άρθρου ὁ ,ἡ, τό ἀεικείην : α + εικός (απρεπής,ανάρμοστος,υβριστικός ) χροΐ : (επικό, ιωνικό) δοτ. εν. του χρώς: δέρμα, επιδερμίδα, χρώμα ἐλεαίρων: επιτεταμένος τύπος του ἐλέεω = λυπάμαι, ελεώ / < ρ. ἐ λεαίρω: αισθάνομαι οίκτο ή συμπάθεια για κάποιον ἀποδρύφοι : ρ. αποδρύπτω: γδέρνω, αποσπώ το δέρμα ἐκλυστάζων: ρ. ελκυστάζω θαμιστικό του ρ. έλκω (σερνω) Δτον αεικίζεν : <ρ. αεικίζω : βλάπτω, αδικώ, μεταχειρίζομαι απρεπώς, συμπεριφέρομαι απρεπώς, ποξενώ ατιμία, ντροπιάζω, προσβάλω μενεαίνων: (επικό) δείχνω προθυμία να κάνω κάτι, προθυμοποιούμαι, επιθυμώ σφοδρά κάτι, / αμτβ. , οργίζομαι σφοδρά, είμαι θυμωμένος, έξαλλος ὀτρύνεσκον: ρ. ὀτρύνω:παροτρύνω παρακινώ, προτρέπω εήνδανεν: <ρ. ανδάνω 1.(Προσ) είμαι αρρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ 2. (απροσ) (για συνολο ανθρώπων) νομίζω, έχω την γνώμη νείκεσσε: πρόσβαλε, καταφρόνησε <νείκος: διαφωνία, διαμάχη, φιλονικία αλεγεινός:(<άλγος = πόνος) που προκαλεί άλγος, πόνο, οδύνη ψυχική κυρίως μετηύδα: <μεταυδάω: παρατ. μετηύδων · μιλώ ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ. . με αιτ. προσ., πλησιάζω, απευθύνομαι, σε Μόσχ. σχέτλιοι:(σχέτλιος)1.ακατάβλητος, ανυποχώρητος, καρτερικός, επίμονος 2.σκληρός, απάνθρωπος, άσπλαχνος, ανελέητος δηλήμονες:(δηλήμων, -ον) <δηλέομαι: αυτός που φέρνει φθορά, ο βλαπτικός, ο ολέθριος νύ: νυν μηρί' : μηρίᾰ: τά (μηρός), I. κομμάτια κομμένα από τους μηρούς, (σε Όμηρ.) · ήταν έθιμο να κόβουν και να αφα ιρούν τα μηρία , να τα τυλίγουν σε δύο πτυχές από λίπος , και να τα καίνε πάνω στο βωμό. τελείων:(τέλειος) και τέλεος, -α (Ιων. -η), -ον, στους Αττ. επίσης -ος, -ον (τέλος)· I. 1. αυτός που έχει φτάσει το τέλος του, τέλειος, πλήρης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λ π. έτλητε: <τλάω: ανέχομαι, υπομένω δυστυχίες, καρτερώ· με αιτ. πράγμ., ἔτλην σε Ομήρ. Ιλ. ἐόντα: επικ. του ὤν, οὔσα, ὄν σαῶσαι: επικ. τον σώζω ἀλόχῳ: ἄλοχος, η (λέξη ποιητική) 1. σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, γυναίκα 2. μαιτρέσα, παλλακίδα (ερωμένη) < ἀ- αθροιστ. + λόχος «μέρος όπου πλαγιάζει κανείς, πλάγιασμα». Αρχική σημ. του ἄ λοχος «αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι» κτέρεα: τα νεκρικά δώρα, τα πράγματα τα οποία καίγονταν μαζί με τον νεκρό προς τιμήν του κτερίσαιεν:< κτερεΐζω και κτερίζω: ενταφιάζω, θάβω με τις πρέπουσες τιμές επαρήγω: επί + αρήγω: βοηθώ, έρχομαι να βοηθήσω ὀ Ιλο ῷ: ὀ λοός,-ή, -όν (ὄ λλυμι): αυτός που επιφέρει καταστροφή, καταστροφικός, μοιραίος, θανατηφόρος, ολέθριος, δολοφονικός, ἐναίσιμοι: (εναίσιμος) δίκαιος γναμπτόν:(γνάμπτω) κάμπτω, αλλάζω τη γνώμη κάποιου αγήνορι : ἀγήνωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (ἄ γαν, ἀ νήρ), ποιητ. επίθ., ανδρείος, θαρραλέος, ηρωικός, σε Ομήρ. Ιλ.· με αρνητική σημασία, ξεροκέφαλος, ισχυρογνώμων, υπεροπτικός, αλαζόνας εἴξας : (ρ. εἴκω ) παραδίνομαι σε ψυχικό πάθος ή ορμή, ἐνδίδω, υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι μῆλα : πρόβατα ,ποίμνια ,κοπάδια προβάτων , βροτός: θνητός δαῖτα : η δαίς (δαιτός),(<ρ. δαίω) 1. μερίδα φαγητού 2. γεύμα, συμπόσιο 3. η τροφή, το κρέας σίνεται : (ρ.σίνομαι) [ Επικ. βʹ ενικ. σίνηαι· Ιων. παρατ. σινέσκετο, -οντο· μέλ. σινήσομαι· γʹ πληθ. αορ. αʹ ἐ σίναντο, Ιων. -έατο]· προκαλώ σε κάποιον βλάβη ή ζημιά, βλάπτω, λυμαίνομαι,καταστρέφω, ζημιώνω κᾰσίγνητος : ὁ (κάσις, γίγνομαι), : αδερφός με περισσότερο γενική σημασία, ξάδελφος ἠέ : ποιητικό και επικό αντί ή/είτε μεθέηκεν : μαλάκωσε , ηρέμησε τλητός : υπομονετικός , υποφερτό <τλάω: ανέχομαι, υπομένω δυστυχίες, καρτερώ ἦτορ: η καρδιά α) ως μέλος του ανθρώπινου σώματος β) ως έδρα της ψυχής, της ζωής, η ζωή εξάπτων :(ἐξάπτω άπτω) δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου απηύρα : (ρ. ἀ παυράω): χρησιμ. μόνον στον παρατ. ἀπηύρων, -ας, -α, (το απλό ρήμα αὐ ράω, το οποίο δεν υπάρχει σε χρήση και σήμαινε παίρνω)· 1. αφαιρώ ή αποσπώ, υφαρπάζω, νεμεσσηθέωμεν :(νεμεσάω) I. αισθάνομαι δικαιολογημένη αγανάκτηση, οργίζομαι για την καλή ή κακή τύχη που δεν μου άξιζε (πρβλ. νέμεσις), κυρίως λέγεται για θεούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· νεμεσάω τινί, οργίζομαι με ένα πρόσωπο, εναντίον κάποιου ή για κάποιο ζήτημα, σε Όμηρ. II. 1. Μέσ. και Παθ., κυρίως, είμαι δυσαρεστημένος με τον εαυτό μου, αισθάνομαι ντροπή για τον εαυτό μου, ντρέπομαι, σε Όμηρ. μαζόν: επικό και ιωνικό τον μαστός ατίτηλα :ἀτῐτάλλω: αναδιπλ. τύπος του ἀ τάλλω, ανατρέφω παιδί, φροντίζω, περιποιούμαι, επιβλέπω παρακοίτης: -ου, ὁ, ὁ πλησίον κοιμώμενος, συγκοιμώμενος, σύζυγος αντιάασθε : τρ.ἀντιάω, επικό του αντιέω συναντω Φορμιξ: μουσικό όργανο δαίνυο: γεύμα, συμπόσιο (<ρ.δ αίνυμι: προσφέρω γεύμα , συμπόσιο ,φιλεύω) νεφεληγετέρα: (νεφέλη + αγείρω)αυτός που συγκεντρώνει τις νεφέλες αποσκύδμαινε : σκυδμαίνω είμαι υπερβολικά οργισμένος με κάποιον εδεύετο:δεύω: (μέλ. δευήσω), Αιολ. και Επικ. αντί δέω· αποτυγχάνω, έχω έλλειψη, ανάγκη, χρειάζομαι λοιβής :(λοιβή, δωρ. τ. λοιβά), η σπονδή, ιδίως με υγρά, που προσφερόταν στους θεούς, η χοή [ΕΤΥΜΟΛ. < λείβω «χύνω, κάνω σπονδή» κνίσα: τσίκνα γέρας: αριστείο, βραβείο, έπαθλο,δώρο/ προνόμιο ή δικαίωμα που παρέχεται σε βασιλείς ή ευγενείς [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. Συσχετίζεται προς τα γήρας, γέρων, γραυς, δεδομένου ότι αρχικά θα πρέπει να δήλωνε «το τιμητικό προνόμιο τών γερόντων»] ἆσσον: συγκρ. επίρρ. του ἄγχι, κοντύτερα, εγγύτερα, πιο κοντά, σε Όμηρ.· με γεν., ἆ σσον ἐμεῖο, πιο κοντά σε μένα