You are on page 1of 8

Ιλιάδα Ραψ. Ω στ.

18-76

Τοῖο: Ιωνικό και Επικό αντί τοῦ / γεν. εν. του


άρθρου ὁ ,ἡ, τό
ἀεικείην : α + εικός
(απρεπής,ανάρμοστος,υβριστικός ) χροΐ :
(επικό, ιωνικό) δοτ. εν. του χρώς:
δέρμα, επιδερμίδα, χρώμα
ἐλεαίρων: επιτεταμένος τύπος του ἐλέεω =
λυπάμαι, ελεώ / < ρ. ἐ λεαίρω: αισθάνομαι
οίκτο ή συμπάθεια για κάποιον
ἀποδρύφοι : ρ. αποδρύπτω: γδέρνω, αποσπώ
το δέρμα
ἐκλυστάζων: ρ. ελκυστάζω θαμιστικό του ρ.
έλκω (σερνω)
Δτον
αεικίζεν : <ρ. αεικίζω : βλάπτω, αδικώ,
μεταχειρίζομαι απρεπώς, συμπεριφέρομαι
απρεπώς, ποξενώ ατιμία, ντροπιάζω,
προσβάλω μενεαίνων: (επικό) δείχνω
προθυμία να κάνω κάτι, προθυμοποιούμαι,
επιθυμώ σφοδρά κάτι, / αμτβ. , οργίζομαι
σφοδρά, είμαι θυμωμένος, έξαλλος
ὀτρύνεσκον: ρ. ὀτρύνω:παροτρύνω παρακινώ,
προτρέπω
εήνδανεν: <ρ. ανδάνω
1.(Προσ) είμαι αρρεστός σε κάποιον, τέρπω,
ευχαριστώ
2. (απροσ) (για συνολο ανθρώπων) νομίζω,
έχω την γνώμη
νείκεσσε: πρόσβαλε, καταφρόνησε
<νείκος: διαφωνία, διαμάχη, φιλονικία
αλεγεινός:(<άλγος = πόνος) που προκαλεί
άλγος, πόνο, οδύνη ψυχική κυρίως
μετηύδα: <μεταυδάω: παρατ. μετηύδων · μιλώ
ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, απευθύνομαι
σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.
. με αιτ. προσ., πλησιάζω, απευθύνομαι, σε
Μόσχ.
σχέτλιοι:(σχέτλιος)1.ακατάβλητος,
ανυποχώρητος, καρτερικός, επίμονος
2.σκληρός, απάνθρωπος, άσπλαχνος,
ανελέητος
δηλήμονες:(δηλήμων, -ον) <δηλέομαι: αυτός
που φέρνει φθορά, ο βλαπτικός, ο ολέθριος
νύ: νυν
μηρί' : μηρίᾰ: τά (μηρός),
I. κομμάτια κομμένα από τους μηρούς, (σε
Όμηρ.) · ήταν έθιμο να κόβουν και να αφα
ιρούν τα μηρία , να τα τυλίγουν σε δύο
πτυχές από λίπος , και να τα καίνε πάνω
στο βωμό.
τελείων:(τέλειος) και τέλεος, -α (Ιων. -η), -ον,
στους Αττ. επίσης -ος, -ον (τέλος)·
I. 1. αυτός που έχει φτάσει το τέλος του,
τέλειος, πλήρης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λ π. έτλητε:
<τλάω: ανέχομαι, υπομένω δυστυχίες,
καρτερώ· με αιτ. πράγμ.,
ἔτλην σε Ομήρ. Ιλ.
ἐόντα: επικ. του ὤν, οὔσα, ὄν
σαῶσαι: επικ. τον σώζω
ἀλόχῳ: ἄλοχος, η (λέξη ποιητική)
1. σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, γυναίκα
2. μαιτρέσα, παλλακίδα (ερωμένη)
< ἀ- αθροιστ. + λόχος «μέρος όπου πλαγιάζει
κανείς, πλάγιασμα». Αρχική σημ. του ἄ λοχος
«αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι»
κτέρεα: τα νεκρικά δώρα, τα πράγματα τα
οποία καίγονταν μαζί με τον νεκρό προς τιμήν
του
κτερίσαιεν:< κτερεΐζω και κτερίζω:
ενταφιάζω, θάβω με τις πρέπουσες τιμές
επαρήγω: επί + αρήγω: βοηθώ, έρχομαι να
βοηθήσω
ὀ Ιλο ῷ: ὀ λοός,-ή, -όν (ὄ λλυμι): αυτός που
επιφέρει καταστροφή, καταστροφικός,
μοιραίος, θανατηφόρος, ολέθριος,
δολοφονικός,
ἐναίσιμοι: (εναίσιμος) δίκαιος
γναμπτόν:(γνάμπτω) κάμπτω, αλλάζω τη
γνώμη κάποιου
αγήνορι : ἀγήνωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (ἄ γαν, ἀ
νήρ), ποιητ. επίθ., ανδρείος, θαρραλέος,
ηρωικός, σε Ομήρ. Ιλ.· με αρνητική σημασία,
ξεροκέφαλος, ισχυρογνώμων, υπεροπτικός,
αλαζόνας
εἴξας : (ρ. εἴκω ) παραδίνομαι σε ψυχικό πάθος
ή ορμή, ἐνδίδω,
υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι
μῆλα : πρόβατα ,ποίμνια ,κοπάδια προβάτων ,
βροτός: θνητός
δαῖτα : η δαίς (δαιτός),(<ρ. δαίω)
1. μερίδα φαγητού
2. γεύμα, συμπόσιο
3. η τροφή, το κρέας
σίνεται : (ρ.σίνομαι) [ Επικ. βʹ ενικ. σίνηαι· Ιων.
παρατ. σινέσκετο, -οντο· μέλ. σινήσομαι· γʹ
πληθ. αορ. αʹ ἐ σίναντο, Ιων. -έατο]· προκαλώ
σε κάποιον βλάβη ή ζημιά, βλάπτω,
λυμαίνομαι,καταστρέφω, ζημιώνω
κᾰσίγνητος : ὁ (κάσις, γίγνομαι), : αδερφός με
περισσότερο γενική σημασία, ξάδελφος
ἠέ : ποιητικό και επικό αντί ή/είτε
μεθέηκεν : μαλάκωσε , ηρέμησε
τλητός : υπομονετικός , υποφερτό <τλάω:
ανέχομαι, υπομένω δυστυχίες, καρτερώ
ἦτορ: η καρδιά α) ως μέλος του ανθρώπινου
σώματος
β) ως έδρα της ψυχής, της ζωής, η ζωή
εξάπτων :(ἐξάπτω άπτω) δένω, προσδένω,
εξαρτώ από κάπου
απηύρα : (ρ. ἀ παυράω): χρησιμ. μόνον στον
παρατ. ἀπηύρων, -ας, -α, (το απλό ρήμα αὐ
ράω, το οποίο δεν υπάρχει σε χρήση και
σήμαινε παίρνω)·
1. αφαιρώ ή αποσπώ, υφαρπάζω,
νεμεσσηθέωμεν :(νεμεσάω)
I. αισθάνομαι δικαιολογημένη αγανάκτηση,
οργίζομαι για την καλή ή κακή τύχη που
δεν μου άξιζε (πρβλ. νέμεσις), κυρίως
λέγεται για θεούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.·
νεμεσάω τινί, οργίζομαι με ένα πρόσωπο,
εναντίον κάποιου ή για κάποιο ζήτημα, σε
Όμηρ.
II. 1. Μέσ. και Παθ., κυρίως, είμαι
δυσαρεστημένος με τον εαυτό μου,
αισθάνομαι ντροπή για τον εαυτό μου,
ντρέπομαι, σε Όμηρ.
μαζόν: επικό και ιωνικό τον μαστός
ατίτηλα :ἀτῐτάλλω: αναδιπλ. τύπος του ἀ
τάλλω, ανατρέφω παιδί, φροντίζω,
περιποιούμαι, επιβλέπω
παρακοίτης: -ου, ὁ, ὁ πλησίον κοιμώμενος,
συγκοιμώμενος, σύζυγος
αντιάασθε : τρ.ἀντιάω, επικό του αντιέω
συναντω
Φορμιξ: μουσικό όργανο
δαίνυο: γεύμα, συμπόσιο (<ρ.δ αίνυμι:
προσφέρω γεύμα , συμπόσιο ,φιλεύω)
νεφεληγετέρα: (νεφέλη + αγείρω)αυτός που
συγκεντρώνει τις νεφέλες
αποσκύδμαινε : σκυδμαίνω είμαι υπερβολικά
οργισμένος με κάποιον
εδεύετο:δεύω: (μέλ. δευήσω), Αιολ. και Επικ.
αντί δέω· αποτυγχάνω, έχω έλλειψη, ανάγκη,
χρειάζομαι
λοιβής :(λοιβή, δωρ. τ. λοιβά), η σπονδή, ιδίως
με υγρά, που προσφερόταν στους θεούς, η χοή
[ΕΤΥΜΟΛ. < λείβω «χύνω, κάνω σπονδή»
κνίσα: τσίκνα
γέρας: αριστείο, βραβείο, έπαθλο,δώρο/
προνόμιο ή δικαίωμα που παρέχεται σε
βασιλείς ή ευγενείς
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ.
Συσχετίζεται προς τα γήρας, γέρων, γραυς,
δεδομένου ότι αρχικά θα πρέπει να δήλωνε «το
τιμητικό προνόμιο τών γερόντων»]
ἆσσον: συγκρ. επίρρ. του ἄγχι, κοντύτερα,
εγγύτερα, πιο κοντά, σε Όμηρ.· με γεν., ἆ σσον
ἐμεῖο, πιο κοντά σε μένα

You might also like