You are on page 1of 8

Το πεζογραφικό έργο του Μανόλη Πρατικάκη

Υπάρχουν ποιητές που φλερτάρουν και με την πεζογραφία. Ένας από αυτούς είναι ο Μάρκος Μέσκος,
για το πεζογραφικό έργο του οποίου, τέσσερα μικρά βιβλιαράκια, γράψαμε στο αφιέρωμα που έκανε η
«Πάροδος», τ. 28, Μάιος 2009. Υπάρχουν άλλοι που πήραν κανονικοί μεταγραφή στην πεζογραφία,
όπως η Ρέα Γαλανάκη. Το βιβλίο της «Βίος και πολιτεία του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» που σηματοδοτεί
αυτή τη μετάβαση, ένα εξαιρετικό ποιητικό πεζογράφημα, θεωρείται το αριστούργημά της. Ο Μανόλης
Πρατικάκης μόνο τελευταία αρχίζει να φλερτάρει με την πεζογραφία, με τα βιβλία του «Τα αφηγήματα
ενός ψυχιάτρου» και το «Σύνδρομο Fregoli». Όμως απλά φλερτάρει, δεν νομίζω ότι σκέφτεται σοβαρά
να μεταπηδήσει στην πεζογραφία. Αυτό φαίνεται και στην τελευταία του ποιητική συλλογή «Ο
λιθοξόος», που βρίθει από ποιητικά πεζογραφήματα.
Όμως να παραθέσουμε τα βιβλιοκριτικά μας σημειώματα για αυτά τα βιβλία.

Τα αφηγήματα ενός ψυχίατρου, Καστανιώτης 2009

Μετά από 17 τόσες ποιητικές συλλογές ο Μανόλης Πρατικάκης, διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής
του Ερυθρού και τιμημένος με κρατικό βραβείο ποίησης, αποφασίζει να ασχοληθεί και με την
πεζογραφία. Δεν ξέρουμε αν η μεταγραφή στην πεζογραφία θα είναι οριστική, όπως ήταν της Ρέας
Γαλανάκη για παράδειγμα, πάντως τα πεζά αυτά κείμενα αποκαλύπτουν ένα δυνατό αφηγηματικό
ταλέντο, ισάξιο του ποιητικού ταλέντου του.
Για να ακριβολογούμε, ο Πρατικάκης είχε δώσει από παλιά δείγματα πεζογραφικά τα οποία
ενσωμάτωσε στις ποιητικές του συλλογές. Όμως τα κείμενα αυτά ήταν σε μεγάλο βαθμό ποιητικά, που
μόνο η συνεχής ροή του λόγου, η έλλειψη στίχων δηλαδή, είναι που τα κατατάσσει στην πεζογραφία.
Κάποια από αυτά, τα περισσότερο «πεζογραφικά», έχουν ενσωματωθεί στην παρούσα συλλογή. Όμως
το στίγμα το δίνουν τα τελευταία, πολυσέλιδα αφηγήματα.
Τα αφηγήματα αυτά αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά, όπως και τα πρώτα πεζογραφικά με
τον τίτλο «Στο ντιβάνι» του Ίρβιν Γιάλομ. Αναρωτιόμαστε αν ο Πρατικάκης αργότερα, αξιοποιώντας το
κλινικό υλικό του θα δώσει αφηγήματα με φανταστική πλοκή, όπως έκανε και ο Γιάλομ.
Αυτό που εντυπωσιάζει, πέρα από την αφηγηματική του άνεση, είναι η διεισδυτικότητα στην
ερμηνεία, όπως κάνει π.χ. στο «Μια μορφή ποιητικής αυτοκτονίας», ένα πρώιμο κείμενο που
αναφέρεται στην αυτοκτονία του ποιητή Αλέξη Τραϊανού, τον οποίο, παρεμπιπτόντως, έβαλα να
πρωταγωνιστήσει σε ένα ανέκδοτο μυθιστόρημά μου. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Αλλά πίσω από το παιχνίδι, ένας κάπως έμπειρος ψυχίατρος υποπτευόταν έναν επίμονο και
παντοδύναμο ψυχαναγκαστικό μηχανισμό, με υποβόσκοντα δυσθυμικά στοιχεία, που του επέβαλλε να
επισκέπτεται τόσο συχνά αυτή τη διακεκαυμένη ζώνη και να τσεκάρει το σπινθήρα της, που συνορεύει
με εκείνον του ακαριαίου θανάτου. Να έχει υπό έλεγχο αυτή τη θανάσιμη ζώνη, απ’ όπου, όπως
φαίνεται, με τις ζοφερές του δοκιμές αντλούσε κάποιες μυστηριώδεις συγκινήσεις, κάποια υποβρύχια
ρεύματα, ένα είδος μαύρης χαράς και ίσως κάποιο «θρίαμβο» του τύπου «θάνατον εξαπατήσας και
νενίκηκα». Λοιπόν, να έχει υπό έλεγχο εκείνη τη θανάσιμη περιοχή. Να μπαίνει μέσα και να
αποτραβιέται με συνεχή, ηδονικά σχεδόν αποτραβήγματα. Αυτά που παρέχει ο φωτοδότης τρόμος,
μέσα από τις σπάνιες εκλάμψεις του. Να μπαίνει θλιβερός και να βγαίνει τροπαιούχος, που τόσο τον
προκάλεσε και να, του ξέφυγε ξανά» (σελ. 66-67). Η αναφορά στις «προγραμματικά» αποτυχημένες
απόπειρες αυτοκτονίας του Τραϊανού, που όμως η τελευταία του ξέφυγε και «πέτυχε».
Ήδη συγκρίναμε τον Πρατικάκη με τον Γιάλομ. Ανάμεσά τους όμως υπάρχει η διαφορά, ότι ο πρώτος
είναι ψυχίατρος ενώ ο δεύτερος είναι ψυχολόγος. Ο ψυχίατρος Πρατικάκης, μιλώντας για την άνοια
μιας γυναίκας στο πρώτο αφήγημα με τίτλο «Η αμνησία της θείας Πρόνοιας» αναφέρεται όχι μόνο στα
συμπτώματα αλλά και στο βιολογικό υπόστρωμα, στη σταδιακή συρρίκνωση του εγκεφάλου, με τη
θαυμάσια μεταφορά της λίμνης του εγκεφαλικού υγρού που κατατρώει σταδιακά την εγκεφαλική
«στεριά». Με αφηγηματική μαεστρία δίνει την τραγικομεντί της ιστορίας, τα κωμικά επεισόδια που
δημιουργούνται λόγω της άνοιας της γυναίκας αυτής αλλά και τα τραγικά αισθήματα του «ελέους»
που προκαλούνται στον αναγνώστη λόγω της κατάστασής της, η οποία κατάσταση οδηγεί σύντομα
στην μοιραία κατάληξη.
Νομίζω το πιο συγκλονιστικό από τα αφηγήματα, όχι μόνο λόγω της δεξιοτεχνικής πραγμάτευσης του
θέματος αλλά και γιατί αναφέρεται στο θάνατο ενός μεγάλου μας ποιητή, του Τάσου Λειβαδίτη, είναι
το «Τελευταίος σταθμός» (διακειμενική αναφορά στο ομώνυμο ποίημα του Σεφέρη) που φέρει ως
υπότιτλο «Τα χειρόγραφα του χειρουργείου». Εδώ ο Πρατικάκης περιγράφει αριστοτεχνικά όχι μόνο τη
μοιραία κατάληξη της χειρουργικής επέμβασης που στάθηκε μοιραία για τον ποιητή, αλλά και τον
σπαραγμό του χειρούργου, που δεν μπορεί να το χωνέψει ότι ο μοναδικός ασθενής που χειρούργησε
για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής και πέθανε, μετά από 60 τόσους, είναι ο ποιητής που τόσο αγαπούσε.
Το «Σοφάκι», το τελευταίο αφήγημα της συλλογής που περιέχεται και στην τελευταία ποιητική του
συλλογή «Το αόρατο πλήθος», το υπαρκτό Σοφάκι των παιδικών του χρόνων, αναδεικνύεται σε μια
μεταφορά που περικλείει τη φιλοσοφία του Πρατικάκη για τη ζωή, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά και
από τους τίτλους δύο ποιητικών του συλλογών: «Η μαγεία της μη διεκδίκησης» και «Αφημένα ήσυχα
στη χλόη». Η φιλοσοφία αυτή συμπυκνώνεται στις τελευταίες φράσεις του αφηγήματος: «…Δηλαδή
μια εντελώς άλλου είδους ύπαρξη, που δεν παγίδεψε ποτέ τις φυσικές προτεραιότητες, ζώντας μονάχα
τη θεία ευχαριστία των στιγμών. Τον σιωπηλό της φύσης ψίθυρο στις εφήμερες και αιώνιες
φυλλωσιές».
Κλείνοντας την παρουσίαση αυτής της θαυμάσιας συλλογής πεζογραφημάτων θα ήθελα να δώσω και
πάλι τον λόγο στον Πρατικάκη, παραθέτοντας έναν εξαίσιο αφορισμό:
«Αυτή την ανυπόφορη θύελλα της καταστροφής ονομάζουμε πρόοδο. Των ονείρων την οξείδωση
εξέλιξη» (σελ. 50).

Σύνδρομο fregoli, Καλέντης 2013

Η σύγχρονη ποίηση απέδειξε ότι ποίηση δεν είναι μόνο μέτρο και ρίμα, ή μόνο μέτρο. Το μέτρο και η
ρίμα την εποχή της προφορικότητας βοηθούσαν στην απομνημόνευση, όμως στη σημερινή εποχή,
εποχή του γραπτού λόγου, φαντάζουν συχνά ως περιττά αξεσουάρ, αξεσουάρ μάλιστα τα οποία
δεσμεύουν την ουσία της ποίησης, που είναι κυρίως οι τολμηρές εικόνες και μεταφορές καθώς και οι
πολλαπλές συνδηλώσεις. Ο Πρατικάκης με το προηγούμενο έργο του, την «Κιβωτό», απέδειξε ότι τα
όρια μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας δεν είναι αδιάβατα. Και ενώ σε εκείνο το έργο, στο μεγαλύτερο
μέρος του βρισκόταν προς τη μεριά της ποίησης, με το τελευταίο του έργο, το «Σύνδρομο fregoli»,
βρίσκεται προς τη μεριά της πεζογραφίας. Το έργο φυσικά ως έργο πεζογραφικό μπορεί να
κατηγοριοποιηθεί, όμως μέσα σ’ αυτό εμφιλοχωρούν αποσπάσματα υπέρτατης ποιητικής ομορφιάς.
Το «Σύνδρομο fregoli», το πρώτο από τα τρία αφηγήματα που εμπεριέχονται στο βιβλίο, είναι το πιο
εκτενές. Μέσα από αυτό ο Πρατικάκης μας διηγείται την πραγματική ιστορία της Καλλιόπης, μιας
ασθενούς του.
Το σύνδρομο fregoli είναι γνωστό και ως σύνδρομο του σωσία. Ο ασθενής που πάσχει από αυτό έχει
την εντύπωση ότι υπονομεύεται από κάποιους οι οποίοι, μεταμφιεζόμενοι σε αυτόν, διαπράττουν από
αξιόμεμπτες έως αξιόποινες πράξεις με στόχο την ενοχοποίησή του.
Στο αφήγημα αυτό αποκαλύπτεται περισσότερο από μια φορά ο θαυμασμός του Πρατικάκη για τον
«μεγάλο ανατόμο της ανθρώπινης ψυχής», όπως αποκαλείται συχνά, τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, που
ήδη στα εικοσιπέντε του χρόνια, με το διήγημά του «Ο σωσίας», επέδειξε μια ψυχογραφική δεινότητα
που θα την ζήλευε και ο πιο ικανός ψυχίατρος.
«…Είναι η κρίσιμη στιγμή. Η ώρα μηδέν του ρήγματος, καθώς δεν μπορεί πια να διαχειριστεί τους
νοσηρούς μηχανισμούς άμυνας και έτσι δεν μπορεί να διακρίνει πια τι είναι εξωτερικό και τι
εσωτερικό. Η σκοτεινή ύλη του εσωτερικού μορφοποιείται στη Σωσία της… Μέσα στο σιωπηλό της
ζόφο, η ίδια εφευρίσκει τους διώκτες της που τιμωρώντας την, κατά κάποιο τρόπο τη λυτρώνουν… Έτσι
τώρα, κατά κάποιο τρόπο εκθέτοντας τον εσωτερικό της κόσμο σε κοινή θέα, μπορεί να προφυλαχθεί
και να ελαττωθεί το συνοδό ηθικό της μαρτύριο. Με άλλα λόγια σπάει τις πόρτες και φέρνει στο φως
τα ασυνείδητα περιεχόμενα των επιθυμιών και των φόβων της όπως ακριβώς είναι: αρχετυπικά,
πρωτόγονα και γνήσια, χωρίς τις παρεμβάσεις και στρεβλώσεις του νου, αυτού του πανούργου
ενδυματολόγου» (σελ. 64-66).
Η Καλλιόπη κατατρύχεται από ενοχές. Όμως πού οφειλόταν οι ενοχές αυτές οι οποίες, απωθημένες,
εμφανίστηκαν με τη μορφή του νοσηρού συμπτώματος; Οφειλόταν στις θωπείες του πατέρα της τις
οποίες ανεχόταν υποκρινόμενη την κοιμισμένη, και τις οποίες μάλιστα σε ένα βαθμό απολάμβανε, και
αργότερα σε μια αιμομικτική «άπαξ» επαφή με έναν πρωτοξάδελφο, τον οποίο στη συνέχεια
κατηγόρησε ως βιαστή, αν και η επαφή αυτή υπήρξε και δική της επιθυμία.
Δυστυχώς κάποιοι ασυνείδητοι πατεράδες δεν σέβονται τις κόρες τους. Ο ισπανός σκηνοθέτης
Montxo Armendáriz στην ταινία του «Μη φοβάσαι» (No tengas miedo, 2011) αναφέρεται σ’ αυτό το
φαινόμενο, σταματώντας κατά διαστήματα τη ροή της μυθοπλαστικής ταινίας του για να παραθέσει
πραγματικά περιστατικά, ενώ και ο Κλιντ Ίστγουντ στην ταινία του «Η ζωή μετά» (Hereafter, 2010)
κάνει αναφορά σ’ αυτό. Το συναντήσαμε επίσης και στις εξομολογήσεις μιας ιρανής στο θαυμάσιο
ντοκιμαντέρ της Mahnaz Afzali «Τα γυναικεία λουτρά».
Υπήρξε και μια ακόμη ενοχή: ζήλευε τη μητέρα της. «…η ομορφιά της ήταν για μένα ένα διαρκές
κακούργημα» (σελ. 178).
«Μα τελικά τι είναι αυτός ο καθρέφτης που μπορείς να στέκεσαι μπροστά του και να βλέπεις
απέναντι έναν άλλο, πίσω από το κρύσταλλο; Μήπως δεν υπάρχει καθρέφτης και στέκεται η Άλλη εκεί
απέναντί μου και με κοιτάζει με τα ελαφρώς αλλαγμένα της χαρακτηριστικά; Μια τυφλή, αλλόκοτη
παρόρμηση μ’ έσπρωξε καταπάνω της να τη συντρίψω» (σελ. 93).
Τελικά η Καλλιόπη μοιάζει να παλινδρομεί από την τρίτη φάση του λακανικού καθρέφτη, καθώς δεν
αναγνωρίζει τον εαυτό της μέσα σ’ αυτόν αλλά μια εχθρική Άλλη που της μοιάζει. Ίσως ο Λακάν να έχει
γράψει για παρόμοια περιστατικά.
Η Καλλιόπη, ανασύροντας τις ενοχές της στο συνειδητό θεραπεύεται, αναγνωρίζοντας τον
φαντασιακό χαρακτήρα όσων πίστευε προηγουμένως, για να καταλήξει: «Η κόλαση δεν είναι οι Άλλοι.
Είμαστε εμείς. Εκείνοι είναι απλώς επικούρειοι» (σελ. 204).
Πέρα από αυτό το σαρτρικό διακείμενο υπάρχουν από διακείμενα έως άμεσες αναφορές και στον
αλεξανδρινό μας ποιητή.
Το επόμενο αφήγημα έχει τίτλο «Μπρους Λι». Το πρόβλημα του ασθενούς αυτού ήταν περίπου το
πρόβλημα της Καλλιόπης αντεστραμμένο: ενώ εκείνη έβλεπε σε κάποιαν άλλη μια μίμηση του εαυτού
της, ο Πέτρος, θαυμαστής του Μπρους Λι, πίστευε ότι ο Μπρους Λι, μετά το θάνατό του, ήλθε και
κατέλαβε το σώμα του, και ότι τώρα δεν είναι ο προηγούμενος εαυτός του αλλά ο ίδιος ο Μπρους Λι.
Ο Πρατικάκης παραθέτει το προφίλ του, όταν ήταν παιδί.
«Πήγαινε στο κατηχητικό, κάθε Κυριακή εκκλησιαζόταν, ήταν πιστός χριστιανός με πατριωτικά
αισθήματα από πολύ νωρίς. Πεισματάρης, επίμονος, καχύποπτος, άκαμπτος, φιλότιμος. Όλο για ήρωες
μιλούσε, για ανδραγαθήματα, σκάρωνε συχνά δικές του ιστορίες, όλο για πολεμικές τέχνες» (σελ. 242).
Φυσικά όταν μεγάλωσε έγινε άσος στο καράτε.
Αργότερα, με την αρρώστια, ήλθαν οι φαντασιώσεις.
«Και όμως, θα την πάρουμε την Αγιά-Σοφιά. Προ ημερών είδα στο όνειρό μου τεράστιες φλόγες να
καίνε τον Ελλήσποντο. Και τις ελληνικές σημαίες να κυματίζουν και ο Οικουμενικός Πατριάρχης με όλα
τα φώτα ανάμεσα να λειτουργεί στην Αγια-Σοφιά, με χιλιάδες χριστιανικό εκκλησίασμα…» (σελ. 252). Ο
Μανόλης προσπάθησε να τον προσγειώσει: «Πέτρο, άλλο το όνειρο κι οι ευσεβείς πόθοι και άλλο η
πραγματικότητα» (σελ. 253). Όμως αυτός είχε ήδη καταστρώσει τα επιτελικά του σχέδια.
Μια προϋπόθεση για την ψυχιατρική θεραπεία είναι ο γιατρός να αποκτήσει τη συμπάθεια του
ασθενούς. Και ο Πρατικάκης το κατάφερε μειώνοντας το χάσμα που υπάρχει εξ αντικειμένου ανάμεσα
σε ασθενή και θεράποντα:
«Μην ακούς, Πέτρο, ο ποιητής είναι ο πιο μεγάλος ασθενής, ο μεγάλος άρρωστος που δεν τον
γιατρεύει κανένα φάρμακο, καμιά δόξα και καμιά αναγνώριση, “όταν ανοίγεται στο πέλαγος της
μεγάλης αγωνίας”, όπως είπε ένας φίλος σπουδαίος ποιητής».
Ο Πέτρος χάρηκε, ένιωθε οικεία, σαν κι εμάς, όμοιος μ’ εμάς. Και μάλιστα όταν του είπα ότι «εσείς οι
ασθενείς είστε τα πιο γνήσια όντα ακόμη και μέσα στις παραδοξότητές σας, και αυτό δρα συχνά
θεραπευτικά πάνω σ’ εμάς». (σελ. 261).
Με τέτοιον ικανό θεραπευτή ο Πέτρος κατάφερε τελικά να διώξει τις φαντασιώσεις του, να ξορκίσει
τα φαντάσματά του και να επανέλθει σε μια κανονική ζωή.
Με έναν έξοχο ποιητικό λυρισμό περιγράφει ο Πρατικάκης τον έρωτα της Δωροθέας και του Λάμπρου
στο τρίτο αφήγημα «Μια παράδοξη τύφλωση».
«Αργότερα πίσω από μισοφώτιστες συστάδες δένδρων σούρουπο, με πλεγμένα δάχτυλα να
περπατούν. Ρίγη πρωτάκουστα διέτρεχαν τα φοβισμένα σώματα και ανάμεσά τους μυστικές αψίδες σε
μια ένωση τόξα φωτοβολταϊκά. Κάτω από τις αψίδες να περνούν τα αυτοκρατορικά τους αισθήματα
σκιασμένα από υπόκωφους φόβους» (σελ. 271).
Όταν η Δωροθέα συνέλαβε τον αγαπημένο της να την απατά, αρνήθηκε το γεγονός απωθώντας το, με
τίμημα μια υστερική τύφλωση που μπέρδεψε όλους τους οφθαλμίατρους. Οι ψυχίατροι όμως, πιο
έμπειροι, κατάλαβαν ότι κάποια τραυματική εμπειρία κρυβόταν πίσω από την τύφλωσή της. Μέσω
ναρκανάλυσης με pentothal, τον λεγόμενο ορό αληθείας, κατάφεραν να φέρουν στην επιφάνεια την
απωθημένη εικόνα του αγαπημένου της πάνω στο κρεβάτι με μιαν άλλη γυναίκα, δίνοντας έτσι τέλος
στην υστερική της τύφλωση.
Η Ρέα Γαλανάκη πολύ νωρίς εγκατέλειψε τη μαθητεία της στην ποίηση, και μέσω ενός μεταβατικού
σταδίου με τον «Βίο του Ισμαήλ Φερίκ πασά» μεταπήδησε στην πεζογραφία. Ο Μανόλης Πρατικάκης
δεν εγκατέλειψε ποτέ την ποίηση, όμως με τα τελευταία του έργα μας παρουσιάζεται ως ένας ποιητής-
πεζογράφος, όσο κι αν φαίνεται αδόκιμος ο όρος. Η πεζογραφία θα έχει πολλά να κερδίσει αν
συνεχίσει αυτό τον δρόμο.

Λιθοξόος, Κέδρος 2015

Έχουμε γράψει για το σύνολο του έργου του Μανόλη Πρατικάκη. Σειρά έχει σήμερα η τελευταία του
ποιητική συλλογή που έχει τίτλο «Λιθοξόος».
Όπως γράφει ο ποιητής σε εισαγωγικό σημείωμα, «Η συλλογή Λιθοξόος είναι η δεύτερη μιας
τριλογίας που άρχισε με την Κιβωτό (2012). Είναι εμπνευσμένη από το ακατοίκητο νησί Γαϊδουρονήσι
(πρόσφατα Χρυσή), εννιά μίλια μόλις από το Μύρτος Ιεράπετρας, απ’ όπου κατάγομαι. Εννιά μόλις
μίλια “από έναν μικρό παράδεισο”, από τα νότια παράλια της Κρήτης προς την Αφρική, όπως έγραψε
ένας ξένος επισκέπτης».
Η ποίηση του Πρατικάκη διακρίνεται για ένα μεταφυσικό λυρισμό. Ο Μανόλης υμνεί τις ομορφιές της
φύσης, κυρίως της ιδιαίτερης πατρίδας του, με ένα φιλοσοφικό τρόπο, όπου κάτω από το
ιμπρεσιονιστικό περίβλημα αποκαλύπτει ένα κυβιστικό «καθαυτό», το οποίο συνδέει με ρήσεις και
αποφθέγματα των αγαπημένων του προσωκρατικών. Ας δώσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
«Κάθομαι σε βραχάκι κατά Γιαλυράκη μεριά. Δροσίζει τα πόδια μου το κύμα. Ξαφνικά έστρεψα στα
νερά. Είπα: Από εδώ άρχισαν όλα. Ην γαρ ύδωρ αρχή τοις όλοις. Από δε του ύδατος ιλύς κατέστη. Εκ δε
εκατέρωθεν εγεννήθη ζώον» (σελ. 11).
Τον Πρατικάκη τον έλκει σαν μαγνήτης η παραδοσιακή ποίηση. Στους πεζόμορφους στίχους του
παρεισφρέουν συχνά κανονικοί ίαμβοι, αλλά και τροχαίοι, ανάπαιστοι και δάκτυλοι, δίνοντας μια
εξαιρετική μουσική αίσθηση στην ποίησή του. Επιλέγω από το ποίημα που μου έχει αφιερώσει
(ευχαριστώ Μανόλη) «Ατσαλένια γάγγλια» (σελ. 34).
Σε μια κύφωση ή αλλόκοτη λόρδωση
Μια σχεδόν ξεγραμμένη λεγεώνα (κανονικοί ανάπαιστοι).
Μέσα στο φέγγος του θέρους, με τη θεία Θεανή (σελ. 50). Εδώ τον δάκτυλο του πρώτου ημιστίχιου
τον διαδέχεται ο τροχαίος του δεύτερου. Πιο κάτω συναντάμε ολόκληρο τροχαϊκό στίχο: «Αβαρής σαν
συννεφάκι πλέει πλάι στις μυρτιές».
Να σημειώσουμε και την παρήχηση του «λ» στον παραπάνω στίχο. Οι συχνές παρηχήσεις εντείνουν
την μουσική αίσθηση που δίνουν οι στίχοι του Πρατικάκη. Στο «Κρώξιμο των γλάρων» συναντάμε
συχνά την παρήχηση του «ρ»: «Και παρακεί τα παιδικά της λαλίτσας μας λαλάρια, ως μικρά ρόπτρα, το
κάθε τρυφερό ανοίγουνε πορτάκι» (σελ. 47). Εδώ έχουμε και παρήχηση του «λ».
Υπάρχουν και δυο ποιήματα με την παραδοσιακή στιχουργία. Το ένα είναι «Ο δημιουργός», όπου τα
ημιστίχια των 24 τροχαϊκών στίχων του ομοιοκαταληκτούν.
Τ’ ασχημάτιστα μορφώνει, για να βγουν καινούριοι κλώνοι
Τέτοια τέχνη, τόση ορμή· έτσι ανοίγει το κορμί (σελ. 23).
Tiger, tiger, burning bright, in the forests of the night, θυμήθηκα το ποίημα του William Blake.
«Το κεράκι της αγάπης», παρόλο που ο τίτλος είναι σε τροχαϊκό μέτρο, ολόκληρο το ποίημα είναι σε
κανονικό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο.
«Πού πας, κορίτσι ανέγγιχτο, σε πισσωμένο κόσμο.
Πού πας σε γυάλινο καιρό και σπαταλάς το φως σου…
Μικρό κρινάκι στο γιαλό, ανθός μες στην αλμύρα,
το φως της καλοσύνης σου καθώς νικάει τη μοίρα.
Και βγάνει ο βράχος γιασεμιά κι από την άλλη ρόδο
κι από την πιο σφιχτή μεριά τη μυστική φωνή του.
Και την ακούς στ’ αμίλητα νερά της ησυχίας.
Και την ακούς στην κάμινο που μέσα σου κοιμάται,
Μέσα στη σιγανή φωτιά που σαν πληγή θυμάται…» (σελ. 62).
Θυμίζει Σολωμό, αν και με την κατά τόπους ομοιοκαταληξία ο Πρατικάκης ξεφεύγει επιστρέφοντας
στην Κρήτη.
Όμως δεν είναι δύο τα ποιήματα σε παραδοσιακό στίχο, είναι τρία. Το τρίτο έχει τίτλο «Οβίδιον».
Όμως τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους του ολοσέλιδου ποιήματος τους παραθέτει σε πεζόμορφο
κείμενο τεσσάρων παραγράφων. Εγώ θα ξεχωρίσω τους τρεις στίχους της τελευταίας, και πιο μικρής,
παραγράφου.
«Μα ένας άγριος άνεμος λυσσομανά οργισμένος/ και κουρελιάζει τα κλαδιά, τα υφάσματα σε
ξέφτια./ Και σαν κουρέλια τα σκορπά εδώ κι εκεί στους άμμους» (σελ. 46).
Πολλά ποιήματα είναι ερωτικά, αφιερωμένα σε ένα γράμμα της αλφαβήτου, όπως άλλωστε και η
ποιητική συλλογή. Ας δώσουμε ένα ωραίο απόσπασμα.
«Φιληθήκαμε φθινόπωρο και ρώταγες πώς γίνεται και γέμισαν λεμονανθούς τα μονοπάτια ως το χθες
και έως το αύριο των ανθρώπων. Πώς γίνεται και στα φιλιά μας ομοιοκαταληκτούν από καταβολής τα
κύματα.
«Γλυκιά μου, αφού το ξέρεις. Η αγάπη έχει τις ρίζες της
βαθιά στη γη.
Μα οι κλώνοι της καρπίζουνε στον ουρανό» (σελ. 59).
Διαβάζουμε:
«Άμμος και πάλι άμμος. Με ελάχιστη πανίδα και χλωρίδα. Εδώ έχουν όλα αυτοκρατορικό δικαίωμα
στην τεμπελιά» (σελ. 30).
Θα έπρεπε να είχε επισκεφτεί το γαϊδουρονήσι ο Πωλ Λαφάργκ (1842-1911), ο γαμπρός του Μαρξ,
που έγραψε αυτό το προκλητικό έργο «Δικαίωμα στην τεμπελιά». Ο Σταχάνοφ δεν είχε ακόμη γεννηθεί.
«Νομίζαμε πως χάσαμε τα πάντα, ενώ απλώς
χάσαμε τις αυταπάτες μας» (σελ. 19).
Νομίζανε. Οι άλλοι, όχι εγώ. Αυτό σαν σχόλιο για την κρίση και τα συν αυτή.
Εξαιρετική και αυτή η ποιητική συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη. Ε, δεν μπορεί, όποιος τη διαβάσει
και δεν επισκεφτεί το Γαϊδουρονήσι είναι ασυγχώρητος.

Όμως το καινούριο βιβλίο του Πρατικάκη που αναμένεται να εκδοθεί τον Οκτώβριο θα είναι και πάλι
πεζογράφημα. Ο τίτλος που του έχει δοθεί είναι «Ο άνθρωπος με τις βαλίτσες». Ο ήρωάς του, όπως
μας είπε ο Μανόλης, έχει αρκετά από τα χαρακτηριστικά του πρίγκιπα Μίσκιν, του «Ηλίθιου» του
Ντοστογιέφσκι (παρεμπιπτόντως είναι το πρώτο βιβλίο του που διάβασα, μαθητής δευτέρας
γυμνασίου, και από τότε έγινα φανατικός αναγνώστης του).
Το βιβλίο διαθέτει μια κινηματογραφική πρωτοτυπία. Υπάρχουν ταινίες με εναλλακτικό τέλος,
συνήθως happy ή unhappy, για να καλύψουν όλα τα γούστα των θεατών. Ο Πρατικάκης δίνει τέσσερα
διαφορετικά τέλη στην ιστορία του, και μάλιστα με διαφορετικό ύφος το καθένα.
Ο άνθρωπος αυτός, με την μανία του να συλλέγει βαλίτσες όπως κάποιος άλλος συλλέγει
γραμματόσημα, αποτελεί σύμβολο του σημερινού νεοτερικού ανθρώπου, που δεν προλαβαίνει να
προσαρμοστεί στις ταχύτατες αλλαγές με αποτέλεσμα να αναπτύξει μια ψυχοαποσυνδετική ή
ψυχοδιασχισμική προσωπικότητα.
Όμως να κάνουμε μια μικρή προδημοσίευση, με ένα απόσπασμα από τα εναλλακτικά τέλη.
«Άρχισε να τα τακτοποιεί με μεγάλη τάξη στη βαλίτσα. Α ναι, είχε ξεχάσει την ομπρέλα και το
διαβατήριο, προς θεού το διαβατήριο και την ταυτότητα από τώρα στη μικρή τσέπη της βαλίτσας. Η
βαλίτσα όμως ευρύχωρη έμοιαζε μισοάδεια. Πρόσθεσε πουλόβερ, ελαφριά καπαρντίνα.
Κοιτώντας τη βαλίτσα πέρασε όλη του η ζωή από μπροστά του. Παιδί με κοντά παντελόνια και άσπρα
παπούτσια, βαμμένα με στουπέτσι, γυμνασιόπαις με το πηλίκιο. Ήρθαν σπάνιες λεπτομέρειες με μια
ξαφνική παράδοξη υπερμνησία. Τα παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο κι αυτός να κοιτάει απ’ τα σύρματα.
Τα παιδιά να κολυμπάνε, να βρέχονται, να βρίζονται κι αυτός να κάθεται με το μπανιερό στην
αμμουδιά, και το πολύ πολύ να έβρεχε τα πόδια του ως τα γόνατα, όχι πιο πολύ. Πιο μέσα
καραδοκούσε το ανεξερεύνητο βάθος. Από παιδί είχε την ικανότητα να ονειρεύεται και αυτά ακόμη
που ήταν γύρω του. Να τα ανάγει σε μια άλλη πραγματικότητα, δίνοντάς τους μυθικές διαστάσεις και
προοπτικές.
Αυτό που δε ζούσε το μετέτρεπε με μεγάλη ευκολία σε φαντασίωση. Εδινε μυθιστορηματικές
διαστάσεις σε μικρά και ασήμαντα γεγονότα που ούτε καν πρόσεχαν οι συμμαθητές του. Είχε ένα
σπάνιο ταλέντο να βυθίζει το κάθε τι στην καταγωγή του κι από εκεί να το ανάγει ως την ονειρική του
τελείωση. Π.χ. για τη θάλασσα, για το νερό, έλεγε: «Ην γαρ ύδωρ αρχή τοις όλοις· από δε του ύδατος
ιλύς κατέστη εκ δε εκατέρωθεν εγεννήθη ζώον». Κι από την άλλη το νερό, έλεγε, υπήρχε μόνο και μόνο
για να εξατμιστεί, να γίνει υδρατμός, σύννεφο και πάλι βροχή, χιόνι, πάχνη, χαλάζι και πάλι υδρατμός
σε ένα αιώνιο κύκλο. Να γεμίζουν και να αδειάζουν οι υδροφόροι ορίζοντες της γης και πάλι να
ανέρχεται στον ουρανό.
Όλα που τον περιέβαλαν άλλαζαν σε σχέση με τη δική του στατική παρουσία. Όμως μόλις
σταματούσαν αυτές οι αναγωγές έπληττε. Δεν υπήρχε κανένας ζωοποιός καταλύτης ανάμεσα στις
εσωτερικές του λειτουργίες και εκείνες του κόσμου. Όλα έμοιαζαν απρόσιτα, ξένα, ακίνητα και
αμετάβλητα. Ήταν αναγκασμένος να κοιτά το ίδιο λιβάδι, τους ίδιους γύρω λόφους, τα ίδια
πανομοιότυπα δέντρα, αειθαλή ή φυλλοβόλα. Ήθελε να αλλάξει τα πάντα. Να βάλει μπροστά μια
συναισθηματική γεννήτρια που να συνδέει ενεργειακά το εσωτερικό του σύμπαν με το χειροπιαστό της
ζωής σε μια αργή αέναη ζύμωση. Παρά τις προσπάθειές του, μια τέτοια ζεύξη όπως ήταν φυσικό
στάθηκε αδύνατη. Μα τι να ’κανε. Δεν μπόρεσε να μάθει ποδόσφαιρο γιατί έδινε πάντα στραβές
πάσες· στο τέλος κατέληξε ότι δεν του αρέσει. Δεν έμαθε κολύμπι γιατί φοβόταν το βάθος και την
απομάκρυνση από τη βεβαιότητα της ακτής. Κι όταν μπήκε εκείνο το απόγευμα πρώτη φορά στη βάρκα
με μεγάλη παρέα για βαρκάδα, ένιωσε ανυπόφορη ναυτία, κι όταν βγήκε, ανακουφίστηκε κάνοντας
εμετό.
Από τότε δεν ξαναμπήκε σε βάρκα. Και μια συμμαθήτριά του χλωμή με μακριά μαλλιά σαν την
Σαιξπηρική Οφηλία, που είχε ερωτευτεί, περιορίστηκε για χρόνια να την κοιτάει μόνο όταν εκείνη
κοίταζε αλλού. Χωρίς ποτέ να μπορέσει να της εξομολογηθεί το παραμικρό. Πώς μπορούσε σε τούτο το
απρόσιτο τοπίο να γνωρίσει ουσιαστικά τη ζωή;
Ένα σύνολο μικρών ματαιώσεων και φόβων, λειτουργώντας αθροιστικά, όρθωσαν εκείνον τον αόρατο
κυματοθραύστη ανάμεσα στο σώμα του και την απρόβλεπτη θάλασσα της ζωής. Άρχισε λοιπόν να
ονειρεύεται όπως ξέρουμε ένα παράπλευρο σύμπαν, πλάι στο άθλιο τούτο πραγματικό. Άρχισε να
ονειρεύεται τα ταξίδια σε μακρινούς θρυλικούς τόπους. Να που σε κάτι η εξέλιξη αποδείχτηκε χρήσιμη.
Υπάρχουν τώρα υπερωκεάνια, τρένα, αεροπλάνα που σε πηγαίνουν ως την άκρη του κόσμου.
Ξαναέλεγχε τη βαλίτσα, ανοιγόκλεινε τα φερμουάρ, την κλείδωνε, την ξεκλείδωνε.
Έκανε μερικά βήματα κρατώντας την από το χέρι με ευλάβεια σα να ήταν η μνηστή του. Τώρα ήταν
όλα τακτοποιημένα και τσεκαρισμένα, έτσι όπως πάντα του άρεσε η τάξη και η ακρίβεια. Αλλά παρ’
όλα αυτά τις νύχτες μια παράξενη ταραχή δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Ήταν η χαρά, ήταν η προσδοκία
της μεγάλης ώρας που πλησιάζει; Αλλά η μεγάλη αδημονία του τον έκανε να νιώθει ότι
απομακρύνεται. Το νευρικό του σύστημα βρισκόταν σε διεγερμένη ετοιμότητα.
Την επόμενη νύχτα ξύπνησε από έναν εφιάλτη. Είχε δει πως ταξίδευε με ένα μεγάλο πλοίο και ξαφνικά
μες στη νύχτα χτύπησαν οι σειρήνες. Απ’ τα μεγάφωνα ακούστηκε μια βραχνή μεταλλική φωνή που
έλεγε «προσοχή, προσοχή, έχει ξεσπάσει φωτιά στο μηχανοστάσιο. Οι επιβάτες να φορέσουν τα
ατομικά τους σωσίβια και να κατευθυνθούν προς τις σωσίβιες λέμβους». Στ’ όνειρό του πετάχτηκε από
την καμπίνα· πυκνοί καπνοί στους διαδρόμους, και στο βάθος λαμπύριζαν παράξενες φλόγες. Γύρω του
φωνές και κλάματα παιδιών μες στους καπνούς· πλησίασε ένα καμαρότο, «Κύριε, κύριε», είπε και εκεί
ξύπνησε, λουσμένος στον ιδρώτα. Κοίταξε γύρω του. Απόλυτη ησυχία. «Ευτυχώς ήταν εφιάλτης»,
μουρμούρισε ανακουφισμένος.
Την επόμενη νύχτα είδε ότι από μια απροσδόκητη χρονοτριβή, λόγω μποτιλιαρίσματος, είχε χάσει το
πλοίο, κι απ’ τη στεναχώρια αισθανόταν ναυτία και είδε σαν από μακριά τον αυτό του παιδί σε εκείνη
τη βάρκα που όντως είχε αισθανθεί ναυτία. Πήρε δραμαμίνες προληπτικά για το ταξίδι. Λίγες μέρες
πριν την αναχώρηση κατέβηκε στο λιμάνι του Πειραιά. Πηγαίνοντας στον γκισέ της εταιρείας,
παριστάνοντας έναν φίλο εκείνου που επρόκειτο να ταξιδέψει, ρώτησε, μπερδεύοντας τα λόγια του, αν
τα εισιτήρια του φίλου του Στέφανου Παπαπέτρου ήταν εντάξει. Η υπάλληλος κοίταξε την κατάσταση,
«Ναι κύριε», απάντησε, πέστε στο φίλο σας να μην ανησυχεί. Όλα είναι εντάξει.
Παρ’ ότι ήταν δική του πανουργία να πει για το φίλο, αναρωτήθηκε: Μα τι λέει, ο φίλος μου θα
ταξιδέψει ή εγώ: Και γιατί να πει «πέστε στο φίλο σας» και όχι απλώς «όλα είναι εντάξει κύριε». Για
σιγουριά, παρά τη ντροπή και την έντονη ταραχή του, ξαναρώτησε την υπάλληλο «Κυρία μου
συγνώμη...ξέρετε, να..πώς να σας το πω. Στέφανος Παπαπέτρου του Γεωργίου, για αποφυγή κάποιου
λάθους, δέστε το πατρώνυμο, σας παρακαλώ, λόγω του ότι το όνομα είναι πολύ κοινό». Η υπάλληλος,
ελαφρώς, ενοχλημένη ξανακοίταξε, «Ναι κύριε, είπε, Στέφανος Παπαπέτρου του Γεωργίου, με το
Σεμίραμις στις 3 του μηνός, στις 8.30 το βράδυ, ημέρα Τετάρτη».
Τώρα ήταν πια σίγουρος, και αφού την ευχαρίστησε έφυγε. Αλλά παράξενο, αυτή η σιγουριά αντί να
τον γαληνέψει του έφερε μια υπερβολική ταραχή. Ευδαιμονία και ταραχή ταυτόχρονα. Φόβο και
ανυπομονησία. Φόβο και ανάγκη να λυτρωθεί από τον φόβο. Ο χρόνος του φαινόταν σα να είχε
σταματήσει. Κοίταζε διαρκώς το ρολόι του. Σαν οι λεπτοδείκτες να είχαν συνωμοτήσει· τον βασανίζουν
με τη νωχέλειά τους. Μ’ εκείνη την αργόσυρτη διαστολή τους, που βρισκόταν σε πλήρη αναντιστοιχία
με τους λεπτοδείκτες του βιολογικού του ρολογιού. Ήταν η εκπλήρωση ενός ονείρου ζωής, και το τέλος
ίσως της ονειροπόλησης; Όχι, όχι απάντησε, στους αιώνιους εσωτερικούς του μονολόγους. Η
εκπλήρωση του ονείρου και η εμπειρία του μπάρκου θα του επιτρέψει την εμβίωση του ονείρου, και
αυτή η εμπειρία θα του επιτρέψει να ονειρεύεται ουσιαστικότερα. Την τελευταία νύχτα κοιμήθηκε
ελάχιστα ακούγοντας την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και γρήγορα, όσο ποτέ. Πώς χτυπά η καρδιά
ενός πουλιού που κρατάς στην παλάμη σου; Άλλαζε σκέψεις και πλευρό.
Την ημέρα του ταξιδιού κατέβηκε τρεις ώρες νωρίτερα στο λιμάνι. Ήταν κεφάτος και ήρεμος. Με μια
παράξενη μακαριότητα όπου υπέβοσκε, ίσως και αχνοφαινόταν, ένα χαμόγελο. Δεν ήταν λίγο, άφηνε
πίσω του μια παλιά αδιάφορη ζωή! Από τα παράθυρα του τρένου κοίταζε τα εργοστάσια και τα παλιά
σπίτια, σα να τα αποχαιρετούσε. Ένιωσε μια παράξενη συγκίνηση, σα να αποχαιρετούσε κάτι δικό του,
σα να το εγκατέλειπε, ενώ πάντα αυτές οι υποβαθμισμένες περιοχές του προκαλούσαν απέχθεια. Έτσι
νιώθοντας να αποχαιρετά αυτά τα παλιά κτίσματα επιβεβαίωνε ότι όντως φεύγει, ότι έχει ήδη αρχίσει
να ταξιδεύει. Σα να χρειαζόταν κάποια επιβεβαίωση. Σαν μέσα στον μακρύ χρόνο της αναμονής να
είχαν ξεφτίσει και να είχαν γίνει φασματικές όλες οι βεβαιότητες. Σα να μην πίστευε τις ίδιες του τις
πεποιθήσεις, και καμιά φορά ούτε καν στον ίδιο του τον εαυτό. Γι’ αυτό συχνά, ενώ είχε μόλις κοιτάξει
τη μορφή του στον καθρέφτη. ξαναγύριζε να βεβαιωθεί. Ταυτόχρονα του ήρθε στη σκέψη η πόλις
Βαρκελώνη, και η ομάδα Μπαρτσελώνα. Α, τώρα εξηγείται γιατί του άρεσε τόσο αυτό το όνομα. Η ρίζα
του είναι το «μπάρκο» που σημαίνει ταξίδι, ταξιδεύω, μπαρκάρω, και γεμάτος χαρά σκέφτηκε το
επόμενο ταξίδι του να το κάνει στη Βαρκελώνη.
Στον γκισέ ήταν η ίδια υπάλληλος, η οποία τον αναγνώρισε. «Δεν θα ταξιδέψει τελικά ο φίλος σας ο
Στέφανος Παπαπέτρου αλλά εσείς»; Έγινε κάτωχρος. Ποτέ του δεν είχε πει ψέματα, και τώρα για μια
απερισκεψία της στιγμής δεν ήξερε τι να απαντήσει. «Ξέρετε πως... να σας το πω... εγώ είμαι ο...».
«Καλά, καλά βρείτε τα με το φίλο σας», τον έκοψε η υπάλληλος. «Το εισιτήριό σας κάνει 580 ευρώ μετ’
επιστροφής».
Τα χέρια του έτρεμαν από τη σύγχυση. Έβγαλε και μέτρησε 580 ευρώ (τα είχε βέβαια μετρήσει για
σιγουριά στο σπίτι αλλά και στο τρένο). Ορίστε είπε. Η υπάλληλος τα μέτρησε στο μηχάνημα. «Κύριε,
κύριε, συγνώμη άλλα μου δώσατε κατά λάθος 530 ευρώ, λείπει ένα πενηντάρικο». «Μα τι λέτε Κυρία
μου», απάντησε. «Τα μέτρησα προσεκτικά, ήταν ακριβώς 580 ευρώ, τα είχα μετρήσει και στο σπίτι».
Εκείνη επέμενε, του τα έδειξε, «Ορίστε κύριε, δεν τα έχω βάλει ακόμα στο συρτάρι». Το πρόσωπό του
έγινε κατακόκκινο, τα μάτια του άστραφταν, «Τα μέτρησα δέκα φορές και ήταν 580 ευρώ. Έντεκα
πενηντάρικα, ένα εικοσάευρω και ένα δεκάευρω ακριβώς», φώναξε εκτός ελέγχου πια για πρώτη φορά
στη ζωή του. Άφριζε, σχεδόν ούρλιαζε, έβριζε, «Ακούς εκεί, παλιάνθρωποι, να με βγάλετε και κλέφτη!
Με κοροϊδεύετε κυρία μου μπροστά στα μάτια μου»; Εκείνη του τα έδειχνε, κρατώντας τα ψηλά.
Οργισμένος, μέσα σε τυφλή παρόρμηση, πήρε τη βαλίτσα του και άρχισε να απομακρύνεται. Δεν ήξερε
τι έλεγε, τι έκανε, πού πήγαινε. Μάλιστα για πρώτη φορά στη ζωή του ξεστόμισε κάποιες βλαστήμιες,
σε μια αιφνίδια άρση αναστολών. Ένα μικρό πλήθος τον κοίταζε με αμήχανη απορία. Φαινόταν
τζέντλεμαν, δεν μπορούσε να λέει ψέματα. Η υπάλληλος του φώναζε, «Κύριε Παπαπέτρου ή όπως σας
λένε τέλος πάντων, ελάτε να πάρετε τουλάχιστον τα χρήματα σας... θα χάσετε το πλοίο... είναι κρίμα»,
αλλά εκείνος δεν άκουγε πια. Ξαφνικά κάποιος κύριος βρήκε σκύβοντας μπροστά στον γκισέ που
στεκόταν το πενηντάευρω της παρεξήγησης. Είπε στην κοπέλα, «Ο κύριος είχε δίκιο, του έπεσε κάτω
μέσα στην ταραχή, έγινε μια παρεξήγηση». Έτρεξε πίσω του φωνάζοντας, «Κύριε είχατε δίκιο, το
πενηντάρικο σας έπεσε, δέστε το, είναι κρίμα, είχατε δίκιο, έγινε μια παρεξήγηση». Αλλά ο ήρωάς μας
δεν άκουγε πια. Μια τεράστια συμπαγής βουή τον κούφαινε. Τα πράγματα γύριζαν γύρω σαν
αδράχτια. Άνθρωποι, κολώνες, μηχανές, είχαν γίνει μικροί ακίνητοι ανεμοστρόβιλοι. Πήρε το πρώτο
σταθμευμένο ταξί (για πρώτη φορά στη ζωή του έπαιρνε ταξί).Κάθισε στο πίσω κάθισμα. «Για πού
πάμε κύριος;», ρώτησε ευγενικά ο ταξιτζής, κοιτώντας τον στον εσωτερικό καθρέφτη. «Για Βομβάη»,
απάντησε».

Μπάμπης Δερμιτζάκης

You might also like