You are on page 1of 5

ΘΕΜΑ : «Ο ρόλος της κοινήs γνώμης στη διαμόρφωση της κρίσης του

δικαστή: διαστάσεις και όρια στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα».

Ι. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο Πλάτωνας στο διάλογό του Πρωταγόρας, διηγείται ότι οι άνθρωποι τους πρώτους
χρόνους εμφάνισής τους στη γη ζούσαν μόνοι τους σε σπηλιές. Ο τρόπος όμως αυτός
διαβίωσής τους δεν τους παρείχε αποτελεσματική προστασία έναντι των επιθέσεων των
αγρίων θηρίων. Γι’ αυτό αποφάσισαν να ζήσουν σε ομάδες. Με τη συμβίωσή τους
περιορίστηκαν μεν οι επιθέσεις των θηρίων, άρχισαν όμως οι επιθέσεις και συγκρούσεις
μεταξύ τους. Γι’ αυτό ζήτησαν από το θεό Ερμή να τους φέρει κανόνες που να ρυθμίζουν τη
συμβίωσή τους. Έτσι, οι ανθρώπινες κοινωνίες απέκτησαν δίκαιο. Επειδή το δίκαιο αυτό,
όμως, πρέπει και να εφαρμόζεται και δεδομένου ότι η αυτοδικία, ο αρχέγονος τρόπος
αυτοδύναμης προστασίας των δικαιωμάτων ευνοεί καταρχήν εξ’ ορισμού τον ισχυρότερο,
γρήγορα κατέστη αντιληπτή η αναγκαιότητα της ύπαρξης μιας δικαιοδοτικής εξουσίας.
Αρχικά αυτή η εξουσία ασκούνταν από τους βασιλείς και τους λοιπούς αξιωματούχους.
Προϊόντος του χρόνου άρχισαν να συγκροτούνται ειδικά δικαιοδοτικά όργανα, τα δικαστήρια
και να προβάλλεται το αίτημα για μια ακηδεμόνευτη, αμερόληπτη και αποτελεσματική
δικαιοσύνη, ένα αίτημα που δεν έχει μέχρι σήμερα απολέσει την επικαιρότητα του και την
επιτακτικότητά του και ιδίως στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς της δημοσιονομικής
κρίσης που έχει επηρεάσει δυσμενώς το σύνολο του πληθυσμού της χώρας ανακύπτει εύλογα
το ερώτημα για το κατά πόσον ο δικαστής μπορεί να επιτελέσει ανεπηρέαστος το έργο του ή
θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης και το κοινό περί
δικαίου αίσθημα; Οι συζητήσεις αυτές μάλιστα εντείνονται σε περιόδους όπου η δικαιοσύνη
καλείται να επιλύσει κάποια διαφορά από την οποία δημιουργούνται κοινωνικές ή πολιτικές
προεκτάσεις.

ΙΙ. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ

2.1. Έννοια, περιεχόμενο, κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας.

Κατά την εύγλωττη και περιεκτικότατη διατύπωση του Χ. Φραγκίστα «Ανεξαρτησία


της δικαιοσύνης υπάρχει εις μιαν χώραν, όταν οι δικασταί κατά την άσκησιν των δικαστικών
των καθηκόντων, διατηρούσι απόλυτην αυτοτέλειαν κρίσεων και πλήρη ελευθερία,
υπείκοντες μόνον εις τους νόμους και την φωνήν της συνειδήσεώς των και ουδεμίαν
ουδαμόθεν υποχρεούμενοι να δεχθώσιν οδηγίαν». Συνεπώς, δικαστική ανεξαρτησία είναι η
αυτοτέλεια, η ελευθερία των δικαστών κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Οι δικαστές κατά
την άσκηση του λειτουργήματός τους είναι ανεξάρτητοι απέναντι στα άλλα όργανα του
κράτους, τους διαδίκους και τις μη κρατικές δυνάμεις, π.χ. στον τύπο, στα πολιτικά κόμματα
και την εκκλησία. Καμία από τις άλλες δυο εξουσίες δεν μπορεί να παρέμβει σε ότι άγει στο
σχηματισμό της δικανικής κρίσης, επιβάλλοντας την επίλυση της όποιας ένδικης διαφοράς
προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Ο δικαστής που δικάζει μια συγκεκριμένη υπόθεση είναι
ανεξάρτητος και προκαλεί την εμπιστοσύνη για την αμεροληψία του, όπως απαιτεί το άρθρο
87 § § 1 και 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «οι δικασταί κατά την άσκησιν των
καθηκόντων των υπόκεινται μόνον εις το Σύνταγμα και τους νόμους» και δεν είναι
εκτελεστές της θελήσεως του κράτους, αλλά ασκούν ανεξάρτητα μια χωριστή λειτουργία (Σ
26 § 3), το άρθρο 6 § 1 της Συμβάσεως της Ρώμης, αν είναι ισόβιος (Σ 88 § 1) και
προσδιορίζεται από το νόμο (Σ 8 Σ). Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις είναι θεμελιώδεις
αφού, χωρίς αυτές, η ελληνική δημοκρατία θα έπαυε να είναι κράτος δικαίου.

2.2. Επεμβάσεις και σύγχρονες απειλές κατά της δικαστικής εξουσίας

1
α. Από την εκτελεστική εξουσία η οποία αρέσκεται να θέλει τη δικαιοσύνη
υποταγμένη στα κελεύσματά της (π.χ. άρθρο 90 παρ. 5 επιλογή των προέδρων και
αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων από το Υπουργικό συμβούλιο, πιθανόν να
επιλέγεται ο κομματικά αρεστός, άρθρο 90 παρ. 3 δυνατότητα διαφωνίας υπουργού
δικαιοσύνης αναφορικά με προαγωγέ και μεταθέσεις, δυνατότητα έγερσης πειθαρχικής
αγωγής από τον υπουργό δικαιοσύνης).

β. Από τη νομοθετική εξουσία. Επεμβάσεις σε εκκρεμείς δίκες με αναδρομικούς


νόμους, κατάργηση δικαιωμάτων που αναγνωρίστηκαν με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις.

γ. Σύγχρονη απειλή και από τους εκπροσώπους ΜΜΕ ως διαμορφωτών και


εκφραστών της κοινής γνώμης. Παραπληροφόρηση κοινής γνώμης, δημαγωγία, λαϊκισμός
(τηλεδίκες), παραβίαση βασικών κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας. Βάναυση
καταπάτηση τεκμηρίου αθωότητας, κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων, ενόρκων και δικαστών,
διάβρωση του κλίματος νηφαλιότητας και αμεροληψίας ως απαραίτητων στοιχείων για τη
διεξαγωγή της δίκαιης δίκης. «Απόφανση» κοινής γνώμης για την ενοχή ή την αθωότητα του
κατηγορουμένου ή για τη νομιμότητα ή μη των υπο κρίση μέτρων, πριν την τελική κρίση του
δικαστή.

2.3. Αντιμετώπιση των ξένων επεμβάσεων προς το δικαστικό έργο από το


δικαστικό σώμα

Όταν η κοινή γνώμη έχει ήδη αποφανθεί, απαιτείται από τους δικαστές πλεόνασμα
ευθυκρισίας, αντικειμενικότητα και ψυχικό σθένος για να μπορέσουν να επιτελέσουν
ανεπηρέαστα το έργο τους, χωρίς να προκαταλαμβάνονται από τη γνώμη της μάζας.
Απαλλαγή από την κηδεμονία της κοινής γνώμης. Δεν υπάρχει αληθινή δικαιοσύνη, χωρίς
πραγματικά ανεξάρτητα δικαστήρια. Όταν κλέβουν από τη δικαστική λειτουργία τον
ανεξάρτητο δικαστή, η λειτουργία αυτή φθίνει και πεθαίνει. Η μεγαλύτερη εγγύηση για την
ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού είναι η ίδια η προσωπικότητά του. Καμία
συνταγματική πρόβλεψη, καμία θεσμική μεταρρύθμιση δεν θα μπορέσει ποτέ να προσφέρει
στο δικαστή αποτελεσματικότερη θωράκιση έναντι των εξωγενών επεμβάσεων απ’ ότι η ίδια
του η ευψυχία, το ήθος και το θάρρος του.

Από την άλλη, αν τυχόν καταλήξουν σε διαφορετική ετυμηγορία, η δικαστική


απόφαση κινδυνεύει να μείνει αδικαίωτη στη συνείδηση της κοινής γνώμης,
αντιμετωπίζοντας τη δυσπιστία και την καχυποψία.

ΙΙΙ. ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ

3.1. Η κοινή γνώμη. Έννοια, θετικός και αρνητικός ρόλος.

α. Με τον όρο «κοινή γνώμη» αναφερόμαστε στη γνώμη, την άποψη, την κρίση και
τη θέση που έχει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας σε σπάνιες περιπτώσεις το σύνολο πάνω σε
διάφορα ζητήματα που ενδιαφέρουν κι ως ένα βαθμό απασχολούν τους πολίτες στον
πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό κ.ά. τομέα ή ακόμα και αναφορικά με πρόσωπα ή ποικίλες
άλλες καταστάσεις.

β. Παράγοντες διαμόρφωσης της κοινής γνώμης (ποικίλα πολιτικά και οικονομικά


συμφέροντα, Μ.Μ.Ε., προπαγάνδα, διαφήμιση-συνθήματα, θρησκευτικές πεποιθήσεις,
παράδοση, ήθη & έθιμα, συγκυρίες: ιστορικές, πολιτικές, (ψευδείς ή όχι) δημοσκοπήσεις,
οργανωμένες ομάδες-σύλλογοι μορφωτικό επίπεδο πολιτισμικό επίπεδο οικογένεια)

2
γ. Θετικός ρόλος (έλεγχος & κριτική εξουσίας, διασφάλιση δημοκρατίας, αμοραλισμού,
αδικίας, εξασφάλιση κοινωνικής συνοχής, υπόδειξη λύσεων, συγκράτηση εγκληματικότητας,
αξιόποινων πράξεων, απόρριψη ανάξιων, αξιοκρατία, κοινωνικός έλεγχος, διαμαρτυρία).

δ. Αρνητικός ρόλος (ισοπέδωση προσωπικότητας, κατάργηση του προσώπου


«μαζοποίηση», άκριτη παραδοχή, αποπροσανατολισμός, συντηρητισμός, δημαγωγία,
λαϊκισμός, προκατάληψη δικαστικής κρίσης)

3.2. Δικαιώματα κοινής γνώμης σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Συνιστά βασικό παράγοντα κατά τη διαμόρφωση της βούλησης των φορέων της
νομοθετικής εξουσίας και των πολιτειακών οργάνων. Η συμβολή του κάθε πολίτη στη
δημιουργία της άγρυπνης κοινής γνώμης είναι δημοκρατικό λειτούργημα. Εκδήλωση των
αντιδράσεων από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τον τύπο και μέσω ομαδικών
συγκεντρώσεων και συνελεύσεων.

α. Δικαίωμα ορθής πληροφόρησης σε ζητήματα επικαιρότητας και ιδίως σε ζητήματα


κοινού ενδιαφέροντος (άρθρο 5Α Σ) και

β. Ελευθερία έκφρασης, γνώμης και πληροφοριών ή ιδεών (14 Σ και άρθρο 10


ΕΣΔΑ) και κριτικής των πράξεων των κρατικών οργάνων, ακόμη κι αν δυσαρεστούν ή
ανησυχούν αυτούς.

3.3. Δικαστική λειτουργία και κοινή γνώμη. Στάθμιση δικαιωμάτων κοινής


γνώμης και ανεξαρτησίας δικαστικής λειτουργίας.

Κατ’ άρθρο 87 παρ. 1 και 2, η δικαιοσύνη απονέμεται από τα δικαστήρια


συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής
ανεξαρτησίας. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο
Σύνταγμα και τους νόμους, κρίνουν μάλιστα κατά συνείδηση με ειδική και εμπεριστατωμένη
αιτιολογία. Η δικαστική λειτουργία είναι μια από τις συντεταγμένες λειτουργίες της
πολιτείας, ανεξάρτητη από τις άλλες δύο και τούτο αποτελεί τη βάση του παρόντος
πολιτεύματος.

Από την άλλη πλευρά, το Σύνταγμα στο άρθρο 1 παρ.3 Σ ορίζει ότι όλες οι εξουσίες
πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους, ενώ κατ’ άρθρο 26 παρ.3 Σ η
δικαστική εξουσία ασκείται από τα δικαστήρια και οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα
του ελληνικού λαού. Πηγή όλων των εξουσιών είναι ο λαός και το ανώτατο κρατικό όργανο.
Επομένως, πρώτον κάθε συντεταγμένη εξουσία, άρα και η δικαστική δεν βρίσκεται πάνω από
το λαό και δεν μπορεί να εκφεύγει από τον έλεγχο και την κριτική του λαού και δεύτερον
κάθε εξουσία, άρα και η δικαστική οφείλει να ενεργεί στο πλαίσιο που της έχει διαγράψει η
εκφρασμένη λαϊκή βούληση από το Σ και τους νόμους και να υπάρχει υπέρ του λαού.

Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης είναι θεμιτό να έχουν ως στόχο την απονομή της
δικαιοσύνης;

Διερεύνηση α) ως προς το στάδιο που προηγείται από την έκδοση μιας δικαστικής
αποφάσεως και β) ως προς το στάδιο που επακολουθεί.

α) Προτού εκδοθεί η οριστική απόφαση για μια διαφορά ή υπόθεση, οι αντιδράσεις


της κοινής γνώμης προσκρούουν στο άρθρο 87 § § 1 και 2 του Συντάγματος. Οι δικαστές
καταρχήν είναι ανεξάρτητοι και υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους. Κάθε
απόπειρα επηρεασμού τους είναι αθέμιτη, αδιάφορα από το αν η πηγή της απόπειρας

3
επηρεασμού είναι η σκοπιμότητα που υπηρετεί η διοίκηση ή το ενδιαφέρον της κοινής
γνώμης. Π.χ. εκκρεμούσης ποινικής υποθέσεως και μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως
επ' αυτής, απαγορεύεται η δημοσίευση οποιωνδήποτε κρίσεων ή χαρακτηρισμών, αφορώντων
είτε στους διαδίκους είτε στον κατήγορο και ιδίως κριτική ως προς την ενοχήν του
κατηγορουμένου, γεγονός που θα έπληττε κατάφωρα το τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 παρ. 3
ΕΣΔΑ). Θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη παρέμβαση σε συγκεκριμένη εκκρεμή δίκη και
εξώθηση της κοινής γνώμης για να ασκήσει πίεση στο δικαστή. Εμπόδια στην ορθή και
ανεπηρέαστη απονομή δικαιοσύνη, προδιαθέτοντας το δικαστήριο και επηρεάζοντας τους
μάρτυρες. Όταν μια δίκη βρίσκεται σε εξέλιξη, κανείς δεν πρέπει να τη σχολιάζει κατά τρόπο
πρόσφορο να προκαλέσει σοβαρό κίνδυνο βλάβης του πνεύματος δικαιοσύνης και
προδιαθέτοντας γενικά την κοινή γνώμη εναντίον ενός από τα διάδικα μέρη γιατί έτσι
διαπράττει μια καταφρόνηση προς τη δικαιοσύνη αν προδικάζει την αλήθεια πριν το
δικαστήριο την αποκαταστήσει. Είναι ανεπίτρεπτη η ανοχή μιας δίκης υπό πίεση.

Αν η απονομή της δικαιοσύνης εξαρτιόταν από τις εκάστοτε εκτιμήσεις των


δικαστών για την κοινή γνώμη, η δικαστική εξουσία θα μετατρεπόταν σε νομοθετικό σώμα.
Τα δικαστήρια δεν ασκούν πολιτική, δεν επιδιώκουν πολιτικά οφέλη ούτε έχουν πολιτικές
οφειλές, αλλά η μόνη τους ανησυχία είναι η αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας.
Υπόκεινται μόνο στο νόμο που πηγάζει από την κυρίαρχη λαϊκή βούληση η οποία σ’ένα
κράτος δικαίου δεν είναι η κοινή γνώμη, ούτε το νεφελώδες «κοινό περί δικαίου αίσθημα».

β) Όμως, μετά την έκδοση της η δικαστική απόφαση δημιουργεί δεσμεύσεις.


Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα αν οι δεσμεύσεις αυτές εμποδίζουν την κριτική των αποφάσεων
από την κοινή γνώμη. Καταρχήν, καμιά διάταξη του θετικού δικαίου δεν δεσμεύει ως προς
την πειστικότητα των αιτιολογιών των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες μπορούν να
αμφισβητηθούν μέσω των ενδίκων μέσων. Αν ο λαός δεν έχει το δικαίωμα να κρίνει την
πειστικότητα των αιτιολογιών των δικαστικών αποφάσεων, τότε μένουν αναπάντητα τα
ακόλουθα δύο ερωτήματα:

- Τι νόημα έχει το άρθρο 1 § 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με το όποιο και η δικαστική


εξουσία πηγάζει από το λαό;

- και ποιο πρακτικό αντίκρυσμα έχει η διακήρυξη του άρθρου 26 § 3 του Συντάγματος, κατά
το οποίο «αι αποφάσεις... εκτελούνται εν ονόματι του Ελληνικού Λαού»;

Το πρόβλημα για το αν η ανεξαρτησία των δικαστών εμποδίζει την κριτική των


δικαστικών αποφάσεων από την κοινή γνώμη, είχε συζητηθεί ήδη από το 1930 και ο τότε
αντεισαγγελέας του ΑΠ, Γ.Π.Χοϊδάς, είχε απαντήσει: «Οποιοσδήποτε μπορεί ν’ ασκήσει
κριτική κατά την καθιερωμένη ελευθερία συζήτησης περί των πράξεων των δημοσίων αρχών
οι οποίες προερχόμενες από τη δικαστική εξουσία είναι κτήμα του κοινού και υπόκεινται
στην κοινή κρίση.. δικαιοσύνη μόνο βελτίωση δύναται να δει εκ του δημοσίου ελέγχου εντός
φυσικά των ορίων του προσηκόντως». Η δικαιοσύνη υπηρετεί τα συμφέροντα ολόκληρης της
κοινωνίας και απαιτεί τη συνεργασία ενός διαφωτισμένου κοινού. Είναι αναμφισβήτητο το
δικαίωμα της κοινής γνώμης και του τύπου για δημόσιο έλεγχο των δικαστικών αποφάσεων
στα όρια της ευπρέπειας, όχι όμως και η συστηματική προσπάθεια που καταβάλλεται σήμερα
για τον επηρεασμό του δικαστή πριν την έκδοση της απόφασης σε υποθέσεις μείζονος
σπουδαιότητας. Η αρχή του αμοιβαίου σεβασμού δεν σημαίνει σιγή για τα κακώς έχοντα και
ιδίως οι επικρίσεις από τη κοινή γνώμη είναι εντονότερες σε περιόδους, όπου τα δικαστήρια
καλούνται να επιλύσουν διαφορές με πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις ή σε περιπτώσεις,
που εμφανίζεται έντονος δικαστικός ακτιβισμός, δημιουργική νομολογία και
πολιτικοποιημένη δικαστική λειτουργία.

4
Δεν πρέπει λοιπόν, να λησμονούμε ότι η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων στο
όνομα του λαού δεν είναι απλό σχήμα λόγου, αλλά ουσιαστική διακήρυξη, φορέας της
δικαστικής εξουσίας είναι ο κυρίαρχος λαός που την ασκεί δια των δικαστών, ως άμεσων
αντιπροσώπων του. Επίσης όπου η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου προϋποθέτει την
εξειδίκευση μιας αόριστης νομικής έννοιας, λχ ότι η σύμβαση είναι ανήθικη και ότι ο
κλονισμός του γάμου κρίνεται ισχυρός, τότε η εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών
δεν γίνεται με τις υποκειμενικές αντιλήψεις του δικαστή, αλλά με τις αντιλήψεις της κοινής
γνώμης και ο δικαστής τότε μόνο μπορεί να κάνει χρήση των ιδιωτικών γνώσεων του, όταν
πρόκειται για πασίδηλα γεγονότα ή διδάγματα της κοινής πείρας, κτήματα δηλαδή της κοινής
γνώμης.

3.4. Τρόποι στάθμισης δικαιωμάτων κοινής γνώμης και σεβασμού δικαστικής


ανεξαρτησίας.

- Ο δικαστής δεν πρέπει να συμμορφώνεται τυπικά μόνο προς τους υπάρχοντες


κανόνες δικαίου με απλή λογική επεξεργασία, αδιαφορώντας για το αν οι λύσεις που δέχεται
εξυπηρετούν ή όχι την κοινωνική σκοπιμότητα. Κύριος γνώμονάς του πρέπει να είναι η
κοινωνική ωφέλεια, η επίτευξη της καλύτερης κοινωνικής λύσης, να αποκλείει απλώς την
επιφανειακή επεξεργασία των διατάξεων και να προβαίνει σε ουσιαστικότερη εξέταση του
σκοπού, των νομοθετικών κειμένων σε συνδυασμό πάντοτε με τη σύγχρονη κοινωνική
πραγματικότητα. Σωστή εφαρμογή δικαίου είναι μια δικανική λύση κοινωνικά αποδεκτή.
Κοινώς να μην είναι αποκομμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα.

- Αξίωση οι δικαστικές αποφάσεις να πείθουν για την ορθότητά τους με άψογη


επιχειρηματολογία και ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ανακτώντας το χαμένο κύρος
και την εμπιστοσύνη προς τη δικαιοσύνη που έχει κλονιστεί.

- Η κοινή γνώμη να έχει σωστή ενημέρωση, ανεξαρτησία (οικονομική, πολιτική) των


ΜΜΕ, ελεύθερη έκφραση, σωστή καθολική παιδεία, ανάπτυξη-ολοκλήρωση της
προσωπικότητας καθενός.

IV. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Συνοψίζοντας, κατέστη σαφές ότι ο πολίτης οφείλει να δείχνει σεβασμό προς τις
αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας που εκτελούνται εις το όνομα του ελληνικού λαού,
προκειμένου να εκπληρώνει με επιτυχία την αποστολή της. Πλην όμως ζούμε σε μια εποχή
που όλα στασιάζονται και αμφισβητούνται, διάχυτη μάλιστα είναι η κρίση θεσμών, ακόμη
και της δικαστικής εξουσίας, η οποία θεωρούν ότι αδυνατεί να ανταπεξέλθει στα καθήκοντα
που της έχουν ανατεθεί, ενώ αμφισβητείται και η ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων.
Αναδείχθηκε περαιτέρω τόσο ο θετικός, όσο και ο αρνητικός ρόλος της κοινής γνώμης
σχετικά με την επιρροή που μπορεί ν’ ασκήσει ως προς τη διαμόρφωση του δικανικού
συλλογισμού και εξήχθη το συμπέρασμα ότι απαιτείται συνδυασμός και στάθμιση του
δικαιώματος της ορθής πληροφόρησης και της έκφρασης της κοινής γνώμης από τη μια
πλευρά και του σεβασμού της αμερόληπτης και ουδέτερης δικαστικής κρίσης η οποία σε
καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποκαθίστανται. Συνεπώς, ανεξάρτητη δικαστική λειτουργία,
υψηλού επιπέδου μέσα ενημέρωσης, δικαστικό σθένος, έλεγχος απονομής δικαιοσύνης από
σωστά ενημερωμένη κοινή γνώμη, συνειδητοποίηση ότι όλα πηγάζουν από το λαό και
υπάρχουν υπέρ αυτού σημαίνει αληθινά δημοκρατική κοινωνία.

You might also like