You are on page 1of 105

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ο προσηλυτισμός ως ποινικό αδίκημα

Διπλωματική εργασία: Χρήστος Αλεβίζος


Επίβλεψη: Επ. Καθηγητής Γεώργιος Ανδρουτσόπουλος
Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2017
Πρόλογος

Προσηλυτισμός είναι η πνευματική και πρακτική λειτουργία, που αποβλέπει στην επιρροή
της θρησκευτικής συνείδησης με απατηλά και δόλια μέσα. Από το Σύνταγμα του 1844
προβλέπεται η απαγόρευσή του, αν και τα όρια προστασίας διαφέρουν και εξελίσσονται.
Στο ισχύον Σύνταγμα του 1975, στο άρθρο 13, στη παράγραφο 2, απαγορεύεται ο προ-
σηλυτισμός κατά οποιασδήποτε θρησκείας. Η ποινική του υπόσταση έχει αποτελέσει μεί-
ζον επιστημονικό ζήτημα, αφού γεννά διαφορετικές θεωρίες ως προς αρκετές πτυχές της.
Η νομοθετική πρόβλεψη του προσηλυτισμού, μέχρι και σήμερα, εδράζεται στη μεταξική
νομοθεσία με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, ιδίως ως προς τα ποικίλα θέματα που
προκαλούν ερμηνευτικές αμφισβητήσεις. Η νομολογία έχει διαμορφώσει με τη σειρά της
τη δική της άποψη ως προς τη φύση του εγκλήματος. Υπάρχουν ελληνικές υποθέσεις
που απασχόλησαν και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι απο-
φάσεις του, όπως και οι γνώμες που διατυπώθηκαν προκαλούν πολύ ενδιαφέρον. Εν γέ-
νει, ο προσηλυτισμός ως ποινικό αδίκημα, συνιστά μέχρι και σήμερα επίκαιρο θέμα, επισ-
τημονικά τουλάχιστον, με αρκετούς νομικούς επιστήμονες να έχουν ασχοληθεί λεπτομε-
ρώς με αυτό.

Ευχαριστίες

Ευχαριστώ θερμά τους Καθηγητές μου Ι.Κονιδάρη και Γ.Ανδρουτσόπουλο, που με


επέλεξαν στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα ανάμεσα σε τόσους άλλους υποψήφιους.
Μου δόθηκε η δυνατότητα να γνωρίσω όμορφους ανθρώπους και να
διδαχτώ από εξαιρετικούς νομικούς επιστήμονες. Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον επιβλέποντα
της εργασίας και υπεύθυνο του προγράμματος, που με το ήθος και το αληθινό
ενδιαφέρον του για τους φοιτητές, αποτελεί παράδειγμα ακαδημαϊκού προτύπου της
σύγχρονης γενιάς.

1
Περιεχόμενα
Πρόλογος, Ευχαριστίες…………………………………………………………. 1
Περιεχόμενα……………………………………………………………………. 2
Συντομογραφίες….……………………………………………………………… 4
1.Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ………………………………..………..…. 5

1.1.Εισαγωγικά-Ιστορική εξέλιξη..……………………………………………… 5

1.2.Συνταγματική ιστορία θρησκευτικής ελευθερίας……………………………. 12

1.3.Θρησκευτική ελευθερία στο ισχύον Σύνταγμα……………………….……... 16

1.3.1.Ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης……………………………… 17


1.3.2.Ελευθερία λατρείας……………………..………………………….. 20
1.3.3.Απαγόρευση προσηλυτισμού …………………………................... 22
1.3.4.Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου………………. 28
1.3.5.Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου……………. 30
1.3.5.1.Εισαγωγικά………………………………………………. 30
1.3.5.2.Νομολογία ΕΔΔΑ και Ελλάδα…………………………… 36
2.Ο ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ………………………………………………………… 39
2.1.Εισαγωγικά-Ιστορική εξέλιξη………………………………………… 40
2.2.Συνταγματική ιστορία προσηλυτισμού………………………………. 41
2.3.Ποινική υπόσταση προσηλυτισμού……………………………………44
2.3.1.Νομοθετική πρόβλεψη……………………………………… 45
2.3.2.Ζητήματα υπό εξέταση……………………………………… 46
2.3.2.1.Φύση εγκλήματος…………………………………. 46
2.3.2.2.Υποκείμενο εγκλήματος……………………………47
2.3.2.3.Ηθική αυτουργία……………………………………48
2.3.2.4.Αντικείμενο εγκλήματος………………………….. 49
2.3.2.5.«Ιδία»……………………………………………… 50
2.3.2.6.Τρόποι τέλεσης……………………………………. 52
2.3.2.7.Υποκειμενική υπόσταση………………………….. 59
2.3.2.8.«Προσπάθεια»…………………………………….. 60
2.3.3.Κυρώσεις……………………………………………………. 62
2.4.«Κοκκινάκης κατά Ελλάδος»………………………………………… 63
2.4.1.Πραγματικά περιστατικά……………………………………..63

2
2.4.2.Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λασιθίου……………………… 65
2.4.3.Εφετείο Κρήτης…………………………………………….. 65
2.4.4.Άρειος Πάγος………………………………………………. 65
2.4.5.ΕΔΔΑ…………………………………………….................. 66
2.4.5.1.Γνώμες……………………………………………. 70
2.5. «Μανουσάκης και λοιποί κατά Ελλάδος»…………………………… 72
2.6. «Λαρίσης και λοιποί κατά Ελλάδος»………………………………… 74
2.7.Προσηλυτισμός και εθνική νομολογία……………………………….. 77
2.7.1.Νομοτυπική υπόσταση……………………………………… 77
2.7.2.Τρόποι τέλεσης………………………………………………88
Βιβλιογραφία…………………………………………………………………….. 101

3
Συντομογραφίες
Α. =Άρθρο
Α.Ν. =Αναγκαστικός Νόμος
Α.Π. =Άρειος Πάγος
Α.Κ. =Αστικός Κώδικας
βλ. =βλέπε
ΕλλΔνη =Ελληνική Δικαιοσύνη (περιοδικό)
Ε.Δ.Δ.Α =Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Ε.Σ.Δ.Α. =Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Ε.τ.Κ. =Εφημερίδα της Κυβέρνησης
εδ. =εδάφιο
επ. =επόμενα
Εφ. =Εφετείο
κεφ. =κεφάλαιο
κλπ =και λοιπά
κοκ =και ούτω καθεξής
Κ.Πολ.Δ. =Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας
Κ.Π.Δ. =Κώδικας Ποινικής Δικονομίας
Μον. =Μονομελές
ΝοΒ =Νομικό Βήμα (περιοδικό)
Ν.Δ. =Νομοθετικό Διάταγμα
Ν. =Νόμος
π. =παράγραφος
Π.Κ. =Ποινικός Κώδικας
Π.Δ. =Προεδρικό Διάταγμα
Π.Ν. =Ποινικός Νόμος
Πλημ. =Πλημμελειοδικείο
ΠοινΧρ =Ποινικά Χρονικά (περιοδικό)
σ. =σελίδα
Σ.τ.Ε. =Συμβούλιο της Επικρατείας
Συντ. =Σύνταγμα
Τμ. =Τμήμα
φ. =φύλλο

4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

1.1.Εισαγωγικά – Ιστορική εξέλιξη


Η θρησκευτική ελευθερία1 συνιστά ένα από τα πρώτα ατομικά δικαιώματα που
διεκδικήθηκαν από τον 16ο αιώνα μετά τους θρησκευτικούς πολέμους, ιδίως στην
Ευρώπη. Η θρησκευτική μεταρρύθμιση επήλθε και ως αντίδραση στο δικαίωμα
του ηγεμόνα να ορίζει την θρησκεία των υπηκόων του (cuius region, eius religio).
Προέρχεται από τον πυρήνα των ατομικών ελευθεριών και με την οποία εξασφα-
λίζεται ο σεβασμός της ανθρώπινης αξίας και της προσωπικότητας. Είναι η ρίζα 2
των ατομικών ελευθεριών.

Η θρησκεία είναι το σημαντικότερο κεφάλαιο πνευματικής και κοινωνικής ζωής


στην ιστορία της ανθρωπότητας3. Όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως χώρου, χρόνου,
κοινωνίας, συνδέονται με ένα ιερό στοιχείο, την αναζήτηση του ιερού και θείου και
την εξεύρεση απαντήσεων για τη ζωή, τον θάνατο, το άπειρο, το αιώνιο, το μετά
την επίγειο ζωή. Η θρησκεία αποτελούσε ανέκαθεν βασική διάσταση της ανθρώ-
πινης ταυτότητας, οριοθετεί μια κατηγορία κοινωνικών αντιλήψεων, μπορεί να θε-
ωρηθεί ως ένα σύστημα συμβόλων που συγκροτεί και αναπαράγει τη κοινωνική
ζωή και δίνει νόημα στα μέλη της. Κάθε θρησκεία φιλοδοξεί να νοηματοδοτεί συ-
νολικά τον κόσμο, λειτουργεί ως θεμελιακή υποδομή κοινωνικής ολοκλήρωσης.
Κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να πιστεύει και επίσης ελεύθερος να αμφιβάλλει,
να απορρίπτει και να αμφισβητεί. Η θρησκευτική ελευθερία απαιτεί να παραδεχθεί
κανείς στην ύπαρξη του άλλου το δικαίωμά του να είναι αυτό που θέλει και να πισ-
τεύει με όποιον τρόπο έμαθε ή νομίζει. Ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας
σημαίνει σεβασμό της διαφορετικότητας.

1
Ι.Μ.Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2000, Αθήνα –
Κομοτηνή, σ.45
2
Π.Δ.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Α΄, δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση,
Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2005, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.439
3
Α.Β.Παπατόλιος, Ιεραποστολή και θρησκευτική ελευθερία: κοινωνιολογική διερεύνηση, Διδακτορι-
κή διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2016, Θεσσαλονίκη, σ. 43

5
Αρκετά πριν από την αναγνώριση της απαραβίαστης ιδιωτικής σφαίρας του ατό-
μου και εν γένει την επικράτηση του φιλελεύθερου ανθρωποκεντρισμού, η γενική
αποδοχή της υπεροχής του θείου έναντι του ανθρώπινου δικαίου και των αντίστο-
ιχων περιορισμών της κατά τα άλλα ηγεμονικής κυριαρχίας είχε δημιουργηθεί το
θεμέλιο για την αντίταξη θρησκευτικών υποχρεώσεων στη κρατική επιταγή. Έτσι
στην αρχαία ελληνική τραγωδία εμφανίζεται η Αντιγόνη να αγνοεί την επιταγή του
Κρέοντα προκειμένου να εκπληρώσει το θείο καθήκον της ταφής του αδελφού
της.4

Η έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας διακρίνεται σαφώς από την έννοια της ανε-
ξιθρησκίας, που σημαίνει την αδιαφορία, την «ανοχή» της Πολιτείας έναντι των
θρησκειών που πρεσβεύουν οι πολίτες. Η θρησκευτική ελευθερία έχει θετική διάσ-
ταση, ενώ η ανεξιθρησκία (με «ι» και όχι «ει», αφού προέρχεται από το ανέχομαι
+ θρήσκος και όχι θρησκεία κατά την επικρατούσα άποψη) ουδέτερη. Όντας η
θρησκεία ένα από τα σημαντικότερα συνεκτικά στοιχεία των αρχαίων κοινωνιών,
ήταν δύσκολο να αναγνωριστεί στην ουσία της η ελευθερία της θρησκείας, αλλά
και η σπουδαιότητά της. Ακόμα και στη κοιτίδα της ελευθερίας και της δημοκρατί-
ας, την Αθήνα, ο Σωκράτης καταδικάσθηκε σε θάνατο με την κατηγορία ότι εισή-
γαγε «καινά δαιμόνια».

Η πρώτη εμφάνιση, έστω και σε πρωτόλειο επίπεδο, κατοχυρωμένης θρησκευτι-


κής ελευθερίας εμφανίζεται το 313 μ.Χ. με το «διάταγμα του Μεδιολάνου», που
εκδίδουν ο Μ. Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος αναγνωρίζοντας την ανεξιθρησκεία,
έννοια συγγενή με τη θρησκευτική ελευθερία, που όμως διακρίνεται σαφώς και θα
αναλυθεί παρακάτω. Παρόλα αυτά η αναγνώριση της ανεξιθρησκίας γίνεται αντι-
ληπτή περισσότερο ως εύστοχη πολιτική κίνηση του Μ. Κωνσταντίνου, ώστε να
επιτύχει την προσέγγιση του ραγδαία αυξανόμενου χριστιανικού πληθυσμού της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορία, παρά ως ουσιαστική πρόοδος στον τομέα των ανθρω-
πίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αυτό και συμβαίνει τελικά, αφού ο Μ. Κων-
σταντίνος κατορθώνει χάρη σε αυτή παντοδυναμία που έχει αποκτήσει να γίνει ο

4
Π.Δ.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο: Ατομικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1991, Αθή-
να, σ.306

6
μοναδικός αυτοκράτορας και να μετακινήσει την πρωτεύουσα στην Ανατολή, ό-
που το χριστιανικό στοιχείο είναι ακόμα πιο ισχυρό. Όταν όμως αργότερα αναγ-
νωρίζεται ως επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας ο Χριστιανισμός, εξαπολύον-
ται διώξεις αρχικά κατά των ειδωλολατρών και μετέπειτα κατά των αιρετικών, οι
οποίοι σαφώς και απειλούν την ενότητα της πίστης που επιζητούν τόσο οι αυτοκ-
ράτορες όσο και η Εκκλησία.

Κατά τους επόμενους αιώνες η θρησκευτική μισαλλοδοξία στην Ευρώπη κορυ-


φώνεται και η ανοχή των μεσαιωνικών κρατών απέναντι στην θρησκευτική ετερό-
τητα γίνεται μηδενική, επιστρέφοντας πάλι σε αδιανόητα επίπεδα μίσους, απαν-
θρωπιάς και έλλειψης σεβασμού κάθε ατομικής ελευθερίας πόσο δε μάλλον για τη
θρησκευτική ελευθερία. Η επικρατούσα λογική εδράζεται στο ότι σε βαθμό που ο
σκοπός αυτής της ζωής βρίσκει το νόημα του στην άλλη ζωή, όλες οι εγκόσμιες
επιδιώξεις και θεσμοί πρέπει να υποτάσσονται στον ηθικό νόμο της θρησκείας.

Ωστόσο, για να πετύχει κανείς τη σωτηρία είναι απαραίτητο να υποτάσσεται στον


ηθικό νόμο της θρησκείας. Μια τέτοια όμως ηθική υποταγή από μόνη της, δεν εί-
ναι αρκετή. Επιπλέον είναι απαραίτητη και η πίστη στον Χριστό, που δίνει ισχύ
στη θρησκεία, και αυτή η πίστη γίνεται ο πρωταρχικός όρος για την αποτελεσματι-
κότητα της ηθικής συμπεριφοράς, ουσιαστικά, αλλά και τυπικά. Πάνω στη θέση
αυτή οικοδομείται η όλη επιχειρηματολογία υπέρ της έλλειψης ανεκτικότητας και
των διωγμών εκείνων που δεν υποτάσσονταν στην επίσημη θρησκεία. «Εφόσον
το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο για κάθε άνθρωπο είναι η σωτηρία της ψυ-
χής του, δεν έχει σημασία το πώς αυτή σώζεται. Μπορεί να γίνει εκούσια ή με ε-
ξαναγκασμό. Αφού ο άνθρωπος που βρίσκεται έξω από την πίστη είναι καταδι-
κασμένος στο αιώνιο πυρ, είναι καλύτερο να τον εξαναγκάσουμε να πιστέψει, αν
αυτό πρόκειται να εξασφαλίσει τη σωτηρία5» .

Μετά το πέρας τόσων αιώνων και την πλήρη εξαφάνιση της θρησκευτικής ελευθε-
ρίας έστω και με τη μορφή της ανεξιθρησκίας, φτάνουμε στον 16ο αιώνα για να

5
Γ.Πλαγγέσης, Πολιτική και Θρησκεία στη φιλοσοφία του John Locke, Εκδόσεις University Studio
Press, 1998, Αθήνα, σ.23

7
επανεμφανιστεί. Η ελευθερία της θρησκευτικής πίστης επανέρχεται λοιπόν στην
επικαιρότητα ξανά μόλις κατά τον 16ο αιώνα με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση και
τους θρησκευτικούς πολέμους μεταξύ καθολικών και προτεσταντών. Απέναντι
στην υποστήριξη της χρήσης κατασταλτικών μεθόδων για την αντιμετώπιση των
αιρετικών και την επιβολή της θρησκευτικής ομοιομορφίας, ορθώνεται το αίτημα
της ανεξιθρησκίας. Τα επιχειρήματα που διατυπώνονται υπέρ της ανεξιθρησκίας,
με βάση τη θρησκευτική αλήθεια, μπορούν να υπαχθούν σε τρεις κατηγορίες: Σ’
αυτά που δέχονται την επίσημη θρησκεία, αλλά αντιτίθενται στον εξαναγκασμό
των άλλων να την αποδεχτούν, σ’ αυτά που αδιαφορούν για την επίσημη θρησκε-
ία και αντιτίθενται στον εξαναγκασμό των άλλων να την αποδεχτούν και τέλος σ’
αυτά που απορρίπτουν τόσο την επίσημη θρησκεία όσο και τον εξαναγκασμό των
άλλων να την αποδεχτούν.

Η πρώτη κατηγορία είναι αυτή που εκφράζει την κλασική θεωρία της ανεξιθρησκί-
ας. Οι άλλες δύο οδηγούν στον αγνωστικισμό και τον αθεϊσμό αντίστοιχα6. Όπως
φαίνεται, το αίτημα της ανεξιθρησκίας προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ορισμένου
θρησκευτικού δόγματος ως επίσημης θρησκείας μιας κοινωνίας. Είναι γεγονός,
για παράδειγμα, πως στις σοσιαλιστικές χώρες, υπήρχε ανεξιθρησκία χωρίς να
υπάρχει επίσημη θρησκεία, αλλά επίσημη αθεϊστική ιδεολογία. Έτσι, ανεξιθρησκία
χαρακτηρίζεται η «αδιαφορία» που δείχνει το κράτος απέναντι στις θρησκείες που
πρεσβεύουν οι πολίτες του7, ουσιαστικά όμως ταυτίζεται με την ανοχή του πλου-
ραλισμού θρησκευτικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων που υφίσταται στην κοινωνία,
με παράλληλη όμως προώθηση της επίσημης θρησκευτικής (ή αθεϊστικής) ιδεο-
λογίας89. Είναι φανερό ότι η θρησκευτική ελευθερία έχει ευρύτερο και θετικότερο
περιεχόμενο: αναφερόμενη στην εσωτερική κυρίως διάθεση των ανθρώπων, έγκε-

6
Γ.Πλαγγέσης, Πολιτική και Θρησκεία στη φιλοσοφία του John Locke, Εκδόσεις University Studio
Press, 1998, Αθήνα, σ.24
7
Α.Ι.Μάνεσης, Συνταγματικά δικαιώματα, α΄ Ατομικές Ελευθερίες, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 1982,
Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.250
8
Κ.Χ.Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2002, Αθήνα-
Κομοτηνή, σ.250,
9
Γ.Χ.Σωτηρέλης, Θρησκεία και εκπαίδευση, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1998, Αθήνα, σ.75

8
ιται στην ανεμπόδιστη από κρατικές επεμβάσεις διαμόρφωση και εκδήλωση της
θρησκευτικής συνείδησης10.

Η θρησκευτική ελευθερία με την έννοια που αναφέρθηκε παραπάνω αναγνωρίζε-


ται, υπό την επιρροή και του Διαφωτισμού, σε συνταγματικό κείμενο για πρώτη
φορά με τη διακήρυξη δικαιωμάτων (Bill of Rights) του 1776 της πολιτείας της Vir-
ginia, κατά τον αμερικανικό αγώνα της ανεξαρτησίας. Εξάλλου και το Σύνταγμα
των Η.Π.Α. με την πρώτη τροποποίηση (1791) διακηρύσσει πλήρη θρησκευτική
ελευθερία και ουδετερότητα: «Το Κογκρέσο δεν θα ψηφίσει νόμο που να ιδρύει
θρησκεία κράτους ή που να απαγορεύει την ελεύθερη λατρεία οποιασδήποτε
θρησκείας». Η γαλλική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολί-
τη του 1789 αναγνώρισε μόνο την ανεξιθρησκία, ορίζοντας, στο άρθρο 10, ότι
«κανείς δεν πρέπει να ενοχλείται για τις γνώμες του, ακόμη και για τις θρησκευτι-
κές, αρκεί η εκδήλωση τους να μη διαταράσσει τη δημόσια τάξη που καθιερώνει ο
νόμος». Στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη η θρησκευτική ελευθερία αναγνωρίζεται για
πρώτη φορά με το Σύνταγμα του Βελγίου του 1831 (Α.14).11

Ιστορικά, η θρησκευτική ελευθερία12/13/14 ήταν η ελευθερία του ατόμου έναντι ε-


πεμβάσεων του κράτους. Στους νεότερους χρόνους ήταν ένα από τα πρώτα ατο-
μικά δικαιώματα που διεκδικήθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο, ενώ οι εννοιολογικές
προϋποθέσεις της άρχισαν να δημιουργούνται το 16 ο αιώνα, αφενός με τη θρησ-
κευτική μεταρρύθμιση ως αντίδραση στο δικαίωμα του ηγεμόνα να ορίζει τη θρησ-
κεία των υπηκόων του και αφετέρου με τη διακήρυξη του δικαιώματος του ατόμου

10
Α.Ι.Μάνεσης, Συνταγματικά δικαιώματα, α΄ Ατομικές Ελευθερίες, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 1982,
Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.250
11
Α.Ι.Μάνεσης, Συνταγματικά δικαιώματα, α΄ Ατομικές Ελευθερίες, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 1982,
Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.249
12
Α.Ι.Μάνεσης, Συνταγματικά δικαιώματα, α΄ Ατομικές Ελευθερίες, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 1982,
Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.248
13
Κ.Χ.Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2002, Αθήνα-
Κομοτηνή, σ.248
14
Φ.Μπότσης, Η θρησκευτική ελευθερία στο πλαίσιο της Ελληνικής έννομης τάξης: από τη πραγ-
ματικότητα ή χρόνιο desideratum;, Εφαρμογές Δημόσιου Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 2004,
Αθήνα-Κομοτηνή, σ.44 και επ.

9
να επιλέγει μόνο του και να ασκεί απόλυτα τη θρησκεία της προτίμησής του. Στη
διακήρυξη δικαιωμάτων (Bill of Rights) του 1776 της Πολιτείας της Virginia και στο
άρθρο 16, έχουμε το πρώτο συνταγματικό κείμενο που αναγνωρίζεται η θρησκευ-
τική ελευθερία. Στη συνέχεια, το 1791, έχουμε τη Πρώτη Τροποποίηση του ομοσ-
πονδιακού Συντάγματος των ΗΠΑ του 1787 και τη γαλλική Διακήρυξη των δικαιω-
μάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789 (Α10), αν και η τελευταία αναγνώ-
ρισε μόνο τη θρησκεία.

Ενδιαφέρον αποτελεί η κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας με καταστατι-


κούς χάρτες διεθνώς: Αφρικανικός Καταστατικός Χάρτης Ανθρωπίνων Δικαιωμά-
των (1981) Άρθρο 8: Η ελευθερία συνείδησης, διακήρυξης και ελευθερίας άσκη-
σης της θρησκείας θα πρέπει να τελούν υπό εγγύηση. Κανένα άτομο δεν μπορεί,
υποκείμενο στο νόμο και τη δημόσια τάξη, να υποβάλλεται σε κατασταλτικά μέτρα
της άσκησης αυτών των δικαιωμάτων. Αραβικός Καταστατικός Χάρτης Ανθρωπί-
νων Δικαιωμάτων (1994) Άρθρο 27: Οι πιστοί οποιασδήποτε θρησκείας έχουν το
δικαίωμα να εξασκήσουν τις θρησκευτικές τους τελετουργίες και να εκδηλώνουν
τις πεποιθήσεις τους με την άσκηση ή τη διδασκαλία χωρίς να ασελγούν στα δικα-
ιώματα των υπολοίπων. Κανένας περιορισμός δε θα πρέπει να τίθεται στην άσκη-
ση της ελευθερίας των πεποιθήσεων, της σκέψης και της έκφρασης, εκτός των
προβλεπόμενων από το νόμο. VIII. Σύμβαση της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων
Κρατών (ΚΑΚ) για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες
(1995) Άρθρο 10: 1. Κάθε άτομο θα έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης,
της συνείδησης και της πίστης. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία να
επιλέγει τη θρησκεία ή την πίστη και την ελευθερία, είτε ατομικά είτε συλλογικά, να
συμμετέχει στη λατρεία, να παρακολουθεί και να εκτελεί θρησκευτικές και τελετο-
υργικές εθιμοτυπίες και να ενεργεί σε συμφωνία μ’ αυτές.

Η κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνδέθηκε αναπόσπαστα με τη δι-


ασφάλιση των δημοκρατικών αρχών και την τοποθέτηση της αξίας του ανθρώπου
στον πυρήνα των νομικοπολιτικών διεκδικήσεων15, απασχόλησε δε τόσο την εθνι-

15
Ενδεικτική ευρωπαϊκή νομολογία που αναφέρεται ρητώς στην ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια:
C-308/89, σκ.13: «…η ελεύθερη κυκλοφορία υπό συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρεπείας, άριστες
συνθήκες ενσωματώσεως της οικογενείας…», C-13/94, σκ. 22: «Η επίδειξη ανοχής έναντι αυτής
της δυσμενούς διακρίσεως θα προσέκρουε στον σεβασμό της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας,

10
κή όσο και την ευρωπαϊκή και διεθνή έννομη τάξη16, αφού αφενός η προστασία
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει ενταχθεί στις ιδρυτικές της Ευρωπαϊκής Ένω-
σης Συνθήκες, αφετέρου έχει καταρτισθεί πλήθος διεθνών συμβάσεων και κειμέ-
νων μη νομικώς υποχρεωτικών, αλλά ηθικοπολιτικώς δεσμευτικών, όπως τα κεί-
μενα του Οργανισμού για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη, με σκοπό
την προάσπιση των αξιών που απορρέουν από την ανθρώπινη υπόσταση.

Η θρησκευτική ελευθερία υπήρξε ένα από τα πρώτα δικαιώματα17, χάριν των ο-


ποίων διεξήχθησαν αγώνες για την κατοχύρωσή του και διαθέτει μια μακρά ιστο-
ρία στη χώρα μας, πριν ακόμη από τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού
κράτους το 183018. Συγκεκριμένα, το 1768 ο Ευγένιος Βούλγαρης προέβη σε δη-
μοσίευση του έργου του «Σχεδίασμα περί ανεξιθρησκίας , ήτοι περί ανοχής των
ετεροθρήσκων». Βέβαια, η ανεξιθρησκία (tolerantia), που κατοχυρώθηκε το πρώ-
τον με το έδικτο (γενικός αυτοκρατορικός νόμος που απευθυνόταν σε όλους τους
διοικουμένους) των Μεδιολάνων, και ως όρος εντοπίζεται στα συνταγματικά κείμε-
να του επαναστατικού αγώνα, είναι στενότερη έννοια της θρησκευτικής ελευθερί-
ας, την οποία τελικώς κατοχυρώνει το Σύνταγμα του 1927. Είναι σαφές πως η
θρησκευτική ελευθερία είναι κατοχυρωμένη εδώ και αιώνες στα περισσότερα μέρη
του κόσμου είτε συνταγματικά είτε μέσω καταστατικών χαρτών. Συνιστά αναφαίρε-
το ατομικό δικαίωμα που πρέπει να προστατεύεται με κάθε τρόπο.

τον οποίο μπορεί να αξιώνει ο ενδιαφερόμενος και τον οποίο πρέπει να διασφαλίζει το Δικαστήρι-
ο.»
16
Χαρακτηριστικά C- 29/69, σκ.7: « Με αυτή την ερμηνεία, από την επίμαχη διάταξη δεν προκύπτει
κανένα στοιχείο ικανό να θίξει τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου που περιλαμβάνονται στις γε-
νικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, των οποίων το σεβασμό εξασφαλίζει το Δικαστήριο.»
17
Η σημασία του διαφαίνεται και από τον τρόπο αντιμετώπισής του εκ μέρους της εθνικής, ευρω-
παϊκής και διεθνούς νομολογίας, πχ Schneider v. State 308 U.S. 147 (1939), όπου το Δικαστήριο
απεφάνθη ότι παρόλη την προσπάθεια της πολιτείας για καθαριότητα των δρόμων, δεν είναι δυνα-
τή η απαγόρευση διανομής θρησκευτικών εντύπων στους πεζούς, έστω και αν είναι βέβαιο ότι θα
απορριφθούν στο δρόμο.
18
Χ.Κ.Παπαστάθης, Εκκλησιαστικό δίκαιο – β’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2007, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη, σ.84-85

11
1.2.Συνταγματική ιστορία θρησκευτικής ελευθερίας
Στην νεότερη Ελλάδα, τα δύο πρώτα Συντάγματα της επαναστατικής περιόδου,
της Επιδαύρου του 1822 και του Άστρους του 1823, καθιέρωναν την ανεξιθρησκί-
α, γεγονός που αποδείκνυε από τότε τη φιλελεύθερη δομή του Συντάγματος και τη
κατοχύρωση βασικών και θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων. Προτού γίνει ανα-
φορά σε κάθε ένα από τα Συντάγματα, είναι άξια αναφοράς η διάκριση μεταξύ α-
νεξιθρησκίας και θρησκευτικής ελευθερίας, όπως εύστοχα αναφέρεται ο κορυφαί-
ος εκπρόσωπος του ελληνικού διαφωτισμού Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος σχολι-
άζοντας τη σχετική διάταξη του Συντάγματος της Επιδαύρου υπογράμμιζε: «Ανε-
ξιθρησκία είναι πράγμα και όνομα τερατώδες μεταξύ συμπολιτών ισονόμων και
ελευθέρων… Καθείς έχει γνώμας, υπολήψεις, δόξας ιδίας και ίδιον τρόπον συλλο-
γίζεσθαι… Καθώς ήθελε νομισθήν γελοίον αν έλεγεν ο συνταγματικός χάρτης: Η
επικρατούσα συνήθεια της ελληνικής πολιτείας είναι να κατοικώσιν οι πολίται εις
οίκους μονoστέγους, ανέχεται όμως και τους κτίζοντας δίστεγα ή τρίστεγα, παρό-
μοια άτοπον είναι να λέγη ότι ανέχεται τον διαφέροντα εις τας θρησκευτικάς δόξας
συμπολίτην του…».

Συγκεκριμένα, στο Τμήμα Α του Συντάγματος της Επιδαύρου του 1822 και στο
Κεφάλαιο Α του Συντάγματος του Άστρους του 1823 αναφέρεται «Η επικρατούσα
θρησκεία εις την Ελληνικήν επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του
Χρισττού Εκκλησίας. Ανέχεται όμως η διοίκηση της Ελλάδος πάσαν άλλην θρησ-
κείαν και αι τελεταί και ιεροπραγίαι εκάστης αυτων εκτελούνται ακωλύτως.»19

Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 προστάτευε20 επιπλέον και τη θρησκευτική


ελευθερία στο Α.1 του Α’ Κεφαλαίου και συγκεκριμένα «καθείς εις την Ελλάδα
επαγγέλλεται την θρησκείαν του ελευθέρως και δια την λατρεία αυτής έχει ίσην
υπεράσπισιν. Η δε της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι θρησκεία της Ε-
πικρατείας». Το ηγεμονικό Σύνταγμα του 1832 στο Κεφάλαιο Β και Α.6 αναφέρει 21

19
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.25 & σ.34
20
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ. 43
21
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις

12
«Η επικρατούσα θρησκεία εις την Ελληνικήν Επικράτειαν είναι η της Ανατολικής
Ορθοδόξου και Αγίας του Χριστού Εκκλησίας. Καθείς όμως πρεσβεύει τα της
θρησκείας του ακωλύτως. Και πάσα θρησκεία, της οποίας αι τελεταί γίνονται πα-
σιφανώς και δημοσίως, έχει ίσην υπεράσπισην υπό των νόμων».

Στο Σύνταγμα του 1844 στο Κεφάλαιο «Περί Θρησκείας» και συγκεκριμένα στο
Α.1 αναφέρεται22 «Η επικρατούσα θρησκεία εις την Ελλάδα είναι η της ανατολικής
ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας, πάσα δε άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή,
και τα λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό τη προστασία των νόμων, απαγο-
ρευόμενου του προσηλυτισμού και πάσης άλλης επέμβασης κατά της επικρατού-
σας θρησκείας». Εντυπωσιακή μοιάζει η αναφορά για πρώτη φορά στον όρο
«προσηλυτισμός», αλλά περιορίζεται μόνο κατά της επικρατούσας θρησκείας σε
αντίθεση με σήμερα, που έχει ευρύτερη εφαρμογή η απαγόρευση αυτή. Το ίδιο
επαναλαμβάνεται και στο Σύνταγμα του 186423 και σε αυτό του 191124.

Στο Σύνταγμα του 1925 στο Α.9 του Κεφαλαίου Β σημειώνεται 25 «Η ελευθερία της
θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστος. Τα της λατρείας πάσης θρησκείας
τελούνται ελευθέρως υπό τη προστασία των νόμων, εφόσον δεν αντίκειται εις τη
δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται». Αυτά τα εδά-
φια «θυμίζουν» αρκετά πλέον το ισχύον Σύνταγμα. Ο προσηλυτισμός ξεκάθαρα
απαγορεύεται. Στο Σύνταγμα του 1927 στο Α.1 του Κεφαλαίου Α επαναλαμβάνε-
ται26 μεταξύ άλλων το ίδιο με το Σύνταγμα του 1925, ενώ στο πρώτο εδάφιο υ-

Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.54


22
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή,σ.82
23
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.92
24
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.102
25
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.116
26
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.140

13
πογραμμίζεται «Επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η της Ανατολικής Ορθόδο-
ξης του Χριστού Εκκλησίας».

Στο Σύνταγμα του 195227 στο Α.1 αναφέρεται «Η επικρατούσα θρησκεία εν Ελλά-
δι είναι η της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας. Πάσα δε άλλη
γνωστή θρησκεία είναι ελευθέρα και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως
υπό τη προστασία των νόμων, απαγορευομένου του προσηλυτισμού και πάσης
άλλης επέμβασης κατά της επικρατούσας θρησκείας». Στο Σύνταγμα του 196828
στο Α.1 των γενικών διατάξεων αναφέρεται «Επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι
είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας. Ο προσηλυτισμός και
πάσα άλλη επέμβασις κατά της επικρατούσας θρησκείας απαγορεύεται». Το ίδιο
επαναλαμβάνεται στο Σύνταγμα του 197329.

Στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα του 197530 η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται


στο Α.13, το οποίο αφενός δε συμπεριλαμβάνεται στο A.48 π.1 Συντ., που προβ-
λέπει το «δίκαιο της ανάγκης», την αναστολή δηλαδή κάποιων συνταγματικών δια-
τάξεων σε περίπτωση καταστάσεως πολιορκίας, αφετέρου η π.1 του εν λόγω άρ-
θρου συγκαταλέγεται στις μη υποκείμενες σε αναθεώρηση διατάξεις, που απαριθ-
μούνται στο Α.110 π.1 Συντ.

Το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας αναλύεται στο δικαίωμα της θρησκευτι-


κής συνειδήσεως και στο δικαίωμα της ακώλυτης τέλεσης λατρευτικών πράξεων,
ενώ υπόκειται σε εκ του Συντάγματος οριζόμενους περιορισμούς, που είναι η έν-
νοια της γνωστής θρησκείας31, η μη αντίθεση στα χρηστά ήθη και στη δημόσια τά-

27
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.193
28
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.215
29
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.252
30
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.13
31
Ν.4301/2014: Προβλέπει ως τεκμήριο γνωστής θρησκείας την άδεια ίδρυσης και λειτουργίας να-
ού η ευκτήριου οίκου.

14
ξη, η συμφωνία με τη νομοθεσία της πολιτειακής δικαιοταξίας32 και η απαγόρευση
του καταχρηστικού προσηλυτισμού (το Σύνταγμα αναφέρει γενικώς και αορίστως
ότι απαγορεύεται ο προσηλυτισμός, αλλά νομολογία και θεωρία συμφωνούν στην
απαγόρευση μόνο του αθέμιτου προσηλυτισμού). Πρόκειται για ένα ατομικό δικα-
ίωμα, που γεννά αξίωση απέναντι στην πολιτεία, ενώ σε συνδυασμό με τα Α.11
και Α.12 του ισχύοντος Συντάγματος συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν επιφυλάσ-
σεται μόνο για τους Έλληνες, αλλά και για τους διαμένοντες σε ελληνικό έδαφος
Έλληνες πολίτες33. Συνταγματικά η θρησκευτική ελευθερία συνδέεται με τον σε-
βασμό της ιδιωτικής ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Α.2 του Συντ.), κα-
θώς και με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (Α.5 του Συντ.).

Γνωστή είναι η θρησκεία που διαθέτει φανερή λατρεία και φανερά δόγματα (πριν
από το 1975 το Σ.τ.Ε. δεχόταν ότι δε θα έπρεπε να αντίκεινται οι θρησκευτικές
πεποιθήσεις και πρακτικές στη δημόσια τάξη). Μάλιστα, διαφέρει από την έννοια
της αναγνωρισμένης θρησκείας, διότι, για να θεωρηθεί μια θρησκεία γνωστή, δεν
απαιτείται η έκδοση πολιτειακής άδειας. Από την άλλη, αντίθετες στη δημόσια τάξη
και τα χρηστά ήθη και άρα μη προστατευόμενες συνταγματικά είναι πχ θρησκείες
που εντάσσουν στη λατρεία τους ανθρωποθυσίες, λήψη ναρκωτικών ουσιών κλπ
ή που αποξενώνουν πλήρως τους πιστούς από τις οικογένειές τους, σφετερίζονται
την περιουσία τους και τους υποβάλλουν σε σωματικές κακώσεις.

Στο Σύνταγμά μας, το περιεχόμενο της θρησκευτικής ελευθερίας εμπεριέχει τόσο


την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης όσο και την ελευθερία της λατρείας.

32
Γ.Ξ.Κτιστάκις, Απαγόρευση θρησκευτικών διακρίσεων και γενικά μέτρα κατά τη νομολογία του
ευρωπαϊκού δικαστηρίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ανακτήθηκε από
http://www.dikonomia.gr/sites/default/files/3_ktistakis.pdf. Χαρακτηριστική η απόφαση της Επιτρο-
πής δικαιωμάτων του ανθρώπου, Quakers κατά Ηνωμένου Βασιλείου. Ο εν λόγω περιορισμός,
που πάντως επικεντρώνεται σε μέτρα γενικού περιεχομένου, είναι συνήθης στις έννομες τάξεις
που διασφαλίζουν το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και προβλέπουν περιορισμούς επί
αυτού: ο φορολογικός νόμος για παράδειγμα, έχει κριθεί και εκ μέρους του ΕΔΔΑ ότι αποτελεί ένα
μέτρο γενικό, το οποίο ουδεμία σχέση έχει με την ακώλυτη άσκηση του δικαιώματος της θρησκευ-
τικής ελευθερίας.
33
Σ.Ν.Τρωιάνος, Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1984, Αθήνα, σ.74
και επ.

15
Είναι αυτονόητο ότι η θρησκευτική ελευθερία, όπως κάθε ελευθερία δεν είναι ανε-
ξέλεγκτη, ούτε ανεύθυνη, ούτε ασύδοτη. Προϋποθέτει για την ύπαρξή της την α-
νοχή. Όπως προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση κατά την άσκησή της και το σεβασ-
μό της ελευθερίας των άλλων. Το μόνιμο μέσο της άσκησης34 είναι η εμπεριεχό-
μενη στο δικαίωμα εξουσία με συγκεκριμένη ή αφηρημένη ερμηνεία35 του Συντάγ-
ματος. Ακόμη, υπό ορισμένες συνθήκες και τη στάθμιση ορισμένων στοιχείων που
η τυχόν παράλειψή τους να συνιστά την αθέμιτη κατάχρηση του ασκούμενου δικα-
ιώματος. Το Σύνταγμα ορίζει ότι η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσ-
βάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη (Α.13 π.2 Συντ.).

1.3.Θρησκευτική ελευθερία στο ισχύον Σύνταγμα


Σήμερα, η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται σε όλα τα Συντάγματα της Ευ-
ρώπης36. Αυτό καταδεικνύει τη σπουδαιότητά της σε όλη την Ευρώπη ανεξαρτή-
τως επίσημης Εκκλησίας και ιστορικών αναλύσεων. Είναι ένα δικαίωμα αναφαίρε-
το και κατοχυρωμένο συνταγματικά, ατομικό και πλήρες. Η θρησκευτική ελευθερί-
α, λοιπόν, κατοχυρώνεται συνταγματικά στο Α.13 του Συντάγματος και συγκεκρι-
μένα:

«Άρθρο 13
1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των
ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποι-
θήσεις καθενός.
2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούν-
ται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτ-
ρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. O προσηλυτισμός απα-
γορεύεται.
3. Oι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της
Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της ε-
πικρατούσας θρησκείας.

34
Α.Γ.Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα – Γενικό Μέρος, τόμος γ’, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 2005, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,σ.159
35
Φ.Κ.Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2006, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.133
36
Π.Δ.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Α΄, δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση,
Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2005, σ.470

16
4. Kανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλα-
γεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Kράτος ή να αρνηθεί να συμ-
μορφωθεί προς τους νόμους.

5. Kανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο, που ορίζει και τον τύπο του.»

Υποκείμενο του δικαιώματος ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της


θρησκευτικής ελευθερίας γενικότερα, είναι κάθε άνθρωπος και όχι μόνο οι έλληνες
πολίτες. Η θρησκευτική ελευθερία αναλύεται σε ένα εσωτερικό δικαίωμα που συ-
νίσταται στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και σε ένα εξωτερικό δικαί-
ωμα τέλεσης λατρευτικών πράξεων κατά το τυπικό κάθε θρησκείας. Eπίσης, δια-
χωρίζεται από την ανεξιθρησκία.

Έτσι ανεξιθρησκία χαρακτηρίζεται η «αδιαφορία» που δείχνει το κράτος απέναντι


στις θρησκείες που πρεσβεύουν οι πολίτες του, ουσιαστικά όμως ταυτίζεται με την
ανοχή του πλουραλισμού θρησκευτικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων που υφίστα-
ται στην κοινωνία, με παράλληλη όμως προώθηση της επίσημης θρησκευτικής (ή
αθεϊστικής) ιδεολογίας 37 . Η θρησκευτική ελευθερία έχει θετικό περιεχόμενο, όχι
απλώς ουδέτερο.

1.3.1.Ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης


Θρησκευτική συνείδηση είναι η ενδιάθετη πίστη και η εξωτερίκευση της προς ο-
ποιοδήποτε δόγμα για την υπόσταση του θείου38. Διαθέτει την εσωτερική και εξω-
τερική της πλευρά. Η εσωτερική, δηλαδή, η αθέατη, ενδιάθετη πλευρά της, αφορά
την πίστη του ανθρώπου σε οποιοδήποτε ή και σε κανένα θρησκευτικό δόγμα. Η
εξωτερική πλευρά της θρησκευτικής συνείδησης αναφέρεται στην προς τα έξω εκ-
δήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων του ατόμου.39 Η προστασία της θρησ-
κευτικής συνείδησης σημαίνει κατά κύριο λόγο προστασία της γενικότερης θρησ-
κευτικής δράσης, του θρησκευτικού λόγου κ.λπ.

37
Γ.Χ.Σωτηρέλης, Θρησκεία και εκπαίδευση, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1998, Αθήνα, σ.250
38
Α.Γ.Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα – Γενικό Μέρος, τόμος γ’, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 2005, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,σ.186
39
Α.Γ.Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα – Γενικό Μέρος, τόμος γ’, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 2005, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,σ.187

17
Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνει τα εξής επί μέρους δικα-
ιώματα40:
1. Το δικαίωμα να πρεσβεύει ο καθένας οποιαδήποτε θρησκεία ή δόγμα ή αίρεση
ορισμένης θρησκείας ή να είναι άθρησκος ή άθεος.
2. Το δικαίωμα να διακηρύσσει ή να αποκρύπτει τις θρησκευτικές ή άθεες πεποι-
θήσεις του.
3. Το δικαίωμα να διαμορφώνει, να μεταβάλλει ή να εγκαταλείπει τα θρησκευτικά
του πιστεύω.
4. Το δικαίωμα να μην υπόκειται σε άνιση ή δυσμενή μεταχείριση λόγω των θρησ-
κευτικών του πεποιθήσεων
5. Το δικαίωμα να μεταδίδει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις με τη δυνατότητα
χρήσης όλων των προσφερόμενων από το σύνταγμα μέσων (πχ ελευθερία γνώ-
μης, προφορικής, έγγραφης, δια του τύπου, το δικαίωμα συναθροίσεων και συνε-
ταιρισμού).

Από τα παραπάνω δικαιώματα, εντονότερα απασχόλησε τη πρόσφατη νομολογία


του Σ.τ.Ε το δεύτερο δικαίωμα που αναφέρεται στο δικαίωμα «του μη ερωτάσθαι
και σιωπάν»41 (αρνητική θρησκευτική ελευθερία) του ατόμου σχετικά με τις θρησ-
κευτικές του πεποιθήσεις, αλλά και η κατοχυρωμένη νομικά δυνατότητα του να
εκδηλώνει ελεύθερα τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις (θετική θρησκευτική ελευ-
θέρια). Πρόκειται για τη σχέση των δύο αυτών διαφορετικών εκφάνσεων της ελευ-
θερίας της θρησκευτικής συνείδησης. Με αφορμή το ζήτημα της αναγραφής του
θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας, η ολομέλεια του Σ.τ.Ε. εξέδωσε τις πολυσυ-
ζητημένες αποφάσεις του 200142, οπού το Δικαστήριο προσδιόρισε σαφέστατα
παρά ποτέ το περιεχόμενο τόσο της αρνητικής όσο και της θετικής θρησκευτικής
ελευθερίας. Πάνω σε αυτό το ειδικότερο δικαίωμα στηρίζεται και η άποψη ότι η
αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες είναι αντισυνταγματική,
όχι μόνο όταν είναι υποχρεωτική (Α.3 π.2 Ν.1988/1991), αλλά ακόμη και εάν είναι
προαιρετική (όπως προέβλεπε Α.3 π.2 του Ν.1599/1986), διότι και στη περίπτω-

40
Π.Δ.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Α΄, δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση,
Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2005, σ.442
41
Α.Ι.Σβώλος – Γ.Κ.Βλάχος, Το Σύνταγμα της Ελλάδας - α΄ τόμος, 1954, Αθήνα, σ.68
42
Υπ’ αρ. 2281,2283,2284,2285/2001 Σ.τ.Ε.

18
ση αυτή από την απουσία δηλώσεως τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η έλλειψη θρησκευ-
τικών πεποιθήσεων.

Να υπογραμμισθεί ότι η π.1 του Α.13 είναι μη αναθεωρητέα43. Το δικαίωμα που


κατοχυρώνεται στο Α.13 του Συντάγματος είναι δικαίωμα ατομικό, πλήρες δικαίω-
μα του ατόμου, το οποίο παράγει αγώγιμη και εξαναγκαστή έννομη αξίωση. Για
την ύπαρξη και εφαρμογή των ως άνω δικαιωμάτων απαιτείται η θεμελίωση της
ελευθερίας ασκήσεως της θρησκείας. Η θρησκεία σύμφωνα με το Α.13 π.2 Συντ.
ασκείται ελεύθερα, καθόσον αφορά τη λατρεία της. Επιτρέπεται δηλαδή τόσο η
ατομική όσο και η συλλογική άσκηση του δικαιώματος. Η θεσμική εγγύηση της
θρησκείας αναγνωρίζεται και από την π.2 του Α.16 Συντ., όπου τονίζεται η καλλι-
έργεια της θρησκευτικής συνείδησης ως μιας από τις βασικότερες αποστολές του
κράτους. Άρα, από τον συνδυασμό των δύο άρθρων, προκύπτει ξεκάθαρα ότι το
Σύνταγμά μας εγγυάται τη θρησκεία44 ως θεσμό. Να σημειωθεί, πως τo δικαίωμα
της θρησκευτικής ελευθερίας παράγει αγώγιμη και εξαναγκαστή έννομη αξίωση 45.

Στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται στο Α.13,


το οποίο αφενός δε συμπεριλαμβάνεται στο Α.48 π.1 Συντ., που προβλέπει το
«δίκαιο της ανάγκης», την αναστολή δηλαδή κάποιων συνταγματικών διατάξεων
σε περίπτωση καταστάσεως πολιορκίας, αφετέρου η π.1 του εν λόγω άρθρου
συγκαταλέγεται στις μη υποκείμενες σε αναθεώρηση διατάξεις, που απαριθμούν-
ται στο Α.110 π.1 του Συντάγματος. Πρόκειται για ένα ατομικό δικαίωμα, που γεν-
νά αξίωση απέναντι στην πολιτεία, ενώ σε συνδυασμό με τα Α.11 και Α.12 του ισ-
χύοντος Συντάγματος συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν επιφυλάσσεται μόνο για
τους Έλληνες, αλλά και για τους διαμένοντες σε ελληνικό έδαφος Έλληνες πολί-
τες46.

43
Βάσει Α.110 π.1 Συντ.
44
Γ.Πινακίδης, Μονομερείς ερμηνευτικές προσεγγίσεις στο όνομα της ‘’επικρατούσας’’ θρησκείας,
Περιοδικό ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, (ΤοΣ), τ.6/1999, σ.1096 και επ.
45
Π.Δ.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Α΄, δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση,
Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2005, σ.7
46
Σ.Ν.Τρωιάνος, Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1984, Αθήνα, σ.74
και επ.

19
Ας υπογραμμισθεί εδώ ότι η διάκριση ανάμεσα στην «επικρατούσα» και τις γνωσ-
τές θρησκείες έχει σημασία μόνο για την ελευθερία άσκησης της θρησκείας, όχι
όμως για την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Η ελευθερία αυτή είναι κατ’
αρχήν απεριόριστη, αν και δεν απαλλάσσει από την εκπλήρωση των υποχρεώ-
σεων προς το κράτος ή την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τους νόμους. Αφορά
οποιαδήποτε θρησκεία και τις αποκλίνουσες από αυτήν διδασκαλίες, καλύπτει δε
και την απόρριψη της θρησκείας καθ’ εαυτή και την άρνηση ύπαρξης Θεού. Η ε-
λευθερία αυτή περιλαμβάνει επίσης το δικαίωμα του ατόμου να δηλώνει ή να α-
ποσιωπά τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή την ανυπαρξία τους.

1.3.2.Ελευθερία λατρείας
Η ελευθερία άσκησης θρησκείας, της οποίας η λατρεία είναι η σπουδαιότερη εκ-
δήλωση, συνιστά την άλλη ελευθερία που εμπεριέχεται στη θρησκευτική. Τα όρια
ανάμεσα στην ελευθερία ασκήσεως της θρησκείας και την ελευθερία της θρησκευ-
τικής συνείδησης δεν είναι ευδιάκριτα μα ούτε και απόλυτα, αφού η άσκηση της
θρησκείας αποτελεί συγχρόνως και εκδήλωση θρησκευτικών πεποιθήσεων, και
αφού η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι άνευ ουσίας χωρίς την ελευ-
θερία ασκήσεως της θρησκείας. Η θρησκεία ασκείται είτε ατομικά είτε συλλογικά
και το Σύνταγμα προστατεύει και τα δύο δικαιώματα. Πάντως η συνταγματική κα-
τοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας δε φαίνεται να κατοχυρώνει τη θρησκευτι-
κή ουδετερότητα του κράτους. Η επίκληση της Αγίας Τριάδας στην αρχή του Συν-
τάγματος, η μέχρι ενός σημείου κρατική ρύθμιση του καθεστώτος της «επικρατο-
ύσας θρησκείας», ο θρησκευτικός όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας επιβεβα-
ιώνουν την ως άνω θέση47.

Η θρησκευτική ελευθερία και ακριβέστερα η άσκηση της θρησκευτικής λατρείας


υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε όλα τα
υπόλοιπα ατομικά δικαιώματα. Πρόκειται για περιορισμούς που θέτει το ίδιο το
Σύνταγμα και είναι:

47
Π.Δ.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Α΄, δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση,
Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2005, σ.456

20
α) η δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη
β) τα καθήκοντα έναντι του κράτους και η συμμόρφωση στους νόμους
γ) η απαγόρευση ασκήσεως προσηλυτισμού

Το Σύνταγμα ορίζει ότι «η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη


δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη» ( Α.13 π.2 εδ. β Συντ.). Στην ευρεία έννοια της
δημόσιας τάξης περιλαμβάνονται και τα χρηστά ήθη, παρόλο που το Σύνταγμα
διακρίνει αυτές τις δύο έννοιες. Όταν αναφερόμαστε στη δημόσια τάξη, εννοούμε
το σύνολο των θεμελιωδών εκείνων πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και ηθι-
κών αρχών και αντιλήψεων που επικρατούν στην Ελλάδα σε συγκεκριμένη ιστορι-
κή στιγμή48. Συνεπώς, η έννοια της δημόσιας τάξης προσεγγίζει περισσότερο την
έννοια του Α.33 ΑΚ. Μέσα σε αυτή τη γενική έννοια της δημόσιας τάξης περιλαμ-
βάνονται και τα χρηστά ήθη, δηλαδή οι θεμελιώδεις, γενικές και βασικές αντιλήψεις
για την ηθική.

Σύμφωνα με το Α.13 π.4 του Συντάγματος, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν μπο-


ρούν να αποτελέσουν δικαιολογία για να απαλλαγεί κανείς από τις υποχρεώσεις
του προς το κράτος. Εξαιρετικής σημασίας είναι το ζήτημα των στρατιωτικών υ-
ποχρεώσεων από εκείνα τα άτομα, που για θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς λόγους,
αποκρούουν είτε τη στράτευση γενικά είτε την ένοπλη υπηρεσία στο στράτευμα.
Το Σύνταγμα καθιερώνει αδιακρίτως για όλους τους Έλληνες την υποχρέωση να
συντελούν στην άμυνα της πατρίδας, σύμφωνα με τους ορισμούς των νόμων (Α.4
π.6 Συντ.). Ο Ν. 2510/1997 προβλέπει την άοπλη ή εναλλακτική θητεία για όσους
επικαλούνται τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις προκειμένου να
μην εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις για λόγους συνειδήσεως.

Επίσης, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία


και για να αρνηθεί κανείς τη συμμόρφωσή του στους νόμους. Πρόκειται για γενι-
κής ισχύος νόμους, όπως ο Κ.Ο.Κ. ή ο Γ.Ο.Κ. Οι γενικοί αυτοί νόμοι θα πρέπει να
αφορούν στη προάσπιση σπουδαίου έννομου αγαθού που ενδιαφέρει το κοινωνι-

48
Ι.Μ.Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2000, Αθήνα –
Κομοτηνή, σ.57

21
κό σύνολο και επίσης προστατεύεται από το Σύνταγμα, όπως η δημόσια υγεία, η
εθνική άμυνα κ.λπ.

1.3.3.Απαγόρευση προσηλυτισμού
Η πιο αισθητή σχετικοποίηση στην άσκηση του δικαιώματος της θρησκευτικής
ελευθερίας επέρχεται με την απαγόρευση του προσηλυτισμού, η οποία
επιβάλλεται από τον ίδιο, μάλιστα, τον συνταγματικό νομοθέτη. Το ισχύον
Σύνταγμα ορίζει ρητώς και κατηγορηματικώς ότι «ο προσηλυτισμός
απαγορεύεται 49 . Ωστόσο, αυτή η απαγόρευση του προσηλυτισμού δεν είναι
καινοφανής, δεδομένου ότι για πρώτη φορά θεσπίστηκε στο Σύνταγμα του 1844
το οποίο προέβλεπε στο A.1 ότι η λατρεία κάθε γνωστής θρησκείας τελείται
ακωλύτως υπό την προστασία των νόμων «απαγορευομένου του προσηλυτισμού,
και πάσης άλλης επεμβάσεως κατά της επικρατούσης θρησκείας».

Η βούληση αυτή του συνταγματικού νομοθέτη δεν διαφοροποιήθηκε με το


πέρασμα του χρόνου, πράγμα το οποίο με ενάργεια αποτυπώνεται στα
μεταγενέστερα συνταγματικά κείμενα. Έτσι, η απαγόρευση του προσηλυτισμού
επαναλαμβάνεται με την ίδια στερεότυπη διατύπωση και στα Συντάγματα του
1864 και 1911, τα οποία αναγνώριζαν, όπως ήδη έχει αναφερθεί πιο άνω, ένα
καθεστώς ανεξιθρησκίας, όχι όμως και θρησκευτικής ελευθερίας. Δεν καθίσταται
επομένως παράδοξο ή δυσεξήγητο το γεγονός ότι σκοπός του θεμελιώδους νόμου
του Κράτους ήταν η προστασία της επικρατούσας θρησκείας, αφού απαγορεύεται
όχι μόνο οποιαδήποτε προσηλυτιστική ενέργεια, αλλά και κάθε άλλη επέμβαση
κατ' αυτής. Μάλιστα η απαγόρευση του προσηλυτισμού εντάσσεται, ασφαλώς όχι
τυχαίως, στις διατάξεις εκείνες που ρυθμίζουν την οργάνωση της Πολιτείας και τη
θέση της επικρατούσας θρησκείας, πράγμα το οποίο θέλει αναμφιβόλως να
καταδείξει την προνομιακή μέριμνα της Πολιτείας για την προστασία της
επικρατούσας θρησκείας.

Συγκριτικά και κάνοντας μια επισκόπηση στα προηγούμενα συνταγματικά κείμενα


που αναφέρθηκαν, με το βραχύβιο Σύνταγμα του 1925 ο συνταγματικός

49
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.84

22
νομοθέτης αποδεικνύεται σαφώς προοδευτικότερος, από τη στιγμή που στο Α.9
ορίζεται ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστος,
εξαίρεται ιδιαιτέρως η ελευθερία της λατρείας «πάσης Θρησκείας» και μάλιστα
υπό την προστασία των νόμων και απαγορεύεται γενικώς ο προσηλυτισμός

Από την ίδια φιλελεύθερη διάθεση διακατέχεται και το Σύνταγμα του 1927,
σύμφωνα με το Α.1 του οποίου εισάγεται γενική απαγόρευση του προσηλυτισμού,
δεν απαγορεύεται δηλαδή αυτός μόνο όταν επιχειρείται κατά της επικρατούσας
θρησκείας , αλλά σε κάθε περίπτωση και δεν επαναλαμβάνεται η απαγόρευση
«κάθε άλλης επεμβάσεως» κατά της τελευταίας50.

Στα δύο «συνταγματικά κείμενα» της δικτατορίας, του 1968 και του 1973 51 ,
επανέρχεται η διάταξη που απαγορεύει τον προσηλυτισμό, και κάθε άλλη
επέμβαση, εναντίον της επικρατούσας θρησκείας, γεγονός το οποίο εκφράζει τη
βούληση της στρατιωτικής «κυβερνήσεως» του Γ. Παπαδόπουλου να
αποτυπώσει, και συνταγματικώς, το μονομερή ιδεολογικό της προσανατολισμό
στα θέματα της θρησκείας. Μετά την πτώση της δικτατορίας με τη συντακτική
πράξη «περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητας κλπ» , που
υπογράφηκε από τον πρόεδρο της κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας Κωνσταντίνο
Καραμανλή, επανατέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, το οποίο ίσχυσε, με
ορισμένες τροποποιήσεις 11.6.1975, οπότε τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1975.

Πάντως, η σημαντική καινοτομία του ισχύοντος Συντάγματος έγκειται στη


μετατόπιση της διατάξεως που απαγορεύει το προσηλυτισμό από το χώρο των
συνταγματικών όρων και ρυθμίσεων που προστατεύουν την επικρατούσα
θρησκεία (Κεφάλαιο περί Σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας) σε εκείνον που
ρυθμίζει συνολικώς τα θέματα της θρησκευτικής ελευθερίας (Α.13). Έτσι η
απαγόρευση του προσηλυτισμού αποκτά και πάλι τη γενικότητά της, και συνεπώς
ισχύει όταν επιχειρείται προσηλυτιστική ενέργεια τόσο υπέρ όσο και κατά της

50
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.142
51
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.254

23
επικρατούσας θρησκείας. Η μεθοδολογική αυτή διαφοροποίηση του ισχύοντος
Συντάγματος συνιστά αναμφισβήτητα, πέρα από καινοτομία52, καθοριστική εξέλιξη
για το προστατευόμενο έννομο αγαθό της θρησκευτικής ελευθερίας, και τούτο,
διότι με το ισχύον καθεστώς «η απαγόρευση του προσηλυτισμού λειτουργεί
προστατευτικά όχι μόνο ως προς τα δικαιώματα των «πιστών» της επικρατούσας
θρησκείας, αλλά και των «πιστών» όλων των γνωστών θρησκειών και ακόμη και
των μη εχόντων θρησκευτική πίστη53».

Αυτή τη συνταγματική απαγόρευση του προσηλυτισμού, η οποία, παρά τις


εννοιολογικές και μεθοδολογικές, επί μέρους, αποκλίσεις της, επαναλαμβάνεται
από όλα τα συνταγματικά κείμενα κύρωσε ο νομοθέτης με το Α.4 του A.N.
1363/193854, όπως αυτός τροποποιήθηκε ένα μόλις χρόνο αργότερα με το Α.2 του
A.Ν. 1672/1939. Ωστόσο, μια πρώτη αποτύπωση5556 της σημερινής μορφής του
εγκλήματος βρίσκει κανείς στον προϊσχύσαντα Ποινικό Νόμο του 183657. Από το
52
Ι.Μ.Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2000, Αθήνα –
Κομοτηνή, σ.61
53
Α.Ν.Λοβέρδος, Προσηλυτισμός, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1986, Αθήνα, σ. 39
54
I.Μ.Κονιδάρης, Θεμελιώδεις διατάξεις σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα,
2006, Αθήνα, σ.11
55
Α.Ν.117/1936 «περί μέτρων προς καταπολέμησιν του κομμουνισμού και των εκ τούτου
συνεπειών», σύμφωνα με τον οποίο «Τιμωρείται διά φυλακίσεως...πας όστις εγγράφως,
προφορικώς ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον, αμέσως ή εμμέσως, επιδιώκει την διάδοσιν, ...και
θρησκευτικών συστημάτων... ως και ο προσηλυτίζων εις τας θεωρίας, ιδέας και συστήματα ταύτα
καθ' οιονδήποτε τρόπον»
56
Γ.Α.Πουλής, Το έννομο αγαθό που προστατεύεται με το έγκλημα του προσηλυτισμού, Περιοδικό
Ποινικά Χρονικά, (ΠοινΧρ), 33, 1983, σ.223.
57
Ο προϊσχύσας Ποινικός Νόμος της 18/30.12.1833 δημοσιεύθηκε σε παράρτημα στο με αριθ. 3
φύλλο της ΕτΚ της 10.1.1834, ίσχυσε δε κατ' ακρίβεια, από 19 Απριλίου (1 Μαΐου) 1834, σύμφωνα
με το υπ' αριθμό 705 ακροτελεύτιο άρθρο του. Συντάχθηκε αρχικώς στη γερμανική γλώσσα από
τον Georg Ludwig von Maurer κατά το πρότυπο του βαυαρικού Κώδικα του 1813, ο οποίος υπήρξε
έργο, κυρίως του Anselm von Feuerbach. Το γερμανικό κείμενο μεταφράστηκε στην ελληνική από
τους Αναστάσιο Πολυζωϊδη και Κωνσταντίνο Σχινά και δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ. Επειδή όμως κατά
τη μετάφραση σημειώθηκαν λάθη, ανατέθηκε σε ειδική Επιτροπή η διόρθωση της μεταφράσεως, η
οποία εγκρίθηκε με το από 24.7.1835 Διάταγμα του βασιλέως Όθωνα «περί μετατυπώσεως του
ελληνικού κειμένου του Ποινικού Νόμου») και ο Ποινικός Νόμος αναδημοσιεύθηκε σε παράρτημα
του με αριθ. 5 φύλλο ΕτΚ της 18.9.1835 και έκτοτε έχει ισχύ νόμου αυτό μόνο, σύμφωνα με το

24
συνδυασμό των Α.149, Α.195 και Α.198 προκύπτει η πλήρης διατύπωση του
συστήματος που ακολούθησε ο τότε ποινικός νομοθέτης με σκοπό τον ποινικό
κολασμό του προσηλυτισμού.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ποινικό αυτό νόμο, ο προσανατολισμός λογίζεται


αξιόποινος: α) όταν σκοπόν έχη να ελκύση προσηλύτους εις λεγάμενα
θρησκευτικά δόγματα, ων η εν τω βίω εφαρμογή απειλεί την διατάραξιν της
πολιτικής τάξεως και είναι ασυμβίβαστος προς αυτήν (Α.149), β) όταν ενεργήται
διά καταναγκασμού (ψυχολογικής ή φυσικής βίας ή δι’ απειλών) και σκοπόν έχη
την μεταβολήν των πεποιθήσεων του πρεσβεύοντος θρησκείαν τινά γνωστήν και
μετάστασιν αυτού εις ετέραν (Α.195) και γ) όταν επιδιώκηται δι' αθεμίτων μέσων,
οίον δι' υποσχέσεων, αμοιβών, διά χρηματικών παροχών και των τοιούτων58.

Ο ποινικός νομοθέτης του 1835 είχε προβλέψει στο Α.198 του Π.Ν., ότι, πέραν
των άλλων, η τέλεση του προσηλυτισμού προϋποθέτει τη συνδρομή στο
πρόσωπο του υπαίτιου της ιδιότητας του «αιρεσιώτου». Ο Άρειος Πάγος, στην
προσπάθειά του να ερμηνεύσει τον σχετικό όρο, εξέδωσε δύο αντίθετες, μεταξύ
τους, αποφάσεις. Έτσι, με την υπ' αριθμό 231/1904 απόφασή του, όρισε ως
«αιρεσιώτες» εκείνους που πρεσβεύουν «θρησκευτικάς δοξασίας, αίτινες
αντίκεινται προδήλως εις τα αποτελούντα την βάσιν της της κρατούσης θρησκείας
κύρια δόγματα του χριστιανισμού», τους αιρετικούς δηλαδή, σύμφωνα με την
έννοια που προδίδει στο συγκεκριμένο όρο η θεολογία της επικρατούσας
Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τέτοιες «αιρετικές δοξασίες είναι αυτές, λόγου χάρη, που
διαδίδουν ότι «η Παναγία Παρθένος δεν έτεκε τον θεάνθρωπον Ιησούν Χριστόν,
αλλ'απλώς άνθρωπον, ότι δεν διέμεινε παρθένος και μετά τη γέννησιν του
Χριστού, ότι πλην αυτού έτεκε και άλλα τέκνα, ότι τα εν τοις Ευαγγελίοις
αναφερόμενα θαύματα δεν έλαβον πράγματι χώραν, κ.λπ.»

Την ορθή όμως, από πλευράς νομικής ακρίβειας, έννοια αποδίδει στον όρο

άρθρο 2 του πιο πάνω από 24.7.1835 Διατάγματος. Νέα έκδοση του Ποινικού Νόμου
δημοσιεύθηκε έναν χρόνο αργότερα σε Παράρτημα του με αριθ. 66 φύλλου ΕτΚ της 3.11.1836.
58
Κ.Ν.Κωστής, Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου, τ. 1-2, τυπογραφείο Ανέστη
Κωνσταντινίδη, 1892-1893, Αθήνα, σ.190 και επ.

25
«αιρεσιώτης» η υπ’ αρ. 586/1931 απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού, η οποία
στοιχείται με τη θεωρία59 και κρίνει ότι ως «αιρεσιώται δεν χαρακτηρίζονται μόνον
οι αιρετικοί αλλά περιλαμβάνονται και οι ανήκοντες εις διαφόρους εκκλησίας ή
ακολουθούντες διάφορα θρησκευτικά συστήματα». Κατά τον Άρειο Πάγο μάλιστα
η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση συμβαδίζει με τον σκοπό του ποινικού νομοθέτη,
ο οποίος ήθελε να εξασφαλίσει αδιακρίτως την προστασία της ελευθερίας της
θρησκευτικής συνειδήσεως, μέσω του ποινικού κολασμού των προσηλυτιστικών
από οπουδήποτε και αυτές προέρχονται.

Σύμφωνα με την άποψη που παγίως κρατούσε τότε μπορεί ο προσηλυτισμός να


απαγορευόταν, κατά τη ρητή διάταξη του Συντάγματος, μόνο όταν επιχειρείτο κατά
της επικρατούσας θρησκείας, ωστόσο «ο ποινικός νόμος επί ευρυτέρων βάσεων
στηριζόμενος τιμωρεί τον προσηλυτισμό εν γένει, ουδεμίαν ποιούμενος διαστολήν
ανα μέσον της επικρατούσης θρησκείας και των άλλων θρησκειών». Την άποψη
αυτή είχε υιοθετήσει και το Ανώτατο Ακυρωτικό, το οποίο αποφάνθηκε, με την υπ'
αρ. 586/1931 απόφασή του, ότι σκοπός του ποινικού νομοθέτη ήταν «να
παρεμποδίση, δια ποινικού καταναγκασμού πάντα μεταξύ των ανεγνωρισμένων
υπό του Κράτους θρησκειών ή των διαφόρων θρησκευτικών συστημάτων
τελούμενον προσηλυτισμό, προς προστασίαν της ελευθερίας της θρησκευτικής
συνειδήσεως και πρόληψιν διαταράξεως της εννόμου τάξεως εκ των αμοιβαίων
τυχόν προσηλυτιστικών ενεργειών».

Αυτή όμως η γενικότητα της απαγορεύσεως του προσηλυτισμού που είχε


εισαγάγει ο ποινικός νομοθέτης δεν βρισκόταν σε αρμονία με τις διατάξεις των
Συνταγμάτων του 1844, 1864, και 1911, τα οποία απαγόρευαν όχι μόνο τον
προσηλυτισμό, αλλά και κάθε άλλη επέμβαση, πλην μόνο ενάντια στην
επικρατούσα θρησκεία. Από τη στιγμή λοιπόν που ο ποινικός νόμος απαγόρευε
εξίσου τον προσηλυτισμό ως προς όλες τις γνωστές θρησκείες, μην

59
Κ.Ν.Κωστής, Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου, τ. 1-2, τυπογραφείο Ανέστη
Κωνσταντινίδη, 1892-1893, Αθήνα, σ.191
Συγκεκριμένα, σημειώνει ότι «αιρεσιώται είναι απλώς οι οπαδοί οιασδήποτε εκκλησίας ή άλλου
θρησκεύματος, οι ακολουθούντες δηλαδή ωρισμένην αίρεσιν, ήτοι θρησκευτικόν ή φιλοσοφικόν
σύστημα».

26
προστατεύοντας ιδιαιτέρως την επικρατούσα και από «κάθε άλλη» επέμβαση,
όπως όριζε η σαφής συνταγματική απαγόρευση, είναι σίγουρο ότι εξέφραζε, έστω
και ως παραφωνία ένα «αλλότριο, ευρύτερο, φιλοσοφικό πνεύμα», το οποίο είναι
αμφίβολο αν το άντεχε η εποχή του.

Έτσι, η μεταξική δικτατορία, και προκειμένου να εναρμονίσει την ποινική


νομοθεσία με τη συνταγματική απαγόρευση του προσηλυτισμού κατά της
επικρατούσας θρησκείας, όπως αυτή, ρητώς πλέον, αποτυπωνόταν τότε στο
Σύνταγμα του 1911, το οποίο είχε, ήδη από το έτος 1935, επανατεθεί σε ισχύ,
προχώρησε το 1938 στην έκδοση του Α.Ν.1363/1938, ο οποίος απέδιδε, με το
Α.4, στον προσηλυτισμό την εξής έννοια: «Προσηλυτισμός είναι πάσα διά βίας ή
απειλών ή αθεμίτων μέσων ή διά παροχών ή δι ' υποσχέσεων και χρηματικών ή
άλλης φύσεως παροχών, διά μέσων και υποσχέσεων απατηλών, δι'
επιδαψιλεύσεως ηθικής και υλικής περιθάλψεως, διά καταχρήσεως της απειρίας ή
εμπιστοσύνης ή δι' εκμεταλλεύσεως της ανάγκης ή της πνευματικής αδυναμίας ή
κουφότητος και εν γένει η καθ’ οιονδήποτε τρόπον άμεσος ή έμμεσος
επιτυγχάνουσα ή μη προσπάθεια ή απόπειρα προς διείσδυσιν εις την
θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων ανηλίκων ή ενηλίκων επί σκοπώ συνειδητής
ή ασυνειδήτου μεταβολής του περιεχομένου της θρησκευτικής αυτών
συνειδήσεως, της θρησκευτικής των πίστεως, και προσαρμογής αυτών προς τας
ιδέας ή πεποιθήσεις του προσηλυτίζοντος6061».

Με τις ρυθμίσεις αυτές ο νομοθέτης, έχοντας ως στόχευση των πρωτοβουλιών του


την περιφρούρηση της θρησκευτικής ελευθερίας του ατόμου, την οποία θα
επιτύγχανε με τον ποινικό κολασμό κάθε ενέργειας, ικανής να παραβιάσει την
ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, ανήγαγε τον προσηλυτισμό σε
αυτοτελή μορφή εγκληματικής συμπεριφοράς. Είναι προφανές ότι για την
εφαρμογή της συνταγματικής απαγορεύσεως, όπως αυτή κυρώθηκε από τον

60
Ι.Θ.Παναγόπουλος, Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, Εκδόσεις Σάκκουλα,1980, Αθήνα, σ.598
61
Δ.Α.Μπακούλας, Η νομολογία του Αρείου Πάγου επί ποινικής και πολιτικής ύλης και Γνωμοδοτή-
σεις της Εισαγγελίας αυτού, τ. Α’ – ΚΕ’, 1947-1974, τ. Α' (1947), σ.228.
Το Α.4 του A. Ν.1363/1938, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια, κατήργησε, ως ειδικός νόμος, το
Α.198 του Ποινικού Νόμου (Ν. του 1836) «περί προσηλυτισμού και ερεθισμού σε εχθροπάθεια»

27
κοινό νομοθέτη, κρίσιμο μέγεθος συνιστά η έννοια του προσηλυτισμού εν όψει και
της συνταγματικός κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας, έκφανση της οποίας,
σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν πιο πάνω, αποτελεί βεβαίως και η διάδοση των
θρησκευτικών πεποιθήσεων και η θρησκευτική διδασκαλία.

1.3.4.Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου


Η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται και από νέες και παλαιές διεθνείς συμβά-
σεις που σύμφωνα με το Α.28 π.1 Συντ. υπερέχουν των ελληνικών νόμων. Σημαν-
τική αξία έχουν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου62 του 1950
(Α.9) και το Πρώτο Πρωτόκολλο63 του 1952 (Α2 εδ.1).
Συγκεκριμένα:
Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας (Α.9 ΕΣΔΑ)
«1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησ-
κείας, το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθή-
σεως, ως και την ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων με-
μονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ' ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και
της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία
εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει
αντικείμενο ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και
αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσία ασφάλε-
ια, την προάσπιση της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπιση των
δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.»
και:
Δικαίωμα στην εκπαίδευση (Α.2 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου ΕΣΔΑ)
«Ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος όπως εκπαιδευθεί. Παν Κράτος εν
τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ' αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της
μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως ε-
ξασφαλίζωσι την μόρφωση και εκπαίδευση ταύτη συμφώνως προς τας ιδίας αυ-
τών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις.»

62
Υπογράφηκε στη Ρώμη την 4η Νοεμβρίου 19501 Έναρξη ισχύος : 3.9.1953, σύμφωνα με το άρ-
θρο 66
63
Υπογράφηκε στο Παρίσι την 20η Μαρτίου 19521 Έναρξη ισχύος : 18.5.1954 σύμφωνα με το
άρθρο 6

28
Επίσης βάσει του Διεθνούς Συμφώνου (όπως κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 για
τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα:

«Άρθρο 18: 1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης
και θρησκείας. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία να έχει ή να υιοθετεί
κανείς τη θρησκεία ή την πεποίθηση της επιλογής του, καθώς και την ελευθερία να
εκδηλώνει τη θρησκεία ή την πεποίθησή του, ατομικά ή από κοινού με άλλους μέ-
σω της λατρείας, πράξεων ιεροτελεστίας, πρακτικής και διδασκαλίας.»

Ανάμεσα στο Α.13 Συντ. από τη μία και του Α.9 ΕΣΔΑ, Α.18 Δ.Συμφ. από την άλλη
υπάρχει ομοφωνία, αλλά όχι πλήρης64. Η διαφορά έγκειται στο ότι η συνταγματική
κατοχύρωση είναι λιγότερο ευρεία. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει μόνο τη θρησκευτική
συνείδηση, ενώ οι διεθνείς συμβάσεις κατοχυρώνουν την ελευθερία της σκέψης,
συνείδησης και πεποίθησης. Επίσης, οι διεθνείς συμβάσεις δεν περιέχουν την
απαγόρευση του προσηλυτισμού.

Η αλήθεια είναι πως το Σύνταγμα εγγυάται το minimum και όχι το maximum της
προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων. Άρα, λοιπόν, κανόνες δικαίου υποδεέσ-
τεροι του Συντάγματος μπορεί να μην δύνανται να μειώσουν τη προστασία, που
το ίδιο προσφέρει, μπορεί όμως να την διευρύνουν. Αν η διεύρυνση αυτή γίνει με
διεθνή σύμβαση που υπερισχύει, κατά το Α.28 π.1 Συντ. «πάσης αντιθέτου διατά-
ξεως νόμου», η διεύρυνση δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, αλλά εφαρμόζεται έναντι
αλλοδαπών μόνο υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Επίσης, στο Α.2 π.1 Συντ. κα-
τοχυρώνεται η ελευθερία συνειδήσεως, ως βασικό και θεμελιώδες συστατικό της
ανθρώπινης αξίας.

Το Α.9 π.1 ΕΣΔΑ προστατεύει κατά τρόπο απόλυτο τη θρησκευτική ελευθερία


στην εσωτερική της διάσταση65 (forum internum) και η οποία αφορά στην εσωτε-

64
Π.Δ.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Α΄, δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση,
Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2005, σ.442
65
Δ.Γκούμα, Η προστασία της θρησκευτική ελευθερίας: εξελίξεις και οσμώσεις μεταξύ ΕΣΔΑ & ελ-
ληνικής έννομης τάξης, Διπλωματική Εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2007,

29
ρική διάθεση του ατόμου ως προς τα ζητήματα των θρησκευτικών και ιδεολογικών
πεποιθήσεων. Με την αποτύπωση της ελευθερίας αυτής οι συντάκτες της ΕΣΔΑ
επιθυμούσαν να προστατέψουν το άτομο «ενάντια στη κρατική επιβουλή αλλά και
ενάντια στα απεχθή μέσα αστυνομικής έρευνας ή δικαστικής ανάκρισης που στε-
ρούν από τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο τον έλεγχο των πνευματικών του δυ-
νατοτήτων και της συνείδησής του».

Η διάκριση θρησκείας και πεποιθήσεων δεν είναι ευκρινής στην ΕΣΔΑ. Παρόλο
που δεν έχει και τόση σημασία, ας σημειωθεί πως από τη διατύπωση του Α.2 του
Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, αλλά και από τη νομολογία της Ε-
πιτροπής και του Δικαστηρίου προκύπτει πως η έννοια «πεποιθήσεις» είναι ευρύ-
τερη από την έννοια «θρησκεία».

1.3.5.Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου


1.3.5.1.Εισαγωγικά
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτελεί ένα διεθνές δι-
καστήριο, όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης66, που εκδικάζει προσφυγές διτ-
τού τύπου, τις ατομικές δηλαδή και τις διακρατικές, σύμφωνα με τις επιταγές της
ΕΣΔΑ. Ο προσφεύγων, αναλυτικότερα, δύναται να είναι είτε κράτος είτε ιδιώτης,
ωστόσο ο εναγόμενος πάντοτε ταυτίζεται με το κράτος, με παραβάσεις δηλαδή
που προέρχονται από κάποια δημόσια αρχή67/68. Εφόσον, λοιπόν, η προσφυγή σε
αμφότερες τις προβλεπόμενες περιπτώσεις στρέφεται κατά ενός κράτους, με το
αιτιολογικό της παραβίασης της ΕΣΔΑ, ενέχει έντονα πολιτικό περιεχόμενο, ιδίως
στην περίπτωση της διακρατικής προσφυγής.

Θεσσαλονίκη, σ.4
66
Πρόκειται για διεθνή οργανισμό, που συμπεριλαμβάνει 47 κράτη μέλη, από τα οποία τα 28 μετέ-
χουν επίσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
67
Κράτος εν στενή έννοια θεωρούνται τα ν.π.δ.δ. Επίσης για την οριοθέτηση του δημόσιου τομέα
βλ. Α.1 π.6 του Ν.1256/1982 και Α.51 του Ν.1892/1990
68
Γ.Ξ.Κτιστάκις, Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - με αφορμή τα 50 χρό-
νια του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Ανθρώπου, Εκδόσεις Παπαζήσης, 2009, Θεσσαλονίκη, σ.83
και επ.

30
Πάντως, τόσο στην περίπτωση της ατομικής όσο και στην περίπτωση της διακρα-
τικής προσφυγής η Σύμβαση δεν προβαίνει σε διάκριση χρησιμοποιώντας και για
τις δύο τη λέξη «application», υποδεικνύοντας τον ευρύτερο σκοπό της, που είναι
η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων από κάθε σκοπιμότητα πολιτική ή
μη69. Σκόπιμο είναι να αναφερθεί ότι διακρατική προσφυγή δεν ασκήθηκε ποτέ κα-
τά της Ελλάδος, ενώ η δήλωση για συνεπέστερη σύμπλευση με το κανονιστικό
περιεχόμενο της Σύμβασης70/71 μέσω της αναγνώρισης της ατομικής προσφυγής
εκ μέρους της χώρας μας, διενεργήθηκε το 1985 (20 Νοεμβρίου) με επανάληψή
της ανά τριετία.

Η ΕΣΔΑ72 μέχρι το 1998 λειτουργούσε μέσω δικαιοδοτικών οργάνων73, της Ευ-


ρωπαϊκής επιτροπής δικαιωμάτων του Ανθρώπου74, του ΕΔΔΑ και της επιτροπής

69
Γ.Ι.Μίντσης, Οι διακρατικές προσφυγές στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμά-
των του Ανθρώπου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2003, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.176 και επ.
70
Όπου αναφέρεται ο όρος Σύμβαση, εννοείται η ΕΣΔΑ, της οποίας η υπογραφή πραγματοποιή-
θηκε στις 4 Νοεμβρίου 1950 στη Ρώμη, δύο χρόνια δηλαδή μετά την υπογραφή της Οικουμενικής
Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ το 1948. Η ΕΣΔΑ ετέθη σε ισχύ το Σεπτέμ-
βριο του 1953 και αριθμεί 47 συμβαλλόμενα κράτη, όσα δηλαδή συμπεριλαμβάνονται στο Συμβού-
λιο της Ευρώπης. Στην Ελλάδα η Σύμβαση κυρώθηκε για πρώτη φορά με το Ν.2329/1953 και εκ
νέου κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης με το Ν.Δ.53/1974, αφού είχε σημειωθεί αποχώρησή
της εν όψει της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, γεγονός που δικαιολογείται και από την ιστορική
εξέλιξη της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, η ιδέα της ενιαίας ευρωπαϊκής προστασίας των θεμελιωδών δι-
καιωμάτων γεννήθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου σημειώθηκαν
αφόρητη παράβαση και καταδυνάστευσή τους.
Διαφαινόταν, λοιπόν, η ανάγκη προάσπισης των δημοκρατικών καθεστώτων και της ειρηνικής συ-
νύπαρξης των κρατών (κάτι που διατυπώνεται και στο προοίμιο της Σύμβασης) σε ένα ενιαίο
πλέγμα εδραιοποίησης των ανθρώπινων αξιών προς αποφυγή ενός νέου, ακόμη πιο καταστροφι-
κού πολέμου. Βάσει των ανωτέρω το ΕΔΔΑ αντιμετωπίζει κάθε υπόθεση ανάλογα με τις ισχύουσες
κοινωνικοπολιτικές συνθήκες χρησιμοποιώντας τη Σύμβαση ως ένα ζωντανό εργαλείο (Tyrer κατά
Ηνωμένου Βασιλείου, 1978) σε συνάρτηση με τις εκάστοτε ανάγκες στον τομέα των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων (πχ ο υπό εξέλιξη κλάδος του δικαίου «δίκαιο του περιβάλλοντος», που έχει συνδεθεί
άμεσα με τις συνθήκες διαβίωσης και την αειφόρο ανάπτυξη,
71
Χ.Λ.Ροζάκης, H νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: Κλίνη
του Προκρούστη ή Συμβολή στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση;, Περιοδικό Νομικό Βήμα, (ΝοΒ),
57/2009, σ.1833 και επ.
72
Όπου Δικαστήριο, εννοείται το ΕΔΔΑ

31
Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η Επιτροπή, η διαδικασία ενώπιον της
οποίας σημειώνεται και στις δύο υπό εξέταση υποθέσεις περί προσηλυτισμού, ε-
πιλαμβανόταν τον έλεγχο των προσφυγών, ατομικών και διακρατικών, διατυπώ-
νοντας γνώμη επί του παραδεκτού και του βασίμου αυτών και απορρίπτοντας τις
απαράδεκτες ή προδήλως αβάσιμες. Η γνώμη της Επιτροπής, μη δεσμευτική για
το ΕΔΔΑ, διατυπωνόταν σε μορφή έκθεσης, μετά την υποβολή της οποίας στο
συμβούλιο των Υπουργών κάθε ενέχων έννομο συμφέρον είχε τη δυνατότητα εν-
τός ανατρεπτικής προθεσμίας τριών μηνών να κινήσει τις διαδικασίες για μεταφο-
ρά της υπόθεσης στο ακροατήριο75.

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ δεν εκτελο-
ύνται υποχρεωτικά κατά του κράτους για το οποίο εξεδόθησαν. Η εφαρμογή τους
επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών εάν θα τις εφαρμόσουν. Αυτό οφεί-
λεται στο γεγονός ότι η ευρωπαϊκή έννομη τάξη δεν στηρίζεται μόνο στις αποφά-
σεις του Δικαστηρίου αλλά και στην πολιτική των ίδιων των ευρωπαϊκών Κυβερ-
νήσεων που από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Όποιο κράτος δεν σέβεται τις
αποφάσεις του Δικαστηρίου ουσιαστικά το μόνο που πετυχαίνει είναι να θέτει ένα
καίριο πλήγμα κατά της ίδιας της ταυτότητάς του ως τμήμα του ευρωπαϊκού πολι-
τιστικού χώρου.

Η Ελλάδα αποτελεί και αυτή τμήμα της ευρωπαϊκής αυτής δημόσιας τάξης και το
δίκαιό της βρίσκεται σε διαρκή έλεγχο. Το Σύνταγμα, οι αποφάσεις των ανωτάτων

73
Η Επιτροπή καταργήθηκε το 1993, τη χρονιά που κυρώθηκε η συνθήκη του Μάαστριχτ, με την
οποία δημιουργείται και η έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, ωστόσο η αφετηρία της λειτουργίας
του νέου ΕΔΔΑ τοποθετείται το 1998
74
Διακρίνεται από την Επιτροπή του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, η οποία
λειτουργεί οιονεί δικαστήριο επιλαμβανόμενη ατομικές ή συλλογικές προσφυγές (προσφυγές δη-
λαδή που πραγματώνονται είτε ατομικά είτε από ομάδες ατόμων) για παραβάσεις του διεθνούς
συμφώνου, η οποία αφορούσε την αντίθεση πρακτικής θρησκευτικής λατρείας προς πολιτειακό
νομοθέτημα που προστάτευε ουσιαστικά τη δημόσια τάξη και υγεία – προβλεπόταν από πολιτειακό
νόμο η απαγόρευση της χρήσης κάνναβης, η οποία κρινόταν απαραίτητη για την τέλεση λατρευτι-
κών πράξεων της εν λόγω θρησκευτικής κοινότητας).
75
Ι.Δ.Σαρμάς, Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Ε-
πιτροπής, Αντ.Σάκκουλα, 1998, Αθήνα, σ.9 και επ.

32
δικαστηρίων της και η γενικότερη πολιτική του ελληνικού κράτους έναντι των
θρησκευτικών μειονοτήτων και των άλλων ομάδων βρίσκεται σε διαρκή ευρωπαϊ-
κή παρακολούθηση. Όπως προαναφέρθηκε, η χώρα μας παρόλο που στο Α.13
του Συντάγματος έχει θεσπίσει την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και
λατρείας, πολλές φορές έχει δείξει ότι δε σέβεται το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα και
οι πολίτες της προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ για να δικαιωθούν.

Ελλείψει της Επιτροπής, σήμερα, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ ως προς το πρώτο σκέ-
λος τους είναι αναγνωριστικές, διαπιστώνουν δηλαδή την παράβαση ή μη της
Σύμβασης. Αν διαπιστωθεί παράβαση, προχωρούν στο διαγνωστικό τους κομμάτι,
στο οποίο αναλύεται η φύση της παραβάσεως, η οποία είναι διεθνούς δικαίου και
από αυτή εκπορεύονται οι υποχρεώσεις εκ μέρους του συμβαλλομένου κράτους
της λήξης της, της άρσης των συνεπειών της, καθώς και της μη επανάληψής της
στο μέλλον.

Η διαδικασία της προσφυγής στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προϋπο-


θέτει εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων ή ανυπαρξία ένδικου βοηθήμα-
τος, ικανού να προσφέρει έννομη προστασία σε συγκεκριμένη υπόθεση 76. Ο κα-
νόνας αυτός διατυπώνεται στο Α.35 π.1 της Σύμβασης, εξυπηρετεί την προστασία
της εθνικής έννομης τάξης και τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα παραίτησης
από αυτόν. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το θέμα της μη εξάντλησης των εσωτερικών
ένδικων μέσων στην υπόθεση Βαλλιανάτος κ.λπ. κατά Ελλάδος (7.11.2013) σχετι-
κά με την απουσία από το νόμο περί συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης του 2008 77
ρύθμισης σχετικής με τη σύναψη συμφώνου από ομόφυλα ζευγάρια. Η Κυβέρνη-
ση προέβη σε ένσταση μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων, λόγω της

76
Υπόθεση Βαλλιανάτος κλπ κατά Ελλάδος - σκέψη 54: «…Μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών σχετικά με
τις πιθανότητες ευδοκίμησης ενός συγκεκριμένου ένδικου μέσου, το οποίο δεν είναι προφανώς
καταδικασμένο σε αποτυχία, δεν αποτελεί έγκυρο λόγο που να δικαιολογεί τη μη χρήση των εθνι-
κών ενδίκων μέσων …Τέλος, αυτός που άσκησε ένα ένδικο μέσο ικανό να επανορθώσει άμεσα –
και όχι εμμέσως- την επίδικη κατάσταση δεν υποχρεούται να εξαντλήσει άλλα ένδικα μέσα, τα οπο-
ία είναι μεν διαθέσιμα, αλλά αμφιβόλου αποτελεσματικότητας»
77
Ν.3719/2008: «Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις»

33
μη απουσίας πραγματικής προσφυγής προβλεπόμενης από το εθνικό δίκαιο
(σκέψη 38).

Το Δικαστήριο δέχθηκε τη μη ύπαρξη εσωτερικού ένδικου μέσου για τους προσ-


φεύγοντες, ωστόσο ο δικαστής Pinto De Albuquerque διατύπωσε τη γνώμη ότι
αφενός η μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων στη συγκεκριμένη περίπ-
τωση ήταν γεγονός ερειδόμενο μάλιστα στη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων,
αφετέρου ότι το Δικαστήριο, με την εν λόγω απόφασή του και την τεκμηρίωση επί
αυτής, εισήγαγε ένα νέο είδος απόφασης επί απευθείας προσφυγής βάσει νομο-
θετήματος άμεσης εφαρμογής (που δεν έχει δηλαδή την ανάγκη εκτελεστικών αυ-
τού μέτρων για την επέλευση των έννομων συνεπειών του), το οποίο παραβιάζει
τη Σύμβαση. Συγκεκριμένα, απόφαση τέτοιου είδους αποτελεί παρεμβολή του Δι-
καστηρίου στο εσωτερικό νομοθετικό έργο, αφού ρυθμίζει ζήτημα αρρύθμιστο από
τον εθνικό νομοθέτη78.

Συγκροτείται, λοιπόν, μια ευρωπαϊκή δημόσια τάξη, η οποία ενσωματώνει την


προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και την αντιμετώπιση της κάθε είδους
παράβασής τους με έναν ενιαίο τρόπο, εδραζόμενο πάντα και στην εθνική δικαιο-
ταξία, όπως αυτή διαμορφώνεται επηρεασμένη από τις εκάστοτε κοινωνικές, πολι-
τικές, οικονομικές συνθήκες, βάσει της αρχής του πλουραλισμού. Η ΕΣΔΑ είναι μια
Σύμβαση υπερνομοθετικής ισχύος, που σημαίνει κατ’ αρχήν ότι είναι υπέρτερη
κάθε τυπικού ή ουσιαστικού νόμου, διατυπώνεται δε και η άποψη της υπερσυν-
ταγματικής ισχύος της, η οποία απορρέει από τις προσπάθειες κατάρτισης ενός
ενιαίου Ευρωπαϊκού Συντάγματος, που δεν καρποφόρησαν. Τα

Το Σύνταγμα αυτό θα διέθετε τυπικά υπέρτερη ισχύ έναντι των εθνικών Συνταγμά-
των (suprema lex) και σχέδιό του είχε καταρτισθεί το 2003 μέσα στο πλαίσιο της
ευρωπαϊκής ενοποίησης. Σε κάθε περίπτωση είναι αδιαμφισβήτητη η επίδραση

78
Η Σύμβαση βάσει του A.28 π.1 του Συντάγματος συνιστά τμήμα του εσωτερικού δικαίου και δια-
θέτει υπερνομοθετική ισχύ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι, εφόσον δεν καθίσταται ρητώς ότι έχει
υποδεέστερη ισχύ του εθνικού Συντάγματος, που αποτελεί τον υπέρτατο νόμο του κράτους, ο Ευ-
ρωπαϊκός Δικαστής έχει το δικαίωμα να προβαίνει αυτεπαγγέλτως σε διόρθωση της εθνικής νομο-
θεσίας συλλήβδην.

34
του κανονιστικού περιεχομένου της Σύμβασης στην εσωτερική τάξη των κρατών-
μελών79, αλλά και η επίδραση των εθνικών Συνταγμάτων στην Ευρωπαϊκή νομο-
θεσία και νομολογία.

Αξιοσημείωτη είναι η νομολογιακή αναγνώριση εκ μέρους του ΕΔΔΑ της αρνητι-


κής θρησκευτικής ελευθερίας80, του δικαιώματος δηλαδή όχι στην εκδήλωση, αλλά
στην απόκρυψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων και στον μη εξαναγκασμό σε
πράξεις ή παραλείψεις που δε συνάδουν με τα θρησκευτικά πιστεύω ορισμένου
ατόμου, με αντιπροσωπευτικότερη την υπόθεση Buscarini, λόγω του αιτιολογικού
της81. Η θρησκευτική ελευθερία δηλαδή είναι και ταυτόσημη με το σεβασμό των
ορίων που θέτει κάθε άτομο στην εκδήλωση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων.
Άλλωστε, όπως έχει ήδη υπογραμμισθεί, η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται
στο σύνολό της, όχι μόνο ως προς την εκδήλωση, αλλά και ως προς την απόκρυ-
ψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων.

79
Ν.Κ.Κλαμαρής – Δ.Α.Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκ-
κουλα Α.Ε., 2014, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.11 και επ.
Συγκεκριμένα στη σ.27: «…η ισχύς των κανόνων της ΕΣΔΑ στο εσωτερικό των εννόμων τάξεων
των συμβαλλομένων κρατών επηρεάζει τα χαρακτηριστικά των τελευταίων, αφού συμβάλλει στον
εμπλουτισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, που αποτελούν δομικά στοιχεία τους. Έτσι,
μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι η έννοια της δημόσιας τάξεως έχει μεν εθνική προέλευση, ταυ-
τόχρονα όμως επηρεάζεται αποφασιστικά από τις θεμελιώδεις αρχές και τους κανόνες της ΕΣ-
ΔΑ….»
80
Παρομοίως το General Comment 22, που ερμηνεύει το άρθρο 18 του Συμφώνου για τα Ατομικά
και Πολιτικά Δικαιώματα { CCPR General Comment No. 22: Article 18 (Freedom of Thought, Con-
science or Religion), 30.7.1993} αναφέρει την ασυμβατότητα του εξαναγκασμού στο ζήτημα των
θρησκευτικών πεποιθήσεων προς τη θρησκευτική ελευθερία ∙ η έννοια του αθέμιτου προσηλυτισ-
μού με τη μορφή της απαγόρευσης του εξαναγκασμού εντοπίζεται σε νομοθεσία διάφορων της
Ελλάδος κρατών: Cairo Declaration on Human Rights in Islam (1990) article 10: «Islam is the reli-
gion of unspoiled nature. It is prohibited to exercise any form of compulsion on man or to exploit
his poverty or ignorance in order to convert him to another religion or to atheism.», ο αντίστοιχος
Μολδαβικός νόμος χρησιμοποιεί τη λέξη proselytism αντί της compulsion θέτοντας μάλλον ένα πιο
ασαφές κανονιστικό περιεχόμενο στη συγκεκριμένη διάταξη, διότι η φράση «ο υπερβολικός προ-
σηλυτισμός» απαγορεύεται, προϋποθέτει αφενός ορισμό της έννοιας του προσηλυτισμού, αφετέ-
ρου την οριοθέτησή του, διότι πρόκειται για περισσότερο αφηρημένη έννοια, γεγονός που παρατη-
ρείται και στην ξένη βιβλιογραφία.
81
Υπόθεση Buscarini and Others v. San Marino,18.2.1999

35
Tο υπό εξέταση δικαίωμα στο τρέχον κεφάλαιο διαθέτει ένα ευρύ φάσμα αναλύ-
σεων τόσο στη βιβλιογραφία όσο και στη νομολογία, ωστόσο λόγω του γεγονότος
ότι δεν αποτελεί το κεντρικό αντικείμενο της παρούσας, δε θα αναλυθεί περαιτέ-
ρω, καθώς αναφέρθηκαν τα στοιχεία που κρίθηκαν ως μεταβατικά στο θέμα του
προσηλυτισμού, η εννοιολογική, καθώς και η νομική προσέγγιση του οποίου είναι
αναπόσπαστα συνδεδεμένες με το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας, αφού
μάλιστα η συνταγματική ρύθμιση σχετικά με τον προσηλυτισμό βρίσκεται διατυ-
πωμένη στο κεφάλαιο του Συντάγματος, που αφιερώνεται στα ανθρώπινα δικαιώ-
ματα και συγκεκριμένα στο άρθρο περί θρησκευτικής ελευθερίας. Επίσης, δεν κρί-
νεται σκόπιμο να γίνει αναφορά σε νομολογία του ΕΔΔΑ με πυρήνα το δικαίωμα
της θρησκευτικής ελευθερίας και τις καταδίκες της Ελλάδος, αφού στο επόμενο
κεφάλαιο θα εξετασθούν αρκετά διεξοδικά υποθέσεις σχετικές με τον προσηλυ-
τισμό.

1.3.5.2.Νομολογία ΕΔΔΑ και Ελλάδα


Η ιδιαίτερη σχέση Εκκλησίας-Κράτους, όπως και όλο το κοινωνικοπολιτικό πλέγμα
που περιβάλλει τον θεσμό της απόλαυσης της θρησκευτικής ελευθερίας στην Ελ-
λάδα, έχει αντίκτυπο πέραν της ελληνικής έννομης τάξης και στη νομολογία του
ΕΔΔΑ. Υπάρχουν πολλά ζητήματα, που εφάπτονται της θρησκευτικής ελευθερίας,
τα οποία και έχουν απασχολήσει το ΕΔΔΑ, τις περισσότερες όμως φορές μάλλον
αρνητικά, αφού καταδικάστηκε σε αποζημίωση η Ελλάδα. Προκαλούν ιδιαίτερο
ενδιαφέρον τόσο οι αποφάσεις όσο και οι γνώμες που διατυπώνονται. Αρκετοί νο-
μικοί επιστήμονες ασχολήθηκαν κατά καιρούς με αυτές.

Η ίδρυση ναών και ευκτήριων οίκων (Μανουσάκης και λοιποί κατά Ελλάδος), η
ποινικοποίηση του προσηλυτισμού (Κοκκινάκης κατά Ελλάδος), η Μουσουλμανική
μειονότητα της Θράκης (Σερίφ κατά Ελλάδος), οι αντιρρησίες συνείδησης (Βαλσά-
μης, Ευστρατίου κατά Ελλάδος) αποτελούν μερικά μόνο από τα θέματα με τα οπο-
ία ασχολήθηκε το ΕΔΔΑ και προκαλούν μέχρι σήμερα νομολογιακό και επιστημο-
νικό ενδιαφέρον. Παρακάτω θα αναλυθεί η υπόθεση «Κοκκινάκης κατά Ελλάδος»,
αφού είναι η μόνη που αφορά το θέμα της παρούσας εργασίας, τον προσηλυτισ-
μό.

36
Ο έλεγχος της απαγόρευσης των διακρίσεων, λόγω πεποιθήσεων, παρουσιάζει
σημαντικές διαβαθμίσεις. Όταν εξετάζονται υποθέσεις άμεσων διακρίσεων σε βά-
ρος των μειονοτήτων, το περιθώριο εκτίμησης των κρατών είναι υπερβολικά στε-
νό. Το Δικαστήριο δίνει την εντύπωση ότι θεωρεί a priori ύποπτες διακρίσεων τις
επεμβάσεις στο πεδίο του δικαιώματος στην περιουσία (Darby), της πρόσβασης
σε δικαστήριο (Καθολική Εκκλησία των Χανίων) και της οικογενειακής ζωής (Hof-
mann) των θρησκευτικών μειονοτήτων. Είναι ενδεικτικό ότι στην Απόφαση Hof-
mann το Δικαστήριο σημειώνει ότι «παρά τον ενδεχόμενο αντίλογο, η διάκριση
που στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην θρησκεία δεν είναι ανεκτή» . Αντίθετα, το πε-
ριθώριο εκτίμησης των κρατών διευρύνεται όταν το «θύμα» των άμεσων διακρί-
σεων είναι νομικό πρόσωπο συνδεδεμένο με την επίσημη Εκκλησία της χώρας
(Ιερές Μονές).

Εξαιτίας ακριβώς της στενής αυτής σχέσης, κρίνεται ότι οι εθνικές αρχές είναι πο-
λύ πιο κοντά στις «τοπικές ανάγκες» από ό,τι το Δικαστήριο. Στην προκειμένη πε-
ρίπτωση, το τεκμήριο μοιάζει να αντιστρέφεται: η διάκριση είναι, κατά βάση, εύλο-
γη και αιτιολογημένη. Αυτό αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Τέλος, το
περιθώριο εκτίμησης των κρατών διευρύνεται υπερβολικά στις περιπτώσεις των
έμμεσων διακρίσεων. Παλαιότερα η Επιτροπή και το τώρα το Δικαστήριο απορ-
ρίπτουν συστηματικά τις σχετικές προσφυγές. Η απορριπτική στάση της νομολο-
γίας στις προσφυγές με αντικείμενο τις έμμεσες διακρίσεις έχει δύο αντιτιθέμενες
συνέπειες: αφ’ ενός δεν επιτρέπει την εξασθένηση της προστασίας του άρθρου 9
ΕΣΔΑ, που αποσκοπεί πρωτίστως στην αντιμετώπιση των άμεσων και σοβαρών
προσβολών της θρησκευτικής ελευθερίας, αφ’ ετέρου δεν προσφέρει λύσεις στην
προστασία όλων εκείνων των μειονοτήτων, οι οποίες, λόγω πολιτικής αδυναμίας,
δεν δύνανται να ασκήσουν πίεση για την τροποποίηση, μέσα από την δημοκρατι-
κή διαδικασία, των «ενοχλητικών» γενικών μέτρων.

Η Απόφαση Θλιμμένος δημιουργεί νέα δεδομένα στην νομολογία της ΕΣΔΑ για τις
έμμεσες διακρίσεις. Είναι η πρώτη φορά που κρίνεται ότι ένα γενικό μέτρο εισάγει
διακρίσεις, αν δεν προβλέπει εξαιρέσεις λόγω πεποιθήσεων. Βεβαίως, η συγκεκ-
ριμένη Απόφαση αφορά το πλαίσιο του στρατού και συνδέεται με τις ευρύτερες

37
πολιτικές εξελίξεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τους αντιρρησίες συνείδησης.
Αν όμως επεκταθεί η νομολογία αυτή και σε άλλους χώρους (π.χ. φορολογία), τότε
οι προσφεύγοντες θα πρέπει να αποδεικνύουν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η
δράση συνιστά εκδήλωση των πεποιθήσεών τους. Πιθανότητα, τα κράτη θα απο-
λαμβάνουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης αλλά ο έλεγχος των περιορισμών της
θρησκευτικής ελευθερίας (Α.9 π.2 ΕΣΔΑ) δεν θα είναι πλημμελής.

38
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ο Προσηλυτισμός

2.1.Εισαγωγικά - Ιστορική εξέλιξη


Προσηλυτισμός εν γένει σημαίνει προσεταιρισμός, ρυμούλκηση ενός ατόμου στις
απόψεις άλλου με τη διδασκαλία και τη πειθώ82. Είναι η πνευματική και πρακτική
λειτουργία που αποβλέπει στην επιρροή συνείδησης, κυρίως ως προς το θρησκε-
υτικό της περιεχόμενο. Προέρχεται από το ρήμα «προσηλυτίζω», το οποίο και
σημαίνει πως κάνω κάποιον προσήλυτο, οπαδό. Τον κάνω να ασπασθεί το θρησ-
κευτικό μου δόγμα. Προέρχεται από το «προσήλυτος», που σημαίνει ο «αφιχθε-
ίς»83. Σήμερα ο όρος «προσηλυτισμός» χρησιμοποιείται για να περιγράψει αποκ-
λειστικά αποδοκιμαζόμενες μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς. Σηματοδοτεί τη
δόλια και μεθοδευμένη προσπάθεια διείσδυσης στη θρησκευτική συνείδηση του
ατόμου.

Η εμφάνιση του φαινομένου του θρησκευτικού προσηλυτισμού εντοπίζεται στον


ιουδαϊκό κόσμο κατά την εποχή της διασποράς υπό την επίδραση του πνεύματος
του Διεθνισμού. Το φαινόμενο παρατηρείται και στη χριστιανική θρησκεία: «Πορε-
υθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματ 28, 19). Ως όρος χρησιμοποιήθηκε,
κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, για να προσδιορίσει τη μεταστροφή ε-
νός ανθρώπου μιας άλλης πίστης στον χριστιανισμό. Στους επόμενους αιώνες
απέκτησε αρνητική χροιά84. Χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη διαδικασία απο-
δοχής μιας ορισμένης θρησκευτικής διδασκαλίας με αθέμιτα μέσα στη θρησκευτι-
κή συνείδηση άλλου. Έτσι λοιπόν, προσηλυτισμός θεωρείται η πνευματική και
πρακτική εκείνη λειτουργία, που αποβλέπει στην επιρροή της θρησκευτικής συνε-
ίδησης με απατηλά και δόλια μέσα.

82
Α.Ν.Μαρίνος, Η έννοια του θρησκευτικού προσηλυτισμού κατά το νέο Σύνταγμα, Περιοδικό Ελ-
ληνική Δικαιοσύνη, (ΕλλΔνη), 25, 1984, σ. 4
83
Γ.Κατράς, Προσηλυτισμός και Ιεραποστολή, Περιοδικό Ελληνική Δικαιοσύνη, (ΕλλΔνη), 21, 1980,
σ. 690
84
Α.Β.Παπατόλιος, Ιεραποστολή και θρησκευτική ελευθερία: κοινωνιολογική διερεύνηση, Διδακτο-
ρική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2016, Θεσσαλονίκη, σ. 182 και επ.

39
2.2.Συνταγματική ιστορία προσηλυτισμού
Στο Σύνταγμα του 1844, για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη 85, εμφανίζε-
ται ο όρος «προσηλυτισμός»86, η απαγόρευση του οποίου πρόκειται ουσιαστικά
για σχετικοποίηση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, σύμφωνα με το
οποίο απαγορευόταν κάθε προσηλυτιστική ενέργεια, καθώς και κάθε άλλη επέμ-
βαση εις βάρος της επικρατούσας θρησκείας.
Ακολούθησε η επανάληψη της εν λόγω ρύθμισης στα Συντάγματα του 1864,
191187, 195288, ενώ στο Σύνταγμα του 1927 δε συμπεριελήφθη η απαγόρευση
κατά της επικρατούσας θρησκείας, αλλά διατυπώθηκε μια γενική απαγόρευση του
προσηλυτισμού. Σημαντική διαφοροποίηση, ωστόσο, σημειώνεται με το ισχύον
Σύνταγμα του 1975, όπως ισχύει μετά τις αναθεωρήσεις του, το οποίο επέφερε
«χαλάρωση» των σχέσεων κράτους – εκκλησίας με την απαλοιφή των προνομίων
που επιφύλασσε υπέρ της επικρατούσας θρησκείας, η εννοιολογική προσέγγιση
της οποίας έχει πλέον μεταβληθεί. Συγκεκριμένα, με το Α.13 του ισχύοντος Συν-
τάγματος απαγορεύεται ο προσηλυτισμός γενικά, χωρίς να ορίζεται κάτι περαιτέ-
ρω, συνάγεται ερμηνευτικά δε ότι η διάταξη καλύπτει τόσο την επικρατούσα
θρησκεία, όσο και κάθε άλλη γνωστή θρησκεία. Δεν υπάρχει, συνεπώς, και δεν
υπήρξε μέχρι στιγμής σαφής ορισμός της έννοιας του προσηλυτισμού μέσα από
τον υπέρτατο και θεμελιώδη νόμο του κράτους89.

85
Β.Κουκουσάς, Πτυχές της Βυζαντινής και Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Eκδόσεις Ostracon Publish-
ing p.c., 2014, σ. 723 επ.
Συγκεκριμένα: «…Η δημιουργία του ελληνικού κράτους ανάγεται στο έτος 1830. Πριν από αυτό,
αναφέρεται ως παράδειγμα ενεργειών που ιστορικά χαρακτηρίστηκαν ως προσηλυτιστικές, οι πρά-
ξεις του καρδιναλίου Βησσαρίωνος, πρώην ορθοδόξου μητροπολίτη Νίκαιας κατά το δεύτερο μισό
του ΙΕ αιώνα, με χαρακτηριστική την απόδοση υποτροφιών σε φιλοδυτικούς ιερείς, με σκοπό την
πλήρωση θέσεων πρωτοπαπάδων στην Κρήτη…»
86
Ι.Μ.Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2000, Αθήνα –
Κομοτηνή, σ. 61
87
Κατά την ισχύ αυτού του Συντάγματος νομοθετήθηκε (από τον κοινό νομοθέτη, διότι από το συν-
τακτικό είχε ήδη νομοθετηθεί) η απαγόρευση του προσηλυτισμού
88
Αλλά και στα επί δικτατορίας των συνταγματαρχών 1968 και 1973
89
Κ.Ν.Κυριαζόπουλος, Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων,
Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1999, σ.155-156

40
Η νομοθετική ρύθμιση του προσηλυτισμού, που ισχύει έως σήμερα90, εκ μέρους
του κοινού νομοθέτη επήλθε επί δικτατορίας του Μεταξά με δύο αναγκαστικούς
νόμους, νόμους δηλαδή που εκδίδονται απευθείας από την κυβέρνηση, τους Α.Ν.
1363/1838 και 1672/1939, οι οποίοι ποινικοποίησαν τον προσηλυτισμό στην ελ-
ληνική έννομη τάξη όχι όμως για πρώτη φορά, αφού προϋπήρχαν ήδη οι διατάξεις
149, 195, 19891 του Ποινικού Νόμου του 1834.

Βάσει Α.4 του Α.Ν. 1636/1938: «Προσηλυτισμός είναι πάσα διά βίας ή απειλών ή
αθεμίτων μέσων ή διά παροχών ή δι ' υποσχέσεων και χρηματικών ή άλλης φύ-
σεως παροχών, διά μέσων και υποσχέσεων απατηλών, δι' επιδαψιλεύσεως ηθι-
κής και υλικής περιθάλψεως, διά καταχρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι'
εκμεταλλεύσεως της ανάγκης ή της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητος και εν
γένει η καθ’ οιονδήποτε τρόπον άμεσος ή έμμεσος επιτυγχάνουσα ή μη προσπά-
θεια ή απόπειρα προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων
ανηλίκων ή ενηλίκων επί σκοπώ συνειδητής ή ασυνειδήτου μεταβολής του περιε-
χομένου της θρησκευτικής αυτών συνειδήσεως, της θρησκευτικής των πίστεως,
και προσαρμογής αυτών προς τας ιδέας ή πεποιθήσεις του προσηλυτίζοντος».

Βάσει Α.2 π.1 του Α.Ν. 1672/1939: «Ο ενεργών προσηλυτισμόν τιμωρείται δια φυ-
λακίσεως και χρηματικής ποινής χιλίων μέχρι πεντήκοντα χιλιάδων δραχμών, έτι
δε και δι’ αστυνομικής επιτηρήσεως, ης η διάρκεια από εξ μηνών μέχρι ενός έτους
ορίζεται δια της καταδικαστικής απόφασης» και βάσει Α2. π.2 του Α.Ν. 1672/1939:

Εδώ αναφέρεται η έλλειψη ορισμού για τον προσηλυτισμό τόσο εκ μέρους του ισχύοντος Συντάγ-
ματος όσο και από τα προγενέστερα, έλλειψη η οποία κρίνεται σκόπιμη εκ μέρους του εκάστοτε
συντακτικού νομοθέτη
90
Οι επιφυλάξεις έχουν διατυπωθεί μόνο σε θεωρητικό επίπεδο βασιζόμενες στο Α.111 του ισχύ-
οντος Συντάγματος. Η νομολογιακή πρακτική πάντως δεν έχει διαπιστώσει λήξη της ισχύος, η οπο-
ία ορθότερα μπορεί να επέλθει με νέο τυπικό νόμο (μειοψηφία ΑΠ 421/1991).
91
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.226 και επ.
Αναφέρεται ότι το άρθρο αυτό εισήγαγε την έννοια του «αιρεσιώτου». Επρόκειτο για μια ιδιότητα
που προϋποτίθετο να συντρέχει στο υποκείμενο της τέλεσης του προσηλυτισμού και η ερμηνεία
της αποδόθηκε από τη νομολογία του Αρείου Πάγου.

41
«Προσηλυτισμός ιδία είναι η δια πάσης φύσεως παροχών η δι’ υποσχέσεως τοιού-
των ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως δια μέσων απατηλών, δια καταχρήσε-
ως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι’ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματι-
κής αδυναμίας ή κουφότητας άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυση εις
τη θρησκευτική συνείδηση ετερόδοξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου
αυτής».

Αξιοσημείωτο για τον προσηλυτισμό είναι το γεγονός ότι δε συγκαταλέγεται στα


εκκλησιαστικά αδικήματα, τα οποία βρίσκονται θεμελιωμένα στους ιερούς κανόνες
και επιβάλλουν εκκλησιαστικές ποινές, αλλά αποτελεί εύρημα του πολιτειακού νο-
μοθέτη, ανήκει δηλαδή στην πολιτειακή δικαιοταξία και όχι στην εκκλησιαστική 9293.
Ο κανονικός νομοθέτης, δηλαδή, «δε διώκει διά θετικών διατάξεων τον προσηλυ-
τίζοντα» και το εκκλησιαστικό αδίκημα στο οποίο προσιδιάζει η πολιτειακή θεσμο-
θέτηση του αδικήματος του προσηλυτισμού είναι η αίρεση, η δογματική δηλαδή
απόκλιση από την ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία, όχι όμως σε βαθμό που ο α-
ποκλίνων να αποκόπτεται από τη χριστιανική θρησκεία γενικώς94.

Το ισχύον Σύνταγμα απαγορεύει ορισμένες θρησκευτικές εκδηλώσεις. Πέραν του


ότι απαγορεύει την άσκηση λατρείας με τρόπο που να προσβάλλει τη δημόσια τά-
ξη ή τα χρηστά ήθη, απαγορεύει και τον προσηλυτισμό. Μάλιστα, όχι μόνο εκείνον
που κατευθύνεται κατά της επικρατούσας θρησκείας, αλλά κατά οποιασδήποτε
άλλης θρησκείας ακόμα και υπέρ του ορθόδοξου δόγματος. Για τη συνταγματική

92
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, βέβαια, εκκλησιαστική και πολιτειακή δικαιοταξία συνέπλεαν, με χα-
ρακτηριστικά παραδείγματα τη Νεαρά 131 του Ιουστινιανού, την επικύρωση των κανόνων της Πεν-
θέκτης Συνόδου από την Εκλογή των Ισαύρων και τις Νεαρές του Λέοντος του Σοφού ή Φιλοσόφο-
υ, πολλές από τις οποίες προέβαιναν σε ευθεία παραπομπή των ιερών κανόνων, ανάγοντας τις
εκκλησιαστικές κυρώσεις σε πολιτειακά νομοθετήματα ουσιαστικά, γεγονός που ενείχε σημασία
εκείνη την περίοδο, εξαιτίας του θρησκευτικού συναισθήματος που διέπνεε την κοινωνία
(π.χ.Νεαρά 90 του Λέοντος ΣΤ)
93
Γ.Α.Πουλής, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2008, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,
σ.21 και επ
94
Π.Ι.Παναγιωτάκος, Σύστημα του εκκλησιαστικού Δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, Το Ποι-
νικόν Δίκαιον της Εκκλησίας, Εκδόσεις Πουρναρά, 2004, Θεσσαλονίκη σ.336

42
απαγόρευση υπάρχει παλαιότερη του Συντάγματος και του Ποινικού Κώδικα κύ-
ρωση.

Προσηλυτισμό με την έννοια του Συντάγματος δεν διαπράττει αυτός που απλώς
διακηρύσσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή ομολογεί την πίστη του, όσο δη-
μόσια και αν είναι αυτή η εκδήλωση. Η διακήρυξη αυτή αποτελεί άσκηση της ελε-
υθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, την οποία δεν περιορίζει η απαγόρευση
του προσηλυτισμού. Κατά το Σύνταγμα, δεν διαπράττει προσηλυτισμό ούτε ό-
ποιος απλώς μεταπείθει έναν άλλον να αλλάξει θρησκευτικές πεποιθήσεις ούτε
απαγορεύει το Σύνταγμα το κήρυγμα και την ιεραποστολή προς αλλόδοξους ή
άθρησκους. Άλλωστε, μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν εντελώς ανελεύθερη και δεν
θα συμβάδιζε με τη φιλελεύθερη δομή του Συντάγματος ούτε με τη προσχώρηση
της Ελλάδας στις διεθνείς κατοχυρώσεις των ατομικών δικαιωμάτων.

Από την άλλη πλευρά, το νομοθετικό κείμενο της ποινικής κύρωσης, αν και μόνη
πηγή για τον ποινικό δικαστή, δεν αποδίδει κατ’ ανάγκη τη σημερινή έννοια του
προσηλυτισμού, δεδομένου ότι όχι μόνο είναι παλαιότερο κατά 35 χρόνια του ισ-
χύοντος Συντάγματος, αλλά αποτελεί και νομοθετικό προϊόν της τότε δικτατορίας.
Αυτό που έχει σημασία σε κάθε περίπτωση είναι ότι κατά τη ποινική αυτή νομοθε-
σία, ως προσηλυτισμός δεν θεωρείται η χρησιμοποίηση πειθούς και επιχειρημά-
των, αλλά η «δια πάσης φύσης παροχών ή διά υποσχέσεων τοιούτων ή άλλης
ηθικής ή υλικής περίθαλψης διά μέσων απατηλών δια κατάχρησης της απειρίας ή
εμπιστοσύνης ή δια εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή
κουφότητας άμεσης ή έμμεσης προσπάθειας προς διείσδυση εις την θρησκευτική
συνείδηση ετεροδόξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής». Ο πυρή-
νας της αξιόποινης συμπεριφοράς έγκειται στα μέσα που χρησιμοποιούνται για να
επιτευχθεί ο προσηλυτισμός. Μόνο με αυτήν την αντίληψη του προσηλυτισμού,
ως προσπάθειας με αθέμιτα μέσα διεισδύσεως στη θρησκευτική συνείδηση άλλο-
υ, αποκτά η απαγόρευση του Α.13 π.2 μία ουσιώδη έννοια που προσαρμόζεται
στον φιλελεύθερο προσανατολισμό του Συντάγματος95.

95
Σ.τ.Ε. 824/1963(Ολομέλεια)

43
2.3.Ποινική υπόσταση προσηλυτισμού
2.3.1.Νομοθετική πρόβλεψη
Ο προσηλυτισμός, ένα αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου, συνίσταται ως ένας
από τους πιο πολυσυζητημένους περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας.
Αρχίζοντας την εξέταση των επιμέρους στοιχείων του εγκλήματος, εξετάζουμε
πρώτα τη νομική πρόβλεψη, την από παλιά συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή
της νομιμότητας του εγκλήματος και της ποινής (nullum crimen nulla poena sine
lege certa)96.

Εδώ να σημειωθεί πως πριν τη πρόβλεψη του εγκλήματος στο Σύνταγμα του
1844, αρχικά ο προσηλυτισμός τυποποιήθηκε στο Α.198 Π.Ν. του 1834, σύμφωνα
με το οποίο: «Αιρεσιώται, οίτινες προσπαθούν δι’ αθεμίτων μέσων να διαδώσωσιν
ή να καταστήσωσιν επικρατείς τους θρησκευτικάς των δόξας, κηρύττουν επί δη-
μοσίων τόπων, ερεθίζουσι τους οπαδούς των εις εχθροπάθειαν κατά των ετεροδο-
ξούντων, ή τους εμποδίζουσιν από του να συγκοινωνώσι μετ’ άλλων, ή εναντίον
κυβερνητικής απαγορεύσεως, ζητούν να διαστέλλωσιν εαυτούς και τα μέλη της
αιρέσεως των δι’ εξωτερικών γνωρισμάτων τιμωρούνται…».

Η περιγραφή της ειδικής υπόστασης του προσηλυτισμού, καθώς και των έννομων
συνεπειών που επιφέρει η τέλεσή του, αποτυπώνεται εν τέλει σε δύο νομοθετήμα-
τα της εποχής του Μεταξά, και όχι στον Π.Κ. Η νομοθετική διατύπωση του προση-
λυτισμού δημιούργησε στο παρελθόν πολλά ερωτηματικά και αποτέλεσε γόνιμο
έδαφος για την ανάπτυξη περισσοτέρων ερμηνευτικών θεωριών, που μέχρι και
σήμερα απασχολούν τον επιστημονικό κόσμο. Υπάρχουν πολλές αντιτιθέμενες
απόψεις σχετικά με το υποκείμενο του εγκλήματος, αλλά και τα «ιδία», απόψεις
που εκτίθενται παρακάτω.

Έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις σχετικά με τον προσηλυτισμό de lege ferenda.


Μία πρώτη σκέψη είναι να τυποποιηθεί ο προσηλυτισμός ως ουσιαστικό έγκλημα
με αποτέλεσμα την εκτροπή της συνειδήσεως του προσώπου στο οποίο

96
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία και Έγκλημα, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε.,
2004, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.93

44
απευθύνθηκε ο δράστης. Μία άλλη σκέψη είναι να περιοριστεί το αξιόποινο μόνο
σε σχέσεις νομικής εξάρτησης δράστη και θύματος. Τέλος, πιο ρηξικέλευθες
θέσεις έχουν τοποθετηθεί στην κατάργηση των διατάξεων περί προσηλυτισμού
και την αντικατάστασή τους με ένα πιο σύγχρονο νομοθέτημα, που θα επιλύει όλα
τα σχετικά προβλήματα και ερμηνείες.

Ο προσηλυτισμός αποτελεί μία πολυδιάστατη έννοια, λόγω της μη αυστηρά οριο-


θετημένης νομοθετικής ρύθμισης, της οποίας έχει υποστεί διάπλαση από τη νομο-
λογία. Για παράδειγμα, έχει κριθεί ότι ο προσηλυτισμός μεταξύ συζύγων αποτελεί
λόγο λύσεως του γάμου, αφού υπάγεται η συγκεκριμένη κατάσταση στην έννοια
του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης. Επίσης, προσηλυτισμός δύναται
να διενεργηθεί εκ μέρους των γονέων εις βάρος των τέκνων97.

Το έννομο αγαθό, χάριν του οποίου ο προσηλυτισμός έλαβε το χαρακτήρα της πο-
ινικά κολάσιμης πράξης, υπέστη μεταβολές λόγω της παρόδου του χρόνου και της
μεταβολή της νομοθεσίας. Πιο αναλυτικά, κατά την ισχύ του Ποινικού Νόμου το
προστατευόμενο έννομο αγαθό ήταν διττό και επρόκειτο για την πολιτειακή εξου-
σία και την κοινωνική ειρήνη. Από το 1844 έως το 1975, λόγω των σχετικών συν-
ταγματικών ρυθμίσεων το έννομο αγαθό του προσηλυτισμού μεταβλήθηκε στην
ιδιότητα του ορθοδόξου χριστιανού. Από το 1975 και έπειτα επικεντρώνεται στην
ελευθερία της βούλησης, ουσιαστικά δηλαδή στην προσωπική ελευθερία υπό την
άποψη ότι η θρησκευτική συνείδηση συνιστά προέκταση της προσωπικής ελευ-
θερίας98.

Βάσει των ανωτέρω μεταβολών, πολλάκις διατυπώθηκαν αμφιβολίες ως προς το


επίκαιρο του χαρακτήρα των δύο νομοθετημάτων επί Μεταξά, με τους επικριτές
να τα θεωρούν εντελώς αναχρονιστικά και μόνο από τον τίτλο τους, που αναδεικ-
νύει τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη του 1911 και όχι του ισχύοντος Συν-
τάγματος που προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία και προβλέπει απαγόρευση

97
ΑΠ 1326/1948, Θέμις 60,1949 για προσηλυτισμό ανηλίκου τέκνου εκ μέρους του πατέρα
98
Γ.Α.Πουλής, Το έννομο αγαθό που προστατεύεται με το έγκλημα του προσηλυτισμού, Περιοδικό
Ποινικά Χρονικά, (ΠοινΧρ), 33, 1983, σ.222

45
του προσηλυτισμού εις βάρος όλων των θρησκειών και όχι μόνο της επικρατού-
σας99.

2.3.2.Ζητήματα υπό εξέταση


2.3.2.1.Φύση εγκλήματος
Η επενέργεια100 στο ενσώματο αντικείμενο μπορεί να έγκειται είτε σε μια μεταβολή
της κατάστασής του, συνδεδεμένη, όμως, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, άρρηκτα
με τη συμπεριφορά του δράστη είτε σε μια μεταβολή ξεχωριστή κατά χώρο και
χρόνο από τη συμπεριφορά. Στη πρώτη περίπτωση έχουμε τυπικά εγκλήματα
(συμπεριφοράς) και στη δεύτερη ουσιαστικά εγκλήματα (αποτελέσματος). Ο
προσηλυτισμός είναι τυπικό έγκλημα, αφού η συμπεριφορά του δράστη είναι
άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μεταβολή που επέρχεται. Άλλωστε αρκεί και μόνο η
«προσπάθεια» για να πληρωθεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

Ο προσηλυτισμός κατά την ελληνική νομοθεσία είναι έγκλημα τυπικό, δηλαδή δεν
είναι απαραίτητο να επέλθει ένα αποτέλεσμα, για να θεωρηθεί τελειωμένο, αλλά
αρκεί η συμπεριφορά του δράστη. Η συμπεριφορά αυτή προβλέπεται από το νό-
μο και τιμωρείται από τα όργανα της ποινικής δικαιοσύνης. Ένα ακόμη στοιχείο
που απαρτίζει το νομικό προσδιορισμό του προσηλυτισμού είναι ότι απαιτείται
ύπαρξη προσωπικής σχέσης μεταξύ θύτη και θύματος. Αυτό συνεπάγεται το ότι,
προκειμένου να υπάρξει η αναφερόμενη από το νόμο διείσδυση στη θρησκευτική
συνείδηση, θα πρέπει να σημειώνεται αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο αυτών
προσώπων, κάτι που αποτελεί έναν πρόχειρο εννοιολογικό προσδιορισμό της κα-
τάταξης του προσηλυτισμού στα εγκλήματα συναντώμενης δράσης101.

99
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Το αξιόποινο του προσηλυτισμού και η συνταγματικότητά του, Περιοδικό Νο-
μικό Βήμα, (ΝοΒ), 34, 1986, σ.1031-1032
Στη γνωμοδότηση αυτή ο Ανδρουλάκης καταλήγει στο ότι το Α.4 της μεταξικής νομοθεσίας θα
πρέπει να λαμβάνεται ως κατηργημένο
100
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία και Έγκλημα, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 2004, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.170
101
Γ.Α.Πουλής, Το έγκλημα του προσηλυτισμού και η συνταγματική απαγόρευσή του, Περιοδικό
Νομοκανονικά, 1/2002, σ.61
Συγκεκριμένα: «Ερμηνευτικά, λοιπόν, είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι η προσπάθεια για διείσδυση
είναι νοητή μόνο στο πλαίσιο μιας προσωπικής σχέσης και μόνον αν το αντικείμενο της προσβο-

46
2.3.2.2.Υποκείμενο εγκλήματος
Ένα πρώτο ζήτημα υπό εξέταση, είναι το υποκείμενο του εγκλήματος. Αρχικά
θεωρείτο πως προσηλυτισμό σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου μπορεί να
διαπράξει μόνο ετερόδοξος και μάλιστα κατά της επικρατούσας θρησκείας.
Επομένως, υπό αυτό το πρίσμα ο προσηλυτισμός είναι γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα
(delicta propria), αφού η αντικειμενική του υπόσταση συντελείται όταν ο
αυτουργός έχει ορισμένη ιδιότητα και αφού μόνο αυτό δύναται να προσβάλλει το
έννομο αγαθό. Ιδιαίτερο είναι το έγκλημα, όταν μόνον ορισμένος κύκλος, ορισμένη
τάξη προσώπων, που διαθέτουν ορισμένες ιδιότητες ή τελούν σε ορισμένες
σχέσεις, μπορούν να είναι το υποκείμενο, δηλαδή ο αυτουργός της εγκληματικής
πράξης 102 . Γνήσια είναι εκείνα τα ιδιαίτερα εγκλήματα, στα οποία οι ιδιαίτερες
ιδιότητες ή σχέσεις θεμελιώνουν το αξιόποινο πράξεων που αλλιώς δεν είναι
αξιόποινες 103. Σε κάθε περίπτωση, η άποψη αυτή τεκμαίρεται ως παρωχημένη
σήμερα. Ο προσηλυτισμός δεν είναι ιδιαίτερο έγκλημα, αλλά κοινό. Αυτό συμβαίνει
γιατί η ερμηνεία των διατάξεων περί προσηλυτισμού, σύμφωνα με το Σύνταγμα,
συμπεριλαμβάνει την προστασία κάθε γνωστής θρησκείας και όχι μόνο της
επικρατούσας. Άλλωστε, το ίδιο το κείμενο του Συντάγματος προστατεύει κάθε
γνωστή θρησκεία και όχι μόνο την επικρατούσα. Άρα, δεν θα μπορούσε η
προστασία αυτή να μη περιλαμβάνει και τη προστασία από τον προσηλυτισμό.
Συνεπώς, και εκ της εν λόγω ερμηνείας ο προσηλυτισμός είναι κοινό έγκλημα
(delicta communia) και μπορεί να τελεστεί από οποιονδήποτε. Δεν χρειάζεται
ορισμένη ιδιότητα, ούτε στρέφεται μόνο κατά της επικρατούσας θρησκείας.

Μάλιστα, καθώς δεν υπάρχει αντίθετη ένδειξη, ακόμα και άθεος μπορεί να
διενεργεί προσηλυτισμό υπέρ της αθεΐας. Αυτό γιατί ο νόμος αναφέρεται σε
προσπάθεια διείσδυσης στη θρησκευτική συνείδηση τρίτου με σκοπό τη μεταβολή
του περιεχομένου της γενικά και όχι ειδικά περί μεταβολής θρησκευτικών

λής δεν ξεπέρασε τα από το νόμο ορισμένα πλαίσια συμπεριφοράς»


102
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία και Έγκλημα, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 2004, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.166
103
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία και Έγκλημα, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 2004, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.166,167

47
πεποιθήσεων του δέκτη του προσηλυτισμού από τη μία στην άλλη θρησκεία 104.
Από τη γενική διατύπωση, προκύπτει ότι η διενέργεια του προσηλυτισμού είναι
αξιόποινη και όταν επιδιώκεται ο προσηλυτισμός υπέρ άλλου είδους δοξασιών.
Συνεπώς, κανένα πρόσωπο δεν δύναται να αποκλεισθεί από υποκείμενο του
συγκεκριμένου εγκλήματος.

Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Γ. Ανδρουτσόπουλου , ο οποίος με υποκειμενική


ερμηνεία υποστηρίζει ότι το αξιόποινο του προσηλυτισμού εξαλείφθηκε λόγω της
μεταφοράς της απαγόρευσης του προσηλυτισμού από το Α.3 του Συντάγματος
του 1911 στο Α.13 του Συντάγματος του 1975. Αφού σκοπός ήταν η τιμώρηση του
προσηλυτισμού μόνο κατά της επικρατούσας θρησκείας, η κατάργηση της
απαγόρευσης του προσηλυτισμού από το Α.3, λέει, μας οδηγεί στο συμπέρασμα
ότι και οι Α.Ν. που τον προβλέπουν πρέπει να θεωρηθούν συγκαταργημένοι.

Ιδιαίτερο θέμα γεννάται σχετικά με το αν είναι αξιόποινος ο προσηλυτισμός, όταν ο


διενεργών αποτελεί πιστό της επικρατούσας θρησκείας. Είναι δηλαδή δυνατόν
υποκείμενο του εγκλήματος να αποτελέσει πιστός της Ανατολικής Ορθοδόξου του
Ιησού Εκκλησίας, αν προσπαθήσει να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση
πιστού άλλης θρησκείας; Έχουν υποστηριχθεί και οι δύο απόψεις. Πάντως, βάσει
άποψης Γ. Ανδρουτσόπουλου, ούτως ή άλλως έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο του
προσηλυτισμού, αφού οι Α.Ν. βασίζονταν σε απαγόρευση προσηλυτισμού του Α.3
του Συντάγματος του 1911, που μεταφέρθηκε στο Α.13 του Συντάγματος του 1975.
Βέβαια, αν αποδεχτούμε την άποψη ότι οι πιστοί της επικρατούσας θρησκείας δεν
μπορούν να διαπράξουν προσηλυτισμό, τότε και πάλι αναφερόμαστε σε ιδιαίτερο
και όχι κοινό έγκλημα.

2.3.2.3.Ηθική αυτουργία
Εφόσον η πράξη του προσηλυτισμού είναι αξιόποινη και όταν η προσπάθεια
διεισδύσεως συμβαίνει και εμμέσως, πρέπει να δεχτούμε ότι ο δράστης δεν
αποκλείεται να διενεργεί τον προσηλυτισμό και δια ενδιαμέσου προσώπου. Σε

104
Συλλογικό, Εξουσία και Κοινωνία, Δωρήματα στον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, Εκδόσεις Καστανιώ-
τη, 2010, Αθήνα, σ.12

48
αυτή την περίπτωση, δράστης δεν είναι μόνο το πρόσωπο που συλλαμβάνεται επ’
αυτοφώρω ή καταγγέλλεται ως διενεργών τον προσηλυτισμό, αλλά και το
πρόσωπο που «στρατολογεί» οπαδούς, τους εκπαιδεύει, του καθοδηγεί και τους
αποστέλλει σε ανυποψίαστα θύματα προκειμένου να τα προσηλυτίσουν με τη
σειρά τους. Ως ηθικός αυτουργός πρέπει να τιμωρηθεί καθώς στο πρόσωπό του
συντρέχουν οι ιδιότητες του Α.46 π.1 του Π.Κ., ήτοι αυτός προκάλεσε σε άλλον εκ
προθέσεως την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη105. Πέρα όμως περί ηθικής
αυτουργίας, χωρεί η τιμώρηση του προσώπου αυτού και ως φυσικού αυτουργού,
καθώς ο νόμος ορίζει ότι τιμωρείται και η έμμεση προσπάθεια διείσδυσης στη
θρησκευτική συνείδηση. Πάντως, δικαστικά δεν τυγχάνει εφαρμογής πρακτικής με
ό,τι αυτό συνεπάγεται.

2.3.2.4.Αντικείμενο εγκλήματος
Ένα δεύτερο ζήτημα, επίσης πολύ σημαντικό, αφορά το αντικείμενο του
εγκλήματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να υπάρχει σαφής διάκριση
μεταξύ υλικού και νομικού αντικειμένου εγκλήματος.
Κατά τον νόμο, υλικό αντικείμενο του προσηλυτισμού είναι ο οπαδός της
επικρατούσας θρησκείας, γιατί πάνω σε αυτόν επενεργεί ο ετερόδοξος. Βάσει του
Συντάγματος καθώς και της ερμηνείας των διατάξεων περί προσηλυτισμού, περί
προστασίας κάθε γνωστής θρησκείας, οφείλουμε να θεωρήσουμε και να ορίσουμε
ότι προσηλυτιζόμενος είναι κάθε άνθρωπος διαφορετικών θρησκευτικών
πεποιθήσεων και κάθε γνωστής θρησκείας από αυτόν που επιχειρεί τον
προσηλυτισμό.

Όσον αφορά στο νομικό αντικείμενο του προσηλυτισμού έχουν επικρατήσει στη
θεωρία δύο απόψεις. Η πρώτη άποψη, διατείνεται ότι οι διατάξεις περί
προσηλυτισμού προστατεύουν το έννομο αγαθό της θρησκευτικής συνείδησης, η
οποία νοείται ως το ενδιάθετο φρόνημα του ανθρώπου σχετικά με τη φυσική ή
μεταφυσική θεώρηση του κόσμου, αναφορικά ιδίως με το Θεό. Κατά αυτήν τη
γνώμη, η θρησκευτική συνείδηση του Συντάγματος ταυτίζεται με αυτή των

105
Γ.Η.Κρίππας, Το έγκλημα του προσηλυτισμού ιδία από απόψεως ηθικής αυτουργίας, Περιοδικό Ποινικά
Χρονικά, (ΠοινΧρ), 1980, σ.313

49
αναγκαστικών νόμων. Η δεύτερη άποψη, αναφέρει ότι το νομικό αντικείμενο
προστασίας στις διατάξεις περί προσηλυτισμού, έχει μικρότερο εύρος από αυτό
που διαγράφεται στο Σύνταγμα. Σύμφωνα με αυτήν τη γνώμη, προστατεύεται η
ενσυνείδητη θρησκευτική πίστη του ατόμου και συγκεκριμένα η δυνατότητά
ελεύθερης μεταβολής των θρησκευτικών του πεποιθήσεων οποτεδήποτε και προς
οποιαδήποτε κατεύθυνση. Οπότε προκειμένου να στοιχειοθετηθεί προσηλυτισμός,
προσηλυτίζων και προσηλυτιζόμενος πρέπει αφενός μεν, να έχουν διαφορετικά
πιστεύω, αφετέρου δε, να έχουν εξωτερικεύσει με κάποιον τρόπο την ένταξή τους
σε μια θρησκευτική κοινότητα.
Από άποψης πνευματικής κατάστασης ο προσηλυτιζόμενος δύναται να είναι
πρόσωπο άπειρο, να χαρακτηρίζεται από πνευματική αδυναμία, κουφότητα ή να
είναι ανήλικος και εν γένει αρκεί να τελεί σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να
είναι επιδεκτικός μεταβολής θρησκευτικών πεποιθήσεων106.

2.3.2.5.«Ιδία»
Ένα τρίτο ζήτημα, ίσως και το πιο πολυσυζητημένο, είναι ο τρόπος και τα μέσα
τέλεσης του προσηλυτισμού. Ιδιαίτερος προβληματισμός έχει εγερθεί σχετικά με
το «ιδία» του νόμου. Κατά μία πρώτη άποψη η λέξη «ιδία» αναφέρεται κατά
συγκαλυμμένο τρόπο στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, έτσι ώστε να
επιτρέπει την υπαγωγή στη διάταξή του όχι μόνο αθέμιτων αλλά και των θεμιτών
μέσων, δηλαδή των μέσων άσκησης της ελευθερίας της διάδοσης της θρησκείας.
Κατά την αντίθετη, και επικρατούσα στην θεωρία του ποινικού δικαίου, άποψη, το
«ιδία» αναφέρεται αποκλειστικά στα μέσα τέλεσης του προσηλυτισμού.

Επίσης, κατά μία άποψη η χρήση του «ιδία» συνιστά νομοθετική αβλεψία. Η
άποψη αυτή, επιχειρεί να σώσει το κύρος της διάταξης αναδιατυπώνοντας την,
έτσι, ώστε να στοιχεί προς το όλο σύστημα του ποινικού δικαίου. Κατά μία άλλη
άποψη η ενδεικτική απαρίθμηση που προκύπτει από το «ιδία» καθιστά τις
σχετικές διατάξεις αντισυνταγματικές, γιατί μια τέτοια χαλαρή περιγραφή ενός
εγκλήματος στο νόμο αντίκειται στο Α.7 π.1 Συντάγματος, που απαιτεί να υπάρχει

106
Γ.Α.Πουλής, «Το έννομο αγαθό που προστατεύεται με το έγκλημα του προσηλυτισμού», Περιο-
δικό Ποινικά Χρονικά (ΠοινΧρ), 33, 1983, σ.222

50
σαφής περιγραφή της εγκληματικής πράξης στο νόμο (nullum crimen nulla poena
sine lege certa). Αλλά και πέραν αυτού του προβληματισμού, ο οποίος δεν αφορά
τη νομολογία, δεν είναι καθόλου σαφές ποια είναι η ακριβής συμπεριφορά που
καθιστά τον προσηλυτισμό αξιόποινο. Καθίσταται, δηλαδή, προσηλυτιστική πράξη
η διανομή φυλλαδίων; Μια ανοιχτή θρησκευτική διδασκαλία θα μπορούσε να
θεωρηθεί προσηλυτισμός; Δύσκολα συμβιβάζονται τα παραπάνω με την έννοια
του προσηλυτισμού.

Τα μέσα τέλεσης δεν μπορούν σε καμία περίπτωση 107 να υπαχθούν στην


υποκειμενική πλευρά της νομοτυπικής μορφής ούτε βέβαια στην ποινική κύρωση,
επομένως ανήκουν στην αντικειμενική πλευρά της νομοτυπικής μορφής του
εγκλήματος. Τα μέσα τέλεσης ενός εγκλήματος αποτελούν υποσύνολο της
αντικειμενικής υπόστασης και ως εκ τούτου ότι είναι μέρος της αντικειμενικής
υπόστασης δύναται να μην αποτελεί συγχρόνως μέσο τέλεσης, ωστόσο ό,τι είναι
μέσο τέλεσης ενός εγκλήματος είναι συγχρόνως και τμήμα της αντικειμενικής
υπόστασης. Συνεπώς, δεν νοείται να λέγεται ό,τι κάτι ανήκει ή στην αντικειμενική
υπόσταση ή στα μέσα τέλεσης του εγκλήματος.

Είναι σαφές πως για να στοιχειοθετηθεί προσηλυτισμός, πρέπει να υπάρχει μία


προσωπική σχέση, μια γλωσσική επικοινωνία, μεταξύ προσηλυτίζοντος και
προσηλυτιζόμενου. Αν το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε ο δράστης δεν είχε
καμία επικοινωνία, δεν άκουσε ή δε συζήτησε μαζί του, τότε δεν υπάρχει καμία
τροπή της συνείδησης, οπότε δεν υπάρχει καν αρχή εκτέλεσης, αφού ελλείπει το
αντικειμενικό οντολογικό της στοιχείο. Αν αντίθετα το πρόσωπο κατά του οποίου
στράφηκε ο δράστης, είχε επικοινωνία, δηλαδή, τον άκουσε και συζήτησε μαζί του,
χωρίς να επέλθει τροπή της συνείδησής του, τότε ελλοχεύει ο προβληματισμός αν
πρέπει ο προσηλυτίζων να τιμωρηθεί κατά τις διατάξεις για την απρόσφορη
απόπειρα κατά το Α.43 του Ποινικού Κώδικα. Και αναφέρουμε ότι ελλοχεύει, γιατί
ο προσηλυτισμός συνιστά περίπτωση αναγωγής απόπειρας σε τελειωμένο
έγκλημα εκ του νόμου. Αν τέλος η συνείδηση του προσώπου στο οποίο

107
Γ.Γ.Φουντουκοπούλου, Προσηλυτισμός και ελευθερία διάδοσης θρησκείας, Διπλωματική εργα-
σία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2012, Θεσσαλονίκη, σ.32

51
απευθύνθηκε ο δράστης ήταν εξαρχής αρνητική, δεν υπάρχει καν άδικη πράξη,
αφού δεν απειλήθηκε καν η ειρηνευμένη κατάσταση του εννόμου αγαθού παρά
την ύπαρξη κάποιου διαλόγου.

Αθέμιτα είναι κυρίως τα μέσα που, εφόσον επεδίωκαν παράνομο περιουσιακό ό-


φελος, θα συγκροτούσαν την αντικειμενική υπόσταση της εκβίασης (Π.Κ. 385) ή
της απάτης (Π.Κ.386). Αθέμιτα δεν είναι τα μέσα, όπως η δημοσίευση, πώληση
και αποστολή εντύπων ή η διενέργεια δημόσιων διαλέξεων, υπαίθριων έστω, με
ελεύθερη προσέλευση και αποχώρηση, καθώς και σαφή δήλωση της θρησκείας ή
του δόγματος, του οποίου επιχειρείται η διάδοση.

2.3.2.6.Τρόποι τέλεσης
Στις περισσότερες αντικειμενικές υποστάσεις ο τρόπος τέλεσης του εγκλήματος
είναι «απλός», αφού ο νόμος είτε δεν τον εξειδικεύει καθόλου, είτε τον εξειδικεύει
με τη μνεία ενός ορισμένου είδους αξιόποινης συμπεριφοράς108. Υπάρχουν εντού-
τοις εγκλήματα, των οποίων προβλέπεται στο νόμο η τέλεση με περισσότερους
τρόπους. Τα τελευταία είναι δυνατό να διακριθούν σε γνήσια αφενός και μη γνήσια
αφετέρου.

Το κριτήριο της διάκρισης αυτής συμπλέκεται με το ζήτημα της συρροής εγκλημά-


των, έγκειται δε στο εξής: Στα περισσότερα πολύτροπα εγκλήματα, ακόμη και αν
στο πλαίσιο της ίδιας της εγκληματικής περίπτωσης πραγματωθούν ξεχωριστά109
όλοι οι τρόποι τέλεσής τους, αυτοί συναποτελούν κατά κανόνα ένα και μόνο έγ-
κλημα του οικείου είδους. Σε άλλα πολύτροπα εγκλήματα, η πραγμάτωση όλων
των τρόπων σημαίνει κατ’ ανάγκη πλειονότητα εγκλημάτων. Έτσι, λοιπόν, έχουμε
τα γνήσια πολύτροπα εγκλήματα και τα μη γνήσια πολύτροπα εγκλήματα αντίστοι-
χα.

108
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία και Έγκλημα, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 2004, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.188
109
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία και Έγκλημα, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 2004, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.189

52
Η διάκριση αυτή συμπίπτει110κατά περιεχόμενο με εκείνη μεταξύ-σύμφωνα με τη
τρέχουσα ορολογία-«υπαλλακτικώς» και «σωρευτικώς» μικτών εγκλημάτων. Υ-
παλλακτικώς μικτό έγκλημα 111 υπάρχει «οσάκις οι πλείονες κατά νόμο τρόποι
πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως δύνανται να εναλλαχθούν» κατά
Ν. Χωραφά. Κατά Ν. Ανδρουλάκη, η απομόνωση της κατηγορίας των μικτών εγ-
κλημάτων και η περαιτέρω διάκρισή τους σε «υπαλλακτικώς» και «σωρευτικώς»
μικτά δεν έχει σημασία πρακτική.

Άξιο λόγου είναι, ότι ο προσηλυτισμός είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, υπό την
έννοια ότι ακόμα και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση πραγματοποιηθούν χωριστά
όλοι οι τρόποι τέλεσης που περιγράφει ο νόμος, ο δράστης έχει διαπράξει ένα
μόνο έγκλημα. Είναι ρητό, βέβαια, ότι για να στοιχειοθετηθεί προσηλυτισμός,
όπως προκύπτει από την ανάγνωση του νόμου, απαιτείται μια αθέμιτη
προσπάθεια και όχι μόνο μια προσπάθεια διείσδυσης, διότι η προσπάθεια αυτή
καθαυτή δεν απαγορεύεται. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι υπάρχει και μη αξιόποινος
προσηλυτισμός. Ειδοποιός διαφορά είναι το «αθέμιτο» που αποτυπώνεται στο
νόμο με τους περισσότερους τρόπους τέλεσης του εγκλήματος. Η νομολογία, στο
παρελθόν έχει κρίνει ότι δύναται να διαπράξει προσηλυτισμό ο πατέρας κατά του
ανήλικου παιδιού του, ενώ ακόμα μπορεί να τελεστεί προσηλυτισμός μεταξύ
συζύγων και μάλιστα σε αυτή την περίπτωση ο προσηλυτισμός μπορεί να
αποτελέσει και ισχυρό λόγο κλονισμού για την έκδοση διαζυγίου.

Αποτελεί, δηλαδή, έγκλημα πολύτροπο και συγκεκριμένα υπαλλακτικώς μικτό 112,


που σημαίνει ότι, ένα και μοναδικό έγκλημα θα στοιχειοθετείται, όσοι τρόποι από
τους αναγραφόμενους στην αντικειμενική υπόσταση και να τελεστούν κατά τη
χρονική στιγμή της διατάραξης της ειρήνευσης του έννομου αγαθού, που στη συγ-
κεκριμένη περίπτωση είναι η θρησκευτική συνείδηση. Η ρύθμιση αυτή προσιδιάζει

110
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία και Έγκλημα, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 2004, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.190
111
Ν.Α.Χωραφάς, Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1992, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.170
112
Ν.Α.Χωραφάς, Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1992, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.172
Συγκεκριμένα σημειώνει: «Υπαλλακτικώς μικτόν έγκλημα υπάρχει οσάκις οι πλείονες κατά νόμον
τρόποι πραγματώσεως της αντικειμενικής υπόστασης δύνανται να εναλλαχθούν»

53
στην αντίστοιχη διάταξη περί απαγόρευσης αθέμιτης παρεμβάσεως στα θρησκευ-
τικά πιστεύω του ανθρώπου, Α.45 π.3 του Συντάγματος της Νέας Γουινέας113/114.
Η εν λόγω διάταξη αναφέρει ότι απαγορεύεται η πιεστική προσπάθεια διείσδυσης
στις θρησκευτικές πεποιθήσεις ορισμένου ατόμου μέσω εξαναγκασμού ή άλλων
μεθόδων (otherwise). Ο προσηλυτισμός ως πολύτροπο έγκλημα μπορεί να τελεσ-
τεί με πολλούς τρόπους.

Καθίσταται αντιληπτό ότι το παράνομο στον προσηλυτισμό έγκειται στον όρο α-


θέμιτα μέσα. Αθέμιτο, λοιπόν, συνιστά κάθε μέσο που αντιβαίνει τους νόμιμους
και ηθικούς τρόπους συναλλαγής και διαλόγου. Η έννοια του ηθικού θα μπορούσε
να προσιδιαστεί με τη θέση που κατέχουν τα χρηστά ήθη στην άκυρη δικαιοπρα-
ξία του 178 ΑΚ ως αντίθετης σε αυτά. Επίσης, γενικεύεται στις πράξεις της υπόσ-
χεσης παροχής και της απόδοσης ανταλλάγματος, καθώς και στην εκμετάλλευση
της απειρίας και της κουφότητας του προσηλυτιζόμενου προσώπου. Χαρακτηρισ-
τικά, ο ΑΠ θεωρεί ως αθέμιτο μέσο ακόμα και το χάσμα μορφώσεως μεταξύ θύτη
και θύματος.

Σχετικά με την έννοια του παρανόμου, συγκεντρώνεται στα χαρακτηριστικά των


ειδικών υποστάσεων της απάτης και της εκβίασης σε βαθμό που έχει υποστηριχ-
θεί ότι, και αν ακόμα καταργηθεί η διάταξη περί προσηλυτισμού, ανάλογη έννομη
προστασία θα μπορούσε να αποδοθεί μέσω των συγκεκριμένων διατάξεων του
Π.Κ. Βέβαια, τα δύο αυτά αδικήματα διαθέτουν ως βασική προϋπόθεσή τους την
προσπάθεια επίτευξης παράνομου περιουσιακού οφέλους, δεν αρκούν δηλαδή
μόνο τα απατηλά μέσα ή η χρήση παράνομης βίας για τη στοιχειοθέτησή τους. Θα
μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και άλλες διατάξεις του Π.Κ. για την προστασία
από τη συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τον προσηλυτισμό, όπως είναι η διάταξη
της παράνομης βίας, ωστόσο ίσως το γεγονός αυτό να μην εξυπηρετούσε την τε-

113
Constitution of the Independent State of Papua New Guinea, A.45 π3: « No person is entitled
to intervene unsolicited into the religious affairs of a person of a different belief, or to attempt to
force his or any religion (or irreligion) on another, by harassment or otherwise», στο ίδιο πνεύμα
και το Σύνταγμα της Ζιμπάμπουε
114
J.Witte & F.Alexander, «Christianity and human rights – An Introduction», Cambridge Publish-
ing, 2010, Cambridge, σ.257

54
λεολογία της διάταξης για τον προσηλυτισμό, αφού θα τροποποιούνταν σημαντικά
η φύση του αδικήματος. Οπότε μια λύση στην ασάφεια και στην αοριστία, που
μάλλον κατά γενική ομολογία παρατηρείται γύρω από τη νομοθεσία που αναφέρε-
ται στον προσηλυτισμό, δε θα ήταν μια ενδεχόμενη κατάργησή του, αλλά μάλλον
ένας επαναπροσδιορισμός και μία αποσαφήνιση της έννοιάς του με σκοπό την
εξυπηρέτηση της νομολογίας.

Στη θεωρία έχει υποστηριχθεί ότι στο Α.4 του Α.Ν.1363/1938, όπου ο προσηλυ-
τισμός ορίζεται, έχουμε ενδεικτική απαρίθμηση των μέσων τέλεσης της πράξης.
Μια ακόμα ενδιαφέρουσα άποψη διατύπωσε ο Ν. Παρασκευόπουλος σε σχόλιό
του στο υπ’ αρ. 112/1982 βούλευμα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης, ό-
που υποστήριξε ότι τα μέσα τέλεσης του προσηλυτισμού αναφέρονται στο νόμο
περιοριστικά. Άποψη όμως, που η πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας δεν
αποδέχεται, αφού η αναφορά στο νόμο δεν είναι περιοριστική, αλλά ενδεικτική και
αυτό προκαλεί την αοριστία.

Ασχέτως της απουσίας ενός σαφούς και αδιαπραγμάτευτου ορισμού, η βιβλιογ-


ραφία συγκλίνει στο ότι προσηλυτισμός, αρχικά, είναι η επίτευξη της μεταβολής
της θρησκευτικής συνείδησης ενός φυσικού προσώπου. Κατά την κρατούσα νο-
μολογιακή και θεωρητική άποψη, η γενική διάταξη του Α.13 του Συντάγματος που
απαγορεύει τον προσηλυτισμό θα πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με την
ειδικότερη νομοθεσία (οι δύο αναγκαστικοί νόμοι επί Μεταξά που δεν καταργήθη-
καν μετά την ισχύ του Π.Κ., αμφίβολη ωστόσο κρίνεται η συνταγματικότητά τους),
επομένως, προσηλυτισμός θα πρέπει να θεωρείται η με αθέμιτα μέσα διείσδυση
στη θρησκευτική συνείδηση και όχι ο θρησκευτικός προσεταιρισμός, η επιχείρηση
δηλαδή μεταβολής των θρησκευτικών πεποιθήσεων ενός προσώπου μέσω δη-
μοκρατικών, νόμιμων και ειρηνικών διαδικασιών. Αθέμιτα μέσα δε θεωρούνται
όσα εντάσσονται στο φάσμα του αδίκου που προβλέπεται από τον ποινικό κώδικα
και την ποινική νομοθεσία εν γένει, αλλά και όσα στοχεύουν στην αλλοίωση και
παραπλάνηση της κρίσης του αντικειμένου του προσηλυτισμού. Υποστηρίζεται ότι
ο χαρακτηρισμός ενός μέσου ως αθέμιτου θα πρέπει να κρίνεται ad hoc.

55
Αντίθετη άποψη, άλλωστε, θα αντέβαινε στη βασική έκφανση της ελευθερίας της
θρησκείας 115116 , που είναι το δικαίωμα πρέσβευσης οποιουδήποτε δόγματος ή
ακόμα και της αθεΐας, καθώς και η διάδοση των θρησκευτικών πεποιθήσεων ή της
ανυπαρξίας τους με οποιοδήποτε μέσο (νομική βάση αποτελεί το Α.13Σ και όχι το
Α.14Σ, το οποίο αποτελεί γενικότερη διάταξη). Φυσικά, διατυπώνονται διάφοροι
περιορισμοί του δικαιώματος αυτού, στους οποίους συγκαταλέγεται και ο προση-
λυτισμός.

Μέσα τέλεσης, που αναφέρονται, είναι:

i) Η προσπάθεια διείσδυσης με κάθε φύσης παροχές


Κατά μία άποψη ο νόμος εννοεί εδώ οικονομικές παροχές 117 και πάντως όχι
αναγκαίως να είναι σε χρήμα. Κρίσιμο κριτήριο είναι η οικονομική θέση του
θύματος, επομένως η οικονομική παροχή πρέπει να έχει κάποια προσφορότητα
μεταβολής της θρησκευτικής συνείδησης και η σχετική κρίση είναι in concreto.
Κατά άλλη άποψη118 η παροχή μπορεί να είναι είτε υλική είτε μη υλική.

ii) Η υπόσχεση των παραπάνω παροχών


Αν λάβουμε υπόψη ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του προσηλυτισμού
αρκεί και η έμμεση προσπάθεια διείσδυσης, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η έμμεση
προσπάθεια διείσδυσης τελούμενη με απλή υπόσχεση παροχών συνιστά
ανεπίτρεπτη προώθηση του αξιοποίνου όπου η ουσιαστική απαξία από δεδομένο
γίνεται ζητούμενο. Υποστηρίχθηκε 119 λοιπόν ότι για να είναι μία υπόσχεση
αξιόποινη πρέπει να είναι σοβαρή, να αναφέρεται σε συγκεκριμένη παροχή, να

115
Μόνη η πνευματική διδασκαλία δε συνιστά προσηλυτισμό, Σ.τ.Ε. 2276/1953, ΝοΒ 2, 1954,
σ.198-299
116
Ι.Μ.Κονιδάρης, Νομική θεωρία και πράξη για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2005, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.46 και επ.
117
Γ.Α.Πουλής, Θρησκευτικό Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996,
σ.108
118
Α.Ν.Μαρίνος, Η θρησκευτική ελευθερία, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1972,
Αθήνα, σ. 209
119
Χ.Σιδέρης, Οι τρόποι πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του προ-
σηλυτισμού, Περιοδικό Ποινικά Χρονικά, (ΠοινΧρ), 43, 1993, σ.242 και επ.

56
προκύπτει από την σχέση δράστη-θύματος μια σιγουριά για την εκπλήρωση της
παροχής και να αφορά η υπόσχεση το άμεσο μέλλον.

iii) Η ηθική περίθαλψη


Ο συγκεκριμένος αξιολογικός και γενικότατος όρος συνίσταται στην ψυχική
συμπαράσταση και αρωγή του δράστη σε μια συγκεκριμένη δοκιμασία ή κρίσιμη
κατάσταση της ζωής του θύματος.

iv) Η υλική περίθαλψη


Δεν πρόκειται για ταύτιση με τον πρώτο τρόπο τέλεσης. Ο όρος περίθαλψη ενέχει
μία συναισθηματική φόρτιση, η οποία δεν απαντάται στον όρο «δόση». Το θύμα
έχει ανάγκη κάποιων υλικών αγαθών, η προσφορά των οποίων από τον δράστη
στο θύμα, θα πρέπει να λειτουργεί συναισθηματικά για τον τελευταίο, αφού τότε
την αισθάνεται ως περίθαλψη.

v) Η χρήση απατηλών μέσων


Ο τρόπος αυτός τέλεσης, θυμίζοντας τη δομή των εγκλημάτων εξαπάτησης,
συνίσταται στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών από το δράστη στο
θύμα.

vi) Η κατάχρηση απειρίας


Η απειρία του θύματος αναφέρεται όχι γενικά στην ζωή, αλλά κυρίως σε θέματα
θρησκευτικής και εκκλησιαστικής φύσης. Βέβαια, άλλοι θεωρούν πως η απειρία
αναφέρεται αποκλειστικά σε έλλειψη πείρας σε ζητήματα θρησκευτικής και
εκκλησιαστικής φύσης, με την διευκρίνιση ότι δεν εξομοιώνεται με την έλλειψη
ειδικών γνώσεων επί θρησκευτικών ζητημάτων.

vii) Η κατάχρηση της εμπιστοσύνης


Σχέσεις εμπιστοσύνης, οικειότητας μεταξύ δράστη και θύματος είναι αυτές που
δημιουργούνται μεταξύ δασκάλου και μαθητή, στα οικοτροφεία, στα
ορφανοτροφεία, σε αθλητικούς συλλόγους μεταξύ προπονητή και αθλητή.

viii) Η εκμετάλλευση της ανάγκης του θύματος

57
Ως ανάγκη πρέπει να οριστεί 120 μία άμεση και επιτακτική ανάγκη οικονομικού
χαρακτήρα, η οποία μπορεί να αφορά είτε τον ίδιο είτε τους οικείους του.

ix) Η εκμετάλλευση της πνευματικής αδυναμίας


Κατά μία πρώτη άποψη121 η πνευματική αδυναμία συνίσταται σε μία ανωριμότητα
σε σχέση κυρίως με θρησκευτικά ζητήματα, η οποία υπερβαίνει το όριο της
απειρίας. Κατά μία άλλη άποψη122, η πνευματική αδυναμία συνίσταται σε μόνιμη ή
παροδική κατάσταση ψυχολογικής αστάθειας του θύματος, η οποία συναρτάται με
τη δυνατότητα μεταβολής των θρησκευτικών του πεποιθήσεων.

x) Η εκμετάλλευση της κουφότητος


123
Κατά μία γνώμη κουφότητα είναι η ελαφρότητα με την οποία ο
προσηλυτιζόμενος επηρεάζεται σε θέματα πίστης. Κατά άλλη άποψη124 κουφότητα
είναι η πνευματική αδυναμία του θύματος να αντιληφθεί είτε τις διαφορές μεταξύ
των θρησκευμάτων είτε την συνέπεια της απόφασης να εγκαταλείψει την θρησκεία
του και να προσχωρήσει σε μια άλλη. Είναι σαφές πως τα εννοιολογικά όρια
μεταξύ της πνευματικής αδυναμίας και της κουφότητας εμφανίζονται δυσδιάκριτα.
Η έλλειψη μάλιστα στην δικαστηριακή πρακτική πραγματογνωμοσύνης ειδικών
ψυχολόγων ή ψυχιάτρων επιτείνει την δυσχέρεια εφαρμογής των συγκεκριμένων
μέσων τέλεσης. Εν γένει, τα μέσα τέλεσης του εγκλήματος του προσηλυτισμού
έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα τόσο τη νομική επιστήμη όσο και την εθνική
νομολογία.

120
Γ.Γ.Φουντουκοπούλου, Προσηλυτισμός και ελευθερία διάδοσης θρησκείας, Διπλωματική εργα-
σία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2012, Θεσσαλονίκη, σ.37
121
Χ.Σιδέρης, Οι τρόποι πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του προ-
σηλυτισμού, Περιοδικό Ποινικά Χρονικά, (ΠοινΧρ), 43, 1993, σ.246
122
Γ.Α.Πουλής, Θρησκευτικό Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996,
σ.110
123
Γ.Α.Πουλής, Θρησκευτικό Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996,
σ.110
124
Χ.Σιδέρης, Οι τρόποι πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του προ-
σηλυτισμού, Περιοδικό Ποινικά Χρονικά, (ΠοινΧρ), 43, 1993, σ.246 και επ.

58
2.3.2.7.Υποκειμενική υπόσταση
Το βασικό χαρακτηριστικό της σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στην αντικειμενική
και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος είναι ότι η δεύτερη, κατά κανόνα
125
επικαλύπτει τη πρώτη. Όσον αφορά στην υποκειμενική υπόσταση του
εγκλήματος του προσηλυτισμού, αυτός χαρακτηρίζεται ως έγκλημα υπερχειλούς
υποκειμενικής υπόστασης, γιατί πέραν από δόλο οποιουδήποτε βαθμού, που
απαιτείται να επικαλύπτει τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, απαιτείται να
υπάρχει επιπλέον και ένα υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου. Απλούστερα, ο
σκοπός του δράστη πρέπει να είναι η μεταβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων
του προσηλυτιζόμενου. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος εμφανίζεται
αρκετά «διογκωμένη»126.

Συμπεραίνεται ότι, στον προσηλυτισμό ενυπάρχουν δύο δόλοι, ο βασικός και ο


πρόσθετος, που αναφέρεται στο σκοπό μεταβολής των θρησκευτικών
αντιλήψεων. Ο βασικός δόλος αναλύεται στη γνώση και τη θέληση του δράστη ότι
με τα μέσα που αναφέρει ο νόμος προσπαθεί να διεισδύσει στη θρησκευτική
συνείδηση του θύματος. Ο πρόσθετος δόλος περιλαμβάνει το σκοπό του δράστη
να μεταβάλλει το περιεχόμενο της θρησκευτικής συνείδησης του θύματος.
Πρόκειται για έγκλημα σκοπού. Άλλωστε, αφού η απόπειρα τιμωρείται ως
τελειωμένο έγκλημα είναι έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης.

Το αντίστοιχο των «εξωτερικών όρων του αξιοποίνου» στη περιοχή της


υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος είναι τα λεγόμενα «υποκειμενικά
στοιχεία του αδίκου», η ύπαρξη των οποίων καθιστά ακριβώς την υποκειμενική
υπόσταση «υπερχειλή». Ως τέτοιο στοιχείο θεωρείται ο σκοπός επίτευξης
ορισμένου περαιτέρω αποτελέσματος 127 , που δεν ανήκει στην αντικειμενική
υπόσταση του εγκλήματος. Τέτοιος σκοπός απαιτείται σε σειρά εγκλημάτων, τα

125
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία και Έγκλημα, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 2004, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.243
126
Συλλογικό, Εξουσία και Κοινωνία, Δωρήματα στον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, Εκδόσεις Καστανιώ-
τη, 2010, Αθήνα, σ.15
127
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία και Έγκλημα, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 2004, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.251

59
οποία καλούνται ως εκ τούτου και εγκλήματα σκοπού.

2.3.2.8.«Προσπάθεια»
Ο νομοθέτης χρησιμοποιώντας τη λέξη «προσπάθεια» ανήγαγε σε αυτοτελές έγ-
κλημα την απόπειρα προσηλυτισμού και κατέστησε έτσι αξιόποινη τη συμπεριφο-
ρά του δράστη ανεξάρτητα αν επέλθει ή όχι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Εντυ-
πωσιακό είναι το γεγονός, ότι ο προσηλυτισμός αποτελεί περίπτωση αναγωγής
της απόπειρας σε τελειωμένο έγκλημα (αυτό συνάγεται από τη λέξη «προσπάθει-
α»), δηλαδή «η αρχή εκτέλεσής του συνεπάγεται ουσιαστικά και την ολοκλήρωσή
του», άσχετα με το αν το υποκείμενο του εγκλήματος κατορθώσει το στόχο του. Γι’
αυτό το λόγο εφαρμόζονται οι διατάξεις για την απρόσφορη απόπειρα, όταν αυτή
στοιχειοθετείται, καθώς και της ανάστροφης πλάνης128. Ως απρόσφορη απόπειρα
ορίζεται στο άρθρο 43 παρ. 1 εκείνη που τελείται «με μέσο ή κατ’ αντικειμένου τέ-
τοιας φύσης, ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση» του εγκλήματος129.

Τα ανωτέρω μπορούν να αναδειχθούν ιδιαιτέρως μέσα από ένα παράδειγμα, το


οποίο μάλιστα αφορά σε μεγάλο βαθμό τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, τη διανομή
φυλλαδίων θρησκευτικού περιεχομένου130/131. Όσον αφορά το ζήτημα της διανο-
μής εντύπων θρησκευτικού περιεχομένου ισχύουν τα προαναφερθέντα.

128
Γ.Α.Πουλής, Θρησκευτικό Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996, σ.96
και επ.
129
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία και Έγκλημα, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 2004, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.46
130
Με το συγκεκριμένο ζήτημα έχει ασχοληθεί και το Supreme Court: Lovell v. City of Griffin
303 U.S. 444 (1938).
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε ότι η ελευθερία του τύπου δεν καλύπτει μόνο εφημερίδες και
περιοδικά, αλλά και φυλλάδια και ενημερωτικά έντυπα, «It necessarily embraces pamphlets and
leaflets». Την κρίση αυτή δικαιολογεί σε ιστορικούς παράγοντες σχετιζόμενους με τη διεκδίκηση της
ελευθερίας (συγκεκριμένα αναφέρεται στον Thomas Paine και στο ρόλο που διαδραμάτισε στην
Αμερικανική Επανάσταση).
131
Α.Ν.Μαρίνος, Η έννοια του θρησκευτικού προσηλυτισμού κατά το νέο Σύνταγμα, Περιοδικό
Ελληνική Δικαιοσύνη, (ΕλλΔνη), 25, 1984, σ.11-12

60
Η ενέργεια αυτή αποτελεί νόμιμη έκφραση της θρησκευτικής ελευθερίας, μόνο ό-
ταν δε στοιχειοθετεί προσηλυτισμό. Παλαιότερα, η νομοθεσία που αφορούσε το εν
λόγω ζήτημα ήταν πιο αυστηρή, αφού σύμφωνα με διάταξη του Α.Ν.1363/38, ό-
πως τροποποιήθηκε από τον Α.Ν.1672/39, η κυκλοφορία εντύπων θρησκευτικού
περιεχομένου επιτρεπόταν με τον περιορισμό της αναγραφής στο εξώφυλλο των
στοιχείων της πρεσβευόμενης θρησκείας ή του δόγματος. Αυτό συνέβαινε με
σκοπό να περιοριστούν τα φαινόμενα προσηλυτισμού, ωστόσο καταργήθηκε αρ-
γότερα. Εξάλλου, δεν εξυπηρετούσε το δικαίωμα να σιωπά κανείς για τα θρησκευ-
τικά του πιστεύω.

Παρόλα αυτά, δεν αποκλείεται ενδεχόμενη απόκρυψη των ανωτέρω στοιχείων


από τέτοιο έντυπο να κριθεί αρνητικά από το δικαστήριο σε συνδυασμό πάντα με
άλλα τεκμήρια τέλεσης του αδικήματος του προσηλυτισμού. Η διανομή εντύπων,
λοιπόν, δε συνιστά πράξη προσηλυτισμού, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις νο-
μιμότητάς της. Το αν κάποιος θα αποφασίσει να μεταβάλει τις θρησκευτικές του
πεποιθήσεις επαφίεται στην ελεύθερη βούλησή του και δεν έχει σημασία το αν η
αφορμή γι’ αυτή τη μεταβολή είναι ένα φυλλάδιο, μια συζήτηση, μία μελέτη ή μία
αλλαγή του τρόπου ζωής και σκέψης.

Συναφές είναι και το ζήτημα αν το έγκλημα του προσηλυτισμού είναι αφηρημένης


διακινδύνευσης. Υποστηρίχθηκε132 ότι η θεώρηση του προσηλυτισμού ως τέτοιου
αποτελεί μια μορφή απαγορευμένης από το Α.7 π.1 του Συντάγματος θεμελίωσης
ή επέκτασης του αξιοποίνου με την αναλογία, σχετιζόμενης με παραβίαση
ατομικού δικαιώματος. Από την άλλη το έγκλημα του προσηλυτισμού δεν μπορεί
να χαρακτηριστεί ως έγκλημα συγκεκριμένης ή δυνητικής διακινδύνευσης, διότι
στα εγκλήματα αυτά περιέχεται στην αντικειμενική τους υπόσταση ο κίνδυνος ή η
δυνατότητα κινδύνου.

133
Φαίνεται πιο πιθανό να θεωρείται έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης ,

132
Κ.Ν.Κυριαζόπουλος, Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων,
Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1999, σ.120-121
133
Γ.Γ.Φουντουκοπούλου, Προσηλυτισμός και ελευθερία διάδοσης θρησκείας, Διπλωματική εργα-
σία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2012, Θεσσαλονίκη, σ.43

61
ωστόσο ως έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης δεν νοείται ένα έγκλημα όπου
τυποποιείται απλώς η αφηρημένη δυνατότητα βλάβης εννόμου αγαθού, κρινόμενη
εκ των προτέρων από το νομοθέτη και ανεξάρτητα από εμπειρικές συνθήκες που
θα επέτρεπαν την εμπειρική εξέλιξη σε βλάβη. Στο έγκλημα αφηρημένης
διακινδύνευσης, υπάρχει γενική, αλλά πάντως πραγματική, δυνατότητα της
τυποποιημένης και συγκεκριμένα κρινόμενης συμπεριφοράς να προκαλέσει τον
κίνδυνο. Το έγκλημα του προσηλυτισμού πρέπει να θεωρηθεί, με αρτιότερη
διατύπωση, ως έγκλημα θεμελίωσης ή συντήρησης πηγής κινδύνου. Διαφορετικά
υπό το πρόσχημα της αυξημένης προστασίας του όποιου εννόμου αγαθού θα
τιμωρείται η θρησκευτική συμπεριφορά και το θρησκευτικό φρόνημα όσων δεν
είναι μέλη της επικρατούσας θρησκείας.

2.3.3.Κυρώσεις
Το έγκλημα του προσηλυτισμού επιφέρει βαρύτατες συνέπειες. Ο νόμος
προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης χωρίς προσδιορισμό ανώτατου ορίου και
χρηματική ποινή. Ακόμα και αν ο δράστης είναι Έλληνας, του επιβάλλεται
αστυνομική επιτήρηση, ενώ αν είναι αλλοδαπός, απελαύνεται (άρθρο 466 Π.Κ. σε
συνδυασμό με άρθρο 4 του Α.Ν.1363/1938, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2
του Α.Ν.1672/1939). Πέραν από τις ποινικές κυρώσεις υφίστανται και διοικητικές
κυρώσεις, η εξέταση των οποίων περιττεύει στην παρούσα ανάπτυξη.

Τον προσηλυτισμό ακολουθούν κυρώσεις τόσο ποινικής όσο και διοικητικής φύ-
σεως. Τιμωρείται, δηλαδή, με φυλάκιση και χρηματική ποινή, ενώ προβλέπονται
διαφορετικές παρεπόμενες επιπτώσεις για τους Έλληνες και τους αλλοδαπούς, οι
οποίοι υφίστανται αστυνομική επιτήρηση και απέλαση αντιστοίχως. Οι διοικητικές
κυρώσεις συγκεντρώνονται στον έλεγχο που διενεργείται εκ μέρους της διοίκησης
κατά τη χορήγηση άδειας ανέγερσης χώρου λατρείας, καθώς υποχρεούται να
προβεί σε έλεγχο σχετικό με το αν η αιτούσα θρησκευτική κοινότητα εκδηλώνει
προσηλυτιστική συμπεριφορά134135.

134
Ι.Μ.Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2000, Αθήνα –
Κομοτηνή, σ.44
135
Ι.Μ.Κονιδάρης, Σημείωση, Περιοδικό Νομικό Βήμα, (ΝοΒ), 34, 1986, σ.604.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο «ξεπερασμένο» των διατάξεων που εμπεριέχονται στη μεταξική

62
Η ποινική νομοθεσία προβλέπει 136 εκτός από τις κύριες και παρεπόμενες κυ-
ρώσεις: ο ημεδαπός δράστης τίθεται υπό αστυνομική επιτήρηση, ενώ ο αλ-
λοδαπός απελαύνεται βάσει Α.4 π.1 και Α.5 του Α.Ν.1363/1938, όπως αντι-
καταστάθηκαν με τον Α.Ν.1672/1939. Διοικητική κύρωση μπορεί να αποτελέ-
σει η ανάκληση άδειας λειτουργίας σχολείου, όπου διεξάγεται ο προσηλυτισ-
μός. Επίσης, η διοίκηση ερευνά τη πιθανότητα ασκήσεως προσηλυτισμού
πριν χορηγήσει άδεια ανέγερσης και λειτουργίας ευκτήριου οίκου. Όμως, μό-
νο στη περίπτωση της προβλεπόμενης αποκλειστικής ή κατά κύριο λόγο
χρησιμοποίησης του ευκτήριου οίκου για προσηλυτιστικούς σκοπούς είναι
θεμιτή η άρνηση ή ανάκληση άδειας λειτουργίας. Στις άλλες περιπτώσεις αρ-
κούν οι κυρώσεις εις βάρος των προσώπων που ασκούν τον απαγορευμένο
προσηλυτισμό.

2.4.«Κοκκινάκης κατά Ελλάδος»


2.4.1.Πραγματικά περιστατικά
Δεν είναι δυνατόν να αναφερόμαστε στον προσηλυτισμό και να μην μνημονεύσο-
υμε την εν λόγω περίπτωση. Η υπόθεση «Κοκκινάκης κατά Ελλάδος» (απόφαση
της 25.05.1993), κατέχει αναμφίβολα μείζονα θέση στη νομολογία του ΕΔΔΑ, κα-
θώς αποτέλεσε την πρώτη δικαστική διαμάχη, με αφορμή την οποία επήλθε ουσι-
αστική εμβάθυνση του Δικαστηρίου σε ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας.

Η υπόθεση «Κοκκινάκης κατά Ελλάδος» εισήλθε στη διαδικασία της συνεδρίασης


του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υπό το πρίσμα του
Α.43 ΕΣΔΑ, όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση από το Α.11 του Πρωτοκόλλου 8,
το οποίο και ετέθη σε ισχύ το 1990. Παραπέμφθηκε στο Δικαστήριο από την Ε-
πιτροπή κατά τα Α.32 και Α.47 ΕΣΔΑ στο πλαίσιο της τρίμηνης προθεσμίας και
αφετηρία της υπόθεσης αποτέλεσε η αίτηση του Κοκκινάκη στην Επιτροπή το

νομοθεσία και τονίζει ότι σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος για ανέγερση τόπου λατρείας, η
διοίκηση θα πρέπει να τεκμηριώσει τη μη χορήγηση της άδειας (καθώς πρόκειται για δυσμενή διοι-
κητική πράξη που θίγει δικαίωμα του διοικουμένου)
136
Π.Δ.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Α΄, δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση,
Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2005, σ.480

63
1988, στην οποία επικαλούνταν παραβίαση των άρθρων 7, 9 και 10 της Σύμβα-
σης εκ μέρους του ελληνικού κράτους.

Υποστηρίζεται, βέβαια, ότι, αν και είναι η σημαντικότερη από τις ελληνικές ατομι-
κές προσφυγές που εξετάστηκαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η σημασία της υ-
πόθεσης θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη, καθώς το ΕΔΔΑ απέφυγε τελικώς να
επεκταθεί στην ουσία του ζητήματος και του αντικτύπου του προσηλυτισμού, ο
οποίος μάλιστα είχε χρησιμοποιηθεί και για εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτή-
των (πχ «την εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν τη διά βιαίων μέσων
ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος ή την απόσπασιν μέρους εκ
του όλου της Επικρατείας, ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν»
στο νόμο 117/1936 «περί μέτρων καταπολέμησης του κομμουνισμού και των εκ
τούτου συνεπειών»)137.

Ο προσφεύγων Μίνως Κοκκινάκης, γεννημένος στην Κρήτη το 1919, ήταν συντα-


ξιούχος επιχειρηματίας κατά την εξέταση της υπόθεσης. Προσεταιρίστηκε τους
Μάρτυρες του Ιεχωβά το 1936 και υπέστη πάνω από εξήντα συλλήψεις με την κα-
τηγορία της ενάσκησης προσηλυτισμού, καθώς και πολυάριθμες εκτοπίσεις και
φυλακίσεις για το ίδιο ζήτημα, αποκτώντας εν τέλει την ιδιότητα του πρώτου Μάρ-
τυρα του Ιεχωβά που καταδικάστηκε βάσει της μεταξικής νομοθεσίας. Το εναρ-
κτήριο περιστατικό της υπό εξέταση υπόθεσης υπήρξε η επίσκεψη που πραγμα-
τοποίησε με τη σύζυγό του στο σπίτι της κυρίας Κυριακάκη στη Σητεία, συζύγου
του ψάλτη της τοπικής εκκλησίας, ο οποίος τελικώς ειδοποίησε και την αστυνομία,
στις 2 Μαρτίου 1986 στη Σητεία της Κρήτης.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της παρουσιαζόμενης ως προσηλυτιζομένης, το ζεύγος


ισχυρίσθηκε ότι έφερε χαρμόσυνα νέα και μετά από επιμονή, που έφτασε στο όριο
του εξαναγκασμού, κατόρθωσε να εισέλθει στην οικία, όπου και ανέγνωσε αποσ-
πάσματα από σχετικό με τις Γραφές βιβλίο ενθαρρύνοντάς την να μεταβάλει την
Ορθόδοξη πίστη της. Επίσης, προχώρησαν σε συζήτηση σχετικά με το Σουηδό
πολιτικό Ούλωφ Πάλμε μεταφέροντας ειρηνιστικές απόψεις.

137
Ν.Φραγκάκης, σχόλιο, Περιοδικό Νομικό Βήμα, (ΝοΒ), 42, 1994, σ.538-539

64
2.4.2.Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λασιθίου
Στις 20 Μαρτίου 1986 το ζεύγος Κοκκινάκη δικάσθηκε στο Τριμελές Πλημμελειοδι-
κείο Λασιθίου έπειτα από ενάσκηση ποινικής δίωξης θεμελιωμένης στο Α.4 του
Α.Ν.1363/1938 περί ποινικοποίησης του προσηλυτισμού. Το εν λόγω Δικαστήριο,
εκδίδοντας μάλιστα αυθημερόν την απόφαση, καταδίκασε το ζεύγος για προσηλυ-
τισμό σε 4 μήνες φυλάκιση (μετατρέψιμη σε χρηματική ποινή) και σε χρηματική
ποινή 10.000 δραχμών, διέταξε δε τη δήμευση και καταστροφή τεσσάρων μικρών
βιβλίων που σκόπευαν να πουλήσουν στην Κυριακάκη. Το Δικαστήριο, επίσης,
απέρριψε την ένσταση αντισυνταγματικότητας του Α.4 του μεταξικού νόμου βάσει
του οποίου διενεργήθηκε η ποινική δίωξη.

2.4.3.Εφετείο Κρήτης
Η διαδικασία συνεχίστηκε σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Εφετείου Κρήτης, αφό-
του το ζεύγος Κοκκινάκη άσκησε έφεση, όπου απαλλάχθηκε η σύζυγος του Κοκ-
κινάκη, αφού δεν αποδείχθηκε η συμμετοχή της στις ενέργειες του συζύγου της,
τον οποίο απλώς συνόδευε, και μειώθηκε η ποινή του τελευταίου σε φυλάκιση
τριών μηνών μετατρέψιμη σε χρηματική ποινή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μειο-
ψηφούσα άποψη που εκφράστηκε από έναν δικαστή της σύνθεσης σύμφωνα με
την οποία έπρεπε να αθωωθεί και ο Μίνως Κοκκινάκης, εξαιτίας έλλειψης αποχ-
ρώντων λόγων ενοχής, αφού δεν ήταν δυνατόν η σύζυγος του ψάλτη να χαρακτη-
ρίζεται από ιδιαίτερη αφέλεια απέναντι στα ζητήματα που αφορούν την Ορθόδοξη
πίστη. Η άποψη αυτή δύναται να ενισχυθεί και από την κατάθεση της Κυριακάκη,
μέσα στην οποία συμπεριλαμβάνεται η εξής χαρακτηριστική φράση: «…η συζήτη-
ση δεν επηρέασε τις πεποιθήσεις μου.».

2.4.4.Άρειος Πάγος
Η εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων, που απαρτίζει μία από τις προϋ-
ποθέσεις για την προσφυγή στο ΕΔΔΑ, επήλθε μετά την εκδίκαση της υπόθεσης
στον Άρειο Πάγο, στον οποίο άσκησε αναίρεση ο Κοκκινάκης με βασικό ισχυρισ-
μό την αντισυνταγματικότητα του νόμου 1363/1938 (αντίθεση στο Α.13 του Συντ.
περί θρησκευτικής ελευθερίας), η οποία απερρίφθη από το Δικαστήριο με το αιτι-
ολογικό της συμφωνίας του νόμου με το Α.13 του Συντ., το οποίο μεταξύ άλλων
εμπεριέχει απαγόρευση του προσηλυτισμού και σημείωση της επαρκούς αιτιολο-
γίας εκ μέρους του Εφετείου Κρήτης. Ωστόσο, κατά τη γνώμη ενός διαφωνήσαν-

65
τος μέλους ο Άρειος Πάγος θα έπρεπε να ακυρώσει την απόφαση του Εφετείου
Κρήτης, λόγω κακής εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας, αφού δεν υπήρξε α-
ναφορά των μέσων της επέμβασης στη θρησκευτική συνείδηση της Κυριακάκη εκ
μέρους του Κοκκινάκη, καθώς και λόγω της έλλειψης ενδείξεων για την τεκμηρίω-
ση της απειρίας και του χαμηλού πνευματικού επιπέδου της Κυριακάκη.

2.4.5.ΕΔΔΑ
Η άρνηση138 αυτή του Αρείου Πάγου να προβεί σε αναίρεση της αποφάσεως του
ποινικού δικαστηρίου, με την οποία καταδικάστηκε ο οπαδός των «Μαρτύρων του
Ιεχωβά» για διενέργεια προσηλυτισμού, τον ανάγκασε να απευθυνθεί στα διεθνή
δικαιοδοτικά όργανα. Έτσι, ο καταδικασθείς προσέφυγε αρχικώς στην Ευρωπαϊκή
Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης με την υπ'
αριθμό 14307/1988 αίτησή του, η οποία κηρύχθηκε «παραδεκτή» με απόφαση της
Επιτροπής της 17.12.1990. Η υπόθεση όμως απασχόλησε, στη συνέχεια, και το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο, με την από
25.5.1993 απόφασή του «Κοκκινάκης κατά Ελλάδος» δεν έκρινε ασύμβατο τον
νόμο του 1938 με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, αλλά διαπίστωσε παραβίαση της
θρησκευτικής ελευθερίας του προσφεύγοντος λόγω πλημμελούς αιτιολογίας της
ποινικής αποφάσεως που τον καταδίκασε για προσηλυτισμό.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι: α) το άρθρο 4 A. Ν.


1363/1938 αφενός θεσπίζει περιορισμό στην απόλαυση του ατομικού δικαιώματος
της θρησκευτικής ελευθερίας που αποβλέπει σε «νόμιμο» σκοπό, δηλαδή στην
προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων, και συνεπώς βρίσκεται
σε αρμονία με το άρθρο 9 § 2 της Συμβάσεως τη Ρώμης που επιτρέπει τέτοιους
περιορισμούς και αφετέρου δεν παραβιάζει το άρθρο 7 της εν λόγω Συμβάσεως,
διότι προσδιορίζεται επαρκώς με αυτό η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος
του προσηλυτισμού και β) οι αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων δεν είναι
αιτιολογημένες, διότι αρκούνται σε αιτιολογία η οποία αποτελεί επανάληψη της
φρασιολογίας του νόμου, και συνεπώς η καταδίκη του κατηγορουμένου δεν ήταν,

138
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.255

66
υπό τα δεδομένα αυτά, μέτρο αναγκαίο σε μία δημοκρατική κοινωνία ούτε ήταν
ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό».

Η αίτηση του Κοκκινάκη στην Επιτροπή το 1988 βασιζόταν κυρίως στα Α.7, Α.9
και Α.10 της ΕΣΔΑ και δευτερευόντως στα Α.5 π.1 και Α.6 π.1 και π.2. Η επιτρο-
πή αποφάνθηκε υπέρ του παραδεκτού της αιτήσεως εξαιρουμένης της επίκλησης
των Α.5 και Α.6 και αναλυτικότερα, έκρινε πως υπήρξε παραβίαση των Α.7 και
Α.9, ενώ δεν εξέτασε περαιτέρω το ζήτημα του Α.10.

Επιπροσθέτως, η Επιτροπή δέχθηκε κατ’ ουσία τον ισχυρισμό του Κοκκινάκη που
αφορούσε το δικαίωμά του να συζητά με τους συμπολίτες του για θέματα θρησκε-
ίας. Ο αιτών αδυνατούσε να κατανοήσει το λόγο για τον οποίο κρίθηκε ως άδικη
και εγκληματική μια διατύπωση απόψεων στηριζόμενη σε βιβλία που ήταν κοινά
για όλους και ότι η αιτιολογία του Εφετείου Κρήτης διεπόταν από μεροληψία, αφού
τον καταδίκαζε «όχι για κάτι που είχε κάνει, αλλά για κάτι που ήταν».

Αρχικά εξετάσθηκε ο ισχυρισμός περί παραβίασης του Α.9 της ΕΣΔΑ. Πιο αναλυ-
τικά, ο αιτών Μίνως Κοκκινάκης διατύπωσε την άποψη ότι σημειώθηκε εσφαλμένη
εφαρμογή του Α.4 του μεταξικού νόμου, καθώς και ότι ο συγκεκριμένος νόμος αν-
τιβαίνει στην ουσία του Α.9 ΕΣΔΑ, που τυγχάνει υπερνομοθετικής ισχύος. Ο Κοκ-
κινάκης χαρακτήρισε την ποινικοποίηση του προσηλυτισμού ως «οπλοστάσιο
απαγορεύσεων και απειλών τιμωρίας», ως ένα μέσο πίεσης δηλαδή προς τις
θρησκευτικές μειονότητες. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι ο εν λόγω νόμος έτυχε επιλεκ-
τικής εφαρμογής από τη διοίκηση και τις δικαστικές αρχές, αφού δε χρησιμοποιή-
θηκε εναντίον μετόχου της επικρατούσας θρησκείας139/140 καθώς και ότι ο κίνδυ-

139
Case of Kjeldsen, Busk Madsen and Pedersen v. Denmark (Application no. 5095/71, 5920/72,
5926/72), 7/12/1976.
Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά το σεβασμό των θρησκευτικών και φιλοσοφικών αντιλήψεων των
γονέων στην εκπαίδευση του τέκνου, με αντίστοιχη ελληνική υπόθεση που απασχόλησε το ΕΔΔΑ
την Βαλσάμης/Ελλάδος. Συγκεκριμένα, στην Kjeldsen κλπ κατά Δανίας τέθηκε το ζήτημα της τυχόν
ασυμβατότητας του υποχρεωτικού πλέον μαθήματος σεξουαλικής αγωγής με τα πρότυπα που
εμπεριέχονται στις πεποιθήσεις των γονέων, με το Δικαστήριο να απορρίπτει την προσφυγή
επικαλούμενο το πλουραλιστικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης.
140
Ι.Δ.Σαρμάς, Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της

67
νος διασταλτικής εφαρμογής του λόγω της λέξης «ιδία» στο νομοθετικό κείμενο
που κρίθηκε ασαφές από το πρόσωπό του ήταν υπαρκτός.

Από την άλλη πλευρά, η Κυβέρνηση εξέφρασε την άποψη ότι η απαγόρευση του
προσηλυτισμού αφορά τον καταχρηστικό προσηλυτισμό και όχι την ευθεία θρησ-
κευτική ελευθερία, επικαλούμενη τόσο την απόφαση Kjeldsen, Madsen and
Redersen κατά Δανίας. Επίσης, η Κυβέρνηση έκρινε ότι ο νόμος περί απαγορεύ-
σεως του αθέμιτου προσηλυτισμού ήταν σαφής ως προς την πρόβλεψή του και δε
διεπόταν από αοριστία, ενώ η λέξη «ιδία» αφορούσε μόνο τα μέσα τέλεσης του
εγκλήματος, καθώς και ότι ένα κράτος δε δύναται να κρατήσει αδιάφορη στάση
απέναντι σε ενέργειες που θίγουν το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, εξαι-
τίας της μείζονος διατάραξης της κοινωνικής ειρήνης που είναι ικανή να πραγμα-
τοποιηθεί σε διαφορετική περίπτωση.

Το Δικαστήριο προέβη σε ερμηνεία του Α.9 της ΕΣΔΑ διαπιστώνοντας αρχικά τη


σημασία του πλουραλισμού σε μία δημοκρατική κοινωνία και τη συνεισφορά της
κατοχύρωσης της θρησκευτικής ελευθερίας στο υποστατό του. Η θρησκευτική ε-
λευθερία εμπεριέχει την ελευθερία της «εκδήλωσης της θρησκείας κάποιου αν-
θρώπου», η οποία πραγματώνεται ιδιωτικά ή συλλογικά, συνεπώς ένας άνθρω-
πος έχει το δικαίωμα να μεταβάλει την πίστη ενός συνανθρώπου του μέσω της
διδασκαλίας της θρησκείας του.

Στην ερμηνευτική διαδικασία αυτή το ΕΔΔΑ ανέλυσε το ζήτημα υπό το πρίσμα


των περιορισμών ενός ατομικού δικαιώματος, όπως είναι η θρησκευτική ελευθερί-
α, δηλαδή της πρόβλεψης σε νόμο τυπικό ή ουσιαστικό, και της αναγκαιότητάς
του σε μια δημοκρατική κοινωνία, της συμφωνίας του δηλαδή με την αρχή της α-
ναλογικότητας. Ως προς το επιχείρημα της ασάφειας του εν λόγω διατυπωμένου
σε τυπικό νόμο περιορισμού, απεφάνθη πως η ακρίβεια ως προς τη λεκτική δια-
τύπωση ενός νομοθετήματος ενδέχεται να μην είναι πάντοτε απόλυτη και πως τό-
σο η ερμηνεία όσο και η εφαρμογή επαφίεται στη νομολογιακή πρακτική, η οποία
στην Ελλάδα ήταν διαμορφωμένη πάνω στο υπό εξέταση ζήτημα. Το Δικαστήριο
δηλαδή απέφυγε να εξετάσει τη συνταγματικότητα της απαγόρευσης του προση-

Επιτροπής, Αντ.Σάκκουλα, 1998, Αθήνα, σ.260-263

68
λυτισμού, καθώς έκρινε πως αυτό είναι αντικείμενο του εθνικού νομοθέτη, στου
οποίου το έργο ουσιαστικά δε δύναται να παρεισφρήσει.

Επιπλέον, το ΕΔΔΑ, χρησιμοποιώντας έκθεση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκ-


κλησιών, δέχθηκε το περιεχόμενό της και ειδικότερα την ασυμφωνία του αθέμιτου
προσηλυτισμού με το σεβασμό της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και
της θρησκείας κάθε ανθρώπου. Τελικώς, σημειώθηκε παραβίαση του Α.9 της ΕΣ-
ΔΑ όχι, όμως, για το περιεχόμενο της καταδίκης του προσφεύγοντος από την ελ-
ληνική δικαιοσύνη, αλλά για τη μη απαρίθμηση των μέσων που χρησιμοποιήθη-
καν για την τέλεση της άδικης πράξης, γεγονός που καθιστούσε την καταδίκη του
Κοκκινάκη μη αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Σχετικά με την παραβίαση του Α.7 της Σύμβασης, το οποίο αναφέρεται στην αρχή
της νομιμότητας των ποινών (nullum crimen, nulla poena sine lege) και στην αρχή
της μη αναλογικής εφαρμογής του ποινικού νόμου, το Δικαστήριο δεν εισήλθε σε
μακροσκελή εξέταση. Επισήμανε μόνο τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος,
που επικεντρώνονταν στην αοριστία του Α.4 του Α.Ν.1363/1938, και κατέληξε στο
μη υποστατό της παραβίασης του εν λόγω άρθρου, λόγω της επαρκούς νομολο-
γιακής πρακτικής, που είχε σημειωθεί στην εθνική έννομη τάξη, και βάσει των πο-
ρισμάτων της οποίας εξειδικευόταν η επίμαχη διάταξη.

Σχετικά με την παραβίαση του Α.10 της ΕΣΔΑ, για την οποία διατυπώθηκε ο ισ-
χυρισμός ότι πραγματοποιήθηκε, διότι η καταδικαστική απόφαση του Εφετείου
Κρήτης προσέβαλλε εκτός από τις θρησκευτικές και τις φιλοσοφικοκοινωνικές αν-
τιλήψεις του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η περαιτέρω εξέταση ήταν
περιττή, λόγω της προαναφερθείσας κρίσης επί της παραβίασης του Α.9 της ΕΣ-
ΔΑ.

Ο Κοκκινάκης είχε ισχυρισθεί, επίσης, σε υπόμνημά του το 1992 παράβαση του


Α.14 της ΕΣΔΑ συνδυαστικά με το Α.9 (συνεπώς δεν ετέθη ενώπιον της Επιτρο-
πής), ωστόσο το Δικαστήριο έκρινε άσκοπη την εξέτασή της. Πάντως, η εσφαλμέ-
νη αιτιολογία, για την οποία τελικώς διαπιστώθηκε η παράβαση της Σύμβασης
αποτελεί δείγμα της μη λεπτομερούς ενασχόλησης των εθνικών δικαιοδοτικών
οργάνων με την υποχρέωση εναρμόνισης της εθνικής έννομης τάξης με τις διατά-
ξεις της ΕΣΔΑ.

69
Συμπερασματικά, το Δικαστήριο απεφάνθη υπέρ της παραβίασης του Α.9, της μη
παραβίασης του Α.7 και της μη ύπαρξης ανάγκης διερεύνησης τυχόν παραβίασης
του Α.10 και του Α.14 σε συνδυασμό με το Α.9. Επιπροσθέτως, επιδίκασε στην
ελληνική Κυβέρνηση το ποσό των 400.000 δραχμών για χρηματική βλάβη και το
ποσό των 2.789.500 δραχμών για δικαστικές δαπάνες.

2.4.5.1.Γνώμες
Πάντως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συγκλίνουσες και οι αποκλίνουσες
γνώμες που επισυνάπτονται στην απόφαση, καθώς παρουσιάζουν διαφορετικές
αναλύσεις του ζητήματος όχι απαλλαγμένες από πολιτικό και κοινωνικό χρωμα-
τισμό.

Αναλυτικότερα, κατά το Βέλγο δικαστή De Meyer ο προσηλυτισμός ορίζεται ως


«ζήλος για τη διάδοση της πίστης» και «διακήρυξη της θρησκείας ενός προσώπο-
υ», συνεπώς ο Κοκκινάκης καταδικάσθηκε από τα εθνικά δικαστήρια για μία συμ-
περιφορά στην οποία είχε δικαίωμα να προβεί, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Κυρια-
κάκη ουδεμία στιγμή προσπάθησε να τον απωθήσει από την οικία της.

Ο Έλληνας δικαστής Βαλτικός εξέφρασε μία διαφορετική άποψη, θεωρώντας ότι


δεν υπήρξε παραβίαση του Α.9 της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, πίστευε πως το δικαίω-
μα που διασφαλίζει το Α.9 δε σχετίζεται με τη συστηματική επίθεση κάποιου, ό-
πως τη χαρακτήρισε, στη θρησκεία των συμπολιτών του, ενώ ο όρος διδασκαλία
του ιδίου άρθρου δεν αναφέρεται στην ιδιωτική διδασκαλία των θρησκευτικών
πιστεύω, αλλά αντίθετα στη διδασκαλία που εκπορεύεται από τα σχολεία και τα
θρησκευτικά ιδρύματα. Διατύπωσε, επίσης, ορισμό του προσηλυτισμού κατά το
λεξικό Petit Robert (ζήλος για την εξάπλωση της πίστης και κατ’ επέκταση δημιο-
υργία προσήλυτων και απόκτηση οπαδών) και ανέφερε πως το γεγονός της απο-
υσίας παραδειγμάτων προσηλυτιστικών ενεργειών εκ μέρους μετόχων του ορθό-
δοξου δόγματος αποδίδεται στη θέση της Ορθόδοξης Θρησκείας ως επικρατού-
σας, ως της θρησκείας με την πλειονότητα των οπαδών μέσα στο ελληνικό κρά-
τος.

O Γάλλος δικαστής Pettiti υποστήριξε ότι η ελληνική ποινική νομοθεσία περί προ-
σηλυτισμού αντιτίθεται στο Α.9 της ΕΣΔΑ επειδή η ελευθερία της θρησκευτικής

70
συνείδησης εμπεριέχει την αποδοχή και του κακόπιστου προσηλυτισμού. Οι μόνοι
περιορισμοί που μπορούν να τεθούν, αφορούν το σεβασμό των δικαιωμάτων του
άλλου, στο μέτρο που γίνεται προσπάθεια εξαναγκασμού ή που χρησιμοποιούνται
μέθοδοι χειραγώγησης. Τέλος, τόνισε ότι η προσπάθεια κάποιου να μεταπείσει
τρίτο δεν συνιστά προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας.

Ο Ολλανδός δικαστής Martens τάχθηκε υπέρ της παραβίασης του Α.9 της ΕΣΔΑ
χαρακτηρίζοντας μάλιστα την Ελλάδα ως το μοναδικό κράτος μέλος της Σύμβα-
σης, που προέβη στην ποινικοποίηση αφ’ εαυτού (per se) του προσηλυτισμού.
Παρατήρησε ότι είναι διαφορετική υπόθεση το να διαδίδει κάποιος τις θρησκευτι-
κές του πεποιθήσεις από το να προσπαθεί να πείσει σχετικά με αυτές, καθώς και
ότι οι άνθρωποι που διακατέχονται από πραγματικό θρησκευτικό συναίσθημα
δυσχερώς μεταβάλλουν τις πεποιθήσεις τους αναφορικά με αυτό. Αν η πράξη, λο-
ιπόν, του προσφεύγοντος έπρεπε να ενταχθεί στο ποινικό δίκαιο, η δίωξη που θα
έπρεπε να ασκηθεί εντάσσεται στο πλαίσιο της διατάραξης της οικιακής γαλήνης
και όχι της ενάσκησης αθέμιτου προσηλυτισμού, η ποινικοποίηση του οποίου μά-
λιστα αντιτίθεται στην κρατική υποχρέωση της ουδετερότητας απέναντι στα θρησ-
κεύματα.

Κατά την κοινή γνώμη των δικαστών Foighel (Δανός) και Λοΐζου (Κύπριος) δεν
υπήρξε αντίθεση του νόμο περί προσηλυτισμού προς το Α.9 της ΕΣΔΑ προβαί-
νοντας σε ερμηνεία του όρου διδάσκω. Εν κατακλείδι, ο Γάλλος δικαστής Pettiti
παρατηρεί αντίθεση του νόμου141 που ποινικοποιεί τον προσηλυτισμό προς το Α.9
της ΕΣΔΑ, αφού καταδικάζει ουσιαστικά οποιαδήποτε προσπάθεια πειθούς. «Ο
πιστός πρέπει να μπορεί να διαδίδει την πίστη του και το πιστεύω του στον θρησ-
κευτικό τομέα όπως και στο φιλοσοφικό». Επίσης, συνέδεσε την ύπαρξη των ελ-

141
Case of Hasan and Chaush v. Bulgaria (Application no. 30985/96), 26 October 2000
«Το να επιτρέπεται στα κράτη να επεμβαίνουν στην σύγκρουση που υπάρχει στον προσηλυτισμό
με ποινικοποίηση του προσηλυτισμού, όχι μόνο αντιβαίνει στην αυστηρή ουδετερότητα που απαι-
τείται να τηρεί το κράτος στον τομέα αυτόν, αλλά επίσης δημιουργεί κίνδυνο διακρίσεων, όταν υ-
πάρχει μια επικρατούσα θρησκεία. Το τελευταίο αυτό στοιχείο διακρίνεται καθαρά στη δικογραφία
που ετέθη υπόψη του Δικαστηρίου» ∙ παρόμοιο σκεπτικό εντοπίζεται και στην υπόθεση Hasan και
Chaush κατά Βουλγαρίας, όπου κρίθηκε ότι η διαίρεση μιας θρησκευτικής κοινότητας εμπίπτει στα
θρησκευτικά θέματα και το κράτος δε θα πρέπει να αναλαμβάνει θέση επί αυτών, διαφορετικά υ-
φίσταται παραβίαση της θρησκευτικής ουδετερότητας την οποία ενέχει το κράτος,

71
ληνικών νομοθετημάτων για τον προσηλυτισμό με το δικτατορικό καθεστώς, μέσα
στο οποίο γεννήθηκαν.

2.5.«Μανουσάκης και λοιποί κατά Ελλάδος»


Η ίδρυση τόπων λατρείας των λοιπών θρησκευτικών κοινοτήτων, εκτός της επικ-
ρατούσας θρησκείας όπου για την ανέγερση των ναών της διέπεται αποκλειστικά
από το εσωτερικό της δίκαιο, το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο χρονολογείται από
την εποχή της μεταξικής δικτατορίας με το οποίο θεσπίζεται μια σειρά ανελαστι-
κών και χρονοβόρων προϋποθέσεων χορήγησης της σχετικής άδειας από τη Διοί-
κηση.
Καταρχήν δεν δύναται να θεωρηθεί συνταγματικά ανεκτή η παρεμβολή οργάνων
της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διαδικασία ανέγερσης ναού ή ευκτήριου οίκου άλ-
λης θρησκείας ή δόγματος, αφού με τον τρόπο αυτό διαταράσσεται η θρησκευτική
ισότητα, με την επικρατούσα θρησκεία να ασκεί μία ιδιότυπη εξουσία επί των μειο-
νοτικών θρησκευμάτων. Δεύτερον, η απαίτηση συγκέντρωσης υπογραφών των
πιστών τόσο για την ίδρυση ναού, όσο και για την ίδρυση ευκτήριου οίκου, προσ-
κρούει στο κατοχυρωμένο στο Α.13 π.1 του Συντάγματος δικαίωμα «του μη ερω-
τάσθαι και σιωπάν», αφού τα συγκεκριμένα άτομα υποχρεώνονται να αποκαλύ-
ψουν, και μάλιστα με πανηγυρικό τρόπο, τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Τρί-
τον, προβάλλεται ότι αντικείμενη στο Σύνταγμα είναι και αυτή καθεαυτή η απαίτη-
ση προηγούμενης άδειας για την ίδρυση χώρου λατρείας, διότι μία τέτοια απαίτη-
ση θίγει τον πυρήνα του κατοχυρωμένου στο Α.13 π.2 του Συντάγματος δικαιώ-
ματος.

Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με το ότι το ΣτΕ έχει επίσης δεχθεί ότι δύναται η
Διοίκηση, για να χορηγήσει τη σχετική άδεια, να προβεί σε έρευνα του κατά πόσον
υφίσταται πραγματική ανάγκη ανεγέρσεως ναού / ευκτήριου οίκου. Δεν είναι νοητό
να αποστερούνται οι πιστοί της όποιας θρησκείας ή δοξασίας από τη δυνατότητα
να ιδρύουν χώρους λατρείας και τούτο ανεξαρτήτως του αριθμού αυτών. Παρ’ όλα
αυτά όμως, η νομολογία του ΣτΕ έχει αποφανθεί υπέρ της συνταγματικότητας του
εν λόγω νομοθετικού πλαισίου, αποδεχόμενη παγίως ότι η συνταγματική κατοχύ-
ρωση του ατομικού δικαιώματος ακώλυτης άσκησης της λατρείας δεν αποκλείει
την προηγούμενη εξακρίβωση από τη Διοίκηση της συνδρομής ορισμένων προϋ-
ποθέσεων. Επίσης, αποδέχεται ότι δύναται η Διοίκηση, για να χορηγήσει τη σχετι-

72
κή άδεια, να προβεί σε έρευνα του κατά πόσον υφίσταται πραγματική ανάγκη ανε-
γέρσεως ναού / ευκτήριου οίκου αλλά και ότι η προαπαιτούμενη για την ανέγερση
ναού «άδεια της οικείας αναγνωρισμένης εκκλησιαστικής αρχής», ήτοι του ορθό-
δοξου επιχώριου Μητροπολίτη έχει τον χαρακτήρα προπαρασκευαστικής – δια-
πιστωτικής ενέργειας, ήτοι απλής γνώμης, η οποία δεν δεσμεύει το αποφασίζον
διοικητικό όργανο, που εν προκειμένω είναι ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων.

Η καταδίκη της Ελλάδος από το ΕΔΔΑ για παραβίαση του Α.9 της ΕΣΔΑ στην υ-
πόθεση Μανουσάκης και λοιποί κατά Ελλάδος (απόφαση της 26/9/1996) ήταν
σαφής142. Οι προσφεύγοντες, οι οποίοι ήταν μέλη των Μαρτύρων του Ιεχωβά, εί-
χαν θέσει σε λειτουργία ευκτήριο οίκο στο Ηράκλειο Κρήτης και ταυτοχρόνως είχαν
υποβάλλει αίτηση για χορήγηση της σχετικής άδειας κατά εφαρμογή του ισχύοντος
νομοθετικού πλαισίου. Και ενώ η εξέταση της αίτησης από τον Υπουργό Εθνικής
Παιδείας και Θρησκευμάτων εκκρεμούσε για τρία περίπου χρόνια (ελλείψει της
σχετικής γνωμοδότησης του επιχώριου Μητροπολίτη), επενέβει ο Εισαγγελέας και
οι προσφεύγοντες παραπέμφθηκαν στην ποινική δικαιοσύνη (με την κατηγορία
της θέσης σε λειτουργία ευκτήριου οίκου χωρίς την απαιτούμενη διοικητική άδεια),
όπου και καταδικάστηκαν.

Το ΕΔΔΑ απέρριψε όλους τους προβληθέντες από την Ελληνική Κυβέρνηση ισχυ-
ρισμούς, έκρινε δε ότι η καταδίκη των προσφευγόντων από τα Ελληνικά Δικαστή-
ρια για την εγκατάσταση και λειτουργία ευκτήριου οίκου αποτέλεσε αδικαιολόγητη,
υπό το φως της ΕΣΔΑ, επέμβαση στην εκδήλωση των θρησκευτικών τους πεποι-
θήσεων. Ιδιαιτέρως σημαντική, ως υπογραμμίζουσα τον θρησκευτικό προστατευ-
τισμό του Ελληνικού Κράτους, κρίνεται η διαπίστωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρί-
ου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι «… το Κράτος επιδιώκει να χρησιμοποιεί τις
δυνατότητες των παραπάνω διατάξεων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επιβάλλει
προϋποθέσεις αυστηρές ή και απαγορευτικές στην τέλεση της λατρείας ορισμένων
μη ορθόδοξων δογμάτων». Η ελληνική Διοίκηση αγνοώντας τις αποφάσεις του
Συμβουλίου της Επικρατείας, χρονοτριβούσε και δεν έδινε την άδεια σε Μάρτυρες
του Ιεχωβά να ανεγείρουν ναούς και ευκτήριους οίκους.
142
A.Γ.Καπελιώτης, Θρησκευτική ελευθερία και θρησκευτικά σύμβολα, Εργασία, Πανεπιστήμιο Α-
θηνών, 2005, Αθήνα, ανακτήθηκε από http://www.greeklaws.com/pubs/uploads/1259.pdf, σελ. 34

73
Το ΕΔΔΑ δέχθηκε την προσφυγή τους και έκρινε ότι η καθυστέρηση χορήγησης
αδείας για ανέγερση και λειτουργία ναών ή ευκτήριων οίκων ετεροδόξων από τη
Διοίκηση ήταν πέρα του λογικού χρονικού διαστήματος, που απαιτείται για την έκ-
δοση των αδειών. Αυτό αντιβαίνει άμεσα στο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθε-
ρίας, το οποίο προστατεύεται από το Α.9 της ΕΣΔΑ. Η απλή ενάσκηση του δικαι-
ώματος για εκδήλωση της θρησκείας και ειδικότερα η εξωτερίκευση των θρησκευ-
τικών πεποιθήσεων ή η προσπάθεια διάδοσης αυτών δεν αποτελεί προσηλυτισ-
μό.

2.6.«Λαρίσης και λοιποί κατά Ελλάδος»143


Οι τρεις προσφεύγοντες, κατά την υπηρεσία τους ως αξιωματικοί της Πολεμικής
Αεροπορίας, καταδικάστηκαν από την ελληνική δικαιοσύνη για άσκηση προσηλυ-
τισμού κατά υφιστάμενων αεροπόρων και πολιτών, κατά το διάστημα 1986-1989.
Οι προσφεύγοντες, λοιπόν, Δημήτριος Λαρίσης, Σάββας Μανδαλαρίδης και Ιωάν-
νης Σαράντης, αξιωματικοί της ελληνικής αεροπορίας, πρέσβευαν το προτεσταντι-
κό δόγμα, το οποίο επιτάσσει τη διδασκαλία των Ευαγγελίων εκ μέρους των πισ-
τών. Οι πρώτοι δύο από τους προσφεύγοντες κατηγορήθηκαν για προσηλυτιστι-
κές ενέργειες εις βάρος του σμηνίτη Γεωργίου Αντωνιάδη, τον οποίο ενέτασσαν σε
συζητήσεις θρησκευτικού περιεχομένου και ρωτούσαν επίμονα αν είχε επισκεφτεί
την Εκκλησία της Πεντηκοστής κάθε φορά που επέστρεφε στη μονάδα μετά από
άδεια.

Συγκεκριμένα, με την υπ' αριθμό 1266/1993 απόφασή του το Ανώτατο Ακυρωτικό


144
έκρινε ορθή την καταδίκη για προσηλυτισμό στρατιωτικών «οι οποίοι
εκμεταλλευόμενοι την ισχύ τους και τη σχέση εμπιστοσύνης που υπήρχε με
κατώτερους στρατιωτικούς, καθώς και την κουφότητα και πνευματική αδυναμία
άλλων προσώπων, προσπάθησαν να κλονίσουν την πίστη τους στην Ορθοδοξία
και να τους πείσουν να ασπασθούν την αίρεση της εκκλησίας της πεντηκοστής».
Ένας μάλιστα από αυτούς ενήργησε προσηλυτισμό «κάνοντας κήρυγμα και

143
Ε.Παλιούρα, άρθρο, Υπόθεση Λαρίσης κλπ κατά Ελλάδος, ανακτήθηκε από http://www.arthro-
13.com/news/edda-larisis-kl-kata-ellados/
144
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.254

74
αναπτύσσοντας τις σχετικές με την αίρεση της εκκλησίας της πεντηκοστής
δοξασίες, λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι η εκκλησία τους είναι σωστή και όχι η
ορθόδοξη θρησκεία και ότι το 1992 θα έρθει το τέλος του κόσμου και θα γίνει η
αρπαγή της εκκλησίας και προτρέποντάς τους (τους υποψήφιους προσήλυτους)
με επιμονή και φορτικότητα να ακολουθήσουν την πίστη του και να πιστέψουν τον
πραγματικό Χριστό γιατί, όντες Χριστιανοί Ορθόδοξοι, είναι με το Σατανά».

Επιπλέον, ο Λαρίσης και ο Σαράντης κατηγορήθηκαν για προσηλυτισμό εις βάρος


του σμηνίτη Αθανασίου Κόκκαλη, τον οποίο προέτρεπαν να προσεταιριστεί το
πεντηκοστιανό δόγμα με διάφορους τρόπους. Για τον τρίτο προσηλυτιζόμενο σμη-
νίτη, Νικόλαο Καυκά, παρόλο που ο ίδιος υποστήριξε την μη πίεση εκ μέρους των
αξιωματικών για μεταβολή των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, ο πατέρας αυτού
ισχυρίσθηκε πως ο υιός του προσχώρησε στην Εκκλησία της Πεντηκοστής υπο-
βαλλόμενος στις διαταγές των ανωτέρων του. Επιπροσθέτως, οι αξιωματικοί κα-
τηγορήθηκαν και για ενάσκηση προσηλυτισμού εις βάρος πολιτών, με χαρακτη-
ριστική περίπτωση την Αναστασία Ζουνάρα, η οποία κατέληξε με διαταραχή της
ψυχικής της υγείας.

Η υπόθεση αυτή έδωσε την αφορμή, για δεύτερη φορά, στο Δικαστήριο του
Στρασβούργου να ασχοληθεί με το άρθρο 4 A.Ν. 1363/1938, τη διάταξη δηλαδή
που ποινικοποιεί στη χώρα μας σε πλημμεληματική μορφή το έγκλημα του
προσηλυτισμού. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμόν 24.2.1998
απόφασή του «Λαρίσης και λοιποί κατά Ελλάδος», επανέλαβε όσα είχε ήδη
νομολογήσει με την προηγούμενη, όμοιας θεματικής, απόφασή του «Κοκκινάκης
κατά Ελλάδος», και συγκεκριμένως έκρινε ότι, επειδή οι αποφάσεις των ελληνικών
δικαστηρίων αρκέστηκαν να επαναλάβουν τη διάταξη του Α.4 του A.Ν. 1363/1938,
χωρίς να θεμελιώσουν επαρκώς τον καταχρηστικό χαρακτήρα των μεθόδων, που
οι καταδικασθέντες χρησιμοποίησαν, οι καταδίκες τους δεν υπήρξαν, υπό τις πιο
πάνω περιστάσεις, δικαιολογημένες, και για αυτό σημειώθηκε παραβίαση του
άρθρου 9 της Ε.Σ.Δ.Α. Καταδικάσθηκε δε η Ελλάδα, στην πληρωμή σε καθένα
από τους δύο (Μανδαλαρίδη και Σαράντη) χρηματικής ικανοποίησης, προς
αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης που επήλθε από την παράνομη καταδίκη
του, ποσού πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών.

75
Ως προς τις αποκλίνουσες της πλειοψηφίας γνώμες που διατυπώθηκαν, ο
δικαστής De Meyer προέβη στην έκφραση της ίδιας άποψης που είχε διατυπώσει
στην υπόθεση Κοκκινάκης, ότι δηλαδή ο νόμος που ποινικοποιεί τον
προσηλυτισμό είναι «παράνομος» , αφού αποτελεί τροχοπέδη στην εκδήλωση
των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ωστόσο, παραδέχεται την ενάσκηση
προσηλυτισμού εις βάρος των σμηνιτών, εξαιτίας της σχέσης ιεραρχίας που τους
συνέδεε με τους ανωτέρους τους, χρησιμοποιώντας τη φράση «εκμεταλλεύτηκαν
καταχρηστικά». Εδώ διαφαίνεται και η σημασία της παρούσας απόφασης του
ΕΔΔΑ, η οποία δε συγκεντρώνεται στην καταδίκη της Ελλάδας, αλλά στο
πραγματικό περιστατικό της ειδικής εξουσιαστικής σχέσης που αναπτύσσεται
ανάμεσα στους προϊσταμένους και στους υφισταμένους στα σώματα ασφαλείας
και στο πώς αυτή η σχέση μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για την
προσπάθεια αλλοίωσης της θρησκευτικής συνείδησης με μεθόδους που
αντίκεινται στη δυνατότητα ομολογίας των θρησκευτικών πεποιθήσεων, που είναι
συνταγματικά θεμελιωμένη, εξαιτίας της υπαγωγής της στο ατομικό δικαίωμα της
θρησκευτικής ελευθερίας. Οι προαναφερόμενες μέθοδοι συμπυκνώνονται στην
έννοια της «κατάχρησης εξουσίας», η οποία φαντάζει ως ένας εύκολος τρόπος
επιβολής.

Στον ελληνικό νόμο της κυβέρνησης του Μεταξά δεν υπάρχει ρητή καταχώρηση
της κατάχρησης εξουσίας ως μέσου προσηλυτισμού, ωστόσο η απαρίθμηση των
προσηλυτιστικών μεθόδων έχει κριθεί πως είναι ενδεικτική και όχι περιοριστική .Ο
Βαλτικός επισήμανε ότι το κύρος της στολής δύναται να επηρεάσει όχι μόνο τους
υφισταμένους σε μία στρατιωτική μονάδα, αλλά και απλούς πολίτες, και ο K.Van
Dijk αμφέβαλλε για τη μη οικειοθελή εμπλοκή του σμηνίτη στις σχετικές με το δόγ-
μα των Πεντηκοστιανών συζητήσεις με τους ανωτέρους τους. Βέβαια, επειδή ένας
μεγάλος αριθμός εννοιών που συνδέονται με τα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώ-
ματα και τους περιορισμούς τους είναι εξαιρετικά ευρείες, τα όρια μεταξύ νομίμου
και παρανόμου σε περιπτώσεις προσηλυτισμού δεν κατορθώνουν να είναι απόλυ-
τα σαφή.

76
Με την απόφαση αυτή, ωστόσο, δε σημάνθηκε λήξη της υπόθεσης, αφού ακολού-
θησε επαναφορά της στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα με τη διαδικασία του Α.525
π.1 ΚΠΔ, που εισήχθη με το Α.11 του Ν. 2865/2000 , με τη διαδικασία δηλαδή της
επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ο Εισαγγελέας
του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εισήγαγε σχετική αίτηση στο συμβούλιο του Αρεί-
ου Πάγου, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή σχετικά με την καταδίκη για προσηλυτισμό
των ιδιωτών. Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμόν 1453/2005 έπαυσε οριστικά την
ποινική δίωξη λόγω παραγραφής του αξιοποίνου, αφού επρόκειτο για πλημμελη-
ματικές πράξεις.

2.7.Προσηλυτισμός και εθνική νομολογία


2.7.1.Νομοτυπική υπόσταση
Το Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμόν 51487/1986 απόφασή του έκρινε
πως η απόπειρά του προσηλυτισμού αποτελεί αυτοτελές έγκλημα ανεξάρτητα από
το αν επήλθε ή όχι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Κατηγορούμενοι, που έστειλαν
οικείο τους (το 8χρονο παιδί τους) να προσφέρει φυλλάδια των μαρτύρων του
Ιεχωβά σε πιστό, που έβγαινε από την εκκλησία με την απατηλή διαβεβαίωση ότι
ήταν διαφημιστικά, κρίθηκαν ένοχοι για προσηλυτισμό με το ελαφρυντικό του
πρότερου έντιμου βίου. Η δραστηριότητά τους δεν αποτελεί εκδήλωση γνωστής
θρησκείας.

To Πρωτοδικείο Ηρακλείου με την υπ’ αριθμόν 87/1986 απόφασή του έκρινε ότι ο
χιλιασμός (Μάρτυρες του Ιεχωβά) δεν αποτελεί «γνωστή» θρησκεία. Ο χιλιασμός,
δηλαδή, έρχεται σε αντίθεση με την ελληνική δημόσια τάξη. Βέβαια, το
Πλημμελειοδικείο των Χανίων με την υπ’ αριθμόν 172/1986 απόφασή του έκρινε
πως είναι «γνωστή» θρησκεία και πως δεν τελούν προσηλυτισμό μάρτυρες
Ιεχωβά, που, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, προσφέρουν για πώληση χιλιαστικά
έντυπα και προσκαλούν σε θεολογική συζήτηση. Το αντίθετο οδηγεί σε παραβίαση
συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων. Ο προσηλυτισμός συνιστά
έγκλημα υπαλλακτικώς μικτού και τελειοποιημένης απόπειρας.

Ο Άρειος Πάγος, υπό το καθεστώς του A.198 Π.Ν., και προτού εκδοθεί ο A.

77
Ν.1363/1938, προέβη 145 , με την υπ' αριθμό 202/1903 απόφασή του, σε μία
ιδιαιτέρως σημαντική, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, ερμηνευτική
σημασιοδότηση της έννοιας του προσηλυτισμού. Ειδικότερα, έκρινε ότι «η
προσπάθεια προς διάδοσιν οιωνδήποτε θρησκευτικών δοξασιών, συμφώνως ή μη
προς τα της επικρατούσης ή άλλης θρησκείας δόγματα, λογίζεται αξιόποινος
μόνον όταν γίνεται διά μέσων αθεμίτων, ήτοι αντιβαινόντων εις τον νόμον ή εις τα
παραγγέλματα της ηθικής». Ως αθέμιτο μέσο όμως δεν μπορεί σε καμία
περίπτωση να θεωρηθεί η απλή εκδήλωση ή συζήτηση περί θρησκευτικών
αντικειμένων, διότι «εις την υπό του θεμελιώδους νόμου καθιερουμένην
ανεξιθρησκείαν και την ακώλυτον εξάσκησιν των λατρειών, περιλαμβάνεται
αναγκαίως και η ελευθέρα περί οιασδήποτε θρησκευτικής δοξασίας συζήτησις και
αν έτι γίνεται επί σκοπώ διαδόσεως αυτής εις άλλους».

Με το πνεύμα αυτό στοιχείται και η Εισαγγελία του Ανώτατου Δικαστηρίου, η


οποία, με την υπ ' αριθμό 11/1926 γνωμοδότηση του Αντεισαγγελέα Γεωργίου
Χοϊδα, εξέφρασε την άποψη ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως
περιλαμβάνει «και την ελευθερίαν της εκφράσεως, διά της οποίας αι ίδέαι και αι
πεποιθήσεις δέχονται την εαυτών υπόστασιν εν ταις κατ’ άνθρωπον κοινών ίαις
και την κυρωσιν, κύρωσιν υπό την έννοιαν ότι κυκλοφορούσαι ούτως συζητήσιμοι
αποβαίνουσιν», και ενόψει αυτής της αναμφισβήτητης παραδοχής, «το κήρυγμα
εις δημοσίους τόπους, ως τοιούτο μόνον, ως κήρυγμα αυτό καθ' εαυτό, μετά τα
περί θρησκευτικής ελευθερίας καθιερούμενα, δεν είναι αξιόποινον».

Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση κινείται και η υπ’ αριθμόν 271/1932 απόφαση του
Ανώτατου Δικαστηρίου, η οποία κρίνει ότι το Α.1 του Συντάγματος 1927 επιτρέπει,
ως έκφραση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, την «απλήν
εκδήλωσιν γνώμης περί θρησκευτικών αντικειμένων», την οποία δεν θεωρεί, και
ορθώς, ότι στοιχείται με την έννοια του προσηλυτισμού .

Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι η διαπίστωση του νομοθέτη του 1938 ότι μέχρι

145
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.230

78
τότε η έννοια του προσηλυτισμού παρέμενε «αδιασάφητη», δεν ανταποκρίνεται
και τόσο στη πραγματικότητα, αφού ήδη ο Άρειος Πάγος είχε αποπειραθεί, με
σειρά αποφάσεών του, να δώσει το περίγραμμά της, αποκλείοντας από το
περιεχόμενό της τον «θεμιτό» προσηλυτισμό, την απλή δηλαδή και ανένοχη
μαρτυρία περί θρησκευτικής πίστεως.

Παρά τη κατεύθυνση που ήθελε η νομολογία να θέσει, αυτή δεν μπόρεσε να γίνει
αντιληπτή, ή και ηθελημένα ίσως αγνοήθηκε, από την αναγκαστική νομοθεσία του
1938. Η γενικότητα που αυτός προσέδωσε με τη φράση «...καί εν γένει η καθ'
οιονδήποτε τρόπον...» στην ερμηνευτική σημασιοδότηση της έννοιας του
προσηλυτισμού καθιστούσε αξιόποινη, όπως υποστηρίζεται, ακόμα και την απλή
συζήτηση για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις146, με άλλα λόγια και αυτήν ακόμα τη
θρησκευτική διδασκαλία147/148/149150, εφόσον απευθυνόταν σε ετεροδόξους. Με τον
τρόπο όμως αυτό φαλκίδευε τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, ο οποίος
ήθελε ασφαλώς να απαγορεύσει μόνο τον κακόβουλο προσηλυτισμό , και όχι
βεβαίως την απλή έκφραση γνώμης για θρησκευτικά ζητήματα, που θα είχε
αποδέκτη κάποιον ετερόδοξο. Άλλωστε, η όλη φιλελεύθερη δομή του
Συντάγματος, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, η ελεύθερη ανταλλαγή

146
Α.Ν.Λοβέρδος, Προσηλυτισμός, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1986, Αθήνα, σ. 34
Συγκεκριμένα. υποστηρίζει ότι αποτελεί παρανόηση η ερμηνεία που δόθηκε στη φράση «...και εν
γένει...», ότι δηλαδή «διεύρυνε τα όρια του εγκλήματος του προσηλυτισμού, ώστε να περιλαμβάνει
και τη διδασκαλία του οποιουδήποτε θρησκευτικού δόγματος με θεμιτά μέσα. Από τη γραμματική,
όμως, και μόνο ερμηνεία του Α.4 π.2 σαφώς προκύπτει ότι αυτό το «...εν γένει...» συνδεόταν
ενδεικτικά και διαζευκτικά με την προηγούμενη απαρίθμηση των «αθέμιτων» μέσων, αποτελώντας
συνέχειά της, με τη μόνη διαφορά πως επρόκειτο για μία γενίκευση που σκοπό είχε να
συμπεριλάβει κάθε είδους αθέμιτα, και πάλι, μέσα».
147
Π.Δ.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Α΄, δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση,
Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2005, σ.481
148
X.Χριστοφορίδης, Προσηλυτισμός υπέρ της επικρατούσας θρησκείας, Περιοδικό Ελληνική
Δικαιοσύνη, (ΕλλΔνη), 22, 1981, σ.10 και επ.
149
Γ.Κατράς, Προσηλυτισμός και Ιεραποστολή, Περιοδικό Ελληνική Δικαιοσύνη, (ΕλλΔνη), 21,
1980, σ. 691
150
Α.Ι.Σβώλος – Γ.Κ.Βλάχος, Το Σύνταγμα της Ελλάδας - α΄ τόμος, 1954, Αθήνα, σ.33
Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν πως η απαγόρευση αφορά σε «παν είδος προσηλυτισμού και όχι
μόνον τον υπό της ποινικής νομοθεσίας κολαζόμενον ως αδίκημα»

79
και ο πλουραλισμός που το διέπουν, καθώς και η προσχώρηση της Ελλάδος στις
διεθνείς κατοχυρώσεις των ατομικών δικαιωμάτων δεν θα συμβιβάζονταν με μια
τέτοια ανελεύθερη ερμηνεία της συνταγματικής απαγορεύσεως του
προσηλυτισμού.

Αυτό επιβεβαιώνουν οι προβλέψεις και οι ορισμοί των μεταγενέστερων


Συνταγμάτων, όπου, παραλλήλως με την απαγόρευση του προσηλυτισμού,
κατοχυρώνεται πλέον ρητώς η θρησκευτική ελευθερία, γεγονός από το οποίο
συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε να εξασφαλίσει, χωρίς να αφήνει
κανένα περιθώριο αμφισβήτησης, συνταγματική προστασία και στις επί μέρους
εκφάνσεις αυτού του δικαιώματος, όπως είναι η θρησκευτική διδασκαλία και η
ελεύθερη έκφραση των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Για αυτό και δεν είναι
επιτρεπτό η εφαρμογή της νομοθεσίας περί προσηλυτισμού να γίνεται με τέτοιο
τρόπο, ώστε να ποινικοποιείται κάθε απόπειρα μεταβολής των θρησκευτικών
πεποιθήσεων άλλου, ανεξαρτήτως των χρησιμοποιούμενων μέσων. Πρέπει να
γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στον κακόβουλο προσηλυτισμό και την απλή
έκφραση της θρησκευτικής πίστεως, που συνιστά αναφαίρετο δικαίωμα του
καθενός και στοιχείται με την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας.

Ο νομοθέτης συνειδητοποίησε εγκαίρως την αοριστία και το ασαφές αυτής της


διατάξεως, που ευνοούσαν κάποιες αναμφιβόλως ερμηνευτικές παρανοήσεις, και
προχώρησε, ένα μόλις χρόνο μετά την έκδοση του Αναγκαστικού Νόμου του 1938,
στην τροποποίησή του, με το Α.2 του Α.Ν.1672/1939. Με το νέο αυτό νομοθέτημα
ως προσηλυτισμός, ο οποίος εξακολουθεί να θεωρείται πράξη με κοινωνική
απαξία, που συνεπάγεται τον ποινικό κολασμό, χαρακτηρίζεται πλέον όχι η «η
καθ' οιονδήποτε τρόπον άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την
θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου
της», όπως όριζε ο προηγούμενος νόμος, αλλά η διείσδυση που επιχειρείται με
ανήθικα ή ανέντιμα μέσα, τα οποία απαριθμούνται ενδεικτικώς στη νέα διάταξη και
όχι περιοριστικώς, όπως εσφαλμένα έχει διατυπωθεί από κάποιους, η οποία, κατ'
ακρίβεια, έχει το εξής περιεχόμενο: «Προσηλυτισμός ιδία είναι η διά πάσης
φύσεως παροχών ή δι' υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής
περιθάλψεως, διά μέσων απατηλών, διά καταχρήσεως της απειρίας ή

80
εμπιστοσύνης ή δι' εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή
κουφότητος, άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν
συνείδησην ετεροδόξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής».

Πάντως και ο ορισμός όμως αυτός εκτέθηκε επανειλημμένως στη βάσανο της
επιστημονικής και δικαστικής κρίσεως, καθώς η πρακτική εφαρμογή του γέννησε
πολλαπλές ερμηνευτικές, αλλά και νομοτεχνικές δυσχέρειες. Στο σημείο αυτό, και
προτού γίνει λόγος για τις ενδεχόμενες νομοτεχνικές αδυναμίες των πιο πάνω
νομοθετημάτων, που αποτελούν απτό και σαφές δείγμα της μεταξικής νομοθεσίας,
καθώς και των νομικών, παραλλήλως, ζητημάτων που έχουν διχάσει θεωρία και
νομολογία, η νοηματική ενότητα της αναπτύξεως επιβάλλει προηγουμένως την
αποσαφήνιση κάποιων κρίσιμων όρων, που αποτελούν περιεχόμενο των επίδικων
διατάξεων.

Όπως ήδη αναφέρθηκε στην αντίστοιχη ενότητα, το ποινικό αδίκημα του


προσηλυτισμού είναι τυπικό151. Αυτό σημαίνει ότι είναι αδιάφορο, εάν θα επέλθει
τελικώς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ή εάν τα μέσα τελέσεως του αδικήματος
ήταν πρόσφορα για συνεπώς δεν είναι νοητή απόπειρα. Τη νομοτυπική αυτή
μορφή του αδικήματος επιβεβαίωσε και ο Άρειος Πάγος με σειρά αποφάσεων του.

Έκρινε, δηλαδή, το Ανώτατο Δικαστήριο, με την υπ' αριθμό 59/1956 απόφαση της
Ολομέλειάς του, ότι από τη διάταξη του Α.4 του A.Ν. 1363/1938, όπως αυτό
τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως από το Α.2 του A.Ν. 1672/1939, προκύπτει ότι ο,
ποινικώς κολαζόμενος προσηλυτισμός συντελείται αδιαφόρως «του αν επετεύχθη

151
Ι.Μ.Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2000, Αθήνα –
Κομοτηνή, σ.62
Εδώ υπενθυμίζεται ότι «ο προσηλυτισμός τιμωρείται με ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή ενώ
πέραν αυτών προβλέπονται ως παρεπόμενες κυρώσεις η αστυνομική επιτήρηση, εάν ο δράστης
είναι Έλληνας και η απέλαση, εάν είναι αλλοδαπός» (Α.466 του Π.Κ.) . Είναι γνωστό πως η μη
άσκηση προσηλυτισμού συνιστά προϋπόθεση της ελευθερίας της λατρείας (διοικητική συνέπεια).
Ωστόσο, αυτή η συνταγματική απαγόρευση του προσηλυτισμού παρέχει μεν στο κράτος τη
δυνατότητα να λαμβάνει μέτρα κατά της διενέργειας αυτού, σε καμία όμως περίπτωση δεν
μπορούν όμως τα μέτρα αυτά, σε κάθε περίπτωση, να λάβουν τη μορφή προληπτικής
απαγορεύσεως της ασκήσεως της λατρείας.

81
ο σκοπός ή αν το παθητικόν υποκείμενον της πράξεως (ο ετερόδοξος) ήτο ή ου
επιδεκτικός προσηλυτισμού». Αναίρεσε μάλιστα με αυτήν ο Άρειος Πάγος, βάσει
της πιο πάνω παραδοχής, απόφαση εφετείου, με την οποία απαλλάχθηκε
«Μάρτυρας του Ιεχωβά» για τη διενέργεια προσηλυτισμού, και ειδικότερα για το
ότι απέστειλε «εις τους εν Πάτραις ιερείς και εις ένα έκαστον τούτων το έντυπον
φυλλάδιον υπό τον τίτλον «Χριστιανισμός και Χριστιανοσύνη: ποιο αποτελεί το
Φως του κόσμου» εκδοθέν υπό της άνω αιρέσεως εις ην ούτος ανήκει, συνιστών
εις αυτούς την μελέτην και την εφαρμογήν των εν τω φυλλαδίω αναγραφομένων,
προσπαθήσας ούτω να καταστήση αυτούς οπαδούς της ως άνω θρησκευτικής
αιρέσεως».

Η αθωωτική αυτή δικαστική κρίση, η οποία τελικώς δεν επικυρώθηκε από το


Ανώτατο Ακυρωτικό, έβρισκε τη δικαιολογητική της βάση στο ότι το «το περί ου
φυλλάδιον απεστάλη υπό του κατηγορουμένου ουχί προς αφελείς και αδαείς του
δόγματος της Χριστιανικής θρησκείας, αλλά προς τους ιερείς της πόλεως Πατρών,
και δεν ήτο δυνατόν να επιτευχθή δι' αυτών προσηλυτισμός τούτων, ώστε να
καταστώσιν ούτοι οπαδοί της θρησκευτικής αιρέσεως των μαρτύρων του Ιεχωβά».

Συστατικό εννοιολογικό στοιχείο του προσηλυτισμού αποτελεί η προσπάθεια


διεισδύσεως η οποία πρέπει να στρέφεται κατά της θρησκευτικής συνειδήσεως
άλλου. Ως διείσδυση θα μπορούσε να οριστεί η επέμβαση στις απόψεις άλλου
προσώπου με φορτικότητα και επιμονή στοιχεία τα οποία δεν προκύπτουν
βεβαίως από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως.

Ωστόσο, γίνεται δεκτό από τον Άρειο Πάγο, κατά πάγια νομολογία του152, ότι, όταν
η εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων προς ετερόδοξο χαρακτηρίζεται από
φορτικότητα και επιμονή, τότε αυτό συνιστά προσπάθεια διεισδύσεως στη
θρησκευτική του συνείδηση, και συνεπώς προσηλυτισμό.

152
Όπως: Α.Π. 441/1952 (Εισηγητής Π. Τζανετάκης) Ποιν.Χρ. 3 (1953) σ.18-19, Α.Π. 498/1961
(Εισηγητής Β. Χονδρογιάννης) Ποιν.Χρ. 12 (1962) σ.212-214, Α.Π.238/1979 (Εισηγητής I.
Γεωργανάς) Ποιν.Χρ. 29 (1979) σ.463, Α.Π.1266/1993 (Εισηγητής Δ. Πρίντζης) Ποιν.Χρ. 43 (1993)
σ.1017-1019, συγκεκριμένα βλ. υποσημείωση: Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία
κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.236

82
Την ίδια στιγμή, αδιευκρίνιστο παραμένει από τον νόμο το εάν η πλήρωση της
αντικειμενικής υποστάσεως του προσηλυτισμού προϋποθέτει ότι η θρησκευτική
συνείδηση πρέπει να είναι ήδη διαμορφωμένη ή αρκεί η απαλή μόλις επαφή του
«προσηλυτιζόμενου» και η σταδιακή εξοικείωσή του με κάποιες περί «του θείου»
αντιλήψεις, αδιαφόρως του ποιο είναι το περιεχόμενό τους.

Είναι αλήθεια ότι η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος του προσηλυτισμού πάσχει
σοβαρά. Η κυριότερη, αλλά και πλέον σημαντική, αδυναμία της σχετικής
διατάξεως εντοπίζεται στην ασάφεια που παρατηρείται γύρω από το εάν η
απαρίθμηση των μέσων τελέσεως του εγκλήματος, που εισάγεται με το επίρρημα
«ιδία», είναι ενδεικτική ή αποκλειστική (περιοριστική). Το γεγονός αυτό έχει
οδηγήσει μέρος της θεωρίας να καταλήξει αβιάστως στο συμπέρασμα ότι
πρόκειται μάλλον για ένα «άκρως κακοτέχνως, αντιεπιστημονικώς και αντινομικώς
διαγραφόμενο έγκλημα», αλλά και επιπροσθέτως ότι «η χαρακτηριστική αραιότητα
και χαλαρότητα της περιγραφής της αξιόποινης αυτής συμπεριφοράς επιτρέπει
την αμφισβήτηση της συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων ως αορίστων».

Τόσο θεωρητικώς όσο και νομολογιακώς έχει επικρατήσει η άποψη ότι η εν λόγω
νομοθετική διάταξη προβλέπει ενδεικτικώς 153 / 154 τους τρόπους τελέσεως του
εγκλήματος του προσηλυτισμού και ότι για την πραγμάτωσή του δεν απαιτείται η
σωρευτική συνδρομή των μέσων που αναφέρονται σε αυτή, αρκεί δε και ένα από
αυτά για την τελείωσή του155. Υιοθετώντας, δηλαδή, ο Άρειος Πάγος την εκδοχή
υπέρ της ενδεικτικής απαριθμήσεως στο νόμο των μέσων με τα οποία συντελείται
ο προσηλυτισμός, δέχεται αναγκαίως ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη
του και άλλους παρεμφερείς, κατά την κρίση του, τρόπους επηρεασμού των

153
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.237/υποσημείωση
154
Α.Ν.Μαρίνος, Η θρησκευτική ελευθερία, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1972,
Αθήνα, σ. 205-206
155
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.238/υποσημείωση: Όπως: Α.Π.14/1940 (Εισηγητής
Γ.Αντωνακάκης) Δικαστική 12 (1940), σ.309-310, Α.Π.1082/1946 Τμ. Β' (Εισηγητής
Δ.Ευθυμιόπουλος) Θ. 58 (1947), σ.149-150, Α.Π.222/1947 (Εισηγητής Δ.Ευθυμιόπουλος)
ΜΠΑΚΟΥΛΑΣ, τ. Α' (1947), σ.228 και επ. κλπ

83
θρησκευτικών δοξασιών και πεποιθήσεων του άλλου156. Δέχεται, δηλαδή, ότι το
έγκλημα μπορεί να στοιχειοθετηθεί με τρόπους και μέσα που δεν περιγράφονται
στο νόμο 157 , κατά προφανή καταστρατήγηση της αρχής που διέπει όλον τον
κορμό του ποινικού μας συστήματος και η οποία ορίζει ότι «nullum crimen (nulla
pena) sine lege certa».

Παρόλο που το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έχει νομολογήσει ότι η λέξη «ιδία»
αναφέρεται στα μέσα πραγματώσεως του εγκλήματος του προσηλυτισμού
(απατηλά μέσα, κατάχρηση της απειρίας ή εμπιστοσύνης, εκμετάλλευση της
πνευματικής αδυναμίας και κουφότητας κ.λπ.), ωστόσο στις περισσότερες από τις
αποφάσεις του158 μνημονεύει απλώς τα μέσα πραγματώσεως του Α.4, χωρίς να τα
συνδυάζει αναγκαίως με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Η εξήγηση που
δίνει το ίδιο το δικαστήριο για αυτήν την πρακτική είναι ότι η αυτολεξεί επανάληψη
της σχετικής διατάξεως δεν στοχεύει απλώς στη διατύπωση των, κατά νόμο,
συστατικών στοιχείων που συναποτελούν την υπόσταση του αδικήματος, για το
οποίο κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, αλλά, προσθέτως, και στη βεβαίωση
των συγκεκριμένων γεγονότων, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία
και βάσει των οποίων το δικαστήριο διαμόρφωσε τη δικαιοδοτική του κρίση
σχετικώς με την ύπαρξη των όρων που ο ίδιος ο νόμος απαιτεί για τη σύσταση

156
Όπως: Α.Π. 1082/1946 Tμ Β’ (Εισηγητής Δ.Ευθυμιόπουλος) Θ. 58 (1947), σ.149-150,
Α.Π.126/1957 (Εισηγητής Π. Τζανετάκης) Ποιν.Χρ. 7 (1957) σ.297-298, Α.Π.1266/1993 (Εισηγητής
Δ. Πρίντζης) Ποιν.Χρ. 43 (1993), σ.1017-1019 κ.α., συγκεκριμένα βλ. υποσημείωση
157
Μοναδική περίπτωση κατά την οποία ο Άρειος Πάγος δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «ιδία» για να
περιγράψει τα μέσα τελέσεως του προσηλυτισμού είναι στην υπ’ αριθμόν 997/1975 απόφασή του.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί στροφή στη νομολογία του, αφού επρόκειτο για μια
μεμονωμένη απόφαση.
158
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.239/υποσημείωση: Εξαίρεση αποτελούν οι
Α.Π.1084/1974 (Εισηγητής A.Tέντες) Ποιν.Χρ. 25 (1975) 316 = ΜΠΑΚΟΥΛΑΣ, τ. ΚΗ' (1974) σ.497-
498, με την οποία αναιρείται καταδικαστική απόφαση, διότι δεν προσδιορίζει «το απατηλόν των
χρησιμοποιηθέντων μέσων καιτον τρόπον, δι' ου οι δράσται κατεχράσθησαν την απειρίαν, την
εμπιστοσύνην και την πνευματικήν κουφότητα του προσηλυτισθέντος», Α.Π.1155/1978 (Εισηγητής
Μ.Οικονομόπουλος) Ποιν.Χρ. 29 (1979) σ.264-265 = ΝοΒ 27 (1979) σ.457, Α.Π.1304/1982
Ποιν.Χρ. 33 (1983) σ.502-503 κλπ

84
του πιο πάνω αδικήματος.

Οι διατάξεις περί προσηλυτισμού έχουν δημιουργήσει σοβαρό και πολύπλευρο


προβληματισμό, τόσο ως προς την ισχύ τους όσο και ως προς τη
συνταγματικότητά τους. Ειδικότερα, η εισαγωγή, το 1951, του ισχύοντος Ποινικού
Κώδικα δημιούργησε ζήτημα για το εάν ο A. Ν. 1672/1939 εξακολουθεί να ισχύει.
Και τούτο, διότι το Α.473 Π.Κ. ορίζει ότι «καταργείται κάθε διάταξη που περιέχεται
σε ειδικούς νόμους, η οποία αφορά σε θέματα τα οποία ρυθμίζει ο Π.Κ. στο ειδικό
του μέρος».

Κατά μία άποψη, οι A.Ν.1363/38 και Α.Ν.1672/39 καταργήθηκαν μιας και ρύθμιζαν
το αυτό ακριβώς θέμα με εκείνο του Κεφαλαίου Ζ του Π.Κ. Ωστόσο, η γνώμη που
ορθώς επικράτησε ήταν ότι τα παραπάνω νομοθετήματα παραμένουν σε ισχύ, και
μετά την εισαγωγή του, νεαρού τότε, Ποινικού Κώδικα, καθώς αφορούν σε θέμα το
οποίο δεν ρυθμίζεται εξαντλητικώς στο οικείο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα. Την
κρατούσα αυτή θέση ακολούθησε παγίως και ο Άρειος Πάγος, με σειρά όμοιων
αποφάσεών του159.

Έχουν διατυπωθεί πολλές επιστημονικές απόψεις σχετικώς με το κατά πόσο η


νομοθεσία περί προσηλυτισμού, γενικώς δε οι διατάξεις των Α.Ν.1363/1938 και
Α.Ν.1672/1939 συμπορεύονται με το Σύνταγμα, και ειδικώς με τη διάταξη που
θεσπίζει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Σύμφωνα με την πάγια
νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού, η διάταξη του Α.4 του A.Ν.1363/1938 δεν
αντίκειται στη συνταγματική αρχή που κατοχυρώνει το δικαίωμα του ατόμου να
πρεσβεύει τη θρησκεία της επιλογής του και να εκδηλώνει ελευθέρως τις
θρησκευτικές του πεποιθήσεις, και τούτο διότι «εκ της ανωτέρω συνταγματικής
αρχής ουδόλως συνάγεται ότι ο τυγχάνων της ελευθερίας της θρησκευτικής
συνειδήσεως και της ακωλύτου εκδηλώσεως των στοχασμών του δύναται,
παραβιάζων τας διατάξεις των κειμένων νόμων, οίτινες προστατεύουσι το δόγμα
της ανεξιθρησκείας, να προσβάλλη το επίσης απαραβίαστον της θρησκευτικής
συνειδήσεως του αντιδοξούντος εις τας θρησκευτικός αυτού πεποιθήσεις δι '

159
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.240/υποσημείωση

85
αθεμίτων μέσων».

Σημαντικό κρίνεται το ζήτημα εάν και κατά πόσο το νομοθέτημα αυτό του 1938, το
οποίο θεσπίστηκε για να διασφαλίσει την εφαρμογή των άρθρων 1 και 2 του
Συντάγματος 1911, αντέχει τις μεταβολές που εισήγαγε το Σύνταγμα του 1975
στην κατεύθυνση της αποδοκιμασίας του προσηλυτισμού. Έτσι, ο Άρειος Πάγος
ενέμεινε, παραδόξως, στην ίδια πιο πάνω άποψη160 και μετά τη θέση σε ισχύ του
Συντάγματος 1975, το οποίο και επέφερε τη μετατόπιση της διατάξεως που
απαγορεύει τον προσηλυτισμό στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος περί ατομικών
και κοινωνικών δικαιωμάτων, και ειδικότερα στο Α.13 περί ελευθερίας της
θρησκευτικής συνειδήσεως161.

Σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 480/1992 απόφασή του, απαγορεύεται και η άσκηση
του προσηλυτισμού του υπέρ του Ορθόδοξου Δόγματος. Δεν αποκλείεται η τέλεσή
του αν γίνεται υπέρ δόγματος που δεν διαφέρει από την Ορθόδοξη Χριστιανική.
Στη περίπτωση αυτή επρόκειτο για την Ελεύθερη Αποστολική Εκκλησία της
Πεντηκοστής.

Προς επίρρωση μάλιστα αυτής της θέσεως, το Ανώτατο Ακυρωτικό επικαλείται το


ίδιο το Α. 13, το οποίο, παραλλήλως με τη θρησκευτική ελευθερία, απαγορεύει και
τον προσηλυτισμό καθ' οιασδήποτε, και εάν στρέφεται, θρησκείας162. Δεν γίνεται

160
Α.Ν.Λοβέρδος, Προσηλυτισμός, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1986, Αθήνα, σ. 39 και επ.
161
I.Μ.Κονιδάρης, Ζητήματα θρησκευτικών διακρίσεων, Περιοδικό Υπεράσπιση, (Υπερ), 2, 1992,
σ. 413
Εδώ υπογραμμίζει: «Δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι εξακολουθεί να συνάδει με το Σύνταγμα μία
ρύθμιση που όχι μόνο προέρχεται, αλλά και εκφράζει μια άλλη εποχή»
162
Ε.Βενιζέλος, Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, Εκδόσεις Παρατηρητής, 2000, Θεσσαλονίκη, σ.
115
Συγκεκριμένα, επισημαίνει: «Mία από τις καινοτομίες του Συντάγματος του 1975 και μία ένδειξη
«χαλάρωσης» των σχέσεων κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας ή μάλλον μία ένδειξη της
πληρέστερης προστασίας που προσφέρει το ισχύον σύνταγμα στη θρησκευτική ελευθερία σε
σχέση με τα προγενέστερα συντάγματα ήταν η αντικατάσταση της απαγόρευσης του
προσηλυτισμού κατά της επικρατούσας θρησκείας με την απαγόρευση του προσηλυτισμού γενικά,
δηλαδή κατά κάθε θρησκείας. 'Aρα υπέρ κάθε ατόμου που πρέπει να παραμένει ελεύθερο στη
διαμόρφωση και τη μεταβολή των θρησκευτικών του πεποιθήσεων χωρίς παρεμβάσεις και μάλιστα

86
δηλαδή διάκριση ανάμεσα στην επικρατούσα θρησκεία και στις άλλες γνωστές.

Παρόλ’ αυτά, η γενική αυτή απαγόρευση του προσηλυτισμού, που θεσπίζει το


ισχύον Σύνταγμα, δεν ήταν αυτονόητη ανέκαθεν για τη συνταγματική μας ιστορία.
Ο Άρειος Πάγος προκειμένου να αποφανθεί για το εάν ο προσηλυτισμός
απαγορευόταν μόνο κατά της επικρατούσας ή, και κατά οποιασδήποτε άλλης,
163
γνωστής θρησκείας, λάμβανε συνήθως υπόψη του το περιεχόμενο της
συνταγματικής διατάξεως που ίσχυε κάθε φορά, υπό το πρίσμα της οποίας και
διαμόρφωνε τη δικανική του κρίση.

Έτσι, υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1911, καθώς και εκείνου του 1952, το
Ανώτατο Ακυρωτικό, με πάγια νομολογία του είχε θεωρήσει απαγορευμένη μόνο
την προσηλυτιστική εκείνη ενέργεια που στρεφόταν ενάντια στην επικρατούσα, και
όχι και σε κάθε άλλη, θρησκεία. Εξαίρεση στην σειρά αυτή των αποφάσεων
αποτελεί η με αριθμό 1/1947 απόφαση, η οποία, ερμηνεύοντας καινοτόμα τον A.
Ν. 1363/1938, όπως σήμερα ισχύει, αποφαίνεται, υπό την ισχύ του Συντάγματος
του 1911, πως η νομοθετική απαγόρευση του προσηλυτισμού αφορά σε «κάθε
θρήσκευμα γνωστό και ως τοιούτο προστατευόμενο υπό του νόμου». Κατά
συνέπεια, ο προσηλυτισμός δεν λογίζεται αξιόποινος μόνο όταν συντελείται σε
βάρος της «επικρατούσας θρησκείας», αλλά σε κάθε περίπτωση που στρέφεται
κατά θρησκεύματος το οποίο είναι «γνωστό» κατά τις προϋποθέσεις του Νόμου
και υπάγεται, ακολούθως, στο πεδίο προστασίας του 164 . Με την υπ’ αριθμόν
840/1996 απόφασή του, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι με την απαγόρευση του
προσηλυτισμού προστατεύεται η θρησκευτική συνείδηση κάθε ετερόδοξου προς
εκείνον που επιχειρεί προσηλυτισμό και όχι μόνο η κρατούσα στην χώρα
θρησκεία.

«δόλιες» ή «καταχρηστικές» άλλων», όπου σημειώνεται ότι «σκοπός της απαγόρευσης του
προσηλυτισμού δεν είναι η προστασία της επικρατούσας θρησκείας, αλλά της ελευθερίας της
θρησκευτικής συνειδήσεως».
163
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.243
164
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.243

87
Η γενική απαγόρευση του προσηλυτισμού, που σημαίνει ότι ο προσηλυτισμός
απαγορεύεται καθ' οιασδήποτε γνωστής θρησκείας και εάν στρέφεται, άρα και
κατά της επικρατούσας, εισήχθη με το ισχύον Σύνταγμα του 1975, το οποίο
συμπεριέλαβε τη σχετική απαγόρευση στο Α.13, που κατοχυρώνει τη θρησκευτική
ελευθερία σε όλες τις επί μέρους εκφάνσεις της.

2.7.2.Τρόποι τέλεσης
Η τέλεση του προσηλυτισμού απαιτεί, εκτός των άλλων, και τη χρήση μέσων τα
οποία ενδεικτικά και διαζευκτικά μνημονεύονται στην οικεία νομοθετική διάταξη.
Είναι πρόδηλο ότι η διάταξη του Α.4 του A.Ν. 1363/1938, όπως ισχύει,
χαρακτηρίζεται από αρκετές αόριστες έννοιες (π.χ. αθέμιτα μέσα, παροχές και
υποσχέσεις, κουφότητα και πνευματική αδυναμία), που μόνο επιδερμικά μπορούν
να προσεγγίσουν τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, εναπόκειται δε στο δικαστή
να προβεί, σε κάθε περίπτωση, στην ερμηνευτική σημασιοδότησή της165.

Με την υπ’ αριθμόν 186/1986 απόφασή του, το Πλημμελειοδικείο Τρικάλων, έκρινε


ότι η συζήτηση και η απλή διανομή εντύπων, που περιέχουν αιρετικές δοξασίες,
δεν αποτελούν από μόνες τους προσπάθεια διείσδυσης στη θρησκευτική
συνείδηση ετερόδοξου. Το Πλημμελειοδικείο Εδέσσης, με την υπ’ αριθμόν 25/1984
έκρινε πως και μόνο η απόπειρα προσηλυτισμού είναι αξιόποινη και αρκετή για να
στοιχειοθετηθεί η διενέργεια του εγκλήματος. Η δωρεάν διανομή και μόνο εντύπων
δε συνιστά προσηλυτισμό ποινικά διωκτέο.

Ο Άρειος Πάγος, έχοντας ασχοληθεί πολύ έντονα με το συγκεκριμένο θέμα, λόγω


της κυρίαρχης ποινικής του φύσεως, έχει διαπλάσει ερμηνευτικώς τις επί μέρους
αυτές αόριστες έννοιες, και έχει εξειδικεύσει το περιεχόμενό τους, με τέτοιο τρόπο
ώστε να είναι εφικτή σε μεγάλο βαθμό η στοιχειοθέτηση της προσηλυτιστικής
πράξεως και ο προσδιορισμός των, κατά νόμο, συστατικών της στοιχείων. Το
Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο επιχείρησε, αρχικώς, να προσδιορίσει το

165
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.244

88
εννοιολογικό περιεχόμενο των «αθέμιτων μέσων» ήδη υπό την ισχύ του Ποινικού
Νόμου του 1835, ο οποίος, με σειρά διατάξεών του τυποποίησε τον προσηλυτισμό
ως ποινικό αδίκημα, προϋπέθετε μάλιστα για τη διάπραξη του αδικήματος, και
τότε, όπως και σήμερα, τη χρήση «αθέμιτων μέσων».

Συγκεκριμένα, με την υπ' αριθμό 202/1903 απόφασή του, ο Άρειος Πάγος


έκρινε166 ότι «η προσπάθεια προς διάδοσιν οιωνδήποτε θρησκευτικών δοξασιών,
συμφώνως ή μη προς τα της επικρατούσης ή άλλης θρησκείας δόγματα, λογίζεται
αξιόποινος μόνον όταν γίνεται διά μέσων αθεμίτων». Τέτοια μέσα είναι εκείνα που
αντιβαίνουν στον νόμο ή στα παραγγέλματα της ηθικής και στα οποία δεν ανήκει,
βεβαίως, η απλή εκδήλωση ή συζήτηση περί θρησκευτικών αντικειμένων. Αυτή
από μόνη της δε συνιστά μέσο τέλεσης του προσηλυτισμού.

Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση κινείται το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο με την


υπ' αριθμό 271/1932 απόφασή του. Βάσει αυτής τα αθέμιτα μέσα, που αντίκεινται
στον νόμο και στα παραγγέλματα της ηθικής, είναι αυτά με τα οποία «εκφράζονται
αρχαί και φρονήματα, τα οποία αντιβαίνουσιν εις τας βάσεις της θρησκείας και της
ηθικής και είναι επιβλαβή εις τα ήθη». Σύμφωνα με αυτό, επικύρωσε την καταδίκη
για προσηλυτισμό μίας οπαδού των ευαγγελιστών, επειδή αυτή προσπάθησε να
διαδώσει και να καταστήσει επικρατούσες τις θρησκευτικές της δοξασίες
«κηρύττουσα δημοσία, εκτός άλλων, ιδίως ότι οι άγιοι, εις ους δεν πρέπει να
πιστεύει τις, ως εικονίζονται είναι για φιγούρα εις τους τοίχους, ότι οι ορθόδοξοι
παπάδες δεν διαφέρουσι τίποτε από ημάς, μόνον που έχουσιν άλλα ρούχα, ότι ο
Αγ. Σπυρίδων δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παραγεμισμένο σώμα με βαμβάκι,
ότι η Εκκλησία είναι θέατρο, παζάρι και κινηματογράφος, ότι επιδεικνύουσα
εικόνα, εικονίζουσαν πλήθος κακομοιριασμένων και ελεεινών ανθρώπων, έλεγεν
ότι τέτοιοι είναι όσοι δεν πιστεύουν το δόγμα αυτής»167.

Επίσης, σύμφωνα με την υπ' αριθμό 14/1940 απόφασή του, ο Άρειος Πάγος

166
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.244
167
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.244 και επ.

89
συμπεριέλαβε στην έννοια των αθέμιτων μέσων, η χρήση των οποίων
στοιχειοθετεί τη διενέργεια προσηλυτισμού, και τη διανομή χιλιαστικών βιβλίων, η
οποία συνοδευόταν από την ανάπτυξη των ιδεών αυτής της «αιρέσεως». Αντίθετη
με την πιο πάνω είναι η υπ’ αριθμόν 1043/1946 απόφαση του Ανώτατου
Ακυρωτικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η απλή επίδειξη χιλιαστικού
εντύπου σε τρίτους, και εάν ακόμη συνοδεύεται με ανάπτυξη του περιεχομένου
του, δεν συνιστά από μόνη της αξιόποινη πράξη. Αντίθετα, τιμωρείται η θέση σε
κυκλοφορία των εντύπων αυτών, εφόσον δεν φέρουν την ένδειξη της αιρέσεως
στην οποία ανήκουν168. Άρα, σημαντικό σημείο για τη πλήρωση διενέργειας του
προσηλυτισμού σε αυτή τη περίπτωση είναι το αν η διανομή βιβλίων συνοδεύεται
όχι με ανάπτυξη περιεχομένου αυτών, αλλά με το κατά πόσον αναγράφεται η
ένδειξη της αίρεσης.

Είναι αρκετές οι φορές, που ο Άρειος Πάγος αρκείται στην επανάληψη του
ορισμού του προσηλυτισμού 169 , όπως αυτός διατυπώνεται στο Α.2 του A.Ν.
1672/1939, χωρίς καμία περαιτέρω περιπτωσιολογική εξειδίκευση, χωρίς αυτό να
αποτελεί αοριστία, αλλά να αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος. Πιο
συγκεκριμένα, με την υπ' αριθμό 1/1947 απόφασή του, το ότι «η ενέργεια προς
αθέμιτον προσηλυτισμόν εγένετο δι' απατηλών μέσων, ήτοι διά καταχρήσεως της
απειρίας και της εμπιστοσύνης αυτών και της εκμεταλλεύσεως της πνευματικής
των αδυναμίας» δεν συνεπάγεται νοηματική ασάφεια με την οποία θα είχε
δυνατότητα ο κατηγορούμενος να θεμελιώσει βάσιμο λόγο αναιρέσεως, καθώς
γίνεται δεκτό «πως τα αθέμιτα μέσα, έχοντα σαφή και συγκεκριμένην έννοιαν, δεν
έχρηζον άλλου ειδικότερου προσδιορισμού».

Σε επίρρωση των ως άνω, με την υπ' αριθμό 836/1948 απόφασή του, το Ανώτατο
Ακυρωτικό Δικαστήριο επικυρώνει εφετειακή απόφαση170, σύμφωνα με την οποία

168
Η κυκλοφορία εντύπων χωρίς να αναγράφουν την αίρεση στην οποία ανήκουν τιμωρείται με
βάση τη διάταξη του Α.8 του Α.Ν.1363/38, όπως αντικαταστάθηκε από το Α.4 του Α.Ν.1672/1939
169
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.245
170
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.246

90
«χιλιαστής ενήργει προσηλυτισμόν μεταξύ των μετ’ αυτού εργαζομένων εργατών
και θαμώνων καφενείου... διά πάσης φύσεως παροχής και υποσχέσεων τοιούτων
και άλλης ηθικής περιθάλψεως, δί ' απατηλών μέσων... τουτέστι συνίστα αυτοίς να
εγγραφώσί συνδρομηταί εις το χιλιαστικόν περιοδικόν «Σκοπιάν», αντί ευτελούς
τιμής, βεβαιών ότι οι χιλιασταί είναι οι πραγματικοί χριστιανοί και τα υπ' αυτών
παραδεχόμενα είναι η θρησκευτική αλήθεια». Εμμένοντας στην απόφασή του
αυτή, ότι δηλαδή τα αθέμιτα μέσα έχουν σαφή έννοια και δεν χρήζουν ειδικότερου
προσδιορισμού, ο Άρειος Πάγος υπογραμμίζει171 ότι η φράση «τουτέστι συνίστα
αυτοίς να εγγραφώσι συνδρομηταί εις το χιλιαστικόν περιοδικόν «Σκοπιάν», αντί
ευτελούς τιμής, βεβαιών ότι οι χιλιασταί είναι οι πραγματικοί χριστιανοί και τα υπ'
αυτών παραδεχόμενα είναι η θρησκευτική αλήθεια» με την οποία διασαφηνίζεται ο
όρος «απατηλά μέσα», παρατίθεται πλεοναστικός και μπορούσε συνεπώς να
παραλειφθεί.

Με την υπ' αριθμό 1212/1948 απόφασή του, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο


ακολουθεί την πάγια νομολογία του, και επικυρώνει την καταδίκη για
προσηλυτισμό οπαδών «Μαρτύρων του Ιεχωβά», οι οποίοι, σε συγκεντρώσεις
που διοργάνωναν στα σπίτια τους, αλλά και στον δρόμο, προσπάθησαν να
διεισδύσουν, αμέσως και εμμέσως, στη θρησκευτική συνείδηση Ορθοδόξων, με
απατηλά μέσα, ήτοι «διά διδασκαλίας και αναπτύξεως βιβλίων των χιλιαστών,
άτινα έφερον μεθ’ αυτών». Πάντως, το ίδιο ακριβώς επαναλαμβάνεται και με την
υπ’ αριθμό 528/1950 απόφασή του. Συγκεκριμένα, σε αυτήν προσθέτει ότι ο
σαφής προσδιορισμός της έννοιας του προσηλυτισμού δεν απαιτεί «όπως
αναφέρωνται ονομαστί τα διάφορα πρόσωπα καθ’ ων εγένετο ο προσηλυτισμός,
διότι εκ του ότι δεν εξηκριβώθη η ταυτότης των προσώπων τούτων, ουδεμία
ασάφεια γεννάται περί τα στοιχεία της πράξεως επιδρώσα επί την ορθότητα του
διατακτικού ή καθιστώσα αμφίβολον την εφαρμογήν του Π.Ν.».

Σε συμπλήρωση των προαναφερθέντων κινείται 172 και η υπ’ αριθμόν 441/1952

171
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.247
172
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.248

91
απόφαση του Αρείου Πάγου. Συγκεκριμένα, απορρίπτει αναίρεση κατά εφετειακής
αποφάσεως που κήρυξε ένοχους τους κατηγορούμενους για το ότι «εν Καρδίτση
από κοινού και κατ' εξακολούθησιν από 15 Απριλίου - 17 Μαΐου 1952, ανήκοντες
εις την θρησκευτικήν αίρεσιν των μαρτύρων ή των σπουδαστών της Γραφής
(Χιλιαστών), ενήργησαν προσηλυτισμόν υπέρ της αιρέσεως των χιλιαστών, δι'
ομιλιών και διανομής μετά φορτικότητος των εντύπων "Τι πιστεύουν οι μάρτυρες
του Ιεχωβά" και "Σκοπιά"...», προσπαθώντας να διεισδύσουν στη θρησκευτική
συνείδηση εκείνων προς τους οποίους απευθύνονταν, με σκοπό να μεταβάλουν
το περιεχόμενό της. Το καινοτόμο στοιχείο αυτής της απόφασης έγκειται στο ότι
στην ερμηνευτική σημασιοδότηση του προσηλυτισμού διακρίνεται η απή διανομή
εντύπων από εκείνη που γίνεται με τρόπο φορτικό και επίμονο. Η διδασκαλία και η
διανομή εντύπων δεν αποτελούν, από μόνες τους, προσηλυτιστική ενέργεια, παρά
μόνο όταν γίνονται με επιμονή και φορτικότητα. Δηλαδή, χρειάζεται να
συνοδεύονται από προσπάθεια διείσδυσης στη θρησκευτική συνείδηση.

Το Ανώτατο Ακυρωτικό στοιχείται, με την πιο πάνω απόφασή του, καθώς έκρινε με
την υπ’ αριθμόν 137/1953 απόφασή του, ότι ορθώς καταδικάστηκε
κατηγορούμενος, ο οποίος, «τυγχάνων οπαδός της αιρέσεως των μαρτύρων του
Ιεχωβά και των σπουδαστών της Γραφής», διενεργούσε προσηλυτισμό προς
ετερόδοξους και ανήλικους πολίτες προσπαθώντας, «διά καταλλήλου διδασκαλίας
και εντέχνου επεξηγήσεως των βιβλίων και περιοδικών της ως άνω αιρέσεως
«Σκοπιά», «Συμβολή θεοκρατικής οργανώσεως» και άλλων...», να καταστήσει και
αυτούς οπαδούς της «αιρέσεως» στην οποία και ο ίδιος ανήκε. Λαμβανομένων
υπόψη των ανωτέρων αποφάσεων, γίνεται αντιληπτό, ότι ο Άρειος Πάγος θεωρεί
πως δεν αρκεί η διανομή εντύπων για τη διενέργεια του προσηλυτισμού.
Απαιτείται και προσπάθεια διείσδυσης στη θρησκευτική συνείδηση εκείνων στους
οποίους απευθύνεται.

173
Στην υπ’ αριθμό 289/1953 απόφασή του, ο Άρειος Πάγος, προσεγγίζει
περιπτωσιολογικά τον τρόπο τελέσεως του προσηλυτισμού. Πιο συγκεκριμένα,

173
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.249

92
σημειώνει ότι δεν συνιστά τέτοιον η απλή πώληση χιλιαστικών βιβλίων και
περιοδικών σε άτομα που δεν ασπάζονται των «αίρεση» των «Μαρτύρων του
Ιεχωβά». Η καταδίκη κατηγορούμενου από το δικαστήριο δεν στηρίζεται στο
πραγματικό αυτό γεγονός, το οποίο αποτέλεσε και την κύρια βάση του αναιρετικού
του αιτήματος, αλλά στο ότι αυτός, «προ της πωλήσεως και κατ' αυτήν προέβαινε
και εις διδασκαλίαν και ανάπτυξιν του περιεχομένου τούτων (εν των βιβλίων) καί
επεξήγησιν των αγαθών, άτινα θέλουσι προκύψει δι' αυτούς εκ της αποδοχής της
τοιαύτης διδασκαλίας», προσπαθώντας «διά του τρόπου τούτου και δι ' άλλων
εισέτι διαφόρων απατηλών υποσχέσεων να πείση τούτους και ιδία τους εξ αυτών
αφελεστέρους και πνευματικώς αδυνάτους όπως αποβάλωσι τας χριστιανικάς
ορθοδόξους πεποιθήσεις των και ενστερνηθώσι την τοιαύτην περί της χιλιαστικής
αιρέσεως διδασκαλίαν του».

Στην υπ' αριθμό 165/1956 απόφασή του, ο Άρειος Πάγος επικυρώνει καταδίκη για
τη διενέργεια προσηλυτισμού, ο οποίος συντελέστηκε «διά της δωρεάν αποστολής
εντύπων βιβλίων της αιρέσεως των μαρτύρων του Ιεχωβά, ης τίνος ούτος
ετύγχανεν οπαδός, ήτοι του εντύπου υπό τον τίτλον «Χριστιανισμός ή
Χριστιανοσύνη: ποιο αποτελεί το Φως του κόσμου» συνοδευομένου υπό
ομοιοτύπου προς ένα έκαστον των παραληπτών επιστολής, δι ' ης εφιστάται η
προσοχή τούτων, ότι το αποστελλόμενον έντυπον αντιστρατευόμενον προς τα
διδάγματα της ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας αποτελεί σπουδαίου άγγελμα,
και ότι πρέπει να αναγνωσθή..».

Παράλληλα, με την υπ' αριθμό 126/1957 απόφασή του, ο Άρειος Πάγος κάνει
δεκτό ότι η προσπάθεια διεισδύσεως στη θρησκευτική συνείδηση «ιερέων μικράς
παιδεύσεως και εν χωρίοις της περιφερείας του Ν. Καβάλας υπηρετούντων» και η
συνακόλουθη μεταβολή του περιεχομένου της επιτυγχάνονται, μεταξύ άλλων, και
με την αποστολή σε αυτούς έντυπου φυλλαδίου, «εκδοθέντος υπό της αιρέσεως
των Μαρτύρων του Ιεχωβά ικανού να προσηλυτίση τινά», το οποίο συνοδευόταν
από επιστολή γραμμένη «κατά πανούργον και απατηλόν τρόπον, ως πείθουσα
τον παραλήπτην να προβή εις ανάγνωσιν και απάντησιν εις τον αποστολέα,
ούτινος η διεύθυνσις εσημειούτο εν τω φακέλλω» και με την αναγκαία σύσταση
όπως μελετήσουν και εφαρμόσουν τα αναγραφόμενα στο φυλλάδιο.

93
Με την άποψή αυτή στοιχείται174 και ο Αντεισαγγελέας του Ανώτατου Ακυρωτικού
Δικαστηρίου Β. Σακελλαρίου στην αγόρευσή του στην υπ’ αριθμό 309/1957
απόφαση. Διατυπώνει τη θέση ότι βεβαίως «οι ετερόδοξοι δικαιούνται να πωλώσιν
ελευθέρως τα έντυπα τα περιέχοντα τας δοξασίας των, τηρούντες του νόμους του
Κράτους, δεν δικαιούνται όμως να προσπαθούν να διεισδύσουν εις την
θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων, αποστέλλοντας ταύτα δωρεάν προς
ετεροδόξους με ιδιαιτέρας μάλιστα επιστολιμιαίας συστάσεις προς μελέτην των και
ανακοίνωσιν προς αυτούς των περί των δοξασιών τούτων απόψεών του. Τούτο
αποτελεί έμμεσον, αν μη άμεσον, προσπάθειαν διεισδύσεως εις την θρησκευτικήν
συνείδησιν και μάλιστα οπαδών της επικρατούσης θρησκείας, καθ' ης πάσα
οιαδήποτε επέμβασις είναι απηγορευμένη διά συνταγματικής διατάξεως».

Στην υπ' αριθμό 54/1958 απόφαση ο Άρειος Πάγος στοιχείται στη πάγια πλέον
νομολογία του. Κρίνει πως είναι ένοχος προσηλυτισμού οπαδός της θρησκευτικής
«αιρέσεως των χιλιαστών», ο οποίος προσπάθησε να διεισδύσει στη θρησκευτική
συνείδηση ετεροδόξων, και συγκεκριμένως ατόμων που ανήκαν στην Ορθόδοξη
Εκκλησία 175 , «της οποίας οι Xιλιασταί περιφρονούν τα διδάγματα, τους Ιερούς
Αποστολικούς Κανόνας καί τας ιεράς Παραδόσεις, καταφερόμενοι κατά των
ιερέων αυτής και του τρόπου διενεργείας του Μυστηρίου του Βαπτίσματος»,
προέβη δε στην ενέργεια αυτή με απατηλά μέσα, «καί δη διά της εις αυτούς (εν
τους καθών η προσηλυτιστική ενέργεια) προσφοράς είτε δωρεάν είτε επί ελαχίστω
τιμήματί του υπό τον τίτλον «το μήνυμα προς τους γονείς» βιβλίου, όπερ, καίτοι
περιέχον αντιορθόδοξα διδάγματα με χιλιαστικάς και προτεσταντικάς αποχρώσεις,
συνίστα και ανέπτυσσεν ως το μόνον αληθές και το μόνον δυνάμενον να φωτίση
τινά θρησκευτικώς εις την αληθή θρησκείαν, παρακινών τους ειρημένους, αφελείς
καί πνευματικώς αδυνάτους τυγχάνοντας, ως και άλλους ομοίους των, ν'
αποβάλωσι τας χριστιανικάς ορθοδόξους πεποιθήσεις των καί ενστερνισθώσι τας
χιλιαστικάς...».

174
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.250
175
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.250

94
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο προκειμένου να εξειδικεύσει176 τα μέσα με τα
οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του
προσηλυτισμού, αποφαίνεται με την υπ' αριθμό 55/1958 απόφασή του, ότι σε
αυτά περιλαμβάνεται «και η έντεχνος και παραπειστική υποβολή των
διαδιδόμενων υπό του προσηλυτίζοντος θρησκευτικών δοξασιών δι' αποστολής
περιεχόντων τοιαύτας εντύπων δωρεάν εις διάφορα ετεροδοξούντα πρόσωπα, ων
είναι γνωστή η απειρία ή η πνευματική αδυναμία», χωρίς να είναι απαραίτητη για
τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος και η ανάγνωση των εντύπων αυτών από τους
παραλήπτες τους.

Στο πλαίσιο αυτό κινείται177 και η υπ’ αριθμόν 201/1961 απόφαση με την οποία
κρίθηκε ότι διενήργησε προσηλυτισμό οπαδός των Ευαγγελιστών, «διά της
δωρεάν διαθέσεως θρησκευτικών δήθεν βιβλίων και εντύπων υπό τον τίτλον
«Πίστις των Ευαγγελιστών, ο θάνατος και η ανάστασις-οι Γεδεωνίται»,
καταχρώμενος της απειρίας των ακροατών του αγραμμάτων χωρικών, της
εμπιστοσύνης εν ίων τούτων συγγενών του», οι οποίοι είχαν πολλά χρόνια να τον
συναντήσουν, καθώς αυτός είχε, ήδη προ 50ετίας, φύγει για μετανάστης στην
Αυστραλία, «και εκμεταλλευόμενος την πνευματικήν αδυναμίαν αυτών και ιδίως
των εξ αυτών μικρών μαθητών, διανέμων δωρεάς εις αυτούς τα ως άνω έντυπα,
ως και τον καθηγητήν των θρησκευτικών υποσχεθείς εις αυτόν ωφελήματα και διά
διδασκαλίας υπέρ του ως είρηται δόγματος».

Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 498/1961 απόφασή του


επικύρωσε την καταδίκη οπαδών της θρησκευτικής αιρέσεως της «Χριστιανικής
Αδελφότητος της Πεντηκοστής». Η αιτία ήταν ότι προσπάθησαν να διεισδύσουν
στη θρησκευτική συνείδηση Ορθόδοξων γυναικών και ειδικότερα διότι «ivα
καταστήσωσι πλέον αποτελεσματικήν την τοιαύτην προσπάθειάν των, προέβησαν
εις φορτικήν προς τας ανωτέρω γυναίκας διδασκαλίαν των δοξασιών της

176
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.250
177
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.252

95
αιρέσεώς των, ην ιδιαιτέρως υπεστήριζον διά της εις αυτάς δωρεάν παραδόσεως
εντύπων, εχόντων ως περιεχόμενον τας δοξασίας ταύτας». Μάλιστα, προκειμένου
να επιτύχουν τον σκοπό τους χρησιμοποίησαν παραπλανητικά μέσα, «αναγόμενα
ιδία εις την ψευδή παράστασιν ότι οι ιερείς της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας
είναι εκμεταλλευταί της κοινωνίας, δι' ων μέσων κατέστησαν έτι πειστικωτέραν την
διδασκαλίαν των...».

Ο Άρειος Πάγος απορρίπτει αναίρεση κατά αποφάσεως, με την οποία


καταδικάστηκε οπαδός των Ευαγγελικών για διενέργεια προσηλυτισμού και πιο
συγκεκριμένα για το ότι, το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου 1961, «διά πλειόνων
πράξεων, συνιστωσών εξακολούθησιν ενός και αυτού εγκλήματος, προσεπάθησεν
να εισδύση εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ομοχώριου του χριστιανού
ορθοδόξου», με σκοπό να πείσει αυτόν για την ορθότητα και τον σωτηριώδη
χαρακτήρα της θρησκευτικής του πίστεως ώστε «να πιστεύση ούτος εις τας
θρησκευτικάς αρχάς των ευαγγελικών διά καταλλήλου κατηχήσεως και
διδασκαλίας περί αποχής αυτού από της ορθοδόξου χριστιανικής εκκλησίας, διά
δωρεάν διαθέσεως διαφόρων εντύπων της αιρέσεως των Ευαγγελικών και
καταχρήσεως της εμπιστοσύνης και απειρίας».

Το Ανώτατο Ακυρωτικό με την υπ' αριθμό 76/1962 απόφασή του, επιβεβαιώνει178


τη πάγια νομολογία του. Σύμφωνα με αυτήν, η δωρεάν διανομή εντύπων
θρησκευτικού περιεχομένου, όταν συνοδεύεται από παραινέσεις για την υιοθέτηση
των αρχών και της διδασκαλίας που εμπεριέχεται σε αυτά αποτελεί
προσηλυτισμό. Έτσι, επικυρώνει την καταδίκη για προσηλυτισμό ιεροκήρυκα των
«Αντβενιστών», ο οποίος επισκεπτόταν κατ' επανάληψη ανδρόγυνο στην οικία του
και διένειμε σε αυτό δωρεάν έντυπα της «αιρέσεως» στην οποία, ως θρησκευτικός
λειτουργός μάλιστα, ανήκε, δεν παρέλειπε δε να απευθύνει σε αυτό τη σύσταση
να μην αμελήσει την ανάγνωση και την υιοθέτηση των αναγραφομένων σε αυτά.

Η υπ' αριθμόν 53/1973 απόφαση επαναλαμβάνει τη πάγια καταφατική

178
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.253

96
τοποθέτηση του Αρείου Πάγου, όπως αυτή εκφράζεται στις πολλές και ταυτόσημες
αποφάσεις του, σχετικώς με το εάν συνιστά εν τέλει προσηλυτισμό η δωρεάν
αποστολή εντύπων και ενημερωτικών φυλλαδίων προς ετερόδοξους. Επικυρώνει
καταδικαστική απόφαση, σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος «ενήργησε
προσηλυτισμόν διά δωρεάν αποστολής του μηνιαίου περιοδικού «ΦΑΡΟΣ» της
αιρέσεως των «Αντβενιστών της εβδόμης ημέρας», ης τίνος ούτος ετύγχανεν
οπαδός, ήτοι τευχών του άνω περιοδικού περιεχόντων κατά τρόπον έντεχνον
δοξασίας της περί ης πρόκειται θρησκευτικής αιρέσεως, ήτις αντιστρατεύεται προς
τα διδάγματα της Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας». Η προσπάθεια του
κατηγορουμένου να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση ετεροδόξου και να
μεταβάλει το περιεχόμενό της συντελέστηκε «διά της επιμόνου δωρεάν
αποστολής του ως άνω υπ' αυτού εκδιδομένου περιοδικού, της φορτικής δι' αυτού
διδασκαλίας του περιεχομένου του, ως και της περί τα θρησκευτικά θέματα
απειρίας του παραλήπτου του...». Άλλη μια φορά δηλαδή τα στοιχεία «επιμόνως»
και «εντέχνως» αποτέλεσαν την αιτία για τη στοιχειοθέτηση διενέργειας του
προσηλυτισμού.

Η υπ’ αριθμόν 238/1979 απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου,


κινείται179 στα ίδια πλαίσια και επικυρώνει καταδίκη οπαδού των «Μαρτύρων του
Ιεχωβά» για διενέργεια προσηλυτισμού, και συγκεκριμένως για το ότι
προσπάθησε να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση ορθόδοξων χριστιανών με
σκοπό τη μεταβολή του περιεχομένου της, πράγμα το οποίο κατόρθωσε με το να
παραδίδει, με επιμονή και φορτικότητα, στους κατοίκους του χωριού Αραχναίο
Ναυπλίου «είτε δωρεάν είτε εις την ευτελή τιμήν των 3-5 δραχμών τα υπό της άνω
αιρέσεως εκδιδόμενα και περιέχοντα τα δόγματα αυτής έντυπα υπό τους τίτλους
«Ξύπνα», «η Σκοπιά», «το μέλλον», «η αλήθεια που οδηγεί εις την αιώνιαν ζωήν»
και να παροτρύνει «τούτους διά καταλλήλου και εντέχνου επεξηγήσεως του
περιεχομένου των εντύπων τούτων, ότι τουτέστι μόνον ταύτα περιέχουν την
αλήθειαν επί των θρησκευτικών θεμάτων, ν' αναγνώσουν ταύτα και πιστεύσουν
εις τας εν αυτοίς περιεχομένας θρησκευτικάς δοξασίας των Μαρτύρων του

179
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.254

97
Ιεχωβά...»

Ο Άρειος Πάγος με την υπ' αριθμό 201/1961 απόφαση επικύρωσε180 την καταδίκη
οπαδού της θρησκευτικής κοινότητας των Ευαγγελιστών, ο οποίος προσπάθησε
να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση ορθόδοξου καθηγητή των
Θρησκευτικών, με τη δωρεάν διανομή εντύπων, σχετικών με τη διδασκαλία της
«αιρέσεως» των Ευαγγελιστών και με την υπόσχεση σε αυτόν ωφελημάτων, τα
οποία όμως δεν προσδιορίζονται, κατ' είδος και περιεχόμενο, από την απόφαση
του Αρείου Πάγου.

Επίσης, με την υπ' αριθμό 498/1961 απόφασή του, το Ανώτατο Ακυρωτικό


Δικαστήριο καταδίκασε οπαδούς της «Χριστιανικής Αδελφότητος της
Πεντηκοστής», οι οποίοι, προσπάθησαν να μεταβάλουν τις θρησκευτικές
πεποιθήσεις μιας γυναίκας, που είχε ασπασθεί το ορθόδοξο δόγμα,
εκμεταλλευόμενοι την απειρία της και ιδιαιτέρως «την επαγγελματικήν ανάγκην
της, ως ράπτριας, προς ην υπισχνούντο βελτίωσιν της επαγγελματικής
καταστάσεώς της». Οι υποσχέσεις και τα ωφελήματα που θα αποκτούσαν αυτοί
στους οποίους στρεφόταν ο προσηλυτισμός αποτελούν εδώ τα στοιχεία εκείνα
που καθιστούν τη διενέργειά του στοιχειοθετημένη.

Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα διενέργειας προσηλυτισμού «διά παροχών»


έχουμε με την υπ’ αριθμό 76/1962 απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την
οποία κηρύχθηκε ένοχος προσηλυτισμού ιεροκήρυκας των «Αντβενιστών», ο
οποίος, προκειμένου να πείσει ένα ανδρόγυνο να μεταβάλει τις θρησκευτικές του
πεποιθήσεις και να ενταχθεί στην «αίρεση» που αυτός εκπροσωπούσε,
προσέφερε σε αυτούς τρόφιμα, καθώς και χρηματικό ποσό στον σύζυγο, που
αντιστοιχούσε στα έξοδα μεταβάσεώς του στην Αθήνα, για να παρακολουθήσει
συνέδριο των μελών της εν λόγω θρησκευτικής κοινότητας.

Από την άλλη πλευρά δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ο Άρειος Πάγος να μην
προβαίνει σε ερμηνευτική σημασιοδότηση των αόριστων εννοιών που

180
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.257

98
συναποτελούν τη νομοτυπική υπόσταση του προσηλυτισμού, αλλά να αρκείται
απλώς σε επανάληψη της νομοθετικής διατυπώσεως. Άλλωστε, αναφέρθηκε ήδη
πως πολλές φορές επαναλαμβάνεται ο ορισμός του προσηλυτισμού βάσει της
νομοθεσίας και δεν υπάρχει επεξήγηση εννοιών. Χαρακτηριστική περίπτωση
αποτελεί απόφαση181, η οποία δέχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι «εκμεταλλευόμενοι
την κουφότητα και πνευματική αναπηρίαν» κατοίκων ενός χωρίου, και ιδίως
γυναικών, ορθώς καταδικάστηκαν για διενέργεια προσηλυτισμού, η δε παράθεση
της φράσεως «εκμεταλλευόμενοι την κουφότητα και πνευματική αναπηρίαν»
τίθεται «ουχί μόνον ως όρος νομικού χαρακτηρισμού, αλλά και ως περιέχων την
βεβαίωσιν και του γενομένου δεκτού πραγματικού περιεχομένου, ήτοι της
κουφότητος και πνευματικής αναπηρίας των προς ους οι πράξαντες απηυθύνοντο
και της εκμεταλλεύσεως υπό τούτων της τοιαύτης καταστάσεως εκείνων». Είναι
βεβαίως προφανές ότι με τον τρόπο αυτό δεν εξειδικεύεται ερμηνευτικώς σε τι
ακριβώς συνίσταται η πνευματική κουφότητα και αναπηρία, γεγονός το οποίο
διατηρεί αμείωτη την ασάφεια της σχετικής διατάξεως και επιτείνει τον
προβληματισμό για το περιεχόμενό της.

Πάντως, με την υπ' αριθμό 137/1953 απόφασή του, το Ανώτατο Ακυρωτικό


αποδίδει «πνευματική αδυναμία και κουφότητα», πέρα από τις γυναίκες, και στους
ανήλικους. Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτές οι κατηγορίες πολιτών θεωρούνται, κατά
την κρίση του δικαστηρίου, περισσότερο ευάλωτες σε προσηλυτιστικές επιθέσεις.
Εδώ ανήκει και η υπ’ αριθμόν 201/1961 απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με
την οποία «απειρία, πνευματική αδυναμία και κουφότητα» χαρακτηρίζει τους
αγράμματους χωρικούς και τους μικρούς μαθητές.

Επίσης, με την υπ' αριθμό 997/1975 απόφασή του, το Ανώτατο Ακυρωτικό


επικύρωσε182 την καταδίκη οπαδού των «Μαρτύρων του Ιεχωβά» για παράβαση
του Α.4 π.2 του A.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το Α.2 του A.Ν.
1672/1939. Έκρινε ότι εν τέλει διενήργησε προσηλυτισμό, αφού προσπάθησε με

181
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.259
182
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.260

99
την επίμονη και φορτική ανάπτυξη των θρησκευτικών του δοξασιών και
πιστευμάτων, αλλά και την προσφορά εντύπων της αιρέσεώς του, να διεισδύσει
στη θρησκευτική συνείδηση ορθόδοξου χριστιανού, «μικροπωλητή με μόρφωση
δημοτικού σχολείου», με σκοπό τη μεταβολή του περιεχομένου της.

Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η υπ’ αριθμόν 1035/1975 απόφαση του Αρείου Πάγου,
η οποία κήρυξε οπαδό των «Μαρτύρων του Ιεχωβά» ένοχο του ότι «επεσκέπτετο
τούτον εν τη οικία του και παρείχε δωρεάν διάφορα έντυπα της ως άνω αιρέσεως,
προσθέτως δε κατεχράσθη της απειρίας, της πνευματικής αδυναμίας και
κουφότητος αυτού, όντος ποιμένος μικράς εκπαιδεύσεως», προσπαθώντας
εντέχνως να διεισδύσει στη θρησκευτική του συνείδηση για να μεταβάλει το
περιεχόμενό της.

Αντίθετα, με την υπ' αριθμόν 1155/1978 απόφασή του, το Ανώτατο Ακυρωτικό


Δικαστήριο έκρινε ότι η ιδιότητα του δυνητικός προσήλυτου ως απλοϊκού και
αγράμματου χωρικού δεν αρκεί για να προσδώσει σε αυτόν τον χαρακτηρισμό του
κούφου και πνευματικώς αδύναμου. Βέβαια, μέσα σε ένα μόλις έτος, ο Άρειος
Πάγος έκανε στροφή στη νομολογία του και πιο συγκεκριμένα, με την υπ' αριθμό
238/1979 απόφασή του, απέδωσε 183 ξανά, «πνευματική αδυναμία, απειρία και
κουφότητα» σε «απαίδευτους και αγράμματους χωρικούς».

183
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.260

100
Βιβλιογραφία

J.Witte & F.Alexander, «Christianity and human rights – An Introduction», Cambridge


Publishing, 2010, Cambridge
Α.Β.Παπατόλιος, Ιεραποστολή και θρησκευτική ελευθερία: κοινωνιολογική διερεύνηση,
Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2016, Θεσσαλονίκη
Α.Γ.Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα – Γενικό Μέρος, τόμος γ’, Εκδόσεις
Σάκκουλα Α.Ε., 2005, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
A.Γ.Καπελιώτης, Θρησκευτική ελευθερία και θρησκευτικά σύμβολα, Εργασία,
Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2005, Αθήνα, ανακτήθηκε από
http://www.greeklaws.com/pubs/uploads/1259.pdf
Α.Ι.Μάνεσης, Συνταγματικά δικαιώματα, α΄ Ατομικές Ελευθερίες, Εκδόσεις Σάκκουλα
Α.Ε., 1982, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Α.Ι.Σβώλος – Γ.Κ.Βλάχος, Το Σύνταγμα της Ελλάδας - α΄ τόμος, 1954, Αθήνα
Α.Ν.Λοβέρδος, Προσηλυτισμός, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1986, Αθήνα
Α.Ν.Λοβέρδος, Προσηλυτισμός, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1986, Αθήνα
Α.Ν.Μαρίνος, Η έννοια του θρησκευτικού προσηλυτισμού κατά το νέο Σύνταγμα,
Περιοδικό Ελληνική Δικαιοσύνη, (ΕλλΔνη), 25, 1984
Α.Ν.Μαρίνος, Η θρησκευτική ελευθερία, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών,
1972, Αθήνα
Β.Κουκουσάς, Πτυχές της Βυζαντινής και Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Eκδόσεις Ostracon
Publishing p.c., 2014
Γ.Α.Πουλής, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2008, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη
Γ.Α.Πουλής, Θρησκευτικό Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή
Γ.Α.Πουλής, Το έγκλημα του προσηλυτισμού και η συνταγματική απαγόρευσή του,
Περιοδικό Νομοκανονικά, 1/2002
Γ.Α.Πουλής, Το έννομο αγαθό που προστατεύεται με το έγκλημα του προσηλυτισμού, Πε-
ριοδικό Ποινικά Χρονικά, (ΠοινΧρ), 33, 1983
Γ.Γ.Φουντουκοπούλου, Προσηλυτισμός και ελευθερία διάδοσης θρησκείας, Διπλωματική
εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2012, Θεσσαλονίκη
Γ.Η.Κρίππας, Το έγκλημα του προσηλυτισμού ιδία από απόψεως ηθικής αυτουργίας,
Περιοδικό Ποινικά Χρονικά, (ΠοινΧρ), 1980

101
Γ.Ι.Ανδρουτσόπουλος, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου,
Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Γ.Ι.Μίντσης, Οι διακρατικές προσφυγές στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2003, Αθήνα-Κομοτηνή
Γ.Κατράς, Προσηλυτισμός και Ιεραποστολή, Περιοδικό Ελληνική Δικαιοσύνη, (ΕλλΔνη),
21, 1980
Γ.Κατράς, Προσηλυτισμός και Ιεραποστολή, Περιοδικό Ελληνική Δικαιοσύνη, (ΕλλΔνη),
21, 1980
Γ.Ξ.Κτιστάκις, Απαγόρευση θρησκευτικών διακρίσεων και γενικά μέτρα κατά τη νομολο-
γία του ευρωπαϊκού δικαστηρίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ανακτήθηκε από
http://www.dikonomia.gr/sites/default/files/3_ktistakis.pdf
Γ.Ξ.Κτιστάκις, Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - με αφορμή τα
50 χρόνια του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Ανθρώπου, Εκδόσεις Παπαζήσης, 2009,
Θεσσαλονίκη
Γ.Πινακίδης, Μονομερείς ερμηνευτικές προσεγγίσεις στο όνομα της ‘’επικρατούσας’’
θρησκείας, Περιοδικό ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, (ΤοΣ), τ.6/1999
Γ.Πλαγγέσης, Πολιτική και Θρησκεία στη φιλοσοφία του John Locke, Εκδόσεις Universi-
ty Studio Press, 1998, Αθήνα
Γ.Χ.Σωτηρέλης, Θρησκεία και εκπαίδευση, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1998, Αθήνα
Δ.Α.Μπακούλας, Η νομολογία του Αρείου Πάγου επί ποινικής και πολιτικής ύλης και
Γνωμοδοτήσεις της Εισαγγελίας αυτού, τ. Α’ – ΚΕ’, 1947-1974, τ. Α' (1947)
Δ.Γκούμα, Η προστασία της θρησκευτική ελευθερίας: εξελίξεις και οσμώσεις μεταξύ
ΕΣΔΑ & ελληνικής έννομης τάξης, Διπλωματική Εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, 2007, Θεσσαλονίκη
Ε.Βενιζέλος, Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, Εκδόσεις Παρατηρητής, 2000,
Θεσσαλονίκη
Ε.Παλιούρα, άρθρο, Υπόθεση Λαρίσης κλπ κατά Ελλάδος, ανακτήθηκε από
http://www.arthro-13.com/news/edda-larisis-kl-kata-ellados/
Ι.Δ.Σαρμάς, Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και
της Επιτροπής, Αντ.Σάκκουλα, 1998, Αθήνα
Ι.Θ.Παναγόπουλος, Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, Εκδόσεις Σάκκουλα,1980, Αθήνα
Ι.Μ.Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2000, Α-
θήνα –Κομοτηνή

102
I.Μ.Κονιδάρης, Θεμελιώδεις διατάξεις σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2006, Αθήνα
Ι.Μ.Κονιδάρης, Νομική θεωρία και πράξη για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, Εκδόσεις
Αντ.Σάκκουλα, 2005, Αθήνα-Κομοτηνή
Ι.Μ.Κονιδάρης, Σημείωση, Περιοδικό Νομικό Βήμα, (ΝοΒ), 34, 1986
Κ.Γ.Μαυριάς & Α.Μ.Παντελής, Συνταγματικά Κείμενα, τόμος πρώτος, δ’ έκδοση, Εκδό-
σεις Αντ.Σάκκουλα, 2007, Αθήνα-Κομοτηνή
Κ.Ν.Κυριαζόπουλος, Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών
θρησκευμάτων, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1999
Κ.Ν.Κωστής, Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου, τ. 1-2, τυπογραφείο
Ανέστη Κωνσταντινίδη, 1892-1893, Αθήνα
Κ.Χ.Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2002, Αθή-
να-Κομοτηνή
Ν.Α.Χωραφάς, Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1992, Αθήνα-Κομοτηνή
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία και Έγκλημα, Εκδόσεις
Σάκκουλα Α.Ε., 2004, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Ν.Κ.Ανδρουλάκης, Το αξιόποινο του προσηλυτισμού και η συνταγματικότητά του,
Περιοδικό Νομικό Βήμα, (ΝοΒ), 34, 1986
Ν.Κ.Κλαμαρής – Δ.Α.Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο,
Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2014, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Ν.Φραγκάκης, σχόλιο, Περιοδικό Νομικό Βήμα, (ΝοΒ), 42, 1994
Π.Δ.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Α΄, δεύτερη αναθεωρημένη
έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2005, Αθήνα-Κομοτηνή
Π.Ι.Παναγιωτάκος, Σύστημα του εκκλησιαστικού Δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν
αυτού, Το Ποινικόν Δίκαιον της Εκκλησίας, Εκδόσεις Πουρναρά, 2004, Θεσσαλονίκη
Σ.Ν.Τρωιάνος, Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 1984, Α-
θήνα
Συλλογικό, Εξουσία και Κοινωνία, Δωρήματα στον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, Εκδόσεις
Καστανιώτη, 2010, Αθήνα
Φ.Κ.Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, 2006, Αθήνα-
Κομοτηνή

103
Φ.Μπότσης, Η θρησκευτική ελευθερία στο πλαίσιο της Ελληνικής έννομης τάξης: από τη
πραγματικότητα ή χρόνιο desideratum;, Εφαρμογές Δημόσιου Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.
Σάκκουλα, 2004, Αθήνα-Κομοτηνή
Χ.Κ.Παπαστάθης, Εκκλησιαστικό δίκαιο – β’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2007,
Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Χ.Λ.Ροζάκης, H νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου: Κλίνη του Προκρούστη ή Συμβολή στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση;,
Περιοδικό Νομικό Βήμα, (ΝοΒ), 57/2009
Χ.Σιδέρης, Οι τρόποι πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του
προσηλυτισμού, Περιοδικό Ποινικά Χρονικά, (ΠοινΧρ), 43, 1993
X.Χριστοφορίδης, Προσηλυτισμός υπέρ της επικρατούσας θρησκείας, Περιοδικό
Ελληνική Δικαιοσύνη, (ΕλλΔνη), 22, 1981

104

You might also like