You are on page 1of 63

Περιεχόμενα

Εἰσαγωγικὰ γιὰ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰούδα .............................................................................4


Γενικὴ εἰσαγωγὴ ....................................................................................................................................... 4
Συγγραφέας .............................................................................................................................................. 4
Παραλῆπτες.............................................................................................................................................. 5
Περιεχόμενα ............................................................................................................................................. 6
Περιστατικὰ τῆς συγγραφῆς .................................................................................................................... 6
Σχέσεις τῆς Ἐπιστολῆς πρὸς τὴν Β΄ Πέτρου ............................................................................................. 7
Τόπος καὶ χρόνος συγγραφῆς .................................................................................................................. 8
Χαιρετισμὸς (Ἰούδ. στ. 1-2) ..................................................................................................8
Ἀποστολέας καὶ παραλῆπτες ................................................................................................................... 9
Ἔλεος, εἰρήνη καὶ ἀγάπη........................................................................................................................ 11
Ἀσελγεῖς καὶ ἀρνητὲς (Ἰούδ. στ. 3-4) .................................................................................12
Ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστις (στ. 3) ....................................................................................................... 12
Προφητευμένοι οἱ αἱρετικοὶ (στ. 4) ....................................................................................................... 15
Παραποιοῦν τὴ χάρι σὲ ἀσέλγεια (στ. 4) ............................................................................................... 16
Τιμωρία παλαιῶν ἀσεβῶν (Ἰούδ. στ. 5-7)..........................................................................18
Πρῶτο παράδειγμα τιμωρίας: Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς (στ. 5) ................................................................... 18
Δεύτερο παράδειγμα τιμωρίας: Οἱ ἐκπεσόντες ἄγγελοι (στ. 6) ............................................................ 20
Τρίτο παράδειγμα τιμωρίας: Τὰ Σόδομα καὶ ἢ Γόμορρα (στ. 7) ............................................................ 22
Τιμωρία καὶ τωρινῶν ἀσεβῶν (Ἰούδ. στ. 8-11) ..................................................................24
Σαρκικοὶ καὶ βλάσφημοι (στ. 8) ............................................................................................................. 24
Μάχεται ὁ ἄγγελος, ἀλλὰ δὲν βρίζει (στ. 9)........................................................................................... 26
Βρίζουν τὸν Θεό, Ζοῦν σὰν τὰ ζῷα (στ. 10)............................................................................................ 28
Κάϊν - Βαλαὰμ - Κορὲ (στ. 11) ................................................................................................................. 29
Διεφθαρμένοι καὶ ἐγωιστὲς (Ἰούδ. στ. 12-13) ...................................................................31
Βρωμεροὶ - ἄκαρπα δέντρα (στ. 12) ...................................................................................................... 31
Ἐκτροχιασμένοι, ἀφρίζοντες (στ. 13) ..................................................................................................... 35
Ἔρχεται νὰ ἐλέγξη (Ἰούδ. στ. 14-16) ..................................................................................37
Ἔρχεται ὁ Κύριος γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς (στ. 14-15) ...................................................................................... 37
Γιὰ τοὺς γογγυστὲς καὶ μεμψίμοιρους (στ. 16)...................................................................................... 40
Οἱ πιστοὶ ἔναντί των ἀσεβῶν (Ἰούδ. στ. 17-19) .................................................................42
Ἀποστολικὲς προρρήσεις (στ. 17) .......................................................................................................... 42
Ἐμπαῖκτες ἀσεβεῖς (στ. 18) ..................................................................................................................... 43
Ψυχικὸς καὶ πνευματικὸς ἄνθρωπος (στ. 19) ........................................................................................ 45
Ἔμπρακτη ἀγάπη (Ἰούδ. στ. 20-23) ....................................................................................48

~2~
Σταθεροὶ στὴν πίστι (στ. 20) ................................................................................................................... 48
Αγάπη, έλεος, Ζωή αιώνιος (στ. 21). ...................................................................................................... 51
Συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς (στ. 22-23). ................................................................................... 54
Δοξολογία (Ἰούδ. στ. 24-25) ...............................................................................................57
Ἐνώπιόν Του ἄπταιστοι (στ. 24) ............................................................................................................. 57
Νῦν καὶ εἰς πάντας τους αἰῶνας. Ἀμὴν (στ. 25) ..................................................................................... 60

~3~
Γενικὴ εἰσαγωγὴ
Ἡ ἐπιστολὴ ἀπευθύνεται «πρὸς τοὺς ἀγαπημένους ποὺ κάλεσε ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ
διατηρεῖ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ Χριστό». Ὅμως δὲν γνωρίζουμε ποὺ βρίσκονται οἱ παραλῆπτες
της, ὅπως ἐπίσης δὲν γνωρίζουμε ποὺ βρίσκεται ὁ συγγραφέας, ὁ ὁποῖος συστήνεται ὡς
«Ἰούδας, δοῦλος τοῦ Inσού Χριστοῦ καὶ ἀδελφός του Ἰακώβου». Ἐπικαλεῖται τὸν Ἰάκωβο,
τὸν ἄδελφό του, τὸν γνωστὸ ὡς ἀδελφόθεο, ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστὴ ἡγετικὴ προσωπικότητα
τῆς πρώτης ἐκκλησίας, συνεπῶς καὶ τῶν παραληπτῶν τῆς ἐπιστολῆς.
• Ὁ συγγραφεὺς ἀναγκάστηκε νὰ στείλη ἐσπευσμένα τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ἐξ αἰτίας τῶν
αἱρετικῶν, ποὺ ἐμφανίστηκαν στοὺς κόλπους τῆς ἐκκλησίας καὶ ἀποτελοῦσαν μὲ τὴ
διδασκαλία τους καὶ τὴ φιλελεύθερη ζωὴ τοὺς κίνδυνο γιὰ τοὺς πιστούς.
• Ζητεῖ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς παραλῆπτες «νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν πίστι, ποῦ
μιὰ γιὰ πάντα δόθηκε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ» (στ. 3). Οἱ αἱρετικοὶ χαρακτηρίζονται ὡς
«ἀσεβεῖς», γιατί παρερμηνεύουν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, θεωρώντας τὴν ὡς δικαιολογία (ἢ
ἀκόμα καὶ κάλυψι) γιὰ τὴν ἀνήθικη ζωή τους, καὶ ἀρνοῦνται «ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ
μοναδικὸς Κύριός μας» (στ. 4).
• Ὑπενθυμίζει τὶς σκληρὲς τιμωρίες τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀσεβεῖς κατὰ τὸ παρελθὸν καὶ
προειδοποιεῖ ὅτι καὶ γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς αὐτοὺς ἔρχεται ἡ αὐστηρὴ τιμωρία τοῦ Θεοῦ,
ἐφόσον μιμοῦνται τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀσεβῶν του παρελθόντος.
• Προτρέπει τοὺς ἀναγνῶστες νὰ ἐνθυμοῦνται «τὰ προφητικὰ λόγια τῶν ἀποστόλων τοῦ
Κυρίου» (στ. 17) καὶ τοὺς συμβουλεύει.
• Τελειώνει δὲ τὴν ἐπιστολὴ μὲ δοξολογία στὸν Σωτῆρα Θεὸ (στ. 24).
• Μὲ ὅσα γράφει ὁ ἱερὸς συγγραφέας δέχεται, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν περιορίζεται μόνο
στὴν καθαρότητα τοῦ δόγματος, ἀλλ' ἐκτείνεται καὶ στὴν καθαρότητα τοῦ ἤθους. Τὸ ἕνα
χωρὶς τὸ ἄλλο δὲν ἀποτελεῖ ὁλοκληρωμένο Χριστιανισμό, πρᾶγμα ἄλλωστε, ποῦ μὲ
διαφορετικὴ ὁρολογία καὶ διαφορετικὲς παραστάσεις ὑπογραμμίζουν ὅλοι οἱ συγγραφεῖς
τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Συγγραφέας
Σύμφωνα μὲ τὸ προοίμιο στὴν ἴδια τὴν ἐπιστολή, συγγραφέας, θεόπνευστος συντάκτης
της, εἶναι ὁ «Ἰούδας Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου». Ἔτσι αὐτοσυστήνεται
καὶ αὐτοπαρουσιάζεται. Ὁ Ἰάκωβος εἶναι «ἀδελφός του Κυρίου» (Γαλ. ἃ' 19). Εἶναι χρήσιμο
νὰ ποῦμε μερικὰ πράγματα γιὰ τοὺς «ἄδελφούς» του Χριστοῦ, διότι ὑπάρχουν κάποιοι
αἱρετικοί, ποῦ ἰδίως ἀνήκουν στὸ προτεσταντικὸ φάσμα, καὶ κάποιοι ἄλλοι, πολὺ
χειρότεροι ἀπ' αὐτούς, ποὺ λέγονται Χιλιαστές, καὶ ἐκμεταλλεύονται αὐτὴ τὴν ὁρολογία
μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη.

~4~
• Ἰσχυρίζονται, ὅτι τάχα ἡ Παναγία ἀπέκτησε καὶ ἄλλα παιδιὰ μετὰ τὴ γέννησι τοῦ Ἰησοῦ!
Ἀρνοῦνται, δηλαδή, τὴν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου Μαρίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι δεχόμαστε, ὅτι
ἡ Παναγία ἦταν Παρθένος πρὶν ἀπὸ τὴ Γέννησι, ἔμεινε Παρθένος κατὰ τὴ Γέννηση καὶ
παρέμεινε ἕως τέλους Παρθένος.
Ἀειπάρθενος! Δὲν μποροῦσε νὰ γίνῃ διαφορετικά. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πύλη, Ποῦ εἶδε ὁ
προφήτης Ἰεζεκιὴλ (μδ' 1-3), ποὺ ἦταν κλεισμένη καὶ παρέμεινε κλεισμένη, διότι μόνο
Κύριος ὁ Θεὸς πέρασε ἀπ' αὐτήν.
• Ὕπαρξις, ποὺ φιλοξένησε τὸ σαρκωμένο Λόγο, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν ὕστερα ν'
ἀκολουθήση τὸ συνήθη ἀνθρώπινο δρόμο. Παρέμεινε ἀμόλυντη, ἀειπάρθενος, Παναγία.
• Καὶ οἱ «ἄδελφοί» του Χριστοῦ; Πρόκειται εἴτε γιὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ γάμο τοῦ πρὶν
ἀπ' τὴ μνηστεία του μὲ τὴν Παρθένο Μαρία, εἴτε γιὰ πρῶτα ἐξαδέλφια τοῦ Ἰησοῦ.
Βεβαιότερο τὸ πρῶτο.
• Ὁ Ἰωσὴφ εἶχε δυὸ παιδιά: τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰούδα.
• Ὁ ἀδελφός του Ἰωσήφ, ὁ Κλωπας, εἶχε τρία ἀγόρια: τὸν Ἰάκωβο τὸ μικρό, τὸν Ἰωσὴ καὶ
τὸ Συμεών.
• Κι οἱ δυὸ εἶχαν καὶ θυγατέρες.
Ἔτσι ὡς «ἄδελφοί» του Ἰησοῦ λογίζονται ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀναφέραμε. Ζοῦσαν πάντως
μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ στὴ Ναζαρὲτ καὶ εἶχαν μαζί Του μεγαλώσει.
Σημαντικότερος ἀναδείχθηκε ὁ Ἰάκωβος, ποῦ χρημάτισε πρῶτος ἐπίσκοπος
Ἱεροσολύμων καὶ συντάκτης τῆς πρώτης στὸν κατάλογο τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν.
Τελευταία στὸν κατάλογο τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν εἶναι ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰούδα. Ἀναφέρει
στὸ προοίμιό του τὸ «ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου», διότι ἦταν πιὸ γνωστὸς ὁ Ἰάκωβος ἦταν
σημαντικὴ ἡγετικὴ προσωπικότητα τῆς ἀρχεγόνoυ Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἰούδας, ὁ συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς, δὲν ἀναφέρεται σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς Καινῆς
Διαθήκης. Ἦταν ὅμως γνωστὸς ἀπὸ τοὺς καταλόγους τῶν ἀδελφῶν του Ἰησοῦ. Εἶναι
πρόσωπο διάφορο ἀπὸ τὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῶν δώδεκα, τὸν Ἰούδα τὸν Λεββαῖο ἢ
Θαδδαῖο (Ματθ. 1' 3).
• "Ἂν ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος παρέμεινε γνωστὸς ὡς θεόπνευστος συγγραφέας τῆς
κατηχητικῆς καὶ ἐποικοδομητικῆς ἐπιστολῆς του, ὁ Ἰούδας ὁ ἀδελφόθεος παρέμεινε γωστὸς
ὡς θεόπνευστος συγγραφέας τῆς ὁρμητικῆς καὶ ἀντιρρητικῆς ἐπιστολῆς.
• Ὁ Ἰούδας μπορεῖ νὰ ζοῦσε μέχρι τὰ τέλη τοῦ 1ου αἰῶνα. Τὸ ὅτι μιλάει ἔτσι, ὅπως μιλάει
γιὰ τοὺς ἀποστόλους, σὰν κάτι παρελθοντικό, δὲν μειώνει καθόλου τὸ σεβασμὸ ποὺ τρέφει
πρὸς τὸ πρόσωπό τους.

Παραλῆπτες
Εἶναι ἄγνωστο ἀκριβῶς ποιοὶ εἶναι οἱ παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς. Λέχθηκαν πολλά, ὅπως
ὅτι ἤσαν Παλαιστίνιοι οἱ ἀναγνῶστες ἢ χριστιανοὶ τῆς Συρίας. Ἐπειδή, ὡς καθολικὴ

~5~
ἐπιστολή, δὲν ἀναφέρει συγκεκριμένη ἱστορικὴ κατάστασι, προσφωνεῖ ὁ ἀδελφόθεος
Ἰούδας τοὺς παραλῆπτες μὲ τὸ γενικὸ «οἱ ἐν Θεῷ πατρὶ ἠγιασμένοι».
Πολλοὶ ξένοι ἑρμηνευτὲς καὶ ὁρισμένοι δικοί μας ὑποστηρίζουν, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πλέον
πιθανόν, ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐστάλη πρὸς τὶς ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, η, ἀκριβέστερον, πρὸς
τοὺς παραλῆπτες τῶν ἐπιστολῶν Α΄ καὶ Β΄ Πέτρου. Οἱ λόγοι εἶναι:
α) ὁ Ἰούδας ὑπενθυμίζει στοὺς ἀναγνῶστες τοῦ τὴν προφητεία τοῦ Πέτρου (στ. 17-18).
β) Στὴ Μικρὰ Ἀσία ὑπῆρχαν ἀκόλαστοι αἱρετικοί, ἐννοοῦνται δὲ στὸν Ἰούδα ἴσως οἱ
Νικολαΐτες.
Μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀκολούθησε ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰούδα. Ἤδη
γνωρίζουμε, ὅτι ὁ Παῦλος στὶς τελευταῖες του ἐπιστολὲς μάχεται τοὺς αἱρετικούς της Μ.
Ἀσίας. Φαίνεται δέ, ὅτι κατὰ τὴν τελευταία φυλάκισή του δέχθηκε διὰ τοῦ συνεργάτου τοῦ
Σιλουανοῦ τὴν ἐπιστολὴ Α΄ Πέτρου καὶ ὕστερα τὴν Β΄.

Περιεχόμενα
Ἂν καὶ ἤθελε νὰ γράψη ὁ Ἰούδας γιὰ τὴν κοινὴ σωτηρία, τελικὰ ἐπέσπευσε τὴ συγγραφὴ
καὶ τὴν ἀποστολὴ τῆς ἐπιστολῆς, λόγω τῆς ἐμφανίσεως στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας
αἱρετικῶν ἀντινομιστῶν καὶ ἀμφισβητιῶν τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
• Ἡ τιμωρία τῶν αἱρετικῶν θὰ εἶναι σκληρή, ὅπως τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἀποστάτησαν
κατὰ τὴν πορεία τους στὴν ἔρημο, μετὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο (στ. 5).
• Ἡ τιμωρία τους θὰ εἶναι σκληρή, ὅπως τῶν ἀποστατῶν ἀγγέλων (στ. 6).
• Ἡ τιμωρία τους θὰ εἶναι σκληρή, ὅπως στὰ Σόδομα καὶ τὴ Γόμορρα (στ. 7).
Στὴ συνέχεια δίνει χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν αἱρετικῶν. Ἀκολουθοῦν
προειδοποιήσεις καὶ νουθεσίες. Καὶ ἡ ἐπιστολὴ κλείνει μὲ δοξολογία
Ἔχει ἀποδειχθῆ ἡ σχέσις τῆς ἐπιστολῆς μὲ τὴν Β΄ Πέτρου, ἡ ὁποία καὶ πρέπει νὰ
προηγῆται χρονικά. Ἐπίσης δὲν εἶναι σωστὴ ἢ γνώμη, ὅτι ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰούδα ἔχει
ἐξάρτηση ἀπὸ ἀπόκρυφα.

Περιστατικὰ τῆς συγγραφῆς


Ἡ ἐπιστολὴ ἀνήκει στὴν οψιμoτέρα σειρὰ τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποῦ κατὰ
χρονικὴ τάξι εἶναι: Α΄ καὶ Β΄ Πέτρου, Ἰούδα, Ἀποκάλυψις, Α΄, Β΄, Γ΄ Ἰωάννου, Εὐαγγέλιο κατὰ
Ἰωάννην.
• Ἀναφέρεται στοὺς αἱρετικούς. Ἡ ταυτοποίησής τους δὲν εἶναι εὔκολη. Ἔτσι κάποιοι
μιλᾶνε γιὰ Γνωστικούς, Καρποκρατιανοὺς ἢ Ὀφίτες (Καϊνίτες) καὶ Νικολαΐτες, ἐνῷ ἄλλοι
μιλᾶνε γιὰ ἐλευθεριάzοντες ψευδοδιδασκάλους. Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ προκηται γιὰ
κάποιους προδρόμους τοῦ Γνωστικισμοῦ (2ου αἰῶνα), οἱ ὁποῖοι σὺν τοῖς ἄλλοις
παραποιοῦν τὴν παύλειο διδασκαλία περὶ ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸ νόμο καὶ
προβάλλουν τρόπο ζωῆς ἠθικὰ καταδικαστέο, τὸν ὁποῖον οἱ ἴδιοι Ζοῦν.

~6~
• Ὁ θεόπνευστος Ἰούδας δὲν προβαίνει σὲ συστηματικὴ ἀνασκευὴ τῶν θέσεων τῶν
αἱρετικῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων. Στιγματίζει ὅμως σκληρὰ τὴ διδασκαλία καὶ τὴν
ἀνηθικότητά τους. Θὰ ἔχουν, λέει, τὴν τύχη τοῦ Κάϊν, τοῦ Βαλαάμ, τοῦ Κορὲ (στ. 11).
• Συμπερασματικὰ θὰ λέγαμε, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ ψευδοδιδάσκαλοι, θεωρητικὰ καὶ
πρακτικὰ ἤσαν ἀντίθετοι πρὸς τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ.
• Θεωρητικά:
α) Ἀρνοῦνται τὸν μόνο Δεσπότη καὶ Κύριο ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ (στ. 4).
β) Εἶναι ἀρνητές, ἐπανιστάμενοι κατὰ πάσης ὑπερεχούσης ἀρχῆς (στ. 8, 10, 11, 15, 16,
18).
γ) Εἶναι ὑπερφίαλοι (στ. 16, 19). δ) Ἐπαγγέλλονται, ὅτι κάτεχουν κάποια ἀνώτερη γνῶσι
(στ. 10).
• Πρακτικά:
α) Εἶναι ἔκφυλοι (στ. 4), κίναιδοι (στ. 7. 8. 10).
β) Ἐμφανίζουν τὸν ἐκφυλισμό τους ὡς θρησκεία καὶ μυσταγωγία (στ. 4 καὶ 8).
γ) Εἶναι τυχοδιῶκτες (στ. 12, καὶ 16).
δ) Εἶναι μισάνθρωποι καὶ ἀνθρωποκτόνοι (στ. 11).
Γλῶσσα καὶ ὕφος Τὸ λεξιλόγιο εἶναι πλούσιο, μὲ πολλὲς λέξεις καὶ φράσεις, ἅπαξ
λεγόμενες. Η γλῶσσα εἶναι ἄψογος ἑλληνικὴ (κατὰ τὸν Παναγιώτη Τρεμπέλα).
• Ἡ ἐπιστολὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ 499 λέξεις. Χρησιμοποιεῖ δὲ 206 λέξεις καὶ 13 κύρια
ὀνόματα. Δέκα πέντε λέξεις εἶναι «ἐκ τῶν ἅπαξ λεγομένων» στὴν Καινὴ Διαθήκη. Π.Χ.:
σπιλάδες, πλανῆται, φθινοπωρινά, γογγυσταί, μεμψίμοιροι, ἐκπορνεύσασαι, ὑπέχουσαι,
ἀποδιορίζοντες, ἄπταιστοι, δεῖγμα, ἐπαγωνίζεσθαι, ἐπαφρίζοντα, παρεισέδυσαν, φυσικῶς,
ἐνυπνιαζόμενοι. Καὶ ἕνα κύριο ὄνομα (Κορὲ) εἶναι ἐκ τῶν ἅπαξ λεγομένων.
• Τὸ ὕφος τῆς ἐπιστολῆς εἶναι ὄχι ἁπλῶς Ζωηρό, ἀλλὰ παταγῶδες. Πλῆρες πάθους, ἂν
ὡς πάθος νοηθῆ τὸ ἄλγος τοῦ συγγραφέα καὶ ἡ ἱερὴ ὀργή του γιὰ τὶς ἐνέργειες τῶν
αἱρετικῶν εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ πόθος νὰ προφυλάξη τοὺς πιστούς.
Στοὺς στίχους 9 καὶ 22-23 φαίνεται ἡ εὐγένεια καὶ ἡ λεπτότητα τοῦ συγγραφέως.

Σχέσεις τῆς Ἐπιστολῆς πρὸς τὴν Β΄ Πέτρου


Οἱ ὁμοιότητες τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰούδα πρὸς τὴν Β΄ Πέτρου, καὶ μάλιστα τὸ δεύτερο
κεφάλαιό της, εἶναι ὅπως οἱ σχέσεις τῶν τριῶν συνοπτικῶν Εὐαγγελίων. Όταν γραφόταν τὸ
ἕνα ἀπὸ τὰ δύο κείμενα, ὁ συγγραφέας αὐτοῦ εἶχε ὑπ' ὄψι τοῦ τὸ ἄλλο. Οὐσιαστικὰ ἡ
ἐπιστολὴ στοῦ Ἰούδα μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ὡς ὑπόμνησις τῆς διδασκαλίας τῆς δευτέρας
ἐπιστολῆς τοῦ Πέτρου. Υπάρχει καὶ ἡ γνώμη, ποὺ ἐλάχιστα στηρίζεται, ὅτι καὶ οἱ δύο, καὶ ὁ
ἀπόστολος Πέτρος καὶ ὁ ἀπόστολος Ἰούδας, ἀντλοῦν ἀπὸ μία ἄλλη, τρίτη πηγή.

~7~
Μνημονεύουμε δύο παραλληλισμοὺς καὶ ὁμοιότητες ἀπὸ τὶς δεκάδες ποῦ ὑπάρχουν.
• Β' Πέτρ. β' 4: «Εἰ γὰρ ὁ Θεὸς ἀγγέλων ἁμαρτησάντων οὐκ ἐφείσατο, ἀλλὰ σειραις
πόφου ταρταρώσας παρέδωκεν εἰς κρίσιν τηρουμένους...».
• Ἰούδ. στ. 6: «Ἀγγέλους τέ τους μὴ τηρήσαντας τὴν ἑαυτῶν ἄρχην, ἀλλὰ ἀπολιπόντας τὸ
ἴδιον οἴκητηριον εἰς κρίσιν μεγάλης ἡμέρας δεσμοὺς ἀϊδίοις ὑπὸ Ζόφον τετήρηκεν».
• Β' Πέτρ. β' 17: «Οὗτοι εἴσι πηγαὶ ἄνυδροι, νεφέλαι ὑπὸ λαίλαπος ἐλαυνόμεναι, οἶς ὁ
λόφος τοῦ σκότους εἰς αἰῶνα τετήρηται».
• Ἰούδ. στ. 12-13: «Νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι... οἶς ὁ Ζόφος τοῦ
σκότους εἰς τὸν αἰῶνα τετήρηται».

Τόπος καὶ χρόνος συγγραφῆς


Λέχθηκε, ὅτι γράφτηκε ἡ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης. Ἐπίσης
λέχτηκε, ὅτι γράφτηκε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ὅπου ζοῦσε μικρὴ χριστιανικὴ
κοινότητα, στὴν ὁποία μποροῦσαν νὰ ἐμφανιστοῦν οἱ αἱρετικὲς ὁμάδες, ποὺ μὲ πάθος
ἀποκρούει ὁ ἀδελφόθεος Ἰούδας.
• Ὠρισμένοι ἑρμηνευτὲς (Δαμαλᾶς, Ἀντωνιάδης, Τρεμπέλας, Ἰωαννίδης) θεωροῦν ὡς
πιθανότερο τόπο τὴν Παλαιστίνη, καὶ δὴ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ως τόπος συγγραφῆς ἔχει προταθῆ
καὶ ἡ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου, ποὺ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα τῆς
Μεσοποταμίας. Στὴν Αἴγυπτιακη Βαβυλῶνα εἶχαν καταφύγει χριστιανοὶ μετὰ τὸ μαρτύριο
τοῦ Ἰακώβου, ἀδελφοῦ του Ἰούδα.
• Γράφτηκε δὲ μεταξύ των ἐτῶν 66-69.
• Γιὰ τὸ ὅλο θέμα τῆς συγγραφῆς καὶ τῆς ἀποστολῆς τῆς Ζωηρῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰούδα
μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε, ὅτι μέλῃ τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας ᾖρθαν στὰ Ἱεροσόλυμα,
καὶ μετέδωσαν τὴν εἴδηση γιὰ τὴ διείσδυσι διαστρεβλώσεως τῆς πίστεως ἀπὸ
ψευδοδιδασκάλους. Ὁ Ἰούδας, ἕνας ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Πρεσβυτέρους ('Ἐπισκόπους) των
Ἱεροσολύμων, ποὺ ἤδη ἀπολάμβανε ξεχωριστὸ κῦρος, ὕστερα μάλιστα καὶ ἀπὸ τὸ θάνατο
τοῦ ἀδελφοθέου (καὶ ἀδελφοῦ του) Ἰακώβου, γράφει τὴν ἐπιστολή.
• Σκοπὸς νὰ τονίση τὸν ἐπαπειλούμενο κίνδυνο τῶν πλανῶν καὶ τῶν αἱρέσεων, νὰ
καυτηριάση τὶς πλάνες, καὶ νὰ στηρίξη τοὺς πιστοὺς στὸ δρόμο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς
ἀληθινῆς πίστεως.

1
Ἰούδας, ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφός δὲ ᾿Ιακώβου, τοῖς ἐν Θεῷ πατρὶ ἡγιασμένοις
καὶ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ τετηρημένοις κλητοῖς· 2 ἔλεος ὑμῖν καὶ εἰρήνη καὶ ἀγάπη πληθυνθείη.

~8~
Ἀποστολέας καὶ παραλῆπτες
Ἡ ταυτότητα τοῦ συντάκτου της ἐπιστολῆς. Σὲ ὅλες τὶς ἐπιστολές, τοῦ Παύλου καὶ τῆς
Καθολικὲς (πλὴν τῆς πρὸς Ἑβραίους), ὑπάρχουν στὴν ἀρχὴ τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀποστολέως,
τοῦ (ἢ τῶν) παραλήπτου (πτῶν) καὶ ἡ εὐχὴ καὶ εὐλογία. Τὸν αὐτὸ τύπο κρατάει καὶ ὁ Ἰούδας,
χρωματισμένο πάντοτε μὲ τὴ γνήσια ταπείνωση ποὺ ἔχει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀληθινὸς
ἀπόστολος. «Ἰούδας Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου, τοῖς ἐν Θεῷ πατρὶ
ἠγιασμένοις καὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ τετηρημένοις κλητοῖς» (στ. 1). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἐγὼ ὁ Ἰούδας, ποὺ εἶμαι δοῦλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀδελφός του
Ἰακώβου, ἀπευθύνομαι (γράφω) στοὺς ἐκλεκτούς, σὲ σᾶς, ποὺ ἔχετε ἐκλεγῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ
Πατέρα καὶ ἔχετε διαφυλαχθῆ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό».
• Ἰούδας λέγεται ὁ συντάκτης τῆς Ζωηρῆς, ὅπως θὰ δοῦμε ἐπιστολῆς. Τὸ ὄνομα Ἰούδας
εἶχε στιγματισθῆ μὲ τὴν προδοσία καὶ αὐτοκτονία τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου. Βεβαίως
ὑπῆρχε καὶ ἄλλος Ἰούδας στὸν κύκλο τῶν δώδεκα.
• Στὸν κατάλογο τῶν μαθητῶν, ὅπως διασῴζεται ἀπὸ τὸν Λουκᾶ, ἀναφέρεται ὡς «Ἰούδας
Ἰακώβου». Ὁ ἀπόστολος Ἰούδας ἦταν γυιὸς κάποιου Ἰακώβου. Ὁ δικός μας Ἰούδας, ὁ
συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς, δὲν εἶναι τοῦ Ἰακώβου (δηλαδὴ γυιὸς τοῦ Ἰακώβου), ἀλλ' εἶναι
«ἄδελφός του Ἰακώβου». Γιὰ τὸν ἀπόστολο Ἰούδα ἔχουμε ἀκόμα τὴ μαρτυρία στὸ Ἰωάν. Ἰδ'
22, ὅπου «Ἰούδας, οὒχ ὁ Ἰσκαριώτης» ἀπευθύνει ἐρώτημα στὸν Χριστὸ τὴ νύχτα τοῦ
Πάθους. Ὁ ἀπόστολος Ἰούδας (ἐκ τῶν δώδεκα) πρέπει νὰ εἶχε καὶ τὰ ὀνόματα Λεββαῖος ἢ
Θαδδαῖος, διότι στὸν κατάλογο τῶν μαθητῶν, ὅπως διασῴζεται ἀπὸ τὸν Ματθαῖο (1' 3), στὴ
θέση τοῦ ὀνόματος «Ἰούδας Ἰακώβου» ὑπάρχει τὸ «Λεββαῖος, ὁ ἐπικληθεῖς Θαδδαῖος».
• Πάντως ὁ συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς δὲν ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν δώδεκα, ὅπως καὶ ὁ
ἀδελφός του Ἰάκωβος δὲν ἀνῆκε. Ἄνηκαν καὶ οἱ δύο στοὺς λεγομένους «ἀδελφούς» του
Κυρίου, στὰ παιδιὰ τοῦ σεβασμίου Ἰωσὴφ ἀπὸ γάμο πρὸς τῆς μνηστείας του μὲ τὴν
Θεοτόκο. Στὴ Ναζαρέτ, ὅπου μεγάλωσε ὁ Χριστός, ἦταν γνωστοὶ οἱ «ἄδελφοι» καὶ οἱ
«ἄδελφές» του Χριστοῦ. Όταν οἱ ΝαΖαρηνοὶ πρωτοάκουσαν τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ στὴ
συναγωγή, ἐξεπλάγησαν καὶ εἶπαν: «Οὒχ οὗτος ἔστιν τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχὶ ἢ μήτηρ
αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἴωσης καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; Καὶ
αἳ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἠμᾶς εἰσι;» (Ματθ. ἰγ' 55).
• Τὸ «Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος» εἶναι ὁμολογία τῆς Θεότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς
ἀφοσιώσεως τοῦ Ἰούδα. Ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὡς ὤνητοι (ἀγορασμένοι μὲ τὸ Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ - Γαλ. γ' 13. Α΄ Κὸρ στ. 30) αἰσθάνονταν χαρὰ καὶ δόξα νὰ ὁμολογοῦν, ὅτι ἤσαν
δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰούδας, ὅπως καὶ ὁ Παῦλος, θεωρεῖ ὑψίστη τιμὴ νὰ εἶναι «δοῦλος
Ἰησοῦ Χριστοῦ». Πάνω ἀπὸ τοὺς τίτλους ὅλους, καὶ τὰ ἀξιώματα καὶ Χριστιανὸς ἔχει τὸ
«δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ». “Ο Ἰούδας προτιμᾷ τὸν τίτλο αὐτὸ ἀπὸ τὸν τίτλο «ἀδελφός του
Κυρίου», ποῦ στηριζόταν στὴν κατὰ σάρκα συγγένειά του μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. «'Ἀδελφός»
του Χριστοῦ δὲν ἦταν μὲ τὴν ἔννοια τῆς σαρκικῆς συγγένειας, ἀλλὰ μὲ τὴν πνευματικὴ
ἔννοια. Εἶχε ἀκούσει καὶ εἶχε πιστέψει στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἑπομένως ὑπάγεται στὴ
νέα οἰκογένεια, γιὰ τὴν ὁποία λέει ὁ Χριστός: «Οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ
φυλάσσοντες αὐτόν, οὗτοι καὶ μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου» (Ματθ. 1β' 48-50).
~9~
• Τὸ «ἄδελφος δὲ Ἰακώβου», τὸ προσθέτει ὁ Ἰούδας, γιὰ νὰ προσδιορίση τὴν ταυτότητά
του. Μὲ τὸ ὄνομα Ἰούδας οἱ ἀναφερόμενοι στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶναι πέντε. Γι' αὐτὸ ἡ
προσθήκη ἦταν ἀπαραίτητη, ὅπως σήμερα τὸ ἐπίθετο. Ο Ἰάκωβος ὁ ἀδελφός του Ἰούδα, ὁ
ἐπονομαζόμενος καὶ «ἀδελφόθεος», ἦταν πασίγνωστος στοὺς χριστιανούς, καὶ ὡς πρῶτος
ἐπίσκοπός των Ἱεροσολύμων. Ο συνδυασμὸς δύο προσώπων ὡς ἀδελφῶν, προστιθέμενος
στὸ πασίγνωστό του ἑνὸς ἦταν ἐπαρκὲς στοιχεῖο ἀναγνωρίσεως.
• «Κλητοῖς». Κλητοὶ εἶναι οἱ Χριστιανοί. Στὴν Καινὴ Διαθήκη τὸ ἐπίθετο χρησιμοποιεῖται
γιὰ νὰ ἐπισημάνη τοὺς καλεσμένους στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ περισσότερες παραβολὲς
τοῦ Κυρίου εἶναι κάλεσμα γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Οἱ χριστιανοὶ καλοῦνται ἀπὸ τὸν
κόσμο καὶ τὴν ἀσέβεια τοῦ κόσμου στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἀνώτερη Ζωή, σὲ ὑψηλότερα,
οὐράνια, ἀόρατα καὶ αἰώνια ἀγαθά. Ἐκλήθησαν νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Σωτῆρα Χριστό.
Ἐκλήθησαν ν' ἀφήσουν τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ νὰ ζήσουν τὴν πραγματικότητα τῶν
τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἡ κλήσης. Τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ ἀξιοσύνη τῆς κλήσεως.
Θὰ φανοῦμε ἄξιοί της κλήσεως; Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ ὅ τα ρυπαρὰ μάτια
ἐνδεδυμένος ἐκλήθη, ἂλλ' οὐκ ἔμεινεν ἐν τῇ κλήσει. Διὰ τοῦτο καὶ μᾶλλον γέγονεν
ἀπόβλητός της κλήσεως τῆς εἷς τὸν νυμφῶνα. Καὶ αἳ πέντε παρθένοι ἐκλήθησαν. Δηλῶν
οὒν ποίαν κλῆσιν λέγει, ἐπήγαγε: “Καὶ πληρώση πᾶσαν εὐδοκίαν ἀγαθωσύνης, καὶ ἔργον
πίστεως ἐν δυνάμει”. Ταύτην Ζητοῦμεν τὴν κλῆσιν, φησὶν» (Ε.Π.Ε. 23,50). Μετάφρασις: Καὶ
ἐκεῖνος, Ποῦ (στὴν παραβολὴ) φοροῦσε βρώμικα ροῦχα, προσκλήθηκε, ἀλλὰ δὲν
πειθάρχησε στὴν κλῆσι. Γι' αὐτὸ ἀποβλήθηκε ἀπὸ τὸ Νυμφῶνα. Κάτι παρόμοιο συνέβη καὶ
μὲ τὶς πέντε μωρὲς παρθένες. Γιὰ νὰ δηλώση, λοιπόν, ὁ ἄπ. Παῦλος, Ποιὰ κλῆσι ἐννοεῖ,
πρόσθεσε: «Θὰ ἐκπληρώση κάθε ἀγαθὴ ἐπιθυμία καὶ ἔργο πίστεως μὲ τὴ δύναμί Του» (Β΄
Θεσ. α' 11). Τέτοια κλῆσι νὰ Ζητᾶμε, ποὺ ἔχει ἀγαθὴ ἐπιθυμία καὶ ἔργο πίστεως.
• Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἰούδας, μιλώντας γιὰ τοὺς παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς, δὲν λέει ἁπλῶς
«κλητοῖς», ἀλλὰ ἐπισημαίνει σὲ ποιοὺς κλητοὺς στέλνεται ἡ ἐπιστολή: «Τοῖς ἐν Θεῷ Πατρὶ
ἠγιασμένοις καὶ Ἰησοῦ Χριστῷ τετηρημένοις». Τὰ «ἓν Θεῶ» καὶ «ἐν Χριστῷ» εἶναι
ἐμπρόθετοι προσδιορισμοί, ἰδιάzοντες στὴ Γραφή. Τὸ δὲ «καὶ» τῆς φράσεως συνδέει ὅμοια
πράγματα. "Ἄρα φαίνεται καὶ ἐδῶ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός.
• «Ἠγιασμένοι». Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ ὅρος «ἠγιασμένος» ἔχει ἔννοια πνευματική. Ὁ
Χριστὸς «ἁγιάζει ἐαυτὸν» διὰ τοῦ Σταυροῦ, ὁ Πατὴρ «ἁγιάζει τοὺς μαθητᾶς ἐν τῇ ἀληθεῖᾳ»
(Ἰωάν. 17' 19). Οἱ χριστιανοὶ ἁγιάστηκαν «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ἐν τῷ
πνεύματι τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. στ΄ 11). Ἐδῶ οἱ κλητοὶ καὶ οἱ «ἠγιασμένοι ἐν Θεῷ» εἶναι οἱ
ἀφιερωμένοι στὸν Θεὸ καὶ οἱ Ζῶντες Ζωὴ ἄσπιλο κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
• «Τηρῶ». Εἶναι ταυτόσημο μὲ τὸ «φυλάσσω». Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Πατὴρ ἢ ὁ Υἱὸς
τηροῦν τοὺς πιστοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ ἢ ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ. Ὁ δὲ πιστὸς τηρεῖ τὴν
πίστι ἢ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄσπιλο ἀπὸ τὸν κόσμο (Ἰακ. α' 27). Ο Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική του
προσευχὴ κάνει δυὸ ἀναφορὲς μὲ τὸ ρῆμα «τηρῶ». «Πάτερ ἅγιε, τήρησoν αὐτοὺς ἐν τῷ

~ 10 ~
ὀνόματί σου» (Ἰωάν. ιζ' 11). - «Οὐκ ἔρωτω ἕνα ἄρης αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ' ἶνα τηρήσης
αὐτοὺς ἐκ τοῦ Πονηροῦ» (Ἰωάν. ιζ΄ 15).
Ὁ Ἰούδας ἐννοεῖ ἁπλά, ὅτι οἱ κλητοί, πρὸς τοὺς ὁποίους γράφει, ἔχουν τηρηθῆ ἐν Χριστῷ
καὶ δὲν ἔχουν ἐκπέσει ἀπ' Αὐτοῦ ἔχουν τηρηθῆ «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ».
• Στὶς ἐπιστολὲς τοὺς οἱ Ἀπόστολοι καλοῦν τοὺς χριστιανοὺς ἁγίους καὶ «ἠγιασμένους».
Ὁ Ἰούδας μόνο στὸ «ἠγιασμένους» προσθέτει καὶ τὸ «τετηρημένους». Οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι
ἀναφέρονται στὴν ἀφιέρωση καὶ τὴν υἱοθεσία. “Ο Ἰούδας ἀναφέρεται καὶ στὸ γεγονός, ὅτι
οἱ ἐκκλησίες, πρὸς τὶς ὁποῖες γράφει, ὑπέστησαν τὸν καταιγισμὸ τῆς πλάνης, μὲ
ἀποτέλεσμα, ἄλλα μέλῃ νὰ ἐκπὲσουν καὶ ἄλλα νὰ τηρηθοῦν. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι γράφουν πρὸς
τοὺς ἠγιασμένους, ὁ Ἰούδας ὅμως πρὸς τοὺς ἠγιασμένους καὶ τετηρημένους (ἴδε καὶ Ἀποκ.
γ' 10).

Ἔλεος, εἰρήνη καὶ ἀγάπη


Μετὰ τὰ στοιχεῖα τῆς ταυτότητας τοῦ ἀποστολέως καὶ τῶν παραληπτῶν τῆς ἐπιστολῆς
ἔρχεται ἡ εὐχή. «Ἔλεος ὑμὶν καὶ εἰρήνη καὶ ἀγάπη πληθυνθείη» (στ. 2).
• Ὁ ἀσπασμὸς τῶν Ἀποστόλων πρὸς τοὺς χριστιανοὺς ἀπετελεῖτο ἀπὸ τέσσερις λέξεις:
χάρις, ἔλεος, εἰρήνη, ἀγάπη. Οὐδέποτε βρίσκονται καὶ οἱ τέσσερις μαζί, ἀλλὰ πάντοτε δύο
ἢ τρεῖς. Πάντοτε ὑπάρχει ἡ εἰρήνη, ἅπαξ δὲ μόνο, στὸν Ἰούδα, ἡ ἀγάπη. Στὴν ἐδῶ ἐπιστολὴ
ἡ εὐχὴ (ἄσπασμος) ὑπενθυμίζει τὸν ἄσπασμο στὰ Α΄ Πέτρ. (α' 2) καὶ Β΄ Πέτρ. (α' 2).
• Ἡ εἰρήνη εἶναι ἀρχαῖος ἑβραϊκὸς ἀσπασμός. Αὐτὸν χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ Χριστός, ὅταν
ἐμφανίζεται στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάστασι («Εἰρήνη ὑμὶν») (Ἰωάν. Κ' 19. 21. 26). Μὲ τὸν
ἀσπασμὸ αὐτὸ ὁ λέγων εὔχεται στὸν ἀκούοντα νὰ μὴν εἶναι ταραγμένος, νὰ ἔχῃ εἰρήνη,
ἐσωτερικὴ γαλήνη.
• «Ἔλεος». Στὴ Γραφὴ εἶναι καὶ ὁ κοινὸς οἶκτος, ἀλλὰ κυρίως ὁ οἶκτος καὶ ἡ ἀνοχὴ τοῦ
Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἀνίσχυρους καὶ πάντοτε ἐνόχους ἀπέναντί Του. Δὲν εἶναι
ἀσπασμός, ἀλλὰ συνήθως εἶναι εὐχή. Συχνὰ ἀπαντᾶται στὰ βιβλία τοῦ Παύλου καὶ τοῦ
Λουκᾶ (Λουκ. ἃ' 50. 54. 72. 78. Ρωμ. θ' 23. Ἑβρ. δ' 16). Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πηγὴ
παντὸς ἀγαθοῦ, ποὺ ἔχουμε ἢ καὶ ἐλπίζουμε νὰ λάβουμε. Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δωρεὰ
τοῦ Θεοῦ, ποῦ δὲν τὴν ἄξισουμε. Ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν προσφορὰ τῶν ἀγαθῶν της φύσεως καὶ
φτάνει μέχρι τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν. Εἶναι δὲ ἀνεξάντλητό το ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι
πλούσιος ὁ Θεὸς «ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς» (Ψάλμ. 102,4). Λέει καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Οὒχ ἁπλῶς ἐλεήμων, ἀλλὰ πλούσιος ἐν ἐλέει» (Ε.Π.Ε. 20,500).
• «Ἀγάπη». Σημαίνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ τῶν ἀνθρώπων πρὸς
τὸν Θεὸ ἢ μεταξύ τους. Στὸν Ἰούδα σημαίνει γενικῶς καὶ τὰ τρία. Εἶναι μιὰ κατάστασις
ἀμοιβαίας ἀγάπης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν. Τὸ ἔλεος εἶναι
ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι ἔλεος. Καὶ ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος εἶναι ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου:
«Ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὧν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἠμᾶς, καὶ
ὄντας νεκρούς τους παραπτώμασι συνεΖωοποίησε τὸ Χριστὸς χάριτι ἔστε σεσωσμένοι»
(Ἐφεσ. β' 4-5).

~ 11 ~
• Ὁ Ἰούδας εὔχεται νὰ ὑπερπερισσεύση καὶ νὰ πλεονάση στοὺς ἁγιασμένους καὶ
τηρημένους κλητούς το ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ κάθε ἐξ αὐτοῦ ἀπορρέουσα μακαρία καὶ
σωτήρια κατάστασις.

3
᾿Αγαπητοί, πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος γράφειν ὑμῖν περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας,
ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμῖν παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις
πίστει. 4 παρεισέδυσαν γάρ τινες ἄνθρωποι, οἱ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ κρῖμα,
ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν καὶ τὸν μόνον δεσπότην καὶ
Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι.

Ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστις (στ. 3)


Οἱ παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς εἶναι γιὰ τὸν Ἰούδα ἀγαπητοὶ ὡς ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ. Δὲν
ἔχει σημασία το ὅτι δὲν τοὺς γνωρίσει. Τοὺς ἀγαπᾷ πρὶν νὰ τοὺς γνωρίση, ὅπως ὁ Παῦλος
τοὺς Ρωμαίους (Ρὼμ α' 13). Γιὰ τὸν ἀπόστολο, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ
χριστιανοί, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀγαπητοί. Τοὺς ἀγαπᾷ, γιατί
ὁ Χριστὸς μᾶς ἀγάπησε ὅλους.
Προηγήθηκε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (Α΄ Ἰωάν. δ' 10. 19) καὶ ἕπεται ὡς καρπὸς
αὐτῆς τῆς ἀγάπης ἡ δική μας ἀγάπη στὸν Χριστὸ καὶ στοὺς ἀδελφούς. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια
ἡ ὡραιότερη προσφώνησις εἶναι τὸ «Ἀγαπητοί». Ἃς προσέξουμε τὸ στίχο, ποῦ ὁ Ἰούδας
ἀπευθύνει πρὸς τοὺς ἀγαπητοὺς χριστιανούς: «Ἀγαπητοί, πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος
γράφειν ὑμὶν περὶ τῆς Κοινῆς σωτηρίας, ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμὶν παρακαλῶν
ἐπαγωνίζεσθαι τὴ ἅπαξ παραδοθείση τοῖς ἁγίοις πίστει» (στ. 3). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἀγαπητοί μου, πάντοτε εἶχα μεγάλη ἐπιθυμία νὰ σᾶς γράψω γιὰ τὴ
σωτηρία, ποῦ χάρισε σὲ ὅλους μας ὁ Θεός. Τώρα ὅμως αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ σᾶς
γράψω, γιὰ νὰ σᾶς προτρέψω νὰ συνεχίσετε τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν πίστι, ποῦ μιὰ γιὰ πάντα
παραδόθηκε στοὺς ἁγίους (στοὺς πιστούς, στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ).
• Ἡ ἔκφρασις «πᾶσαν σπουδὴν ποιοῦμαι» σημαίνει: Λαμβάνω κάθε μέριμνα.
Καταβάλλω κάθε προσπάθεια. Ἔχω πολὺ ζῆλο καὶ πόθο. Ἐδῶ σημαίνει τὸ πρῶτο. Φαίνεται,
ὅτι πρόθεσις τοῦ Ἰούδα ἦταν νὰ γράψη πρὸς αὐτοὺς γενικώτερα καὶ ἐκτενέστερα γιὰ τὴν
κοινὴ σωτηρία. Ἀλλ' οἱ περιστάσεις τὸν ἀνάγκασαν νὰ τροποποιήση τὸ σχέδιό του καὶ ν'
ἀπευθύνῃ τὴ σύντομη αὐτὴ ἐπιστολή.
• Τὸ «γράφειν ὑμὶν» δηλώνει, ὅτι ὁ Ἰούδας ἀποστέλλει τὸ γραπτό του ὡς ἐπιστολή.
Δοξάσουμε τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸν λόγο, ποῦ προφορικὰ ἀποκαλύφθηκε καὶ παραδόθηκε
στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν λόγο, ποῦ γραπτὰ διασώθηκε. Ο γραπτὸς λόγος εἶναι
ξεχωριστὴ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Δύσκολα ἄλλοιωνεται. Καὶ ἀποτελεῖ ὡς Γραφὴ τὴ βάση τῆς
θείας ἀποκαλύψεως καὶ τὴν ἐγγύηση τῆς Ἱερᾶς παραδόσεως.
• «Περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας. Κοινὴ λέγεται ἡ σωτηρία, καθ' ὅτι αὐτὸς εἶναι ἐξ Ἰουδαίων
καὶ οἱ παραλῆπτες ἐξ ἐθνῶν. Εἶναι κοινὴ ἢ σωτηρία, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν κάνει

~ 12 ~
διακρίσεις. Ὁ Χριστὸς «ᾖλθε πάντας ἀνθρώπους θέλων σωθῆναι» (Α΄ Τιμ. β' 4). Ἡ δὲ διὰ τῆς
θείας οἰκονομίας δοθεῖσα σωτηρία εἶναι κοινὴ σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους. Γιὰ ὅλους ὁ Θεὸς
Λόγος σαρκώθηκε, γιὰ ὅλους σταυρώθηκε, γιὰ ὅλους ἀναστήθηκε. Οἱ ἀπόστολοι κήρυτταν
τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία. Αὐτὴ ἦταν καὶ οἱ κατ' αὐτῶν κατηγορία: «καταγγέλλουσιν ἠμὶν ὁδὸν
σωτηρίας» (Πράξ. ἰστ' 17).
• Ὁ Χριστὸς ἀπὸ ὅλες τὶς ἀποκλειστικότητες καὶ μοναδικότητες ποὺ ἔχει, ἐκείνη ποὺ
ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη δωρεὰ καὶ γιὰ μᾶς τὴ σπουδαιότερη προσδοκία, εἶναι ἡ σωτηρία.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μέγας ἠμῶν ὁ Κύριος, εἰ οὕτως ἐφίεται τῆς σωτηρίας ἠμῶν.
Μέγα καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐργαζόμενον ἠμὶν τὸν ἁγιασμὸν» (Ε.Π.Ε.23,74). Μετάφρασις:
Ὁ Κύριός μας εἶναι μεγάλος, ἀφοῦ τόσο πολὺ ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία ὅλων μας. Μέγα εἶναι
καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ἐργάζεται γιὰ τὸν ἁγιασμό μας.
Γιὰ ὅλους εἶναι ἡ πίστης καὶ ἡ σωτηρία. Δυστυχῶς δὲν σῴζονται ὅλοι, διότι δὲν θέλουν
νὰ συνεργήσουν, νὰ δώσουν τὴ δική τους συμβολὴ στὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας. Καὶ ἡ
συμβολὴ αὐτὴ εἶναι ἡ πίστις ὡς ἀλήθεια καὶ Ζωή. Καὶ ὁ Παῦλος ἀποκαλεῖ τὸν ἐξ ἐθνῶν Τίτο
«γνήσιον τέκνον κατὰ κοινὴν πίστιν» (Τίτ. ἃ' 4).
• «Ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμὶν παρακαλῶν...». Ἡ λέξις ἀνάγκη σήμερα ἔχει μετριασθῆ
κατὰ τὴ σημασία. Στοὺς ἀρχαίους σήμαινε τὴν ἀνωτέρα καὶ ἀκαταμάχητη βία. Ἀνάγκη ἔχω
νὰ πράξω κάτι σημαίνει: Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ πράξω τοῦτο. Εἶναι ὤρισμενα
πράγματα, ποὺ ἀποτελοῦν ἀπόλυτες ἀνάγκες, θέματα ἄμεσης προτεραιότητας. Γιὰ τὸ
σῶμα ἄμεση ἀνάγκη εἶναι ἡ ἀναπνοὴ καὶ ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἄμεση
ἀνάγκη εἶναι τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου.
Ο Ἰούδας ἀπὸ ἱεραποστολικὸ πόθο αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ γράψη γιὰ τὴν πίστι, γιὰ
τὴν παραδοθεῖσα πίστι, γιὰ τὸ πρῶτο ζήτημα τοῦ κόσμου, ποῦ εἶναι ἡ σωτηρία ἐν Χριστῷ.
Ο ἀπόστολος Παῦλος αἰσθανόταν τὸ κήρυγμα ὡς ἀπόλυτη ἀνάγκη: «Ἀνάγκη μοὶ ἐπίκειται
οὐαὶ δὲ μοὶ ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι» (Ἃ' Κορ. θ' 16).
Ἔτσι ἐξηγεῖται, πῶς λίγοι ἀπόστολοι ξάπλωσαν τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας σὲ ὅλο τὸν
κόσμο.
• Πρώτον, διότι δὲν ἔβαζαν τίποτε ἄλλο πάνω ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὸ κήρυγμα.
• Δεύτερον, διότι τὸ κήρυγμα εἶχε γίνει ἕνα μὲ τὴ ζωή τους.
Ἡ ἀνάγκη αὐτὴ γίνεται πιὸ ἐπιτακτική, ὅταν ἡ πίστις εἶναι τὸ κινδυνευόμενο. Σὰν νὰ τοὺς
λέῃ ὁ συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς: «Εἶδα τοὺς κινδύνους, ποὺ διατρέχετε ἀπὸ τοὺς
ψευδοδιδασκάλους καὶ θεώρησα ἀναγκαῖο νὰ σᾶς γράψω καὶ νὰ διαπραγματευθῶ ὡς
κύριο θέμα τῆς ἐπιστολῆς τὸν κίνδυνον, προτρέποντάς σας νὰ μείνετε στὴν παραδοθεῖσα
στοὺς Χριστιανοὺς πίστι».
• Σᾶς παρακαλῶ, σᾶς προτρέπω. «Παρακαλῶ ἐπαγωνίζεσθαι. Γιὰ νὰ γίνῃ αἰσθητὴ ἡ
διαφορὰ μεταξύ του ἀγωνίζεσθαι καὶ τοῦ ἐπαγωνίζεσθαι, ἀρκεῖ νὰ λάβουμε ὑπ' ὄψιν μᾶς
τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ «οἰκοδομεῖν» καὶ στὸ «ἐποικοδομεῖν». Οἰκοδομεῖ τὴν Ἐκκλησία
ἐκεῖνος, ποὺ τὴν συγκροτεῖ γιὰ πρώτη φορά. Ἐποικοδομεῖ δὲ σ' αὐτὴν ὁ οἰκοδομῶν

~ 13 ~
συμπληρωματικὰ καὶ ἐν συνεχείᾳ. Ἔτσι καὶ τὸ «ἀγωνίζεσθαι» καὶ τὸ «ἐπαγωνίζεσθαι». Τὸ
δεύτερο σημαίνει: Ἀγωνίζομαι πρὸς διατήρηση τῶν κεκτημένων διὰ τοῦ πρώτου ἀγῶνος.
Τὸ «ἐπὶ» δηλώνει ἐπίτασι.
Νὰ ἀγωνίζεσθε ὄχι μὲ ὅπλα ὑλικὰ καὶ μέσα καὶ μέτρα πιέσεως καὶ βίας ἢ καταδιώξεως
τῶν ἀντιπάλων. Ὄχι. Νὰ ἀγωνίζεσθε μὲ τὰ πνευματικὰ ὅπλα. Νὰ ἀγωνίζεσθε πρῶτα νὰ
μείνετε σεῖς ἀκλόνητοι στὴν πίστι, ὑπομένοντας τοὺς διωγμούς. Νὰ ἀγωνίζεστε ὕστερα μὲ
πειθὼ καὶ ἐπιχειρήματα γιὰ τὴν ἀνατροπὴ τῆς πλάνης
• Αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖον ἀγωνίζονται οἱ πιστοί, εἶναι ἡ ἀκριβὴς καὶ τέλεια πίστις, τὴν ὁποία
ὁ Ἰούδας ὀνομάζει «ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστις». «Ἐπαγωνίζεσθαι τὴ ἅπαξ
παραδοθείση τοῖς ἁγίοις πίστει».
• Τὸ «ἅπαξ» σημαίνει τὸ ἀμετάβλητο (Ψάλμ. 61,12. Ψάλμ. 88,36). Εἶναι ἡ ἅπαξ διὰ
παντὸς παραδοθεῖσα στοὺς χριστιανοὺς διδαχή, ἡ ὁποία οὔτε μεταβολὴ οὔτε συμπλήρωση
ἐπιδέχεται. Ὅ,τι ἔχει τὴ σφραγῖδα τῆς τελειότητας, αὐτὸ οὔτε ἀφαίρεση οὔτε πρόσθεσε
ἐπιδέχεται. Ὅ,τι εἶναι πλήρωμα, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ συμπλήρωμα.
«Ἅπαξ», μιὰ φορὰ σαρκώθηκε ὁ Θεὸς Λόγος, ποὺ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητας καὶ τὸ
πλήρωμα τῆς ἀνθρωπότητας. Ἅπαξ ἀποκάλυψε τὴν ἀληθινὴ πίστι ὁ Κύριος. Ἅπαξ
σταυρώθηκε. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ «ἅπαξ» καὶ τὸ «διηνεκές». Μιὰ φορὰ παρέδωσε τὴν πίστι,
ἀλλὰ στὸ διηνεκές, γιὰ πάντοτε θὰ ἰσχύῃ ἡ ἴδια πίστις (Ματθ. ἐ' 18). Μιὰ φορὰ παρέδωσε
τὸν ἑαυτό του στὴ θυσία τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ στὸ διηνεκές, γιὰ πάντοτε θὰ ἰσχύῃ νὰ εἶναι
ἀρχιερέας τῆς σωτηρίας μᾶς (Ἑβρ. Θ' 23. 1' 12).
«Ἐπαγωνίζεσθαι τὴ ἅπαξ παραδοθείση τοῖς ἁγίοις πίστει». Στὴ λέξι «παραδοθείση»
βλέπει κανεὶς καὶ αὐτὸ ποὺ στὴν Ἐκκλησία καλοῦμε παράδοση. Αὐτὸ ποὺ παρέλαβαν οἱ
ἀπόστολοι, αὐτὸ καὶ παρέδωσαν, τὴν πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Α΄ Κορ. ια΄ 23). Καὶ αὐτὴ ἡ
πίστις ὡς ἱερὴ σκυτάλη παραδίδεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ ἐπίσκοπο σὲ ἐπίσκοπο, ἀπὸ
χριστιανὸ σὲ χριστιανό.
• Τὴν πίστι ὡς οὐράνια ἀποκάλυψι δὲν τὴν ἐμπιστεύτηκαν ὁ Κύριος καὶ οἱ ἀπόστολοι σὲ
τυχαία πρόσωπα. Τὴν παρέδωσαν στοὺς ἁγίους. «Τοῖς ἁγίοις». Όπως τὰ ἄχραντα μυστήρια
στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας δίδονται «τὰ Ἅγια τους ἁγίοις», ἔτσι καὶ ἡ δωρεὰ τῆς
πίστεως ἔχει χαρισθῆ στοὺς ἁγίους.
•"Ἅγιοι εἶναι οἱ ἁγιασμένοι «τῷ Θεῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἰησοῦ Χριστῷ», δηλαδὴ οἱ χριστιανοί.
Συνηθισμένο ἐπίθετο γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ο Παῦλος στέλνει τὶς περισσότερες
ἐπιστολὲς τοῦ «τοῖς ἁγίοις τοῖς oύσιν ἐν Ἐφέσῳ......».
Ἅγιος! Μιὰ ἀπὸ τὶς ὀνομασίες τῶν πρώτων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, προτοῦ νὰ ἐπικρατήση
τὸ «χριστιανός». Λέγονταν ἅγιοι, διότι εἶχαν πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ συσχηματίζονται μὲ
τὸν κόσμο (Ρωμ. Ἰβ' 2). Ἠσαν ἅγιοι, διότι ὅσο γίνεται ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὴ μόλυνση τῆς
ἁμαρτίας. Ἤσαν ἅγιοι φυσικὰ ὄχι διότι ἤσαν ἀναμάρτητοι, ἀλλὰ διότι ἤθελαν νὰ
αὐξάνονται σὲ πίστι καὶ ἁγιότητα. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἕκαστος τῶν δικαίων ὡς ἓν
ξένη διάγων ἐν τῷ βίῳ τούτω, οὕτω διέκειτο. Ἀκούση γὰρ καὶ τοῦ Δαβὶδ λέγοντος “Πάροικος

~ 14 ~
ἐγὼ εἴμι ἐν τῇ γῇ καὶ παρεπίδημος”» (Ε.Π.Ε. 5,22). Μετάφρασις: Καθένας ἀπὸ τοὺς ἁγίους
ζοῦσε σ' αὐτὴ τὴ ζωὴ σὰν νὰ διάγῃ ὡς ξένος. Γι' αὐτὸ καὶ θ' ἀκούσης τὸ Δαβὶδ νὰ λέῃ: «Ξένος
εἶμαι σ' αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ προσωρινὰ διαμένω».
• Πίστις! Εἶναι ἡ διδαχή, τὸ εὐαγγέλιο, τὸ δόγμα. Οἱ αἱρετικοί, ἐπωφελούμενοι τὸ θάνατο
τῶν ἀποστόλων, ἰσχυρίζονταν, ὅτι ἀποκαλύπτουν νέες πτυχὲς μυστικές της χριστιανικῆς
διδαχῆς, ἄγνωστες μέχρι τότε. Ὁ Ἰούδας ὅμως πληροφορεῖ τοὺς πιστούς, ὅτι ἡ διδαχὴ
παραδόθηκε «ἅπαξ», πλήρης. Καὶ ἐπ' αὐτῆς πρέπει νὰ συνεχίσουν νὰ ἀγωνίζονται. Ἡ
γλῶσσα τοῦ Ἰούδα περὶ τῆς πίστεως εἶναι ἐξόχως δογματική, ὀρθόδοξος καὶ γεμάτη Ζήλου.
Ὁ τόνος τῆς μοιάζει πρὸς τὴ γλῶσσα ἀγωνιστοὺ ἐπισκόπου, ποὺ μάχεται τοὺς αἱρετικοὺς
μὲ πάθος.
• Ἡ μετοχὴ «παραδοθεῖσα» δηλώνει τὴν ἱερὰ καὶ ἀποστολικὴ παράδοση, ποῦ δὲν εἶναι
τίποτε ἄλλο, εἰ μὴ ὅ,τι παραδόθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχή, «ἅπαξ» ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους.

Προφητευμένοι οἱ αἱρετικοὶ (στ. 4)


Ἡ πίστις εἶναι ὁ θησαυρός μας. Εἶναι ἡ ζωή μας. Εἶναι ἡ ἀρετή μας. Εἶναι ἢ ἠθική μας.
Εἶναι ἡ ἁγιότητά μας. Εἶναι ἡ σωτηρία μας. Καὶ αὐτὴ ἡ πίστις μᾶς συνοψίζεται στὸ πρόσωπο
τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ Πρόσωπο ἦταν ὁ στόχος καὶ αἱρετικῶν της ἐποχῆς
τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Απορεί κανείς, πὼς στὴν παρθενικὴ ἁγία πίστα τῶν πρώτων
χριστιανῶν παρεισέδυσαν διαστρεβλωτές, αἱρετικοί, ἀσεβεῖς! Ἔτσι τουλάχιστον τοὺς καλεῖ
ὁ Ἰούδας στὸν ἑπόμενο στίχο: «Παρεισέδυσαν γὰρ τινὲς ἄνθρωποι, οἱ πάλαι
προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ κρῖμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἠμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς
ἀσέλγειαν, καὶ τὸν μόνον Δεσπότην καὶ Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι» (στ. 4).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Διότι παρεισέφρυσαν μερικοὶ ἄνθρωποι ἀνάμεσά σας. Οἱ
ἀσεβεῖς αὐτοὶ μετατρέπουν τὴ σωτήρια χάρι τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε λογὴς ἀσέλγεια καὶ δὲν
παραδέχονται ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς ἀφέντης καὶ Κύριός μας. Ἀπὸ παλιὰ
οἱ Γραφὲς εἶχαν προαναγγείλει τὴν καταδίκη ποῦ τοὺς περιμένει».
• Τὸ ρῆμα «παρεισέδυσαν», ἅπαξ λεγόμενο στὴ Γραφή, σημαίνει: Διεισδύω
ἀπαρατήρητα. Παραπλήσια εἶναι ἡ ἔκφρασης στὴν Καινὴ Διαθήκη: «Διὰ τοὺς παρεισάκτους
ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ὑμῶν» (Γαλ. β' 4) καὶ
«Παρεισάγειν αἱρέσεις» (Β΄ Πέτρ. β' 1). Τὸ ρῆμα σημαίνει, ὅτι οἱ ἄνθρωποι, γιὰ τοὺς
ὁποίους μιλάει ὁ Ἰούδας, εἰσέβαλαν στὴν Ἐκκλησία λάθρα, δίκην μοιχοῦ. Ο ἀπόστολος
Παῦλος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τάραζαν τὴν κοινότητα τῶν πιστῶν, μὲ δικές τους
φλυαρίες καὶ ἀσέβειες, λέει στὸν Τιμόθεο: «Τούτους ἀποτρέπου. Ἐκ τούτων γὰρ εἰσιν οἱ
ἐνδύνοντες εἰς τὰς οἰκίας καὶ αἰχμαλωτίζοντες γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις,
ἀγόμενα ἐπιθυμίαις ποικίλαις, πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας
ἐλθεῖν δυνάμενα» (Β΄ Τιμ. γ΄ 5-7).
• Τὸ «γὰρ» εἰσάγει ὁλόκληρη τὴν πρόταση, τῆς ὁποίας τὸ κεντρικὸ νόημα βρίσκεται στὶς
φράσεις: «Τὴν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν, καὶ τὸν μόνον Δεσπότην καὶ Κύριον ἠμῶν
Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι».

~ 15 ~
• Τὸ «ἄνθρωποι τινὲς» δηλώνει, ὅτι ὁ Ἰούδας ἀπαξιoὶ νὰ τοὺς ὀνομάση. Εἶναι μερικοὶ
ἄνθρωποι. Χριστιανοὶ βαπτίστηκαν, μὰ πρόδωσαν τὸν Χριστὸ καὶ ἀλλοίωσαν τὴν ἀλήθεια.
Ἂν εἶναι πολλοί, δὲν τὸ λέει. Ἀλλὰ δὲν χρειάζονται πολλοὶ γιὰ νὰ προκαλέσουν τὴν
πνευματικὴ ζημιά. Ἕνα φίδι ἀρκεῖ νὰ ἐκσφενδονίση τὸ δηλητήριό του. Ἕνας λύκος ἀρκεῖ νὰ
κατασπαράξη τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης.
• Ἦταν ἀναμενόμενο τὸ φαινόμενο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐπανειλημμένα προφητεύει τὴν
ἔλευσι δυσσεβὼν καὶ διεστραμμένων, αἱρετικῶν καὶ ἐκφύλων. Καὶ αὐτοί, γιὰ τοὺς ὁποίους
μιλάει ὁ Ἰούδας, ἦταν σημαδεμένοι ἐκ τῶν προτέρων. «Ὁ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο
τὸ κρῖμα». Προεξαγγελτικὴ παράθεσις, ποὺ χαρακτηρίζει τοὺς παραχαράκτες τῆς πίστεως
καὶ ἀρνητὲς τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ τὴν πράξη τους.
Τὸ «πάλαι» ἀναφέρεται σὲ ὅλη τὴν ἱστορία, ἀπὸ τοῦ «Ἐνὼχ τοῦ προφητεύσαντος καὶ
τούτοις», μέχρι τῆς γενιᾶς τῶν Ἀποστόλων. Τὸ «πάλαι» μπορεῖ νὰ σημαίνῃ καὶ κάποιον
μακρινὸ χρόνο πρίν, ὅπως ἦταν ὁ χρόνος τῶν προφητῶν, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ σημαίνῃ καὶ μικρὸ
χρονικὸ διάστημα μεταξὺ προρρήσεως καὶ παρεισδύσεως. Μπορεῖ ἀκόμα νὰ σημαίνῃ τὰ
ὅσα ἔγραψε γι' αὐτοὺς ποῦ καυτηριάζει ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὴ Β' ἐπιστολὴ τοῦ (β' 3).
• «Προγεγραμμένοι» λέγονται, γιατί ἔχει γραφὴ κατ' ἐπανάληψιν γιὰ τὴν ἔμφανισή των
ἀσεβῶν καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Καὶ στὰ προφητικὰ λόγια, ποὺ εἶπε ὁ
Κύριός μας, ἤσαν καὶ οἱ ἐδῶ ἀσεβεῖς «προγεγραμμένοι». Μὲ τὴν ἔννοια τῆς παγγνωσίας
τοῦ Θεοῦ ὅλοι καὶ ὅλα εἶναι «προγεγραμμένα». Ἀλλ' εἰδικότερα προεῖπε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς
πλάνους: «Βλέπετε μὴ τὶς ὑμᾶς πλανήση. Πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου
λέγοντες, ἐγὼ εἴμι ὁ Χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσι» (Ματθ. κδ' 5). Γιὰ τὸ ὅτι δὲ οἱ πλάνοι
θὰ προέρχονται μέσα ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ καταντήσουν ἐπικίνδυνοι
ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆτες, προλέγει πάλι ὁ Κύριος: «Ἐγερθήσονται ψευδόχριστοι
καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν,
καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Ἰδοὺ προείρηκα ὑμὶν» (Ματθ. κδ' 24-25).
• Εἶναι «προγεγραμμένοι» οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ ἀσεβεῖς, ὅσοι ἀρνοῦνται τὴν ἀλήθεια τοῦ
Χριστοῦ. Στὶς ἐμφανέστερες προγνώσεις ἀνήκει καὶ ἐκείνη ποὺ εἶπε ὁ Παῦλος στὴν
ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία του στοὺς ὑπευθύνους της ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου: «Ἐγὼ οἶδα
τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ
ποιμνίου,... λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητᾶς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ. κ'
29-30).

Παραποιοῦν τὴ χάρι σὲ ἀσέλγεια (στ. 4)


• Ἡ λέξις «κρῖμα» στὴ Γραφὴ ἔχει πολλὲς ἔννοιες, ποὺ ἐμφανίζουν μιὰ ἐξέλιξι.
Κρῖμα: Ἡ κρίσης τοῦ Θεοῦ ἢ τοῦ ἀνθρώπου.
Κρίματα οἱ ἐντολὲς ἢ ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς κρίσεως (ἴδε Ψάλμ. 118).
Κρῖμα: Σημαίνει ἀκόμα τὴ δικαστικὴ ἀπόφαση. Καὶ μόνο ἡ καταδικαστικὴ ταυτίζεται
πρὸς τὴν ποινή. Λέει σχετικὸς στίχος τῆς Β΄ Πέτρου: «Οἲς τὸ κρῖμα ἔκπαλαι οὐκ ἀργεῖ» (β'
3).

~ 16 ~
Τέλος σημαίνει καὶ τὴν αἰτία, ποὺ προκαλεῖ τὴν ποινή, δηλαδὴ τὸ ἁμάρτημα.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ στοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρες σημαίνει καὶ τὴν ἁμαρτία ὡς αἰτία,
καὶ τὴν ποινὴ ὡς ἀποτέλεσμα. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει καὶ στὸν Ἰούδα, ποὺ ἡ ὅλη φράσις
σημαίνει: «Αὐτοί, ποὺ ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια ἔχουν σημειωθῆ στὴ Γραφή, ὅτι πρόκειται νὰ
ἐμπέσουν στὸ ἁμάρτημα καὶ τὴν καταδίκη αὐτή, τὴν ὁποία θὰ ἀναφέρω ἀμέσως».
Τὸ «κρῖμα», γιὰ τὸ ὁποῖο ἐπισημάνθηκαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, εἶναι ἡ παραποίησις τῆς
χάριτος σὲ ἀσέλγεια καὶ ἡ ἄρνησης τοῦ Κυρίου. «Τὴν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν, καὶ
τὸν μόνον Δεσπότην καὶ Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι». Ἤσαν ἀσεβεῖς οἱ πλάνοι
ἐκεῖνοι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι. Δὲν ἤσαν ἁπλῶς ἁμαρτωλοί, παρασυρόμενοι σὲ ἠθικὰ
παραπτώματα, ποὺ ὅμως ἔχουν συναίσθηση καὶ μετανοοῦν μετὰ δακρύων. Ἐπρόκειτο γιὰ
ἀσεβεῖς, ποῦ τὸ ἄσπρο το ἔλεγαν μαῦρο ἀσεβεῖς, ποῦ τὸν ἥλιο τῆς χάριτος τὸν
παρουσίασαν ὡς βρωμιά, ὡς ἀσέλγεια! Ἡ χάρις εἶναι ἢ ὄντως ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. “Η
διαστρέβλωσης τῶν αἱρετικῶν ἀναποδογύρισε τὰ πράγματα: Τὴν ἐλευθερία τὴν ἔλεγαν
ἐξάρτηση καὶ τὴν ἐξάρτηση στὰ βρώμικα πάθη τῆς σαρκικῆς ἀσελγείας, τὴν ἀποκαλοῦσαν
ἐλευθερία. Αὐτὸ θυμίζει τὸ Β΄ Πέτρ. β' 19.
• «Χάρις τοῦ Θεοῦ» εἶναι ἡ καινὴ συνθήκη σωτηρίας, ποὺ χάρισε ὁ Θεὸς στοὺς
ἀνθρώπους. Εἶναι ὅλη ἡ περὶ τοῦ ἐκπεσόντος ἀνθρώπου οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Χριστῷ
καὶ τὰ ἀπορρέοντα ἀπὸ αὐτὴν γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀγαθά. Εἶναι ἡ πίστις στὸν Χριστὸ καὶ ἡ
Ἐκκλησία. Λέει, λοιπόν, ὁ Ἰούδας, ὅτι ὅλη αὐτὴ τὴ δεδωρημένη συνθήκη, τὴ χάρι, οἱ
αἱρετικοὶ τὴν μεταβάλλουν σὲ ἀσέλγεια.
• Ἡ λέξις «ἀσέλγεια» στὴν Καινὴ Διαθήκη σημαίνει τὸ σύνολο τῶν ἁμαρτωλῶν πράξεων
τῆς σαρκὸς (Μάρκ. 221-22. Ρωμ. ιγ' 13. Β΄ Πέτρ. β' 2). Γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ Ἐκκλησία ἦταν
θίασος ἀνθρώπων, ποὺ ἐπιδίδονταν σὲ ἀκολασίες ὑπὸ τύπον θρησκευτικῆς λειτουργίας! Ἡ
χριστιανικὴ διδαχὴ ἦταν γι' αὐτοὺς πορνικὸ σύστημα. Καὶ ἢ χάρις τοῦ Θεοῦ ἦταν εὐκαιρία
ἀσελγειῶν! Τέτοια διαστρέβλωσις μόνο ἀπὸ τὸ Σατανᾶ μποροῦσε νὰ ἐπινοηθῆ.
• Οἱ αἱρετικοὶ τότε ὄχι μόνο ἀσεβοῦσαν, ὄχι μόνο ἀσελγοῦσαν, ἀλλὰ καὶ ἔρριχναν τὴν
προσωπική τους κατάμαυρη λάσπη στὸ παρθενικὸ πρόσωπο τῆς ἐν Χριστῷ Ζωῆς, δηλαδή,
τῆς χάριτος. 'Ἀσεβοῦν δὲ οἱ αἱρετικοὶ ὄχι μόνο ἀσελγοῦντες, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ Ἰούδας, ἀλλὰ
καὶ τὸν μόνο Δεσπότη καὶ Κύριο ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ «ἀρνούμενοι».
• Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ μόνος «Δεσπότης καὶ Κύριος ἠμῶν». Τὸ «Κύριος» ἀποδίδεται
ἀποκλειστικῶς στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν πρώτη Ἐκκλησία στὸν ἕνα Θεό. Τὸ «Κύριος», ὅταν
μάλιστα λέγεται μὲ τὸ «ἠμῶν» ἢ μὲ συνάφεια τὸν Πατέρα, τότε ἐμφανῶς σημαίνει, ὅτι ὁ
Χριστὸς εἶναι Θεός.
Τὸ «Κύριος» ἔχει βαθύτερη σημασία. Στὴ Γραφὴ χρησιμοποιοῦνται καὶ τὰ δύο, καὶ τὸ
Κύριος καὶ τὸ Δεσπότης, ὡς συνώνυμα γιὰ τὸν Θεό, ἄλλοτε χωρισμένα καὶ ἄλλοτε ὅμου τὰ
δύο (Ἡσ. α' 24. Β΄ Πέτρ. β' 1. ΑΠΟΚ. στ' 10). Ὁ Ἰούδας μὲ τὸ χαρακτηρισμὸ «Δεσπότης
Κύριος» ἐννοεῖ, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ Κύριος των χριστιανῶν. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς
Χριστός.

~ 17 ~
Κύριος λέγεται ὁ «Δεσπότης» ὑπὸ τὴ σημερινὴ ἔννοια τοῦ «κύριος». Σημαίνει τὸν
ὑπεράνω πάντων, τὸν δεσπόζοντα. Λέγεται δὲ ὁ Χριστὸς «μόνος Δεσπότης» ὄχι σὲ διάκρισι
πρὸς τὸν Πατέρα, ἀλλὰ σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλους, ψευδεῖς δεσπότες καὶ κοσμικοὺς κυρίους.
• Αὐτόν, τὸ μόνο Κύριο, «ἀρνούμενοι» οἱ αἱρετικοί, δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν καμμιὰ σχέση
μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ χριστιανικὴ πίστι. Τὸ «ἀρνείσθαι» τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν εἶναι
τὸ ἔσχατο παράπτωμα, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων. Ἔχει δὲ ὡς ποινή το
ὅτι καὶ ὁ Κύριος «ἀρνεῖται» τοὺς ἀρνητὲς Τοῦ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. «Ὅστις ἀρνήσηται μὲ
ἔμπροσθέν των ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κάγω ἔμπροσθέν του πατρός μου τοῦ ἐν
οὐρανοις» (Ματθ. 1' 33). Στὸν Ἰούδα τονίζεται κυρίως ἡ ἄρνησης τῆς Θεότητας. Διότι τὸ τί
ἀρνοῦνται φαίνεται ἀπὸ τὸ χαρακτηρισμὸ «μόνος Δεσπότης καὶ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς
Χριστός».
Ο Ἰούδας ἐννοεῖ, ὅτι ἀρνοῦνται τὴν ἐν Τριάδι θέση τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ
θεία οἰκονομία καὶ τὴν αὐθεντία αὐτοῦ.

5
῾Υπομνῆσαι δὲ ὑμᾶς βούλομαι, εἰδότας ὑμᾶς ἅπαξ τοῦτο ὅτι ὁ Κύριος λαὸν ἐκ τῆς
Αἰγύπτου σώσας, τὸ δεύτερον τοὺς μὴ πιστεύσαντας ἀπώλεσεν, 6 ἀγγέλους τε τοὺς μὴ
τηρήσαντας τὴν ἑαυτῶν ἀρχήν, ἀλλὰ ἀπολιπόντας τὸ ἴδιον οἰκητήριον εἰς κρίσιν μεγάλης
ἡμέρας δεσμοῖς ἀϊδίοις ὑπὸ ζόφον τετήρηκεν· 7 ὡς Σόδομα καὶ Γόμορρα καὶ αἱ περὶ αὐτὰς
πόλεις τὸν ὅμοιον τούτοις τρόπον ἐκπορνεύσασαι καὶ ἀπελθοῦσαι ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας
πρόκεινται δεῖγμα, πυρὸς αἰωνίου δίκην ὑπέχουσαι.

Πρῶτο παράδειγμα τιμωρίας: Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς (στ. 5)


Ἀφοῦ δήλωσε τὸ σκοπὸ καὶ τὴν ἀφορμὴ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ὁ ἀδελφόθεος Ἰούδας,
εἰσέρχεται στὸ θέμα. Καὶ τὸ θέμα εἶναι οἱ ἀνυπάκουοι στὸ θέλημὰ τοῦ Θεοῦ, οἱ αἱρετικοὶ
καὶ σὲ θέματα πίστεως καὶ σὲ θέματα Ζωῆς, οἱ ἀσελγεῖς καὶ οἱ ἀσεβεῖς. Καὶ δὲν παραμένει
στὴν περιγραφὴ τοῦ σκοτείνου τους ἔργου, ἀλλὰ προχωρεῖ στὴν τιμωρία, ποὺ ἐπιφυλάσσει
ὁ Θεὸς στοὺς σκληροὺς καὶ ἀμετανοήτους ἀσεβεῖς.
Ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς δυναμικῆς παρεμβάσεως
τοῦ Θεοῦ στὰ κτίσματά Του, διαπιστώνει ὁ Ἰούδας τὶς τρεῖς σημαντικὲς τιμωρίες τοῦ Θεοῦ.
Τρεῖς τιμωρίες περιγράφει καὶ ὁ Πέτρος στὴ Β΄ τοῦ ἐπιστολή, ποῦ, ὅπως ἔχουμε πεῖ, μοιάζει
πολὺ μὲ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰούδα.
• Ὁ μὲν Πέτρος ἀναφέρει τὶς τιμωρίες τοῦ Θεοῦ στοὺς ἐκπεσόντες ἀγγέλους, στοὺς
ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε καὶ στὰ Σόδομα καὶ τὴ Γόμορρα.
• Στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ὁ Ἰούδας ἀναφέρεται στὶς θεϊκὲς τιμωρίες στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό,
κατὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, στοὺς ἐκπεσόντες ἀγγέλους καὶ στὰ Σόδομα καὶ τὴ
Γόμορρα. Ὁ Πέτρος ἀκολουθεῖ τὴν ἱστορικὴ σειρά, ἐνῷ ὁ Ἰούδας ἔχει τὴν τιμωρία τῶν
Ἰσραηλιτῶν πρὶν ἀπὸ τὴν τιμωρία τῶν ἐκπεσόντων ἀγγέλων.

~ 18 ~
Θέλοντας νὰ ὑπενθυμίση στοὺς παραλῆπτες τὸ τί ἔγινε μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ στὴν ἔξοδο,
λέει: «Ὑπομνῆσαι δὲ ὑμᾶς βούλομαι, εἰδότας ὑμᾶς ἅπαξ τοῦτο, ὅτι ὁ Κύριος λαὸν ἐκ γῆς
Αἰγύπτου σώσας, τὸ δεύτερον τοὺς μὴ πιστεύσαντας ἀπώλεσεν» (στ. 5). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Τὰ ξέρετε βέβαια ὅλα. Θὰ ἤθελα ὅμως νὰ σᾶς θυμίσω, ὅτι ὁ Κύριος, ἂν καὶ
ἔσωσε στὴν ἀρχὴ τὸ λαὸ ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου, στὴ συνέχεια ἀφάνισε ὅσους δὲν
πίστεψαν».
• Ἀπὸ τὸ πρῶτο ρῆμα «ὑπομνῆσαι», θεωρεῖ τὴν ἐπιστολή του ὡς ὑπόμνησι, ὡς
ὑπενθύμισι. Ἀλλὰ πρὶν πῇ τί εἶναι αὐτό, ποὺ θέλει νὰ ὑπομνήση, παραθέτει τὴ φράση
«εἴδοτας ὑμᾶς ἅπαξ τοῦτο». Θέλει νὰ πῇ: «Ἐπιθυμῶ νὰ ὑπενθυμίσω σ' ἐσάς, ποὺ γνωρίζετε.
“Απαξ πάντα”. Σᾶς ἐπαινῶ διότι ἅπαξ, πλήρως, πολὺ καλὰ γνωρίζετε, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχη
ἀνάγκη νὰ ξαναδιδαχθῆτε αὐτά».
Ἡ φράσεις γιὰ ὑπόμνηση πραγμάτων, ποὺ ἤξεραν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, θυμίζει
παράλληλο χωρίο τῆς Β΄ Πέτρου: «Οὐκ ἀμελήσω ἀεὶ ὑμᾶς ὑπομιμνήσκειν περὶ τούτων,
καῖπερ εἰδότας καὶ ἔστηριγμενους ἐν τῇ παρούσῃ ἀληθεῖα» (ἃ' 12). «Εiδότες». Γνωρίζετε
μέν, ἂλλ' ἐγὼ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω, ὥστε νὰ γίνῃ συνείδησις ὅλων, ὅτι
ὁ Θεὸς δὲν ἀνέχεται ἀσέβειες καὶ ἀσέλγειες.
• Τὸ «τοῦτο» ἔχει ἔννοια προεξαγγελτικὴ καὶ περιληπτική. Μὲ αὐτὸ νοεῖται ἡ
συμπεριφορὰ τοῦ Θεοῦ ἔναντί των κτισμάτων ἐκείνων (ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων), ποὺ ἐνῷ
ἀπήλαυσαν εὐεργεσίες, ἀποστάτησαν σὲ ἀγνώμονα ἀποστασία. Ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη
προσάγονται τρία παραδείγματα, ὡς ἀπόδειξις τῆς αὐστηρῆς τιμωρίας κατὰ τῶν
παραβατῶν.
Ὁ Κύριος, ποῦ ἔσωσε τὸ λαὸ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, εἶναι ὁ μόνος Δεσπότης καὶ Κύριος ἠμῶν
Ἰησοῦς Χριστός.
• Ἡ λέξις «τὸ δεύτερον» σημαίνει τὴ δεύτερη φορά, μετὰ τοῦτο. Τὸ πρῶτο στάδιο εἶναι
ἡ ἀπελευθέρωσις θαυμαστῶς ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν Αἰγυπτίων. Μὲ σειρὰ θαυμάτων ὁ
Θεὸς εὐεργετοῦσε τὸ λαὸ στὴν πρώτη φάσι. Μέσα στὴν ἔρημο Ζοῦσαν συνεχῶς μὲ τὶς
θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως, ἂν καὶ στὴν ἀρχὴ ἔσωσε τὸ λαὸ Τοῦ ὁ Θεός,
στὴ συνέχεια, «τὸ δεύτερον», παρασύρθηκαν στὴν ἀπιστία καὶ «ἀπώλοντο», χάθηκαν!
«Τοὺς μὴ πιστεύσαντας». Δὲν ἐννοεῖ αὐτούς, ποὺ στὴν ἀρχὴ δὲν εἶχαν πιστεύσει, ἀλλὰ
ἐκείνους, ποὺ στὴ συνέχεια δὲν ἔμειναν πιστοί. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἀπὸ τῆς
Αἰγύπτου ἔξελθοντες καὶ πολλὴν διανύσαντες ὁδόν, μυρία της τοῦ Θεοῦ δυνάμεως ἔλαβον
τεκμήρια, ἓν τὲ τὴ Αἰγύπτω, ἓν τὲ τὴ ἐρυθρὰ θαλάττη, ἓν τὲ τὴ ἐρήμω... Οἱ δὲ ἀγνώμονες
Ἰουδαῖοι καὶ ἀναίσθητοι, τῶν θαυμάτων οὐδὲν ἐνενόησαν, πάλιν εἰς Αἴγυπτον ὑποστρέφειν
ἔβουλοντο» (Ε.Π.Ε. 34,350-352). Μετάφρασις: Ἀφοῦ βγῆκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ διάνυσαν
πολὺ δρόμο, πῆραν ἀποδείξεις μύριές της δυνάμεως τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν Αἴγυπτο καὶ στὴν
Ἐρυθρὰ θάλασσα, καὶ στὴν ἔρημο... Ὅμως οἱ ἀγνώμονες καὶ ἀναίσθητοι Ἰουδαῖοι δὲν
συνετίστηκαν καθόλου ἀπὸ τὰ τόσα θαύματα, καὶ ζητοῦσαν νὰ ἐπιστρέψουν πάλι στὴ
σκλαβιὰ τῆς Αἰγύπτου!

~ 19 ~
• Τὸ «ἀπώλεσεν» δὲν ἀναφέρεται σὲ μιὰ συγκεκριμένη καταστροφή, ἀλλὰ σημαίνει, ὅτι
πέθαναν πάντες μέσα στὰ σαράντα χρόνια, κατόπιν ἀποφάσεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς
ἐννοεῖ τὸ γεγονὸς καὶ ὁ Παῦλος στὸ Ἑβρ. γ΄ 7-19. Τόσα θαύματα δὲν ἔφθασαν γιὰ νὰ
εἰσέλθουν στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Τὰ θαύματα ἤσαν τοῦ Θεοῦ. Ὁ παραπικρασμὸς ἦταν τοῦ
λαοῦ, καὶ ἢ ἀπιστία, καὶ ἡ ἀπείθεια, καὶ ἡ ἀσέβεια. «Τίνες γὰρ ἀκούσαντες παρεπίκραναν;
Ἀλλ' οὐ πάντες οἱ ἐξελθόντες ἐξ Αἰγύπτου διὰ Μωϋσέως; Τίσι δὲ προσώχθισε τεσσαράκοντα
ἔτη; Οὐχὶ τοῖς ἁμαρτήσασιν, ὧν τὰ κῶλα ἐπεσεν ἐν τῇ ἐρήμῳ; Τίσι δὲ ὤμοσε μὴ
εἰσελεύσεσθαι εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ, εἰ μὴ τοὺς ἀπειθήσασι;» (Ἑβρ. γ΄ 16-18).
• Ὅλες οἱ ἐκδηλωθεῖσες στὸν Ἰσραὴλ θεϊκὲς εὔνοιες δὲν ἐξασφάλισαν στὸ λαὸ τὴν τελικὴ
σωτηρία. Ἡ καταστροφὴ ᾖρθε ὡς ποινὴ ἀπόστασιας, τῆς ἀπιστίας. Ἔτσι καὶ τὸ ὅτι ὁ Κύριος
ἔσωσε καὶ αὐτούς, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ξεστράτησαν καὶ ἔγιναν ἀποστάτες καὶ
αἱρετικοί, δὲν σημαίνει ὅτι θὰ ἐμποδισθῆ ἢ ἀδυσώπητη τιμωρία γιὰ τὴ νέα ἀποστασία, ποὺ
γίνεται τώρα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὰ θαύματα ἐξασφαλίζουν
τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ, ἐφ' ὅσον παραμένουμε πιστοί. Ἡ σωτηρία τοῦ Χριστοῦ, τὸ μέγιστο
θαῦμα, ἐξασφαλίζεται ἐφ' ὅσον οἱ ἄνθρωποι παραμένουν πιστοὶ καὶ ἐνάρετοι.
Δὲν ἀρκεῖ ὁ τίτλος «περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ». Ὄχι μόνο δὲν εἶναι βεβαίωσις τῆς
σωτηρίας, ἀλλ' εἶναι φόβος καὶ κίνδυνος ἀπωλείας. Οὔτε σώσουν τὰ θαύματα τοῦ
παρελθόντος ἢ τὰ λείψανα παρελθόντων ἁγίων, ἂν ἐμεῖς δὲν τηροῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Δεύτερο παράδειγμα τιμωρίας: Οἱ ἐκπεσόντες ἄγγελοι (στ. 6)


Μὴ νομίσουν καὶ αὐτοὶ ποὺ ὡς πλάνοι ταράζουν τὴν Ἐκκλησία, ἐπειδὴ χρημάτισαν υἱοὶ
τῆς χάριτος, ποὺ ὅμως τὴν μετέβαλαν σὲ ἀσέλγεια, ὅτι θὰ φεισθῆ αὐτοὺς ὁ Θεός. Ἡ ἱστορία
διδάσκει, ὅτι καὶ τοῦ παλαιοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ὁ Κύριος δὲν ἐφείσθη. Δὲν ἐφείσθη καὶ αὐτῶν
τῶν ἀγγέλων! Ἔτσι ὁ Ἰούδας μεταβαίνει στὸ δεύτερο παράδειγμα. Ποιοὶ εἶναι οἱ ἄγγελοι
αὐτοὶ ὀρίzει ἀμέσως στὴ συνέχεια: «Ἀγγέλους τέ τους μὴ τηρήσαντας τὴν ἕαυτων ἄρχην,
ἀλλὰ ἀπολιπόντας τὸ ἴδιον οἴκητηριον εἰς κρίσιν μεγάλης ἡμέρας δεσμοὺς ἀϊδίοις ὑπὸ
20φον τετήρηκεν» (στ. 6). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Θυμηθῆτε καὶ τοὺς ἀγγέλους,
ποὺ δὲν ἔμειναν πιστοὶ στὸ ἀξίωμά τους, ἀλλ' ἐγκατέλειψαν τὴν οὐράνια κατοικία τους. Ὁ
Κύριος τους ἔχει φυλακίσει στὸ σκοτάδι μὲ αἰώνια δεσμά, γιὰ νὰ δικαστοῦν τὴ μεγάλη
ἡμέρα τῆς κρίσεως».
• Εἶναι οἱ ἀντάρτες κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ πεπτωκότες. Αὐτοὶ οἱ ἄγγελοι δὲν «ἐτήρησαν τὴν
ἑαυτῶν ἄρχην, καὶ ἀπέλιπον τὸ ἴδιον οἴκητηριον».
• Ἡ λέξις «ἀρχὴ» καὶ «οἰκητήριον» ἀποδίδουν τὴν αὐτὴ ἔννοια, μὲ κάποια ἀπόχρωσι.
Λέγοντας «ἀρχή», ἐννοεῖ τὸ ἀξίωμα, τὸ νὰ εἶναι ὁ ἄγγελος ἄγαθος, τὸ νὰ φέρῃ τὴ δόξα τῆς
ἀγγελικῆς ἰδιότητας.
• «Οἴκητηριον» ἢ καὶ κατοικητήριο, κοινῶς εἶναι ἡ κατοικία. Μεταφορικὰ ὅμως στὴν
Καινὴ Διαθήκη λέγονται «οἰκητήριον ἠμῶν» τῶν ἐν Χριστῷ ἀναγεννηθέντων, τὸ πνευματικὸ
σῶμα καὶ ἡ ἀθανασία, ποὺ «ἐπιθυμοῦμεν ἐπενδύσασθαι» (Β΄ Κορ. ε' 2). Δὲν ὑπάρχει
ἀμφιβολία, ὅτι στὸν Ἰούδα «οἰκητήριον τῶν ἀγγέλων» εἶναι ἡ κατάστασής τους. Ἡ δόξα
τους. Ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ φωτὸς μετακόμισαν διὰ παντὸς στὸ σκοτάδι.
~ 20 ~
Σὰν νὰ τοὺς μιμοῦνται καὶ ὅσοι χριστιανοὶ γνώρισαν τὸ φῶς, ἔζησαν στὸ φῶς τοῦ
Χριστοῦ, καὶ ὕστερα ξέπεσαν στὴ ζωὴ τοῦ σκότους, στὰ ἔργα τοῦ σκότους. «Τὸ φῶς
ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς» (Ἰωάν. γ΄
19). Τὸ μὲν «ἀρχὴ» ἀναφέρεται περισσότερο στὸ πρόσωπο. Τὸ δὲ «οἰκητήριον» στὴ νοητὴ
περιοχὴ τῆς μακαριότητας.
• Οἱ ἀποστάτες ἄγγελοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐδῶ ὁ λόγος, ἀπέστησαν τοῦ οἰκητηρίου τοὺς
ἀνεπιστρεπτί. Γι' αὐτὸ ὁ Κύριος «τετήρηκεν αὐτοὺς εἰς κρίσιν μεγάλης ἡμέρας». Ὁ
παρακείμενος δηλώνει γεγονός, ποὺ ἔχει μὲν ἀρχίσει πρὸ πολλοῦ, ἀλλὰ καὶ συνεχίζεται.
Ἔπεσε ὁ ἄγγελος ὁ ἑωσφόρος καὶ ἔγινε διάβολος. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διάβολος
γέγονεν ὁ διάβολος, οὐκ ὧν διάβολος πρότερον» (Ε.Π.Ε. 12,744). Μετάφρασις: "Ἔγινε
μόνος του διάβολος, ἐνῷ προηγουμένως δὲν ἦταν διάβολος.
• Ἡ λέξις «κρίσις» σημαίνει τὴν ἐνέργεια τοῦ κρίνειν, ἐνῷ τὸ «κρῖμα» τὸ ἀποτέλεσμα τῆς
ἐνέργειας. Ἐδῶ «κρίσις» εἶναι ἡ τελικὴ κρίσις τοῦ Κυρίου περὶ πάντων των λογικῶν
κτισμάτων Του, ἡ ὁποία γιὰ τοὺς ἀποστάτες ἀγγέλους εἰδικῶς ταυτίζεται πρὸς τὴν τελικὴ
καταδίκη καὶ τιμωρία. Ἡ ἔκφρασις «εἷς κρίσιν» σημαίνει: Μέχρι τῆς κρίσεως.
«Ἡμέρα Κυρίου» καὶ «ἡμέρα κρίσεως» εἶναι ὁ χρόνος, ποὺ θὰ ἐκδηλωθοῦν στὰ κτίσματα
οἱ θεμελιώδεις ἐνέργειες τοῦ θείου σχεδίου. Εἰδικότερα ἡ πρώτη καὶ ἢ δευτέρα παρουσία
τοῦ Κυρίου λέγονται καὶ «μεγάλη ἡμέρα» (Πράξ. β' 20. ΑΠΟΚ. στ' 17. ἰστ' 14).
• Οἱ πεπτωκότες, λοιπόν, ἄγγελοι τηροῦνται ἀπὸ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ δικαστοῦν καὶ
τιμωρηθοῦν ὁριστικὰ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας Του. Μέχρι τότε
«τηροῦνται» στὸ σκοτάδι ποὺ ἐπέλεξαν. Ὅτι δὲ ὁ τόπος καὶ ὁ τρόπος, ποὺ τηροῦνται τὰ
πονηρὰ πνεύματα, εἶναι ἐπίσης ἄυλα, αὐτὸ φανερώνει καὶ ἡ φράσις τοῦ Ἰούδα: «δεσμοῖς
ἄϊδιοις ὑπὸ κόφoν». Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει, ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς τιμώρησε τὸν φυσικὸ ὄφι,
πολὺ περισσότερο τιμωρεῖ καὶ θὰ τιμωρήση ἐπὶ πλέον τὸ νοητὸ ὄφι, τὸν διάβολο: «Εἰ τὸν
αἰσθητὸν ὄφιν οὕτως ἔκολασε, ποία τιμωρία κολάσει τὸν νοητόν; Εἰ τοιαύτη καταδίκη του
ὀργάνου, εὔδηλον, ὅτι πολλῶ μείζων κόλασις μένει τὸν τεχνίτην» (Ε.Π.Ε. 30,388).
Μετάφρασις: "Ἂν τὸ αἰσθητὸ φίδι (στὴν Ἐδὲμ) τὸ τιμώρησε ὅπως ξέρουμε, μὲ Ποιὰ τιμωρία
θὰ τιμωρήση τὸ νοητὸ φίδι; "Ἂν μὲ κάποια καταδίκη τιμώρησε τὸ ὄργανο τοῦ κακοῦ, εἶναι
ὁλοφάνερο, ὅτι περιμένει πολὺ χειρότερη τιμωρία αὐτὸν ποῦ εἶναι ὁ ἐμπνευστὴς τοῦ
κακοῦ.
• Τὰ δεσμὰ εἶναι «ἀΐδια», δηλαδὴ ἀόρατα, ἄυλα, πνευματικά, αἰώνια. «Ἀΐδια» δεσμὰ
εἶναι ἡ θεϊκὴ ἀπόφασης, κατὰ τὴν ὁποία οἱ ἄγγελοι τοῦ σκότους ἐμποδίΖονται νὰ
ἱκανοποιήσουν τὶς ἐπιθυμίες τους, δηλαδή, τὸ σκοπὸ ποὺ ἐπαναστάτησαν κατὰ τοῦ Θεοῦ
καὶ κάθε ἐπιβουλὴ κατὰ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Χωρὶς τὴν θεία παραχώρηση καμμιὰ
κάκωσι δὲν μποροῦν νὰ ἐπιφέρουν στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως φαίνεται στὸν Ἰώβ. Καὶ χωρὶς
τὴν ἀνθρώπινη παραχώρηση, κάκωσι δὲν μποροῦν νὰ ἐπιφέρουν, ὅπως ἀναφέρεται
πολλαχοὺ στὴν Καινὴ Διαθήκη.

~ 21 ~
• Ἀκόμα εἶναι «ἀΐδια τὰ δεσμά», διότι οἱ ἄγγελοι αὐτοί, τὰ δαιμόνια δηλαδή, κατ’ οὐδένα
τρόπο μποροῦν χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐξέλθουν τὴν τρέχουσα δυστυχία ἢ ν'
ἀποφύγουν τὴ μέλλουσα κρίσι καὶ τηροῦνται «ὑπὸ ζόφον».
• «Ζόφος» λέγεται τὸ σκοτάδι. Μὲ τὴ διαφορά, ὅτι ζόφος εἶναι ἡ σκοτεινότητά του, ἡ
ἔλλειψις πάσης ὁρατότητας. Ὁ Ἰούδας ὡς ζόφο ἐννοεῖ τὸ ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ σκοτάδι,
ὅπου ὑπάρχουν οἱ πονηροὶ ἄγγελοι. Γι' αὐτὸ καὶ λέγονται ἄγγελοι τοῦ σκότους. Ὁ λόφος,
στὸν ὁποῖο τηροῦνται οἱ δαίμονες, εἶναι τὸ κρῖμα, στὸ ὁποῖο ὑπέπεσαν, ὅπερ εἶναι καὶ
ἁμαρτία καὶ αὐτόχρημα καταδίκη καὶ κόλασις, ὅπου τηροῦνται μέχρι τὴ μεγάλη ἡμέρα τῆς
κρίσεως.
'Ἀλλοίμονο σὲ μᾶς, ποὺ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὸ σκοτάδι τὸ ἐξώτερο, ποὺ περιμένει τοὺς
ἀμετανοήτους, τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς ἀσελγεῖς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ρᾳθύμους καὶ τοὺς μὴ
ἐλεήμονες. Σκοτάδι φρικτό το κατοικητήριο τοῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους, τοῦ ἐκπεσόντος
ἑωσφόρου, τοῦ διαβόλου. Ἀλλὰ σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τῆς κολάσεως, «τετήρηται», ἔχει
ἑτοιμασθῆ καὶ γιὰ ὅσους τὴν κακία διάλεξαν ὡς «οἰκητήριο». Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Σκότος ἐστὶν ἢ κακία, θάνατος ἐστι, νὺξ ἔστιν, οὐδὲν ὀρῶμεν τῶν δεόντων, οὐδὲν
πράττομεν τῶν προσηκόντων» (Ε.Π.Ε. 22,538). Μετάφρασις: Σκοτάδι εἶναι ἡ κακία, θάνατος
εἶναι, νύχτα εἶναι. Τίποτε ἀπὸ αὐτά, ποῦ πρέπουν καὶ ἁρμόζουν, δὲν πράττουμε.

Τρίτο παράδειγμα τιμωρίας: Τὰ Σόδομα καὶ ἢ Γόμορρα (στ. 7)


Μὲ τὰ δυὸ προηγούμενα παραδείγματα ὁ Ἰούδας ἔδειξε, πὼς ὁ Κύριος τιμωρεῖ τὴν
ἀνταρσία, τὴν ἀπιστία καὶ τὴν ἄρνηση τοῦ ὀνόματός του. Μὲ τὸ πρῶτο, πῶς τιμωρήθηκε ὁ
Ἰσραηλιτικὸς λαὸς γιὰ τὴν ἀπείθειά του. Μὲ τὸ δεύτερο, πῶς τιμωρήθηκαν οἱ ἐκπεσόντες
ἄγγελοι, ποῦ εἶναι γιὰ πάντα δεμένοι στὸ σκοτάδι. Μὲ τὸ τρίτο παράδειγμα στὸν παρόντα
στίχο δείχνει πὼς τιμωρεῖ τὴν ἀσέλγεια τῶν ἀνθρώπων, ὅπως φαίνεται στὴν τιμωρία τῶν
Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας. Λέει, λοιπόν, στὸν ἑπόμενο στίχο ὁ Ἰούδας: «Ὡς Σόδομα καὶ
Γόμορρα καὶ αἳ περὶ αὐτᾶς πόλεις τὸν ὅμοιον τούτοις τρόπον ἐκπορνεύσασαι καὶ
ἀπελθούσαι Ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας πρόκεινται δεῖγμα, πυρὸς αἰωνίου δίκην ὑπέχουσαι»
(στ. 7). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Θυμηθῆτε καὶ τὰ Σόδομα καὶ τὴ Γόμορρα καὶ τὶς
γειτονικὲς πόλεις, ποὺ εἶχαν παραδοθῆ κατὰ παρόμοιο μὲ αὐτοὺς τρόπο στὴν πορνεία καὶ
στὶς ἀφύσικες ἡδονές. Ἡ αἰώνια καταδίκη τους ἀποτελεῖ zωντανὸ παράδειγμα.
• Αἰώνιο δεῖγμα ἀσελγείας εἶναι οἱ κάτοικοι τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἀρκέστηκαν στὴν παράνομη ἀπόλαυση τῆς σαρκός, ἀλλ' ἐξετράπησαν καὶ στὴν παρὰ
φύσιν, ὥστε ἔφτασαν σὲ τέτοιο μέτρο ἀναιδείας, νὰ ἐπιτεθοῦν μὲ ἄνηθικους σκοποὺς καὶ
κατὰ τῶν ἀγγέλων, ποὺ φιλοξενοῦνταν στὸ σπίτι τοῦ Λώτ. «Ἦλθον οἱ δύο ἄγγελοι εἷς
Σόδομα (εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Λώτ)! Πρὸ τοῦ κοιμηθῆναι οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως οἱ Σοδομίται
περιεκύκλωσαν τὴν οἰκίαν... καὶ ἐξεκαλοῦντο τὸν Λὼτ καὶ ἔλεγον: Ποῦ εἰσιν οἱ ἄνδρες οἱ
εἰσελθόντες πρὸς σὲ τὴν νύκτα; Ἐξάγαγε αὐτοὺς πρὸς ἠμᾶς, ἶνα συγγενώμεθα αὐτοῖς...»
(Γέν. 1θ΄ 1-11).
• “Ὅσο συνδέονται δὲ τὰ ὀνόματα τῶν δυὸ πόλεων μὲ τὸν ἐκφυλισμό, ἄλλο τόσο
συνδέονται καὶ μὲ τὴν παραδειγματικὴ τιμωρία. Ἔρριξε Κύριος ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ

~ 22 ~
φωτιὰ καὶ θειάφι καὶ κατέκαυσε τὶς πόλεις καὶ τὴν περιοχή. «Καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα
καὶ Γόμορρα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ
πᾶσαν τὴν περιχῶρον καὶ πάντας τους κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ
τῆς γῆς» (Γέν. 18' 24-25).
Δὲν καταστράφηκαν μὲ παραδειγματικὴ τιμωρία μόνο οἱ δύο πόλεις, τὰ Σόδομα καὶ ἢ
Γόμορρα, ἀλλὰ καὶ ἄλλες. Γι' αὐτὸ λέει ὁ Ἰούδας: «Καὶ αἳ περὶ αὐτᾶς πόλεις». 'Ἄλλες πόλεις
περὶ τὰ Σόδομα καὶ τὴ Γόμορρα εἶναι ἡ Ἀδαμὰ καὶ ἢ Σεβωὶμ καὶ μερικὲς ἄλλες (Δεύτ. κθ' 22.
Ἰδὲ καὶ Γέν. 16' 25).
• Τιμωρήθηκαν γιατί ζοῦσαν μὲ πορνεῖες, μοιχεῖες καὶ ἀνωμαλίες. Ὁ ὅρος Σοδομιτισμὸς
ἐκφράσει πλέον τὰ πιὸ ἀνώμαλα καὶ παρὰ φύσιν ὄργια.
• Μὲ τὴ λέξη «τούτοις» (καὶ αἳ περὶ αὐτᾶς πόλεις τὸν ὅμοιον τούτοις τρόπου
ἐκπορνεύσασαι καὶ ἀπελθούσαι ὀπίσω σαρκός), δὲν νοοῦνται οἱ ἐκπεσόντες ἄγγελοι.
Ἐννοοῦνται οἱ αἱρετικοί, τοὺς ὁποίους ἄλλωστε ὁ Ἰούδας ἐλέγχει αὐστηρά.
• «Ἐκπορνεύειν». Συναντᾶται συχνὰ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ σημαίνει ὅ,τι καὶ τὰ
ρήματα ἐκτρέπομαι, ἐξέρχομαι, ἐκτροχιάzομαι. Στὸν Ἰούδα σημαίνει, ὅτι οἱ πόλεις γύρω
ἀπὸ τὰ Σόδομα, μὲ τὴν ἰδιάζουσα πορνεία τοὺς ἐξετράπησαν τῆς φύσεως, δηλαδή,
ἄσχημονουσαν ἄνδρες μὲ ἄνδρες. Αὐτὸ φαίνεται ἀπό το «καὶ ἀπελθούσαι ὀπίσω σαρκὸς
ἑτέρας». Σημαίνει: Οἱ Σοδομῖτες ἀκολουθοῦσαν μὲ ζῆλο πίσω ἀπὸ τοὺς ἄνδρες, γιὰ νὰ
ἱκανοποιήσουν παρὰ φύσιν ἐπιθυμίες. «Ἥ των ἀρρένων σὰρξ ἑτέρα, ἤτοι ἀλλοτρία της
συνουσίας, ὡς μὴ πρὸς συνουσίαν γενέσεως συντελοῦσα» (Οἰκουμένιος).
Γιὰ τὴν παρὰ φύσι ἁμαρτία μιλάει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους
ὑπονοώντας καὶ τὴν τιμωρία γιὰ τὴν ἀνωμαλία τους, ὅπως τιμωρήθηκαν καὶ οἱ Σοδομῖτες:
«Παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας. Αἳ τὲ γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετάλλαξαν τὴν
φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν, ὁμοίως τὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν
τῆς θηλείας ἔξεκαυθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὔτων εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν
ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἐαυτοῖς
ἀπολαμβάνοντες» (ἃ' 26-27). “Ο δὲ Ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὴν παρὰ φύσιν ὁμοφυλοφιλία
λέει: «Ὅπερ ἂν εἴποις ἁμάρτημα, οὖδεν ἴσον ἔρείς της παρανομίας ταύτης. Καὶ εἰ
ἐπησθάνοντο τῶν γινομένων οἱ πάσχοντες, μυρίους ἂν κατεδέξαντο θανάτους, ὥστε μὴ
τοῦτο παθεῖν... 'Ἀλλ' ἰδοὺ νῦν χαλεπώτερα ἑαυτοὺς κατειργάσαντο οἵ τα τοιαῦτα λυττῶντες
οὐ γὰρ ἔστιν ἴσον εἰς γυναικείαν μεταβαλεῖν φύσιν, καὶ μένοντα ἄνδρα γενέσθαι γυναῖκα,
μᾶλλον δὲ μήτε τοῦτο μήτε ἐκεῖνο... Εἰ γεέννης καταγελᾷς ἀκούων καὶ ἀπιστεῖς, ἐκεῖνο τὸ
πῦρ ἀναμνήσθητι τῶν Σοδόμων. Εἴδομεν γάρ, εἴδομεν καὶ ἐν τῷ παρόντι βίω γεέννης
εἰκόνα» (Ε.Π.Ε. 16β,416-418).
Μετάφρασις: Ὅποιο ἄλλο ἁμάρτημα καὶ ἂν ἀναφέρῃς, ἰσότιμο μὲ τὴ διαστροφὴ αὐτὴ
δὲν βρίσκῃς. Ἂν οἱ δρᾶστες τῆς αἰσθάνονταν τί παθαίνουν, θὰ προτιμοῦσαν χίλιους
θανάτους, παρὰ νὰ πάθουν ὅ,τι θὰ πάθουν... Νὰ ὅμως, ποὺ μὲ λύσσα ἐπιδιώκουν ἀκόμα
βρωμερότερα. Μεταβάλλουν τὴ φύση τους. Γίνονται γυναῖκες, ἐνῷ παραμένουν καὶ
ἄνδρες, ἢ μᾶλλον οὔτε τὸ ἕνα εἶναι οὔτε τὸ ἄλλο... Ἂν κοροϊδεύῃς τὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως,

~ 23 ~
πού σου παρουσιάζω, ὅμως θυμήσου τὴ φωτιὰ τῶν Σοδόμων. Εἴδαμε καὶ στὴν παροῦσα
Ζωὴ τιμωρίες τῶν διεστραμμένων, κόλασι πρὶν ἀπὸ τὴν κόλαση!
• Οἱ πόλεις γύρω ἀπὸ τὰ Σόδομα παραμένουν βρωμερὸ δεῖγμα τιμωρίας. «Δεῖγμα, πυρὸς
αἰωνίου δίκην ὑπέχουσα». Γιὰ νὰ τὸ βλέπουν οἱ ἑπόμενες γενιές.
Ἡ λέξις «δεῖγμα» δὲν ἀπαντᾶται σὲ ἄλλο μέρος στὴ Γραφή. Ἀπαντῶνται ὅμως τὰ σύνθετα
αὐτῆς «παράδειγμα» (Ἑβρ. στ΄ 6), «ὑπόδειγμα» (Ἰωάν. ιγ΄ 15. “Εβρ. δ' 11. Ἰακ. ε' 10), μὲ τὴν
ἴδια ἀκριβῶς ἔννοια. Ὁ Πέτρος στὸ παράλληλο Χωρίο τοῦ Ἰούδα (β' 6) ἀποκαλεῖ τὰ Σόδομα
«ὑπόδειγμα μελλόντων ἀσεβεῖν».
• Μὲ ποιὸ δὲ τρόπο βρίσκονται ὡς ὑπόδειγμα τιμωρίας τὰ Σόδομα καὶ ἡ Γόμορρα, ἐξηγεῖ
ἡ φράσις «πυρὸς αἰωνίου δίκην ὑπέχουσαι». Τὸ «δίκην ὑπέχω» σημαίνει, ὑφίσταμαι
τιμωρία. Οἱ Σοδομῖτες ὑφίστανται τὴν τιμωρία τοῦ αἰωνίου πυρός. Ὁ Ἰούδας ἐννοεῖ, ὅτι
ἐξωτερικῶς μὲν οἱ πόλεις ἐκεῖνες κάηκαν «ἅπας εἰς τὸ παντελές», πνευματικῶς δέ, ὅτι οἱ
κάτοικοί τους κολάσονται στὸ αἰώνιο πῦρ μετὰ τὴν καταστροφή. Ἀπέβη ἢ καταστροφὴ μὲ
φωτιὰ ἔμβλημα τῆς ἀδυσώπητης τιμωρίας, ποὺ ἐπιφυλάσσεται γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ
ἀσεβεῖς.
• Τί νομίζουν, ὅτι θὰ πάθουν οἱ αἱρετικοί; Τὸ προκείμενο δεῖγμα φανερώνει. Τὸ κοινὸ
νόημα τῶν στίχων 4-7 εἶναι:
Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς. Καὶ αὐτὸς ὁ μόνος Κύριος εἶναι ὁ
Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖον ἀρνοῦνται οἱ αἱρετικοί. Αὐτὸς θὰ τιμωρήση τὴν ἄρνηση, ὅπως
τὴν τιμώρησε καὶ κατὰ τὴν ἀνταρσία τῶν ἀγγέλων καὶ κατὰ τὴν ἀπείθεια τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτὸς
θὰ ἀντιμετωπίση καὶ τὴν ἀσέλγεια, ὅπως τὴν ἀντιμετώπισε στὴν περίπτωση τῶν Σοδόμων.

8
ὁμοίως μέντοι καὶ οὗτοι ἐνυπνιαζόμενοι σάρκα μὲν μιαίνουσι, κυριότητα δὲ ἀθετοῦσι,
δόξας δὲ βλασφημοῦσιν. 9 ὁ δὲ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅτε τῷ διαβόλῳ διακρινόμενος
διελέγετο περὶ τοῦ Μωσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ᾿
εἶπεν· ἐπιτιμήσαι σοι Κύριος. 10 οὗτοι δὲ ὅσα μὲν οὐκ οἴδασι βλασφημοῦσιν, ὅσα δὲ
φυσικῶς ὡς τὰ ἄλογα ζῷα ἐπίστανται, ἐν τούτοις φθείρονται. 11 οὐαὶ αὐτοῖς, ὅτι τῇ ὁδῷ τοῦ
Κάϊν ἐπορεύθησαν, καὶ τῇ πλάνῃ τοῦ Βαλαὰμ μισθοῦ ἐξεχύθησαν, καὶ τῇ ἀντιλογίᾳ τοῦ Κορὲ
ἀπώλοντο.

Σαρκικοὶ καὶ βλάσφημοι (στ. 8)


Τὰ ἴδια, μὲ τὰ τρία παραδείγματα, πράττουν καὶ αὐτοί, οἱ αἱρετικοί. Ἀσεβοῦν καὶ
ἀπειθοῦν, ὅπως ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς (τὸ ἕνα παράδειγμα), οἱ ἐκπεσὸντὲς ἄγγελοι (τὸ
δεύτερο παράδειγμα), τὰ Σόδομα (τὸ τρίτο παράδειγμα). Καὶ ἀπαριθμεῖ ἀμέσως ὁ Ἰούδας
μὲ ποιὲς πράξεις μοιάζουν τὰ πρόσωπα τῶν παραδειγμάτων. Στὸν ἑπόμενο στίχο
παρουσιάζεται τὸ τρίπτυχό των αἱρετικῶν, ποῦ τάραζαν τὴν πρώτη ἐκκλησιαστικὴ
κοινότητα: «Ὁμοίως μέντοι καὶ οὗτοι ἐνυπνιαζόμενοι σάρκα μὲν μιαίνουσι, κυριότητα δὲ
ἀθετούσι, δόξας δὲ βλασφημούσιν» (στ. 8). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Τὸ ἴδιο
~ 24 ~
συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς. Βλέπουν ὄνειρα, ποὺ τοὺς ὁδηγοῦν νὰ μολύνουν
μὲ τὴν ἁμαρτία τὸ ἴδιο τους τὸ σῶμα, νὰ ἀπορρίπτουν τὴ θεϊκὴ ἐξουσία καὶ νὰ καθυβρίζουν
τοὺς ἀγγέλους»
• Τὸ «ἐνυπνιαζόμενοι» ἀναφέρεται καὶ στὶς τρεῖς προτάσεις ποὺ ἀκολουθοῦν, διότι
βρίσκεται πρὸ τοῦ μὲν ποὺ εἰσάγει τὴν πρώτη. «'Ἐνυπνιάzομαι» σημαίνει, βλέπω ἐνύπνια,
ὄνειρευομαι. Εἰδικότερα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, «ἔνυπνιαζομενος» λέγεται ὁ προφήτης, ὁ
δεχόμενος ἀποκαλύψεις μὲ ὄνειρα (Ἱερεμ. λδ' 9). Τοῦ προφήτου τὰ ἐνύπνια ἢ τὰ ὁράματα
εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῷ τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀγυρτῶν εἶναι ἢ ἐκ τοῦ Σατανᾶ ἢ ψεύτικα ἢ
φανταστικά.
Διίστανται οἱ γνῶμες τῶν ἑρμηνευτῶν γιὰ τὸ τί ἐννοεῖ ὁ Ἰούδας μὲ τὴ λέξι
«ἐνυπνιαζόμενοι». Νὰ μερικὲς ἐξηγήσεις:
• Παριστάνουν ψευδῶς τοὺς προφῆτες. Ὅτι, δηλαδή, βλέπουν ἀποκαλυπτικὰ πράγματα,
ποὺ τὰ προβάλλουν ὡς δῆθεν ἀποκαλύψεις, δὶ' ὀνείρων, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα εἶναι
ψευδοδιδασκαλίες.
• Τὰ δόγματά τους εἶναι κενὲς φαντασίες, ὄνειρωδους εἱρμοῦ, ἐκτὸς πραγματικότητας.
• Ζοῦν ἐν μέσῳ αὐθαιρέτων φαντασιῶν τῆς διεστραμμένης συνειδήσεώς τους καὶ
κωφεύουν ὡς κοιμώμενοι πρὸς τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
• Ζοῦν μὲ ἀκάθαρτα ὄνειρα.
• Μολύνονται τὶς νύχτες μὲ ἀσελγῆ ὄνειρα.
• Ἐπιδίδονται σὲ ἀκατονόμαστες ἀκολασίες.
Καὶ ὑπάρχει ἀκόμα καὶ στὴν ἐποχή μας ἡ μεγάλη πλάνη. Πολλοὶ δέχονται τὰ ὄνειρα, ποὺ
ἰσχυρίζονται μερικὲς (γυναῖκες κυρίως) ὅτι εἶδαν καὶ φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ σχηματίζονται
ἁγιοπλαστικὲς ἱστορίες μὲ βάσι μόνο κάποιο ὄνειρο, ἢ νὰ ἐπικαλοῦνται τὴ μαρτυρία
ψευτοοραματιστῶν καὶ ψευτοοραματιστριὼν γιὰ ἀνόητα καὶ γελοία πράγματα! Πηγὴ
νεοφανῶν ἁγιοποιήσεων εἶναι ὄνειρα. Βέβαια, τὰ ὄνειρα, γιὰ τὰ ὁποῖα μιλάει ὁ Ἰούδας, δὲν
ἤσαν μόνο ὄνειρα πλάνης, ἀλλ' ἤσαν καὶ ὄνειρα ἀσελγείας καὶ ἀκολασίας.
Ο Ἰούδας πρέπει νὰ ἐννοῇ:
1. Οἱ αἱρετικοὶ ἔχουν ὡς πηγὴ τῆς θρησκείας τοὺς τὰ δῆθεν προφητικὰ καὶ ἀποκαλυπτικὰ
ὄνειρα.
2. Ἡ διδασκαλία τοὺς εἶναι ὄνειρωδους εἱρμοῦ, μιὰ φρεναπάτη ἐκτὸς πάσης
πραγματικότητας.
3. Ἐπιδίδονται σὲ νυκτερινὲς ἀκολασίες κατὰ τρόπο μυστικοπαθῆ, τελετουργικὸ καὶ
ἀποκρουστικὸ γιὰ κάθε ὑγιῆ συνείδηση.
• Ἡ πρώτη ἐκτροπὴ τοῦ ἐνυπνιασμοῦ εἶναι: «Τὴν σάρκα μιαίνουσι». Σάρκα εἶναι τὸ
σῶμα, ὡς κτίσμα τοῦ Θεοῦ καλό, ὡς ναὸς τοῦ Πνεύματος καὶ κληρονόμος τῆς ἀναστάσεως.
Ἡ σάρκα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἁγία καὶ τηρεῖται ἄσπιλος. Μὲ τὸν ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ καὶ μὲ
~ 25 ~
τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ σάρκα γίνεται πνευματική. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸ
Πνεύματι ἐκδῶμεν τὴν ψυχὴν καὶ τὴν σάρκα πείσωμεν τὴν οἰκείαν τάξιν ἐπιγινώσκειν. Οὕτω
γὰρ καὶ αὐτὴν ἐργασώμεθα πνευματικὴν ὥσπερ οὔν, ἐὰν ραθυμῶμεν, καὶ τὴν ψυχὴν
Ποιήσομεν σαρκικὴν» (Ε.Π.Ε. 17,162). Μετάφρασις: Ἃς παραδώσουμε τὴν ψυχὴ στὸ Ἅγιο
Πνεῦμα καὶ ἃς πείσουμε τὴ σάρκα νὰ γνωρίζη τὸ δικό της ρόλο. Διότι ἔτσι καὶ τὴ σάρκα θὰ
τὴν κάνουμε πνευματική. Καὶ ἀντίθετα, ἂν δὲν προσέξουμε, καὶ τὴν ψυχὴ θὰ τὴν κάνουμε
σαρκική!
Τὸ «μιαίνω» σημαίνει: μολύνω. Βιασμὸς τῆς σαρκὸς εἶναι ὁ μολυσμὸς αὐτῆς μὲ τὶς
ἀσέλγειες καὶ τὶς ἐν γένει βρώμικες σαρκικὲς πράξεις. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος τονίζει:
«Καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος» (Β΄ Κορ. ζ' 1). Ἡ
σάρκα μὲ τὶς κακὲς ἐπιθυμίες καὶ τοὺς ἔντονους πειρασμούς, φουντώνει. Ἡ δὲ ἐπιθυμία τῆς
σάρκας γίνεται οἶστρος ἀκολασίας. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ δὲ τινὰ βίαν ὑπομένει
κατέχων τὴν τοιαύτην ὁρμήν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος συνεχῶς βαλλόμενος καὶ κεντούμενος καὶ
τὸν οἶστρον οὗ φέρων. Καὶ παρόμοιον γίνεται, ὥσπερ ἂν εἰ ἵππον ἄγριον μαινόμενον καὶ
ἀνατείνοντα ἀνέχοι τῷ χαλινῷ, καὶ κατέχοι μετὰ τέχνης ἁπάσης» (Ε.Π.Ε. 18α,542).
Μετάφρασις: Ἂν ὁ ἐγκρατὴς ὑφίσταται κάποια βία γιὰ νὰ κυριαρχῇ στὶς ὁρμές του, ὅποιος
πορνεύει, συνεχῶς βασανίζεται καὶ κεντᾶται καὶ πάσχει ἀπὸ τὴ σφοδρὴ μανία τῆς σάρκας.
Συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὸ ἄγριο ἄλογο, ποὺ μαίνεται καὶ ἀφρίσει καὶ ἀντιστέκεται στὸν
τεχνίτη καβαλάρη.
• Ἡ δεύτερη ἐκτροπὴ μὲ τὸν ἐνυπνιασμὸ εἶναι, ὅτι τὴν «κυριότητα ἄθετουσι». Ἀθετῶ
σημαίνει: ἀπορρίπτω, ἀρνοῦμαι. Οἱ ἔννοιες «ἄθετω» καὶ «κυριότης» εἶναι ἀντίθετες. Ἡ
λέξις «κυριότης» στὴ Γραφὴ σημαίνει τὸν ὄντα Κύριο. Στὴ Β΄ Πέτρ. (β' 10) καὶ ἐδῶ
«κυριότης» εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Λέει στὴ Β΄ Πέτρου: Ὁ Κύριος κολάσει «μάλιστα
τοὺς ὄπισω σαρκὸς ἐν ἐπιθυμίαις μιασμοῦ πορευομένους καὶ κυριότητος
καταφρονοῦντας» (β' 10).
Οἱ αἱρετικοὶ ἀρνοῦνται τὸν Κύριο. Γι' αὐτοὺς ὁ Κύριος δὲν εἶναι τίποτε! Ἀντὶ γιὰ τὸν Κύριο
ἀκολουθοῦν τὶς ἐπιθυμίες τῆς σαρκός.
• Ἡ τρίτη ἐκτροπὴ εἶναι, ὅτι «τὰς δόξας βλασφημούσι». Δόξαι λέγονται οἱ ἀγαθοὶ
ἄγγελοι, ὅπως λέγονται καὶ ἀρχαί, ἐξουσίαι, δυνάμεις, κυριότητες. Ἡ ὀνομασία αὐτὴ
ἀπαντᾶται καὶ στὸ παράλληλο Β' Πέτρ β' 10.
• Ὁ Ἰούδας λέει, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ βλασφημοῦν τοὺς ἀγγέλους. Οἱ αἱρετικοί, ὅπως οἱ
Νικολαΐτες καὶ οἱ Γνωστικοί, ἔθεταν τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἀφ' ἑνὸς ὑπεράνω των ἀγγέλων καὶ ἀφ'
ἑτέρου ἀπέδιδαν στοὺς ἀγγέλους γένη (ἀρσενικοὶ καὶ θηλυκοί!), ὅπως τοὺς ἀπέδιδαν καὶ
ἀσελγεῖς ἐπιθυμίες καὶ πράξεις.

Μάχεται ὁ ἄγγελος, ἀλλὰ δὲν βρίζει (στ. 9)


Μάχη δύο κόσμων, ἀγγέλου καὶ διαβόλου. Οἱ αἱρετικοὶ βρίζουν «τὰς δόξας», δηλαδή,
τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Καὶ ὁ Ἰούδας φέρνει ἕνα παράδειγμα, ὅπου οὔτε τὸν διάβολο δὲν
βλασφημοῦν οἱ ἄγγελοΙ! Καὶ ἑπομένως καὶ ὅσοι χριστιανοὶ πιστοὶ δὲν μποροῦν γιὰ πολὺ
σπουδαιότερους λόγους νὰ ἐκφέρωνται ἀσεβῶς γιὰ ἀγγέλους. Στὸ στίχο ποὺ ἀκολουθεῖ
~ 26 ~
φαίνεται ἡ μάχη ποὺ ἔγινε γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Μωϋσῆ μεταξύ του ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ
καὶ τοῦ διαβόλου: «Ὁ δὲ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὄτε τῷ Διαβόλῳ διακρινόμενος διελέγετο
περὶ τοῦ Μωσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ' εἶπεν:
Ἐπιτιμῆσαι σοὶ Κύριος» (στ. 9). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ ὅμως, οὔτε ὁ
ἀρχάγγελος Μιχαὴλ δὲν τόλμησε νὰ ξεστομίση ὑβριστικὴ κατηγορία ἐναντίον τοῦ
διαβόλου, ὅταν σὲ μιὰ φιλονικία μαζί του διεκδικοῦσε τὸ σῶμα τοῦ Μωϋσῆ. Τὸ μόνο ποὺ
εἶπε ἦταν: Ὁ Κύριος νὰ σὲ κατακρίνῃ».
• Λέγεται ἄρχαγγελος ὁ Μιχαήλ, διότι εἶναι «ἄγγελος ἄρχων» τοῦ Ἰσραήλ. “Όπως
ὑπάρχουν ἄγγελοι φύλακες προσώπων, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ ἄγγελοι ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν,
κατὰ τὴ Γραφή. Ἡ λέξις ἀρχάγγελος ἀπαντᾶται μόνο ἐδῶ καὶ στὸ Α΄ Θεσ. δ' 16. Ὁ Μιχαὴλ
στὴν μὲν Παλαιὰ Διαθήκη παρουσιάζεται ὡς φύλακας τοῦ θεοκρατικοῦ ἔθνους, στὴ δὲ
Καινὴ Διαθήκη μνημονεύεται ἐδῶ (στὸν Ἰούδα) καὶ στὸ 'ΑΠΟΚ. ιβ' 7.
• «Διάβολος». Λέγεται ὁ διαβολεύς, κυρίως ὅμως στὴ Γραφὴ λέγεται ὁ ἀρχηγὸς τῶν
πονηρῶν ἀγγέλων, ποὺ διέβαλε τὸν Θεὸ στοὺς πρωτοπλάστους.
• Τὸ ρῆμα «διακρίνομαι» καὶ στὰ δυὸ χωρία τοῦ Ἰούδα (9 καὶ 22) σημαίνει: Διαμάχομαι
διὰ λόγων, ὅπως στὶς Πράξ. ἴα' 2, ὅπου «διεκρίνοντο πρὸς τὸν Πέτρον οἱ ἐκ περιτομῆς»,
δηλαδή, ἀντιμάχονταν στὸν Πέτρο.
• Τὸ «διελέγετο» σημαίνει: Ὁ Μιχαὴλ διελέγετο πρὸς τὸν Διάβολο, ὄχι ἁπλῶς, ἀλλὰ
«διακρινόμενος», δηλαδὴ μὲ διαμάχη.
• Τὸ «περὶ τοῦ Μωσέως σώματος», θέλει προσοχή. Τὸ νόημα τοῦ χωρίου εἶναι δυσνόητο.
Προτάθηκαν πολλὲς ἑρμηνεῖες:
α) Ὅταν ὁ Μιχαὴλ ἀπεστάλη, γιὰ νὰ μεταθέση τὸ σῶμα τοῦ θανόντος Μωϋσέως στὸν
οὐρανό, ὁ Διάβολος ἀνθίστατο κατηγορώντας τὸν Μωϋσῆ καὶ λέγοντας ὅτι εἶναι φονιὰς
ἐκείνου τοῦ Αἰγυπτίου ('Ἐξόδ. β' 12).
β) Ὅταν ὁ Μιχαὴλ ὠδήγησε τὸν Μωύση στὴ γῆ, ὅπου μεταμορφώθηκε ὁ Κύριος, ὁ
Διάβολος ἔλεγε στὸ Μιχαήλ: «Ἐψεύσθη ὁ Θεὸς εἰσαγαγεῖν τὸν Μωύση εἷς τὴν γῆν, ἔνθα
ὤμοσε μὴ εἰσελθεῖν αὐτόν».
γ) Τὸ σῶμα τοῦ Μωϋσέως εἶναι ὁ λαός, τοῦ ὁποίου ἠγεῖτο. Ἡ δὲ ἀντίπραξις τοῦ Διαβόλου
ἐκδηλώθηκε ὅταν ὁ Μωϋσῆς ἐξήγαγε τὸ λαὸ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.
δ) Σῶμα Μωϋσέως καὶ σῶμα Ἰησοῦ τοῦ ἀρχιερέως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἕνα καὶ
τὸ αὐτὸ (κατὰ τὴ γνώμη αὐτή). Ο Ἰούδας ἀναφέρεται στὸ Ζάχ. γ΄ 1-3, ὅπου ἀποκαλύπτεται
διαμάχη Μιχαὴλ καὶ Διαβόλου περὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀρχιερέως Ἰησοῦ, ποὺ ἦταν ἀπὸ τοὺς
πρωτεργάτες τῆς ἐπιστροφῆς τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὴ Βαβυλώνιο αἰχμαλωσία. Στὴν
προφητεία τοῦ Ζαχαρίου ἀναφέρεται ἡ ἐπιτίμησις, γιὰ τὴν ὁποία ἐδῶ κάνει λόγο ὁ Ἰούδας:
«Ἐπιτιμῆσαι σου Κύριος ἐν σοῖ, Διάβολε, καὶ ἐπιτιμῆσαι Κύριος ἐν σοῖ, ὁ ἐκλεξάμενος τὴν
Ἱερουσαλήμ». Νὰ τὰ λόγια τοῦ προφήτου: «Καὶ ἔδειξε μοὶ Κύριος Inσούν, τὸν ἱερέα τὸν
μέγαν, ἐστώτα πρὸ προσώπου ἀγγέλου Κυρίου, καὶ ὁ διάβολος εἰστήκει ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ

~ 27 ~
του ἀντικείσθαι αὐτῶ. Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς τὸν διάβολον Ἐπιτιμῆσαι Κύριος ἐν σοῖ,
διάβολε, καὶ ἐπιτιμῆσαι Κύριος ἐν σοῖ ὁ ἐκλεξάμενος τὴν Ἱερουσαλὴμ» (Ζάχ. γ΄ 1-3).
• Τότε ὁ Μιχαὴλ κατὰ τὴ διαμάχη αὐτοῦ πρὸς τὸν Διάβολο, «οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν
ἐπενεγκεῖν βλασφημίας». Κρίσις ἐδῶ καὶ στὸ Β΄ Πέτρ. β' 11 σημαίνει κατάκρισις.
Βλασφημία ἐν γένει λέγεται ἡ διὰ λόγων ἀσεβῶν βεβήλωσις τοῦ θείου ὀνόματος. Δὲν
θέλησε ὁ ἀρχάγγελος νὰ βρίση τὸν Διάβολο.
• Ἡ φράσεις τοῦ Μιχάηλ «ἐπιτιμῆσαι σοὶ Κύριος», σημαίνει: Ὁ Κύριος νὰ σὲ πατάξη. Ὁ
Μιχαὴλ δὲν ἐξύβρισε, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ἄγγελος. Οὐδεμία σημασία ἔχει τὸ ἂν ὁ Διάβολος
εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἄξιος ἐξυβρίσεως. Σημασία ἔχει ὅτι ἀγαθὸς ἄγγελος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
ἐξυβρίση!
Τὸ νόημα τοῦ Ἰούδα εἶναι, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄναμαρτητος καὶ ἔνδοξος Μιχαὴλ δὲν τόλμησε
οὔτε τὸ Διάβολο νὰ κακολογήση. Καὶ ὅμως οἱ αἱρετικοὶ Νικολαΐτες, ἄνθρωποι ὄντες,
ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσθενεῖς τολμοῦν καὶ βλασφημοῦν τοὺς ἁγίους ἀγγέλους! Τὸ παρὸν
παράδειγμα φέρεται κυρίως γιὰ τὴ φράση «δόξας δὲ βλασφημούσι», ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ
φράσις δὲν ἔχει σχέση μὲ τὰ τρία παραδείγματα τιμωριῶν (στ. 5-7).

Βρίζουν τὸν Θεό, Ζοῦν σὰν τὰ ζῷα (στ. 10)


Οἱ αἱρετικοὶ βλασφημοῦν «ὅσα οὐκ οἴδασιν». Εἶναι ἐκεῖνα, γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ ἴδιοι
ἀλαζονικὰ καυχῶνται, ὅτι γνωρίζουν καλῶς! Αὐτὰ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὅλος ὁ περὶ Αὐτὸν
πνευματικὸς καὶ ἀόρατος κόσμος, γιὰ τὸν ὁποῖον βέβαια ἔχουν παντελῆ ἄγνοια! “Ὅσα,
λοιπόν, δὲν γνωρίζουν, τὰ... βλασφημοῦν! Λέει ὁ Ἰούδας στὸν ἑπόμενο στίχο: «Οὗτοι δὲ
ὅσα μὲν οὐκ οἴδασι βλασφημούσιν, ὅσα δὲ φυσικῶς ὡς τὰ ἄλογα ζῷα ἐπίστανται, ἐν
τούτοις φθείρονται» (στ. 10). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Αὐτοὶ ὅμως, οἱ
ψευδοδιδάσκαλοι, καθυβρίζουν ἐκεῖνα ποὺ ξεπερνοῦν τὴν ἀντίληψί τους. Καὶ ὅσα ξέρουν
ἀπὸ ἔνστικτα, αὐτὰ ἀκριβῶς τοὺς ὁδηγοῦν στὴν καταστροφή, σὰν τὰ ζῷα ποὺ δὲν ἔχουν
λογική».
• Καὶ τί γνωρίζουν; Μόνο ὅσα φυσικῶς ἐπίστανται (ξέρουν). Τὸ μὲν ἔπιθετο «φυσικὸς»
ἀπαντᾶται στὴ Γραφὴ δυὸ φορές. Ἀναφέρεται σὲ ὅ,τι κοινὸ ὑπάρχει μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ
κτήνους (Ρωμ. α' 26. Β΄ Πέτρ. β' 12). Στὴν πραγματικότητα, λοιπόν, οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἀσεβεῖς,
ἐκεῖνα ποὺ ξέρουν καὶ διδάσκουν, εἶναι τὰ αἴσχη τῆς κτηνώδους ζωῆς τους. Φθείρονται καὶ
διαφθείρονται καί... καμαρώνουν μέσα στὸ βοῦρκό τους!
Ο ἄνθρωπος, ὅταν ἀφεθῆ ἀχαλίνωτος στὶς σαρκικές του ὅρμες, μοιάζει σὰν τὸ κτῆνος καὶ
κάτι χειρότερο. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πῶς νὰ σὲ εἴπω ἄνθρωπον; Ὅταν λακτίσης μὲν
ὥσπερ ὄνος, σκιρτᾷς δὲ ὥσπερ ταῦρος, χρεμετίπης δὲ ἐπὶ γυναιξὶν ὥσπερ ἵππος, καὶ
γαστριμαργῆς μὲν ὥσπερ ἄρκτος, πιαίνης δὲ τὴν σάρκα ὥσπερ ἡμίονος, μνησικακῇς δὲ
ὥσπερ κάμηλος, καὶ ἅρπασης μὲν ὡς λύκος, ὀργίζη δὲ ὡς ὄφις, πλήττῃς δὲ ὡς σκορπίος,
ὕπουλος δὲ ἧς ὥσπερ ἀλώπης, ἰὸν δὲ πονηρίας διατηρῇς ὥσπερ ἀσπὶς καὶ ἔχις, πολεμὴς δὲ
κατὰ τῶν ἀδελφῶν, ὥσπερ ὁ πονηρὸς δαίμων ἐκεῖνος; Πῶς δυνήσομαι μετὰ τῶν ἀνθρώπων
ἀριθμεῖν οὒχ ὅρων ἐν σοῖ τῆς τοιαύτης φύσεως τοὺς χαρακτῆρας;» (Ε.Π.Ε. 9,140).
Μετάφρασις: Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο; Κλωτσᾶς σὰν τὸ γαϊδοῦρι. Ὀργιάζεις σὰν τὸν
~ 28 ~
ταῦρο. Τρελαίνεσαι γιὰ γυναῖκες σὰν ἄλογο. Εἶσαι γαστρίμαργος σὰν ἀρκοῦδα Παχαίνεις
στὸ σῶμα σὰν τὸ μουλάρι. Κρατᾷς κακία σὰν τὴν καμῆλα. Αρπάζεις σὰν τὸ λύκο. Ὀργίζεσαι
σὰν φίδι. Δαγκώνεις σὰν σκορπιός. Εἶσαι ὕπουλος σὰν τὴν ἀλεποῦ. Ἔχεις δηλητήριο
κακότητας, σὰν τὴν κόμπρα καὶ τὴν ὀχιά. Ἐχθρεύεσαι τοὺς ἀδελφούς σου, ὅπως ὁ διάβολος.
Πῶς νὰ σὲ κατατάξω μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν βλέπω πάνω σου χαρακτηριστικὰ
ἀνθρωπίνης φύσεως!
• Τὸ ἐπίρρημα «φυσικῶς» συναντᾶται μόνο ἐδῶ καὶ ἔχει τὴν ἀνάλογη σημασία.
• Ὁ Ἰούδας ἐννοεῖ ὡς φυσικὴ γνῶσι τὸ «ἐπιβαίνειν τοῦ θήλεος», κάτι ποὺ οἱ αἱρετικοί...
εὐαγγελίζονταν ὡς μυστικὴ καὶ ἀνωτέρα γνώση, τῆς ὁποίας προνομιοῦχοι κάτοχοι εἶναι
αὐτοί. Όσα, λοιπόν, οἱ ἐν λόγῳ αἱρετικοὶ γνωρίζουν ἐνστικτωδῶς ὅπως τὰ ἄλογα Ζῷα, μέσα
σ' αὐτὰ φθείρονται, «ἐν τούτοις φθείρονται».
• Τὸ «φθείρεσθαι» ἐδῶ ἐννοεῖται ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ἀποβάλλει ὁ ἄνθρωπος τὴν
ἁγνότητα, ὅτι μιαίνεται τὸ σῶμα του μὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα. Εἶναι γνωστὴ ἡ ἔννοια αὐτὴ
τοῦ ρήματος στὴ Γραφὴ (Α' Κορ. γ' 17. Ἐφεσ. δ' 22. Β΄ Πέτρ. β' 12. ΑΠΟΚ. 16' 2).
Ἀντιπροσωπευτικὰ ἀναφέρουμε ἀπὸ τὴν Α΄ Κορινθίους τὸ «Εἰ τὶς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ
φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὃ Θεὸς» (Α' Κορ. γ΄ 17), καὶ ἀπὸ τὴν πρὸς Ἐφεσίους, ποὺ μιλάει γιὰ
τὸν «παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτοῦ» (Ἐφεσ. δ΄ 22).

Κάϊν - Βαλαὰμ - Κορὲ (στ. 11)


Στὸ ἑπόμενο χωρίο ὁ Ἰούδας ταλανίζει τοὺς αἱρετικοὺς μὲ τὸ «Οὐαί», κάτι ποὺ
ἀναφωνοῦν στοὺς ταλανισμοὺς τοὺς ὁ Χριστὸς καὶ οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Ἰωάννης
(Ματθ. κγ' 13-29. Α΄ Κορ. θ' 16. ΑΠΟΚ. ἡ' 13 καὶ θ' 12). Ο Ἰούδας, λέγοντας «οὐαὶ» στοὺς
αἱρετικούς, φανερώνει τὸν πόνο του γιὰ τὴν πνευματικὴ ζημιά, ποὺ ἔκαναν στὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας αἱρετικοὶ καὶ διεστραμμένοι, ποὺ ἔρχονταν ὅμως μὲ ἔνδυμα προβάτου. Ἐπίσης
μὲ τὰ «οὐαὶ» δὲν προαγγέλλει κάποια ὑλικὴ καταστροφὴ εἰς βάρος τους, οὔτε ἀναφέρεται
στὴν κόλασί τους στὸ μέλλον.
Τοὺς ταλανίζει καὶ μόνο διότι ἔξωμοιωθηκαν πρὸς τὸν Κάϊν, τὸν Βαλαὰμ καὶ τὸν Κορέ,
ποὺ παραμένουν αἰώνια παραδείγματα τῆς κακίας, τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἀνταρσίας. "Ἃς
δοῦμε τὸ χωρίο μὲ τὸ «οὐαί»: «Οὐαὶ αὐτοῖς, ὅτι τὴ ὀδῶ τοῦ Κάϊν ἐπορεύθησαν, καὶ τὴ
πλάνη τοῦ Βαλαὰμ μισθοῦ ἐξεχύθησαν, καὶ τὴ ἀντιλογία τοῦ Κορὲ ἀπώλοντο» (στ. 11).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «'Ἀλλοίμονό τους! Βαδίζουν στὰ χνάρια τοῦ Κάϊν καὶ
ἐξετράπησαν μὲ ἐκτροπὴ σὰν τοῦ Βαλαάμ, χάριν ἀμοιβῆς, καὶ χάθηκαν ἀπὸ ἀντιλογία σὰν
τοῦ Κορέ».
«Οὐαὶ αὐτοῖς, ὅτι τὴ ὀδῶ τοῦ Κάϊν ἐπορεύθησαν». Ὁδὸς στὴ Γραφὴ σημαίνει τρόπος
ζωῆς, πολιτεία, φρόνημα (Ἑβρ. θ' 8), “Ὁ Χριστιανισμὸς Π.Χ. στὴν Καινὴ Διαθήκη ὡς πίστης
καὶ ὡς τρόπος ζωῆς λέγεται «ὁδὸς» (Πράξ. Θ' 2). Ρήματα ἀντίστοιχά του οὐσιαστικοῦ
«ὁδός», μεταφορικά, εἶναι τὸ πορεύομαι, τὸ περιπατῶ. Καὶ σημαίνουν, συμπεριφέρομαι,
πολιτεύομαι, ἀναστρέφομαι, πῶ σύμφωνα μὲ ἕνα συγκεκριμένο τρόπο (Πράξ. θ' 31. Α΄
Πέτρ. δ' 3).

~ 29 ~
• Πορεύεσθε στὴν ὁδὸ κάποιου σημαίνει, μιμεῖσθε καὶ πράττετε ὅπως κάΠοιος.
Ἀλλὰ ποιὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τοῦ Κάϊν, ποῦ βλέπει ὁ Ἰούδας στοὺς αἱρετικούς; Ἡ πλέον
συγγενὴς ἑρμηνεία τοῦ Κάϊν ὡς τύπου εἶναι ἐκείνη, ποὺ δίνει ὁ Ἰωάννης: «Οὗ καθὼς ὁ Κάϊν
ἐκ τοῦ πονηροῦ ἣν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ χάριν τίνος ἔσφαξεν αὐτόν; “Ότι τὰ
ἔργα αὐτοῦ πονηρὰ ἥν, τὰ δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ δίκαια» (Α΄ Ἰωάν. γ' 12).
Ο Ἰούδας, δηλαδή, λέει, ὅτι οἱ αἱρετικοί, ὅπως ὁ Κάϊν, ἔτσι καὶ αὐτοὶ φθονοῦν τοὺς
ἀδελφούς τους καὶ φθάνουν μέχρι τὴν ἀδελφοκτονία! Δὲν τοὺς σκοτώνουν σωματικά, ἀλλὰ
τοὺς μισοῦν καὶ τοὺς ἐξοντώνουν πνευματικά. Διότι οἱ μὲν ἀδελφοί τους εἶναι πιστοὶ καὶ
ἁγνοί, ὅπως ὁ Ἀβελ, αὐτοὶ δὲν εἶναι ἀκάθαρτοι καὶ πονηροί, ὅπως ὁ Κάϊν. Καὶ ὁ Ἰωάννης
στὴν Α' ἐπιστολὴ ἀναφέρει ἐπανειλημμένα, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ αὐτοὶ εἶναι μισάδελφοι (β΄ 9. β'
11. γ' 12. δ' 20). Καὶ ὄχι μόνο, ἀλλ' ὅποιος δὲν ἀγαπᾷ ἁγνὰ τὸν ἀδελφό του εἶναι
ἄνθρωποκτονος (Ἰωάν. η' 44. Α΄ Ἰωάν. γ΄ 15).
• Τὸ ἕνα «Οὐαὶ» ἔχει σχέση μὲ τοὺς μιμητὲς τοῦ ἀδελφοκτόνου Κάϊν. Τὸ δεύτερο «Οὐαὶ»
ἔχει σχέση μὲ τὴν πλάνη τοῦ Βαλαάμ. «Οὐαὶ τοῖς αἱρετικούς, διότι τὴ πλάνη τοῦ Βαλαὰμ
μισθοῦ ἐξεχύθησαν». Πρόκειται γιὰ τὴν πλάνη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Βαλαὰμ πλάνησε τὸν
Ἰσραήλ. Μετὰ τὶς ἀποτυχημένες προσπάθειες, ὥστε ἐπὶ χρήμασι νὰ καταραστῆ τὸν Ἰσραήλ,
συνεβούλευσε τὸ βασιλιὰ Βαλάκ, λέγοντας, ὅτι ἕνας μόνο τρόπος ἀπομένει γιὰ νὰ
καταστρέψη τὸν Ἰσραήλ: Νὰ στείλη πολλὲς πόρνες μεταξύ του λαοῦ γιὰ νὰ τὸν διαφθείρῃ.
Αὐτὸ δὲ ἐφάρμοσε ὁ Βαλὰκ καὶ παρὰ λίγο νὰ πετύχαινε ὁλοσχερῆ διάβρωση τοῦ λαοῦ τοῦ
Ἰσραήλ, ἂν δὲν ἀντιλαμβανόταν ἐγκαίρως τὸ πρᾶγμα ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Φινεὲς καὶ οἱ περὶ
αὐτοὺς Ζηλωτές. Καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀργότερα ὁ Βαλαὰμ φονεύτηκε ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες
(Ἀριθμ. κε΄ 1-9. λα' 8. λα' 15-16).
Αὐτὸ ἐννοεῖ καὶ ὁ Ἰωάννης γράφοντας στὴν Ἀποκάλυψι (β' 14) πρὸς τὸν ἐπίσκοπο
Περγάμου γιὰ τοὺς ἴδιους αἱρετικούς της ἴδιας ἐποχῆς. «Ἔχω κατά σου ὀλίγα, ὅτι ἔχεις ἐκεῖ
κρατοῦντας τὴν διδαχὴν Βαλαάμ, ὃς ἐδίδαξε τὸν Βαλὰκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιόν των
υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ φαγεῖν εἰδωλόθυτα καὶ πορνεύσαι».
• Σ' αὐτὴ τὴν πλάνη «ἐξεχύθησαν» οἱ ἐλεγχόμενοι αἱρετικοί! Δηλαδή, ὤρμησαν, ἔπεσαν,
παραδόθηκαν τελείως στὴν ἀκολασία. Τὸ «μισθοῦ» εἶναι γενική της ἀξίας καὶ σημαίνει, ὅτι
αὐτὰ πράττουν οἱ Νικολαΐτες, χάριν κέρδους, ὅπως ὁ Βαλαάμ. Οἱ Νικολαΐτες, ποὺ δὲν
δέχονταν μὲν τὴ χριστιανικὴ πίστι, θέλοντας ὅμως ἀπαραίτητα νὰ θρησκεύουν, ἤσαν
ἕτοιμοι νὰ πληρώσουν ὅσοδηποτε, ὥστε νὰ συνδυάσουν τὴ θρησκεία μὲ τὴ γενετήσια ὁρμὴ
καὶ νὰ φτειάξουν μιὰ ἐθελοθρησκεία, ἀκόμα καί... σεξουαλική!
• Τὸ τρίτο «Οὐαὶ» ἀναφέρεται στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἀντιρρήσεως καὶ ἀντιλογίας καὶ
μοιάζουν μὲ τὸν Κορέ: «Οὐαὶ τοῖς αἱρετικοῖς, διότι τὰ ἀντιλογία τοῦ Κορὲ ἀπώλοντο».
Ἀντιλογία εἶναι ἡ κατὰ τοῦ Θεοῦ ἢ τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ ἀνταρσία καὶ ἀντίπραξις.
• Ἀντιλογία λέγεται στὴ Γραφὴ ἢ ἐπανάστασης τοῦ Ἰσραὴλ κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ τοῦ
Μωυσέως στὴν ἔρημό του Σινᾶ, στὸ μέρος ποὺ ὀνομάστηκε «ὕδωρ ἀντιλογίας» (Ἀριθμ. κ'
13. ΚΖ' 14. Δεύτ. λβ' 51. Ψάλμ. 80,8. 105,32).

~ 30 ~
• Ἀντιλογία λέγεται ἡ κατὰ καιροὺς ἀγνώμων στάσις τοῦ Ἰσραὴλ καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ
πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ (Ἑβρ. 1β' 3).
• Ἡ ἀντιλογία τοῦ Κορέ, πρώτου ἐξαδέλφου τοῦ Μωυσέως, εἶναι γνωστὴ στὴν Παλαιὰ
Διαθήκη. Μαζὶ μὲ τὸν Δαβᾶν καὶ τὸν 'Ἀβειρῶν συνέστησαν συνωμοσία καὶ ἐπαναστάτησαν
κατὰ τοῦ Μωυσῆ καὶ τοῦ Ἀαρῶν, γιὰ νὰ πάρουν αὐτοὶ τὴν ἡγεσία τοῦ λαοῦ καὶ τὴν
ἀρχιερωσύνη! Καὶ τιμωρήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τρόπο φοβερό. Τοὺς μὲν ἀρχηγοὺς τῆς
ἐπαναστάσεως αὐτῆς κατάπιε ἡ γῆ, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους. Τοὺς δὲ
ὀπαδοὺς τοὺς κατέκαυσε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ (Ἀριθμ. κέφ. 16). Μνεία τοῦ γεγονότους
γίνεται καὶ στὸ Ἀριθμ. 17' 5. 12' 14. κστ΄ 9-11. ΚΖ' 3.
• Ὅμοια εἶναι καὶ ἡ ἀντιλογία τῶν αἱρετικῶν, τῶν Νικολαϊτῶν. Δὲν ἀναγνώρισαν τοὺς
ἐναπομείναντες Ἀποστόλους ἢ τοὺς γνησίους διαδόχους τους! “Ἅρπαζαν τὸ σκῆπτρο τῆς
αὐθεντίας, γίνονταν αὐτοχειροτόνητοι δάσκαλοι, ὑπονόμευαν τὴν Ἐκκλησία. Πάντοτε καὶ
σήμερα ὑπάρχουν καὶ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας πνεύματα ἀντιλογίας, ἀντιρρήσεων,
αὐθαδείας, ἀρνήσεως.
«Ἐν τῇ ἀντιλογίᾳ ἀπώλοντο». Ἐδῶ ἡ ἀπώλεια εἶναι πνευματική. Ἐφ' ὅσον ἡ ἀπώλεια αὐτὴ
ἔγινε, οἱ αἱρετικοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν τὴ ἀφύσικη Ζωή, τὴν ὄργιωδη ἁμαρτωλὴ ζωή.
• Στὴν ἔρημό του Σινᾶ, γιὰ νὰ παύση ὁ τέως Ἰσραηλίτης ν' ἀνήκῃ στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ἕνας
τρόπος ὑπῆρχε: Νὰ τὸν καταπιὴ ἡ γῆ. Στὴν Ἐκκλησία ὅμως, γιὰ νὰ παύση ὁ ἐκπεσῶν
χριστιανὸς ν' ἀνήκῃ στὸ νέο Ἰσραήλ, ὑπάρχει ἄλλος τρόπος: Νὰ τὸν καταπιῆ τὸ σκοτάδι της
πρὸς θάνατον ἁμαρτίας.
• Οἱ αἱρετικοί, τοὺς ὁποίους καυτηριάζει ὁ Ἰούδας, δὲν ἀνήκουν στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Βρίσκονται ἐκτὸς Ἐκκλησίας, στὴν περιοχὴ τοῦ Σατανᾶ. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ λεγόμενοι
ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ δὲν ὑπακούουν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι οἱ «ἀντί», οἱ ἀντιρρησίες,
οἱ ἄνθισταμενοι, οἱ ἀντικείμενοι, οἱ ἀντιτασσόμενοι. Τὸ δικό τους θέλημα ἐνεργοῦν. Δὲν
σκέπτονται, ὅτι ἡ ἀντιλογία εἶναι ἀπώλεια.

12
Οὗτοί εἰσιν ἐν ταῖς ἀγάπαις ὑμῶν σπιλάδες, συνευωχούμενοι ἀφόβως, ἑαυτοὺς
ποιμαίνοντες, νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά,
ἄκαρπα, δίς ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα, 13 κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς
ἑαυτῶν αἰσχύνας, ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα τετήρηται.

Βρωμεροὶ - ἄκαρπα δέντρα (στ. 12)


Ἀφήνοντας τὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, εἰσέρχεται ὁ Ἰούδας βαθύτερα
στὴν τρέχουσα κατάσταση, ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν Ἐκκλησία, καὶ ζωγραφίζει τοὺς
αἱρετικοὺς μὲ ζωηρὰ χρώματα. Κάθε ἔκφρασής του δείχνει καὶ μιὰ πτυχὴ τοῦ βίου τους.
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς νεωτέρους ἑρμηνευτὲς διέκριναν ἐδῶ κάποια ἐμπάθεια. Ἀλλὰ καμμιὰ
ἐμπάθεια καὶ κακολογία δὲν ὑπάρχει. Καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἐκφράσεις τῶν δυὸ στίχων δὲν εἶναι
ὑβριστικὴ ἢ βωμολόχος. Ὁ Ἰούδας ἐκφράζει μιὰ πραγματικὴ κατάσταση.
~ 31 ~
Ὁ Ἰούδας περιγράφει, δὲν κακολογεῖ. Τὰ ἑρμηνευόμενα χωρία ξεχωρίζουν σαφῶς ἑπτὰ
κατηγορούμενα στὴ λέξι «οὖτοι». Ἃς δοῦμε τὸ στίχο 12: «Οὗτοι εἰσιν ἐν ταῖς ἀγάπαις ὑμῶν
σπιλάδες, συνευωχούμενοι ἀφόβως, ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες, νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων
παραφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα» (στ. 12).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Αὐτοὶ εἶναι βρώμικες κηλῖδες, ποὺ συμμετέχουν χωρὶς
ντροπὴ στὰ κοινα σᾶς δεῖπνα. Νοιάzονται μονάχα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Μοιάζουν μὲ
σύννεφα, ποὺ παρασύρονται ἀπὸ τοὺς ἀνέμους καὶ δὲν φέρνουν βροχή. ΜοιάΖουν μὲ
δέντρα, ποὺ μέχρι καὶ τὸ φθινόπωρο δὲν δίνουν καρπό, καὶ ποῦ, σὰν ξεραθοῦν γιὰ τὰ καλά,
τὰ ξερριζώνουν».
• Τὰ τρία πρῶτα εἶναι χαρακτηρισμοί. Οἱ αἱρετικοὶ εἶναι σπιλάδες, δηλαδή, κηλῖδες (ὁ
ἕνας χαρακτηρισμός). Οἱ αἱρετικοὶ εἶναι συνευωχούμενοι ἀφόβως, δηλαδή, ἀναίσχυντοι (ὁ
δεύτερος χαρακτηρισμός). Οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες, δηλαδὴ ἐκμεταλλευτὲς
τῆς Ἐκκλησίας (καὶ τρίτος χαρακτηρισμός).
• Τὰ τέσσερα ἐν συνεχείᾳ παρατιθέμενα, εἶναι παραβολὲς ἢ παρομοιώσεις. Οἱ τέσσερις
παραβολὲς διακρίνονται σὲ δυὸ τάξεις: Οἱ δυὸ πρῶτες (νεφέλες ἄνυδροι καὶ δένδρα
φθινοπωρινὰ) λέγονται γιὰ νὰ δηλωθῇ, τί δὲν ἔχουν ἢ τί δὲν πράττουν οἱ αἱρετικοί. Ἐνῷ οἱ
δυὸ ἄλλες παρομοιώσεις (κύματα ἄγρια καὶ ἀστέρες πλανῆτες) λέγονται, γιὰ νὰ δηλωθῇ τί
ἔχουν καὶ τί πράττουν.
• «Οὗτοι εἴσιν ἐν ταῖς ἀγάπαις ὑμῶν σπιλάδες». Τὸ ὄνομα «ἀγάπη» ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς
ἐν Χριστῷ συνεστιάσεως, ὅπου ἐτελεῖτο καὶ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀπαντᾶται
μόνο σ' αὐτὸ τὸ χωρίο στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ο θεσμὸς ὅμως, οἱ ἀγάπες, ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ
Παύλου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὀνομάζεται Κυριακὸ δεῖπνο καὶ περιγράφεται λεπτομερέστερα (Α΄
Κορ. ια' 20).
• Οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ἐκκλησιάζονταν σὲ καταλλήλους χώρους τὸ ἑσπέρας τῶν
Κυριακῶν, ἔτρωγαν ὅλοι μαζί, ἀναγίνωσκαν τὶς Γραφές, ἄκουγαν διδαχή, προσεύχονταν καὶ
τελοῦσαν τὴ θεία Εὐχαριστία. Ἐνωρὶς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀφήρεσαν τὸ στοιχεῖο τῆς
συνεστιάσεως, διότι συνέβαιναν ἀπαράδεκτες διακρίσεις: «Ὃς μὲν πεινᾷ, ὃς δὲ μεθύει» (Α'
Κορ. ια' 21). Πρῶτος ὁ Παῦλος προέβη στὸ διαχωρισμό, ὅπως βλέπουμε στὴν Α΄ Κορινθίους
(ια κεφάλαιο).
• Ἡ λέξις «σπιλάδες» παρουσιάζει δυσκολίες στὴν ἑρμηνεία. Καὶ τοῦτο διότι στὴν
ἑλληνικὴ γλῶσσα ὑπάρχουν ὁρισμένες λέξεις, οἱ ὁποῖες χωρὶς νὰ ἔχουν κάποια
ἐτυμολογικὴ συγγένεια, συμπτωματικὰ γράφονται κατὰ τρόπο ἀκριβῶς ὅμοιο. Ἔτσι, ἡ λέξις
«σπιλὰς» σημαίνει βράχος, ὕφαλος. Ἀλλὰ «σπιλὰς» σημαίνει καὶ κηλῖδα. Ἡ σημαίνουσα
κηλῖδα εἶναι λέξις τῆς κοινῆς καὶ ἀπαντᾶται γιὰ πρώτη φορὰ στὸν Ἰούδα. Εἶναι συνώνυμή
της λέξεως «σπίλος», ποῦ χρησιμοποιεῖται στὸ παράλληλο Β΄ Πέτρ. β' 13 («σπίλοι καὶ
μῶμοι»). Καὶ συγγενής του ρήματος «σπιλῶ», ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰούδας στὸ στίχο 23.
Τὸ νόημα τοῦ Ἰούδα εἶναι, ὅτι στὶς «ἀγάπες» τῶν χριστιανῶν, ὅπου ζοῦσαν ἁγιασμένοι,
καθαροὶ καὶ ἅγνοι ἄνθρωποι, οἱ παρεισδύσαντες ἀκόλαστοι αἱρετικοὶ ἤσαν κηλῖδες, ποὺ
κατασπίλωναν τὴν καθαρότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μόλυνσις ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ ξαπλωθῆ

~ 32 ~
γρήγορα σ' ὅλο το σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. “Ο ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει γιὰ τὴ σαρκικὴ καὶ
πνευματικὴ μόλυνσι: «Τί ἐστι μολυσμὸς σαρκός; Μοιχεία, πορνεία, ἀσέλγεια πᾶσα. Τί δὲ
ψυχῆς; Ἀκάθαρτοι λογισμοὶ ὡς τὸ ἔμβλεψαι ἀκολάστοις ὀφθαλμοῖς, μνησικακίαι, δόλοι,
καὶ ὅσα τοιαῦτα. Βούλεται τοίνυν ἑκατέρωθεν εἶναι καθαρούς. Εἶδες τὸ ἔπαθλον ὅσον; Τὸ
ἁπαλλαγῆναι τῶν πονηρῶν, τὸ ἐνωθῆναι Θεῶ» (Ε.Π.Ε. 19,370). Μετάφρασις: Ποιὸς εἶναι ὁ
μολυσμὸς τῆς σαρκός; Εἶναι ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία, ἡ ἀσέλγεια, ἡ κάθε εἴδους ἀκαθαρσία.
Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ μολυσμὸς τῆς ψυχῆς; Εἶναι οἱ ἀκάθαρτες σκέψεις, ὅπως τὰ αἰσχρὰ
βλέμματα, ὅπως ἡ μνησικακία, ὅπως ὁ δόλος καὶ ἡ πονηρία καὶ ὅλα τα παρόμοια. Θέλει,
λοιπόν, νὰ εἴμαστε καθαροὶ καὶ στὰ δύο. Εἶδες πόσο μεγάλη θὰ εἶναι ἡ ἀμοιβή; Θ'
ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ κακά, θὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Θεό.
• Ὁ ἀπόστολος Παῦλος καυτηριάζει καὶ ἄλλη ἀλλοίωση τοῦ χαρακτῆρα τῶν «ἀγαπῶν»
στὴ λατρευτικὴ σύναξι, καὶ δὴ στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Δυστυχῶς οἱ αἱρετικοί,
γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάει ὁ ἀδελφόθεος Ἰούδας, ἦταν ἀναιδεῖς. Αὐτὸ σημαίνει καὶ τὸ
«συνευωχούμενοι ἀφόβως». Ἡ φράσις αὐτὴ οὔτε πρὸς τὰ προηγούμενα οὔτε πρὸς τὰ
ἑπόμενα συνάπτεται. Εἶναι αὐτοτελής. Ο Ἰούδας ἐννοεῖ, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἀνενδοιάστως καὶ
ἀναισχύντως τολμοῦν νὰ συντρώγουν μὲ τοὺς ἁγιασμένους καὶ ἀμώμους χριστιανούς.
Ἀναιδεῖς, χωρὶς καμμιὰ ντροπή. Τὸ ἱερὸ Δεῖπνο διεξάγεται μετὰ φόβου πολλοῦ. Καὶ ὅταν ὁ
λειτουργὸς καλή τους πιστοὺς «εἷς θείαν κοινωνίαν», τονίζει τὸν φόβο καὶ τὸ δέος: «Μετὰ
φόβου Θεοῦ... προσέλθετε».
• Τὸ ἕνα χαρακτηριστικό των αἱρετικῶν: Σπίλωναν τὶς συνάξεις. Τὸ δεύτερο: Ἀδιάντροπα
καὶ μὲ ἀναίδεια συμμετεῖχαν στὸ μυστικὸ τραπέζι. Καὶ τὸ τρίτο: Δὲν λογάριαζαν κανένα.
Ἤσαν ποιμένες γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν. «Ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες». Τὸ ρῆμα
ποιμαίνω ἔχει δυὸ σημασίες. Τρέφω καὶ διοικῶ.
Ἐδῶ ἔχει τὴν πρώτη, ποὺ δὲν ἀπαντᾶται μὲν ἄλλου στὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶναι ὅμως
γνωστὴ στοὺς Ο'. Αὐτὸ σημαίνει στὸν ψαλμὸ κβ' 1: «Κύριος ποιμαίνει μὲ καὶ οὐδὲν μὲ
ὑστερήσει». Ὄχι μόνο ἡ σημασία τοῦ «Ποιμαίνω», ἀλλὰ καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς
φράσεως εἶναι κοινὸ μεταξὺ Ἰεζεκιὴλ καὶ Ἰούδα. Ὅπως ἀναφέρεται στὸν Ἰούδα, εἶναι
ἀπήχησις τοῦ Ἰεζεκ. λδ' 2. Ποίμαιναν τοὺς ἑαυτούς τους, ὄχι τὸ ποίμνιο. Δηλαδὴ
καλοπερνοῦσαν μὲ δαπάνη τῶν ἄλλων χριστιανῶν, ἐνῷ συγχρόνως ἤσαν πλήρως
ἀδιάφοροι γιὰ τὴ διαποίμανσι τῶν πιστῶν.
• Καὶ τὸ ἄλλο μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε ὡς ἑρμηνεία τοῦ «ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες». Δὲν
δέχονταν τὴν ἐξουσία καὶ τὸ κῦρος τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν: ἀνύψωναν τοὺς ἑαυτούς
τους σὲ ποιμένες, σὲ αὐθεντίες!
Οἱ παρείσακτοι στὴν Ἐκκλησία καὶ στὶς ἀγάπες αἱρετικοὶ σκοπὸ ἔχουν νὰ Ποιμαίνουν
ἑαυτούς, νὰ τρέφονται ὡς παράσιτα, νὰ ἐκμεταλλεύονται τὴν Ἐκκλησία πρὸς τὸ συμφέρον
τους, νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τους, καὶ ὄχι νὰ διακονοῦν τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες
τῶν ἀδελφῶν. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦν γιὰ τὴν Ἐκκλησία, οἱ αἱρετικοὶ
καὶ οἱ κακοὶ ποιμένες Ζοῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία!

~ 33 ~
• Διεξοδικώτερα περιγράφει τί ζητοῦν οἱ ἀκόλαστοι αἱρετικοὶ στὶς ἀγάπες τῶν
χριστιανῶν ὁ Πέτρος στὸ παράλληλο χωρίο τοῦ (Β΄ Πέτρ. Β΄ 13-14): «Ἡδονὴ ἡγούμενοι τὴν
ἐν ἡμέρᾳ τρυφήν, σπίλοι καὶ μῶμοι, ἐντρυφῶντες ἐν ταῖς ἀπάταις αὐτῶν, συνευωχούμενοι
ὑμίν, ὀφθαλμοὺς ἔχοντες μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστoυς ἁμαρτίας, δελεάζοντες
ψυχᾶς ἀστηρίκτους, καρδίαν γεγυμνασμένην πλεονεξίας ἔχοντες, κατάρας τέκνα».
Στὴ συνέχεια παρουσιάζονται οἱ παραβολές.
• Πρώτη παρομοίωσις: Τὰ σύννεφα. «Νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι».
Οἱ νεφέλες, τὰ σύννεφα, διεγείρουν τὴν ἐλπίδα τῆς βροχῆς. Ὅμως διαψεύδονται οἱ ἐλπίδες!
Οἱ ἄνεμοι παίρνουν τὰ σύννεφα καὶ φεύγουν, καὶ ἀποδεικνύονται «ἄνυδροι» οἱ νεφέλες,
φροῦδες οἱ ἐλπίδες. Ὁ Πέτρος στὸ παράλληλο Χωρίο (Β΄ Πέτρ. β' 17) τοὺς ὀνομάζει «πηγᾶς
ἀνύδρους».
• «Παραφέρομαι» σημαίνει παρασύρομαι. Τὸ νόημα τοῦ Ἰούδα εἶναι ἁπλό: Νεφέλες
ἄνυδροι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ποῦ δὲν ἔχουν ἐκεῖνο, ποὺ οἱ ἄλλοι ἀναμένουν ἀπὸ αὐτοὺς
ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὁποῖο δίνουν τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ ἔχουν. Οἱ ἐδῶ αἱρετικοὶ ἐμφανίζονται ὡς
σοφοί, πνευματικοί, ἅγιοι! Ἀντίθετα ὅμως εἶναι κενοὶ πάσης σοφίας καὶ πνεύματος καὶ
ἁγιότητας. Τὸ «ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι» προστίθεται μόνο γιὰ νὰ τονίση τὴν
κενότητα. Διότι οἱ ἄνεμοι εὔκολα «παραφέρουν», παρασύρουν τὶς ἄνυδρες νεφέλες, λόγω
τῆς ἐλαφρότητάς τους.
• Δεύτερη παρομοίωσις: Τὰ ἄκαρπα δέντρα. «Δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δὶς
ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα». Λέγεται μιὰ ἐποχὴ φθινόπωρο, διότι τὰ δέντρα οὔτε ἄνθη,
οὔτε καρπούς, οὔτε φύλλα ἔχουν εἶναι γυμνά. Ἀκριβῶς τὴν ἔννοια τῆς γυμνότητας καὶ τῆς
ἀνέχειας σημαίνει ὁ Ἰούδας μὲ τὸ παράδειγμα. Θέλει νὰ τονίση τὴν πνευματικὴ γυμνότητα
καὶ ἀνέχεια τῶν αἱρετικῶν ἐκείνων.
Λέγοντας ὁ Ἰούδας καὶ τὴ λέξη «ἄκαρπα», ἐπεξηγεῖ τὸ «φθινοπωρινά». Ἐπεξηγεῖ, ὅτι
ἀναφέρεται στὸ ἄκαρπό των φθινοπωρινῶν δέντρων. Καὶ οἱ αἱρετικοί, ὡς δέντρα ἄκαρπα,
δὲν ἔχουν νὰ δώσουν αὐτό, ποὺ ἐπαγγέλλονται ὅτι ἔχουν καὶ δίνουν. Καρποὶ τοῦ
ἀνθρώπου, καὶ μάλιστα τοῦ ἀναγεννημένου, εἶναι ὁ χριστιανικὸς βίος, τὰ χαρίσματα καὶ οἱ
καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἢ ὀρθὴ πίστις καὶ τὰ ἔργα. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τοὺς
καρποφόρους χριστιανούς: «Δεῖ καθ' ἑκάστην ἡμέραν θείας ἀπολαύομεν ἀκροάσεως, ἶνα
καθάπερ δρεπάνη τῷ λόγῳ, τὰ ὑλoμανoύντα πάθη τῆς διανοίας περικόπτοντες, ἔγκαρπα
δένδρα γενώμεθα καὶ καρπὸν ἐνέγκωμεν ὥριμον, εἰς ἀποθήκην ἀποτιθέμενον βασιλικήν,
δόξαν φέροντα τὸ κοινὸ Δεσπότη καὶ γεωργῶ τῶν ἡμετέρων ψυχῶν» (Ε.Π.Ε. 34,554).
Μετάφρασις: Πρέπει κάθε μέρα ν' ἀπολαμβὰνουμε τὴ θεία ἀκρόασι, ὥστε νὰ
περικόπτουμε, μὲ δρεπάνι τὸ λόγο, τὰ ὑλιστικὰ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ νὰ γινόμαστε δέντρα
καρποφόρα καὶ νὰ ἀποδίδουμε ὥριμο καρπό. Καὶ αὐτὸν νὰ τὸν ἀποθέτουμε σὲ βασιλικὴ
ἀποθήκη. Καὶ ἔτσι νὰ προσδίδῃ καθένας δόξα στὸν κοινὸ Κύριό μας καὶ γεωργό των ψυχῶν
μας.

~ 34 ~
• Οἱ αἱρετικοί, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάει ἡ ἐπιστολή, ἤσαν γυμνοὶ ὅλων αὐτῶν τῶν
πνευματικῶν καρπῶν. Ἠσαν δέντρα «δὶς ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα». Τὸ «δίς», δυὸ φορές,
μπορεῖ νὰ ἐξηγηθῆ μὲ δυὸ τρόπους.
Ο ἕνας τρόπος: οἱ αἱρετικοὶ εἶναι πεθαμένοι καὶ στὰ δύο, καὶ στὸ δόγμα καὶ στὸ βίο, καὶ
ἀσέβεια ἔχουν ὡς πρὸς τὴν πίστη καὶ ἀσέλγεια ὡς πρὸς τὴ ζωή.
Ο ἄλλος τρόπος: οἱ αἱρετικοὶ ἤσαν πεθαμένοι καὶ προτοῦ νὰ πιστεύσουν, τότε ποὺ ἤσαν
ἐθνικοὶ (εἴδωλολατρες), καὶ ὅταν ἔγιναν χριστιανοί, πάλι πέθαναν, ἀφοῦ ξέπεσαν ἀπὸ τὴν
ὀρθὴ πίστι.
• Μὲ ἄλλη ἐξήγησι: Τὸ «δὶς» ἔχει ἀποβάλει τὴν ἀριθμητική του ἔννοια καὶ σημαίνει ὅ,τι
καὶ τὸ «τρὶς» στὶς λέξεις «τρισόλβιος», «τρισμάκαρ», «τρισευδαίμων», «τρισκατάρατος».
Σημαίνει, δηλαδή, πολύ, τελείως, ἐντελῶς. Κατ' οὐσίαν δηλαδὴ ἐκφέρεται ὡς μία λέξις:
«δισαποθανόντα». Ὁ Ἰούδας θέλει νὰ πῇ: Ἐντελῶς νεκρά.
To «ἔκριζωθεντα» βεβαιώνει καὶ ὁλοκληρώνει τὸ «δὶς ἀποθανόντα». Ἔπειτα
ὑπαινίσσεται, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Πνεύματος, τῆς Ἐκκλησίας
καὶ τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον ἀρνήθηκαν.

Ἐκτροχιασμένοι, ἀφρίζοντες (στ. 13)


• Τρίτη παρομοίωσις: Τὰ ἄγρια κύματα, ποὺ ἀφρίσουν. Μὲ τὶς δυὸ ἄλλες παραβολές, τὴν
παρομοίωση τῶν κυμάτων καὶ τὴν παρομοίωση τῶν ἀστέρων, δείχνει ὁ Ἰούδας τὴν
ὑπάρχουσα στοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐκπορευομένη πονηρία. Τὴν ταραγμένη
θάλασσα, ὡς εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ Ἰάκωβος λέγοντας, ὅτι ὁ
«διακρινόμενος ἔoικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένω καὶ ριπιπομένω» (α' 6). Ο Ἰάκωβος
ἐννοεῖ τὴν ταλάνευση τοῦ ὀλιγοψύχου, ποῦ μετεωρίζεται στὸ ὕψος καὶ στὸ βάθος. "Ἃς
δοῦμε τὸ στίχο 13 μὲ τὶς δύο εἰκόνες: «Κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν
αἰσχύνας, ἀστέρες πλανῆται, οἶς ὁ λόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα τετήρηται» (στ. 13).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Μοιάζουν μὲ τὰ ἄγρια κύματα τῆς θάλασσας, ποῦ ἀντὶ γιὰ
ἀφρὸ ξεβράσουν τὶς ντροπὲς (βρωμιές) τους. Μοιάζουν μὲ ἄστρα περιπλανώμενα, ποὺ τὰ
προσμένει τὸ παντοτινό, τὸ Ζοφερὸ σκοτάδι».
• Ὁ Ἰούδας λαμβάνει ὡς εἰκόνα τὴν ἐξαιρετικὰ ἄγρια τρικυμία καὶ ἐννοεῖ ἀνθρώπους,
τῶν ὁποίων τὰ βάθη ἀναταράσσουν πολλὰ καὶ βίαια πάθη. Λέει γιὰ τὰ πάθη σὰν ἀγριεμένη
θάλασσα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὗ τοσαύτα κακὰ ἐργάζεται θάλασσα τοὺς ὅρους
ὑπερβαίνουσα, ὅσο ἡ γαστήρ. Θὲς αὐτὴ ὄρον τὴν αὐτάρκειαν, καθὼς Θεὸς ἔθετο τὴ
θαλάσση τὴν ἄμμον. Κὰν κυμαίνη, κὰν ἄγριαινη, ἐπιτίμα αὐτὴ τὴ δυνάμει τὴ δύση ἐν σοῖ.
Όρα πῶς λόγω σὲ ἐτίμησεν ὁ Θεός, ἶνα αὐτὸν μιμη» (Ε.Π.Ε. 22,14). Μετάφρασις: Δὲν
προκαλεῖ τόσα κακὰ ἡ θάλασσα, ὅταν ὑπερβαίνῃ τὰ ὅρια της, ὅσα ἢ κοιλιά! Νὰ βάλῃς στὴ
γαστριμαργία ὄρο τὴν αὐτάρκεια, ὅπως ὁ Θεὸς ἔβαλε ὅριο στὴ θάλασσα τὴν ἄμμο. Καὶ ὅταν
ἔχῃ κύματα καὶ φουρτοῦνα τὸ πάθος, νὰ τὸ ἐπιτιμᾷς μὲ τὴ δύναμι, ποῦ κρύβεται μέσα σου.
Κοίτα, πῶς ὁ Θεὸς σὲ ἐξώπλισε μὲ τὴ λογική, ὥστε νὰ μπορῇς νὰ Τὸν μιμῆσαι.

~ 35 ~
• To «ἔπαφριζειν» εἶναι ἅπαξ λεγόμενο στὴ Γραφή. Σημαίνει, ὅτι ἡ κυματούμενη
θάλασσα ἀφρίσει στὶς κορυφογραμμὲς τῶν κυμάτων. Ἐνῷ ὅμως τὰ φυσικὰ κύματα
ἐπαφρίζουν λευκὸ ἀφρό, οἱ αἱρετικοὶ «ἔπαφριζουν τὰς ἕαυτων αἰσχύνας». Οἱ αἱρετικοὶ καὶ
γενικῶς οἱ ἀνυπότακτοι, ποὺ δημιουργοῦν προβλήματα στὴν Ἐκκλησία, ταράζουν μὲ τὰ
ἐπαίσχυντα ἔργα τοὺς τὸ πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνήσυχη καρδιὰ τοὺς ἀγρίως καὶ
διηνεκῶς ταράζεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀκόλαστες ἐπιθυμίες, καὶ ἀπὸ τὰ βάθη τοὺς
ξεχύνεται κάθε ἀκαθαρσία λόγων καὶ πράξεων.
• Μιλώντας γιὰ «αἰσχύνας» ὁ Ἰούδας, ἐννοεῖ τὶς παρὰ φύσιν ἀκολασίες τῶν αἱρετικῶν.
Ἐννοεῖ γενικὰ ὅλη τὴν ἀκολασία, ποὺ καὶ ἔδειχναν καὶ καμάρωναν οἱ ἰδιότυποι αὐτοὶ
αἱρετικοί. Κάνουν, ὅπως λέει ὁ λαός, «ντροπῆς πράγματα».
• Τέταρτη παρομοίωσις: Τὸ «ἀστέρες πλανῆται, οἶς ὁ Ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα
τετήρηται». Ἀπὸ ὅλες τὶς συμβολικὲς παραβολὲς γιὰ τοὺς ἀσελγεῖς αἱρετικούς, αὐτὴ εἶναι,
ποὺ ἔχει περισσότερο παρεξηγηθῆ.
• Ὁ Ἰούδας ὡς ἀστέρες πλανῆτες ἐννοεῖ τοὺς ἀποστάτες, ποῦ ἔπεσαν ὅπως καὶ ὁ
Διάβολος. Γι' αὐτοὺς ὑπάρχει τὸ αἰώνιο σκοτάδι.
• Οἱ αἱρετικοὶ ὀνομάζονται ἀστέρες πλανῆτες, γιατί δὲν ἀκολουθοῦν τὸν ἥλιο τῆς
ἀλήθειας, τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἄλλοι ὑποστήριξαν, ὅτι ὁ Ἰούδας πλανῆτες ἀστέρες λέει αὐτούς, ποὺ ὡς πυροτεχνήματα
φλέγονται γιὰ ἕνα δευτερόλεπτο, διαγράφοντας φωτεινὴ γραμμὴ στὸν οὐρανό, δηλαδὴ
τοὺς διάττοντες ἀστέρες.
Ο Τρεμπέλας λέει, ὅτι ὁ Ἰούδας ἐννοεῖ τοὺς κομῆτες ἢ διάττοντες καὶ ὄχι τοὺς πλανῆτες.
Στὴ συνέχεια ὅμως δέχεται τὴν ἑρμηνεία, ποὺ ὅπως οἱ πλανῆτες παραπλανοῦν διὰ τῆς μὴ
κανονικῆς τροχιᾶς τοὺς τοὺς πλοηγούς, ἔτσι καὶ οἱ ψευδοδιδάσκαλοι καθίστανται βλαβεροὶ
ὁδηγοὶ τῶν ἀκολουθούντων τὰ προστάγματά τους.
• Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι, λοιπόν, δὲν μοιάζουν μὲ ἀστέρια κανονικά, ποῦ κινοῦνται στὴν
τροχιά τους στὸ στερέωμα, ἀλλὰ μοιάζουν μὲ πλανῆτες, ποῦ δὲν ἔχουν κανονικὴ τροχιά,
καὶ γι' αὐτὸ παραπλανοῦν καὶ μὲ τὰ ὀλέθρια διδάγματά τους καθίστανται ἐπικίνδυνοι
ὁδηγοί. Πλανήτης σημαίνει ἀλήτης, περιπλανώμενος ἀτάκτως!
Τὰ δυὸ γνωρίσματα αὐτῶν τῶν πλανητῶν εἶναι τὸ ἄτακτο καὶ τὸ σκοτεινό. Καὶ εἶναι τὰ
κύρια στοιχεῖα τῆς Ἐπιστολῆς. Ὁ Ἰούδας, δηλαδή, χρησιμοποιεῖ γνωστὴ παροιμιώδη
ἔκφραση. Καὶ τὴν χρησιμοποιεῖ γιὰ τοὺς τυχοδιῶκτες αἱρετικούς, διότι καὶ αὐτοὶ ἤσαν
πλανόδιοι καὶ σκοτεινὰ πρόσωπα. «Ὁ Ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα τετήρηται». Τὸ τί
σημαίνει «ζόφος» τὸ ἔχουμε πεῖ στὸ στίχο 6. Διαφέρει ἀπὸ τὸ σκότος. Ζόφος εἶναι τὸ χρῶμα
τοῦ σκοταδιοῦ. Σὰν νὰ σημαίνῃ τὸ σκοτάδι τῆς σκοτεινῆς φυλακῆς!
• «Εἰς τὸν αἰῶνα» σημαίνει διὰ παντός. Καὶ ἄλλοτε μὲν ἐννοεῖται ὅλη ἡ ἀνθρώπινη
ἱστορία (Δεύτ. ιγ΄ 17), ἄλλοτε δὲ ἢ αἰωνιότητα (Ψάλμ. θ' 6. Ματθ. κα΄ 19. Α΄ Κορ n' 13. Ἑβρ.
ζ' 24 καὶ συχνότατα στὸν Ἰωάννη). Ὁ Ἰούδας ἐννοεῖ, ὅτι τὸ σκοτάδι, ποὺ ἀναμένει τοὺς

~ 36 ~
αἱρετικούς, εἶναι ἀτελεύτητο, ὅπως τὸ περιγράφει καὶ ὁ Κύριός μας («ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν
οὐ τελευτᾷ» – Μάρκ. θ' 48).

14
προεφήτευσε δὲ καὶ τούτοις ἕβδομος ἀπὸ ᾿Αδὰμ ᾿Ενὼχ λέγων· ἰδοὺ ἦλθε Κύριος ἐν
ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ, 15 ποιῆσαι κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἐλέγξαι πάντας τοὺς ἀσεβεῖς
αὐτῶν περὶ πάντων τῶν ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ περὶ πάντων τῶν σκληρῶν
ὧν ἐλάλησαν κατ᾿ αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς. 16 Οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ
τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι, καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες
πρόσωπα ὠφελείας χάριν.

Ἔρχεται ὁ Κύριος γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς (στ. 14-15)


Ἐπειδὴ μίλησε σαφέστερα γιὰ τὴ διαγωγὴ καὶ τὴν ποιότητα τῶν Νικολαϊτῶν, Ἡ ἤδη
ἀναφέρει τὴν προφητεία τοῦ Ἐνώχ, διότι ἡ προφητεία εἶναι πιὸ εὔλαλη καὶ τοῦ δείγματος
καὶ τοῦ τύπου. Λέει στὸν ἑπόμενο στίχο: «Προεφήτευσε δὲ καὶ τούτοις ἕβδομος ἀπὸ 'Ἀδὰμ
Ἐνὼχ λέγων: Ἰδοὺ ᾖλθε Κύριος ἐν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ» (στ. 14). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτοὺς προφήτευσε ὁ Ἐνώχ, ἕβδομη γενιὰ ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, λέγοντας:
Ἦρθε ὁ Κύριος μὲ τὶς μυριάδες τῶν ἁγίων ἀγγέλων Του».
• «Προεφήτευσε». Τὸ ρῆμα εἶναι παρασύνθετο ἀπὸ τὸ «προφήτης». Προφήτης εἶναι
ἐκεῖνος, ποὺ ἀνακοινώνει τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ. Στέκει μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἔχει
μπροστά του μὲν τοὺς ἀκροωμένους ἀνθρώπους, πίσω του δὲ τὸν Θεό, δίκην ὑποβολέως.
Εἶναι ὁ ἀντὶ τοῦ Θεοῦ λαλῶν, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἐπιτακτικὸς σύνδεσμος «καὶ» στὴ φράση «Προεφήτευσε δὲ καὶ τούτοις ἕβδομος ἀπὸ
'Ἀδὰμ Ἐνὼχ» δηλώνει, ὅτι ὁ Ἐνὼχ προφήτευσε μὲν γενικῶς περὶ πάντων των ἀσεβῶν της
ἱστορίας, περιέλαβε δὲ κατὰ τὸν Ἰούδα καὶ τοὺς ΝιΚολαΐτες.
• Ὁ Ἐνὼχ εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τῶν ἀρχαιοτέρων προφητῶν τῆς ἀνθρωπότητας, o
«ἕβδομος ἀπὸ Ἀδάμ». Τὴν ἔκφραση τῆς προφητείας τοῦ Ἐνὼχ δανείζεται ὁ Ἰούδας ἀπὸ τὸ
Δευτερονόμιο (λγ' 2-3), τὸν Ἠσαΐα (66,15-16), τὸν Ζαχαρία (ιδ' 5) καὶ τὸν Παῦλο (Β΄ Θεσ. α'
7-10). Στὴν τελευταία παραπομπὴ (τοῦ Παύλου) ἐμφανίζεται ὁ Κύριος νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν
οὐρανὸ «μετ' ἀγγέλων δυνάμεων αὐτοῦ ἐν πυρὶ φλογός, διδόναι ἐκδίκησιν τοῖς μὴ εἴδοσι
Θεὸν καὶ τοῖς μὴ ὑπακούουσι τῷ εὐαγγελίᾳ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, οἵτινες δίκην
τίσουσιν ὄλεθρον αἰώνιον ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου καὶ ἀπὸ τῆς δόξης τῆς ἰσχῦος αὐτοῦ»
(Β΄ Θεσ. α' 7-9).
• «Ἕβδομος δὲ ἀπὸ 'Ἀδὰμ» λέγεται ὁ Ἐνώχ, γιὰ νὰ διακριθῆ μὲν ἀπὸ τὸν τρίτο Ἐνώχ, υἱὸ
τοῦ Κάϊν, ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὸν ἐγγονὸ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἀπὸ τὸν υἱὸ τοῦ πατριάρχου Ρουβήν.
Ὁ Ἰούδας θέλει νὰ δείξη πόσο παλιὰ εἶναι ἡ προφητεία, ποὺ ἀνάγεται στὴν ἀφετηρία
σχεδὸν τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καὶ νὰ ἐπιβεβαιώση τὸ «πάλαι προγεγραμμένοις» τοῦ
στίχου 4.

~ 37 ~
• Ἀπὸ τὸ «Ἰδοὺ ᾖλθε Κύριος ἐν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ» μέχρι τὸ «ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς»
εἶναι οἱ λόγοι τῆς προφητείας τοῦ Ἐνώχ. «Ἰδοὺ ᾖλθε Κύριος ἐν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ».
Γιατί; «Ποιῆσαι κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἐλέγξαι πάντας τους ἀσεβεῖς αὐτῶν περὶ πάντων
των ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἤσεβησαν καὶ περὶ πάντων των σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν κατ'
αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς» (στ. 15). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἦρθε γιὰ νὰ κρίνῃ ὅλη
τὴν οἰκουμένη καὶ νὰ ἐλέγξη ὅλους τους ἀσεβεῖς ἀνάμεσά τους, γιὰ τὶς ἁμαρτωλές τους
πράξεις καὶ γιὰ ὅσα σκληρὰ λόγια ξεστόμισαν ἐναντίον Τοῦ οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοί».
• Τὸ «Ἰδοὺ» εἶναι κέλευσμα πρὸς τοὺς ἀκροατὲς τῆς προφητείας, γιὰ νὰ στρέψουν τὰ
βλέμματα καὶ νὰ δοῦν τὸ ἐπερχόμενο.
• «Ἦλθε Κύριος». Ἐνῷ πρόκειται γιὰ πρᾶγμα, ποῦ δὲν ἔχει γίνει, δὲν λέει «ἐλεύσεται»
οὔτε «ἔρχεται», ἀλλὰ λέει «ᾖλθε». Σὰν νὰ πρόκειται γιὰ γεγονός, ποὺ ἔχει συμβῇ! Αὐτὸ
συνηθίζεται στοὺς προφῆτες (Ὡσ. 1 10).
• Ἔρχεται δὲ ὁ Κύριος «ἐν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ». Στὴν Ἁγία Γραφὴ «μυριάδες» ἢ «ἅγιαι
μυριάδες» λέγονται οἱ λειτουργοῦντες τὸν Θεὸ πολυάριθμοι ἅγιοι καὶ ἄγγελοι (Δευτερ. λβ'
2. Ἑβρ. ιβ' 22. ΑΠΟΚ. ε' 11). Ἃς θυμηθοῦμε τὸν προφητικὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ δευτέρα
Του παρουσία: «Ὅταν δὲ ἔλθη ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι
ἄγγελοι μετ' αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν
αὐτοῦ πάντα τα ἔθνη...» (Ματθ. κε΄ 31-32).
• Ὁ Χριστός, ποὺ στὴν πρώτη του παρουσία παραδόθηκε στὸ θάνατο καὶ ἔγινε τὸ
ἔσφαγμενο 'Ἀρνίο, αὐτὸς θὰ ἔλθη μὲ ὅλη τὴν τιμὴ καὶ τὴ δόξα καὶ τὸ κράτος κατὰ τὴ
δευτέρα Του παρουσία. Στὴν Ἀποκάλυψι παρουσιάζεται ἡ μεγαλειώδης σκηνή, ὅπου
συνοδευόμενος ἀπὸ μυριάδες μυριάδων καὶ Χιλιάδες χιλιάδων ἀγγέλων καὶ ἁγίων θὰ
καθήση στὸ θρόνο ὡς κραταιὸς Κύριος: «Καὶ εἶδον καὶ ἤκουσα φωνὴν ἀγγέλων πολλῶν
κύκλω τοῦ θρόνου. Καὶ ἣν ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν μυριάδες μυριάδων καὶ χιλιάδες χιλιάδων,
λέγοντες φωνὴ μεγάλη: Ἀξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἔσφαγμενον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ
πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν...» (ΑΠΟΚ. ε' 11-12).
• Ἔρχεται «Ποιῆσαι κρίσιν». Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μιλάει γιὰ τὴν παγκόσμια κρίσι: «Πῶς
τότε διακεισόμεθα, ἐπὶ πάντων ἀγγέλων καὶ πάντων ἀνθρώπων φανερουμένων τῶν
ἡμετέρων ἁμαρτημάτων, καὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἠμῶν ἱσταμένων;... Τί Ποιήσομεν, ὅταν ἡ
οἰκουμένη πᾶσα παρῆ, ὅταν ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὅταν ἀρχαὶ καὶ ἐξουσίαι, ὅταν
σάλπιγγες ἠχῶσιν αἳ συνεχεῖς καὶ ἐπάλληλοι;» (Ε.Π.Ε. 31, 348-350). Μετάφρασις: Πῶς θὰ
βρεθοῦμε τότε, ὅταν μπροστὰ σ' ὅλους τους ἀγγέλους καὶ ὅλους τους ἀνθρώπους θὰ
φανερωθοῦν τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ θὰ στέκουν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μας;... Τί θὰ κάνουμε,
ὅταν θὰ παρευρίσκεται ὅλη ἡ οἰκουμένη, ὅταν θὰ εἶναι παρόντες ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι,
ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, ὅταν συνέχεια θὰ ἠχοῦν οἱ σάλπιγγες;
Ἡ χρήσης τοῦ «Ποιεῖν κρίσιν» στὴν παροῦσα ἔκφραση, ὅπως καὶ ἡ φράσις «Ποιεῖν
ἐλεημοσύνης καὶ ἀλήθειαν», «Ποιεῖν ἔλεος», εἶναι ἑβραϊσμός. Οἱ δὲ φράσεις αὐτὲς
ἰσοδυναμοῦν πρὸς τὰ ρήματα τὰ σύστοιχά των οὐσιαστικῶν (κρίνειν, ἐλεειν κ.λ.π). Τὴν
κρίση τοῦ Κυρίου σκέπτεται συνεχῶς ὁ πιστὸς καὶ μεριμνᾷ γιὰ τὴν ψυχή του: «Ὡς τοῦ Κριτου

~ 38 ~
παρόντος, μερίμνησoν ψυχή, καὶ τῆς φρικτῆς ἡμέρας τὴν ὥραν ἐννοού: ἢ γὰρ κρίσις
ἀνίλεώς ἐστι τοῖς μὴ πράξασιν ἔλεος διὸ πρὸ τέλους βόησον Φεῖσαι μου, Σωτὴρ μόνος γὰρ
ὑπάρχεις φιλάνθρωπος» (κάθισμα πρωϊ Δευτέρας πλ. δ).
• Τὸ «κατὰ πάντων» λέγεται ἀντὶ τοῦ «ἐπὶ πάντων». Δηλώνεται, δηλαδή, καθολικὴ κρίσις
ἀνὰ μέσον δικαίων καὶ ἀδίκων. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἔλεος καὶ συγχώρησις. Αὐτὸ σημαίνει ἡ
πρώτη του παρουσία. Λέει ὁ Ἴδιος: «Οὐκ ἦλθον ἶνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἶνα σώσω τὸν
κόσμον» (Ἰωάν. 1β' 47). Ο Χριστὸς ὅμως εἶναι καὶ δικαιοσύνη καὶ γι' αὐτὸ κατὰ τὴ δευτέρα
Του παρουσία θὰ ἔλθη «κρίναι πάντας, Ζωντας καὶ νεκρούς». Θὰ ἔλθη «ἐλέγξαι πάντας
τους ἀσεβεῖς αὐτῶν περὶ πάντων των ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἤσεβησαν καὶ περὶ πάντων
των σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν κατ' αὐτοῦ». Δηλαδή, θὰ τοὺς ἐλέγξη ὁ Θεὸς καὶ γιὰ τὰ ἔργα καὶ
γιὰ τὰ λόγια, διότι δὶ' ἀμφοτέρων ἐκδηλώνεται ἡ ἀσέβεια ἐναντίον Του.
•'Ἀσέβεια δὲν εἶναι μιὰ μεμονωμένη ἀσεβὴς πρᾶξις, ἀλλ' εἶναι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ ἀσεβοῦς.
Ἀπὸ αὐτὴν ἀπορρέουν καὶ λόγια σκληρὰ καὶ ἔργα φαῦλα καὶ ἀκόλαστα. Ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος ξεχωρίζει τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὴν ἀσέβεια ὡς ἑξῆς: «Εἰ εἰς θέατρον οὐκ
ἐπιτρέπεις ἀπελθεῖν, πολλῶ μᾶλλον ἐπὶ συναγωγῆς τοῦτο χρῆ Ποιεῖν. Μείζων γὰρ ἢ
παρανομία ἐκείνης αὕτη. Ἐκεῖ ἁμαρτία τὸ γινόμενον, ἐνταὺθα δὲ ἀσέβεια. Ταῦτα δὲ
λέγομεν, οὒχ ἶνα εἰς θέατρον ἀφῆτε ἀναβαίνειν, κακὸν γὰρ κάκεινο, ἀλλ' ἶνα καὶ τοῦτο
πολλῶ πλέον κωλύσητε» (Ε.Π.Ε. 34,220). Μετάφρασις: Ἂν δὲν ἐπιτρέπῃς νὰ πηγαίνουν στὸ
θέατρο, πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ τὸ κάνῃς αὐτὸ γιὰ τὴ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων! Στὴν
πρώτη περίπτωση πρόκειται γιὰ ἁμαρτία, στὴ δεύτερη ἔχουμε ἀσέβεια. Καὶ τὰ λέμε αὐτὰ
ὄχι φυσικὰ γιὰ νὰ ἀφήνετε νὰ πηγαίνουν στὰ θέατρα, ἀφοῦ καὶ αὐτὸ εἶναι κακό, ἀλλὰ γιὰ
νὰ ἐμποδίσετε πολὺ περισσότερο τὴν εἴσοδο στὴ συναγωγή.
• Ἡ λέξις «σκληρὸς» στὴ Γραφὴ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ δήλωση τῆς αὐθαδείας, ποὺ
στρέφεται κατὰ τῶν σεβασμίων πραγμάτων. Λέγονται καὶ οἱ ἀσεβεῖς σκληροὶ καὶ τὰ ἔργα
τοὺς σκληρά. Όποιος εἶναι ἀνελεήμων καὶ σκληρός, δὲν δικαιοῦται νὰ ἀναμένῃ ἔλεος καὶ
σπλαχνικότητα. «Ἡ γὰρ κρίσις ἀνίλεως τῷ μῇ ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. β' 13). Αὐτὸς δὲ ποῦ
τεντώνει τὸν τράχηλό του κατὰ τοῦ οὐρανοῦ γιὰ νὰ λαλήση σκληρὰ λόγια ἀσεβείας, λέγεται
σκληροτράχηλος.
Ο Θεὸς θὰ ἐλέγξη κάθε ἀσεβῆ. Ο ἁμαρτωλὸς εἶναι κακός. Ὁ ἀσεβής, ποὺ ἁμαρτάνει
χωρὶς φόβο, αὐτὸς εἶναι χειρότερος. Ο ἀσεβὴς εἶναι προκλητικὰ ἀρνητής.
• «Ἐλέγξαι» σημαίνει πρῶτα ἀποκαλύπτω, ἔπειτα μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια, τιμωρῶ. Ὁ
προφήτης ἐδῶ (καὶ Ἐνὼχ) ἐννοεῖ, ὅτι ὁ ἐρχόμενος Κύριος θὰ τιμωρήση τὸν ἀσεβῆ γιὰ τὴν
ἐπιδειχθεῖσα μὲ ἔργο καὶ λόγο ἀσέβειά του.
Ὁ Ἰούδας ἐννοεῖ, ὅτι οἱ Νικολαΐτες περιλαμβάνονται στοὺς ἀσεβεῖς της ἱστορίας, περὶ
τῶν ὁποίων ἐλέχθη ἢ προφητεία τοῦ Ἐνώχ. Γι' αὐτοὺς ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι
εὔστοχο νὰ περιορίσουμε τὴν ὀργὴ καὶ τὴν κρίσι μόνο στὴ δευτέρα παρουσία. Διότι καὶ
αὐτὸ τὸ ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ σκοτάδι, στὸ ὁποῖο κατάντησαν οἱ αἱρετικοί, εἶναι κρίσις.
Καὶ αὐτὸ συμβαίνει στοὺς ἀσεβεῖς ὅλης της ἱστορίας, καὶ στοὺς πλανεμένους, ἀγῦρτες,
ἀπατεῶνες καὶ ἀσελγεῖς καὶ τῆς ἐποχῆς μας. Φαίνονται ἀνεξέλεγκτοι ἄνθρωποι, ποῦ

~ 39 ~
κάνουν ὅ,τι θέλουν καὶ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Ἔρχεται ὁ Κύριος
«ἐλέγξαι».

Γιὰ τοὺς γογγυστὲς καὶ μεμψίμοιρους (στ. 16)


Ο Ἰούδας καταφέρεται κατὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀσελγῶν. Χρησιμοποίησε πρῶτα τους
τρεῖς χαρακτηρισμοὺς (σπιλάδες - ἀναιδεῖς - ἐκμεταλλευτές). Υστερα χρησιμοποίησε τὶς
τέσσερις παρομοιώσεις (νεφέλες - δέντρα - κύματα - ἀστέρες). Στὴ συνέχεια ἐπικαλέστηκε
τὴν προφητεία τοῦ Ἐνώχ, ποῦ βρίσκει παρόμοιες περικοπὲς στὴν Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸν
ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου ὡς κριτoύ.
Μετὰ τὴν προφητεία τοῦ Ἐνὼχ προφέρει ἄλλα πέντε κατηγορούμενα γιὰ τοὺς τότε
αἱρετικούς. «Οὗτοι εἴσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἔπιθυμιας αὐτῶν πορευόμενοι,
καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ὠφελείας χάριν» (στ. 16).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι γογγυστές, μεμψίμοιροι.
Βαδίζουν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες τους. Καὶ λένε μεγάλα καὶ ἐντυπωσιακὰ λόγια, καὶ
κολακεύουν πρόσωπα, γιὰ νὰ καρπωθοῦν ὀφέλη».
• Πρώτον καὶ δεύτερον: «Γογγυσται, μεμψίμοιροι». Τὰ δύο αὐτὰ ἀποδόθηκαν ἀπὸ τοὺς
ἑρμηνευτὲς ποικιλοτρόπως. Τὸ ρῆμα γογγύζειν εἶναι ἤxοποιημενη λέξις καὶ σημαίνει τὴν
ὑπόκωφη φωνὴ τῆς περιστερᾶς! Τὸ ρῆμα χρησιμοποιεῖται ὅταν ὑποτεταγμένοι ἐκτρέπονται
τῶν ὁρίων τῆς ὑποταγῆς τους καὶ ἐκφράσουν στασιαστικῶς τὴν ἀποδοκιμασία τους πρὸς
τοὺς ἡγέτες (Ματθ. Κ' 11. Λουκ. ἐ' 30. Ἰωάν. στ' 43. Α΄ Πέτρ. δ' 9. Α΄ Κορ. 1 10).
Ο Ἰούδας διὰ τοῦ «γογγυσταὶ» ἐννοεῖ, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἐκεῖνοι ἤσαν στασιαστὲς καὶ
ἀντάρτες κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ ἐκπεσόντες ἄγγελοι καὶ οἱ ἐν τῇ ἐρήμῳ Ἰσραηλῖτες. Καὶ οἱ
Νικολαΐτες στρέφονται ὁρατὰ μὲν κατὰ τῶν ἡγουμένων τῆς Ἐκκλησίας, κατ' οὐσίαν δὲ κατὰ
τοῦ Κυρίου, ὅπως οἱ Ἰσραηλῖτες στὴν ἔρημο ἀντιστάθηκαν ὀρατῶς μὲν κατὰ τοῦ Μωύση καὶ
τοῦ Ἀαρῶν, κατ' οὐσίαν ὅμως κατὰ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ «Μεμψίμοιρος» εἶναι ὁ μεμφόμενος τὴ μοῖρα του. Μοῖρα ὅμως στὴ φράσι αὐτὴ δὲν
εἶναι ἡ εἱμαρμένη, ἢ τύχη, ἂλλ' εἶναι τὸ ὁποιοδήποτε μερίδιο, ποῦ παίρνει κάποιος.
Μεμψίμοιρος εἶναι ἐκεῖνος, ποῦ, ἂν καὶ τοῦ χαρίσης κάτι ὡς δωρεά, ἀντὶ νὰ εὐχαριστήση,
διαμαρτύρεται γιατί δὲν τοῦ χαρίζεις κάτι ἀνώτερο καὶ σπουδαιότερο! Ὁ γογγυσμὸς ξεσπᾷ
σὲ μεμψιμοιρία.
Μπορεῖ νὰ ἐκληφθῆ ὁ γογγυσμὸς καὶ ἡ μεμψιμοιρία ὡς ἔχοντας γενικότερο χαρακτῆρα,
δηλαδὴ δὲν ἔχουν στόχο μόνο τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τοὺς λειτουργούς της Ἐκκλησίας. Συχνὰ
ἀκοῦς παράπονα, δηλαδὴ μεμψιμοιρίες ἀνθρώπων, ποὺ καταριώνται τὴν τύχη τους, ποῦ
τὴν βρίσκουν σκληρή, ὅταν μάλιστα τὴν συγκρίνουν μὲ τὴν κατάσταση ἄλλων. Ὁ πτωχὸς
μεψιμοιρεῖ, διότι δὲν εἶναι πλούσιος, ὅπως ἄλλοι ὅμοιοί του. Ο ἄρρωστος μεμψιμοιρεῖ γιὰ
τὴν ἀσθένειά του. Όποιος δὲν ἔχει σπουδαία θέσι μεμψιμοιρεῖ γιὰ τὴν ἀσημότητά του
Κ.Ο.Κ.

~ 40 ~
• Στὶς μεμψιμοιρίες συντελεῖ πρώτον τὸ ὅτι δὲν ἐκτιμᾶμε τὸ πλῆθος τῶν τόσων
εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ δεύτερον τὸ ὅτι κρίνουμε τὴν παροῦσα κατάστασι ἄσχετα πρὸς
τὸ αἰώνιο μέλλον, πρὸς τὸ ὁποῖο καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς παιδαγωγεῖ ἡ παροῦσα Ζωή.
Ο μεμψίμοιρος στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀχάριστος. Ο λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι
περίτρανο δεῖγμα ἀχαριστίας. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Τοὺς Ἰουδαίους οὐδὲν οὕτως ἀπώλεσεν, ὡς τὸ ἄχαριστους εἶναι, καὶ τὰς πολλᾶς καὶ
ποικίλας ἐκείνας πληγᾶς οὐδὲν ἕτερον ἢ τοῦτο ἐπήγαγε. Μᾶλλον δὲ καὶ πρὸ τῶν πληγῶν
τὴν ψυχὴν αὐτῶν τοῦτο ἀπώλεσε καὶ διέφθειρε. Τοῦτο δὲ γίνεται ἐξ ἀπονοίας καὶ τοῦ
νομίζειν ἐαυτὸν ἄξιον εἶναι τινὸς» (Ε.Π.Ε. 10,164). Μετάφρασις: Τίποτε ἄλλο δὲν ἔγινε αἰτία
νὰ χαθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως ἡ ἀχαριστία τους. Καὶ τὶς πολλὲς καὶ ποικίλες τιμωρίες τίποτε
ἄλλο δὲν τὶς προκάλεσε τόσο πολύ, ὅσο ἡ ἀχαριστία. Καὶ περισσότερο ἀπὸ τὶς σωματικὲς
πληγές, χάθηκε καὶ διεφθάρη ἐξ αἰτίας τῆς ἀχαριστίας ἡ ψυχή τους. Καὶ αὐτὸ ὅλο γίνεται
λόγω τῆς ὑπερηφανείας, μὲ τὸ νὰ θεωρῇ κανεὶς τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο γιὰ κάτι τί!
Οἱ αἱρετικοί της ἐποχῆς τοῦ Ἰούδα ἤσαν ἀχάριστοι, διότι, ἂν καὶ ἀπολάμβαναν δωρεὰν
τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν υἱοθεσία, θεωροῦσαν αὐτὰ μηδαμινὰ καὶ εἶχαν τὴν ἀπαίτηση καὶ
νὰ συνεχίζουν τὴν ἀκόλαστη ζωή τους καὶ νὰ λάβουν ἀπὸ τὸν Θεὸ μεγαλύτερη δόξα!
• Τρίτον: «Κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι». Ἐπιθυμίες ἐδῶ νοοῦνται οἱ κακὲς
ἐπιθυμίες, ἰδιαίτερα δὲ οἱ γενετήσιες ὀρέξεις, ὅπως Ρωμ. α' 24. Β΄ Τιμ. γ΄ 6. Β΄ Πέτρ. β' 10.
Οἱ Νικολαΐτες ἤσαν ἄνθρωποι, ποὺ ἐνεργοῦσαν ὅπου σύρουν τὰ γενετήσια ἔνστικτα,
χωρὶς ποτὲ ν' ἀντισταθοῦν. Γιὰ τὴ Γραφὴ δὲν ὑπάρχει ἄθλιωτερη κατάστασις γιὰ τὸν
ἄνθρωπο.
• Τέταρτον: «Τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα». Ἐννοεῖται ρήματα. Λαμβανομένου τοῦ
μέρους ἀντὶ τοῦ ὅλου το στόμα σημαίνει τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Ὑπέρογκο κατ' ἀρχὴν λέγεται
τὸ ὑπέρμετρο, τὸ ὀγκῶδες, ἔπειτα δὲ μεταφορικά, ὑπέρογκα λέγονται τὰ λόγια τὰ
ὑπερφίαλα, λόγια βλάσφημα, ποὺ ἐκστομίζονται κατὰ τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἴδια σημασία ἔχει καὶ
στὸ παράλληλο χωρίο Β΄ Πέτρ. β' 18.
• Οἱ ἀσεβεῖς μὲ μάταια λόγια καὶ ἀπατηλὰ προσπαθοῦν νὰ κερδίσουν ἀνθρώπους,
ἀπονήρευτους, ἀφελεῖς καὶ ἀστήρικτους. Ὑπόσχονται πολλά, ποῦ ἐνῷ εἶναι μάταια καὶ
ἀπατηλά, ὅμως γυαλίζουν καὶ θαμπώνουν. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Τί ταύτης τῆς κενῆς καὶ ματαίας δόξης ἀπατηλότερον; Εἰ δὲ καὶ μὴ ἐν τῷ παρόντι τὰ τῆς
μεταβολῆς αὐτὸν ἐκδέξηται, ὁ θάνατος πάντως ἐπελθῶν διέκοψε τὴν εὐημερίαν, καὶ ὁ
σήμερον σοβῶν ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς καὶ εἰς δεσμωτήριον ἐμβάλλων καὶ ἐπὶ τοῦ θρόνου
καθήμενος καὶ μεγάλα φυσῶν καὶ τοὺς ἅπαντας ἀνθρώπους ὡς σκιᾶς ὅρων, ἀθρόον τὴ ἑξῆς
κεῖται νεκρὸς ἀπνοῦς, δυσωδίας ἔμπεπλησμενος» (Ε.Π.Ε. 2,680).
Μετάφρασις: Ὑπάρχει ἀπατηλότερο ἀπὸ τὴν κενὴ καὶ μάταια δόξα; Καὶ ἂν ἀκόμα ὁ
ἄνθρωπος δὲν δεχτῆ τὴ μεταβολὴ στὴν παροῦσα Ζωή, ὁπωσδήποτε θὰ ἔλθη ὁ θάνατος καὶ
θὰ διακόψῃ τὴν εὐτυχία. Καὶ ὅποιος σήμερα βαδίσει ὑπερήφανα στὴν ἀγορὰ καὶ ρίχνει

~ 41 ~
τοὺς ἄλλους στὴ φυλακὴ καὶ κάθεται σὲ θρόνο κοσμικὸ καὶ φουσκώνει ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ
ὅλους τους βλέπει σὰν σκιές, αὐτός σε λίγο βρίσκεται νεκρός, ἀπνοῦς, γεμάτος δυσοσμία!
• Πέμπτον: «Θαυμάzοντες πρόσωπα ὠφελείας χάριν». Ἡ ἔκφρασις συναντᾶται συχνὰ
στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ σημαίνει κολακεύω ἤ, ἀκριβέστερα, προσποιοῦμαι καὶ ἐκδηλώνω
θαυμασμὸ ἐνώπιον ὤρισμενων ἀνθρώπων κατὰ τρόπο κολακευτικό, γιὰ ν' ἀποσπάσω τὴν
εὔνοιά τους.
Ὠφέλεια ἐδῶ λέγεται κυρίως τὸ αἰσχρὸ κέρδος. Γιὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰούδα ὑπὸ τὰ
κολακευόμενα πρόσωπα νὰ ὑποθέσουμε, ὅτι ὑπονοοῦνται διάφορα πρόσωπα τῆς
Ἐκκλησίας, η, καὶ κατὰ τὸν Παῦλο, «γυναικάρια» (Β΄ Τιμ. γ΄ 6), ἀσθενῆ πνευματικὰ καὶ
ὑστερημένα κατὰ τὴ σύνεσι, εὔπορα ὅμως οἰκονομικά, ποὺ αἰχμαλωτίζονται εὔκολα ἀπὸ
τοὺς τυχοδιῶκτες Νικολαΐτες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν κοντά τους ὡς παράσιτα.
• Πάντοτε καὶ σήμερα κίνητρο εἶναι τὸ κέρδος. Μὲ πολλοὺς τρόπους, καὶ σιμωνιακούς,
συλλέγονται χρήματα. Καὶ πολλὲς σχέσεις προσώπων, ἀλλὰ καὶ θρησκευτικὲς ἐνέργειες
γίνονται ὑλιστικῆς «ὠφελείας χάριν».

17
῾Υμεῖς δέ, ἀγαπητοί, μνήσθητε τῶν ρημάτων τῶν προειρημένων ὑπὸ τῶν ἀποστόλων
τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, 18 ὅτι ἔλεγον ὑμῖν ὅτι ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐμπαῖκται
κατὰ τὰς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβιῶν. 19 Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες,
ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες.

Ἀποστολικὲς προρρήσεις (στ. 17)


Ἐκεῖνοι καὶ σεῖς. Ἐκεῖνοι εἶναι αὐτοί, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφει ὁ Ἰούδας καὶ τοὺς
στιγματίζει, οἱ ἀσεβεῖς, οἱ ἀσελγεῖς, οἱ ἔμπαικτες, ἄνθρωποι ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία, ἂλλ' ἔγιναν ἀσεβεῖς πολέμιοι τῆς πίστεως. Παράξενο νὰ ἐμφανιστοῦν ἀπὸ τὶς
πρῶτες ἡμέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐσωτερικοὶ ἐχθροί, ἀλλὰ πραγματικό. Δὲν θὰ τὸ πιστεύαμε,
ἂν δὲν εἴχαμε τὶς δύο κυρίως ἐπιστολές, τὴν Β΄ Πέτρου καὶ τὴν Ἰούδα, ποῦ μὲ ἱερὸ πάθος
καυτηριάζουν τὴν ἀσέβεια τῶν αἱρετικῶν. Τότε, ποῦ ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ θαυματουργοῦσε
καὶ ἀνεδείκνυε μάρτυρες, τότε ἀκριβῶς ἐμφανίστηκαν καὶ οἱ σκοτεινοὶ ἄνθρωποι,
προκειμένου νὰ ἀλλοιώσουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ἦθος τῶν χριστιανῶν!
Ἐκεῖνοι καὶ σεῖς, σὰν νὰ λέῃ στὴ συνέχεια ὁ Ἰούδας. Ἀντίθετα μὲ ἐκείνους, παραμένετε
σεῖς τὰ ἀγαπητὰ πρόσωπα, τὰ γνήσια παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τοὺς ἐχθροὺς λέει «Οὖτοι»,
σὰν νὰ εἶναι δακτυλοδεικτούμενοι. Μιλώντας γιὰ τοὺς πιστούς, λέει «Ὑμεῖς οἱ ἀγαπητοί».
«Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, μνήσθητε τῶν ρημάτων τῶν προειρημένων ὑπὸ τῶν ἀποστόλων τοῦ
Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στ. 17). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «'Ἀλλὰ σεῖς,
ἀγαπητοί, θυμηθῆτε τὰ λόγια, ποὺ προεῖπαν οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ».
• Σεῖς δὲν εἶστε στὸν κύκλο τῶν ἀσεβῶν, τῶν ἀντιρρησιῶν. Σεῖς εἶστε στὸν κύκλο τῶν
ἀγαπητῶν. Εἶστε ἄξιοί της ἀγάπης, καὶ διότι παραμένετε στὴν ἄδολη ἀγάπη καὶ διότι
ἀκολουθεῖτε τὴ γραμμὴ τῶν ἀποστόλων.
~ 42 ~
• Τὸ ρῆμα «μνήσθητε» ἀνταποκρίνεται στὴν ἰδιότητα τῆς ἐπιστολῆς ὡς ὑπομνήσεως,
ποῦ ἐπαγγέλθηκε μὲν ἀπὸ τὸν Πέτρο (Β΄ Πέτρ. α' 12-13), πραγματοποιήθηκε δὲ ἀπὸ τὸν
Ἰούδα, ποὺ λέει: «Ὑπομνῆσαι δὲ ὑμᾶς βούλομαι» (στ. 5). Η μνήμη τῶν λόγων τῆς Γραφῆς
μᾶς κρατεῖ σὲ ἐγρήγορσι. Καὶ ἡ μνήμη αὐτὴ διατηρεῖται μὲ τὴ μελέτη καὶ τὴν συνεχῆ
ἀκρόαση τοῦ λόγου τῶν ἀποστόλων.
• «Ρήματα προειρημένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων», ἐννοεῖ ὁ Ἰούδας συγκεκριμένα μὲν τοὺς
προφητικοὺς λόγους τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Παύλου (Πράξ. κ' 29-30. Α΄ Τιμ. δ' 1-3. Β΄ Τιμ. γ΄ 1-
10 καὶ Β΄ Πέτρ. γ' 2-4). Γενικὰ δὲ ἐννοεῖ καὶ πολλοὺς ἄλλους λόγους τῶν δύο ἀποστόλων,
εἴτε γραπτοὺς σὲ ὅλες τὶς ἐπιστολές τους πρὸς τὴ Μικρὰ Ἀσία, εἴτε καὶ προφορικούς. Οἱ
ἀπόστολοι σὲ πολλὰ σημεῖα τῶν ὁμιλιῶν τους ἢ τῶν ἐπιστολῶν τους, μιλᾶνε καὶ ὡς
προφῆτες. Ἃς θυμίσουμε μερικοὺς «προειρημένους», προφητικοὺς λόγους, ἰδίως γιὰ τὴν
ἔλευσι αἱρετικῶν καὶ διεστραμμένων στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας:
-«Ἐγὼ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ
φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου. Καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες
διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητᾶς ὄπισω αὐτῶν» (Πράξ. κ' 29-30).
–«Τοῦτο γίνωσκε, ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἔνστησονται καιροὶ χαλεποὶ ἔσονται γὰρ οἱ
ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν ἀπειθεῖς,
ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι,
προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι...» (Β΄ Τιμ. γ΄ 1-5).
-«Τοῦτο πρώτον γινώσκοντες, ὅτι ἐλεύσονται ἐπ' ἐσχάτων των ἡμερῶν ἔμπαικται, κατὰ
τὰς ἰδίας ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι» (Β΄ Πέτρ. γ' 2-3). Ο Πέτρος, ὅπως πολλὲς φορὲς
τονίσαμε, στὴ Β΄ τοῦ ἐπιστολὴ προλέγει ὅσα θὰ ἐπαναλάβη ὁ Ἰούδας (ἴδε στ. 18).
• «Ρήματα προειρημένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων», Οἱ ἀπόστολοι εἶναι ἀπόστολοι τοῦ
Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅπως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἀποκαλυπτόμενος Κύριος
ἀποστέλλει τοὺς ἀγγέλους Του καὶ τοὺς προφῆτες, ἔτσι καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ
ἀποκαλυπτόμενος Κύριος Ἰησοῦς ἀποστέλλει τοὺς ἀποστόλους Του. «Καθὼς ἐμὲ (πάτερ)
ἀπέστειλας εἷς τὸν κόσμον, κάγω ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ
ἁγιάσω ἐμαυτόν, ἶνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι» (Ἰωάν. 17' 18) – «Καθὼς ἀπέσταλκε μὲ ὁ
πατήρ, κάγω πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωάν. κ' 21).
• «...τῶν προειρημένων ὑπὸ τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τὸ ὄνομα
Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐγκρύπτει τὴν πίστη τῶν ἀποστόλων, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Γιαχβέ.

Ἐμπαῖκτες ἀσεβεῖς (στ. 18)


Τῆς φράσεως «ἓν ἐσχάτω χρόνω», ποὺ εἶναι στὸ στίχο 18, τὸ μὲν νόημα εἶναι γνωστὸ
ἀπὸ πολλὰ μέρη τῆς Γραφῆς, ἡ δὲ ἐκφορὰ μοναδική. Κατὰ μία θεωρία ἐδῶ ὁ Ἰούδας ὡς
ἔσχατο χρόνο ἐννοεῖ τὸ τέλος τῶν ἀποστολικῶν χρόνων, ὁπότε οἱ ἀσεβέστεροι τῶν
ἀνθρώπων ἔχουν παρεισδύσει στὴν ἁγία Ἐκκλησία. Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Πέτρος, ποὺ ἔζησαν
κατὰ τὶς λαμπρότερες ἡμέρες τῆς πίστεως, προέβλεψαν καὶ προεῖπαν, ὅτι «ἔν εσχατω

~ 43 ~
χρόνω εσονται ἔμπαικται». Τὸ «ἔσονται» σημαίνει, θὰ ἐμφανισθοῦν. Καὶ ἰδού, οἱ ἔμπαικτες
αὐτοὶ ἐμφανίΖονται ζῶντος τοῦ Ἰούδα.
Κατὰ ἄλλη θεωρία τὸ «ἓν ἐσχάτω χρόνω» ἀναφέρεται στὸν καιρό, ποὺ θὰ εἶναι πλησίον
της δευτέρας παρουσίας. Στὴ Β΄ Πέτρου (γ΄ 3) γράφεται «ἐπ' ἐσχάτων των ἡμερῶν», ἐνῷ
στὴν Α΄ Πέτρ. (α' 20) «ἐπ' ἐσχάτου των χρόνων».
Ἡ οὐσία εἶναι, ὅτι καὶ στὸ τέλος τῶν ἀποστόλων καὶ στὸ τέλος τοῦ παρόντος κόσμου, καὶ
πάντοτε (ἀφοῦ ἐσχάτη ἡμέρα εἶναι ὅλος ὁ χρόνος τῆς Ἐκκλησίας - τῆς Καινῆς Διαθήκης), θὰ
ἐμφανιστοῦν «ἔμπαικτες». «...ὅτι ἔλεγον ὑμὶν ὅτι ἐν ἐσχάτῳ χρόνω ἔσονται ἔμπαικται κατὰ
τὰς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβειῶν» (στ. 18). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική:
«Θυμηθῆτε, ὅτι σᾶς ἔλεγαν, ὅτι κατὰ τοὺς ἐσχάτους χρόνους θὰ ἐμφανιστοῦν ἔμπαικτες,
ποὺ θὰ βαδίσουν σύμφωνα μὲ τὶς ἀσεβεῖς ἐπιθυμίες τους».
Τὸ οὐσιαστικὸ «ἔμπαικτης» ὑπάρχει μόνο ἅπαξ στοὺς Ο' καὶ δυὸ φορὲς στὴν Καινὴ
Διαθήκη, ἐδῶ καὶ στὸ παράλληλό του Πέτρου (Β΄ Πέτρ. γ' 3).
• Ἐμπαῖκτες λέγονται οἱ σαρκαστὲς καὶ οἱ χλευαστές. Ὁ Πέτρος ὀνομάζει «ἔμπαικτας»
ὅσους σαρκάζουν τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν στὴν ἐπικείμενη δευτέρα παρουσία τοῦ
Κυρίου, ὁ δὲ Ἰούδας ἐκείνους γενικὰ ποὺ σαρκάζουν τὴν πίστι καὶ τὴ χριστιανικὴ Ζωή.
• Ἐμπαῖκτες! Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παίζῃ κανεὶς μὲ σοβαρὰ θέματα. Καὶ μάλιστα νὰ
ἀνοηταίνῃ, νὰ κοροϊδεύῃ, νὰ χρησιμοποιῇ ἀστειότητες καὶ γέλωτες. Υπάρχουν τόσα ἄλλα
πράγματα, μὲ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ γελάσουμε καὶ νὰ παίξουμε. Δὲν κάνουμε ἀντικείμενο
ἐμπαιγμοῦ καὶ «πλάκας» τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά, καὶ δὴ θέματα, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ αἰώνιο
μέλλον μας, ὅπως εἶναι τὸ θέμα τῆς δευτέρας παρουσίας.
Μεταξύ, λοιπόν, ἀστείου καὶ σοβαροῦ, μιλοῦσαν οἱ «ψευδοδιδάσκαλοι» γιὰ σοβαρά της
πίστεως καὶ τῆς ἠθικῆς θέματα. Ἐμπαῖκτες τοὺς καλοῦν ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰούδας. Ἤσαν κοῦφοι
ἄνθρωποι, ποῦ ἔστρεφαν στὸ ἀστεῖο ἢ στὸ γέλιο ἱερώτατες διδασκαλίες τῆς πίστεως. Όπως
καὶ σήμερα πολλοί. Ἀλλ' ἐκεῖνοι εἶχαν τὴν ἀπαίτηση νὰ ἔχουν καὶ λόγο καὶ θέση μέσα στὴ
χριστιανικὴ κοινότητα.
• Ἐμπαῖκτες! Ὅπως κάτω ἀπὸ τὸ Σταυρὸ ὑπῆρχαν οἱ «ἔμπαιζοντες τὸν Ἰησοῦν» (Ματθ.
κζ' 29), ἔτσι καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία μπῆκαν καὶ μπαίνουν θεομπαῖκτες, ποῦ κοριδεύουν τὰ
μυστήρια, ἀλλὰ καὶ θέλουν νὰ ἐπιβάλουν ἕνα κοσμικὸ τρόπο ζωῆς, χωρὶς φόβο Θεοῦ.
Ἄνθρωποι χωρὶς σοβαρότητα, χωρὶς βαρύτητα πνευματική, χωρὶς κατάρτισι θεολογική, ποὺ
ὅμως ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ δημιουργοῦν προβλήματα καὶ νὰ παρασύρουν τὸν κόσμο. Σ'
αὐτοὺς ἀνήκουν καὶ οἱ ἐπαγγελματίες τῆς θρησκείας καὶ τῆς παραθρησκείας.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἄνθρωποι λυμεῶνες ἐπιχειρούσι ἄπαταν. Τότε μὲν ἔλεγον
τὴν ἀνάστασιν ἤδη γεγονέναι. Νῦν δὲ ἔλεγον, ὅτι ἐνέστηκεν ἡ ἡμέρα καὶ ἡ παρουσία τοῦ
Χριστοῦ, ἶνα καὶ τὸν Χριστὸν αὐτὸν ψεύδει ὑποβάλωσι, καὶ πείσαντες ὡς οὐκ ἔστι λοιπὸν
ἀντίδοσις οὐδὲ δικαστήριον καὶ κόλασις καὶ τιμωρία τοὺς κακῶς πεποιηκόσι» (Ε.Π.Ε.
23,10). Μετάφρασις: Ἄνθρωποι διαστρεβλωτὲς ἐπιχειροῦν κατὰ καιροὺς νὰ ἐξαπατοῦν.
Τότε μὲν ἰσχυρίζονταν, ὅτι ἡ ἀνάστασης τῶν νεκρῶν ἤδη ἔχει γίνει. Τώρα λένε, ὅτι ἐπίκειται

~ 44 ~
ἡ κρίσης καὶ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ ὑποτάξουν καὶ αὐτὸν τὸν Χριστὸ στὸ ψέμα. Καὶ
προσπαθοῦν νὰ πείσουν, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνταπόδοσης στὸ μέλλον οὔτε δικαστήριο καὶ
κόλασις καὶ τιμωρία γιὰ τοὺς κακοποιοὺς καὶ ἀσεβεῖς.
• Ἡ ἐβραϊζουσα ἔκφρασης «ἐπιθυμίας ἀσεβειῶν» σημαίνει ἁπλὰ ἀσεβεῖς ἐπιθυμίες.
Μοιάζει μὲ τὶς ἐκφράσεις «κρίσις βλασφημίας» (Ἰούδ. στ. 9). Ο Πέτρος τὸ λέει «βλάσφημο
κρίσι» (Β΄ Πέτρ. β' 11), «αἱρέσεις ἀπωλείας» (Β΄ Πέτρ. β' 1), «μισθὸς ἀδικίας» (Β΄ Πέτρ. β'
12).
• Ἐνεργοῦν «κατὰ τὰς ἰδίας ἐπιθυμίας αὐτῶν». Κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ἐκτελεῖται κάθε
ἐπιθυμία τους, καὶ ἡ πιὸ ἔξωφρενικη. Κινοῦνται σὰν ἀφεντικά, ποὺ πρέπει οἱ δοῦλοι, οἱ
ἁπλοϊκοὶ χριστιανοί, νὰ ἱκανοποιοῦν τὰ «καπρίτσια» τους.
• Δὲν ἐπιθυμοῦν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔχουν δικές τους ἐπιθυμίες, γιὰ τὸ
συμφέρον τους, γιὰ τὸν ἐγωισμό τους, γιὰ τὴ δική τους σκοπιμότητα, γιὰ τὴ δική τους
καλοπέραση ἢ κοσμικὴ ἀνάδειξι. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἄκανθαι εἰσιν αἳ ἐπιθυμίαι,
καὶ καθάπερ ἐν ἀκάνθαις, ὅθεν ἂν τὶς ἄψηται αὐτῶν, ἤμαξε τὰς χεῖρας καὶ τραύματα
ἐργάζεται, οὕτω καὶ ἀπὸ τῶν ἐπιθυμιῶν τὸ αὐτὸ πείσεται ὁ ταύταις ἐμπεσῶν καὶ τὴν ψυχὴν
ἄλγηδοσι περιβαλεῖ» (Ε.Π. Ε. 25,130).
Μετάφρασις: Ἀγκάθια εἶναι οἱ πλεονεκτικὲς ἐπιθυμίες. Καὶ ὅπως τὰ ἀγκάθια, ὅπου κι ἂν
τ' ἀγγίξη κανείς, ματώνει τὰ χέρια του καὶ τραυματίζεται, ἔτσι καὶ ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες αὐτὲς
παθαίνει ὅποιος ὑποκύπτει σ' αὐτές. Βάζει τὴν ψυχή του σὲ πόνους.
• Ὡς ἀσεβεῖς ἐπιθυμίες ὁ Ἰούδας ἐννοεῖ ὄχι μόνο τὶς γενετήσιες, ἀλλὰ καὶ ὅλες τὶς ἄλλες,
ἤτοι πλεονεξία, φιλοδοξία, θανάσιμο μῖσος καὶ ἄλλα παρόμοια.

Ψυχικὸς καὶ πνευματικὸς ἄνθρωπος (στ. 19)


Κατὰ τὴ Γραφὴ ὁ ἄνθρωπος, καταγόμενος ἀπὸ τὸν πεπτωκότα Ἀδάμ, ἀποτελεῖται ἀπὸ
ψυχὴ καὶ σῶμα. Καὶ φέρει μέσα του τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο. Αὐτὸς εἶναι ὁ σαρκικὸς ἢ
ψυχικὸς ἄνθρωπος. Ὅποιος πέθανε ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος
καὶ ἀναγεννήθηκε καὶ ἡ ἐν Χριστῷ καινὸς ἄνθρωπος, εἶναι ἀπαλλαγμένος τῆς ἁμαρτίας καὶ
φέρει ἀπὸ κοινοῦ, μὲ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς το Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ ἔλαβε διὰ τοῦ
Χρίσματος. Αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἢ ὁ «Πνεῦμα ἔχων».
• Οἱ αἱρετικοὶ καὶ διεστραμμένοι, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάει ὁ ἀδελφόθεος Ἰούδας, αὐτοὶ
βρίσκονται ἀκόμα στὸ στάδιο τοῦ ψυχικοῦ ἀνθρώπου, ἔστω καὶ ἂν ἔχουν γνώσεις κοσμικὲς
ἢ καὶ θρησκευτικὲς θεωρίες. Πνεῦμα Ἅγιο δὲν ἔχουν. Εἶναι ὅπως προσδιορίζονται στὸν
ἑπόμενο στίχο τῆς ἐπιστολῆς: «Οὗτοι εἴσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες»
(στ. 19). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ κάνουν διακρίσεις ἀπὸ
τοὺς ἄλλους. Κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὶς φυσικές τους ἐπιθυμίες καὶ στεροῦνται Πνεύματος
(Ἁγίου)».
Τὸ χωρίο εἶναι ἀπὸ τὰ δυσνόητά της Καινῆς Διαθήκης. Κατανοεῖται μόνο σὲ συνδυασμὸ
πρὸς τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Πέτρου.

~ 45 ~
• Σοφοὶ κατὰ κόσμον θεωροῦνται, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεό, εἶναι ἀπνευμάτιστοι, ἔστω καὶ ἂν
ξέρουν Πλάτωνα καὶ Ἀριστοτέλη. “Όσο ἀπέχει ἡ γῆ ἀπὸ τὸν οὐρανό, τόσο ἀπέχει ἢ
διδασκαλία τοῦ Πλάτωνος ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Τοσούτον ἤμεις ἐκείνων σοφώτεροι, ὅσον τὸ μέσον Πλάτωνος τὲ καὶ
Πνεύματος ἁγίου. Οἱ μὲν γὰρ τοὺς ἔξωθεν ρήτορας ἔχουσι διδασκάλους, ἠμεῖς δὲ τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον» (Ε.Π.Ε. 18,184). Μετάφρασις: Οἱ πιστοὶ εἴμαστε τόσο σοφώτεροι ἀπὸ
ἐκείνους, ὅση ἀπόστασις ὑπάρχει μεταξὺ Πλάτωνος καὶ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐκεῖνοι μὲν τοὺς
κοσμικοὺς ρήτορες ἔχουν γιὰ διδασκάλους, ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι ἀμέτοχος Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Παῦλος τὸν ὄνομαζει «ψυχικό».
«Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ» (Α' Κορ. β' 14). Ο ἄνθρωπος
ἔχει ψυχή. Ἔχει, δηλαδή, τὸ πνευματικὸ ἐκεῖνο συστατικό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο διακρίνεται μὲν
ἀπὸ τὰ Ζῷα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ γίνῃ χειρότερος ἀπὸ τὰ ζῷα.
Ψυχὴ εἶναι ἡ ἐλευθερία του. Ψυχὴ εἶναι ἡ νόησής του. Ψυχὴ εἶναι ἡ λογική του καὶ ὁ
λόγος του. Ψυχὴ εἶναι τὸ συναίσθημα καὶ ἡ ἐπιθυμία του. Ψυχή, μὲ μία λέξι, εἶναι ἡ ἐπιλογή
του, νὰ γίνῃ ἢ ἄγγελος ἢ σατανᾶς νὰ θεωθη ἢ νὰ δαιμονοποιηθῇ νὰ σωθῆ ἢ νὰ κολασθῆ νὰ
γίνῃ πνευματικὸς ἢ νὰ καταλήξη σαρκικὸς νὰ ὁδηγηθῆ στὸ ὑπὲρ φύσιν, ἢ νὰ κατρακυλήση
στὸ παρὰ φύσιν.
• Ψυχικὸς ἄνθρωπος, κατὰ τὸν Παῦλο, εἶναι ὄχι ἁπλῶς ὁ φυσικὸς ἄνθρωπος. Διότι ὁ
φυσικὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μὴν ἔχῃ δεχθῆ ἀκόμα τὴ χριστιανικὴ ἀποκάλυψι, ἀφοῦ δὲν
ἔχει λάβει Πνεῦμα Ἅγιο, εἶναι ὅμως καλοπροαίρετος καὶ δεκτικός της χάριτος τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
• Ψυχικὸς ἄνθρωπος εἶναι κυρίως ἐκεῖνος, ποῦ δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα,
ποὺ ἔχει τὴν ἔπαρσι, ὅτι ὅλα θὰ τὰ βρῇ μόνος του. Ψυχικοὶ ἄνθρωποι, κατὰ τὸν ἀδελφόθεο
Ἰούδα, εἶναι «ὁ Πνεῦμα μὴ ἔχοντες» (στ. 19), ὅσοι πορεύονται κατὰ «τὸ δοκοῦν», κατὰ τὶς
ἐπιθυμίες τους.
• Ψυχικὸς εἶναι ὁ ἐγωιστής. Θέλει μὲ τὰ ἐγκόσμια νὰ κατακτήση τὰ ὑπερκόσμια. Κάποτε
τὰ τελευταῖα τα ἀρνεῖται παντελῶς. Ἂν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν καταστῇ δοχεῖο τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, μοιάζει μὲ ἀεροπλάνο, καταδικασμένο νὰ μένῃ στὴ γῆ, διότι ὁ πιλότος
τοῦ ἀρνεῖται νὰ βάλῃ καύσιμα! Μοιάζει μὲ τὸ μηχάνημα, ποῦ μένει σὲ ἀδράνεια καὶ
σκουριάζει, διότι ὁ χειριστὴς τοῦ ἀρνεῖται νὰ τὸ συνδέση μὲ τὸ ρεῦμα.
Όπως μὲ γυμνὰ μάτια κανένας δὲν μπορεῖ νὰ δὴ τὸν ἥλιο, ἔτσι μόνη της ἢ ψυχή, χωρὶς
τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, δὲν μπορεῖ νὰ δὴ καὶ νὰ ζήση τὰ ἐπουράνια. Ὄχι μόνο τα ἐπουράνια
μυστήρια, ἀλλὰ χωρὶς τὴ φώτισι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οὔτε πολλὰ ἀπὸ τὰ ἐπίγεια
μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε (Ε.Π.Ε. 18,192).
• Ψυχικὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ περιφρονητὴς τοῦ Θεοῦ. «Οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ
Θεοῦ» (Α΄ Κορ. β' 14). Δὲν δέχεται ὅσα ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Πνεύματός Του ἀποκαλύπτει. Θεωρεῖ
μωρία τὴν ἀλήθεια τῆς θείας ἀποκαλύψεως! Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίση ὅσα μὲ πνευματικὴ
διόπτρα φαίνονται καὶ μὲ ταπείνωσι βιώνονται. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Ψυχικὸς ἔστιν ὅ το πᾶν τοῖς λογισμοὺς τῆς ψυχῆς διδοὺς καὶ μὴ νομίζων ἄνωθεν τινὸς

~ 46 ~
δείσθαι βοηθείας, ὅπερ ἐστὶν ἀνοίας. Καὶ γὰρ ἔδωκεν αὐτὴν ὁ Θεός, ἶνα μανθάνη καὶ
δέχηται τὸ παρ' αὐτοῦ, οὒχ νὰ ἐαυτὴ αὐτὴ ἀρκεϊν νομίzn. Καὶ γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ καλοὶ καὶ
χρήσιμοι, ἀλλ' ἐὰν βούλωνται χωρὶς φωτὸς ὁρᾶν, οὐδὲν αὐτοὺς τὸ κάλλος ὄνινησιν οὐδὲ ἢ
οἰκεία Ἰσχύς, ἀλλὰ καὶ παραβλάπτει. Οὕτω τοίνυν καὶ ψυχή, ἐὰν βουληθη Χωρὶς Πνεύματος
βλέπειν, καὶ ἐμπόδιον αὐτὴ γίνεται» (Ε.Π.Ε. 18,188). Μετάφρασις: Ψυχικὸς εἶναι ἐκεῖνος,
ποὺ στηρίζεται μόνο στοὺς λογισμοὺς τῆς ψυχῆς του. Αὐτός, ποὺ νομίζει, ὅτι καμμία
ἄνωθεν βοήθεια δὲν χρειάζεται, κάτι ποῦ εἶναι μωρία. Ὁ Θεὸς ἔδωσε βεβαίως τὴν ψυχή,
γιὰ νὰ μαθαίνῃ καὶ νὰ δέχεται ὅ,τι προέρχεται ἀπ' Αὐτόν, ὄχι γιὰ νὰ νομίση, ὅτι ἡ ἴδια εἶναι
αὐτάρκης. Τὰ μάτια εἶναι ὁπωσδήποτε καλὰ καὶ χρήσιμα, ἀλλ' ἂν θέλουν νὰ βλέπουν στὸ
σκοτάδι, χωρὶς φῶς, καθόλου δὲν τὰ ὠφελεῖ ἡ ὀμορφιὰ τῶν ορώμενων, ἀλλὰ καὶ ἡ δική
τους ἱκανότητα ἀπεναντίας βλάπτονται! Ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ἂν θέλῃ νὰ βλέπῃ Χωρὶς τὸ
Πνεῦμα. Ὄχι μόνο δὲν σῴζεται, ἀλλὰ καὶ χάνεται (κολάζεται).
• Ψυχικὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ὑλιστής. Μπορεῖ νὰ μιλάη γιὰ ἐπιτεύγματα τοῦ πνεύματος,
ἀλλ' ὡς τέτοια ἐννοεῖ τὰ δῶρα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας, ποὺ αὐτὸς τὰ
χρησιμοποιεῖ ὑλιστικά, εὐδαιμονιστικά, ἡδονιστικά. Μπορεῖ νὰ μιλάη καὶ γιὰ πνευματικοὺς
ἀνθρώπους, ἀλλ' ὡς τέτοιους ἐννοεῖ «καλλιτὲχνες» τοῦ κόσμου, τύπους φθορᾶς,
διαφθορᾶς καὶ ἀνωμαλίας. Τὰ ἀφύσικα πάθη μπορεῖ νὰ τὰ ἐμφανίζῃ καὶ ὡς... καλλιτεχνικὲς
ἐκδηλώσεις!
Τέτοιοι ὑλιστὲς καὶ φιλήδονοι «ψυχικoὶ» εἶναι αὐτοί, ποὺ περιγράφει ὁ ἀπόστολος
Πέτρος στὴ Β΄ τοῦ Ἐπιστολὴ (β' 12-19) καὶ ὁ Ἰούδας (στ. 18). Σ' αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους δὲν
μπορεῖ νὰ κατοικήση τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Συμβαίνει αὐτό, ποῦ εἶπε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς
ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε: «Οὗ μὴ καταμείνη τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις
τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας» (Γέν. στ΄ 3).
• Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἔχει ἀποκτήσει γνῶσι ἀνέφικτη στὸν ψυχικό. Πηγὴ τῆς
γνώσεως αὐτῆς εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ ἐν αὐτῷ.
Αὐτὴ ἡ διδασκαλία ἀναπτύσσεται διεξοδικὰ στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ (β' 12 -γ'
5). Καὶ στὴν πρὸς Γαλάτας ἀπευθύνεται εἰδικὰ στοὺς «πνευματικούς». «Ἐὰν δὲ καὶ
προληφθῆ ἄνθρωπος ἓν τινι παραπτώματι, ὕμεις οἱ πνευματικοὶ καταρτίσετε τὸν τοιοῦτον»
(Γαλ. στ΄ 1). Ὁ Παῦλος ἀποδίδει τὴν ἐλευθερία στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀποκλείει
ἀπὸ τὸν ψυχικὸ (Α΄ Κορ. β΄ 14-15. Γαλ. β' 4. ε' 1. ε' 13). Στὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους, λέγοντας
«οὗ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (γ΄ 17), ἐννοεῖ, ὅτι ὅποιος ἔχει Πνεῦμα, ὁ
πνευματικός, εἶναι καὶ ὄντως ἐλεύθερος.
• Ἔτσι, λοιπόν, καθίσταται φανερό, ὅτι οἱ τότε ἀκόλαστοι αἱρετικοί, παρερμηνεύοντας
τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, ἐννοοῦσαν ὡς ἐλευθερία τὴν ἀνεμπόδιστη ἀσέλγεια! Αὐτὴ τὴν
παρεξηγημένη ἐλευθερία ἐννοεῖ κυρίως καὶ ὁ Ἰούδας μὲ τὴ λέξη «χάρις», ὅταν λέῃ, ὅτι οἱ
αἱρετικοὶ «τὴν τοῦ Θεοῦ ἠμῶν χάριν μετατιθέασιν εἰς ἀσέλγειαν» (στ. 4).
«Τὸ ρῆμα «ἀποδιορίζω», ἅπαξ λεγόμενο στὴ Γραφή, σημαίνει, ἀποχωρίζω, διακρίνω κάτι
ἀπὸ κάποιο ἄλλο, ὅπως καὶ τὸ «διορίσω» στοὺς Ο'. Οἱ αἱρετικοὶ ἢ οἱ ἴδιοι ἀποχωρίζονταν

~ 47 ~
ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ἐπίσκοπο, ἢ ἀποτειχίζονταν καὶ ἔκαναν δικό τους
θρησκευτικὸ κόμμα, ἢ δημιουργοῦσαν σχίσματα καὶ ἔριδες. Ἤσαν διαιρετικὰ στοιχεῖα.
Οἱ αἱρετικοί, ποῦ «ἀποδιορίζουν» τοὺς χριστιανούς, κατὰ τὸν Ἰούδα, ἤσαν οἱ «ψυχικοί».

20
῾Υμεῖς δέ, ἀγαπητοί, τῇ ἁγιωτάτῃ ὑμῶν πίστει ἐποικοδομοῦντες ἑαυτούς, ἐν Πνεύματι
῾Αγίῳ προσευχόμενοι, 21 ἑαυτοὺς ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ τηρήσατε, προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος τοῦ
Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, εἰς ζωὴν αἰώνιον. 22 καὶ οὓς μὲν ἐλεεῖτε διακρινόμενοι, 23 οὓς
δὲ ἐν φόβῳ σῴζετε, ἐκ τοῦ πυρὸς ἁρπάζοντες, μισοῦντες καὶ τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς
ἐσπιλωμένον χιτῶνα.

Σταθεροὶ στὴν πίστι (στ. 20)


Στοὺς στίχους 20-21 ὁ Ἰούδας συνοψίζει τὴ χριστιανικὴ Πολιτεία τῶν μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας. Στοὺς δὲ στίχους 22-23 καθορίσει τὴ στάσι, ποῦ πρέπει νὰ τηροῦν ἀπέναντί των
αἱρετικῶν. Παρατηρήθηκε, ὅτι στὰ Χωρία 20-21 μνημονεύονται ὅλα τα πρόσωπα τῆς Ἁγίας
Τριάδος, Πατήρ, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, Πνεῦμα Ἅγιον. «...ἓν ἀγάπη Θεοῦ τηρήσατε» (ὁ
Πατήρ). - «...προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (ὁ Υἱός). - «...ἓν
Πνεύματι Ἁγίω προσευχόμενοι» (τὸ Πνεῦμα τὸ "Ἅγιον).
Ἀλλὰ μνημονεύεται καὶ ἡ τριάδα τῶν ἀρετῶν: πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη. «...τὴ ἁγιωτάτη ὑμῶν
πίστει ἐποικοδομοῦντες» (πίστις) – «Ἑαυτοὺς ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ τηρήσατε» (ἀγάπη) -
«...προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος» (ἐλπίδα).
Γιὰ τρίτη φορὰ ὁ Ἰούδας ὀνομάζει τοὺς χριστιανοὺς «ἀγαπητούς». Ἀλλ' ἃς δοῦμε
ὁλόκληρό το στίχο 20: «Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, τὴ ἁγιωτάτη ὑμῶν πίστει ἐποικοδομοῦντες
ἑαυτούς, ἐν Πνεύματι Ἁγίω προσευχόμενοι» (στ. 20). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Σεῖς
ὅμως, ἀγαπητοί, συνεχίστε νὰ προοδεύετε στερεωμένοι πάνω στὸ θεμέλιό της Παναγίας
πίστεώς σας καὶ νὰ προσεύχεσθε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
• Μὲ τὸ «ἀγαπητοὶ» φανερώνει ὁ συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς, ὁ Ἰούδας, πόσο ἀναπαυόταν
στοὺς πιστούς, στοὺς σταθεροὺς στὴν πίστι, στὰ γνήσια μέλη της Ἐκκλησίας. Φυσικὰ οἱ
ἄλλοι, οἱ ἐχθροί, οἱ αἱρετικοὶ καὶ διεστραμμένοι, δὲν ἤσαν μισητοί, ἀλλὰ μόνοι τους εἶχαν
ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλοι μποροῦν νὰ γίνουν ἀγαπητοί, μὲ τὴν
ἔννοια τοῦ σύσσωμοι στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ πολλοί, ὅπως καὶ τότε, ἐπιλέγουν ἐχθρικὴ στάσι,
μακριὰ ἀπὸ τὸ θεμέλιό της πίστεως ποῦ εἶναι ὁ Χριστός.
• Προσφωνεῖ ὁ Ἰούδας τοὺς χριστιανοὺς «ἀγαπητοὺς» καὶ σὰν νὰ τοὺς δίνη τέσσερις
συμβουλές. Δὲν ἀπευθύνεται προστακτικά, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ μετοχή, φανερώνοντας ἔτσι
τὸ ὅτι ἤδη καὶ στὰ τέσσερα ποῦ τοὺς θυμίζει συμφωνοῦν καὶ συμμετέχουν.
α. Πρώτη συμβουλή: Θεμελιωμένοι στὴν πίστι, στὸν Χριστὸ («...τὴ ἁγιωτάτη ὑμῶν πίστει
ἐποικοδομοῦντες ἑαυτούς...»).

~ 48 ~
β. Δεύτερη συμβουλή: Προσευχὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι («ἐν Πνεύματι Ἁγίω
προσευχόμενοι»).
γ. Τρίτη συμβουλή: Ζωὴ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ («ἑαυτοὺς ἐν ἀγάπῃ τηρήσατε»).
δ. Τετάρτη συμβουλή: Ἐλπίδα γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ («προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου
ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς Ζωὴν αἰώνιον»).
• Λέγοντας «πίστη» ἐννοεῖ ὁ Ἰούδας τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ Ἐκκλησία, ὅπως καὶ ὁ
Παῦλος στὸ Γαλ. α' 23. Ἐννοεῖ τὴν πίστι στὸν Χριστό, τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
• Ὁ ὑπερθετικὸς βαθμὸς τοῦ ἐπιθέτου «ἁγιωτάτη» δὲν ἔχει ρητορικὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ
τὴν χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰούδας ὅπως ὁ Λουκᾶς στὶς Πράξεις (κστ΄ 5), ὅπου ὁ Παῦλος φέρεται νὰ
λέῃ «κατὰ τὴν ἀκριβεστάτην αἵρεσιν τῆς ἡμετέρας θρησκείας ἔζησα φαρισαῖος». Θέλει,
δηλαδή, ὁ Ἰούδας νὰ τονίση, ὅτι ὑπεράνω της χριστιανικῆς διδασκαλίας δὲν ὑπάρχει ἄλλη
ἀνωτέρα, οὔτε αὐτὸ ποὺ ἔλεγαν οἱ Νικολαΐτες, κάποια τάχα ἀνώτερη «μυστικὴ» διδαχή!
• Ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὄντως ἁγιωτάτη. Καὶ ὡς πρὸς τὴν προέλευσί της, ἀφοῦ εἶναι
ἀποκάλυψις τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Καὶ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ
φανέρωση τῆς τελείας ἀλήθειας καὶ τῆς τελείας ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὡς πρὸς τὰ
ἀποτελέσματά της, ἀφοῦ ἡ ἁγιωτάτη πίστις μεταμορφώνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς
καθιστὰ ἁγίους.
• Οἱ χριστιανοί, ἂν θέλουν νὰ σωθοῦν, ὀφείλουν νὰ «ἐποικοδομοῦν ἕαυτους» ἐπὶ τῆς
πίστεως. Ἐδῶ εἶναι ἡ βασικὴ σχέσις τῆς πίστεως μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι
οἰκοδομή, τότε ἡ πίστις, ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ θεμέλιο. Τὸ δυστύχημα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ὅτι
περιφρονεῖ τὸ Χριστό, ποὺ εἶναι τὸ μοναδικὸ θεμέλιο. «Θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται
θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὃς ἔστιν Ἰησοῦς Χριστός», λέει ὁ Παῦλος (Α΄ Κορ. γ΄ 11). Ὁ ἴδιος
ὁ Κύριος παρομοιάζει τοὺς περιφρονητὲς τῆς παρουσίας καὶ τοῦ εὐαγγελίου Του, τῆς
πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ἀνθρώπους, ποὺ χτίζουν τὸ σπίτι τοὺς πάνω στὴν ἄμμο.
Ἀλλ' ἔρχεται ἡ βροχή, ξεχειλίζουν τὰ ποτάμια, φυσάει ἀνεμοστρόβιλος, καὶ τὸ σπίτι
σωριάζεται ἐρείπια. «Καὶ ἣν ἢ πτῶσις μεγάλη» (Ματθ. 2' 26-27). Πάνω σε προσχώματα,
πάνω σε σαθρὰ θεμέλια, κτίζουν σπίτια καὶ πολυκατοικίες! Καὶ μὲ τὸν πρῶτο σεισμὸ ἢ τὴν
πρώτη πλημμύρα πέφτουν σὰν χάρτινοι πύργοι.
Ζωὴ χωρὶς θεμέλιό το Χριστό.
• Τὴν βλέπουμε σὲ οἰκογένειες. Γι' αὐτὸ καὶ γίνονται συντρίμμια. Τὰ διαΖύγια διαλύουν
τοὺς μισοὺς περίπου γάμους.
• Τὴν βλέπουμε σὲ συστήματα οἰκονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, ποῦ ὑποσχέθηκαν
παραδεισένια ζωή, μὰ τελικὰ καταρρέουν καὶ καταπλακώνουν ὅσους στηρίχτηκαν σ' αὐτά.
• Τὴν βλέπουμε καὶ προσωπικά. Ό,τι ἐπιχειροῦμε χωρὶς Χριστό, εἶναι καταδικασμένο νὰ
πέση.
Ἀντίθετα ὁ Κύριος ἐκείνους, ποὺ ἀκοῦνε τὸ λόγο Του καὶ τὸν ἐφαρμόζουν, τοὺς
παρομοιάζει μ' αὐτούς, ποὺ κτίζουν τὸ σπίτι τοὺς πάνω σε γερὸ θεμέλιο, πάνω στὴν πέτρα.
~ 49 ~
Ἔρχονται οἱ θεομηνίες, ὅλα σωριάζονται, ἀλλὰ τὸ σπίτι τοῦ πιστοῦ παραμένει ἀσάλευτο.
«Τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν» (Ματθ. 2' 24-25).
• Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ θεμελιώνουμε τὸ μέλλον τὸ δικό μας, τῶν παιδιῶν μας, τῆς
κοινωνίας, πάνω σε σαθρὰ θεμέλια, πάνω στὸν ὑλισμό, πάνω στὴ διαφθορά, πάνω στὴν
ὀλιγοπιστία ἢ καὶ στὴν ἀπιστία. Ἕνα το θεμέλιο, μόνο ὁ Χριστός. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Ὃ λέγει, τοῦτό ἐστι: Κατήγγειλα τὸν Χριστόν, παρέδωκα ὑμὶν τὸν θεμέλιον, σκοπεῖτε πὼς
ἐποικοδομεῖτε, εἰ κενοδόξως, εἰ πρὸς ἀνθρώπους ἀποσπῶντες τοὺς μαθητᾶς. Μὴ τοίνυν
προσέχωμεν ταῖς αἱρέσεσι» (Ε.Π.Ε. 18,230). Μετάφρασις: Αὐτό, ποὺ λέει ὁ Παῦλος,
σημαίνει: Ἐκήρυξα τὸν Χριστό, σᾶς ἔδωσα τὸ θεμέλιο. Προσέχετε τώρα, πῶς συνεχίζετε τὴν
οἰκοδομή, μήπως ἐργάζεσθε μὲ κενοδοξία, μήπως ἀποσπᾶτε τοὺς χριστιανοὺς γιὰ νὰ τοὺς
προσκολλήσετε σὲ ἀνθρώπους. Ἃς μὴ δίνουμε, λοιπόν, προσοχή, σὲ ἄλλες ἐπιλογὲς
(αἱρέσεις).
• Τὸ «ἐποικοδομῶ» συναντᾶται σὲ τρεῖς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, καὶ ἐδῶ. Καὶ πάντοτε
σημαίνει, «οἰκοδομῶ ἐπὶ τοῦ προϋπάρχοντος θεμελίου», ἐπὶ τοῦ θεμελίου του Χριστοῦ.
Όλοι μαζί, Ζωντανοὶ καὶ κεκοιμημένοι, ἀποτελοῦμε τὴν Οἰκοδομὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι
παρουσιάζεται στὴ συνέχεια ἀπὸ τὸν Παῦλο ἢ 'Ἐκκλησία. Σὰν οἰκοδομῇ τὴν παρουσίασε
καὶ ὁ Χριστός. Οἰκοδομῇ, ποὺ «πύλαι ᾅδου οὗ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ιστ΄ 18).
Εἶναι οἰκοδομή, ποὺ ἔχει τὸ θεμέλιο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ τὰ θεμέλια, δηλαδὴ τοὺς
Ἀποστόλους, τοὺς Πατέρες καὶ τοὺς Διδασκάλους τῆς πίστεως. Ἔχει ἀκρογωνιαῖο λίθο τὸν
Ἰησοῦ Χριστό. Ἔχει, μὲ ἄλλη εἰκόνα, μὲ τὴν εἴκονά της «ἐποικοδομῇς», Ζωντανὰ λιθάρια
ὅλους ἐμᾶς τοὺς πιστούς.
• Γι' αυτό λέει ο αδελφόθεος Ιούδας «εποικοδομούντες εαυτούς». Χτίζουμε τον εαυτό
μας. Στερεωνόμαστε στην πίστι. Χτίζουμε το μέλλον μας ως μέλη του Χριστού. Χτίζουμε την
αιώνια ελπίδα, συμβάλλοντες με την εν Χριστώ Ζωή μας στην οικοδομή της
«αχειροποίητης» γιά μας οικίας» (Β ́ Κορ.ε' 1). Λέει σχετικά ο Παύλος: «Εποικοδομηθέντες
επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού,
εν ώ πάσα ή οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω» (Εφεσ. β' 20-21).
• Τό ότι οι χριστιανοί είμαστε λίθοι Ζωντανοί της οικοδομής του Χριστού, αυτό τονίζεται
και άλλου από τον απόστολο Παύλο (Α ́ Κορ. γ' 8-10), αλλά και από τον απόστολο Πέτρο (Α'
Πέτρ. β' 4-8).
• Τό ότι οι Απόστολοι είναι θεμέλιοι της οικοδομής της Εκκλησίας, και αυτό τονίζεται και
άλλες φορές στην Καινή Διαθήκη, και μάλιστα στήν Αποκάλυψι (κα' 14).
• Εκείνο πάντως, που έχει βασική σημασία, είναι ότι το παν στην οικοδομή της Εκκλησίας
είναι ο Χριστός. Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, που όχι απλώς συνενώνει τους δύο
τοίχους, τους δύο λαούς, τους Ιουδαίους καί τούς εθνικούς, αλλά συγκρατεί και ολόκληρη
την οικουμένη.
• Η Εκκλησία είναι κτισμένη με το Αίμα του Χριστού. Αυτό ενώνει και τα θεμέλια και τα
λιθάρια της οικοδομής. Λέει σχετικά ο ιερός Χρυσόστομος: «Ο το πάν συνέχων εστίν ο

~ 50 ~
Χριστός. Ο γάρ λίθος ο ακρογωνιαίος και τους τοίχους συνέχει, καί τούς θεμελίους... Κάν
τόν όροφον είπης, κάν τούς τοίχους, κάν ό,τιούν έτερον, τό πάν διαβαστάζει» (Ε.Π.Ε.
20,546). Μετάφρασις: Εκείνος, πού συνέχει τα πάντα, είναι ο Χριστός. Διότι ο ακρογωνιαίος
λίθος καί τούς τοίχους συγκρατεί και τα θεμέλια... Είτε γιά τήν όροφή είπης, είτε γιά τούς
τοίχους, είτε για ό,τιδήποτε άλλο στην οικοδομή, όλα τα στηρίζει ο ακρογωνιαίος λίθος.
Μέ τήν αγιωτάτη πίστι και με την οικοδομή μας στο σώμα της Εκκλησίας αυξανόμαστε
έν χάριτι. Αυτό φυσικά δεν γίνεται με μαγικό τρόπο. Γίνεται με τον αγώνα μας, που
στηρίζεται στη δύναμη της προσευχής.
• Το «εν Πνεύματι Αγίω προσεύχεσθε» είναι νοητό και δυνατό μόνο στούς
αναγεννηθέντες χριστιανούς. Η προσευχή είναι μέν πράξις γνωστή στο ανθρώπινο γένος,
αλλ' ο ψυχικός άνθρωπος Ζητάει με ιδιoτέλεια και ευχαριστεί με υστεροβουλία! Στό
χριστιανό όμως δεν συμβαίνει αυτό, αλλά το Πνεύμα του Θεού, το εν αυτώ, τόν διδάσκει
πώς να προσεύχεται. Η βασική προσευχή, γνωστή και ως Κυριακή, το «Πάτερ ημών» είναι
διδακτική αποκάλυψις σε αίτημα μαθητου περί του τρόπου της προσευχής: «Κύριε,
δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι, καθώς και Ιωάννης εδίδαξε τούς μαθητάς αυτού» (Λουκ. ια ́
1).
• Ο Ιούδας ανήκει σ' αυτούς, που διδάσκουν τον τρόπο της προσευχής. «Εν Πνεύματι
Αγίω προσεύχεσθε». Το Πνεύμα το Αγιο έμπνέει. Τό Πνεύμα το Αγιον εμφυτεύει στους
πιστούς θεάρεστες επιθυμίες και εμπνέει πνευματικά αιτήματα και ευχαριστίες και αίνους
και ομολογίες. Ο Παύλος πρός τούς Γαλάτες γράφει: «Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός
το Πνεύμα αυτού εις τάς καρδίας υμών κράzον, Αββά ο Πατήρ» (δ' 6). Στούς Εφεσίους
παραγγέλλει, να προσεύχονται «εν παντί καιρώ, εν Πνεύματι» (στ ́ 18).
Ο Ιούδας απλώς το υπενθυμίζει, σύμφωνα με το σκοπό της επιστολής του,
αντιπαραβάλλει δε τούς αληθινά προσευχομένους χριστιανούς, τούς «Πνεύμα έχοντας»,
πρός τούς «ψυXIKούς καί Πνεύμα μή έχοντας» αιρετικούς.

Αγάπη, έλεος, Ζωή αιώνιος (στ. 21).


Μιλάει για την αγάπη του Θεού ο Ιούδας. Προφανώς πρόκειται γιά τήν αγάπη, που έχει
ο Θεός σε μας. Αλλωστε αυτή είναι η τελεία ανυπόκριτη αγάπη, που όποιος αγωνίζεται να
την αποδέχεται, να την Ζή, να περιφρουρήται μέσα σ' αυτήν, αυτός ασφαλίζει τον εαυτό
του στο έλεος του Θεού και στη ζωή την αιώνια.
Ο στίχος 21, με τα τρία αυτά, την αγάπη, το έλεος και την αιώνια ζωή, έχει ως εξής:
«Εαυτούς εν αγάπη Θεού τηρήσατε, προσδεχόμενοι το έλεος του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού εις ζωήν αιώνιον» (στ. 21). 'Απόδοσις στήν απλοελληνική: «Διατηρήστε τον εαυτό
σας στην αγάπη του Θεού, προσμένοντας το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που θα
μας χαρίση την αιώνια ζωή».
• Στη φράση «εαυτούς εν αγάπη Θεού τηρήσατε», το τηρώ σημαίνει, διατηρώ, φυλάττω
έν άγαθώ.

~ 51 ~
• «Εν αγάπη Θεού» σημαίνει όχι απλά το συναίσθημα της αγάπης, αλλά σημαίνει
ακριβώς «εν τω κόλπο του Θεού», «εν τη αγκάλη του Θεού». Ο Θεός «αγάπη εστίν, και ο
μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει» (Α' Ιωάν. δ' 8).
Τί είναι ο Χριστός; Η μεγάλη αποκάλυψις και προσφορά της αγάπης. Μας αγάπησε ο
Θεός τόσο πολύ, «ώστε τον υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν, ίνα πας και πιστεύων εις
αυτόν μή απόληται, άλλ' έχη Ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ ́ 16. ιδέ καί Α ́ Ιωάν. δ' 9). Νά μείνουμε
στην αγάπη του Θεού, δεν σημαίνει απλώς να αγαπάμε εμείς, αλλά να δεχόμαστε και να
ζούμε την αγάπη, την άπειρη αγάπη πού Εκείνος προσφέρει σε μας.
• Για το παιδί ασφάλεια είναι η αγκαλιά του πατέρα και της μητέρας. Για κάθε άνθρωπο
ασφάλεια είναι η αγκαλιά της αγάπης, η αγκαλιά του Θεού. Ο Θεός μας παίρνει από το χέρι
της αγάπης, μας κρατά καλά, μας χειραγωγεί και με στοργή μας ξεναγεί:
-Βλέπεις τὴν ὄμορφη φύσι; Εἶναι ἔργο τῆς ἀγάπης. Εἶναι κατοικία τῆς ἀγάπης.
-Βλέπεις τὴ γῆ καὶ τὸν οὐρανό; Ἔργα ἀγάπης εἶναι.
-Βλέπεις τὴν ὕπαρξί σου μὲ τὶς τόσες δωρεές; Εἶναι ἔργο τῆς ἀγάπης.
-Βλέπεις τὸν Ἰησοῦ Χριστό; Εἶναι τὸ μεγάλο δεῖγμα τῆς ἀγάπης. Μέσα του κατοικεῖς.
• Ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς γεννιέται ἡ ἀγάπη ἡ δική μας σ' Ἐκεῖνον. «Ἠμεῖς
ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἠμᾶς» (Α΄ Ἰωὰν δ' 19).
Ἡ μεγάλη ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ λέγεται ἀγάπη. Κατ' οὐσίαν, δηλαδή, ἐδῶ, στὸ στίχο 20 τοῦ
Ἰούδα, ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ Βασιλεία τοῦ Inσού Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ στὸ στίχο
1 χαρακτήρισε ὁ Ἰούδας τοὺς χριστιανούς, ὡς «ἓν Ἰησοῦ Χριστῷ τετηρημένους». Ἀγαπώνται
ἀπὸ τὸν Χριστό. Προσπαθοῦν νὰ τηροῦν τὶς ἐντολές Του, γιὰ νὰ «τηροῦνται» στὴν ἀγάπη
Του. Καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μεταφράζεται σὲ ἀγάπη μεταξύ των ἀνθρώπων.
Τὸ «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον» γίνεται «ἀγαπῶμεν ἀλλήλους». Λέει σχετικὰ ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ Χριστὸς δὶ' ἐμὲ δούλου μορφὴν ἀνέλαβε καὶ ἐπαθεν ἅπερ ἔπαθε,
δὶ' ἐμὲ τὸν δοῦλον, τὸν ἐχθρόν, τὸν ἀγνώμονα ἀλλ' οὕτω μὲ ἠγάπησεν, ὡς ἐαυτὸν ἐκδούναι
ἄρα. Μὴ τοίνυν ἐπαισχυνώμεθα τὴν ἄφατον αὐτοῦ κηδεμονίαν. Αὐτὸς οὐκ ἐπησχύνθη
σταυρωθῆναι διά σε, καὶ σὺ ἐπαισχύνη αὐτοῦ τὴν ἄπειρον κηδεμονίαν;» (Ε.Π.Ε. 20, 402).
Μετάφρασις: Γιὰ μένα ὁ Χριστὸς ἔλαβε δούλου μορφή. Γιὰ μένα ἔπαθε ὅσα ἔπαθε. Γιὰ
μένα, τὸ δοῦλο, τὸν ἐχθρό του, τὸν ἀχάριστο. Ἀλλὰ τόσο πολὺ μὲ ἀγάπησε, ὥστε τὸν ἑαυτὸ
τοῦ παρέδωσε στὴν κατάρα. Ἃς μὴν ντρεπόμαστε, λοιπόν, γιὰ τὴν ἄφατη ἀγάπη τοῦ
Σταυροῦ. Αὐτὸς δὲν ντράπηκε νὰ σταυρωθῆ γιὰ σένα, καὶ σὺ ντρέπεσαι γιὰ τὸ Σταυρό του;
• Λέγοντας στὴ συνέχεια τοῦ 20 στίχου ὁ Ἰούδας «προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου
ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», τρίτη φορὰ ἀναφέρει τὸ ὄνομα, τὸ «ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. β' 10).
Ἀποδίδει στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ τὸ ἔλεος, ποῦ ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, κατὰ τὸ ψαλμικό «το
κράτος τοῦ Θεοῦ καί σου, Κύριε, τὸ ἔλεος» (Ψάλμ. 61,12-13). Ἄρα βεβαιώνεται καὶ μὲ τὸν
τρόπο αὐτὸ ἢ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος του ἐλέους ἀφ' ἑνός, καὶ ὁ
Κύριος κριτὴς ἀφ' ἑτέρου. Κατὰ τὴν καθολικὴ διδασκαλία τῆς Γραφῆς, ὁ Κύριος εἶναι ὁ

~ 52 ~
«οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ἀλλὰ καὶ ὁ κριτὴς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καὶ ὁ Κύριος «των
πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός».
• Ἡ ἔννοουμενη ἐδῶ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου γιὰ μὲν τοὺς ἀσεβεῖς εἶναι ἡμέρα
φοβερά, γιὰ τοὺς πιστοὺς ὅμως ἔλεος προσδοκώμενο μετὰ πολλῆς νοσταλγίας, ὅπως
φαίνεται καὶ στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Πέτρου («Προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν
ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» – Τίτ.
β' 13. – «Προσδοκώντας καὶ σπεύδοντας τὴν παρουσίας τῆς τοῦ Θεοῦ ἡμέρας» – Β΄ Πέτρ.
γ' 12).
• Προσδοκᾶμε τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Δὲν μᾶς σῴζουν οἱ πράξεις μας, ὅσο καλὲς καὶ ἂν
εἶναι καὶ ὅσο καὶ ἂν ἀποτελοῦν καρποὺς τῆς πίστεώς μας. Ό,τι καὶ ἂν πράξουμε, σὲ
σύγκριση μὲ τὸ τέλειο, θὰ καταλήγουμε στὸ «οὐκ ἐποιήσαμεν ἀγαθὸν τί ἐπὶ τῆς γῆς».
Ἁπλῶς οἱ καλοπροαίρετες πράξεις προστίθενται στὴν προσδοκία τοῦ ἐλέους. Ό,τι καὶ ἂν
πράξουμε, «ἀχρεῖοι δοῦλοι» (Λουκ. ιζ΄ 10) θὰ εἴμαστε, «προσδεχόμενοι ὅμως τὸ ἔλεος τοῦ
Κυρίου». Τὰ θεάρεστα δὲ ἔργα, ποῦ πάλι μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ τελοῦμε, κινδυνεύουν
ἀπὸ δύο κινδύνους:
Ο ἕνας εἶναι ὁ ἔπαινος τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἀπὸ μέσα μας ἔπαρσις.
Ο δεύτερος κίνδυνος εἶναι, ὅτι καὶ τὰ ἅγιωτερα ἔργα ἔχουν στίγματα, κηλῖδες ποῦ
ἀμαυρώνουν τὸ κάλλος τους. Ἄρα τί ἀπομένει; Ἡ ἐλπίδα γιὰ τὴ σωτηρία μας, τὸ
«προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου». Ἡ ὑπόθεσις τῆς σωτηρίας μας δὲν εἶναι θέμα
ἀξιομισθίας. Εἶναι θέμα θείας συμπαθείας καὶ θείας εὔσπλαγχνιας καὶ θείου ἐλέους. Ἔτσι
λέει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅρα τοῦ μακαρίου τούτου τὴν ταπεινοφροσύνην. Οὐκ ἔφη,
ἶνα ἔνδειξηται ἐν ἐμοὶ τὴν μακροθυμίαν, ἀλλὰ τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν ὡς ἂν εἰ ἔλεγε:
Μᾶλλον ἐμοῦ ἐπ' ἄλλω οὐκ ἔχει μακροθυμῆσαι, οὐδὲ εὐρεῖν οὕτως ἁμαρτωλόν, παντὸς
δεόμενον αὐτοῦ του ἐλέους, πάσης της μακροθυμίας, οὐ μέρους, καθάπερ οἱ ἐπὶ μέρους
ἁμαρτάνοντες» (Ε.Π.Ε. 23,184). Μετάφρασις: Θαύμασε τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ μακαρίου
Παύλου. Δὲν εἶπε: «Γιὰ νὰ δείξη σὲ μένα τὴ μακροθυμία». Ἀλλ' «ὅλη τὴ μακροθυμία» (Α΄
Τί. ἃ' 16). Σὰν νάλεγε: «Δὲν ὑπάρχει ἄλλος, ποῦ νὰ χρειάζεται ὁ Θεὸς νὰ μακροθυμήση
περισσότερο ἀπὸ ὅσο σὲ μένα. Οὔτε θὰ βρεθῆ ἄλλος τόσο ἁμαρτωλός, ποῦ ν' ἀπαιτῆται
ὅλο το ἔλεός Του, ὅλη ἡ μακροθυμία Του! Γιὰ τοὺς ἄλλους φτάνει ἕνα μέρος τῆς
μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ, γιατί ἐν μέρει ἁμαρτάνουν.
• «Εἷς Ζωὴν αἰώνιον». Ἡ αἰώνια ζωή, ἢ πολλάκις «Ζωὴ» λεγομένη, δὲν εἶναι μόνο ἡ
ἀρχομένη μετὰ τὸ θάνατο ἢ μετὰ τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου, ἀλλ' εἶναι ὅλη ἡ μετὰ
τὴν εἰς Χριστὸν πίστι καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννησι Ζωή. Εἶναι ἡ ἐντός της Ἐκκλησίας, ἢ ἐν
τῇ ἀγάπῃ τοῦ Θεοῦ Ζωή.
Βεβαίως ἢ αἰώνια ζωή, ποὺ ἔχει ἀρχή, ἀλλὰ δὲν ἔχει τέλος, ἀρχίζει ἀπὸ τὸ νῦν καὶ
«καταλήγει» στὸ ἀεί. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὗτος ὁ καιρὸς μετανοίας, ἐκεῖνος
κρίσεως. Οὗτος ὁ καιρὸς τῶν ἀγώνων, ἐκεῖνος τῶν στεφάνων. Οὗτος κόπου, ἐκεῖνος
ἀνέσεως. Οὗτος καμάτου, ἐκεῖνος ἀνταποδόσεως» (Ε.Π.Ε. 30,318). Μετάφρασις: Ἡ
παροῦσα Ζωὴ εἶναι γιὰ μετάνοια, ἢ ἄλλη γιὰ τὴν κρίσι. Ἡ παροῦσα γιὰ ἀγῶνες, ἡ ἄλλη γιὰ

~ 53 ~
στεφάνια. Ἡ παροῦσα γιὰ κόπο, ἢ ἄλλη γιὰ ἀνάπαυσι. Ἡ παροῦσα γιὰ κούρασι, ἡ ἄλλη γιὰ
πληρωμή.
Τὸ κύριο μέλημα τῶν χριστιανῶν εἶναι νὰ διατηροῦν τοὺς ἑαυτούς τους στὴν Ἐκκλησία,
τὸ δὲ ἀποτέλεσμα τῆς διατηρήσεως αὐτῆς εἶναι ἡ βίωσις τῆς αἰώνιας Ζωῆς. Αὐτὸ δὲ
ἐπιτυγχάνεται, ὅταν ἐποικοδομοῦν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς λίθους στὸ οἰκοδόμημα τῆς
Ἐκκλησίας, ὅταν προσεύχονται ἐν Πνεύματι Ἁγίω καὶ ὅταν προσδοκοῦν τὸ ἔλεος τοῦ
ἔρχομενου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς (στ. 22-23).


Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τοῦ στίχου 20 δὲν πράττουν οἱ αἱρετικοί. Οὔτε στὴν ἀγάπη τοῦ
μεγάλου Θεοῦ βρίσκονται, ἀφοῦ ἔχουν μῖσος ἀντὶ ἀγάπης, οὔτε προσδοκοῦν τὸ ἔλεος τοῦ
Κυρίου, ἀφοῦ ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, οὔτε τὴν αἰώνια ζωὴ ποθοῦν, ἀφοῦ
Ζοῦν τρυφηλὴ Ζωὴ καὶ «συνευωχοῦνται» μὲ τὶς ἀσέλγειές τους.
Δὲν μποροῦν ὅμως οἱ χριστιανοὶ νὰ παραμείνουν ἀπαθεῖς καὶ ἀδιάφοροι μπροστὰ στὸ
φαινόμενό τους. Εἶναι καὶ αὐτοὶ ἀντικείμενο τοῦ ἐνδιαφέροντός τους, καὶ μάλιστα ὅταν
ληφθοῦν δυὸ πραγματικότητες ὑπ' ὄψιν:
Ἡ μία, ὅτι «ἐξ ἠμῶν ἐξῆλθον» (Α΄ Ἰωάν. β' 19). Ἤσαν μέλῃ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἂν γιὰ τοὺς
ἐκπεσόντες ἀγγέλους, τὰ δαιμόνια, δὲν χωρη ἐνδιαφέρον, ἀφοῦ εἶναι ἄτρεπτοι στὴ
σκοτεινή τους κατάσταση, γιὰ τοὺς αἱρετικούς, ὅσο Ζοῦν, ὑπάρχει περιθώριο μεταστροφῆς,
μετανοίας.
Ἡ ἄλλη, ὅτι δὲν παύουν ν' ἀποτελοῦν ἐπικίνδυνους τύπους, πρὸς τοὺς ὁποίους κάποτε ἡ
ἀποστροφὴ εἶναι ἡ μόνη ἀσφάλεια.
Ξεκινᾷ ἀπὸ τὴ δεύτερη πραγματικότητα ὁ Ἰούδας. «Καὶ οὖς μὲν ἐλέγχετε διακρινόμενοι»
(στ. 22). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἄλλους ἀπὸ τοὺς αἵρετικους νὰ τοὺς ἐλέγχετε μὲ
διάκρισι (ἀποστρεφόμενοι αὐτούς)».
Καὶ συνεχίζει μὲ θετικὴ ἐνέργεια: «οὖς δὲ ἓν φόβω σώσετε, ἐκ τοῦ πυρὸς ἁρπάζοντες,
μισοῦντες καὶ τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον Χιτῶνα» (στ. 23). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Καὶ ἄλλους μὲ φόβο νὰ προσπαθῆτε νὰ τοὺς σώσετε, ἀρπάζοντας ἀπὸ τὴ
φωτιά, μισώντας ἀκόμα καὶ τὸ ἔνδυμά τους τὸ μολυσμένο ἀπὸ τὴ σάρκα».
• Οἱ στίχοι αὐτοὶ δίνουν τὸν κανόνα συμπεριφορᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς.
Ὁ Ἰούδας διακρίνει τοὺς αἱρετικοὺς σὲ δυὸ κατηγορίες, τοὺς ἀδιόρθωτους καὶ τοὺς
διορθώσιμους. Καὶ συνιστᾷ διαφορετικὴ συμπεριφορὰ γιὰ κάθε κατηγορία.
• Γιὰ τοὺς πρώτους λέει: «Καὶ οὖς μὲν ἐλέγχετε διακρινόμενοι». Τὸ ἐλέγχω σημαίνει
ἀρχικά, ἀποκαλύπτω, φέρω σὲ φῶς, ἔπειτα μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια τοῦ τιμωρῶ, ὅπως ἐδῶ.
Διαφέρει ὅμως ἔλεγχος ἀπὸ ἔλεγχο πολύ. Ἔλεγχος Π.Χ. εἶναι καὶ ἡ τριπλῆ ἐρώτησης τοῦ
Κυρίου πρὸς τὸν Πέτρο: «Φιλεῖς μέ;» (Ἰωάν. κὰ' 15-17). Ἔλεγχος εἶναι καὶ αὐτός, ποῦ θὰ
ἀποτείνῃ ὁ ἐρχόμενος Κύριος στοὺς ἀσεβεῖς κατὰ τὴν προφητεία τοῦ Ἐνὼχ (Ἰούδ. στ. 15). Ὁ

~ 54 ~
πρῶτος εἶναι ἁπαλότερος, ὁ δεύτερος εἶναι σκληρότερος. Μεταξύ των δύο ὑπάρχουν
πολλὰ εἴδη ἐλέγχων.
Στὸ συγκεκριμένο χωρίο προσδιορίζει ὁ Ἰούδας, πῶς πρέπει οἱ χριστιανοὶ νὰ ἐλέγχουν
τοὺς ἀδιόρθωτους. Πρέπει νὰ τοὺς ἐλέγχουν «διακρινόμενοι». Ἡ μετοχὴ εἶναι τροπικὴ καὶ
σημαίνει διὰ σκληρᾶς καὶ ἀπηνοῦς λογομαχίας. “Ώστε πρὸς κάθε εἴδους διεφθαρμένους
καὶ ἀμετανοήτους αἱρετικοὺς χρειάζεται σκληρὸς ἔλεγχος καὶ κατάδειξις τῆς πλάνης καὶ τῆς
ἀθλιότητάς τους. Αὐτὸ δείχνει ἄμυνα καὶ καταπολέμηση τοῦ ἀντιπάλου.
• Οἱ αἱρετικοί, στοὺς ὁποίους ἀναφέρεται ὁ ἀδελφόθεος Ἰούδας, ἤσαν θρασεῖς καὶ
ἀναιδεῖς. Καὶ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ σκληρὸ ἔλεγχο, ἔλεγχο «μὴ διακρινόμενοι», ἔλεγχο χωρὶς
καμμιὰ σχέση μαζί τους. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ τὶς θρασὺς καὶ μιαρός, οὐ
διορθωτέον αὐτόν, οὐδὲ ἐλεγκτέον ἠμίν; 'Ἐλεγκτέον καὶ διορθωτέον, ὡς εἶπον. "Ὅρα μὴ τὸν
Φαρισαῖον ἐκεῖνον μιμούμενος, τὰ ἐκείνου πάθης» (Ε. Π.Ε. 18α,768). Μετάφρασις: "Ἂν
κάποιος εἶναι θρασὺς καὶ βρωμιάρης, δὲν πρέπει νὰ τὸν διορθώσουμε, οὔτε νὰ τὸν
ἐλέγξουμε; Νὰ τὸν ἐλέγξης καὶ νὰ τὸν διορθώσης, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ τὸν κατακρίνῃς. Πρόσεχε,
μήπως κάνῃς ὅ, τί ἔκανε ἐκεῖνος ὁ Φαρισαῖος καὶ πάθης καὶ σὺ τὰ ἴδια.
• Γιὰ τοὺς σκληροὺς καὶ ἀμετανοήτους ὁ ἔλεγχος εἶναι ἀπηνής. Δὲν ἀποβλέπει τόσο στὸ
νὰ ἀποστομώση τὰ ἀπύλωτα στόματά τους, ὅσο στὸ νὰ φανῆ ἢ ὑπεροχὴ τῆς ἀλήθειας καὶ
νὰ προφυλάξη ἄλλους ἀπὸ τὶς ἀνόητες καὶ ἀκόλαστες θεωρίες τους. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ὥσπερ τὸ ἁπλῶς κατακρίνειν βλαβερόν, οὕτω τὸ μὴ ἐπεξιέναι τοῖς
φανεροῖς ἁμαρτήμασιν, ὁδὸν ἔστι δοῦναι τοῖς ἄλλοις τοῦ τὰ αὐτὰ ποιεῖν καὶ τολμᾶν»
(Ε.Π.Ε. 23,392). Μετάφρασις: Ὅπως ἀκριβῶς εἶναι βλαβερό το νὰ κατακρίνῃς ἁπλῶς, ἔτσι
καὶ τὸ νὰ μὴ στηλιτεύῃς τὰ δημόσια ἁμαρτήματα. Διότι ἔτσι ἀνοίγεις δρόμο στοὺς ἄλλους
νὰ ἐπιχειροῦν τὰ ἴδια.
• Ὑπάρχει καὶ ἔλεγχος ἐπιεικής. Αὐτὸς κάποτε ἀναμιγνύεται καὶ μὲ κάποιο ἔπαινο, καὶ
ἀποβλέπει στὴν ἐπιστροφὴ πλανεμένων. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἰατροὶ
καίoυσι καὶ οὐκ ἐγκαλοῦνται. Πολλάκις καὶ διαμαρτάνοντες τοῦ τέλους, ἀλλὰ καὶ ἄλγουντες
οἱ καιόμενοι καὶ τεμνόμενοι, εὐεργέτας εἶναι νομίζουσι τοὺς τὴν ἄλγηδονα ταύτην
διεγείροντας. Πολλῶ μᾶλλον τὸν δεχόμενον ἔλεγχον οὕτω διακείσθαι χρή, καὶ ὡς ἰατρῶ
προσέχειν τῷ διορθoύντι, ἀλλ' οὒχ ὡς ἐχθρό. Καὶ ἠμεῖς δὲ οἱ ἐπιτιμῶντες οὕτω πρoσίωμεν,
μετὰ πολλῆς της ἡμερότητος, μετὰ πολλῆς της συνέσεως» (Ε.Π.Ε. 18α,754).
Μετάφρασις: Οἱ γιατροὶ καυτηριάζουν τὴν πληγὴ καὶ δὲν κατηγοροῦνται γι' αὐτό,
μολονότι μερικὲς φορὲς δὲν πετυχαίνει ἡ ἐπέμβασής τους. Οἱ ἄρρωστοι, ἔστω καὶ ἂν
πονᾶνε, ποῦ χειρουργοῦνται, θεωροῦν τοὺς γιατροὺς ὡς εὐεργέτες τους, κι ἃς τοὺς
προκαλοῦν πόνο. Πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ αἰσθάνεται ἔτσι ὅποιος δέχεται ἔλεγχο γιὰ
τὸ καλό του. Νὰ δέχεται τὶς ἐπεμβάσεις τοῦ ἄλλου ὡς ἰατροῦ καὶ ὄχι ὡς ἐχθροῦ. Ἀλλὰ καὶ
ὅσοι ἐλέγχουμε, ἃς τὸ κάνουμε μὲ πολλὴ ἀγάπη, μὲ πολλὴ σύνεσι.
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου μας ὁδηγοῦν στὴ δεύτερη κατηγορία τῶν
πλανεμένων. Ἡ πρώτη εἶναι οἱ αδιόρθωτοι. Ἡ δεύτερη εἶναι οἱ διορθώσιμοι.

~ 55 ~
• Γιὰ τοὺς διορθώσιμους ὅμως ὁ Ἰούδας συμβουλεύει: «Οὖς δὲ ἓν φόβω σῴΖετε, ἐκ τοῦ
πυρὸς ἅρπαzοντες, μισοῦντες καὶ τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον Χιτῶνα» (στ. 23).
Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐπιχείρηση διασώσεως γιὰ τοὺς αἱρετικούς, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα ἐλπίδα
σωτηρίας. Πρόκειται γιὰ ἀποστολὴ σπουδαία, ποῦ ὅποιος τὴν ἐπιχειρεῖ ἔχει μισθὸ μεγάλο.
Ἃς θυμηθοῦμε το πὼς τελειώνει ὁ Ἰάκωβος, ὁ ἀδελφός του Ἰούδα: «Ἀδελφοί, ἐὰν τὶς ἐν ὑμὶν
πλανηθῆ ἀπὸ τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιστρέψη τὶς αὐτόν, γινωσκέτω ὅτι ὁ ἐπιστρέψας
ἁμαρτωλὸν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει ψυχὴν ἐκ θανάτου καὶ καλύψει πλῆθος
ἁμαρτιῶν» (ε΄ 19-20). Οἱ χριστιανοί, φωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, θὰ κρίνουν
ποιοὺς πρέπει νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ σώσουν. Τὸ «ἓν φόβω» ἐκφράζει, ὑπὸ ποιὰ
συναισθήματα πρέπει νὰ κατέχεται ὁ ἐπιχειρῶν τὴν διάσωση τοῦ αἱρετικοῦ. Πρέπει νὰ
κατέχεται ἀπὸ φόβο, ὅπως ἐκεῖνος, ποὺ τολμᾷ ὁποιοδήποτε ἐπικίνδυνο ἐγχείρημα. Ἡ
αἵρεσις, καὶ μάλιστα αὐτὴ ποὺ στρέφεται πρὸς τὴν ἀκολασία, ἔχει δυσκατανίκητα
θέλγητρα, διὰ τῶν ὁποίων ἀπειλεῖ νὰ μεταβάλῃ τὸν θηρατὴ σὲ θήραμα!
• Τὸ «ἐκ τοῦ πυρὸς ἅρπαζοντες», εἶναι παραβολικὴ ἔκφρασης, ποὺ χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ
Παῦλος στὴν Α΄ Κορ. γ' 15. Λέει ὁ Παῦλος γιὰ τὸν κακῶς οἰκοδομοῦντα ἐργάτη τοῦ
Εὐαγγελίου, ὅτι τὸ μὲν ἔργο αὐτοῦ θὰ κατακαῆ, «αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ
πυρός».
• Τὸ ἔργο θὰ χαθῆ, ὁ ἐργάτης θὰ ζήση. «Εἰ τινὸς τὸ ἔργον κατακαήσεται, Ζημιωθήσεται,
αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρὸς» (Α' Κορ. γ΄ 15). Τί σημαίνει αὐτό; Πολλοὶ
χριστιανοὶ θέλουν νὰ σωθοῦν, ἀλλ' ἢ ἐπιπολαιότητα καὶ ὁ ἐγωισμὸς καταστρέφουν τὰ ἔργα
τους. Ἀγωνίζονται νὰ σωθοῦν, ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέρνουν νὰ παρουσιάσουν σπουδαῖα
πνευματικὰ ἔργα. Στὴν κριτικὴ τοῦ κόσμου, ποὺ κρίνει «τὴν κατ' ὄψιν κρίσιν» (Ἰωάν. ζ' 24),
τὰ ἔργα τοὺς θαυμάζονται καὶ χειροκροτοῦνται. Π.χ. κάποια μεγάλη προσφορά, ποὺ ὅμως
ἔγινε «πρὸς τὸ θεαθῆναι» (Ματθ. στ' 1). Ἢ κάποιο ἱεραποστολικὸ ἔργο, ποῦ εἶχε ὅμως τὸ
στοιχεῖο τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ.
Τέτοια ἔργα δὲν ἀντέχουν στὴ φωτιὰ τῆς δοκιμασίας τοῦ Θεοῦ. «Κατακαήσεται» τὸ ἔργο.
Ὁ ἄνθρωπος, ποῦ τὸ τέλεσε «Ζημιωθήσεται». Δὲν κέρδισε τίποτε ἀπ' αὐτὸ τὸ ἔργο. Παρ'
ὅλα αὐτὰ «αὐτὸς σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός».
Σὲ μία μεγάλη πυρκαγιὰ καίγεται ὅλο το σπίτι, μὲ ὅλα τα ὡραῖα, ποὺ ἔχει φτειάξει ὁ
οἰκοδεσπότης. Κι ἐκεῖνος; Μὲ κάποια τελευταία προσπάθεια πηδάει ἔξω ἀπὸ τὴ φωτιά, καὶ
σῴζεται «τσουρουφλισμένος»! Πάντως σῴζεται.
• Σὰν νὰ δέχεται καὶ αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Χρησιμοποιεῖ μάλιστα τὴν
ἑξῆς εἰκόνα: Περνᾶνε ἕνα πύρινο ποτάμι δύο. Ὁ ἕνας κρατάει χρυσὰ ὅπλα. Ὄχι μόνο δὲν
καίγονται τὰ ὅπλα του, ἀλλ' ἐξέρχονται ἀπὸ τὴ φωτιὰ λαμπρότερα. Ὁ ἄλλος κρατάει ξερὰ
χορτάρια. Τὰ χορτάρια καίγονται. Αρπάζει καὶ αὐτός. Μόλις καὶ μετὰ βίας σῴζεται. Σῴζεται,
γιατί κάποιος τὸν τραβάει καὶ τὸν βγάλει ἀπὸ τὴ φωτιὰ (Ε.Π.Ε. 18,254).
• Ἐδῶ στὸν Ἰούδα σημαίνει, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πλησιάζει τὸν αἱρετικὸ νὰ τὸν «ἅρπαση» καὶ
νὰ τὸν ἐπαναφέρῃ μὲ τὴν πειθὼ πρὸς τὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ συναισθάνεται ὅπως ἐκεῖνος,
ποὺ ὁρμᾷ μὲ πολλὴ ταχύτητα καὶ μύριες προφυλάξεις μέσα σὲ καιόμενη οἰκία γιὰ νὰ σώση

~ 56 ~
πολύτιμο ἀντικείμενο. Προσέρχεται πρὸς τὸν αἱρετικὸ μὲ πολλὴ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ μὲ
δεξιοτεχνία καὶ προσοχὴ καὶ ἐπιφύλαξι, γιὰ νὰ μὴ χάση τὸν ἑαυτὸ τοῦ προσπαθώντας νὰ
σώση τὸν αἱρετικό. Ἀρκεῖται σ' αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Παῦλος, στὴ μία καὶ δευτέρα νουθεσία (Τίτ.
γ΄ 10).
• Ἐκεῖνοι ποὺ τολμοῦν τὴν ἐπικίνδυνη διάσωση τῶν αἱρετικῶν, πρέπει νὰ τοὺς
πλησιάζουν «μισοῦντες καὶ τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον Χιτῶνα». Τὸ «μισῶ» σημαίνει
ἀπεχθάνομαι, βδελύσσομαι. Τὸ «μισῶ» χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι
λέγοντας ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ στὸν ἐπίσκοπό της Ἐφέσου: «Ἀλλὰ τοῦτο ἔχεις, ὅτι μισεῖς τὰ
ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἃ κάγω μισῶ» (β' 6),
• «Σὰρξ» ἐδῶ εἶναι ὁ παλαιὸς καὶ κατώτερος ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ «Χιτὼν» λέγεται ὅλη ἡ ὕπαρξης καὶ ἡ πολιτεία τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξάρτητά της
ἁμαρτίας, ὅπως λέγεται καὶ ἔνδυμα καὶ στολὴ καὶ ἱμάτιο (Ματθ. κβ΄ 11. ΑΠΟΚ. Ζ' 14. ΑΠΟΚ.
γ' 4). Λέγεται ἔτσι, ὄχι ἐπειδὴ μοιάζει μὲ τὸ περίγραμμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διότι εἶναι
κάτι, μὲ τὸ ὁποῖο παρίσταται ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στοὺς ἄλλους καὶ ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε
νὰ τὸ φυλάξη καθαρό. Μακάριοι εἶναι στὴν Ἀποκάλυψι ὅσοι «οὐκ ἔμολυνάν τα ἱμάτια
αὐτῶν» (γ' 4. ιδὲ καὶ ιστ΄ 15). ΧρειάΖεται ὅμως προσοχή, διότι διατρέχουν πολλοὶ τὸν
κίνδυνο νὰ ρυπωθοῦν, νὰ μολυνθοῦν. Πολλοὶ διεφθάρησαν, διότι παρασύρθηκαν ἀπὸ
ἐκείνους, ποὺ πλησίασαν μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς διορθώσουν καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴ
μετάνοια!
Μὲ ὅλη τὴ φράσι ὁ Ἰούδας λέει, ὅτι κατὰ τὴν ἐπιχείρηση διασώσεως τῶν ἀκολάστων
αἱρετικῶν οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀποστρέφονται τὸν ἀκάθαρτο βίο τους, ποὺ τὸν ἔχουν
κατακηλιδώσει οἱ ὀρέξεις τῆς σαρκός.

24
Τῷ δὲ δυναμένῳ φυλάξαι αὐτοὺς ἀπταίστους καὶ στῆσαι κατενώπιον τῆς δόξης αὐτοῦ
ἀμώμους ἐν ἀγαλλιάσει, 25 μόνῳ σοφῷ Θεῷ σωτῆρι ἡμῶν, δόξα καὶ μεγαλωσύνη, κράτος
καὶ ἐξουσία καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Ἐνώπιόν Του ἄπταιστοι (στ. 24)


Ὁ ἀπόστολος Ἰούδας κατακλείει τὴν ἐπιστολή του μὲ δοξολογία στὸν Θεό, ὅπως καὶ ὁ
Πέτρος τὴ Β' ἐπιστολή του. Οἱ ἄλλες ἐπιστολὲς τῶν ἀποστόλων τελειώνουν ὅλες μὲ εὐχή.
Περιέχουν ὅμως ἐνδιάμεσα πολλὲς δοξολογίες. Ἡ δοξολογία εἶναι τὸ εὐγενέστερο εἶδος
προσευχῆς, διότι δὲν σχετίζεται πρὸς τὸ δοῦναι καὶ τὸ λαβεῖν μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων,
ἔστω καὶ πνευματικῶς νοουμένων. Ὁ ἄνθρωπος θαυμάσει ἀνιδιοτελῶς καὶ ταπεινοφρόνως
τὸν Θεὸ καὶ ξεχύνεται σὲ θαυμασμό, ἐξομολόγηση καὶ αἶνο τοῦ μεγαλείου του Θεοῦ.
• Ἡ διάρθρωσης τῆς δοξολογίας τοῦ Ἰούδα μοιάζει μὲ τὴ διάρθρωση τῆς ἐναρκτηρίου
εὐχῆς. Εἶναι ἁπλή. «Ἔλεος ἠμὶν» εἶναι τὸ σχῆμα τῆς εὐχῆς, τὸ δὲ τῆς δοξολογίας «τῷ Θεῷ
δόξα». Ἃς δοῦμε τὸ στίχο τῆς δοξολογίας: «Τῷ δὲ δυναμένω φυλάξαι αὐτοὺς ἀπταίστους
καὶ στῆσαι κατενώπιόν της δόξης αὐτοῦ ἀμώμους ἐν ἀγαλλιάσει...» (στ. 24). Ἀπόδοσης στὴν
~ 57 ~
ἁπλοελληνική: «Σ' Ἐκεῖνον δέ, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σᾶς φυλάξη, ὥστε νὰ μὴ πέσετε καὶ
νὰ σᾶς στήση στὴν ἔνδοξη παρουσία Τοῦ ἄμωμους μὲ ἀγαλλίασι...»
«Τῷ δὲ δυναμένω Θεῶ». Θεὸς ἐδῶ νοεῖται ὁ Τριαδικὸς Θεός. Στὴν ἁπλούστερη καὶ
περιεκτικότερη δοξολογία τοῦ ὁ Παῦλος λέει περὶ τοῦ Θεοῦ: «Ἐξ αὐτοῦ καὶ δὶ' αὐτοῦ καὶ
εἰς αὐτὸν τὰ πάντα αὐτῶ ἢ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ρωμ. ια' 36). Ο δοξαζόμενος Θεὸς εἶναι
ὁ «δυνάμενος» «Ποιῆσαι» ὅσα ἀναφέρει ὁ Ἰούδας στὴ δοξολογία του. Τὰ πάντα δύναται,
καὶ ἰδίως μπορεῖ νὰ σώση τοὺς πιστούς. Τὸ ἴδιο καὶ κατὰ τὶς δοξολογίες τοῦ Παύλου εἶναι
ὁ «δυνάμενος τοὺς πιστοὺς στηρίξαι κατὰ τὸ εὐαγγέλιον» (Ρωμ. ἰστ' 24). Ὁ τρόπος μὲ τὸν
ὁποῖο ἐκφέρεται ἡ μετοχὴ μὲ τὸ ἄρθρο («τῷ δυναμένῳ») ἀφήνει νὰ ἐννοήσουμε, ὅτι αὐτὴ
ἡ δυνατότητα ἀποκλείεται ἀπὸ κάθε ἄλλο πρόσωπο, εἴτε ἀγγέλου εἴτε ἀνθρώπου. «Οὔτε
γὰρ ἄνθρωπος, οὐκ ἄγγελος, ἀλλ' αὐτὸς ὁ Κύριος ἔσωσεν ἠμᾶς».
• Ὁ Θεὸς εἶναι «ὁ δυνάμενος φυλάξαι ὑμᾶς ἄπταιστους». Ἀντὶ τοῦ συνηθισμένου
«τηρεῖν» χρησιμοποιεῖ τὸ «φυλάξαι», ποῦ εἶναι ταυτόσημο. Τὸ «πταίω» σημαίνει
προσκόπτω σὲ λίθο. Συνεπῶς, ἄπταιστος λέγεται ὁ μὴ σκοντάψας. Ὁ Ἰούδας ὑπαινίσσεται,
ὅτι ὁ παρὼν βίος εἶναι δρόμος μετ' ἐμποδίων. Τὰ δὲ παραπτώματα εἶναι σκοντάμματα καὶ
πτώσεις. Πτώσεις ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅσοι ἀνήκουμε στὴν Ἐκκλησία ὡς
συνειδητά της μέλη. «Πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες» (Ἰακ. γ' 2). Καὶ ἰδίως ὅλοι φταῖμε στὴ
γλῶσσα (Ἰακ. γ' 2). Συγκεκριμένα ἐδῶ ὁ Ἰούδας πιθανὸν νὰ ἐννοῇ τὴν πτῶσι στὴν ἄρνηση
καὶ τὴν ἀκολασία τῶν Νικολαϊτῶν.
• Ὁ Θεὸς εἶναι «ὁ δυνάμενος φυλάξαι τοὺς πιστοὺς ἀπταίστους».
1. Τὸ ἀπταίστους πρῶτα ἀναφέρεται στὸν παρόντα βίο. Πρόκειται γιὰ τὸ δέον, ὄχι γιὰ τὸ
εἶναι. Παρακαλᾶμε τὸν Κύριο «ἄναμαρτητους φυλαχθῆναι ἠμᾶς». Καὶ κατὰ τὴν Α' ἐπιστολὴ
τοῦ Ἰωάννου καὶ ἀναγεννημένος «οὒχ ἁμαρτάνει» (γ΄ 6). Κανένας ὅμως δὲν εἶναι
ἀναμάρτητος καὶ ἄπταιστος, παρὰ μόνο ὁ Κύριος Inσούς Χριστός. Ἄρα ὁ χριστιανὸς
βρίσκεται μεταξύ των δύο: Τοῦ στόχου, ποῦ εἶναι ἡ κορυφὴ τῆς ἁγιότητας καὶ τελειότητας,
καὶ τῆς πραγματικότητας, ποὺ εἶναι οἱ διαρκεῖς μας πτώσεις. Ἂν πῇ κάποιος, ὅτι δὲν
ἁμαρτάνει καὶ εἶναι ἄπταιστος, τότε εἶναι μεγάλος ψεύτης κοροϊδεύει τὸν ἑαυτό του καὶ
τὸν Θεὸ (Α΄ Ἰωάν. α' 10). Τὸ συνδυασμὸ τοῦ ἐφετοῦ καὶ τοῦ ἐφικτοῦ, τοῦ δέοντος καὶ τοῦ
εἶναι, παρουσιάζει ὁ Ἰωάννης στὴν α' τοῦ ἐπιστολή: «Τεκνία μου, ταῦτα γράφω ὑμὶν ἶνα μὴ
ἁμάρτη. Καὶ ἐὰν τὶς ἁμάρτη, παράκλητον ἔχομεν πρὸς τὸν πατέρα, Ἰησοῦν Χριστὸν δίκαιον»
(β' 1-2). 1 2. Τὸ «ἄπταιστους» ἀναφέρεται καὶ στὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου. Ο Θεὸς
εἶναι «ὁ δυνάμενος φυλάξαι ὑμᾶς ἄπταιστους καὶ στῆσαι κατενώπιόν της δόξης αὐτοῦ
ἀμώμους ἐν ἀγαλλιάσει». Σαφῶς φαίνεται, ὅτι ἐδῶ ὁ Ἰούδας μιλάει γιὰ τὴν παρουσία μᾶς
μετὰ τὴν κρίσι. Όσοι μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου στηθοῦν καὶ δικαιωθοῦν αὐτοὶ θὰ εἶναι πλέον
ἄπταιστοι ἐνώπιόν Του καὶ θὰ κοῦν ὡς ἄμωμοι τὴν ἄφατη ἀγαλλίασι.
• Τὸ «στῆσαι» εἶναι δικαστικὸς ὅρος ἐβραϊζων. Σὲ κάθε μορφῆς ἰουδαϊκὰ δικαστήρια καὶ
κατήγορος «ἔστηνε» τὸν ὑπόδικο ἐνώπιόν των δικαστῶν. Ὁ Χριστὸς εἶπε, ὅτι ὅταν ἐπανέλθη
«ἐκ δευτέρου ὡς κριτής, στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ
εὐωνύμων» (Ματθ. κε' 33).

~ 58 ~
• Στὸ στίχο αὐτὸ (24) ὁ «ἰστᾶς» εἶναι ὁ Θεός. Ἐκεῖνος δέ, ἐνώπιόν του ὁποίου ὡς δικαστοῦ
«ἴστα» ἠμᾶς, εἶναι πάλι ὁ Θεός. Γι' αὐτὸ λέει: «κατενώπιόν της δόξης αὐτοῦ». Τὸ
«κατενώπιον» εἶναι ἰσχυρότερος τύπος τοῦ «ἐνώπιον». Η ἔκφρασις «τῆς δόξης αὐτοῦ»
λέγεται ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ «αὐτοῦ». Ἡ ἐπιλογὴ τῶν λέξεων τῆς φράσεως αὐτῆς συντελεῖ, ὥστε
ὄχι μόνο νὰ δηλώση τὸ γεγονός, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐκφράση τὸ φοβερό της ὥρας.
• Τὸ «κατενώπιον αὐτοῦ» εἶναι ὁ καθρέφτης, ἐνώπιόν του ὁποίου πράττουμε τὸ καλὸ ἢ
τὸ κακὸ στὴν παροῦσα Ζωή. Εἶναι καὶ ὁ καθρέφτης τῆς δόξης, ὅπου οἱ «δίκαιοι θὰ
λάμψωσιν ὡς ὁ ἥλιος». Στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων θὰ ἀκτινοβολῇ ἡ δόξα τοῦ Κυρίου. Γιὰ τὸ
πρῶτο «κατενώπιον», τῆς παρούσης Ζωῆς, λέει ὁ Παῦλος: «Καθὼς ἐξελέξατο ἤμας πρὸ
καταβολῆς κόσμου εἶναι ἠμᾶς ἁγίους καὶ ἀμώμους κατενώπιον αὐτοῦ, ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφεσ.
ἃ' 4). Ἐδῶ το «ἀμώμους» εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ἀγῶνα μας. Στὸν στ. 24 τοῦ Ἰούδα τὸ «ἀμώμους
ἐν ἀγαλλιάσει», ποὺ ἑρμηνεύουμε, εἶναι ἡ τελικὴ στάσις στὰ δεξιά, στὴ δόξα τοῦ Κυρίου.
• Ἡ ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας ἔχει διπλὴ ὄψι. Εἶναι ἡμέρα φοβερὰ γιὰ ὅσους δὲν
μετανόησαν ἢ καταφρόνησαν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι καὶ ἡμέρα δόξης καὶ ἀγαλλιάσεως
γιὰ ὅσους θὰ λογισθοῦν ἄπταιστοι καὶ ἄμωμοι. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὸ διπλὸ
μήνυμα τῆς κρίσεως τοῦ Κυρίου, τότε ποὺ θὰ χωρίση τοὺς ἀνθρώπους σὲ «ἐκ δεξιῶν» καὶ
σὲ «ἐξ εὐωνύμων», σὲ σωσμένους καὶ σὲ κολασμένους: «Ἔνδειγμα τῆς δικαίας κρίσεως τοῦ
Θεοῦ, εἰς τὸ καταξιωθῆναι ὑμᾶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὑπὲρ ἧς καὶ πάσχετε, εἶπερ
δίκαιον παρὰ Θεῶ ἀνταποδούναι τοῖς θλίβουσιν ὑμᾶς θλῖψιν, καὶ ὑμὶν τοῖς θλιβομένοις
ἄνεσιν μεθ' ἠμῶν ἐν τῇ ἀποκαλύψει τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἀπ' οὐρανοῦ μετ' ἀγγέλων δυνάμεως
αὐτοῦ» (Β΄ Θεσ. ἃ' 5-7).
• Δὲν θὰ μᾶς στήση ὅμως ἁπλῶς, ἀλλὰ «ἀμώμους ἐν ἀγαλλιάσει». Ἡ φράσις εἶναι
ἀντίθετή της φράσεως «ἔνοχοι ἓν φόβω», ποὺ ἐκφράζει τὴ συνήθη κατάσταση τῶν
ὑποδίκων. Ἡ ἐνοχὴ καὶ ὁ φόβος θὰ λείπουν ἀπὸ τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ. Ἀντὶ νὰ εἶναι
ἔνοχοι, θὰ εἶναι ἄμωμοι. Καὶ ἀντὶ τοῦ φόβου θὰ κατέχῃ τὴν καρδιά τους ἢ ἀγαλλίασις.
• Ἄμωμος λέγεται ὅποιος δὲν ἔχει μῶμο, καὶ κατὰ πάντα τέλειος. Τὸ ἐπίθετο
χρησιμοποιεῖται συχνὰ στὴν Πεντάτευχο γιὰ τὰ πρὸς θυσίαν ζῷα. Στοὺς ψαλμοὺς γιὰ πρώτη
φορὰ λαμβάνει ἔννοια ἠθική. Ἄμωμος εἶναι πλέον ὁ ἄνθρωπος, ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ
ὁδὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁδὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλα (Ψάλμ. ιn' 14. 118,80. 17,33). Ὑπάρχει
ἄνθρωπος ἄμωμος; Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ποὺ μετακόμισαν ἀπὸ τὰ ἔργα τὰ πονηρὰ καὶ
μετέστησαν στὴ ζωὴ τῆς χάριτος καὶ τῆς ἁγιότητας, λέγονται ἄμωμοι. Καὶ σχετικὰ καὶ
ἀπόλυτα. Ὁ Ἰούδας λέει, ὅτι οἱ ἅγιοι ποῦ μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ τοὺς στήση, νὰ τοὺς καταστήση
καὶ νὰ τοὺς παραστήση ἄμωμους, θὰ εἶναι «ἄμωμοι ἐν ἀγαλλιάσει» στὸ βαθμὸ τῆς
τελειότητας. Ὁ Παῦλος ὅταν μιλάη στὴν πρὸ Κολοσσαεῖς γιὰ παράσταση ἀμώμων, μιλάει
σὲ σχετικὸ βαθμό. «Παραστῆσαι ὑμᾶς ἁγίους καὶ ἀμώμους καὶ ἀνεγκλήτους κατενώπιον
αὐτοῦ» (α' 22). Στὴν Καινὴ Διαθήκη τὸ «ἄμωμος» χρησιμοποιεῖται μὲ ἔννοια πνευματικὴ
καὶ ἠθική. Ἄμωμος ἢ ἀμνὸς ἄμωμος εἶναι ὁ Χριστὸς (Ἑβρ. θ' 14. Α΄ Πέτρ. α' 18-19). Λέει γιὰ
τὸ ἀμόλυντό του Χριστοῦ ὁ Χρυσόστομος: «Εἰ ὁ ἥλιος οὐδὲν ἀπὸ τῆς ὁμιλίας τῶν σωμάτων
εἷς τὴν οἰκείαν καθαρότητα παραβλάπτεται, πολλῶ μᾶλλον καὶ τῆς δικαιοσύνης Ἥλιος. Εἷς
καθαρὰν σάρκα ἐλθῶν, οὐ μόνον οὐκ ἔμολυνθη, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν ταύτην καθαρωτέραν καὶ

~ 59 ~
ἁγιωτέραν εἰργάσατο» (Ε.Π.Ε. 35,454). Μετάφρασις: Ἂν ὁ ἥλιος καθόλου δὲν λερώνεται
ἀπὸ τὴ συνάφειά του μὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα, πολὺ περισσότερο ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης.
Μπῆκε σὲ καθαρὴ σάρκα. Ὄχι μόνο δὲν μολύνθηκε, ἀλλὰ καὶ τὴ σάρκα αὐτὴ τὴν κατέστησε
καθαρότερη καὶ ἁγιώτερη.
Ἄμωμο καθιστᾷ ὁ Χριστὸς καὶ τὴν Ἐκκλησία Τοῦ (Ἐφεσ. ε' 26-27), ἀλλὰ καὶ τὰ μέλη αὐτῆς
(Ἐφεσ. ἃ' 4. ΑΠΟΚ. Ἰδ' 4-5).
• «'Ἀγαλλίασις». Εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη. Χρησιμοποιεῖται δὲ στὴ Γραφὴ ὡς
συνώνυμη καὶ τῶν δυὸ λέξεων. Λέει γιὰ τὸν Βαπτιστή: «Καὶ ἔσται χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις καὶ
πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται» (Λουκ. ἃ' 14).
Συμπερασματικά: Μπορεῖ ὁ Θεὸς αὐτοὺς ποὺ φυλάσσει ἀπταίστους στὸν παρόντα βίο
νὰ τοὺς παραστήση ἐνώπιόν του θρόνου Τοῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως «ἀμώμους καὶ
ἁγίους», πλήρεις ἀγαλλιάσεως, παιδιὰ τῆς χαρᾶς.

Νῦν καὶ εἰς πάντας τους αἰῶνας. Ἀμὴν (στ. 25)


Ὁ τελευταῖος στίχος τῆς ἐπιστολῆς εἶναι δοξολογικός. Ξεκίνησε ἡ δοξολογία ἀπὸ τὸν
προηγούμενο στίχο καὶ φτάνει στὸ ἀποκορύφωμα καὶ στὸ 'Ἀμήν. «...μόνω σοφῶ Θεῶ
σωτήρι ἠμῶν, δόξα καὶ μεγαλωσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τους
αἰῶνας. Ἀμὴν» (στ. 25). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «στὸν μόνο σοφὸ Θεό, τὸν Σωτῆρα
μας, ἀνήκει ἢ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο, ἢ δύναμις καὶ ἡ ἰσχύς, τώρα καὶ σὲ ὅλους τους αἰῶνες.
Ἀμήν».
• Ὁ εὐλογημένος, ὁ δοξασμένος, ἀπὸ τὸν Ἰούδα, Θεὸς εἶναι ὁ «μόνος σοφὸς Θεὸς σωτὴρ
ἠμῶν». Τὸ ἁπλὸ ἐπίθετο «μόνος» εἶναι σπουδαῖο. Φανερώνει τὴ μοναδικότητα. Ὁ Θεὸς δὲν
εἶναι ἕνας ἀπό... πολλοὺς θεούς! Εἶναι ὁ μόνος. Ἡ μοναδικότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς δὲν
εἶναι ἕνας ἀπό... Πολλοὺς μεσσίες καὶ σωτῆρες. Εἶναι ὁ μόνος Σωτῆρας. Ἡ μοναδικότητα
τοῦ Χριστοῦ. Καὶ προσιδιάζει βέβαιά το «μόνος» καὶ στὸν παλαιὸ Ἰσραήλ, ἀφοῦ ὁ
λατρευόμενος εἶναι ὁ μόνος Θεός, «καθὼς ἤδυναντο» νὰ Τὸν νοήσουν καὶ νὰ Τὸν
προσλάβουν. («Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ..., Σὺ εἰ ὁ Θεὸς μόνος ἐν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς
γῆς» –Ψάλμ. 85,10).
Ἀλλ' ἡ μοναδικότητα τοῦ Χριστοῦ ἐνυπάρχει καὶ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία ἀπὸ τὶς... θρησκεῖες τοῦ κόσμου! Εἶναι ἡ μόνη Κοινωνία καὶ
Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μοναδικότητα προσιδιάζει καὶ στὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Τὸ
Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι μία ἀπὸ ἄλλες ὑψηλὲς διδασκαλίες καὶ θεωρίες. Εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ἡ
μοναδικότητα τοῦ Εὐαγγελίου.
Καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Θεὸς χαρακτηρίζεται ὡς «ὁ μόνος δυνάμενος ἀφιέναι
ἁμαρτίας», «ὡς μόνος ἀληθινὸς Θεός», «ὡς μόνος σοφός», ὡς «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν»,
ὡς «ὁ μόνος ὅσιος» (ΑΠΟΚ. ἴε' 4). Τὸ «μόνω σοφῶ Θεῶ» θυμίσει τὸ τέλος της πρὸς
Ρωμαίους ἐπιστολῆς: «Τῷ δὲ μόνω σοφῶ Θεῶ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὢ ἢ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἀμὴν» (ἰστ΄ 27).

~ 60 ~
• «Σοφὸς» εἶναι κατ' ἀρχὴν ὁ εἰδήμων κάποιας τέχνης, δηλαδή, ὁ εἰδικός. Ἔπειτα ὁ
γνώστης πολλῶν πραγμάτων καὶ ὁ συνετός. Στὴ Γραφὴ τὸ ἐπίθετο «σοφὸς» ἔχει ἀντικείμενο
τὰ πάντα, ὁπότε παίρνει ἔννοια ἀπόλυτη («Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» –Ψάλμ.
103,24). «Μόνος σοφὸς Θεὸς» λέγεται δυὸ φορὲς ἀπὸ τὸν Παῦλο γιὰ δοξολογία, ὅμοια
πρὸς τὴν τοῦ Ἰούδα (Ρωμ. ἰστ' 27. Α΄ Τιμ. α' 17).
• «Σωτὴρ» λέγεται καὶ ὁ Θεὸς Πατέρας. «Σωτὴρ» λέγεται καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
«Χαρήσομαι ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ Σωτήρι μου» ('Ἀββακ. γ΄ 18). Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Καινὴ ἀκοῦμε
στὴν περίφημη ᾠδὴ τῆς Θεοτόκου: «Ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τὴ σωτηρί μου»
(Λουκ. α' 47). Περὶ δὲ τοῦ Χριστοῦ λέγεται: «Οἴδαμεν, ὅτι οὗτος ἔστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ
κόσμου, ὁ Χριστὸς» (Ἰωάν. δ' 42). Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὴ σωτηρία ποὺ χαρίζει ὁ
Θεός: «Ὁ Θεὸς τοῦτο ἤθελησέ το οὕτως ἤμας σωθῆναι. Οὖδεν γὰρ ἤμεις κατωρθώσαμεν,
ἀλλὰ διὰ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ τὴν σωτηρίαν εὔραμεθα καὶ ἐπειδὴ αὐτῶ ἔδοξεν,
ἐκλήθημεν, οὐκ ἐπειδὴ ἄξιοι ἦμεν» (Ε.Π.Ε. 18,20). Μετάφρασις: Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ βροῦμε
ἔτσι τὴ σωτηρία. Ἐμεῖς τίποτε δὲν κατορθώσαμε, ἀλλὰ βρήκαμε τὴ σωτηρία διότι τὸ θέλησε
Ἐκεῖνος. Μᾶς κάλεσε ὄχι διότι ἤμασταν ἄξιοι, ἀλλ' ἐπειδὴ ἔτσι ἔκρινε καλὸ Ἐκεῖνος.
Πολλὲς φορὲς ὅμως λέγεται «σωτὴρ» ὁ Θεὸς καὶ χωρὶς νὰ γίνεται διάκρισις μεταξύ των
τριῶν προσώπων (Πράξ. ε' 31). Αὐτὸ συμβαίνει καὶ στὸ προκείμενο Χωρίο (25) τοῦ Ἰούδα
(«μόνω σοφῶ Θεῶ σωτήρι ἤμων»). Ὁ Ἰούδας ἐνθυμεῖται ἐδῶ τα τρία ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ,
λέγοντας, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος σοφὸς καὶ δυνάμενος καὶ σωτήρ. Τὸ σχέδιο καὶ τὸ ἔργο
τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διὰ τοῦ Υἱοῦ εἶναι τέτοιο, ποῦ μποροῦσε νὰ συλλάβη
καὶ νὰ πραγματοποιήση μόνο ὁ πάνσοφος Θεός. Καὶ μέσα σ' αὐτὸ τὸ ἔργο ἀποκαλύπτεται
ἡ ἄπειρη σοφία Του. Καὶ στὴν ἔννοια τοῦ Σωτῆρος κρύβεται ἡ ἀγάπη. Γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ
σωτηρία συνεργάστηκαν ἢ δύναμις, ἢ σοφία καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
• Ἐκτὸς δὲ τῆς δυνάμεως καὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται ἐδῶ ἢ
ὁμοουσιότητα τῶν τριῶν προσώπων τῆς Θεότητας, διότι τονίζεται, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς ὁ
«Ποιήσας» αὐτά. Σ' αὐτόν, λοιπόν, τὸν Σωτῆρα Θεό, λέει ὁ Ἰούδας, ποὺ τὰ πάντα δύναται
καὶ γνωρίζει, ἐννοεῖται τὸ ρῆμα πρέπει στὴ φράση «μόνω σοφῶ Θεῶ σωτήρι ἠμῶν, (πρέπει)
δόξα καὶ μεγαλωσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τους αἰῶνας. Ἀμὴν» (στ.
25).
• Μεγαλωσύνη εἶναι το νὰ εἶναι κάποιος μεγάλος. Μέγας εἶναι μόνο ὁ Κύριος, γι' αὐτὸ
λέγεται μεγαλωσύνη, ὅπως ὁ βασιλιὰς ἀνθρώπων λέγεται μεγαλειότητα.
• Κράτος εἶναι ἡ δύναμις καθ' ἐαυτὴν (Α' Πέτρ. δ' 11. ε' 11. ΑΠΟΚ. α' 6. ε' 13).
Παραθέτουμε τὸ κείμενο τῆς πρώτης παραπομπῆς: «ἶνα ἐν πάσι δοξάznται ὁ Θεὸς διὰ
Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὢ ἔστιν ἢ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμὴν»
• Ἐξουσία. Εἶναι ἡ δύναμις τῆς πράξεως. Καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ ἐξουσία ἀπὸ τὸν Κύριο
πηγάζουν. Ἀπ' Αὐτὸν χορηγοῦνται καὶ σ' Αὐτὸν ἀνήκουν. Γιὰ τὴν εἰδικὴ ἐξουσία, ποὺ μόνο
ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει, νὰ συγχωρῇ καὶ νὰ ἐξαλείφῃ τὶς ἁμαρτίες, ὅταν διὰ τῆς
μετανοίας τὶς προσφέρει ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ Ἴδιος: «Ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Ματθ. θ' 6). Καὶ γιὰ τὴν παγκόσμια ἐξουσία, ποὺ ἔχει τὸ

~ 61 ~
κράτος τοῦ Κυρίου, λέει πάλι ὁ Ἴδιος: «Ἐδόθη μοὶ πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανὸ καὶ ἐπὶ γῆς»
(Ματθ. κὴ' 18).
• Δόξα σημαίνει ἀφ' ἑνὸς μὲν ὅτι ἔχει ὅλα τα παραπάνω καὶ ὅ,τι ἄλλο ἀνάγεται στὴν
ἀΐδιο ὕπαρξη καὶ τὴ δύναμι, καὶ τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγαθότητα, καὶ ἀφ' ἑτέρου ὅτι γιὰ ὅλα
αὐτὰ λαμπρύνεται καὶ τιμᾶται (ὁ Κύριος της δόξας). Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὴ
δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο διὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ἀναμνήσας τοῦ
σταυροῦ καὶ τῆς ἀναστάσεως, τῆς τῶν ἁμαρτημάτων λυτρώσεως, τῆς πρὸς τὸ μέλλον
ἀσφαλείας, τῆς τοῦ Πατρὸς γνώμης, τῆς τοῦ Υἱοῦ βουλῆς, τῆς χάριτος, τῆς εἰρήνης, πάσης
αὐτοῦ της δωρεᾶς, εἰς δοξολογίαν τὸν λόγον κατέκλεισεν (ὁ Παῦλος)» (Ε.Π.Ε. 20,186).
Μετάφρασις: Ἀφοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος θύμισε τὸ σταυρὸ καὶ τὴν ἄναστασι, τὴ λύτρωσι
ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, τὴν ἐξασφάλιση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, τὴν οἰκονομία τοῦ Πατέρα, τὸ
θέλημα τοῦ Υἱοῦ, τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν εἰρήνη, ὁλόκληρη τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ,
κατέκλεισε τὸ λόγο μὲ δοξολογία.
• Τὸ «νῦν» καλύπτει ὅλο τὸν «αἰῶνα τοῦτον». Οἱ δὲ «πάντες αἰῶνες» σημαίνουν τὸν
αἰῶνα τοῦ μέλλοντα. Ὁ «αἰὼν οὗτος» ἢ «νῦν αἰών», δὲν εἶναι ἡ τρέχουσα ὥρα ἢ τὸ παρὸν
ὑπὸ τὴ χρονολογικὴ ἔννοια, ἀλλ' εἶναι ὅλος ὁ χρόνος, παρελθόν, παρόν, μέλλον, ὁ ἐπὶ γῆς
ἐν φθορᾷ βιούμενος (Τίτ. β' 12). Ἀναλόγως καὶ ὁ μέλλων αἰὼν δὲν εἶναι ὁ προσεχὴς χρόνος,
ἀλλ' εἶναι ἡ αἰωνιότητα καὶ ἢ ἐκτός της φθορᾶς ἐν Χριστῷ καὶ ἐν Πνεύματι Ζωή. Γιὰ τὸ ὅτι
ὑπάρχουν δύο «αἰῶνες», ὁ παρὼν καὶ ὁ μέλλων, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: ««Δύο αἰῶνες
ἐποίησεν ὁ Θεός, τὸν μὲν παρόντα, τὸν δὲ μέλλοντα. Τὸν μὲν αἰσθητόν, τὸν δὲ νοητόν. Τὸν
μὲν ἐν χερσί, τὸν δὲ ἐν ἐλπίσι. Τὸν μὲν βραχύν, τὸν δὲ ἀγήρω καὶ ἀθάνατον» (Ε.Π.Ε. 31, 238).
Μετάφρασις: Δυὸ αἰῶνες Ζωῆς ἔκανε ὁ Θεός. Ὁ ἕνας ὁ παρών, ὁ ἄλλος ὁ μέλλων. Ὁ ἕνας
εἶναι ὁ αἰσθητός, ὁ ἄλλος εἶναι ὁ νοητός. Ὁ ἕνας εἶναι χειροπιαστός, ὁ ἄλλος βρίσκεται στὴν
ἐλπίδα μας. Ὁ ἕνας εἶναι σύντομος, ὁ ἄλλος εἶναι ἔνδοξος καὶ ἀθάνατος.
Ὁ Ἰούδας ἐννοεῖ, ὅτι καὶ τώρα, «ἐν τῷ αἰώνι τούτω» καὶ τότε, «ἐν τῷ μέλλοντι αἰώνι», στὸ
μόνο δυνατὸ καὶ σοφὸ καὶ σωτῆρα μᾶς Θεὸ πρέπει ἢ δόξα καὶ ἡ μεγαλωσύνη καὶ ἡ
κυριότητα καὶ ἡ ἐξουσία. 'Ἀμήν. Εβραϊκή λέξις. Ἀπαντᾶται στὴ Γραφή, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον
ἀμετάφραστο, κάποτε καὶ μεταφρασμένο. Χαρακτηριστικὰ ἀπαντᾶται στὸ τέλος τῶν
Ψαλμῶν, ποὺ λέγεται μεταφρασμένο: «Γένοιτο, γένοιτο» (Ψάλμ. 40, 14. 71, 19. 88,53. 105,
48).
• Ὁ Ἰωάννης στὴν 'Ἀποκάλυψι βλέπει, ὅτι οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ δίκαιοι ὑμνοῦν τὸν Θεό. Μετὰ
δὲ τὸν ὕμνο τὰ τέσσερα λογικὰ Ζῷα ἀντιφωνοῦν τὸ «ἀμὴν» (ΑΠΟΚ. ε' 14. ζ' 12. ιθ' 4). Πρὸς
τὸ τέλος δὲ τῆς Ἀποκαλύψεως στοὺς λόγους τοῦ Κυρίου «ἔρχομαι ταχύ», ἡ νύμφη Ἐκκλησία
ἀντιφωνεῖ: «Ἀμήν. Ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (κβ΄ 20). Ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ πολλὲς φορὲς
τὸ «ἀμὴν» ὡς προαγγελία σπουδαίων ρήσεών Του. Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστὲς τὸ ἀναφέρουν
ἁπλοῦν («Ἀμὴν λέγω ὑμὶν» –Ματθ. ἐ΄ 18), ἐνῷ ὁ Ἰωάννης τὸ ἔχει πάντοτε διπλοῦν («Ἀμὴν
ἀμὴν λέγω σοὶ» – Ἰωάν. γ' 5. στ' 47. στ' 53). Όσον ἀφορὰ στὴ σημασία καὶ στὴ μετάφραση
τῆς λέξεως, ἡ ἴδια ἡ Γραφὴ τὸ μεταφράσει πλουσίως.
• Ὁ μεταφραστὴς τῶν ψαλμῶν τὸ μεταφράσει «γένοιτο». - Ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι
«ναί». -Ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ Λουκᾶς στὴ θέση τοῦ «ἀμὴν» χρησιμοποιοῦν κατ' ἐπανάληψι τὶς
~ 62 ~
λέξεις «ναὶ» (Ματθ. θ' 11. Λουκ. ἴα' 51), «ἀληθῶς» (Λουκ. 1β' 44), «ἒπ’ ἀληθείας» (Λουκ. δ'
25). -Τέλος ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι ἀναφέρει τὸ «ἀμὴν» καὶ ὡς ὄνομα τοῦ Θεοῦ,
λέγοντας: «Τάδε λέγει ὁ Ἀμήν, ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινὸς» (γ' 14). Ὁ «μάρτυς ὁ πιστὸς
καὶ ἀληθινὸς» εἶναι ἐδῶ μετάφρασις τοῦ 'Ἀμήν.
• Ὅταν μὲν τὸ «ἀμὴν» βρίσκεται στὴν ἀρχὴ ἢ στὸ μέσο της περιόδου, σημαίνει «ναί,
ἀληθῶς κ.λπ.», ὅταν δὲ στὸ τέλος, σημαίνει «γένοιτο».
• Τὸ «ἀμὴν» κατακλείει εὐχὲς καὶ δοξολογίες, ποὺ βρίσκονται εἴτε στὸ μέσο του κειμένου
τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἴτε στὸ τέλος. Ἔτσι τελειώνουν ὅλες οἱ ἐπιστολὲς τοῦ
Παύλου, ἡ Α' Πέτρου καὶ ἡ Ἀποκάλυψις ἐπειδὴ καταλήγουν σὲ εὐχή. Οἱ δὲ ἐπιστολὲς B'
Πέτρου καὶ Ἰούδα ἐπειδὴ καταλήγουν σὲ δοξολογία. Καὶ τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιο
τελειώνει μὲ τὸ «ἀμήν», ἐπειδὴ καταλήγει στὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου: «Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν
εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν». Ὁ Ἰούδας δοξολογώντας τὸν
Θεὸ καὶ ἐμμέσως εὐχηθεῖς στοὺς χριστιανοὺς ἄπταιστο βίο καὶ ἀνεπαίσχυντη ἐμφάνισι
ἐνώπιόν του Θεοῦ, διὰ τοῦ «ἀμὴν» θέλει νὰ πῇ: «Γένοιτο, γένοιτο».

~ 63 ~

You might also like