικό της τέχνης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2015, σ. 223.
63
Βλ. στο Wiesner-Hanks, ό.π., σ. 36· βλ. επίσης στο Goulimari, ibid., p. 62.
64
Βλ. στο Lyons, ibid., p. 5.
24
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
εγκαθιδρυμένη και σε πεζογραφικά κείμενα.65 Στην Αγγλία, ήδη από τον 9ο αι., ο
Αλφρέδος του Γουέσσεξ προβαίνει στη μετάφραση της Αγίας Γραφής στα αγγλικά.66
Γενικά, σε όλη τη Δυτική Ευρώπη η χρήση των δημωδών διαλέκτων για τη συγγραφή
κειμένων έχει μονιμοποιηθεί κατά τον 14ο αι.,67 δηλαδή πριν την ανάδυση του
αναγεννησιακού ουμανισμού και της αταβιστικής προσήλωσης των εκπροσώπων του
στην εκμάθηση των κλασικών γλωσσών.68
Ακόμα κι έτσι, όμως, ο Δάντης αξιοποιεί τη δημοτική ιταλική διάλεκτο στα γραπτά του
με ιδιάζουσα τόλμη. Συγκεκριμένα, ο Δάντης φιλοδοξεί να μεταφέρει τις πλέον
βαθυστόχαστες φιλοσοφικές συλλήψεις της εποχής του (που ως τότε εκφράζονταν
αποκλειστικά στα λατινικά) σε ένα ευρύτερο κοινό, το οποίο δεν αποτελείται
αναγκαστικά από λατινομαθείς. Η αρκετά συνηθισμένη κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα
σχηματική αντίληψη του Δάντη για την αλληγορία ως σύνθεση του λεκτικού κελύφους
με τον ουσιώδη, νοηματικό πυρήνα ευνοεί την εργαλειακή κατανόησης της γλωσσικής
μορφής.69 Η γλώσσα αποτελεί το κέλυφος που πρέπει να αφαιρεθεί ώστε να αντληθεί
ο νοηματικός πυρήνας· επομένως, ως μέσον κατανόησης και επικοινωνίας είναι
απαραίτητη, αλλά δεν συνιστά αυτοσκοπό. Κατά συνέπεια, για τον Δάντη, οι δημώδεις
διάλεκτοι, μολονότι ασταθείς και υποκείμενες σε συνεχείς αλλαγές, είναι φυσικότερες
και επομένως βρίσκονται εγγύτερα στη θεία δημιουργία σε σχέση με τεχνητές,
επίσημες γλώσσες, όπως τα λατινικά.70
Μία από τις σημαντικότερες ιδιότητες της εύπλαστης φύσης της δημώδους διαλέκτου
είναι ότι την καθιστά το πλέον πρόσφορο μέσο ποιητικής δημιουργίας. Πέρα από τον
θεολογικό χαρακτήρα των επί μέρους λογοτεχνικών σκοπεύσεων του Δάντη, η
σημασία που αποδίδει στην έννοια της δημιουργικότητας καθαυτής συνιστά εξέχον
γνώρισμα της περιόδου της Αναγέννησης. Χαρακτηριστικά, ο Βρετανός λόγιος σερ
65
Βλ. στο Kay et al., ibid., p. 57. Με εξαίρεση τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου, η λογοτεχνία στην
οποία έχουμε αναφερθεί ως τώρα στην παρούσα εργασία έχει μεταφερθεί ως εμάς σε κάποια ευρωπαϊκή
δημώδη διάλεκτο (κυρίως στα γαλλικά).
66
Βλ. στο Jonathan Bate, English literature: A very short introduction, Oxford, Oxford University Press,
2010, p. 50.
67
Βλ. στο Wiesner-Hanks, ό.π., σ. 35.
68
Βλ. στο ίδιο, σσ. 152-153.
69
Βλ. στο Goulimari, ibid., pp. 56-57.
70
Βλ. στο David Robey & Peter Hainsworth, Dante: A very short introduction, Oxford, Oxford
University Press, 2015, pp. 47-48.
25
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Φίλιπ Σίντνεϋ (1554-86), πίσω από το σύνηθες για τους ουμανιστές νεοπλατωνικό
προσωπείο του, προωθεί μια ρηξικέλευθη κατανόηση της ποίησης. Ο Σίντνεϋ
διατείνεται ότι η ποίηση δεν συνιστά τόσο μίμηση κάποιας γήινης ή ιδεατής
πραγματικότητας όσο ‘μια καλή επινόηση’ (“a good invention”), η οποία δεν είναι
δυνατόν να ψεύδεται επειδή ακριβώς δεν επιβεβαιώνει τίποτα.71 Η αντίληψη του
Σίντνεϋ αντανακλά στον χώρο της λογοτεχνίας ευρύτερες ανθρωπολογικές απόψεις
άλλων αναγεννησιακών, ‘νεοπλατωνικών’ διανοουμένων, όπως ο Φιτσίνο, ο Πίκο κτλ.
Οι εν λόγω θεωρήσεις αποτελούν εκφάνσεις μιας κατανόησης της ανθρώπινης φύσης
που επικεντρώνεται στη δυνατότητα της να ενεργεί για να αναπλάσει το φυσικό και
κοινωνικό περιβάλλον της.72 Δύσκολα η συγκεκριμένη αντίληψη μπορεί να
συμβιβαστεί άμεσα με την κλασική φιλοσοφία· από την άλλη, είναι πολύ ευχερέστερο
να συνδεθεί με καινοτόμες σχολαστικές αναγνώσεις της κλασικής φιλοσοφίας. Ένα
παράδειγμα είναι ο τονισμός από τον Ακινάτη της ‘ύπαρξης’ ως βασικής συνθετικής
κατηγορίας του ανθρώπινου όντος, μέσω της οποίας αναδεικνύεται η ατομική
γνωστική και ενεργητική του φύση, έναντι της βασικής αριστοτελικής οντολογικής
διάκρισης μεταξύ ύλης και μορφής.73
Eιδικά όσον αφορά τη λογοτεχνική έκφραση, ήδη από την εποχή του Αυγουστίνου, με
την έννοια της παραστατικής αλληγορίας (‘figura’) σηματοδοτείται μια βαθύτερη
χρονική συνάφεια μεταξύ του παρόντος του συγγραφέα και του παρόντος του
αναγνώστη, οσοδήποτε απομακρυσμένα και αν είναι χρονολογικά στην κυριολεξία. Αν
ο χριστιανός δεν απορρίπτει την ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης, είναι επειδή οφείλει
να διαισθάνεται ότι οι τότε συγγραφείς υπήρξαν πραγματικά, πεπερασμένα και
σφαλερά όντα, που αναζητούσαν τον Θεό, όπως ακριβώς και ο ίδιος. Αυτή η
διαπίστωση φέρνει εγγύτερα τον αναγνώστη στον συγγραφέα. Επιπλέον, όμως,
καθιστά την αλληγορία τον αυθεντικότερο τρόπο πρόσληψης και μετάδοσης του
ανθρώπινου λόγου υπό το πρίσμα της αλήθειας, η οποία συνεχώς διεκφεύγει κάθε
71
Βλ. στο Goulimari, ibid, p. 66.
72
Βλ. στο Taylor, Μια κοσμική εποχή, ό.π., σσ. 177-178.
73
Βλ. στο Anthony Kenny (επιμ.), Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σσ. 135-139.
26
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
74
Βλ. στο Lisa Freinkel, Reading Shakespeare’s Will, New York, Columbia University Press, 2002, pp.
57-61.
75
Βλ. ibid., pp. 47-49.
76
Δεν θεωρούμε ότι η πρόταξη του ποιητικού ‒και όχι μόνο‒ λόγου καθαυτού από τον Πετράρχη μάς
απαγορεύει εντελώς μια κάποια, προσαρμοσμένη έστω στο ποιητικό εγώ, αποδοχή της ψυχολογικής
ερμηνείας της πετραρχικής ποίησης από την Barolini, βλ. Teodolinda Barolini “The Making of a Lyric
Sequence: Time and Narrative in Petrarch’s Rerum vulgarium fragmenta.” Modern Language Notes 104,
no. Ι (January 1989): 1–38‧ για την κριτική τοποθέτηση της Freinkel έναντι της εν λόγω ερμηνείας της
Barolini, βλ. Freinkel, ibid., pp. 94-95.
77
Βλ. στο Auerbach, ibid., pp. 217-219.
27
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
τα έργα και οι ημέρες του γίγαντα Πανταγκρυέλ και του εξίσου μεγαλόσωμου πατέρα
του Γαργαντούα. Οι δυο τους χαρακτηρίζονται από μια ακόρεστη επιθυμία για ζωή και
γνώση. Στο αντι-μοναστηριακό Αβαείο του Θελήματος, που χτίζει ο Γαργαντούας,
προβλέπεται μόνο ένας κανονισμός: κάνε ό,τι θελήσεις! Στο στόχαστρο του Ραμπελαί
βρίσκεται ειδικά η υστερομεσαιωνική σχολαστική εκπαίδευση και οι ανούσια
περίπλοκοι διαλεκτικοί κανόνες της. Το καταστάλαγμα είναι ότι η γνώση θα πρέπει να
υπάρχει αποκλειστικά και μόνο για τη γνώση, και γενικά ότι τίποτα δεν θα έπρεπε να
στέκεται μεταξύ του ανθρώπου και του απείρου.78 Εντούτοις, όσο δύσκολο και αν είναι
να οριστεί το άπειρο, ακόμα πιο αμφίβολο είναι εν προκειμένω το κατά πόσο μπορεί
να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα του ανθρώπινου γνωστικού υποκειμένου στο πλαίσιο
της ραμπελσιανής κραιπάλης. 79 Όπως και να ’χει, πάντως, ας μην ξεχνούμε ότι ο
Ραμπελαί αστειεύεται…
Παρά τη μεταξύ τους διανοητική συνάφεια, είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε ότι ο
Έρασμος (1466-1536) θα προσυπέγραφε τη βιοτική αδηφαγία των ηρώων του
Ραμπελαί, δεδομένης της απέχθειας του πρώτου προς τις καρναβαλικές εκδηλώσεις
στις οποίες προσιδιάζει η οργιώδης φαντασία του Γάλλου ουμανιστή.80 Ο Έρασμος
είναι μια κεντρική φιγούρα του αναγεννησιακού ουμανισμού. Εκδηλώνοντας σε κάθε
σχετική περίσταση την απέχθειά του προς την κοινωνική ή πολιτική δραστηριοποίηση
σε τοπικό επίπεδο, ο Έρασμος διαμορφώνει μέσω ανταλλαγής επιστολών με
διανοούμενους που θέλγονται από τα διδάγματά του μια πανευρωπαϊκή κοινωνία
ανθρώπων (στο πρότυπο της ουμανιστικής κοινωνίας που σχηματίζει γύρω του ο
Πετράρχης τον 14ο αι., αλλά με ‒θεωρητικά τουλάχιστον‒ ριζοσπαστικότερες
διαθέσεις).81 Για τον Έρασμο, η καλλιέπεια του ατομικού χαρακτήρα που
εξασφαλίζεται μέσα από τη σπουδή των κλασικών συγγραμμάτων προάγει τη
διαμόρφωση μιας πολιτισμένης, πραγματικά χριστιανικής κοινωνίας, μακριά από την
78
Βλ. στο Emile Durkheim, Η εξέλιξη της παιδαγωγικής σκέψης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, σσ. 270-
280.
79
Βλ. στο Auerbach, ibid., p. 277.
80
Για την εν λόγω απέχθεια, βλ. στο Taylor, Μια κοσμική εποχή, ό.π., σ. 173. Για μια συνοπτική αναφορά
στην γκροτέσκα, καρναβαλική-δημοκρατική διάσταση του ραμπελσιανού έργου, όπως αναδεικνύεται
από τον Μπαχτίν, βλ. στο Goulimari, ibid., p. 63.
81
Βλ. στο Hanan Yoran, Between Dystopia and Utopia, Lanham/Boulder/New York/Toronto/Plymouth,
Lexington Books, 2010, p. 8.
28
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
αποτρόπαιη διαφθορά της επίσημης Εκκλησίας, την οποία ο Ολλανδός ουμανιστής δεν
χάνει ευκαιρία να κατακεραυνώνει. Ο Έρασμος προκρίνει τη μόρφωση που ευνοεί την
ενεργητική κοινωνική ζωή (‘vita activα’) έναντι της εκπαίδευσης που εξαντλείται σε
‘βάρβαρες’ όσο και στείρες διανοητικές αντιπαραθέσεις με μεταφυσικό περιεχόμενο
(ενδεικτικές της ‘vita contemplativa’).82
Ωστόσο, στο έργο του Μωρίας εγκώμιον ο Έρασμος δεν φαίνεται τόσο σίγουρος όσον
αφορά την ορθότητα των ανθρωπιστικών προταγμάτων του ‒ επιχειρώντας
ενδεχομένως να αποστασιοποιηθεί από αυτά μέσω της ειρωνείας (και δεν είναι τυχαίο
ότι το κάνει μέσω της λογοτεχνίας). Στο εν λόγω έργο, η πρωταγωνίστρια, και
βασίλισσα όλων των άλλων κακιών, Τρέλα αποφασίζει να περηφανευτεί για τον εαυτό
της, αφού: «αν και όλοι… ερωτοτροπούν μαζί μου […], κανείς […] δε σηκώθηκε ως
τη σήμερο να [με] υμνήσει μ’ ένα καλό λόγο».83 Κοντολογίς, η Τρέλα εμφανίζεται να
διέπει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
H Τρέλα δεν είναι άλλη από τη Μωρία (Moria στα λατινικά) του τίτλου. Ο όρος
‘μωρία’ παραπέμπει στο επώνυμο του Άγγλου ουμανιστή και φίλου του Έρασμου
Τόμας Μωρ (1475-1535).84 Ο Έρασμος φαίνεται ότι προσλαμβάνει με αυτόν τον
παιγνιώδη, διφορούμενο τρόπο το επίσης αμφίσημο έργο του Μωρ Ουτοπία (άλλο ένα
λογοπαίγνιο στα ελληνικά). Η Ουτοπία είναι το μέρος όπου κατοικούν τα μέλη μιας
ιδανικής κοινότητας. Η συμβίωση σε αυτή την κοινωνία (όπου ας σημειωθεί, πάντως,
ότι δεν διδάσκονται οι ανθρωπιστικές επιστήμες) εξασφαλίζεται μέσω του
συμβιβασμού των κατοίκων της με ένα ιδεώδες ‒από ανθρωπιστική άποψη‒ πρότυπο
διαγωγής και πολιτειακής οργάνωσης. Τις πληροφορίες σχετικά με την ουτοπία
μεταφέρει στον ίδιο τον Μωρ, ο οποίος εμφανίζεται ως ο βασικός αφηγητής του
βιβλίου, ο Ραφαήλ Υθλοδαίος, μια εράσμια φιγούρα υπό τη μορφή ενός ιδιόρρυθμου,
κοσμογυρισμένου Πορτογάλου ναυτικού. Στο τέλος, ο Μωρ αναφέρεται σύντομα στις
«ενστάσεις» του σχετικά με τα όσα άκουσε για τις αρχές του ουτοπιανού συστήματος,
ειδικά όσον αφορά την κοινοκτημοσύνη και την απουσία χρημάτων, ωστόσο
παραδέχεται ότι στην Ουτοπία «υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά που θα ευχόμουν να
82
Βλ. ibid., pp. 22-24.
83
Έρασμος, Μωρίας εγκώμιον, μτφρ. Στρατής Τσίρκας, Ηριδανός, Αθήνα 1970, σ. 37.
84
Δες την επιστολή του ίδιου του Έρασμου στον Μωρ, στο ίδιο, σσ. 29-32.
29
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
τα δω να εφαρμόζονται και στις δικές μας κοινωνίες, αν και μου φαίνεται απίθανο.»85
Με αυτόν τον επιφυλακτικό τρόπο, ο Μωρ ουσιαστικά υπαινίσσεται ότι ο ‒
κυριολεκτικός ή μεταφορικός‒ τόπος εφαρμογής των ανθρωπιστικών ιδεωδών είναι
κατά πάσα πιθανότητα ανύπαρκτος (Ου-τοπία).86
Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι παρότι, όπως λέει το ρητό, «ο Έρασμος γεννά το
αυγό που κλωσά ο Λούθηρος», ο Ολλανδός ουμανιστής απεχθάνεται προσωπικά τον
βλοσυρό ριζοσπαστισμό της Μεταρρύθμισης.87 Ο Έρασμος ενώπιον του Λούθηρου
βρίσκεται στη μάλλον άχαρη για τον ίδιο θέση να συστήνει μετριοπάθεια στα
εκκλησιαστικά ζητήματα. Μπορεί η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να είναι υπόλογος για
χίλια δύο κρίματα, όμως, από την άλλη, ο Έρασμος αναρωτιέται ποιος μεμονωμένος
άνθρωπος μπορεί να είναι βέβαιος αναφορικά με τα δογματικά, εκκλησιαστικά
ζητήματα.88 Απ’ ό,τι φαίνεται λοιπόν, ούτε η Ιστορία στερείται της αίσθησης της
ειρωνείας…
85
Τόμας Μορ, Ουτοπία, μτφρ. Γιάννης Πλεξίδας, Public Classics, Αθήνα 2018, σ. 152.
86
Βλ. στο Yoran, ibid., pp. 178-189.
87
Βλ. στο Wiesner-Hanks, ό.π., σσ. 151-152.
88
Βλ. στο Erasmus, The praise of Folly, transl. Hoyt Hopewell Hudson, Princeton, Princeton University
Press, 2015, p. xxi.
89
Βλ. στο Auerbach, ibid., p. 231.
90
Ibid.
30
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
91
Βλ. στο Norman Davies, Europe. A history, London, Bodley Head, 2014, p. 513.
92
Βλ. στο Freinkel, ibid., pp. 126-131, 156-157.
31
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Η καινούργια αντίληψη της λογοτεχνίας βρίσκει την υψηλότερη έκφρασή της στην
Αγγλία των Τυδώρ. Ένας ενδεδειγμένος τρόπος για να εξυπηρετηθεί η προτεσταντική
(αντί-)αλληγορική στάση στην ποίηση είναι μέσω της ανάδειξης της ευθραυστότητας
των ανθρώπινων ‒ή και δαιμονικών‒ τεχνουργημάτων. Τα χαλάσματα κυριαρχούν
στην ποίηση του Σπένσερ (1553-1599) ως αδιάψευστες ενδείξεις της αναπόφευκτης
κατάληξης κάθε ανθρώπινης προσπάθειας· επίσης, «ερείπια» χτίζουν κοπιωδώς οι
δαίμονες στον Χαμένο Παράδεισο του Μίλτον (1608-1674).93 Σε αντίθεση με τη
νοσταλγική, εξόχως προσωπική πρόσληψη της εικόνας των ερειπίων από τον
Πετράρχη,94 οι προτεστάντες ομότεχνοί του αδιαφορούν για το όποιο προγενέστερο
μεγαλείο ενδεχομένως να υποδηλώνεται σε αυτά. Για τον προτεστάντη ποιητή, η
συντριβή της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, όπως αποτυπώνεται στα γκρεμισμένα
κτίσματα, καταδεικνύει αναμφίλεκτα στο κάθε νοήμων ον την ηθική του υποχρέωση
να μην προσκολλάται στα θέλγητρα αυτού του κόσμου.
Αν όμως η ομολογιακή ταυτότητα του Σπένσερ και του Μίλτον είναι γνωστή, δεν
ισχύει το ίδιο για τον σπουδαιότερο εκπρόσωπο της ελισαβετιανής λογοτεχνίας, τον
ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Γουίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616). Ωστόσο, η
αμφίσημη, μετα-λουθηρανική χρήση της αλληγορίας αντηχεί με τη μεγαλύτερη δυνατή
ένταση στα σονέτα του Σαίξπηρ. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο
αντιμετωπίζει την ομορφιά ‒ανέκαθεν, ένα αγαπημένο θέμα των απανταχού ποιητών‒
στο σονέτο 95. «Το κάλυμμα, αχ, της ομορφιάς κάθε λεκέ σκεπάζει/ κι ό,τι μπορεί να
δει το μάτι φαίνεται καλό!». 95 Aυτό ακριβώς καταφέρνει ο ποιητής με την ανέμελα
αισθαντική ποιητική του έκφραση: να δικαιολογεί τις αμαρτίες περισσότερο απ’ ό,τι
τούς πρέπει («απ’ ό,τι [οι ίδιες] οι αμαρτίες κάνουν»).96 Με αυτόν τον τρόπο, η ποίηση
συντάσσεται ουσιαστικά με τα αιτήματα της σάρκας, προσδίδοντάς τους μια
ελκυστική, υπερκόσμια ‒θα έλεγε κανείς‒ επίφαση. Ο ποιητής Σαίξπηρ διαλύει τα
μάγια της ψευδούς ποιητικής ένωσης της σάρκας με το πνεύμα μέσω της
93
Βλ. στο Andrew Hui, The poetics of ruins in Renaissance literature, New York, Fordham University
Press, 2016, pp. 185, 219-221.
94
Βλ. ibid., 90-93.
95
William Shakespeare, Τα σονέτα, μτφρ. Λένια Ζαφειροπούλου, Gutenberg, Αθήνα 2016, σ. 211.
96
Δες τον στίχο 8 από το σονέτο 35: «Excusing thy sins more than thy sins are». Η μετάφραση στην
παραπάνω έκδοση («κι έχεις πιο πολλές συγγνώμες απ’ ό,τι αμαρτίες», στο ίδιο, σ. 91) δεν με ικανοποιεί
εδώ. Νομίζω ότι στην εξήγηση που δίνω στο κείμενο αποδίδεται ακριβέστερα το νόημα του στίχου.
32
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Δεν υπάρχει πιο πρόδηλη έκφραση της σαιξπηρικής αμφιθυμίας απέναντι σε κάθε
έντεχνη δραστηριοποίηση (δηλαδή, ουσιαστικά, σε κάθε εκδήλωση της ανθρώπινης
ζωής) από το θεατρικό έργο Άμλετ. Ο Άμλετ είναι γιος ενός δολοφονημένου βασιλιά
και γνωρίζει ότι θα έπρεπε να επιζητεί διακαώς την εκδίκηση έναντι του δολοφόνου.
Όμως, δεν μπορεί να νιώσει αυθεντικά κάποιο ισχυρό εκδικητικό συναίσθημα. Το
χειρότερο είναι ότι ο Δανός πρίγκιπας δεν μπορεί καν να καταλάβει αν ο λόγος γι’ αυτή
την ατολμία είναι η δειλία ή κάτι άλλο, αδιευκρίνιστο. Μία προφανής αιτία είναι το
γεγονός ότι δεν είναι σίγουρος για την ταυτότητα του δολοφόνου. Οι υποψίες του
στρέφονται προς τον θείο του Κλαύδιο. Για να εξιχνιάσει την ορθότητα των υποψιών
του, ο Άμλετ σκοπεύει να γυρίσει μια θεατρική παράσταση όπου θα αναπαρασταθούν
τα συμβάντα της δολοφονίας (όπως τού τα έχει αφηγηθεί το φάντασμα του πατέρα
του).
Εδώ βρισκόμαστε ενώπιον της ρίζας της αναβλητικότητας του ιδιότυπου ήρωα. Όταν
ο Άμλετ μένει μόνος του στο τέλος της δεύτερης πράξης, εκφράζει αμφίσημα τον
‘θαυμασμό’ του για την τέχνη του ηθοποιού: «δεν είναι καταπληκτικό που αυτός εδώ
ο ηθοποιός σε ένα γέννημα της φαντασίας […] μπορούσε να υποτάξει την ψυχή του
[…] τόσο που […] όλο του το είναι να υπακούει». 98 Αν ο θεατρίνος τα κάνει όλα αυτά,
τότε ίσως κάθε ανθρώπινη πράξη δεν είναι άλλο από βέβηλος θεατρινισμός. Κι όμως,
όπως ο Άμλετ αναρωτιέται αλλού: «Τι είν’ ο άνθρωπος, αν μόνη του χαρά και μόνο
κέρδος της ζωής είναι να τρώει και να κοιμάται;». 99 Αυτά τα λόγια λέγονται για να
δικαιολογήσουν την ανάγκη της εκδίκησης, αλλά μπορεί και όχι… Γιατί, «Εκείνος που
μας προίκισε με τέτοια ευρύτητα διάνοιας […] δεν μας χάρισε αυτήν τη δύναμη και
97
Βλ. στο Freinkel, ibid., pp. 209-215.
98
William Shakespeare, Τα αριστουργήματα, τόμος 1, μτφρ. Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, Αθήνα 2016, σ.
92.
99
Στο ίδιο, σ. 146.
33
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
την ισόθεη λογική για να σαπίζουν μέσα μας αχρηστεμένες.»100 Άραγε, όμως,
«Εκείνος» επικροτεί το εκδικητικό μένος;
Εντούτοις, η παράσταση που στήνει ο Άμλετ παίζει τον ρόλο της στην αποκάλυψη της
αλήθειας. Αν, όμως, η αλήθεια δεν υφίσταται ως εξωθεατρικό δεδομένο (όπως είναι,
δηλαδή, για την παράσταση του Άμλετ το πραγματικό γεγονός της δολοφονίας του
πατέρα του), τότε ποιος είναι ο σκοπός της ‘παράστασης’ του βίου εν γένει; Ο
Κίρκεγκωρ παρατηρεί ότι αν οι δισταγμοί του Άμλετ δεν έχουν θρησκευτικό
περιεχόμενο, το έργο καταντά κωμωδία.101 Από αυτή την άποψη, ο Μπλουμ, που
διατείνεται ότι «το μόνο που έχει σημασία στο έργο είναι η αέναα διευρυνόμενη
περιφέρεια της συνείδησης του Άμλετ»,102 μάλλον τείνει να το θεωρεί κωμικό. Όταν ο
ψυχορραγών Άμλετ στο τέλος του έργου ξορκίζει τον πιστό του υπηρέτη και φίλο
Οράτιο να αποκαταστήσει το «σακατεμένο όνομά» του, μην αφήνοντας «στο σκοτάδι
όσα δεν ξέρει ο κόσμος»,103 υποδηλώνει πιθανόν την ανησυχία του πρωταγωνιστή
ενώπιον του ενδεχομένου να συνδεθεί η μνήμη του με μια κοινότοπη ιστορία
εκδίκησης.104 Ίσως, λοιπόν, η πίστη του Άμλετ σε «Εκείνον» και σε όσα ως
‘καρδιογνώστης’ γνωρίζει για τις πραγματικές προθέσεις του δεν επαρκεί, μολονότι
είναι ο «τρόμος για κάτι αόριστο που έρχεται με τον θάνατο» που, όπως ισχυρίζεται
στον περίφημο μονόλογο της τρίτης πράξης, συγκρατεί τον μελαγχολικό Δανό
πρίγκιπα να μην αυτοκτονήσει.105 Οι χριστιανικές αποτρεπτικές διατυπώσεις έναντι της
αυτοκτονίας και της εκδίκησης, όπως, φυσικά, και η αγωνιώδης αναζήτηση μιας
βιοτικής προϋπόθεσης πέρα από τον «άρτο» (βλ. Κατά Ματθαίον Δ΄, 4-5), είναι
συνθήκες που παραμένουν σημαντικές για τον Άμλετ, όμως φαίνεται ότι η βαθιά
αίσθηση της ανεξάλειπτης φαυλότητας της θέλησής του, σε οποιαδήποτε εκδήλωσή
της, τον καθηλώνει σε ένα είδος ναρκισσιστικής ομφαλοσκόπησης («να ζει κανείς ή να
μη ζει;»106). Στην πράξη, ο κόσμος αποτελεί την προοπτική των ενεργειών του
σαιξπηρικού ήρωα, κι ας διαβλέπει ότι αυτό είναι εντελώς παράλογο. Κάπως έτσι,
100
Στο ίδιο.
101
Βλ. στο Ντενί ντε Ρουζμόν, Οι μύθοι του έρωτα, Αρμός, Αθήνα 2003, σσ. 112-113.
102
Harold Bloom, Πώς και γιατί διαβάζουμε, τυπωθήτω, Αθήνα 2004, σ. 261.
103
Shakespeare, Τα αριστουργήματα, ό.π., σ. 199.
104
Βλ. στο Marilynne Robinson, The giveness of things, London, Virago, 2015, pp. 43-45.
105
Shakespeare, Τα αριστουργήματα, ό.π., σ. 98.
106
Στο ίδιο, σ. 97.
34
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
3. H νεωτερικότητα
3.1 Η συγκρότηση ενός νέου κόσμου
Από τον 16ο αι., η έριδα μεταξύ προτεσταντών και ρωμαιοκαθολικών υποδαυλίζει
εντάσεις στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κρατών αλλά και διακρατικές συρράξεις, με
αποκορύφωμα τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648).107 Για την αντιμετώπιση της
περιρρέουσας βίας, οι επί μέρους ευρωπαϊκές κρατικές αρχές του 17ου αι. τείνουν να
ομογενοποιήσουν τις πειθαρχικές τους απαιτήσεις από το σύνολο του πληθυσμού.108
Άλλωστε, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, από την εποχή της Αναγέννησης ο όρος
‘κλασικός’ χρησιμοποιείται με μάλλον χαλαρό τρόπο, κυρίως ως ευφημισμός. Στην
προκειμένη περίπτωση, κάποια συνάφεια με την κλασική αρχαιότητα εντοπίζεται στην
ανάπτυξη σε όλη τη Δυτική Ευρώπη κατά τον 17ο αι. ενός νέο-στωικιστικού ρεύματος
άρνησης του θρησκευτικού, κατά βάση, αλλά και κάθε είδους φατριαστικού
107
Βλ. στο Wiesner-Hanks, ό.π., σσ. 333-334.
108
Βλ. στο Taylor, Μια κοσμική εποχή, ό.π., σσ. 164-165.
109
Βλ. στο Norbert Elias, Η εξέλιξη του Πολιτισμού, τόμος Α΄, Νεφέλη, Αθήνα 1997, σσ. 127-135.
35
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
φανατισμού στον δημόσιο βίο. Ωστόσο, τον 17ο αι. αναδεικνύεται στην Ευρώπη μια
νοοτροπία που καθορίζεται από την έμφαση στην πεποίθηση ότι ο άνθρωπος έχει τη
δυνατότητα να επιβληθεί τόσο στον περιβάλλοντα κόσμο όσο και στον ίδιο του τον
εαυτό, αναδιαμορφώνοντάς τους κατά βούληση. Σύμφωνα με την οντολογία που
σκιαγραφείται στο έργο του κορυφαίου στοχαστή της εποχής Ντεκάρτ (1596-1650), ο
άνθρωπος συντίθεται από δύο, σαφώς διακεκριμένες μεταξύ τους αρχές: την ύλη και
τον νου. Ο άνθρωπος ταυτίζεται ουσιαστικά με το δεύτερο συνθετικό.110 Στην καθαρή,
απαλλαγμένη από ψευδαισθήσεις μορφή του, ο νους οφείλει να ελέγχει την υλική ‒ή
και την ψυχική στην περίπτωση του εαυτού‒ υπόσταση του κόσμου, αναγνωρίζοντας
την κατ’ ουσία μηχανική και επομένως υποτελή σε αυτόν φύση της.111
Η αποστέρηση του αισθητού κόσμου από κάθε μεταφυσικό νόημα και η συναφής
προσέγγισή του με μηχανιστικούς όρους συνιστούν βασικά γνωρίσματα της
νεωτερικής κοσμοθεωρίας, που σε σημαντικό βαθμό σχετίζονται με τις νομιναλιστικές
θέσεις του Ύστερου Μεσαίωνα, τις οποίες εγκολπώνονται στην πράξη και στοχαστές
του 17ου αι. με πιο εμπειρικούς γνωσιοθεωρητικούς προσανατολισμούς από τον
Ντεκάρτ.112 Σε κάθε περίπτωση, μέσω της ανθρωπολογικής θεώρησης του Ντεκάρτ
είναι ευχερέστερο να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται στη
Γαλλία του 17ου αι. το πρότυπο του ‘έντιμου ανθρώπου’ (‘honnete homme’), ως
κατεξοχήν φορέα της κόσμιας, πολιτισμένης συμπεριφοράς.113
110
Βλ. στο Nigel Warburton, Φιλοσοφία: Τα κλασικά κείμενα, Αρσενίδης, Αθήνα 2015, σ. 90.
111
Βλ. στο Taylor, Μια κοσμική εποχή, ό.π., σσ. 177-182, 202-206.
112
Βλ. στο ίδιο, σ. 155.
113
Βλ. στο Άννα Ταμπάκη, Μαρία Σπυριδοπούλου & Αλεξία Αλτουβά, Ιστορία και δραματολογία του
ευρωπαϊκού θεάτρου, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Συγγραμμάτων, Αθήνα 2015, σσ. 165-166.
Διατίθεται στην ιστοσελίδα: Δράση Κάλλιπος - Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα
(kallipos.gr).
114
Βλ. στο Lyons, ibid., pp. 34-36.
36
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
ακαμψία του χαρακτήρα του Αλσέστ μπορεί να δίνει αφορμές για κάποια ‒ελάχιστα‒
κάπως ευτράπελα περιστατικά, αλλά γενικά ο Μολιέρος δεν προτίθεται μάλλον να
διακωμωδήσει πραγματικά τον πρωταγωνιστή του. Μια εξήγηση είναι ίσως η
δυσφορία του Μολιέρου για τον αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας,
όπως καθορίζεται από τις νόρμες του ‘κλασικιστικού’ θεάτρου, οι οποίες στη Γαλλία
του 17ου αι. υποτίθεται ότι αναβιώνουν την παράδοση του αρχαίου θεάτρου (με τον
Μολιέρο να είναι τυπικά ταγμένος στην κωμωδία).115
Παρόλα αυτά, ο διφορούμενος τρόπος που παρουσιάζεται ο Αλσέστ στο υπό εξέταση
έργο του Μολιέρου δεν συμβιβάζεται με την ολοκληρωτική απόρριψη του ηρωισμού.
Φαίνεται ότι ο Μολιέρος αφουγκράζεται και εντέλει μεταφέρει στη σκηνή μια
υποδόρια διχοστασία στη σύγχρονή του κοινωνία. Ισχύει ότι ο ηρωισμός συχνά
λαμβάνει στενοκέφαλες, ακόμα και βίαιες διαστάσεις, αλλά τι γίνεται με την
ψυχρότητα, τον κενό πνευματικού και συναισθηματικού περιεχομένου κοινωνικό
φορμαλισμό και την υποκρισία όπου δεν είναι διόλου απίθανο να οδηγήσουν οι
επιταγές της κοσμιότητας; Η αυτονόμηση του ήθους της κοσμιότητας από τις
χριστιανικές καταβολές του,117 στο πλαίσιο ενός κρατικού προγράμματος ομοιόμορφης
115
Για το κλασικιστικό θέατρο, βλ. στο Ταμπάκη κ.α., ό.π., σσ. 162-165.
116
Βλ. στο Lyons, ibid., pp. 38-42.
117
Βλ. υποσ. 113.
37
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Όπως και ο Σαίξπηρ, ο οποίος κατά τα φαινόμενα γνωρίζει το έργο του Μονταίνιου,120
ο Μολιέρος δεν φαίνεται να πείθεται πλήρως από τη ‘σκεπτικιστική’, σολιψιστική
φλυαρία του Γάλλου ευγενούς του 16ου αι. Αντίθετα από ό,τι πρεσβεύει ο Μονταίνιος,
η συμπεριφορά του Αλσέστ προϋποθέτει έναν εξωτερικό κώδικα ηθικής, στον οποίο ο
πρωταγωνιστής του Μολιέρου θεωρεί ότι ο πραγματικά έντιμος άνθρωπος οφείλει να
αφοσιώνεται άκαμπτα. Επιπλέον, η άρνηση των γύρω του ανθρώπων ‒ιδίως της
Σελιμέν, με την οποία είναι ερωτευμένος‒ να ακολουθήσουν παρόμοια με αυτόν στάση
118
Βλ. στο Warburton, ό.π., σσ. 77-79.
119
Νλ. Στο Taylor, Πηγές, ό.π., σ. 297.
120
Βλ. στο Fred Parker, “Shakespeare's Argument with Montaigne”, The Cambridge Quarterly, Volume
XXVIII, Issue 1, 1999, pp. 1–18. Διατίθεται στην ιστοσελίδα:
https://doi.org/10.1093/camqtly/XXVIII.1.1.
38
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
στρέφει τον Αλσέστ στην επιζήτηση της απομόνωσης (κάτι που ο Μονταίνιος
προειδοποιεί ότι οδηγεί στην παραφροσύνη)121.122
121
Βλ. στο Harold Bloom, The Western Canon, New York/San Diego/ London, Harcourt Brace &
Company, 1994, pp. 167-168.
122
Για την υπόθεση του Μισάνθρωπου, βλ. στο Ταμπάκη κ.α., ό.π., σσ. 237-242.
123
Β. στο Mary Efrosini Gregory, Free will in Montaigne, Pascal, Diderot, Rousseau, Voltaire and
Sartre, New York, Peter Lang, 2012, pp. 37-43.
39
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Ο Βολταίρος είναι ένας από τους Εγκυκλοπαιδιστές. Ο όρος αφορά όσους συμμετέχουν
στη σύνταξη της Εγκυκλοπαίδειας, ενός συγγράμματος που δημιουργείται με την
πρόθεση να περιλάβει όλη τη διατιθέμενη κατά την εποχή εκείνη ανθρώπινη γνώση·
ουσιαστικά, πρόκειται για την απόδοση στα ελληνικά του όρου ‘philosophes’, ο οποίος
αναφέρεται στους κατεξοχήν εκφραστές του γαλλικού ‒κατά βάση‒ πνευματικού
κινήματος του 18ου αι. που είναι γνωστό ως Διαφωτισμός. Ο Βολταίρος, λοιπόν, στο
‘φιλοσοφικό παραμύθι’ (‘contephilosophique’) Καντίντ, σατιρίζει ανελέητα τη
φιλοσοφική υπόθεση του Λάιμπνιτς ότι ο παρών κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός
που θα μπορούσε να δημιουργήσει ένας προϋποτιθέμενα αγαθός Θεός.125 Αν ισχύει
αυτό, αναρωτιέται ο Βολταίρος, πώς μπορούν να εξηγηθούν οι διάφορες συμφορές από
τις οποίες ταλανίζεται κατά καιρούς η ανθρωπότητα και ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά;
124
Βλ. στο Peter Harrison, Η Πτώση και η ανάδυση της επιστήμης, Ροπή, Θεσσαλονίκη 2016, σσ. 307-
310.
125
Βλ. στο Lyons, ibid., pp. 50-51.
40
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
συνιστά τον απαραίτητο όρο για την υπέρβαση κάθε είδους παγιωμένης, συμβατικής
κατανόησης των ανθρώπινων πραγμάτων. Όμως, αφού όλα είναι ρυθμισμένα με αυτόν
τον τρόπο, η ελευθερία μπορεί να επιζητείται εμφατικά αναφορικά με οποιαδήποτε
ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά δεν γίνεται να συνιστά στην πραγματικότητα φυσικό
προσδιορισμό της ανθρώπινης θέλησης. Δηλαδή, κατά τον Βολταίρο (όπως και κατά
τον Μονταίνιο), κάθε επί μέρους ανθρώπινη επιλογή και πράξη ετεροκαθορίζονται
αναγκαστικά από λιγότερο ή περισσότερο εμφανείς εξωτερικούς παράγοντες.126
Ωστόσο, στην πράξη, η ανθρώπινη ατομικότητα, που, σύμφωνα με τον Βολταίρο, κάθε
κράτος στην «εποχή του Λόγου» ‒σε αυτό το σημαντικό στάδιο στην πορεία
‘Διαφωτισμού’ της ανθρωπότητας‒127 οφείλει να σέβεται, αποδεικνύεται αρκετά
περιπλοκότερη συνθήκη σε σχέση με ό,τι υπονοείται από τις βασικές βολταιρικές
πεποιθήσεις. Ο Ρουσσώ (1712-1778), για παράδειγμα, πρεσβεύει μια εντελώς
διαφορετική κατανόηση του πολιτισμού. Ο Ρουσσώ είναι ένα δύστροπο μέλος των
Εγκυκλοπαιδιστών, καθώς αρνείται την πίστη των υπόλοιπων ‘συναδέλφων’ του στην
κοινωνικά ευεργετική δυναμική της ανθρώπινης προόδου.128 Ο Ελβετός φιλόσοφος
παρατηρεί κάτι κενό νοήματος, μια στείρα επιτήδευση, στους ‘πολιτισμένους’ τρόπους
της σύγχρονής του εποχής. Αυτό που λείπει όμως δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί
από μια ακόμα εξωτερική συνθήκη, τουλάχιστον όχι αν αυτή δεν αποτελεί απόρροια
της ανόθευτης, πραγματικά ελεύθερης βούλησης όλων των συμμετεχόντων σε μια
κοινωνία προσώπων. Στη ρουσσωική σκέψη προβλέπεται o συντονισμός των επί
μέρους ελεύθερα εκφρασμένων βουλήσεων σε μία ‘γενική βούληση’, την ιδεώδη
έκφραση της ‒κατά Ρουσσώ‒ αυθεντικής ανθρώπινης κοινωνίας (ένας φαντασιώδης,
κοσμικός αντικατοπτρισμός του παραδείσου).129
Ένα ακόμα σημαντικότερο πρόβλημα, σύμφωνα με τον Ρουσσώ, είναι το γεγονός ότι
ο πολιτισμός διαφθείρει. Αν ο άνθρωπος θέλει να απαλλαγεί από την εκμαυλιστική
επίδραση του πολιτισμού, θα πρέπει να στραφεί στον εαυτό του. Ο Ρουσσώ τονίζει την
126
Βλ. στο Nicholas Cronk (edit.), The Cambridge companion to Voltaire, Cambridge, Cambridge
University Press, 2009, pp. 57-59.
127
Βλ. στο John Robertson, The Enlightenment: A very short introduction, Oxford, Oxford University
Press, 2015, p. 41.
128
Βλ. στο Kay et. Al., ibid., p. 176.
129
Βλ. στο Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Πολιτικοί στοχαστές των νεότερων χρόνων, Πορεία, Αθήνα
2007, σσ. 113-116.
41
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
130
Βλ. στο Kay et. Al., ibid., pp. 180-181.
131
Βλ. στο Martin Travers, Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005, σ.
53.
132
Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις, μτφρ. Α. Παπαθανασοπούλου, Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997, σ. 7
42
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Ο Θεός του Αυγουστίνου μόνο ως μια μάλλον προαιρετική υπερβατική εκδοχή της
πολυπόθητης αυτοδικαίωσής του θα μπορούσε να εννοηθεί από τον Ρουσσώ.133
H ορθή χρήση του λόγου, σύμφωνα με τον Καντ, διασφαλίζεται μέσω της αυτοκριτικής
λειτουργίας του νου, κατά την οποία ο ίδιος, χρησιμοποιώντας τα λογικά μέσα που
διαθέτει, εποπτεύει και οριοθετεί τη γνωστική εμβέλειά του. Αυτή έγκειται σε όσα ο
νους μπορεί να συλλάβει εμπειρικά από τον αισθητό κόσμο, με βάση όμως τους
ενδιάθετους, ‘a priori’, όρους που θέτει στα φαινόμενα. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι
μια αλληλουχία συμβάντων κατανοείται ως αλυσίδα αιτίων και αποτελεσμάτων δεν
προκύπτει άμεσα από τα πράγματα καθαυτά (στην άμεση γνώση των οποίων, κατά τον
Καντ, ο άνθρωπος δεν έχει πρόσβαση), αλλά από την εγγενή προδιάθεση του
ανθρώπινου νου να αντιληφθεί τα συναφή παρατηρούμενα φαινόμενα με αιτιοκρατικό
τρόπο. Γενικά, ο Καντ αποφαίνεται ότι ο άνθρωπος παραλογίζεται όταν πιστεύει ότι
133
Βλ. στο Kay et. Al., ibid., pp. 177-178.
134
Βλ. στο Robert Wokler, Rousseau: A very short introduction, Oxford, Oxford University Press, 2001,
pp. 21-22.
135
Βλ. στο Robertson, ibid., p. 7.
43
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Αυτή η πρωταρχική προσέγγιση της έννοιας του Θεού από τον Καντ συμπληρώνεται
από την αίσθηση του θάμβους που, σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, ο άνθρωπος
βιώνει ενώπιον της φύσης. Όποια φυσική εικόνα αντιλαμβανόμαστε ως όμορφη
λειτουργεί, κατά τον Καντ, ως υπόμνηση ενός εύτακτου κοσμολογικού σκοπού. Από
την άλλη, οι φυσικές εικόνες που διεγείρουν μέσα μας την αίσθηση του δέους (ως
εκφράσεις του λεγόμενου ‘Υψηλού’) εκλαμβάνονται ως ενδείξεις μιας απρόσιτης
αρχής, που υπερβαίνει κατά πολύ τα ανθρώπινα μέτρα. Εδώ αναδεικνύεται, κατά τον
Καντ, η χρησιμότητα της λογοτεχνίας, η οποία λειτουργεί ως δίαυλος επικοινωνίας του
ανθρώπινου πνεύματος με το ‒εικαζόμενο ξανά‒ υπερβατικό βασίλειο, που κείται πέρα
από την επικράτεια του εμπειρικά αισθητού και συνεπώς ορθολογικά νοητού,
αξιοποιώντας συχνά προς τούτο τα αισθητικά ερεθίσματα που αντλούνται από τη
φύση.139
136
Βλ. στο Kenny (ed.), ό.π., σσ. 240-243.
137
Βλ. στο Roger Scruton, Kant: A very short introduction, Oxford, Oxford University Press, 2001, pp.
79-82.
138
Βλ. στο Κώστας Ανδρουλιδάκης, «Ο Καντ σε αναζήτηση του Θεού», στο Σταύρος Ζουμπουλάκης
(επιμ.), Ο Θεός της Βίβλου και ο Θεός των φιλοσόφων, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2012, σσ. 369-380.
139
Βλ. στο Scruton, ibid., pp. 107-111.
44
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
αφενός, η φιλοσοφία του Εγώ και της ελευθερίας του και, αφετέρου, η φιλοσοφία του
φυσικού κόσμου. Ωστόσο, οι δύο παραπάνω φιλοσοφίες απορρέουν εξίσου από το
υπερβατολογικό ‒όχι ακριβώς ατομικό‒ υποκείμενο (η πρώτη ως η συνειδητή του
διάσταση, ενώ η δεύτερη ως η ασυνείδητη), κατατείνοντας έτσι αναγκαστικά στην
τελική ένωσή τους. Ομοιώματα της εν λόγω ένωσης μπορούν να παραχθούν μέσα από
τους μη-εννοιολογικούς μηχανισμούς της τέχνης. Η τελική εκπλήρωση του
υπερβατολογικού υποκειμένου ταυτίζεται, κατά τον Σέλινγκ, με το καθολικό Πνεύμα
(‘Geist’), το οποίο εκφράζεται ως αυτάρκης, καθαρή Βούληση. Την ελεύθερη βούληση
του εκπληρωμένου υποκειμένου εξυμνεί με ευγλωττία και ο Σίλερ (1759-1805), για
τον οποίο υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που
έχουν αξία ως μέσα για την εκπλήρωση κάποιου σκοπού και όσων έχουν αξία
καθαυτές. Ο τελευταίος τύπος δραστηριοτήτων, ο οποίος, κατά τον Σίλερ, είναι και
αυτός που αρμόζει στο πραγματικά ελεύθερο υποκείμενο, χαρακτηρίζεται μάλλον από
τη διάθεση που αναπτύσσει ο άνθρωπος όταν… παίζει!140 Η ανώτερη έκφραση αυτής
της μορφής ευφορίας προκύπτει μέσα από την τέχνη, αφού οι καλλιτέχνες θεωρούνται
από τον Σίλερ προνομιακοί εκφραστές της ομορφιάς, δηλαδή, της υπερ-φυσικής
ιδιότητας δια της οποίας τα απανταχού διιστάμενα μέρη εναρμονίζονται. Συνεπώς, από
τη σκοπιά του Σίλερ, ο καλλιτέχνης αναγορεύεται σε δυνητικό απελευθερωτή της
ανθρωπότητας από τις φθαρτικές έγνοιες μιας στεγνά χρησιμοθηρικής ζωής· ο
μυσταγωγός που μπορεί να εισάγει την ανθρωπότητα στα ανέμελα μυστήρια της
ολοκληρωμένης υποκειμενικότητας, η οποία μόνο ως τέτοια μπορεί να βιώνει
αυθεντικά την ομορφιά στον κόσμο.141
140
Βλ. στο Kenny (ed.), ό.π., σσ. 273-276.
141
Βλ. στο Nicholas Boyle, German literature: A very short introduction, Oxford, Oxford University
Press, 2008, p. 61.
142
Βλ. στο Nicholas Saul (ed.), Philosophy and german literature, 1700-1990, Cambridge, Cambridge
University Press, 2002, pp. 44-45.
45
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
σημασία των τοπικών παραδόσεων για την ανάπτυξη του ανθρώπινου πνεύματος
(δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αξία των επί μέρους ‘λαϊκών’ γλωσσικών μορφών),
προτάσσει τη διαίσθηση έναντι της λογικής όσον αφορά την ολοκληρωμένη αποτίμηση
της ανθρώπινης συνθήκης, απορρίπτει το δόγμα της γραμμικής πολιτισμικής προόδου
και, σε σημαίνουσα αντιδιαστολή με την πνευματική απίσχναση που διακρίνει στις
αστικές ευρωπαϊκές κοινωνίες της εποχής του, διατρανώνει ότι πλέον «ο καλλιτέχνης
έχει γίνει ένας δημιουργός Θεός»143!144
Ο Γκαίτε (1749-1832), απηχώντας τις απόψεις του Χέρντερ, ανακηρύσσει τον Σαίξπηρ
σε κορυφαίο εκφραστή της σύγχρονης υποκειμενικής αμφιβολίας, έναντι της αφελούς
κλασικιστικής παραπομπής στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα.145 Ωστόσο, συχνά ο
Σαίξπηρ του Γκαίτε δεν φαίνεται να είναι ακριβώς ο εαυτός του… Για παράδειγμα, η
ερμηνεία που δίνει ο Γκαίτε στον χαρακτήρα του Άμλετ σχετίζει μάλλον άστοχα τον
σαιξπηρικό ήρωα με τον Βέρθερο ‒ τον υπερευαίσθητο, ερωτοχτυπημένο και τελικά
αυτόχειρα πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος του Γκαίτε Τα πάθη του νεαρού
Βέρθερου.146 Η ιδανική αγωγή του ανθρώπου κατά τον Γκαίτε αναδεικνύεται μέσα από
το δίτομο μυθιστόρημά του Βίλχελμ Μάιστερ (απ’ όπου αντλείται και η ανάλυση του
χαρακτήρα του Άμλετ), στο οποίο ο ομώνυμος ήρωας μαθαίνει να οριοθετεί την
ελευθερία του με τη σταδιακή εσωτερική αφομοίωση των εύλογων περιορισμών της
αντικειμενικής πραγματικότητας.147
Ωστόσο, είναι στον Φάουστ που, κατά την άποψή μας, αποτυπώνεται εναργέστερα ‒
μολονότι μάλλον ακούσια‒ η βαθιά πνευματική σύγχυση που χαρακτηρίζει τη
‘φωτισμένη’ εποχή του Γκαίτε. Ο Φάουστ έχει σπουδάσει «φιλοσοφία/ Και νομική και
ιατρική/ Και δυστυχώς και θεολογία […], δόκτωρ προσέτι».148 ΄Όμως, παρόλα τα
ακαδημαϊκά διαπιστευτήριά του, αισθάνεται «σοφός όσο προηγουμένως». 149 Έτσι, ο
Φάουστ έχει πλέον παραδοθεί στη «Μαγεία». Ο Μεφιστοφελής (δηλαδή, ο Διάβολος)
143
Παρατίθεται στο Taylor, Πηγές, ό.π., σ. 612.
144
Βλ. στο Saul (ed.), ibid., pp. 46-48.
145
Bλ. στο Saul (ed.), ibid., pp. 48-52.
146
Βλ. στο Auerbach, ibid., pp. 329-330.
147
Bλ. στο Travers, ό.π., σσ. 66, 160
148
Γιόχαν Βολφγκάνγκ φον Γκαίτε, Φάουστ, μτφρ. Κυριάκος Γ. Σαμέλης, Διώνη Ποίηση, Αθήνα 2014,
σ. 24.
149
Στο ίδιο.
46
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
επιχειρεί να επωφεληθεί από την ακηδία του Φάουστ και εμφανίζεται μπροστά του
προσφέροντάς του τις υπηρεσίες του. Με τα πολλά, ο Μεφιστοφελής πείθει τον
Φάουστ να συνάψει με το αίμα του ένα συμβόλαιο, όπου υπόσχεται ότι θα τού
παραδώσει την ψυχή του αν υπάρξει κάποια περίσταση στη ζωή του που θα πει «στη
στιγμή που θα περνά:/ Μη φεύγεις μείνε· είσαι τόσο ωραία!»150 Από ’κει και πέρα, οι
δυο τους επιδίδονται σε διάφορες ‘αταξίες’, ενόσω, κατά την αναζήτηση της εν λόγω
ευδαιμονικής στιγμής, μεταφέρονται ελεύθερα στον χώρο και στον χρόνο με τη
δαιμονική δύναμη του ‒εξαιρετικά εξυπηρετικού‒ Μεφιστοφελή.151 Εντέλει, ο γέρος
πλέον Φάουστ καταλήγει να διαφεντεύει μια ολόκληρη περιοχή. Η εντολή εκτέλεσης
ενός έργου αποξήρανσης κάποιου έλους οδηγεί τον Φάουστ σε έναν ημιπαρανοϊκό
ύμνο στην απελευθερωτική διάσταση της συλλογικής αναπτυξιακής προσπάθειας,
οπότε πάνω στην έξαρση του πανανθρώπινου αισθήματος που τον κατακλύζει
αναφωνεί: «Κερδίζει την ελευθερία του, όπως και τη ζωή,/ αυτός που πρέπει κάθε μέρα
να την κατακτά.»152 Αφού, τέλος, μονολογήσει ότι «την πιο ανώτερη τώρα στιγμή
απολαμβάνω»,153 πέφτει νεκρός.
Η αφήγηση γίνεται ακόμα πιο αλλόκοτη στην τελευταία υποενότητα του έργου, όπου
ο Φάουστ, παρόλα τα κάθε άλλο παρά όσια πεπραγμένα του, αλλά και παρά την
απουσία οποιασδήποτε διάθεσης μεταμέλειας εκ μέρους του γι’ αυτά, σώζεται από τα
νύχια του ανήμπορου Μεφιστοφελή και των δαιμόνων του μετά από παρέμβαση των
επουράνιων δυνάμεων. Όλα για τον Φάουστ λοιπόν! Πολλά μπορούν να ειπωθούν όσον
αφορά το τι επιδιώκει να εκφράσει ο Γκαίτε με τον Φάουστ.154 Σε εμάς πάντως φαίνεται
ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εξεζητημένη, αναπάντεχα, ίσως, παρωδιακή ωδή
στο κακομαθημένο μάλλον παρά ‘αυτόβουλο’ μετα-‘διαφωτισμένο’ υποκείμενο.
150
Στο ίδιο, σ. 64.
151
Για μια κατατοπιστικότατη περίληψη της υπόθεσης, βλ. στο ίδιο, σσ. 421-433.
152
Στο ίδιο, σ. 385.
153
Στο ίδιο.
154
Ενδεικτικά, βλ. στο Bloom, ibid., pp. 203-235.
47
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
155
Βλ. στο Saul (ed.), ibid., pp. 69-71.
156
Παρατίθεται στο Travers, ό.π., σ. 62.
157
Bloom, ό.π., σ. 181.
158
Βλ. στο Taylor, Μια κοσμική εποχή, ό.π., σ. 539.
48
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
O Χέγκελ (1770-1831), πάντως, δεν πείθεται από τη ρομαντική υποτίμηση της λογικής.
Για τον Χέγκελ, η σκοτεινή εποπτεία της διαίσθησης μοιάζει με τη νύχτα στην οποία
όλες οι αγελάδες φαίνονται μαύρες. Ο Χέγκελ εντοπίζει τη ρίζα της ρομαντικής
παρανόησης της ανθρώπινης κατάστασης στον Καντ. Όταν ο Καντ ισχυρίζεται ότι δεν
μπορούμε να γνωρίσουμε το πράγμα καθαυτό, αντιφάσκει, αφού κάνει μια δήλωση
περί του πράγματος καθαυτού (έστω αρνητική). Το πρόβλημα είναι, για τον Χέγκελ,
ότι έτσι ο Καντ φαίνεται να δικαιώνει την ακινητοποίηση του ανθρώπινου πνεύματος.
Όμως, η συνείδηση του υποκειμένου τού υποβάλλει την ιδέα ότι μια άποψή του
παραμένει ανολοκλήρωτη, όταν δεν μετατίθεται από την κατάσταση της
ανεξακρίβωτης αυτάρκειάς της (όπου υφίσταται καθαυτή-‘an sich’) στο εξωτερικό
πεδίο, για να αντιμετωπίσει ό,τι διαφοροποιείται από αυτή. Η οποιαδήποτε ξένη,
αντίθετη/αντι-κείμενη θέση εκλαμβάνεται από το υποκείμενο ως δι’ εαυτή (μια έμμεση
για το υποκείμενο ‒υφιστάμενη για τον εαυτό της, ‘für sich’‒ απεικόνιση της
πραγματικότητας). Το υποκείμενο έτσι αντιλαμβάνεται μέσω της κοινωνικής
συναναστροφής ότι και οι δικές του θέσεις αντιμετωπίζονται αντίστοιχα ως δι’ εαυτές
από τα άλλα υποκείμενα. Ο Χέγκελ προβλέπει μια αλληλουχία συνθέσεων καθαυτών
και δι’ εαυτών θέσεων (θέσεων-αντιθέσεων) μέχρι την ιστορική πραγμάτωση σε
ατομικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο της Απόλυτης Ιδέας. Σε αυτή τη δαιδαλώδη ‒και,
ας παρατηρήσουμε, απαράλλακτα μυστικιστική‒ διαλεκτική διαδρομή, η τέχνη
αποτελεί ένα μέσο παραγωγής ατελών αισθητικών προεικονίσεων της Απόλυτης Ιδέας·
τίποτα παραπάνω. Στον βαθμό δε που ο ρομαντισμός προάγει τον λογικά
ανεπεξέργαστο και επομένως αυθαίρετο εγωκεντρισμό, είναι, σύμφωνα με τον Χέγκελ,
καταδικαστέος.159
Για τον Μαρξ (1818-1883), ωστόσο, αν θέλει κανείς να κατανοήσει την εξέλιξη των
κοινωνιών, πρέπει να λάβει υπόψη του τις υλικές-οικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες
διατελούν, και όχι τον παραπλανητικό ιδεαλιστικό τρόπο με τον οποίο δικαιολογούνται
στο πλαίσιο τους οι κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των μελών τους. Η βασική διαλεκτική
159
Βλ. στο Saul (ed.), ibid., pp. 92-95.
49
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Γενικά, κατά τον 19ο αι., οι πάσης φύσεως εξελικτικές θεωρίες γίνονται του συρμού.
Ένας αποκλειστικά κοσμικός σκοπός υπόκειται των ιστορικών εξελίξεων, και το
καθήκον της φιλοσοφίας είναι να τον εξιχνιάσει. Η δαρβίνεια θεωρία της εξέλιξης των
ειδών χρησιμεύει ως επιστημονικοφανές θεωρητικό υπόβαθρο για την εν λόγω
νοοτροπία. Πέρα, όμως, από την εξελικτική προοπτική, με τη θεωρία του Δαρβίνου
τονίζεται έντονα και η ιδέα ότι ο άνθρωπος δεν είναι κάτι παραπάνω από άλλο ένα
είδος ζώου. Υπό αυτό το πρίσμα, οι διάφορες πολιτισμικές επιτηδεύσεις είναι δυνατόν
να ιδωθούν ως απατηλά προκαλύμματα που απλώς αποκρύπτουν τις επιταγές του
ακραιφνώς ζωικού ενστίκτου για τον άνθρωπο. Η φιλοσοφία του Νίτσε (1844-1900)
μπορεί να θεωρηθεί ως ένας επίμονος, παραληρηματικός στοχασμός πάνω σε αυτή τη
γραμμή.161
160
Βλ. στο Kenny (ed.), ό.π., σσ. 289-292.
161
Βλ. στο Saul (ed.), ibid., pp. 159-160.
162
Βλ. στο Kenny (ed.), ό.π., σσ. 294-297.
163
Βλ. στο ίδιο, σ. 295.
50
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
164
Βλ. στο ίδιο, σσ. 300-303.
165
Charles Baudelaire, Τα άνθη του κακού, μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg, Αθήνα 2018, σ. 241.
51
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
τραύμα/ που της αιωνιότητας το βούβος έχει πάρει.»166 Η αέναη παροδικότητα των
πραγμάτων, που τονίζεται τόσο έντονα από τη πολυάσχολη σύγχρονη
βιομηχανοποιημένη ζωή, φαίνεται να καταλύει οποιεσδήποτε αποβλέψεις σε σταθερές
οντολογικές σφαίρες, σε κάποιο δήθεν έμπλεο νοήματος επέκεινα. Αν υπάρχει κάτι
ιδανικό και αιώνιο σε αυτή τη ζωή, πρέπει, κατά τον Μπωντλαίρ, να αναζητηθεί στη
συνεχώς παρερχόμενη στιγμή.167
166
Στο ίδιο, σ. 319.
167
Βλ. στο Goulimari, ibid., p. 110.
168
Δες το ποίημα «Οπουδήποτε έξω από τον κόσμο» στην υπό εξέταση ποιητική συλλογή.
169
Βλ. στο ποίημα «Η σούπα και τα σύννεφα», στο Κάρολος Μπωντλαίρ, Η μελαγχολία του Παρισιού,
μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου, Bibliotheque, Αθήνα 2019, σ. 109.
170
Βλ. στο David Weir, Decadence: A very short introduction, Oxford, Oxford University Press, 2018,
pp. 4-6.
171
Μπωντλαίρ, ό.π., σ. 111.
52
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
172
Βλ. στο Travers, ό.π., σσ. 123-132.
173
Βλ. στο Albert S. Lindemann, Ιστορία της νεότερης Ευρώπης, Κριτική, Αθήνα 2014, σσ. 209-210.
174
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Αδερφοί Καραμάζοφ, τόμος 4, μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου, Γκοβόστης, Αθήνα
1990, σ. 59.
175
Βλ. στο Travers, ό.π., σσ. 144-148.
53
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
176
Βλ. στο ίδιο, σσ. 43-48.
177
Βλ. στο Charles R. Embry & Glenn Hughes (eds.), The Eric Voegelin reader, Columbia, University
of Missouri Press, 2017, pp. 237-240.
54
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Στον χώρο της λογοτεχνίας γίνονται απόπειρες να προταχθεί ένας ιδιαίτερος τρόπος
υπέρβασης του διαφαινόμενου ακραίου κοινωνικοπολιτικού και ψυχολογικού
κατακερματισμού της εποχής. Οι μοντερνιστές ποιητές αξιοποιούν την εικονιστική
γραφή του Πάουντ, στην οποία αποσκοπείται ένα είδος μυστικιστικής υπέρβασης της
χωροχρονικής πραγματικότητας μέσω της σύνθεσης ποιητικών στιγμιότυπων της. Ο
Έλιοτ (1888-1965), για παράδειγμα, βασίζει την ποιητική του δημιουργία στις
αντισυμβατικές συμβάσεις του μοντερνιστικού κινήματος (κατάργηση του ενιαίου
ποιητικού υποκειμένου μέσω της οικειοποίησης πολλών ποιητικών προσωπείων,
χρήση μη-ποιητικής ορολογίας, μετρική ελευθερία), ώστε να αναδείξει μια
αποσπασματική διέξοδο από το τέλμα της σύγχρονής του κατάστασης με την ποιητική
συρραφή εικονικών θραυσμάτων παρελθοντικών νοηματοδοτήσεων του ανθρώπινου
βίου.178 Από την άλλη, στο εκτεταμένο μυθιστόρημα του Προυστ (1871-1922)
Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, η λύση στο υπαρξιακό αδιέξοδο του σύγχρονου
υποκειμένου υποδεικνύεται, ενδεχομένως, από τις ανεπαίσθητες αλλά βαθιά
χαραγμένες στη μνήμη των αισθήσεων εμπειρίες μας. Αρκεί μόνο όλες αυτές οι
σκόρπιες, μεμονωμένα αμελητέες, ιμπρεσσιονιστικές, ενθυμήσεις να περιληφθούν σε
ένα αισθητικό όλο μέσα από τη λογοτεχνική μορφοποίηση της ανάκλησής τους.179
178
Βλ. στο Travers, ό.π., σσ. 254-256.
179
Βλ. στο ίδιο, σσ. 234-236.
180
Βλ. στο ίδιο, σσ. 233-234.
55
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Όμως, τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Στα μυθιστορήματα της Γουλφ, μέσω της
αφηγηματικής μεθόδου της ‘συνειδησιακής ροής’, οι χαρακτήρες ‒θηλυκοί και
αρσενικοί, εξίσου‒ παρουσιάζονται σαν να φθίνουν μέσα στον κυκεώνα των άναρχων
σκέψεών τους, οι οποίες αναδύονται σαν στιγμιαίοι κυματισμοί, συμβολίζοντας εντέλει
την ίδια τη ζωή των φορέων τους (που σαν κύματα σπάνε αδιάλειπτα στην αμμουδιά
του επίγειου κόσμου)183. Ίσως δεν υπάρχει εξοχότερη αποτύπωση στον χώρο της
λογοτεχνίας του περίφημου βιβλικού αποφθέγματος «ματαιότης ματαιοτήτων»
(Εκκλησιαστής) από αυτή που συναντούμε κατά κόρον στο λογοτεχνικό ιδίωμα της
Γουλφ. Όμως, ο Σολομώντας, στον οποίο αποδίδεται η συγκεκριμένη βιβλική ρήση,
υπήρξε ένας σεσημασμένος πατριάρχης· εξού και η απατηλή, κατά την αντίληψη της
Γουλφ, πίστη του στον προϋποτιθέμενο αυθεντικό εγγυητή κάθε σύμβασης: τον Θεό
(τον αρχετυπικό εκφραστή κάθε πατριαρχικής εξουσίας). Εντέλει ‒φαίνεται να
αναρωτιέται η Γουλφ‒, τι είναι η ίδια η ανθρώπινη ζωή, αν όχι μία σύμβαση;
181
Βλ. στο Taylor, Μια κοσμική εποχή, ό.π., σσ. 595-596.
182
Βλ. στο Goulimari, ibid., pp. 191-192.
183
Παράβαλε το τέλος του μυθιστορήματος της Γουλφ Τα κύματα.
56
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
παράδοσης σκέψης που ανάγεται στο έργο του χριστιανού Κίρκεγκωρ (1813-1855).
Στο μυθιστόρημά του Η ναυτία, ο Σαρτρ απορρίπτει με διφορούμενο τρόπο, μέσω του
πρωταγωνιστή Ροκεντίν, το μοντερνιστικό αισθητικό ιδεώδες-καταφύγιο. Ο άνθρωπος
τελικά πρέπει να διαλέξει: είτε θα αφηγείται ιστορίες είτε θα ζήσει. Στις ιστορίες, τα
πρόσωπα ‒του αφηγητή περιλαμβανομένου‒ αντικειμενικοποιούνται και έτσι δεν ζουν
συνειδητά για τους εαυτούς τους.184 Αυτής της μετα-πλατωνικής, λογοτεχνικής
αμφισβήτησης της λογοτεχνίας, προϋποτίθεται η υπαρξιστική πρόσληψη της
χεγκελιανής διάκρισης μεταξύ του πράγματος καθαυτού και του πράγματος δι’ εαυτού.
Ο Σαρτρ εντοπίζει την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης στο γεγονός ότι από τη μία
υφίσταται ως ατομικά συνειδητή (για τον εαυτό της, ‘pour-soi’), ενώ, από την άλλη,
υπάρχει με αντικειμενικά δεδομένο τρόπο (καθαυτή, ‘en-soi’)· για την ακρίβεια, το
πρόβλημα έγκειται στην ιδιότητα της συνειδητής ατομικής ύπαρξης να διερωτάται για
την οντολογική της υπόσταση. Όμως, στις γενικές θεωρήσεις του όντος το
συγκεκριμένο υποκείμενο μηδενίζεται, όπως πολύ καλά αντιλαμβάνεται και ο Ροκεντίν
εν μέσω ‘ναυτίας’. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Σαρτρ, η αίσθηση του μηδενός,
οσοδήποτε αγωνιώδης και αν είναι για το άτομο, δεν συνιστά ανυπαρξία, αλλά
σηματοδοτεί ένα πεδίο άπειρων δυνατότητων, αφού συνεπάγεται την ακαταλληλότητα
κάθε γενικής οντολογικής θεώρησης για τον καθορισμό των ατομικών βιοτικών
επιλογών. Κοντολογίς, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαλέξει μεταξύ ποικίλων
προοπτικών σε κάθε στιγμή της ζωής του· καμία εξωτερική συνθήκη δεν τον
εξαναγκάζει να πορευθεί σε κάποια προκαθορισμένη βιοτική κατεύθυνση.185
184
Βλ. στο Christopher Butler, Modernism: A very short introduction, Oxford, Oxford University Press,
2010, pp. 60-61.
185
Βλ. στο Νίκος Α. Νησιώτης, Υπαρξισμός και χριστιανική πίστη, Αρμός, Αθήνα 2019, σσ. 205-215.
186
Βλ. στο ίδιο, σσ. 215-217.
57
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
κάποιον αξιόπιστο μπούσουλα για τον ατομικό βίο, αφού μόνο ως δικαιολογίες ‒
δηλωτικές της, κατά Σαρτρ, ‘κακής πίστης’‒ 187 μπορούν να χρησιμεύσουν στο
καταρχήν ελεύθερο άτομο, είναι δυνατόν άραγε να προσδιοριστεί οποιοδήποτε γενικό
κανονιστικό πλαίσιο του κοινωνικού βίου; Στο έργο του με τίτλο Κριτική του
διαλεκτικού λόγου, ο Σαρτρ προσβλέπει σε κάποια «αμοιβαιότητα καταναγκασμών και
αυτονομιών, [ώστε] ο νόμος [να] καταλήγει να διαφεύγει από όλους, […] εξωτερικός
προς όλα καθότι εσωτερικός στο καθένα, […] ως μια αναπτυσσόμενη ολοποίηση». 188
Ας πούμε ότι ο Σαρτρ υιοθετεί μια ‘μη-μαρξιστική’ και, εντούτοις, μαρξιστοειδώς
ουτοπική απελευθέρωση από τη ‒θεωρούμενη στη συνάφεια της Κριτικής ως ειδικά
‘αστική’‒ περιοριστική συνθήκη της ‘ετερότητας’, δηλαδή, της αντικειμενικοποιού
‘κολάσεως του Άλλου’.189 Όπως και να ’χει, ο Σαρτρ καλεί τον σύγχρονο διανοούμενο
να δράσει, καλύπτοντας, έστω, με ασυνάρτητα ‘ολοποιητικά’ κοινωνικά προσχήματα
τον υπαρξιακά αναπόφευκτο μηδενισμό των θέσεών του.
Συμπεράσματα
Στη χριστιανική Δυτική Ευρώπη του 11ου αι. εκδηλώνεται ένα ιδιαίτερο είδος
πνευματικής ανησυχίας. Φαινομενικά, πρόκειται για μια επίταση της
θρησκευτικότητας. Από την άλλη, οι τροβαδούροι και γενικότερα οι ποιητές δείχνουν
να αντιτίθενται στην έξαρση του υστερομεσαιωνικού θρησκευτικού ζηλωτισμού. Στην
πραγματικότητα, αυτό που κάνουν οι λογοτέχνες της εποχής είναι ότι με τον έναν ή τον
άλλο τρόπο αναδεικνύουν τα κακώς κείμενα της σύγχρονής τους κοινωνίας, μέσα,
ωστόσο, από ένα χριστιανικά διαμορφωμένο ηθικό πρίσμα, από το οποίο πάντως, και
παραδόξως, μοιάζει σε γενικές γραμμές να εκλείπει η ευσέβεια. Ο μεσαιωνικός
ποιητής, απομονώνοντας την αγωνία του Αυγουστίνου από θείες αναφορές, είναι σαν
να μας προϊδεάζει για την έλευση ενός κόσμου όπου το καλό δεν θα μπορεί να οριστεί,
187
Βλ. στο ίδιο, σσ. 219-223.
188
Παρατίθεται στο Roger Scruton, Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2020,
σ. 109.
189
Βλ. στο ίδιο, σσ. 109-118.
58
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Κι όμως, μέσα από τη βία της Μεταρρύθμισης, αυτή τη φορά ένας πραγματικά ‘νέος’
άνθρωπος αναδύεται, με ενισχυμένη πεποίθηση στη δυνατότητά του να επεκτείνει τη
γνώση του επί παντός επιστητού και να διαμορφώνει αναλόγως με τις βουλές του το
φυσικό άλλα και κοινωνικό περιβάλλον του. Είναι ο άνθρωπος, που απαλλαγμένος από
τις δεισιδαιμονίες του παρελθόντος, φιλοδοξεί να κατακτήσει νέες κορυφές ηθικής και
πνευματικής περιωπής, είτε μέσω των ευρύτερων μηχανιστικών συνεπειών της
πολιτισμικής προόδου είτε μέσα από μια νέα, ‘ώριμη’ αυτεπίγνωση. Ωστόσο,
εξετάζοντας τη λογοτεχνία που παράγει ο εν λόγω άνθρωπος διαπιστώνουμε ότι τίποτα
59
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
δεν είναι τόσο απλό. Πώς ξέρουμε, ας πούμε, ότι ο πολιτισμός είναι καλό πράγμα, και
όχι η κόλαση που επιβουλεύεται τη γαλήνη του αυτοδίκαιου προσωπικού μας
παραδείσου; Ο ρομαντικός λογοτέχνης διαβλέπει στην κοινωνική πρόοδο τον κίνδυνο
να αγνοήσουμε την επιδίωξη κάποιου είδους (υπερ)υποκειμενικής απελευθερωτικής
εκπλήρωσης, η οποία αέναα λανθάνει, ξερνώντας, ωστόσο, από τα ακατάληπτα βάθη
της εξ ορισμού αόριστα σύμβολα. Όμως, ποια είναι η σημασία οποιασδήποτε
ανθρώπινης δραστηριότητας καθαυτής ενώπιον της προοπτικής του θανάτου (το
αιώνιο πρόβλημα); Εξάλλου, αυτός δεν είναι ο αδυσώπητος κύκλος της επίγειας ζωής:
μετά την ‘ωριμότητα’ επέρχεται σιγά-σιγά, αλλά νομοτελειακά, η αποσύνθεση.
Συνιστά άραγε η αποσύνθεση το άδοξο τέλος της νεωτερικής αυτοσυνειδησίας;
Πάντως, ο Γκαίτε θέλει να μας διαβεβαιώσει ότι ο νεωτερικός άνθρωπος, παρόλο το
από-γοητευτικό άχθος της εξέχουσας αυτεπίγνωσής του, δεν σφάλλει εντέλει· και
φτιάχνει ένα απροσδόκητα παρωδιακό έργο για να επικυρώσει του λόγου του το
ασφαλές…!
Όπως και να ’χει, ας κλείσουμε τούτη την εργασία διερωτώμενοι εν συντομία ‒μαζί με
τον Ιβάν Καραμάζωφ, αλλά και τους μοντερνιστές συγγραφείς‒ αν έχει κάποιο νόημα
να χολοσκάει κανείς για έναν κόσμο που φαντάζει πλέον σε πολλούς παράλογος. Έχει
μήπως νόημα να παθιαστεί κανείς με κάποιον ‒οποιονδήποτε‒ κοινωνικό-
ανθρωπιστικό στόχο στο πλαίσιο μιας δήθεν ηθελημένα αυταπατώμενης διάρρηξης της
χάσκουσας αβύσσου του προ-Δημιουργικού μηδενός; Πόσες παράταιρα εξωραϊσμένες
ανοησίες και εκτροπές θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν με την ακατάβλητη δύναμη
της διανοητικά παγιωμένης μηδενιστικής αυθαιρεσίας; Ο Σαρτρ, για παράδειγμα, θα
προτιμούσε, ίσως, να πάρει και πάρα πολλούς άλλους μαζί του στον παράλογο
‘ολοποιητικό’ ακτιβιστικό του όλεθρο. Η εντιμότερη ‒αν θεωρήσουμε ότι έχει κάποια
σημασία η οποιαδήποτε αρετή ενώπιον του μηδενός‒ Γουλφ παραδίδει στο
προεικαζόμενο τίποτα μόνο τον εαυτό της. Σε εμάς, πάντως, φαίνεται ‒ωσάν σε
σουρεαλιστική παραίσθηση‒ ότι ο Άμλετ μάς κοιτά απαξιωτικά, με προαιώνια,
συμβατικότατη, ματιά, μονολογώντας: δες τούτους τους ‘δι’ εαυτούς’ τους θεατρίνους,
πόσο απαίσια την του ανθρώπου φύση παριστάνουν!190
190
Παράβαλε στο Shakespeare, Τα αριστουργήματα, ό.π., σ. 104.
60
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
Abrams, Μ. Η., Λεξικό λογοτεχνικών όρων, Πατάκης, Αθήνα 2010.
Baudelaire, Charles, Τα άνθη του κακού, μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg, Αθήνα
2018.
Brown, Peter, Η κοινωνία και το Άγιο στην ύστερη αρχαιότητα, Άρτος Ζωής, Αθήνα
2000.
Γκαίτε, Γιόχαν Βολφγκάνγκ φον, Φάουστ, μτφρ. Κυριάκος Γ. Σαμέλης, Διώνη Ποίηση,
Αθήνα 2014.
Elias, Norbert, Η εξέλιξη του Πολιτισμού, τόμος Α΄, Νεφέλη, Αθήνα 1997.
61
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Ζουμπουλάκης, Σταύρος (επιμ.), Ο Θεός της Βίβλου και ο Θεός των φιλοσόφων, Άρτος
Ζωής, Αθήνα 2012.
Harrison, Peter, Η Πτώση και η ανάδυση της επιστήμης, Ροπή, Θεσσαλονίκη 2016.
Kazhdan/Ann Warton Epstein, A. P., Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο
και 12ο αιώνα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2009.
Kenny, Anthony (επιμ.), Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, Νεφέλη, Αθήνα 2005.
Κωσταρά, Εύφροσυνη, Ο έλεος και ο φόβος στο έργο του Αριστοτέλη, Ανέκδοτη
διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία, Πάτρα, Ακαδημαϊκό έτος 2006-2007.
Lindemann, Albert S., Ιστορία της νεότερης Ευρώπης, Κριτική, Αθήνα 2014.
Μορ, Τόμας, Ουτοπία, μτφρ. Γιάννης Πλεξίδας, Public Classics, Αθήνα 2018.
Νησιώτης, Νίκος Α., Υπαρξισμός και χριστιανική πίστη, Αρμός, Αθήνα 2019.
62
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Ξενόγλωσση
Annas, Julia, Plato: A very short introduction, Oxford, Oxford University Press, 2003.
63
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Bloom, Harold, The Western Canon, New York/San Diego/ London, Harcourt Brace &
Company, 1994.
Brotton, Jerry, The Renaissance: A very short introduction, Oxford, Oxford University
Press, 2006.
Embry, Charles R. & Hughes, Glenn (eds.), The Eric Voegelin reader, Columbia,
University of Missouri Press, 2017.
Erasmus, The praise of Folly, transl. Hoyt Hopewell Hudson, Princeton, Princeton
University Press, 2015.
64
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Freinkel, Lisa, Reading Shakespeare’s Will, New York, Columbia University Press,
2002.
Gilbert, Jane, Living death in medieval French and English literature, Cambridge,
Cambridge University Press, 2011.
Goulimari, Pelagia, Literary criticism and theory, London/New York, Routledge, 2015.
Gregory, Mary Efrosini, Free will in Montaigne, Pascal, Diderot, Rousseau, Voltaire
and Sartre, New York, Peter Lang, 2012.
Hui, Andrew, The poetics of ruins in Renaissance literature, New York, Fordham
University Press, 2016.
Kay, Sarah, Cave, Terence & Bowie, Malcolm, A short history of French literature,
Oxford, Oxford University Press, 2006.
Lyons, John D., French literature: A very short introduction, Oxford, Oxford
University Press, 2015.
Robey, David & Hainsworth, Peter, Dante: A very short introduction, Oxford, Oxford
University Press, 2015.
Scruton, Roger, Kant: A very short introduction, Oxford, Oxford University Press,
2001.
65
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Snodgrass, Klyne R., Stories with intent, Grand Rapids, Wm. B. Eerdmans Publishing
Co, 2018.
Weir, David, Decadence: A very short introduction, Oxford, Oxford University Press,
2018.
Wokler, Robert, Rousseau: A very short introduction, Oxford, Oxford University Press,
2001.
66
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Παράρτημα
Η παράξενη ιστορία μιας επιστροφής
Ι.
Πώς έφτασα εδώ; Πώς είναι δυνατόν; Μπορώ άραγε να ξεφύγω από εδώ; Πώς; Δεν
μού φαίνεται να υπάρχει διέξοδος. Δεν μπορεί να μην υπάρχει καμία διέξοδος… Δεν
μπορεί, δεν γίνεται…
Καλά, ας ηρεμήσω λίγο· αφού με κάποιο τρόπο μού δόθηκε η ευκαιρία, ας ηρεμήσω.
Κι ας σκεφτώ, όσο είμαι σε θέση να το κάνω. Ας ανακαλέσω πώς συνέβησαν τα
πράγματα. Αν και… δεν ξέρω τι νόημα θα είχε ούτως ή άλλως να θυμηθώ, δεδομένης
της παρούσας κατάστασης.
Δεν πειράζει, ας βάλω τα πράγματα σε μια τάξη, μήπως μπορέσω να βγάλω κάποια
άκρη. Ας μην απελπίζομαι. Άλλωστε, ποιο το νόημα; Αφού, διέξοδος διαφυγής δεν
υπάρχει, όχι προφανής τουλάχιστον. Ξανά, εδώ πού βρίσκομαι, τι έχω να χάσω ‒ έτσι
πρέπει να σκέφτομαι. Άλλωστε, δεν είναι, σαν να λέμε, ότι στερούμαι χρόνου ‒ το
ακριβώς αντίθετο μάλλον: ο χρόνος εδώ παραείναι άφθονος, δεν ξέρω τι να τον κάνω.
Γιατί, από τη μία, φοβάμαι να τον χρησιμοποιήσω… Σε αυτό το μέρος ‒δεν ξέρω‒ κάθε
δράση περιέχει… δηλαδή, τα πάντα καταλήγουν στην τρέλα, τι να πω… Όμως, τώρα
που κάθομαι παράμερα έτσι αδρανής, τρέμοντας μήπως ο κόσμος τούτος με προσέξει
με κάποιο τρόπο ‒ω, και ξέρω σίγουρα ότι αυτή τη συμφορά δεν θα μπορώ για πάντα
να την αποφεύγω· εννοώ, δεδομένων όσων πέρασα ως τώρα‒, ο φόβος του τι μέλλει
γενέσθαι με παραλύει…
Όπως και αν έχει το πράγμα, νιώθω μια αδιάκοπη δυσφορία που δεν μπορώ να
εξαλείψω με τίποτα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα ήθελα να ξεκόψω από αυτό το
μέρος, αλλά πώς; Δεν μπορεί, δεν γίνεται να μην υπάρχει λύση· θα πρέπει ίσως να
συγκεντρωθώ σε κάτι. Κάτι πρέπει να μου διαφεύγει· μια δυνατότητα, μια προοπτική,
κάτι... Πρέπει να σκεφτώ. Όμως, βλέπεις, έχω και αυτή την πείνα. Ένα περίεργο
πράγμα, δεν το συνειδητοποιούσα ως τώρα, αλλά τώρα το καταλαβαίνω, το αισθάνομαι
ότι πεινάω ‒και διψάω‒, αλλά δεν έχω καμιά όρεξη για τροφή. Και να είχα, δηλαδή,
67
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Όχι, δεν είναι θέμα πλούτου ή φτώχιας. Αυτά δεν εφαρμόζουν εδώ· μόνο, ίσως, σαν
κακές απομιμήσεις ενός αλλοτινού, πολύ μακρινού ‒όπως μού φαίνεται πλέον‒
κόσμου. Μολονότι, εννοείται, δεν μπορώ να μετρήσω το μάκρος, ούτε στον χώρο ούτε
στον χρόνο. Κανονικά, νομίζω δεν θα έπρεπε να έχω καν την ιδέα ότι θα μπορούσα να
μετρήσω κάτι. Σε τι θα μου χρησίμευε εξάλλου;
Και εδώ ερχόμαστε πάλι στο προκείμενο· πρέπει να θυμηθώ την αρχή. Καθώς κάθομαι
εδώ, κρυμμένος από όλη αυτή τη συμφορά, για όσο τέλος πάντων διαρκέσει αυτό ‒
αυτή η χάρη, ίσως…‒, σε αυτή την απόμερη γωνιά, μιλώντας με τον εαυτό μου… Ναι,
μιλώ με τον εαυτό μου για να αποφύγω την οποιαδήποτε αλληλεπίδραση με αυτόν τον
κόσμο, με αυτόν τον εφιάλτη! Για σκέψου, δεν το είχα σκεφτεί ως τώρα, αλλά αυτό
είναι. Κάπως έτσι δικαιολογείται αυτή η λόξα: να μιλάς στον εαυτό σου. Μια κάποια
λύση… Ίσως κάτι να βγει έτσι, ποιος ξέρει…; Ίσως…
Δεν γίνεται, δεν γίνεται αυτός ο κόσμος να με αφορά πραγματικά. Ω, μα αυτό είναι
φρίκη, αυτό είναι σκέτη τρέλα! Θα υπάρχει κάποιος τρόπος να δραπετεύσω, κάποιος
τρόπος να ξυπνήσω, να τα αφήσω όλα πίσω. Αχ, γιατί να μην εξαφανίζονταν όλα! Να
έκλεινα τα μάτια και αυτό να ήταν όλο. Να μην ξυπνήσω πουθενά, απλά να μην
υπάρχω… Δηλαδή, αυτό ακριβώς· εγώ να μην υπάρχω! Θα έκανα, εννοείται, ό,τι
περνούσε από το χέρι μου για να σταματήσω, μάλλον… για να τερματίσω αυτόν τον…
αυτόν τον οργανισμό τέλος πάντων, τον δικό μου, θέλω να πω, οργανισμό ‒ αν και
πλέον η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι τόσο σίγουρος πώς μπορώ να το κάνω· άλλος ένας
λόγος για να απελπίζομαι.
Όμως, για μια στιγμή… εδώ που βρίσκομαι τώρα μπορώ κάπως να ανασάνω, αν μπορώ
να εκφραστώ έτσι. Τολμώ να πω ότι δεν είναι καθόλου δυσάρεστα εδώ. Μήπως είναι
και αυτό μέρος κάποιου καταχθόνιου σχεδίου. Δεν ξέρω, μού φαίνεται ότι θα
τρελαθώ…
68
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Κι όμως, είναι τόσο απλό. Η λύση είναι τόσο απλή. Το μηδέν, το τίποτα… Τι άλλο να
ζητήσει κανείς; Τι άλλο υπάρχει στην ουσία;… Εδώ είμαστε, λοιπόν· τη γνωρίζω καλά
αυτή τη σκέψη. Ναι, ναι, τη γνωρίζω πάρα πολύ καλά αυτή τη σκέψη.
ΙΙ.
Θυμάμαι να στέκομαι σε μια κορυφή, ένας διαβάτης, ένας κατακτητής…! Ναι, βασικά
στεκόμουν σε μια κορυφή και, σαν σε πίνακα ζωγραφικής, ατένιζα μια θάλασσα
ομίχλης να χάσκει κάτω από τα πόδια μου, τυλίγοντας στην ανυποληψία της μη
ορατότητας τον κόσμο που είχα αφήσει πίσω. Τι είχε να μου πει ο κόσμος, εμένα που
είχα μάθει να παίρνω αγέρωχες πόζες. Χα, ήμουν βλέπεις σπουδαίος…! Δεν ξέρω γιατί,
δεν ξέρω καν αν ισχύει αυτό που λέω ‒ πλέον μού είναι αφόρητα κουραστικό να
προσπαθώ να θυμηθώ ανούσια πράγματα.
Και εκεί, πάνω στο ψηλό βουνό ‒ψηλότερα από τον κόσμο όλο‒, το είδα, όπως το
έβλεπαν πάντοτε οι άνθρωποι ‒δηλαδή, για να ακριβολογούμε, οι σοφότεροι ανάμεσά
τους‒, ότι όλα όσα υπάρχουνε στη γη, όλα όσα υποτίθεται ότι σημαίνουν κάτι στον
επίγειο κόσμο είναι μάταια, σκόνη και βόρβορος, μια απύθμενη ανοησία! Είναι μια
σκέψη απλούστατη: πολλαπλασίασε το μηδέν με οτιδήποτε, και τι παίρνεις…; Απλή
σαν το ξυράφι του Όκκαμ (ναι, κάτι τέτοια τα θυμάμαι εύκολα!). Παιδαριώδης, θα
έλεγα… Εκείνοι, οι παλιότεροι, διασκέδαζαν τον φόβο τους για το μηδέν, τη μύχια
αγωνία που ένιωθαν μπροστά του, προσφεύγοντας σε υπερβατικές οντότητες και
υποτιθέμενες αλλόκοσμες πραγματικότητες. Εγώ ‒ένας άνθρωπος του καιρού μου,
φυσικά‒ ήξερα καλύτερα!
Αλλά και οι δικοί μας, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν τίποτα ευφυέστεροι στοχαστές. Άλλοι
σού λέγανε θα ακολουθήσουν τον ‘απλό λαό’ στην ανέμελη, ενστικτώδη απόλαυση της
ζωής, μακριά από στενάχωρες, άτοπες και παράλογες σκέψεις για τον θάνατο· άλλοι
επιδίωκαν να απορροφηθούν εν ζωή σε κάποιο έργο τέχνης· άλλοι αφοσιώνονταν, για
κάποιους ακαταλαβίστικους, ‘θεωρητικούς’, λόγους, σε κάποιον κοινωνικό σκοπό με
προοπτική μια κάποια θρυλούμενη ‘χειραφέτηση’ (ω, αυτή η περιώνυμη χειραφέτηση
του ανθρώπου!)· οι πιο ηλίθιοι από όλους πίστευαν ότι στο τέλος θα ζήσουν μέσα από
τους εναπομείναντες γνωστούς τους ζωντανούς, σαν αναμνήσεις στο μυαλό τους ή κάτι
τέτοιο… Οφείλω να ομολογήσω ότι όλοι αυτοί μού φαίνονται πολύ πιο βλάκες από
69
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
τους παλιούς. Αν όλα αυτά δεν είναι οι γελοιωδέστερες των δεισιδαιμονιών, τότε εγώ
δεν γνώρισα ποτέ τι σημαίνει η συγκεκριμένη λέξη.
Όμως, όπως είπα, εγώ εκεί πάνω στο βουνό το είδα καθαρά ότι μόνο μία πράξη είχε
σημασία στον κόσμο. Ούτε τιμές, ούτε καλοπέραση, ούτε εργασία, ούτε ο κόπος
απόκτησης της αρετής ‒ δηλαδή, και αν κάποιοι, ας πούμε, με έκριναν ως δειλό ή
ανέντιμο ή οτιδήποτε, και τι μ’ αυτό… ούτως ή άλλως, την επίκριση, την αυθαιρεσία
των ανθρώπων πώς μπορεί κανείς να την αποφύγει; Τη ζωή εγώ γιατί να ζω σαν τον
υπέρτερο όλων εθισμό; Χα, ιδού και η ρίμα! Κάπως έτσι σκέφτηκα τέλος πάντων. Γιατί
είναι όντως υποτιμητικό για ένα έλλογο, ‘ελεύθερο’ ον να εμπαίζεται από τις
ψευδαισθήσεις, τα απατηλά και φευγαλέα θέλγητρα της ζωής, για να καταλήξει
ανήμπορος σακάτης πριν επιτέλους παραδοθεί με το στανιό στα λυτρωτικά χέρια του
χάρου (και αυτό αν θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα σχετικά υποφερτό ενδεχόμενο). Εγώ
τουλάχιστον δεν θα άφηνα τον εαυτό μου να υποστεί κάτι τέτοιο· και έτσι πήρα την
κατάσταση στα χέρια μου.
Δεν θέλω να αυτοπαρεξηγηθώ· ακόμα και τώρα θεωρώ ότι δεν έσφαλλα απόλυτα στην
κρίση μου. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτά μού έδινε ο κόσμος, αυτά μηρύκαζα κι
εγώ με τον όσο το δυνατόν πιο κριτικό τρόπο· εγώ, που, όπως είπα, για κάποιο λόγο
περνιόμουν για σπουδαίος… νομίζω. Όμως να, ίσως θα έπρεπε να ξανασκεφτώ λίγο
καλύτερα το θέμα ‒ ιδιαιτέρως, όσον αφορά τα όσα έλεγαν οι παλιότεροι γι’ αυτά, τα
έσχατα, που λένε, ζητήματα. Γιατί, όπως και να ’χει, η αυτοκτονία δεν απέφερε τα
επιθυμητά ή μάλλον τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αυτό δεν γίνεται με τίποτα να το
αρνηθώ ‒ μακάρι, χίλιες φορές μακάρι, να μπορούσα!
Και τώρα που το σκέφτομαι, δεν θυμάμαι πώς αυτοκτόνησα· δεν είμαι καν σίγουρος
ότι βρέθηκα σε εκείνο το βουνό ‒ εννοώ, όταν ήμουν ο τότε άνθρωπος, με σάρκα και
οστά (είπαμε, είναι τόσο κουραστικό να προσπαθώ να θυμηθώ τέτοιου είδους
λεπτομέρειες). Εκεί, πάντως, στο βουνό, ‘ξύπνησα’· και είχε πράγματι ομίχλη, πολύ
ομίχλη! Και τι περίεργο καλωσόρισμα που ήταν αυτή η ομίχλη! Γιατί, αν το
καλοσκεφτώ, έτσι ανάλαφρος που ήμουν θα μπορούσα να κινηθώ με τόση ευκολία, θα
ήταν τότε για μένα μια άμεση ανακούφιση, μια αίσθηση ‘απελευθέρωσης’! Αμ δε! Δεν
προσφέρονται τέτοιες απολαύσεις, όχι εδώ, το ’χω πλέον εμπεδώσει. Δεν υπήρχε
70
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
τίποτα πιο κοπιαστικό από το να προσπαθείς να κουνηθείς μέσα σε αυτή την ομίχλη.
Κι εδώ η κούραση δεν είναι ακριβώς σωματικό φαινόμενο. Άλλωστε ποιο σώμα; Αυτό
που έχω τώρα, αλλά και αυτό που έχουν όσοι ως τώρα έχω δει, δεν είναι ακριβώς σώμα.
Κάτι είναι, κάποια ύλη, μια απομίμηση σώματος, ένα κίβδηλο πανομοιότυπο ίσως,
αλλά όχι σώμα ‒ μακάρι, Θεέ μου, να ήταν σώμα! Γιατί όλα αυτά τα φριχτά
προαισθήματα που δημιουργούσε η ομίχλη ρέοντας αφειδώς, έτσι εύκολα, χωρίς
αντίσταση, μέσα μου, μέσα στο πλαίσιό μου, ας πούμε, όλα αυτή η… επίδραση ‒πώς
να το πω;‒ θα μετριαζόταν. Λες και αυτά που θα έρχονταν δεν θα με πτοούσαν αρκετά,
έπρεπε να έχω και ένα τέτοιο ‘καλωσόρισμα’ σε αυτή τη νέα πραγματικότητα!
Τουλάχιστον, αν είχα σώμα θα μπορούσα να ξεράσω, ο οργανισμός θα έβρισκε έναν
τρόπο να ανακουφιστεί κάπως… δεν ξέρω.
Όπως και να ’χει, θυμάμαι ότι κάποια στιγμή, μέσα σε όλη αυτή την αλγεινή παραζάλη,
μού ήρθε στο μυαλό μια τρελή ιδέα. Και τώρα που το σκέφτομαι εκ των υστέρων, είναι
πραγματικά τρελό… Πόσο απόλυτα είχε διαποτίσει το μυαλό μου εκείνη η αλλόκοτη
εποχή που έζησα στη γη! Πόσο απόλυτα, αδιαμφισβήτητα εύλογος μού φαινόταν αυτός
ο τρόπος σκέψης τότε! Στερνή μου γνώση… Αυτό που τότε μου ήρθε στο μυαλό,
λοιπόν, ήταν ότι ζούσα κάποιου είδους ‘επιστροφή’. Αν είναι δυνατόν· το γεγονός ότι
‘ξύπνησα’ μετά τον θάνατό μου, ότι δηλαδή δεν εξαλείφθηκα εντελώς (τι βλακωδώς
ανεδαφική σύλληψη, Θεέ μου!), προσπάθησα να το εξηγήσω… δηλαδή, η πρώτη ιδέα
που μου ήρθε στο μυαλό για να το εξηγήσω προερχόταν από τον Νίτσε (ναι, ναι,
θυμάμαι, θυμάμαι…). Ω, η παράνοια του πράγματος! Γιατί, σκεφτόμουν: πού το ήξερα
ότι δεν είμαι κανένας Υπεράνθρωπος, επανερχόμενος στον κόσμο με πλήρη επίγνωση
του εαυτού μου, εκτός, δηλαδή, όλων εκείνων των ανούσιων λεπτομερειών που λόγω
της εξέχουσας φύσης μου είχα αφήσει πίσω! Πώς αλλιώς μπορούσα να εξηγήσω το ότι
δεν είχα ξαναγεννηθεί ως νήπιο ‒ εκτός και αν ήμουν ένα είδος νηπίου τελικά και είχα
μια αντίληψη των πραγμάτων που αργότερα θα λησμονούσα· δεν ξέρω, τι να πω;
Εντάξει, δεν έκανα όλες αυτές τις σκέψεις ακριβώς ‒ η διαδικασία της σκέψης από
μόνη της, άλλωστε, ενέτεινε τη ναυτία, αυτή την έντονη δυσφορία που ένιωθα. Τα
περισσότερα τα σκέφτομαι τώρα, δηλαδή τώρα τα σχηματοποιώ κάπως εκ των
υστέρων, αλλά αν τότε μπορούσα να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου, τις εντυπώσεις μου
71
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
τέλος πάντων, κάτι τέτοιες εικασίες θα πρόκυπταν. Πραγματικά, απορώ με τον εαυτό
μου. Η ουσία είναι ‒ για σκέψου το μέγεθος της παράνοιας… αν είναι δυνατόν
δηλαδή… ο Νίτσε ήταν το πρώτο πράγμα που μού ήρθε τότε στο μυαλό!
ΙΙΙ.
Τέλος πάντων, κάποια στιγμή ένιωσα την ομίχλη να αραιώνει. Αν μην τι άλλο, ένιωσα
τον εαυτό μου να ξαλαφρώνει κάπως, σαν την ευεργετική αίσθηση που προκαλεί ένα
δροσερό αεράκι εν μέσω καύσωνα, ας πούμε. Δεν ήμουν σίγουρος αν είχα προχωρήσει
εγώ ή με είχε μεταφέρει με κάποιο τρόπο η ομίχλη. Πάντως, όταν άρχισα να παρατηρώ
τον χώρο γύρω μου, διαπίστωσα ότι δεν ήμουν πλέον στο βουνό (αν υποθέσω, δηλαδή,
ότι υπήρξα ποτέ πραγματικά εκεί). Όταν, λοιπόν, άρχισα να παρατηρώ τριγύρω,
διαπίστωσα ότι βρισκόμουν σε μια πόλη. Ήταν μια πόλη μουντή και άδεια. Ψηλά κτίρια
με περιτριγύριζαν, αλλά πουθενά δεν έβλεπα πόρτες εισόδου, ούτε επιγραφές· κάτι,
τέλος πάντων, που να συνιστά ένδειξη ζωής. Ένα θαμπό φως διαχεόταν στην
ατμόσφαιρα. Ήταν ημέρα, αλλά δεν θα μπορούσα να πω σε ποια ακριβώς φάση της. Ο
ουρανός, όπως μπορούσα να τον διακρίνω μέσα από τις ψηλές κορυφές των κτιρίων,
ήταν θολός, σκεπασμένος από ένα παραπέτασμα νεφών που έμοιαζαν περισσότερο με
καπνούς.
Ξάφνου, αισθάνθηκα κίνηση. Ένα συνονθύλευμα από ανθρώπους, που μου άφησαν
αρχικά την εντύπωση ότι ήταν κάποιου είδους γραφειοκράτες, με προσέγγιζε από όλες
τις πλευρές σαν από το πουθενά. Ένας άνδρας μετρίου αναστήματος, του οποίου η
φυσιογνωμία μού φάνηκε κοινότοπη, με πλησίασε. Ήταν ξερακιανός, φορούσε γυαλιά
και είχε μουστάκι. Με κοίταξε με καχυποψία και μου είπε:
Ο άντρας έκανε έναν μορφασμό ανυπόμονης απαξίωσης και στράφηκε σε έναν άλλο
πίσω του.
«Μου φαίνεται τούτος εδώ είναι δικός σας… Για ανάλαβέ τον εσύ, γιατί δεν έχω καμία
όρεξη.»
72
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Ο άντρας στον οποίο απευθύνθηκε ο μυστακοφόρος κύριος ήταν πιο γερασμένος και
εύσωμος από τον ίδιο. Το πρόσωπό του απέπνεε μεγαλύτερη ευγένεια από του πρώτου.
Φορούσε και αυτός γυαλιά.
«Είναι που τα έχεις όλα πολύ μορφοποιημένα στο μυαλό σου. Ο σκοπός δεν
εξυπηρετείται έτσι όπως πιστεύατε εσείς τότε. Και σίγουρα δεν εξυπηρετείται έτσι
εδώ.»
«Δεν μπορεί να είναι τυχαίο που ήρθες εδώ! Πιστεύεις στην ιερότητα του Συμβάντος;»
«Ποιου συμβάντος;»
«Κι όμως, είσαι εδώ, έτσι δεν είναι; Τι λες να σε έφερε εδώ;»
«Δεν ξέρω… πού, πού είμαι ακριβώς;» η σύγχυσή μου ολοένα μεγάλωνε, μαζί με μια
απροσδιόριστη αίσθηση κινδύνου.
«Έχεις, λέω, κλειστεί, έχεις κλειδωθεί, κατά κάποιο τρόπο, στη μόνη πραγματικότητα
που εγγυάται την αιωνιότητα. Σε μια Ιδέα που εσύ ο ίδιος πραγμάτωσες με τη βαθιά,
αδιάσειστη αφοσίωσή σου. Ένα Γεγονός, μια Πράξη βαθιά, εσωτερικά και
αδιαπραγμάτευτα επαναστατική! Έτσι δεν είναι, ε;» Θυμάμαι να αναριγώ, έτσι όπως
εστίασε το βλέμμα του εξεταστικά ‒αν και κάπως αφηρημένα‒ στο πρόσωπό μου. «Κι
έτσι, είσαι, φίλε μου, Αθάνατος! Και θα είσαι για πάντα αρκεί να διατηρήσεις ακέραια
την προσήλωσή σου σε έναν στόχο ανατρεπτικό. Ιδού ο ‘σκοπός’, που λέει ο φίλος μου
από ’δω», κατέληξε νεύοντας ελαφρά το κεφάλι του προς τον διπλανό του, χωρίς
ωστόσο να αποστρέψει το βλέμμα του από εμένα.
73
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
«Για σταθείτε και οι δυο σας», ακούστηκε μια λεπτή, συνωμοτική αντρική φωνή από
πίσω μου. (Τώρα που το σκέφτομαι, σε ποια γλώσσα άραγε μιλούσαμε όλοι;)
Γύρισα και είδα έναν πολύ κοντό άντρα, αλλήθωρο και επίσης διοπτροφόρο.
«Περιμένετε λίγο. Μιλάτε και μιλάτε συνεχώς, τον γνωρίσατε τον άνθρωπο; ‘Σκοποί’
και ‘Συμβάντα’… Ποιος είναι αυτός, μάθατε; Ενδιαφερθήκατε να μάθετε;»
«Ώχου, δεν μας παρατάς, λέω εγώ, με τις υποκειμενιστικές ανοησίες σου. Εδώ έχουμε
κάτι σημαντικό να διεκπεραιώσουμε!» πετάχτηκε ο πρώτος, μυστακοφόρος κύριος
(μου έκανε εντύπωση, θυμάμαι, που κανείς τους δεν απευθυνόταν στον άλλο με κάποιο
όνομα, μολονότι έδιναν την αίσθηση ότι γνωρίζονταν μεταξύ τους).
«Όπως είπα, πώς θα μπορούσε να είναι εδώ, αν δεν ήταν δικός μας;» συμπλήρωσε ο
δεύτερος. «Είναι φως φανάρι ότι είναι δικός μας.»
«Δεν είμαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό που λες», απάντησε ο κοντός.
«Και εσύ πώς λες ότι θα μπορούσε να βρίσκεται εδώ;» ρώτησε ο δεύτερος.
«Εγώ, πάντως, τον είδα να βγαίνει από την ομίχλη», απάντησε ο κοντός άντρας.
«Δηλαδή, τι… λες ότι… αυτοκτόνησε;» αποκρίθηκε ο δεύτερος και το πρόσωπό του
σκοτείνιασε.
Ένα σούσουρο απλώθηκε στο πλήθος και όλοι γύρισαν προς εμένα. Και τότε
παρατήρησα ότι τα πρόσωπά τους ήταν παράταιρα χλωμά και φριχτά παραμορφωμένα.
Τα δόντια τους, που, όπως πρόλαβα να διακρίνω, είχαν κοφτερές αιχμές, κροτάλιζαν
καθώς ανοιγόκλειναν τα στόματά τους ενόσω συντόνιζαν τελετουργικά τις κινήσεις
τους.
74
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
καλυφθεί με μια τρομερά μνησίκακη έκφραση. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά,
μέσα στον τρόμο που με κατέκλυζε, άκουσα τον κοντό άντρα να γελά πνιχτά κάπου
πίσω μου και να μονολογεί:
«Αυτοκτονία, ε! Καλά να πάθεις τώρα! Χαχαχα, νόμιζες ότι με αυτόν τον τρόπο θα
γλιτώσεις, ε; Ότι ήσουν πιο έξυπνος από εμάς που επιλέγαμε να ζούμε επί ματαίω. Χα,
για δες τώρα τι καλά που είναι, ε! Χιχιχι. Καλώς ήρθες τώρα στην κόλαση, φίλε μου.
Καλώς ήρθες στην κόλαση!» Έτσι τον άκουγα να μουρμουρίζει ανάμεσα από τα δόντια
του, τρίζοντάς τα σε ένδειξη αβυσσαλέας μοχθηρίας.
Το μυαλό μου είχε θολώσει. Δεδομένων των συνθηκών, ποια θα μπορούσε να είναι η
διέξοδος;
Όμως τότε, πάνω στο αποκορύφωμα της ανατριχίλας, φωνές ακούστηκαν κάπου από
την απέναντι μεριά του πλήθους, ακριβώς μπροστά μου: «Ο Προφήτης, ο μέγας
Προφήτης!» ανάγγελλαν αρκετοί. Όλοι γύρισαν προς το μέρος από το οποίο
προερχόταν ο θόρυβος. Και τον είδα κι εγώ, να τον μεταφέρουν στο βάθος, πάνω σε
μια πλατφόρμα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ήταν ένας ‒μη διοπτροφόρος‒ άντρας με
πυκνή γκρίζα γενειάδα και ατίθασα, ακατάστατα μαλλιά. Κοίταζε τριγύρω με έναν
μηχανικό, θα έλεγα, τρόπο. Το βλέμμα του μού φαινόταν πότε βλοσυρό πότε
περιπαιχτικό. Απαξιούσε, μού φαινόταν, το πλήθος που τον αποθέωνε. «Τούτον εδώ
εγώ τον ξέρω…» σκέφτηκα.
«Τα σέβη μου ασφαλώς στον Προφήτη!» ακούστηκε μια κελαηδιστή φωνή από το
βάθος στην αντίθετη μεριά. Η φωνή προερχόταν από έναν μαζεμένο τύπο, επίσης με
γυαλιά, που βρήκε την τόλμη να ανέβει σε κάποιο ύψωμα και να μιλήσει. «Όμως,
αλίμονο, ας το παραδεχτούμε σύντροφοι, η προφητεία έμεινε πια χωρίς περιεχόμενο.
Ο εχθρός βρήκε τον τρόπο να μας προσπεράσει. Κάτι πρέπει να κάνουμε, σύντροφοι,
κάπως πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά… Με βαθύτατη οδύνη το δηλώνω ότι ο
εργάτης πέθανε πια. Η εξουσία τον κατανάλωσε.»
75
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
«Χιχιχι, θάνατος λέει ο βλάκας!» άκουσα τον κοντό άντρα να χασκογελάει κάπου
κοντά μου.
«Ποιος μίλησε, ποιος μίλησε; Φανερώσου, άθλιε! Τι κρύβεσαι μέσα στο πλήθος!»
επαναλάμβανε με λύσσα ο μυστακοφόρος. «Θάνατος στους προδότες! Θάνατος σε
όλους!»
«Θάνατος!» άστραψε και βρόντηξε σαν αντίλαλος το πλήθος και μια τεράστια
εναντιοδρομία άρχισε να σχηματίζεται γύρω από το κέντρο της μάζωξης. Υπήρχαν
ρόπαλα και σιδερένια εργαλεία, αντικείμενα, τέλος πάντων, που σαν όπλα μπορούσαν
να προκαλέσουν πόνο. Και παρότι αυτά τα ‘σώματα’ που συμπλέκονταν στη βίαιη
χορογραφία δεν ήταν, όπως έχω πει, ακριβώς ‘κανονικά’, το αισθάνθηκα πάνω μου ‒
θα έλεγα πάνω στο πετσί μου, αλλά…‒ ότι στην κάθε σύγκρουση υπήρχε κάτι πολύ
πιο επώδυνο για τις εμπλεκόμενες ας πούμε… φιγούρες από τον σωματικό πόνο.
Κοίταξα για λίγο προς την κατεύθυνση του γενειοφόρου «Προφήτη». Φαινόταν κάπως
σαν να διασκεδάζει με το θέαμα, ή μπορεί και όχι… Έμοιαζε περισσότερο με
μαριονέτα παρά με άνθρωπο, έτσι όπως κινούσε το κεφάλι του πέρα δώθε,
εκφράζοντας, ίσως, τα συναισθήματά του, χωρίς όμως να αλλοιώνονται τα
χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τα χέρια του ήταν ραμμένα θαρρείς στο γιλέκο
του, κάτω από το σακάκι του. Για την ακρίβεια, αυτό που έκανε ήταν μια να στρέφει
το κεφάλι προς τα πάνω, σε ένδειξη ασυγκράτητου γέλιου (το οποίο πάντως, όπως είπα,
δεν αποτυπωνόταν στις εκφράσεις του προσώπου του), μια να κουνά το κεφάλι δεξιά
αριστερά, δηλώνοντας, προφανώς, την αποδοκιμασία του για όσα διαδραματίζονταν
μπροστά στα μάτια του. Αυτά τουλάχιστον υποθέτω εγώ, με βάση τα όσα είδα. Δεν
ξέρω…
76
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
ΙV.
Όπως έδειχναν τα πράγματα, την είχα γλιτώσει, μολονότι η εγγύτητα στη βίαιη σκηνή
με ανησυχούσε ακόμα. Ο κοντός κύριος δεν είχε λάβει μέρος στη συμπλοκή, αλλά όλη
την ώρα καθόταν παράμερα χασκογελώντας και εκτοξεύοντας βιτριολικά σχόλια
σχετικά με τα τεκταινόμενα. Αισθανόμουν το βλέμμα του, που μού φαινόταν ότι
αγκάλιαζε τα πάντα, να πέφτει πότε πότε πάνω μου προξενώντας μου σύγκρυο. Έπρεπε
πάση θυσία να φύγω από εκεί. Ωστόσο, είχα ακινητοποιηθεί από τον φόβο μήπως η
παραμικρή κίνησή μου έστρεφε την προσοχή κάποιου από την ομήγυρη πάνω μου, με
απροσδιόριστες, αλλά πιθανότατα όχι ευχάριστες για μένα, συνέπειες. Άλλωστε, ήταν
πασιφανές ότι το γεγονός της αυτοκτονίας μου δεν τούς είχε ευχαριστήσει και πολύ…
Τελικά, πάντως, τη λύση στην αδράνειά μου την έδωσε, παρ’ ελπίδα, ο κοντός άντρας,
ο οποίος, μετακινούμενος δίπλα μου και με ένα σαρδόνιο μειδίαμα να χαράζει το
πρόσωπό του, μού απευθύνθηκε συνωμοτικά:
«Τι έχεις να πεις γι’ αυτούς τους χαζοβιόληδες; Όλο κάτι τέτοια κάνουν. Είναι, βλέπεις,
η ψυχαγωγία τους, το σπορ τους ‒πώς το λένε;‒, κάτι για να ξεδίνουν σε αυτό το
πνιγερό μέρος. Ο ‘σκοπός’, το ‘συμβάν’, χεχεχε· οι ‘σύντροφοι’, αχαχα. Τι μπούρδες
είναι αυτές! Για να μην μιλήσω για την ‘εργατιά’. Χα. Η ‘εξουσία’, η ‘κυριαρχία’
μάλιστα, ίσως εδώ κάτι παίζεται… Αλλά όχι όπως νομίζουν αυτοί. Αλλού είναι το
ζουμί. Γιατί, αν ο θάνατος δεν είναι το τέλος, τότε τα πράγματα αλλάζουν… Κάπως
πρέπει να αλλάζουν… Αλλά πώς;… Να, εσύ, για παράδειγμα… Ε, τι λες κι εσύ;»
Σταμάτησε για λίγο σαν να περίμενε απάντηση. Κατόπιν, ξεφυσώντας περιφρονητικά,
συνέχισε: «Τι να πεις κι εσύ. Κοίτα, θα σε φτιάξω εγώ, μην φοβάσαι», με κοίταξε με
γλοιώδες, σιχαμερό ύφος πάνω από τα γυαλιά του, κλείνοντάς μου το ένα από τα
αλλήθωρα μάτια του και χτυπώντας με πονηρά στο μπράτσο. «Κάτι μου λέει ότι ήρθες
εδώ ειδικά για εμένα. Κοίτα να δεις που σε λίγο θα αρχίσω να πιστεύω στην
ειμαρμένη», συνέχισε να φλυαρεί. «Να σου πω την αλήθεια, δεν καταλαβαίνω γιατί οι
νέοι έρχονται σε αυτά τα μέρη. Υπάρχει ξέρεις και ένας άλλος τόπος όπου μαζεύονται
εθνικιστές. Εκεί να δεις, αν και θα έλεγα ότι εκείνοι είναι περισσότερο αγαπημένοι από
εδώ. Μερικές συναντιόμαστε όλοι μαζί και τότε να δεις…! Χαχαχα! Αυτό εδώ, που
βλέπεις δεν είναι τίποτα· μια απλή προθέρμανση… χε. Τέλος πάντων, δεν είναι αυτό
το θέμα μας. Εγώ ξέρω τι θέλετε εσείς οι νέοι. Σας καταλαβαίνω καλά εγώ, γι’ αυτό
77
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
και τα βγάζω κάπως βόλτα εδώ πέρα. Είμαστε καλλιτεχνικές φύσεις εμείς, έτσι δεν
είναι; Τι θα ήθελες τώρα, για πες μου; Ε, τι θα ήθελες;» Ενώ μιλούσε με είχε τραβήξει
λίγο παράμερα και, κρατώντας όλη την ώρα το μπράτσο μου, με κοιτούσε τώρα
επίμονα συνεχίζοντας να τρίζει τα δόντια πίσω από το κλειστό χαμογελαστό του στόμα.
«Δεν καταλαβαίνει… Για κοίτα εδώ», γύρισε και, αλλάζοντας την έκφρασή του σε
αυστηρή, έκανε ένα επιτακτικό νεύμα σε έναν σχετικά νέο άντρα, με μια αιωνίως ‒θα
ορκιζόμουν γι’ αυτό!‒ μουτρωμένη έκφραση στο πρόσωπο, ο οποίος φορούσε καλά
αλλά κάπως τριμμένα ρούχα παλιότερης εποχής από αυτή που έζησα εγώ.
Ο συνοφρυωμένος άντρας άρχισε να έρχεται προς το μέρος μας φέρνοντας μαζί του
μια πολύ όμορφη νέα γυναίκα. Καθώς πλησίαζαν, μού φαινόταν ολοένα εντονότερα
ότι κάπου γνώριζα το πρόσωπο της γυναίκας, αλλά, όπως και αναφορικά με τόσες
άλλες λεπτομέρειες της προθανάτιας προσωπικής ζωής μου (από εκεί υπέθεσα ότι
ενδεχομένως να τη γνώριζα), δεν μπορούσα να καθορίσω πού και πώς ή ακόμα και αν
πράγματι την ήξερα. Όταν έφτασαν σε εμάς, ο κοντός άντρας έπιασε απότομα το χέρι
της κοπέλας, η οποία φορούσε ένα άσπρο πέπλο που άφηνε να διαφανεί η φιγούρα του
κορμιού της από κάτω. Περίεργο, αλλά η αντιδιαστολή της ομορφιάς του προσώπου
της με την υπόνοια της καλλίγραμμης φιγούρας της κάτω από το πέπλο μου προξένησε
ένα πολύ δυσάρεστο αίσθημα παραζάλης. Άλλωστε, τι καλό μπορούσε να περιμένει
κανείς από εκείνον τον πρόστυχο καλικάντζαρο που μού την παρουσίαζε.
«Ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο πράγμα σε αυτόν τον κόσμο; Δεν μπορείς, δεν γίνεται,
να αποκομίσεις τίποτα από αυτό εδώ», είπε δείχνοντας με τον δείκτη του αριστερού
χεριού την περιοχή χαμηλά στον κορμό της φιγούρας της κοπέλας. «Θυμάσαι τι
βρισκόταν εκεί; Όταν λέω τίποτα, εννοώ τίποτα! Είναι κλειστά εκεί κάτω, χαχαχα.
Μπορείς μόνο να χαζεύεις. Τίποτα άλλο δεν μπορείς να κάνεις. Έλα, πάρτη. Από δω
και πέρα θα σε καθοδηγήσει αυτή, χιχιχι. Ποιος τη χάρη σου μικρέ, ποιος τη χάρη σου,
αχαχαχα!»
78
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Καθώς ο μεταθανάτιος μαστροπός έφτυνε αυτά τα λόγια, μού εγχείριζε το χέρι της
κοπέλας και, χειρονομώντας, μας έσπρωχνε να φύγουμε. Αρχικά, μου δημιουργήθηκε
οίκτος για την κοπέλα, όμως γρήγορα διαπίστωσα ότι το συγκεκριμένο αίσθημα ας
πούμε ότι δεν ήταν και το πιο ταιριαστό με την πραγματικότητα…
V.
Με το που απομακρυνθήκαμε λίγο από το σημείο της πόλης όπου είχαν συμβεί όσα
είχαν συμβεί (και από όσο μπορούσα να αντιληφθώ, χωρίς να κάνω καμιά προσπάθεια
να το επιβεβαιώσω οπτικά, συνέχιζαν να συμβαίνουν), η κοπέλα άρχισε να μιλά.
«Άστον αυτόν, μην τού δίνεις σημασία», μιλούσε γλυκά, τρυφερά θα έλεγα. «Πίστεψέ
με, ο συγκεκριμένος είναι να τον λυπάσαι. Οι άλλοι τουλάχιστον ξεδίνουν, εκείνος τι
κάνει; Νομίζει ότι ελέγχει την κατάσταση, ο γελοίος! Τίποτα δεν ελέγχει. Όλοι γελούν
με δαύτον. Εσύ, πώς τα βλέπεις τα πράγματα εδώ; Πολύ σιωπηλός μού είσαι. Ελπίζω
να μην είσαι κανένας ξενέρωτος.»
Γύρισε και με κοίταξε. Σχεδόν αμέσως απέστρεψε πάλι το βλέμμα της από εμένα.
«Κάπου σε ξέρω εγώ εσένα ή μού φαίνεται; Τέλος πάντων, δεν έχει καμία σημασία.
Για να διασκεδάσεις εδώ πρέπει να αφήσεις όλα τα παλιά πίσω. Θα σου δείξω εγώ πώς
φτιαχνόμαστε εδώ, θα δεις…» Με ξανακοίταξε στιγμιαία με επιτιμητικό ύφος. «Όμως
θα σε παρακαλέσω να είσαι πιο δεκτικός. Δεν έχει νόημα να μιζεριάζουμε. Εγώ σου
δίνω την ευκαιρία να ξεφύγεις από τη μαυρίλα εκείνων των τρελών γέρων εκεί πίσω ‒
πρόσεξες άραγε ότι ήταν όλοι τους άντρες; Έχασαν τον κόσμο που ήξεραν και τώρα
δεν ξέρουν πια για τι να αγωνιστούν, κι έτσι αγωνίζονται όπως και να ’χει. Και μείς
αγωνιζόμαστε, αλλά εμείς είμαστε καλύτερα προσαρμοσμένοι στην πραγματικότητα.
Και κυρίως: εμείς ξέρουμε να δια-σκε-δά-ζου-με! Γι’ αυτό, σε παρακαλώ πολύ, μην
μου τη σπας. Α, και κάτι άλλο, μην νομίζεις, μην νομίσεις ούτε για μια στιγμή ότι
μπορείς να μου ξεφύγεις.» Γύρισε και αυτή τη φορά με κοίταξε επίμονα με
κεραυνοβόλα μάτια που έσταζαν, θαρρείς, χολή.
79
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
οποιεσδήποτε προσδοκίες της, από εμένα και γενικότερα… Αφού δεν την ήξερα
καθόλου. Ήξερα μόνο ότι θα ήθελα χίλιες φορές να φύγω από το πλευρό της, να
απαλλαγώ από εκείνη· παρά το όμορφο παρουσιαστικό της, δεν αισθανόμουν να με
θέλγει στην πραγματικότητα κάτι επάνω της. Όμως, δεν αισθανόμουν επίσης ότι είχα
τη δυνατότητα να ξεφύγω από αυτή (άλλωστε, ο κόσμος αυτός μού ήταν ‒μού είναι‒
τόσο ξένος!). Τα τελευταία λόγια της, λοιπόν, με έκαναν να τα χάσω, όχι επειδή δεν τα
θεώρησα αναμενόμενα, αλλά, μάλλον το αντίθετο: επειδή κατά κάποιο τρόπο τα
διαισθανόμουν και ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο να τα ακούω τώρα ξεκάθαρα
διατυπωμένα, και μάλιστα σε τόσο απροκάλυπτα απειλητικό τόνο.
Δεν είμαι σίγουρος για το πώς ακριβώς συνέβη αυτό, ωστόσο, παρότι δεν μού φάνηκε
ότι είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που ξεκινήσαμε να περπατάμε με την κοπέλα,
όταν μετά από την απότομη προειδοποίηση της συνοδοιπόρου μου παρατήρησα τον
χώρο γύρω μου, διαπίστωσα ότι είχε χαθεί κάθε ίχνος της πόλης. Η αλήθεια είναι ότι
ήμουν αφηρημένος όλη εκείνη την ώρα, αλλά αυτή η τόσο γρήγορη και ολοκληρωτική
αλλαγή σκηνικού μού φάνηκε πραγματικά πολύ παράξενη. Σε κάθε περίπτωση, όπως
είπα, κάθε ίχνος της πόλης είχε πλέον εξαφανιστεί. Τώρα βρισκόμασταν σε ένα μέρος
το οποίο έμοιαζε με παραλία σε κάποια από εκείνες τις θερμές περιοχές που θυμάμαι
‒με κάποια απέχθεια είναι η αλήθεια‒ από την επίγεια ζωή μου. Και ‒τι πρωτότυπο!‒
ήταν όντως ένα φριχτό μέρος. Η αμμουδιά απλωνόταν σε έναν αρκετά εκτεταμένο
χώρο. Εδώ κι εκεί, διακρίνονταν κάποια στίγματα στην παραλία που έμοιαζαν με
πέτρες. Απ’ ό,τι διαπίστωσα τελικά ήταν ερείπια, υπολείμματα ενδεχομένως ενός
αρχαίου ναού: κομμάτια από κίονες, μερικά μισοβυθισμένα στην άμμο κιονόκρανα και
κάπου βρισκόταν κάτι που έμοιαζε με βωμό, τέτοια πράγματα.
Τοπογραφικά, κατά μήκος της, η παραλία είχε ως όρια εκατέρωθεν δύο βραχώδεις
απολήξεις της γης σε απόσταση κάπου είκοσι χιλιομέτρων, ας πούμε ‒είπαμε, δεν έχει
νόημα να μετράει κανείς εδώ!‒, μεταξύ τους. Στη μεριά της ξηράς, η παραλία κατέληγε
σε ένα πευκοδάσος, με το τυπικό καψαλισμένο, ξεθωριασμένο πράσινο χρώμα των
φυλλωμάτων των δέντρων στο μέσο του καλοκαιριού στις θερμές περιοχές, που
ανέφερα προηγουμένως, να κυριαρχεί. Από την άλλη μεριά, από τη μεριά της
θάλασσας, δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς υπήρχε. Η υφή του πράγματος που
80
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
καταλάμβανε τον εκεί χώρο μού φαινόταν ρευστή, ωστόσο έμοιαζε περισσότερο με
ηφαιστειακή ύλη ή κάτι τέτοιο. Αχνοί αναδύονταν από το συγκεκριμένο υλικό και
κάλυπταν τον ουρανό (πιθανόν από εδώ να προέρχονταν και τα νέφη της πόλης).
Ήταν σαν μέρα μεσημέρι, μολονότι δεν θυμάμαι να διέκρινα πουθενά στον ουρανό ‒
όσο, βέβαια, μπορούσα να διακρίνω διαμέσου της πραγματικά αδιαπέραστης θολούρας
της ατμόσφαιρας‒ κάποιο, έστω αμυδρό, σημάδι φωτεινού σώματος. Η ζέστη ήταν
φυσικά ανυπόφορη. Η αποφορά θειαφιού, που, λόγω και της πλήρους άπνοιας,
διαπότιζε προσηκόντως και ολοσχερώς την ατμόσφαιρα, καθιστούσε εξαιρετικά
δυσχερή την αναπνοή, για εμένα τουλάχιστον. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν ‒ η ησυχία
που επικρατούσε μού φάνηκε τότε, θυμάμαι, πραγματικά εξωπραγματική!
Πράγματι, εγώ ασφυκτιούσα, όμως τίποτα στη συμπεριφορά της καθοδηγήτριάς μου
δεν έδειχνε ότι συμμεριζόταν τη δυσφορία μου. Με το που φτάσαμε έβγαλε από πάνω
της το πέπλο που φορούσε, το έριξε στο έδαφος, κάθισε πάνω του και, αφήνοντας έναν
αναστεναγμό αγαλλίασης, αναφώνησε:
«Εδώ μάλιστα, εδώ μπορεί να αναπνεύσει κανείς τον αέρα της ελευθερίας! Ό,τι ζητούν
οι άλλοι στην πόλη αλλά ποτέ δεν πρόκειται να βρουν, γιατί είναι σκουριασμένα
μυαλά!»
Έκατσα κι εγώ. Βρισκόμασταν κοντά στο πευκοδάσος, σε ένα σημείο όπου η άμμος
δεν ήταν τόσο καυτή. Κοίταξα την κοπέλα. Αναρωτήθηκα αν θα έπρεπε να αδράξω την
ευκαιρία να αφομοιωθώ, ενδεχομένως, από τον κόσμο στον οποίο είχα βρεθεί έτσι
αξεδιάλυτα ‒όπως όλα έδειχναν‒ μπλεγμένος, όσο δυσάρεστος και αν μού είχε φανεί
αρχικά. Στο κάτω κάτω της γραφής, η κοπέλα είχε δοθεί, όπως είχε δοθεί, σε εμένα. Η
γύμνια της με αναστάτωνε είναι η αλήθεια, όμως, παρόλα αυτά, υπήρχε κάτι που
εξακολουθούσε να με απωθεί επίμονα σε όλη αυτή την κατάσταση. Άλλωστε,
συνειδητοποίησα ότι, όντως, όπως με είχε προϊδεάσει ο αλλήθωρος μαστροπός, ό,τι θα
μπορούσε να προσιδιάζει σε γενετήσια ‘έξαψή’ εδώ δεν γινόταν να εκδηλωθεί με
κάποιον απτό τρόπο. Τα σημεία της θηλυκότητας της κοπέλας, τα οποία μπορούσα να
τα διακρίνω ως τέτοια, μού φαίνονταν ταυτόχρονα κάπως αμυδρά, ακατάλληλα για
οποιουδήποτε είδους αλληλεπίδραση. Ούτως ή άλλως ήμουν ακόμα αρχάριος στην νέα
αυτή υπαρκτική κατάσταση· ίσως αυτή να με μυούσε σε κάποια καινούργια
81
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Όμως, αυτό δεν κράτησε για πολύ. Ενόσω το βλέμμα μου περιπλανιόταν πάνω στην
έρημη ως τότε αμμουδιά, ξάφνου παρατήρησα μια φιγούρα να τρέχει προς τη θάλασσα.
Ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν κινούνταν πολύ μακριά από το σημείο που καθόμουν
εγώ κι έτσι μπόρεσα να διακρίνω ότι φορούσε ένα ένδυμα που έμοιαζε με ρόμπα
ασθενούς. Ήταν ένας άντρας, πολύ λεπτός και καραφλός. Καθώς έτρεχε, κινούσε τα
χέρια του σαν αλλόφρων και ξεφώνιζε:
«Κάποτε για τους τρελούς, τώρα για τους ασθενείς... Όχι, εγώ δεν θα υποκύψω στης
μηχανής της εξουσίας τα τερτίπια. Ποιος, τι θέλει εμένα, εμένα θέλει να με
αναμορφώσει…; Να με κάνει τι; Ω, θάλασσα εσύ καθαρτική, σώσε με από των δεσμών
τούτων των φριχτών την ολέθρια επιβολή!»
«Μα τι κάνει ο άνθρωπος αυτός», είπα και έδειξα προς τα εκεί που βρισκόταν.
Η κοπέλα γύρισε ανόρεχτα με ένα σαρκαστικό μειδίαμα σχηματισμένο στα χείλη της.
Την ίδια στιγμή, ξεπρόβαλλε μια άλλη φιγούρα να κινείται χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη
στο κατόπι του καραφλού άντρα. Ήταν, εκ πρώτης ‒πισινής‒ όψεως, μια υπερβολικά
μεγαλόσωμη γυναίκα με φαρδιές πλάτες ντυμένη σαν νοσοκόμα, η οποία, απ’ όσο
καταλάβαινα, γελούσε κοροϊδεύοντας τον φρενήρη ασθενή, ενώ στα χέρια της
βαστούσε ένα λάσο.
Ο καραφλός ασθενής έφτασε στη θάλασσα και προχώρησε αρκετά μέσα, πριν οι φωνές
του μετατραπούν σε σπαρακτικά ουρλιαχτά πόνου. Η νοσοκόμα έφτασε στην ακτή και,
προσέχοντας να μην ακουμπήσει στο υγρό, άρχισε να χτυπιέται από τα γέλια. Μετά
από λίγη ώρα, όταν επιτέλους ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της, άρχισε να
στριφογυρνάει το λάσο και, με μια πολύ επιδέξια κίνηση, το πέταξε καταφέρνοντας να
το περάσει γύρω από τον ασθενή που τσουρουφλιζόταν. Η νοσοκόμα έσυρε με δύναμη
82
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
τον φριχτά παραμορφωμένο από τα εγκαύματα καραφλό άντρα στην ακτή, έξω από
εκείνη την αδιανόητη θάλασσα. Τον τύλιξε με ένα γυαλιστερό ύφασμα, ενώ σφάδαζε
ο καημένος σαν τρελός από τον πόνο, και, σηκώνοντάς τον με άσπλαχνη βιαιότητα στα
δυνατά της μπράτσα, τον απίθωσε στις τεράστιες πλάτες της. Όταν γύρισε διαπίστωσα,
προς μεγάλη μου έκπληξη, ότι η νοσοκόμα ήταν στην πραγματικότητα ένας άντρας με
ένα αγέρωχο μούσι να καλύπτει τις αδρές παρειές του. Γύρισα στην κοπέλα και τη
ρώτησα:
«Μα…»
Και τότε μια οχλοβοή ακούστηκε από πίσω μου, διακόπτοντας ό,τι είχα ούτως ή άλλως
ήδη μετανιώσει που ξεκίνησα να λέω. Γύρισα και είδα ένα τσούρμο από γυμνούς
άντρες και γυναίκες, διαφόρων θα έλεγα ηλικιών, να κατακλύζουν σιγά σιγά την
παραλία. Χόρευαν και φώναζαν έξαλλα, όμως ήταν αδύνατον να πει κανείς αν οι φωνές
τους ήταν απόρροια μιας κάποιας ενθουσιώδους χαράς ή αν οφείλονταν στο κάψιμο
που προξενούσε η άμμος στα γυμνά τους πέλματα. Το συνονθύλευμα των έξαλλων
ανθρώπων άρχισε να συμπλέκεται άναρχα σε στάσεις που προσιδίαζαν σε ‒
οποιασδήποτε μορφής και είδους‒ ερωτικές περιπτύξεις. Όμως, αλίμονο, η σεξουαλική
ικανοποίηση ήταν ‒όπως για άλλη μία φορά αποδεικνυόταν από τα φαινόμενα‒ κάτι
ανέφικτο σε αυτόν τον ζοφερό κόσμο. Ό,τι έμενε λοιπόν για τους δύσμοιρους
επίδοξους οργιαστές ήταν ο πόνος της επαφής του γυμνού τους περιγράμματος με την
καυτή άμμο, αναμεμειγμένος με την παράταιρη αγωνία της ερωτικής επιθυμίας που
ήταν αδύνατον να εκφραστεί, έστω με κάποιον στοιχειωδώς αποτελεσματικό τρόπο.
VI.
Δεν μπορώ να αποκρύψω το γεγονός ότι το θέαμα μού δημιούργησε κάποια θυμηδία ‒
αν μην τι άλλο, τούτοι οι άνθρωποι πήγαιναν γυρεύοντας να υποστούν όσα υφίσταντο,
χωρίς ‒φαινομενικά τουλάχιστον‒ καμία εύλογη αιτία. Έτσι, μια ειρωνική έκφραση
83
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου, η οποία δεν διέλαθε της προσοχής της ‘συντρόφου’
μου.
«Βλέπω ότι άρχισες να το διασκεδάζεις», μού είπε σε κοροϊδευτικό τόνο, που όμως για
πρώτη φορά πρόδιδε μια αίσθηση δικής της μειονεξίας απέναντί μου.
Μια ζωηρή συνομιλία που ακουγόταν πίσω από την πλάτη μου, από την πλευρά του
δάσους, μού απέσπασε ξανά την προσοχή. Γύρισα και είδα τρεις άντρες να συνομιλούν.
Φαίνονταν και οι τρεις να είναι από μια παλιότερη εποχή από εκείνη που έζησα εγώ
στη γη. Είχαν και οι τρεις μακριά μαλλιά δεμένα κοτσίδα με κορδέλα, φορούσαν
εφαρμοστά ενδύματα, ενώ ο ένας από αυτούς ‒ο ψηλότερος‒ είχε ένα καπέλο στο
κεφάλι (κάτι που συνιστούσε βέβαια μια μάλλον περιττή πολυτέλεια, αφού, όπως έχω
ήδη αναφέρει, μπορεί να έκανε ανυπόφορη ζέστη, αλλά δεν υπήρχε κάποιος ορατός
ήλιος στον ουρανό).
«Ώστε εδώ οδηγεί ο πολιτισμός; Έτσι μού είπαν, ότι εδώ οδηγεί ο πολιτισμός, αν είναι
δυνατόν! Αλλά και στις πόλεις που έχω πάει ως τώρα… κι εκεί, σας λέω, τα πράγματα
δεν είναι καλύτερα. Μού φαίνεται ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά…» έλεγε ο ένας.
«Ναι, τώρα το κατάλαβες εσύ· εγώ πάντως ανέκαθεν στα έλεγα!» απάντησε ο δεύτερος
(ο ψηλότερος, με το καπέλο, παρέμενε σιωπηλός αγναντεύοντας τον αφανή, εξαιτίας
των ατμών, ορίζοντα).
«Τι έλεγες εσύ ρε κακομοίρη! Και δεν μου λες, για να ’χουμε καλό ερώτημα, εσύ γιατί
είσαι εδώ; Δεν σού είπανε και σένα να έρθεις να δεις τον άνθρωπο στη ‘φυσική του
κατάσταση’; Ιδού λοιπόν η πρωτόγονή σου αθωότητα! Απόλαυσέ τη λοιπόν, γιατί δεν
την απολαμβάνεις και συνεχίζεις να ξινίζεις τη μούρη σου;»
Οι δυο άντρες σταμάτησαν προς στιγμήν να μιλούν, καθώς, στο μεταξύ, η φασαρία που
γινόταν στην παραλία είχε αλλάξει περιεχόμενο. Φαίνεται ότι η συνεχής δυσπραγία και
ο επίμονος πόνος, όπως βιωνόταν από τα υποκατάστατα σωμάτων όσων
παραβρίσκονταν εκεί κάτω, στα οποία, ως γνωστόν πλέον, δεν ήταν δυνατόν να
κατασταλούν οι ζωτικές λειτουργίες, τούς είχε επιφέρει έντονο εκνευρισμό. Ο
πρότερος ερωτικός οίστρος είχε πλέον μετατραπεί σε ακραία αντιπαλότητα. Το πιο
84
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
εντυπωσιακό ήταν ότι η αντιπαλότητα στην προκειμένη περίπτωση δεν είχε κάποια
συγκεκριμένη μορφή. Από όσα ασυνάρτητα μπορούσα να ακούσω, άλλοι ‒και κυρίως
άλλες‒ επικαλούνταν το φύλο τους, άλλοι, ωστόσο, επεσήμαιναν εριστικά στους
πρώτους ότι δεν θα έπρεπε να είναι τόσο σίγουροι για την ακριβή ταυτότητα του φύλου
τους· άλλοι πάλι αναφέρονταν στο χρώμα του ‘δέρματός’ τους ‒ έτσι το αποκαλούσαν,
για λόγους ευκολίας, προφανώς, μολονότι καμιά φορά το χρώμα που ορισμένοι
απέδιδαν στους εαυτούς τους δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, όπως εγώ
τουλάχιστον μπορούσα να τη διακρίνω με τα μάτια μου· άλλοι, πάλι, τόνιζαν με
έμφαση τον τρόπο που θα επέλεγαν να κάνουν σεξ, αν είχαν αυτή τη δυνατότητα. Το
βασικό γνώρισμα, ιδιαιτέρως δε των θέσεων που διατυπώνονταν με τον εριστικότερο
τρόπο, ήταν ότι επιστρατεύονταν για να παρουσιάσουν τους φορείς τους ως θύματα.
Τα αυτόκλητα ‘θύματα’ κατηγορούσαν με αγανάκτηση τους υπόλοιπους ότι αυτοί ήταν
η αιτία που στον κόσμο τούτο δεν ήταν δυνατόν να βιωθεί η απόλαυση και ότι έτσι
καταστελλόταν γενικά η ελευθερία και η ισότητα στην κοινωνία (και άλλα τέτοια ‒αν
τα ανακαλώ σωστά‒ ελάχιστα κατανοητά, από εμένα τουλάχιστον). Αφού, λοιπόν,
διέθεσαν κάποιο χρόνο να οδύρονται και να χτυπιούνται, κάποια στιγμή άρχισαν να
βιαιοπραγούν με τρομερή αγριότητα το ένα ‘θύμα’ ενάντια στο άλλο (η καρδιά μου
τότε σφίχτηκε ιδίως για τις κακόμοιρες τις γυναίκες, καθώς, για προφανείς λόγους, δεν
τις συνέφερε καθόλου η συγκεκριμένη περίσταση, παρότι η αλήθεια είναι ότι εγώ
τουλάχιστον δεν είδα έστω μία από αυτές να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να
αποφύγει ‒ή τουλάχιστον, απλά να μην οξύνουν‒ την έκρυθμη κατάσταση που ήταν
πασίδηλο ότι εντεινόταν με ραγδαίο τρόπο).
85
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Ξάφνου, ένας κατά τα φαινόμενα τρελός άντρας πετάχτηκε μέσα από το δάσος
βγάζοντας τα ρούχα του. Έτσι γυμνός, αγκάλιασε τους δύο κοντότερους
διανοούμενους γελώντας και φωνάζοντας έξαλλα:
«Τι βλέπω εκεί, τι είναι αυτό και κάτω; (έδειχνε προς την παραλία) Είναι ηδονή ή
σάμπως είν’ οδύνη; Είναι σωμάτων χαρωπός ερωτικός βρασμός ή αβυσσαλέα βίαιη
κραιπάλη! Όπως και να ’χει, εμένα τι με μέλλει ‒ τα δυο τους άλλωστε ποιος μπορεί
να ξεδιαλύνει; Τώρα να με συγχωρείτε, έχω να μετάσχω σε ’κείνο κάτω κει το
καρναβάλι!»
«Και αφού έστειλαν εσένα εδώ, πώς έστειλαν κι εμένα;» ξανάρχισε τη συνομιλία με
τον άλλο ο ‘ξινισμένος’ διανοούμενος από εκεί που την είχαν αφήσει, σαν να μην είχε
συμβεί τίποτα στο ενδιάμεσο.
«Δεν ξέρω, ειλικρινά δεν ξέρω. Τι φρίκη είναι αυτή! Και ο Θεός πού είναι άραγε; Πού
είναι ο Θεός, μου λες; Αν υπάρχει, γιατί δεν εμφανίζεται να βάλει μια τάξη!»
«Ναι, τους είδαμε και τους ‘δομημένους’ κόσμους» τον διέκοψε με σαρκαστικό ύφος
ο ‘ξινισμένος’ διανοούμενος. «Μού φαίνεται ότι σε έχει βαρέσει για τα καλά η ζέστη
στο κεφάλι κι έτσι ήσουν που ήσουν, τώρα απόγινες τελείως! Τι τα θες του λόγου σου
τα θερμά κλίματα, αφού δεν τα βαστάς;»
86
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
«Το θερμό κλίμα ευνοεί την ανάπτυξη του πολιτισμού, τουλάχιστον στα πρωταρχικά
του στάδια. Αυτό είναι για εμένα ένα προσκύνημα στον πολιτισμό!» απάντησε
μηχανικά και μάλλον ασυνάρτητα ο ψηλός διανοούμενος, δείχνοντας να μην
αντιλαμβάνεται τον ειρωνικά ρητορικό χαρακτήρα της ερώτησης του άλλου.
«Καλά καλά, χόρτασες πολιτισμό ή μήπως θέλεις κι άλλο ‒ άκου εκεί παλαβομάρες,
‘προσκύνημα στον πολιτισμό’!» είπε περιπαιχτικά ο πρώτος ‒ο, ας πούμε,
απογοητευμένος‒ διανοούμενος. Έπειτα, χτυπώντας συγκαταβατικά τον ψηλό στην
πλάτη, συνέχισε: «Εμείς πάντως φεύγουμε τώρα. Αρκετά! Έρχεσαι;»
VII.
Όσο ήμουν απορροφημένος με όσα γίνονταν τριγύρω είχα ξεχάσει την ύπαρξη της
κοπέλας. Φαίνεται ότι αυτό την έθιξε κι έτσι άρχισε να ασχολείται μαζί μου
αξιοποιώντας τα θέλγητρα της θηλυκότητάς της (αυτή δεν έδειχνε να ενστερνίζεται
κάποια θεωρία περί ‘ρευστότητας’ του φύλου ή να υποθέτει ότι εγώ μπορεί να είχα
παρόμοιες ανησυχίες). Κινήθηκε προς το μέρος μου με σαγηνευτικές κινήσεις. Όταν
αντιλήφθηκα την κίνησή της, γύρισα και την κοίταξα με αμηχανία. Η κοπέλα
αφουγκράστηκε την αμηχανία μου και σταμάτησε δυσαρεστημένη.
«Ποια είσαι; Τι είναι αυτό το αηδιαστικό μέρος; Καταλαβαίνω ότι είναι κάποιου είδους
κόλαση, αλλά τι σημαίνουν όλα αυτά, γιατί είμαι εγώ εδώ; Γιατί συγκεκριμένα εδώ;»
Ήταν η πρώτη φορά κατά τη σύντομη ως τώρα παραμονή μου σε τούτο τον γκροτέσκο
κόσμο που εξέφρασα έτσι ανοιχτά και με έμφαση τη δυσθυμία μου.
87
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
«Εδώ είναι ένα από τα μέρη όπου καταλήγουν τα ιδανικά. Βλέπεις τα αρχαία ερείπια·
τι πιο ενδεικτικό μιας αρχέγονης λατρείας…! Ταιριάζει, επίσης, πολύ με την εποχή
στην οποία έζησες. Αλλά, όπως είδες, δεν είναι μόνο άνθρωποι της εποχής σου που
έρχονται να επισκεφτούν το μέρος. Η διαφορά είναι ότι εσύ, σε αντίθεση με τους
ανθρώπους της εποχής σου που έρχονται εδώ, δεν θες να διασκεδάσεις.»
«Τι ανοησίες είναι αυτές! Ποια είναι η διασκέδαση ακριβώς», μιλούσα δυνατά και
έδειχνα την παραλία. «Κοίτα, όχι κοίτα, σού φαίνεται διασκέδαση αυτό το πράγμα!
Και, άλλωστε, ποια είναι η διαφορά στην ουσία από τους προηγούμενους, που τόσο
απαξιούσες; Δεν μπορεί να μην καταλαβαίνεις τι εννοώ. Θεέ μου, δεν γίνεται να είναι
όλα τόσο παράλογα!»
«Τέτοιου είδους ζωή εγώ την απέρριψα! Και ξέρεις τι σιχαινόμουν περισσότερο στη
ζωή, ε; Όλες αυτές τις κλασικές φιοριτούρες (η αρχέγονη λατρεία!), αυτός ο άθλιος
συνδυασμός με τη ζέστη, όλη αυτή η θολούρα του καλοκαιριού σε εκείνες τις χώρες...
Εκείνα τα μέρη όπου τίποτα δεν έχει αξία…»
«Δεν ξέρω, τι εννοείς;» την κοίταξα έκπληκτος. Είχε, κάπως, βρει τον τρόπο να με
αποστομώσει. «Δεν ξέρω… ζητώ το μηδέν… ζητώ το μηδέν, επειδή δεν βρίσκω την
αξία. Γιατί να μην μπορεί το μηδέν να είναι μια επιλογή; Γιατί να μην μπορώ να μην
υπάρχω, χωρίς φιλοδοξίες, χωρίς, ναι, χωρίς καν αξιώσεις, χωρίς ζωή, χωρίς τίποτα!»
«Και η ομορφιά;»
«Τι θα πει η ομορφιά; Η ομορφιά που καταλήγει εδώ μήπως;» είπα καγχάζοντας και
δείχνοντας αόριστα τον χώρο.
«Όχι, η ομορφιά που καταλήγει εδώ», είπε δείχνοντας προκλητικά τον εαυτό της.
88
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Αμέσως, μια φωνή από την παραλία έσχισε τον πηχτό αέρα:
VIII.
Αυτό είναι το τελευταίο που θυμάμαι. Δεν ξέρω τι συνέβη. Πάντως, όταν ξύπνησα
βρισκόμουν εδώ ακριβώς που βρίσκομαι τώρα ‒ που είναι πού ακριβώς; Δεν ξέρω.
Στην αρχή σκέφτηκα μήπως τελικά όλα αυτά ήταν ένα κακό όνειρο και τώρα που
ξύπνησα το μόνο που είχα να κάνω είναι να ηρεμήσω για να επανέλθω στην
πραγματικότητα; Έτσι άφησα τον χρόνο να περάσει λίγο. Όμως, το μέρος όπου
κάθομαι πλέον (νομίζω ότι ξύπνησα σε καθιστή θέση) μού είναι εντελώς άγνωστο. Και,
στα αλήθεια, είναι το πιο παράξενο μέρος από όλα όσα έχω επισκεφτεί ως τώρα σε
αυτόν τον κόσμο. Είναι ένας απολύτως ξερός τόπος. Καμία βλάστηση δεν φαίνεται
πουθενά, εκτός από ένα εντελώς ξεραμένο δέντρο, στη ρίζα του οποίου είμαι
89
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
καθισμένος. Για την ακρίβεια, δεν διακρίνω και πολλά ‒ μια αντανάκλαση καλύπτει τα
πάντα. Ίσως ο όρος ξεραΐλα να μην είναι τελικά ο καταλληλότερος για την περιγραφή
αυτού του μέρους (μού υποβάλλεται βέβαια από το ξερό δέντρο, αλλά ακόμα κι έτσι,
όπως είπα, δεν βλέπω και τίποτα άλλο). Υπάρχει ένα περίεργο φως παντού, όχι δριμύ
σαν του ήλιου, όχι διεισδυτικό σαν ακτινοβολία, αλλά ήπιο και καλόβολο, θα έλεγα.
Ναι, είναι η πρώτη φορά σε αυτόν τον κόσμο που νομίζω ότι μπορώ κάπως να ανασάνω
χωρίς φόβο ‒ ο αέρας εδώ μού φαίνεται όντως τόσο ελαφρύς και ευχάριστος! Ας πούμε
ότι μια ευεργετική αυτή τη φορά ομίχλη καλύπτει τα πάντα. Και αυτό με ανησυχεί· τι
έρχεται άραγε μετά… Μήπως υπάρχει κάποιο παραπλανητικό, διαβολικό σχέδιο πίσω
από αυτή την αίσθηση;
Περίεργο, από πού έρχεται αυτή η φωνή. Γυρίζω στα δεξιά μου και βλέπω έναν
γέροντα. Μόλις αντιλαμβάνεται ότι τον κοιτάω, στρέφει κι αυτός το πρόσωπό του προς
εμένα. Είναι ένα αρκετά ισορροπημένο πρόσωπο, με αδρές, συνεκτικές γραμμές. Έχει
αραιά, μακριά άσπρα μαλλιά και μια αρκετά πυκνότερη μακριά γενειάδα. Η
φυσιογνωμία του δεν σκιάζεται από κάποια ψευτοευγενική έκφραση· είναι θα έλεγα
σεβάσμια! Μοιάζει μάλλον αυστηρός· κι όμως, μού φαίνεται ότι αυτός ο άνθρωπος,
που αυτή τη στιγμή κάθεται δίπλα μου, είναι ο πιο έμπιστος άνθρωπος που γνώρισα
ποτέ!
⸻ Ξέρεις, τις ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας ποτέ δεν τις ακούμε μόνο εμείς… Είχε
προς στιγμήν αποστρέψει το βλέμμα του από εμένα, αλλά τώρα με ξανακοιτάει με ένα
αδιόρατο χαμόγελο να φωτίζει τα μάτια του.
⸻ Να ακούσω εγώ… Όχι, εγώ δεν έχω τέτοια δυνατότητα. Εγώ μπορώ μόνο να βλέπω.
Αυτός που με στέλνει ωστόσο, Αυτός μπορεί και να ακούει!
Ο γηραιός συνομιλητής μου κάνει μια μικρή παύση και χαϊδεύει τη γενειάδα του.
90
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
⸻ Ναι, αλλά πού… (Καταλαβαίνω ότι γνωρίζει όλα όσα συνέβησαν και ότι επομένως
οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις περιττεύουν.) Τέλος πάντων, είναι, πάντως, να
απορεί κανείς… Εννοώ, όπου υπήρχαν άνθρωποι, δηλαδή, όπου μαζεύονταν πολλοί
μαζί, η κατάσταση πάντα ξέφευγε. Αν το σκεφτείς, είναι αστείο. Από την άλλη, μιλάμε
για πραγματική βία, χωρίς κανένα νόημα, καμία ουσία. Αναρωτιέμαι, τελειώνει άραγε
ποτέ αυτό. Εννοώ, γύρισα και κοίταξα με εμπιστοσύνη τον γέροντα, υπάρχει κάποια…
δηλαδή, θέλω να πω, καταλήγουν κάπου όλα αυτά;
⸻ Ναι, αυτή ακριβώς ήταν η αρχική μου ερώτηση. Άκου, αυτοί οι άνθρωποι που
συνάντησες έχουν έναν συγκεκριμένο, κατασταλαγμένο τρόπο να κατανοούν τα
πράγματα. Κατά κάποιο τρόπο, είναι εγκλωβισμένοι οικειοθελώς σε αυτή τη
νοοτροπία, σε αυτή την κατάσταση του νου. Θα ήθελαν να αντλήσουν δικαίωση από
την πραγματικότητα, αν μπορούσαν, ακόμα και παραμορφώνοντάς τη. Όμως δεν έχουν
τέτοια δυνατότητα, τίποτα στον κόσμο κανονικά δεν θα έπρεπε να τους πείθει ότι έχουν
τέτοια δυνατότητα. Κι έτσι, βιώνουν τις συνέπειες αυτής της… αναντιστοιχίας. Αλλά,
αρκετά γι’ αυτούς· το θέμα είναι εσύ…
⸻ Εγώ τι;
⸻ Δεν ξέρω αν το κατάλαβες, αλλά εσύ παρέμενες εντέλει σε κάποια απόσταση από
κάθε περίσταση που συνάντησες.
⸻ Δεν ήθελα να είμαι εκεί, αλλά, από την άλλη, ποιος το θέλει… ποιος μπορεί να το
θέλει αυτό;
⸻ Ναι, το ξέρω ότι έτσι λες ξανά και ξανά, αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι αυτό σού
εξασφαλίζει μια θέση στον κόσμο που είδες.
⸻ Μα γιατί;
91
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
⸻ Όχι…
⸻ Ναι… Μάλλον… δεν ξέρω. Δεν ξέρω, αν ήθελαν εμένα, συγκεκριμένα εμένα
δηλαδή. Δεν… δεν ξέρω τι ήθελαν…
⸻ Ό,τι, λοιπόν, δεν έδωσες εσύ, με τη θέλησή σου, στον εαυτό σου, πώς νομίζεις ότι
μπορείς με τη θέλησή σου να το εξαλείψεις;
⸻ Δεν ξέρω, δεν ξέρω… Όμως… Όμως, είναι πολύ σκληρό, είναι τόσο σκληρό να
γεννηθεί κανείς στον κόσμο, στον οποιονδήποτε κόσμο τέλος πάντων, χωρίς διέξοδο…
⸻ Δεν έχεις εντελώς άδικο, χαμογελάει, αν και μάλλον εκείνη τον κατέχει, παρά το
αντίθετο… Η κυρία εκείνη είναι γνωστή στους εκλεπτυσμένους κύκλους ως
‘αλληγορία’.
⸻ Αποκλείεται, τον κοιτάω καλά καλά. Τι… είναι μήπως κάποιου είδους αστείο…
Δεν διέκρινα και πολύ μεγάλη καλλιέπεια πάνω της. Δεν είναι δυνατόν… δηλαδή, τι;
Ήταν κάποιου είδους συμβολισμός ας πούμε;
⸻ Αυτή η κυρία, λοιπόν, είναι η έμπνευση της πλειονότητας των ποιητών, αλλά και
των ανθρώπων εν γένει. Είναι ο τρόπος που νοηματοδοτούν τη ζωή τους. Αυτή που
γνώρισες εσύ ταυτιζόταν με τον τόπο, με την απεραντοσύνη της κόλασης. Είναι η
92
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
⸻ Εσύ την είδες αυτοπροσώπως, άμεσα. Αφενός, γιατί ο κόσμος δεν σού ασκεί γοητεία
και επομένως δεν γινόταν να μεταμφιεστεί σε εσένα ως κάτι άλλο. Αφετέρου, όμως,
την είδες γιατί αυτή σού λείπει. Σού λείπει η αλληγορία! Δεν είναι ανάγκη, ξέρεις, η
αλληγορία να είναι ένας δαίμονας. Είδες άλλωστε ότι αυτή αυτοθυσιάστηκε. Αυτή δεν
μπορούσε να κάνει αλλιώς. Εσύ όμως θα ζήσεις. Γιατί αυτή η μορφή αλληγορίας που
συνάντησες ήταν διαμορφωμένη από την κόλαση, όπου σε έστειλε η δική σου άρνηση
να κατανοήσεις ότι το τέλος, το νόημα ‒μαζί και η ηρεμία που τόσο ζητάς‒ υπάρχει,
αλλά πέρα από τον κόσμο. Υπάρχει κατεξοχήν, με τους δικούς του όρους, όχι με τους
δικούς σου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι όροι του δεν σε ευνοούν. Και είναι ζωή, όχι
θάνατος (αν το καλοσκεφτείς, τον θάνατο δεν μπορείς να τον αποζητήσεις
πραγματικά). Αναζήτησε, φίλε μου, και αναγνώρισε την Αλήθεια, όπως αποκαλύφθηκε
στον κόσμο και τότε, πίστεψέ με, η αλληγορία ‒αυτή η μέγαιρα που είδες‒ θα γίνει η
πιο πιστή σου σύντροφος! Συνέχισε, λοιπόν, και δέξου ανταποδίδοντας, όσο μπορείς,
τη χάρη που σου δόθηκε…
IX.
Ένας μονότονα επαναλαμβανόμενος ήχος διατρυπά το κρανίο μου. Αισθάνομαι το
κεφάλι μου βαρύ και έναν οξύ πόνο στα χέρια, στο εσωτερικό των δύο μου πήχεων.
Για την ακρίβεια, αισθάνομαι ξανά πολύ βαρύ όλο μου το σώμα ‒ είχα κάπως
ξεσυνηθίσει αυτή την αίσθηση. Μα για στάσου… Νιώθω σαν να είμαι δεμένος. Φως
διαπερνά τα βλέφαρά μου.
Το φως με τυφλώνει καθώς ανοίγω τα μάτια μου, αλλά δεν έχω τη δύναμη να σηκώσω
τα χέρια μου για να τα προστατεύσω. Σιγά σιγά, συνηθίζω όμως. Ένα ταβάνι με
διαδοχικά τετράγωνα πλαίσια ‒ απόλυτα τετράγωνα, καθέτως και οριζοντίως… Ώστε
είμαι…
93
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Αυτή η τεχνηέντως απαλή χρεία της φωνής, αυτού του είδους η προσήνεια… σίγουρα
αυτή δεν είναι η φωνή του γέροντα.
⸻ Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας σου επικοινώνησε μαζί μας. Μάς είπε ότι πήρε
το θάρρος να μπει στο διαμέρισμά σου μετά από ένα επιτακτικό ‒μας το τόνισε αυτό‒
τηλεφώνημα του πατέρα σου, που ανησυχούσε για εσένα. Εντάξει; Αυτά, ξεκουράσου
τώρα. Για οτιδήποτε τυχόν θελήσεις μπορείς να απευθυνθείς στο προσωπικό.
Ο «πατέρας» μου, ποιος «πατέρας» μου; Ο πατέρας μου έχει πεθάνει εδώ και καιρό…
Τώρα που το σκέφτομαι, πάντως, είναι όντως τόσο παράξενο…! Δεν νομίζω να
υπάρχουν αυτοθυσιαζόμενες ‘αλληγορικές’ κυρίες στην πραγματική κόλαση…
94
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Ερμηνευτικό υπόμνημα
Η παραπάνω ιστορία είναι ουσιαστικά μια μυθοπλαστική προέκταση του θέματος που
αναπτύσσεται στο κυρίως μέρος της εργασίας. Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, το διήγημα
ξεκινά από εκεί που σταματά το θεωρητικό μέρος της εργασίας. Εξάλλου, ο βασικός
πρωταγωνιστής και πρωτοπρόσωπος αφηγητής του διηγήματος είναι ένας άνθρωπος
της εποχής μας (δηλαδή, μιας λίγο μεταγενέστερης εποχής από την τελευταία περίοδο
που εξετάζεται στο κυρίως μέρος της εργασίας).
95
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Το ταξίδι του αφηγητή στην κόλαση αρχίζει από μια συγκέντρωση μαρξιστών, γιατί
εκεί ευαρεστείται να συχνάζει ο κυνικός μεταθανάτιος ‘μαστροπός’ (κάτι καθόλου
τυχαίο βέβαια). Ο συγκεκριμένος τύπος είχε υπάρξει στην επίγεια ζωή του επιφανής
κήρυκας του υπαρξιστικού μηδενισμού ‒ χρησιμοποιώντας ενίοτε προς τούτο και
λογοτεχνικά μέσα. Φαίνεται ότι το συγκεκριμένο άτομο είναι το πλέον κατάλληλο να
συναντήσει ο αυτόχειρας ‒δηλαδή, ο έμπρακτα και τελεσίδικα μηδενιστής‒
πρωταγωνιστής. Πράγματι, ο ‘μαστροπός’ θα ορίσει τον τρόπο με τον οποίο ο
αφηγητής θα πορευτεί στη μετέπειτα διαδρομή του στην κόλαση συστήνοντάς του την
κοπέλα. Από πολλές απόψεις, άλλωστε, η αλλόκοτα ακτιβιστική ιδιαιτερότητα του
σαρτρικού μηδενισμού εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την αλλοπρόσαλλη κατάσταση που θα
συναντήσει στην παραλία ο πρωταγωνιστής (η οποία, βέβαια, ως κατά βάση
‘μεταμοντέρνας’ υφής, ξεφεύγει από το καθαυτό αντικείμενο του κυρίως μέρους της
εργασίας).
96
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
Αφού δεν καταφέρνει να σαγηνεύσει το υποψήφιο θύμα της, η παθητική μορφή της
εκκοσμικευμένης αλληγορίας δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αυτοθυσιαστεί στο
πλαίσιο ενός ‒όπως εντέλει αποκαλύπτεται‒ προνοιακού αναίρεσης ‒μέσω
‘αλληγορικής’ υποκατάστασης‒ της πράξης του αφηγητή. Με αυτόν τον τρόπο, επίσης,
τα μάτια του πρωταγωνιστή διανοίγονται στην υπερβατική διάσταση της ζωής, ώστε
να τού δοθεί πλέον η δυνατότητα να επαναπροσδιορίσει τη γοητεία που ασκείται στον
άνθρωπο από τις αλληγορικές/λογοτεχνικές αφηγήσεις (μπορεί να αντιπαραβάλει
κανείς εδώ τη λουθηρανική πρόσληψη της αλληγορίας, σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται
σχετικά στο κυρίως μέρος της παρούσας εργασίας· συγκεκριμένα, στην υποενότητα
2.2.3). To κουφάρι της κοπέλας εξομοιώνεται με τη γη της κόλασης, στον βαθμό που
η συγκεκριμένη μορφή της αλληγορίας ταυτίζεται με την οντολογική απροσδιοριστία
της (μετά)ρομαντικής συμβολικής έκφρασης (βλ. υποενότητα 3.1.4). Με την
αυτοκτονική πράξη του ο πρωταγωνιστής κατέδειξε ότι η σύγχρονη εκκοσμικευμένη
εποχή και τα όποια θέλγητρά της δεν είχαν ολοκληρωτική επίδραση στη συνείδησή
του· τώρα όμως καλείται να ανακαλύψει κάτι τόσο αδιανόητα ‒αν όχι απαράδεκτα‒
και παρωχημένα μαξιμαλιστικό όσο η Αλήθεια! Σε κάθε περίπτωση, το μόνο σίγουρο
είναι ότι ο αλλοτινός επίδοξος αυτόχειρας δεν μπορεί να αρνηθεί τον ‘θαυμαστό’ τρόπο
που επανήλθε στη ζωή…!
97
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία
Γεώργιος Κόκκορης, «Η λογοτεχνία και η αυτοσυνειδησία
του νεωτερικού υποκειμένου: Μια συνοπτικότατη
επισκόπηση»
98
Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία